© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Δήμητρα Πέτρουλα: «Πού 'ναι η μάνα σου, μωρή;»
Istorima Code
9954
Story URL
Speaker
Δήμητρα Πέτρουλα (Δ.Π.)
Interview Date
20/10/2020
Researcher
Αντωνία Μιχαλακάκου (Α.Μ.)
[00:00:00]Καλημέρα.
Καλημέρα.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Ονομάζομαι Δήμητρα Πέτρουλα, του Σωτήρη και της Μαριγούλας.
Ωραία. Είναι Τρίτη 20 Οκτωβρίου του 2020. Είμαι με την Δήμητρα την Πέτρουλα στον Πειραιά. Εγώ είμαι η Αντωνία Μιχαλακάκου, ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε.
20 του Γενάρη για μένα ήτανε η πιο μαύρη —η μαύρη, δεν υπάρχει άλλη— ημερομηνία της ζωής μου, τότε —ήταν ημέρα Κυριακή—, το 1946, όταν οι Χίτες ήρθανε στο χωριό μας και με ρώτησαν, επειδή καθόμουνα στην αυλή του σπιτιού: «Πού ‘ναι η μάνα σου μωρή;». Εγώ κατάλαβα ότι ήταν οι Χίτες και μπαίνω μέσα και λέω της μάνας μου: «Μαμά, μάνα, ήρθαν, ήρθαν οι Χίτες!». Αυτή με παίρνει αγκαλιά και προσπαθεί να κλείσει την πόρτα. Αλλά, αυτοί δυστυχώς τη σπάζουν, μπαίνουν μέσα, βγάζουν τη μάνα μου έξω. Εμένα με κρατούσε στην αγκαλιά και μ’ άφησε κάτω, γιατί τότε ήμουνα 3,5 χρονών περίπου, και εγώ πιασμένη απ’ τη φουστάνα της, όπου πήγαινε πήγαινα. Το χεράκι μου κράταγε σφιχτά τη φουστάνα της μάνας μου, μια καφέ φουστάνα μακριά. Μετά από λίγο είδα όλους τους συγγενείς, θείους, θειάδες, ξαδέρφες, σε μια σειρά και απέναντι απ’ τη σειρά, καμιά δεκαριά άντρες, Χίτες, με όπλα. Και ένας, μάλιστα, είχε και ένα αυτόματο, ένα με ποδαράκια σιδερένια. Τότε μου ‘κανε εντύπωση γιατί όλα τ’ άλλα ήτανε χωρίς ποδαράκια. Τελικά, άρχισαν να σκοτώνουν όλους. Η μάνα μου, επειδή —δεν ξέρω πώς— θέλησε ίσως να με σώσει, μου έβγαλε το χέρι από τη φουστάνα και πήγε μπροστά σε όλη τη σειρά και εκείνοι την πολυβολούσαν μ’ αυτό το όπλο που είχε ποδαράκια. Την είχανε κάνει κόσκινο. Μετά, αφού πέσαν όλοι χάμω, εγώ είχα μείνει όρθια και είχα μείνει όρθια και μου είχε μπλέξει ένας βάτος στα μαλλιά, γιατί σ’ αυτή τη… τον τοίχο που μας είχανε βάλει —αυτό το λένε... Δεν θυμάμαι πώς το λένε, ο τοίχος αυτός πώς λεγότανε. Το λέμε στα χωριά αλλά τώρα δεν θυμάμαι— είχε βγάλει αγκάθια και μου είχε πιάσει τα μαλλιά μου και δεν μπορούσα να κουνηθώ καθόλου. Ήρθε, λοιπόν, ένας εκεί μ’ ένα πιστόλι και μου το είχε βάλει στο μέτωπο. Όχι στο πλάι, μπροστά. Και του λέγανε οι άλλοι «Σκότωσέ την» και έλεγε αυτός... Α! λέγανε, λέγανε οι άλλοι: «Όχι μωρέ, το κακόμοιρο, άσ’ το». Εγώ λύσσαξα όταν… Λένε εμένα «κακόμοιρο», την κόρη του Πέτρουλα; Κακόμοιρο; Ο άλλος έλεγε: «Και αυτή σπέρμα του Σωτήρη είναι!». Και εγώ χαρά που ‘μουν κόρη του Σωτήρη. Τέλος πάντων, αυτός κατέβασε το πιστόλι και λέει: «Μωρέ, δεν μπορώ, την Παναγία του». Και μ’ άφησε. Κάποια στιγμή μία θεία μου με μία ξαδέρφη μου κάνανε τις σκοτωμένες και σηκωθήκανε και φύγανε. Εγώ τους φώναζα να με πάρουνε και ξερίζωσα τα μαλλιά μου από το βάτο, να με πάρουνε μαζί. Αυτές, όμως, μου είπανε: «Όχι. Πού θα σε πάμε; Πού να σε πάμε; Διαολόσπερμα». Τελικά, μ’ αφήσανε. Κι έμεινα δύο μερόνυχτα με τους σκοτωμένους. Η μία μου αδερφή, όμως, δεν είχε πεθάνει. Ήταν τραυματισμένη. Κι ενώ με είχανε μάθει όλοι να μ’ αγαπάνε, να με στολίζουνε, να με ποτίζουνε, να με ταΐζουνε, έπρεπε εγώ να δίνω νερό στην αδερφή μου που έμεινε, την πληγωμένη αδερφή μου, την