Η ζωή και η καθημερινότητα στο Φωτολίβος Δράμας τον 20ο αιώνα.
Segment 1
Οικογένεια, καταγωγή και μετακινήσεις
00:00:00 - 00:06:06
Partial Transcript
Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας; Πολύ ευχαρίστως, Ευθυμία Γκότση- Νεραντζίδου. Είναι Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020 είμαι με την κυρία …ην Ελλάδα. Όχι, όχι, όχι! Δεν γνωρίζετε, πάρα πολύ ωραία. Μάλιστα, 2 αδέρφια που αντικριστά. Πήραν οικόπεδα αντικριστά. Ο μπαμπάς μου...
Lead to transcriptSegment 2
Επιστροφή στον τόπο του πατέρα της και υποδοχή με έθιμα
00:06:06 - 00:09:30
Partial Transcript
Θέλετε να μας πείτε για το ταξίδι σας στην Βουλγαρία; Ναι, ήταν μεγάλος ο καημός, μια που άνοιξαν τα σύνορα και μπορούσαμε να πάμε, ήταν μ…τους το έκαναν Γκότσογλου, ενώ ήτανε Γκότσης, και όταν ήρθαν στην Ελλάδα το έκαναν Γκότσης. Κι άλλοι πολλοί τα έκαναν έτσι τα επίθετά τους.
Lead to transcriptSegment 3
Αγροτικές εργασίες: αμπέλια και μεταξοσκώληκες
00:09:30 - 00:12:32
Partial Transcript
Πολύ ωραία. Τι δουλειά κάνανε οι γονείς σας στη Βουλγαρία; Ο πατέρας σας- Ο παππούς είχανε λέει κτήματα πολλά. Εκεί έχει πάρα πολλά αμπέλι…αν πιο άνετα. Ίσως, ίσως έτσι με δικούς τους ανθρώπους και πιο πολλοί ήρθαν κι από τον ίδιο τόπο, πιο πολλοί έτσι ήρθαν από τον ίδιο τόπο.
Lead to transcriptSegment 4
Το σπίτι του του αδερφού της γιαγιάς της και ο φούρνος
00:12:32 - 00:15:47
Partial Transcript
Πάρα πολύ ωραία! Θέλετε μήπως να μου περιγράψετε το σπίτι που είδατε του πατέρα σας, που ήταν του παππού πως ήταν για έχουμε- Του αδερφού …ερφός της γιαγιάς μου, ο Δήμος θα το αναπαλαιώσει. Ανέλαβε να το αναπαλαιώσει ο Δήμος. Τέτοια κτίσματα είναι κρίμα να χάνονται. Ναι, ναι.
Lead to transcriptSegment 5
Το μέρος της μητέρας της και «η βρύση του Τεκέογλου»
00:15:47 - 00:17:03
Partial Transcript
Πολύ ωραία. Στο μέρος της μητέρας σας δεν έχετε πάει; Όχι, πήγε ένας ξάδερφός μου, εκεί πολύ χειρότερα. Τα σπίτια όπως κάηκαν τότε, που τα…γλού. Ωραία. Αν δεν έχουμε κάποια εμπειρία των γονιών άλλη που θέλετε να μεταφέρουμε, κάτι- Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι άλλο.
Lead to transcriptSegment 6
"Μία αγελάδα και μισό κάρο"
00:17:03 - 00:18:44
Partial Transcript
Όσον αφορά το χωριό, εδώ πέρα, είπαμε ότι κατοικήθηκε από πρόσφυγες, μόλις ήρθανε. Ξέρουμε, ξέρετε εσείς, μπορείτε να μας πείτε, όπως είπατ…υ ενώνονταν ήταν συγγενείς ή- Α όχι, όχι δεν είχε σημασία αυτό το πράγμα, όποιος ταίριαζε, όπως ταίριαζε το πράγμα ναι. Κι έτσι ξεκίνησαν.
Lead to transcriptSegment 7
Το πλέξιμο και το γράμμα
00:18:44 - 00:23:15
Partial Transcript
Κι εδώ πέρα τώρα γνωρίζουμε για την βουλγαρική Κατοχή ότι υπήρξε, για τον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, θέλετε να μας πείτε για το …ο νυφικό με δαντέλα. Άλλο σχέδιο της κόρης, άλλο σχέδιο της νύφης. Σε κάποια φάση θα σου δείξω, δεν φαίνεται όμως στη φωτογραφία καλά, ναι!
Lead to transcriptSegment 8
Το σκηνικό ξυλοδαρμού της μητέρας της
00:23:15 - 00:25:38
Partial Transcript
Ωραία, οπότε είχαμε αυτό και κατά τη διάρκεια τώρα του πολέμου, του Εμφυλίου, μου είπατε για 2 γεγονότα που θέλετε… Ναι, ναι δηλαδή εγώ αυ…γώ πού ήταν; Στα χωράφια. Σου λέω και πολλές λεπτομέρειες δεν θυμάμαι, αλλά αυτό μου έκανε τόση εντύπωση, τρόμαξα τόσο πολύ που το θυμάμαι.
Lead to transcriptSegment 9
Αντίποινα Βούλγαρων και βομβαρδισμός
00:25:38 - 00:31:19
Partial Transcript
Και ένα άλλο γεγονός που θυμάμαι έγινε εδώ απέναντι, εδώ που είναι ο συνεταιρισμός. Φυσικά σπίτι εδώ δεν υπήρχε. Τότε με την επανάσταση, να …κέφτηκε; Ξήλωσε τις δαντέλες από την προίκα της και μ' εκείνη την κλωστή μου έραψε εμένα φόρεμα και ρούχα στον αδερφό μου. Τέτοια πράγματα.
Lead to transcriptSegment 10
Πώς νιώθει για τους Βούλγαρους και η στάση εκείνων
00:31:19 - 00:34:56
Partial Transcript
Οπότε εσείς τότε στο νου σας, κι ως μικρό παιδί και μεγαλώνοντας τους Βούλγαρους, που 'χατε ζήσει όλο αυτό, πώς τους είχατε; Είχατε τον φόβ…νών παιδί, είναι πολλά. Γνωρίζετε μήπως όσοι γνώριζαν την βουλγαρική γλώσσα αν πάλι ήταν πιο ευνοημένοι; Είχαν κάποιο κέρδος; Όχι! Ωραία.
Lead to transcriptSegment 11
To σχολείο μετά τον πόλεμο
00:34:56 - 00:59:30
Partial Transcript
Και μετά που τέλειωσε ο πόλεμος πήγατε στο σχολείο. Ακριβώς, στο σχολείο, το ερειπωμένο σχολείο. Πώς το βρήκατε; Εμείς είμαστε παιδιά της…υμε ότι κάπου πήγαινες γι' ανάγκη». Με είχαν πολλή εμπιστοσύνη, πάρα πολλή εμπιστοσύνη. Δηλαδή σε τέτοιο σημείο, να φοβάσαι να βγεις έξω.
Lead to transcriptSegment 12
Εξετάσεις για την Ακαδημία, γάμος και φωτογραφίες
00:59:30 - 01:04:28
Partial Transcript
Και μετά μόλις τελειώσατε το σχολείο απ' την Ξάνθη επιστρέψατε 'δώ; Επέστρεψα εδώ, ετοίμασα τα χαρτιά μου να πάω να δώσω εξετάσεις για την…ο, αυτά που λες για το σχολείο, κάπου πρέπει να έχω, αλλά σε ποια φάση το 'χω, πότε χτίστηκε το καινούργιο σχολείο. Θα το δω και θα σου πω.
Lead to transcriptSegment 13
Τα μέσα μεταφοράς, οι μετακινήσεις και οι αλληλογραφίες
01:04:28 - 01:14:40
Partial Transcript
Όσον αφορά τώρα τον ΟΣΕ που λέτε προϋπήρχε στο χωριό, πριν έρθουν οι πρόσφυγες. Γιατί υπήρχε ένας τσιφλικάς, γι’ αυτό λέγεται Τσιφλίκι, έν…ομμάτι- κομμάτι, ξεκινώντας από τους κεντρικούς δρόμους κι από το δρόμο του σχολείου- πρώτα είναι οι κεντρικοί κι ο δρόμος προς το σχολείο.
Lead to transcriptSegment 14
Οι δρόμοι και η αποχέτευση
01:14:40 - 01:19:10
Partial Transcript
Οι δρόμοι οι κεντρικοί ήταν οι ίδιοι με αυτούς που είναι τώρα κεντρικοί; Ναι, αυτός προς την εκκλησία και λοιπά, ναι. Πότε περίπου αυτό; …κι ένας νεροχύτης από τσιμέντο μωσαϊκό φτιαγμένος. Τέτοιαο πράγμα. «Πάτε να δείτε μια κουζίνα, τί κουζίνα!», ναι ήταν καλή κουζίνα εκείνη.
Lead to transcriptSegment 15
Ή ζωή στο παρελθόν - οι συνήθειες του τότε και του τώρα
01:19:10 - 01:23:35
Partial Transcript
Τώρα αυτά που βλέπετε με τότε, οι διαφορές με τα σπίτια, εσείς πώς τις βλέπετε, που έχετε ζήσει και τα προηγούμενα και τα τωρινά. Σαν τι δ…με ζάχαρη απάνω, στο χέρι το παιδί και τελείωσε. Βέβαια. Δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς και να ήθελαν δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς.
Lead to transcriptSegment 16
Οι μύλοι - το αλεύρι και το πληγούρι
01:23:35 - 01:32:21
Partial Transcript
Εσείς δουλεύατε στο Μύλο; Όχι! Όχι, αλλά ξέρετε- Ε ναι σαν αρραβωνιασμένη, παντρεμένη, ήρθα στον μύλο. Πρώτα ήτανε ο μύλος με δύο πέτρες,…έρνουν κατευθείαν, δεν μεσολαβούν δηλαδή άλλοι μέσα ενδιάμεσα. Πού να τους συναγωνιστείς αυτούς, δεν μπορείς… Είναι δύσκολο. Δεν μπορείς.
Lead to transcriptSegment 17
Το Φωτολίβος ως καθαρά προσφυγικό χωριό και τα ήθη, έθιμα και συνήθειες
01:32:21 - 01:47:02
Partial Transcript
Ό,τι ξέρω για την ιστορία του χωριού είναι καθαρά από ακούσματα και διηγήσεις των μεγαλύτερων. Το Φωτολίβος είναι καθαρά προσφυγικό χωριό, …κι, μια φουφουλίτσα τέτοια πράγματα. Αυτά ήτανε. Ωραία, νομίζω είμαστε οκ. Κυρία Έφη σας ευχαριστώ πολύ. Παρακαλώ, να’ σαι καλά.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Πολύ ευχαρίστως, Ευθυμία Γκότση- Νεραντζίδου.
Είναι Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020 είμαι με την κυρία Ευθυμία Γκότση- Νεραντζίδου, βρισκόμαστε στο Φωτολίβος Δράμας, εγώ ονομάζομαι Ευσταθιάδου Παρασκευή είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Ευθυμία πότε γεννηθήκατε;
17 Δεκεμβρίου 1935.
Και οι γονείς σας; Εδώ στο Φωτολίβος γεννηθήκατε;
Εγώ ναι, εγώ στο Φωτολίβος.
Αλλά η καταγωγή των γονέων σας ποια είναι;
Του μεν πατέρα μου από την Ανατολική Ρωμυλία, της δε μητέρας μου Μικρά Ασία, και συγκεκριμένα, ο πατέρας μου είναι από το Ορτάκιοϊ της Ανατολικής Ρωμυλίας και η μητέρα μου από ένα χωριό της Νικομήδειας, της Μικράς Ασίας το λεγόμενο «Φούλατζικ», έτσι λεγότανε.
Και οι γονείς σας πότε ήρθανε στην Ελλάδα; Στο Φωτολίβος;
Ο πατέρας μου στην Ελλάδα ήρθε το '13, αλλά όχι στο Φωτολίβος. Στο Φωτολίβος ήρθε το '24. Η δε μητέρα μου με την ανταλλαγή των πληθυσμών το '24.
Ο πατέρας σας μέχρι να ‘ρθει εδώ που βρισκόταν;
Σε κάποιο μέρος της Θράκης, αφού έφυγε από το Ορτάκιοϊ έμειναν πρώτα κοντά εκεί πέρα στα σύνορα σε ένα μέρος που λέγεται Σεϊμέν και μετά ήρθαν στον Πολύσιτο, πάλι στη Θράκη, στην Κομοτηνή στον Πολύσιτο, σ' ένα χωριό της Κομοτηνής .
Γνωρίζετε πώς ήταν η πορεία του εκεί; Γιατί έφυγαν από την Βουλγαρία; Τι συνέβη;
Ναι, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 13’, οι μεν Τούρκοι πήρανε την Ανατολική Θράκη, οι δε Βούλγαροι την Ανατολική Ρωμυλία, η οποία είναι η Βόρεια Θράκη, αλλά από την ημέρα που ήρθαν οι Βούλγαροι στην Ανατολική Ρωμυλία και συγκεκριμένα στο Ορτάκιοϊ, έκαναν πολλές βιαιοπραγίες, έφευγαν οι άνθρωποι στα χωράφια τους και δεν γυρνούσαν και πήγαιναν τους έβρισκαν σφαγμένους -λέει- και κακοποιημένους, κακοποιούσαν τις γυναίκες κλπ. Κι όσοι μπορούσαν κι είχαν την δυνατότητα, άρχισαν να φεύγουν από το '13. Ο πατέρας μου ήταν από αυτούς που έφυγαν από τόσο νωρίς, έμειναν άλλοι που έφυγαν και με την ανταλλαγή των πληθυσμών και μερικοί έμειναν ακόμη. Εγώ βρήκα που δεν μπορέσαν να φύγουν, γιατίδεν είχαν, εγώ ρώτησα, δεν είχαν ούτε καν κάρο ν' ανεβούν για να φύγουν, γιατί έπρεπε κάρο να έχουν για να φύγουν. Πως να φύγουν; Και εγώ γνώρισα την τελευταία επιζώσα που ήταν 102 χρονών, ήταν από την εποχή εκείνη, από αυτούς που δεν έφυγαν.
Αυτοί που μείναν εκεί πέρα να φανταστώ ακολούθησαν τα βουλγαρικά έθιμα; Αναγκάστηκαν ν' αφήσουν την ελληνική τους ταυτότητα;
Όχι ακριβώς, γιατί, επειδή είμαστε και ομόθρησκοι δεν ήταν τόσο πολύ όπως αυτοί που έμειναν στην Τουρκία. Και πιστεύω, εγώ δηλαδή, γνώμη μου, συνετέλεσε ότι ήμαστε ομόθρησκοι και μου έκανε εντύπωση όταν πήγα, οι εκκλησίες απείραχτες. Συγκεκριμένα στο Ορτάκιοϊ, έχει 3 εκκλησίες, που ήταν από τους παππούδες μας. Οι εικόνες έτσι όπως ήταν με ελληνικά γράμματα, με ελληνικές αφιερώσεις...
Οπότε δεν έχασε την ελληνική του ταυτότητα.
Όχι, όχι και μετά έγιναν και μερικοί ανάμεικτοι γάμοι, απ' ό,τι μάθαμε και απ ό,τι είδαμε κιόλα εκεί πέρα, παιδιά κι εγγόνια από μεικτούς γάμους και λοιπά.
Πολύ ωραία. Όσον αφορά τη μητέρα σας;
Η μητέρα μου, είπαμε με τους Τούρκους ήταν ακόμη χειρότερα τα πράγματα, αναγκάστηκαν κι έφυγαν και αυτοί, αλλά πολλές λεπτομέρειες με την μετακίνησή τους δεν ξέρω. Ξέρω ότι ήταν στην Μυτιλήνη ένα διάστημα κι από εκεί έφυγαν και ήρθαν στην Κορμίστα του Παγγαίου.
Εδώ πέρα στο Φωτολίβος-
Ήρθε σαν παντρεμένη, η μάνα μου ήρθε σαν νύφη από την Κορμίστα. Οι γονείς ήτανε στην Κορμίστα και ζούσε κι αυτή στην Κορμίστα. Η μάνα μου ήρθε σαν νύφη στο Φωτολίβος.
Ο μπαμπάς σας ξέρετε για ποιο λόγο ήρθε στο Φωτολίβος;
Ναι ξέρω για ποιο λόγο, γιατί δεν μπόρεσαν να τακτοποιηθούν, σε 2-3 μέρη που πήγαν δεν μπόρεσαν να τακτοποιηθούν καλά και μετά έμαθαν ότι δημιουργείται ένα νέο χωριό εδώ στο Φωτολίβος. Ο Σταθμός προϋπήρχε του χωριού, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ενώ χωριό δεν υπήρχε, Σταθμός υπήρχε. Και έμαθαν ότι δημιουργείται ένα χωριό εδώ κι ήρθανε και πήραν οικόπεδα σ' ένα ορισμένο μέρος τελικά και εγκαταστάθηκαν μόνιμα εδώ, γιατί μέχρι τότε γύριζαν από μέρος σε μέρος.
Πήραν οικόπεδα του εποικισμού;
Ναι, ναι!
Ως Βούλγαρος πρόσφυγας;
Εδώ πρόσφυγες μόνο ήρθανε-
Αλλά δεν είχε κάποιο πρόβλημα, επειδή δεν είχε έρθει απ' τη Μικρά Ασία; Απ' τον Πόντο; Από κάποιο-
Τι σημασία; Ήρθε από την Θράκη και οι Θρακιώτες. Μα το Φωτολίβος φυσικά έχει από όλες τις ράτσες αν πρόσεξες. Έχει Θρακιώτες, έχει Μικρασιάτες, έχει Νικομηδειότες, έχει Σμυρνιούς, απ’ όλα τα μέρη πρόσφυγες μπορούσαν να’ ρθουν εδώ πέρα.
Απλά λέω μήπως αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα, επειδή είχε έρθει απ' το 13’ στην Ελλάδα.
Όχι, όχι, όχι!
Δεν γνωρίζετε, πάρα πολύ ωραία.
Μάλιστα, 2 αδέρφια που αντικριστά. Πήραν οικόπεδα αντικριστά. Ο μπαμπάς μου...
Θέλετε να μας πείτε για το ταξίδι σας στην Βουλγαρία;
Ναι, ήταν μεγάλος ο καημός, μια που άνοιξαν τα σύνορα και μπορούσαμε να πάμε, ήταν μεγάλος ο καημός να πάμε να δούμε τον τόπο του πατέρα μου.
Πότε πήγατε;
Αυτό ακριβώς δεν το θυμάμαι, γιατί πήγα 5 φορές και η πρώτη φορά πότε ήταν δεν θυμάμαι.
Περίπου;
Το 84’;
Τη δεκαετία του 80’.
Ε, κάπου εκεί ναι. Η συγκίνηση δεν περιγράφεται. Πρώτα απ’ όλα μας δέχτηκαν πάρα πολύ καλά. Μας δέχτηκαν 10 χλμ. έξω απ' το Ορτάκιοϊ, σ' ένα φυλάκιο με ανθοδέσμες, μας υποδέχτηκαν με τα έθιμα τα ελληνικά. Δηλαδή, ένα κομμάτι ψωμί, βουτηγμένο μές στο μέλι κι από την τσότρα μια γουλιά κρασί.
