© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Το λιβάδι με τις παπαρούνες: μνήμες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο στον Νομό Σερρών

Istorima Code
9984
Story URL
Speaker
Κούλα Αλεξανδρίδου (Κ.Α.)
Interview Date
28/10/2020
Researcher
Κωνσταντίνος Δογάνης (Κ.Δ.)
Κ.Δ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Κ.Α.:

Καλησπέρα.

Κ.Δ.:

Πείτε μας το όνομά σας.

Κ.Α.:

Ονομάζομαι Αλεξανδρίδου Κούλα.

Κ.Δ.:

Βρισκόμαστε λοιπόν στη Θεσσαλονίκη, είναι 28η Οκτωβρίου του 2020, βρισκόμαστε με την κυρία Κούλα, εγώ είμαι ο Κωνσταντίνος Δογάνης, είμαι ερευνητής στο Istorima. Η κυρία Κούλα θα μας μιλήσει για τα χρόνια της στην περιοχή των Σερρών, από το 1945 μέχρι το 1960, για το τέλος του πολέμου, για τον Εμφύλιο Πόλεμο και για τη δεκαετία του ‘50. Αρχικά, κυρία Κούλα, πείτε μας κάποια γενικά πράγματα για εσάς, να σας γνωρίσουμε.

Κ.Α.:

Γεννήθηκα στο Παλαιόκαστρο Σερρών το 1940. Ήταν ο πόλεμος. Ξεκίνησε ο πόλεμος με τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί ήρθαν και πέρασαν και από το χωριό μας, πολεμοφόδια πάρα πολλά αφήσανε στο λιβάδι μας, βόμβες πολλές. Ερχόταν στο χωριό, ζητούσανε τρόφιμα. Όλο το χωριό τους βοηθούσε, γιατί φοβόταν. Αλλά γενικά, μας φέρθηκαν καλά, αυτό μπορώ να το πω, γιατί οι γονείς το λέγανε, όχι εγώ, οι γονείς μου, ότι μας φέρθηκαν οι Γερμανοί καλά. Οι Βούλγαροι ήταν οι σύμμαχοί τους, που ήρθαν και έμειναν στον τόπο μας, στα χωριά μας. Πήραν τα σπίτια μας, πήραν τα χωράφια μας, δουλεύαν οι γονείς μας για τον κατακτητή, για τον Βούλγαρο, για τον Βούλγαρο, και αφήνανε μόνο λίγη σοδειά, για να μην πεθάνουνε από την πείνα. Αυτά τα λέγανε οι γονείς μου συνέχεια, το τι περάσανε. Στο σπίτι μας, είχαμε δύο σπίτια, ένα διώροφο, ένα χαμηλό, μας βάλανε στο χαμηλό και πήραν το διώροφο ο Βούλγαρος, ο γραμματέας της περιοχής και πήραν όλη τη σοδειά. Ευτυχώς ο Πρόεδρος ήταν καλός και βοήθησε μερικές οικογένειες, για να μην πεθάνουν τα παιδάκια από γάλα, δεν είχαν ούτε γάλα να δώσουν τα μωρά. Μετά από κει, οι Γερμανοί… ο πόλεμος πήγαινε προς το τέλος. Ήθελαν να πάρουν τα πολεμοφόδιά τους όλα, άλλα τα άφησαν λάφυρα σε μας. Μέσα το λιβάδι του χωριού μας, ήταν γεμάτο βόμβες μεγάλες, χειροβομβίδες και πολεμοφόδια, όπλα τα πάντα. Μερικά πήραν, άλλα δεν μπορέσανε. Ειδοποίησαν το χωριό, τον Πρόεδρο, να βγει όλο το χωριό, στα μεγάφωνα τι είχαν φώναξαν και πήρανε όλοι αγκαλιά τα παιδιά τους, μια κουβέρτα και λίγο νερό και βγήκαμε στους πρόποδες του βουνού, μέσα σε μια ρεματιά, γιατί θα ανατινάζανε τις βόμβες «Kλείστε τα παράθυρα -είπανε- και τις πόρτες, τα τζάμια θα σπάσουν αν δεν βάλετε ξύλα» ή ξέρω ‘γω τι άλλο, να τα προφυλάξουμε. «Kαι για 2 ώρες 3 θα μείνετε όλο το βράδυ», βράδυ τα ανατινάξανε. Εγώ μικρό ήμουνα, αλλά έτσι σαν όνειρο, σαν σκιά, έβλεπα αυτόν τον κόσμο, να φωνάζουν, να κλαίνε τα μωρά όλα, αγκαλιά μέσα από το νερό, από τη ρεματιά πηγαίναμε και βγήκαμε βρεγμένοι στους πρόποδες του βουνού. Εκεί ήταν απόσταση, για να μη μας χτυπήσουνε τα βλήματα. Εκεί καθίσαμε, εμείς τα μικρά παιδιά τρέχαμε εκεί, άλλοι ακούγανε, άλλα κλαίγανε, γιατί δεν καταλαβαίναμε τι γινόταν, σαν πανηγύρι μας φαινόταν. Αλλά οι γονείς μας κλαίγανε όλοι, στενοχωριόνταν. Τα σπίτια θα καταστρεφόταν όλα και πολλά καταστράφηκαν. Τελείωσε και αυτό.

Κ.Α.:

Την άλλη μέρα το πρωί, ήρθαμε στα σπίτια μας, βρήκαμε χαλάσματα βέβαια. Οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν. Όταν… οι Βούλγαροι βρήκαν ευκαιρία τότε-αυτό μου το διηγήθηκε η ίδια η μητέρα μου, ο πατέρας μου και οι παππούδες μου-μαζεύτηκαν όλοι στον δρόμο τον κεντρικό του χωριού, θα περνούσε μία φάλαγγα Γερμανών και ειδοποιήθηκαν οι δικοί μας, οι Έλληνες, ότι γίνεται σφαγή, από τη Δράμα ξεκίνησε η σφαγή. Αυτό γράφτηκαν και πολλά τραγούδια και θυμάμαι που τα λέγανε και μεγάλη που ήμουνα, κλαίγανε τραγουδώντας αυτά τα τραγούδια. Άρχισαν να έρχονται προς τις Σέρρες. Όταν φτάσανε στον Λευκώνα Σερρών, εκεί άρχισαν να μαζεύουν τους νέους οι Βούλγαροι. Οι Βούλγαροι μας επιτέθηκαν πάρα πολλές φορές, έλεγε ο πατέρας μου, και θέλανε όσοι είχανε μανία «εντόπιοι» τους λέγανε οι δικοί μας, αλλά ήτανε βουλγαρόφωνοι όλοι. Κατέβηκαν στα χωριά μας, μας είχανε μανία –λέει- για να πάρουν τα χωράφια μας, να μας διώξουνε. Άρχισαν να μας προδίδουν, να λένε διάφορα με το όπλο, όλοι με ένα όπλο. Εμείς… αυτά πέρασαν, έγινε και στο Λευκώνα, η νεολαία πήγαν να κρυφτούνε να μην τους σκοτώσουνε, σε γαλαρίες, γιατί οι Σέρρες είχε κάρβουνο έβγαζε και κρύφτηκαν μες στις γαλαρίες. Έβαλαν αέρια, τους προδώσανε και πεθάναν όλα τα παλικάρια και ένας θείος μου μαζί, πεθάνανε μέσα στις γαλαρίες. Στο χωριό μας όταν έφτασαν, το χωριό έκλαιγε και μαζεύτηκαν στον δρόμο όλοι, είπαν να πεθάνουμε όλοι μαζί. Του παππού μου η αδερφή, ήταν μία ψύχραιμη γυναίκα, μια πιθαμή, αλλά ψύχραιμη, λέει: «Πάρτε τα παιδιά σας, θα βγούμε στον δρόμο, θα περάσει η φάλαγγα, είπαν, η γερμανική. Η γερμανική φάλαγγα δεν θα κάνει κακό σε εμάς, αφού δεν μας πείραξαν ως τώρα. Οι Βούλγαροι είναι που φοβόμαστε». Και τότε καθίσανε στον δρόμο, λέει τις γυναίκες «Τσιμπήστε τα παιδιά σας, ενοχλήστε τα, να κλάψουν. Εσείς άντρες, κάντε τον θλιμμένο, εδώ πονάμε, θα μας σφάξουν, ήρθε η σειρά μας, ήρθε η σειρά μας». Έρχεται ο αγγελιοφόρος με τη μοτοσικλέτα-λέει- και πέφτει αυτή στη μοτοσικλέτα, η γιαγιά μας, πέφτει γονατιστή και δεν ήξερε γερμανικά η γυναίκα, αλλά έκανε τη χειρονομία, σήκωσε τα χέρια, του λέει: «Γερμανέ, Μπουλγάρτσκι σολντάτ κότσι-κότσι» τον έδωσε… δηλαδή θα μας κόψει το λαιμό «Κότσι-κότσι» ήταν το λέγανε θα μας κόψει το λαιμό. Μπουλγάρτσκι σολντάτ ήταν οι στρατιώτες. Ο Γερμανός το κατάλαβε και έκανε το χέρι του λέει: «Nein» «Εμείς δεν δώσαμε-είπανε μετά-τέτοια εντολή, είπαμε να φρουρούνε, να περάσουμε να φύγουμε». Αλλά αυτοί το εκμεταλλεύτηκαν και άρχισαν οι Βούλγαροι ήδη που μένανε στο χωριό μας. Πήραν το όπλο, πήραν… άρπαξε ένας που ήταν πάντα μισητός με τον πατέρα μου. Τον ζήλευε, γιατί ο πατέρας μου πάντα ένας βλάκας ήταν, αλλά επί Βουλγαρίας πήρε το όπλο και φοβέριζε ανθρώπους και χτυπούσε. Τότε ήρθε, σώνει και καλά να τον πάει στη ρεματιά να τον σκοτώσει. Έρχεται ο Γερμανός, η γιαγιά μου «Ένα παιδί έχω, μοναχοπαίδι» λέει τον Γερμανό και κλαίει η γιαγιά μου και δείχνει. Τότε ο πατέρας μου σπασμένα κάτι που έμαθε στον πόλεμο, του λέει: «Θα κάνεις, έλα μαζί μου. Θα μου δείξεις αυτόν που θα σε σκοτώσει». Και τον φέρνει μπροστά, Λίτσος λεγόταν, ένας Βούλγαρος, τον λέει: «Γιατί θέλεις να τον σκοτώσεις; Εμείς δεν δώσαμε τέτοια εντολή και εξουσίας σε εσάς». Και έτσι γλίτωσε τον πατέρα μου. Και εκείνο το βράδυ μείνανε, σταθμεύσανε στο χωριό. Όλο το χωριό έτρεξαν οι γυναίκες, λέει: «Θέλουμε να φάμε, γιατί είμαστε ταλαιπωρημένοι, από την Καβάλα ερχόμαστε». Έφεραν αυγά «Eier-λέει-θέλουμε, Eier και brot» ψωμί και αυγά, ομελέτα τους κάνανε, νυχτιάτικα, φάγανε. «Ο στρατός- λέει-Θα μείνει εδώ, να είστε ήσυχοι, κοιμηθείτε και αυτούς θα τους περιποιηθούμε εμείς». Αυτή τη σφαγή το χωριό μας γλίτωσε χάρη στο Γερμανό και στη γιαγιά μας εκεί που το έπαιξε.

Κ.Α.:

Φεύγοντας οι Γερμανοί, δεν μπορούσαν να πάρουν όλες τις βόμβες, τις αφήσανε και μετά πήγαιναν οι χωρικοί και της αποσύνδεαν, όσοι ξέρανε και παίρνανε τα καπάκια τους και τα κάνανε παχνί, άλλος διάφορα πράγματα, το μέταλλο αυτό το χρησιμοποίησαν. Ο δε παππούς μου, που ήξερε από τη Ρωσία να αποσυνδέει τη βόμβα, και έπαιρνε το μπαρούτι εκείνο, σε καρούλια ήταν, το θυμάμαι. Με πήρε και εμένα μια Κυριακή να τον βοηθάω, γιατί ένας Γερμανός του ‘σπασε το πόδι μεθυσμένος και ήταν ανάπηρος. Με πήρε, για να κουβαλάω εγώ με τον κουβά τα καρούλια στο κάρο. Σκάει μία βόμβα και τότε ο παππούς χλόμιασε, σε λέει: «Θα σκοτώσω το παιδί» με αρπάζει και «Τρέξε» μου λέει και χωθήκαμε, με έσπρωξε και μπήκαμε σε μια λακκούβα, που την έκαναν οι βόμβες πάλι. Μπήκαμε εκεί και γλιτώσαμε, μες στα χώματα βέβαια, έσκασε αυτό, γλιτώσαμε, Άγιο είχαμε. Με παίρνει ο παππούς και πάμε στο σπίτι και λέει: [00:10:00]«Πώς θα κρυφτώ απ’ τον πατέρα σου;» Όταν το έμαθε ο πατέρας μου, τρελάθηκε. Έκτοτε, δεν πήγα και εγώ, ούτε ο παππούς με πήρε. Αλλά το μπαρούτι, είχε μαζέψει αρκετό και το πουλούσε στους νεαρούς το Πάσχα, για να κάνουν σαν κροτίδες, ας τα πούμε, αυτοσχέδια κάνανε και το βάζαν το μπαρούτι και σκάγανε και γινόταν το Πάσχα ο χαλασμός. Έτσι διασκεδάζανε τότε. Μετά έγιναν και πολλά… οι βόμβες και οι χειροβομβίδες ήταν στον τόπο μας, άλλα χωμένα, άλλα κρυμμένα. Πολλοί πήραν και στα σπίτια τους, να τα κάνουν τι; Η Αστυνομία… έγιναν ατυχήματα πολλά. Πηγαίναν η νεολαία του χωριού και ανατινάζανε τις βόμβες και διασκεδάζανε. Ώσπου σκοτώθηκε κι ένα παλικάρι, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, ήταν τρίτη Γυμνασίου. Τον πήρε μια ριπή, δεν πρόλαβε να πάει να πέσει στο λάκκο και σκοτώθηκε. Τότε ειδοποίησαν την Αστυνομία και ήρθαν πυροτεχνουργοί και αδειάσαν το λιβάδι όλο και η Αστυνομία γύρισε στα σπίτια και λέει: «Όσοι έχετε πυρομαχικά των Γερμανών, τα λάφυρα που αφήσανε, να τα επιστρέψετε, γιατί όποιος δεν τα επιστρέψει, θα τιμωρηθεί» και έτσι ο πατέρας μου, η μάνα μου μάλωσε τον πατέρα μου «Έχεις χειροβομβίδες στο μαντρί μέσα, το παιδί τα είδε και ρωτούσε «Τι είναι αυτά;» Θα τα πάρεις και θα πας να τα παραδώσεις στην Αστυνομία». Αυτό και έκανε. Αλλά και πάλι μείνανε μερικά σε σπηλιές, που σκοτώθηκαν και το… μετά από αρκετά χρόνια, μπορώ να πω ήταν το ‘60-‘65; O πόλεμος της Κορέας πότε έγινε; Πριν πάει ο θείος μου εκεί-ένας θείος μου- παιδάκια της γειτονιάς, μπήκαν στη σπηλιά που είχαν κάνει οι Γερμανοί και κρύβανε εκεί πυρομαχικά σε όλο τον Άη Γιώργη στο βουνό, ήταν όλο σπηλιές και πυρομαχικά. Μπήκανε εκεί μέσα τα παιδάκια αυτά, από 5 μέχρι 12 ετών. Φυλάγανε τα ζώα πάνω στον Άη Γιώργη, ήταν και νερό δίπλα. Πήγανε και βγάλανε τις χειροβομβίδες. Αυτές είχαν σκουριάσει από την πολυκαιρία και τα βγάλανε και παίζαν, τα πετούσαν και δεν έσκαγαν, βγάζαν την περόνη… δεν έσκαγε. Ώσπου μία έσκασε. Έσκασε και ο θείος μου μόλις είχε έρθει από την Κορέα- σε έναν πόλεμο που κάνανε τότε και πήγαν μερικοί Έλληνες-ήρθε και πήγε πάνω στο βουνό να πάρει την αγελάδα του και βλέπει τα παιδιά να παίζουν και λέει: «Θείο, δεν σκάνε οι χειροβομβίδες αυτές» και παίρνει και το πετάει. Τους μάλωσε να φύγουν, αλλά εκείνοι… έριξε τη χειροβομβίδα και τον παίρνει το θείο μου στα πόδια και σκάσει μπροστά σε ένα οκτάχρονο αγοράκι, γειτονάκι μας, σκοτώθηκε και εκείνο, τραυματίστηκαν άλλα τρία. Πάλι ένα μάζωμα γενικό από σπίτια και σπηλιές και βγάλανε πάρα πολλά, αλλά ήταν σκουριασμένα και παλιά.

