Απ' τις παράγκες του προσφυγικού συνοικισμού ως σήμερα: η ιστορία του Ταύρου μέσα από την αφήγηση μιας βιομηχανικής εργάτριας
Segment 1
Εισαγωγή
00:00:00 - 00:02:08
Partial Transcript
Πείτε μου το όνομά σας. Μαρία Αντωνιάδου. Και εγώ είμαι ο Μιχάλης Τσούτσας και είναι 5 Δεκέμβρη του 2019 και είμαστε στην περιοχή του Τα…ναστατωμένη. Ήμασταν έξι παιδιά με τη μαμά μου. Έξι παιδιά ήμασταν. Ε, καλή ζωή κάναμε. Άλλα, φύγανε απ’ την ζωή, άλλα είναι ακόμα ζωντανά.
Lead to transcriptSegment 2
Προσφυγική καταγωγή και εγκατάσταση
00:02:08 - 00:06:43
Partial Transcript
Οι γονείς σας από πού ήταν; Ήταν από εδώ; Οι γονείς μου ήταν από την Τουρκία. Ο μπαμπάς μου ήτανε Κωνσταντινουπολίτης και η μαμά μου από τη…ετά σιγά-σιγά έγιναν πολυκατοικίες; Μπράβο. Στο ίδιο σημείο που μένατε πριν. Ναι. Ωραία. Εσείς μένετε εδώ μέχρι περίπου την ηλικία…
Lead to transcriptSegment 3
Εργασία
00:06:43 - 00:09:27
Partial Transcript
Εγώ παντρεύτηκα το ‘58 και έμενα εδώ. Μετά πήγα στο Λόφο των Αξιωματικών και ξαναγύρισα το ‘74. Τα παιδιά μου, όμως, τα έκανα στο Λόφο. Λοι…ίχε ανάγκη, όπως και τώρα γίνεται, όποιος έχει ανάγκη θα πάει να βρει δουλειά. Εμείς έτυχε και μέναμε εδώ και ήτανε κοντά μας τα υφαντήρια.
Lead to transcriptSegment 4
Οι κάτοικοι του Ταύρου και των γύρω περιοχών
00:09:27 - 00:13:11
Partial Transcript
ΟΚ. Κι η περιοχή εδώ το ‘50 και αυτές τις δεκαετίες μετά πώς ήτανε, εκείνες τις δεκαετίες εδώ ο Ταύρος; Τι κόσμο είχε, δηλαδή; Καλό, καλό, …εν τα πουλάγανε, τα πετάγανε. Απαγορευόντουσαν. Και τα εντόσθια. Και τα τρώγαμε εμείς, γιατί βγαίναν αυτοί έξω οι σφαχτές και τα πουλάγανε.
Lead to transcriptSegment 5
Παιδικά χρόνια
00:13:11 - 00:15:27
Partial Transcript
Για πείτε μου μια καθημερινή ημέρα εκείνη την εποχή, ας πούμε. Α, ήταν ωραία η ημέρα. Όλη την ημέρα ως ανύπαντρη και μικρή που ήμουνα, εδώ …ονται. Όπως τώρα και στα άλλα κράτη τα υποανάπτυκτα, είδες πώς μεταφέρουν αρρώστιες. Έτσι ήταν και η Κατοχή. Αφού είχαμε κατοχή και πόλεμο.
Lead to transcriptSegment 6
Βιώματα από Κατοχή
00:15:27 - 00:26:26
Partial Transcript
Ναι. Θέλετε να μου περιγράψετε λίγο αν θυμάστε πώς ήταν εκείνη η εποχή; Πολύ ωραία. Εμείς παίζαμε εδώ. Είχε μία αλάνα. Είχαμε νερό κοινοτικ…υτεί. Εμείς δεν είχαμε αυτό το πράγμα. Ήτανε... Ήρεμη ζωή. Κει τον άλλον τον είχες και σου έπνεε εμπιστοσύνη. Τώρα τον φοβάσαι τον άλλον.
Lead to transcriptSegment 7
Προσφυγική συνοικία
00:26:26 - 00:29:21
Partial Transcript
Μιλάγαν πολύ τούρκικα τότε στο συνοικισμό; Ναι, ναι. Οι γέροι που ήρθαν δεν ξέραν ελληνικά. Κι εμείς τα μάθαμε. Εγώ ξέρω τούρκικα και βλέπω…. Κάτσανε τρία χρόνια, που είπαν να τους δώσουνε χωράφια και δεν θέλαν οι δικοί μας. Και ήρθανε εδώ. Καταπατήσανε και από τότε εδώ μείναμε.
Lead to transcriptSegment 8
Μετά τον πόλεμο και εργασία
00:29:21 - 00:35:19
Partial Transcript
Ε, μετά μου είπατε παντρευτήκατε και μετά χωρίσατε και ήρθατε— Στη μάνα μου. Πώς ήτανε να είσαστε χωρισμένη εκείνη την εποχή; Ε, πήρα τα …ήρεμα κάπου την βρίσκεις την άκρια. Έτσι και δεν είχα πρόβλημα πουθενά, ούτε στα υφαντήρια που ήμουνα μικρή, ούτε μετά στη χαρτοβιομηχανία.
Lead to transcriptSegment 9
Ο συνοικισμός και οι γύρω περιοχές
00:35:19 - 00:40:52
Partial Transcript
Τίποτα άλλο που θυμάστε απ’ όλα αυτά τα χρόνια; Μετά το ’80 πώς ήταν οι δεκαετίες, του’80, ‘90; Μετά παντρεύτηκε η κόρη μου, 19, 20, η μεγά…ρήσκευμα. Εμείς δεν είμαστε Τούρκοι. Ναι, όχι. Το λέω με ποιο κριτήριο… Όχι, όχι. Με τα δικαιολογητικά, πότε ήρθες και γιατί ήρθες. Αυτά.
Lead to transcriptSegment 10
Βιομηχανία στον Ταύρο
00:40:52 - 00:42:53
Partial Transcript
Άλλα πράγματα που θυμάστε μετά, ας πούμε, εδώ από την περιοχή; Πότε έγινε η αλλαδή κάτω στις βιομηχανίες, που φύγανε πολλές και σταματήσανε … άνθρωπος να δουλέψει. Και ο Ηλεκτρικός πότε ξεκίνησε να είναι έτσι όπως είναι τώρα; Εγώ τον θυμάμαι να λειτουργεί. Κανονικά, από πάντα.
Lead to transcriptSegment 11
Εργασία από παιδί
00:42:53 - 00:44:42
Partial Transcript
11 χρονών έπιασα δουλειά, 10, μέσα στα 11, απέναντι απ’ το σταθμό. Ήτανε που κάναν παπούτσια πάνινα. Και μου λέει: «Είσαι πολύ μικρό». Λέω: …ις». Λέω ‘γω: «Θα σε πάρει κι εσένα η μπόρα άμα το μάθει ο μπαμπάς». «Δεν θα το μάθει» μου λέει. Και έτσι δουλεύαμε με την αδερφή μου μαζί.
Lead to transcriptSegment 12
Μετέπειτα ζωή και συνταξιοδότηση
00:44:42 - 00:46:59
Partial Transcript
Και με τα χρόνια, δηλαδή, τι επάγγελμα έκανε η αδερφή σας; Συνέχισε εκεί να δουλεύει στη βιομηχανία ή έφυγε από ‘κει; Όχι. Έφυγε. Μετά παντ…! Και τον ψήφισα και δυο φορές, πού να τον εμουτζώσω; Δυο φόρες τον ψήφισα. Μου κόψε… δυόμιση κατοστάρικα έπαιρνα. 699 και μου το πήγε 459.
Lead to transcriptSegment 13
Οικονομικές απολαβές και οικονομική κρίση
00:46:59 - 00:51:11
Partial Transcript
Όσο δουλεύατε στη διάρκεια της εργασίας λέω, μέχρι να βγείτε στην σύνταξη, από το ’47, ας πούμε, που μου ‘πατε ότι πιάσατε δουλειά, ότι παίρ…: «Α, δεν παντρεύομαι». «Ρε δεν σου ‘πα να παντρευτείς». Κατάλαβα, ναι. Σε ό,τι τομέα ζητάς. Ακόμα στην υγεία να έχουμε καλή τύχη να λέμε.
Lead to transcript[00:00:00]Πείτε μου το όνομά σας.
Μαρία Αντωνιάδου.
Και εγώ είμαι ο Μιχάλης Τσούτσας και είναι 5 Δεκέμβρη του 2019 και είμαστε στην περιοχή του Ταύρου.
Ωραία.
Θέλετε να μου πείτε λίγα πράγματα για εσάς; Πού μεγαλώσατε;
Εγώ μεγάλωσα στον Ταύρο μέχρι 14 χρονώ. Παντρεύτηκα στο Αιγάλεω, στο Λόφο Αξιωματικών. Έχω τρία παιδιά, τρεις κόρες. Είναι παντρεμένες. Έχω έξι εγγόνια και τέσσερα δισέγγονα. Είμαι μεγάλη γυναίκα. Είμαστε ανθρώποι της Κατοχής.
Πότε γεννηθήκατε, ποια χρονιά;
Γεννήθηκα το 1937, 10 Ιανουαρίου. Και γύρισα ξανά στον Ταύρο. Αφού χώρισα ξαναγύρισα στον Ταύρο. Μέναμε με τη μαμά μου, τον αδερφό μου και τα παιδιά μου, ώσπου τα παιδιά μου παντρευτήκανε. Η μαμά μου με τον αδερφό μου πεθάνανε και τώρα μένω μόνη μου.
