© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Γάμος στα 13

Istorima Code
9829
Story URL
Speaker
Λαμπρινή Βαζούρα (Λ.Β.)
Interview Date
19/11/2019
Researcher
Αικατερίνη Κούκου (Α.Κ.)
Α.Κ.:

Πώ[00:00:00]ς ονομάζεσαι;

Λ.Β.:

Βαζούρα Λαμπρινή.

Α.Κ.:

Κούκου Αικατερίνη, 19 Νοεμβρίου 2019, Ζωγράφου Αττικής. Πες μου ξανά πώς ονομάζεσαι.

Λ.Β.:

Βαζούρα Λαμπρινή του Σπυρίδωνα.

Α.Κ.:

Πού μεγάλωσες;

Λ.Β.:

Μεγάλωσα και γεννήθηκα στην Καστανιά Άρτας, σε ένα ορεινό χωριό το 1970.

Α.Κ.:

Μπορείς να μου πεις τη συγκεκριμένη ημερομηνία;

Λ.Β.:

20 Νοεμβρίου.

Α.Κ.:

Μεγάλωσες στην Καστανιά.

Λ.Β.:

Ναι.

Α.Κ.:

Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;

Λ.Β.:

Απ' τα παιδικά μου χρόνια δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι όμως, μου έχει μείνει μία ευχάριστη ανάμνηση. Ήτανε ξέγνοιαστα μέχρι την ηλικία των δεκατριών ετών, γιατί μετά παντρεύτηκα. Μέχρι τότε, είχα άλλες τρεις αδερφές, δύο μεγαλύτερες από μένα και μία μικρότερη. Τη μεγαλύτερη τη λέγανε Ιουλία, την δεύτερη τη λέγανε Ελένη και τη μικρότερη Χαρά. Λοιπόν, είχαμε καλές σχέσεις, βέβαια είχαμε διαφορά ηλικίας με τις μεγαλύτερες αδερφές μου, με τη μεγάλη έχω εννιά χρόνια, με τη δεύτερη επτά και με τη μικρότερη πέντε. Οι μεγάλες μου οι αδερφές ήταν προστατευτικές προς τους μικρότερους, σε μένα και στη μικρή, εγώ ήμουνα πιο προστατευτική προς τη μικρότερη, βέβαια υπήρχαν και διαπληκτισμοί, τσακωνόμασταν. Οι γονείς μας δουλεύανε, κάνανε εξωτερικές εργασίες στα χωράφια, γεωργικές πιο πολύ, είχανε ζώα. Εμείς βοηθούσαμε στο σπίτι από μικρά, βοηθούσαμε τους γονείς μας όπου χρειαζότανε. Οι γονείς μας, και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου ήτανε… η μαμά μου ήτανε λίγο πιο αυστηρή, ο μπαμπάς μου ναι μεν αυστηρός, αλλά πιο κοντά σε εμάς, αυτά θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια. Λίγο τα χρόνια του σχολείου, γιατί εγώ πήγα σχολείο, πήγα μέχρι το Δημοτικό, δεν συνέχισα, δεν με αφήσανε να συνεχίσω, γιατί οι συγκυρίες δεν το επέτρεπαν, λόγω οικονομικής κατάστασης. Για να πάω στο Γυμνάσιο, να συνεχίσω να πάω στο Γυμνάσιο έπρεπε να πάω σε άλλη πόλη, να πάω στην πόλη της Άρτας, που ήτανε 60 χιλιόμετρα μακριά από μας. Και οι γονείς μου δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα και να φύγει κάποιος σαν κηδεμόνας να 'ρθει μαζί μου ή και εγώ κάποιον πιο κοντά, να μείνω σε κάποιον. Οπότε τα παιδικά χρόνια στο σχολείο, τα σχολικά χρόνια μάλλον, ήταν ευχάριστα μπορώ να πω, ξέγνοιαστα, ήμουνα καλή μαθήτρια, μ' άρεσε το διάβασμα και ήθελα να συνεχίσω και πάντα αυτό μου έχει μείνει σαν απωθημένο, το θέμα του σχολείου, ακόμη και σήμερα που έχω φτάσει σε αυτή την ηλικία που είμαι τώρα. Τώρα βέβαια, ίσως είναι απωθημένο αυτό που νιώθω αυτή τη στιγμή, γιατί δεν το έκανα, ενώ μου άρεσε πολύ, αλλά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία ποτέ.