Κ.Α.:

Αυτό έγινε μέχρι το ‘60 εκεί περίπου. Το ’50-‘55 επέτρεψαν όσοι έχουνε ειδικό χωράφι, αμμουδερά έπρεπε να ‘ναι, να φυτέψουνε την παπαρούνα. Εμείς παπαρούνα το λέγαμε, γιατί σαν παπαρούνες ήταν τα λουλούδια. Εμείς είχαμε του παππού μου τον κλήρο, 11 στρέμματα στο σημείο αυτό και φυτέψαμε… είχαμε κάθε χρόνο βάζαμε εκεί 11 στρέμματα παπαρούνα, το μαζεύαμε, το δίναμε σε έναν από το Σιδηρόκαστρο που είχε ελαιοτριβείο, δίναμε τον σπόρο και μας έδινε λάδι εμάς. Αλλά αυτός το πουλούσε, δεν ξέρουμε τι, δεν θυμάμαι τι το ‘κανε ο κυρ Αλέκος, αλλά εμείς το δίναμε. Ήταν... πήγαινα να σκαλίσω με την τσάπα μου, εγώ κοριτσάκι, και όταν στεκόμουν... Ήταν υπερυψωμένο πρώτα και μετά κατεβαίναμε στο χωράφι χαμηλά, 11 στρέμματα με όλα τα χρώματα, λιλά σκούρο, λιλά ανοιχτό, κίτρινο, άσπρο, κόκκινο της φωτιάς ανοιχτό. Αυτό το πράγμα... σαν να ήταν ένα λιβάδι ανθισμένο. Καθόμουνα, έβαζα την τσάπα στον ώμο μου και καμάρωνα και δεν χόρταινα και όταν πήγαινα εκεί έμπαινα ανάμεσα στις αράδες και έτρεχα και άπλωνα τα χέρια μου και έπιανα τα λουλούδια! Τα φιλούσα, τα μιλούσα, τόσο όμορφα ήταν! Τα θυμάμαι τόσο καλά! Δεν είχαμε φωτογραφική μηχανή να τα βγάλουμε. Όταν ωρίμαζε πια η παπαρούνα, έπεφταν τα φύλλα, τα λουλούδια όλα, ξεραινόταν, το κέλυφος, το κεφάλι τους, πότε στρόγγυλα, πότε στενόμακρα, άλλα είχανε πάνω, όπως η παπαρούνα, είχαν εκείνο το κεφαλάκι. Κόβαμε, πρώτα τα κόβαμε με τον κορμό τόσο περίπου, για να τα πιάνουμε στο χέρι, και κόβαμε με το μαχαίρι και το τσουβάλι το δέναμε, ένα τσουβάλι στη μέση μας και τα ρίχναμε εκεί μέσα.  Όταν γέμιζε, τα αδειάζαμε στο κάρο, το διαμορφώναμε το κάρο με ένα αντίσκηνο από μέσα, ώστε να μην πέφτουν, γιατί ήταν ξερά, ευαίσθητα. Ναι μεν κλειστό το κέλυφος, το κεφάλι του εκείνο, αλλά όσο να ‘ναι ξερό ήταν, άμα ακουμπούσε σε αιχμηρό, θα άνοιγε. Τα μαζεύαμε, τα φέρναμε στο σπίτι, στρώναμε κάτω από τον πλάτανο στην αυλή, άλλο αντίσκηνο μεγάλο, τα κόβαμε με το μαχαίρι το κεφάλι και τα ρίχναμε καθαρά-καθαρά πάνω στο αντίσκηνο ή σ’ έναν κουβά, για να τα μεταφέρουμε στα σακιά. Και εκεί που καθόμασταν εμείς τα παιδιά, παίρναμε το ωραίο-όποιο μας άρεζε- το χρώμα, άσπρο-γκρι ήταν μέσα, έτσι σκούρο ανοιχτό, το ‘ριχνα στο στόμα μου και έτρωγα. Μ’ άρεζε, όπως το σουσάμι και το σουσάμι το ίδιο. Γύριζα το σουσάμι στην ποδιά μου το καλό και εκείνο έπεφτε, το ώριμο και το ‘παιρνα και έτρωγα. Το αφιόνι όμως-δεν ξέρω τώρα τα συνδυάζω μετά από χρόνια- τραγουδούσαμε πάρα πολύ, εγώ ο αδελφός μου και η αδελφή μου η μικρή, ό,τι τραγούδι έβγαινε. Εκείνος άρχισε να πηγαίνει στο Γυμνάσιο και ερχόταν, ό,τι τραγούδι έβγαινε στις Σέρρες το μάθαινε και ερχότανε και εμείς τραγουδούσαμε. Η γειτονιά όλη μας άκουγε και όταν δεν τραγουδούσαμε, ήμασταν κουρασμένα, ερχότανε με τα μπαστούνια, χτυπούσαν την πόρτα και έλεγαν: «Τ’ αηδόνια της γειτονιάς δεν τραγουδάνε, τι πάθανε;» Δεν ήξερα αυτό ότι είναι... επηρεάζει τον οργανισμό, αλλά φάγαμε πολύ. Επίσης, όταν ήμουνα στη Σκοτούσσα και είχα... κατεβήκαμε στη Σκοτούσσα το ‘47-’48, σαν ανταρτόπληκτοι μας κατέβασαν, γιατί ερχόταν και προμηθευόταν, δεν μας άφηναν τίποτα, αλλά ο στρατός έλεγε: «Εμείς βοηθούσαμε με τον τρόπο αυτό, γιατί ήταν όλα παιδιά μας, όταν έρχεται ο αδερφός της μάνας μου και ζητάει ψωμί, δεν θα τον δώσω ή ρούχα;-έλεγε η μάνα μου τον αστυνόμο τον ίδιο-Δεν θα τον δώσω;» Λέει: «Καλά έκανες, αλλά δεν πρέπει» «Δεν πρέπει, αλλά τι να κάνουμε; Με το ζόρι το πήραν το παιδί 17 χρονών, έκλαιγε, τον πήραν και σκοτώθηκε. Εκεί το χάσαμε».

Κ.Α.:

Τέλος πάντων, στη Σκοτούσσα, όταν ήμασταν και έπαιζα εγώ... έπαιζα με τα παιδάκια εκεί, μία κυρία, της φίλης μου η μητέρα και ο θείος είχαν μεγάλους κήπους και ανάμεσα είχανε κάτι δενδρύλλια, αλλά εγώ δεν ήξερα τι ήταν αυτά, πρασινάδες. Είχαν φασολιές, μπάμιες από όλα. Παίζαμε εμείς κρυφτό ανάμεσα, αυτή η μητέρα της και ο γείτονας ήταν κάτω από το μπαλκόνι και κάπνιζαν κάτι, έκοβαν, κάπνιζαν, έτριβαν… αλλά η μάνα της στα καλά καθούμενα… εγώ κρυμμένη τώρα στη φασολιά πίσω την βλέπω «κα-κα-κα, κου-κου-κου» και τα μάτια της κλειστά, αλλήθωρα, λέω: «Αυτή σαν μεθυσμένη κάνει» και λέω την κόρη της «Βρε Ευθαλία, η μαμά σου πίνει;» Λέει: «Τι να πιει ούζο -ξέρω ‘γω- κρασί, τι πίνουν και μεθάνε; Σαν μεθυσμένη είναι κι όλο γελάει και ζαλίζεται και καπνίζει, τι είναι;» Λέει: «Ξέρω και εγώ; Κέφια έχει». Όταν φύγαμε στο χωριό και μετά άρχισε να ακούγεται κάτι τέτοιο, ότι γίνεται ένα εμπόριο με ένα χόρτο, έτσι το λέγανε τότε, λέει ο πατέρας μου: «Έτσι και έτσι, η τάδε, η χήρα αυτή δουλεύει, τα καλλιεργεί μες στα φασόλια στον κήπο της και ο γείτονας της και η Αστυνομία αυτούς υποψιάζεται-λέει ότι-Δίνουνε». Λέω: «Τι είναι αυτό;» Άκουγα εγώ «Μαμά τι είναι αυτό;» Μου λέει: «Εσύ μην τα ακούς» «Εγώ την άκουσα» λέω. Ο πατέρας μου λέει: «Γιατί, γιατί ρωτάς;» «Παίζαμε και της Ευθαλίας η μαμά ήταν σαν μεθυσμένη μπαμπά και κάπνιζαν κάτι και εκείνη γελούσε-γελούσε σαν χαζή-λέω-Γιατί; Και ρώτησα την κόρη της [00:20:00]και λέει: «Όχι δεν είναι μεθυσμένη έτσι γελάει, πάντα λέει γελάει με τον θείο». Και εκείνος το ‘παιρνε και το πουλούσε εκείνος, αυτή καλλιεργούσε και εκείνος το πουλούσε και τότε ο πατέρας μου υποψιάστηκε και λέει: «Σίγουρα-λέει-αυτοί καλλιεργούν κάτι πονηρό-λέει τη μάνα μου-Αγγελική, έτσι και έτσι, μην πας άλλο εκεί.-μου λέει-Μην πας» και μετά το συζητούσαμε, όταν μεγάλωσα πια, λέω: «Γι’ αυτό τραγουδούσε συνέχεια, και εμείς-λέω-Γιατί τραγουδούσαμε τόσο πολύ σαν παπαγάλοι, σαν αηδόνια; Άρα από το αφιόνι που τρώγαμε».

Κ.Α.:

Όταν ήρθε η Χούντα... εγώ μετά έφυγα... ως εκεί, τελείωσα. Πάω στη Γερμανία. Έρχομαι με την πρώτη άδεια, γινόταν έλεγχος αυστηρός, τότε, ήταν η Χούντα και ήρθε να με πάρει ο κουμπάρος μου, ο αδερφός μου ήταν αξιωματικός τότε και ο κουμπάρος του ταγματάρχης, λέει: «Θα τη φέρω εγώ-εδώ μένανε, ο κουμπάρος στη Τσιμισκή, λέει-Θα πάω να την πάρω εγώ από το αεροδρόμιο, για να μην την κάνουν έλεγχο και τέτοια». Και βρήκαν ένα κρητικό μαχαιράκι, βρήκαν ένα που μου το είχαν φέρει κρητικοί φίλοι μου με άδεια, φέρνανε ένα σουβενίρ που έγραφε και μια μαντινάδα στο μαχαίρι και μου το χαρίσανε. Εγώ το είχα σαν σουβενίρ στην τσάντα μου, μου το βρήκαν στο αεροδρόμιο. Μας ξεγυμνώσανε-με συγχωρείς-για να βρούνε κάτι, κάτι είχε γίνει και ψάχνανε τότε. Είδε ο κουμπάρος ότι αργώ και ήρθε μέσα και λέει: «Το κορίτσι αυτό είναι δικό μου, φέρτε το εδώ πέρα, τι βρήκατε;» Λέω: «Ένα μαχαίρι κρητικό που μου το δώσανε, εγώ δεν ξέρω ότι… αυτοί γιατί νόμισαν ότι το πήρα το μαχαίρι, να κάνουν φόνο; Εγώ το ‘χω ξεχασμένο στην τσάντα μου». Τέλος πάντων, αμέσως μόλις τον είδαν, χαιρετούρες αυτά, με πήρε και φεύγουμε. Έρχομαι στο χωριό και βλέπω στο φράχτη μας φυτεμένα αυτά απ’ τον σπόρο τον παλιό, μες στα χώματα φύτρωσαν. Το όπιο, οι παπαρούνες, γιατί εκεί από κάτω απ’ την αυλή τα δουλεύαμε και οι σπόροι πέφτανε και μες στον κήπο φυτρώνανε. Ήρθε η Αστυνομία, επί Χούντας και λέει: «Απαγορεύεται, δεν θα καλλιεργήσετε όπιο». Παπαρούνα το λέγανε τότε, εγώ έτσι το ήξερα, δεν ήξερα όπιο. «Παπαρούνα καταργείται». Λέει ο πατέρας μου «Μα αυτό το χωράφι είναι ειδικό και εγώ το λάδι μου το παίρνω από κει, δεν παίρνω το αφιόνι. Το λάδι το δίνω στον τάδε, στο ελαιοτριβείο στο Σιδηρόκαστρο τον κυρ Αλέκο-όλοι τον ξέρανε-και παίρνω το λάδι μου, τι θα φυτέψω εκεί; Σουσάμι δεν γίνεται, σιτάρι πολύ μικρό». Γιατί ήταν αμμουδερό, περνούσε ξηροπόταμος και όταν περνούσε η βροχή, όταν ερχόταν, τα ‘παιρνε όλα σβάρνα. Λέει: «Αφιόνι το μόνο που το σώσαμε και είναι καλή η παραγωγή γιατί γίνεται, ευδοκιμεί». Λέει: «Απαγορεύονται, ό,τι θέλεις κάνε. Και εδώ αυτά τι είναι;» Και ήμουν και εγώ εκεί, λέω: «Γιατί; Αυτό λουλούδι είναι-εγώ δεν ήξερα ως τότε-Λουλούδι είναι αστυνόμε» λέει: «Δεν είναι αθώο λουλούδι» μου λέει: «Εσύ δεν ξέρεις-μου λέει-αλλά ο πατέρας σου ξέρει. Δεν είναι αθώο, απαγορεύεται Γρηγόρη». Και έτσι το κόψανε και από τότε σταματήσανε τα πάντα.

Κ.Α.:

Έφυγα στη Γερμανία και επέστρεψα οριστικά. Αυτή ήταν με λίγα λόγια αυτά που θυμάμαι, βέβαια πολλά γίνανε με τις επιδρομές που κάναν οι αντάρτες, σκοτώσανε πάρα πολύ κόσμο, μάχες πολλές. Στην μεγάλη Μάχη της Σκοτούσσας που έγινε το ‘48 προς το τέλος, κατέβηκαν μόλις ανάψαμε τις λάμπες για βραδινό, όλοι κουρασμένοι απ’ τα χωράφια, όλοι γεωργοί ήταν και ακούμε… αυτοί ήταν… τα χωριά μας ήταν έρημα, μένανε εκεί και το… μόλις σκοτείνιαζε, κατεβαίνανε στα καμποχώρια, εκεί ήταν ο κόσμος, να προμηθευτούν, και κατέβηκαν με τα όπλα να πυροβολούν και να τραγουδάνε πρώτα. Τραγουδούσανε, ακούω και θυμάμαι ακόμη το τραγούδι τους «Εμπρός εμπρός ΕΠΟΝίτες, με τη σημαία και με τα όπλα στα βουνά, δημοκρατία λαϊκιά, πρόοδος, ελευθεριά, της νέας γενιάς τα συνθήματα είναι αυτά». Αυτό τραγουδούσαν με σημαία και να πυροβολούν με τα όπλα και κατέβηκαν στο χωριό και μας πιάσανε όλους, που λένε απροετοίμαστους. Ο πατέρας μου δεν πρόλαβε να κρυφτεί, πολυβολεία ή φυλάκια πώς τα λέγανε, μπουντρούμια, δεν πρόλαβα να σκάψουν, για να κρυφτούνε και ήταν τρία παλικάρια μέσα στο σπίτι, ο πατέρας μου, ο νοικοκύρης και ένας ανιψιός του, όλοι δηλαδή για να τους αρπάξουν και τρέχουν, ευτυχώς ήταν Σεπτέμβριος μήνας και ήτανε ο κήπος μεγάλος και ανθισμένα όλα μεγάλα, φασολιές, μπάμιες, πιπεριές, μελιτζάνες, καλαμπόκια μεγάλα και τους κάλυψαν εκείνα. Αν ψάχνανε τον κήπο, θα τους βρίσκαν όλους. Μπαίνουνε, έρχονται και χτυπάνε την πόρτα. Η μάνα μου η καημένη… «Ανοίξτε την αυλόπορτα» το είχαν με σύρμα δεμένο, ο αντάρτης βιαζόταν. Τα πυρά, η Αστυνομία, να πυροβολούνε και λέει τη μάνα μου «Ανοίξτε συναγωνιστά! Γαμώ τον Χριστό σας ανοίξτε!» και λέει ένας… λέει η μάνα μου «Έρχομαι συναγωνιστά, έρχομαι, έχω παιδιά μικρά να κατεβάσω» -διώροφο ήταν- και οι σφαίρες να από τα κεφάλια μας. Παίρνει… η αδελφή μου ήταν μωράκι, μικρό παιδάκι, ο αδελφός μου ήτανε δύο χρόνια μικρότερος από εμένα, 5 χρόνων, εκείνη ήτανε άλλα 2-3 χρονών και κατέβαινε η καημένη, πήρε εκείνο το ένα αγκαλιά το άλλο στο χέρι και εγώ, σαν πιο μεγαλύτερη, λέει: «Κούλα, κλείσε την πόρτα» και κατεβαίνουμε, η μάνα με τα παιδιά και εγώ τις σκάλες, αλλά και είχε τον φεγγίτη και όπως κατέβαινα, τα μαλλιά μου έτσι, η σφαίρα «μπαμ» τα γυαλιά έρχονται πάνω μου, κόβει τα μαλλιά μου και περνάει, δηλαδή ένα βήμα αν έκανα θα με τρυπούσε το μυαλό, θα έμενα στον τόπο. Η μάνα μου αγαλμάτωσε, η καημένη, από τον φόβο της, με τα δύο μωρά στο χέρι και ο άλλος να βρίζει και λέει… αφού έβριζε και τον λέει ένας άλλος αντάρτης «Γαμώ τον Χριστό σου, βάλτην μια ριπή να ‘ρθει να ανοίξει, να δεις τι ωραία θα ‘ρθει» και λέει η μάνα μου, του λέει: «Έρχομαι, δύο παιδιά, δεν βλέπετε τις σφαίρες, τρία παιδιά έχω, θα σκότωναν το παιδί μου» και κατεβήκαμε, μας αφήνει κάτω από τη σκάλα, η δε η νοικοκυρά μας, καρδιακιά η καημένη, έτρεμε, με συγχωρείς τα είχε κάνει... γέμισε τον τόπο από το φόβο της, λέει: «Θα πεθάνω εδώ» και κάθισα εγώ επάνω της να σταματήσουν τα πόδια της, έτσι χόρευε. Τα μωρά εκεί και η μάνα μου πιο ψύχραιμη πήγε και άνοιξε την πόρτα και λέει: «Γιατί δεν ανοίγετε; Ήθελες ριπή να σε βάλω; Πού είναι οι άντρες σας; Πού είναι γαμώ τον Χριστό σας;» έβριζε. Τον λέει ο καπετάνιος, ήρθε από πίσω «Μη βρίζεις-του λέει-Μη βρίζεις, η γυναίκα δε φταίει». Μπαίνουνε μέσα «Πού είναι οι άντρες σας;» Λέει η μάνα μου «Δεν είναι εδώ». «Πού είναι; Το κάρο είναι εδώ, ο άντρας σου πού είναι;» Λέει: «Στο Σιδηρόκαστρο πήγε» η μάνα μου. Λέει: «Ολονών οι άντρες σήμερα πήγανε στα Σέρρας, ο δικός σου πήγε Σιδηρόκαστρο;» Λέει: «Αυτό μου ήρθε εκείνη την ώρα, αυτό είπα». Την λέει: «Το κάρο είναι εδώ, λες ψέματα-λέει-Το κάρο είναι εδώ, δεν πήγε…» «Για πιο κοντά πήρε το γαϊδουράκι-του λέει-Και με συγχωρείς, το γαϊδουράκι και πήγε Σιδηρόκαστρο, αλλά νύχτωσε και φοβήθηκε να ‘ρθει και έμεινε, φαίνεται, εκεί σε κάποιον φίλο» και λέει: «Όλοι αυτό κάνετε, εμείς για σας ήρθαμε και δουλεύουμε». Λέει: «Για μας ήρθατε; Τόσο αίμα χύθηκε, σκοτωθήκανε» και ακούμε κλάματα, φωνές, η γειτόνισσα δίπλα από το Βαμβακόφυτο, με τέσσερα παιδιά, να κλαίει «Κώστα μου, Κώστα μου» χωροφύλακας ήταν ο άντρας της, τον σκότωσαν, κάποια σφαίρα τον βρήκε. Βάλανε φωτιά την Αστυνομία και την Κοινότητα -εκεί άλλαξε και το όνομά μου, γιατί κάηκαν όλα- και έφυγαν οι χωροφύλακοι και πήγαν και έπεσαν -ήταν η σιδηροδρομική γραμμή στη Σκοτούσσα- έπεσαν από την πίσω πλευρά και από κει πολεμούσαν, οι καημένοι, και κάηκαν τα σπίτια όλα. Μάλιστα μια φίλη είχα συμμαθήτρια, το σπίτι τους ήταν δίπλα στην Αστυνομία και είχανε και μαντριά όλοι, είχανε και τα ζώα «Κάηκαν τα ζώα και μούγκριζαν-έλεγε-Κούλα και δεν μπορούσα να καθίσω-το κοριτσάκι τώρα-Μούγκριζαν τα καημένα, καιγόντανε ζωντανά» και έκλαιγε το κοριτσάκι. Και πήγα το πρωί εγώ, ξημέρωσε, τρέχω… αφού άνοιξαν και πήραν ψωμιά, χλαίνες, ό,τι βρήκαν και σηκώνονται να φύγουν. Η μάνα μου ήξερε, πήγανε να ανοίξουνε ένα υπόγειο που είχαμε και κρύβαμε εκεί μέσα το αλεύρι ή κάτι, να μπορέσουμε να έχουμε φαγητό, ψωμί, την άλλη μέρα. Μόλις είχε ζυμώσει και τ’ άπλωσε να κρυώσουνε στην αποθήκη και λέει: «Έχουμε και φρέσκα ψωμιά, φέρτε ρούχα, φέρε μας και ρούχα» τους λέει: «Από πού να βρούμε τα ρούχα και τα ψωμιά; Όταν κάθε βράδυ… στο χωριό ήμασταν τα παίρνατε, εδώ τα παίρνετε, τρία παιδιά έχω, εγώ είμαι άρρωστη γυναίκα, άρρωστη γυναίκα [00:30:00]είμαι, είμαστε πενταμελής οικογένεια, τι να κάνουμε;» «Να ρθείτε στο βουνό» «Και τι θα κάνουν άρρωστη γυναίκα με τρία μικρά μωρά;» Τέλος πάντων, μαλώνανε εκεί κάνανε, ήρθε ο καπετάνιος, ήξερε η μάνα μου και έτοιμος με το λυχνάρι, αφού πήραν τα ψωμιά όλα, τον λέει: «Ένα ψωμί άφησε με, το πρωί να δώσω τα παιδάκια μου» και έρχεται ο καπετάνιος και τον λέει: «Καλά σου λέει, άφησε τη γυναίκα ένα ψωμί, δωσ’ της ένα ψωμί» Χάρη μας κάνανε, πήραμε ένα ψωμί. Και έτοιμος να πάει σε εκείνο το υπόγειο, θα έψαχνε και παντού μετά και το σπίτι όλο και απέξω και ήξερε η μάνα μου ότι οι καπεταναραίοι ήτανε σοβαροί έξω και δεν θα πείραζαν, δεν θα ενοχλούσαν γυναίκα ποτέ, μπροστά σε κόσμο και πάει η μάνα μου λέει: «Τον είπα, ο Θεός ας με συγχωρέσει, πήγα και επίτηδες τον έσπρωξα, τον ακούμπησα, εκείνος αμέσως τραβήχτηκε, για να τον τραβήξω, να πάω εγώ, να μην δει την τρύπα και πάρει τις προμήθειες ότι είχαμε, το κανα αυτό». Τη λέει ο πατέρας μου «Καλά έκανες, γιατί έτσι μας γλίτωσες, να μην ψάχνουνε, θα παίρνανε και τα πάντα». Και έτσι βγήκαν και βγαίνοντας έξω, ακούμε τα κλάματα, φέρανε τον κυρ Κώστα και τον κλαίγανε εκεί. Μόλις ξημέρωσε, λέει η μάνα μου, οι γονείς της μένανε απέναντι από την Αστυνομία. «Πήγαινε-μου λέει-παιδί μου, εγώ δεν μπορώ να πάω, ο πατέρας σου δεν πρέπει να εμφανιστεί, πήγαινε να δεις, η γιαγιά ο παππούς ζούνε ή κάψαν το σπίτι;» Γιατί ήταν δίπλα και πάω. Μόλις χάραξε, ξημέρωσε, σταμάτησαν λίγο τα πυρά, όχι πολύ, άρχισαν να υποχωρούν οι αντάρτες, αλλά μερικούς τους πιάσανε, ειδοποίησαν την Μεραρχία Σερρών, ήρθαν τα τανκς από το Παλαιόκαστρο, από τον δρόμο του Σιδηροκάστρου, κόψανε από κει, γιατί το πέρασμά τους ήταν από το χωριό μας, παίρναν από την άσφαλτο, φεύγανε, δεν τους πιάνανε, ήταν ρεματιές και τούνελ, τα ξέραν οι αντάρτες, αλλά ο σκοπός ήταν να πάνε από κει το τανκς, να μην τους επιτρέψουν να φύγουν. Έρχονται, πάω εγώ στην Αστυνομία, δίπλα στη γιαγιά μου, τους είδα όλους ζωντανούς.

