© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Γεγονότα από την Κατοχή του '40 στο Λιτόχωρο Πιερίας

Istorima Code
9875
Story URL
Speaker
Νίκος Ντάβανος (Ν.Ν.)
Interview Date
04/06/2020
Researcher
Φωτεινή Πιπινά (Φ.Π.)

[00:00:00]

Φ.Π.:

Καλησπέρα, είμαι η Πιπινά Φωτεινή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, σήμερα είναι Πέμπτη, 4 Ιουνίου, είμαστε στο Λιτόχωρο και ξεκινάμε την συνέντευξη. Μαζί μας είναι ο Νίκος ο Ντάβανος. Καλησπέρα!

Ν.Ν.:

Καλησπέρα!

Φ.Π.:

Θέλεις να μας πεις λίγα πράγματα για τον εαυτό σου;

Ν.Ν.:

Ευχαρίστως, αγαπημένη μου Φωτεινή, που εύχομαι, όπως εκφράζει το όνομά σου, να φωτίζεις τους δρόμους της Ιστορίας μας, να ερευνάς τη γνώση και τον πολιτισμό και να τα παρουσιάζεις πάντοτε με όλη τη διάθεση και με όλη τη σωστή στόχευση για να έχει όλος ο κόσμος πάντοτε κάποια ιδέα και κάποια θεώρηση από μια νεαρή επιστήμων όπως είσαι τώρα εσύ και ανοίγεις τους δρόμους και τους φωτίζεις, όπως είναι φωτεινό το όνομά σου και όπως θα πρέπει όλοι να παρακολουθούμε και να βλέπουμε όλα όσα μας συνέβηκαν στη ζωή, όλα όσα μας προβλημάτισαν, όλα όσα ήταν οι στόχοι μας, τα οράματά μας, ο ιδεαλισμός μας μέσα στην δύσκολη δεκαετία του ’40, που εμείς την ονομάσαμε τότε την σφοδρή, φοβερή δεκαετία, την λαίλαπα της πείνας που περάσαμε, του γερμανικού εκείνου απαίσιου ιδεαλισμού του Χίτλερ, που έστρωσε την ανθρωπότητα με χαλάσματα και με κουφάρια από καημένους ανθρώπους που αγωνιζόταν για την πατρίδα τους, θέλοντας έτσι ο Χίτλερ και οι όμοιοί του και οι ακόλουθοί του, να περάσουν ένα δικτατορικό σχέδιο. Δυστυχώς για την ανθρωπότητα και δυστυχώς για τους ανθρώπους που τον περιβάλλανε και ίσως είχαν την διανόηση να τον σταματήσουν, αλλά δεν τον σταμάτησαν και έτσι η ανθρωπότητα πόνεσε ιδιαίτερα και πληγώθηκε ιδιαίτερα. Θέλω να αναφερθώ σε εμάς που ήμασταν νέοι εκείνη την εποχή, στην λαίλαπα της πείνας. Και όταν λέμε πείνα την εννοούμε πραγματικά, γιατί είχαμε στερηθεί όλα τα αγαθά που ανήκουν στους ανθρώπους και που θα μπορούσαμε να τα γευόμαστε με διαφορετικότερες διαστάσεις και με διαφορετικότερες συνθήκες. Πεινάσαμε πραγματικά εμείς οι μικροί, τη δεκαετία του ΄40! Γιατί είπαμε πράγματι το ψωμί ψωμάκι. Και αρκεί να σου πω ότι εκείνη την εποχή η πολιτεία είχε υιοθετήσει να μας δίνει ένα κομμάτι ψωμί, ένα τετραγωνάκι που είχε 20x20 πόντους όλο-όλο για μια οικογένεια! Πηγαίναμε τα τέσσερα αδέρφια που ήμασταν, εγώ και οι τρεις αδερφές μου, μικροί τότε, να πάρουμε το δελτίο, το ψωμί, το τετράγωνο και ώσπου να φτάσουμε στο σπίτι, παίρναμε από μια γωνίτσα και το φτιάχναμε στρόγγυλο το τετράγωνο και πηγαίναμε στο σπίτι και η μάνα μας έδερνε γιατί φάγαμε την μια μπουκιά ψωμί και το στερήσαμε από όλη την οικογένεια και για όλη την ημέρα! Πεινάσαμε πραγματικά! Και δεν έφτανε μόνο που πεινάσαμε, ήρθε και η Γερμανική αυτή η Κατοχή. Που δεν ήταν Κατοχή, ήταν υποδούλωση και της ανθρώπινης σκέψης και της ανθρώπινης ζωής! Μια υποταγή στη μπότα των φαντάρων του Χίτλερ.

Ν.Ν.:

Ήρθαν, λοιπόν, αυτές οι δύσκολες μέρες του ’40 και σιγά σιγά κυλούσαν και αντί να περιμένουμε ότι θα ανέτειλε μια καλύτερη μέρα, ένας καλύτερος τρόπος ζωής, ήρθαν οι βομβαρδισμοί, ήρθαν οι βόμβες, ήρθαν οι κατοχές, ήρθαν οι υποταγές. Και τότε όχι μονάχα πεινάσαμε αλλά και πονέσαμε! Γιατί ήταν αδίστακτος [00:05:00]ο τρόπος με τον οποίο ενεργούσαν οι ορδές των Χιτλερικών στρατευμάτων. Μου ‘μειναν χαρακτηριστικά όταν ήμουν 5,5 χρονών, ακόμα πιτσιρίκος, τότε που μια ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη, στο 1943, ενώ έπαιζα στην αυλή του σπιτιού μου, άρχισαν να περνούν και να βουίζουν αεροπλάνα! Στούκας, στούκας αεροπλάνα, αεροπλάνα! Στην αρχή τα βλέπαμε οι πιτσιρικάδες και λέγαμε «Ω! Αεροπλάνα!». Μετά, όμως, από λίγο άρχισαν οι φωνές να βγαίνουν και να λένε: «Τα αεροπλάνα αυτά βομβάρδισαν το μοναστήρι! Και αναρωτιόμασταν οι πιτσιρικάδες «Μα τι τους έφταιξε ο Άγιος και πήγαν και βομβάρδισαν τον Άγιο Διονύσιο;» Στο Λιτόχωρο κοντά που ήταν το μοναστήρι. «Γιατί; Τι τους πείραξε ο Άγιος και τον βομβάρδισαν;» Μετά από λίγο όμως, άρχισαν κάποιες φωνές, ένας ντελάλης που βγήκε στο Λιτόχωρο και έλεγε «Φυλαχτείτε γιατί ακολουθούν βομβαρδισμοί!». Και πράγματι μετά από λίγο άρχισε ο κόσμος να τρέχει και να πάει να κρυφτεί σε κάποια σπίτια. Το δικό μας το σπίτι ήταν νεόκτιστο ακόμα τότε το ’43, και το προτίμησαν οι γείτονες να ‘ρθουν και να στεγαστούν μέσα στο πιο καινούριο σπίτι για να φυλαχτούν απ’ τους βομβαρδισμούς. Όμως, σε κάποια φάση ακούγεται τρομακτική η φωνή της νενές μου, που ήρθε και φώναζε «Τί κάθεστε μωροί εδώ μέσα; Γλήγορα, γλήγορα να φύγουμε, να πάμε στον Όλυμπο να φυλαχτούμε γιατί θα ‘ρθουν τα βομβαρδιστικά!». Και πράγματι, ο κόσμος που ήταν μέσα στο σπίτι μας- είχαν μαζευτεί η γειτονιά- άρχισε να φεύγει τον ανήφορο! Η οικογένειά μου, οι αδερφές μου, η γιαγιά η Μαρίκα- η δικιά σου η γιαγιά- ήταν στην μοδίστρα. Οι άλλες μου οι αδερφές οι δύο, η Ελένη και η Ολυμπία, ήταν στο σχολειό. Και «Πρέπει να φύγουμε γρήγορα!». Έφυγε ο κόσμος που ήταν μέσα στο σπίτι μας και μείναμε η μάνα μου και εμείς οι μικρότεροι που παίζαμε ακόμα στην αυλή! Η νενέ μας «Δρόμο, δρόμο, δρόμο!», μας παίρνει και φεύγουμε! Η μικρή αδερφή δεν είχε γυρίσει ακόμα από το σχολείο και ήταν στο σχολείο. Και εμείς με πόνο ψυχής πήραμε τον ανήφορο! Και δεν απομακρυνθήκαμε παρά γύρω στα 100 μέτρα ανεβαίνοντας την ανηφόρα. Ακούμε «Μητέρα! Μητέρα!», τη φωνή της αδερφής μου της μικρής! Η νενέ είχε την φροντίδα, όταν φεύγαμε από το σπίτι, να κλειδώσει την πόρτα για να μην έρθει το κορίτσι και μπει μέσα στο σπίτι και μείνει στο σπίτι!

