© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Φοιτήτρια οδοντιατρικής από το Λυγουριό Αργολίδας στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του '60
Istorima Code
9882
Story URL
Speaker
Καλλιόπη Σαρρή-Ξυπολιά (Κ.Σ.)
Interview Date
15/07/2020
Researcher
Απόστολος Προύντζος (Α.Π.)
[00:00:00]Καλημέρα σας, θα μπορούσατε να μου πείτε τ' όνομα σας;
Καλημέρα, λέγομαι Καλλιόπη Σαρρή του Αλεξάνδρου, και σύζυγος του Κωνσταντίνου Ξυπόλια.
Ωραία, εγώ ονομάζομαι Αποστόλης Προύντζος, εργάζομαι στην εταιρία Istorima, και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Θα μπορούσατε να μου περιγράψετε λιγάκι τα πρώτα χρόνια της ζωής σας;
Ευχαρίστως, γεννήθηκα το 1947, στο Λυγουριό, στο σπίτι μέσα βέβαια, δεν γεννούσαν οι γυναίκες τότε στα μαιευτήρια και το σπίτι στο οποίο εγώ γεννήθηκα ήταν ένα από τα ελάχιστα κτίσματα που είχαν παραμείνει από την τουρκοκρατία. Ήταν στην κορυφή του λόφου και λέγεται η περιοχή ακόμα «Πύργος», γιατί ήταν ο πύργος, το κτήριο, η κατοικία του Τούρκου άρχοντα της περιοχής εδώ. Γεννήθηκα εκεί, και όχι μόνο εγώ και όλα μου τα αδέλφια, γιατί είμαστε 4 αδέρφια στην οικογένεια, όλα τα αδέλφια γεννηθήκαμε εκεί. Σε ηλικία 12 χρόνων ο πατέρας μου έκανε σπίτι στα πιο βατά σημεία της περιοχής, στη θέση Ταπία και μετακομίσαμε εκεί. Πήγα δημοτικό σχολείο στο Λυγουριό, όταν το σχολείο ήταν τριθέσιο, ανά 2 τάξεις ένας δάσκαλος. Έχω πολύ ευχάριστες αναμνήσεις από εκείνο το σχολείο, από τους δασκάλους μας, και θα πω ότι κάποια πράγματα που άκουσα από τον τότε δάσκαλο μου, πέμπτης και έκτης δημοτικού, τον κύριο Καλαματιανό, με βοήθησαν να καταλάβω πολύ καλά τη φυσική και τη χημεία σε όλη τη μετέπειτα ζωή μου.
Στη συνέχεια;
Στη συνέχεια τελειώνοντας το δημοτικό, παρότι δεν πηγαίναν τα παιδιά από την επαρχία στο γυμνάσιο, κάποιοι γονείς ήθελαν να μας βοηθήσουν να αλλάξουμε ζωή, έτσι λέγανε, και ξεκινήσαμε, είχαν ξεκινήσει και κάποια άλλα, παιδιά νωρίτερα από εμας, δεν έστελνα όμως τα κορίτσια ακόμα. Τότε όμως ξεκινήσαμε 3 κορίτσια και 4 αγόρια, για το γυμνάσιο Ναυπλίου, ήταν όμως με εισαγωγικές εξετάσεις, δεν πηγαίναμε απευθείας όπως τώρα, και έτσι βρέθηκα στο γυμνάσιο Ναυπλίου. Και από εκεί έχω τις καλύτερες αναμνήσεις και οι καλύτεροι μου φίλοι ακόμα στην ζωή είναι ακόμα εκείνοι οι πρώτοι συμμαθητές. Τότε μετά την τρίτη γυμνασίου γινόταν διαχωρισμός σε γυμνάσιο αρρένων και θηλέων, μέχρι και την τρίτη δηλαδή πηγαίναμε όλα τα παιδιά μαζί, αγόρια κορίτσια, μετά όμως γινόταν διαχωρισμός σε σχολείο αρρένων και θηλέων, και στο αρρένων πηγαίναμε από το θηλέων όσα κορίτσια σκεφτόμασταν να κάνουμε θετικές σπουδές. Εγώ ήμουν πολύ καλή στα μαθηματικά και βρέθηκα στο γυμνάσιο αρρένων. Βεβαία τα οικονομικά των οικογενειών ήταν πάρα πολύ στενά τότε, και παρότι ο πατέρας μου ήθελε να σπουδάσουμε, γιατί είχε δικό του απωθημένο δεν τον είχαν αφήσει οι δικοί του γονείς να σπουδάσει, γιατί δεν είχαν οικονομική δυνατότητα, και ήταν ο πρώτος από 9 αδέρφια που έπρεπε να βοηθήσει τα μεγάλα τα παιδιά για να μεγαλώσουν και τα μικρότερα, με βοήθησε, τότε με έσπρωξε και μου λέει: «Πήγαινε στον αρρένων», αφού ήξερε ότι είμαι πολύ καλή στα μαθηματικά και θα δούμε.