Κ.Α.:

Εκείνη την ώρα κατεβάζανε από τον τηλέγραφο-έτσι τα λέγαμε τότε- την κολώνα της ΔΕΗ -ας πούμε- μία ξανθιά γυναίκα, εύσωμη, με μια ψαλιδάρα τόση, ανέβηκε να κόψει τα καλώδια, τα σύρματα να μην προλάβουν, πρώτα ανέβηκε ένας, ο συναγωνιστής της, ένα θηρίο παλικάρι, τον είδα κάτω απλωμένο και ανέβηκε, αλλά τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν, έπεσε και αρπάζει αυτή το ψαλίδι και ανεβαίνει, αλλά δεν πρόλαβε, βγήκαν οι αστυνομικοί και την αφόπλισαν, την κατέβασαν και την πήγαν δίπλα στο σπίτι, αυτό που έμενε ο παππούς και η γιαγιά κάτω και η θεία μου, η αδερφή της, έμενε πάνω, γιατί είχε μικρά παιδάκια και σε κείνο το δωμάτιο της θείας την είπαν: «Βγάλε τα παιδιά, θα την ανακρίνουμε εδώ, γιατί κάηκε η Αστυνομία». Και εγώ πήγα χώθηκα, τώρα παιδί, περιέργεια, την είδα, πρώτη φορά είδα γυναίκα με σφαίρες και όπλα και ψαλίδι και να τη συνοδεύουν αστυνομικοί. Πήγα στη θεία μου, τότε ο αστυνομικός τη λέει: «Κυρία Καλλιόπη, πάρε το παιδί, τα παιδιά και κλείσε τα σε ένα δωμάτιο». Εγώ λέω: «Θεία θα φύγω, θα πάω στη μάνα μου». Λέει: «Φύγε να μην πατήσεις πουθενά» γιατί ήταν όλα θρύψαλα και αυτά και πάνε, την παίρνουνε, δεν μαρτύρησε αυτή, δεν μιλούσε, έκλεινε τα μάτια της, για να μην τους δει κι όλα και φέρανε ένα φορτηγό. Φεύγοντας είδα ρίξανε πάνω τους σκοτωμένους, τους τραυματίες, να τους πάνε στις Σέρρες και βγήκαν όλοι οι αστυνομικοί, τραυματισμένοι άλλοι και άρχισαν, μπήκαν στα αυτοκίνητα, ήρθε ενίσχυση από τις Σέρρες και πήγαν τους περικύκλωσαν μες στο λιβάδι μας, τους φτάσανε εκεί τους αντάρτες. Γιατί πυροβολώντας έφευγαν, δεν έτρεχα να φύγουν μόνο και οι άλλοι από κάτω πυροβολούσαν και τους έφτασαν εκεί, ήρθαν και τα τανκς και γίνεται μία μάχη… το ‘λεγε ο θείος μου «Πώς γλίτωσα, ήξερα τα κατατόπια, μπήκα, έφυγα από το λιβάδι και μπήκα ένα χωράφι με βαμβάκι ψηλό ήταν-τον Σεπτέμβρη τα βαμβάκια είναι μέχρι εκεί-Μπήκα και σερνόμουνα, για να βγω στην άσφαλτο που πάει ο δρόμος για το Σιδηρόκαστρο, ακριβώς απέναντι είναι η ρεματιά η μεγάλη που βγαίνει στο βουνό, εκεί αν περνούσα την άσφαλτο, θα γλίτωνα έλεγα. Η χλαίνη μου έτσι ήτανε-λέει-Έγινε μία μάχη, έκλαιγα μες στο βαμβάκι, όσο ήμουν ξαπλωμένος, τα κορίτσια να τσιρίζουν, να τους πατάει τους τραυματίες το τανκς, γύριζε και πυροβολούσε και αυτοί πυροβολούσαν όλοι, γινόταν μάχη γερή, ώσπου τους έπιασαν, άλλους αιχμάλωτους και άλλοι σκοτωμένοι βέβαια». Ο θείος μου κατάφερε και σηκώθηκε, όταν πέρασε το χωράφι όλο, μεγάλο ήταν, ήταν σε απόσταση αρκετή «Έφυγα-λέει-έτρεχα πλέον, γιατί από κει και πέρα δεν θα με προλάβαιναν». Η χλαίνη του, την είχε φέρει και την είδαν οι χωρικοί και μου έλεγε και η μάνα μου και ο ίδιος. Η χλαίνη του ήταν κατατρύπια και όλοι λέγανε στο χωριό «Άγιο είχε» που κατατρύπησε τη χλαίνη του, όταν τον είδαν, σηκώθηκε και φεύγει και τον πυροβολούσαν με ό,τι μέσο είχαν, αλλά τρυπήθηκε, κομμάτια έγινε και δεν τον χτύπησε ούτε μία σφαίρα. «Γλίτωσα-λέει-Άγιο είχα» έφυγε στο βουνό και μετά από πολύ καιρό, από κακουχίες, είχε αρρωστήσει, έπαθε φυματίωση και θα πέθαινε, τα τελευταία του ήταν και τότε τον είπαν: «Κατέβα στο χωριό, πήγαινε να παραδοθείς και να πεθάνεις ήσυχα» και ήρθε. Όταν ήρθε, πήγαμε με τη μάνα μου να τον δούμε, γιατί δίπλα μένανε, ήταν ένας σόι μας ξάδερφος, λέει: «Πάμε να δούμε τον θείο Γιάννη, θα πεθάνει, δεν είναι καλά, εσύ κάτσε έξω- μου λέει-με τα παιδιά». Αυτός… πήγε η μάνα μου τον είδε και ετοιμάζανε κάτι να τον ταΐσουνε με την θεία και βγαίνουμε έξω, είχε μια πέτρα σαν τραπέζι και καθόταν εκεί πάντα και μας έλεγε, μικρά που ήμασταν, παραμύθια. Τώρα που γύρισε, μαζευόμαστε γύρω του και του λέγαμε: «Πες μας ιστορίες από τα ανταρτικά, θείο» και μας έλεγε και μας είπε την τελευταία που έζησε εκεί. Διηγούταν και έτρεχαν τα δάκρυα του, έκλαιγε και εκεί σταμάτησε και εμείς μείναμε με το στόμα ανοιχτό και τελευταία φορά, την άλλη μέρα, φυσικά δεν πέρασε πολύ, έπεσε στο κρεβάτι και πέθανε.

Κ.Α.:

