© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Γιώργος Χατζηπαράσχος: από ξυπόλητος πλανόδιος πωλητής... βραβευμένος επιχειρηματίας
Istorima Code
9973
Story URL
Speaker
Γιώργος Χατζηπαράσχος (Γ.Χ.)
Interview Date
01/11/2020
Researcher
Μαριάννα Τζιράκη (Μ.Τ.)
[00:00:00]
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Γιώργο Χατζηπαράσχο.
Είναι Κυριακή, 1 Νοεμβρίου του 2020. Βρισκόμαστε στο Ρέθυμνο με τον κύριο Γιώργο Χατζηπαράσχο. Ονομάζομαι Μαριάννα Τζιράκη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Και ξεκινάμε. Κύριε Γιώργο, πείτε μας δυο λόγια για την καταγωγή σας.
Ναι, εγώ γεννήθηκα των Τριών Ιεραρχών Γενάρη, του 1934, στο Άδελε. Οι γονείς μου ήταν Μικρασιάτες. Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου, έξω από Σμύρνη, Νέες Φώκαιες. Το '22 που τους διώξανε οι Τούρκοι από εκεί πέρα, η οικογένεια του πατέρα μου διέλυσε και σκορπίσανε. Ο πατέρας μου μ' έναν αδερφό του περάσανε στη Γαλλία, πήγανε... ο πατέρα μου επειδή ήτανε δυνατός, έκανε τον παλαιστή, πήγε σε εργοστάσιο και δούλευε, ο δε αδερφός του, που ήτανε σε νταμάρια πήγε στην Λεγεώνα των Ξένων. Κάνανε εκεί λίγα χρόνια και μετά ήρθανε στο Άδελε, και μια αδερφή τους, η Μαρία. Συνολικά, γλυτώσανε ο πατέρα μου, έντεκα αδέρφια και η μητέρα τους. Εφτά αδελφές και τέσσερα αγόρια. Αλλά σκορπίσανε, ο πατέρα μου με τον αδελφό του, τον Νικόλα και τη Μαρία ήρθανε στο Άδελε, ο μπαμπά μου με τη Μαρία, και στο Μαρουλά ο Νικόλας. Ο Κώστας έμεινε στη Σάμο και έτυχε να κάνει τη δουλειά που κάνω εγώ τώρα. Είχε τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Ήτανε άτυχος, διότι το αγόρι που είχε το όνομά μου, Γιώργο Χατζηπαράσχο, έγινε μια ανατίναξη στο λιμάνι και δούλευε και δεν βρέθηκε ούτε το κομματάκι ντου. Μετά, πήγανε στη Μέση Ανατολή, ο Κώστας, αργότερα, γυρίσανε σ' αυτό. Γνωριστήκαμε αργότερα, πολύ αργότερα. Είχα μάθει εγώ τη δουλειά. Άλλος αδερφός τους στην Αθήνα, οι αδερφές τους στα Πατήσια, στον Περισσό, έτυχε εγώ ο ίδιος να γνωρίσω, αργότερα, που μεγάλωσα, τέσσερις αδερφές του και τον αδερφό του τον Νικόλα, τα έξι από αυτού. Η μαμά μου γλιτώσανε δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Τα οποία ήρθανε και οι τέσσερις στο Άδελε.
Τα χρόνια, αυτά που θυμάμαι τώρα εγώ από την Ιστορία στο Άδελε, είναι από τη Γερμανική Κατοχή, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος. Πιο μπροστά, δεν μπορώ να θυμηθώ πολλά πράγματα. Τότε θυμάμαι που κηρύχτηκε ο πόλεμος και ετοιμαζότανε. Το χωριό μας είχε γεμίσει, τα χωράφια, γιατί είχε αεροδρόμιο κάτω από το χωριό μας, στον Πηγιανό Κάμπο, και ο πατέρας μου πήγαινε και πουλούσε αυγά στους στρατιώτες, Αυστραλούς, τα χωράφια ήταν γεμάτα Άγγλοι, Έλληνες και καμιά φορά μ' έπαιρνε μαζί του κι έτσι γνώρισα εκεί πέρα την κατάσταση πώς είναι. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, την πρώτη μέρα, πηγαίναμε σε ένα χωράφι και πέρασε το αεροπλάνο και πήγαινε προς το αεροδρόμιο. Το αναγνωρίσανε οι Άγγλοι και αρχίσανε να το πυροβολάνε, οπότε με γύρισε ο πατέρας μου πίσω, γυρίσαμε στο σπίτι, μέναμε στο Άδελε, απέξω από το Άδελε, έχουμε ένα αμπέλι με ένα σπιτάκι και μέναμε εκεί και γυρίσαμε. Και τότε αρχίξανε οι αλεξιπτωτιστές να πέφτουνε, που τους έβλεπα. Τη νύχτα φεύγαμε και πηγαίναμε προς τον Μαρουλά σ' έναν ποταμό και κοιμόμασταν και φοβόμαστονε. Όταν καταλάβαν οι Γερμανοί το Ρέθυμνο και αυτό, φύγαμε και πήγαμε σ' ένα χωριό στην Αγία Τριάδα μερικές μέρες, μέχρι που είπανε ότι τέλειωσε ο πόλεμος και να κατεβούνε να πάνε στα... Οπότε κατεβήκαμε και πήγαμε στο χωριό στα σπίτια.
Αυτό που μου 'χει μείνει στην εικόνα μου, είναι… όταν κυκλώσανε μια μέρα το χωριό, πέρασε ο Γερμανός μέσα, γιατί ήτανε μία συνοικία στο χωριό εκεί πέρα, ήταν όλο Μικρασιάτες και πέρασε, ήταν ο πατέρας μου στην πόρτα κι εγώ στο παραθύρι και τον είδα και την έχω την φαντασία, κάνει του πατέρα μου «Μπουμ Μπουμ» του λέει ο πατέρα μου γαλλικά «Περάστε» «Α ματζούρ, γκουτ γκουτ» ότι είναι πρόσφυγας και δεν μας επειράξανε. Μαζέψανε 18 ά[00:05:00]τομα απ' το χωριό, τον ένα τον είχα δει που τον είχανε πιάσει, ήταν απ' την Αγία Παρασκευή και τους εκτελέσανε. Είχανε πάρει και έναν γείτονά μας Μικρασιάτη, για κάποιον άλλον, αλλά όταν είδαν ότι είναι Μικρασιάτης, δεν τον εκτελέσανε, τον αφήσαν... Δίπλα στην αυλή αυτή που ήμασταν όλοι Μικρασιάτες, έτυχε οι Γερμανοί να κάνουν ένα γραφείο. Είχανε δυο γραφιάδες και έναν σοφέρ, που κουβαλούσε τρόφιμα εδώ.