Φ.Π.:

Συγγνώμη, η νενέ ποια είναι;

Ν.Ν.:

Η γιαγιά.

Φ.Π.:

Η γιαγιά.

Ν.Ν.:

Η μητέρα της μητέρας μου. Αυτή ήταν που θα έλεγα ότι με την σωτήρια παρέμβασή της μας έσωσε όλους. Γιατί δεν πέρασαν λιγότερο από 5 λεπτά από την στιγμή που φύγαμε από το σπίτι, όταν ακούσαμε και τη φωνή της αδερφής μου, όταν ήμασταν 100 μέτρα πιο πάνω από το σπίτι, ακούμε τότε τα αεροπλάνα που ερχόνταν από μακριά και έφταναν κοντά και… Μπραν! Ένας τρομερός, τρομερός- δεν ήτανε ήχος, ήτανε κάτι το κραυγαλέα καταστροφικό και πέσαμε όλοι κάτω εκεί που ήμασταν στο δρόμο. Και αφού πέσαμε, νιώσαμε ότι από πάνω μας έπεφταν πέτρες, έπεφταν κεραμίδια, έπεφταν σκόνες. Αφού πέρασε για λίγο, για κάμποσο διάστημα, όλη αυτή η τρομερή, η τρομερή βροντή, αυτή η καταστροφική… Η σκέπη που μας σκέπασε από σκόνες και από τέτοια σπασίματα και κεραμίδια και πέτρες που [00:10:00]έπεφταν από πάνω μας, αρχίσαμε να σηκώνουμε το μάτι μας και το βλέμμα μας και λίγο το κεφάλι μας, για να δούμε «Μα τι έγινε τέλος πάντων;». Και τότε ήταν το τραγικό που αντιμετωπίσαμε! Γυρίσαμε προς τον κατήφορο και κοιτάξαμε να δούμε το σπίτι μας και το σπίτι μας πια δεν υπήρχε! Ήταν ένα ανακάτεμα από πέτρες, από σανίδια, από κεραμίδια! Και εκεί που ήταν το σπίτι μας, ήταν πια μια γούρνα- όπως λέγαμε- μεγάλη, που έσκαψαν τρείς βόμβες που έπεσαν στην γειτονιά μας! Τρεις βόμβες έπεσαν στο σπίτι μας που ήταν μαζί του θείου μου κολλητά, δύο σπίτια, και μετέτρεψαν όλο αυτό το αγαπημένο μας λιμάνι, το μετέτρεψαν σε μια καταστροφική λακκούβα που μέσα είχε συντρίψει τα πάντα! Όχι μόνο τα όνειρά μας, όχι μόνο την ζεστή μας φωλιά, την οικογενειακή μας εστία, αλλά είχε σμπαραλιάσει μαζί και όλα μας τα όνειρα και όλες μας τις επιδιώξεις! Βάλαμε τα κλάματα! Αρχίσαμε να φωνάζουμε, να τσιρίζουμε και θέλαμε όλοι να κατέβουμε προς το σπίτι, αλλά η ευεργετική φωνή της νενές πάλι μας έσωσε και λέει «Δρόμο τον ανήφορο, να πάμε να φτάσουμε στον Όλυμπο, να κρυφτούμε εκεί στις σπηλιές του Ολύμπου και εκεί που έχουμε φτιαγμένες καλύβες», που είχαν φροντίσει οι άνθρωποι να φτιάξουν και να μπορέσουν να βάλουν εκεί τις οικογένειές τους και ό,τι μπορούσαν να περισώσουν! Μέναμε και θρηνούσαμε! Ο βομβαρδισμός! «Γιατί; Γιατί; Τι τους έφταιξε ο Άγιος και τον βομβαρδίσανε; Τι τους φταίξαμε εμείς και μας βομβαρδίσαν; Δεν πειράξαμε κανέναν!». Ο πατέρας μου ήταν ένας εργατικός ξυλουργός-μαραγκός και δούλευε σε κάποιο κοντινό χωριό, και η μάνα μας και εμείς όλοι ζούσαμε ειρηνικά και γαληνεμένα! «Γιατί; Γιατί; Γιατί;». Είπαν τάχα τότε ότι ήθελαν να βομβαρδίσουν το σχολείο! Γιατί είχαν μάθει από τους κακούς πληροφοριοδότες ότι στο σχολείο δεν έκαναν μάθημα τα παιδιά αλλά ήταν οι αντάρτες. Και οι πληροφορίες δήθεν αυτές τροφοδότησαν μ’ αυτά τα παραξενεμένα νέα και τα στραβοπατημένα νέα και έτσι δημιούργησαν όλη αυτή τη σειρά! Είχαν βομβαρδίσει και πιο μπροστά άλλα δύο σπίτια, που ήταν λίγο πιο μπροστά από το σχολείο, και το δικό μας το σπίτι ήταν λίγο πιο πίσω από το σχολείο. Και βρεθήκαμε σε αυτή την τρομερή εντύπωση, καταστροφή, έναν όλεθρο κυριολεκτικά, γιατί δεν ήταν μονάχα αυτό που νιώσαμε, που χάσαμε το σπίτι, ήταν και γι’ αυτό το γιατί; Γιατί το δικό μας σπίτι; Γιατί τη δική μας γωνιά; Δεν ενοχλήσαμε κανέναν ποτέ! Δεν ενοχλούσαμε κανέναν ποτέ! Ζούσαμε ειρηνικά, ζούσαμε γαληνεμένα, πάντοτε με ανοιχτή την αγκαλιά προς όλους τους ανθρώπους. Γι’ αυτό εξάλλου ήρθαν και κάθισαν αρκετοί μέσα για να φυλαχτούν