Όλοι πεθάναν οι δικοί μου, πάρα πολλά άτομα. Ο πατέρας μου είχε Άγιο και γλίτωσε. Πήγε στο βουνό, τον πήραν, τον πρώτο καιρό, τον πήραν και στο μοναστήρι μας επάνω άκουσε και είδε πράγματα, τα οποία δεν τον άρεσαν, καμία σχέση δεν είχαν με αυτά που τους λέγανε, ότι «Θα φέρουμε ευημερία στην Ελλάδα, θα κάνουμε έτσι, η Ρωσία θα μας βοηθήσει» και πολλά άλλα «Και όλοι-λέει-ήμασταν… γιατί φτωχοί ήμασταν και πρόσφυγες, όλη η προσφυγιά δέχτηκαν να βοηθήσουν όμως, όχι να σκοτώνουμε και να ληστεύουμε, αλλά τότε έγινε...» και οι μεν και οι δε κάνανε πράγματα, τα οποία δεν ήταν ωραία. Τον πήραν στο βουνό και όταν είδε όλα αυτά λέει: «Εγώ άφησα τρία παιδιά- ο μικρός μετά είχε γεννηθεί τότε-και ήρθα στο βουνό, δεν θα μείνω εδώ, θα φύγω πάσα θυσία, η γυναίκα μου είναι άρρωστη και έχω δύο γονείς που είναι γέροι». Κατέβηκε κρυφά και έκτοτε τον κυνηγούσαν όπου κι αν πήγαινε να κρυφτεί, έστελναν προδότες να παρακολουθήσουν, να τον βρούνε, να τον βασανίσουν, να τον σκοτώσουν. Έτσι έκαναν και έναν άλλο θείο μου, νιόπαντρος ήταν, παντρεύτηκε 18 χρονών παλικάρι, παντρεύτηκε και ήρθαν την ημέρα του γάμου του, τον πήραν και τον πήγαν στο βουνό και το καημένο έκλαιγε και λέει: «Τη νύφη την άφησα με το νυφικό ακόμη, δώστε μου- αφού έκανε μερικούς μήνες-Δώστε μου-λέει τον καπετάνιο-δώστε μου μια μέρα άδεια, να πάω να τη δω». Και τον δώσανε «Μία μέρα μόνο» λέει. Κατεβαίνει στο μοναστήρι και έρχεται το παιδί στο χωριό, ένα βράδυ έμεινε, και η άλλη κοπελίτσα μικρή, τον λέει: «Μην φεύγεις, τι ένα βράδυ, άλλο ένα βράδυ μείνε-και έκλαιγε-Μπορεί να μη σε ξαναδώ» και όπως δεν τον είδε και λέει: «Άντε ένα βράδυ ακόμη και θα φύγω, αύριο θα κατέβουν και θα χτυπήσουμε στις Σέρρες, θα πάμε εκεί να χτυπήσουμε, θα γίνει μεγάλη μάχη». Και τότε κάθεται ένα βράδυ ακόμη και έρχονται τον παίρνουνε μία ομάδα, τον παν στο μοναστήρι, τα ‘λεγε ένας άλλος πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου που ήταν καπετάνιος εκεί, τον δένουνε, τον βασανίζουνε, του βγάλανε τα νύχια –λέει- το χτύπησαν το παλικάρι, γιατί έμεινε ένα βράδυ με τη νύφη νιόπαντρος «Όχι-λέει-Πήγες και τη δεύτερη μέρα πήγες μας πρόδωσες». Και έτσι εκεί έφυγε ο άνθρωπος και άφησε τη γυναίκα του και έμεινε το ίδιο βράδυ με ένα έγκυος, με ένα κοριτσάκι, έχει τώρα το κοριτσάκι αυτό, η ξαδέλφη μου, ζει. [00:40:00]Αλλά εκείνον τον βασάνισαν. Τον δε άλλο ξάδερφο του πατέρα μου, αυτόν τον καπετάνιο, επειδή ήτανε πολύ σωστό παιδί και μορφωμένο, τον πήρανε, ενώ είχε βαθμό, τον κάναν καπετάνιο, βοηθούσε όλες τις γυναίκες, ό,τι είχαν τον εμπιστεύονταν οι γυναίκες, τα κορίτσια και τον κάνανε παράπονο ότι κάποιοι, όχι όλοι, κάποιοι καπεταναίοι και αντάρτες εκμεταλλεύονται ότι είμαστε μόνες εδώ και δεν μπορούμε να μιλήσουμε και τις εκμεταλλεύτηκαν, τις βιάσανε, έγιναν πολλά. Αυτός, επειδή ήταν πολύ τίμιος και παλικάρι, 1.90 ήταν, πήγε και τους είπε: «Θα σας καταγγείλω στην μεγάλη διοίκηση που έχουμε, εκεί στο μεγάλο δικαστήριο». Απαγορευόταν ο Νόμος τους να πειράξουν συναγωνίστρια, γιατί είναι εξίσου με εκείνον και πολεμάει στο πλευρό του. Αλλά αυτοί το εκμεταλλεύτηκαν πολλοί, όλοι δεν ήταν τίμιοι και επειδή τους είπε θα τους καταγγείλει στο μεγάλο δικαστήριο, που θα γίνει και θα τους αποκεφάλιζαν όλους, αυτοί τον έβγαλαν από τη μέση, αφού τον βασάνισαν, είπε ένας άλλος αντάρτης, κατέβηκε, όταν κατέβηκε το είπε μετά από χρόνια και έτσι άδοξα χάθηκαν πάρα πολλά παλικάρια, πάρα πολλά, έγινε αιματοκύλισμα, έγιναν… περιουσίες χάθηκαν, κλοπές έγιναν, όλα… ο Εμφύλιος δεν ήταν καλός. Όταν είπαν θα παραδοθούν, πιάσανε τώρα… έρχεται η δεξιά πλευρά και κάνανε την εκκαθάριση-ας το πούμε-πιάνανε κομμουνιστές, για να τους βασανίσουν, να μαρτυρήσουν, να πουν -ξέρω ‘γω- τι και πώς, αλλά όλοι δεν ήταν κομμουνιστές, το μέσον πάντα ήταν και υπήρχε. Ο δε Πρόεδρος του χωριού τον αδερφό του, ο αδερφός του πήρε βαθμό, ένας αγράμματος, αστοιχείωτος, τον κάνανε ταγματάρχης. «Εσύ είσαι ταγματάρχης, πάρε και το όπλο και πάνε στο βουνό» ενώ ήταν ένας τιποτένιος, τέτοια μεγαλεία τους δίνανε και αυτοί νόμιζαν κάποιοι είναι. Είχαν προηγούμενα μαζί σου; Ερχόταν το βράδυ και σε καθάριζαν ή σε μαύριζαν στο ξύλο να μην μιλάς, σου παίρναν και την περιουσία. Αυτός πήγε εκείνο το βράδυ, ήρθε και λέει: «Θα πάω εγώ» -πού είχε πει;- Θα έφευγε δήθεν, θα πήγαινε αλλού. Αυτός πάει στις Σέρρες, παίρνει τον κατάλογο, Πρόεδρος ήταν για, παίρνει τον κατάλογο και σβήνει το όνομα του αδερφού του, Κώστας ο ένας, Κώστα έβαλε έναν άλλον, έναν αθώο ανθρωπάκο, που τον ξέραν όλο το χωριό, ένα παλικάρι, καλός νοικοκύρης, δίνει το όνομα εκείνου, γλιτώνει τον αδερφό του και άρχισαν να μαζεύουν τους κομμουνιστές μέσα στο σχολείο του χωριού μας, απόγευμα. Εγώ έπαιζα, η θεία, η αδερφή του πατέρα μου, ήταν δίπλα το σπίτι της, δίπλα στο σχολείο, πήγα να παίξω με τις ξαδέρφες μου και λέω… γυρνώντας, ήρθαν πήραν τον θείο μου, ήταν στο βουνό αντάρτης και εκείνος, τον πήρανε και έφυγε. Ήρθαν τον πήρανε, κοιμόταν ο άνθρωπος, τον πήγαν στο σχολείο. Βλέπω κατεβάζουν έναν εντόπιο, τον κυρ Σπύρο, τον παν και εκείνον μέσα, φέρνουν δύο κορίτσια από τη γειτονιά, ήταν αντάρτισσα η μία και η άλλη -καπετάνισσα μάλιστα ήταν- και η άλλη ήταν στο κόμμα-ας το πούμε- και βάζανε σημαίες, βάζαν ταινίες, μιλούσανε, κάναν παρελάσεις, χαζά, κάναν τέτοια πολλά. Νέοι, νέοι άνθρωποι μπήκαν στο κόμμα και νόμιζαν πήραν εξουσία μεγάλη, αυτό τις έκανε εντύπωση, μεγαλεία είχανε, είχαν τα πρωτεία, κάνανε και δήθεν ξέρανε τα πάντα και όταν εγώ γυρνώντας από τη θεία μου, πήραν και το θείο μου, μου λέει η θεία μου «Πήγαινε στο σχολείο, κάνε πως παίζεις, να δεις ο θείος σου πού βρίσκεται, τι είναι;» Δεν με άφηναν βέβαια μέσα να μπω, εγώ στο προαύλιο, αλλά εκεί στη σκάλα κάθισα εκεί στη σκάλα, παιδάκι ήμουνα, μικρή ήμουνα, δεν με έδιωξαν, ακόμα είχαν τη φασαρία, τους κουβαλούσαν και κουβάλησαν όλους και όταν βλέπω σε λίγο αυτόν τον Κώστα που άλλαξαν το όνομά του, τον πήραν, τον χτύπησαν τόσο πολύ, οι δεξιοί τώρα «Ήσουν αντάρτης;» «Βρε δεν πήγα στο βουνό -τους λέει-Παιδιά δεν πήγα, δεν έχω σχέση, είμαι καρδιακός- πράγματι ήταν-καρδιακός είμαι, άρρωστος είμαι, δεν πήγα, δεν πήρα μέρος, δεν έχω σχέση με αυτά, άλλος είναι ο Κώστας». «Το δικό σου όνομα έχει εδώ» ενώ το ‘κανε ο Πρόεδρος, τον αδερφό του γλίτωσε και τον χτύπησαν τόσο πολύ. Όταν τον έβγαλαν, τον είδα με τα μάτια μου, παιδάκι εγώ και γούρλωσα τα μάτια μου, ήταν μαύρος σαν το παντελόνι σου, μαύρος από το ξύλο. Φεύγει αυτός, κατεβάζουν τον θείο μου, με ένα φορείο, δεν μπορούσε να περπατήσει ο άνθρωπος και τον πήγαν απέναντι, ήταν το σπίτι, ο θείος μου άνοιξε με το ζόρι τα μάτια του, στη σκάλα ήμουνα, εγώ βούρκωσα και άρχισα να κλαίω «Τι σε κάνανε θείο;» Αμέσως ο αστυνομικός με λέει: «Φύγε από δω παιδί μου, εσύ τι δουλειά έχεις εδώ; Σχολείο δεν έχετε». Εγώ φοβήθηκα και τραβήχτηκα. Βλέπω τον παίρνουνε καταχτυπημένο, ο θείος δεν μπορούσε να μιλήσει, τον πήγαν τόσο πολύ που τον χτυπήσανε, τον πήγαν στο σπίτι, η θεία μου, την είδα από μακριά, τραβούσε τα μαλλιά της, έκλαιγε. Δεν πρόλαβα να βγω από το προαύλιο, γυρίζω πίσω, η περιέργεια ενός παιδιού, βλέπω κατεβάζουν τον κυρ Σπύρο -που λέω- τον εντόπιο, άσχετο άνθρωπος, πολύτεκνος, ήσυχος, άλλαξαν πάλι τα ονόματα, για να γλιτώσουν έναν δικό τους και τον παίρνουν, τον χτυπάνε τόσο πολύ, κατράμι ήταν, μαύρος και πεθαμένος ήταν, τον πήγαν πεθαμένο στο σπίτι. Την δε γειτόνισσα τη μία την -το λέω και ανατριχιάζω- την βιάσανε. Αυτά δεν ήταν ωραία πράγματα. Δεν πα να ‘ναι Αριστεροί, Δεξιοί, το κακό είναι κακό. Δεν έπρεπε να φτάσουν σε αυτά τα άκρα. Κάποιος αν έκανε κάτι κακό, τιμώρησέ τον, σαν άντρας όπως του αξίζει, όχι όμως με βιασμούς και με ξύλο και με ρουσφέτια και με τέτοια. Μετά κυνηγούσαν τον πατέρα μου, εγώ έτρεξα από κει, φτερά έβγαλα στα πόδια μου, λέω: «Πατέρα φύγε, χτύπησαν το θείο, θα πεθάνει ο θείος, χτύπησαν τον τάδε θείο, τον Κώστα-όλους θείους τους λέγαμε-και τον κυρ Σπύρο τον πέθαναν- και να κλαίω-Φύγε πατέρα!» Ο πατέρας μου δεν πίστευε σε αυτό το σημείο «Εγώ-λέει-δεν έκανα τίποτα, έφυγα και από το βουνό». «Πατέρα φύγε, έχεις εχθρούς και εσύ, αυτοί ο ένας προδίδει τον άλλον» χαμός γινόταν τότε. Τον λέει η μάνα μου «Δεν ακούς το παιδί κλαίει, φύγε, τα είδε με τα μάτια του» και σηκώνεται φεύγει ο πατέρας μου, παίρνει το κάρο και πάει στον κάμπο, ήταν πόσες μέρες στον κάμπο. Έφευγε και πήγαινε στο διπλανό χωριό σε κάτι συγγενείς και έπαιρνε φαγητό, ό,τι τον δίνανε και κρυβόταν μέσα στα καλαμπόκια και γλίτωσε το ξύλο, ήρθαν και τον ψάξαμε δύο φορές στο σπίτι μας. Λέει η μάνα μου «Καλά που πρόλαβες και μας το είπες, Κούλα, και έφυγε ο πατέρας σου, θα τον σκότωναν, χωρίς να κάνει τίποτα». Έγιναν και λάθη τέτοια πολλά. Μετά από κει πέρασαν αυτά όλα, ησύχασαν κάπως, ανέλαβαν και άλλοι, άλλαξε η κυβέρνηση, έγινε νομίζω τότε ένα… δημοψήφισμα το λέγανε; Ψήφισαν; Δεξιοί Αριστεροί, δεν υπήρχαν, Δεξιοί στο χωριό τρεις-τέσσερις ήταν, οι άλλοι από φόβο όλοι έλεγαν: «Θα ψηφίσουμε ΚΚΕ» γιατί φοβόταν τους αντάρτες, τους προδότες, υπήρχαν και προδότες. Και έτσι όλοι… ήρθε και τελείωσε αυτό το κακό με άσχημο τέλος, χάθηκαν πολλά άτομα. Πήραν το θείο μου όταν… Ένα άλλο περιστατικό πάλι, εκείνο τον καιρό, λίγο νωρίτερα, κρυβόταν ο πατέρας μου, ακόμη υπήρχαν αντάρτες, όχι τόσο πολλοί, να κατεβαίνουν τόσο ελεύθερα, δεν μπορούσαν, γιατί άρχισαν να τους κυνηγούν και στα βουνά, ήρθαν ενισχύσεις. Και ενώ κρυβόταν ο πατέρας μου και πολλοί άλλοι, πηγαίναμε εμείς τα παιδιά, έπαιρναν εμένα που ήμουν μεγαλύτερη, ο πατέρας μου έμενε μέσα στο χωράφι, ήταν τα καλαμπόκια τότε μεγάλα –θυμάμαι-και με έστελνε με τα ζώα, να ‘ρθω στο χωριό απ’ τον κάμπο, να τα ποτίσω σε ένα σημείο έξω από το χωριό, είναι η βρύση αυτή, όπως πάμε για το Σιδηρόκαστρο, ήταν η βρύση με δεξαμενές, με γούρνες, στο αριστερό μας χέρι και δέντρα. «Να καθίσεις εκεί-λέει-να πιούν τα ζώα το μεσημέρι, να ξεκουραστούν και φέρ’ τα, για να ξαναοργώσω λίγο ακόμη ή να σκαλίσω- ξέρω γω τι θα ήταν, το καλαμπόκι μάλλον όργωνε-Και να φύγουμε νωρίς-νωρίς, γιατί οι [00:50:00]αντάρτες θα κατέβουν πάλι, κάποιοι είναι κρυμμένοι, υπάρχουν πολλοί που είναι κρυμμένοι στις σπηλιές, να μην με πάρουνε- λέει-γιατί θα με σκοτώσουν». Και πήγα, να και η ξαδέλφη μου, του θείου μου αυτού που λέω, ένα χρόνο μεγαλύτερη, δύο, από μένα. Πότισε και εκείνη τα ζώα, ο πατέρας της κρυβόταν. Αυτόν τον θείο μου που χτύπησαν ευτυχώς δεν πέθανε, αλλά τον είχανε μαυρίσει. Έκτοτε κρυβόταν κι αυτός και τη στέλνει την κόρη του να ποτίσει τα ζώα και εκείνος κρύφτηκε μέσα στον αχυρώνα, μες στα άχυρα, να μην τον βρούνε. Έρχεται το κορίτσι, ποτίζουμε τα ζώα, μου λέει: «Θα ‘ρθεις στο σπίτι μου να σου δώσω δαμάσκηνα;» -αυτά τα μαύρα- λέω: «Ο πατέρας μου είπε να ποτίσω τα ζώα και να φύγω, για να προλάβει να οργώσει λίγο και θα φύγουμε μετά, να κρυφτούμε, να κρυφτεί και ο πατέρας». Μου λέει: «Έλα μωρέ πάμε». «Δεν έρχομαι-της λέω-Μαρίκα, πήγαινε εσύ». Πάει αυτή στο σπίτι, δεν βρίσκουν τον πατέρα της, γιατί μόλις αντιλήφθηκε… μέρα μεσημέρι οι αντάρτες ήταν στο χωριό, στη ρεματιά και «τσουπ» μες στο χωριό, όποιον έβρισκα τον άρπαζαν. Έρχεται η Μαρίκα «Πού είναι ο πατέρας σου; Για να είσαι εσύ εδώ με τα ζώα είναι και ο πατέρας σου εδώ» λέει: «Δεν ξέρω, εγώ πήγα να τα ποτίσω και δεν ξέρω» και δεν ήξερε το παιδί πού ήταν ο πατέρας του, δεν τον βρήκαν τον θείο, αλλά παίρνουν το παιδί «Αφού δεν είναι ο πατέρας σου-λέει-Θα πάρουμε εσένα» 9 χρονών κοριτσάκι ξυπόλητο, γυρίζαμε ξυπόλητα τότε, το παίρνουν και το πάνε στο βουνό. Αυτό να κλαίει, να πατάει αγκάθια, πέτρες, στο βουνό. Το έφεραν μέχρι τα βουλγαρικά σύνορα. Να κλαίει, τότε νευρίασε ένας καπετάνιος και λέει: «Άντε φύγε, πήγαινε στο χωριό σου» νύχτα, ένα παιδάκι πού θα πάει μες στα βουνά; Και φοβόταν, κάθισε εκεί «Δεν θα κλάψεις άλλο, δεν θα βγάλεις άχνα» και το πήραν και το πήγαν από τη Βουλγαρία, έφτασαν σε μία άλλη κουμμουνιστική χώρα και από εκεί έφτασε στο Ανατολικό Βερολίνο η ξαδέλφη μου, 30 χρόνια, 9 χρονών έφυγε και γύρισε 39 όταν πια ηρέμησαν και άνοιξαν… άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορα. Έγινε κάποια συμφωνία, δεν θυμάμαι, τότε ήταν που άνοιξε και το τείχος; Γιατί την πήρε η αδελφή της που ήταν στη Γερμανία τη Δυτική, η ξαδέρφη μου η άλλη και έκανε τα χαρτιά και την πήρε εκεί. Η ξαδέλφη μου είχε παντρευτεί έναν από το παιδομάζωμα, απ’ το Αχλαδοχώρι, θα έχεις ακουστά αυτό το χωριό; Είναι από το Σιδηρόκαστρο επάνω όλα τα Καρυδοχώρι, Αχλαδοχώρι, όλα, το Αχλαδοχώρι ήταν το κεφαλοχώρι το μεγάλο. Από κει πήραν άλλο, παίρναν όλα τα παιδάκια και τα πήγανε από χώρα σε χώρα, σε σχολεία τα μοιράσανε και έφτασε η ξαδέρφη μου εκεί με αυτόν απ’ το Αχλαδοχώρι το παιδάκι, μεγαλώσαν και τα δύο και παντρεύτηκαν, κάνανε ένα αγόρι. Πολλά έγιναν, πάρα πολλά, πάρα πολλά. Βάζανε νάρκες μες στα καλαμπόκια, έκοψαν τα πόδια ενός ανθρώπου και η οικογένειά του ήταν στο κάρο, πήγαν να κόψουν τα καλαμπόκια και έκοψαν τα πόδια του και σκοτώθηκε όλη η οικογένειά του και έλεγε και έκλαιγε ο καημένος, έλεγε και έκλαιγε «Να το χάλι μου, δεν μπορώ ούτε να… » και ο Πρόεδρος του κάθε χωριού τον έδινε ένα γαϊδουράκι και έναν βοηθό, ένα παιδάκι, να σέρνει το γαϊδούρι, να πηγαίνει να ζητιανεύει «Εγώ –λέει- νοικοκύρης, με τα κτήματα και με όλα, κατάντησα να ζητιανεύω, να με δώσουν ένα κομμάτι ψωμί να ζήσω» και έκλαιγε. Αυτά ήταν πράγματα τερατώδη που ζήσαμε τότε, δεν ήταν εύκολα, για μήνες δεν μπορούσα να κοιμηθώ, όλο θυμόμουνα τα πτώματα, του κυρ-Κώστα το πτώμα, τους αντάρτες, εκείνοι που πέσανε εκεί. Τι να σου πω; Πολλά, πολλά, τραυματισμένοι, τα ζώα, καμένοι, να τρέχουμε από δω, να μας κατεβάζουν από πάνω, κάτω, να μας κρύβουνε, να ακούς τους αντάρτες να μπαίνουν μέσα, τα πυρά, τι να σου πω; Οι σφαίρες, πω πω πω, ακόμη τα θυμάμαι και δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Ζωντανά τα θυμάμαι όλα και πολλά άλλα, τα οποία μερικά τα ‘χω ξεχάσει κι όλα ίσως ή κατά καιρούς θυμάμαι κάποια κομμάτια. Πολλά έγιναν, πάρα πολλά. Τελειώνουμε; Έχουμε κι άλλο;

Κ.Δ.:

Μπορείτε να συνεχίσετε αν θέλετε την αφήγηση ή αλλιώς μπορώ να σας κάνω ερωτήσεις.

Κ.Α.:

Μετά από κει, μετά από κει πέρασαν αρκετά χρόνια να συνέλθουμε-να το πω, καλά- να συνέλθουμε όλοι από αυτά. Κάθε βράδυ τον χειμώνα η βραδιά μας περνούσε… γιατί δεν είχαμε ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο τότε και μαζευόμασταν σε σπίτια και διηγόταν αυτοί που πήγαν στο βουνό, αυτοί που ήταν εδώ. Πολλά μας κάνανε, πάρα πολλά και τα διηγόταν σαν ιστορία, γιατί ήταν αληθινές ιστορίες. Μετά υποχρεώσανε τους δικούς μας, όλους τους πολίτες, τους άντρες, τους νέους, να πάρουν όπλο και να φρουρήσουν το χωριό. Κάθε βράδυ όλα τα χωριά είχανε την ομάδα, τον ομαδάρχη και έπαιρνε την… και τριγύριζαν όλο το χωριό και φυλάγανε μήπως κάποιος είναι… γιατί ήταν κρυμμένοι στα βουνά, δεν παραδώσαν όλοι τα όπλα οι αντάρτες, άλλοι ήταν κρυμμένοι ακόμη, φοβόταν να παρουσιαστούν και κρυβόταν και ζητούσαν ξεροκόμματο ψωμί από συγγενείς, από φίλους, αλλά ο κόσμος φοβόταν όμως, σε λέει άραγε «Είναι ο δικός μας ή είναι κάποιος άλλος και θα με πυροβολήσει;» Και για αυτό όλοι ήτανε σφιγμένοι, στεναχωρημένοι. Η μάνα μου διαμαρτυρήθηκε, δεν ήθελε ο πατέρας μου να πάρει όπλο «Θα πάω-λέει-Να σκοτώσω ποιον; Τον αντάρτη που είναι όλα τα παιδιά του χωριού, ο κουνιάδος μου σκοτώθηκε, ο φίλος του φυματικός κατέβηκε, ο ξάδερφός μου φυματικός πέθανε, ήρθε πέθανε, οι γαμπροί μου πεθάνανε, οι κουμπάροι μου πεθάνανε». Δύο ξαδέλφια της μάνας μου 20 και 21, αδέλφια, ο πατέρας τους κάθισε, φανατικός κουμουνιστής, κάθισε στο χωριό, δεν πήγε, νέος ήταν, μπορούσε να πάρει όπλο και να πάει και έστειλε τα παιδιά του με το ζόρι, όπως και τον θείο μου, για αυτό η αδελφή του, η γιαγιά μου, τον καταριόταν πάντα «Το παιδί μου-λέει-δεν ήταν για το βουνό και εσύ με το ζόρι το φοβέρισες» τους έλεγε και τα παιδιά του «Αν δεν πάτε, θα πω τον καπετάνιο όταν έρθει να σας πάρει με το ζόρι και να σκοτώσει την οικογένειά σας». Τέτοια τρελά έλεγε και φοβήθηκαν τα καημένα, πήγαν και τα παιδιά του σκοτώθηκαν, σε μια μάχη στο Μελεγκίτσι και στις Σέρρες είχε γίνει εκείνη η μάχη και φεύγοντας για το Μελεγκίτσι εκεί σκοτώθηκαν και τα δύο, αυτό ήταν καλύτερο; Και ο πατέρας έστριβε το μουστάκι και όπου ήταν οι χήρες πήγαινε, να τις δει, να λέει τις ιστορίες του. Ήρθε μια μέρα στο σπίτι μας και λέει τη μάνα μου, τον λέει: «Κάθισες εσύ εδώ, θείο, και άφησες τα παιδιά σου». Ο γιος του μάλιστα ήταν νιόπαντρος, δεν πρόλαβε ο καημένος να χαρεί τη γυναίκα του και όταν φύγαμε στη Σκοτούσσα, η γυναίκα του ήταν σε ενδιαφέρουσα, το παιδί του δεν το είδε, σκοτώθηκε, σε έναν χρόνο σκοτώθηκε, σκοτώθηκε και η αδελφή του, μαζί πολεμούσαν, ελεύθερη και εκείνη, 20 χρονών κοπέλα και 21 ήταν οι δυο τους και σκοτώθηκαν και τα δύο και αυτός καθόταν εκεί και έλεγε: «Αγγελή, θα έρθει ο Κρούτσεφ… -έτσι έκανε και τα χέρια-Θα έρθει ο Κρούτσεφ με τα στρατεύματά του και θα περικυκλώσει όλους και θα τους σκοτώσει και θα τρώμε με χρυσά κουτάλια στα παλάτια». «Να βλάκα-τον λέει-Που θα φας με χρυσά κουτάλια, τα παιδιά σου φάγανε» αλλά έτσι. Εκείνος έζησε πολλά χρόνια, τα παιδιά του όμως; Πάνε, νέα παιδιά. Πολλά τέτοια έγιναν και ο πατέρας μου έλεγε: «Δεν παίρνω όπλο, έχω ένα σωρό παιδιά-γεννήθηκε και ο μικρός μας το ‘48 στη Σκοτούσσα εκεί, λέει-Τέσσερα παιδιά έχω, η γυναίκα μου είναι άρρωστη, έχω χαρτιά από το γιατρό, εγώ… οι γονείς μου είναι μεγάλοι άνθρωποι και ο πατέρας μου ανάπηρος, εγώ τους περιποιούμαι, εγώ τους προστατεύω, θα πάρω και όπλο και αν πάθω κάτι εγώ ποιος θα προστατέψει την οικογένειά μου;» Και «Όχι-λέει-Υποστηρίζετε ακόμη αυτούς τους κομμουνιστές; Αυτό θέλετε;» «Θα πάρεις όπλο». Όσοι είπαν δεν παίρνουμε, τους έκλεισαν φυλακή. Περιμένει η μάνα μου, θα ‘ρθει ο πατέρας μου από το χωράφι, θα ‘ρθει, τους μάζεψαν όλους, όσοι δεν θέλαν να πάρουν όπλο «Θα κλειστείτε φυλακή!» Όταν έμαθε ότι είναι φυλακή, λέει: «Θα πάω εγώ, θα μιλήσω». Πάει στον καπετάνιο, τον λέγανε τον αξιωματικό της χωροφυλακής, λέει: «Τι θέλεις κυρία μου;» «Θέλω να βγάλετε τον άντρα μου, έχω τέσσερα παιδιά μικρά, το ένα πίσω από το άλλο, είμαι άρρωστη και εσείς παίρνετε τον άντρα μου να φυλάει εδώ κάθε βράδυ και αν πάθει κάτι, εγώ τι θα γίνω με τα τέσσερα παιδιά; Κανείς δεν θα με δώσει ούτε χρήματα ούτε ψωμί». Και την λέει, αφού είπε-είπε πολλά η μάνα μου, γυρίζει και την λέει: «Στάσου κυρία μου, να ανοίξω το μεγάλο Ευαγγέλιο-γιατί τότε τους καταγράφαν και τους φακελώνανε, να έτσι το είπε ‘Ευαγγέλιο’-Να ανοίξω το [01:00:00]μεγάλο Ευαγγέλιο, να δω πόσα πόστα είχατε εσείς στην Κατοχή, εσύ και ο άντρας σου και τότε θα σου πω αν είναι καθαρός ο άντρας σου». Γιατί τον είπε: «Δεν έκανε τίποτα ο άντρας μου, γιατί να τον κλείσετε φυλακή; Επειδή δεν πήρε όπλο; Υπάρχουν κι άλλοι που δεν έχουν υποχρεώσεις, πάρτε εκείνους». Και τότε την είπε αυτά τα λόγια. Και όταν ανοίγει, του λέει: «Πριν ανοίξεις το Ευαγγέλιό σου, θα σου πω εγώ όλη την αλήθεια. Ο άντρας μου όταν ήταν στρατιώτης, ήταν λοχίας και επειδή στο αντίσκηνο που έμενε με έναν από την Νιγρίτα, τον φίλο του, αυτός είχε προκηρύξεις, ήταν κομμουνιστής, είχε προκηρύξεις και τις μοίραζε, αλλά ο άντρας μου δεν το ήξερε αυτό, επειδή μένω μαζί σου, ξέρω τι κάνεις εσύ; Όλα δεν μου τα λες, ξένοι είμαστε, μας βάλαν σε ένα αντίσκηνο και επειδή τον βρήκαν εκείνον βάλανε φυλακή και τον πατέρα μου και τον ξηλώσανε τα γαλόνια και όταν απεδείχθη ότι δεν είχε καμία ιδέα με αυτά, τότε συνήλθαν και… αλλά δεν σβήνεται εκείνο, αυτό το είχανε γράψει-του λέει-στο λέω εγώ, για να ξέρεις, τίποτα άλλο δεν έχουμε. Οι κομμουνιστές ναι ήρθαν, μας εκβίασαν και είπαν τον άντρα μου να είναι… εγώ θα ήμουνα… αυτός είχε ένα πόστο –λέει- δώσαν τον άντρα μου ένα πόστο μεγάλο και εγώ -γιατί ήξερε και πέντε γράμματα- και εμένα με βάλανε να μοιράζω εφημερίδες, διαφωτιστής στις εφημερίδες, να γυρίζω από τόπο σε τόπο και να διαφωτίζω τον κόσμο». Γιατί την έλεγαν: «Και εσύ ξέρεις να μιλάς και ξέρεις πέντε πράγματα». Τους είπε: «Εγώ δεν παίρνω μέρος σε αυτά, γιατί είμαι άρρωστη και έχω μικρά παιδιά, θέλετε; Βάλτε με φυλακή. Δεν παίρνω μέρος» και έτσι άρχισε να κρύβεται ο πατέρας μου, να φεύγει και άρχισαν να τον κυνηγάνε οι κομμουνιστές. Μετά: «Γλιτώσαμε-λέει-από κείνους, τώρα έχουμε εσάς;» Και τότε, αφού είδε ότι όλα, ό,τι είπε, ήταν ειλικρινής η μητέρα μου, λέει: «Έχεις δίκιο και έφερε και το χαρτί του γιατρού ότι είναι πολύ φιλάσθενη, είναι άρρωστη, είναι και ήταν 26 χρονών τότε, νέα, κατάνεο κορίτσι, 16 χρονών παντρεύτηκε, στα 17 γέννησε και μένα και είδανε ότι έχει όλο αυτό το ιστορικό της είναι γνήσιο, λέει: «Πάρε τον άντρα σου και πηγαίνετε, αλλά θα πάρει όπλο, θέλει δεν θέλει, για να φυλάξει την οικογένειά του, γιατί ακόμη δεν καθαρίσαμε τα βουνά». Έτσι επί λέξη την είπε: «Είτε το θέλεις είτε όχι θα προσέχουμε, αλλά θα πάρει όπλο» και μάλιστα τον δώσανε… επειδή είχε βαρύ οπλισμό και στον πόλεμο και ήταν από τους τελευταίους αυτός και ο αξιωματικός του και ο λοχίας που ήταν πατέρας μου, από το Ρούπελ, ποιο ήταν εκεί το φυλάκιο… «Το τελευταίο που αφήσαμε-λέει-εγώ και ο αξιωματικός ήμασταν» και ο αδερφός μου τον λέει: «Γιατί ήσασταν βλάκες, όλοι φύγανε και εσείς κρατούσατε το πολυβολείο σας εκεί» και γελούσανε πάντα. Και λέει: «Θα πάρει το όπλο, θα πάρει το όπλο για να φυλάξει την οικογένειά του. Μετά μπορεί να τα αφήσει, θα πάρουμε νεότερους και θα πάει στην οικογένεια του, μην στεναχωριέσαι» της λέει και έτσι τα αφήσανε και γλίτωσε και ο πατέρας μου. Αλλά συνέχιζε κάθε βράδυ να φυλάει, Μάιδες τους λέγανε, πολιτοφυλακή πιο εξελιγμένη, αλλά τότε οι Μάιδες έλεγαν και φυλάγανε και όταν ανεβήκαμε και στο χωριό πάλι υπήρχε, γιατί ακόμη υπήρχανε… όλοι δεν τα παραδώσαν.

Κ.Α.:

Όταν ο Ζαχαριάδης και η ομάδα του παρέδωσαν, κάνανε μια ανακωχή υποτίθεται, αλλά κρύψανε όπλα πάλι, γιατί κάτι δεν τα βρήκαν, δεν ξέρω την ιστορία όλη, τα άκουγα που λέγανε και πάλι υπήρχαν και στο βουνό και άλλοι φύγανε επάνω στην Βουλγαρία και έμειναν εκεί, πεθάνανε εκεί πολλοί χωριανοί μας εντόπιοι, γιατί ήταν οι συγγενείς του εκεί. Ο δε -πώς τον λέγανε;- ο μεγαλύτερος κατάσκοπος, ήτανε από τον Λευκώνα και ο τελευταίος της Μακεδονίας εννοώ, με έναν άλλον, κάπου από τη Νιγρίτα ήταν, από πού ήταν και εκείνος, οι δύο τελευταίοι που έφυγαν, όλους τους άλλους τους πιάσανε, άλλοι παραδόθηκαν, βαρέθηκαν, κουράστηκαν στις κακουχίες, αφήσαν οικογένειες και ο άλλος παραδόθηκε και για να γλιτώσει, τον είπανε δεν έχει και εκείνος σωτηρία, μόνος έμεινε «Πες μας από ποιο φυλάκιο θα περάσει, για να τον πιάσουμε, να μην το σκοτώσουνε, γιατί αν περάσει κρυφά και τον αντιληφθούμε… » από τα βουλγάρικα σύνορα θα περνούσε. Αυτός ήρθε, τότε υπηρετούσε─ αυτό το άκουσα από τον αδερφό μου, ο οποίος ήταν αξιωματικός, υπηρετούσε σαν αξιωματικός και ήρθε η Χούντα, υποχρεωτικά ήτανε και τον στείλανε στο Σιδηρόκαστρο, από την Κρήτη που έφυγε, ήταν στο… Από το κέντρο, βγήκε από την Κόρινθο, ήταν στην Κρήτη και εκεί του δώσανε χάρη, παράσημο, τον είπε ο ταξίαρχος, γιατί ήταν πολύ καλός χορευτής, πολύ γλεντζές, όλα και όταν τον είδαν να χορεύει και κρητικά και από όλα, τον λέει: «Παλικάρι μου πες μου τι χάρη θέλεις». Λέει: «Χάρη θέλω, στρατηγέ μου, να με στείλετε στον τόπο μου» «Από πού είσαι; Δεν είσαι Κρητικός; Εσύ σαν και εμάς τα χορεύεις, τόσο ωραία». Λέει: «Δεν είμαι Κρητικός, αγαπώ τη μουσική και τον χορό, αλλά είμαι από το Παλαιόκαστρο Σερρών κοντά στο Σιδηρόκαστρο». «Πού θέλεις να πας;» «Ή Σιδηρόκαστρο ή Σέρρες» και τον στείλανε και υπηρέτησε και στα δύο σημεία, τότε ήταν στο Σιδηρόκαστρο. Και είπαν, όταν υπηρετούσε εκεί, εγώ ήρθα από την Γερμανία με άδεια και ήθελα να τον δω, γιατί εμείς το ‘60 όταν ήρθαμε εδώ, εγώ και αυτός ήμασταν τα δυο και εγώ σαν μεγαλύτερη δύο χρόνια, τον έβλεπα σαν το μικρό μου αδελφάκι που το προστατεύω. Όταν έφυγε στρατιώτης, εγώ έκλαψα πιο πολύ από τη μάνα μου και τότε έκανα τα χαρτιά μου και έφυγα στη Γερμανία, γιατί αποχωριστήκαμε. Τον αγαπούσα τόσο πολύ, μέχρι τα 60 μας δεν είχαμε λογομαχήσει, δεν είχαμε μοιράσει τίποτα, δεν είχαμε… τόσο δεμένοι. Μετά μπήκαν άλλα… τέλος πάντων, αυτά δεν μας ενδιαφέρουν. Και εκεί σαν αξιωματικός, πήγα να τον δω και μου λέει: «Απόψε θα σε πάω στο σπίτι» γιατί με έδειξε, πήγαμε στο παρατηρητήριο της Βουλγαρίας, των Ελλήνων δηλαδή που βλέπουμε τη Βουλγαρία δίπλα, από τη γέφυρα, στο παρατηρητήριο, στο βουνό, σε όλα με ξενάγησε, γιατί είχε το δικαίωμα σαν αξιωματικός με πήγε, πολίτης δεν πήγαινε εκεί. Χάρηκα εγώ, ο αδερφός μου, τον είδα, κατεβαίνοντας μου λέει: «Θα πας στο σπίτι, θα σε πάμε, γιατί απόψε θα κατέβει… περιμένουμε να περάσει τα σύνορα ο μεγαλύτερος κατάσκοπος και ο τελευταίος και ξέρεις-μου λέει-Ποιος είναι;» Λέω: «Ποιος είναι;» λέει: «Της θείας Σουζάνας ο ανιψιός, από τον Λευκώνα, ο τάδε». Μόλις μου είπε έτσι, τους ξέραμε όλους, συγγενείς ήμασταν κιόλας, λέει: «Αυτός θα κατέβει, ο τελευταίος είναι, ο ένας κουράστηκε ο συνάδελφός του, ο προτελευταίος και παραδόθηκε «Δεν αντέχω -λέει- άλλο, να πάω τουλάχιστον στην οικογένειά μου, ούτε τα παιδιά μου είδα» και αυτός είπε –λέει- ότι «Θα έρθει από το τάδε πέρασμα, θα περάσει και θα έρθει την τάδε μέρα» και έστησαν καρτέρι και τον έπιασαν κείνο το βράδυ. Παραδόθηκε, πέρασε πολλά χρόνια και κακουχίες, αλλά πήρε και πολλά λεφτά –λένε- και βοήθησε την οικογένειά του. Η γυναίκα του εδώ δεν δούλευε και εργοστάσιο… ήταν μέτοχος σε εργοστάσιο εκεί στις Σέρρες και Λευκώνα. Τέλος πάντων, αυτά δικά τους προβλήματα, αλλά μερικοί καρπώθηκαν, άλλοι σκοτώθηκαν, χάσανε τη ζωή τους και εκεί έληξε για το Παλαιόκαστρο ο ανταρτοπόλεμος. Χάθηκαν όλα τα παλικάρια και ξεκίνησαν από την αρχή. Μετά λέω τη μάνα μου «Εδώ δεν έχει ζωή, αρχίσαμε να μεγαλώνουμε κιόλας-λέω-Θα πάμε, θα πάρω τον Γιώργο και θα πάμε μια και είναι και ο θείος εκεί και άλλοι συγγενείς, θα πάμε στη Θεσσαλονίκη». Αποχαιρετούμε το Παλαιόκαστρο με δάκρυα και ερχόμαστε στην Θεσσαλονίκη. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα, γιατί ήμουν ένα χωριατοκόριτσο άβγαλτο, μόνο με τη μάνα μου και με τον πατέρα μου έβγαινα, από κοντά με είχαν, μία εδώ μία εκεί, βασίλεψε ο ήλιος μέσα, ήρθα στην Θεσσαλονίκη, βλέπω και εδώ 3 χρόνια ήταν πάρα… Μετά τη μεταπολίτευση και εδώ ήταν πολύ δύσκολα, μετά από όλα αυτά… Άρχισε να παίρνει τα πάνω της, αλλά πολύ σιγά και άνοιξε ο δρόμος για την Γερμανία. Και τότε πήρα την απόφαση και εγώ, πήγα στους γονείς μου, τους μίλησα, λέει η αδερφή μου «Θα ‘ρθω και εγώ, εδώ στο χωριό τι θα κάνω; Στα χωράφια θα δουλεύω» και την πήρα, λέει και η φίλη μου «Έρχομαι και εγώ» και τα τρία κορίτσια κάναμε τα χαρτιά μας και φύγαμε στην Γερμανία. Δεν πήγαμε πολύ επάνω που ήτανε πολλοί χωριανοί, λέω: «Μακριά, ας είναι καλά όλοι, αλλά να πάω σε μια [01:10:00]δουλειά που να ξέρω είμαι εγώ με την αδερφή μου και τη φίλη μου». Και πήγαμε στο Bruchsal και εκεί αρχίζει άλλη ιστορία, 11 χρόνια. Πέρασα, μπορώ να πω, όμορφα. Στην αρχή ήταν δύσκολα όλα, χωρίς γλώσσα, χωρίς συγγενείς, χωρίς φίλους, αλλά απέκτησα πολύ γρήγορα, προσπάθησα να μάθω, τουλάχιστον τα πρώτα που έμαθα, γιατί πηγαίναμε χίλιες γυναίκες στη διερμηνέα την Ελληνίδα να μας γράψει τη διεύθυνση στα γερμανικά και ό,τι άλλο χρειαζόμασταν αυτήν είχαμε διερμηνέα, λέω: «Αυτό πόσο θα πάει, να περιμένω στην ουρά να γράψω μια διεύθυνση; Κάτσε Κούλα και μάθε το, να κάνεις αντιγραφή και μετά θα τα μάθω τα υπόλοιπα» γιατί καινούργια ήμουνα. Έμαθα σιγά-σιγά τα πάντα, με πλησίασαν Γερμανίδες, δεν μπορώ να πω, αμέσως όταν με γνώρισαν λίγο, με κάλεσαν στα σπίτια τους, με έκαναν τραπέζι. Το μόνο που σιχάθηκα ήταν το Blutwurst που με έφεραν να φάω, αίμα, λουκάνικο από αίμα, εκείνοι το είχαν το καλύτερο, αλλά και εκείνο το ‘φαγα. Έγινα φίλη με τους Γερμανούς, συγγενέψαμε, η αδερφή μου παντρεμένη με Γερμανό ήταν, έχω πολύ καλούς φίλους, τα αφεντικά μου με πρότειναν να με στείλουν στο Βερολίνο με διπλό μισθό-άλλη ιστορία αυτή- δεν πήγα γιατί ερωτεύτηκα και από κει έκανα 11 χρόνια, πήρα το σπίτι μου εδώ και επέστρεψα, γιατί ήρθε πρώτα ο φίλος μου -ας πω, ο τότε φίλος μου- και λέει: «Τα λεφτά της Γερμανίας δεν τελειώνουν, ούτε οι δουλειές, πήρες το σπίτι, έκανες λίγα λεφτά, εγώ τελείωσα- οικονομολόγος τελείωσε, έκανε και μάρκετινγκ στην Στουτγάρδη-Πάμε πίσω!» Και έτσι πήρα την απόφαση και γύρισα πίσω και κάναμε οικογένεια εδώ. Να πω κι άλλα;

Κ.Δ.:

Πάρτε μια ανάσα.

Κ.Α.:

Ναι ναι. Πόση ώρα κάνουμε;

Κ.Δ.:

Ακόμα γράφει το μικρόφωνο, συνεχίζεται η συνέντευξη, τώρα θα σας κάνω ερωτήσεις πάνω σε αυτά που μου έχετε πει.

Κ.Α.:

Ναι κάνε μου.