Εκεί δεν υπήρχε πάλι καθόλου επαγγελματικός προσανατολισμός τότε, στα σχολεία. Τις μόνες γνώμες που ακούγαμε ήταν των καθηγητών μας αλλά κατ΄ιδίαν, μας έλεγαν: «Εσύ είσαι κάλος εκεί μπορείς να πας εκεί», στον άλλον κάτι άλλο, εγώ είχα την τύχη, το θεωρώ τύχη, ότι βρέθηκαν και νομίζω σε όλη μου την τάξη 3 εξαίρετοι καθηγητές, δάσκαλοι μας τότ,ε ο φιλόλογος μας ο αείμνηστος Μ[00:05:00]ίχος, ο φυσικός μας ο αείμνηστος Γιάννης Αργύρης, και σε έμενα έπαιξε πολύ βασικό ρόλο στην επαγγελματική μου ζωή μετά, και ο μαθηματικός μας ο Γιώργος ο Μουλακακης. Ο κύριος Μουλακάκης, βλέποντας ότι εγώ και μια ανιψιά του, η πιο καλή μου φίλη ακόμα και σήμερα, η Αριέττα Γεωργαντοπούλου, ήμασταν οι καλύτερες μέσα στο τμήμα, παρότι αρρένων ήμασταν τα δυο κορίτσια τα καλύτερα στα μαθηματικά, και βλέποντας ότι η ανιψιά του είχε ήδη χαράξει τον δρόμο, γιατί είχε και ένα επαγγελματικό προσανατολισμό από το σπίτι κι έλεγε θα γίνει αρχιτέκτονας, με πίεζε και μου έλεγε: «Να πας να γίνεις πολιτικός μηχανικός εσύ στο πολυτεχνείο και θα 'ρθείτε στο Ναύπλιο και θα είστε οι πρώτες business women» και γελάγαμε. Ο Γιάννης ο Αργύρης όμως ο φυσικός μας, ο οποίος είχε αδερφή οδοντίατρο, μου λέει: «Να πας να γίνεις οδοντίατρος», γιατί είχαν κάνει τότε το '64 ήτανε, '63-'64 δεν θυμάμαι ακριβώς, είχαν κάνει οι καθηγητές μια μεγάλη απεργία και είχαν πάρει 300 δραχμές τότε, και μου έλεγε: «Εμείς -γιατί εγώ έλεγα θα πάω να γίνω καθηγήτρια μαθηματικών, και λέει- εμείς οι μαθηματικοί, οι καθηγητές γενικά, είμαστε κακοπληρωμένοι, εγώ παίρνω 3 χιλιάδες δραχμές και η Αλεξάνδρα η αδερφή μου που είναι οδοντίατρος, από την Θήβα, από την Λειβαδιά ήταν αυτοί, δουλεύει μες στο σπίτι της και βγάζει 15 χιλιάδες δραχμές το μηνά» και επειδή όλοι είχαμε ανέχεια και φτώχεια μεγάλη, κάπου αυτό με κέντρισε. Μου είπε όμως: «Το μόνο που θα σου πω είναι ότι έχει πιο πολλά χρονιά σπουδών από το μαθηματικό». Ήρθα λοιπόν εδώ και ρώτησα τον πάτερα μου, είπα θα συνεννοηθώ, σημειωτέο ότι εγώ μέχρι τότε σε οδοντιατρείο δεν είχα μπει, τι δουλειά κάνει ο οδοντίατρος δεν ήξερα. Έρχομαι και τα συζητάω με τον πάτερα μου, κι ο πατέρας μου σκέφτηκε, απ' ότι μου είπε αργότερα, καλά είναι να κάνω επάγγελμα που να βγάζει κάποια χρήματα, για να πούμε ότι θα αλλάξει και η ζωή μας, και μου λέει: «Να πας παιδί μου εκεί, ας είναι πιο πολλά τα χρονιά σπουδών, ας είναι πιο πολλά τα έξοδα και θα τα βολέψουμε, θα πουλήσουμε και κανένα παλιοχώραφο και θα τα βολέψουμε». Αυτό μου έδωσε δύναμη και θάρρος έμενα, και όταν κάναμε τα μηχανογραφικά μας, ήταν το ακαδημαϊκό τότε, την δεύτερη χρονιά, την πρώτη χρονιά ήταν υποχρεωτικό να βάζουν όλες τις σχόλες τα παιδιά, και την δεύτερη χρονιά που έδωσα εγώ, γιατί ήταν το '64 - '65, εγώ έδωσα εξετάσεις τον Σεπτέμβριο του '65, φτιάχναμε όμως τα χαρτιά, τα μηχανογραφικά πριν βγουν αποτελέσματα, δηλαδή τον Ιούνιο, που καταθέταμε τα χαρτιά, είχαμε δηλώσει και τις σχολές που θέλαμε. Εκεί λοιπόν εγώ έβαλα την Οδοντιατρική Αθήνας και Οδοντιατρική Θεσσαλονίκης, επειδή με επηρέασε ο καθηγητής μου. Και βέβαια φροντιστήρια δεν υπήρχανε, με ελάχιστα