Καλλιόπη, η οποία ήτανε πληγωμένη, αλλά ήθελε όλη την ώρα νερό. Κάποια στιγμή είχε έρθει κι ο πατέρας μου με τον αδερφό μου το Βάσο και την πήρανε απ’ έξω και τη βάλανε μες στην κουζίνα για να μην τη φάνε τα όρνια, λέει, ζωντανή. Αλλά, ο πατέρας μου και ο αδερφός μου δεν με είδανε, γιατί μάλλον είχα κοιμηθεί ή μου ‘χε κοπεί η μιλιά. Εγώ τους είδα αλλά δεν μπορούσα να τους [00:05:00]μιλήσω. Τελικά, μετά απ’ τα δύο μερόνυχτα που ‘μεινα μες στους σκοτωμένους, θυμάμαι που ήρθανε και τους θάψανε και ήθελα να μπω μέσα στον τάφο να πάω μαζί με τη μάνα μου. Όλα αυτά, όμως, μου φαινόντουσαν σαν κάποιο παιχνίδι. Δεν είχα καταλάβει, δεν είχα ενώσει τις εικόνες που έβλεπα με τις έννοιες, τι ήταν αυτό που έβλεπα.
Μετά με πήρε μια θεία μου. Ήταν η γυναίκα ενός αδερφού του πατέρα μου. Δεν πέρασα καλά μαζί της. Η γυναίκα ήταν πάμφτωχη, δεν είχε να μας... Κι όλο πείναγα. Τέλος πάντων, μετά από χρόνια, μόλις έγινα 5 χρόνων, μ’ έφερε ο μεσαίος μου αδερφός, ο Βάσος, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη των Καλαβρύτων —πληγώθηκε στη μάχη των Καλαβρύτων με το Δημοκρατικό Στρατό και τον αφήσανε στο Χελμό πιστεύοντας ότι θα γυρίσουν να τον πάρουν. Αλλά, δεν μπόρεσαν να γυρίσουν. Τον βρήκανε πληγωμένο ο στρατός της κυβέρνησης και τον αποτελειώσανε, γιατί θέλανε να μαρτυρήσει πόσοι είναι οι αντάρτες, πόσοι είναι, τέλος πάντων στο Δημοκρατικό Στρατό. Με πήγε λοιπόν αυτός ο αδερφός, ο Βάσος, που πληγώθηκε στη μάχη των Καλαβρύτων, με πήγε στον Πειραιά σε μία κυρία που μου έλεγε «η καλή θειούλα» και θα μείνω μαζί της μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα. Εγώ, παιδάκι τότε, νόμιζα ότι τα πράγματα ήτανε σακιά, σακιά, σακιά, σακιά που θα ‘πρεπε να τα βάλουνε στη σειρά. Και εγώ έλεγα: «Μα μπορώ να κοιμάμαι πάνω στα πράγματα και να ‘μαι μαζί σας; Γιατί να πάω στην καλή τη θειούλα;». Τέλος πάντων, με πήγαν εκεί. Η καλή θειούλα ήτανε μοδίστρα. Είχε και μία κοπέλα που τη βόηθαγε. Αυτή την κοπέλα εγώ την αγάπησα πολύ, την Αθανασία, ενώ την καλή κυρία αυτήν δεν την πολυαγαπούσα γιατί μόνο τη φοβόμουνα. Τίποτα άλλο. Δεν την αγαπούσα. Αυτή, όμως, η κυρία μ’ έστειλε σχολείο, μ’ έστειλε να μάθω γαλλικά, πιάνο, έμαθα αγγλικά. Μα ο αδερφός μου, ο Βάσος, μ’ είχε δώσει σε αυτή την καλή κυρία με τον όρο ότι δεν θα γίνω ποτέ υπηρέτρια και η κυρία αυτή όντως ποτέ δεν μ’ άφησε να κάνω κάτι, ενώ η Αθανασία με μάθαινε πώς να κάνω δουλειές και μου άρεσε. Τέλος πάντων, πέρασαν τα χρόνια. Η καλή κυρία —δεν ξέρω με ποιον τρόπο— ήθελε να πιστέψω ότι αυτή ήτανε η μαμά μου η πραγματική. Τώρα, δεν είναι δυνατόν σ’ ένα παιδί 5 χρόνων ήδη να του πεις ότι «Δεν είναι η μαμά σου, μαμά σου είμαι εγώ»! Εγώ έκανα πως το πίστευα, γιατί διαισθανόμουνα ότι αυτή η κυρία ήθελε να πιστέψει εκείνη ότι εγώ ήμουνα παιδί της. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Έλεγα: «Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι». Αλλά, το βράδυ που πήγαινα στο κρεβάτι μου —είχα ένα σκυλάκι, το οποίο τον σκότωσαν οι Χίτες όταν μπήκαν στο χωριό. Αυτό το σκυλί εγώ —τον λέγανε Λεούτση— κάθε βράδυ νοητά το ‘παιρνα στο… Αντί για μαξιλάρι τάχα μου ήταν ο Λεούτσης και του ‘λεγα: «Ξέρεις; Εγώ είμαι Δήμητρα η Πετρούλα, η κόρη του Σωτήρη και της Μαριγούλας. Δεν είμαι η κόρη της Αρτεμισίας» —Αρτεμισία λέγαν