© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Μέσα σε αυτή την πέτρα είναι η ζωή του παππού μου, της μάνας μου και του πατέρα μου. Όλα εδώ μέσα είναι!»

Istorima Code
9907
Story URL
Speaker
Παύλος Πουλατσίδης (Π.Π.)
Interview Date
19/08/2020
Researcher
Παναγιώτα Μωυσιάδου (Π.Μ.)
Π.Μ.:

Γεια[00:00:00] σας.

Π.Π.:

Γεια σας.

Π.Μ.:

Πώς ονομάζεστε;

Π.Π.:

Παύλος Πουλατσίδης του Στυλιανού.

Π.Μ.:

Είναι Τετάρτη 19 Αυγούστου του 2020. Bρισκόμαστε στην Παλιουριά Γρεβενών με τον αφηγητή Παύλο Πουλατσίδη, είμαι η ερευνήτρια Μωυσιάδου Παναγιώτα από το Istorima και ξεκινάμε. Τι ιστορία θέλετε να μας αφηγηθείτε;– 

Π.Π.:

Θέλω να πω την ιστορία της μαμάς μου.

Π.Μ.:

Ωραία. Σας ακούμε!  

Π.Π.:

Η μαμά μου γεννήθηκε στο Τάζου, Τάζου, ένα χωριό ορεινό. Έχασε τον πρώτο τον άντρα της, είκοσι δύο χρονών, και παντρεύτηκε τον πατέρα μου στο Ιλεάν το 1918. Την άνοιξη, τη Μεγάλη Πέμπτη... Όλο τον χειμώνα ο Τοπάλ Οσμάν βρισκότανε στο Έρμπα, που είχε συγκεντρώσει αυτούς που έφερε εξορία, περίπου πέντε χιλιάδες χριστιανούς, γυναικόπαιδα όχι άντρες σε μεγάλη ηλικία. Και άφησε αυτούς στο Έρμπα. Το Έρμπα είναι περίπου από το Νικσάρ, η πόλη… το χωριό μας έχει την πόλη Νικσάρ. Οι Δημητριώτες είναι από το Tοκάτ, κοντά είναι αυτές οι πόλεις. Η μάνα μου παντρεύτηκε το 1918. Το ’19, τη Μεγάλη Πέμπτη, ήρθε ο Τοπάλ Οσμάν και χτύπησε στην περιοχή τη δικιά μας, στην περιοχή Νικσάρ. Εκεί έκανε μεγάλη ζημιά, τη Μεγάλη… Διάλεξε τη Μεγάλη Πέμπτη, επειδή οι χριστιανοί απασχολούνταν με τις εκκλησίες, με τη θρησκεία, σου λέει: «Θα τους πιάσω στον ύπνο». Περικυκλώνουν με τον στρατό του ο Τοπάλ Οσμάν και κάνει μεγάλη ζημιά. Η Ζαρειφίνα –που λέω- η Παπαδοπούλου ήρθε από… ήταν κόρη από εκεί. Αυτή τα ομολογούσε αυτά όλα. Ήταν δεκαπέντε χρονών κορίτσι. Αφού έγινε αυτό το κακό στο Ίσκιλι, φεύγουν τρία παιδιά από τον κλοιό των Τούρκων και πάνε να ειδοποιήσουν τα χριστιανικά χωριά. Γύρω στο Τοκάτ και Νικσάρ και Αμάσεια υπήρχαν περίπου 25-30 χωριά καθαρόαιμα χριστιανοί. Τούρκοι δεν υπήρχαν μέσα. Αυτά τα παιδιά όλη τη νύχτα ειδοποίησαν τι έγινε στο Ίσκιλι. Ο παππούς μου… Αυτό το παιδί, το ένα, ήρθε στην περιοχή τη δικιά μας, στη σειρά Φέλ, Ιλεάν του πατέρα μου το χωριό και του πεθερού μου το χωριό, το Έργιαπα. Μπήκε ο νεαρός αυτός στην εκκλησία. Ο παππούς μου ήταν παπάς και τον Γιάννη, τον γιό του, τον είχε ψάλτη, τον είχε σπουδάξει στην Κωνσταντινούπολη. Λέει… Τον κάλεσε στο ιερό. Εκείνη την ώρα ήταν έτοιμος να πει το Ευαγγέλιο. Tον καλάει αυτός -καταϊδρωμένος ο νεαρός- και του λέει: «Αυτό κι αυτό έγινε στο Ίσκιλι». Φεύγει να ειδοποιήσει τα άλλα τα χωριά το παιδί αυτό. Βγαίνει ο παππούς μου στην Αγία Τράπεζα και λέει: «Χριστιανοί μου, δεν έχω χρόνο να σας εξηγήσω, γρήγορα θα πάτε να πάρετε τα παιδιά σας και να βγείτε στο βουνό Τόπτσα». Το βουνό, το κοντινότερο βουνό ήταν Τόπτσα. Αφήνει τα Ευαγγέλια και πάει, χτυπάει την καμπάνα -στο κέντρο του χωριού ήτανε η εκκλησία- χτυπάει την καμπάνα πένθιμα και φωνάζει. Εκείνη την ώρα ο πατέρας μου φύλαγε. Είχε μάθει ότι στο Έρμπα είναι ο Τοπάλ Οσμάν, μπορεί να έρθει, και φύλαγαν τη νύχτα μήπως έρθει και κάνει κακό. Αλλά όταν άκουσε τον πατέρα του, φώναξε ο πατέρας του: «Αδέρφια μου, πάρτε τα παιδιά σας, δεν έχω χρόνο να σας εξηγήσω, να βγείτε [00:05:00]στο Τόπτσα, εκεί θα τα πούμε!». Άρον άρον ο κόσμος έφυγαν από την εκκλησία να πάνε να πάρουν… Ο παππούς μου πήγε να πάρει τα τελευταία, τα Ευαγγέλια και τα υλικά για να τα πάρει για να τα πάει στο σπίτι. Ο πατέρας μου μόλις άκουσε τον πατέρα του να λέει έτσι, πήγε στο σπίτι. Η γιαγιά -η παπαδιά δηλαδή- πήρε… η κόρη του ήταν δεκαοχτώ χρονών και είχε την εγγονή τη Χατζηδημητρίνα, έξι χρονών, του Στάθη τη μάνα, εγγονή του παππού. Η γιαγιά αφού άκουσε τον παπά τι είπε, πήρε την εγγονή του, την κόρη του και από τη γειτονιά δυο-τρεις γριούλες, πήραν τον δρόμο και βγήκαν από το χωριό να φύγουν έξω στο βουνό. Χάθηκαν! Ο παππούς μου, αφού ήταν ψάλτης ο γιος του, του λέει: «Γιάννη, μάζεψε τα πράγματά σου για να πάμε να πάρουμε και την οικογένεια και να βγούμε στο Τόπτσα, στο βουνό». Άργησε να μαζέψει τα σκεύη του που χρειαζότανε στο βουνό που θα πηγαίνανε να εκκλησιαστούν. Ο πατέρας μου… Όταν ήρθε ο πατέρας μου, η μάνα του είχε φύγει με την εγγονή του και την κόρη του και τα λοιπά. Δεν βρήκε… βρήκε… η μάνα μου… αφού ήταν νεοπαντρεμένοι, το φθινόπωρο είχαν παντρευτεί, την άνοιξη έγινε αυτό, τη Μεγάλη Πέμπτη, αρχές Μαΐου, πήρε τη μάνα μου, βγήκε στο βουνό. Ήρθε ο παππούς μου, τελευταία, στο σπίτι -το σπίτι το είχανε στο ακρινό απ’ το χωριό- δεν βρήκε κανέναν. Πήρε τον δρόμο, βγήκε στο Τόπτσα. Το πρωί όλα τα χωριά είχαν μαζευτεί στο βουνό, επάνω. Καθ’ ένας έψαχνε τον… άλλος το παιδί του, άλλος τη γυναίκα του, άλλος τον αδερφό του, άλλος κτλ. Χαμός! Ο παππούς έχασε την παπαδιά. Αυτοί βγήκαν έξω, δεν ήξεραν το βουνό να περπατήσουν και μπήκαν σε μια πατλιά, πυκνό δάσος, η ομάδα αυτή και κρύφτηκαν εκεί. Νύχτα, γυναίκες, που να μπορέσουν να παν! Το βουνό είναι πολύ πυκνό δάσος. Έμειναν εκεί. Ο παππούς μου αφού έμεινε στο… Το πρωί δεν βρήκε την παπαδιά, την κόρη του και τα λοιπά, «αχ βαχ, αχ βαχ» στενοχωρημένος. Αφού έχασε την παπαδιά, σου λέει: «Αν έπεσε στα χέρια των εχθρών, σαν τα σκυλιά θα την έφαγαν! Αν ήταν και η οικογένεια του παπά» λέει «άλλο το κακό!». Ο πατέρας μου λέει: «Βρε, κάπου θα είναι, θα πάω να τους βρω εγώ». Ο πατέρας μου έφυγε από εκεί, να πάει να βρει τη μάνα του και την αδερφή του, δεκαοχτώ χρονών κορίτσι ήτανε και την ανιψιά του τη Σοφία, έξι χρονών. Έφυγε. O παππούς μου σε είκοσι μέρες έσκασε η καρδιά του, δεν άντεξε. Σου λέει: «Αυτό που έγινε, εγώ δεν είμαι για εκκλησία, δεν είμαι για να λειτουργήσω κι άλλη φορά και πρέπει να πεθάνω». Ο πατέρας μου δεν ήταν, δεν βρέθηκε στην κηδεία του, έψαχνε τη μάνα του και την οικογένεια. Μετά είκοσι μέρες, ο πατέρας μου γύρισε όλα τα υψώματα, τα βουνά που ήταν απ’ το κάθε χωριό και τα λοιπά βλέπει, πουθενά. Δεν… Σου λέει: «Σίγουρα γύρω απ’ το χωριό θα έμειναν». Σε είκοσι μέρες πήγε, τους βρήκε. Τα πήρε και όταν πήγε στο βουνό τον πατέρα του δεν τον βρήκε, είχε πεθάνει ο πατέρας του.