Θέλετε να μου πείτε πως ήταν όταν ήσασταν μικρή, με την Κατοχή;
Με την Κατοχή περάσαμε δύσκολα χρόνια, αλλά και ωραία, γιατί μεγαλώσαμε στις αλάνες. Δεν είχαμε αυτήν την πολυτέλεια που έχουν τώρα όλα τα παιδιά και τα έχουν όλα στο πιάτο. Κοίτα, όλους τους γνωρίσαμε. Γερμανούς περάσαμε. Είδαμε τους σκοτωμούς, είδαμε τον κόσμο που τον μετέφεραν σκοτωμένο, πεινασμένο μες στον δρόμο. Ήτανε άσχημα, αλλά και καλά χρόνια από τώρα. Τώρα, δόξα τω Θεώ, γεράσαμε. Ήρθανε λίγο αργά η ήρεμη ζωή. Τότε ήταν η ζωή μας αναστατωμένη. Ήμασταν έξι παιδιά με τη μαμά μου. Έξι παιδιά ήμασταν. Ε, καλή ζωή κάναμε. Άλλα, φύγανε απ’ την ζωή, άλλα είναι ακόμα ζωντανά.
Οι γονείς σας από πού ήταν; Ήταν από εδώ;
Οι γονείς μου ήταν από την Τουρκία. Ο μπαμπάς μου ήτανε Κωνσταντινουπολίτης και η μαμά μου από την Αττάλεια. Ήρθανε με το διωγμό. Ήρθανε, περάσανε άσχημα χρόνια, γιατί ήρθανε πρόσφυγες. Δεν βρίσκανε δουλειά. Η μαμά μου ήτανε και μικρή όταν ήρθε. Ήτανε μόνον 8 χρονών. Ο μπαμπάς μου ήταν λίγο πιο μεγάλος. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια. Ο πατέρας μου ήτανε μορφωμένος, αλλά δεν έβρισκε δουλειά καθόλου. Η μαμά μου αγράμματη τελείως. Έκανε δέκα παιδιά και ζήσαμε τα έξι, γιατί είχε πολύ ανέχεια, αρρώστιες και δεν είχαμε πού την κεφαλή κλίνει. Περάσαμε την κατοχή, μετά τους πολέμους. Τώρα, δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά, αλλά είμαστε μεγάλοι άνθρωποι.
Μέναν εδώ πάντα, στον Ταύρο, ή μέναν και αλλού όταν ήρθανε;
Όταν ήρθανε το καράβι τούς έβγαλε στον Πύργο της Ηλείας. Εκεί μένανε σε σκηνές. Μετά τους έδωσε… Εκεί που κάνουν τα τσιγάρα… πώς το λένε; Αυτός τούς έδωσε τις αποθήκες του.
Ο Παπαστράτος;
Ναι. Στον Πύργο της Ηλείας τούς έδωσε τις αποθήκες και έμειναν εκεί λίγα χρόνια. Μετά είπανε, ας πούμε: «Να σας δώσουμε σπίτια, χωράφια». Αλλά, οι δικοί μου δεν ξέραν από χωράφια και τέτοια. Η μαμά μου, βέβαια, έμενε με τους θείους της, γιατί είχανε πεθάνει στην Τουρκία οι γονείς της και οι θείοι της δεν ήθελαν να μείνουν εκεί. Θέλαν να τους δώσουν χωράφια με σπίτια. Δεν θέλανε. Ήρθανε εδώ στην Αθήνα. Μετά καταπατήσανε αυτά τα οικόπεδα που ήτανε παλιά οι παράγκες μέχρι το ‘62, ‘63 που μας δώσαν αυτά τα σπίτια. Και ήρθαν εδώ πέρα, Και ο μπαμπάς μου εδώ πέθανε και η μαμά μου. Είχανε μείνει για ένα διάστημα σε εμάς, στο Λόφο Αξιωματικών. Μετά ξαναγυρίσαν εδώ. Τους τα είχανε δώσει το κράτος τα σπίτια σαν πρόσφυγες.
Τον πρώτο καιρό, δηλαδή, μένανε σε παράγκες εδώ στην ίδια περιοχή;
Εδώ μένανε. Ήτανε παράγκες. Και ήταν κάτι περιβόλια και είχαν επαναστατήσει οι ιδιοκτήτες, οι άνθρωποι. Και ο καθένας θέλει την περιουσία του. Τα θέλανε και μετά, ας πούμε, τα πλήρωσε το κράτος. Τι έγινε δεν ξέρω. Και τα καταπατήσαμε εμείς και έτσι…
Απαλλοτριώθηκαν από το κράτος, δηλαδή, για τους πρόσφυγες.
Μας τα έδωσε, ναι. Τα έκτισε το κράτος και μας τα έδωσε.
Οι πρώτες εργατικές θυμάστε πότε χτιστήκανε;
[00:05:00]Νομίζω το ‘60 ή ‘62 είναι. Τότε. Οι πρώτες ήμασταν εμείς εδώ, για αυτό δεν έχουμε ασανσέρ. Δεν έχουμε τίποτα. Οι πιο κάτω που είναι στην Παναΐτσα και μετά γίνανε πιο μετά, για αυτό τους κάνανε λίγο πιο... Εμάς είναι τετραώροφα. Εκεινούς είναι δεκαώροφα, αλλά έχουνε οι πολυκατοικίες καλοριφέρ. Ήτανε πιο εξευγενισμένα, ενώ εμάς ήτανε φτωχικά, ένα σπίτι που μπήκαμε μέσα.
Ήτανε τα πρώτα, δηλαδή, για αυτό.
Ναι. Ήτανε τα πρώτα. Μπράβο, ναι. Μετά, ας πούμε, εμείς μέναμε ακόμα στο συνοικισμό και απέναντι ήτανε οι φυλακές του Συγγρού, εκεί που είναι η Αγία Σοφία. Ε, το σκάσανε μερικοί φυλακωμένοι. Πήγαμε και εμείς που μέναμε στις παράγκες και πήγαμε πήραμε πόρτες, γιατί σου λέω, ήταν τα σπίτια μας πλινθόκτιστα. Πήραμε τις πόρτες, κάναμε και άλλα δωματιάκια. Είχαμε και τότε δύο δωμάτια, ένα πάνω, ένα κάτω και ένα δίπλα. Ο πατέρας μου ήτανε… Ο πατέρας μου είχε άλογο. Αφού είπαμε δεν έβρισκε δουλειά, ήταν μορφωμένος και έκανε μεταφορές με κάρο. Και μέναμε εκεί. Για αυτό το είχαμε το άλλο δωμάτιο. Έμενε το άλογο και στα δύο μέναμε εμείς τα παιδιά επάνω και η μαμά μου με το μπαμπά μου κάτω. Αλλά, γρήγορα πεθάναν τα άλλα παιδιά και είχαμε μείνει τρία, τέσσερα μάλλον.
Τα σπίτια αυτά ήταν ας πούμε πλινθόκτιστες παράγκες που μετά σιγά-σιγά έγιναν πολυκατοικίες;
Μπράβο.
Στο ίδιο σημείο που μένατε πριν.
Ναι.
Ωραία. Εσείς μένετε εδώ μέχρι περίπου την ηλικία…
Εγώ παντρεύτηκα το ‘58 και έμενα εδώ. Μετά πήγα στο Λόφο των Αξιωματικών και ξαναγύρισα το ‘74. Τα παιδιά μου, όμως, τα έκανα στο Λόφο.
Λοιπόν, και μετά εδώ πέρα όταν παντρευτήκατε δουλεύατε; Ή ασχολούσασταν με τα οικιακά;
Όχι, όχι, όχι. Δούλευα στα υφαντήρια. Εσύ δεν θα το ξέρεις γιατί αυτή είναι παλιά, που είναι στην Πειραιώς.
Το έχω δει το κτήριο, κλωστοϋφαντουργία… Στην Ελαΐς απέναντι.
Μπράβο, που γκρεμίστηκε. Εκεί δούλεψα πέντε χρόνια. Μετά από εκεί, όταν παντρεύτηκα έμεινα έγκυος και έναν χρόνο δούλεψα ακόμα, μέχρι το ‘59. Σταμάτησα από ‘κεί και πέρα και μετά που χώρισα το ‘74 ήρθα εδώ στη μαμά μου. Και ξαναέπιασα δουλειά σε μια χαρτοβιομηχανία.
Πώς ήταν να είσαι, να είναι εργαζόμενη μια γυναίκα εκείνη την εποχή; Πώς της φέρονταν;
Ε, όσο να ‘ναι σε βλέπουνε πάντα χαμηλά. Καλά ήτανε, τίμια ήτανε. Δεν είχαμε εμείς τέτοια πράγματα όπως ακούμε τώρα στην τηλεόραση. Ήσυχα, τίμια ήτανε. Δουλεύαμε. Φτώχεια. Τίποτα άλλο δεν είχαμε.
Τα μεροκάματα;
Ε, άμα σου δείξω τα ένσημα —μου τα επιστρέψανε—, που δούλευα από το ’47, που δούλευα από μικρό παιδί. Έντεκα χρονώ δούλευα. Και έχω τα ένσημά μου. Και πήγα τώρα τη σύνταξη που την πήρα, μου λέει: «Αυτά δεν τα χρειαζόμαστε», λέει, «τα παλιά». Μας τα φάγανε κιόλας που δουλεύαμε χωρίς ένσημα.
Πόσο κόσμο είχε περίπου ένα εργοστάσιο εκείνη την εποχή;
Και χίλια πεντακόσια άτομα. Ήταν μεγάλο.