Α.Κ.:

Τι ζώα είχατε στο χωριό;

Λ.Β.:

Οι γονείς μου είχανε τα πρώτα χρόνια που γεννήθηκα, εγώ είχανε δύο αγελάδες, είχανε προβατίνες και κατσίκες, που από αυτές τροφοδοτούμασταν κιόλας, το γάλα από τις αγελάδες με αυτό μεγαλώσαμε, όλη η οικογένεια, και οι αδερφές μου και εγώ και η μικρότερη αδερφή μου. Ήτανε το κύριο φαγητό μας από τη στιγμή που γεννηθήκαμε, κότες, ο μπαμπάς μου είχε και δύο σκυλιά που κυνηγούσε, γιατί του άρεσε το κυνήγι, οι περισσότεροι βέβαια και στο χωριό ασχολούνταν και με αυτό σαν χόμπι. Αυτά ήταν τα ζώα που είχαμε. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο να είχαμε από ζώα. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου είχαν ένα άλογο, μάλλον, μουλάρι το 'λεγαν τότε, που αυτό χρησιμοποιούσε ως βοήθεια, δηλαδή για να κουβαλήσουνε κάποια ξύλα, γιατί οι δρόμοι δεν είχαν πρόσβαση στα αυτοκίνητα, δεν είχαμε… Η εξέλιξη δεν είχε έρθει ακόμα στο δικό μας το χωριό, γιατί ήταν πολύ ορεινό και χρησιμοποιούσαν το μουλάρι για βοήθεια. Κουβαλούσαν ξύλα, κουβαλούσανε σανό για τα ζώα, κουβαλούσανε προμήθειες για το σπίτι, γιατί στο χωριό υπήρχε συγκοινωνία δύο φορές τη βδομάδα; Δεν θυμάμαι καλά αν ήταν καθημερινή η συγκοινωνία που είχαμε, ένα λεωφορείο που ερχόταν από την Άρτα και οι προμήθειες ερχόταν από εκεί. Και για να 'ρθουνε στο σπίτι το δικό μας, που μέναμε, υπήρχε κάποια απόσταση, οπότε με τα χέρια όλο αυτό το φορτίο δεν γινόταν, ήταν πολύ δύσκολο. Οπότε το μουλάρι το χρησιμοποιούσαν ως βοήθεια.

Α.Κ.:

Εσύ και οι αδερφές σου βοηθούσατε μόνο στο σπίτι ή και με τα ζώα;

Λ.Β.:

Βοηθούσαμε και με τα ζώα, βοηθούσαμε στις δουλειές του σπιτιού, μαγειρεύαμε. Οι μεγαλύτερες αδερφές μου μέχ[00:05:00]ρι που εγώ, μέχρι σε κάποια ηλικία, μέχρι 8-9 χρονών να αρχίσω και εγώ να μπορώ να το κάνω όλο αυτό, βοηθούσανε στις δουλειές του σπιτιού, βοηθούσανε και με τα ζώα, και τους γονείς μας όποτε χρειαζόταν, όταν σκαλίζανε καλαμπόκια, όταν θερίζανε το σιτάρι, όταν μαζεύανε όλα αυτά, βοηθούσαμε, και σε αυτά, και στις εξωτερικές δουλειές και στις δουλειές του σπιτιού.