πήγαμε στην Αθήνα. Ένας άλλος καθηγητής μας είχε βοηθήσει να πάμε σε ένα φροντιστήριο που δούλευε αυτός όταν ήταν αδιόριστος, τρείς από την τάξη μας και οι τρεις περάσαμε, αλλά εγώ στις 20 μέρες έφυγα από το φροντιστήριο και ήρθα, γιατί εγώ περίμενα να κάνουμε μερικές ασκήσεις παραπάνω εκεί, την θεωρεία την ήξερα πολύ καλά και είδα ότι έχανα τον χρόνο μου, δεν κέρδιζα, και όταν ήρθα πίσω, και βέβαια ούτε τηλέφωνα υπήρχαν να ειδοποιήσω ότι ξέρετε εγώ γυρίζω πίσω... Όταν ήρθα λοιπόν πίσω εδώ και με βλέπει η μητέρα και είπα ότι: «Δεν έκατσα, γιατί δεν μάθαινα τίποτα περισσότερο, και εγώ χρειάζομαι επαναλήψεις και ασκήσεις» και ο καθηγητής μου όμως, εκείνος που μας είχε πάει εκεί, μου είχε δώσει και κάποια βιβλία ασκήσεων, για να κάνουμε κατ' οίκον ας πούμε, και σ' έμενα και στους άλλους συμμαθητές που είχαμε πάει παρέα. Οπότε η μητέρα μου μόλις με είδε μου λέει: «Έτσι και δεν περάσεις, αλίμονο σου τώρα που γύρισες, εμείς σε στείλαμε για να κάνεις κάτι περισσότερο, δεν πρόκειται να ξαναπάς να δώσεις εξετάσεις». Έδωσα λοιπόν τις εξετάσεις με όσα είχα μάθει από το σχολείο μου, γι' αυτό λέω είμαστε τυχεροί όλη μου η τάξη, ήταν εξαίρετοι εκείνοι οι δάσκαλοι μας οι τρείς, γιατί περάσαμε μεγάλο μέρος των συμμαθητώ[00:10:00]ν. Και πέρασα, αρίστευσα κιόλας, πέρασα πέμπτη στην Οδοντιατρική. Το '65. Αυτό σήμαινε και μια υποτροφία 12.000 δραχμών τότε, που ήταν πάρα πολλά χρήματα. Κι έτσι, ξεκίνησε μετά η φοιτητική ζωή.
Αναφορικά, το ενοίκιο σ' ένα σπίτι τότε, πόσο μπορεί να ήταν;
Ήταν 150 δραχμές.
Οκ, άρα ήταν όντως πάρα πολλά τα λεφτά.
Ήταν πάρα πολλά τα λεφτά, και το είπα αυτό γιατί εκείνα τα χρήματα βοήθησαν να περάσω πλουσιοπάροχα και ν' αφήσω και στην οικογένεια πίσω κάποια χρήματα από αυτά, και το πρώτο χρόνο και τον δεύτερο χρόνο. Γιατί μετά πήγα και τον δεύτερο χρόνο μέσα στην σχολή, συνέχισα την υποτροφία δηλαδή, οπότε με βοήθησε πάρα πολύ αυτό. Σημειωτέον ότι από την περιοχή όλη άλλο κορίτσι δεν είχε πάει στο πανεπιστήμιο, όχι γιατί δεν ήταν έξυπνα κορίτσια που θα μπορούσαν, άλλα ήτανε η κοινωνία κλειστή τότε, και τα κορίτσια δεν τα άφηναν καθόλου να πάνε να σπουδάσουν, άντε μέχρι το γυμνάσιο τις 3 τάξεις εκείνες, μετά για να φτάσουν πρακτικό κλασσικό, ξέρω 'γω, έπρεπε να γίνουν μάχες στα σπίτια για να προχωρήσουν τα κορίτσια.
Η αντίδραση των κοντινών ανθρώπων σας, όταν τους είπατε ότι όντως πέρασα στο πανεπιστήμιο.
Εδώ ήταν πολύ θετική, και έχω τις καλύτερες φίλες από 'δώ, που με ακολούθησαν μετά και είχα γίνει το παράδειγμα, γιατί λέγανε στους δικούς τους γονείς: «Γιατί δεν μας αφήνετε και την Πόπη την άφησαν -ας πούμε- οι γονείς της», και ένα χρόνο μετά από έμενα πήγε η Τιτίνα η Λεβιδιώτου, που είναι μικροβιολόγους, θα την ξέρεις, της γειτονιάς σου η Τιτίνα, και η Δήμητρα η Παπαϊωανου, του ράφτη που λέμε, που οι γονείς μας ήσαν φίλοι, άλλα δεν θελαν στην αρχή με τίποτα και μετά με λέγανε και με λένε ακόμα η μεγάλη αδερφή γιατί...
Δώσατε το παράδειγμα.
Τους έδωσα το παράδειγμα, κι από 'κεί βέβαια μετά σιγά-σιγά, ξεκίνησαν και άλλα κορίτσια, ναι. Τα φοιτητικά χρονιά ήταν δύσκολα, πολύ δύσκολα.