Τόσο πολύ, ε;
Ναι. Ήτανε μια εταιρία Nelson, που έκανε… Μάλλον Γαλλία, Αγγλία, δεν ξέρω. Έκανε τις κλωστές και πηγαίναν έξω και έδινε και εδώ, αλλά πιο πολύ είχε, νομίζω, εξαγωγή. Γιατί, όταν σχολάγαμε —ήμασταν τρεις βάρδιες 06:00-14:00, 14:00-22:00. Και το βράδυ δουλεύαν μερικοί. Και όταν σχολάγαμε γέμιζε όλη η Πειραιώς. Μέχρι κάτω την Αθήνα γέμιζε.
Οι περισσότεροι μένατε εδώ;
Όχι. Είχε κι από μακριά. Όποιος είχε ανάγκη, όπως και τώρα γίνεται, όποιος έχει ανάγκη θα πάει να βρει δουλειά. Εμείς έτυχε και μέναμε εδώ και ήτανε κοντά μας τα υφαντήρια.
ΟΚ. Κι η περιοχή εδώ το ‘50 και αυτές τις δεκαετίες μετά πώς ήτανε, εκείνες τις δεκαετίες εδώ ο Ταύρος; Τι κόσμο είχε, δηλαδή;
Καλό, καλό, ήσυχο. Προσφυγόκοσμος όλος ήτανε και ήταν ήσυχα. Δεν είχαμε προβλήματα.
Οι τσιγγάνοι, οι Ρομά πού ήτανε;
Αυτοί ήτανε… Στις Τρεις Γέφυρες μένανε, τις ξέρεις.
Ναι, ναι.
Εκεί που είναι τώρα μια… Δεν ξέρω πόσες έχουνε μείνει. Εκεί [00:10:00]μένανε. Όχι, δεν μας πειράζαν οι άνθρωποι. Επειδή και εμείς ήμασταν, οι γονείς ήτανε πρόσφυγοι, ενωνόμασταν. Πιστεύαμε ο ένας στον άλλον και τη φτώχεια του αλλουνού και έτσι δεν είχαμε τίποτα διαφορές. Ούτε αυτά τα ρεζιλίκια που ακούς τώρα, να χιμάνε οι πατεράδες στα παιδιά, τα παιδιά… Τέλος πάντων, Σόδομα και Γόμορρα που λέει και η Σαπφώ Νοταρά.
Η Χαμοστέρνας πότε…
Πότε έγινε; Ήτανε ποτάμι η Χαμοστέρνας. Πηγαίναμε, κατεβαίναμε από κάτω και μετά την κλείσανε. Δεν θυμάμαι μάλλον πότε ακριβώς έγινε, αλλά το ποτάμι το θυμάμαι. Πρέπει να γινε προτού το ’50. Δεν θυμάμαι καλά-καλά. Αλλά, όμως περνάγαμε μέσα από το ποτάμι και πηγαίναμε απέναντι.
Εκεί πέρα είχε κόσμο που έμενε;
Είχε, είχε κοντά. Πάντως, εδώ ο Ταύρος ήτανε με κόσμο από… που ήρθαν από την Τουρκία.
Μικρασιάτες και Πόντιοι.
Μικρασιάτες, Μικρασιάτες όλοι. Πόντιοι... Κι οι Πόντιοι στην Τουρκία ήτανε.
Και τι διαφορές είχε από πάνω από τις γραμμές με κάτω από τις γραμμές η περιοχή; Μπορείτε να μου πείτε;
Τα παλιά χρόνια λεγότανε εδώ πέρα Σφαγεία, Νέα Σφαγεία. Και μετά όταν τα πήραν τα σφαγεία και τα πήγαν στο Κουκάκι τα είπανε Ταύρος, Κάτω Πετράλωνα, όπως λέει και το λεωφορείο μας, Ταύρο και Κάτω Πετράλωνα. Δεν είχαμε διαφορές. Εγώ δεν θυμάμαι, τουλάχιστον, να ‘χαμε διαφορές οι περιοχές. Εκείνοι όλος, ο Ασύρματος και τα Άνω Πετράλωνα, ήταν όλο πρόσφυγοι.
Η πρώτη εργατική πού φτιάχτηκε; Φτιάχτηκε εδώ ή στα Πετράλωνα;
Εγώ θυμάμαι εμάς. Τώρα, αν είχε φτιαχτεί κι εκεί δεν ξέρω να σου πω με εγγύηση. Ναι, δεν ξέρω με εγγύηση να σου πω.
Και η γειτονία των Πετραλώνων εσείς είχατε πάει καθόλου; Την θυμάστε;
Πολλές φορές. Κάθε Καθαρά Δευτέρα πηγαίναμε απάνω στο βουνό, στου Φιλοπάππου, και κάναμε Καθαρά Δευτέρα —την Κυριακή και πηγαίναμε και την Δευτέρα πάλι. Με τη φασολάδα μας, με τα ντολμαδάκια —χωρίς κιμά, γιατί δεν υπήρχε κιμάς. Είχαμε τα σφαγεία που ήταν πολύ ωραία. Σφάζανε τότε και μερικοί σφάχτες ήταν και λίγο κλέφτες. Δεν επιτρέπανε και τα συκώτια και τα αυτά. Ήθελαν οι γιατροί να τα πετάνε, επειδή μετέφεραν πολλά. Και αυτοί πιάναν και τα βάζαν στον κόρφο κι ερχόντανε σε εμάς στο συνοικισμό και μας τα πουλάγανε φθηνά και έτσι τρώγαμε λίγο κρέας. Κάτι μάγουλα απ’ τα μοσχάρια, τις γλώσσες τους, αυτά δεν τα βάζανε οι γιατροί. Τώρα τα πουλάνε. Τότε δεν τα πουλάγανε, τα πετάγανε. Απαγορευόντουσαν. Και τα εντόσθια. Και τα τρώγαμε εμείς, γιατί βγαίναν αυτοί έξω οι σφαχτές και τα πουλάγανε.
Για πείτε μου μια καθημερινή ημέρα εκείνη την εποχή, ας πούμε.
Α, ήταν ωραία η ημέρα. Όλη την ημέρα ως ανύπαντρη και μικρή που ήμουνα, εδώ είχαμε πολλές αλάνες και διασκεδάζαμε. Πολύ καυγάς γινότανε, μεταξύ τους οι γυναίκες, οι άντρες, αλλά σε ένα λεπτό ήτανε πάλι όλοι ίδια. Σαν τους γύφτους, πώς μαλώνουνε τη μια στιγμή και την άλλη… Και πηγαίναμε εμείς και κάναμε χάζι; Κάνανε πολλές βαφτίσεις στα σπίτια, κάνανε και γάμους πολλές φορές. Και μια φορά πλακωθήκαν σε ένα σπίτι κάτι δικοί μας εκεί, γιατί ήθελε ο παππούς να βγάλει το ένα όνομα, ο νονός ήθελε απ’ το άλλο. Και εκεί πλακωθήκαν μέσα στη βάφτιση. Αυτές ήτανε οι καθημερινές μας ασχόλιες.
Σχολείο;
Τετάρτη. Πήγα. Εδώ στα Γερμανικά είχαμε. Μετά κάναν οι Γερμανοί τις παράγκες.
Οι Γερμανοί τις έφτιαξαν τις παράγκες;
Ναι, τότε. Για αυτό λεγόταν… Κάτω μετά απ’ την Πειραιώς λεγόταν Γερμανικά, επειδή οι Γερμανοί είχανε κάνει. Αλλά, μία άφησε το καντήλι με ένα κεράκι και άρπαξε μια παράγκα, —γιατί, είχανε κάνει παράγκες πολύ ωραίες. Και εγώ σε αυτό πήγαινα σχολείο. Πολλές, όμως, ήταν. Εκεί μέναν οι Σμυρνιές, απ’ τη Σμύρνη που είχαν έρθει. Και αρπαέι φωτιά μια παράγκα—
Και κάηκε όλος ο συνοικισμός.
Όλα.
Είχε νεκρούς, είχε θύματα ή γλιτώσαν οι άνθρωποι;
Όχι, οι άνθρωποι γλιτώσαν γιατί νομίζω έγινε απόγευμα και ευτυχώς. Ε, τότε δεν είχε και αυτή τη ζωή, που βγαίνουν έξω και έρχονται το πρωί και οι γονείς και τα παιδιά και όλα. Και είχαμε ένα μεγάλο σχολείο που πηγαίναμε όλα τα παιδιά. Εγώ θυμάμαι [00:15:00]και το διευθυντή μας, τον κύριο Δημητρό. Ήτανε πολύ αυστηρός, αλλά πάρα πολύ καλός δάσκαλος. Και είχαμε και ένα σχολείο τραχωματικό, γιατί τότε από τις ανέχειες και απ’ τις αρρώστιες, είδες, πολλά μεταδίδονται. Όπως τώρα και στα άλλα κράτη τα υποανάπτυκτα, είδες πώς μεταφέρουν αρρώστιες. Έτσι ήταν και η Κατοχή. Αφού είχαμε κατοχή και πόλεμο.