Α.Κ.:

Πώς ήτανε οι εξωτερικές δουλειές; Είχατε άλλη βοήθεια ή μόνο η οικογένεια ασχολούνταν με αυτό;

Λ.Β.:

Ασχολούνταν η οικογένεια και είχαμε και βοήθεια από τους γειτόνους, απ' τους συγχωριανούς της γειτονιάς, υπήρχε αλληλοβοήθεια. Όταν-ας πούμε- ο μπαμπάς ή η μαμά μου χρειαζόταν -ξέρω ‘γω- να θερίσουν το σιτάρι, θα βοήθαγε και η υπόλοιπη γειτονιά. Όπως επίσης, και οι δικοί μου θα πηγαίνανε στους γειτόνους, να βοηθήσουνε και αυτοί. Υπήρχε τέτοια αλληλοβοήθεια, ο ένας μεταξύ αλλουνού. Ήταν πιο δεμένοι ο κόσμος απ' ό,τι είναι τώρα, δεν υπήρχε αυτή η αποξένωση που υπάρχει σήμερα. Τότε ό,τι χρειαζόταν ο γείτονας, έτρεχε ή αν αρρώσταινε κάποιος ή όταν μαγείρευε η γειτόνισσα, θα έδινε και σε εμάς ή και επίσης, η μαμά μου θα έδινε και στη γειτόνισσα φαγητό. Αυτά ήταν που μπορώ να θυμηθώ τώρα που μου 'ρχονται σαν εικόνες.

Α.Κ.:

Τα ζώα και τα χωράφια ήταν η κύρια δουλειά των γονιών σου ή έκαναν και κάτι άλλο;

Λ.Β.:

Ναι ναι. Όχι, ο μπαμπάς μου ήταν συγχρόνως και κουρέας. Η μαμά μου ήτανε και μοδίστρα. Ο μπαμπάς μου, θυμάμαι πολύ λίγο, που ερχόταν και κούρευε τους ανθρώπους από το χωριό -ξέρω ‘γω- του πελάτες, είχε τους πελάτες του και τους κούρευε. Συγχρόνως όμως κούρευε και εμάς και τις αδερφές μου. Ο μπαμπάς μου μας κούρευε εμάς, γιατί στο χωριό δεν υπήρχε κομμώτρια, δεν υπήρχε κομμωτήριο, δεν ήταν τόσο εξελιγμένα τα πράγματα και μας κούρευε ο μπαμπάς μου. Ναι, και μας έκανε πάρα πολύ ωραίες, και τις αδερφές μου.

Α.Κ.:

Τους χειμερινούς μήνες-

Λ.Β.:

Ήταν πολύ δύσκολα, λόγω παγωνιάς, λόγω… το χωριό μας επειδή είναι και ορεινό, είχε πολλά χιόνια, κρύο, τα σπίτια δεν ήταν λειτουργικά όπως είναι σήμερα με καλοριφέρ, με σόμπες, θερμάστρες και όλα αυτά. Καταρχήν δεν είχαμε ρεύμα, στη γειτονιά που μέναμε εμείς το ρεύμα ήρθε όταν εγώ έφυγα απ' το χωριό σε ηλικία 13 χρονών. Και τον χειμώνα ήταν λίγο δύσκολα, γιατί η μόνη θέρμανση που είχαμε, ήταν το τζάκι. Και πιο πολύ ήταν η δυσκολία στο να μετακινηθεί κανείς, όταν υπήρχε το χιόνι. Όταν είχε χιόνι και για να φτάσω εγώ στο σχολείο, από το σπίτι στο σχολείο, ήτανε λίγο δύσκολα τα πράγματα. Γιατί όταν έχει -ας πούμε- 40 πόντους χιόνι για ένα παιδί που είναι υποχρεωμένο να πάει στο σχολείο το πρωί και να κάνει μία απόσταση μιας ώρας περίπου -γιατί τόσο ήταν από το σπίτι που μέναμε το σχολείο- ήτανε δύσκολο, ήταν πολύ δύσκολο. Και στο θέμα των ρούχων, δεν ήταν και τόσο πολύ ζεστά τα πράγματα, ήταν τον χειμώνα ήτανε δύσκολα, ήτανε δύσκολα λόγω του χιονιού, της βροχής, του πάγου. Αλλά όλα αυτά τώρα είναι… θα ήθελα να ξαναγυρίσουν πίσω λίγο έτσι να τα ξαναζήσω.

Α.Κ.:

Παρά τις δυσκολίες;

Λ.Β.:

Ναι, γιατί ήταν όμορφες δυσκολίες. Τώρα αυτό δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι ήμουνα πιο μικρή και ήτανε πιο ανέμελα τα χρόνια; Θα ήθελα να το ξαναζήσω.