στο δικό μας σπίτι! «Γιατί; Γιατί;». Αλλά δεν ήταν όμως ούτε οι στιγμές, ούτε οι ώρες ήταν οι κανονικές για να προβληματίζεται κανείς με κάποιες τέτοιες αντίστοιχες σκέψεις και ιδέες. Η φωνή της νενές, πάλι, η σωτήρια, φώναζε «Δρόμο, δρόμο τον ανήφορο να πάμε προς τα πάνω, να φτάσουμε στον Όλυμπο!» και να φυλαχτούμε από οποιαδήποτε άλλα δεινά ήταν δυνατόν να προκύψουν και να ακολουθήσουν. Βομβαρδισμός, λοιπόν! Βομβάρδισε τις σκέψεις μας, βομβάρδισε όλα εκείνα που [00:15:00]οραματιζόμασταν πολύ νεαροί ακόμα, μικροί και θέλαμε τη ζωή μας ανέμελη, χαρούμενη, κεφάτη κατά το δυνατόν, όπως διεκδικούν όλα τα παιδιά του κόσμου! Να μπορούν να ζουν ήρεμα, χαρούμενα, σε μια γαληνεμένη οικογένεια και σε ένα χώρο που έχει να τους δώσει κάτι το ωραίο, γιατί πραγματικά το Λιτόχωρο, η γενέτειρά μου, είναι ένας ευλογημένος τόπος. Και αυτό ίσως το πιστεύαμε εμείς γιατί οι Θεοί, οι πρώτοι Θεοί, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και ζούσαν στις κορφές του Ολύμπου μας! Το λέω «μας», γιατί πραγματικά ζούμε, γεννηθήκαμε και ζούμε μέσα στον Όλυμπο, μέσα στο φως του Ολύμπου που λάμπει και καταυγάζει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και ως μικροί τότε, πιτσιρικάδες, που ακούγαμε τους θρύλους και τις παραδόσεις, λέγαμε ότι για να ‘ρθουν οι Θεοί να κατοικήσουν εδώ, σημαίνει ότι ο τόπος μας είναι ευλογημένος! Το λέμε και Λιτόχωρο, γιατί είναι ο χώρος της λιτής, της προσευχής. Λιτή σημαίνει προσευχή. Και ιδρύθηκε αυτός ο τόπος, ο χώρος και κατοικήθηκε από τους πρώτους λάτρεις-προσκυνητές των Θεών του Ολύμπου! Ήρθαν εδώ, στον Όλυμπο κοντά, σ’ αυτή την περιοχή να προσευχηθούν στους Θεούς και αφού ήταν ο τόπος της λιτής, ο χώρος της λιτής, ονομάστηκε Λιτόχωρο! Μ’ αυτές τις σκέψεις, μ’ αυτές τις οραματικές, ας πούμε, αντιλήψεις μας τότε, ζούσαμε τον βομβαρδισμό και δεν μπορούσαμε να δώσουμε, με την παιδική μας σκέψη, καμία λύση και καμιά δικαιολογία για αυτά τα τόσο δύσκολα περιστατικά που μας συνέβαιναν. Πήραμε, λοιπόν, τον δρόμο προς την χαράδρα του Ενιπέα για να μπορέσουμε να είμαστε προστατευμένοι και να φτάσουμε στις καλύβες επάνω για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε τους κινδύνους. Και πράγματι ανεβήκαμε και φτάσαμε σε έναν χώρο που οι υλοτόμοι της εποχής εκείνης είχαν φτιάξει καλύβες και είχαν δημιουργήσει, έτσι, μια δυνατότητα να ξεφύγουμε από ‘κείνη την τρομερή απειλή που ο Χιτλερισμός σκορπούσε προς όλες τις κατευθύνσεις, όπου και αν έφτανε. Ζήσαμε για κάμποσο καιρό πάνω στον Όλυμπο. Ήταν πολύ συγκινητική η στιγμή όταν έφτασε κάποιο βράδυ ο πατέρας μας από την κοντινή περιοχή στην οποία δούλευε. Μας αγκάλιασε όλους και μας λέει «Είμαστε ουλ’ σαλαμέτ’; Είμαστε όλοι σωσμένοι;». Ήμασταν όλοι σωσμένοι. Ευτυχώς χάσαμε μόνο το σπίτι. Αν είναι ευτυχώς, βέβαια. Ήταν δυστυχώς, αλλά μπροστά στην αξία της ζωής λες «Ε, εντάξει, ζούμε όλοι». Αυτή ήταν μια πολύ συγκλονιστική στιγμή για τα μικράτα μου, γιατί τότε ήμουνα πολύ μικρός, αλλά όμως είχα την μνήμη μου ακέραια και ζωντανή γιατί με συγκλόνισαν τόσο πολύ αυτά τα γεγονότα. Και ζούσαμε με αυτήν την τρομερή εμπειρία στα νεανικά μας χρόνια. Ξεχάσαμε την πείνα, που πεινούσαμε και δυσκολευόμασταν να ζήσουμε, εδώ μπροστά στην τραγική, την τραγικότατη στιγμή και φάση της ζωής μας. Όλα τα άλλα πήγανε στην πίσω μεριά γιατί προείχε το γεγονός της ζωής. Ζούσαμε και αυτό ήταν το βασικό μας και το μεγάλο μας επίτευγμα. Το να ζούμε!