Ναι. Θέλετε να μου περιγράψετε λίγο αν θυμάστε πώς ήταν εκείνη η εποχή;
Πολύ ωραία. Εμείς παίζαμε εδώ. Είχε μία αλάνα. Είχαμε νερό κοινοτικό, που είχε ένανε. Το είχε αναλάβει. Το άνοιγε και το ‘κλεινε. Και εκεί παίζαμε εμείς σαν παιδιά. Έρχονται οι Γερμανοί τότε, η Γκεστάπο. Και ήτανε ένα καφενείο. Πώς το λέγανε; Δεν το θυμάμαι τώρα… Χαλκιάς. Αυτός είχε μαγειρείο και ερχόντουσαν όλοι οι σφάχτες και τρώγανε κάθε μεσημέρι. Κι οι Γερμανοί μόλις το μάθανε… Έρχεται ένας Γερμανός, της αδελφής μου, του νονού της φίλος, που ήταν μέσα. Πολύ καλός και ήξερε και ελληνικά. Και του λέει: «Μην πας να φάτε», λέει, «και πες και στους άλλους», λέει. Μην πάτε να φάτε σήμερα. Θα έρθει η Γκεστάπο το μεσημέρι». Εμείς, όμως, τα παιδιά παίζαμε έξω στην αλάνα. Έξω απ’ το καφενείο είχε μια τεράστια αλάνα και αφού παίζαμε έρχεται η Γκεστάπο. Αυτός δεν πήγε, της αδερφής μου. Το είπε και σε έναν άλλον που μένει η γυναίκα του πίσω από εμάς. Του λέει: «Μην πας σήμερα, Θοδωρή», του λέει, «γιατί θα ‘ρθει η Γκεστάπο και θα…». Και λέει αυτός: «Άντε μωρέ, λόγια είναι». «Εγώ δεν θα ‘ρθω», του λέει. Εκείνος δεν ήρθε και έζησε. Αυτός που πήγε έτρωγε φασολάδα και έμεινε με το ψωμί στο στόμα. Εμείς μόλις ήρθε η Γκεστάπο μάς κάνει «Φύγετε! Φύγετε!» —γιατί εμείς πού ξέραμε γερμανικά;— με το όπλο. Και εμείς τραβηχτήκαμε, πήγαμε στα σπίτια μας, φοβηθήκαμε. Και γυρίσανε. Μπαίνουνε μέσα στην ταβέρνα και την κάνανε κόσκινο. Αυτός, όμως, είχε ένα παιδί που είχε πάει. Έχει τέσσερα αγόρια. Τα τρία ζουν και αυτός ζούσε. Και ήταν το καημένο… Μόλις ακούει τον πυροβολισμό, σταματάνε και τον αρπάνε και το πετάνε έξω το παιδί. Δεν θέλανε το παιδί να το σκοτώσουνε. Αλλά, όσοι ήτανε —γεμάτο το καφενείο— «φύγανε» όλοι. Και τώρα του ‘χουνε κάνει μνημείο εδώ πιο κάτω, του Χαλκιά. Δεν ξέρω αν το έχεις δει.
Δεν το έχω δει.
Είναι όπως είναι ο δρόμος, όπως είναι το σιντριβάνι, απέναντι. Γράφει και τα ονόματα.
Δεν το έχω δει, όχι.
Εμείς φύγαμε. Μετά της αδελφής μου του νονού της η αδελφή φώναζε: «Φτάνει! Φτάνει!». Είχαμε συνοικισμό και σοκάκια. «Φτάνει! Φτάνει!». Και γυρίζουνε και πυροβολάγαν στη γειτονιά μας. Και πιάνει μια άλλη. Μόλις βλέπει το όπλο μπαίνει μέσα αυτή. Και μια άλλη βγαίνει να δει και της μπαίνει μια σφαίρα από ‘δώ και βγαίνει απ’ το άλλο γόνατο. Αυτά θυμάμαι. Καλά, ήταν πείνες πολλές. Πηγαίναμε στα περιβόλια και τρώγαμε παραπούλες, καρότα, μελιτζάνες. Αυτά φρέσκα. Τα βγάζαμε από τη γη, τα σκουπίζαμε και τα τρώγαμε με όλες τις ουσίες, χώμα και όλα.
Εντάξει. Εκείνη την εποχή είχε… Θέλω να πω υπήρχαν άρρωστοι άνθρωποι, νεκροί από την πείνα;
Αμέ, πάρα πολλοί. Και εμάς στη γειτονιά μας δύο πεθάνανε φυματικοί, από την πείνα και αυτά. Εμάς η μαμά μου έχασε δύο παιδιά, για αυτό σου λέω ότι «φύγανε»: έναν Γιάννη και μια Ελενίτσα. Γιατί, τον πήραν και πήγαμε στο Μαρτίνο. Μας πήρε η μάνα μου όπως ήμασταν. Λέει: «Να πάμε να βρούμε να φάμε, να ταΐσω τα παιδιά μου». Και εκεί ήπιανε από το ποτάμι νερό. Και πάθαν ελονοσία και πεθάναν τα παιδάκια, ένα αγόρι, ένα κορίτσι.
Στις φυλακές Συγγρού τι κρατούμενους είχε;
Διάφορους. Και πολιτικούς και κλέφτες και αυτά, όπως είναι τώρα όλες οι φυλακές. Και ήταν ένα πράγμα… Έμπαινες μέσα όπως μπαίνεις στη Σιβιτανίδειο. Έχω ξαναμπεί. Τότε μπήκαμε, που πηγαίναμε και μας δίνανε φαγιά όποιοι ερχόντουσαν. Πηγαίναν Γερμανοί. είχαν έρθει κάτι Ινδοί, θυμάμαι, και είχαμε πάει στη Σιβιτανίδειο που τα ‘χανε καταπατήσει —πώς το λένε;— επικυρώσει. Τώρα τα ξεχνάω και μερικές φορές. Και είχαν έρθει και πηγαίναμε και μας δίναν εκεί. Και είδαμε που είναι μέσα είναι [00:20:00]η Σιβιτανίδειο. Κάτω τα υπόγειά της χάνεσαι. Έτσι ήτανε και εδώ. Λαβύρινθος. Επίτηδες τα χανε κάνει, να μην φεύγουνε. Αλλά, εκείνοι... Και το σκάσανε εκείνοι και επωφεληθήκαμε εμείς.
Πόσο μεγάλες ήτανε οι φυλακές; Ήτανε μεγάλες;
Ναι, ναι. Μεγάλες. Μεγάλες ήτανε. Όπως βλέπεις απέναντι πολυκατοικίες, όλο μέχρι πέρα το σχολείο το 3ο ήταν όλο… φυλακές ήτανε. Ναι, ναι, ναι.
Πόσο κόσμο είχε, δηλαδή, περίπου, αν φαντάζεστε… Πόσο είχε;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Πολύς πάντως σίγουρα.
Πάρα πολύ κόσμος, για να είναι τόσες φυλακές. Και δεν είχαμε τον Κορυδαλλό. Δεν θυμάμαι να ήτανε. Δεν ξέρω. Αλλά, εδώ ήταν πάρα πολλοί. Αφού μετά μας φάγανε. Γυρίζαν κάθε μέρα στα σπίτια. Μας ψάχναν μήπως είναι κρυμμένοι, τέλος πάντων.
Ποιοι είχαν φύγει από ‘κεί; Θυμάστε ποιοι είχαν φύγει από ‘κει και ψάχναν τα σπίτια;
Δε ξέρω, δεν ξέρω.
Ε, τι ήθελα να ρωτήσω τώρα… Οι φυλακές πότε κλείσαν, περίπου ποια δεκαετία, και έγινε το δημοτικό;
Α.Μ Ωω, ήμουνα μικρή εγώ τότε, τότε που κλείσανε.
Μετά το ’40, ας πούμε;
Ναι, ναι, ναι. Όχι πολύ μετά. Μπορεί εκεί, ‘41-’42, μπορεί και ’40. Δεν θυμάμαι καλά τώρα, σου λέω. Είναι τόσα χρόνια.
Όχι, απλά ρωτάω αν θυμάστε περίπου.
Ναι, ναι.
Και μετά η περιοχή πώς άλλαξε; Ας μου πείτε, από το ‘60 και μετά. Στα χρόνια του Εμφυλίου ήσασταν εδώ εσείς;
Εδώ ήμασταν. Μας δώσαν τα σπίτια, μας γκρεμίσαν τα άλλα. Ναι, τις παράγκες, γιατί ήταν μέχρι την Πειραιώς. Εμάς το σπίτι μας ήτανε ακριβώς στην Παναΐτσα, απέναντι. Η Παναΐτσα ήταν παράγκα και μετά την χτίσαν και μέναμε εκεί κοντά. Ε, μετά ήρθαμε εδώ, ας πούμε. Σε όποιον έτυχε… Με κλήρο τα δίναν τα σπίτια, για να μην έχεις εσύ παράπονο ότι σε πέταξε στον τέταρτο και εμένα κάτω στο ισόγειο. Ήμασταν όλοι ήσυχα, καλά. Δουλεύαμε. Φτώχεια πολλή, φτώχεια πολλή. Μετά πήρε λίγο απάνω της η Ελλάδα, αλλά μας τα κάνανε μετά…
Ωραία. Τα χρόνια αυτά μετά την Κατοχή, ο Εμφύλιος κτλ., εδώ είχε περιστατικά που ήτανε μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο;
Όχι. Εμείς... Εμείς στο συνοικισμό είχαμε άλλα μυαλά. Δεν είναι σαν τα τωρινά παιδιά. Εμείς είχαμε το να πάμε να παίξουμε, να δούμε τι θα πάμε να βρούμε να φέρουμε στο σπίτι. Πηγαίνανε Γερμανοί, Ιταλοί. Και θυμάμαι τότε που τους φέρναν τους Ιταλούς και τους περάσανε από την Πειραιώς και τους φέρανε από εδώ και τους πήγανε στο Φάληρο όπου τους πνίξανε. Και το θυμάμαι αυτό σαν να ‘ναι τώρα, γιατί όλος ο συνοικισμός βγήκε μέσα στον δρόμο και τους κοιτάγαμε. Και ο ένας ο καημένος μου έδωσε ένα… Ήμουνα μικρό, να ‘μουνα 4, 5 χρονών. Και μου δίνει ένα… που είχε ένα χεράκι μωρέ, που βάζανε νερό και πίνανε. Αλουμινένιο. Και το είχα μέχρι πότε… Μετά τι έγινε δεν ξέρω. Έφυγα από το Λόφο. Τα πράγματά μου πάνε. Αυτά θυμάμαι. Αλλά, είχαμε ήσυχη ζωή.