Η τσότρα τι είναι;
Η τσότρα είναι το σκεύος που έχει το κρασί, το ξύλινο σκεύος που έχει το κρασί, κι από την τσότρα μια γουλιά κρασί και ψωμί με μέλι. Αυτό ήταν έθιμο ελληνικό, θρακιώτικο έθιμο, έτσι υποδεχόταν τους ξένους. Κι ανθοδέσμες με λουλούδια. Εγώ από εκείνη τη στιγμή άρχισα να κλαίω και δεν τελείωνε. Όταν είδα και το σπίτι του αδερφού της γιαγιάς μου, ακόμα πιο μεγάλη συγκίνηση. Σκέφτηκα ότι στο σπίτι αυτό ανεβοκατέβαιναν η γιαγιά μου, ο μπαμπάς μου και λοιπά. Όταν μπήκαμε στις εκκλησίες με το πρώτο που αντίκρισα τις εικόνες, άθικτες και μ' ελληνικά γράμματα και μ' ελληνικές αφιερώσεις, άλλη πάλι συγκίνηση! Ξαφνικά ακούμε ένα ουρλιαχτό μέσα στην εκκλησία, τι συμβαίνει τι συμβαίνει; Ένας είδε μια εικόνα που από κάτω είχε την αφιέρωση της γιαγιάς του… Ε όλ' αυτά ήταν φοβερά. Οι άνθρωποι μας δέχτηκαν πάρα πολύ καλά! Παλαιότερα δεν δεχόταν έτσι, φοβόντουσαν μήπως τους πάρουν τα σπίτια και λοιπά, αλλά εγώ πήγα πολύ αργότερα, οπότε μας δέχτηκαν πάρα πολύ καλά, αλλά η συγκίνηση δεν περιγράφεται.
Εσείς, ο μπαμπάς σας, σας έλεγε ιστορίες για εκείνο το μέρος και νιώσατε όλη αυτή τη συγκίνηση;
Και μόνο ότι ήταν ο μπαμπάς μου από 'κεί, τι ιστορίες να μου πει; Ο μπαμπάς μου έφυγε μικρός, παιδί έφυγε, το '13, 13 χρονών ήτανε δεν μπορούσε να έχει πολλές μνήμες, αλλά ξέραμε ότι ήταν πολύ μεγάλο μέρος, με σχολεία, με γιατρούς, πολύ αναπτυγμένο μέρος ήταν. Και το εγκατέλειψαν κι έφυγαν, όλο αυτό. Δεν ήταν λίγο…
Το όνομα του πατέρα σας το είπαμε;
Όχι!
Για πείτε μου.
Πασχάλης, Γκότσης Πασχάλης.
Το Γκότσης το είχε απ' την Βουλγαρία, το επίθετο;
Εκεί τους υποχρέωσαν, πιο πριν που ήτανε, Τούρκοι ήταν προτού πάνε οι Βούλγαροι, τους υποχρέωσαν όλους να κάνουν τα επίθετά τους σε -ογλού. Και τους το έκαναν Γκότσογλου, ενώ ήτανε Γκότσης, και όταν ήρθαν στην Ελλάδα το έκαναν Γκότσης. Κι άλλοι πολλοί τα έκαναν έτσι τα επίθετά τους.
Πολύ ωραία. Τι δουλειά κάνανε οι γονείς σας στη Βουλγαρία; Ο πατέρας σας-
Ο παππούς είχανε λέει κτήματα πολλά. Εκεί έχει πάρα πολλά αμπέλια, πάρα πολλά αμπέλια και τώρα που πήγαμε το διαπιστώσαμε αυτό το πράγμα, κτήματα, ζώα, τέτοια πράγματα είχανε. Είχανε πολλά αμπέλια.
Γνωρίζετε αν τα αμπέλια ή τις εργασίες που έκαναν εκεί πέρα, αν τις μετέφεραν [00:10:00]κι εδώ πέρα ή κάποια καινοτομία; Κάτι που ακολουθούσαν εκεί πέρα ως πρακτική αν το έκαναν κι εδώ στην Ελλάδα;
Ναι, τώρα θα σου πω. Εκτός από τα αμπέλια, είχαν και μεταξοσκώληκες πολλούς, γι’ αυτό τώρα εκ των υστέρων, τώρα τελευταία το Ορτάκιοϊ με το Σουφλί που έχει μεταξοσκώληκες αδελφοποιήθηκαν οι 2 πόλεις, τώρα τελευταία. Κι είχαν και πολλούς μεταξοσκώληκες, του παππού μου το σπίτι που βρήκα ο επάνω όροφος ήταν όλος για μεταξοσκώληκες, κι όταν ήρθε ο μπαμπάς μου θέλησε να κάνει, εδώ όταν ήρθε στο Φωτολίβος, θέλησε να κάνει μεταξοσκώληκες κι αυτό το κομμάτι τώρα που είμαστε εδώ, που ήταν του μπαμπά μου κτήμα, το είχε βάλει μουριές, ακόμα ο κόσμος τις θυμάται, τελευταία, όταν παντρευτήκαμε τις χαλάσαμε τις μουριές, με σκοπό να κάνει μεταξοσκώληκες, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει την υποδομή. Χρειαζόταν ειδικό κτίσμα, δεν μπορούσε και δεν το έκανε. Αλλά αμπέλι, όμως, έκανε και έκαμνε και κρασιά και τσίπουρο και όλα από τ' αμπέλι. Αυτά τα 2 τα ακολούθησε ναι.
Εδώ πέρα έως τότε με τα αμπέλια υπήρχε παραγωγή ή αυτό ξεκίνησε με τους πρόσφυγες όταν ήρθανε;
Αφού δεν υπήρχε κόσμος εδώ πέρα σου λέω και ναι με τους πρόσφυγες. Και μάλιστα, εδώ υπάρχει όλη αυτή η γειτονιά που είμαστε εμείς τώρα, είναι όλοι Ορτακιανοί. Ο μπαμπάς μου με τον αδερφό του μόνο είναι ξεχωριστά τα σπίτια, σαν περιοχή αυτή εδώ τριγύρω είναι όλοι Ορτακιανοί. Και τα αμπέλια οι Ορτακιανοί έβαλαν αμπέλια, επειδή από 'κεί ήξεραν από αμπέλια και λοιπά, έτσι έβαλαν αμπέλια και η περιοχή μάλιστα ονομαζόταν Αμπελάκια. Φυσικά, με τα χρόνια χάλασαν τ' αμπέλια, τα χάλασαν κανείς δεν τα κράτησε.
Πολύ ενδιαφέρον αυτό με την περιοχή που λέτε.
Ναι, ναι Αμπελάκια λεγόταν. Δεν ξέρεις ότι το Φωτολίβος, αν προσέξεις είναι κατά γειτονιές; Δηλαδή, αυτή η γειτονιά είναι Ορτακιανοί, η άλλη γειτονιά είναι Νικομηδειότες, η άλλη περιοχή είναι Μικρασιάτες, από εκεί είναι οι Τράκατζηδες, στο Τσιφλίκι είναι Σμυρνιοί. Δηλαδή όταν ήρθαν φρόντισαν να είναι ανάλογα με την καταγωγή τους.
Ήταν και θέμα ασφάλειας, ένιωθαν πιο άνετα.
Ίσως, ίσως έτσι με δικούς τους ανθρώπους και πιο πολλοί ήρθαν κι από τον ίδιο τόπο, πιο πολλοί έτσι ήρθαν από τον ίδιο τόπο.
Πάρα πολύ ωραία! Θέλετε μήπως να μου περιγράψετε το σπίτι που είδατε του πατέρα σας, που ήταν του παππού πως ήταν για έχουμε-
Του αδερφού της γιαγιάς μου.
Του αδερφού της γιαγιάς.
Πώς ήταν, ήταν τριώροφο πρώτα απ’ όλα. Ήταν τριώροφο, όπως σου είπαν ο 3ος όροφος, κάτω ήταν σαν μαγαζιά, σαν αποθήκες απ’ ό,τι είδα, ο 2ος όροφος κατοικήσιμος με μια απέραντη κουζίνα, κάτι ράφια είχαν εκεί πέρα, κάτι μπακίρια, μια κουζίνα πελώρια κι ο επάνω όροφος ήταν όλος για τους μεταξοσκώληκες κι επειδή ήταν φούρναρης, δίπλα είχε χτισμένο και φούρνο, τον οποίο δεν βρήκαμε εμείς, αλλά- και όλως τυχαίως ε; Μας είδε έτσι μία ομάδα να περνούμε από το μπαλκόνι και λέει: «Πού θε είστε εσείς;» έτσι κιόλα, «Πού θε είστε εσείς;» λέω: «Από τη Δράμα», αλλά ήξερα περίπου εκεί ότι είναι το σπίτι, λέω: «Από τη Δράμα», λέω: «Πώς μιλάς ελληνικά;», «Έλληνες είμαστε κι εμείς» λέει αυτή: «Έλληνες είμαστε κι εμείς», λέω: «Κάπου εδώ -λέω- ήτανε το σπίτι του αδερφού της γιαγιάς μου. Αυτό το σπίτι -λέω- που κάθεστε εσείς ήταν από ανέκαθεν δικό σας σας;». Τώρα αυτή από το μπαλκόνι, εγώ από κάτω. Μου λέει: «Όχι, ήταν άλλου», λέω: «Ποιανού ήτανε;» λέει: « Του φούρναρη», το επίθετο Φούρναρης-
Τυχαία το βρήκατε, δηλαδή;
Ναι, η καθεαυτού εγγονή του το είχε βρει, αλλά εγώ δεν το ήξερα. Η ξαδέρφη μου δηλαδή κι εκείνη την φορά δεν ήταν μαζί μας, και ήξερα ότι περίπου που είναι, χωρίς να ξέρω ποιό είναι. Λέω: «Ο φούρνος ξέρω -λέω- δίπλα είχε και χτισμένο φούρνο», « Α, -λέει- εκεί που έχουμε τα στοιβαγμένα ξύλα, εκεί ήταν ο φούρνος, αλλά χάλασε -λέει- γκρέμισε και τον χαλάσαμε κι ελάτε πάνω κι ελάτε κι ελάτε!» σαν αυτό, πολύ ενθουσιάστηκε η γυναίκα κι από τότε αναπτύξαμε έτσι αυτή. Εμείς, επειδή όταν πήγαμε, την πρώτη φορά που πήγα εγώ δηλαδή, ξέροντας από τις άλλες, πήγαμε και πράγματα μαζί. Βρήκαμε πολλή φτώχεια εκείνη την εποχή εκεί, πάρα πολλή φτώχεια. Ήθελαν πολύ ελιές, και είχα εγώ χωρίς να ξέρω σε ποιους μπορώ να πάω, είχα μερικά δέματα έτσι να δώσω και δίνω και σ' αυτή ένα δέμα και μου λέει: «Αχ σας ευχαριστώ, ελιές να μας φέρεις, ελιές» κι όποτε πήγαινα μετά την πήγαινα εκτός των άλλων κι ελιές και γίναμε έτσι, αλλά την τελευταία φορά που πήγα είχαν πεθάνει και ο άντρας της και η γυναίκα. Πέθαναν και τώρα αυτό εδώ το σπίτι, επειδή είναι νομίζω και το μοναδικό που έμεινε από τότε, γιατί τελευταία προτού φύγουν το είχαν χτίσει, ο αδερφός της γιαγιάς μου, ο Δήμος θα το αναπαλαιώσει. Ανέλαβε να το αναπαλαιώσει ο Δήμος.
Τέτοια κτίσματα είναι κρίμα να χάνονται.
Ναι, ναι.
Πολύ ωραία. Στο μέρος της μητέρας σας δεν έχετε πάει;
Όχι, πήγε ένας ξάδερφός μου, εκεί πολύ χειρότερα. Τα σπίτια όπως κάηκαν τότε, που τα 'καψαν οι Τούρκοι και λοιπά, ακόμα έτσι, γκρεμισμένα φυλάνε, αυτά. Πολύ λίγα σπίτια υπάρχουνε, αλλά το συγκινητικό ήταν ότι ο προπάππους μας, έκανε μια βρύση στο κέντρο του χωριού και την λέγανε: «Η βρύση του Τεκέογλου», γιατί έτσι λεγόταν, έτσι λεγόταν το επίθετο και βρήκε τη βρύση του προπάππου, στο χωριό εκείνο ο ξάδερφος. Και τί να κάνει, τί να κάνει, μάζεψε απ' όλους μπουκάλια νερά που είχαν και λοιπά και γέμισε από τη βρύση του προπάππου νερό και μας έφερε. Όλα αυτά δεν είναι συγκινητικά;
Ε βέβαια! Το όνομα της μητέρας σας;
Σαν επίθετο;
Και όνομα και επίθετο.
Μερόπη Τεκέογλου το πατρικό.
Τεκέογλου.
Είπαμε, εκεί τους υποχρέωναν όλους να το κάνουν σε -ογλού.
Ωραία. Αν δεν έχουμε κάποια εμπειρία των γονιών άλλη που θέλετε να μεταφέρουμε, κάτι-
Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι άλλο.
Όσον αφορά το χωριό, εδώ πέρα, είπαμε ότι κατοικήθηκε από πρόσφυγες, μόλις ήρθανε. Ξέρουμε, ξέρετε εσείς, μπορείτε να μας πείτε, όπως είπατε πριν για το Τσιφλίκι, για τον Σταθμό, που χωρίστηκε, το Λαζοχώρι πάνω. Πώς το βρήκαν το χωριό εδώ πέρα; Τι ενέργειες γίνανε;
Πρώτα απ’ όλα, τώρα τα σπίτια που χτίστηκαν δεν ξέρω αν είχαν συμμετοχή και αυτοί που τα πήρανε ή αν ο εποικισμός τους τα 'δωσε έτσι, αυτό δεν το ξέρω, αλλά έδωσε λέει, τους έδωσαν από μία αγελάδα στην κάθε οικογένεια κι από μισό κάρο, όχι ολόκληρο, από μισό. Κι αναγκάστηκαν, ενώθηκαν ανά 2 οικογένειες για να πάρουν από μισό ένα κάρο και από μία αγελάδα, δύο, να κάνουν ζευγάρι, αναγκάστηκαν κι ενώθηκαν έτσι. Αυτό το ξέρω, ότι έτσι τους έδωσαν, μία αγελάδα και μισό κάρο.
Οικογένειες που ήταν ήδη συγγενείς ή και-
Όχι, δεν τους. Όχι σε κάθε οικογένεια- οικογένεια έδωσαν μία αγελάδα και μισό κάρο, φυσικά δεν το 'κοψαν το κάρο, με την προϋπόθεση ότι θα ενωθούν με άλλη οικογένεια να κάνουν ένα κάρο και δύο αγελάδες, σαν να λέμε ανά δύο οικογένειες ένα κάρο και 2 αγελάδες.
Οι δύο οικογένειες που ενώνονταν ήταν συγγενείς ή-
Α όχι, όχι δεν είχε σημασία αυτό το πράγμα, όποιος ταίριαζε, όπως ταίριαζε το πράγμα ναι. Κι έτσι ξεκίνησαν.
Κι εδώ πέρα τώρα γνωρίζουμε για την βουλγαρική Κατοχή ότι υπήρξε, για τον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, θέλετε να μας πείτε για το γράμμα, θέλετε κάτι άλλο που θυμάστε εσείς από 'κεί; Από εκείνη την περίοδο;
Λοιπόν, εγώ πολλά πράγματα σου είπα δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι, αλλά θυμάμαι ότι έπλεξα ένα κασκόλ και μάλιστα άρχισα και δεύτερο και δεν πρόφθασα να το στείλω, γιατί έγινε οπισθοχώρηση, σκόρπισαν οι στρατιώτες και δεν μπορούσα να το στείλω. Και έπλεξα ένα κασκόλ, παρόλο που ήμουν 5 χρονών, γιατί εγώ έμαθα να πλέκω από 3,5 χρονών κι έπλεξα το κασκόλ, το έστειλα και μου έστειλαν, εκτός του ότι έβαλαν την φωτογραφία μου σε εφημερίδα, δεν ξέρω ποια εφημερίδα ήμουν παιδί, κι ορισμένα λόγια, μου έστειλαν και ένα -πώς να το πω- ευχαριστήριο γράμμα; Κάπως έτσι. Θέλεις να διαβάσουμε τι γράφει;
Ναι, ναι.
Λοιπόν, πρώτα απ’[00:20:00] όλα επάνω γράφει: «3 Χ και Ι Περιφερειακή Διοίκηση Δράμας- τώρα τι; Τι περιφέρεια;- Περιφερειακή Διοίκηση Δράμας κι από κάτω υπογράφει ο διοικητής Μαρκογιαννάκης.» Το θυμάμαι το όνομα, τώρα κάπως διπλώθηκε και δεν φαίνεται, αλλά το θυμάμαι που ήταν Μαρκογιαννάκης. Το όμικρον κάπως διπλώθηκε, δηλαδή είναι επίσημο, δεν είναι… Λοιπόν το γράμμα που μου έστειλαν γράφει: «Μικρή Ευθυμούλα Γκότση, είναι αδύνατο να περιγράψουμε την ιερή εθνική χαρά μας και την μεγάλη πατριωτική περηφάνεια για την τρανή σου πράξη, που έπλεξες με τα αθώα ελληνικά χεράκια σου, τα απαλά και μαλακά χεράκια σου των πέντε χρόνων ένα ζεστό μάλλινο κασκόλ, για να ζεστάνει τον λαιμό ενός ήρωα στρατιώτη. Να είσαι όμως σίγουρη μικρούλα πατριώτισσα, ότι θα ζεστάνει και τις ψυχές όλων των στρατιωτών και θα τους εμψυχώσει να πολεμούν με την πεποίθηση ότι εκεί ψηλά στα ελληνικά βουνά, οι Έλληνες στρατιώτες πολεμούν για σας, τα μικρά αθώα ελληνόπουλα, για την τιμή των μητέρων σας και για όλα τα ελληνικά ιδανικά. Σε σφίγγουμε με αγαλλίαση στην πατριωτική μας αγκαλιά και σε καμαρώνουμε και σε δείχνουμε σε όλον τον κόσμο για να εννοήσουν, ότι η Ελλάδα μας η τρανή έχει τα καλύτερα παιδάκια της ανθρωπότητος.».
Πολύ συγκινητικό!
Ναι!
Εσείς αυτό τότε πως το είχατε στείλει;
Δεν ξέρω. Εγώ 5 χρονών που να ξέρω πως έγινε. Οι γονείς μου, ό,τι έκαναν φυσικά οι γονείς μου και η σκέψη φυσικά αυτωνών θα ήταν. Δες, αφού ήδη ο λοχίας είναι στη φωτογραφία, ίσως ανέλαβαν αυτοί…
Ποιος ξέρει…
Αυτό δεν το ξέρω πώς, δεν το ξέρω πώς.
Εσάς ποιος σας παρότρυνε να πλέξετε; Από πότε πλέκατε;
Από 3,5 χρονών, η μαμά μου είχε πλεκτομηχανή, με την μηχανή έπλεκε για όλο το χωριό. Τότε ο κόσμος φορούσε πολλά πλεκτά, φανέλες από μέσα, μπλούζες, μεσοφόρια οι γυναίκες, στοίβες ολόκληρες ήταν τα μαλλιά στην γωνία του αυτού, έπλεκε η μαμά μου συνέχεια.