Κ.Δ.:

Καταρχάς, θυμάστε τη μεταφορά που είπατε, το είπατε λίγο στα γρήγορα, όταν μεταφέρθηκε το χωριό στη Σκοτούσσα, τη θυμάστε τη μεταφορά; Μπορείτε να μου μιλήσετε παραπάνω-

Κ.Α.:

Ναι, ναι. Έρχεται βράδυ ο πατέρας μου, βγήκε η απόφαση, ήρθε η αστυνομία και λέει: «Μαζέψτε τα!» «Απόψε;-λένε οι άντρες-Δεν προλαβαίνουμε, από το χωράφι τώρα ήρθαμε». «Μαζέψτε την οικογένειά σας, πάρτε λίγα πράγματα, να σας μεταφέρουμε στη Σκοτούσσα». Ήταν 2-3 χιλιόμετρα από το χωριό «Θα ρθείτε, εκεί υπάρχει αστυνομική δύναμη, θα είστε εκεί, θα προστατευτείτε, θα γλιτώσετε από τους αντάρτες και από… σας ληστεύουν ουσιαστικά και μένετε νηστικοί πολλές φορές, θα κατεβείτε». Όλοι αντέδρασαν, κάνανε, πού αφήνεις το σπίτι σου και πας σε ένα άγνωστο, δεν μας θέλανε κιόλα, οι περισσότεροι ήταν… εμείς ήμασταν Πόντιοι, εκείνοι ήταν εντόπιοι, τότε υπήρχαν αυτά, αλλά λένε: «Θα κατεβείτε, θα τους υποχρεώσουμε». Δεν θέλαν και εκείνοι, μια νοικοκυρά τώρα να φέρουν στο σπίτι της, να βάλουνε ανθρώπους άγνωστους, άγνωστοι για αυτούς, ήταν λίγο δύσκολο και δύο οικογένειες πολλές φορές. Εμείς δύο οικογένειες πήγαμε εκεί στο σπίτι και ήμασταν τρεις οικογένειες τώρα. Έτσι τα μαζέψαμε άρον των άρον, έφερε το κάρο ο πατέρας μου, βράδιαζε, νύχτα. Μάλιστα βγάλαμε τα φιστίκια, ήταν η εποχή που βγάζαμε τα φιστίκια και έριξε και μερικά ο πατέρας μου επάνω στο κάρο, για να δώσει τα φύλλα στα ζώα, έδεσε την αγελάδα πίσω, έδεσε και το μοσχαράκι, το ζευγάρι μπροστά, φορτώσαμε τα στρώματα μόνο και μερικά ρουχαλάκια, γιατί θα ξαναπήγαινε ο πατέρας να φέρει και τα υπόλοιπα, δεν ξέραμε πού θα μείνουμε και κατεβήκαμε. Όταν φτάσαμε, άρχισε να σουρουπώνει, να νυχτώνει, αφήσαμε τα ζώα στην αυλή. Μας είπε ο αστυνόμος «Αυτό το σπίτι κληρωθήκατε να μείνετε εσείς». Με κλήρο το κάναν κιόλα, ανάλογα τι άτομα είχες, σε τι σπίτι θα πήγαινες, τα πολλά άτομα πηγαίναν στα μεγάλα σπίτια. Αυτοί οι άνθρωποι ζήτησαν μια οικογένεια και άλλη μία τους είπαν: «Έστω στην αποθήκη σας, στο αχούρι σας, όπου, κάπου να τους βολέψετε». Λέει: «Τότε θα πάρουμε από το διπλανό χωριό, είναι ένα ζευγάρι κουμπάροι μας, ας έρθουνε εκείνοι με τα ζώα τους» και φέρνουμε εμείς, φέρνουν και εκείνοι, είχαν πολλά ζώα, ο γέρος, ο Πατρούγκας και η γυναίκα του… Και πάμε, φτάνουμε νύχτα, η νοικοκυρά με κάτι… η κυρά Ελένη, Θεός σχωρέστην, με κάτι μούτρα, έμπαινε-έβγαινε και μιλούσε βουλγάρικα και έβριζε, έλεγε, με το δίκιο της και εκείνη. Λέει η μάνα μου, την λέει: «Κυρά Ελένη, δεν φταίμε εμείς, εγώ διώροφο σπίτι έχω και άλλη μονοκατοικία ο πεθερός μου και η πεθερά μου και τώρα μας χώρισαν, εκείνη πήγανε… » υπήρχε και ένας συνοικισμός που ήτανε μόνο Πόντιοι και είπε ο παππούς και η γιαγιά «Εγώ με τους εντόπιους τι να πάω να κάνω; Ούτε τη γλώσσα τους ξέρω». Ο πατέρας μου ήξερε τα βουλγάρικα και ρώσικα και έτσι λέει: «Ό,τι και να πούνε και να κάνουν, θα τους απαντήσω και στη γλώσσα τους» και έτσι πήγαν ο παππούς και η γιαγιά αλλού, στον συνοικισμό αυτό και εμείς ήρθαμε εκεί. Την άλλη μέρα δεν μας μιλούσε, η μάνα μου… εγώ παιδί βέβαια, αλλά εκείνη στεναχωριόταν και αναγκάστηκε η μάνα μου, λέει: «Θα την φέρω στα νερά μου, τι θα κάνει;» Σηκωνόταν η μάνα μου, ήτανε νέα, 24 χρόνων πήγαμε, 26 φύγαμε, τέλος πάντων, πήγε, σηκωνόταν πρωί-πρωί, σαν κοριτσάκι ένιωθε, νέα ήταν και είχε και υποχρέωση να τα κάνει, γιατί εμείς πήγαμε στο σπίτι της, την λέει: «Κυρά Ελένη, θα φύγουμε εμείς, τα πράγματα μας είναι πάνω, τα σπίτια μας, δύο σπίτια αφήσαμε, δεν είχαμε όρεξη να ‘ρθουμε να σας ενοχλήσουμε». Τίποτα αυτή, κατσούφα. Οπότε το πήρε απόφαση, μας έδωσε ένα δωμάτιο μικρό, του γιου της, ο οποίος έφυγε στο Βίτσι-Γράμμο, εκεί φαντάρος, ήταν η θητεία του και ο μικρός γιος ήταν έφηβος τότε, ο Γιάννης και πήραμε το δωμάτιο εκεινού. Είχε τρία υπνοδωμάτια το επάνω και κάτω είχε την κουζίνα και την αποθήκη, η κουζίνα ήταν κοινή, στην αποθήκη βάζαμε και εμείς, δεν είχαμε και πράγματα πολλά, δεν μας άφησαν να πάρουμε, δεν χωρούσαν, μόνο μέσα στο δωμάτιο, πέντε άτομα μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο, λίγο μεγαλύτερο από αυτό, εκεί ήμασταν, δεν είχαμε τίποτα, δεν μπορούσαμε να τα φέρουμε. Τέλος πάντων, η μάνα μου κατέβαινε πρωί-πρωί, σκούπιζε όλη την αυλή, σκούπιζε τα πάντα, ετοίμαζε πρωινό, κουζίνα, όλα, τα έκανε για να την ευχαριστήσει. Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά είδαν τι άνθρωποι είμαστε, ο πατέρας μου τους βοηθούσε, ήξερε πολλά πράγματα, τους βοηθούσε, τα παιδιά της δεν ήταν μαθημένα να δουλεύουν έτσι σκληρά, ο άντρας της έμπορας ήταν, ούτε εκείνος ήξερε και ήταν από καλή οικογένεια, αλλά δεν ήτανε ψημένοι. Αν πεις όταν έμαθαν οι αντάρτες θα ‘ρθουν εδώ… τότε ύστερα μας αγκάλιασαν, γιατί φοβόταν, φοβόταν πάρα πολύ και έτσι τότε έδιωξαν και τον κουμπάρο, τον βάλανε κάπου σε ένα άλλο σπίτι, για να έχουν μόνο εμάς. Όταν η μάνα μου αρρώστης, το διάστημα εκείνο, έμεινε έγκυος και επειδή ήταν πολύ εργατική και ήθελε να δείξει τον καλό της εαυτό, να τους πει: «Δεν είμαστε τεμπέληδες, εμείς ήρθαμε, αλλά θα φύγουμε, σας βοηθάμε κιόλα». Βοηθούσε πάρα πολύ την κυρά Ελένη και ο πατέρας μου τον κυρ Χρήστο, εκείνος δεν δούλευε, δεν ήξερε από δουλειές, όλα ο πατέρας μου. Και τότε λέει η μάνα μου, έμεινε έγκυος τη δεύτερη χρονιά και καθάριζε την αυλή, τόσα ζώα και έκανε παλικαριά, της λέω: «Αυτό ήταν, με συγχωρείς μαμά, αλλά κουταμάρα ήταν» έγκυος στον 6ο μήνα βάζει το καλάθι που βάζαμε τα άχυρα, τα σκουπίδια όλα, των ζώων, χώματα από την αυλή, τα βάζει στο καλάθι και τα σηκώνει, επειδή ήταν βαρύ το βάζει στη μέση της, το κεφαλάκι του παιδιού ήταν εκεί, πέθανε το παιδί 6 μηνών μέσα της, 15 μέρες πονούσε και δεν το έλεγε, φοβόταν: «Πού θα πάω;» γιατροί δεν υπήρχαν, στις Σέρρες έπρεπε να πάνε. Ένα βράδυ λιποθύμησε, έπεσε, την παίρνει ο πατέρας μου με το κάρο βράδυ, νύχτα, μόλις σουρούπωσε. Λέει: «Θα με πιάσουν και οι αντάρτες, αυτή θα την αφήσουν να πεθάνει, δεν τους ένοιαζε και θα πάρουν εμένα στο βουνό» φοβόταν ο καημένος, αλλά κινδύνευε η γυναίκα του. Αφήνει εμάς τα μωρά στη νοικοκυρά και παίρνει τη μάνα μου, μόλις σουρούπωσε, ανάμεσα στον κάμπο, ανάμεσα από τα στενά δρομάκια και έφτασε στις Σέρρες το βράδυ. Όταν πήγε στον συγχωρεμένο τον Ζαχαρόπουλου, ήταν ένας γυναικολόγος πολύ ψύχραιμος, εγχείριζε και τραγουδούσε, τότε ήταν το τραγούδι «Τάκα τάκα τα πεταλάκια στην πηγή θα σταματήσω…» κάτι τέτοιο, [01:20:00]ήτανε το σουξέ της εποχής, τραγουδούσε και εγχείριζε, ψύχραιμος. Όταν την είδε, επειδή έκανε πολλές εκτρώσεις σ’ αυτόν, έβρισε τον πατέρα μου, είχε το θάρρος, τον μάλωσε «Πόσες φορές θα την φέρεις; Νέα είναι, τρία παιδιά έχεις και τώρα την άφησες να κάνει αυτό το πράγμα;» Λέει: «Δεν την είδα». «Έπρεπε να την προστατέψεις, τόσες μέρες πονούσε αυτό για να πεθάνει, 15 μέρες την κρατούσες εκεί». Λέει: «Φοβόμασταν να ταξιδέψουμε κιόλας». Τέλος πάντων, λέει: «Πρώτα ο Θεός και μετά εγώ, δεν είμαι Θεός, είναι 15… πεθαμένη μου την έφερες, δεν ξέρω αν θα ζήσει η γυναίκα σου, αλλά θα μου φέρεις, οι αντάρτες ήρθαν χθες, είχαμε μάχη μεγάλη στις Σέρρες. Κάψανε πολλά, κλέψανε, κάνανε και στην κλινική που είχα λίγα κρεβάτια και κουβέρτες, μου τα πήραν όλα, τα παιδιά μου… και στο σπίτι μου πήγαν και τα πήρανε, δεν έχω να βάλω τα παιδιά μου ένα στρώμα να κοιμηθούν, δεν έχω να βάλω τη γυναίκα σου να την γιατρέψω. Θα μου φέρεις βαμβάκι θέλω αντί για πληρωμή» γιατί η μάνα μου έπεσε στα γόνατα και τον είπε, έβγαλε το δαχτυλίδι του γάμου της και τα σκουλαρίκια της, χρυσά όλα και του τα ‘δωσε και τη βέρα της, έκτοτε δεν είχε, τα χρυσαφικά της τα έδωσε και τον λέει: «Σώσε με, τρία μικρά παιδιά έχω» και την έλεγε: «Σκύλα, σε λυπάμαι, είσαι νέα, παιδί είσαι και εσύ, ό,τι μπορώ θα κάνω, αλλά πήγαινε, Γρηγόρη, να μου φέρεις». Με κίνδυνο της ζωής του γυρίζει τη νύχτα με το κάρο πίσω, δεν υπήρχανε συγκοινωνίες τότε, ούτε είχε και τίποτα άλλο, με το κάρο την πήγε, την έβαλε πάνω και γύρισε με το κάρο ανάμεσα από τα χωράφια, από τα στενά. Έρχεται και πάει τη νύχτα χτυπάει του φίλου του την πόρτα που είχε λανάρα, η λανάρα είναι το μηχάνημα αυτό που λαναρίζουν, καθαρίζουν το βαμβάκι, το μαλλί, το ξάνουν και το δίνουνε για να το κλώσουνε και να το πλέξουνε. Χτυπάει την πόρτα του και δεν άνοιγε, φοβόταν, λέει: «Αντάρτες ήρθαν». Ύστερα τον έδωσε φωνή «Πέτρο εγώ είμαι ο Γρηγόρης, ο φίλος σου, άνοιξε σε παρακαλώ» τότε έτρεξε «Με μια λάμπα-λέει-Μ’ άνοιξε», τον λέει: «Τέτοια ώρα τι θέλεις εδώ;» «Βοήθησέ με, θέλω να μου δώσεις βαμβάκι, μαλλί, ό,τι έχεις, η Αγγελική είναι στα Σέρρας και πεθαίνει, ο γιατρός δεν θα την εγχειρήσει αν δεν τον πάω αυτά τα πράγματα». λέει: «Δεν έχω έτοιμα, γιατί δεν δουλεύω και εγώ, φοβάμαι, κρύβομαι- οι αντάρτες κάθε τόσο ήταν κρυμμένοι και στα χωράφια και λέει-Φοβάμαι να μη με προδώσουν, για αυτό έλα και εσύ». Πήραν ένα… εμείς το λέγαμε «χειρόλαμπο»-ας πούμε- με φυτίλι βαμβάκι τότε, το κρατούσαμε, πετρέλαιο μέσα και με εκείνο, να μην κάνουνε φως μεγάλο και μπήκανε στο εργαστήριο και στη λανάρα, που τη λέγανε και λέει: «Βοήθησέ με, οι δύο μαζί, εσύ θα τροφοδοτείς και εγώ θα δουλέψω» και κάνανε δύο τσουβάλια, ένα βαμβάκι κι ένα μαλλί, τα φόρτωσε ο πατέρας πριν ξημερώσει, να μην τον πιάσουν και πάει στις Σέρρες, ξημερώματα έφτασε εκεί. Αυτός έβαλε μπρος ο γιατρός, η μάνα μου το ξημέρωμα ήταν λιπόθυμη βέβαια, ειδοποίησαν την αδελφή της, στις Σέρρες έμενε και κατέβηκε, εκείνη λέει: «Βρήκα την θεία σου, έκλαιγε στον διάδρομο, γιατί η μάνα σου, δεν συνήλθε» εμείς μικρά μείναμε με τη νοικοκυρά και μην τα πολυλογώ, την… συνήλθε μετά από ώρες προς το μεσημέρι και έκαναν την προσευχή τους όλοι, τον έδωσε και τα χρυσαφικά της «Χαλάλι του» λέει και το βαμβάκι και τον είπε: «Αν μπορέσω θα σε ξαναφέρω, αλλά λίγο-λίγο, να σιάξει η κατάσταση, θα σου φέρω από τα χωράφια μου βαμβάκι καλό, να κάνεις τα παιδιά σου στρώμα, πάπλωμα, ό,τι θέλεις» και έτσι γλίτωσε η μάνα μου και γύρισαν πίσω. Το ίδιο βράδυ κατεβαίνουν οι αντάρτες και έρχεται ευτυχώς μία γειτόνισσα που έμεναν κοντά μας, ήθελε να βαφτίσει τον μικρό και ήτανε καπετάνισσα αυτήν με ένα μυδράλιο-το ‘λεγε-φορτωμένη και το όπλο, ήρθε «Αγγέλη, Αγγέλη άνοιξε, εγώ είμαι η Μαγδαληνή» ανοίγει την πόρτα και τη βλέπει η μάνα μου, χάρηκε βέβαια, φίλη της ήταν και ζωντανή την είδε, λέει: «Ήρθα να δω το μωρό, έμαθα ότι γέννησες, να δω το μωρό» μετά από μερικές μέρες, μήνες «Ήρθα να δω το μωρό, θα το δώσεις σε μένα να το βαφτίσω» της λέει: «Εσύ στο βουνό είσαι, πώς θα το βαφτίσεις;» «Θα έρθω ένα βράδυ» «Καλά βράδυ θα 'ρθεις, νύχτα βρε Μαγδαληνή, θα βαφτίσουμε το μωρό; Θα μας πάρουν χαμπάρι, δεν φοβάσαι;» «Δεν φοβάμαι». Λέει: «Όχι Μαγδαληνή, δεν γίνεται, δεν κινδυνεύω τη ζωή σου, θα διακινδυνέψω τη δική σου ζωή να βαφτίσουμε το μωρό; Θα κάνω άλλο-της λέει-Και θα βαφτίσεις, πήγαινε τώρα στο καλό» γιατί ξημέρωνε και έφυγε στο βουνό αυτή, στο χωριό και από κει έφυγε, πήγε στη Βουλγαρία, από κει έφυγε στην Τσεχία και εκεί πέθανε. Εμείς γυρίσαμε τη σελίδα μας, φτάσαμε εκεί, ήρθε ο πόλεμος και στα σύνορα που φυλάγανε, Βίτσι-Γράμμο, ήρθε και ο γιος του σπιτονοικοκύρη, είπε η μάνα του «Αφού γεννήθηκε αυτό το παιδί εδώ και ο γιος μου γλίτωσε από τον πόλεμο- τότε είχαμε και πόλεμο ακόμη εκεί και τον ένα χρόνο στον πόλεμο ήταν και μετά στα σύνορα φύλαγαν-Και αφού ο γιος μου-λέει-Ο Γιώργος γλίτωσε και εσείς είστε εδώ και γεννήθηκε αυτό το παιδί μες στον πόλεμο, τον ανταρτοπόλεμο, θα το βαφτίσει ο Γιώργος» και έτσι ήρθε και το βάφτισε και συγγενέψαμε από τότε μαζί τους και μετά από λίγο καιρό βέβαια πηγαινοερχόμασταν στο ίδιο χωριό και εκείνοι και εμείς και γίναμε φίλοι. Και εκείνοι μετά έφυγαν και ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, όταν ήρθα με άδεια πήγα και τους βρήκα, για τελευταία φορά τους είδα, έκτοτε δεν τους είδα, παρότι ήμασταν στο ίδιο μέρος, έμαθα ότι πέθαναν και εκείνοι. Ένας-ένας φύγαν όλοι και θέλω μία μέρα, είπα τον γιο μου «Θα πάμε στο χωριό, θα με πας στη Σκοτούσσα, θα σε καθοδηγήσω εγώ-γιατί δεν τα ξέρει τα μέρη-Από τα Καλά Δέντρα θα φύγουμε, θα κόψουμε, θα πάμε Σκοτούσσα-μετά τα Καλά Δέντρα ο δρόμος βγαίνει Σκοτούσσα-Θα πάμε στη Σκοτούσσα, θέλω να γυρίσω στο σχολείο που πήγαινα, στον συνοικισμό που έμενε ο παππούς, στο σπίτι αυτό εκεί που παίζαμε με την Ευθαλία και η μάνα της και τρέχαμε γύρω-γύρω από το όπιο και εκείνη τραγουδούσε και γελούσε, να δω αυτά τα μέρη, την εκκλησία, το πανηγύρι το μεγάλο της περιοχής που γινόταν» 8 μέρες κρατούσε, της Παναγίας στη Σκοτούσσα όλη η περιοχή των Σερρών πηγαίναν από βραδύς με τα κάρα, κοιμότανε πάνω στα κάρα και 8 μέρες γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Εμποροπανήγυρις και πάλη γινόταν, ο πατέρας μου πήγαινε μόνο στην πάλη, την τελευταία μέρα γινόταν και μετά ζωοπανήγυρης και πηγαίναμε όλη η περιοχή των Σερρών, εκεί πήγαιναν, στο πανηγύρι αυτό, πάρα πολύ ωραίο.  Ήταν η διασκέδαση η μεγαλύτερη της περιοχής όλης και λέω: «Θα με πας, να πάω στην Αστυνομία, εκεί που ήταν η Αστυνομία, εκεί που ήτανε το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, από κει πολεμούσαν» είχα παιδικές αναμνήσεις εκεί, να δω και το σχολείο μου και να δω το σπίτι που έμεινα. Μου λέει η αδερφή μου, προχθές την ρώτησα και μου λέει: «Δεν υπάρχει το σπίτι, το γκρέμισαν» πέθαναν οι γονείς, πεθαίνουν και τα παιδιά τους και έχουνε ο ένας ο γιος, που έμενε εδώ στη Σχολή Τυφλών, έχει δυο παιδιά, αλλά δεν τα γνωρίζω. Ο άλλος ο γιος, ο μικρός, ο Γιάννης, έχει και εκείνος δύο παιδιά, το ένα είναι γιατρός στις Σέρρες, στο Νοσοκομείο Σερρών και μένουν στις Σέρρες «Αλλά θέλω να δω τον τόπο- λέω-Κάτι θα υπάρχει εκεί, να πάω να δω τον τόπο εκεί, τον μύλο που έμπαινα μικρό κοριτσάκι κάτω από τον φράχτη μετά το σχολείο». Έδενε η μάνα μου, άρρωστη ήταν η καημένη και έδενε το μωρό στην πλάτη μου, ήταν βαρύ κιόλα, εγώ κρατούσα και την τσάντα, τόση, αδύνατη, πήγαινα στον συνοικισμό, το σχολείο ήταν ενδιάμεσα, άφηνα το μωρό στη γιαγιά, γύριζα στο σχολείο, σχολώντας με την τσάντα πάλι βαριά με τα βιβλία, πήγαινα έδεναν το μωρό στην πλάτη μου και το ‘φερνα στη μάνα μου. Η μάνα μου κατάκοιτη ήτανε τον τελευταίο χρόνο και την είδα και τρόμαξα, δεν ήξερα από γυναικεία πράγματα, αυτά, την είδα λέω: «Μαμά τι έπαθες;» Μου λέει: «Θα τα πάρεις, θα πάρεις και το σκαφάκι… » είχε ένα μικρό σκαφάκι από αλουμίνιο, για να πλένουμε του μωρού τα πανιά, δεν υπήρχαν Pampers, πανιά, λέω: «Και πού θα πάω να τα πλένω; Εγώ δεν ξέρω να πλένω». «Θα τα τρίψεις έτσι-λέει-Τα πολλά-πολλά να φύγουν, τα άλλα θα σου πω εγώ». Άφηνα την τσάντα μου, έπαιρνα εκείνο το σκαφάκι το μικρό, [01:30:00]πήγαινα από τον κήπο της νοικοκυράς μας, ήταν φράχτης, κάτω από τα σύρματα, έμπαινα τα σήκωνα και πήγαινα στο διπλανό κτήμα που ήταν του μυλωνά, μεγάλο κτήμα, ήταν τρία αδέλφια, μαζί είχανε τα σπίτια τους στη σειρά και τον μύλο και τον δουλεύανε, ο μύλος της περιοχής ήταν. Έμπαινα εκεί, είχε δύο βρύσες, δύο… ανάβλυζαν από τη γη και δούλευε ο μύλος με το νερό, το ένα είχε κρύο και ο άλλος ο σωλήνας, τόσος, έβγαζε ζεστό νερό. Με έλεγε η μάνα μου «Πήγαινε» γιατί επάνω δεν μπορούσα εγώ μικρό παιδάκι από τις σκάλες να κατεβάζω, να ανεβάζω με τον κουβά νερό, να τα πλένει η μάνα μου καθιστή και το μισό θα το ‘ριχνα και θα ‘πεφτα και εγώ, οι σκάλες ήταν έτσι κιόλα και με λέει: «Πήγαινε εκεί, τα πολλά-πολλά ξέπλυνέ τα, άφησέ τα, ζεστό είναι το νερό, με αυτό το σαπούνι που έβαζε μέσα και φερ’τα εδώ, θα φέρεις με τον κουβά μια φορά νερό, τα ξεπλένω, ξέπλυνέ τα όσο μπορείς και με το κρύο». Και αυτό έκανα μικρό παιδάκι, τα πήγαινα και έτσι έμαθα από μικρή να κάνω τα πάντα. Τη βοήθησα πάρα πολύ και όταν άρχισα να μεγαλώνω, η μάνα μου με έμαθε να ζυμώνω 13 πλαστά, αφού τα χεράκια μου ήταν μικρά και χωνόταν και δεν μπορούσα να τα βγάλω και με έμαθε όμως, ήθελα να τη βοηθήσω, πήγαινα σχολείο, η δασκάλα μου ήταν μια Αθηναία-Θεός σχωρέστην- μ’ αγαπούσε τόσο πολύ, γιατί με έβλεπε, ερχόμουνα στο σχολείο, τα μαθήματά μου δεν τα αμέλησα ποτέ, βοηθούσα τη μαμά, ερχόμουνα και καθόμουνα στα διαλείμματα κάτω από την ακακία, απ’ το δέντρο, όταν κάναμε διάλειμμα και όλα τα παιδιά παίζανε, εγώ έκανα… διάβαζα την αντιγραφή μου, την ορθογραφία μου, να μάθω, ώστε όταν πάω σπίτι να είμαι διαβασμένη, να πάρω την τσάπα μου και λίγο φρέσκο νερό, να πάω στο χωράφι, να βοηθήσω τον πατέρα μου. Από πολύ μικρό παιδί 8 χρόνων, 9, ξεκίνησα, 8 χρόνων με πήγαν στο πρώτο χωράφι, στο βαμβάκι, στο λιβάδι που σου λέω, που ήταν οι βόμβες, εκεί είχαμε ένα χωράφι. Πρώτη φορά εκεί με πήγαν με το κάρο να μαζέψω βαμβάκι. Με έβαλαν και μια ποδιά και μαζεύαμε σκυφτοί, έμαθα να μαζεύω, όχι ότι ήμουνα το πρώτο χέρι, αλλά μωράκι ήμουνα, μικρό παιδί ήμουνα, αλλά έμαθα και να πλένω, έμαθα και να μαγειρεύω σιγά-σιγά, γιατί υποχρεωτικά τα ‘μαθα, γιατί ήμουν το δεξί χέρι της μάνας μου, άρρωστη εκείνη δεν είχε κανέναν. Είχε μητέρα, είχε δύο αδελφές, αλλά δεν βοηθούσαν, κανείς τους, καθένας τη δουλειά του κοίταζε και η μάνα μου της κακοφαινόταν, ήταν πολύ ευαίσθητη και άμα είσαι και άρρωστη γίνεσαι πιο ευαίσθητη. Λέω: «Μαμά μη φοβάσαι, είμαι εγώ εδώ» την έλεγα, τα ‘λεγε και έκλαιγε η καημένη, αλλά με έμαθε τα πάντα, ήθελα και εγώ. Και η δασκάλα μου, όταν έφτασα έκτη, λέει τον πατέρα μου «Έχουμε ένα χρυσάφι, εγώ στο σχολείο και εσύ στο σπίτι σου, θα μου το δώσεις να το σπουδάσω, εγώ δεν έχω παιδιά, την αγαπώ την Κούλα, αυτό είναι καλό παιδί, όχι μόνο καλό παιδί, καλή μαθήτρια και καλό παιδί, μεθαύριο θα πιούμε και ένα ποτήρι νερό από τα χέρια του». Ο πατέρας μου αντέδρασε βέβαια, άσχημο ήταν… θα λέγανε στο χωριό «Πούλησε το παιδί του». Λέει: «Μην το πάρεις έτσι, αυτοί είναι στενόμυαλοι. Δωσ’ το γιατί θα το χαντακώσεις εδώ». Της λέει: «Κυρία Ροδούλα, ξέρω τι παιδί έχω, χρυσάφι είναι και για μένα» πάντα τα παιδιά όταν μεγάλωσα λιγουλάκι, πιο πολύ -ας πούμε- πριν έρθω το ‘60 εδώ, ακολουθούσα τον πατέρα μου τις Κυριακές, στις γιορτές, πήγαινε πάντα και κοίταζε, το ποιο χωράφι χρειάζεται επειγόντως-ας πούμε- σκάψιμο, σκάλισμα ή το βαμβάκι ποιο θα μαζέψουμε, ή το τριφύλλι, ή το καλαμπόκι, είχαμε από όλα. Και εγώ πήγαινα μαζί του, με έλεγε: «Κούλα» επειδή με ενδιέφερε, πάντα ρωτούσα «Αυτό το χωράφι πατέρα τι το έσπειρες; Πότε θα βγει; Βγήκε; Θα το ξαναφυτέψουμε;» Ενδιαφερόμουν σαν παιδί, μικρό παιδί ήμουνα κι όμως με ενδιέφερε η γη, από τότε έμαθα να αγαπώ πολύ τη γη, τη λατρεύω, αν είχα λεφτά θα πήγαινα να αγοράσω ένα κτήμα, να το δουλέψω και τώρα που είμαι σε αυτή την ηλικία. Ο γιος μου το λέει: «Μαμά θέλω, αν έπιανα δουλειά, θα σε έπαιρνα ένα κτήμα και θα πηγαίναμε να μου δείξεις τι ξέρεις». Και πήγαινα και έλεγα τον πατέρα μου, με έλεγε: «Θέλεις να ‘ρθεις μαζί μου να πάμε να δούμε την πρώτη κατηγορία τι θα το φυτέψουμε; Ή αν φύτρωσε το βαμβάκι;» «Ναι πατέρα έρχομαι» μαζί πηγαίναμε γυρίζαμε τον κάμπο όλο, γυρίζαμε όλο τον κάμπο και έμαθα να αγαπώ τη γη, έμαθα όλα τα μυστικά της γης, γιατί ο πατέρας μου ήταν μερακλής, ήθελε το καλύτερο πάντα να κάνει και η μάνα μου ακόμη χειρότερη. Για εκείνην «Δεν μπορώ» δεν υπήρχε, έπρεπε πάντα, μπορεί δεν μπορεί, να κάνει το καλύτερο, να μην την κάνουν παρατήρηση. Αυτό το μετέδωσαν και σε μένα, καλό κακό, πάντως καμιά φορά με κουράζει, γιατί κουράζομαι πολύ σε αυτή την ηλικία, αλλά απ’ την άλλη, τους ευγνωμονώ, γιατί έμαθα πάρα πολλά πράγματα και επιβίωσα σε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Τα έβγαλα πέρα και έλεγαν και εδώ στη γειτονιά, με έλεγε μια κυρία- της Σέβης η κουμπάρα- «Κυρία Κούλα, εσύ έχεις μεγαλύτερο σπίτι, είσαι μόνη, έχεις δάνεια -ο άντρας μου με είχε αφήσει χρέη τρία εκατομμύρια-Πώς τα βγάζεις πέρα;» Της λέω: «Εγώ ξέρω να επιβιώνω, τη ζωή που κάνω εγώ εσύ δεν την κάνεις κοπέλα μου, ξέρω και είμαι πάντα με ένα μολύβι και ένα χαρτί. Ανάλογα τα έσοδά μου είναι και τα έξοδά μου. Πάντα αφήνω από τα έσοδα μου, αν παίρνω πέντε, τα τρία θα ξοδέψω, το ένα έστω ή τα δύο θα είναι στην άκρη για ώρα ανάγκης, για αυτό ποτέ δεν άπλωσα το χέρι μου σε κανέναν, ούτε ζήτησα ούτε άφησα λογαριασμούς. Δόξα τον Θεό-της λέω-Έφτασα εδώ που έφτασα, ποτέ δε δανείστηκα ποτέ… » Δεν είναι κακό, όχι, αλλά όχι να παίρνω δανεικά και να πηγαίνω κρουαζιέρα, να πηγαίνω σε πεντάστερα ξενοδοχεία. Τέλος πάντων, αυτά όλα πέρασαν. Εγώ έμαθα πολλά απ’ τους γονείς μου και από τη δύσκολη ζωή μου. Μπορεί να ήταν δύσκολη τότε, αλλά έμαθα πολλά πράγματα και αυτά τα μετέδωσα και στα παιδιά μου, αλλά και έξω που πήγα έχουν να λένε.