Πόσα κορίτσια ήταν στη σχολή σας τότε;
Σε σύνολο 100 που έπαιρνε η οδοντιατρική, ήμασταν 25-27 κορίτσια απ' όλη την Ελλάδα, γιατί δεν ήταν, δεν έπαιρνε ούτε οι οδοντιατρικές ήταν όπως τώρα περισσότερες, ήταν Αθηνά Θεσσαλονίκη μόνο. Ήταν δύσκολο, από την άποψη ότι βρεθήκαμε σε ένα χώρο στην Αθήνα που δεν είχαμε ξαναπάει, πρώτη φορά πηγαίναμε όταν πηγαίναμε να σπουδάσουμε, το κόστος σε σχέση με το χωριό ήταν μεγάλο, εγώ έμενα τον πρώτο χρόνο σε ένα συγγενικό σπίτι, που βέβαια πλήρωνε ο πατέρας μου, δεν ξέραμε ξένες γλώσσες τα παιδιά από την επαρχία, απ' ότι διαπίστωσα και ήταν πολύ βασικό αυτό, γιατί μετά χρειαζόμασταν ξένες ορολογίες, και εκεί ευτυχώς γίνονταν μαθήματα στην Πανεπιστημιακή λέσχη τότε, στην Ιπποκράτους, και πηγαίναμε και κάναμε εντατικά, εγώ θυμάμαι έκανα και τα δυο πρώτα χρόνια για να μπορέσω να παρακολουθήσω τα μαθήματα της Ιατρικής που είχαν πολλές ορολογίες, και είχαν και λατινικές, που στο πρακτικό εμείς δεν κάναμε, οπότε ήταν μια δυσκολία αυτή. Τέλος πάντων όλα πήγανε καλά, πολύ καλά και στο πανεπιστήμιο και παρ' όλες τις δυσκολίες, αν μου έλεγαν πιο κομμάτι της ζωής μου θα 'θελα να ξαναζήσω, εγώ θα έλεγα εκείνα τα φοιτητικά χρόνια. Μετά υπήρχε ο προβληματισμός, εδώ πρέπει να σημειώσω ότι τα δυο τελευταία χρόνια της οδοντιατρικής, τέταρτο και πέμπτο χρόνο, είχαν έρθει πια και τα... μάλλον τα τρία, είχε έρθει και η αδερφή μου, που σπούδασε μετέπειτα στο οικονομικό της νομικής, και ο αδερφός μου, που και αυτός οικονομικές σπουδές έκανε, την ΑΣΟΕ, το οικονομικό πανεπιστήμιο το σημερινό, τότε όμως μας βοήθησε πάρα πολύ για να γίνει η σπουδή των αδερφών μου, γιατί ήμασταν πια τρία παιδιά στην Αθήνα, και τα οικονομικά ήταν πάρα πολύ δύσκολα, ο αδερφός της μητέρας μου ο οποίος έμενα στην Άνω Ηλιούπολη, είχε καταφέρει και είχε φτιάξει ένα σπίτι που ήτ[00:15:00]αν σε πλάγια, και το ισόγειο έβγαινε στην άυλη κάτω, και το ισόγειο μας το παραχώρησε και μέναμε εμείς. Αυτό ήταν το πιο βασικό για να μπορέσουν να σπουδάσουν και τ' άλλα παιδιά, και μας υπεραγαπούσε πάρα πολύ όπως και εμείς και ακόμα τον μνημονεύουμε ως δεύτερο πατέρα μας, τον θείο. Εδώ εγώ θα ήθελα να πω μόνο, ότι επειδή ήταν πάρα πολύ δύσκολα οικονομικά τα χρονιά υπήρχαν αυτοί οι τρόποι αλληλεγγύης στις συγγενικές οικογένειες, κάτι που δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα στο ελάχιστο σήμερα, οπότε οφείλω να αναγνωρίσω την συμβολή του θείου στην όλη μας εξέλιξη, μετά σε όλα τα αδέρφια. Και μετά τελείωσα με σχεδόν άριστα, 8 και, από την οδοντιατρική, και υπήρχε ο προβληματισμός που θα αρχίσω να εργάζομαι. Ωστόσο, όλο τον πέμπτο χρόνο, που ήταν οι κλινικές, όπως είναι τώρα στους γιατρούς ο εκτός χρόνος, επειδή ήθελα να νιώθω έτσι και πιο δυνατή στο πρακτικό μέρος της εργασίας, πήγαινα στον γναθοχειρουργό, που είχα μετά, στον καθηγητή της γναθοχειρουργικής τον κύριο Μπρις, και στην καθηγήτρια της ορθοδοντικής, την κυρία Σπυροπούλου, πήγαινα στον ελεύθερο χρόνο μου, είτε ήταν Σάββατο, είτε ήταν κάποιο απόγευμα που δεν είχαμε στην σχολή, γιατί ήταν και τα μαθήματα 8 το πρωί με 6 το απόγευμα, κάτι τέτοια ωράρια. Με βοήθησε πάρα πολύ, το κατάλαβα αυτό μετά, με βοήθησε πάρα πολύ στην -ειδικά τα πρώτα χρόνια- στην άσκηση της δουλειάς, γιατί είχα πάντα στο μυαλό μου κάτι ιδιαίτερο που είχα δει ή που είχα ακούσει από αυτούς τους ανθρώπους.