Ν.Ν.:

Και ακολούθησαν δύσκολες μέρες με αυτήν την δεκαετία του ’40. Γιατί μετά από αυτήν την τραγικότητα των στιγμών και των περιστάσεων, κατεβήκαμε ξανά πάλι για να κατοικήσουμε… Πού; [00:20:00]Εκεί ήταν το μεγάλο μας δράμα. Με τi; Ποια ρούχα; Ποια πράγματα; Ποια αντικείμενα της καθημερινότητάς μας; Δεν υπήρχε τίποτε! Όλα ήταν μέσα σε ένα συνονθύλευμα από σπασμένα, από ξεσκισμένα, από ό,τι μια τρομερή καταστροφή μπορεί να δημιουργήσει, όταν πέσουν σε αυτό το σπίτι, το τόσο επιμελημένο, το τόσο νοικοκυρεμένο, όταν πέσουν τρεiς βόμβες της εποχής εκείνης. Αλλά, πάλι, δόξα τον Πανάγαθο, με τις δυνάμεις που είχε η οικογένεια, με την κάποια υποστήριξη και των κάποιων συγγενών μας, ξαναεγκατασταθήκαμε σε ένα σπίτι της γειτονιάς. Και εκεί πέρα μέσα ζήσαμε την υπόλοιπη θηριωδία των Γερμανών, οι οποίοι δεν αρκέστηκαν μονάχα στους βομβαρδισμούς, αλλά και στον χρόνο που ακολούθησε που ήταν η Γερμανική Κατοχή, δεν έπαψαν να μας επισκέπτονται, να μας φοβίζουν, να μας τρομοκρατούν και να μας έχουν πάλι κάτω, υποχείρια από την λόγχη τους και τον οπλισμό τους. Χαρακτηριστικό μου έχει μείνει σε κάποια φάση, μιας τέτοιας γερμανικής εφόδου και επίσκεψης στα σπίτια μας. Μπήκαν μέσα στο σπίτι μας μια μέρα, μια ομάδα Γερμανών με κάποιους Γερμανοτσολιάδες που τους ακολουθούσαν, και οι οποίοι δεν είχαν κανέναν άλλο σκοπό παρά να κλέβουν και να αρπάζουν. Είχαμε αγοράσει μια καινούρια κουβέρτα και ανοίγουν την μεσάντρα, μέσα εκεί στο σπίτι που καθόμασταν και αρπάζει ένας Γερμανοτσολιάς μια κουβέρτα και την ρίχνει στους ώμους του. Και η μικρή μου η αδερφή τρομαγμένη αλλά και απελπισμένη, γιατί της άρεζε πολύ η κουβερτούλα η καινούρια που πήραμε μετά από τα σμπαραλιασμένα πράγματά μας, και πάει να του αρπάξει την κουβέρτα. “Raus”, λέει ο Γερμανός και τη δίνει μια κλωτσιά την μικρή μου αδερφή για να φύγει να μην τραβήξει την κουβέρτα. Και «μπαμ», αφού έδωσαν μια κλωτσιά στην αδερφή, δίνουν και μια ανάποδη στην μητέρα μου, για να μας συμμαζέψει να μην ενοχλούμε τους στρατιώτες και τους ακολούθους τους. Δυστυχώς! Δυστυχώς! Αυτοί οι κακοί άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά και μας δημιούργησε μια τέτοια δυσάρεστη, μια άποψη, και λέμε «Μα υπάρχουνε Έλληνες που να μας συμπεριφέρονται χειρότερα από τους Γερμανούς;». Δυστυχώς οι άνθρωποι φτάνουν πολλές φορές να αρνιούνται την ανθρώπινη ιδιότητά τους και τις ανθρώπινες αρετές. Και αυτό τυπώθηκε βαθιά μες το μυαλό μου και αυτό τυπώθηκε μέσα στη σκέψη μου που ήμουν τότε ένα μικρό παιδί! Και μετά από τους Γερμανούς, αφού έφυγαν οι Γερμανοί, πάλι στην γενιά μας, στην δεκαετία αυτή την νιότης μας, προέκυψαν άλλες δύσκολες στιγμές. Ο Εμφύλιος. Ένας άλλος σπαραγμός, ένας άλλος πόλεμος! Και πάλι στις νεανικές ψυχές μας- που τότε είχαμε αρχίσει και πηγαίναμε και στο σχολείο- δημιουργούνταν η ίδια απορία «Μα πώς είναι δυνατόν οι Έλληνες να πολεμούν μεταξύ τους; Πώς είναι δυνατόν ο Γιώργος από την μια μεριά και ο Κώστας της ίδιας οικογένειας, να είναι με το στρατό, και ο Τάκης και ο Νίκος να είναι με τους αντάρτες;». Έγινε αυτός ο διασπασμός της οικογένειας και ο διασπασμός των αντιλήψεων που έπρεπε να ‘ναι καθαρές αντιλήψεις και να ‘μαστε όλοι Έλληνες και να αγαπιόμαστε ως άνθρωποι και να μην πολεμάει ο ένας τον άλλο. Και όμως πολεμούσαν. Και εμείς οι καημένοι, οι πιτσιρικάδες της εποχής εκείνης, οι ανέμελοι πιτσιρικάδες, προβληματιζόμασταν [00:25:00]και λέγαμε «Μα είναι δυνατόν να πολεμούν τα αδέρφια, τα αδέρφια τους;». Παίζαμε στην Παναγία τότε, εκεί στον περίβολο που είχε, με μια μπαλωματένια μπάλα και αφού ξεκουραζόμασταν λιγάκι το βράδυ, έτσι, κοιτούσαμε τα αστέρια και λέγαμε «Αμάν, τί γίνεται;». Ιδιαίτερα μας είχε κολλήσει το πεφτάστερο και βλέπαμε… Και μας είχε πει τότε μια δασκάλα, πως «Άμα προλάβετε στην ώρα που το πεφτάστερο ανατέλλει και στέλνει τις ακτίνες του και κάνετε μια ευχή, τότε η ευχή σας θα ολοκληρωθεί». Και κυνηγούσαμε και εμείς οι καημένοι το πεφτάστερο να πούμε την ευχή μας. «Ποια ευχή να πούμε; Ποια ευχή;». «Καραμέλες!» έλεγε ο ένας. «Ζάχαρη!», έλεγε ο άλλος. «Ψωμί!», έλεγε ο άλλος. «Γάλα!», έλεγε ο άλλος. Εγώ, είχα ακούσει μια διαφορετικότερη συζήτηση από τις αδερφές μου και είχα ακούσει για την έννοια «χαρά» και για την έννοια «ευτυχία». Και μάλιστα είχαν πει ότι «Η χαρά, καλή είναι η χαρά, αλλά χαίρεσαι και η στιγμή της χαράς φεύγει γρήγορα! Εκείνο που είναι πιο ευχάριστο είναι να είσαι ευτυχισμένος!». Και μου είχε τυπωθεί - Β’ Δημοτικού ήμουνα τότε- μου είχε τυπωθεί η έννοια αυτή. Και αντί να φωνάξω οτιδήποτε άλλο, πήγα να φωνάξω «Ευτυχία!», αλλά δεν πρόλαβα! Και είπα μονάχα «Ευτ-». Και με κοροϊδεύαν οι συμπαίκτες μου εκεί και τα φιλαράκια μου. «Α, ρε τί ευτ- λέει αυτός; Τί ευτ- τώρα φωνάειζ’;». Λέω, ήθελα να πω «Ευτυχία», αλλά δεν πρόλαβα! Και έτσι κοντά σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές, τις δύσκολες φάσεις της ζωής μας, είχαμε αρχίσει να ονειρευόμασταν. Ονειρευόμασταν κάτι διαφορετικότερο. Βλέπαμε τα λουλούδια που άνθιζαν, βλέπαμε τα πουλάκια που κελαηδούσαν, ακούγαμε και μας άρεζε, μας ευχαριστούσε η ομορφιά της φύσης! Βλέπαμε τους καρπούς που μέσα σε οποιαδήποτε δέντρα γύρω μας, μας δημιουργούσαν και μας πρόσφεραν καρπούς. Και οραματιζόμασταν, άρχισα να οραματιζόμαστε, να ονειρευόμαστε κάποιον καλύτερο κόσμο που να ξεφύγει από αυτές