Με το να μην μας πειράζουν, μας φωνάζαν, μας δίνανε φαί, ψωμί, πήγαινα εκεί, να κάτσω να διαβάζω μαζί τους, να μου δίνουνε αυτό, αν είχα κανα πορτοκάλι να τους το πάω και δεν φοβόμασταν, οπότε δεν είχαμε... κάθε πρωί πηγαίναμε και παίρναμε γάλα. Τη μια είχε γάλα, την άλλη τσάι, πηγαίναμε, μας δίνανε στα παιδιά να τρώμε. Το μεσημέρι πηγαίναμε και αν περίσσευε φαί, βαστούσαμε κατσαρόλια, να μας βάζει. Συγκεκριμένα, θυμάμαι, άμα καθαρίζανε πατάτες, περιμέναμε τα παιδιά σαν τις γάτες, που περιμένουν να φάνε ένα ψάρι και μόλις αφήνανε κάτω τα φύλλα, τρέχαμε τα παιδιά και τα παίρναμε να πάμε να τα πλύνομε να τα τηγανίσομε. Ήτανε δύσκολα χρόνια και πάλι στο χωριό, απ' ό,τι μεγάλωσα ύστερα και κατάλαβα, ήμαστον τυχεροί, διότι είχαμε τις σταφίδες μας, τα σταφύλια μας, να βγάλομε λίγο κρασί, να βγάλομε λίγη τσικουδιά, λίγες σταφίδες, λίγα σύκα, ελιές, λίγο λάδι και μπορούσαμε και ζούσαμε κάπως καλύτερα. Ο πατέρας μου ήταν πολύ εργατικός, ήταν αυστηρός αλλά ήταν πολύ εργατικός. Έκοβε ξύλα και με το γαϊδουράκι τα πήγαινε στο Ρέθυμνο και τα πουλούσε και έπαιρνε τρόφιμα και μας έφερνε. Έβγαλε απ’ το αμπέλι γύρω-γύρω το σύρμα και το ‘κοβε μ' ένα σφυράκι και έκανε αλυσίδες, για τα ζώα, γιατί δεν υπήρχαν σχοινιά τότε και τα πήγαινε πάνω στα χωριά και τις πουλούσε και του δίνανε τρόφιμα. Έκοβε ξύλα και τα ‘φερνε εδώ κάτω και έκανε τσόκαρα. Ήξερε κι έκανε καλάθια, κοφίνια, πανέρια και τα πουλούσε και έτσι, κάπως, δεν γνώρισα πολύ την πείνα, τη δυστυχία. Εμείς σαν παιδιά, δεν φοβόμασταν τους Γερμανούς, πηγαίναμε και παρακαλούσαμε να βρέξει, που να λασπώσουν τα παπούτσια τους, να πάμε να τα πλύνουμε, να μας δώσουνε κάτι. Κι έτσι περάσανε τα χρόνια της Κατοχής. Την πρώτη τάξη την άρχιξα στο σχολείο, αλλά το κάνανε νοσοκομείο το σχολείο στο Άδελε και μέναμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Είχε μία δασκάλα και έναν δάσκαλο από την Πηγή. Τον Βογιατζάκη και την άλλη δασκάλα δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς. Ο δάσκαλος είχε την πρώτη τάξη, την πέμπτη και την έκτη. Η δασκάλα είχε την τετάρτη, τη δευτέρα, την τρίτη και την τετάρτη. Ο δάσκαλος που είχε την πρώτη, την πέμπτη και την έκτη έκανε στον Άγιο Παντελεήμονα, τρία χρόνια, μέχρι να φύγουν οι Γερμανοί και η δασκάλα είχε την άλλη εκκλησία, μία πιο μικρή, πάλι στο Άδελε μέσα, τον Άγιο Νικόλαο. Οπότε τέλειωσα τρεις τάξεις, στον Άγιο Νικόλαο και μια τάξη στο αυτό. Και στις δυο τελευταίες, που φύγαν οι Γερμανοί, το '45 και το '46 τέλειωσα εγώ το σχολείο. Ήμουν καλός μαθητής και η αδερφή μου, αλλά δεν είχαμε χρήματα για να πάμε να σπουδάξουμε. Ο πατέρας μου σκόπευε να μάθω μια τέχνη, για να μπορώ να ζήσω, διότι οι περιουσίες ήτανε λίγες. Και απ' ό,τι κατάλαβα το σχέδιό του ήτανε ή παπάς ή τσαγκάρης, ή καρεκλάς, που φτιάχνουνε καρέκλες. Αλίμονο την Κυριακή και δεν πήγαινα στην εκκλησία. Και να είμαι και δίπλα στον δεξί ψάλτη. Είχε τον σκοπό του.
Περνούσαν τα χρόνια… είχα μία αδερφή, αργότερα, έμαθα από τη μαμά μου, ότι είχα και έναν αδελφό πριν γεννηθώ, το οποίο πέθανε παραμονή Πρωτοχρονιάς, δυόμιση χρονών. Η μαμά μου ήταν πολύ πικραμένη. Σ[00:10:00]τον ύπνο της είδε κάποια μαυροφόρα και της είπε, να πάει από 40 σπίτια, να μαζέψει λάδι και να το στείλει στη... Να τα στείλει στην Παναγία στη Τήνο και θα της σβήσει η φωτιά. Το έκανε. Αλλά σε πολλά σπίτια, τη βγάζανε έξω. Νόμιζαν ότι ζητιανεύει, δεν την πιστεύανε. Και όταν μεγάλωσα, κι άνοιξα, και αφού γεννήθηκα και μεγάλωσα και άνοιξα δικιά μου δουλειά, μου είπε: «Παιδί μου, να έχεις την ευχή μου, όποιος έρθει και σου ζητήσει κάτι, έστω μία δεκάρα, να του δίνεις» το οποίο αυτό το κρατάω, της μητέρας μου. Κι έτσι περάσαν από εκεί τα χρόνια.
Ο πατέρας μου ήθελε κάτι από κάθε πανηγύρι που γινόταν, του Αγίου Παντελεήμονα, θυμάμαι πήγαινα πέμπτη τάξη, και είχε έρθει στο Ρέθυμνο και έρχεται και βαστούσε τρεις κούτες τσιγάρα και μου λέει: «Θα πας να τις πουλάς στο πανηγύρι». Και πήγαινα. Μου δίνανε ένα καλαθάκι, με λίγα κολοκύθια και λίγα φασόλια και πήγαινα να τα πουλήσω στην Αγία Παρασκευή, να μάθω κάτι, εμπόριο, γιατί έτσι είχε μάθει –λέει- και εκείνος στις Φώκαιες. Τον είχαν να γυρίζει να πουλάει αμύγδαλα, διάφορα. Έτυχε η αδερφή μου να αρραβωνιαστεί έναν γείτονά μας, Μικρασιάτη, που ο αδερφός του, τα αδέρφια του ήταν φουρνάρηδες και δούλευε εδώ στο Ρέθυμνο και δίπλα ήταν ένα ζαχαροπλαστείο, του Γαλερού, το οποίο έβγαζε φύλλο, κανταΐφι και γλυκά. Η κουνιάδα του ζαχαροπλάστη, τα φτιάξανε με το αφεντικό μου, τον φουρνάρη και του λέει: «Παρέτα τον φούρνο - άμα παντρευτήκανε- και ν' ανοίξομε ένα μαγαζί, να κάνομε μπουγάτσα και λουκουμάδες και να βγάζομε και κανταΐφι». Και το κάνει και ήταν αναπιαστής και τ' αφεντικό μου, οπότε, με ζήτησε απ' τον πατέρα μου, άμα τέλειωσα εγώ το σχολείο το '46, την παραμονή του Προφήτη Ηλία να πάω στο Ρέθυμνο, ξυπόλητο, δεν είχαμε παπούτσια τότε να βάζομε, στα χωράφια ξυπόλητα γυρίζαμε, και μου δίνει ένα τεψί γλυκά, τριγωνάκια με τα πόδια να το βαστάω, να πάω στο Άδελε, να κοιμηθώ στο σπίτι, στο αμπέλι μας και πρωί-πρωί να βγω στον Μαρουλά, στον Προφήτη Ηλία, να τα πουλήσω. Γυρίζοντας, πάλι με τα πόδια, πήγα στο Ρέθυμνο το τεψί με ό,τι γλυκά είχανε μείνει και από τότε με κράτηξε σαν παιδί ντου. Είχε τότε τρία παιδιά το αφεντικό μου, αλλά τότε, εδώ στην οδό Αντιστάσεως, στην αγορά, τότε τα μαγαζιά... αυτό το μαγαζί ήτανε κάτω μαγαζί κι έκανε μπουγάτσα, λουκουμάδες και πουλούσαν. Από μέσα είχανε κι έβγαζε κανταΐφι, και είχε ένα πατάρι κι έμενε το αφεντικό, με τη γυναίκα του και ένα παιδί, και απ' άνω το άλλο δωμάτιο, έμενα εγώ, τα δυο του αγόρια και ένα μικρό δωματιάκι να βγάλουμε λίγο... αυτό. Τότε φύλλο δεν ξοδευότανε. Ένα μικρό μπάγκο και έβγαινε λίγο φύλλο. Από φύλλο δεν μπορούσε να ζήσει κανείς, αλλά με το να κάνεις λουκουμάδες, με το να κάνεις αυτό... καφέδες, δεν είχε καφενείο όλη η αγορά, μπορούσες. Οπότε, με κράτησε σαν παιδί του, μόνο για φαΐ και ύπνο, τότε βέβαια δεν πληρωνόταν τότε τα παιδιά. Τότε τα παιδιά, ήταν δύσκολα χρόνια. Όχι ότι δεν ήταν καλοί μαθητές, δεν είχαν να σπουδάσουν και πηγαίνανε όλοι τσαγκάρηδες, κουρέιδες, μαραγκοί, για να μπορέσουν να ζήσουν, με τα ποδήλατα κι ερχόνταν. Κάθε πρωί ήθελαν να πάνε στο μαγειρείο, λίγα μακαρόνια με κιμά να φάνε για να αυτό, οπότε, με κράτησε και πουλούσα γλυκά στον δρόμο. Κανα δυο χρόνια. Είχα πάει μια φορά με τα πόδια μου, με το ταψί στο χέρι, στου Γάλλου, όχι στου Ατσιπόπουλου, στον Πρινέ, με τα πόδια και να γυρίζω. Στα περβόλια πήγαινα πολύ τακτικά, γιατί παίζαν μπάλα, είχε γήπεδο εκεί που ήταν αργότερα το Πανεπιστήμιο. Και πήγαινα εκεί και πουλούσα γλυκά. Έτυχε μετά να με πατήσει ένα ποδήλατο με τη λαμαρίνα και βρεθήκαν εκεί κάτι.... εδώ στον ΟΤΕ απέναντι, στη Λεωφόρο, στις Τέσσερις Μάρτυρες, και με πήγανε, τότε ήταν το παλι[00:15:00]ό νοσοκομείο εκεί πέρα, και με περιθάλψανε. Και τώρα, καμιά φορά, έχουν περάσει τόσα χρόνια, αν παν να μου πάρουν αίμα από τα δάχτυλα που δεν βρίχνουν φλέβα, τους λέω: «Από εδώ πέρα που έχω τα ράμματα». Και μου παίρνουν το αίμα. Και έτσι σταμάτησα να πουλάω γλυκά στον δρόμο και μ' είχε και κουβαλούσα καφέδες, απ' τη Μεγάλη Πόρτα μέχρι κάτω, μέχρι την Εθνική Τράπεζα, κουβαλούσα καφέδες. Ξυπόλητο βέβαια.