Α.Κ.:

Στο σπίτι ζούσατε μόνοι σας;

Λ.Β.:

Όχι. Στο σπίτι ζούσαμε οι γονείς μου, εμείς και είχαμε και τη γιαγιά, τη μητέρα του πατέρα μου. Τότε δεν ζούσανε… ο κόσμος ζούσε όλος μαζί, δηλαδή αν ο πατέρας μου είχε δύο αδερφές –παράδειγμα- ανύπαντρες, θα ήταν και αυτές μαζί. Δεν ήτανε όπως είναι σήμερα, πριν κρίσης, που ο καθένας ήτανε αυτόνομος, τα παιδιά φεύγανε από μικρή ηλικία, μόλις γινόταν ενήλικοι φεύγαν από το σπίτι και ζούσανε μόνοι τους. Τώρα έχει ξαναεπανέρθει αυτό, να ξαναζούνε όλοι μαζί λόγω κρίσης. Μέναμε όλοι μαζί, έμενε και η γιαγιά, θυμάμαι, είχαμε και τη γιαγιά στο σπίτι.

Α.Κ.:

Αυτό ήταν δύσκολο;

Λ.Β.:

Όχι, η συμβίωση δεν ήτανε δύσκολη, γιατί δεν είναι όπως είναι σήμερα, να έχεις -ας πούμε- μία γιαγιά, να είναι αναγκασμένη να μένει σε ένα διαμέρισμα και να υπάρχουνε και τέσσερα παιδιά και οι γονείς. Τότε ήτανε διαφορετικά τα πράγματα, γιατί τα σπίτια ήταν έτσι και η ζωή τέτοια, που ήμασταν, ήταν πιο ελεύθερος ο κόσμος, δηλαδή δεν τον περιόριζε ένα διαμέρισμα[00:10:00]. Η γιαγιά είχε τον χώρο της στο πάνω σπίτι, εμείς είχαμε άλλο δωμάτιο, ήτανε διαφορετικά τα πράγματα. Και συμβιώναμε και η συμβίωση ήταν καλή, δεν είχαμε δυσκολίες. Τώρα κάποιοι άλλοι, κάποιες άλλες οικογένειες μπορεί να είχανε προβλήματα, γιατί λόγω αυτού παίζει ρόλο και ο χαρακτήρας του καθενός. Αλλά η γιαγιά, σε γενικές γραμμές, και μας αγαπούσε και ήταν μια ηλικιωμένη, δηλαδή στην ηλικία που ήμουν εγώ 13 χρονών, η γιαγιά μου ήταν 75 στα 80, ξέρω ‘γω. Οπότε δεν είχαμε, δεν αντιμετωπίζαμε προβλήματα με τη συμβίωση. Ήμασταν όλοι... και υπήρχε και άλλο δέσιμο. Δεν είναι το τυποποιημένο, που είναι σήμερα -ξέρω ‘γω- το απρόσωπο, το απόμακρο, το τυπικό μάλλον.

Α.Κ.:

Τι άλλο θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;

Λ.Β.:

Από τα παιδικά μου χρόνια τα σχολικά που θυμάμαι, περίμενα τις διακοπές των Χριστουγέννων, τις διακοπές του... περίμενα τις διακοπές των Χριστουγέννων, τις διακοπές του Πάσχα και τις διακοπές του καλοκαιριού, για να 'ρθει η ξαδέρφη μου, που ήμασταν ίδια ηλικία, που αυτή ζούσε με τους γονείς της, οι γονείς της ήταν δασκάλοι, ήταν εκπαιδευτικοί και ζούσανε σε μια πόλη της Πελοποννήσου, στην Γαστούνη. Και ερχότανε στο χωριό σε κάθε διακοπές, σχολικές διακοπές, για να παίξουμε μαζί, γιατί, πέρα από τα παιδιά που ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο, δεν είχαμε άλλες επαφές, δεν είχαμε με άλλο κόσμο επαφή, εγώ δηλαδή, σαν παιδί. Η παρέα μου ήταν αυτή η ξαδέρφη μου, η συγκεκριμένη, οι αδερφές μου και οι φίλοι μου από το σχολείο, που ήταν πολύ λίγοι και ήμασταν και σε μακρινή απόσταση, για να βρισκόμασταν κάθε μέρα, να είμαστε μαζί για να παίζουμε εκτός σχολείου. Οπότε με την ξαδέρφη μου αυτή, επειδή ήταν και η άλλη μου η γιαγιά στο χωριό, έμενε στο χωριό, όταν ερχότανε στις διακοπές, εγώ έμενα μαζί τους. Και αυτό μ' άρεσε, γιατί ήμασταν και ίδια ηλικία και ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι ξεχωριστό για εμένα. Οπότε το περίμενα, όταν φεύγανε -ας πούμε- εγώ περίμενα πότε θα ξαναρθούνε διακοπές, για να ξανασυναντηθούμε.