τις βαρβαρότητες, να ξεφύγει από αυτές τις όποιες κακίες μπορούν να δημιουργούν οι άνθρωποι και να σκορπίζουν και να τις στρέφουν εναντίον των ανθρώπων. Και στην επόμενη χρονιά στο σχολείο, τα συζητούσαμε με τους δασκάλους μας, αλλά οι δάσκαλοί μας βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Δεν μπορούσαν να πάρουν την μία μεριά ή την άλλη. Πού ήταν το δίκιο; Ιδιαίτερα αφού έφυγαν οι βάρβαροι Γερμανοί, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που αφορούσαν τον Εμφύλιο πόλεμο και τον εμφύλιο σπαραγμό. Σε ποιόν να δώσουν δίκιο; Στους αντάρτες, οι οποίοι έλεγαν ότι αγωνιζόταν για κάτι καλό για το λαό; Ή στους στρατιώτες οι οποίοι αγωνιζόταν να επιβάλλουν την τάξη; Και έτσι η γενιά μας προβληματίστηκε ιδιαίτερα. Και άρχισε πραγματικά να οραματίζεται κάτι διαφορετικότερο, κάτι πιο ονειρεμένο, κάτι πιο φανταστικό! Και μάλιστα μια δασκάλα πολύ, έτσι, αγαπητή, η κυρία Σμαρώ, ήθελε να οραματίζεται και εκείνη κοντά μας. Και όταν της υποβάλλαμε τις ερωτήσεις για τον κόσμο μας τον ωραιότερο, για την ζωή μας, που λέτε ότι η ζωή είναι υπέροχη, είναι ωραία, είναι ευχάριστη, γιατί άραγε δεν την ζούμε; Και μας απαντούσε «γιατί οι άνθρωποι έχουμε πολλά πάθη». Και όταν ο άνθρωπος παθιάζεται, όταν κυριεύεται από το πάθος τότε φτάνει στο λάθος. Όταν η αγάπη για το χρήμα γίνεται [00:30:00]φιλοχρηματία, τότε ο άνθρωπος χάνει την αξία του χρήματος και καταντά να νιώθει και ο ίδιος πάντα φτωχός και να μην εκτιμά τίποτε, αρκεί μονάχα ό, τι κτηνώδεις παρορμήσεις του τον αναγκάζουν να στραφεί προς θηριώδεις πράξεις, προς κτηνώδεις πράξεις. Και έτσι εξηγείται και ο Χίτλερ με τις θηριωδίες του και οι υπαίτιοι του Εμφυλίου με τις θηριωδίες που έχουν ανακύψει και έχουνε σκορπιστεί σε όλο τον κόσμο και βεβαίως οι παθολογικές καταστάσεις που πολλές φορές δυστυχώς, κατέχουν και κυριεύουν τους ανθρώπους και τους εκτρέπουν από αυτή την ομαλότητα της ζωής, από την ομορφιά της ζωής. Γι’ αυτό λοιπόν, όταν μεγαλώνοντας λίγο περισσότερο και φτάνοντας προς τις τελευταίες χρονιές του ’40 προς το ’50, τότε πραγματικά σκεφτόμασταν λίγο πιο ώριμα και θέλαμε πραγματικά να ψιθυρίζουμε στο πεφταστέρι την πραγματική έννοια της ευτυχίας. Να μας δώσει την δυνατότητα να νιώθουμε λίγο ευτυχισμένοι! Όσο βέβαια περισσότερο το κατακτούσαμε, τόσο πιο ευχάριστα νιώθαμε! Και θέλαμε πραγματικά να αλλάξει ο κόσμος, να αλλάξει αυτή η δεκαετία, να σταματήσει πια αυτή η δεκαετία και να μπορέσουμε να νιώσουμε ίσως κάπως διαφορετικά! Και ευτυχώς προς το τέλος του ’49 και μες στις αρχές του ’50, στην καινούρια δεκαετία, τα πράγματα άλλαξαν. Και μάλιστα για μας εδώ στο Λιτόχωρο ανέτειλε μια εξαιρετική ημέρα. Μας δημιούργησαν Γυμνάσιο. Είχαμε την δυνατότητα, πέρα από το Δημοτικό, να γίνουμε και Γυμνασιόπαιδα! Να φοιτήσουμε σε μια διαφορετικότερη διάσταση σχολική. Και τότε τα όνειρά μας πήραν, που λέμε, πραγματική φωτιά! Και αναζωπυρώθηκαν τα όνειρά μας και αρχίσαμε στο πεφτάστερο να λέμε «Ναι μεν ευτυχία, αλλά και καλή πορεία στην καινούρια αυτή δεκαετία που ανέτειλε!» Γίναμε μαθητές στο Γυμνάσιο και τότε πραγματικά άρχισαν τα όνειρά μας να παίρνουν άλλες διαστάσεις! Γίναμε μαθητές του Γυμνασίου, τη μια χρονιά καλύτερα από την άλλη, άνοιξε ο ορίζοντάς μας, μάθαμε τον αρχαίο πολιτισμό μας, μάθαμε τον πολιτισμό και αλλάξαμε και τα όνειρά μας! Όχι πια μαστορούλι κοντά στον πατέρα μου που τον βοηθούσα όταν ήμουνα πιτσιρικάς και μετά το σχολείο πήγαινα και ροκάνιζα μαζί του και του κουβαλούσα και ασβέστη μέχρι που να τελειώσω το Δημοτικό! Ήρθανε, όταν γινόταν αυτή η προσπάθεια για να δημιουργηθεί το Γυμνάσιο και μας βρήκαν να δουλεύουμε σε ένα συνεργείο που και εγώ ήμουνα εκεί και τους κουβαλούσα ασβέστη. Και με ρωτάει η επιτροπή «Θέλεις παιδί μου να ‘ρθεις στο Γυμνάσιο;» Και λέω «Ναι πατέρα, θέλω να πάω στο Γυμνάσιο!». «Πού να πας βρε παιδί μου στο Γυμνάσιο; Τι να κάνεις; Πού να μπορέσουμε εμείς να σε σπουδάσουμε;» Λέω «Δεν πειράζει, ας πάω, ας πάω, ας πάω, ας πάω». Πείστηκε ο πατέρας μου και με άφησε να πάω. Και πήγαμε στο Γυμνάσιο. Και προχωρώντας, επειδή έπρεπε να πληρώνουμε κιόλας τότε, γιατί έπρεπε τότε τους καθηγητές να τους πληρώνουμε, έναν καθηγητή έστελνε το κράτος και τους άλλους πληρώναμε εμείς, ήταν το δημοσυντήρητο που το κρατούσε ο δήμος. Και εγώ έγινα πολύ καλός μαθητής για να γλιτώνω, γιατί όποιος έβγαζε πολύ καλό βαθμό, δεν πλήρωνε την εισφορά. Και αυτό με βοήθησε, ώστε να είμαι καλός μαθητής. Και αφού έβγαλα και την Γ’ Γυμνασίου, λέει ο πατέρας μου «Πάλι θα πας στο Γυμνάσιο; Φτάνει ρε παιδί μου!». Ένας καλός μου καθηγητής του είπε «Άσ’ [00:35:00]τον Θανάση, να βγάλει και το Γυμνάσιο και βλέποντας και φτιάχνοντας. Μπορείς να τον στείλεις κάπου και να μορφωθεί και να δουλέψει καλύτερα στη ζωή του και να μορφωθεί». Και έδωσα στο Πανεπιστήμιο. Ήθελα να γίνω φιλόλογος. Και έδωσα και πέρασα στο Πανεπιστήμιο το ’56 και έγινα ένας φιλόλογος και προσπάθησα και δίδαξα στα παιδιά ό, τι καλύτερο μπορούσα. Και πέρασα την βαθμίδα αυτή και τώρα πια με βρίσκεις σε μια φάση ζωής που αναπολώ όλα αυτά τα περασμένα και λέω «Δόξα τον Πανάγαθο, έπιασε η ευχή που αρκετές φορές πρόλαβα και είπα στο πεφτάστερο». «Ευτυχία». Και είμαι ευτυχισμένος αυτή τη στιγμή που απευθύνομαι στην αγαπημένη μου Φωτεινή και της αφηγούμαι αυτά τα περιστατικά ως, έτσι, ένα κομμάτι από τη ζωή μου.