Ο προβληματισμός ήταν αν θα ανοίξω ιατρείο εδώ ή θα πάω στο Ναύπλιο, αλλά υπήρχε και το άλλο μεγάλο πρόβλημα, ότι δεν είχα τα λεφτά να ανοίξω το οδοντιατρείο, το αιώνιο πρόβλημα της εποχής εκείνης, το μόνιμο. Τέλος πάντων, ο πατέρας μου πούλησε ένα παλιοχώραφο, που έλεγε από την αρχή, κάποιες ελιές, και ένα χωράφι που ήταν δίπλα στο σημερινό γυμνάσιο, και τα χρήματα αυτά τα έδωσα προκαταβολή, γιατί ήταν πάρα πολλά τα έξοδα, όπως και τώρα του οδοντιατρείου, και όταν το οδοντιατρείο κόστιζε 300 χιλιάδες δραχμές τότε, εγώ είχα τις 60, και όλα τα άλλα έπρεπε να μπούνε σε γραμμάτια. Άνοιξα λοιπόν εδώ, το πρώτο οδοντιατρείο που άνοιξα ήταν στον χώρο που στεγάζετε η τράπεζα Πειραιώς, η μητέρα σου θα το θυμάται και ο μπαμπάς σου. Εκείνο που μου έχει μείνει έτσι και με συγκίνησε και με συγκινεί ακόμα, επειδή έκανα εγκαίνια μια Κυριακή μετά την εκκλησιά, είχαν έρθει η παρέα μου από το Πανεπιστήμιο, όλοι έχουμε μια σχετική παρέα, μπορεί να είμαστε με όλους γνωστοί άλλα οι στενοί μας φίλοι δεν είναι άπειροι, είχα 8-10, που είμαστε δεμένοι αγόρια κορίτσια, και είχαν έρθει στα εγκαίνια του ιατρείου μου, και είχαν έρθει οι δάσκαλοι μου όλοι οι εδώ, ο κύριος Καλαματιανός τότε, η κυρία Κατίνα η Κουτσούρη που ζούσε, άλλα με είχε συγκινήσει κυρίως ο κύριος Καλαματιανός, είναι αυτός που είπα ότι είχα μάθει την φυσική και την χημεία από αυτόν τον άνθρωπο, και του το είχα εξομολογηθεί μετά. Τέλος πάντων, ξεκίνησα 31 Μαρτίου ημέρα Κυριακή, που μου έχει μείνει, και από την άλλη μέρα ξεκίνησα να δουλεύω, μέχρι το καλοκαίρι δηλαδή μέσα σε ένα τρίμηνο είχα στρώσει και δουλειά θα έλεγα. Δόξα τω Θεώ, μου πήγαν όλα καλά, γνώρισα τον άντρα μου εδώ, ο οποίος είχε τελειώσει την μετεκπαίδευση στην Αθήνα τότε και εργαζόταν στην παλιά Επίδαυρο, ωστόσο ήταν και άλλα παιδιά εδώ και άλλοι άνθρωποι, από το δημοτικό, από το[00:20:00] γυμνάσιο, οι εκπαιδευτικοί που μέναμε μόνιμα, κάναμε όλοι παρέα, οπότε γινόταν και η ζωή ευχάριστη κάνοντας παρέα με τον νέο κόσμο, δεν βρέθηκα σε ένα περιβάλλον που να είναι μόνο μεγάλοι άνθρωποι. Πήγαν όλα καλά, δόξα τω Θεώ, παντρευτήκαμε το '72, το καλοκαίρι, το '74, το Μάρτιο, γεννήθηκε η πρώτη μας κόρη η Σοφία, το '76 η δεύτερη κόρη η Ασπασία, ωστόσο μέχρι τότε μέναμε στο πατρικό σπίτι του συζύγου και είχαμε αγοράσει το οικόπεδο που έχουμε τώρα το σπίτι, όποτε το '76, με την Ασπασία 40 ημερών, ήρθαμε στο σπίτι αυτό, στο ισόγειο κάτω και είχαμε ήδη ετοιμάσει και το ιατρείο μπροστά.
Οπότε ήρθα πια στον δικό μου χώρο, στο δικό μου ιατρείο, το οποίο το λατρεύω ακόμα, για να είμαι ειλικρινής, επειδή έχυσα πολύ ιδρώτα μέσα σε αυτό, ιδρώτα εργασίας δηλαδή. Κύλησαν τα χρόνια, δόξα τω Θεώ, είχα δουλειά απ' όλη την περιοχή, μέχρι ακόμα και από την Τροιζηνία, γιατί ήταν η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρα μου από εκεί, και είχαμε συγγενείς εκεί, οπότε ήρθαν οι πρώτοι συγγενείς, οι οποίοι μετά μου έστειλαν κι άλλους, και ξεκίνησα κι είχα και μια σεβαστή πελατεία από εκεί, που ακόμα έχω πολλούς φίλους, κι όχι μόνο από εκεί, απ' όλη την περιοχή, παλιά Επίδαυρο, νέα Επίδαυρο, Αρκαδικό, μια περιοχή με 10-12 χιλιάδες κάτοικους.
Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1986, που δημιουργήθηκε το κέντρο υγείας, είχε θέσεις μέσα για την πρωτοβάθμια περίθαλψη, παθολόγων, παιδιάτρων, οδοντιάτρων στην αρχή. Βρεθήκαμε σε δίλημμα, και ο παιδίατρος, που δούλευε εδώ, ο κύριος Ταυλαντας και εγώ, αν θα έπρεπε να διεκδικήσουμε θέση, γιατί είχαν δικαίωμα να κάνουν απ' όλη την Ελλάδα, πρυτάνευσε τότε και στους δυο μας τότε η άποψη, παρ' όλο που είχαμε πολύ δουλειά και οι δυο, και να γινόταν το κέντρο υγείας εμείς θα είχαμε δουλειά όπως συνέχισαν να έχουν και τα υπόλοιπα παιδιά οι οδοντίατροι, πρυτάνευσε η άποψη ότι αν θα πάμε και εργαστούμε μέσα θα βοηθήσουμε περισσότερο τον τόπο μας. Οπότε, καταθέσαμε τα χαρτιά μας, είχε δυο θέσεις οδοντιάτρων, πήρα εγώ την μια η άλλη, μάλλον προκηρύχτηκε μετά από δυο χρόνια και ο κύριος Ταυλαντας πήρε την θέση του παιδιάτρου, και διορίστηκε και ένας παθολόγος, ο κύριος Καρδάσης ο πρώτος, και είμαστε οι πρώτοι τρεις ειδικευμένοι γιατροί, και ήταν και δυο αγροτικοί γιατροί, που υπήρχαν από το υπάρχον εδώ αγροτικό ιατρείο, και ξεκινήσαμε το κέντρο υγείας.
Έφερε μεγάλη αλλαγή το κέντρο υγείας στο χωριό;
Έφερε πολύ μεγάλη αλλαγή, άλλαξε την ποιότητα ζωής της κοινωνίας όλης. Όχι μόνο του χωριού, της ευρύτερης περιοχής και φάνηκε η διάφορα η μεγάλη τους καλοκαιρινούς μήνες με τα Επιδαύρια. Εδώ, αν μπορώ να κάνω μια παρένθεση, το κέντρο υγείας επαίζετο, αν θα γίνει στο Λυγουριό ή στην Αγία Τριάδα, στου Μέρμπακα, και υπερίσχυαν οι κομματικοί άρχοντες της κάθε περιοχής, για το πού θα γίνει, και είχε πρυτανεύσει ο πιο δυνατός της Αγίας Τριάδος, αλλά μαθεύτηκε αυτό και η Μελίνα -θεός σχωρέστην- που ήταν δεμένη με τον χώρο της Επιδαύρου, απ' όσο μάθαμε, πήγε στο Υπουργείο και προέβαλε βέτο, και λέει θα γίνει στην Επίδαυρο, διότι η Επίδαυρος φιλοξενεί κάθε καλοκαίρι χιλιάδες κόσμο, που όλο και χρειάζονται βοήθεια, εκτός από τον ντόπιο πληθυσμό, ενώ το χωριό εκείνο είναι μεταξύ Άργους και Ναυπλίου που υπάρχουν δυο νοσοκομεία, κι ήταν πολύ σωστή άποψή της. Οπότε μια μικρή αναφορά και σε αυτό. Άλλαξε την ποιότητα ζωής, αυτό είναι αλήθ[00:25:00]εια, το '86 χαρακτηριστικά, 16 Δεκεμβρίου έχουν γίνει τα εγκαίνια, είναι γραμμένα και στην πλάκα εκεί του κέντρου υγείας, μπήκαμε εκεί όλοι με ενθουσιασμό, ξέραμε τον κόσμο, βοηθήσαμε όσο μπορούσαμε ο καθένας. Εγώ από το 1990 μέχρι το 2007 έκανα και διεύθυνση, ήμουν και διευθύντρια, διοικητική διευθύντρια, προέβλεπε ο νόμος τότε, γιατί δεν ξέρω τώρα τι ακριβώς έχει αλλάξει, να ψηφίζεται επι των ομοιοβάθμων γιατρών, να ψηφίζεται, να επιλέγεται, για να μην είναι απευθείας διορισμένος από το νοσοκομείο, γιατί είμαστε λειτουργικό τμήμα του νοσοκομείου, να εκλέγεται και να ψηφίζεται, και εφόσον συμφωνούσε η προϊσταμένη αρχή να διορίζεται. Εγώ λοιπόν επελέγειν τότε από τους υπάρχοντες, και κάθε τρία χρόνια αυτό ανανεωνόταν τότε, και υπηρέτησα από το 1992 μέχρι το 2007 και ως διοικητική διευθύντρια, παράλληλα όμως λειτουργώντας και το οδοντιατρείο. Ωστόσο, στο διάστημα αυτό προκηρύχτηκε και η δεύτερη θέση οδοντιάτρου, ήρθαν και κάποιοι άλλοι, οι οποίοι ήσαν περαστικοί, οι ξένοι είχαν αυτό το κακό, κοίταζαν να χρησιμοποιήσουν τα κέντρα υγείας γενικά ως πρώτο σκαλοπάτι