Έτυχε μέσα σε ένα κουρείο από πάνω, που είχε ένα δωμάτιο, να έχουνε μαζέψει ρούχα και φτιάχναν δέματα και τα δίναν στις άπορες οικογένειες. Και είχαν παραγγείλει καφέ, και πήγα εγώ με τον δίσκο απάνω τις καφέδες, και μ' είδανε ξυπόλητο και μου δώσανε ένα ζευγάρι λαστιχένια παπούτσια, που πήρα μεγάλη χαρά.
Μετά ανοίξανε καφενείο, ο Αναγνωστάκης, ο Χαραλαμπάς -που λέγανε- ανοίξαν κάτι άλλα και σταμάτησε να κάνομε καφέδες και είχε ανοίξει η Ένωση, παγοποιείο. Ήτανε η ηλεκτρική, εκεί που είναι τώρα το ξενοδοχείο Φορτέτζα, ήτανε ιδιωτικό παγοπωλείο, αλλά εκεί είχε ανοίξει η Ένωση. Εδώ, στην εκκλησία στον Άγιο Κωνσταντίνο πιο κάτω, οπότε ήτανε ο Διευθυντής της Ενώσεως συγγενής της αφεντικίνας μου, και της είπε κι έφτιαξε ένα μεγάλο ψυγείο κι ερχόταν το αυτοκίνητο και μας ξεφόρτωνε κολώνες πάγο και με ένα καρότσι, γυρίζαμε και πουλούσαμε πάγο. Όλη την παλιά πόλη, το νοσοκομείο, απάνω εκεί πέρα, όλη την περιοχή πάνω γύριζα, κάθε πρωί, και πουλούσα πάγο. Πρωί-πρωί απ' τις 5.00 η ώρα, ξυπνούσα να πάω στο λιμάνι, το παλιό λιμάνι, είχε κίνηση τότε, καφενεία και τέτοια και αυτά καΐκια, δεν είχε τότε… τα καράβια δεν μπαίνανε μέσα, και πήγαινα. Κέρδος δεν είχα απ' τον πάγο. Το κέρδος μου ήτανε το Σαββάτο, που δεν μπορεί εμένα, να σου ‘φερνα εσένα στο σπίτι να περιμένω να αυτό, γιατί καθυστερούσα και να λιώνει, οπότε φώναζα «Πάγος» και σου άφηνα τον πάγο απέξω και το Σαββάτο μόνο πληρωνόμουν.
Οπότε, έπιανε ο πάγος που σου άφηνα ένα τέταρτο, έπιανε 17, 5 δραχμές, ορισμένοι μου δίνανε και μία δραχμή. Ε, αυτή η δραχμή ήτανε δικό μου και θυμάμαι όλους όσοι μου δίνανε. Ένας μάλιστα, που ήτανε μεσίτης, αυτός πλήρωνε κάθε δύο βδομάδες, και ήταν 35, και έδινε 40 και έλεγε: «Το τάλιρο του κοπελιού». Και τον συγχωράω ακόμα, διότι όταν ήθελα να παντρευτώ και ήθελε να αγοράσω ένα σπίτι, αυτό, μου λέει: «Εγώ θα σου βρω και σπίτι και μαγαζί» και μου βρήκε το μαγαζί που είμαι τώρα, που έτυχε να 'ναι παλιό επάγγελμα και το σπίτι να ‘ναι του Κλόντιου, του 1600 και να γράφει απέξω «Διά της αρετής λαμπρύνεται ο οίκος, 1609». Που το εξοχικό του είναι Πολεμικό Μουσείο στο Χρωμοναστήρι τώρα. Και τον συγχωράω που με βοήθησε. Αυτά δεν μπορώ να τα ξεχάσω και τώρα όποιος θα 'ρχεται, θα του δώσω το μπουρμπουάρ «Πάρτε έναν καφέ, πάρε κι ένα γλυκό» το ‘χω έτσι, το... έθιμα.
Λεφτά, έμεινα εκεί μέχρι 23 χρονών στο αφεντικό μου. Κανταΐφι να βγάλεις ήταν πολύ δύσκολο, διότι έβγαινε, το τεψί δεν περιστρεφότανε και συ βαστούσες στο χέρι το αυτό, το σιτίλι και το γύριζες και έκανες. Κουβαλούσα την πυρήνα. Πήγαινα με τον ώμο... Κι έτσι, πουλούσαμε πάγο μέχρι το '55. Το '55 έτυχε το μαγαζί που νοίκιαζε, να τ' αγοράσει κάποιος, να το κάνει φαρμακείο και μας βγάλαν και κατεβήκαμε λίγο πιο κάτω, στην είσοδο που μπαίνεις για να πας στο τούρκικο σχολείο, που είναι τώρα και το Μουσείο, στο πρώτο γωνιακό, και δούλεψα και εκεί ενάμιση χρόνο. Λεφτά, εγώ στο τέλος έπαιρνα δυο-τρία κατοστάρικα τον μήνα, τα οποία τα έπαιρνε ο πατέρας μου. Εγώ δεν έπαιρνα, εφόσον δεν είχα πώς καταναλώσω. Στο πάνω μαγαζί που μέναμε τα εννιάμιση χρόνια, έκλεινε η πόρτα, στο πατάρι κοιμόταν το αφεντικό μου, εμείς απάνω, έκλεινε η πόρτα, δεν είχε να φύγεις έξω. Οπότε εξόδους, συναναστροφές και τέτοια δεν είχε. Είχε πολλή κούραση. Εγώ κανταΐφι -σου λέω- δεν έβγαινε τότε, δεν περιστρεφόταν στις αρχές, και μόνο την π[00:20:00]υρήνα που πήγαινα και κουβαλούσα. Να πλύνω πιάτα, να αλατίζω φιστίκια, τσουβάλια φιστίκια, τα χέρια μου είχανε σκάσει να τ' αλατίζω. Ήτανε πολλή δουλειά και πολλές φορές, στην αρχή, δεν άντεχα. Και ξέχασα να σου πω, όταν ήταν 40 μέρες περίπου που’ χα πάει, γυρίζοντας από το πανηγύρι στον Αϊ Γιάννη, που 'χα πάει μ' ένα άλλο πιο μεγάλο παιδί, που μ' ένα καρότσι πήγαμε και πουλούσαμε τα γλυκά, του λέω: «Εγώ θα φύγω, για θα ξαναπάω σχολείο, γιατί ήμουν έναν μήνα άρρωστος, με το αυτί μου, στην έκτη τάξη και δεν τα ‘μαθα καλά και θελα ξαναπάω» μόνο και μόνο για να φύγω. Αλλά όποτε και αν έκανα πως θα φύγω, με γυρίζανε πίσω, οπότε το πήρα απόφαση να μείνω εκεί. Αργότερα που άρχιζε να περιστρέφεται το τεψί, το άλλαξαν, να περιστρέφεται, είχαμε μεγαλώσει. Τα αγόρια ήτανε, ο μεγάλος του γιος τρία χρόνια μικρότερός μου, αλλά ήτανε σε ανάπτυξη πιο μεγάλος από μένα, αρχίξανε να βγάζω και εγώ κανταΐφι, να βγάζω φύλλο κι ο γιος του. Και έτσι περνούσανε τα χρόνια. Ποτές δεν σκέφτηκα -ας πούμε- για λεφτά.