Π.Π.:

Από εκεί ξεκινάει ο αγώνας, το αντάρτικο. Της μάνας μου την ιστορία λέω τώρα. Η μάνα μου ήταν είκοσι δύο χρονών. Με τον πατέρα μου δεν είχαν προλάβει ακόμα να αποκτήσουν παιδιά. Οι αντάρτες, το αντάρτικο -όταν λέμε- δεν υποστηριζόταν από κάποιο κράτος ή από κάποια δύναμη και τα λοιπά. Ήταν να πολεμήσουν, να βρουν τροφή να φέρουν στις οικογένειες, να ταΐσουν τις οικογένειες. Μόνο όταν πολεμάνε, μόνο με πόλεμο μπορούσαν να πάρουν τροφές απ’ τα τούρκικα τα χωριά. Η μάνα μου… Ώσπου να ‘ρθουν, να πάνε οι αντάρτες να φέρουν τροφή, οι οικογένειες πεινούσαν. Αυτή η ηλικία που ήταν είκοσι δύο χρονών η μάνα μου, αυτή η ηλικία -οι παντρεμένοι- έγιναν τρεις ομάδες, από τρία άτομα, η μάνα μου πήγε… κατέβαιναν στον [00:10:00]κάμπο, κάτω, άλλοι πήγαιναν στα χωράφια έβγαζαν ρεβίθια, φασόλια, άλλοι πήγαιναν στα μήλια να βρουν -τα μήλια ήταν όλα έξω από τα τούρκικα τα χωριά-, να βρουν κανένα σπυρί, να παρακαλέσουν να βρουν λίγο αλεύρι και τα λοιπά. Τρεις ομάδες. Η μάνα μου ήταν στην ομάδα να πάει να βρει στα σκουπίδια των Τούρκων, γιατί τα σκουπίδια ήταν έξω απ’ τα χωριά, δεν φυλάγονταν. Οι Τούρκοι νύχτα δεν έβγαιναν έξω, είχανε φοβηθεί απ’ τους αντάρτες. Πήγαιναν και μάζευαν τη… Η καλύτερη τροφή ήταν τα τσαρούχια. Μάζευαν τσαρούχια, μάζευαν σπυριά από καλαμπόκια… να βρουν… ό,τι βρουν να τρώγεται. Η καλύτερη τροφή ήταν τα τσαρούχια. Οι Τούρκοι φορούσαν πολύ τσαρούχι και τα πετούσαν τα παλιά. Αυτά τα έπαιρναν, τα έβραζαν, τα έπλεναν καθαρά, τα ξούσαν και τα λοιπά και τα έκαναν σαν γουλαχλού. Ξέρεις τι θα πει γουλαχλού! Και με αυτό… ώσπου να ‘ρθουν οι αντάρτες, να πολεμήσουν, να φέρουν τροφή έκαναν έναν μήνα. Αυτή η ομάδα, η μάνα μου, έτσι… στα τρία χρόνια αυτή ήταν η ζωή, από το ’19 μέχρι το ’22. Η μάνα μου, το παιδί που απέκτησε… το ’22 άλλαξαν τα πράγματα. Έχασε τον πόλεμο η Ελλάδα, έχει άλλη ιστορία εκείνα. Μπορεί να το μάθεις. Κι αυτό πρέπει να το μάθεις, την ιστορία του με τον Παππά… με τον Βενιζέλο-

Π.Μ.:

Την ξέρω, την ξέρω.  