την καλή κυρία—, για να μην το ξεχάσω. Τελικά, κάποια φορά, συγκεκριμένα στις 26 Οκτωβρίου του ‘58, ήρθε η αδερφή της κυρίας και είχε γίνει μια παρεξήγηση. Τώρα δεν χρειάζεται να πω τι. Και άρχισε να μου λέει: «Θα την πεθάνεις την αδερφή μου» και μου ‘βρισε και τον πατέρα μου και τη μάνα μου. Μου είπε: «Η πουτάνα η μάνα σου και ο εγκληματίας ο πατέρας σου». Εγώ κείνη την ώρα τής λέω: «Μη μιλάς για τη μάνα μου και για τον πατέρα μου. Πλένε το στόμα σου με ροδόσταμο. Και την αδερφή σου την πεθαίνεις εσύ τώρα, γιατί υποτίθεται ότι δεν ξέρω ότι δεν είναι μάνα μου. Εσύ το αποκαλύπτεις τώρα. Έχετε υπόψη σας, εγώ θα φύγω». Αυτό έγινε 26 Οκτωβρίου του ‘58.
Πόσο χρονών ήσουν τότε;
16 στα… ‘42-’58, 16; 16. Σε κάποια επίσκεψη που είχαμε κάνει με τη μαμά Αρτεμισία στην Κέρκυρα, να δω τον αδερφό μου τον Αντώνη, το μεγάλο, που ήτανε φυλακή… Τον είχανε δικάσει είκοσι χρόνια για απόπειρα φόνου κάποιου που δεν γνώριζε καν. [00:10:00]Φανταστείτε η Δικαιοσύνη. Και όταν έγινε η δίκη του είχαν ήδη δολοφονήσει τη μάνα μου και τις αδερφούλες μου και τους θείους μου και είπε ο αδερφός μου: «Αν με δικάζατε ότι πήγα να σκοτώσω αυτούς που σκότωσαν τη μάνα μου, να πω... Και όχι να ‘λεγα να με... Αλλά, κάποιον που δεν γνωρίζω να μου πείτε ότι πήγα να τον σκοτώσω; Πάντως, ξέρω ότι θα με δικάσετε μόνο και μόνο γιατί ήμουνα στον ΕΛΑΣ». Και όντως τον δικάσανε είκοσι χρόνια. Όταν, λοιπόν, πηγαίναμε το ‘57 αυτό —‘58, το Σεπτέμβρη του ‘58— στην Κέρκυρα να κάνουμε επισκεπτήριο στον αδερφό μου, είχα γνωρίσει έναν Λίβυο που ήτανε πρόσκοπος και είχαν έρθει για ένα Jamboree που είχε στην Ελλάδα. Αυτοί, λοιπόν, με το «Αγγέλικα», που είχαμε πάει εμείς στην Κέρκυρα, το πλοίο πηγαίνανε στο Πρίντεζι για να πάνε μετά απ’ το Πρίντεζι στη Λιβύη με καράβι. Αυτός ο πρόσκοπος μού είχε πει… Μιλάγαμε όλη τη νύχτα. Μιλάγαμε, μιλάγαμε αγγλικά, τέλος πάντων, και καμιά φορά και ιταλικά και είχαμε αλληλογραφία. Και μου ‘χε κάνει πρόταση γάμου. Όταν μου τα ‘πε αυτά η αδερφή της Αρτεμισίας, ότι η μάνα σου η τάδε και ο πατέρας σου ξέρω ‘γώ, του γράφω: «Ισχύει η πρόταση γάμου;». Μου απάντησε «Ναι». Δεν ξέρω πώς κατάφερα, τι κατάφερα, έβγαλα διαβατήριο μεγαλύτερη για δέκα χρόνια, οπότε δεν χρειαζόμουνα καν την έγκριση κηδεμόνα —γιατί δεν είχα κηδεμόνα. Η Αρτεμισία δεν μ’ είχε υιοθετήσει. Ο αδερφός μου ήτανε φυλακή, δεν είχε πολιτικά δικαιώματα. Οπότε, εγώ κατάφερα από θαύμα —δεν ξέρω πώς— αντί για 16 ότι ήμουνα 26, δηλαδή δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Μου στείλανε, δηλαδή, απ’ το χωριό λάθος ημερομηνία γέννησης, μου στείλανε την ημερομηνία γέννησης της αδερφής μου. Τέλος πάντων, μ’ αυτό το διαβατήριο, που ήμουνα μεγαλύτερη, δεν χρειαζόμουνα άδεια κηδεμόνα. Ήρθε ο άντρας μου το Δεκέμβρη του ‘58 στην Ελλάδα. Βαφτίστηκε χριστιανός στον Άγιο Κωνσταντίνο του Πειραιά και στις 22 Δεκέμβρη παντρευτήκαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο με ελληνικό γάμο. Δεν ήθελα να φύγω απ’ την Ελλάδα και να πουν ότι η κόρη του Πέτρουλα έφυγε αστεφάνωτη, ξέρω ‘γώ, πώς τα λένε στα χωριά. Αρχές Γενάρη ξαναέφυγε ο άντρας μου για Λιβύη και ξαναγύρισε και αρχές Γενάρη αντί να πάω σχολείο πήγα στ’ αεροδρόμιο και φύγαμε για Λιβύη. Και από κει η ζωή ήτανε χειρότερη απ’ ό,τι μπορεί κάποιος να φανταστεί. Τέλος πάντων.
Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο γι’ αυτό;
Κοίταξε, με τον άντρα μου έκανα ένα κοριτσάκι. Δεν ήθελα καθόλου να κάνω αγόρι, επειδή έχουν το συνήθειο οι Άραβες, οι μουσουλμάνοι —ο άντρας μου, βέβαια, έγινε χριστιανός στην Ελλάδα, αλλά όχι ότι το πίστευε. Το έκανε για να μπορέσουμε να παντρευτούμε. Εγώ στη Λιβύη, παραδείγματος χάρη, δήλωσα ότι είμαι μουσουλμάνα. Δεν είμαι τόσο φανατισμένη με τις θρησκείες, ούτε καν θεούσα, ας πούμε. Ναι, πιστεύω, αλλά δεν είμαι τόσο έτσι... Σέβομαι και τη μία θρησκεία και την άλλη. Τέλος πάντων, με τον άντρα μου απέκτησα ένα κοριτσάκι. Ο άντρας μου, όμως, με τα δεδομένα και τα ήθη και τα έθιμα των μουσουλμάνων τη γυναίκα την έχουν μόνο για να σκουπίζουν τα πόδια τους. Δεν είναι... Ποτέ δεν τη νιώθουν όπως στην Ελλάδα, που λένε «σε σώμα ένα» κτλ. και «μαζί στο κακό» και μαζί... Τίποτα. Η γυναίκα είναι, σας λέω, να σκουπίζει τα πόδια του. Δεν πέρασα καλά. Δούλευα πάρα πολύ μαζί του. Του ‘κανα τη γραμματέα μετά στο μαγαζί. Είχε μαγαζί, βιβλιοπωλείο. Δούλευα σχεδόν δώδεκα ώρες την ημέρα, ορθοστασία. Τέλος πάντων, δεν ήτανε καλός σύζυγος. Χειροδικούσε. Και εγώ, επειδή όλοι με δέρνανε —μα όλοι! Μόλις σκότωσαν τη μάνα μου απ’ το σπίτι της θειας μου, αυτηνής που με πήρε μετά απ’ το θάνατο, τη δολοφονία της μάνας μου, με σκότωνε στο ξύλο ο γιος της γιατί [00:15:00]κατουριόμουνα, με τη λουρίδα. Εγώ σάμπως το ‘ξερα που κατουριόμουνα;
Αλλά, να πω και κάτι, να πάω λίγο πίσω. Όταν με πήρε η γυναίκα του αδερφού του πατέρα μου ήρθανε και τη σκότωσαν και αυτήνε, τον Ιούνιο του ’48, παρακαλώ, του ‘47. Ήμουνα ήδη… 5 χρονών; Κατάλαβα πια ότι σκότωσαν αυτήν, την αδερφή της, το γιο της και την κόρη της. Αυτή είχε δύο αγόρια και δυο κορίτσια. Η κόρη ήτανε περίπου 15 χρονών η μεγάλη —τη λέγανε Ποτούλα—, ο γιος της, που με ‘δερνε με τη λουρίδα, περίπου 14 χρονών, ο Πέτρος, και μια κόρη, τη Νίκη, πιο μικρή, λίγο πιο μεγάλη από μένα, κι έναν γιο, το Νίκο, που ήτανε στην ηλικία μου. Όταν μπήκαν οι Χίτες σκότωσαν τη θεία μου τη… Χαρίλαινα λεγότανε. Η γυναίκα του αδερφού του πατέρα μου, του Χαρίλαου, την οποία λέγαμε Χαρίλαινα. Αλλά, το πραγματικό της όνομα ήταν Ελισσάβετ. Σκότωσαν την αδελφή της την Ελβίρα. Κατακομμάτιασαν, καταξέσκισαν την Ποτούλα. Όταν την είδα τρελάθηκα. Της είχανε κόψει τα χείλια, της είχανε... Δεν μπορώ να περιγράψω πώς ήτανε. Τον Πέτρο… Βέβαια, τον Πέτρο μπορεί να τον φοβόμουνα αλλά όταν τον είδα σκοτωμένο τον παρακάλαγα να σηκωθεί και του ‘λεγα: «Κοίταξε. Κατουρήθηκα, κατουρήθηκα. Σήκω να με δείρεις. Σήκω. Κατουρήθηκα!» Τέλος πάντων, όλα αυτά. Τώρα πού πάω; Πάω...