Αυτό το έκανε ως δουλειά;
Βεβαίως, επάγγελμα. Επάγγελμα, ήταν πλέκτρα κανονικά είχε μηχανή. Ε, κι εγώ εκεί μέσα στο σπίτι όλη την ημέρα, θέλησα να μάθω, μου έδειξε η μαμά μου, αφού ερχόταν μεγάλες γυναίκες και τις έδειχνα να πλέκουνε που δεν ήξεραν να πλέκουν, ναι.
Εσείς να φανταστώ μέχρι και τώρα πλέκετε;
Εγώ πάντρεψα την κόρη μου και τη νύφη μου με πλεκτά δικά μου νυφικά, με πολύ, με δαντελένια, με αυτά, με δικά μου πλεκτά νυφικά.
Πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία. Όλο το νυφικό το ράψατε;
Το έπλεξα, το έπλεξα, όλο -όλο το νυφικό με δαντέλα. Άλλο σχέδιο της κόρης, άλλο σχέδιο της νύφης. Σε κάποια φάση θα σου δείξω, δεν φαίνεται όμως στη φωτογραφία καλά, ναι!
Ωραία, οπότε είχαμε αυτό και κατά τη διάρκεια τώρα του πολέμου, του Εμφυλίου, μου είπατε για 2 γεγονότα που θέλετε…
Ναι, ναι δηλαδή εγώ αυτά θυμάμαι από την Κατοχή. Το ένα είναι η μαμά μου σου είπα έπλεκε στη μηχανή κι εγώ καθόμουν στο ντιβάνι και ξαφνικά μπαίνει ένας χωροφύλακας ήταν, στρατιώτης θα σε γελάσω, πάντως ένστολος, και με το πίσω μέρος του πιστολιού άρχισε να χτυπάει την μαμά μου στο κεφάλι. Ξαφνιάστηκε αυτή, κάτι έλεγε, η μαμά μου δεν καταλάβαινε, τί είχε συμβεί: Τότε τα τρένα είχαν κίνηση ατμοκίνηση, έκαιγαν κάρβουνο και με ατμό οι μηχανές ήτανε, κι ένα κοριτσάκι, από 'κεί από την γειτονιά πήγε και ζήτησε από τον μηχανοδηγό να της ρίξει λίγο κάρβουνο για να κάψουν στη σόμπα. Και το έβαλε σ' ένα σακούλι κι ερχόταν προς το σπίτι. Την είδα από μακριά, δεν ξέρω στρατιώτης ή χωροφύλακας, θα σε γελάσω, μάλλον χωροφύλακας νομίζω κι άρχισε να 'ρχεται να την κυνηγήσει, γιατί πήρε κάρβουνο. Φοβήθηκε αυτή, έτρεξε, όπως έτρεχε μπήκε στην αυλή μας από τη μία πόρτα και βγήκε από την άλλη, αλλά αυτός από μακριά νόμιζε ότι μπήκε μέσα στο σπίτι, αυτό το κορίτσι και μπήκε κι άρχισε να δέρνει τη μαμά μου και τραβώντας την πήγε και στην αστυνομία μετά. Αυτό θυμάμαι. Μετά φυσικά θα ξεκαθαρίστηκε η υπόθεση και την άφησαν, ότι δεν ήταν δικό μας το παιδί.
Η αστυνομία τότε πού ήταν;
Πού ήτανε; Που είναι τώρα η Ντίσκο;
Εδώ πέρα η Lotus που ήτανε;
Η Lotus, εκεί ήταν η αστυνομία. Εκεί σ' εκείνη…
Και να φανταστώ τότε στην αστυνομία Βούλγαροι αστυνομικοί ήταν μόνο...
Ε βέβαια, βέβαια μόνο. Και θυμάμαι, δηλαδή, τόσο πολύ φοβήθηκαν και ήμασταν οι δυο μας μόνο, κανένας άλλος μέσα, όταν είδα να την χτυπάει στο κεφάλι και έκανε κάτι καρούμπαλα, μέχρι πότε τα είχε. Γιατί; Γιατί έψαχναν το κοριτσάκι αυτό που πήρε δύο κάρβουνα από τον μηχανοδηγό.
Ο μπαμπάς σας τότε πού ήταν;
Στα χωράφια θα ήταν, ξέρω κι εγώ πού ήταν; Στα χωράφια. Σου λέω και πολλές λεπτομέρειες δεν θυμάμαι, αλλά αυτό μου έκανε τόση εντύπωση, τρόμαξα τόσο πολύ που το θυμάμαι.
Και ένα άλλο γεγονός που θυμάμαι έγινε εδώ απέναντι, εδώ που είναι ο συνεταιρισμός. Φυσικά σπίτι εδώ δεν υπήρχε. Τότε με την επανάσταση, να φανταστείς ούτε ξέρω αν έγινε το 41’ ή το 42’. Τότε που έγιναν κι οι σφαγές στο Δοξάτο και λοιπά.
Το 41’…
Ναι το 41’, η επανάσταση όταν έγινε οι Βούλγαροι άρχισαν να κάνουν αντίποινα, ήρθανε αεροπλάνα, βομβάρδιζαν, κυνηγούσαν τον κόσμο και λοιπά. Ο πιο πολύς κόσμος έφυγε στα χωράφια και στο Παγγαίο, πήγαν στο Παγγαίο οι πιο πολλοί και μάλιστα περνώντας μερικοί έμειναν στην Κορμίστα κι εκεί του μάζεψαν όλους μέσα στην κοινότητα και τηνβομβάρδισαν την κοινότητα. Εκεί στον βομβαρδισμό της Κορμίστας υπάρχουν κι άνθρωποι από το Φωτολίβος, που σκοτώθηκαν.
Ξέρετε ονόματα;
Ξέρω για έναν Κοζάκη, αλλά δεν ξέρω… Είναι κι άλλοι ο κόσμος θα ξέρει ποιοι είναι, εγώ ονόματα ακριβώς δεν ξέρω μόνο για έναν Κοζάκη ξέρω, είναι όμως κι άλλοι. Έφευγαν, έφευγαν ο αδερφός μου ήταν μικρός, λέει ο μπαμπάς μου: «Με μικρό παιδί πού θα πάμε πάνω στο βουνό; Θα μείνουμε και ό,τι γίνει», αλλά όχι μόνο εμείς, έμειναν και άλλες οικογένειες που δεν έφυγαν στο βουνό και συνεννοήθηκαν και μαζευτήκαμε όλοι σε ένα σπίτι. Μέσα σε όλα, αλλά για να πάμε σ' εκείνο το σπίτι, μόλις βγήκαμε από την πόρτα, εγώ την βλέπω ακόμα την βόμβα, το αεροπλάνο έριξε την βόμβα εγώ: « Αχ -λέω- επάνω μας θα πέσει», αλλά η βόμβα ακολουθεί, δεν πέφτει κατευθείαν κάτω, πήγε και έπεσε κάπου πιο μακριά μετά. Αλλά την έβλεπα που έπεφτε και λέω-
Που; Εδώ στο, σε ποιο μέρος έγινε;
Εδώ στο σπίτι. Φεύγοντας από το σπίτι μας το πατρικό, για να πάμε να μαζευτούμε όλοι σ' ένα σπίτι, όπως βγαίναμε έριξε το αεροπλάνο την βόμβα λέω: «Τώρα θα σκοτωθούμε», αλλά έπεσε αλλού η βόμβα. Πάμε τώρα, για να πάμε στο σπίτι εκείνο, πετούσαν πολύ χαμηλά τ' αεροπλάνα και όπου έβλεπαν άνθρωπο με τα μυδράλια, όχι βόμβες, από χαμηλά με μυδράλιο. Μας είδανε , άρχισαν με τα μυδράλια, χωθήκαμε σ' ένα αχουράκι μέσα, εκεί βρεθήκαμε σε ένα σπίτι, σ' ένα αχούρι μέσα. Άρχισαν από πάνω τη σκεπή με τα μυδράλια να ρίχνουν, να ρίχνουν, τώρα τι νόμιζαν; Ότι σκοτωθήκαμε; Δεν ξέρω τι έφυγε το αεροπλάνο. Μόλις έφυγε πήγαμε στο σπίτι εκείνο που θα μαζευόμασταν. Σε λίγο έρχονται, μαζεύουν όλους τους άντρες, όσοι ήταν, δεν θυμάμαι πόσες οικογένειες ήταν, δεν μπορώ να το θυμηθώ. Και τους φέρνουν εδώ, δεν υπήρχε ο συνεταιρισμός. Τους φέρνουν εδώ πέρα του άντρες μόνο. «Ωχ!», οι γυναίκες όλες να κλαίνε, «Θα τους σκοτώσουν, θα κάνουν...», σε λίγο τι σκέφτηκαν, τι έκαναν, έρχονται μαζεύουν και τα γυναικόπαιδα, μας φέρνουν κι εμάς εδώ. Θυμάμαι τη μαμά μου με το μωρό στην αγκαλιά στ' αριστερό χέρι και στο δεξί κρατούσε εμένα. Και σου λέω αυτά τα θυμάμαι, γιατί πρέπει να φοβήθηκα πάρα πολύ, αλλιώς γιατί δεν θυμάμαι άλλα γεγονότα; Είχαν βάλει ανά μεταξύ τους άντρες, έτσι όπως ήτανε κατηφοριά οι γραμμές, τους έβαλαν και τους ξάπλωσαν εκεί στην κατηφοριά, φέρνουν κι εμάς και τα μυδράλια εδώ στον δρόμο στημένα, έτοιμα εδώ στον δρόμο για να μας θερίσουν. Εγώ φοβήθηκα και λέω: «Θα μας σκοτώσουν», και φεύγω απ' της μαμάς μου το χέρι κι αρχίζω και τρέχω μέσα στο χωράφι. Έφθασα μέχρι ένα σημείο, ένας στρατιώτης με κυνήγησε, μ' έπιασε, με ξανάφερε πίσω. Αυτά τα λίγα λεπτά έγιναν αιτία και σωθήκαμε. Γιατί; Εκείνη την ώρα ήρθε ένα αεροπλάνο και ρίχνει προκηρύξεις ότι γέννησε η γυναίκα του βασιλιά του Μπόρις, έτσι πρέπει να το έλεγαν Μπόρις, Βόρις; Κάπως έτσι, γι’ αυτό να σταματήσουν οι σκοτωμοί. Και δεν μας σκότωσαν. Δηλαδή, αν δεν έφευγα, να με κυνηγήσει ο στρατιώτης, να με φέρει, δεν θα πρόφθανε το αεροπλάνο και ίσως τώρα να ήμασταν όλοι σκοτωμένοι. Αυτά τα δύο θυμάμαι, δεν θυμάμαι τίποτε άλλο, αυτά τα θυμάμαι και αφού δεν θέλ[00:30:00]ω ούτε να τα πω. Να τώρα άναψα, τόσο πολύ είχα φοβηθεί. Και τί ήμουν; 5-6 χρονών, 6 χρονών να το 41’ στα 6 ήμουν. Τώρα τις δυστυχίες, όλα ήτανε λίγα, ότι δεν είχαμε ρούχα, δεν είχαμε παπούτσια εκείνα πια άλλο. Σου λέω ο μπαμπάς μου πήρε σανίδια, ξύλα, τί πήρε, και τα έκανε τα πελέκησε και τα 'κανε σε σχήμα σόλας με λίγο τακουνάκι. Ένα πανί, θυμάμαι, ήταν και κόκκινο σαν τσόχα, που υπήρχε στο σπίτι, το έκανε σε σχήμα έτσι από πάνω σαν παπούτσι, και το κάρφωσε σ' εκείνο το ξύλο και μ' έκανε πέδιλα. Η μαμά μου καθόταν τη νύχτα με τη λάμπα και ξεκουκούτσιαζε το σίσπορο το βαμβάκι κι έβγαζε τα σπόρια, κι εκείνο το βαμβάκι το έκλωσε και με τη θεία μου, τη γιαγιά της Ευγενίας, έστησαν αργαλειό και ύφαιναν ύφασμα κι από εκείνο έραψε φόρεμα για μένα και ρουχάκια για τον αδερφό μου. Αλλά δεν υπήρχαν καρούλια και κλωστές, πώς θα το ράψει; Και τι σκέφτηκε; Ξήλωσε τις δαντέλες από την προίκα της και μ' εκείνη την κλωστή μου έραψε εμένα φόρεμα και ρούχα στον αδερφό μου. Τέτοια πράγματα.
Οπότε εσείς τότε στο νου σας, κι ως μικρό παιδί και μεγαλώνοντας τους Βούλγαρους, που 'χατε ζήσει όλο αυτό, πώς τους είχατε; Είχατε τον φόβο;
Και φόβο και μίσος και αυτό. Αφού έκαναν τόσα πράγματα… Αυτό λέω καμιά φορά, εμείς εδώ δεν είχαμε Γερμανούς καθόλου, ναι ήταν μόνο Βούλγαροι. Αυτό λέω, οι Τούρκοι 400 χρόνια μας είχαν σκλάβους, συνέχεια είμαστε μεταξύ μας χάλια, αλλά πιο πολύ όταν ακούω Βούλγαρο ταράζομαι. Ίσως επειδή τους ζήσαμε στον πόλεμο, γι’ αυτό. Μπορεί να ακούμε 400 χρόνια σκλαβιά από τους Τούρκους και λοιπά, αλλά εμείς τουλάχιστον δεν τα ζήσαμε αυτά, ενώ με τους Βουλγάρους τα ζήσαμε…
Θυμάστε γενικά η συμπεριφορά, αλλά δεν θυμάστε είπαμε για τους Βούλγαρους…
Υπήρχαν δε, ακούω που λέει, υπήρχαν και καλοί άνθρωποι, έτσι ακούω που λέει, άκουγα να λένε. Υπήρχαν και καλοί και μάλιστα ένας λέει ήταν πάρα πολύ καλός, δεν ξέρω χωροφύλακας ήταν τι ήταν. Γιατί εδώ εκτός από τους χωροφύλακες, τους στρατιώτες και λοιπά, ήρθαν και κόσμος και κάθισε σαν κάτοικοι στο χωριό.
Δώσανε σπίτια ή μένανε στα σπίτια του κόσμου;
Στα σπίτι του κόσμου, που να τους δώσουνε σπίτια. Δεν ξέρω πόσες οικογένειες ήταν… Ήταν κάτι χάλια οικογένειες, τι να σου πω; Γιατί τη μία την θυμάμαι ήτανε κοντά, κι έλεγε αυτός ο χωροφύλακας: «Μην κοιτάτε αυτούς που ήρθανε, μην νομίζετε ότι οι Βούλγαροι είναι όλοι έτσι. Αυτοί -λέει- είναι άνθρωποι χωρίς σπίτια, χωρίς τίποτα. Αν είχαν σπίτια, θα τ' άφηναν και θα ερχόταν; Είναι -λέει- ρεμάλια -να τους πω, πώς να τους πω, κι εγώ δεν ξέρω- μη βγάζετε συμπέρασμα απ' αυτούς». Άκουγα που τα έλεγαν οι μεγάλοι αυτά, εγώ δεν ξέρω, που τα’ λέγαν οι μεγάλοι.
Θυμάστε αν είχατε σχέσεις με αυτές τις οικογένειες;
Όχι, σχέσεις έτσι γι’ αυτό όχι, αλλά αυτή η οικογένεια είχε ένα κορίτσι που ήταν και λίγο κουτσό και πρέπει να ήταν και λίγο αγαθό, και το κορόϊδευαν τα παιδιά, το κορόϊδευαν τα παιδιά και θύμωνε αυτή, θύμωνε πολύ. Αυτό θυμάμαι μόνο, σαν εικόνα έχω αυτήν, Ντίνκα κιόλας την έλεγαν, Ντίνκα, και την κορόϊδευαν τα παιδιά, την κορόϊδευαν και αυτή θύμωνε, έβριζε. Η μόνη εικόνα που έχω είναι αυτή.
Στα βουλγαρικά μιλούσε;
Ναι στα βουλγαρικά, αλλά φαίνεται και τα παιδιά έμαθαν και λίγο βουλγάρικα την έλεγαν, και θύμωνε πολύ. Μόνο αυτήν την Ντίνκα θυμάμαι, δεν θυμάμαι κανέναν άλλον, γιατί ήταν ξέρεις που; Πού είναι τώρα του Νόβα το σπίτι; Εκεί ήταν ένα παλιό σπίτι, εκεί καθόντουσαν.
Στον κεντρικό έτσι;
Ναι, ναι, ναι εκεί, ακριβώς εκεί που είναι αυτό. Ήταν ένα παλιό σπίτι κι επειδή ήταν πολύ κοντά μας, γι’ αυτό το ξέρω. Αλλιώς πώς να το ήξερα;
Γνωρίζετε, αν σε αυτά τα 2 χρόνια που ήταν εδώ οι Βούλγαροι, προσπάθησαν να επιβάλλουν έθιμά τους, τη γλώσσα τους;
Όχι, δεν το ξέρω.
Αν προσπαθούσαν να σας αφομοιώσουν στη δική τους κουλτούρα.
Μπα, δεν το ξέρω. Αφού σου λέω τώρα κι αυτά που θυμάμαι είναι πολλά για 5,6 χρονών παιδί, είναι πολλά.
Γνωρίζετε μήπως όσοι γνώριζαν την βουλγαρική γλώσσα αν πάλι ήταν πιο ευνοημένοι; Είχαν κάποιο κέρδος; Όχι! Ωραία.
Και μετά που τέλειωσε ο πόλεμος πήγατε στο σχολείο.
Ακριβώς, στο σχολείο, το ερειπωμένο σχολείο.
Πώς το βρήκατε;
Εμείς είμαστε παιδιά της Κατοχής, άλλα παιδιά είχανε αρχίσει πριν τον πόλεμο το σχολείο και μετά αναγκάστηκαν να διακόψουν, λόγω του πολέμου και να συνεχίσουν μετά. Άλλα πάλι παιδιά, όπως κι εγώ μαζί, δεν είχαμε αρχίσει καθόλου. Με τα χρόνια, όμως, που μεσολάβησαν ήμασταν ήδη μεγάλα για ν' αρχίσουμε από την αρχή. Αυτά δε τα παιδιά που είχαν ήδη αρχίσει το σχολείο κι αναγκάστηκαν να σταματήσουν, ήταν πια πολύ μεγάλα κι έτσι είχαμε ένα μπέρδεμα ηλικιών σε κάθε τάξη. Δεν είχαμε ηλικίες εμείς, τώρα όπως λένε: «Α έχουμε ίδια ηλικία, ήμασταν συμμαθητές» και λοιπά. Εγώ με τον Κώστα έχω μια τάξη διαφορά κι έχουμε 6 χρόνια στην ηλικία, στο σχολείο είχαμε μία τάξη διαφορά κι έχουμε 6 χρόνια διαφορά και πόσου άλλους έτσι μεγάλους από 'δώ. Γιατί; Γιατί σταμάτησαν στην Κατοχή. Λοιπόν, το σχολείο μας μετά τον πόλεμο λειτούργησε ως εξής: στην αρχή δεν ήρθαν δάσκαλοι κανονικοί. Δεν ξέρω εδώ έχω κι ονόματα, δεν ξέρω αν πρέπει να τα πω-
Δάσκαλοι ήταν δεν έκαναν κάτι κακό.