Π.Π.:

Και τα λοιπά. Το αφήνω αυτό. Αφού τα πράγματα άλλαξαν, λένε… λέει ο Κεμάλ Ατατούρκ, λέει: «Τα γυναικόπαιδα δεν φταίνε καθόλου, να τα παραδώσετε, και εσείς οι αντάρτες, θα σας αφήσουμε ελεύθερα τον δρόμο να πάτε στο ρωσικό μέρος, να φύγετε από εκεί», γιατί ήξερε με τους αντάρτες αν πολεμούσαν, θα έδιναν πολλά θύματα κι αυτό το κόλπο το έπαιξαν εκεί. «Φέρτε τα γυναικόπαιδα να τα πάμε στα χωριά τους!» Αυτό έγινε αντιθέτως. Κατέβηκαν τα γυναικόπαιδα και τα πήρε ο Τοπάλ Οσμάν εξορία. Η μάνα μου, απάνω στο γένος, έπεσε σε κώμα. Δεν κατέβηκε στα γυναικόπαιδα μαζί. Δεν μπορούσε να περπατήσει, έχασε τις δυνάμεις του. Τον άφησαν ένα μωρό, τη μάνα μου, έμεινε στο βουνό. Οι Τούρκοι δεν ανέβηκαν στο βουνό. Έμεινε στο βουνό με τον Χαράλαμπο, ούτε ήξερε το επίθετο του, πώς τον λένε. Εφτά χρονών, ορφανό παιδί, το άφησαν για να φέρει νερό. Και λίγο αλάτι άφησαν εκεί πέρα και κατέβηκαν τα γυναικόπαιδα. Η μάνα μου έμεινε στο βουνό. Αυτό το μωρό, αφού ήταν αρχές Μαΐου, ό,τι πράσινο έβρισκε -δεν γνώριζε λαχανικά- ό,τι πράσινο έβρισκε, τα έβραζαν με λίγο αλάτι, έπιναν, σε σαράντα μέρες η μάνα μου συνήλθε. Πήρε αυτό το μωρό και κατέβηκε στα χωριά. Αυτό γίνεται αρχές Ιουνίου. Τα χωριά δεν είχαν πρόβλημα με τους χριστιανούς. Η μάνα μου έξι μήνες ζητιάνευε με αυτό το μωρό κι έζησαν… και δεν ήξερε καθόλου πού είναι οι χριστιανοί και τι τραβάνε. Ήταν στην εξορία. Αυτή η γυναίκα, που λέω εγώ, το μωρό στην εξορία το άφησε το μωρό, άλλη ιστορία είναι αυτό. Η μάνα μου… αφού το ’22 διορθώθηκαν τα πράγματα, όσοι έζησαν, έμειναν από την εξορία, έγινε ανταλλαγή με τον Βενιζέλο. Ο Βενιζέλος είπε: «Για να σωθεί ο χριστιανισμός, πρέπει να γίνει ανταλλαγή, να φύγουν από την Τουρκία» και κατέβηκαν όλοι οι χριστιανοί στα λιμάνια, να ανεβούνε στα καράβια και να ‘ρθουν στην Ελλάδα. Η μάνα μου έμαθε ότι οι χριστιανοί πηγαίνουν στην Ελλάδα. Απ’ το Νικσάρ… το Νικσάρ και το… -πώς τη λένε αυτή την πόλη;-  Σαμψούντα, είναι 120 χιλιόμετρα. Με τα πόδια αυτό το μωρό, ξυπόλυτοι, γυμνοί, πού κοιμούνταν; Λερωμένοι, ξυπόλυτοι, νηστικοί! Το πήρε αυτό το μωρό και πήγε στη Σαμψούντα. Στη Σαμψούντα ανέβηκε σε ένα καράβι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη [00:15:00]και στη Θεσσαλονίκη βρήκε την οικογένειά του. Ο πατέρας μου πήγε, με το αντάρτικο, πήγαν στη Ρωσία. Τα παρέδωσαν τα όπλα στη Ρωσία και από εκεί ήρθε την άλλη χρονιά κι ανταμώθηκαν στη Νέα Σεβάστεια. Αυτό το χωριό το λένε «Νέα Σεβάστεια» επειδή ήταν νομός Σεβαστείας. Εκεί γεννήθηκα εγώ.

Π.Π.:

Η μάνα μου από εκεί και μετά απέκτησε τον Λάζαρο, που σκοτώθηκε 17 χρονών, τον σκότωσαν οι Γερμανοί το ’26. Το ’28 αποκτάει ένα παιδί και παθαίνει πάλι από ασιτία, η μάνα μου πέφτει σε κώμα. Από ασιτία πεθαίνει το μωρό, το έλεγαν Παύλο, το βάφτισαν άρον άρον και το δικό του το όνομα έχω εγώ και τα δικά του χρόνια έχω εγώ. Είμαι γραμμένος το ’28 ενώ γεννήθηκα το ’30. Πήγαν να με γράψουν και βρήκανε… Παύλο τον έλεγαν κι αυτόν γιατί ο παππούς μου ήταν το όνομά του, Παύλο τον έλεγαν. Η μάνα μου πέθανε, τη ‘βαλαν στην κάσα για να την παραχώσουν, δεν είχαν παπά όμως να το… Ήταν στο διπλανό χωριό ο παπάς και την άλλη μέρα, όταν νύχτωσε λίγο, η μάνα μου ζωντάνεψε και σηκώθηκε. Η παπαδιά ζούσε. Βλέπει: «Τι έγινε, κορίτσι μου;» -Σοφία την έλεγαν τη μάνα μου- «Σοφία, τι έγινε, κορίτσι μου; Τι είδες;». Λέει: «Μαμά» -το σπίτι που κάναμε στη Σεβαστεία ήταν καινούριο και ήταν διώροφο, το ταβάνι ακόμα δεν το είχαμε κάνει, οι γρεντιές ήταν- «Ήρθαν σαράντα περιστέρια. Τριάντα εννιά περιστέρια έκατσαν τα μισά σε μια γρεντιά και τα άλλα τα μισά στην άλλη γρεντιά και περίμεναν τον αρχηγό τους» λέει η μάνα μου τώρα, τι είδε όταν πέθανε. Λέει: «Περιμένουμε τον αρχηγό μας να πάρουμε την εντολή, να πάρουμε τη Σοφία». Τα παράθυρα όταν πεθαίνει άνθρωπος, τα παράθυρα τα ανοίγουν για να αερίζεται και τα λοιπά, να μην μυρίζει. «Ήρθε το περιστέρι, το 40 αριθμό, και δεν έκατσε στη γρεντιά και τους μάλωσε, στη γλώσσα του, τα περιστέρια: «Εγώ δεν σας έστειλα» λέει «στη Σοφία. Εγώ σας έστειλα στον Χαράλαμπο στον επάνω τον μαχαλά». To επάνω μαχαλά ήταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά. Η μάνα μου συνήλθε και είπε αυτή την ιστορία και μετά, αφού έφυγαν τα περιστέρια, συνήλθε η μάνα μου. Δεν ήταν η σειρά του να πάρει. Και μετά η μάνα μου απέκτησε εμένα το ’30, απέκτησε το ’32 τον Κωνσταντίνο, από ηλίαση πέθανε εδώ πέρα στην Παλιουριά, τον Σοφοκλή, δύο χρονών από ηλίαση πέθανε κι αυτό και μείναμε εμείς οι δύο με την αδερφή μου την Παρασκευούλα κι εγώ. Αυτή είναι η ιστορία της μαμάς μου.