Έλεγες πως σε έδερνε και ο Πέτρος.
Όλοι με δέρνανε, οπότε μόλις με έδειρε και ο άντρας μου, έλεγα: «Αφού με δέρναν όλοι, γιατί να μην με δείρει και ο άντρας μου;» Είχα και πολύ ξύλο απ’ αυτόν. Πολλή ζήλεια, πάρα πολύ. Αυτά.
Εσύ τον άντρα σου τον ερωτεύτηκες, τον αγάπησες; Ή ένιωσες πως ήταν μια ευκαιρία για να φύγεις;
Και τα δύο. Και τα δύο. Κοίταξε, σίγουρα… Τώρα, 16 χρονών άντε να ξέρεις τι θα πει έρωτας. Δεν... Ναι. Το θεώρησα πρώτα-πρώτα μια ευκαιρία να φύγω σίγουρα. Αλλά, τον αγάπησα κιόλας. Δεν είναι ότι δεν τον αγάπησα, να φύγω από... Να φύγω τι; Η μαμά Αρτεμισία μόλις κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει με το Λίβυο άρχισε να μου τον κατηγορεί ότι είναι σωματέμπορος, ότι είναι έμπορος ναρκωτικών. Μου ‘λεγε πολλά. Εγώ, όμως, ήξερα απ’ τα γράμματά του ότι δεν ήταν αυτό. Συνέχεια μου ‘γραφε για τη μαμά του, για το μπαμπά του, για τις αδερφές του. Ήτανε δάσκαλος στο επάγγελμα. Δεν έβλεπα κάτι κακό στα γράμματά του, και όντως. Ήταν ένα παιδί μιας οικογένειας, ο μεγαλύτερος γιος, που φρόντιζε όλους τους άλλους. Ήτανε εφτά αδέρφια —έξι. Τρεις και τρεις, έξι αδέρφια. Ο μεγαλύτερος ήταν ο δικός μου ο άντρας. Μαζί με την πεθερά μου δουλεύανε για τους υπόλοιπους, γιατί ο πεθερός μου τους είχε παρατήσει και είχε φύγει για πολλά χρόνια. Και η πεθερά μου, την οποία λάτρευα και με λάτρευε, μεγάλωσε τα παιδιά μαζί με τον άντρα μου, που ‘ταν ο μεγαλύτερος γιος. Οπότε, δεν ήταν ο άντρας μου κακός, ας πούμε, να χαρτοπαίζει ή να πίνει ή να... Αλλά, ήτανε μουσουλμάνος. Όπως οι μουσουλμάνοι έχουν τη γυναίκα, και ο άντρας μου μουσουλμάνος, τη γυναίκα την έχουνε, είπα, για να σκουπίζουν τα πόδια τους. Βέβαια, εγώ τότε δεν ήξερα ότι ήμουνα όμορφη. Μ’ είχανε τόσο πολύ η Αρτεμισία, η μαμά Αρτεμισία και η αδερφή της ότι ήμουνα άσχημη, ότι τα μάτια μου ήτανε στραβά βαλμένα και ότι ήμουνα καμπούρα, ότι τα πόδια μου ήτανε σαν μαδέρια σουηδέζικα, ότι το πόδι μου ήταν μεγάλο σαν τάφος μικρού παιδιού… Μου λέγανε τόσα πράγματα που είχα τέτοια υποτίμηση του εαυτού μου, μα τέτοια υποτίμηση… Δεν πίστευα ότι είμαι όμορφη. Ποτέ μου δεν το πίστεψα, πολύ αργά, στα 70 μου. Αιτία μιας φωτογραφίας άρχισα να λέω: «Μα πρέπει να ‘μουν όμορφη». Τέλος πάντων.