Δεν το λέω για κακό, 4 άνθρωποι από το χωριό που είχαν κάποια σχετική παιδεία, ανέλαβαν να διδάξουν τα παιδιά. Αυτοί ήταν ο Κωνσταντινίδης Ιωάννης, που τον έλεγα και Γερουσιαστή, γιατί διετέλεσε και Γερουσιαστής κάποτε, Γεωργουλάς Δημήτριος, Μωυσίδης Παύλος και Δημητριάδης Γιώργος. Μαζευτήκαμε, λοιπόν, όλα τα παιδιά στο σχολείο κι αυτοί ανάλογα με την ηλικία μας έβαλαν στην ανάλογη τάξη. Εμένα για παράδειγμα με έβαλαν στο νηπιαγωγείο, επειδή ο πατέρας μου μου είχε μάθει μερικά γράμματα, μέχρι και γράμματα και λεξούλες, στον καιρό της Κατοχής με μάθαινε δεν μ' άφηνε, σε μία εβδομάδα από το νηπιαγωγείο μου λέει ο δάσκαλος: «Πήγαινε δίπλα, στην Α΄ τάξη». Αυτός ήταν ο προβιβασμός. Σε κανένα μήνα μου λέει ο δάσκαλος της Α΄ τάξης: «Πήγαινε πάνω, στην Β΄ τάξη». Μ' αυτό τον τρόπο σε λιγότερο από ένα σχολικό έτος έφθασα στην Δ΄. Δεν περιαυτολογώ, αυτός ήταν ο τρόπος που προβίβαζαν τα παιδιά. Αυτό δεν έγινε μόνο σε μένα, απλά εγώ ξέρω τα δικά μου. Λοιπόν, μέχρι να γίνουν αυτά που σας περιγράφω ήρθαν και οι κανονικοί δάσκαλοι, οι οποίοι ήρθαν το 1945, οι δάσκαλοι.
Εσείς πότε πήγατε πρώτη φορά σχολείο;
Ε να τότε, τώρα αν ήταν μέσα στο '45, από το '44 κάποια αυτή, ή '44 ή '45. Ήρθαν οι κανονικοί δάσκαλοι, αυτοί μας έκριναν ως εξής: μας έβαλαν να διαβάσουμε ένα κομμάτι από ένα κείμενο, κι ακόμη να λύσουμε μία αριθμητική πράξη, απλή πράξη. Ανάλογα με την επίδοση, μας έβαλαν σε τάξεις. Εγώ ξεκίνησα από την Γ΄ κι άκουσα τους δασκάλους να λένε: «Είναι για πιο μεγάλη τάξη, αλλά πρέπει να την βάλουμε», η ηλικία μου ήταν για την Γ΄ τάξη. Εννοείται ότι δεν έβαλαν κανένα παιδί στην ΣΤ΄, δεν είχε ικανότητες για ΣΤ΄. Ο δικός μας ο δάσκαλος, που ήταν ο Δουβαράς Νικόλαος, πήρε την Γ΄, Δ΄ και Ε΄, τρεις τάξεις σε μία αίθουσα. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν ήταν ακόμη ένας δάσκαλος ή δύο, πάντως όχι περισσότεροι. Αργότερα ήρθαν κι άλλοι και μια ζωή το σχολείο μας ήταν εξαθέσιο. Στο μέσον του πρώτου σχολικού έτους, αφού πια τακτοποιηθήκαμε σε τάξεις και μετά, μας προβίβασαν, σε μισό χρόνο, οπότε δημιουργήθηκε και ΣΤ΄ τάξη. Τώρα ο δάσκαλός μας πήρε την Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄, πάλι τρεις τάξεις, αλλά Δ΄, Ε΄ κι ΣΤ΄. Στο τέλος του σχολικού έτους ξαναπροβιβαστήκαμε, δηλαδή δύο τάξεις σε ένα σχολικό έτος την πρώτη φορά. Με την καινούρια χρονιά ο δάσκαλός μας πήρε την Ε΄ και ΣΤ΄ κι από τότε πια προβιβαζόμασταν κανονικά, έτος και τάξη. Μήπως θέλεις να μην τα πω τόσο αναλυτικά;
Κάποια πράγματα θα μπορούσαμε να μην τα πούμε, αλλά είναι ενδιαφέρον ότι ήσασταν στην αρχή πολλές τάξεις.
Ναι και το άλλο πώς ήταν τα πράγματα. Το θέμα είναι πώς κάναμε μάθημα, βιβλίο δεν είχαμε, σε κάθε μάθημα ο δάσκαλος έγραφε ορισμένα πράγματα στον πίνακα, τα οποία αντιγράφαμε σε τετράδιο. Με αυτές τις σημειώσεις και ό,τι θυμόμασταν από την παράδοση μαθαίναμε τα μαθήματά μας. Γράφαμε πυκνά-πυκνά στο τετράδιο, για να μη γεμίσει γρήγορα και πώς θ' αγοράζαμε ά[00:40:00]λλο; Περιμέναμε πότε θα γεννήσει η κότα, για να πάμε με το αβγό ν' αγοράσουμε ό,τι μας χρειαζόταν.
Μ' ένα αβγό αγοράζατε-
Ένα τετράδιο, ένα μουλινέ … το δε μολύβι το ξοδεύαμε μέχρι τέλους, το καταφέρναμε με τον εξής τρόπο: από τον πόλεμο βρίσκαμε συχνά κάλυκες από σφαίρες, σκορπισμένους παντού, βάζαμε λοιπόν το μικρό το μολυβάκι μέσα στον κάλυκα και κρατώντας το γερά απ' αυτόν καταφέρναμε να γράφουμε μέχρι να τελειώσει το μολύβι. Τα θρανία ήταν λιγοστά, τη μία εβδομάδα καθόταν σ' αυτά τα μισά παιδιά, τα υπόλοιπα έφερναν από το σπίτι τους κάτι πρόχειρα ξύλινα σκαμνάκια και καθόταν σε αυτά. Εννοείται ότι γράφαμε πάνω στα γόνατά μας. Την επόμενη εβδομάδα γινόταν το αντίθετο, τα παιδιά από τα σκαμνάκια καθόταν στα θρανία κι αυτά των θρανίων έφερναν τα δικά τους σκαμνάκια. Το δύσκολο ήταν με την θέρμανση, το σχολείο δεν διέθετε καύσιμα. Όλα τα παιδιά λοιπόν κουβαλούσαμε κάτι μέσα σε καλαθάκια για τη σόμπα. Ένα-δύο ξύλα, λίγα κοτσάνια ή ακόμα και σβουνιές. Τα κοτσάνια ήταν το ξυλώδες μέρος που έμενε αφού έτριβαν τα σπυριά από τα καλαμπόκια, οι δε βουνιές ήταν αυτό που έκαναν από τις ακαθαρσίες των αγελάδων. Κάθε μέρα οι νοικοκυρές μάζευαν σ' ένα μέρος τις κοπριές των αγελάδων, εκεί μέσα έβαζαν και αρκετό άχυρο. Αυτό το μείγμα το ζύμωναν με τα χέρια, μετά το έκαναν μικρές σχετικά μπάλες, που τις χτυπούσαν με δύναμη στον τοίχο, όπου και κολλούσαν, έκαναν και μερικές τρύπες από πάνω για να στεγνώσουν πιο γρήγορα. Αφού στέγνωναν, τις αποθήκευαν και τις χρησιμοποιούσαν σαν καύσιμα. Ιδίως στάζοντας επάνω λίγο πετρέλαιο γινόταν το καλύτερο προσάναμμα. Τον πρώτο καιρό τα μισά τζάμια από τα παράθυρα ήταν σπασμένα, τα έκλεισαν πρόχειρα με κανένα κομμάτι χαρτόνι ή λαμαρίνα. Την άνοιξη ο δάσκαλός μας με λίγη βοήθεια κι από εμάς ξεχέρσωσε ένα κομμάτι γης, εκεί σπείραμε κουκιά, κρεμμύδια και σκόρδα. Όταν ήρθε ο καιρός και ήταν για φάγωμα, τα πουλήσαμε. Με αυτά τα λεφτά πήραμε τζάμια κι έτσι τακτοποιήθηκε το θέμα των παραθύρων. Δεν είναι ενδιαφέροντα όλ' αυτά;
Αυτά είχανε καταστραφεί από τον πόλεμο;
Άλλα είχαν σπάσει από πέτρες, γενικά ήταν σπασμένα. Χρόνια ήτανε… μπορεί και παιδιά παίζοντας, μπορεί και παιδιά να πετούσαν πέτρες. Ποιος ξέρει πως; Πάντως είχε πολλά σπασμένα τζάμια. Σαν τώρα θυμάμαι τον δάσκαλό μας να δουλεύει ξυπόλητος, γιατί έκανε μόνος του κι άλλα πράγματα. Σαν παράδειγμα, αργότερα περιέφραξε την αυλή του σχολείου μόνος του. Έσκαψε και στερέωσε τους πασσάλους και τέντωσε δύο ή τρεις σειρές αγκαθωτό σύρμα. Αυτός ο δάσκαλος ήταν που μας έκανε και φυτέψαμε το δασάκι των πεύκων, που υπάρχει ακόμα σήμερα στην αυλή του σχολείου.
Άρα, το σχολείο που λέτε είναι αυτό εδώ πέρα που υπάρχει.
Στη θέση ήτανε, αλλά ήταν άλλο κτίσμα.
Το οποίο είχε αρκετές αίθουσες;
4 αίθουσες, ήταν διώροφο, στο κέντρο είχε ένα σαλόνι με σκάλες που ανεβαίναμε, 2 αίθουσες κάτω και 2 επάνω.
Αυτό το σχολείο προϋπήρχε του πολέμου; Αυτό το κτήριο;
Ναι, προϋπήρχε. Και φυτέψαμε τα δασάκι των πεύκων, που υπάρχει ακόμα και σήμερα στην αυλή του σχολείου. Για να έχουμε περισσότερη όρεξη να τα περιποιηθούμε, ο καθένας μας είχε το δικό του δέντρο, αυτό που φύτεψε. Έτσι, είχαμε μια άμυλα τίνος το δέντρο θα μεγαλώσει καλύτερα. Αυτό έγινε ή το 46’ ή το 47’. Για να μη μείνουν το καλοκαίρι απότιστα και ξεραθούν, λόγω των διακοπών, κάναμε το εξής: ο δάσκαλός μας δεν έφυγε το καλοκαίρι από το χωριό, συμφωνήσαμε, λοιπόν, κάθε Σάββατο απόγευμα να πηγαίνουμε στο σχολείο μ' έναν κουβά στο χέρι, κι ο δάσκαλος μαζί. Κουβαλώντας νερό από τα πηγάδια της γειτονιάς τα ποτίζαμε. Τότε στο σχολείο δεν υπήρχε νερό, αργότερα έκαναν πηγάδι. Έτσι, μ' αυτό τον τρόπο καταφέραμε και τα κρατήσαμε κι έτσι το σχολείο έχει σήμερα το δασάκι του. Κάτι εδώ έχω μια υποσημείωση, ότι σχολείο πηγαίναμε κάθε μέρα και πρωί κι απόγευμα, εκτός Σαββάτου που πηγαίναμε μόνο το πρωί.
Τι ώρες;
Ε τώρα ώρες… να τις ώρες που πηγαίνουν σχολείο. Τ' απόγευμα νομίζω 4 πηγαίναμε, αν δεν κάνω λάθος.
Χωρίς ρεύμα και φως τι κάνατε;
Μέρα, μέρα ήτανε.
Ακόμα και τον χειμώνα, γιατί τον χειμώνα νυχτώνει νωρίτερα.
Μπορεί να πηγαίναμε νωρίτερα τ' απόγευμα σχολείο, δεν ξέρω.
Δεν είχατε τίποτα κεράκια και τέτοια;
Όχι, όχι. Φως καθόλου! Οι κιμωλίες ήταν τόσο λιγοστές που κάναμε οικονομία. Το σχολείο τότε δεν είχε ξεχωριστό χώρο για γραφείο. Αργότερα χώρισαν ένα κομμάτι από το επάνω χολ και το έκαναν γραφείο. Ο δάσκαλός μας που ήταν και διευθυντής του σχολείου είχε μέσα στην τάξη μια έδρα διαφορετική, ένα γραφείο, δηλαδή, με πολλά συρτάρια, όπου εκεί μέσα φύλαγαν κλειδωμένα όλα τα σχολικά έγγραφα. Φαντάζεστε ότι εκεί μέσα κλείδωναν και το κουτί με τις κιμωλίες; Κάθε τάξη είχε μία κιμωλία, όταν τελείωνε εντελώς, όσο μπορούσε να πιαστεί, ερχόταν ένα παιδί και ζητούσε από τον διευθυντή καινούρια κιμωλία. Στο διάλλειμα για να μην πάει κανένα παιδί και τη ξοδέψει άσκοπα ο δάσκαλος την κρατούσε στο χέρι του, για να μη πάει κάποιο παιδί, και πάρει την κιμωλία και την ξοδέψει. Τόσο μεγάλη οικονομία! Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, ούτε τα ρούχα μας ήταν σωστά, ούτε τα παπούτσια. Πολλά παιδιά ερχόταν μέχρι και ξυπόλητα στο σχολείο ή με λαστιχένια παπούτσια. Όσοι γονείς ήταν προκομένοι σοφιζόταν διάφορους τρόπους για να ντύσουν τα παιδιά τους. Εγώ θυμάμαι τι έκανε η δική μου η μαμά. Αυτό που σου είπα, πήρε το σύσπορο βαμβάκι που υπήρχε από το χωράφι και με τα νύχια το ξεκουκούτσιασε. Το βαμβάκι αυτό, το έκλωσε με το αδράχτι και το έκανε κλωστή. Με αυτή την κλωστή και με την θεία μου, έστησαν έναν αργαλειό και ύφαιναν ύφασμα. Με αυτό το ύφασμα έραψε η μαμά μου φορεματάκι για μένα και ρούχα για τον αδερφό μου, που ήταν πιο μικρός. Το δύσκολο ήταν με τί κλωστή θα τα έραβε και τότε σκέφτηκε και ξήλωσε τις δαντέλες που είχε στα μαξιλάρια και με αυτή την κλωστή τα έραψε. Ο δε πατέρας μου μου έκανε ένα ζεύγος παπούτσια από ξύλο. Πήρε ένα κομμάτι ξύλο και το λάξευσε έτσι, ώστε να σχηματιστεί μια σόλα με λίγο τακουνάκι, ένα τσόκαρο δηλαδή. Εκεί απάνω κάρφωσε ένα χοντρό ύφασμα, αφού φρόντισε να το δώσει το σχήμα του παπουτσιού. Με τον ίδιο τρόπο, αλλά με μια λουρίδα πετσί ή κάτι χοντρό από πάνω, μας έκανε τα λεγόμενα τσόκαρα. Μ' αυτόν τον τρόπο δεν χρειαζόταν να πατάμε τουλάχιστον ξυπόλητοι κάτω. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου μου έκανε και μια κασετίνα από ένα πλατύ κονσερβοκούτι, είχε κάτι πλατιά κουτιά κονσερβοκούτια, το άνοιξε με τρόπο που μετά με 2 περτσίνια κατάφερε και το έκανε να κλείνει από πάνω. Μ' έκανε κασετίνα από κονσερβοκούτι, μεταλλικό. Κι αργότερα άρχισαν να μας στέλνουν δέματα από την Αμερική, που 'χω φωτογραφία, από μια οργάνωση που λεγόταν ΟΥΝΡΑ. Μη φανταστείτε σπουδαία πράγματα, όταν τ' ανοίγαμε και μας τα μοίραζαν έπαιρνε ο καθένας μας από μια σβήστρα ή μια ξύστρα, ένα μολύβι ή ένα καρούλι ή κάτι ανάλογο. Χαιρόμασταν, όμως, πολύ, γιατί δεν τα είχαμε. Πιο αργά μας έστειλαν και κάτι φορεμένα ρούχα. Σε κάποια φάση μας μοίραζαν και πρωινό στο σχολείο. Μέσα σε καζάνια με νερό διέλυαν γάλα σε σκόνη κι εμείς με τα κυπελάκια μας στο χέρι, περνούσαμε και μας τα γέμιζαν. Μας μοίραζαν, επίσης, κονσέρβες, πάλι σταλμένες από την Αμερική, από την ΟΥΝΡΑ. Ακόμη θυμάμαι πόσο νόστιμες ήταν οι κονσέρβες με κάτι λεπτά λουκάνικα και κάτι μικρές κονσερβούλες με ρυζόγαλο και με γεύση ανανά. Το θυμάμαι, με 'μεινε η γεύση του ανανά. Φυσικά τότε για πρώτη φορά γευτήκαμε ανανά. Παρόλα τα δύστυχα χρόνια όμως, κάναμε πολύ ωραίες σχολικές γιορτές, για τις εθνικές εορτές, για τα Χριστούγεννα, για το Πάσχα. Το αποκορύφωμα όλων ήταν οι γιορτές για το κλείσιμο των σχολείων. Πρώτα, πρώτα κάναμε γυμναστικές επιδείξεις που συνοδευόταν από διάφορα αγωνίσματα, που τα πιο πολλά ήταν αστεία και μας έκαναν να γελάμε. Σαν παράδειγμα μπαίναμε μέσα σε ένα σακί, το οποίο με σπάγκο δέναμε στη μέση μας κι έτσι περπατώντας με το σακί, κάναμε αγώνες δρόμου. Επίσης, δαγκώναμε ένα κουτάλι με το στόμα, μέσα στο οποίο βάζαμε ένα αβγό, κρατώντας το γερά με τα δόντια, τρέχαμε φροντίζοντας να μη πέσει το αβγό. Νικητής ήταν αυτός που κατόρθωνε να φτάσει στο τέρμα, χωρίς να του πέσει το αβγό. Τι διελκυστίνδες κάναμε με το σκοινί; Επίσης, χορεύαμε πολλούς παραδοσιακούς χορούς. Φυσικά, κάναμε και θεατρικές παραστάσεις. Ε τώρα και κάθε Κυριακή που πηγαίναμε στην εκκλησία…
Αυτό με την εκκλησία γιατί; Να το πείτε.
Ναι, όχι κοιτάζω τι άλλο έχω γραμμένο. Λοιπόν, κάθε Κυριακή, απαραίτητα, πηγαίναμε στην εκκλησία κι όλοι οι δάσκαλοι μαζί. Όχι ο καθένας μόνος του. Πηγαίναμε πρώτα στο σχολείο κι από εκεί με τη σειρά και με τους δασκάλους όλους μαζί, πηγαίναμε στην εκκλησία ήσυχα και όμορφα, χωρίς να κάνουμε φασαρία. Μόλις σχολούσε η εκκλησία πάλι, παρατεταγμένοι, αλλ' αυτή τη φορά τραγουδώντας χαρούμενα τραγούδια – όταν πηγαίναμε μας έλεγαν ήσυχα [00:50:00]και όταν γυρίζαμε τραγούδια- γυρίζαμε πάλι στο σχολείο. Από 'κεί διαλυόμασταν και πηγαίναμε στα σπίτια μας.
Μπορούσαν όλοι να’ ρθούν τότε στην εκκλησία;
Όποιοι ήθελαν, τι; Όπως πηγαίναμε σχολείο…
Αν κάποιος δεν μπορούσε να 'ρθεί, αν δεν είχε τα κατάλληλα ρούχα, παπούτσια;
Αα, εκεί δεν προσέχαμε τέτοια πράγματα, ό,τι είχε φορούσε ο καθένας. Εγώ να φανταστείς μια φορά πήγα στο σχολείο μ' ένα ζεύγος τακούνια της μάνας μου, γιατί δεν είχα. Κράτησε ο μπαμπάς μου λίγο να με σολιάσει κάτι παπούτσια που είχα, και φόρεσα της μαμάς μου τα τακούνια και πήγα στο σχολείο. Ό,τι έβρισκε ο καθένας φορούσε, δεν είχε τότε ντυμένους και άντυτους. Κατάλαβες; Μέχρι κι αυτό. Αυτά ήταν για το σχολείο, από 'δώ και πέρα αρχίζει για τα μεταφορικά μέσα.