Π.Μ.:

Εσάς ποιος σας την είπε αυτή την ιστορία;  

Π.Π.:

Η μάνα μου.  

Π.Μ.:

Η μητέρα σας.  

Π.Π.:

Ήμουν δέκα χρονών κι έμπαινα στην ποδιά της μαμάς μου κι έλεγα: «Πες την ιστορία σου!». Δεν το είπε μόνο μια φορά, συνέχεια το ‘λεγε, γιατί εγώ επέμενα να το πει.

Π.Μ.:

Όταν την έλεγε αυτή την ιστορία τι… πώς αισθανόταν; Έκλαιγε; Χαιρόταν που είναι τώρα-

Π.Π.:

Εμένα… επειδή ήμουν μικρός στην ηλικία ακόμα, δέκα χρονών και τα λοιπά, νόμιζα είναι παραμύθι. Μετά, όμως, που ενηλικιώθηκα και τα πάθη της μάνας μου τα έφερνα, ακόμα που γέρασα τώρα, είμαι ενενήντα χρονών, δεν τα ξέχασα. Η μάνα μου δεν είδε μια καλή μέρα, δυστυχισμένη γυναίκα και πέθανε πενήντα πέντε χρονών. Και καταδιωκόμενη πέθανε στην Αρατοσίβια. Τρία χρόνια, στην πατρίδα μας ήμασταν τρία χρόνια και ο παππούς δεν ξέρω πού ήτανε. Άλλη ιστορία αυτό.

Π.Μ.:

Αυτή η ιστορία, που μου διηγηθήκατε, γιατί είναι σημαντική για εσάς;

Π.Π.:

Αυτή η ιστορία δείχνει τη ζωή των χριστιανών στην Τουρκία, τι τραβούσαν με τους Τούρκους. Δεν είναι μόνο αυτό, είναι… Έχουν τραβήξει τόσα πολλά, που δεν λέγονται! Αυτό το χωριό, το Ιλεάν, το έχουν αγορά οι Πολατσιδαίοι από έναν μπέη. Το 1730 περίπου, [00:20:00]’35, ήτανε στην Μπάφρα εφτά αδέρφια -η Μπάφρα, νομός… η Μπάφρα είναι επαρχία Σαμψούντος, νομός Σαμψούντος. Πολύ αυστηρά, τους απαγόρεψαν να μιλάν ελληνικά, μόνο θρησκευτικά έλεγαν τα Ευαγγέλια, την εκκλησία και ο ψάλτης τα εξηγούσε στα τούρκικα, τα Ευαγγέλια.- Και αναγκάστηκαν εφτά αδέρφια, οι χριστιανοί, κάθε οικογένεια που ήταν καλή οικογένεια, έπρεπε να έχουν κι έναν παπά, γιατί η θρησκεία ήταν ελεύθερη κι εκεί στηρίζονταν. Η δύναμη τους εκεί ήταν. Και έφυγαν και ήρθαν αγόρασαν -αυτά τα εφτά αδέρφια- αγόρασαν το Ιλεάν, τρεις χιλιάδες στρέμματα από τον μπέη και έκαναν -ογδόντα χρόνια- έγιναν εκατό οικογένειες και τελευταία το παράτησαν το 1919.

Π.Μ.:

Από εκεί ήταν ο πατέρας σας;

Π.Π.:

Εκεί ήταν…. από εκεί ήταν ο παππούς μου, η μάνα μου ήταν από ένα χωριό διπλανό, Τάζου το ‘λεγαν. «Τάζου» λέγεται στα τούρκικα ζαγάρι. Άραγε είχαν πολλούς κυνηγούς και ζαγάρια πολλά και το όνομα το πήρε Τάζου. Αυτή είναι η ιστορία του παππού μου. Δεν τελειώνει.

Π.Μ.:

Άρα, αυτές οι ιστορίες για εσάς είναι σημαντικές, επειδή είναι η ιστορία της οικογένειάς σας, αλλά και-

Π.Π.:

Ναι, ναι.-

Π.Μ.:

Η ιστορία όλων των Ποντίων ε;

Π.Π.:

Αυτό δείχνει… κάθε Πόντιος εκεί είχε την ιστορία του, κάθε Πόντια έχει την ιστορία του.

Π.Μ.:

Εσείς πήγατε ποτέ σε αυτά τα μέρη;

Π.Π.:

Πήγα! Πήγα τα είδα και οι Τούρκοι είναι καθυστερημένοι τόσο πολύ, που φτώχεια με καλύβια τσιμεντόλιθα έχουν φτιαγμένα, και τους μάλωσα εγώ.

Π.Μ.:

Πώς αισθανθήκατε-

Π.Π.:

Γιατί μ’ έθιξαν! Μ’ έθιξαν, γιατί όταν έμαθαν… Είπα την ιστορία του παππού μου, την εκκλησία και τα λοιπά, και λένε: «Α, εσύ ήρθες του παππού σου τα λεφτά να πάρεις;». Αυτό θίχτηκα, στα τούρκικα μου το είπαν βέβαια και δεν μπορούσα να τους απαντήσω γιατί ήμουν έτοιμος να κλάψω. Μου κακοφάνηκε! Αντί να με πάρουν να πάω στην… και η Σοφία η κουμπάρα μου, η Χατζηδημητρίνα μου είχε πει: «Αν πας το σπίτι είναι στο τάδε μέρος» και τα λοιπά και σαν να το ήξερα. Και από εκεί τους άφησα… εντάξει, χωριό δεν είναι, καλύβια είναι. Τους άφησα, πήγα γύρω γύρω στην εκκλησία. Την εκκλησία τη χάλασαν και το μισό το ντουβάρι μένει απ’ την εκκλησία και την πόρτα την άνοιξαν απ’ την Ανατολή. Εμείς μπαίνουμε από δυσμάς. Τον τρούλο τον χάλασαν και έκαναν πόρτα από εκεί και το έκαναν τζαμί. Από εκεί για να ξεσκάσω -αυτό έγινε το 2002- βρήκα τρία αγόρια, κι αυτά αδέρφια πρέπει να ήταν, πέντε χρονών, εφτά χρονών, εννιά χρονών. Γονάτισα στα παιδιά -αυτό γίνεται στο Ιλεάν- γονάτισα στα παιδιά και τους λέω: «Πώς σας λένε, αγόρι μου;» στα τούρκικα. Εγώ η γλώσσα μου, η μητρική μου γλώσσα είναι τούρκικη, τα τούρκικα τα ξέρω καλά. Μου λένε… Λέω: «Πηγαίνετε στο σχολείο;». Λέει: «Πηγαίνουμε στο σχολείο, αλλά δεν έχουμε δάσκαλο». Ξυπόλυτα, γυμνά! Έβγαλα κάτι ψιλά, είχα τούρκικα λεφτά στην τσέπη μου. Βγάζω πέντε εκατομμύρια, τα πέντε εκατομμύρια τα τούρκικα σε εμάς ήταν εφτάμιση χιλιάδες. Τα δίνω. «Πάρτε» λέω «αυτά, αγόρια μου, και μοιράστε τα» σε τρία αδέρφια. Λέει: «Εμείς δεν έχουμε ψιλά. Πώς θα τα μοιράσουμε;» λέει. «Βρε αγόρι μου» λέω «εσείς θα βρείτε τον τρόπο. Εγώ δεν έχω ψιλά να σας τα μοιράσω». Ο παππούς ερχόταν από πίσω να ιδεί τι λέω στα παιδιά. Μόλις τελείωσα και είδε που έδωσα τα πέντε εκατομμύρια στα παιδιά, συγκινήθηκε. Σηκώθηκα εγώ και λέω: «Τι χάλια είναι αυτά τα δικά σας, βρε!» λέω «Ογδόντα χρόνια πέρασαν, δεν μπορέσατε να κουνηθείτε καθόλου;». «Φτωχοί είμαστε, τι να κάνουμε;» λέει. Παππούδες πρέπει να ήταν, οι νεαροί όλοι ήταν στη Γερμανία απ’ τα χωριά. [00:25:00]«Βρε, τι θα πει» λέω. «Ε, φτωχοί είμαστε!», «Τι θα πει φτώχεια, ρε!» λέω «Αν σήμερα αν σκύψεις και πάρεις μια πέτρα, την ημέρα μια πέτρα να πάρεις, τον χρόνο πόσες πέτρες μαζεύεις, ρε;» τον λέω. «Αν δεν έχεις λεφτά να αγοράσεις ασβέστη, καν’ τον με λάσπη!» του λέω στα τούρκικα. Δεν μπόρεσε να μιλήσει. Πηγαίνω, ψάχνω να βρω πέτρα. Το ‘φερα, το ‘χω στο σπίτι την πέτρα, σιδηρόπετρα, απ’ τα θεμέλια της εκκλησίας. Τα πιτσιρίκια ήρθαν μαζί μου, πρέπει να τα ‘στειλε αυτός. Τα πιτσιρίκια μαζί μου ήρθαν, να με βοηθήσουν να βρούμε πέτρα. Τους λέω: «Θέλω μια πέτρα απ’ το θεμέλιο του παππού μου, να το πάω στην Ελλάδα». Έψαχναν αυτά, μου έλεγαν: «Είναι καλό, παππού, αυτό;» Έφερναν… Και ο μικρότερος μου έφερε μια πέτρα και αυτό μου άρεσε πολύ, λέω: «Αυτό είναι ωραίο! Και εσάς θα θυμάμαι και του παππού μου την εκκλησία θα θυμάμαι!». Το πήρα και πάω στην παρέα αυτήν. «Την βλέπετε αυτήν την πέτρα;» λέω «Εγώ γι’ αυτήν την πέτρα ήρθα. Εδώ μέσα στην πέτρα είναι και ο παππούς μου και η ζωή της μάνας μου και η ζωή του πατέρα μου, όλα εδώ μέσα είναι. Γι’ αυτό ήρθα!» τους λέω. «Άντε γεια σας!» Δεν τους αποχαιρέτησα κιόλα. Εκεί είχαμε πάει με έναν φίλο μου από το Nικσάρ, φωτογράφο, μας πήρε αυτός με το ταξί, με το αμάξι το δικό του. Είχα και τον Γιάνναρο τον Φωτιάδη. Αυτοί θεατές, εγώ θέατρο έπαιζα κι αυτοί παρακολουθούσαν. Δεν ήρθε ο φίλος μου ο Τούρκος να πει ότι: «Ε! Τι κάνετε;». Θρησκευτικά προσβάλλονται να υποστηρίξουν χριστιανό, οι Τούρκοι, το έχουν αυτό το... Εγώ αν ήμουν εδώ στην Ελλάδα και ερχόταν ο φίλος μου ο Τούρκος θα τον μάλωνα τον Έλληνα, αν τον αντιμιλούσε και τα λοιπά. Αυτοί δεν το έχουν αυτό.

Π.Μ.:

Εσείς πώς αισθανθήκατε όταν πήγατε εκεί στο χωριό;

Π.Π.:

Δεν μπορούσα να -απ’ τη συγκίνηση- δεν μπορούσα να… Νόμιζα ότι κάθε πέτρα που πατάω από κάτω είναι ο παππούς μου, από κάτω είναι ο χριστιανός. Τόσο από συγκίνηση, δεν βλέπεις ότι είναι η Τουρκία. Λες: «Εδώ είναι ο παππούς μου, εδώ είναι η μάνα μου, εδώ είναι ο φίλος μου, ο πεθερός μου». Πήγαμε στο χωριό του πεθερού μου, έξι χιλιόμετρα είναι από εκεί. Περάσαμε… Οι Τούρκοι όταν βλέπουνε αμάξι, λοιπόν, κρύβονται όλοι. Δεν βγαίνει κανένας, λέει: «Εξουσία κάτι θέλει». Ορεινά τα χωριά, εγκαταλελειμμένα. Οι Τούρκοι όπως πήγαν από εδώ, έτσι έμειναν. Τα χωριά είναι εγκαταλελειμμένα τελείως.

Π.Μ.:

Μάλιστα. Ωραία! Ευχαριστώ πολύ για την ιστορία, ήταν πολύ όμορφη.

Π.Π.:

Ναι, έχω πολλές ιστορίες απ’ την Τουρκία. Ο φίλος μου ο Τούρκος, που μας πήγε στο Ιλεάν, κατάλαβε ότι στεναχωρήθηκα εγώ. Ήταν την Κυριακή, το Σάββατο ήταν όταν πήγαμε. Πήγαμε, την πρώτη μέρα που πήγαμε, την Πέμπτη, την Παρασκευή, πήγαμε στη βρύση. Έχω και τις φωτογραφίες. Αν θέλεις να τα ιδείς, τις φωτογραφίες, απ’ όλα τα χωριά… Μόλις πήγαμε στο Ιλεάν, απ’ τη βρύση κοίταξα εγώ προς Ανατολάς, είδα το οικόπεδο του παππού μου, γιατί μου το είχε πει η Χατζηδημητρίνα, η Σοφία. «Αν πας εσύ, κουμπάρε» μου έλεγε «στη βρύση όταν θα πας, ο δρόμος από εκεί περνάει, θα ιδείς το πρώτο σπίτι στην άκρη του χωριού είναι του παππού μου. Θα το ιδείς, είναι περίπου δύο στρέμματα. Όλα τα δέντρα είναι φυτεμένα απ’ τον παππού. Το σπίτι το κάψανε βέβαια, ήταν μεγάλο σπίτι. Ο παππούς μου ήτανε τσιορμπατζής. «Τσιορμπατζής» ξέρεις τι εννοεί; Εστιατάρχης. Εκεί οι νοικοκυρεμένοι άνθρωποι, χριστιανοί, σε κάθε χωριό, για να δείξουν την περιουσία τους, τη νοικοκυροσύνη τους, άνοιγαν δωρεάν εστιατόρια. Διανυκτέρευαν οι περαστικοί, και Τούρκοι και ότι… ο κόσμος: «Πού θα πάμε να κοιμηθούμε απόψε; Στον παπά, στον τσιορμπατζή». Έτρωγαν δωρεάν, έπαιρναν και το ψωμί δωρεάν και τα λοιπά. Δεν πληρώνονταν. Με αυτόν τον τρόπο έδειχναν οι χριστιανοί τον τρόπο ζωής τους και τη φιλοτιμία τους. Έδειχναν και το νοικοκυριό τους με αυτόν τον τρόπο. Μπορεί να ήταν δύο τσιορμπατζήδες, τρεις τσιορμπατζήδες ενώ στο Ιλεάν ήτανε μόνο ο παπάς. Ο παπάς ήτανε υποχρεωμένος. Αυτό το [00:30:00]εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι κι έλεγαν… Νόμιζαν ότι τσιορμπατζή επειδή είπα εγώ, σου λέει: «Πλούσιος ήταν, έχει λεφτά κάπου κρυμμένα. Ήρθες να πάρεις τα λεφτά του παππού σου;». Πόσο ανόητοι είναι, ε;