Α.Κ.:

Τώρα πάμε λίγο στον γάμο σου.

Λ.Β.:

Ναι, στον γάμο μου. Εγώ παντρεύτηκα στην ηλικία των 13 ετών, γιατί -όπως σου είπα πριν- δεν είχαμε επαφές, δεν είχαμε, και η μαμά μου, επειδή ήταν λίγο αυστηρή λόγω… ήταν η κοινωνία μάλλον τότε αυστηρή, ήταν τα δεδομένα τέτοια, που επειδή ήμασταν και κορίτσια, θεωρούνταν κακό-ας πούμε- να έχουμε ένα φλερτ ή ένα... πώς είναι σήμερα -ξέρω ‘γω- που κάνετε, που έχετε φίλους από μικροί και τέτοια. Τότε ήτανε κακό ένα κορίτσι να έχει επαφές με ένα αγόρι. Και εγώ αφού ήμουν στην ηλικία των 13 χρονών και μου είχε στοιχίσει που δεν με αφήσανε να πάω σχολείο, να προχωρήσω, το μόνο μου ενδιαφέρον ήταν οι δουλειές του σπιτιού… όχι ενδιαφέρον, η απασχόλησή μου ήταν οι δουλειές του σπιτιού, οι δουλειές οι εξωτερικές, θα βοήθαγα τον πατέρα μου, τη μάνα μου. Προέκυψε μια ξαδέρφη μου, που ήτανε γειτονιά, ήμασταν και γειτονιά να μου κάνει την ερώτηση αν μου αρέσει ένα παλικάρι από το χωριό, τον οποίο εγώ αυτόν τον είχα δει μια φορά. Και της είπα: «Ναι, εντάξει, μ' αρέσει». Χωρίς να ξέρω, χωρίς να μπορώ να ξέρω, τις συνέπειες που θα ακολουθούσαν σε αυτό που είπα εγώ, αυτή του το μετέφερε και αυτός ως αγόρι… βέβαια αυτός δεν έμενε, είναι από το χωριό, αλλά δεν έμενε στο χωριό, έμενε εδώ στην Αθήνα, γιατί η δουλειά του ήταν εδώ. Είχαμε 10 χρόνια διαφορά, ήταν 23 χρονών ο ίδιος. Λοιπόν, και όταν είχε έρθει με άδεια στο χωριό, είπε στην ξαδέρφη μου «Ωραία, να συναντηθούμε, αφού της αρέσω κι εγώ, μου αρέσει και σε εμένα» και έτσι κλείσαμε ένα ραντεβού. Το ραντεβού δεν ήτανε εφικτό να γίνει μέρα, γιατί κάποιος θα μας έβλεπε. Και αυτό έπρεπε να γίνει κρυφά, να μην το πάρουν χαμπάρι οι γονείς. Και έγινε βράδυ. Αφού κλείσαμε λοιπόν το ραντεβού το βράδυ, η μία μου η αδερφή τότε, που είχα πιο πολλή επικοινωνία έτσι θα μπορούσα να της πω έτσι κάτι, έλειπε από το χωριό, δεν ήταν στη συγκεκριμένη φάση στο χωριό. Οπότε δεν είχα σε κάποιον να μιλήσω να πω τι σχεδίαζα εγώ μάλλον. Η μικρή μου αδερφή ήτανε 8 χρονών τότε, δεν μπορούσα να της πω εκ των πραγμάτων κάτι, ούτε θα καταλάβαινε. Και έτσι προέκυψε το ραντεβού βράδυ. Το ραντεβού το βράδυ όμως, την ώρα που έγινε, πήραν χαμπάρι οι γονείς μου ότι έλειπα εγώ από το σ[00:15:00]πίτι, αφού ήταν 12.00 η ώρα το βράδυ και ανησυχήσανε, αρχίσανε να με ψάχνουνε. Εγώ φοβήθηκα, γιατί οι γονείς μου ήταν αυστηροί, ότι με αυτό που έκανα, φοβήθηκα ότι θα φάω ξύλο; Ότι θα με μαλώσουν τέλος πάντων; Την κοπάνησα και κρύφτηκα και με ψάχνανε για δύο μέρες. Αφού με βρήκαν όμως και ήταν όλα καλά, έπρεπε μετά, αυτό σαν γεγονός ήταν πολύ βαρύ για την οικογένεια τη συγκεκριμένη. Και έπρεπε να-εντός εισαγωγικών- «να αποκατασταθούμε» να προχωρήσει σε πιο σοβαρή κατάσταση το ραντεβού αυτό.