Έφυγα για στρατιώτης τον Γενάρη του '57. Πέρασα καλά στον Στρατό. Έκανα τρειις μήνες στο Ηράκλειο. Πέρασα πολύ καλά, διότι όταν ορκιστήκαμε, το μόνο που μας ζήτησε ο επιλοχίας «Παιδιά, όταν γυρίσετε, να βαστάτε λίγα λουλούδια φυτώριο ή σπόρο». Εγώ, τα ζήτησα από τη μητέρα μου και μου ‘δωσε και φυντάνια λουλούδια και σπόρο, και τα πήγα. Το βράδυ που μπήκε ο επιλοχίας να πάρει αναφορά για ύπνο. Θυμάμαι τη φράση που κάνει «Γαϊδούρια, ένας μόνο βρέθηκε εντάξει και έφερε σπόρο. Του δίνω τον λόγο μου, μέχρι να φύγετε από εδώ, δεν πρόκειται να φυλάξει σκοπιά». Ήταν για εμένα πολύ καλό. Το κρεβάτι μου, λόγω ότι έμαθα εκεί πολλά πράγματα, έμαθα καθαριότητα, έμαθα με τη λάτζα, να ασβεστώνω, να φτιάχνω. Είχα κάνει γνωριμίες πολλές με τον κόσμο, αυτή ήταν η αμοιβή. Ήτανε πάντα το καλύτερο κρεβάτι μου στον Στρατό. Φεύγοντας από το Ηράκλειο, μετά τρεις μήνες, πήγαμε στο Κιλκίς. Σε μια Σχολή πολύ δύσκολη, για υπαξιωματικός. Όλοι όταν πηγαίναμε, μας λέγανε: «Πού πάτε;» «Πάμε στο Καμπάνι». «Ωω! Κατάρα από τη μάνα σας». Ήτανε αυστηρό, αλλά εγώ πέρασα καλά εκεί. Βγήκα λοχίας, με καλό βαθμό, από τα εννιά που πήγαμε στη... όταν πήγαμε στο Τάγμα απάνω, στο 613 στη Δοϊράνη. Από τους εννιά που πήγαμε λοχίους, ήμουν δεύτερος με 820 είχε ο πρώτος και 810 μόρια είχα εγώ. Και άλλο αυτό. Επεράσαμε εκεί πέρα καλά, μέναμε σε σκηνές, κάναμε ασκήσεις, γνώρισα πολλά μέρη, μετά φτιάξαμε κτίρια και μπήκαμε, αλλά λίγες μέρες, γιατί που προλάβαμε και μπήκαμε, πήρα έναν μήνα άδεια, όλοι οι άλλοι που ήτανε τυφεκιοφόροι, πήρανε τον Δεκέμβρη μετάθεση για το Σουφλί, και λέω σ' έναν λοχαγό που ήτανε από εδώ, Κρητικός, «Ρε κορόιδο, ξέρεις πού πάνε; Στο Σουφλί πάνε. Εσύ θα πας σε Πολιτεία, σε Κέντρο Νεοσυλλέκτων. Θα πάρεις τώρα την άδειά σου να πας στην πατρίδα κάτω». Οπότε ήρθα έναν μήνα τις γιορτές εδώ πέρα, πήγα και δούλεψα στο αφεντικό. Και τότε τ' αφεντικό, άμα δούλεψα, έφυγε και πήγαινε, κι ο γιος του, στο Ηράκλειο, να βγάζουνε απ' το Ηράκλειο φύλλο για κανταΐφι, γιατί το Ρέθυμνο δεν σήκωνε πολύ, με το να πάνε εκεί δεν είχε δουλειά στους λουκουμάδες, και πήγανε. Και ήταν κενό το Ρέθυμνο. Γυρίζοντας, με στείλανε σε ένα φυλάκιο. Να πάω σε φυλάκιο. Και είναι αυτό το φυλάκιο στη Δοϊράνη, έξω, εκεί που είναι τα Σκόπια, τώρα, εκεί απέναντι. Πέρασα πολύ καλά εκεί πέρα. Πολύ εντάξει, μέχρι 25 Μαρτίου. 25 Μαρτίου μου ήρθε η μετάθεση να πάω στην Τρ[00:25:00]ίπολη. Στην Τρίπολη, ήμουν τυχερός πάλι εκεί, γιατί όλοι ήμαστονε εφτά Κρητικοί, υπαξιωματικοί, ίδια ειδικότητα, και μας βάλανε στη σειρά και λέει: «Εσύ είσαι στον πρώτο λόχο, εσύ στο δεύτερο, εσύ στον τρίτο, εσύ στον πέμπτο» εγώ έτυχε να πάω στον έβδομο. Έτυχε να έχουμε έναν πολύ καλό λοχαγό και όταν πήγαμε, με έβαλε θαλαμάρχη στην πρώτη διμοιρία. Εκεί είδα κάτω τ' ασβεστώματα και δεν μ' αρέσανε. Και έβαλα τους στρατιώτες και τα ξύσανε και τα καθαρίσανε, τα φτιάξανε. Φτιάξανε τα κρεβάτια τους, τους έδειξα πώς να τα φτιάχνουνε, πώς αυτό, όλα. Και καμιά φορά, αν δεν είχε κανείς καλό το κρεβάτι, το μεσημέρι που γύριζα, του το χαλούσα, και έκανε ο λοχαγός «Άφησε πάλι ο Χατζηπαράσχος τα παραθύρια ανοιχτά και σας χάλασε ο αέρας τα κρεβάτια». Αλλά δεν τιμωρούσα. Αλλά βγήκαμε πρώτοι και μετά όταν φεύγανε, φύγανε η σειρά αυτή τον Ιούλιο και ήθελε να πάρει άλλη σειρά, και ντυνόντανε απάνω και στον κάτω θάλαμο μαζευόνταν όλοι, δεν μιλούσα εγώ, οι στρατιώτες μου, λέγαν: «Συμμορφωθείτε με το περιβάλλον του θαλάμου μας». Έτυχε να έχει πει μια φορά, θα κάνει επιθεώρηση κάποιος διοικητής στις λόχους και να τις καθαρίσουμε. Και έτυχε να είμαι εγώ, της υπηρεσίας εκείνη την εβδομάδα, τα καθαρίσανε, τα φτιάξανε όλα. Το απόγευμα που έφυγε, πήγε ο διοικητής, ο λοχαγός μου στο διοικητήριο, που ήταν όλοι, λέει: «Πέρασα απ' όλους τις λόχους και είδα, αλλά στον έβδομο τι ήταν αυτά; Χαλιά είχανε στρωμένα; Τι ήταν αυτά;» τις σκάλες, όλα. Ήθελε μεγαλύτερη χαρά ο λοχαγός; Είπανε κάποτε να βγούνε με περιφερειακό. Απόγευμα, και οι 12 λόχοι. Και μας έδειξε εκεί στον λοχαγό όλοι οι λόχοι που ήμασταν, πώς θα γίνει το περιφερειακό. Η κουβέρτα και αυτό. Λέω: «Εγώ έχω μία αντίθετη γνώμη, καλύτερη». «Όχι, εμείς δεν μπορούμε». Λέω: «Κύριε λοχαγέ, εγώ αναλαμβάνω μέχρι το απόγευμα, να τους τα 'χω φτιάξει όλους, να τους δείξω να τα φτιάξουνε». Τα