Να σας ρωτήσω για το σχολείο. Εσείς ήσασταν αγόρια κορίτσια μαζί; Στην ίδια αίθουσα;
Ε βέβαια, δημοτικό ήταν. Εδώ εγώ πρόφθασα και το γυμνάσιο, αγόρια-κορίτσια μαζί.
Εσείς μέχρι πότε πήγατε σχολείο; Και γυμνάσιο πήγατε;
Τελείωσα γυμνάσιο ναι, εξατάξιο γυμνάσιο.
Εδώ στο χωριό;
Στην Ξάνθη εγώ πήγα, γιατί εκεί έτυχε να 'ναι η αδερφή του μπαμπά μου, που ήταν και νονά μου συγχρόνως και πήγα εκεί, στην Ξάνθη.
Τελειώσατε το δημοτικό στο Φωτολίβος-
Ναι.
Και μετά πήγατε Ξάνθη για γυμνάσιο, εξατάξιο.
Ναι. έδωσα εξετάσεις στη Δράμα στο Γυμνάσιο, γιατί δώσαμε κι εξετάσεις τότε για να μπούμε στο γυμνάσιο, και το ωραίο είναι ότι εκείνη τη χρονιά δώσαμε 10 παιδιά, και πήγαμε στην Δράμα περπατώντας, παρακαλώ, για να δώσουμε εξετάσεις, γιατί τότε ήταν ο Εμφύλιος, και με μία νάρκη είχε ανατιναχτεί μέσα στο τούνελ, εδώ που είναι προς την Αγγίστα, κι έκλεισε το τούνελ και δεν μπορούσε να’ ρθεί το τρένο. Τότε το μόνο μέσο που είχαμε ήταν το τρένο και μαζευτήκαμε 10 παιδιά και γραμμή- γραμμή πήγαμε και δώσαμε εξετάσεις.
Όσον αφορά τις σχολικές γιορτές πώς ήταν τότε; Δηλαδή φορούσατε ανάλογη στολή; Πάλι με τα ποιήματα;
Ναι, ανάλογη, όσο μπορούσε να είναι ανάλογη, αλλά κάναμε στολές με χαρτί γκοφρέ. Όχι με ύφασμα, πού ν' αγοράσεις ύφασμα; Υπήρχε ένα χαρτί λίγο σγουρό, γκοφρέ, κι αν χρειαζόταν κάναμε μ' εκείνο ρούχα. Θυμάμαι, την Μεγάλη Παρασκευή, διάλεγε ο δάσκαλος 4 κορίτσια και ντυνόταν στα άσπρα κι ήταν οι μυροφόρες γύρω από τον επιτάφιο και όταν έλεγε ο παπάς: «Έρραναν τον τάφον», είχαμε καλαθάκια με λουλούδια και ραίναμε τον τάφο. Τι άσπρο να φορέσουμε και πού να βρούμε; Με γκοφρέ κάναμε τ' αυτά. Όχι πολλές στολές, πάρα πολλές δεν είχαμε, αλλά ό,τι μπορούσε ο καθένας ό,τι έκανε. Θυμάμαι είχαμε ένα σκετς «Τα 7 χρώματα», πού να βρεις για το κάθε χρώμα ρούχο; Θυμάμαι εγώ είχα το παρδαλό, τέλος πάντων, και με γκοφρέ, με χαρτιά. Αργότερα άρχισαν, από πιο αργά που έχω φωτογραφίες άλλων δηλαδή, είχαν αρχίσει να κάνουν και φουφούλες στις γυμναστικές επιδείξεις κι απ’ όλα.
Τότε είχατε τις ίδιες αργίες που έχουμε και τώρα; Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι.
Ναι.
Κλείνατε δηλαδή Χριστούγεννα 23, το Πάσχα κλείνατε πριν την Μεγάλη Εβδομάδα;
Ναι, ε μάλλον έτσι θα γινότανε.
Και το καλοκαίρι ήσασταν Ιούλιο Αύγουστο κλειστά;
Ναι, ναι. το ίδιο, το ίδιο κλειστά.
Τους δασκάλους σας τότε πώς τους θυμάστε; Ήταν αυστηροί; Αυτό που έχουμε τώρα εμείς στο μυαλό μας, με τη βέργα;
Είχανε κάτι χάρακες, του θυμάμαι, μαύροι- μαύροι ήτανε, δεν ξέρω από τι υλικό, ξύλο ήταν; Τι ήταν δεν ξέρω, και στις γωνίες είχανε σίδερα, οι 4 γωνίες είχαν σίδερα. Μ' εκείνες έδερναν, έβαζαν και τιμωρία πίσω από την πόρτα στο ένα πόδι, να στέκεσαι στο ένα πόδι, ήτανε… Θα πεις, αυτό εξαρτιόταν κι από τον άνθρωπο. Άλλοι ήταν πιο αυστηροί, αλλά γενικά ήταν αυστηροί, έβαζαν πολλές τιμωρίες.
Τότε πόσα παιδιά πιστεύετε, περίπου, ότι είχε το σχολείο;
Πρέπει να ήταν πολλά, γιατί ο κόσμος τότε είχε πολλά παιδιά, αλλά αριθμό δεν μπορώ να πω.
Πάνω από 100; 200;
Πάνω από 100 θα ήτανε πιστεύω, ναι. Θα ήτανε.
Κι όσον αφορά το συσσίτιο; Μόνο είχε το γάλα κι αυτό με –
Και τις κονσέρβες ναι, το γάλα και τις κονσέρβες, αυτά.
Ήταν κάθε μέρα;
Κάθε μέρα, ναι, κάθε μέρα.
Και όταν πηγαίνατε και πρωί και μεσημέρι-απόγευμα, γυρνούσατε λίγες ώρες σπίτι φαντάζομαι;
Ναι, σπίτι και ξαναφεύγαμε στο σχολείο.
Και κάνατε τα ίδια μαθήματα ή κάτι διαφορετικό;
Τώρα θα σε γελάσω, δεν ξέρω. Όχι τα ίδια μαθήματα, δεν μπορεί να κάναμε τα ίδια, να κάναμε σαν παράδειγμα ανάγνωση το πρωΐ κι ανάγνωση το απόγευμα; Αποκλείεται, ίσως καμιά ιχνογραφία; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να θυμηθώ όχι.
Τι μαθήματα κάνατε θυμάστε;
Ναι, είχαμε και δασκάλα χωριστά για την ωδική παρακαλώ.
Ωδική;
Τραγουδάκια που μαθαίναμε είχαμε ξεχωριστή δασκάλα, είχαμε ξεχωριστή δασκάλα. Κάναμε καλλιγραφία, είχαμε ειδικό τετράδιο που κάναμε καλλιγραφία, δηλαδή αυτά ήταν εκτός από τα σημερινά. Κάναμε ανάγνωση, αριθμητική, γεωγραφία, ιστορία τα πάντα, αλλά χωρίς βιβλία. Χωρίς βιβλία, από την παράδοση κι ό,τι σημειώσεις... Χρονολογίες και τέτοια μας έγραφε ο δάσκαλος στον πίνακα και τι; Γράφαμε, είχε κάτι τετράδια, που είχαν κάτι λεπτές κίτρινες σελίδες, χωρίς γραμμές, κι εκείνα τα είχαμε, εκεί σημειώναμε τα πάντα. Και κοιτάζαμε να τα κάνουμε μικρά- μικρά τα γράμματα για να χωρέσει πολλά, γιατί δεν θα μπορούσαμε μετά να πάμε να πάρουμε τετράδιο.
Τότε για να πάρετε τετράδιο έπρεπε να πάτε στη Δράμα ή είχε στο χωριό κάποιο μαγαζί;
Τώρα θα σε γελάσω, πρέπει να είχε… Πρέπει να είχε, αλλά δεν μπορώ ακριβώς να θυμηθώ. Όχι, δεν το θυμάμαι.
Εσείς την ποδιά την προλάβατε;
Στο γυμνάσιο; Το τελείωσα το γυμνάσιο με την ποδιά και πολύ αργότερα.
Και ποδιά φορούσατε κι όταν πήγατε;
Πού;
Απ' όταν πήγατε μέχρι και που τελειώσατε;
Ναι, ναι.
Κι η μαμά μου πρόλαβε ποδιά στο γυμνάσιο.
Ναι, ναι ποδιά, ποδιά, ποδιά.
Αλλά πήγατε και με ποδιά, αυτό λέω ήταν από τότε.
Ναι, από τότε ήταν η ποδιά. Εγώ δε στο Γυμνάσιο Ξάνθης ήταν λίγο αυστηρά τα πράγματα, στο Γυμνάσιο Ξάνθης που πήγα. Ποδιά και, επιπλέον και μπερέ φορούσαμε με «ΓΞ», Γυμνάσιο Ξάνθης. Μπερεδάκι και μαλλιά απαραίτητα μακριά και κοτσίδες με τον ίδιο τρόπο χτενισμένα, δεμένα σε καλαθάκι οι κοτσίδες, ούτε κάτω οι κοτσίδες, ούτε… Όλες το ίδιο χτένισμα και τον μπερέ όχι φορεμένα λουσάτα κι αυτά, ίσιο και να φαίνονται μόνο 2 δάχτυλα τα μαλλιά. Τόσο πολύ αυστηρά ήτανε, όχι μόνο στο σχολείο, αλλά κι έξω τις καθημερινές, έτσι και βγαίναμε για κάποια δουλειά, έξω στην αγορά κι αυτό, έπρεπε οπωσδήποτε και την ποδιά και τον μπερέ να φοράμε, με φόρεμα δεν κυκλοφορούσαμε.
Εκτός σχολείου;
Εκτός σχολείου, ναι, εκτός σχολείου. Έπρεπε οπωσδήποτε και ποδιά και μπερέ. Μόνο την Κυριακή επιτρεπόταν να φορέσουμε ένα φόρεμα, αλλά τον μπερέ πάλι έπρεπε να τον φοράμε για να ξεχωρίζουμε. Και γινόταν πολλές αποβολές, για το τίποτα, αποβολή. Για το τίποτα, αποβολή. Ούτε σινεμά να πας, ούτε… Μέχρι τις 8, μετά τις 8 όχι κυκλοφορία το βράδυ.
Αυτά απ' το σχολείο σας τα επέβαλαν;
Ναι! Μέχρι τις 8 το βράδυ και- τώρα όχι να περιαυτολογήσω- αλλά επειδή ήμουν η αριστούχα της τάξης, ε, μ' αγαπούσαν οι δάσκαλοι. Ένα βράδυ, όλοι στο σπίτι αρρώστησαν, ήταν μια επιδημία γρίπης και ξέρω εγώ, κι έπρεπε να φωνάξουμε τον γιατρό. Τηλέφωνα δεν είχε, εγώ ξεκίνησα, φόρεσα, όμως, ποδιά και μπερέ, και ξεκίνησα να πάω να φωνάξω τον γιατρό να’ ρθεί στο σπίτι. Στο δρόμο συναντώ 3 καθηγητές μαζί, γύριζαν, γύριζαν στους δρόμους να δουν, αν είναι καμιά χωρίς ποδιά ή οτιδήποτε. Τους είδα, τους χαιρέτησα, άρχισε η καρδιά μου να χτυπάει. Τώρα λέω μ' είδαν, είχε περάσει η ώρα 8. Πήγα φώναξα τον γιατρό τέλος πάντων να μην τα πολυλογώ. Την άλλη μέρα το πρωί κατευθείαν πάω στο γραφείο να δώσω εξηγήσεις. Λέω: «Ήρθα να σας εξηγήσω τι συμβαίνει. Με είδατε -λέω- χθες να κυκλοφορώ, αλλά πήγα να φωνάξω τον γιατρό, αν θέλετε μπορείτε να σας το βεβαιώσει κι ο γιατρός», «Έλα βρε παιδί μου -λέει- εμείς ξέρουμε ότι κάπου πήγαινες γι' ανάγκη». Με είχαν πολλή εμπιστοσύνη, πάρα πολλή εμπιστοσύνη. Δηλαδή σε τέτοιο σημείο, να φοβάσαι να βγεις έξω.
Και μετά μόλις τελειώσατε το σχολείο απ' την Ξάνθη επιστρέψατε 'δώ;
Επέστρεψα εδώ, ετοίμασα τα χαρτιά μου να πάω να δώσω εξετάσεις για την Ακαδημία και τα έχω, τις βεβαιώσεις κι αυτά. Τα’ χω, γιατί τα’ χω, για να σου πω ότι τότε για να πας σε κάποια σχολή να δώσεις εξετάσεις χρειαζόταν και χαρτί κοινωνικών φρονημάτων, παρακαλώ, και το’ χω. Τα 'χω τα χαρτιά, το πιστο[01:00:00]ποιητικό και το χαρτί κοινωνικών φρονημάτων. Ένα παιδί να θέλει να πάει σχολείο και να χρειάζεται χαρτί κοινωνικών φρονημάτων.
Δώσατε εξετάσεις;
Όχι, δεν έδωσα, με σταμάτησαν για να με δώσουν τον κύριο. Οι γονείς, οι γονείς τα 'καναν, τότε έτσι γινότανε.
Οι γονείς σας μήπως δεν θέλαν κιόλας να φύγετε;
Α δεν ήταν εκείνο, ήταν και το οικονομικό τότε, ήταν λίγο δύσκολο. Εγώ για να είμαι ειλικρινής δεν ήθελα να πάω στην Ακαδημία, εγώ ήμουν αριστούχα στα μαθηματικά. Κι ήθελα μαθηματικά, φυσικομαθηματική να σπουδάσω και ο καθηγητής και ο μαθηματικός και ο φυσικός μου έλεγαν: «Πήγαινε κι είμαστε σίγουροι ότι θα πάρεις κι υποτροφία». Τότε, έδιναν υποτροφίες, αλλά πώς εκείνα τα χρόνια να σηκωθεί μια κοπέλα και να πάει στη Θεσσαλονίκη; Αυτό δεν γινότανε. Ε, και συμβιβάστηκαν, επειδή στην Αλεξανδρούπολη η σχολή τώρα που είναι, εμείς ακαδημία τη λέγαμε τότε-
Το παιδαγωγικό τώρα που είναι;
Ναι την ακαδημία τη λέγαμε τότε. Από τότε υπήρχε, επειδή η Αλεξανδρούπολη ήταν πιο επαρχιακή πόλη, πιο κοντά ξέρω 'γώ, είπαμε εκεί πέρα, άντε εκεί να πάω. Αλλά μετά δεν έγινε κι αυτό, ήταν και το οικονομικό πιο πολύ.
Εσείς 18 χρονών παντρευτήκατε;
Όχι, 3 χρόνια αρραβωνιασμένοι καθίσαμε, στα 21 παντρεύτηκα. 3 χρόνια αρραβωνιασμένοι. Κι εδώ είμαι με τη φιλενάδα μου, από εδώ απ' το Φωτολίβος είναι κι αυτή, Ποιμενίδου Δέσποινα. Είμαστε οι 2 κοπέλες που τελειώσαμε Γυμνάσιο στο Φωτολίβος. Πριν από μας άλλη δεν πήγε στο Γυμνάσιο.
Εδώ στο -
Η Δέσποινα πήγαινε στη Δράμα, εγώ πήγαινα στην Ξάνθη, αλλά ήμασταν απ' το Φωτολίβος και οι δύο, κι ήταν η φιλενάδα μου, πώς λέτε τώρα κολλητές; Από το νηπιαγωγείο και είμαστε ακόμη. Από 'κείνα τα χρόνια είμαστε ακόμη φιλενάδες. Είμαστε τα πρώτα κορίτσια από το Φωτολίβος που τελειώσαμε γυμνάσιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι κάνετε παρέα.
Κι αυτή καλή ήτανε, και βλέπεις οι ποδιές;
Ναι! Και το μαλλάκι…
Κι εδώ που είμαι παραστάτρια.
Στην Ξάνθη;
Ναι, παραστάτρια. Λόγω του ότι ήμουν αριστούχα, τους αριστούχους έβαζαν στην αυτή. Κι εδώ δίνοντας επαίνους ο γυμνασιάρχης, τους έχω τους επαίνους στοιβαγμένους. Να και το σχολείο μας. Εδώ είμαστε θα δεις τα παιδιά κρατούν κουτιά στα χέρια τους και στοιβαγμένα κουτιά, είναι τα κουτιά που μας έστειλαν από την ΟΥΝΡΑ. Κι αυτός είναι ο δάσκαλός μας.
Εδώ στο χωριό το σχολείο αυτό;
Το παλιό, το παλιό σχολείο ναι.
Αυτή τη φωτογραφία άραγε την έχουν εδώ; Θα την έχουν.
Ποιός να την έχει;
Αυτό (ενν. σχολείο) πότε αντικαταστάθηκε από το καινούριο;
Το έχω γραμμένο κάπου εδώ. Δεν θυμάμαι.
Ωραίο κτήριο πρέπει να ήταν το παλιό το σχολείο.
Πολύ ωραίο, αφού όταν το είδε ένας δάσκαλος και την φωτογραφία την ολόκληρη τελικά, με την γιορτή που έγινε το 16’ (2016) για τα 100 χρόνια του σχολείου, έψαξα πολύ και τη βρήκα σ' αυτή τη φιλενάδα μου. Με τον αδερφό της βγήκαν μπροστά στο σχολείο φωτογραφία και υπήρχε και το σχολείο. Και την έφερα από 'κεί και τους την έδωσαν και την είχανε. Σαν φωτογραφία την κράτησα και εγώ, αλλά στο λάπτοπ, όχι σαν φωτογραφία. Και όταν την είδε ένας δάσκαλος λέει: «Καλά αυτό το σχολείο γιατί το γκρέμισαν;», ήταν σε νεοκλασικό στυλ, πολύ ωραίο. Είχε είσοδο από εδώ και είσοδο από εκεί, με κάτι σκάλες, με κάτι..
Σαν αυτά που έχουν τώρα στο Δοξάτο, νομίζω έχει μείνει ένα τέτοιο σχολείο;
Αυτό ήταν πιο ωραίο, του Δοξάτου ήταν πιο μονοκόμματο κάπως, το έχω δει κι εγώ. Και το Δοξάτου το έχω δει. Το σχολείο, αυτά που λες για το σχολείο, κάπου πρέπει να έχω, αλλά σε ποια φάση το 'χω, πότε χτίστηκε το καινούργιο σχολείο. Θα το δω και θα σου πω.
Όσον αφορά τώρα τον ΟΣΕ που λέτε προϋπήρχε στο χωριό, πριν έρθουν οι πρόσφυγες.
Γιατί υπήρχε ένας τσιφλικάς, γι’ αυτό λέγεται Τσιφλίκι, ένας… Αλλά δεν έγινε γι' αυτόν ο Σταθμός. Τώρα γιατί έγινε δεν ξέρω, για να εξυπηρετεί τα γύρω χωριά; Πάντως ο Σταθμός προϋπήρχε και μάλιστα Σταθμάρχης ήτανε θείος μου.