Κ.Α.:

Για να σηκωθεί μέσα σε 8.000 εργατοϋπάλληλους να μου κάνουν πρόταση εμένα, τρία άτομα θέλανε, δύο Γερμανούς, τρία άτομα γενικά. Ένα από τα γραφεία, για μια νέα δουλειά της Siemens, η έδρα είναι το Βερολίνο με 25.000 εργατοϋπάλληλους, εμείς ήμασταν 8.000, κι όμως, Μόναχο, Στουτγάρδη κι άλλα πολλά, επιλέξανε από τη δική μας δουλειά να πάνε τρία άτομα, ένας υπάλληλος και δύο εργάτριες και επέλεξαν εμένα. Όχι για το δίμετρο μπόι μου και για τα ωραία μου μάτια, για τη δουλειά μου, για το ήθος μου μες στη δουλειά, για το ενδιαφέρον μου για τη δουλειά και με πρότειναν με δύο μισθούς να πάω, αλλά δεν πήγα -σου είπα- άλλοι λόγοι. Γιατί ετοιμαζόμουν τότε, ήρθε ο αγαπημένος μου, ας τον πω, ήρθε εδώ, είχαμε δώσει λόγο, ήρθε εδώ, βρήκε δουλειά στην Steyr, που ήταν τα τανκς τι κάναν κι άλλα πολλά, μετέπειτα στην ομοσπονδία και έτσι μου λέει: «Έλα έλα, της Γερμανίας τα λεφτά και οι δουλειές δεν τελειώνουν» και έτσι έφυγα, έχασα πολλές ευκαιρίες που είχα. Όλοι οι διευθυντές μου με λάτρευαν, γιατί… μια μέρα που ζήτησα άδεια, που δεν έπρεπε να δώσουν κανέναν, γιατί είχαμε τότε πολύ… είχαμε επιστροφές πολλές, είχαμε φουρτούνες, ήρθανε νέα μηχανήματα, έπρεπε να σχολάσουν πολύ κόσμο και εγώ ζήτησα άδεια και μου λένε όλοι οι Γερμανίδες «Δεν πρόκειται να πάρεις». «Θα πάρω» λέω, λέει: «Πώς θα πάρεις;» «Θα το δείτε». Πάω στο γραφείο, παίρνω το χαρτί της αδείας μου, έρχομαι τους το κουνάω και εγώ περήφανη-περήφανη «Πώς σε δώσανε; Πρώτα δίνουν εμάς που έχουμε παιδιά, εσένα;» Λέω: «Όταν όμως έχουμε ανάγκη μεγάλη, όλες φεύγετε, έχετε δουλειές, εγώ όμως κάθομαι εδώ και δουλεύω με τον διευθυντή μαζί και ο διευθυντής μαζί» και έλεγε… πάντα το όνομά μου το μπέρδευε και έλεγε: «Λούλα» με έλεγε, λέω: «Λούλα; Λούλα!» Και έλεγα, τον έλεγα: «Εγώ θα δουλέψω, ήρθα να δουλέψω, δεν ήρθα να διασκεδάσω στη Γερμανία και … αφού εσείς με εξυπηρετείτε και είμαι ευχαριστημένη, η δουλειά μου είναι και εγώ θα σας εξυπηρετήσω σε αυτόν τον τομέα» και καθόμουν και δούλευα, για αυτό ό,τι ζητούσα γινόταν, τους ευχαριστώ και με είπαν: «Αν θέλεις πάνε [01:40:00]και στη Siemens στη Θεσσαλονίκη να δουλέψεις» ο οποίος διευθυντής ήταν του γαμπρού μου ο συμπέθερος μου ήταν ουσιαστικά, του γαμπρού μου ο θείος σου. Τους έκανα τραπέζι στο σπίτι μου το άλλο απέναντι είναι, τους έκανα τραπέζι, με κάναν τραπέζι και αυτοί, μου είπαν: «Ό,τι ώρα θέλεις η θέση σου είναι εδώ», απλά εγώ δεν ήθελα μετά, γιατί κάναμε… είχα το σπίτι, το είχα αγοράσει και είπαμε να παντρευτούμε, να κάνουμε οικογένεια, όπως και κάναμε οικογένεια και όλα έφτασαν μέχρι σήμερα. Έκανα και τα παιδάκια μου, το ένα το έχασα δυστυχώς, αυτό το παλικάρι αυτό, αυτός είναι αδερφός, εκεί είναι μικρός, εδώ είναι στην Κύπρο φαντάρος, το ‘χασα στα 26 του και αυτό και ο αδελφός μου, λέω: «Γιώργο, ο Θεός μας έδωσε από δύο αγόρια και οι δύο στα 26 χάσαμε τα παιδιά μας». Δυσάρεστο, αλλά δόξα τω Θεώ είναι το άλλο μου παιδί, έχουμε άλλο ένα και οι δύο, αυτή ήταν η μοίρα μας. Έφτασα ως εδώ όμως στο πόδι και στέκομαι στο πλευρό του παιδιού μου, να πάνε όλα καλά. Έχουμε κι άλλο; Τι γράφουμε τώρα;

Κ.Δ.:

Θέλω να σας ρωτήσω… βασικά-

Κ.Α.:

Ρώτησέ με.

Κ.Δ.:

Μιλήσατε για το λιβάδι με τις παπαρούνες, πόσο πολύχρωμο ήταν και πόσο-

Κ.Α.:

Ναι, ναι, όμορφο.