Λ.Β.:

Και αναγκαστήκαμε και φύγαμε από το χωριό. Ήρθαμε εδώ στην Αθήνα και καλά ότι αρραβωνιαστήκαμε και ήρθαμε εδώ στην Αθήνα. Αυτό έγινε τον Ιούνιο και τον Οκτώβριο παντρευτήκαμε με θρησκευτικό γάμο εδώ την Αθήνα. Ήρθαν οι γονείς μου, οι αδερφές μου δεν ήρθαν, λόγω έπρεπε να μείνουν πίσω, για να προσέχουν τα ζώα και τις δουλειές του σπιτιού. Για εμένα, δεν ήξερα τι μου γινόταν σε όλο αυτό, αλλά αφού έγινε ό,τι έγινε, εγώ ένιωθα ενοχές, γιατί έκανα κάτι κακό για τους γονείς μου, σαν να τους πρόσβαλα δηλαδή, σαν να τους στενοχώρησα. Μου ρίξανε ευθύνες ότι έφταιγα και αυτό κρατάει ακόμη, νιώθω ένοχη, σε οτιδήποτε κάνω, έχω ενοχές. Δεν ξέρω αν μου το συγχωρήσανε ποτέ. Μετά, εδώ στην Αθήνα που είχαμε έρθει ως ζευγάρι, ήταν δύσκολα τα πράγματα. Γιατί όταν δεν γνωρίζεις έναν άνθρωπο και όταν δεν... και ξαφνικά, από τη μία μέρα στην άλλη πρέπει να συμβιώνεις μαζί του καθημερινά και ως ζευγάρι, σαν να είσαι παντρεμένος-ας πούμε- για την εποχή εκείνη εγώ έπρεπε να ανταπεξέρθω ως καλή σύζυγος στο σπίτι. Ο Βαγγέλης δούλευε, είχαμε να κανονίσουμε τις διαδικασίες του γάμου, τέλος πάντων εδώ. Εγώ, όλα αυτά για εμένα ήταν σαν να τα ζούσε κάποιος άλλος και εγώ απλώς να παρακολουθούσα. Παντρευτήκαμε, έγινε ο γάμος τέλος πάντων, σαν να ένιωσαν ικανοποίηση όλοι «Εντάξει, αφού έγινε ό,τι έγινε, εντάξει τώρα που παντρευτήκανε, όλα καλά και λοιπά». Μετά μας πιέζανε να κάνουμε παιδί, για να μην είμαστε... γιατί οι δικοί φοβόνταν μήπως με αφήσει, μήπως χωρίσουμε και λοιπά ή μήπως φύγω εγώ και όλα τα σχετικά του διαζυγίου. Μας πιέζανε να κάνουμε παιδί και προέκυψε εγκυμοσύνη χωρίς εγώ να ξέρω τι σημαίνει παιδί, τι δεν... ήταν άγνωστο για εμένα όλο αυτό. Αλλά έμεινα έγκυος και γέννησα στην ηλικία των 16 ετών. Και ξαφνικά, βρέθηκα με ένα μωρό, πώς να το πω τώρα; Πώς να το ερμηνεύσω; Ήτανε πολύ δύσκολο, αλλά και συγχρόνως κάτι το μοναδικό, κάτι το απερίγραπτο.