διορισμού, και μετά να μετακινούνταν στους τόπους τους ή οπού ήθελε ο καθένας. Γι' αυτό είπα ότι ήταν σημαντική η απόφαση και του κυρίου Ταυλαντά, και η δίκη μου, για να υπάρχει μια συνέχεια και ένα ενδιαφέρον από τους ντόπιους γιατρούς προς την εξέλιξη του κέντρου υγείας. Μας ήρθαν εξαιρετικοί παθολόγοι μετά, ο κύριος Μουσλόπουλος, ο κύριος Καμιζής και κάποια στιγμή άρχισαν να βγαίνουν οι ειδικευόμενοι γενικοί ιατροί, πρέπει να ήταν την δεκαετια του '90, '94 -'95, οπότε αντί για αγροτικοί γιατροί έρχονταν γενικοί γιατροί, με ειδικότητα γενικής ιατρικής, ήταν πάρα πολύ σημαντικό αυτό, γιατί ήταν ειδικευμένοι γιατροί οι άνθρωποι αυτοί. Και κάποια στιγμή υπήρχε και δεύτερη θέση παιδιάτρου, που δεν είχε προκηρυχθεί από την αρχή, και σε συμφωνία με τον υπάρχοντα παιδίατρο εδώ, κάνω εγώ τα χαρτιά και ζητάω από το διοικητικό συμβούλιο του νοσοκομείου να προκηρυχθεί και η δεύτερη θέση παιδιάτρου, ήδη η περιοχή είχε αναβαθμιστεί, ήδη είχαμε πάρα πολύ δουλειά και βλέπαμε ότι μετά από μερικά χρονιά θα έφευγε και αυτός, όποτε θα έπρεπε να υπάρχει συνέχεια. Ενέκρινε το νοσοκομείο, εγώ εκεί θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους προέδρους του νοσοκομείου, με τους οποίους γινόμασταν και φίλοι και πριν καταλήξουμε να κάνουμε χαρτιά μιλάγαμε προφορικά και συζητάγαμε το πρόβλημα γιατί πρέπει να γίνει αυτό, και ήσαν άνθρωποι οι οποίοι πραγματικά βοήθησαν πάρα πολύ. Εκεί λοιπόν προκηρύξαμε την δεύτερη θέση, και κάπου το '97-'98, δεν θυμάμαι ακριβώς, ήρθε ο κύριος Ταυλαντάς, που έχει μεγαλώσει την επόμενη γενιά, και η γυναικά του γενική ιατρός. Πολύ βασικό ότι μείνανε στην περιοχή, γίνανε κάτοικοι της περιοχής, κάναν το σπίτι τους, μεγαλώσαν τα παιδιά τους εδώ, οπότε υπήρχε μια συνέχεια, δεν ήταν περαστικοί να φύγουν. Και στην συνέχεια, το 2000 περίπου, μας έρχεται ο κύριος Μιχαήλ, ειδικευμένος γιατρός της γενικής ιατρικής, έρχεται και η γυναίκα του ως νοσηλεύτρια, ο κύριος Μιχαήλ έφυγε τώρα με σύνταξη. Οπότε είχαμε πάντα ένα πυρήνα, που ουσιαστικά ήταν ντόπιοι αυτοί οι άνθρωποι, ένα πυρήνα σταθερό ιατρικό, που φρόντιζε για τα παραπάνω, εκτός δηλαδή από τα τυπικά υπηρεσιακά, και για τα παραπάνω, όλοι προσέφεραν επιπλέον εργασία, και επιπλέον γνώμες και επιπλέον δραστηριότητες. Το άλλο πολύ σημαντικό είναι ότι υπήρχαν νοσηλεύτριες, που δεν ήταν μεν από την περιοχή αλλά παντρεύτηκαν ανθρώπους από την περιοχή, θα τους ξέρεις κιόλας, ο Γαλάνης ο ένας ο Μιχάλης εδώ, με την Μαρία την Καλτάκη που είχε παντρευτεί, και ο Κουτσιούρης κάτω που είχε την Κουβανόβαλη, γίνανε και οι γυναίκες αυτές ντόπιες και αγάπησαν τον τόπο και προσέφεραν, και η Νίκη του Νίκου του Κωστάκη, αγάπησαν τον τόπο και π[00:30:00]ροσέφεραν και προσφέρουν ακόμα πολλή σημαντική προσφορά. Και το άλλο το πολύ σημαντικό ήρθε και η Κλειώ η Γκάτζιου η μαία και έμεινε και δούλεψε και έφυγε τώρα στην σύνταξη κι αυτή, και προσέφερε πάρα πολλά και αυτή η Κλειώ. Με την μαία κάναμε και πολλά προγράμματα, όσο εγώ ήμουν και διοικητική διευθύντρια, προγράμματα πρόληψης, δεν υπήρχε τότε, εκτός από ελάχιστες γυναίκες που πηγαίνανε να κάνουν προληπτικούς ελέγχους, οι γυναίκες του αγροτικού δεν ξέρανε τι είναι αυτό και οργανώσαμε τότε με το