Π.Μ.:

Κατάλαβα. Εσείς πήγατε εκεί για να συναντήσετε τη γη που μεγάλωσαν οι πρόγονοι σας-

Π.Π.:

Και την Κυριακή θα μας έφτιαχνε τραπέζι στο Nικσάρ, στο Υayla. «Yayla» λέμε στα βοσκοτόπια που πηγαίνουν το καλοκαίρι για παραθέριση, όπως είναι η Σαμαρίνα. Λέει: «Θα πάμε σήμερα στο Υayla να σας κάνω το τραπέζι» γιατί εμείς είπαμε θα φύγουμε το βράδυ και πήγαμε στο Υayla. Τι Υayla; Ο κάθε ένας έκανε μια καλυβούλα για να πάει να πάρει… Κι αυτός πλούσιος φαίνεται, φτωχός δεν μπορεί να πάει. Πήγαιναν το καλοκαίρι ένα μήνα, δύο μήνες κάθονταν στο… όχι όπως εδώ, τουρισμός και τα λοιπά. Αυτός είχε αγοράσει - ο Τούρκος- είχε αγοράσει ένα οικόπεδο και είχε κάνει ένα σπιτάκι, απεριποίητο ήταν ακόμα. Μας έκανε ένα τραπέζι! Μα τι τραπέζι λες εσύ; Μόνο εμείς ήμασταν στο Υayla. Δεν υπήρχε ένα εστιατόριο ευρωπαϊκό. Εφτά παιδιά δούλευαν, αλλά πελάτης δεν υπήρχε. Μας έκανε ένα ωραίο τραπέζι και το βράδυ γυρίσαμε. Η αφεντικίνα που μέναμε, αυτή η αφεντικίνα που μέναμε, μουσαφιραίοι που γίναμε, πρέπει να είναι η ρίζα τους χριστιανοί. Αυτή έχει ιστορία με τον Χερίδη, τον… Άλλη ιστορία αυτή.

Π.Μ.:

Η μητέρα σας είχε ξαναγυρίσει στην Τουρκία ποτέ;

Π.Π.:

Όχι!

Π.Μ.:

Δεν πρόλαβε να ξαναγυρίσει;-

Π.Π.:

Δεν πρόλαβε.

Π.Μ.:

Ήθελε να γυρίσει; Το έλεγε;

Π.Π.:

Δεν επιθυμούσε καθόλου. Ο πατέρας μου δεν είπε την ιστορία του ποτέ, γιατί δεν τους αγαπούσε, τόσα είχε υποφέρει! Τούρκο δεν ήθελε να ακούσει, όνομα Τούρκου!

Π.Μ.:

Η μητέρα σας μόνο έλεγε την ιστορία της;

Π.Π.:

Η μητέρα μου έλεγε την ιστορία και ο φίλος του, στις Γούλες, ο Χατζής έλεγε την ιστορία, ήταν απ’ το ίδιο το χωριό. Όταν πήγαινα στις Γούλες εγώ, έρχονταν με έβρισκε, με αγκάλιαζε και έκλαιγε και μ’ έλεγε τις ιστορίες του πατέρα μου και τα λοιπά, πώς πολεμούσαν, τι πολεμούσαν και τι, πού κέρδιζαν, με τι τρόπο. Το αντάρτικο… το αντάρτικο δεν ήταν εύκολο. Κάθε χωριό στο βουνό είχε καλύβια. Αυτοί οι αντάρτες, πέντε-δέκα άτομα που ήταν εδώ, επικοινωνούσαν με το άλλο το ύψωμα. Όλοι μαζεύονταν και γίνονταν καμιά εξηνταριά αντάρτες, πήγαιναν σαράντα-πενήντα χιλιόμετρα μακριά. Πρώτα στο βουνό έκαναν κρυψώνες, αποθήκες, κρυψώνες, τα ετοίμαζαν όταν θα χτυπήσουν στο χωριό την τροφή να τη μεταφέρουν. Δεν μπορούσαν να την κουβαλήσουν με την πλάτη και τα έκρυβαν σε αποθήκες για να πηγαίνουν να τα φέρνουν όταν έχουν χρόνο, ευκαιρία. Είναι εδώ και να πολεμάς και να κουβαλάς και βάρος να φέρεις τροφή στην οικογένεια. Αυτό για να το πετύχουν οι αντάρτες εκεί που πήγαιναν, άφηναν παρατηρητές στα υψώματα, στον γυρισμό να ξέρουν δεν θα βρουν εμπόδια, γιατί ήταν φορτωμένοι. Γι’ αυτό και οι γυναίκες, οι παρέες, η ηλικία της μάνας μου, έπαιρναν αποφάσεις να κατεβούν να φέρουν τροφές και τα λοιπά, γιατί οι αντάρτες αργούσαν να ‘ρθουν.