Τ' όνομά του;
Καταρόπουλος Πέτρος. Το δύσκολο ήταν ότι δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα για να πηγαίναμε όπου θέλαμε. Ευτυχώς, που το δικό μας χωριό διαθέτει Σιδηροδρομικό Σταθμό, έτσι δεν νιώθαμε αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Και πάλι όμως, αν κάτι συνέβαινε στο τρένο, σταματούσαν τα πάντα. Και μέχρι τη Δράμα ακόμη πηγαίναμε ή με το κάρο ή με τα πόδια. Το 1948 όταν θελήσαμε γύρω στα 10 παιδιά να δώσουμε εξετάσεις στο Γυμνάσιο, δεν είχαμε με τι τρόπο να πάμε. Από την ανατίναξη μιας νάρκης μέσα στο τούνελ, λόγω Εμφυλίου, είχε σαν αποτέλεσμα να πέσει αρκετό μέρος από τα τοιχώματα του τούνελ κι έκλεισε τη γραμμή. Ξεκινήσαμε λοιπόν τα παιδιά με τα πόδια κι ακολουθώντας τη σιδηροδρομική γραμμή φτάσαμε στη Δράμα και δώσαμε εξετάσεις. Το τρένο όμως μας βοηθούσε και κάπου άλλου. Τα τρένα τότε κινούνταν με ατμό, μέσα σε μεγάλους λέβητες είχαν νερό, το οποίο ζέσταιναν με κάρβουνα μέχρι να βγάλει ατμό και με τη δύναμη αυτού του ατμού προχωρούσε. Την ώρα που κόντευε να έρθει το τρένο στο Σταθμό, μαζευόταν όσες γυναίκες ήταν κοντά στις γραμμές με κουβάδες και καζάνια κι έπιαναν σειρά. Μόλις έφθανε το τρένο, άνοιγε ο μηχανοδηγός έναν κρουνό απ' όπου έτρεχε κοχλαστό νερό με τη σειρά οι γυναίκες γέμιζαν τα σκεύη τους και τα πήγαιναν σπίτι. Το έκαναν αυτό γιατί τότε ήταν δύσκολο να ζεστάνεις νερό για το πλύσιμο των ρούχων, ενώ με τον τρόπο αυτό το έβρισκαν έτοιμο. Κι επιπλέον αυτό το νερό άφριζε καλύτερα και καθάριζε τα ρούχα καλά, γιατί είχε μέσα ποτάσα. Το νερό των πηγαδιών ήταν αρκετά ασβεστούχο και δεν έκανε αφρό για να καθαρίσει. Αργότερα 2 συνέταιροι, ο Λαχανόπουλος Σταύρος κι ο Ιωαννίδης Παναγιώτης, μετέτρεψαν το φορτηγό τους σε επιβατηγό. Να πάμε στη συνέχεια για το τρένο.
Για το τρένο, μ' αυτό το φορτηγό να φανταστώ κάνανε μεταφορές;
Στάσου, έβαλαν, το μετέτρεψαν σε επιβατηγό το φορτηγό τους, έβαλαν από τις 2 πλευρές του φορτηγού πάγκους που χρησίμευαν για καθίσματα. Πρόσθεσαν πίσω και μία μικρή σκάλα από την οποία ανέβαινε ο κόσμος και καθόταν στους πάγκους. Φυσικά, αυτό μόνο για πάνε- έλα στη Δράμα. Πηγαίνοντας ήταν κάπως υποφερτό το ταξίδι, γυρίζοντας όμως, ο κενός χώρος ανάμεσα στους πάγκους γέμιζε με όλων των ειδών τα ψώνια. Στα πλάγια άνθρωποι και στο κέντρο ό,τι φανταστείς, πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα, πράσα, λάχανα, ξυλοκάρβουνο για το σίδερο κι ό,τι είχε ψωνίσει ο καθένας. Πηγαίνοντας το πολύ-πολύ είχε καλαθάκια με αβγά κι ίσως και μερικές κότες που πήγαιναν για πούλημα. Ιδίως αν ήταν Δευτέρα για τη λαϊκή, γιατί τότε η λαϊκή γινόταν στη Δράμα, αλλά πάλι στον ίδιο δρόμο. Αργότερα, άρχισαν τη δουλειά αυτή να την κάνουν 2 ταξί, τα οποία είχαν φέρει ο Λαχανόπουλος ο Γιώργος κι ο Πέρρος ο Τάκης και μέχρι τώρα, αφού τ' άλλαξαν βέβαια με ταξί πάλι αυτοί εξυπηρετούν το χωριό. Τώρα τα έχουν ο γιος του Πέρρου και ο ανιψιός του Λαχανόπουλου.
Απίστευτο που τα έχουν πάλι οι ίδιοι.
Κάποια χρονιά άρχισαν να έρχονται τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Στην αρχή με λίγα δρομολόγια, αργότερα με περισσότερα και ειδικό δρομολόγιο για το πρωί και μεσημέρι, για τους μαθητές Γυμνασίου- Λυκείου, κι αργότερα μόνο για τους μαθητές Λυκείου, γιατί εν τω μεταξύ το χωριό μας απέκτησε Γυμνάσιο, γύρω στα 1976 κι από τότε έρχονται και παιδιά από τα γύρω χωριά. Τώρα πάλι το τρένο. Το τρένο, όμως, για να επανέλθω σ' αυτό μας εξυπηρετούσε και σε κάτι άλλο. Μ' αυτό ερχόταν κι έφευγε η αλληλογραφία και μάλιστα μ' ένα συγκεκριμένο τρένο που ερχόταν γύρω στις 8 το πρωί. Αυτό το τρένο το λέγαμε «Πόστα», προφανώς από το γαλλικό «post». Ο κλητήρας της κοινότητας εκτελούσε και χρέη ταχυδρόμου, πήγαινε λοιπόν στο Σταθμό και παραλάμβανε τον σάκο με τα γράμματα από την Πόστα. Γύριζε στην κοινότητα, όπου υπήρχε κόσμος μαζεμένος και περίμενε. Άνοιγε τον σάκο κι άρχιζε να διαβάζει το όνομα του παραλήπτη κάθε γράμματος. Όποιος άκουγε το όνομά του έπαιρνε το γράμμα του, αλλά όμως έπαιρνε και το γράμμα κάποιου γείτονα ή συγγενή που δεν ήταν εκεί και του το έδινε. Όταν ήθελε κάποιος να στείλει γράμμα, το πήγαινε στην κοινότητα και το έδινε στον κλητήρα-ταχυδρόμο. Αυτός, αφού μάζευε αρκετά, τα έβαζε στον σάκο και τα παρέδιδε στο τρένο να πάνε στον προορισμό τους. Σημειωτέoν ότι το τρένο αυτό είχε ένα βαγόνι ταχυδρομείο, αποκλειστικά με ταχυδρομικούς υπαλλήλους μέσα που διεκπεραίωναν αυτή τη δουλειά.
Εσείς στέλνατε γράμματα;
Βέβαια, πώς αλλιώς;
Εσείς πού στέλνατε; Όταν ήσασταν στην Ξάνθη να φανταστώ…
Ναι, στέλναμε στους γονείς, σε [01:10:00]κάποιους συγγενείς αν χρειαζόταν, όπου χρειαζότανε.
Με τις οικογένειες του πατέρα σας, οι γονείς του πέθαναν νωρίς; Είχατε επικοινωνία; Όταν ήρθε-
Όταν ήρθαν, ήρθε μόνο με τη μητέρα του.
Η μητέρα του πέθανε-
Εδώ στο Φωτολίβος πέθανε, το 45’. Τη γνώρισα εγώ τη γιαγιά, ναι.
Της μητέρας σας οι γονείς;
Ήταν στην Κορμίστα, εκείνοι πέθαναν αργότερα.
Μ' αυτούς επικοινωνούσατε; Μπορούσατε να πάτε ή στέλνατε;
Με τα πόδια ή με το κάρο.
Με τα πόδια μέχρι την Κορμίστα;
Με τα πόδια ή με το κάρο, ναι! Έτσι γινόταν, πηγαίναμε αρκετά συχνά πηγαίναμε, και κάποιες φορές όταν άρχισαν λεωφορεία, πηγαίναμε με το τρένο στην Αγγίστα κι από εκεί περιμέναμε το λεωφορείο που θα’ ρθεί, περνούσε ένα λεωφορείο που πήγαινε στην Κορμίστα.
Τότε για να στείλετε ένα γράμμα θυμάστε πόσο πληρώνατε; Ένα γραμματόσημο;
Όχι.
Το εισιτήριο του ΟΣΕ;
Ούτε και αυτό θυμάμαι, όχι! Όχι. Λοιπόν, έτσι γινόταν η αλληλογραφία μας τα χρόνια εκείνα, που ήταν αρκετά μεγάλη για την εποχή εκείνη η αλληλογραφία, γιατί δεν υπήρχαν τηλέφωνα, ούτε ο κόσμος ταξίδευε πολύ. Έτσι, όλες οι υποθέσεις κι οι ανακοινώσεις γεγονότων γινόταν δια αλληλογραφίας. Ο Σταθμός του τρένου είχε και μια άλλη ομορφιά. Τα χρόνια εκείνα για να κάνεις ένα ταξίδι ήταν σπουδαίο γεγονός. Και μέχρι τη Θεσσαλονίκη να πήγαινε κανείς, πήγαιναν μαζί του 2-3 στο Σταθμό για να τον αποστείλουν. Επίσης, εάν ήταν να έρθει κάποιος με το τρένο πήγαιναν στο Σταθμό και τον περίμεναν. Πολύ μεγάλη σημασία, επίσης, είχε όταν περνούσε το στρατιωτικό τρένο- εδώ πρόσεξε λίγο. Τι ήταν αυτό; Ήταν το τρένο που μετέφερε τους νεοσύλλεκτους στα κέντρα εκπαίδευσης. Κάθε αγόρι που ήταν να πάει φαντάρος παρουσιαζόταν στο φρουραρχείο της περιοχής του. Αφού τους συγκέντρωναν όλους, ξεκινούσε ένα τρένο από τον Έβρο και προχωρώντας, έπαιρνε από κάθε πόλη τους υποψήφιους φαντάρους με το φύλλο πορείας. Το τρένο αυτό όμως, δεν είχε βαγόνια επιβατηγά, ήταν όλα βαγόνια-φορτηγά. Οι υποψήφιοι φαντάροι ταξίδευαν μ' αυτά. Περιμέναμε στο Σταθμό, γιατί σταματούσε το τρένο, και χαιρετούσαμε τα φανταράκια, είχαμε και κάτι να τους δώσουμε, ή κανέναν κουλουράκι ή λίγο ζεστό ψωμί και λίγο νερό ακόμη φρέσκο από το πηγάδι, ήταν ευπρόσδεκτα. Περίμεναν να τους δώσουμε κάτι.- Τώρα από 'δώ και πέρα, ενώ ήμουν μικρό παιδί θυμάμαι αυτό που μου έκανε εντύπωση. Έξω από τα βαγόνια αυτά τα φορτηγά έγραφε: «Άνδρες 48, ίπποι 8», δηλαδή με τα ίδια βαγόνια ταξίδευαν και οι άνδρες και οι ίπποι, ή 48 άνδρες ή 8 ίπποι. Έτσι πήγαιναν φαντάροι.
Μπορεί να είχε μέσα και άλογα και-
Όχι, είπα ή 48 άνδρες το διευκρίνισα ή 48 άνδρες ή 8 ίπποι, αλλά στο ίδιο βαγόνι μπορεί την προηγούμενη φορά να ήταν άλογα, τώρα πήγανε άντρες και λοιπά. Κι από εκεί και πέρα τώρα αρχίζω για τους δρόμους. Το χωριό μας είχε πολλές λάσπες, πως έγιναν οι πρώτοι δρόμοι.
Θέλετε αυτά να μας τα πείτε και προφορικά; Ό,τι θυμάστε.
Δες το ίδιο θα πω. Το χωριό μας είχε ένα μειονέκτημα, είχε πάρα πολλές λάσπες κι ορισμένοι σκωπτικά το αποκαλούσαν «λασποχώρι». Όταν έβρεχε όλοι οι δρόμοι γινόταν αδιάβατοι, βούλιαζαν τα παπούτσια μέσα στη λάσπη. Εγώ συγκεκριμένα μια μέρα βούλιαξα τόσο πολύ που στην προσπάθειά μου να βγάλω το παπούτσι μου από τη λάσπη έμεινε το τακουνάκι μέσα σ' αυτήν και ούτε μπόρεσα να το βρω, έτσι όπως ανακατεύτηκε με τις λάσπες, με αποτέλεσμα να αχρηστευθούν τα παπούτσια. Κυκλοφορούσαμε, λοιπόν, με κάτι λαστιχένιες μπότες που έφθαναν μέχρι το γόνατο, τις γαλότσες. Όταν θέλαμε να πάμε κάποια επίσκεψη στην εκκλησία, παίρναμε μαζί μας τα παπούτσια μας, σε μία τσάντα και μόλις φθάναμε στην πόρτα βγάζαμε τις γαλότσες, που ήταν μέσα στις λάσπες και μπαίναμε με τα καθαρά παπούτσια. Φεύγοντας γινόταν το αντίθετο. Αργότερα κυκλοφόρησαν γαλότσες μέχρι τον αστράγαλο, μου άρεσαν πιο πολύ, γιατί ήταν κάπως πιο κομψές. Πολύ αργότερα άρχισαν να στρώνονται οι δρόμοι με πέτρες σιγά- σιγά. Κομμάτι- κομμάτι, ξεκινώντας από τους κεντρικούς δρόμους κι από το δρόμο του σχολείου- πρώτα είναι οι κεντρικοί κι ο δρόμος προς το σχολείο.
Οι δρόμοι οι κεντρικοί ήταν οι ίδιοι με αυτούς που είναι τώρα κεντρικοί;
Ναι, αυτός προς την εκκλησία και λοιπά, ναι.
Πότε περίπου αυτό;
Αυτό παιδί ήμουν ακόμη, δεν.
50’; 60’;
Μάλλον κατά εκεί. Κομμάτι- κομμάτι ξεκινώντας απ' τους κεντρικούς δρόμους και προχωρώντας σιγά-σιγά στους υπόλοιπους. Αυτή η δουλειά έγινε με τη λεγομένη «προσωπική εργασία». Όλες οι οικογένειες του χωριού έπρεπε να συμμετέχουν με τον δικό τους τρόπο. Όσοι είχαν κάρα, πήγαιναν στο βουναλάκι πάνω από τη Συμβολή, το λεγόμενο «Τασλίκι», που στην τουρκική θα πει «τόπος με πέτρες», και κουβαλούσαν στο χωριό πέτρες και τις άδειαζαν στο σημείο που γινόταν ο δρόμος. Ήταν καθορισμένο πόσα κάρα πέτρες έπρεπε να φέρει η κάθε οικογένεια. Όσοι δεν είχαν κάρα, δούλευαν στο στρώσιμο της πέτρας και πάλι με καθορισμένα μεροκάματα. Υπήρχαν και ορισμένοι επαγγελματίες συνήθως, που δεν είχαν ούτε κάρα ούτε ήθελαν να δουλέψουν στο στρώσιμο. Αυτοί πλήρωναν άλλους κι έκαναν τα μεροκάματα που τους αναλογούσαν, όσοι δεν δούλευαν μόνοι τους. Και με τον τρόπο αυτό βελτιώθηκε κάπως η κατάσταση, όχι εντελώς βέβαια. Σημειωτέον ότι στις δύο άκρες των δρόμων υπήρχαν σκαμμένα χαντάκια για να στραγγίζουν τα νερά. Τη νύχτα για να πάμε κάπου παίρναμε μαζί μας τα λεγόμενα κλεφτοφάναρα, για να βλέπουμε που πατάμε, μιας κι οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί. Χωρίς αυτό ούτε στην αυλή δεν μπορούσες να βγεις, αφού κι αυτές ήταν μέσα στη λάσπη. Κάπου γύρω στα 1986 ασφαλτοστρώθηκε ο δρόμος που έρχεται από τη Δράμα κι έφτασε μέχρι το κέντρο του χωριού. Πρώτα έγινε αυτός, από το Τσιφλίκι κάτω κι αυτός εδώ μπροστά. Αργότερα το 1990 άρχισαν να ασφαλτοστρώνονται και οι υπόλοιποι δρόμοι του χωριού. Σιγά-σιγά έφτασε να έχουν ασφαλτοστρωθεί όλοι οι δρόμοι και οι παράδρομοι του χωριού. Αυτά έγιναν επί προεδρίας Κώστα Ταρασιάδη. Φυσικά, παράλληλα άρχισαν να γίνονται και τα έργα αποχέτευσης, τα οποία άργησαν λίγο περισσότερο να τελειώσουν. Πριν τις αποχετεύσεις, κάθε σπίτι καινούριο που χτιζόταν τα τελευταία χρόνια, δηλαδή μετά το '56, '57, έκανε δικό του βόθρο. Όταν γέμιζε ήθελε άδειασμα, έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη να έρθει στο Φωτολίβος και βοθροκαθαριστής. Το ένα φέρνει το άλλο. Τον βοθροκαθαριστή τον έφεραν τα αδέρφια του Καμπάκη, παλαιότερα όμως ήταν ένα δράμα. Οι τουαλέτες γινόταν έξω στις αυλές, μακριά από τα σπίτια. Και τι τουαλέτες; Φτιαγμένες με καλαμποκόβεργες μπηγμένες στη γη, πολλές φορές χωρίς πόρτα. Στην καλύτερη περίπτωση αντί για πόρτα είχε ένα κρεμασμένο σακί και το τραβούσες στην άκρη για να μπεις. Μπαίνοντας είχε 2 πέτρες, τις οποίες πατούσες κι από κάτω ένας λάκκος να δέχεται τις ακαθαρσίες. Ορισμένες φορές ο λάκκος έβγαινε κι από έξω, οπόταν οι κότες πανηγύριζαν πάνω στα κόπρανα κι οι μύγες κοπαδιαστά, ζουζούνιζαν από πάνω. Υπήρχαν κάπου-κάπου κι ορισμένες τουαλέτες πιο περιποιημένες, φτιαγμένες ή με κομμάτια από λαμαρίνες ενωμένα ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, χτισμένες με πλιθιά. Με πλιθιά ήταν κτισμένα και μερικά σπίτια, αλλά όλοι οι στάβλοι κι οι αχυρώνες. Και τα πλιθιά τα έφτιαχναν μόνοι τους οι άνθρωποι και αρχίζω να λέω πως τα έφτιαχναν κι έκανα και το σχήμα του καλουπιού που έκαναν τα πλιθιά.
Εσείς δηλαδή στο σπίτι σας έτσι ήσασταν με την τουαλέτα;
Ναι, ναι, αλλά εδώ αμέσως ήταν από τα πρώτα σπίτια που κάναμε τουαλέτα στο σπίτι μέσα. Από τα πρώτα σπίτια, δεν ξέρω αν είχε γίνει πιο μπροστά κανένα άλλο σπίτι, πάντως ήταν απ' τα πρώτα σπίτια που όταν χτίστηκε έγινε και τουαλέτα.
Μεγάλη πολυτέλεια τότε θεωρώ.