[00:20:00]Αυτό πώς έγινε;
Έγινε... Θα σου πω. Κάποια φορά είχα δαγκώσει έναν, τον άντρα μου συγκεκριμένα, τον δάγκωσα τόσο πολύ, που τα δόντια μου τα μπροστινά βγήκανε έξω απ’ τη θέση τους. Και πήρα τον πατέρα σου, τον κουμπάρο μου, τον Τάκη το Μιχαλακάκο, τηλέφωνο και του λέω: «Τάκη μου, τι να κάνω;». Μου λέει: «Σπρώχ’ τα και βάλ’ τα μέσα». Τα ‘σπρωξα αλλά αυτά μείναν έξω. Και πάω στην οδοντίατρο και της λέω «Ξέρεις, έτσι κι έτσι τα δόντια μου», γιατί είδα τα δόντια μου μετά από λίγο καιρό, κάτι δεν πήγαινε καλά και κατάλαβα τι είχε γίνει. Πάω, λοιπόν, στην οδοντίατρο και της λέω: «Σε παρακαλώ, έτσι κι έτσι». Αυτή σαν να μην με πίστεψε, οπότε παίρνω εγώ μια φωτογραφία που είχα που χαμογελάω και φαίνονται όλα μου τα δόντια και της την πάω. Μόλις τη βλέπει αυτή μού λέει: «Τέτοια ομορφιά δεν έχω ξαναδεί! Κατάσχεται η φωτογραφία». Λέω: «Μπας; Τι λέει αυτή;». Κοιτάω τη φωτογραφία, από απόσταση τώρα εγώ, αλλά όντως ήτανε πολύ όμορφη η κοπέλα αυτή των 23 χρόνων που ήτανε στη φωτογραφία. Πάρα πολύ όμορφη και άβαφη. Ποτέ δεν βάφτηκα, ποτέ. Τέλος πάντων, τότε πίστεψα. Ήμουνα περίπου 70 χρόνων. Τώρα κοντεύω 80. Να μην τα πολυλογώ, με τον άντρα μου δεν έζησα πολύ καλά. Ας μην συνεχίσω. Άλλες ερωτήσεις;
Γνωρίζω ότι έγραψες μετά ένα βιβλίο με την ιστορία σου.
Ναι, το Πού ’ναι η μάνα σου, μωρή;.
Αυτό όλο πώς το ένιωσες; Ήταν ανάγκη να τα πεις αυτά τα πράγματα, να τα μοιραστείς;
Ούτε ξέρω. Ξέρεις, δούλευα πάρα, πάρα πολύ. Είχα ένα γκαράζ και δούλευα… Ξέρεις, για έξι μήνες δύο ώρες το εικοσιτετράωρο μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο κοιμόμουνα. Τώρα, γιατί; Ήτανε νοικιασμένο και όταν το πήρα εγώ στα χέρια μου ο νοικάρης για να με εκδικηθεί ερχότανε και έκλεβε τα αυτοκίνητα μέχρι να βάλουμε ρολά να το κλείσουμε… Τέλος πάντων, πέρασα άσχημα. Ήμουνα τόσο κουρασμένη, που έφτασα σ’ ένα σημείο να λέω: «Ή νοσοκομείο ή τρελάδικο ή διακοπές». Και διάλεξα τις διακοπές. Και πήγα στην παλιά Επίδαυρο, που λες, σ’ ένα ξενοδοχείο εκεί. Και τον πρώτο μήνα —πήγα για δύο μήνες. Πήγα Αύγουστο, Σεπτέμβριο. Τις πρώτες μέρες ξεκουράστηκα. Την επόμενη μέρα, μετά από δέκα μέρες άρχισα να γράφω από τις 07:45, που γίνεται μέρα δηλαδή, μέχρι την ώρα που σουρούπωνε. Έτρωγα, με βάζανε να φάω το μεσημέρι, έγραφα, έγραφα, έγραφα, έγγραφα. Όλα όσα είχα μέσα μου τα ‘βγαλα. Και εκείνο που θυμάμαι, δηλαδή, όταν βγήκε το βιβλίο και εκδόθηκε: Με παίρνανε οι Μανιάτισσες τηλέφωνο και με βρίζανε ότι το παίζω χριστιανή, γιατί γράφω ότι «Τα παιδιά που δολοφόνησαν τη μάνα μου, που ήταν μαζί με τους Χίτες, 17 και 18 χρονών, είναι το ίδιο θύματα με τους γονείς, με τη μάνα μου και τις αδερφές μου και τους υπόλοιπους. Γιατί; Γιατί πριν γίνουν άνθρωποι τούς πήραν αυτοί οι Χίτες και τους κάνανε κτήνη». Γιατί τι μπορεί να είχε ένας δεκαεφτάχρονος με την αδερφή μου, που ούτε καν τη γνώριζε, 12 χρονών, και την άλλη, 14; Τι μπορεί να είχε με τη μάνα μου, με τη θεια μου, με την ξαδέρφη μου, που ήταν 17 χρονών, εφτά μηνών έγκυος, και είδα το μωρό της μέσα στ’ άντερα και είδα τα μυαλά του θείου μου να τα τρώνε οι κότες; Tι; Τι; Τι; Δεν μας γνωρίζανε. Θέλω να πω ότι ο εμφύλιος δυστυχώς έτσι είναι. Κι όταν με παίρνανε τηλέφωνο και μου λέγανε «Εσύ, που παίζανε τα κεφάλια του αδερφού μας μπάλα» εγώ έλεγα «Μα ο εμφύλιος έτσι είναι. Δεν είναι... Δεν διαφέρει καθόλου. Αυτός είναι ο εμφύλιος. Να σκοτώνει αδερφός τον αδερφό. Δεν υπάρχει χειρότερος πόλεμος. Και δυστυχώς μας κάνανε έτσι». Αυτά.