φτιάξανε όπως τους είπα και βγήκανε και μετά τι έγινε; Κάτω όταν διαλύσανε και μαζευτήκανε οι τέσσερις ταγματαρχαίοι και οι λοχαγοί οι άλλοι… λένε: «Μα πώς ήταν λέει οι καλύτεροι; Λέει ήταν άδειοι οι γυλεοί τους». Φωνάζει ο λοχαγός έναν νεοσύλλεκτο «Πες του Χατζηπαράσχου του λοχία, να φέρει τον γυλεό του». Και παίρνω τον γυλεό μου και τον πάω εκεί στην πλατεία, στη σημαία, και τον ανοίγω, φουλ ο γυλεός. Θαμπωθήκανε. Όταν πέρασε η αυτή ν' απολυθούμε, 22 Σεπτεμβρίου, το πρωί όπως ήτανε όλοι οι λόχοι, 12 λόχοι νεοσύλλεκτοι, σταματήσανε οι 12 λοχαγοί, οι ταγματαρχαίοι, εμείς που ήθελε ν' απολυθούμε, όσοι στρατιώτες ήταν να απολυθούμε, κάναμε έτσι σαν παρέλαση, και ένα-ένα φώναζε το όνομα και πήγαινε κι έπαιρνε το απολυτήριο και αυτό. Και χαιρετούσαμε. Την ώρα που χαιρετούσα τον λοχαγό μου, μου λέει: «Πριν φύγεις, θέλω να σε δω». Οπότε πήγαμε στο Διοικητήριο, μας μίλησε ο διοικητής για τα καλύτερα λόγια που θ' απολυθούμε, πώς να φερνόμαστε, μετά πήγα έξω, εκεί που κάναν τις ασκήσεις εκεί κοντά, και ν'αποχαιρετήξω τον λοχαγό μου. Αυτά που μου είπε ήτανε «Ευχαριστώ για τη συνεργασία έξι μήνες που κάναμε, εύχομαι και το πιστεύω ότι θα προοδέψεις στον πολιτικό σου βίο». Αυτό για μένα ήτανε μία αμοιβή μεγάλη. Ο επιλοχίας τα ίδια, και έφυγα ευτυχισμένος.
Γυρίζοντας στην Αθήνα, πήγα στη θείας μου, στα Πατήσια κι έμενα και σκόπευα να βρω κάποιο τεψί μεταχειρισμένο, για ν' ανοίξω. Κατεβαίνοντας, όπου έβριχνα φύλλο για κανταΐφι, έμπαινα και ρωτούσα, να βρω, και μια μέρα που κατέβηκα στην Πατησίων, δουλεύαν εκεί σε κάποιας χήρας, δύο εργάτες και μου λέει, είδαν στρατιωτικά όπως είμαι και τους είπα την ιστορία «Είσαι πολύ τυχερός. Είναι στην πλατεία Βάθης, Αχαρνών και Λιοσίων γωνία κάποιος Αγραφιώτης και έχει ένα τεψί, το καλύτερο των Αθηνών. Έξι μήνες το δουλέψαμε, αλλά το αφεντικό δεν ήξερε να το δουλεύει και το κανταΐφι δεν έφτανε να μας πληρώνει. Και το σταμάτησε και παίρνει τώρα έτοιμο. Πήγαινε να τονε βρεις». Ρωτώντας εγώ τ[00:30:00]ο βρήκα και μου λέει: «Παιδί μου, αυτό είναι. Φέρε μου τότε- το '58 βέβαια, είχανε αξία- τέσσερα χιλιάρικα να το πάρεις». Ωραία, εγώ θα πάω, πού θα βρω τα λεφτά; Στον Στρατό εγώ δεν κάπνιζα, το μόνο που ήταν ότι δεν κάπνιζα, δεν μ' άρεσε το τσιγάρο. Και δεν κάπνιζα. Και έπαιρνα στην αρχή που πήγαινα στον στρατιώτη λίγα λεφτά, που μου στέλνανε, δεν είχαν οι γονείς μου. Έπαιρνα 52 δραχμές, μετά σαν δεκανέας 70, σαν λοχίας 90. Τρεις δραχμές τη μέρα, οπότε αφού δεν κάπνιζα, πού θελα τα φάω; Κανά σινεμά, κανά γλυκό. Πηγαίνοντας στην Τρίπολη, είχα αφήσει στα Πατήσια, στη θεία μου 700 δραχμές, να μου τις κρατάει και όταν απολύθηκα, τσι πήρα και πήγα και αγόρασα ένα σακάκι, ένα παντελόνι από την Αθήνα, να μπορώ να αυτό, τις οικονομίες που δεν έχω και έκανα κουμάντο το χρήμα μου. Κατεβαίνοντας, λέω τον μπαμπά μου, βρήκα, γιατί μου είχανε γράψει, αφού είχε το αφεντικό μου πίσω, ο αδερφός του, που είχε την αδερφή μου, δούλευε σε καροποιείο, που φτιάχνουνε κάρα, αλλά είχανε κλείσει, είχανε διαλύσει τότε και δεν είχε δουλειά και ερχόταν και ήξερε από τούτη τη δουλειά, ερχότανε στο μαγαζί και δούλευε, και λέει: «Αφού ο αδερφός μου λείπει, ν' ανοίξομε εμείς στο Ρέθυμνο». Και μ' είχε πάρει στον Στρατό τηλέφωνο και μου 'χε γράψει και η αδερφή μου «Κοίταξε να βρεις ένα τεψί, να έρθεις ν' ανοίξομε στο Ρέθυμνο, να βγάζομε φύλλο για κανταΐφι, τώρα που λείπει ο αδερφός του». Κατεβαίνω, λέω στον μπαμπά μου αυτό. Ο μπαμπάς μου όμως, τα λίγα λεφτά που έπαιρνε, τα δικά μου, έστω 300, 300, τα φύλαγε. Χωρίς να του έχω πει εγώ τίποτα. Και μου δίνει τα τέσσερα χιλιάρικα και πήγα και πήρα το τεψί. Μου λέει: «Χαλάλι σου, να ‘σουν πιο μπροστά, να σου δώσω. Το μόνο που θέλω, να το κρατάς καθαρό». Τώρα έκλεισε τούτες τις μέρες… άρχιξα κανταΐφι να βγάζω το '58, 26 με 27 του Οκτώβρη να βγάζω το πρώτο κανταΐφι, και το κρατάω, είναι 62 χρόνια και το κρατάω ολοκάθαρο και κρατάω και το τραπεζάκι του, για να τον θυμάμαι. Έχω τέτοια -ας πούμε- αυτή. Λεφτά δεν υπήρχανε. Μου πήρε αυτά, ήθελε να πουλήσει ο μπαμπάς μου ύστερα κάτι ελιές, αυτές οι ελιές που πηγαίναμε και βλέπαμε όλο το Ρέθυμνο, αλλά δεν… αυτός που θελε τσι πάρει «Ας σου δώσω τώρα λίγα, αυτό». Και ήταν κάποιος στο χωριό μας, ο πιο φτωχός, ο πιο φτωχός και ο πιο