Π.Μ.:

Εσάς όλες αυτές οι ιστορίες πώς σας κάνουν να αισθάνεστε για την οικογένειά σας, για την καταγωγή σας;

Π.Π.:

Σαν να ήμουν εκεί πέρα εγώ και έβλεπα την ιστορία. Ο Γιωργάκης ο Εκουτσίδης έλεγε την ιστορία του, ήταν στρατιώτης, ο πεθερός μου ήταν στρατιώτης. Έλεγε πώς εκτέλεσαν τους... Κάθε ένας έχει την ιστορία του. Έρχονταν οι Τούρκοι, σου έκλεβαν το βόδι. Τον πήγαινες στο δικαστήριο και αντί να δικάσουν τον Τούρκο, δίκαζαν εσένα. Σου λέει: «Συκοφαντάς τη θρησκεία» και δεν πήγαιναν δικαστικώς. Τα δικαστήρια γίνονταν στο χωριό. Ο παπάς ήταν ο πρόεδρος, [00:35:00]θρησκευτικός πατέρας, ο πρόεδρος του χωριού, ο δάσκαλος. Ό,τι συνέβαινε στη νεολαία από φτώχεια, γκρίνια, χωρισμούς και τα λοιπά, τους καλούσε ο παπάς στην επιτροπή να πει τα παράπονά του: «Τι είναι αυτό που γκρινιάζετε; Τι είναι αυτό που θέλετε; Να χωριστείτε;». Αν ήτανε σοβαρό το… ο χωρισμός έπαιρναν άδεια από τον παπά, απ’ την επιτροπή. Αν γίνονταν κάποια ζημιά, τους δίκαζαν. Aυτό που δίκαζαν σαν την λαϊκή, στο ΕΛΑΣ που είχαμε το λαϊκό δικαστήριο. Έτσι έκαναν κι εκεί. Ό,τι ζημιά πλήρωνες στην εκκλησία, όχι στον παπά και στην επιτροπή. Τα έδινες στην εκκλησία και η εκκλησία είχε υποχρέωση αν ήταν οικονομικό η γκρίνια στα αντρόγυνα, τους βοηθούσε η εκκλησία. Δεν τους άφηναν να χωρίσουν εύκολα. Πρέπει να ήταν σοβαρό θέμα για να χωριστούν. Όλη η ζωή δεν τελειώνει.

Π.Μ.:

Ωραία. Ευχαριστώ πολύ για την ιστορία σας, για όλα αυτά.

Π.Π.:

Να σας πω και το… της γυναίκας, αυτό είναι πολύ σοβαρό. Το ’22 στην εξορία, εκεί που περνούσαν το… σε μια πόλη –τώρα το ξεχνάω το όνομά του-… Αμάσεια! Είκοσι δύο χρονών γυναίκα είχε ένα αγόρι ενάμιση χρονών με δύο. Αφού είχαν πάρει απόφαση τα παιδιά ότι θα χαθούν και οι ίδιοι θα χαθούν, τα παιδιά τουλάχιστον να τα αφήσουν όπου όπου, θα βρεθεί κανένας χριστιανός να τα πάρει και να γλιτώσουν. Ξεφεύγει από την ομάδα που ήταν εξορία, πηγαίνει μες στην πόλη και σε έναν φούρνο μπροστά, το αφήνει το μωρό. Λέει: «Κάτσε εδώ, αγόρι μου, θα πάω να ζητιανέψω, να σου φέρω τροφή και θα φας». Σκοπός είναι να τ’ αφήσει εκεί, σε ένα φούρνο, σημαδεμένο. Το αφήνει εκεί πέρα το μωρό και λέει -φεύγει πενήντα μέτρα, ξαναγυρίζει πίσω-: «Να το πάρω; Να μην το πάρω; Να το πάρω;» Τρεις φορές αποφάσισε και τελευταία αποφάσισε να το αφήσει. Δεν μπορούσε να το… Το μωρό άρχισε να κλαίει, αφού δεν ήρθε η μάνα, άργησε να ‘ρθει. Μια κυρία, Τουρκάλα, από αξιωματικό γυναίκα, άτεκνη. Σύμπτωση! Το μωρό κλαίει κάτω, κατεβαίνει κάτω, το μωρό -αφού κλαίει το μωρό- το παίρνει, το πηγαίνει στο σπίτι. Λέει τον άντρα της: «Αυτό κι αυτό. Βρήκα ένα μωρό, έκλαιγε, Χριστιανόπουλο πρέπει να είναι, ενάμιση χρονών, περίπου δύο». Ούτε την ηλικία του δεν ήξερε. Άτεκνο ήταν. Αυτή η γυναίκα ήταν στην ίδια ηλικία της γιαγιάς που άφησε το μωρό, είκοσι δύο χρονών. Ο αξιωματικός ήταν μεγάλος στην ηλικία. Το σπουδάζουν το παιδί αυτό και παίρνει πτυχίο Εισαγγελέας, αλλά δεν ξέρει κανένας ότι είναι Χριστιανόπουλο. Το ’65, ο Παπανδρέου ο Γεώργιος, του Γιώργου ο πατέρας, είχε έρθει στην κυβέρνηση και είχαν καλές σχέσεις με την Τουρκία. Βρήκε ευκαιρία η γιαγιά από τον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών. Παίρνει απόφαση, βγάζει διαβατήριο να πάει να βρει το παιδί. Έτσι ξεκινάει τώρα. Πόντια όμως, η μητρική του γλώσσα είναι τούρκικη. Ελληνικά δεν ξέρει αυτή η γριά. Πηγαίνει εκεί πέρα, βρίσκει τον φούρνο. Έκατσε στον φούρνο μπροστά και άρχισε να κλαίει. Σου λέει: «Κάποιος θα ξέρει αυτό το παιδί που το πήρε από την γειτονιά». Η κυρία που είχε πάρει το μωρό, τον μεγάλωσε, άκουσε τη γριά, κλαίει και φωνάζει, μεγαλοφώνως κλαίει, τούρκικα. Κατεβαίνει κάτω: «Τι κλαις -λέει- κυρά μου;». Λέει: «Εδώ το ’22 άφησα ένα μωρό -λέει- περίπου ενάμιση χρονών με δύο, κι εσύ γειτονιά πρέπει να ξέρεις ποιος το πήρε. Ζει; Δεν ζει;» και τα λοιπά. «Έλα εδώ» λέει «Ο άντρας μου είναι, ο [00:40:00]γιος μου είναι Εισαγγελέας. Θα το πούμε και θα το βρούμε», ενώ ήταν ο γιος του. Το παίρνει, το πηγαίνει στο σπίτι. Η ώρα δύο έρχεται απ’ το γραφείο ο Εισαγγελέας, πηγαίνουν στο ιδιαίτερο και λέει: «Η μάνα σου ήρθε, τι θα κάνουμε τώρα;». «Άσ’ το σε μένα» λέει ο γιος του. Πηγαίνει την καλωσορίζει, τη φιλάει. Αυτοί, αυτό το «τέτοιο» το ‘χουν, την αγκαλιά, το... Είναι οι Τούρκοι δεν είναι κακοί άνθρωποι, ο νόμος τους είναι κακός. Αν βγεις έξω στον κόσμο και τα λοιπά, αγαθός κόσμος είναι. Λέει: «Για πες μου, κυρά μου, πώς τον έχασες τον γιο σου;» λέει ο γιος τη μάνα του, αλλά δεν ξέρει… Tώρα ξέρει ο γιος ότι είναι η μάνα του και λέει όλη την ιστορία, το τι τράβηξαν στην εξορία, για ποιο λόγο άφησε το παιδί. «Μην φοβάσαι καθόλου» λέει «Εγώ θα το βρω το παιδί σου. Εδώ με τη μάνα μου θα φάτε, θα πιείτε». Πήγαινε στο γραφείο, έρχονταν το βράδυ, μιλούσαν, έλεγε την ιστορία του. Λέει: «Μπήκαμε στην ιστορία του. Σίγουρα σε ένα μήνα θα το βρούμε». Το κρατάει έναν μήνα απ’ τη μάνα του, βγάζει visa άλλο έναν χρόνο -έναν χρόνο λέω- έναν μήνα, την κρατάει δυο μήνες. Τελευταία γράφει ένα γράμμα, ο γιος του: «Εγώ είμαι ο γιος σου, είναι αυτό κι αυτό κι αυτό κι αυτό κι αυτό κι αυτό, δεν μπορώ να διαμαρτυρηθώ γιατί θα χάσω τη θέση μου. Αν με καταλάβουν ότι είμαι Χριστιανός, θα με διώξουν. Όταν θα μπω στη σύνταξη θα ‘ρθω να σε βρω». Το γράφει στα τούρκικα. Το παίρνει η γυναίκα, αγράμματη, το βάζει στην τσάντα. Η μάνα του, η δεύτερη μάνα: «Εμείς τον μουσαφίρη τον βάζουμε καραμέλες, σύκα, χαβανίσιο καπνό τον καλύτερο, τη σακούλα τη γεμίζουμε του ταξιδιού». Το παίρνει αυτή, έρχεται στον Άη Γεώργιο, μετά δυο μήνες. Μαζεύονται όλοι να μάθουν τα νέα στον Άη Γεώργιο Γρεβενών. Αυτό γίνεται το ’65 με ’66. Τώρα εκεί που έβγαλε τον καπνό να μοιράσει, να τους κεράσει η γυναίκα, βρήκε το γράμμα, δεν ήξερε αν έχει γράμμα. Το ανοίγουν το γράμμα. Ποιος θα το διαβάσει; Λένε: «Να πάμε στον δάσκαλο στο Σειρήνι, στον Θεοδωρίδη». Θεόδωρος Θεοδωρίδης, αυτός μας το εξήγησε αυτό, με τον Αντρέα που πήγαμε. Πηγαίνουν, στέλνουν ένα αγροτικό, λοιπόν, τον παίρνουν τον παππού, τον πηγαίνουν εκεί πέρα. Το διαβάζει και λέει: «Αυτός ήταν ο γιος σου». Η γριά παθαίνει καρδιά, από καρδιά και πεθαίνει. Απ’ το ’22 μέχρι το ’65 έφτασε τα εβδομήντα, εβδομήντα χρονών και τα λοιπά. Και δεν στέλνουν γράμμα πίσω, αφού πέθανε η γριά. Κι έτσι έκλεισε η ιστορία. Αυτό μας το είπε ο Θεοδωρίδης, ο δάσκαλος, όταν πήγαμε με τον Ανδρέα και τον επισκεφτήκαμε. Ήταν πολύ μορφωμένος.