Εκείνη η αδερφή σου που έλεγες πως ήταν πληγωμένη;
Κοίταξε, η αδερφή μου που ήταν πληγωμένη… Θυμάμαι… Κοίταξε να δεις, τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι καθόλου το πρόσωπό του. Θυμάμαι σκηνές. Θυμάμαι ο πατέρας μου, που όταν ήρθε και είδε τη μάνα μου και τις αδερφές μου και αυτά, φαίνεται ότι άσπρισε, τα μαλλιά του, γιατί, όταν είχανε βάλει την αδερφή μου την πληγωμένη πάνω σε μία σκάλα και ήτανε μία γκρι κουβέρτα [00:25:00]από κάτω και την πηγαίνανε, τώρα, ο πατέρας μου πίσω μού φαινότανε γέρος. Γιατί να μου φαίνεται γέρος; Γιατί είχε άσπρα μαλλιά. Άσπρισε, φαίνεται, απ’ τη μία στιγμή στην άλλη όταν είδε τη μάνα μου σκοτωμένη, τον αδερφό του, τις κόρες του. Τέλος πάντων. Την αδερφή μου την πήγανε... Εμείς το χωριό μας το λένε Μοναστήρι ή Πετρουλιάνικα. Ήτανε… Όλο ανήκε στην οικογένεια Πέτρουλα. Το Επάνω Μοναστήρι και το Κάτω Μοναστήρι. Το Απάνω Μοναστήρι ήταν του αδερφού. Δυο αδέρφια οι προπάππουδές μας, δυο αδέρφια. Το επάνω ήτανε τα ξαδέρφια και στο κάτω ήταν ο άλλος αδερφός του παππού, το Κάτω Μοναστήρι. Εμείς ήμαστε στο Κάτω Μοναστήρι. Το Πάνω Μοναστήρι άντε να ‘ναι πέντε λεπτά με τα πόδια, δηλαδή δεν είναι τόσο μακριά. Πήγανε, λοιπόν, την αδερφή μου στο Απάνω Μοναστήρι και προσπαθήσανε να φωνάξουν το γιατρό να τις βγάλει τις σφαίρες, γιατί δεν ήτανε θανάσιμα πληγωμένη. Τέσσερις σφαίρες είχε. Αλλά, το γιατρό τού είπαν οι Χίτες: «Μην τυχόν και πας γιατί θα σκοτώσουμε κι εσένα. Θα πάμε πάνω και θα σκοτώσουμε τους υπόλοιπους». Κι έτσι, δεν πήγε ο γιατρός. Προσπαθούσανε να πάρουνε την αδερφή μου να την πάνε στην Καλαμάτα, αλλά τελικά πέθανε από γάγγραινα η αδερφή μου, η Καλλιόπη, 12 χρόνων. Η Φιλίτσα πέθανε, σκοτώθηκε, δηλαδή δεν…
Και τον πατέρα σου…
Ο πατέρας μου μετά απ’ όλα αυτά, αφού τακτοποίησε κατά κάποιο τρόπο εμένα στην Χαρίλαινα… Μάλλον όχι. Έφυγε. Έφυγε. Δεν ήξερε αν είχανε σκοτώσει κι εμένα. Όταν ήρθε και είδε τη μάνα μου και —όχι, ήξερε ότι… Ναι. Ήξερε ότι δεν μ’ είχανε σκοτώσει, γιατί θυμάμαι ότι σ’ ένα δωμάτιο, μετά απ’ το σκοτωμό δηλαδή και μετά που ήμουνα δύο μερόνυχτα μες στους σκοτωμένους, σ’ ένα δωμάτιο καθόταν ο πατέρας μου και μου έδινε —είχε μόνο ένα λυχνάρι, δεν είχαμε φως τότε— ψωμί με λάδι κι εγώ τον κοίταγα κι αυτός δεν ήθελε ούτε καν να με κοιτάξει. Και μου ‘λεγε μόνο: «Φάε, φάε το ψωμί σου». Και θυμάμαι στο πρόσωπο του πατέρα μου ένα δάκρυ. Το μόνο που θυμάμαι αυτό και μια άλλη εικόνα του πατέρα μου, που ερχότανε απ’ έξω, το πώς άνοιξε η πόρτα και είχε ήλιο απ’ έξω —στο σπίτι ήτανε σκοτεινά. Είχε στο χέρι του ένα πορτοκάλι για μένα. Και απ’ ό,τι λένε, το μόνο παιδί που είχε πάρει αγκαλιά και είχε νανουρίσει ήμουνα εγώ. Γι’ αυτό και ο μικρότερος αδερφός μου —δηλαδή, μικρότερος απ’ τα αγόρια. Ήταν 9 χρόνων, μεγαλύτερος από μένα— με ζήλευε. Ήθελε, λέει, να με σκοτώσει γιατί του πήρα τα χάδια. Δεν με σκότωσε, όμως, βέβαια, και από ό,τι απεδείχθη με αγαπούσε πάρα πολύ, απλώς σαν παιδί ζήλευε. Ο πατέρας μου, λοιπόν, μετά απ’ αυτό πήγε και παρουσιάστηκε, γιατί είχανε πει ότι όσοι έχουν δώσει τα όπλα, έχουν παραδώσει τα όπλα, θα πάρουνε... Πώς το λένε τώρα; Δεν θα τους δικάσουνε. Δεν θυμάμαι πώς το λένε. Θα πάρουνε…