Α.Κ.:

Επομένως παντρευτήκατε-

Λ.Β.:

Ναι.

Α.Κ.:

Για τα μάτια του κόσμου, όχι ακριβώς έτσι, αλλά για να μην μάθει ο κόσμος τι είχε συμβεί στο χωριό.

Λ.Β.:

Ναι, ναι, ακριβώς, γιατί το ότι ένα παιδί τότε, στην ηλικία των 13 ετών και μια κοπέλα μάλλον, να βγει ραντεβού έτσι, ήτανε… θεωρούνταν κακό, δηλαδή δεν βρίσκω τη λέξη τώρα να το πω. Έκανα κάτι το ανήθικο, ήταν ανήθικο αυτό για τότε. Οπότε έπρεπε να γίνει αποκατάσταση.

Α.Κ.:

Το χωριό το είχε μάθει όντως;

Λ.Β.:

Κάποιοι, επειδή ήτανε ο κύκλος τότε στενός και ό,τι μαθευότανε «ψου-ψου μου-μου» και λοιπά, μαθευόταν και το κουτσομπολιό ήταν άφθονο.

Α.Κ.:

Πως ένιωσες σαν παιδάκι 13 ετών, όταν σου είπαν ότι πρέπει να παντρευτείς;

Λ.Β.:

Δεν μπορώ να το εξηγήσω, δεν μπορώ να σου πω με λέξεις τι ήταν αυτό που ένιωσα. Καταρχήν, δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινότανε. Είναι σαν να μην το ζούσα εγώ αυτό, ρε παιδί μου. Απλώς σαν να είχα βγει από εμένα, λειτουργούσα μεν όπως μου λέγανε, ότι «Θα κάνεις αυτό» «Ναι θα το κάνω» «Θα κάνεις εκείνο» «Ναι θα το κάνω». Σαν να είχα βγει από μένα και απλώς παρακολουθούσα τον εαυτό μου να εξελίσσεται στην πορεία αυτή, στο θέμα του γάμου, στο θέμα του παιδιού μετά και σαν εγώ, να είχα σταματήσει στην ηλικία αυτή των 13 ετών.

Α.Κ.:

Οι αδερφές σου και οι συγγενείς πώς [00:20:00]αντέδρασαν;

Λ.Β.:

Οι αδερφές μου, πώς αντέδρασαν; Εντάξει, είχε γίνει ένα γεγονός, ήταν όλοι στεναχωρημένοι στο σπίτι με αυτό που είχε γίνει. Εντάξει, καλά, δηλαδή δεν ένιωσα την απόρριψη από τις αδερφές μου, δεν ένιωσα απόρριψη. Απόρριψη την ένιωσα λίγο στην αρχή από τους γονείς μου με αυτό που έκανα.

Α.Κ.:

Όταν επίσης, σου είπαν ότι έπρεπε να φύγεις από το χωριό και να έρθεις στην Αθήνα, αυτό πώς σου φάνηκε;

Λ.Β.:

Αυτό τότε μου φάνηκε, ναι μεν από τη μία, καλό, γιατί χάρηκα -ξέρω ‘γω- θα φύγω από το χωριό και θα πάω στην Αθήνα, που όλοι ακούγαμε «Αθήνα, Αθήνα» και δεν ξέραμε τι είναι αυτή η Αθήνα. Αλλά απ' την άλλη, και φόβος, έλλειψη για τους δικούς μου, μου λείπανε οι δικοί μου πάρα πολύ, η μαμά μου μού 'λειπε, ο πατέρας μου μού 'λειπε, οι αδερφές μου… Περίεργα συναισθήματα.

Α.Κ.:

Και έρχεται η ώρα να κάνεις παιδί.

Λ.Β.:

Ναι.