Φ.Π.:

Χαίρομαι πάρα πολύ! Θέλω να κάνω μια ερώτηση μόνο. Έτσι, λίγο θα γυρίσω πάλι την αφήγηση προς τα πίσω, που είπες ότι είχατε μείνει στον Όλυμπο που είχαν δημιουργηθεί ειδικά -σαν σπηλιές- από τους υλοτόμους και είπες ότι μείνατε πολλές μέρες εκεί πέρα. Έτσι δεν είναι;

Ν.Ν.:

Μείναμε, μείναμε αρκετές μέρες.

Φ.Π.:

Όταν μείνατε τι τρώγατε; Πώς ήτανε; Ήτανε και άλλοι άνθρωποι που είχανε προλάβει και είχανε ανέβει πάνω; Τι κλίμα επικρατούσε εκεί; Πώς ήσασταν και πόσες μέρες μείνατε;

Ν.Ν.:

Μείναμε περισσότερο από 1,5 μήνα, γύρω στους 2 μήνες μείναμε, γιατί ακόμα οι Γερμανοί ήταν κάπου εδώ, όπως σου είπα και δεν είχαν φύγει. Οπότε δηλαδή ήταν αρκετό καιρό εκεί. Στις γειτονιές μας ερχόταν, στο Λιτόχωρο, έκαναν τις επιθέσεις τους. Πάνω εκεί ήταν οι καλύβες από τους υλοτόμους, οι οποίοι δουλεύαν πάνω στον Όλυμπο. Είχαν κάνει καλύβες για τη δουλειά τους. Ήταν και οι τσοπαναραίοι που είχαν κάποια κοπάδια. Όταν λες ότι τρώγαμε, μην εννοήσεις ότι το φαγητό μας ήτανε ποιος ξέρει! Ήτανε λίγο γάλα, άμα έφερναν λίγο γάλα σε κάποιο σούκι, που λέγαμε εμείς τότε. Αυτό η μάνα το αυγάτιζε, έβαζε αρκετό νερό μέσα και είχαμε και μια μπουκίτσα ψωμί ο καθένας. Την φτιάχναμε ψίχουλα και τρώγαμε λίγο το πρωί. Για το μεσημέρι η φασουλάδα ήτανε ένα από τα πολύ συνηθισμένα φαγητά μας και μερικοί από τους τσοπαναραίους, μας έδιναν και λίγο τυράκι. Αυτό το τυράκι να φανταστείς, όταν ήταν 5x5, η μάνα το έκοβε ένα πόντο στον καθένα. Αυτό γλείφαμε και με αυτό… Δηλαδή το φαγητό μας ήτανε τόσο περιορισμένο και οι συνθήκες ήταν τόσο δύσκολες που πραγματικά, όταν είπα προηγουμένως ότι ζήσαμε στην λαίλαπα της πείνας, ήταν πραγματική πείνα! Αλλά μετά σιγά σιγά, κάπως άρχισαν να είναι πιο ελεύθερες οι κινήσεις των εργαζομένων και άντε, λίγες ελιές που μπορούσαν και έπαιρναν, άντε κάνα μπαχτσεδάκι που έβαζαν καμιά ντομάτα, καμιά πιπεριά, κανένα… Και από αυτά τα ελάχιστα. Ή τρώγαμε κανένα καρπό, δαμάσκηνα, κανένα κυδώνι. Το να φας ένα κυδώνι τότε δεν ήτανε μια ολοκληρωμένη περίπτωση. Γιατί όταν έβγαινες στην γειτονιά δίπλα και έτρωγε το παιδί ένα κυδώνι έλεγες «Δωσ’ με ρε μια δαγκουσιά!». Να δαγκώσεις μια δαγκωματιά από το κυδώνι και να το έχεις και να το γλείφεις και να το μασάς! Η όλη μας διατροφή ήταν σε τόσο στενά περιθώρια που πραγματικά ήτανε πείνα. Και όταν την ονόμασα λαίλαπα ήτανε πραγματικά, δυστυχήσαμε πάρα πολύ. Και όταν σου ανέφερα ότι το τετράγωνο 20x20 που το παίρναμε τότε απ’ την πολιτεία για κάθε μια οικογένεια, καταλαβαίνεις ότι η μπουκίτσα που τρώγαμε, η γωνίτσα που τρώγαμε, ήτανε απόλαυση! Και έτσι ευτυχώς ζήσαμε. Ήταν τόσο δύσκολες οι [00:40:00]συνθήκες που περάσαμε σε αυτή την δεκαετία μέχρι το ’48-’49, που έληξε και ο Εμφύλιος πόλεμος, ώστε μεγαλώσαμε με την πεποίθηση ότι ζούμε. Ευτυχώς ζούμε! Αφού μπορέσαμε και ζήσαμε, έχει ο Θεός! Μας έδωσε την δυνατότητα να ζούμε. Δεν μπορείτε να νιώσετε εσείς οι νεότεροι το τι ήταν να μπορέσεις να ζήσεις. Το πόσο δύσκολα ήταν! Το πώς οι οικογένειες μοιράζονταν την μπουκίτσα! Το ψίχουλο είχε αξία. Δεν ήταν όπως τα πετάμε τώρα να τα φάνε οι κότες ή να τα φάνε τα πουλάκια. Τότε το ψίχουλο ήταν στοιχείο ζωής και εμείς μεγαλώσαμε με αυτά τα ψίχουλα της ζωής που μας τροφοδοτούσαν ή οι διάφορες συνθήκες, ή οι εργασίες των πατεράδων μας και ό,τι η φύση μας πρόσφερε. Ένα καρύδι ήταν μεγάλη υπόθεση να το φας. Ένα κυδώνι να φας και να το μοιραστείς με τους φίλους. Ένα μήλο, ήτανε κομμένο-. Και ξέρεις και κάτι άλλο, ποιο ήταν ένα χαρακτηριστικό; Πηγαίναμε στην εκκλησία-. Μαυροφορεμένες και οι οικογένειες που είχαν πεθαμένους και πήγαιναν τα στάρια, τα κόλλυβα. Και πηγαίναμε τότε και αράζαμε εκεί στο νάρθηκα της εκκλησιάς και είχαμε ένα πιατάκι και καθόμασταν εκεί και μοίραζε ο νεωκόρος τα στάρια, τα κόλλυβα που πήγαιναν οι γυναίκες να τα διαβάσει ο παππάς για τους πεθαμένους και λέγαμε τότε «Δωμ τεια δυό στάρια», να μας δώσει μια κουταλιά κόλλυβα. Και πηγαίναμε και αράζαμε κάθε εσπερινό στην εκκλησία που ήτανε κοντά για να μας δώσει ο νεωκόρος μια κουταλιά στάρια! Και μπορείς να φανταστείς που τα στάρια αυτά ορισμένες φορές είχαν και λίγο ζάχαρη μέσα. Τί απόλαυση ήταν αυτή! Ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση και γι’ αυτό το επιδιώκαμε. «Δωμ τεια δυό στάρια». Γύριζαν οι θειές από το νεκροταφείο, όπου συνήθως πήγαιναν είτε τα Σάββατα ή που συνήθιζαν λίγο στάρι για τους νεκρούς που έφυγαν και που ήταν τόσοι νεκροί, και εμείς στηνόμασταν εκεί στο δρόμο και είχαμε αυτό το χαρακτηριστικό «Δωμ τεια δυό στάρια». Και με αυτά τα δυο τα στάρια ζήσαμε! Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό το «ζήσαμε» για μας; Τη ζωή μας την νιώθαμε πραγματικά ως υπέρτατη αξία. Και γι’ αυτό προσπαθήσαμε εμείς οι νεότεροι της γενιάς μου που ασχοληθήκαμε με κάτι πιο πνευματικότερο, να πονέσουμε τη ζωή! Και είχα και την μεγάλη ευκαιρία, δόξα τον Πανάγαθο, να γίνω δάσκαλος, να γίνω φιλόλογος και σε όλους τους μαθητές μου προσπαθούσα να εμπνεύσω αυτή την αγάπη προς τη ζωή. Το σύνθημά μου, το αξίωμά μου, είναι «Η ζωή είναι ωραία και αξίζει να τη ζει κανείς και να την φτιάχνει όσο πιο όμορφη μπορεί!». Γι’ αυτό μ’ άρεζε και ασχολήθηκα λιγάκι με την ποίηση και έγραφα ορισμένα ποιήματα, γιατί ήθελα πραγματικά, έτσι να ονειρευόμαστε τον κόσμο και να τον βλέπουμε λίγο πιο ιδεατό! Λίγο πιο ονειρεμένο! Δεν είναι κακό να καβαλικεύεις κάποτε κάποτε της φαντασίας το γοργόποδο το άτι και να αναζητείς κόσμους πιο φανταστικούς, πιο ονειρεμένους, πιο παραμυθένιους! Δεν είναι ότι ξεγελάς τη ζωή, είναι ότι φεύγεις από αυτή τη ρουτίνα, από την πεζούρα της καθημερινότητας, από την καταναγκαστική προσήλωση στα υλικά και στα φθαρτά. Καιρός είναι να ανεβαίνουμε λίγο προς τα πάνω και από καιρό σε καιρό ας ψιθυρίζουμε στα πεφταστέρια. Έστω την ευχή που θέλουμε να πούμε να τη λέμε. Γιατί έτσι αναγκάζουμε και τον [00:45:00]εαυτό μας, να στραφεί προς κάτι ιδεωδέστερο και επομένως δίνει μια διαφορετικότερη διάσταση στη ζωή.