Τους είδατε, δηλαδή. Τα κατοχικά τα στρατεύματα.
Βέβαια, βέβαια. Όλα αυτά τα είδαμε. Όλα. Είναι βιβλία αυτά γραμμένα.
Πού ήτανε στρατοπεδευμένοι αυτοί εδώ στον Ταύρο; Πού είχανε στρατόπεδο;
Νομίζω στο Ρουφ. Ναι, στο Ρουφ.
Και οι βιομηχανίες δουλεύανε παράλληλα, όταν ήταν αυτοί εδώ πέρα;
Ναι. Εμείς δουλεύαμε. Εγώ όχι, ήμουνα μικρή. Όχι. Δεν είχε πολλές βιομηχανίες, γιατί η μαμά μου δούλευε στα περιβόλια.
Α, ήταν αγροτικές οι δουλειές τότε ακόμα.
Ύστερα άφησε τα περιβόλια και πήγε και έκοβε κεραμίδια σε —πώς το λένε;
Κεραμοποιεία.
Ναι, σε κεραμοποιεία, που δούλευε στου… Τσιρδίμα, Τριδήμα —πώς τον λέγανε;— κάτω στην… όπως είναι η Πέτρου Ράλλη, αυτός ο δρόμος;
Στον Ελαιώνα που λένε.
Ναι, ναι, μπράβο. Εκεί ακριβώς. Ε, ‘κει δούλευε πολλά χρόνια. Έκανε και παιδιά, ας πούμε. Αλλά, είχαμε μια πολύ καλή… Γιατί, [00:25:00]σου λέω ήταν ωραίος ο συνοικισμός. Είχαμε μια γριά η οποία ήταν από τα μέρη μας πάλι. Αυτή είχε τρία παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι, της αδερφής μου το νονό που λέω. Και επειδή έμενε σπίτι και είχε τα εγγόνια της, έβγαινε έξω και δεν ήξερε ελληνικά και μας έλεγε: «Έλα, γκιάλιν, γκιάλιν». Μας έκανε έτσι. Είχε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι και είχε και παγκάκια και μάζευε όλου του συνοικισμού τα παιδιά και μας τάιζε. Ό,τι είχε… Είχε… Δεν ξέρω πού τα είχε αυτή η γυναίκα. Είδες που λέει που άμα δίνεις σου έρχονται; Μα φασόλια, μα φακές νερόβραστα όπως, όπως. Και μας τάιζε. Και μετά είχε ένα βαρέλι μεγάλο και είχε φέρει και ένα… Απ’ την Τουρκία το είχε φέρει, γιατί ήταν μεγάλη γυναίκα. Δεν ήξερε καθόλου ελληνικά. Και όποιος έτρωγε: «Άντε τώρα», μας έλεγε, «σπίτια σας». Και όποιος ήθελε άνοιγε. Είχε ένα μεγάλο καπάκι ξύλινο το βαρέλι από πάνω μεγάλο και παίρναμε από μέσα νερό. Πίναμε. Και μας έλεγε: «Άντε, τώρα φύγετε». Αυτά τα θυμάμαι. Σου λέω ήταν πολύ ωραία. Δεν είναι σαν και τώρα, άμα δει ένας ένα παιδάκι θα το εκμεταλλευτεί. Εμείς δεν είχαμε αυτό το πράγμα.
Ήτανε...
Ήρεμη ζωή. Κει τον άλλον τον είχες και σου έπνεε εμπιστοσύνη. Τώρα τον φοβάσαι τον άλλον.
Μιλάγαν πολύ τούρκικα τότε στο συνοικισμό;
Ναι, ναι. Οι γέροι που ήρθαν δεν ξέραν ελληνικά. Κι εμείς τα μάθαμε. Εγώ ξέρω τούρκικα και βλέπω τώρα και τα έργα και αυτά και θυμάμαι τους γονείς μου. Τα βλέπω. Μ’ αρέσουν. Τα καταλαβαίνω. Και για αυτό μας έλεγαν: «Άντε φέρε μου», «Άντε κσου γιακίρ». «Λίγο νερό φέρε μου». Δεν ήξερε να στο πει ελληνικά. Ή «Φέρε μου μαχαίρι, πιρούνι, κουτάλι, φαΐ». Αυτά μας τα μαθαίνανε… Όχι, μας τα μαθαίνανε. Υποχρεωτικά.
Ναι, αφού ήταν η πρώτη σας γλώσσα.
Η πρώτη γλώσσα αυτωνών. Και δεν ξέρανε ελληνικά και σου λέγανε. Και εμείς τα πράτταμε και έτσι μας έχουνε μείνει.
Και εδώ πέρα οι ντόπιοι όταν ήρθανε πώς τους φερόντουσαν οι Ελλαδίτες, οι Παλιοελλαδίτες που λένε;
Η μάνα μου λέει ότι μας φερθήκανε καλά, γιατί ήταν Έλληνες οι γονείς τους. Ήταν Έλληνες. Δεν ήταν Τούρκοι να πεις. Η μαμά μου η καταγωγή της ήταν απ’ την Κύπρο και πήγανε στην Τουρκία επειδή δεν είχε δουλειά και από εκεί—
Ήρθαν εδώ.
Βέβαια, στο διωγμό. Αφήσαν τα σπίτια στολισμένα με όλα τα καλά, τα κτήματα τους, όλα και ήρθανε ξεβράκωτοι στην Ελλάδα.
Άρα, έλεγε ότι τους φερθήκαν καλά. Γιατί, υπάρχουν και μαρτυρίες ανθρώπων που λένε ότι τους φερθήκαν πολύ άσχημα οι ντόπιοι.
Ναι! Τους λέει: «Φύγετε», λέει. Ήρθανε. «Μέχρι το πρωί», λέει, «θα έχετε φύγει όλοι από την Τουρκία». Και πηγαίναν και τους πιο πολλούς τούς πνίγανε. Έφευγες. Σου λέει: «Δεν θα το πάρεις αυτό. Όχι. Εδώ θα μείνει». Αν σε έβρισκαν αμέσως σε έπνιγαν, λέει. Ναι. Τους κακοφερθήκαν. Αλλά, όχι, η μάνα μου, σου λέω, ήταν 8 χρονών. Αλλά, και οι δικοί της. Μόνο που τους διώξαν απ’ το βράδυ. Τους λέει: «Το πρωί θα έχτε αδειάσει τα σπίτια. Όπως είσαστε να φύγετε». Αυτό ήταν. Αλλά, στη Σμύρνη μετά, που έχω διαβάσει πάρα πολλά βιβλία για τη Σμύρνη, πολύ άσχημα τους φερθήκαν. Τους κάψανε, τους αυτό… Όχι, οι δικοί μας δεν προλάβανε. Αλλά, δικοί μας που πήγανε μετά που τα φτιάξανε οι Έλληνες με τους Τούρκους, — όχι όπως τώρα που τρώει το κεφάλι του ο βρωμιάρης— και πήγαμε, λέει, και βρήκαμε τα σπίτια μας ακατοίκητα στην Αττάλεια, άλλα εγκαταλελειμμένα.
Ε, ήτανε δύσκολες οι εποχές.
Πάρα πολύ.
Μετά, όταν ήρθανε;
Ήρθανε, που ήρθανε στον Πύργο. Κάτσανε τρία χρόνια, που είπαν να τους δώσουνε χωράφια και δεν θέλαν οι δικοί μας. Και ήρθανε εδώ. Καταπατήσανε και από τότε εδώ μείναμε.
Ε, μετά μου είπατε παντρευτήκατε και μετά χωρίσατε και ήρθατε—
Στη μάνα μου.
Πώς ήτανε να είσαστε χωρισμένη εκείνη την εποχή;
Ε, πήρα τα παιδιά μου. Βέβαια, εκεί ήμουνα άπλα. Είχα πολύ μεγάλο σπίτι, αλλά επειδή ήτανε στον άντρα μου γραμμένο… Είχαμε ένα τριώροφο. Κάτω μαγαζιά, απάνω δύο ορόφους είχαμε. Στον ένα έμενα εγώ και ετοιμάζαμε για τα κορίτσια να δώσουμε στο κάθε παιδί. Ε, τα πήρα τα παιδιά μου. Ήρθα εδώ. Του τα πήρα όλα, γιατί είχα την πεθερά μου, τον πεθερό μου και τα κουνιάδια μου μάρτυρες. Ήρθαν υπέρ εμού. Και έτσι τα πήρα [00:30:00]όλα και δούλευα εγώ με το που ήρθα το 74 αυτομάτως. Τα κορίτσια πηγαίνανε σχολείο.