Ασυλία; Κάτι σαν ασυλία;
Όχι. Δεν θα τους πειράξουν. Όσοι έχουν... Ο πατέρας μου τα ‘χε δώσει τα όπλα, ένα όπλο, ένα πιστόλι είχε δικό του mauser απ’ τον καιρό που ‘τανε κυνηγός. Και ένα… τσαγκρί το λένε, αυτό που σκοτώνουν τα πουλιά. Τέλος πάντων, πήγε και παρουσιάστηκε, και μάλιστα τον είχε δει ο Κατσαρέας και του λέει «Εσύ πας να παρουσιαστείς, Πέτρουλα;» και λέει ο πατέρας μου ότι «Εγώ δεν μπορώ να παίρνω το ψωμί με το όπλο, του άλλου». Και πήγε και παρουσιάστηκε. Μόλις πήγε και παρουσιάστηκε ο πατέρας μου στις φυλακές της Σπάρτης εκεί ήτανε και ο αδερφός μου ο Αντώνης, ο οποίος είχε δικαστεί, ο μεγάλος αδερφός, ο οποίος είχε δικαστεί για απόπειρα φόνου. Πρόσεξε. Απόπειρα φόνου, απόπειρα φόνου κάποιου που δεν γνώριζε. Και το τραγικό, το κωμικοτραγικό ήταν ότι η δίκη του αδερφού μου του Αντώνη, του μεγάλου, έγινε μετά τη δολοφονία των δικών μας. Και λέει ο αδερφός μου: «Μα να μου λέγατε ότι πάω να σκοτώσω τους φονιάδες της μάνας μου και των αδερφάδων μου και να ‘λεγα «όχι» να μη με πιστεύατε. Μα να μου λέτε ότι πάω να σκοτώσω κάποιον που δεν γνωρίζω, δεν το καταλαβαίνω! Ξέρω, λέω, θα με δικάσετε με την ανώτερη των ποινών, γιατί ήμουνα στον ΕΛΑΣ και πολέμαγα τους Γερμανούς. Το ξέρω αυτό». Τελικά, τον δίκασαν είκοσι χρόνια για [00:30:00]απόπειρα φόνου κάποιου που δεν γνώριζε. Όταν, λοιπόν, πήγε ο πατέρας μου στις φυλακές της Σπάρτης, ο αδερφός μου ήτανε και αυτός στις φυλακές της Σπάρτης και μόλις βλέπει τον πατέρα μου λέει: «Καλέ, αυτός ο γέρος με τα γένια και τ’ άσπρα μαλλιά, που ‘ναι σχεδόν τυφλός, μοιάζει, αν ήτανε... Μοιάζει πολύ με τον πατέρα μου». Και τελικά ήταν ο πατέρας του, ο οποίος δεν είχε ξυριστεί, όπως το συνηθίζουν οι Μανιάτες, απ’ τον καιρό που σκοτώθηκαν ο αδερφός του και η γυναίκα του και τα παιδιά του μέχρι που μπήκε στις φυλακές της Σπάρτης. Μετά από μία εβδομάδα ευτυχώς ο αδερφός μου μετατέθηκε από τις φυλακές της Σπάρτης νομίζω ή στην Καλαμάτα ή στην Τρίπολη. Δεν θυμάμαι. Νομίζω Καλαμάτα. Και στις 13 Μάρτη —δεν θυμάμαι. Το ‘χω στο βιβλίο μου πότε έγινε η σφαγή στις φυλακές της Σπάρτης— ένα τζιπ με Χίτες πάτησε μια χειροβομβίδα και νόμιζαν ότι το ‘χανε βάλει οι αντάρτες, γιατί ακόμα υπήρχε ο Εμφύλιος. Και πάνε στις φυλακές της Σπάρτης και θέλαν να μπούνε μέσα να σκοτώσουν τους κρατούμενους. Ο διευθυντής των φυλακών, ο Φίτσιος ονόματι, πήγε να τους εμποδίσει. Τον σκοτώσαν αυτόνε, μπήκανε στις φυλακές της Σπάρτης, σκότωσαν τους περισσότερους. Και φωνάζανε «Το γενάτο, το γενάτο!», τον πατέρα μου δηλαδή. Και τον σκότωσαν σ’ έναν φοίνικα κοντά. Πήγα με το μπαρμπα-Σταύρο το Μιχαλακάκο στις φυλακές της Σπάρτης —δεν θυμάμαι ποια χρονολογία— και είδα. Ήταν ακόμα οι φυλακές. Είχαν ακόμα το φοίνικα και όλα και είδα τα σημάδια απ’ τις σφαίρες και το σημείο που είχανε σκοτώσει τον πατέρα μου. Μου το ‘πανε κάποιοι άλλοι κρατούμενοι που βγήκανε και γνωρίζαν τον πατέρα μου πού τον σκοτώσανε. Έτσι έγινε η ιστορία όλη. Κατάλαβες; Αυτά τα δικά μου.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Να ‘σαι καλά.