πονεμένος, μπορώ να πω. Είχε αγόρια, και το πρώτο του αγόρι, έτυχε τότε που ήρθαν οι Γερμανοί, όπως γύριζαν από το χωράφι, να το κεντρώσει κάποια σφήκα στα χείλη και μέχρι να φέρουν γιατρό, πέθανε. Αργότερα, αυτός ο φτωχός, που είχε ένα καροτσάκι και μια γαϊδούρα και κουβαλούσε μεταφορές από το Άδελε και λίγο λάδι, λίγο αυτό, λέει του μπαμπά μου «Πες του παιδιού σου, να είναι στην γωνία του κήπου κι εγώ θα πάω να του δώσω ενάμιση χιλιάρικο, να πάρει αλεύρι, να πάρει ό,τι θέλει και όποτε θα 'χει, θα μου τα δώσει». Αυτός άνοιξε, ύστερα κάτω, έκανε κι άλλα παιδιά, αγόρια κι έτυχε πριν το Ρίθυμνα, να χτίσει ένα σπιτάκι, και ν' ανοίξει δρόμο, να πουλάει άμμο. Λοιπόν, πιστεύω στη Θεία Τύχη. Ότι τυχερό να βρω το τεψί, τυχερό αυτός ο άθρωπος, να μου δώσει αυτό το ενάμιση χιλιάρικο, να μην πάρω αυτό. Ανοίξαμε. Δουλειά δεν είχε, γιατί τότε πολύ... Κάτι λίγα πράγματα. Δεν αυτό. Έτυχε από τα Χανιά, κάποιος Γαλάνης, να έχει αντιπροσωπεία στο Ρέθυμνο εδώ πέρα κάποιος, στον κήπο απέναντι, που έχει καφενείο, να έχει την αντιπροσωπεία τα γιαούρτια, το γάλα, τα παγωτά. Οπότε, τον Οκτώβριο μόλις σταματούσαν τα παγωτά, βγάζαν από το ποδήλατο το ψυγείο και βάζανε μία βιτρινούλα, όπως οι κουλουράδες, και πουλούσανε γλυκά, κανταΐφι, τριγωνάκια, σάμαλι. Λοιπόν, αυτός ο Ρεθυμνιώτης, είτε με λυπήθηκε και έρχεται και μου λέει: «Θέλω δύο οκάδες-ήταν τότε- δύο οκάδες φύλλο και μια οκά κανταΐφι. Αλλά το θέλω το φύλλο 20 πόντους φάρδος και 50 μάκρος. Θα κάνω μία δοκιμή και αν πετύχει, σώθη[00:35:00]κες!» Δεν μου 'πε τι το θέλει, γι' αυτό. Κι έρχεται μια μέρα και μου λέει: «Σήκω και δούλευε για τα Χανιά. Το φύλλο σου το ‘στειλα στα Χανιά, στον Όλυμπο. Ό,τι βγάζεις, θα το στέλνεις εκεί». Αλεύρι δεν μου δίνανε, γιατί το αφεντικό μου έτυχε να χρωστάει και δεν μου δίνανε, παρά μόνο ό,τι θελα να πληρώνω. Πάω στον έμπορα που έπαιρνε, στον κύριο Βαλαράκη και του λέω: «Κύριε Λευτέρη, θα στέλνω φύλλο στα Χανιά, θα μου δίνεις τ' αλεύρι και μόλις μου το πληρώνουνε θα σε πληρώνω;» Μου λέει: «Πού θα το στέλνεις;» Λέω: «Στον Όλυμπο». Κι αργότερα μου εξήγησε γιατί μου 'δινε. Όλυμπος, Γαλάνης. Γαλάνης ίσον Τράπεζα Ελλάδος. Δεν πρόκειται να σου βάλει φέσι, να μου το βάλεις εμένα. Λοιπόν, το πιστεύω στη Θεία Τύχη. Αλλά ήτανε δύο μήνες αυτή η υπόθεση; Γενάρη, Φλεβάρη, Μάρτη, που δεν ήταν και από την αρχή, ήταν, είχενε αλλάξει ο χρόνος και σταμάτησε και έπρεπε να περιμένω πάλι τον Οκτώβρη. Δουλειά δεν είχε. Να μου λένε, πάνω ο Κανακάκης «Γιωργάκι, φύλλο έχεις;» «Δεν έχω, δεν έχω να πάρω αλεύρι». Να μου δώσουνε ένα κατοστάρικο, να μου δώσουν αυτό, να συμπληρώσω, να πάω να πάρω αλεύρι. Ο γαμπρός μου πήγε και δούλευε στου Αραμπατζόγλου στις οικοδομές, γιατί δεν μπορούσαμε να ζήσουμε από εκεί πέρα, αφού δεν πουλούσα κι εγώ, να βγάζω λίγο φύλλο, λίγο κανταΐφι, να το πηγαίνω, ποδήλατο δεν ήξερα, γιατί ήμουν [Δ.Α.: 00:36:44] και δεν ήξερα ποδήλατο, αργότερα έμαθα. Ήρθε ο Οκτώβριος, που θέλανε να ξεκινήσουμε και ήθελα να πάω- 20, θυμάμαι αξέχαστα, 20 του Οκτώβρη-που ήθελα να πάω να τους γνωρίσω τους ανθρώπους, που έστελνα το φύλλο, να μιλήσουμε. Δεν είχα τα εισιτήρια του λεωφορείου να πάω. Και πήγα από έναν φίλο μου, τον συγχωρεμένο τον Γιάννη τον Σιμιτζή, που 'χε τους ξηρούς καρπούς, ήμασταν πολύ φίλοι και μου ‘δωσε ένα κατοστάρικο και πήγα στα Χανιά. Τους γνώρισα τους συνεργάτες αυτούς που έχει, γιατί ο Γαλάνης είχε συνεργάτες, είχε πολλά πόστα, κι είχε συνεργάτες που ήταν για αυτό το πόστο. Ήταν στη αγορά, εκεί που είναι η αγορά, εκεί ήτανε. Οι ανθρώποι είτε με λυπηθήκανε είτε μ' αυτό, μου λένε: «Τώρα που θα φύγεις» -είχανε δύο αυτοκίνητα και κουβαλούσανε αλεύρια, δύο αδέρφια, ένα volvo, ένα mercedes, κουβαλούσανε, Ηράκλειο που τα πηγαίνανε και πηγαινοερχόντουσαν και σταματούσανε μετά να φάνε στου Αποστόλη και να πάρουνε ύστερα τα κιβώτια, ό,τι είναι. «Οπότε, να φύγεις με το αυτοκίνητο το δικό μας» και γύρισα. Άρχισα και δούλευα, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, ξεκίνησα, τουρισμό δεν είχε τότε. Και τα βοηθούσαμε, η αδερφή μου, ερχόταν πολλές φορές και η μαμά μου, οικογενειακά. Ήτανε σπίτι και μαγαζί, με είχανε οι Αραμπατζόγληδες νοικιάσει, εδώ πέρα που είναι στην πλατεία τώρα ένα αυτό, με φθηνό νοίκι και μπορούσα και τα ‘βγαζα πέρα και κράτησα.