Είχαν χτιστεί;
Ναι. Το σχολείο υπήρχε. Μαζί με τα σπίτια έγινε και το σχολείο. Έπαιρνα τα ενοίκια. Μετά νοικίασα το σπίτι που έμενα. Νοικίασα και τα δυο μαγαζιά κάτω. Έπαιρνα, αλλά είχανε έξοδα τα κορίτσια. Πήγα κι εγώ και έπιασα δουλειά και έτσι… και απ’ τα υφαντήρια. Και μετά δούλευα και σε ένα τυπογραφείο και πήρα τη σύνταξη.
Αλλά, εννοώ ότι η καθημερινότητα δεν ήταν…
Ίδια, ναι. Είχα τη μαμά μου και δεν μου ‘λειψε ο άντρας. Είχαμε μια ήσυχη ζωή.
Εκείνες οι εποχές μετά με τη Δικτατορία και μ’ αυτά πώς ήταν τα πράγματα;
Ε, δύσκολα ήταν. Όχι για εμάς, γιατί δεν ήμασταν πουθενά μπλεγμένοι, πουθενά. Όποιος ήτανε μπλεγμένος…
Τον κόσμο τότε τον θυμάστε πώς ήτανε;
Ε, αναστατωμένος. Ε, αναστατωμένοι όλος ο κόσμος. Ήταν αναστατωμένος. Βέβαια. Άμα γίνεται στο διπλανό σου δεν το περιμένεις και στο σπίτι σου;
Εσείς φοβόσασταν καθόλου;
Όχι. Ούτε τα αγόρια, τα αδέρφια μου ήταν μπλεγμένα, ούτε τα κορίτσια εμείς. Όχι. Είχαμε μια ήσυχη ζωή.
Κάτω εκεί που δουλεύατε στα υφαντήρια;
Στα υφαντήρια; Δεν είχαμε, όχι.
Α, γιατί λέω μήπως επειδή ήτανε εργάτες.
Όχι, όχι. Καμιά φορά άμα κάναν απεργία κάναμε και εμείς.
Γινόντουσαν. Δεν ήταν απαγορευμένες;
Ε βέβαια. Όχι. Δεν σε αφήνανε έτσι όπως είναι τώρα, ξέφραγο αμπέλι, όχι. Όχι, τότε ήτανε λίγο.
Πώς γινότανε τότε;
Έτσι, επαναστατούσανε μέσα στο εργοστάσιο. Αλλά, σου λέω ότι ήτανε πολλά άτομα και ήτανε και ορισμένοι που το ‘λεγε η ψυχή τους και επαναστατούσαν. Αυτό ήτανε.
Πόσο άλλαξαν οι εργασιακές σχέσεις; Θυμάστε πώς ήτανε και πώς έγιναν; Εννοώ από χρήματα, από ασφάλιση, από…
Καλύτερα είναι τώρα από τότε, γιατί εγώ σου λέω, δούλευα και δεν μας κολλάγαν ένσημα. Ε, στις πληρωμές μια από τα ίδια είναι. Μην νομίζεις. Τον εργάτη τον έχουν πάντα να τον εκοπανάνε.
Σας έδιναν δώρο ή σας έδιναν σε είδος;
Όχι, όχι το δώρο σε λεπτά. Λεπτά.
Γιατί ξέρω ότι κάποιους το δίνανε και σε είδος.
Όχι, εμάς λεπτά. Και την εβδομάδα πληρωνόμασταν με το Σαββάτο που δουλεύαμε. Μετά έγινε το πενθήμερο.
Πότε έγινε το πενθήμερο; Θυμάστε;
Όχι, δεν το θυμάμαι καθόλου. Είναι πολλά χρόνια. Εγώ μέχρι που σταμάτησα το ‘50—
Κανονικά μέχρι το Σάββατο δουλεύατε.
Ναι. Μέχρι το Σάββατο δουλεύαμε. Δεν θυμάμαι.
Άρα, έγιναν μετέπειτα αυτά. Το οχτάωρο.
Ναι, ναι, ναι.
Δουλεύατε οχτάωρο ή δουλεύατε παραπάνω ώρες;
Όχι, όχι. Οχτώ.
Ωραία. Και μετά έρχεστε εδώ, γυρνάτε πίσω. Τα κορίτσια πάνε σχολείο. Και μετά εσείς τί;
Δουλειά.
Δουλεία;
Πήγα τότε έπιασα δουλειά εδώ, στη χαρτοβιομηχανία εδώ του Χασίδη που λέμε.
Εκεί πέρα πώς ήταν η δουλειά; Θέλετε να μου πείτε τι κάνατε στην εργασία;
Εκεί πέρα ήμουνα σε μία… έναν πάγκο. Είχαμε ένα μηχανικό και εγώ από ‘δω και κάναμε τα φάκελα. Για τις εκλογές, για τα τετράδια. Χαρτοβιομηχανία ήτανε. Τέτοια πράγματα. Εγώ ήμουνα στα φάκελα. Τα ‘βαζα σε πάκο. Εκατό-εκατό. Ερχόταν το κουτί. Τα έβαζα όπως τα ‘βγαζε η μηχανή. Ήσυχα. Και εκεί δεν είχα πρόβλημα.
Και που ήσασταν μικρή στην κλωστοϋφαντουργία —
Ναι.
τι δουλειά σάς βάζανε να κάνετε, που ήσασταν και μικρότερη;
Στην μηχανή. Δεν πειράζει. Η ίδια δουλειά με το μεγάλο.
Α, δεν άλλαζε;
Α, όχι. Μόνο τα λεφτά αλλάζανε. Είσαι μικρή εσύ, θα πάρεις πιο λίγα. Εσύ είσαι πιο μεγάλος, πιο πολλά. Η δουλειά ίδια.
Και σας δίναν πιο λίγα λεφτά εσάς, ε;
Ε βέβαια, ε βέβαια.
Πώς ήταν να δουλεύετε τόσο μικρή;
Άμα δεν έχεις, άμα κι οι γονείς σου δεν μπορούν να σου αποφέρουνε, τι να κάνεις, δεν θα πας να δουλέψεις; Είναι σταθερό.
Σας φερόντουσαν καλά τουλάχιστον;
Ε, ντάξει. Εγώ δεν είχα πρόβλημα, γιατί ήξερα και έκανα λίγο υπομονή. Άμα αβαντάρεις συνέχεια και εσύ δεν περνάς καλά, [00:35:00]ενώ άμα πας ήρεμα κάπου την βρίσκεις την άκρια. Έτσι και δεν είχα πρόβλημα πουθενά, ούτε στα υφαντήρια που ήμουνα μικρή, ούτε μετά στη χαρτοβιομηχανία.
Τίποτα άλλο που θυμάστε απ’ όλα αυτά τα χρόνια; Μετά το ’80 πώς ήταν οι δεκαετίες, του’80, ‘90;
Μετά παντρεύτηκε η κόρη μου, 19, 20, η μεγάλη, που μένει στο Ίλιον. Τώρα είναι εξήντα χρονών η μεγάλη. Και κράταγα τον εγγονό μου. Με αυτόνανε ήμουν. Μετά κάνανε οι άλλες παιδιά κι εκείνα και εγώ και η μάνα μου κοιτάγαμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά, γιατί τα κορίτσια δουλεύανε. Αυτό.
Ήσασταν, δηλαδή, πόσες γυναίκες;
Τρία τα κορίτσια και μία εγώ τέσσερις.
Εδώ η περιοχή θυμάστε πώς άλλαξε αυτές τις εποχές; Τι αλλαγές είχε;
Όχι, δεν έχουμε κάνει αλλαγές.
Τίποτα; Ο Ταύρος όλη η περιοχή ίδια;
Όχι, έτσι ήτανε. Έτσι είναι.
Μετά που ήρθαν κι από άλλες περιοχές;
Μα, όλοι δεν είμαστε; Όλοι έχουν έρθει από διάφορα μέρη.
Και μ’ αυτούς τους ανθρώπους;
Ήσυχα. Δεν έχουμε προβλήματα. Δεν έχουμε. Όπως είμαστε εμείς είναι και αυτοί. Μ’ αυτούς συζούμε τώρα όλα τα χρόνια. Βέβαια, πολλοί πεθάναν. Ήρθαν αντικαταστάτες όπως και εγώ. Και πώς τους λένε και… Οι νοικαρέοι. Εκείνοι που έχουνε νοικαρέους έχουνε λίγα προβλήματα. Εγώ δεν έχω. Δεν έχω ούτε επαφές, ούτε τίποτα. Εγώ μόνη μου.
Και η περιοχή πόσο μεγάλωσε με τα χρόνια; Δηλαδή, πόσοι κάτοικοι ήσασταν περίπου και πόσο μεγάλωσε με τον καιρό; Εννοώ ότι όταν ήρθατε εσείς πόσοι ήτανε και πόσοι γίνανε;
Ε; μεγάλωσε, γιατί εμείς στο συνοικισμό είχαμε σπίτια μονά, ας πούμε, σου λέω. Και μετά που γίνανε αυτά φέραν απ’ τον Ασύρματο, φέραν απ’ το Δουργούτι, φέραν απ’ τη Νέα Ιωνία. Όπου είχε πρόσφυγες τούς φέρανε εδώ, γιατί τώρα, κοίτα, κάθε πολυκατοικία έχει είκοσι τέσσερα, ενώ σε αυτά μπορούσαν να μένουνε ή πέντε ή έξι, γιατί είχαμε και το περιβολάκι μας έξω στο συνοικισμό. Πέντε, έξι να μέναμε σε όλη και τώρα μένουμε σαράντα άτομα. Δεν είναι το ίδιο. Φέραν από άλλα μέρη.