Π.Μ.:

Πολλές ιστορίες ξέρετε, λοιπόν, από τον Πόντο, ε;

Π.Π.:

Ναι.

Π.Μ.:

Ωραίες ιστορίες.

Π.Π.:

Να σου πω κάτι μάχες, του πατέρα μου, κάτι ιστορίες. Ο Χατζής μου τα έλεγε αυτά.

Π.Μ.:

Άλλη φορά.

Π.Π.:

Άλλη φορά. Αυτά θέλουν ώρες και οι ώρες πρέπει να είναι χειμώνας, να έχεις χρόνο.

Π.Μ.:

Έτσι. Ωραία! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Να ‘στε καλά. Και θα πούμε κι άλλες ιστορίες.-

Π.Π.:

Ευχαριστώ κι εγώ! Αυτό που ψάχνεις να βρεις το χθες, τις ρίζες σου… οι ρίζες οι δικές σου… άλλη μια ιστορία με την αδερφή του Κερασίδη. Άλλη ιστορία. Αυτό το ‘μαθα από εδώ. Φανταστείτε οι χριστιανοί τι τραβούσαν, ο κάθε χριστιανός έχει την ιστορία του. Δεν πέρασαν καλά.

Π.Μ.:

Στο παρελθόν είναι τώρα αυτά.

Π.Π.:

Το παρελθόν. Αυτό έγινε απ’ το Ατατούρκ και μετά. Ο Ατατούρκ διαφώνησε με την κυβέρνηση, το Κεμάλ. Διαφώνησε και έκανε [00:45:00]δικτατορία στην Αμάσεια. Ο Τοπάλ Οσμάν έχει την ιστορία του, «Τοπάλ Οσμάν» είναι παρατσούκλι. «Οσμάν» θα πει παλικάρι. Αυτός ήτανε στο Κόσσοβο, το ’13 σε μια μεγάλη μάχη έχασε το πόδι του. Ήταν Τραπεζουνταίος ο Τοπάλ Οσμάν και όλη την ιστορία… οι Χριστιανοί δεν πείραζαν τους Τούρκους. Αυτός είχε πυρ και μανία τους χριστιανούς να τους εκδικηθεί και βρήκε ευκαιρία και η ευκαιρία ήταν όταν οι Ρώσοι ήρθαν στον Πόντο, έκαναν οκτώ μήνες κυβέρνηση. Όσοι αναμείχτηκαν στην κυβέρνηση… ποιος μπορούσε να κάνει κυβέρνηση και να μην αναμειχτούν; Oι πλούσιοι και οι διανοούμενοι ήταν. Όταν έγινε η δικτατορία στη Ρωσία, έφυγε ο στρατός, έμειναν στου λύκου το στόμα οι χριστιανοί. Από εκεί πήρε βρήκε ευκαιρία ο Τοπάλ Οσμάν και έκαναν αντάρτικο και εκδικήθηκε τους χριστιανούς. Βρήκε ευκαιρία ο Ατατούρκ, σου λέει: «Βρήκα έναν σαλό, εκδικείται τους χριστιανούς». Και όλα τα χρήματα τα έπαιρνε ο Τοπάλ Οσμάν, δήμαρχος έγινε. Έχει ιστορία, δεν τελειώνει ποτέ.

Π.Μ.:

Ωραία.

Π.Π.:

Και τους πλούσιους τους έστελνε στον Ατατούρκ και τους κρεμούσε στην Αμάσεια. Όλοι οι πλούσιοι κρεμάστηκαν στην Αμάσεια. Αυτά τα ένα χρόνο, δύο χρόνια και τα λοιπά. Αυτά τα ήξεραν η περιοχή η δικιά μας και φυλάγονταν. Και έφτασε μέχρι το ’22. Το ’19 έφυγαν στα βουνά.

Π.Μ.:

Ωραία.

Π.Π.:

Απ’ εδώ κι απ’ εδώ είπαμε τις ιστορίες.

Π.Μ.:

Είπαμε, είπαμε. Ευχαριστώ πολύ!-

Π.Π.:

Αλλά αρκεί να το καλλιεργήσεις το μυαλό σου, εγώ σου είπα τα βασικά.