Μετά από… μου λέγανε να παντρευτώ, πολλές φορές, ο πατέρας μου «Μα γιατί δεν παντρεύεσαι;» Εφόσον δεν είχε δουλειά, δεν ήθελα να... δεν μπορούσα να ζήσω εγώ, πώς θελα μπλέξω; Λέω, αν δεν αντέξω και κλείσω, θα πάω στην Αθήνα, θα βρω, ήταν κι ένας Ρεθυμνιώτης, είχε ανοίξει, που γνωριστήκαμε εδώ και είχαμε δουλέψει και είχε ανοίξει στην Αθήνα, θα πάω να δουλέψω εκεί και δεν έφυγα. Μετά που άρχισε και γινόταν κάποια κίνηση, το '64, μου προξενέψανε, ο πατέρας μου, όλο μου ‘λεγε να παντρευτώ κάποια, και μου λέει η μαμά μου «Παιδί μου, πάρε μια να μην την ξέρεις, στην τύχη». Και την άκουγα την μαμά μου, γιατί ήξερα πως ήταν πονεμένη και μ' αγαπούσε. Λοιπόν, μου προξενεύουνε κάποια και πήγαμε να συναντηθούμε στο μαγαζί του Σιμιτζή, στους ξηρούς καρπούς. Οπότε πήγα από εκεί πέρα να πω πως θα ψωνίσω και σε λίγο έρχεται ο πεθερός μου με την κόρη του, την άλλη κόρη του την είχε πάρει ένας γνωστός και συγγενής μου από την Αγία Παρασκευή, ο Συριανόγλου, που έτρεχε στα Αρκάδεια, ο Αρκάδιος δρόμος. Αυτός με ήξερε, γιατί πηγαίναμε σχολειό μαζί, το ‘να τ' άλλο «Γεια σου Γιώργο, τι κάνεις;» Λέω: «Καλά, το ‘να τ' άλλο» και με την αιτία αυτή, να με δει η κοπελιά και να τη δω[00:40:00]. Ούτε να κάτσουμε να συζητήσουμε ούτε τίποτα. Συζητήσαμε έτσι λίγο, το ‘να τ' άλλο, πήρα εγώ πως ψώνισα κι έφυγα. Έρχεται ο προξενητής και λέει: «Ελάτε, δέχονται». Πήγαμε, δεν ήταν η κοπελιά μπροστά και πήγαμε δίπλα στο μαγειρείο, πάλι στου Σιμιτζή απάνω, και κάτσαμε και λέει: «Της δίνω 70 ρίζες ελιές και 25.000 έπιπλα». Λέω: «Ελιές έχω- μερικές να βγάλουμε-Εγώ θέλω κάτι να πάρω να πάρω, να μην πληρώνω νοίκι. Ό,τι διαθέσεις, τα διαθέτεις για την κόρη σου» «Ε, 50 χιλιάδες τότε μπορώ να διαθέσω, έχω 40, θα τις μαζέψω». Λέω: «Θα βάλω κι εγώ να βρούμε κάποιο σπίτι να πάμε». Του λέω του πεθερού μου «Η δουλειά μου είναι πολύ δύσκολη, κάτι γιορτές και κάτι τέτοια, εμείς ξενυχτάμε, δουλεύουμε, δεν γυρίζουμε. Αν καταλαβαίνεις ότι η κόρη σου θα αντέξει, να γίνει. Ούτε με ξέρει ούτε την ξέρω». «Όχι -μου λέει- θα σε βοηθάει κιόλας». Τότε λέω: «Περιμένετε». Να ‘ρθω στο εργαστήριο, ήταν εδώ κοντά το εργαστήριο, να πάρω λεφτά. Στον δρόμο τη συνάντησα και δεν τη γνώρισα. Που πήγαινε εκεί που είναι ο μπαμπάς της, την είχανε ειδοποιήσει να πάει. Της παίρνω και πάμε κατευθείαν στου Περπυράκη από εκεί. Της λέω διάλεξε ένα δαχτυλίδι, το βάζω. Της πάω απ' το εργαστήριο, που ήταν και ο πατέρας μου και η μητέρα μου, λέω: «Αυτή είναι η νύφη σας». Ήταν Τετάρτη, τη Δευτέρα θα ‘ρθετε να ψωνίσομε και τέλος Ιουνίου, τότε που κλείναν τα σχολεία, γιατί πήγαιναν τ' ανίψια μου, θα κάνουμε την αρραβώνιαση. Και τον έκοψε ύστερα ολονών. Λέγανε, πήγε η αδερφή μου στο χωριό «Πού; Για 70 χιλιάρικα; Για 50 χιλιάρικα;» Κι έρχεται «Να τους πάρεις τηλέφωνο να μην έρθουνε». Λέω: «Γιατί; Εγώ έδωσα τον λόγο μου. Τέρμα. Καλή κακή η μαμά μου, μου είπε να πάρω μία να μην την ξέρω, να την πάρω στην τύχη». Και τους έκοψα ολονών τον αέρα και ήμουν τυχερός, γιατί η γυναίκα μου βγήκε πολύ καλή. Μπορεί να μην αγαπιόμαστε, αλλά βλέπω αυτούς που αγαπιούνται τώρα και μόλις παντρευτούνε, χωρίζουνε. Εμείς ζήσαμε τόσα χρόνια.
Δουλέψαμε εδώ με την αδερφή μου, μέχρι να πάρει, να συμπληρώσει ο άντρας της, που είχε από το καροποιείο, να πάρει την σύνταξη, 20 χρόνια-πόσα αυτό- και μετά που αποστρατεύτηκε το '78, το '79, που είχανε μεγαλώσει και λίγο τα παιδιά μου, κατεβήκαμε εδώ πέρα. Πιστεύω στ' Αγίους, γι' αυτό βλέπεις και τις έχω εκεί τους Αγίους, διότι όταν πήγα μια φορά, στο Μετόχι, στον Άγιο Ονούφριο, που είπε η συμπεθέρα μου, η Χαλβατζή «Πρώτη φορά είσαι;» «Ναι» «Ζήτηξε μια χάρη» εγώ από μέσα μου είπα: «Του χρόνου να έχω έναν γιο». Η γυναίκα μου έκανε την ίδια, αλλά να το βαφτίσει κιόλας. Είναι 12 Ιουνίου, 12 Μαρτίου εγεννήθηκε ο Παρασκευάς. Σε εννιά μήνες ακριβώς. Στον χρόνο απάνω, πήραμε κολυμπήθρα από τις Τέσσερις Μάρτυρες και δεν πήγαινε αυτοκίνητο μέχρι πάνω, και πήγαμε και κάναμε την βάφτιση στον Άγιο Ονούφριο. Αργότερα, πήγαμε σ' έναν γάμο στον Θρόνο. Και ο γάμος ήταν σε μια ιστορική εκκλησία. Εγώ δεν έκανα, η γυναίκα μου έτσι «Άγιέ μου- λέει- να ‘χω μια κόρη, του χρόνου να ‘ρθω να τη βαφτίσω εδώ». Στον χρόνο πάνω πήγαμε και τη βαφτίσαμε, ο Αραμπατζόγλου ο Κώστας πήγε και τη βάφτισε εκεί πέρα. Όταν έγραφε Πανελλήνιες ο γιος μου, πήγαινα, μεγάλη η χάρη του, στον Άγιο Αντώνιο, στην Μητρόπολη και άναβα κερί. Τη μέρα που γράφανε Μαθηματικά, έβγαζα κανταΐφι και το 'χα ξεχάσει. Μια στιγμή, το μεσημεράκι, λέω: «Δεν πήγα ν' ανάψω κερί». Κλείνω το κανταΐφι, καβαλικεύω το ποδήλατο και πάω κι ανάβω ένα κερί. Μετά που γράψανε κι αυτό, βλέπω και τρέχανε ο γιος μου με έναν άλλο, χαρούμενος, ο φίλος του όλο νεύρα. Λέει: «Μπαμπά, τα ‘χα μπερδέψει και σε μια στιγμή, μου ‘ρθε μια φώτιση» και έγραψε πρώτος, άμα βγήκανε τ' αποτελέσματα και αυτό, έτρεχε, η κόρη μου «Ο Παρασκευάς μας πρώτος έγραψε» και πίστευα. Ήτανε το '75, πουλούσε μια ξαδέρφη μου κάτι ελιές και ήθελε να τις πάρω. Η μαμά μου «Πάρ' τες παιδί μου, γιατί ήταν δικές μου και μου τις πήρανε και τις δώσανε στον αδε[00:45:00]ρφό μου» αλλά εγώ είχα 100 χιλιάρικα και κάνανε 170. Πάω στην Τράπεζα και βρίσκω τον κύριο Μανουσάκη, να πάρω τα 100, λέω: «Θα μου δώσετε και 70 δάνειο;» Μου λέει: «Τώρα λείπει ο Διευθυντής έλα αύριο, είναι ο κύριος Σουφαλιδάκης, γείτονάς σου, θα σου δώσει». Φεύγοντας εγώ, πλήρωσα τα συμβόλαια, κατεβαίνω μεγάλη η χάρη του, στον Άγιο Νεκτάριο, με το ποδήλατο, λέω: «Άγιε Νεκτάριε, βοήθησέ με». Το πρωί πριν πάω στην Τράπεζα, χτυπάει το τηλέφωνο «50 χιλιάδες στο Εθνικό Λαχείο». Πάω παίρνω από τον Χατζηδάκη το λαχείο και πάω στην Τράπεζα, λέω: «Δεν θέλω το δάνειο. Ο Θεός μου έστειλε αυτά, θα μου στείλει και τ' άλλο». Δεν είχε συνεχόμενα. Πάω από του Ανυφαντάκη τον Νίκο, που είμαστε και φίλοι και παίρνω ένα. Την άλλη μέρα μου λέει: «Παίρνεις τα λεφτά σου πίσω». Λέω «Κράτησέ μου μία δεκάδα από τα καινούργια». Με την πρώτη κλήρωση, με παίρνει τηλέφωνο «20 χιλιάδες». Τα πάω, κάνουν τον σταυρό τους. Λέει: «Μα, 70 μας εγείρεψες κι έρχεσαι την άλλη μέρα και λες ‘δεν τα θέλω, 50 και ο Θεός θα μου στείλει και τ' άλλα’ κι έρχεσαι με το άλλο και πήρες και τ' άλλα 20». Μου λέει ένας ξάδερφός μου, που μου πουλήσανε τσ' ελιές «Άμε να πάρεις το Λαϊκό, τον λήγοντα 8». Δεν μου ‘πε νούμερο, μόνο το 8. Περνάω από του Λιάτσου, έκανε η τετράδα 20 δραχμές, αλλά εγώ βαστούσα 10 και παίρνω τη μισή. Γίνεται κλήρωση, πέφτω στα 5 χιλιάρικα, παίρνω 2,5. Μέσα σε δυο μήνες, έναν μήνα δυο μήνες, τρία λαχεία και όποτε πάω στον Άγιο Νεκτάριο, πάω να προσκυνάω την εικόνα του. Οπότε πιστεύω στη Θεία Τύχη.