Στον Ασύρματο από πού ήτανε; Ο Ασύρματος ήταν Άνω Πετράλωνα.
Ναι.
Στον Ασύρματο οι πρόσφυγες από ποιες περιοχές ήτανε;
Απ’ αυτά… Απ’ την Τουρκία, απ’ την Αττάλεια. Οι πιο πολλοί ήταν… Ήταν πολλοί απ’ την Αττάλεια. Οι Σμυρνιώτες είναι στη Νέα Σμύρνη, γιατί αυτοί οι πιο πολλοί είχανε φύγει πιο μπροστά και είχανε λεφτά και ήρθαν και κάναν αγορές και είναι οι πιο πολλοί… Γιατί, είχα μια αδερφή, τη μεγάλη μου αδερφή, που έμενε στη Νέα Σμύρνη. Και οι πιο πολλοί είχανε δικά τους σπίτια, ενώ οι δικοί μας… Και οι Νεοσμυρνιώτες τότε που ήρθαν από εκεί ήρθαν γιατί τους κάψανε, τους διώξανε, τους σφάξανε, απ’ αυτά που διαβάσαμε στα βιβλία. Εγώ δεν τους είδα, αλλά όσοι προλάβαν κι ήρθαν πιο μπροστά φέρανε λεφτά, όπως αυτός, της αδερφής μου ο σπιτονοικοκύρης. Είχε τράπεζα στην Τουρκία, στη Σμύρνη. Αυτός ήταν μέσα στα πράγματα όπως πολλοί τώρα είναι μες στα πράγματα. Και έφερε, του λέει: «Φύγε, γιατί έρχεται θύελλα». Και πήρε, λέει, τότε τα λεφτά του αυτός και τα έφερε εδώ στην Ελλάδα. Και είχε αγοράσει στο Καβούρι, στη Νέα Σμύρνη, παντού. Έχτισε στα παιδιά του, γιατί είχε λεφτά. Οι άλλοι που δεν το ξέραν… Το μικρό δεν στέκεται μέσα.
Στα Πετράλωνα ο κόσμος ήταν κι αυτός πολύς; Είχε τόσο κόσμο όπως έχει τώρα;
Ναι, είχε κόσμο. Είχε κόσμο. Τώρα έχει φύγει ο κόσμος από εκεί, γιατί πολλοί έχουνε αποζημιωθεί, πολλοί. Και από εδώ αποζημιωθήκανε και πήγανε στον Άγιο Ευστάθιο στη Νέα Ιωνία.
Α, εδώ, δηλαδή, τις πήρανε τις πολυκατοικίες…
Τότε εμείς, επειδή είμασταν δέκα άτομα, όταν ήσουνα δέκα άτομα σου δίνανε λεφτά. Σου δίνανε οικόπεδο τζάμπα και σου δίνανε λεπτά να χτίσεις. Ένα μερίδιο έδινες πίσω στο κράτος. Τώρα αυτό έγινε το ‘50, κατάλαβες;
Ναι, ναι, ναι.
Εμάς δεν μας άφησε η αδερφή μου η μεγάλη, γιατί ήταν παντρεμένη και δεν ήθελε να φύγει από ‘δώ ο γαμπρός μου. Και [00:40:00]έτσι μείνανε εδώ, ενώ πολλοί από εμάς πήρανε και πήγανε στον Άγιο Ευστάθιο.
Αρά, το κράτος με τι διαδικασία... Για πείτε μου λίγο τη διαδικασία που σας έδινε και το πρώτο το σπίτι, το παράπηγμα.
Επειδή ήτανε απ’ την Τουρκία και επειδή ήτανε δικαιούχοι.
Θυμάστε το δικαίωμα πώς το παίρνανε για να πάρουνε το σπίτι;
Έκανες τα χαρτιά σου, από πόσα άτομα αποτελείται η οικογένεια σου, πότε ήρθες, από πού ήρθες και πώς ήρθες. Αυτό ήταν. Τίποτα άλλο.
Γινότανε βάση καταγωγής ή βάση θρησκεύματος;
Όχι, όχι. Καταγωγής, όχι θρήσκευμα. Εμείς δεν είμαστε Τούρκοι.
Ναι, όχι. Το λέω με ποιο κριτήριο…
Όχι, όχι. Με τα δικαιολογητικά, πότε ήρθες και γιατί ήρθες. Αυτά.
Άλλα πράγματα που θυμάστε μετά, ας πούμε, εδώ από την περιοχή; Πότε έγινε η αλλαδή κάτω στις βιομηχανίες, που φύγανε πολλές και σταματήσανε να υπάρχουνε κάτω βιομηχανίες, βιοτεχνίες και αυτά;
Ε, τώρα τα υφαντήρια έχουν κλείσει και αυτός δίπλα, τα σωληνουργεία, έχουνε κλείσει αρκετά χρόνια. Δεν θυμάμαι πόσα. Είναι, πάντως, πολλά χρόνια που έχουνε κλείσει. Και αυτή ήταν βαρβάτη, η δική μας η Nelson, γιατί ήταν από την Αγγλία, Γαλλία, ξέρω εγώ από πού είναι αυτοί; Και τότε όταν φέρνανε μια μηχανή —Άγγλοι ήτανε. Ερχόταν, θυμάμαι, ένας Άγγλος με τη γυναίκα του, που ήτανε μηχανολόγοι. Αυτοί μας δείχνανε, αυτοί κάνανε την αρχή και μετά φεύγανε, το δείγμα που κάνανε… Ε, δουλεύαμε πάρα πολύς κόσμος.
Άρα, ο κόσμος που ζούσε στις γύρω περιοχές ήτανε βιομηχανικοί εργάτες οι περισσότεροι.
Ναι, ναι. Όχι, οι περισσότεροι. Όλοι. Μετά ξανοιχτήκανε να διαβάζουνε. Ξανοίχτηκε το σχολείο. Απαγόρευε να δουλεύουνε τα μικρά, παιδιά απ’ το ‘50 και μετά, νομίζω. Μετά από ‘μας. Εμάς δεν μας τσάκωσε. Εμείς ήμασταν μικρά και δουλεύαμε.
Και τα υφαντήρια, όλες αυτές τις βιομηχανίες, ερχόντουσαν, είπατε, απ’ όλες τις περιοχές;
Απ’ όλα τα μέρη. Βέβαια, βέβαια.
Και από τον Πειραιά;
Και από τον Πειραιά, από την Αθήνα, από τα Πετράλωνα… Είχα δυο φιλενάδες εγώ τότε. Από όλα τα μέρη. Απ’ την Καλλιθέα… Όπου είχε ανάγκη ο άνθρωπος να δουλέψει.
Και ο Ηλεκτρικός πότε ξεκίνησε να είναι έτσι όπως είναι τώρα;
Εγώ τον θυμάμαι να λειτουργεί.
Κανονικά, από πάντα.
11 χρονών έπιασα δουλειά, 10, μέσα στα 11, απέναντι απ’ το σταθμό. Ήτανε που κάναν παπούτσια πάνινα. Και μου λέει: «Είσαι πολύ μικρό». Λέω: «Έχω ανάγκη να δουλέψω». Πήγα κρυφά απ’ τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να δουλεύουμε. Επειδή ήταν εγγράμματος είχε μανία με τα γράμματα να μας μάθει. Άλλα, εγώ όσο έβλεπα έτσι, τριβόμουνα. Και με είχανε βάλει. Ήταν απέναντι η… Βουλκάνια λεγότανε. Τώρα, εγώ έπιασα… Το ‘47 ήτανε; Και με έβαλε, με πήρε μια πολύ καλή γυναίκα. «Έλα», μου λέει, «αφού θες να δουλέψεις, έλα». Και με πήρε και με έβαζε και έκανα το γύρω-γύρω του παπουτσιού, τη φορτέτσα. Θυμάμαι αυτό μου λέει: «Μπορείς;». «Πως δεν μπορώ;», της λέω. Και «Μπράβο», μου λέει, «μια σταλιά παιδί!», μου λέει. «Μπράβο». Και μετά μου έβαζε η μαμά μου φαΐ σε κάτι κατσαρολάκια μικρά. Η μάνα μου το ήξερε. Ο πατέρας μου δεν ήξερε. Έφευγε ο πατέρας μου και μετά έφευγα εγώ. Και μια φορά το φέρνω πίσω. Δεν ήθελα να φάω. Και μου λέει η μάνα μου: «Δεν θα ξαναπάς». «Αα!», της λέω, «Τώρα που πληρώθηκα;». Και μου λέει: «Όχι, δεν θα ξαναπάς». Βρόμαγε το φαΐ μου βενζίνα. Είχε πάρει από τη δουλειά, γιατί αυτά γίνονται με βενζίνα —πώς το λένε, πώς την κάνανε την αλοιφή; Δεν θυμάμαι. Και ήταν από βενζίνα. Κι είχε πάρει το φαΐ μου. Μου λέει: «Δεν θα ξαναπάς». Της λέω: «Εγώ θα ξαναπάω». «Όχι», μου λέει. Πράγματι, δεν πήγα, αλλά την ίδια βδομάδα δούλευε η αδερφή μου στην κλωστοϋφαντουργία και μου λέει: «Έλα να δουλέψεις». Λέω ‘γω: «Θα σε πάρει κι εσένα η μπόρα άμα το μάθει ο μπαμπάς». «Δεν θα το μάθει» μου λέει. Και έτσι δουλεύαμε με την αδερφή μου μαζί.