Νοσοκομείο Μεταξά, και κάναμε Παπ τεστ, έλεγχο μαστού, και μετά με την Πνευμονολογική Εταιρεία με βάση, με έδρα την Πάτρα, μας έρχονταν απο 'κει, οργανωθήκαμε δηλαδή και κάναμε προγράμματα πρόληψης πολλά σε όλο το πληθυσμό. Μετά κάναμε τα προγράμματα πρόληψης στα σχολεία, αυτό ήταν σε συνεργασία και με εντολές του Υπουργείο Υγείας με το Υπουργείου Παιδείας, κοινά προγράμματα που είχαν συντάξει, και ο παιδίατρος και εγώ, εκτελέσαμε όλα αυτά τα προγράμματα αυτά τα χρόνια. Κύλησαν τα χρόνια και εκεί, δημιουργικά με πολύ κούραση για να είμαστε ειλικρινείς, αλλά και με πολύ έτσι ικανοποίηση ότι προσφέραμε ό,τι μπορούσαμε περισσότερο στον τόπο μας, αυτό που είπαμε από την αρχή με τον συνάδελφο, και με τους άλλους που ήρθαν μετά. Αυτά τα προγράμματα τα ακολούθησαν και οι επόμενοι και υπάρχει μια καλή συνέχεια, τα τελευταία χρόνια βεβαια με την οικονομική κρίση υπάρχουν κάποια προβλήματα, δεν λειτουργεί το μικροβιολογικό, γιατί έφυγε ο μικροβιολόγος του νοσοκομείου Ναυπλίου με σύνταξη και το νοσοκομείο μη δυνάμενο να κάνει πρόσληψη άλλη, πήρε την μικροβιολόγο του κέντρου υγείας και έλυσε το δικό του πρόβλημα. Και δεν λειτουργεί και το ακτινολογικό, που λειτουργούσε όλα αυτά τα χρόνια, λειτούργησε μέχρι το 2010, 25 χρόνια ας πούμε, έφυγε με σύνταξη η Σοφία η Διδασκάλου που ήταν, και έκτοτε έχει παραμείνει κενό, την πήρε κάποια από την Μακεδονία, έκανε απόσπαση, τέλος πάντων, θλιβερές ιστορίες στο δημόσιο αυτές, όταν αποσπάται ένας υπάλληλος και δεν αντικαθίσταται. Ωστόσο, προσφέρει πολύ σημαντικές υπηρεσίες ακόμα και θέλω να ελπίζω ότι αλλάζοντας και λίγο η οικονομική κατάσταση θα ξαναναβαθμιστεί στο επίπεδο που ήτανε τα πρώτα 20 χρόνια.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Τίποτα. Αν θέλετε τώρα κάτι άλλο. Πάντως κάπως έτσι κύλησε και η επαγγελματική ζωή, και αυτό που με ικανοποίησε είναι το δέσιμο το ψυχικό με τον κόσμο, όχι μόνο του χωριού, με όλη την περιοχή, που δεν τους βλέπει κάνεις μετά από τόσα χρονιά γνωριμίας και συνεργασίας, εδώ στην επαρχία τουλάχιστον, δεν τους βλέπει σαν ασθενείς απλούς, τους βλέπει σαν φίλους όλους. Αυτό το διαπίστωσε η εγγονή μας, που είναι τώρα 15 χρόνων, τα τελευταία καλοκαίρια πηγαίναμε με τον παππού, τα πέρναμε τα εγγόνια και πάμε στην Επίδαυρο, στον αγροτουρισμό, και βλέπανε πόσο μιλάγαμε με όλους, και ο Κώστας είχε υπηρετήσει στην Επίδαυρο, τους ήξερε και τους ξέρει όλους, κι εγώ τους είχα όλους φίλους ασθενείς. Οπότε στην αθωότητα της ηλικίας της, στα 11, στα 12 η Φωτεινούλα, λέει: «Γιαγιά και αυτό που τους ξέρεις όλους;». Λέω: «Τους έφτιαχνα τα δόντια», αυτή δεν το κατάλαβε το «έφτιαχνα», δε μπορούσα να εξηγήσω στο παιδάκι ακόμα όλα αυτά που γίνονταν, κι έλεγε κάθε φορά που έβλεπε «Κι αυτουνού του έβγαζες τα δόντια; Κι αυτουνού του έβγαζες τα δόντια;» και γελάγαμε. Τώρα άρχισαν να καταλαβαίνουνε τα παιδιά μερικά πράγματα. Δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά, όλα καλά.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Τίποτα, παρακαλώ. Κι εκείνο που έλεγα πάντα στις κοπέλες, επειδή ακόμα υπάρχουν λίγα ταμπού στην επαρχία σε σχέση με τις σπουδές των γυναικών, να μην φοβάστε, να ξεκινάτε, να τολμάτε και θα ανοίξει ο δρόμος.