Φ.Π.:

Θείε Νίκο, πιστεύεις ότι… Βασικά όχι! Τί πιστεύεις ότι σε αυτά τα δύσκολα τα χρόνια σου έδινε την αισιοδοξία σου; Να μην φεύγει δηλαδή το κομμάτι της αισιοδοξίας και να πιστεύεις ότι θα ‘ρθουν καλύτερες εποχές;  Ή έφτασες και σε σημείο που να θεωρείς ότι ίσως και να μην έρθουνε; Γιατί πέρασες πολλά δεινά το ένα μετά το άλλο. Κρατούσες την αισιοδοξία ή έφευγε;

Ν.Ν.:

Ευτυχώς, ευτυχώς! Ίσως επειδή ήμουν ο τελευταίος της οικογένειας και οι αδερφές μου με ντάντευαν, με κοίμιζαν με το να μου χαϊδεύουν λίγο τα μαλλιά μου. Και όταν είσαι στην αγκαλιά της αδερφής και σου χαϊδεύει τα μαλλιά και σε παίρνει ο ύπνος, τότε ονειρεύεσαι πράγματα ονειρεμένα! Τότε αποκτάς πραγματικά μια αισιοδοξία και λες «Μα γιατί να έχω στο μυαλό μου το κακό; Γιατί να σκέφτομαι πάντοτε δύσκολα και μαύρα;». Ίσως αυτό ενέπνευσε η αγάπη της οικογένειας και αυτή η πολύ καλή διάθεση που κέρδισα, θα έλεγα, από τις αδερφές μου. Μου δημιουργούσαν κάποιες πιο αισιόδοξες σκέψεις, παρ’ όλο που είδα την πιο συγκλονιστική στιγμή της ζωής με το βομβαρδισμένο σπίτι, παρ’ όλο που έζησα εκείνη την τόσο δύσκολη στιγμή, κυριάρχησε μέσα εκείνο που ακούστηκε «Είμαστε όλοι σαλαμέτ’», είμαστε όλοι σωσμένοι. Ζούμε όλοι; Ζούμε! Ε, αυτό μου φτάνει!

Φ.Π.:

Αρκεί.

Ν.Ν.:

Η ζωή μου αρκεί! Άρα αφού ζω και ελπίζω! Dum spiro spero, έλεγαν οι Λατίνοι. «Εφόσον αναπνέω, ελπίζω». Και η ελπίδα πάντα πρέπει να γεννά κάτι πιο ελπιδοφόρο. Άμα ελπίζουμε στην ζωή μας, τότε σημαίνει ότι δίνουμε στην ζωή μας κάποια περιθώρια να βρει αυτό που θέλει, αυτό που αγαπάει, αυτό που τον ευχαριστεί. Γιατί αλλιώς θα ‘ναι αντίθετος με τον εαυτό του, αν δεν ζητάει αυτό που τον ευχαριστεί. Τι να ζητήσει κανείς; Αυτό που θα τον δυσαρεστήσει; Σαφώς τότε δεν βρίσκεται σε μια ομαλή φυσιολογική κατάσταση. Άρα, λοιπόν, όντως όντα φυσιολογικά, κατά το δυνατόν και ακούγοντας ευχάριστα πράγματα από τους συνανθρώπους που είναι γύρω του, απ’ τους δασκάλους του που ορμήνευαν για κάτι το καλύτερο, που άνοιγαν αισιόδοξες προοπτικές, που συμβούλευαν για κάτι καλύτερο: το να είμαστε καλά παιδιά, το να διαβάζουμε. Γιατί να διαβάζουμε; Για να μάθουμε. Γιατί να μάθουμε; Για να χρησιμοποιήσουμε τις γνώσεις για τον εαυτό μας! Και αυτά όλα τα είχα δώσει, έτσι, μια διαφορετικότερη βαρύτητα για τον εαυτό μου. Και αυτά ίσως μου αύξαναν την αισιοδοξία μου. Και παρ’ όλες τις δύσκολες στιγμές, όπως είπες, που περάσαμε, που πέρασα, φαίνεται ότι καλλιέργησα πολύ περισσότερο αυτή την αισιόδοξη προοπτική για τη ζωή και είδα ότι δεν με διέψευσε! Γιατί πραγματικά η ζωή μας έδωσε ό,τι επιδιώξαμε κατά το δυνατόν. Και έτσι πάντα κρατούσα αυτή την αισιόδοξη προοπτική για τη ζωή και πάντα λέω «η ζωή είναι ωραία» και πάντα θα μπορέσει να μας επιφυλάξει, έστω και αν μεσολαβήσουν κάποιες δυσκολίες. Και αλίμονο, σε ποιον δεν εμφανίζονται δυσκολίες; Και αρρωσταίνουμε και μας αδικούν και έχουμε και τις απρόοπτες, δύσκολες στιγμές, αλλά έχουμε όμως και το μυαλό μας να ενεργούμε έτσι, ώστε να μπορούμε να τις ξεπερνούμε τις δύσκολες αυτές στιγμές και να φτάνουμε στους στόχους που βάζουμε, αρκεί να μεθοδεύουμε σωστά τη ζωή μας! Να ξέρουμε ποιοι είμαστε, προς τα πού κατευθυνόμαστε και κατά πόσο είναι εφικτοί οι στόχοι που βάζουμε μπροστά μας. Να μην αεροβατούμε. Ωραίο να βλέπουμε προς τα επάνω, να ανεβαίνουμε προς τα ουράνια, να μεταρσιωνόμαστε πολλές φορές, να μην είναι στην πεζούρα αυτή η καθημερινότητά μας. [00:50:00]Από κει και πέρα τότε, μπορούμε να αισιοδοξούμε πάντοτε! Και αυτό ενίσχυε πάντοτε τα όνειρά μου και τις επιδιώξεις μου στη ζωή. Και λέω «Δόξα τον Πανάγαθο, ζούμε μέχρι τώρα, είμαι 83ων χρονών και νιώθω ευχάριστα και ωραία, και υπερασπίζομαι τη ζωή και τη φωνάζω». Είσαι ζωή ωραία, ας είσαι όσο γίνεται να μπορούμε να απολαμβάνουμε αυτό το θείο δώρο που μας χάρισαν. Είναι υπέροχο δώρο η ζωή! Δεν είναι έτσι;

Φ.Π.:

Έτσι είναι!

Ν.Ν.:

Δεν συμφωνείς και εσύ;

Φ.Π.:

Συμφωνώ!

Ν.Ν.:

Συμφωνείς λοιπόν. Αφού έχουμε την ζωή μας ως ένα δώρο, να την αντιμετωπίζουμε έτσι! Και ως δώρο να την γευόμαστε και να την χαιρόμαστε και ως δώρο να την χαρίζουμε στους γύρω μας! Εύχομαι να μπορέσεις να διδάξεις κάποτε και να διδάσκεις με τέτοια αισιοδοξία που σου εμπνέει αυτή την στιγμή και ο θείος σου.