Και ο Θεός να με βοηθάει, όταν έτυχε το 2007 να με βραβεύσει ο Δήμος και ο Μαρινάκης και η Πέπη η Μπιρλιράκη στον κήπο τον Σεπτέμβρη, 27 Σεπτεμβρίου, που γίνεται για τον τουρισμό και με καλέσαν επάνω για να με βραβεύσουνε και μου δώσανε το βραβείο του καλού επαγγελματία, για στήριξη, ανάδειξη και προώθηση στον τουρισμό. Έκλαψα και εξήγησα αργότερα στην Πέπη γιατί έκλαψα, και λέω: «Ευχαριστώ τον Δήμο Ρεθύμνης για την αναγνώριση, ευχαριστώ τους Ρεθυμνιώτες για τη στήριξη που μου κάνανε, ευχαριστώ τα μέσα ενημέρωσης, τους ξεναγούς και τελευταία, ευχαριστώ τη σύζυγό μου, που στάθηκε δίπλα μου». Έκλαψε ο Δήμαρχος. Και μετά της Πέπης, της λέω: «Πέπη ξέρεις γιατί; Γιατί ο παππούς σου είχε πει: «Αυτό το παιδί θα προοδεύσει κάποτε». Μπορεί να γύριζα ξυπόλητο, μπορεί να γύριζα αυτό, αλλά άφησα ένα όνομα αργότερα, και σιγά-σιγά αρχίσαν τα κανάλια, αρχίσαν αυτά να με αναγνωρίζουνε. Αυτή ήταν η αμοιβή μου. Δεν ζήλεψα, χρήμα. Ήθελα να βοηθήσω τα παιδιά μου.
Κατάφερα, μετά από πολλά χρόνια, που είχα στερηθεί εδώ, δεν μπορούσα να πάω πουθενά, να κάνω το πρώτο ταξίδι το '95 με το καινούργιο καράβι, το «Πρέβελη» που ήτανε πρώτο ταξίδι να πάει Σμύρνη κι επήγαμε, αλλά για κακή μας τύχη, ήτανε πλημμύρα η Σμύρνη, δεν μπορούσες να βγεις από το αυτό, τόσα νερά, δεν μπορούσα να το ευχαριστηθώ καλά. Πήγαμε Πάτμο, Ρόδο, Κύπρο και δυο μέρες στους Αγίους Τόπους και κατάφερα να πάω και στους Αγίους Τόπους, εκεί πέρα. Και έκανα μετά ένα δεύτερο ταξίδι με κάποιο ξενοδοχείο, το «Όριον» και πήγαμε εφτά μέρες στη Βιέννη, μετά απ' τη Βιέννη, πήγα οχτώ μέρες Τυνησία, τον γύρο της Τυνησίας, με καμήλες και αυτά. Δεν είχα στερηθεί, μόνο που τα άκουγα. Μετά από την Τυνησία πήγαμε στην Ουγγαρία, με τον Σύλλογο των Μικρασιατών, στην Βουδαπέστη εκεί. Μετά από εκεί 15 μέρες Σιγκαπούρη, Πουκέτ, Μπαγκόγκ, Γέφυρα ποταμού του Κβάι και τα ένιωσα και τα ευχαριστήθηκα. Μετά οκτώ μέρες, τον γύρο στο Κάιρο, τον Νείλο. Από εκεί, δύο χρόνια, στην Ισπανία, μια χρονιά Μαδρίτη, Σεβίλη, Γρανάδα, την άλλη χρονιά με τον Ρίθυμνα, Βαρκελώνη. Έβριχνα με ξενοδοχεία με αυτά, και με παίρνανε με οικονομικά εισιτήρια και πήγαινα. Την άλλη φορά, πάλι με το «[00:50:00]Θεάρτεμις» το ξενοδοχείο, πήγαμε Μιλάνο, όλον τον γύρο της Ελβετίας. Και εκεί έτυχε κάποια Ελβετίδα, που την είχαμε γνωρίσει εδώ και την παίρνω τηλέφωνο, γιατί είχε έρθει στον γάμο τις κόρης μου για δυο μέρες. Και άμα πήγα, την παίρνω τηλέφωνο, μου λέει: «Πού είσαι; Στο Ρέθυμνο;» Λέω: «Εδώ στο ξενοδοχείο» «Έρχομαι αμέσως» και γνώρισα. Μετά από εκεί, με άλλο ξενοδοχείο στο Μαρόκο, και γνώρισα -ας πούμε- αυτά. Μετά από το Μαρόκο, στην Κωνσταντινούπολη και γνώρισα την Κωνσταντινούπολη, μετά την Ιταλία και έτυχε, μπήκε τότε και ο μεγάλος ο εγγονός, που είχε μάθει τη δουλειά τέλεια τότε εδώ, να του ‘χω πει: «Μόλις μπεις στο Πανεπιστήμιο, θα σε πάρω ταξίδι» και του ‘τυχε η Ιταλία και ήρθε και η μαμά του και περάσαμε ωραία. Μετά την Ιταλία, το ‘12, το ‘13 πήγαμε οκτώ μέρες Πράγα, πολύ ωραία. Την άλλη χρονιά, οκτώ μέρες Παρίσι, μετά πήγαμε με τον Σύλλογο Μικρασιατών, καλοκαίρι και την κόρη μου και είδα τα μέρη που ήταν οι γονείς μου καλά. Και τελευταίο, που πήρε το μεταπτυχιακό του από το Μάντσεστερ, στον εγγονό μου και μας πήγε στο Λονδίνο. Ε, αυτά είναι εμένα η ικανοποίηση, το χρήμα δεν με... αυτό. Και να βλέπω τα παιδιά μου να ‘ναι ευτυχισμένα.
Ευχαριστούμε πολύ, κύριε Γιώργο.
Αυτή είναι η ιστορία μου.
Να είστε καλά, ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Είναι να πετύχεις. Ο γάμος, μου φαίνεται, παίζει το κυριότερο αυτό. Όταν έχεις σύντροφο και τα βρίχνετε, θα το βρεις και από τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου και τ' αυτά. Αυτό που με ευχαριστεί είναι ότι ενώ εγώ δεν κάπνιζα, του Δημοτικού συμμαθηταί μου, δυο συμμαθητές, έναν χρόνο μεγαλύτεροι από μένα τους βαστούσα, μου γυρεύανε και τους βαστούσα καπνό που είχε ο πατέρας μου, που φυτεύαμε τότε, και καπνίζανε κανείς δεν ζει από αυτούς τους δυο. Εγώ δεν έμαθα να καπνίζω, δεν μάθαν τα παιδιά μου, ούτε τ' εγγόνια μου μέχρι τώρα, ούτε ο γαμπρός μου, κανείς, να καπνίζει. Μου δίνει και αυτό μία ευχαρίστηση. Κι εύχομαι όλα να πάνε καλά. Να είμαι τυχερός μέχρι τέλους, να τα χαίρομαι.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ, κύριε Γιώργο.