Ωωω! Και στην κουζίνα ένα πάγκος που είχε ένα μάρμαρο κάτω και γύρω-γύρω λίγο μάρμαρο, αλλά ήτανε τα ντουλάπια με χτισμένα, με τούβλα χτισμένα, και οι πόρτες ήταν φτιαγμένες στο μαραγκό με κάτι σανίδια πρόχειρα, κι έλεγαν: «Πάτε να δείτε μια κουζίνα...!», κι ένας νεροχύτης από τσιμέντο μωσαϊκό φτιαγμένος. Τέτοιαο πράγμα. «Πάτε να δείτε μια κουζίνα, τί κουζίνα!», ναι ήταν καλή κουζίνα εκείνη.
Τώρα αυτά που βλέπετε με τότε, οι διαφορές με τα σπίτια, εσείς πώς τις βλέπετε, που έχετε ζήσει και τα προηγούμενα και τα τωρινά.
Σαν τι δηλαδή; Αν είναι πιο καλά-
Όχι μόνο πιο καλά, πόσο μεγάλη είναι η διαφορά, πώς έχει αλλάξει η ζωή του ανθρώπου;
Η ζωή άλλαξε κι αλλού ευκόλυνε, αλλού δυσκόλεψε. Τα σπίτια τα παλιά μπορεί να ήταν μικρά , αλλά δεν είχαν έπιπλα, δεν είχανε πολλά πράγματα. Οι δουλειές μέσα στο σπίτι ήταν λιγότερες, αλλά ήταν πιο δύσκολες γιατί δεν υπήρχαν τρεχούμενα νερά, δεν υπήρχε φως...
Εσείς τη νύχτα, π.χ. όταν ήσασταν μικρή, τι κάνατε που δεν είχατε το φως;
Λάμπες, λάμπες. Μία λάμπα μόνιμη έκαιγε στο χολ, [01:20:00]το σπίτι μας ήταν ένα χολ με 2 δωμάτια από 'δώ και 2 από 'κεί, μια μόνιμη για όταν μπαινοβγαίναμε και μία στο δωμάτιο που καθόμασταν. Λάμπες, αυτές ήτανε και μάλιστα υπήρχαν και κάτι λάμπες μικρές που έδιναν λίγο φως, όσο- όσο να φέγγει, που τους έλεγαν μάλιστα «ενταρέδες», που ενταρέ στα τούρκικα θα πει οικονομία- ξέρεις έμειναν πολλές τούρκικες λέξεις. Για να μην καίει πολύ, όταν- να στο χολ που σου έλεγα, για να φέγγει λίγο, είχαμε 'κείνες τις μικρές λάμπες, αλλά στην Κατοχή, όπως σου είπα, ο μπαμπάς μου έκανε με λαμαρίνα ένα, όπως είναι το λυχνάρι του Αλαντίν, έτσι το θυμάμαι εγώ. Κι έκανε φυτίλι με βαμβάκι, που το έβγαλε από τη μύτη του λυχναριού και μέσα στο λυχνάρι έβαλε λίπος από το χοιρινό, και καίγαμε εκείνο όταν δεν μπορούσαμε να βρούμε πετρέλαιο για τη λάμπα, αλλά εκείνο εκεί κάπνιζε κι είχε γίνει το σπίτι κατάμαυρο από την κάπνα, αλλά προκειμένου να καθόμαστε σκοτεινά…
Βέβαια, τότε να φανταστώ δεν είχατε και τα ωράρια που έχουμε τώρα, κοιμόσασταν πολύ νωρίτερα...
Νωρίτερα ναι, αλλά γινόταν πολλά νυχτέρια τότε. Τώρα μπορεί ο κόσμος να έχει την τηλεόραση, αλλά τότε μαζευόταν πολύ στα σπίτια ο κόσμος, με απλά πράγματα. Μπορεί να έψηναν καλαμπόκια επάνω στη λαμαρίνα της σόμπας σαν παράδειγμα, ή ρεβίθια ή να έκαναν πατλάκια κάτι τέτοια πράγματα απλά δεν είχε πιο πολλά, αλλά μαζευόταν παρέες, έλεγαν ιστορίες, έλεγαν παραμύθια, περνούσαν τα βράδια τους. Οι γυναίκες με τις δουλειές τους, νυχτέρια με τις δουλειές τους, άλλη έπλεκε κάλτσα, άλλη έπλεκε- και το βράδυ ακόμα με το φως της λάμπας. Εγώ στην προίκα μου όλα τα κεντημένα, με τη λάμπα τα έκανα. Τον τελευταίο χρόνο που θα παντρευόμουν, το 57’ παντρευτήκαμε, το 56’ ήρθε το φως στο Φωτολίβος.
Επομένως αυτά τα νυχτέρια που λέτε που μαζευόσασταν, ήταν σαν γιορτές, όχι;
Όχι, κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ λέγοντας όχι ότι θα μαζευόταν… Οποιοδήποτε βράδυ δηλαδή, «Απόψε θα πάμε εκεί, αύριο θα πάμε εκεί και θυμάμαι έπαιζαν και κανένα χαρτάκι. Τι χαρτάκι τότε; Μουτζούρα και γελούσαν, μουτζούρωναν τα μέτωπά του, αυτά.
Είχατε όμως τραπέζια καρέκλες όπως κάθονται τώρα ή ήταν διαφορετικά;
Άλλα σπίτια είχαν τραπέζια, τραπέζια μη ζητάς τραπέζια τέτοια, ένα τραπέζι απλό ξύλινο. Οι καρέκλες εκείνες οι ξύλινες οι ψάθινες, αυτές, όχι καλύτερα τραπέζια και καθίσματα.
Αλλά και πάλι με αυτό τον τρόπο περνούσατε μια χαρά.
Τότε ξέρεις τι συμβαίνει; Επειδή όλος ο κόσμος σχεδόν ήταν στην ίδια κατάσταση, δεν υπήρχε ούτε ανταγωνισμός, όλοι ήταν το ίδιο. Δεν ξέρω, δεν νοιαζόταν πολύ-πολύ τι θ' απογίνουν τα παιδιά, πώς θα τα σπουδάσουν, τι θα κάνουν. Δεν είχαν τέτοιες έννοιες. Ήταν λίγο πιο χαλαροί οι άνθρωποι, τώρα είναι μές στο στρες. Τότε ήταν φτωχικά μεν, αλλά ήταν πιο χαλαροί οι άνθρωποι.
Λιγότερες ευθύνες.
Ε, ναι αυτό ακριβώς.
Λιγότερες πολυτέλειες.
Τώρα που κοιτάμε σαν παράδειγμα τα παιδιά, όχι αυτή την ώρα να φάει το γάλα, όχι εκείνη την άλλη ώρα να φάει την κρεμούλα, όχι τη φρουτόκρεμα, έννοια, κακό, αυτό... Εκεί ό,τι έβρισκαν ένα ψωμί με ζάχαρη απάνω, στο χέρι το παιδί και τελείωσε.
Βέβαια.
Δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς και να ήθελαν δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς.
Εσείς δουλεύατε στο Μύλο;
Όχι!
Όχι, αλλά ξέρετε-
Ε ναι σαν αρραβωνιασμένη, παντρεμένη, ήρθα στον μύλο. Πρώτα ήτανε ο μύλος με δύο πέτρες, αυτές τις πέτρες του μύλου που λέμε. Με πέτρες και δούλευε με κάρβουνο, με ξυλοκάρβουνο. Είχε μία μηχανή με ξυλοκάρβουνο και δούλευε. Μετά τις πέτρες τον άλλαξαν κι έβαλαν κυλίνδρους, αλλά έβαλαν και... μετά το ξυλοκάρβουνο έγινε κάποια άλλη αλλαγή ή κατευθείαν το ηλεκτρικό;
Κάτι μηχανές,
Μαζί θα τα λέμε, γιατί ο παππούς δεν ακούει. Πρώτα ήταν με ξυλοκάρβουνο, άναβαν το ξυλοκάρβουνο και με αυτό τον τρόπο, μετά με μηχανή και πολύ αργότερα έβαλαν κυλίνδρους. Όταν ήταν με τις πέτρες είχε μια χοάνη επάνω, κι άδειαζαν εκεί πάνω στην χοάνη το σιτάρι, το σακί με το σιτάρι. Μετά ο μύλος έγινε, όλα έγιναν με αναβατόρια. Έριχνες το σιτάρι κι από αναβατόρι σε αναβατόρι πήγαινε στο καθαριστήριο, από 'κεί πήγαινε στο πλυντήριο, πήγαινε στο στεγνωτήριο, πήγαινε στο άλεσμα, πήγαινε στο κόσκινο, 1,5 χιλιόμετρο διαδρομή όλ' αυτά και μετά πήγαινε… Πού μαζευάτε το αλεύρι; Πώς το λέγαμε;
Στη χαρμανιέρα, ναι. Στη χαρμανιέρα μαζευόταν, χωρίς να πιάσει ανθρώπινο χέρι, καθόλου, γινόταν όλ' αυτά.
Εσείς όμως, ποιοι το δουλεύατε; Είχατε προσωπικό;
Ήτανε τα 2 αδέρφια, ο Κώστας με τον αδερφό του, αλλά κατά καιρούς, όταν παλαιότερα είχε πολλή δουλειά, είχαν υπαλλήλους, και 2 και 3 υπαλλήλους κατά καιρούς, γιατί τότε ο κόσμος ζύμωνε και έκανε και πολλά ζυμαρικά και χρειαζόταν πολύ αλεύρι. Όχι μόνο με ανθρώπους από το χωριό. Απ' όλα τα γύρω χωριά, ερχόταν από τη Μπάφρα, απ' όλα τα γύρω χωριά. Γέμιζε εδώ ο τόπος κάρα, κάρα συνέχεια κάρα.
Στη Δράμα είχε πολλούς μύλους;
Γενικά στο νομό Δράμας είχε 36 μύλους, οι οποίοι ένας ένας άρχισαν σιγά- σιγά να κλείνουν, λόγω του ότι δεν μπορούσαν πλέον λιγόστευσε η δουλειά. Εμείς μείναμε από τους τελευταίους 2 μύλους.
Ο δικός σας ο μύλος πώς ονομαζόταν;
Κυλινδρόμυλος Φωτολίβους, δεν είχε όνομα, Κυλινδρόμυλος Φωτολίβους.
Και πότε δημιουργήθηκε;
Ήταν πιο μπροστά σαν μύλος, αλλά ο μπαμπάς του το '39, τον αγόρασε το '39.
Παλαιότερα ποιος τον είχε;
Τον είχε ο Αράμπογλου, ένας από εδώ από το χωριό, ο Αράμπογλου. Πριν το '35 πρέπει να έγινε, γιατί, ναι ξέρω το '35 ότι υπήρχε, όταν γεννήθηκα εγώ. Ήταν πριν το '35, τώρα πότε το έκαναν αυτοί δεν ξέρω, αλλά ο μπαμπάς του Κώστα τον πήρανε το 39΄.
Και τον κρατήσατε μέχρι πότε;
Μέχρι πριν 2 χρόνια.
Μέχρι το 2018;
Ναι. Φυσικά μετά τον δούλευε ο Σάββας, ναι τον δούλευε, ο γαμπρός, γιατί ο Κώστας πια πήρε σύνταξη και δεν μπορούσε να τον δουλεύει, τον δούλευε ο Σάββας κι ο λόγος ήταν ότι πλέον δυσκόλεψαν τα πράγματα. Είναι οι μεγάλοι οι μύλοι, που λόγω της παραγωγής τους μπορούν και διαθέτουν το αλεύρι πιο φθηνά, ενώ ένας μικρός μύλος δεν μπορεί ν' ανταπεξέλθει. Ύστερα ήταν και το γεγονός ότι ήταν παλιός ο μύλος και ήθελε- πέρασε η επιτροπή και είδε, ήθελε να ντυθούν οι τοίχοι με πλακάκια, να γίνει σκεπή από την αρχή, ν' αλλάξουν τα μηχανήματα όλα να γίνουν αλλιώς, δηλαδή μια υπόθεση 300.000 θα κόστιζε αυτό το πράγμα, και ποιος εγγυόταν; Πού να τις βρεις τις 300.000, αλλά και ποιος εγγυόταν οτι θα 'κανε δουλειά να γίνει απόσβεση.
Ε βέβαια.
Οπότε από αυτό τον λόγο αναγκάστηκε κι έκλεισε ο μύλος δεν γινόταν άλλο, είχε γίνει πλέον ασύμφορος, δεν γινότανε.. Έρχονται τώρα από τη Βουλγαρία έτοιμα καταψυγμένα ψωμιά, ζυμωμένα, ζυμάρι κατεψυγμένο, τα παίρνουν οι φούρνοι τα ψήνουν. Δεν ξέρω πώς τους έρχεται 'κεί πέρα, τους κοστίζει φθηνά τι γίνεται, τα στέλνουν φθηνά. Και γενικά ο κόσμος δεν ζυμώνει, δεν κάνει ζυμαρικά.
Τότε εσείς δηλαδή ο κόσμος εδώ πέρα είχε ανάγκη το αλεύρι-
Ναι, ναι!-
Και παίρνανε πολύ για όλες τις χρήσεις.
Υπήρχαν οικογένειες που έκαναν οκάδες ήταν τότε, πολλές οκάδες αλεύρι για όλο το χρόνο, να έχουν. Και για να ζυμώνουν και για να κάνουν πίτες και για να κάνουν τα ζυμαρικά τους και για όλα.
Πλήρωναν ή κάνατε κάποια ανταλλαγή;
Και με το ένα και με το άλλο. Όποιος ήθελε με πληρωμή, όποιος ήθελε του κρατούσαν το πίτυρο.
Σε αναλογία δηλαδή, πόσο αναλογούσε κρατούσαν από 'κείνο. Όποιος ήθελε να πληρώσει, πλήρωνε. Αναλόγως. Έκαναν εδώ στο χωριό και κάτι άλλο. Αυτό είναι μικρασιάτικο, το λεγόμενο «πλιγούρι», καλά τώρα θα το ξέρεις, γιατί το χρησιμοποιούμε και τώρα. Είχαν φέρει, εκείνο πάλι σε άλλη πέτρα γινόταν, όχι σε αυτή που γίνεται το αλεύρι, και είχανε μία μέρα συγκεκριμένη, ειδοποιούσαν ότι «Θ' αλέσουμε πλιγούρια». Και μαζευόταν οι γυναίκες όλες, αφού το είχαν πρώτα βρασμένο, στεγνωμένο.
Το φτιάχνανε από το σπίτι τους;
Το σιτάρι το έβραζαν, το σιτάρι θέλει βράσιμο. Πρώτα απ' όλα θέλει καθάρισ[01:30:00]μα και οπωσδήποτε σκληρό στάρι, όχι μαλακό. Το καθάριζαν από τα… Ό,τι σκουπίδια είχε, το έβραζαν, το στέγνωναν και μετά θα γινότανε το πλιγούρι. Και για να γίνει το 'φερναν εκεί μέσα σε σκάφες, το ξανάβρεχαν λίγο και βρεγμένο το έκαναν πλιγούρι. Υπήρχε οικογένεια που έκανε- μη ξαφνιαστείς- για ένα χρόνο 800 οκάδες πλιγούρι. Γι’ αυτό σου λέω μη ξαφνιστείς, 800 οκάδες, ήταν συγκεκριμένη οικογένεια του Ατσαλίδη, που είχε 10 παιδιά κι αυτοί οι Μικρασιάτες κάνουνε -Μικρασιάτες αλλά, και η γιαγιά μου ήταν Μικρασιάτισσα αλλά από άλλη περιοχή. Αυτοί οι Μικρασιάτες που ήταν από αυτή την περιοχή-
Από τη Νικομήδεια ήταν αυτοί;
Όχι, η γιαγιά μου ήταν από χωριό της Νικομήδειας, αυτοί ήταν απ' τα μέσα της Μικράς Ασίας, πολύ χρησιμοποιούσαν το πλιγούρι και το κάνουν- κι ακόμη κάνουν οι νέες, πολλών ειδών φαγητά. Τα φαγητά τους όλα ήταν σχεδόν με πλιγούρι καμωμένα και το ξόδευαν. Και όταν έχεις και 10 παιδιά...
Βέβαια.
Κι έτσι αυτά, κι αναγκαστικά είχαν βάλει και τα σιλό για ν' αποθηκεύουν το σιτάρι, αγόραζαν στην εποχή του σταριού σιτάρια, γέμιζαν τα σιλό κι από εκείνα μετά άλεθαν κι υπήρξε ένα διάστημα που έκαναν και συνεργασία με φούρνους. Έφερνε το σιτάρι ο φούρνος και το άλεθε ο μύλος. Αλλά όλα αυτά σταμάτησαν πια, δεν γίνεται.
Σίγουρα, αφού ήταν ασύμφορο ήταν λογικό κι αφού υπάρχουν πλέον μεγάλες εταιρείες. Αυτό είναι το κακό ότι οι μικρές επιχειρήσεις αναγκάζονται...
Εδώ υπάρχουν μύλοι στον Πειραιά και μέχρι και στην Καβάλα ακόμη, που έρχεται το καράβι φορτωμένο σιτάρι κι απευθείας το αδειάζει στις αποθήκες του μύλου. Οπόταν, εκείνο δεν θα τον συμφέρει; Το αγοράζει μαζεμένο, όλο μαζί τον καιρό που πρέπει, του το φέρνουν κατευθείαν, δεν μεσολαβούν δηλαδή άλλοι μέσα ενδιάμεσα. Πού να τους συναγωνιστείς αυτούς, δεν μπορείς…
Είναι δύσκολο.
Δεν μπορείς.
Segment 17
Το Φωτολίβος ως καθαρά προσφυγικό χωριό και τα ήθη, έθιμα και συνήθειες
01:32:21 - 01:47:02
Ό,τι ξέρω για την ιστορία του χωριού είναι καθαρά από ακούσματα και διηγήσεις των μεγαλύτερων. Το Φωτολίβος είναι καθαρά προσφυγικό χωριό, δημιουργήθηκε δηλαδή μετά το κύμα των προσφύγων που ήρθε από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Θράκη. Ήρθαν άνθρωποι απ' όλα αυτά τα μέρη, φέρνοντας μαζί του- γι' αυτό, να κάνω εισαγωγή- ο καθένας τα ήθη και έθιμα του τόπου του, τις παραδόσεις και τις συνήθειές του. Το βασικότερα όμως ήταν η ιδιομορφία στην γλώσσα του καθενός. Οι Μικρασιάτες ήταν αυτοί που μιλούσαν σχεδόν όλη την τουρκική. Η γιαγιά μου δεν ήξερε ελληνικά, η Μικρασιάτισσα η γιαγιά μου.
Έμαθε εδώ μετά ελληνικά;
Δεν μπόρεσε να μάθει, πολύ δυσκολεύτηκε, μεγάλη γυναίκα ήρθε.
Αυτό ξέρετε γιατί συνέβαινε; Της το είχαν επιβάλλει οι Τούρκοι να μάθει;
Ναι, εκεί στην… Απ’ ότι άκουσα στη Μικρά Ασία, ήταν κατά περιοχές. Τους έβαζαν να διαλέξουν, θρησκεία ή γλώσσα; «Αν θέλετε να κρατήσετε τη θρησκεία σας θα καταργήσετε τη γλώσσα σας και θα μάθετε την τουρκική. Αν πάλι θέλετε να κρατήσετε τη γλώσσα, δεν θα έχετε τη θρησκεία». Ένα από τα 2 τους υποχρέωναν να κρατήσουν και φαίνεται η περιοχή τους έπεσε εκεί που κράτησαν την θρησκεία.