Φ.Π.:

Ευχαριστώ πολύ! Ευχαριστώ πολύ και για την συνέντευξη!

Ν.Ν.:

Δε θέλεις κάτι άλλο να με ρωτήσεις;

Φ.Π.:

Θείε, άμα έχεις κάποιο άλλο σχόλιο εσύ να κάνεις. Νομίζω μου κάλυψες όλη την χρονική περίοδο των γεγονότων. Θέλεις να προσθέσεις κάποιο σχόλιο εσύ;

Ν.Ν.:

Όχι, απλά επισημαίνω και λέω ότι δυστυχώς, αυτοί οι οποίοι γίνονται ηγέτες, δεν αξίζουν πραγματικά αυτό το υπέρτατο αξίωμα του ηγέτη πολλές φορές. Γιατί οι πράξεις τους οδηγούν δυστυχώς την ανθρωπότητα- δεν λέω πάντα, υπάρχουν και οι φωτισμένοι ίσως ηγέτες-, αλλά οδηγούν την ανθρωπότητα σε δύσκολες καταστάσεις. Και βεβαίως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της ευθύνης ρίχνω και στους ανθρώπους οι οποίοι είναι γύρω τους, στους ανθρώπους του πνεύματος, της σοφίας, οι οποίοι ίσως δεν δυσκολεύουν τον ηγέτη που βλέπουν ότι παρεκτρέπεται. Δεν μπορώ να εννοήσω ότι δίπλα στον Χίτλερ δεν υπήρχαν και άνθρωποι φωτισμένοι, γιατί και η γερμανική πολιτεία και η ιστορία και ο πολιτισμός, έχει να αναδείξει και εκεί αρκετούς και σοφούς και φιλοσόφους και επιστήμονες. Όμως δεν υπερίσχυσε η ιδέα τους και άφησαν έναν Χίτλερ, ή έναν Μουσολίνι οι Ιταλοί, και σκόρπισαν, όπως είπα προηγουμένως, κουφάρια στην ανθρωπότητα. Ίσως εκεί ευθυνόμαστε οι άνθρωποι που είμαστε κοντά στους ηγέτες και δεν τους κρατούμε. Μου ‘χε κάνει εντύπωση η άποψη του Ιουστινιανού, που είπε «Πώς πετύχατε το έργο σας;» και είπε «Οφείλω στους συνεργάτες μου». Άρα λοιπόν, και οι συνεργάτες κοντά στους ηγέτες έχουν μια αυξημένη ευθύνη και πρέπει να κατευθύνουν όσο γίνεται πιο λογικά και πιο σωστά τους ανθρώπους. Αυτό ήθελα έτσι να προσθέσω, μια που κάνεις αυτή την προσπάθεια και θέλεις μια σκέψη ενός ωριμότερου ανθρώπου. Να πω, έτσι, αυτές τις ιδέες μου. Όμως οι άνθρωποι έχουμε την ευθύνη της ζωής μας. Έχουμε νου, έχουμε γνώσεις, έχουμε ικανότητες λογικές, και πρέπει αυτόν τον νου και την λογική μας να τα αξιοποιούμε σωστά. Βέβαια υπάρχει και η άλλη έδρα, πέρα από το νου και τη λογική, η έδρα της καρδιάς, που είναι η έδρα των πλούσιων συναισθημάτων. Τα συναισθήματα είναι ευχάριστα αλλά όταν ξεφύγουν από το μέτρο, το υπέροχο μέτρο, το παν μέτρον άριστον που είπαν οι αρχαίοι, τότε τα συναισθήματα γίνονται πάθη. Οπότε αν ο άνθρωπος αφήνει τον εαυτό του να παρασύρεται σε παθολογικές καταστάσεις, τότε- είπα προηγουμένως- το πάθος οδηγεί στο λάθος. Γι’ αυτό να προσέχουμε και να εφαρμόζουμε το «παν μέτρον άριστον». Να μπορέσει, έτσι, ο άνθρωπος να κινείται κατά το δυνατόν μέσα στα πλαίσια της λογικής. Να χαίρεται και να απολαμβάνει τα [00:55:00]υπέροχα συναισθήματα! Η καρδιά είναι το άλλο εξαιρετικό κέντρο της ύπαρξής μας. Είναι η πηγή των συναισθημάτων. Και ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με την λογική, ζει και με το συναίσθημα. Γι’ αυτό είναι ευχάριστο να μπορεί με το συναίσθημά του να φτιάχνει τη ζωή του χαρούμενη. Γι’ αυτό είχαμε τις μούσες και τις λατρεύανε οι αρχαίοι. Μούσες για τον χορό, για τη ζωγραφική… Δηλαδή στρέφανε οι άνθρωποι τον όλο δυναμισμό τους στο να υπηρετήσουν το ωραίο, το όμορφο! Να δώσουν δηλαδή μια ευχάριστη νότα στη ζωή τους. Και αυτά τα αντλούσαν μέσα από την καρδιά τους, μέσα από τον πλούσιο συναισθηματισμό με τον οποίο είμαστε προικισμένοι. Νου έχουμε, λογική έχουμε, συναισθήματα έχουμε, ας τα αξιοποιούμε κατά τον καλύτερο τρόπο να ‘ναι η ζωή μας ευτυχισμένη! Οπότε και το πεφταστέρι θα μας ικανοποιεί όταν ζητούμε ευτυχία. Ξέρεις ποιο ήταν το δύσκολο τότε; Που ανέφερα για το πεφταστέρι… Πολλές φορές βλέπαμε τις λάμψεις αυτές, τις ακτίνες που έσκιζαν τότε τον ορίζοντα και δεν ήταν οι ακτίνες απ’ τα πεφταστέρια. Ήτανε το φως από τις φωτοβολίδες και από τα διάφορα άλλα πυρά που έριχναν και βομβάρδιζαν και σκότωναν. Αυτή είναι μια τραγική ακόμα εμπειρία που είχαμε τότε εμείς οι νεαροί του ’40 και μετά. Γιατί πραγματικά δεν ήταν το πεφτάστερο που έσκιζε τον ουρανό με τις δικές του ακτίνες, ήτανε οι φωτοβολίδες και οι άλλες βολίδες που ήταν θανατηφόρες και φονικές. Ήτανε οι τραγικές στιγμές, δυστυχώς την δεκαετία του ’40! Και αυτό το θυμόμαστε πολλές φορές και λέγαμε πόσο μας ξεγελούσαν τα διάφορα φαινόμενα. Ακόμα και την ομορφιά της φύσης, την φτιάχνανε θανατηφόρα. Ακόμα και τις φωτεινές εκείνες τις ακτινώσεις από το πεφτάστερο, τις μετέτρεπαν σε φωτοβολίδες και σε βολίδες, οι οποίες δεν είχαν παρά να σκοτώσουν τον κόσμο και όχι να τον φωτίσουν. Γι’ αυτό λέγαμε λοιπόν, να ‘ναι η ζωή μας φωτισμένη, ευλογημένη κατά το δυνατόν. Αλλά βέβαια, από τον άνθρωπο εξαρτάται το κάθε τι και το πώς θα οργανώσει τη ζωή του. Ιδιαίτερα τώρα, στις εποχές που δεν έχουμε πολέμους, που ζούμε σε ειρήνη, να εκτιμούμε την ειρήνη, τη γαλήνη και την ομορφιά της ζωής. Αυτά Φωτεινή μου.

Φ.Π.:

Ευχαριστώ πολύ!

Ν.Ν.:

Και αν θέλεις ακόμη κάτι, εδώ είμαι εγώ.

Φ.Π.:

Ευχαριστώ πολύ!