Και με τα χρόνια, δηλαδή, τι επάγγελμα έκανε η αδερφή σας; Συνέχισε εκεί να δουλεύει στη βιομηχανία ή έφυγε από ‘κει;
Όχι. Έφυγε. Μετά παντρεύτηκε. Πήγε Περιστέρι. Έτσι πήγαμε και εμείς μετά. Από ‘κεί και πέρα σταμάτησε.
[00:45:00]
Και εσείς είσαστε στο σπίτι πόσα χρόνια;
Απ’ το ‘74. Δηλαδή, στον Ταύρο γεννήθηκα. Έφυγα γιατί παντρεύτηκα. Έκανα και τα παιδιά και μετά γύρισα πίσω. Μου λέει η μάνα μου: «Έλα εδώ, είμαι μόνη μου, πέθανε ο πατέρας σου», μου λέει, «Έλα», λέει, «να ‘μαστε μαζί». Και έτσι, Θεός σχωρέστηνα, κοίταγε τα παιδιά κι εγώ δούλευα. Το σχολείο απέναντι.
Και δουλεύατε μέχρι το…
Μέχρι το ‘87. Στα 50 πήρα σύνταξη, γιατί η χαρτοβιομηχανία έδινε στα 50 τις γυναίκες, στα 55 τους άντρες. Έτσι ήταν το ταμείο. Δεν ξέρω αν είναι ακόμα έτσι το ταμείο.
Και εκεί πέρα με τα χρόνια πώς είδατε να αλλάζει; Αυτό θέλω να μου πείτε εάν μπορείτε να θυμηθείτε. Η θέση η δικιά σας;
Εγώ όχι. Μας πήρανε, μας βάλανε σε μια μηχανή και όπως με βάλανε—
Οικονομικά εννοώ.
Α, ήταν η μαμά μου με στήριζε. Είχα και έναν αδερφό. Ήτανε μειωμένη η δραστηριότητά του, όχι ότι είχε τίποτα. Και δούλευε στο δήμο. Και είχα τη μαμά μου. Τι, εγώ μόνη μου μπορούσα να τα βγάλω πέρα; Έπαιρνε η μαμά μου σύνταξη και ο αδερφός μου που δούλευε στη δημαρχία. Αυτά.
Οι μισθοί αυτά τα χρόνια ανέβηκαν από τότε που δουλεύατε παλιά μέχρι να πάρετε σύνταξη;
Ε, βέβαια, βέβαια. Τη σύνταξη την δική μου; Εμένα τώρα μου ‘κοψε ο κερατάς ο Τσίπρας! Και τον ψήφισα και δυο φορές, πού να τον εμουτζώσω; Δυο φόρες τον ψήφισα. Μου κόψε… δυόμιση κατοστάρικα έπαιρνα. 699 και μου το πήγε 459.
Όσο δουλεύατε στη διάρκεια της εργασίας λέω, μέχρι να βγείτε στην σύνταξη, από το ’47, ας πούμε, που μου ‘πατε ότι πιάσατε δουλειά, ότι παίρνατε χ δραχμές. ανέβηκε αυτό;
Ε, βέβαια, γιατί τότε ήμουνα στη μικρή κατηγορία. Είχαμε άλλο μισθό τα παιδάκια τα μικρά. Και όταν πέρναγες, ερχόσουνα στην κανονική ηλικία, 14-15, στο ανεβάζανε. Και με τα χρόνια. Δούλεψα δέκα χρόνια εκεί.
Όσο περισσότερο δουλεύατε τόσο περισσότερο μισθό.
Όχι. Μετά σταμάτησε. Έναν καιρό και μετά σταμάτησε. Από ένα σημείο και μετά σταμάτησε. Όταν ήμουνα μικρή έπαιρνα πολύ λίγα.
Και τώρα, τα τελευταία χρόνια, πώς είναι τα πράγματα, από το ‘90 και μετά, ξέρω εγώ;
Καλά ήτανε. Τώρα μας τα χάλασε, τώρα που μου κόψανε την σύνταξη. Τίποτα άλλο δεν έχω να σου πω.
Με την οικονομική κρίση πώς ήσασταν όταν έγινε από το ‘08 και μετά;
Κοίταξε να δεις, εμείς οι μεγάλοι —δεν ξέρω για τους άλλους. Λέω για εμένα— έχουμε περιορισμένη ζωή. Βέβαια, αν έχεις κάτι παραπάνω, θα πάρεις. Εμείς μια ρόμπα την έχουμε είκοσι χρόνια, ενώ ο νέος θέλει τα πάντα του. Θέλουμε και εμείς. Θέλουμε να κάνουμε κάτι για τα παιδιά μας κάτι, αλλά...
Μπορείτε να πάτε, δηλαδή, με την ίδια ευκολία να αγοράσετε φάρμακα, όλα αυτά;
Όχι. Δεν μπορείς, Όχι, δεν μπορούμε. Αλλά, τι να το κάνουμε; Ποιος μας ακούει; Κανένας δεν μας ακούει, δεν μας ακούει. Τα εφτά κατοστάρικα που έπαιρνα παρά μία δραχμή, δόξα τω Θεώ, πήγαινα καλά. Τώρα δεν πάω καλά.
Θυμάστε πότε άρχισαν να φτιάχνονται αυτά τα δημόσια, δηλαδή δημόσια σχολεία μεγάλα, να πηγαίνει κόσμος, νοσοκομεία, αυτά; Πότε ξεκίνησαν να υπάρχουν;
Όχι, όχι, δεν τα θυμάμαι. Είναι παλιά. Όλα τα νοσοκομεία τα μεγάλα των Αθηνών είναι παλιά. Μόνο το Χαϊδάρι που χτίστηκε τελευταία. Ωραίο νοσοκομείο, αλλά εγκαταλελειμμένο.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας που τους είχε όλους πότε καθιερώθηκε; Θυμάστε μήπως; Όχι, ε;
Το Ε.Σ.Υ. λες;
Ναι.
Πότε είναι… Ποιος το ‘βαλε δεν θυμάμαι. Το μυαλό μου… Κάποτε μου ‘ρχονται στο νου, κάποτε φεύγουν.
Εντάξει, απλά λέω αν θυμόσαστε.
Όχι, όχι. Δεν θυμάμαι.
Παλιά πληρώνατε στους γιατρούς για να πάτε; Όχι.
Όχι. Στου ΙΚΑ όχι. Μετά το κάνανε. Σε όλα τα δημόσια ιδρύματα ποτέ δεν πληρώναμε. Τώρα όπου πας αν δεν δώσεις δεν έχεις καλό τέτοιο.
Τα παιδιά πηγαίναν φροντιστήριο παλιότερα;
Πηγαίνανε εδώ στη Γαρυφαλιά λίγο καιρό. μετά σταματήσανε. [00:50:00]Πηγαίνανε, κάπου πηγαίνανε και κάπου σταματήσανε μετά.
Εντάξει. Εγώ αυτά έχω να ρωτήσω. Άμα θέλετε εσείς να μου πείτε κάτι άλλο που θυμάστε...
Δεν έχω τίποτα άλλο. Δεν έχω τίποτα άλλο. Ό,τι είχα στο είπα. Δεν σε κεράσαμε και τίποτα, μωρέ παιδάκι μου.
Δεν θέλω, δεν θέλω. Σας ευχαριστώ πολύ για όλα.
Δεν κάνει τίποτα, αγόρι μου.
Σας ευχαριστώ.
Να ΄σαι καλά. Καλή σταδιοδρομία και καλή τύχη. Η καλή τύχη δεν είναι στον γάμο μόνο. Είναι σε όλα μαζί.
Το ξέρω, το ξέρω.
Έτσι. Γιατί, άλλοι λένε... Του λες καλή τύχη και σου λέει: «Α, δεν παντρεύομαι». «Ρε δεν σου ‘πα να παντρευτείς».
Κατάλαβα, ναι.
Σε ό,τι τομέα ζητάς. Ακόμα στην υγεία να έχουμε καλή τύχη να λέμε.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Σε αυτή τη συνέντευξη ζωντανεύει το προσφυγικό, κατοχικό και βιομηχανικό παρελθόν του Ταύρου Αθηνών μέσα από τα λόγια μιας παλιάς κατοίκου του. Συγκεκριμένα, η αφηγήτρια αναφέρεται στη ζωή της στον Ταύρο πριν το γάμο της και αφού χώρισε. Επίσης, θυμάται αναλυτικά στιγμές από την εργασία της ως εργάτρια σε χαρτοβιομηχανία και κλωστοϋφαντουργία. Τέλος, σχολιάζει τα χρόνια της συνταξιοδότησής της και την οικονομική κρίση του 2010.
Narrators
Μαρία Αντωνιάδου
Field Reporters
Μιχάλης Τσούτσας
Historical Events
Tags
Interview Date
05/12/2019
Duration
50'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Σε αυτή τη συνέντευξη ζωντανεύει το προσφυγικό, κατοχικό και βιομηχανικό παρελθόν του Ταύρου Αθηνών μέσα από τα λόγια μιας παλιάς κατοίκου του. Συγκεκριμένα, η αφηγήτρια αναφέρεται στη ζωή της στον Ταύρο πριν το γάμο της και αφού χώρισε. Επίσης, θυμάται αναλυτικά στιγμές από την εργασία της ως εργάτρια σε χαρτοβιομηχανία και κλωστοϋφαντουργία. Τέλος, σχολιάζει τα χρόνια της συνταξιοδότησής της και την οικονομική κρίση του 2010.
Narrators
Μαρία Αντωνιάδου
Field Reporters
Μιχάλης Τσούτσας
Historical Events
Tags
Interview Date
05/12/2019
Duration
50'