Κ.Δ.:

Θυμηθείτε το λίγο και πείτε μου πώς θυμάστε να νιώθετε εκείνη τη στιγμή; Πώς… τι σας έρχεται και τώρα στο μυαλό όταν θυμάστε εκείνη την εικόνα;

Κ.Α.:

Όταν θυμάμαι; Εγώ κρατάω, επειδή δεν ήξερα τι είναι, εγώ ήξερα λάδι παίρνουμε, κρατάω μια ομορφιά, μια εικόνα πανδαισία χρωμάτων, ομορφιά, αυτό κρατάω και λες και το βλέπω, στέκομαι ψηλά και βλέπω 11 στρέμματα χρώματα, χρώματα ανθισμένα, πανέμορφα, ήταν όμορφα τα χρόνια εκείνα, γιατί είχαμε ηρεμία, ησυχία και αρχίσαμε μεγαλώσαμε και λίγο-λίγο δουλεύαμε, βοηθούσαμε τους γονείς, η μητέρα μου συνήλθε, όλα πήγαιναν καλά και έχω αυτήν την εικόνα, την όμορφη από την παπαρούνα. Και όταν έμαθα ότι τα κόψανε, σταματήσαν την παραγωγή η Χούντα, εκείνοι τη σταματήσανε... Μάλιστα όταν είδαν και στον φράχτη να φυτεύονται, λέει: «Τι είναι αυτά, ξεπατώστε τα όλα», λέω: «Γιατί, η παπαρούνα τι έχει; Αυτά αφιόνια είναι-εμείς τα λέγαμε έτσι:-λάδι κάνουμε με αυτά και φύτρωσαν επειδή εδώ καθόμασταν και κάναμε, τα καθαρίζαμε». Λέει: «Ναι αλλά απαγορεύεται, το ξέρεις ότι αυτό είναι ναρκωτικό; Λέω: «Τι είναι αυτό;» Δεν ήξερα εγώ ως τότε, δεν είχα ακούσει, δεν ήξερα, λέει: «Θα τα μάθεις, θα τα μάθεις». Λέει και ο πατέρας μου «Έτσι και έτσι Κούλα, παντού υπάρχουν αλλά δεν ήταν… εμείς δεν τα ξέραμε- λέει-και μας επέτρεψε η ίδια η κυβέρνηση, από την Αγροτική Τράπεζα παίρναμε τον σπόρο για να φυτέψουμε και μας υπέδειξαν ποια χώματα κάνει, ευδοκιμεί και επειδή είχαμε το κατάλληλο, 11 στρέμματα σιτάρι δεν γινόταν, αδύνατο, βαμβάκι δεν γινόταν, το μόνο που γινόταν ήτανε αυτό και μεγάλωνε και έτσι το κάναμε» αλλά μετά το απαγόρευσαν και τα σταμάτησαν όλοι. Όταν ήρθα και ρώτησα, μου είπαν: «Απαγορεύεται, δεν θα δεις πουθενά». Στα pretzel της Γερμανίας εκεί τα τρώγαμε και λέω: «Μωρέ αυτό σαν το αφιόνι μοιάζει» μου λένε: «Ναι» «Καλά εμάς δεν μας επιτρέπουνε και εδώ σας επιτρέπουνε;» Λέει: «Τα αγοράζουμε, τα αγοράζουμε, το βάζουν και σε φάρμακα, το κάνουνε και λάδι για καλλυντικά, όπως και πολλά άλλα» Λέω: «Έτσι πάει; Δεν το ήξερα». Εκεί έμαθα ότι είναι ναρκωτικό. Αλλά εγώ έχω εκείνο το κτήμα… αφού και στον ύπνο μου το ‘βλεπα, τόσο όμορφο ήτανε! Χρώματα, χρώματα και –ξέρεις- ήταν μεγαλούτσικα, τόσα περίπου και εγώ έμπαινα ανάμεσα και τα ‘σπρωχνα και έτρεχα, τι χαρά, τι χαρά! Αλλά τα χάσαμε όλα, για την παπαρούνα. Τι άλλο;

Κ.Δ.:

Θυμάστε κάποιο άλλο έτσι χαρακτηριστικό περιστατικό, που το θυμάστε εσείς καλά, να το βλέπετε και να το ακούτε, εσείς, όπως τότε όταν μπήκαν οι αντάρτες στο χωριό, όταν γίνανε οι διώξεις εναντίον των κομμουνιστών, όταν τελείωσε ο Εμφύλιος, έτσι περιστατικά που έχετε πολύ έντονα στο μυαλό σας και τα είδατε εσείς και τα ακούσατε, δηλαδή ήσασταν παρόντες.

Κ.Α.:

Όταν κυνήγησαν τους αντάρτες και άρχισαν να διασκορπούνται, να φεύγουν στα ανατολικά κράτη, πολλοί φύγανε και κρύφτηκαν εκεί και έκτοτε δεν επέστρεψαν, γιατί φοβόταν, έμειναν εκεί, άλλοι παντρεύτηκαν άλλοι… ενώ είχαν οικογένεια εδώ, ο γείτονάς μας είχε οικογένεια και τρία παιδιά, αλλά παντρεύτηκε εκεί και πέθανε εκεί με τη γυναίκα του την άλλη. Πήγε και η Ελληνίδα και τον είδε με την οικογένειά του και γύρισε πίσω, η καημένη, κλαίγοντας. Πολλά τέτοια έγιναν. Άλλο περιστατικό, αυτό στο σχολείο που έγινε ήταν πολύ τρανταχτό, σκοτώθηκαν πολλοί από το ξύλο, ο θείος μου μετά από κει ήταν άρρωστος συνέχεια, πολύ ξύλο έφαγε, έπινε κιόλα, άρχισε να πίνει μετά, μετά από αυτό έπινε, έπινε πολύ, ώσπου έφερε καρκίνο στο στομάχι και πέθανε νέος. Πριν πάρει σύνταξη, πέθανε. Αλλά ποιο άλλο ήταν έτσι έντονο; Αυτό που πάτησα την νάρκη. Όταν πήγα με τα ζώα να τα ποτίσω και επέμενε η ξαδέρφη μου να πάω μαζί της, να μου δώσει δαμάσκηνα, δεν πήγα και πήγα από την κάτω πλευρά, για να προλάβω να πάω στο χωράφι. Εκείνη την ώρα πάτησα επάνω σε ένα σκληρό, αλλά πριν προλάβω να κάνω βήμα, ο αντάρτης που το ‘βαλε ήταν ο Βλαδίμηρος, του γείτονά μας ο γιος, αυτός κατέβαινε, ήξερε τα βουνά όλα, το πρωτοπαλίκαρο ήταν ο πρώτος ξάδερφος του πατέρα του και έκοβε και έραβε. Έπαιρνε το μυδράλιο, ένα μεγάλο όπλο είχε και δεσμίδες και μια ταινία είχε από κάτω, το θυμάμαι έτσι γυριστό, τα Bren -πώς τα λένε;- και τα μυδράλια έχουν τέτοιο, εκείνο το… που μπαίνουν οι σφαίρες μέσα και ήταν έτσι γυριστό κάπως, το κρατούσε όρθιο και γελούσε μια μέρα και πυροβολούσε στο χωριό μέσα. Λέω: «Μεθυσμένος είναι αυτός;» Όλοι φοβηθήκαμε, ο πατέρας μου τον έβρισε, τον μάλωσε, το πήρε και πήγε μέχρι τους εντόπιους επάνω και άρχισε να πυροβολεί. Αλλά πριν γίνει αυτό ήταν πολύ έτσι-τι να πω;- θρασύς; Πήραν τα μυαλά του αέρα, γιατί ήτανε 18 χρονών τότε και ο πρώτος καπετάνιος ήτανε ο θείος του, είχανε όλοι οι Μουρατιδαίοι είχανε ένα τουπέ, μια δύναμη, μια εξουσία, φοβέριζαν και τον κόσμο με τον καπετάνιο τους και αυτός τα μυαλά του νεαρού με ένα όπλο είχε δύναμη. Εκείνη την ημέρα ήρθανε στο χωριό μας να βάλουν νάρκες, από κει που περνάνε ο κόσμος, τα αυτοκίνητα. Στην άσφαλτο δεν μπορούσε να τρυπήσει να βάλει, έπρεπε να βάλει στο πλάι, στο πλάι δεν περπατάει κάνεις, από δίπλα που είναι ο δρόμος, το πεζοδρόμιο. Από κει πήγαινα και εγώ με τα ζώα, τα κάρα, όλοι από κει περνούσαν. Πάω και εγώ και πάτησα επάνω. Αυτός, μόλις το τοποθέτησε, το σπίτι του ήταν ακριβώς πάνω απ’ την άσφαλτο και ήτανε ένας βράχος μεγάλος, σαν βουναλάκι μικρό-ας το πω- και το σπίτι του χαμηλά. Εκεί ήταν απέναντι το κοτέτσι του και εκεί κρυβόταν, τρύπησε την πέτρα και μέσα από το κοτέτσι είχε κρησφύγετο, εκεί κρυβόταν πάντα, για να είναι κοντά. Τοποθέτησε την νάρκη και έτρεξε να κρυφτεί να δει ποιος θα περάσει. Έτυχε να περάσω εγώ εκείνη την ημέρα και μόλις με είδε, πετάχτηκε επάνω, με δύο βήματα κατέβηκε, έτρεχε λες και θα έφτανε από κει ψηλά θα έπεφτε κάτω «Κούλα-με φωνάζει-Θα σκότωνα την Κούλα, ο Γρηγόρης θα με σκοτώσει! Κούλα μην κουνιέσαι!» Εγώ τρόμαξα, μόλις τον άκουσα κοίταζα «Πού είναι ο Λάτος;» Λάτο τον λέγαμε, Βλαδίμηρο. Κατεβαίνει, αρπάζει μία πέτρα, ήμουνα αδύνατο κιόλα, περίπου -ας πούμε- τα μισά του βάρους μου, γιατί το ένα πόδι μου ήτανε πάνω. Εγώ είδα πατάω ένα σκληρό πράγμα αλλά είχε χόρτα επάνω και πού να ξέρω; Δίπλα πάω, από τον δρόμο. Και τότε βάζει -τον βλέπω λες και σήμερα- έσκυψε, πιάνει το πόδι μου, μου λέει: «Μην κουνιέσαι και μην φοβάσαι-βάζει σιγά-σιγά… με έλεγε-Θα σηκώνω το πόδι σου και θα βάζω την πέτρα» σαν [01:50:00]αντίβαρο και έβαλε, εκείνος μου τα είπε τι κάνει, εγώ δεν ήξερα τι ήταν. Πού να ξέρω; Και σήκωσε το πόδι μου και έβαλε εκείνο, ίδρωσε και κάθισε κάτω, γονάτισε από τον φόβο του, λέει: «Θα με σκότωνε ο πατέρας της αν αυτό γινόταν». Και μετά, παίρνω εγώ τα ζώα και φεύγω, πριν φύγω… είχαμε το αμπέλι μας δίπλα, η άσφαλτος δίπλα, περνάει το λεωφορείο να πάει… τώρα από το Σιδηρόκαστρο ερχόταν; Όχι από τις Σέρρες για το Σιδηρόκαστρο ή από δω εκεί, δεν θυμάμαι, σταματάει, το σταματάνε οι αντάρτες από την άλλη ρεματιά, αυτοί που ψάχναν τον θείο μου. Κατεβαίνουν από τη ρεματιά και έρχονται στα πρώτα σπίτια, σταματάνε το λεωφορείο, κατεβάζουν όλον τον κόσμο, τον παίρνουνε επάνω, μετά βάζουν φωτιά στα σπίτια, στο λεωφορείο πρώτα βάλαν φωτιά και πήρανε 4-5 σπίτια στη σειρά, πήραν φωτιά και εκείνα, κάηκαν και παίρνουν τον κόσμο και μάλιστα με έλεγε η ξαδέλφη μου, γιατί κοντά ήταν, το κοριτσάκι αυτό που έφυγε, έτρεξε, κοντά ήταν και έτρεξε να δει τι γίνεται, τι φωτιά είναι αυτή. Και κατέβηκε και έβλεπε τραβούσαν οι αντάρτες στη ρεματιά, από κει θα φεύγανε, με τα πόδια βέβαια και να κλαίει μια γυναίκα «Άρρωστο μωρό έχω, στον γιατρό πάω, αφήστε με σας παρακαλώ» τίποτα, την πήρανε επάνω. Ένας παππούς –λέει- ήταν μέσα κι άλλοι, ο οδηγός, βάλαν φωτιά, κάηκαν και τα σπίτια, τους πήραν και φύγαν, πήραν και την ξαδέρφη μου. Πάλι Άγιο είχα και από την νάρκη γλίτωσα και από τα ανταρτικά γλίτωσα, μαζί θα με παίρνανε και μένα επάνω 30 χρόνια και από τη σφαίρα που με έκοψε τα μαλλιά και γλίτωσα, λέω: «Τρεις φορές». Το λέγε η μάνα μου πάντα και ο πατέρας μου: «Τρεις φορές έφτασε στον θάνατο και γλίτωσε αυτό το παιδί μας, τυχερό είχε». Λέω: «Δόξα τω Θεώ Παναγία μου» πάντα τα θυμάμαι και λέω είχα κάποιον Άγιο και όταν έπαθα και εδώ μετά με το παιδί, κλάμα, κλάμα, στεναχώρια, ανέβασα -εγώ που δεν είχα τίποτα- ανέβασα πίεση, πάνω από 20 είχα, λιποθύμησα, έπεσα και όταν συνήλθα ξανά αιμορραγία, επί δύο μέρες αιμορραγούσα και δεν ήξερα τι ήταν. Νόμιζα έσπασαν τα αγγεία επειδή έκλαιγα, πονούσα, έκανα και τότε σηκώθηκα μετά πήρα το βαμβάκι, το πακέτο, το τύλιξα και πάω στο νοσοκομείο, δεν υπήρχαν ούτε αυτοκίνητα, τα ταξί δεν με παίρνανε, γιατί ήταν Καθαρά Δευτέρα ξημέρωνε και θα πηγαίνανε για διασκέδαση, τα ταξί όλα φεύγανε «Θεσσαλονικιά» και ξέρω ‘γω πού αλλού και εγώ ζητούσα να πάω από κει και αναγκάστηκα, αφού δεν… περίμενα πόση ώρα, παίρνω το λεωφορείο και πάω στο νοσοκομείο και έπεσα στο Γενικό Νοσοκομείο εκεί στα πανεπιστήμια, έπεσα στον δρόμο στον θυρωρό μπροστά, φώναξε, με πήραν μέσα με το φορείο, πάτησαν ενέσεις, όλα, συνήλθα, έπαθα εγκεφαλικό –λένε- εγκεφαλικό ήταν, αλλά «Είχες Άγιο-μου λένε-Που άνοιξε η μύτη σου και γλίτωσες» και πάντα αναλογίζομαι και λέω: «Πόσες φορές έφτασα και γλίτωσα!» Δοξάζω τον Θεό που γλίτωσα «Ας γλίτωνα -λέω- και το παιδάκι μου και ας πέθαινα εγώ». Αλλά έτσι ήταν τυχερό, είχα τύχη να ζήσω χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, Δόξα τω Θεώ, ούτε νοσοκομείο ούτε αυτά, τότε που πήγα και κάτι έκτακτα από βλακεία δική μου. Δόξα τω Θεό ως τώρα έφτασα καλά, με πολλές ιστορίες, πολλές περιπέτειες, που όλες δεν μου έρχονται αυτή τη στιγμή στον νου. Μπορεί σε λίγο, αύριο-μεθαύριο, γιατί ταξίδεψα πολύ, γνώρισα πολύ κόσμο, έζησα με κόσμο, στρατιωτικούς θες, αντάρτες θες, όλοι μαζί, Γερμανούς θες, με επισκέφτηκαν, ήρθαν, με αγάπησαν, τους αγάπησα, πολλά έζησα, δοξάζω τον Θεό μέχρι τώρα που είμαι στο πόδι, στα 80 μου δοξάζω τον Θεό και θέλω… έχω όρεξη να δουλεύω, δεν μπορώ να καθίσω, πρέπει να δέσουν τα χέρια μου για να καθίσω. Ποια άλλη ιστορία να θυμηθώ; Έτσι. Τελειώσαμε;

Κ.Δ.:

Kαταλαβαίνω ότι μπορείτε να συνεχίσετε για πολλές, ίσως για-

Κ.Α.:

Τώρα μπορούμε να χαιρετηθούμε.

Κ.Δ.:

Ευχαριστούμε πολύ για όλες αυτές τις ιστορίες, κυρία Κούλα.

Κ.Α.:

Και εγώ ευχαριστώ, μακάρι να τα ακούσουν μερικοί, τα νέα παιδιά, να δουν τι περάσαμε, να δοξάζουν τον Θεό, να έχουν την υγεία τους και να σέβονται και να αγαπούν τους γονείς, δεν υπάρχουν πιο αγαπημένα πρόσωπα, αυτοί που μας αγαπούν και μας προσέχουν τόσο πολύ, μας φροντίζουν. Εγώ θα τους θυμάμαι πάντα με αγάπη, γιατί ήταν… δεν ξέρω… όχι γιατί είναι γονείς μου, γιατί όλες οι φίλες μου με έλεγαν: «Μακάρι να είχαμε τη δικιά σου τη μάνα, μας φροντίζει και εμάς, ήτανε…» εκεί φωτογραφία θα στη δείξω, το ‘50 βγαλμένη, εκείνα τα χρόνια, άρρωστη γυναίκα, μια χωριάτισσα και όμως ποτέ δεν έβγαινε έξω απεριποίητη. Όλοι στα λεωφορεία, όταν πήγαινε στο γιατρό και την έλεγαν: «Είστε η καινούργια δασκάλα του Παλαιοκάστρου;» Η μάνα μου τους κοίταζε, λέει: «Όχι δεν είμαι δασκάλα, είμαι από το Παλαιόκαστρο, εκεί μένω». «Μα δεν σας έχουμε δει ποτέ, κάπου-κάπου σας βλέπουμε στα λεωφορεία και λέμε η δασκάλα πάει να πληρωθεί» από τις Σέρρες πληρωνόταν. Σύγχρονη, μοντέρνα, μοντέρνες οι ιδέες της από τότε, με τη νεολαία φίλη, τα παλικάρια, τα κορίτσια ερχόταν όλοι και λέγανε, τη συμβουλευόταν για τις φιλενάδες, για τα πρώτα σκιρτήματα, για όλα τους έδινε συμβουλές, τους βοηθούσε σε όλα τα ραντεβού τους, σε όλα, τους αγαπούσε πολύ, αγαπούσε τα παιδιά, αυτό το πήρα από τη μάνα μου. Λατρεύω τα παιδιά όλα του κόσμου, τα λατρεύω άμα λέμε, κλαίγανε τα μωρά αυτά που πρόσεχα, με έλεγαν: «Μόνον εσένα θέλουμε στο σπίτι για babysitting» και πήγαινα… ένα παιδί 7 χρόνων το ‘κανα να κλαίει πάντα όταν χωριζόμασταν, εγώ κατέβαινα τις σκάλες και έκλαιγα και εγώ. Τόσο πολύ αγαπώ τα παιδιά όλα του κόσμου, να είναι γερά όλα.

Κ.Δ.:

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, κυρία Κούλα.

Κ.Α.:

Να είσαι καλά παλικάρι μου. Αν βγούνε κάτι άλλα καινούργια, άλλη φορά, ας είμαστε γεροί, εύχομαι μέσα από την ψυχή μου όλα να σου πάνε καλά παλικάρι μου, είσαι καλό παιδί έχω ακούσει τα καλύτερα λόγια και όλα καλά να πάνε-

Κ.Δ.:

Ευχαριστώ πολύ-

Κ.Α.:

Σε ό,τι κάνεις.

Κ.Δ.:

Γεια σας.

Κ.Α.:

Γεια.