Ξέρετε κάτι αν είχαν πρόβλημα τότε με την εκκλησία, με το να δηλώνουν ότι είναι χριστιανοί; Αν αντιμετώπιζαν προβλήματα;
Γιατί να; Αφού ήταν χριστιανοί, τι να δηλώνουν;
Επειδή οι Τούρκοι δεν ήταν.
Τι σημασία; Όχι, όχι. Δεν άκουσα τέτοιο πράγμα. Οι Μικρασιάτες ήταν αυτοί που μιλούσαν σχεδόν όλη την τουρκική, οι θρακιώτες μιλούσαν την ελληνική, αλλά με πολλές λέξεις χαρακτηριστικές της καταγωγής τους. Οι Πόντιοι φυσικά την ποντιακή και κάποιοι άλλοι Τράκατζηδες ονομαζόμενοι, μια γλώσσα κράμα από σλαβικές- τουρκικές κι ελληνικές λέξεις. Με το πέρασμα του χρόνους όμως, και όσο οι μεγαλύτεροι ένας ένα επιδήμισαν, οι γλωσσικοί ιδιωματισμοί χάθηκαν και τώρα οι νέοι μιλούν πια την ίδια γλώσσα. Ένα έθιμο- αυτά τα θυμάμαι όμως, ένα έθιμο που θυμούμαι είναι το εξής θρακιώτικο. Την Πρωτοχρονιά το πρωί τα παιδάκια έπαιρναν ένα ξερόκλαδο και το στόλιζαν με πολύχρωμες κορδέλες. Μ' αυτό στα χέρια επισκεπτόταν τα φιλικά συγγενικά σπίτια. Μόλις έμπαιναν, με το δεξί πάντα πόδι για ποδαρικό, άρχιζαν να χτυπούν με το στολισμένο κλαδί απαλά- απαλά φυσικά τον οικοδεσπότη τραγουδώντας: « Σούρβα, σούρβα γειά χαρά, για σταφίδα, για παρά...» αυτό το για είναι το διαζευκτικό ή. Αντί να λέμε: «Ή σταφίδα ή παρά», στα θρακιώτικα λέμε: «Για σταφίδα, για παρά». «Όσες τρύπες το δρεμόνι»- που είναι μεγάλο κόσκινο του αλωνιού το δρεμόνι- «Τόσες τιμονιές τ' αλώνι» έλεγαν. Ευχόταν αυτό, ήταν το λεγόμενο σούρλισμα και όπως καταλάβατε ήταν έθιμο ευχής για καλή παραγωγή. Φυσικά, η νοικοκυρά του σπιτιού κερνούσε ό,τι είχε. Ένα άλλο έθιμο μικρασιατικό ήταν ο «μπόντι- μπόντι». Όταν έκανε καιρό να βρέξει και κινδύνευαν τα σπαρτά, έντυναν ένα άνθρωπο, απ’ ότι θυμάμαι τον ίδιο, γιατί προφανώς δεν δεχόταν άλλος, με πράσινα κλαδιά δέντρου από πάνω μέχρι κάτω. Γύριζε λοιπόν αυτός από σπίτι σε σπίτι και παιδιά από πίσω του να τρέχουν, τραγουδώντας κάτι στα τουρκικά, που θα στο και στα τούρκικα το ξέρω, το νόημα τους στα ελληνικά ήταν μια παράκληση στο Θεό για βροχή. «Δώσε Θεέ μου μια βροχή, να γίνουν τα χωράφια λάσπη, να γεμίσουν οι σκάφες ζυμάρι», στα τούρκικα έχει ομοιοκαταληξία (τουρκική φράση). Έχει και ομοιοκαταληξία, αλλά στα ελληνικά δεν μπορούσε να έχει. Έβγαινε λοιπόν η κάθε νοικοκυρά με μια κανάτα νερό και τον περιέβρεχε από πάνω μέχρι κάτω. Μ' αυτό τον τρόπο πίστευαν ότι θα εισακουστεί η παράκλησή τους και θα βρέξει. Συμπληρώνω, αυτά τα 2 έθιμα που έγραψα, είναι φερμένα από διαφορετικές πατρίδες, από τη Θράκη και την Μικρά Ασία, κι όμως και τα 2 μιλούν για το σιτάρι, είναι δηλαδή ευχές για καλή παραγωγή σιταριού. Σημάδι ότι οι άνθρωποι ήταν ευχαριστημένοι και μόνο να είχαν εξασφαλισμένο τον άρτοΝ τον επιούσιόν. Και κάτι για φαγητά τους ζήτησε και λέω οι Μικρασιάτες συνήθιζαν πολύ να μαγειρεύουν φαγητά με βάση το πλιγούρι, που λέγαμε, τις οποίες συνεχίζουν να μαγειρεύουν κι οι νέες αυτών των οικογενειών. Οι Θρακιώτες είχαν σαν παραδοσιακό τους φαγητό το κους- κους, μικρές-μικρές στρογγυλές μπιλίτσες από αλεύρι σταριού. Το ετοίμαζαν σε μεγάλη ποσότητα οι νοικοκυρές από το φθινόπωρο, μέσα σε ειδικές στρογγυλές σκάφες, δουλεύοντάς το με τα χέρια, μια πολύ δύσκολη, κουραστική και χρονοβόρα δουλειά. Τώρα που έχουν μείνει πολύ λίγες σκάφες και πολύ λίγες γυναίκες που το κάνουν, οι Θρακιώτες συνήθιζαν και πολύ τις πίτες. Τώρα από εκεί και πέρα υπάρχουν έθιμα ξεχωριστά για τη γέννα, για τη βάφτιση, για τους αρραβώνες, για τον γάμο.
Για τον γάμο π.χ., τι έθιμα υπήρχαν;
Τι έθιμα υπήρχαν… Στόλιζαν τη νύφη σαν παράδειγμα, πήγαινε ο γαμπρός με τον κουμπάρο να τον πάρει, δεν άνοιγαν την πόρτα. Έπρεπε να τάξει ο γαμπρός κάτι, ότι «Θα σας δώσουμε αυτό κι εκείνα...», με τα πολλά έκαναν παζάρια και συμφωνούσαν. Αυτό ήτανε πιο πολύ και το μοιραζόταν τα κορίτσια που έντυναν τη νύφη.
Αυτό το είχανε κάποιοι συγκεκριμένοι; Μικρασιάτες, Θρακιώτες ή Πόντιοι αυτό το έθιμο; Ξέρετε;
Εγώ το... Μάλλον οι Θρακιώτες πρέπει να το είχαν, δεν ξέρω αν το είχαν κι άλλοι. Και μετά όταν γύριζαν στο σπίτι που συνήθως πήγαιναν τότε εκείνα τα χρόνια στο σπίτι των πεθερικών, δεν ζούσαν χωριστά. Τότε όλοι μαζί ζούσαν. Η πεθερά περίμενε πήγαινε πιο μπροστά, περίμενε μ' ένα κουτάλι γλυκό, τους έδινε από ένα κουτάλι γλυκό να είναι γλυκοί, γλυκείς και οι Θρακιώτες, απ’ ότι ξέρω, έδιναν ένα ψωμί στη νύφη και στο γαμπρό τι έδιναν; Α, και στον γαμπρό βούτυρο κι έπαιρνε ο γαμπρός και λέρωνε τη πόρτα κι αυτή έβγαζε το μαντήλι και το σκούπιζε. Τάχα ο άντρας θα λερώνει κι αυτή θα καθαρίζει; Δεν ξέρω. Πάντως στη γυναίκα έδιναν ένα ψωμί, για να έχουν πάντα. Είδα ένα έθιμο μια άλλη μέρα, αυτοί στο Τσιφλίκι πρέπει να είναι Σμυρνιοί, τι είναι δεν ξέρω, που είχαν στρώσει από την είσοδο την έξω, μέχρι την κρεββατοκάμαρα του ζευγαριού έναν άσπρο διάδρομο, να περπατήσουν πάνω σ' εκείνο στον άσπρο διάδρομο, για να κάνουν. Όταν ερχόταν το ζευγάρι, πάντα περπατιστά, τότε δεν υπήρχαν μέσα, από την εκκλησία προς το σπίτι, τα παιδιά σε διάφορα σημεία τέντωναν ένα σκοινί. Ένα παιδί έπιανε από εδώ από τον δρόμο κι ένα απ' τον άλλον τον δρόμο και δεν τους άφηναν να περάσουν, μέχρι να τους τάξουν να τους δώσουν λεφτά. Τους έδιναν λεφτά και το μάζευαν το σκοινί. Αυτό μπορεί να γινόταν σ' ένα μέρος, μπορεί να γινόταν σε 2, μπορεί να γινόταν σε 3. Εξαρτάται. Ε, τώρα κι άλλα έχω και γραμμένα, αλλά τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ τι άλλο.
Για τη γέννα έχετε κάτι κατά νου;
Για τη γέ[01:40:00]ννα όχι έθιμο, τώρα αυτό δεν είναι έθιμο, αλλά εγώ θυμάμαι όταν γεννήθηκε ο αδερφός μου, για να μην είμαι στο σπίτι, με πήρε η θεία μου, της Ευγενίας η γιαγιά, και με γύριζε βόλτες μέχρι να γεννηθεί το παιδί. Κι όταν τακτοποιήθηκε και η μάνα και το παιδί, με πήραν και με πήγανε. Κι εκείνη την ώρα θυμάμαι, γιατί μ' έκανε εντύπωση, η μαμή είχε το παιδί στην αγκαλιά και του έσταζε λεμόνι στα μάτια. Προφανώς αυτό το έκανε για να σκοτωθούν τα μικρόβια. Και μάλιστα μου έδωσε τις φλούδες να πάω να τις πετάξω, τόσο πολύ... Τη δε μαμή την είχανε σε πολύ ψηλή θέση, πολύ σεβασμό. Μας είχαν μάθει όταν βλέπουμε τη μαμή, και καθισμένοι να είμαστε, πρέπει να σηκωθούμε και να τρέξουμε να της φιλήσουμε το χέρι.
Τότε όλες οι γυναίκες στα σπίτια γεννούσανε.
Μέχρι κι εγώ στο σπίτι γέννησα, μέχρι κι εγώ. Αλλά με τη διαφορά με πτυχιούχα μαμή. Είχαν αρχίσει να 'ρχονται οι μαμές. Υπήρχε εν τω μεταξύ και γιατρός στο γιατρό, οπόταν και να συνέβαινε κάτι θα πρόφθαινε να έρθει κι ο γιατρός, αλλά στο σπίτι. Δεν υπήρχαν τότε ούτε ασφάλειες, ούτε για να πας στα νοσοκομεία κι αυτά. Ούτε πήγαινε κανείς στο νοσοκομείο. Είχε εδώ.
Εδώ πού είχε Ιατρείο;
Ιατρείο είχε πιο μπροστά, κάπου σ' αυτά τα νεόκτιστα, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ σε ποιό απ΄ όλα ήταν. Στην πρώτη σειρά στα νεόκτιστα. Αυτό μπορεί να το θυμάσαι κι εσύ. Στης Ζηνοβίας το καφενείο.
Μου έχει κάνει και εμβόλιο.
Στης Ζηνοβίας το αυτό.
Όχι, γιατρό είχε εκεί πέρα, όχι ο άντρας της Ζηνοβίας.
Ναι εκεί ήταν το Ιατρείο. Που ήρθε τώρα, που είναι εδώ πέρα. Κι έγινε και στη Κοινότητα ένα διάστημα και μετά εκεί.4 φορές άλλαξε. Αλλά πιο πριν, αυτό που σου λέω με τις δικές μου τις γέννες, δεν υπήρχε αγροτικός γιατρός. Ήρθανε 2, 3, ένας Μπεκιάρης κι ένας Δουβαράς κατά διαστήματα, ιδιωτικοί. Αυτοί δούλευαν, αυτά όλα τα 'χω γραμμένα, δούλευαν με το σύστημα της «Κοντότας». Τι θα πει «Κοντότα» δεν ξέρω, αλλά πώς γινόταν; Κάθε οικογένεια πλήρωνε ένα ποσό για ένα χρόνο. Τώρα μια φορά θα τον χρειαζόσουν τον γιατρό; 10 φορές θα τον χρειαζόσουν; Μ' αυτά τα λεφτά. Αυτό λεγόταν «Κοντότα». Μια φορά πλήρωνες τον χρόνο, πέρασαν και τέτοιου είδους γιατροί δηλαδή. Κι αυτοί είχαν το δικαίωμα να έχουν και 2, 3 φάρμακα πρώτης ανάγκης, όχι να έχουν φαρμακείο κανονικό, γιατί πού να προφθάσεις, φαρμακεία δεν είχε εδώ.
Αυτό που λέτε τώρα με τους γιατρούς τους ιδιωτικούς, πότε περίπου γινόταν; Όταν εσείς ήσασταν παιδί ή πιο μετά;
Όχι, μετά τον πόλεμο, πολύ πιο ύστερα. Ο Δουβαράς ήταν όταν είχα και τα παιδιά μου.
Περίπου δεκαετία;
Ο Γιώργος είναι γεννημένος το '58, μάλιστα με του Δουβαρά τον γιο ήταν συνομήλικοι, η Μαίρη είναι το '63.
Άρα εκεί δεκαετία '60 υπήρχαν οι γιατροί.
Κατάλαβα. Πάρα πολύ ωραία.
Θέλετε εσείς να προσθέσετε κάτι άλλο;
Για ποια περίπτωση όμως;
Οτιδήποτε, αν κάτι θέλετε 'σεις. Για τα χρόνια σας, για τα έθιμα είπατε πολύ ωραία έθιμα, για κάποιες συνήθειες...
Έθιμα, έθιμα. Που είπαμε για τη γέννα του παιδιού. Στις 3 μέρες ερχόταν η μαμή να λούσει το παιδί, η μαμή ερχόταν και το έλουζε. Αλλά καλούσανε και κόσμο τριγύρω, συγγενείς, γείτονες και λοιπά και όλοι που ερχόταν έριχναν μέσα στη σκάφη κέρματα, λεφτά. Τα οποία λεφτά αυτά τα 'παιρνε μετά η μαμή. Και γινόταν μετά και τραπέζι. Εκείνη την ημέρα στα 3ημέρα, γινόταν και τραπέζι και φίλευαν αυτούς τους καλεσμένους που είχαν, τους φίλευαν.
Τα βαφτίσια τότε πώς ήταν; Εσείς θυμάστε τα βαφτίσια τους αδερφού σας;
Όχι, του αδερφού μου δεν θυμάμαι, αλλά αργότερα θυμάμαι, τα βαφτίσια έτσι όπως γίνονται και τώρα, αλλά όχι με τόσα πράγματα και με τόσα κουτιά και με τόσα... Τίποτα! Μια αλλαξιά, ένα φουστανάκι αγόρι- κορίτσι. Τότε και τα αγόρια φορούσαν φουστανάκια. Εκείνη η φωτογραφία που έχουμε εκεί πέρα, είναι ο Κώστας την ημέρα της βάφτισής του, με φουστανάκι. Αγόρια ή κορίτσια ένα φουστανάκι, το λαδόπανο οπωσδήποτε και μια λαμπάδα με μια κορδελίτσα δεμένη. Αυτά, ούτε στολίδια, ούτε πράγματα.
Ο σταυρός-
Ο σταυρός της βάφτισης- καλά ο σταυρός ήταν απαραίτητος, αλλά όλα απλά πράγματα. Μάλιστα πολλά φουστανάκια οι νονές, αν μπορούσαν ,τα έραβαν και μόνες τους, μ' ένα κομμάτι ύφασμα. Τα δε δώρα για τη γέννα, όχι όπως τώρα μεγάλα. Μπορεί να σου έφερναν μια σαλιάρα, σαν παράδειγμα. Ήταν κι αυτό δώρο ή ένα βρακάκι μόνον. Δεν είχε ο κόσμος, τι να κάνει;
Εννοείται, ναι. Άλλες εποχές.
Και το πολύ- πολύ έφερναν 1,5 πήχη ύφασμα να ράψεις ένα φορεματάκι, μια φουφουλίτσα τέτοια πράγματα. Αυτά ήτανε.
Ωραία, νομίζω είμαστε οκ. Κυρία Έφη σας ευχαριστώ πολύ.
Παρακαλώ, να’ σαι καλά.
Photos

Ευθυμία Γκότση- Νεραντζί ...
Η αφηγήτρια, Ευθυμία Γκότση- Νεραντζίδου

Ευθυμία Γκότση- Νεραντζί ...
Η αφηγήτρια, Ευθυμία Γκότση- Νεραντζίδου

Παρέλαση στην Ξάνθη
Παρέλαση στην Ξάνθη, 28 Οκτωβρίου 1953. Δε ...

Απονομή αριστείου
Απονομή αριστείου, 25 Οκτωβρίου 1952.

Ευχαριστήρια επιστολή
Ευχαριστήρια επιστολή προς την Ευθυμία Γκό ...

Χειρόγραφη απόδοση ευχαρ ...
Χειρόγραφη απόδοση της ευχαριστήρια επιστο ...

Πλέκοντας κασκόλ
Πλέκοντας το κασκόλ για τους Έλληνες φαντά ...

Μαθητές έξω από το Δημοτ ...
Μαθητές έξω από το Δημοτικό Σχολείο Φωτολί ...

Η Ευθυμία Γκότση- Νεραντ ...
Η Ευθυμία Γκότση- Νεραντζίδου μαζί με τη θ ...
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η αφηγήτρια ξεκινά με αναμνήσεις των γονέων της, από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και την Ανατολική Ρωμυλία. Συγκινημένη εξιστορεί το ταξίδι της στο Ορτάκιοϊ, τόπο καταγωγής του πατέρα της και την εύρεση του σπιτιού της γιαγιάς της. Μοιράζεται βιώματα και εικόνες από τη Βουλγαρική Κατοχή στη γενέτειρά της, το Φωτολίβος και περιγράφει αναλυτικά πως ξεκίνησε η λειτουργία του σχολείου μετά τη λήξη της Κατοχής. Αφηγείται λεπτομερώς πολλές πλευρές από την καθημερινότητα των ανθρώπων, τα έθιμα, τις διατροφικές συνήθειες και τις μεταφορές.
Narrators
Ευθυμία Γκότση-Νεραντζίδου
Field Reporters
Παρασκευή Ευσταθιάδου
Topics
Historical Events
Tags
Interview Date
21/10/2020
Duration
106'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η αφηγήτρια ξεκινά με αναμνήσεις των γονέων της, από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και την Ανατολική Ρωμυλία. Συγκινημένη εξιστορεί το ταξίδι της στο Ορτάκιοϊ, τόπο καταγωγής του πατέρα της και την εύρεση του σπιτιού της γιαγιάς της. Μοιράζεται βιώματα και εικόνες από τη Βουλγαρική Κατοχή στη γενέτειρά της, το Φωτολίβος και περιγράφει αναλυτικά πως ξεκίνησε η λειτουργία του σχολείου μετά τη λήξη της Κατοχής. Αφηγείται λεπτομερώς πολλές πλευρές από την καθημερινότητα των ανθρώπων, τα έθιμα, τις διατροφικές συνήθειες και τις μεταφορές.
Narrators
Ευθυμία Γκότση-Νεραντζίδου
Field Reporters
Παρασκευή Ευσταθιάδου
Topics
Historical Events
Tags
Interview Date
21/10/2020
Duration
106'