Α.Κ.:

Πώς ένιωσες τότε; Πώς ήταν η εγκυμοσύνη, η γέννα στην ηλικία των 16 ετών;

Λ.Β.:

Η εγκυμοσύνη ήταν πολύ καλή, δεν είχα προβλήματα εγκυμοσύνης, εμετούς, ζαλάδες τέτοια. Αλλά στην αρχή, όταν έμαθα ότι είμαι έγκυος, όταν έκανα το τεστ, ένιωσα σαν να μου συμβαίνει κάτι περίεργο. Δηλαδή έβλεπα τους ανθρώπους γύρω μου εκείνη τη μέρα και έλεγα ότι εγώ είμαι, κάτι έχω-ας πούμε-κάτι ξεχωριστό, κάτι... Μετά, με την ιδέα ότι έχω ένα παιδί και πρέπει να 'ρθει στον κόσμο αυτό το παιδί, άρχισα να εξοικειώνομαι πιο πολύ. Και ένιωθα ότι αυτό το μωρό, αυτό το πράγμα, δηλαδή αυτό το πλάσμα που έχω, μόνο αυτό έχω, μόνο αυτό έχω, είναι δικό μου και ότι εγώ είμαι γι’ αυτό και αυτό για μένα. Μετά γέννησα, είχα εύκολη γέννα και εκεί. Μετά, στη φροντίδα του μωρού στο σπίτι δεν είχα βοήθεια καμία. Ο Βαγγέλης δούλευε, οι γονείς μου, η μαμά μου δεν είχε έρθει, είχε έρθει μετά από 15 μέρες. Βγήκα από το μαιευτήριο, πήγα στο σπίτι, στην αρχή πανικοβλήθηκα, γιατί είπα: «Τι θα το κάνω τώρα εγώ αυτό;» Αλλά μετά, δηλαδή σαν να ήρθαν όλα από μόνα τους, ενστικτωδώς, και βγαίνανε όλα σιγά-σιγά μόνα τους, και που ξύπναγα το βράδυ να την ταΐσω, και που τη θήλαζα. Βέβαια υπήρχε φόβος, γιατί θυμάμαι την πρώτη φορά που έκανε εμετό, ήτανε στις 5.00 η ώρα το πρωί, ο Βαγγέλης είχε φύγει και τη θήλαζα και έκανε εμετό. Αλλά ο φόβος ήταν τόσο πολύ μεγάλος που δεν... έπρεπε να την προστατεύσω, να την κάνω κάτι, αλλά δεν είχα επιλογές, να φωνάξω κάποιον, να ζητήσω βοήθεια ή να πάρω τηλέφωνο, γιατί τηλέφωνα δεν είχαμε τότε σπίτι. Οπότε την καθάρισα, την έπλυνα, την ξανατάισα πάλι και την έβαλα για ύπνο. Ήτανε δύσκολα, ήτανε δύσκολα. Αλλά βγήκαν όμως όλα, δηλαδή το ένστικτο καμιά φορά και της μάνας, σε οδηγούνε να κάνεις τα πράγματα έτσι όπως πρέπει να γίνουν. Και αυτό -πιστεύω- με βοήθησε πολύ.

Α.Κ.:

Πώς ένιωθες γι' αυτό το παιδί; Αφού και εσύ ήσουν ένα παιδί.

Λ.Β.:

Εγώ είχα ξεχάσει ότι είμαι παιδί και γι' αυτό το παιδί ένιωθα τα πάντα, ότι ήταν η ζωή μου όλη αυτό το παιδί, ότι αυτό είχα. Και γι' αυτό ήμουν πολύ υπερπροστατευτική, βέβαια έχω κάνει λάθη, δεν λέω, αλλά ότι ήτανε για εμένα τα πάντα αυτό το παιδί.

Α.Κ.:

Και πώς περνούσατε τη μέρα σας χωρίς βοήθεια;

Λ.Β.:

Η μέρα πέρναγε σχετικά πολύ γρήγορα, γιατί μέχρι να τη φροντίσω, να την ταΐσω, να προσπαθήσω να την κοιμίσω, να κάνω κάποιες δουλειές που έπρεπε να κάνω, να μαγειρέψω, να φροντίσω, γιατί είχα και τη φροντίδα του Βαγγέλη, που οι εποχές τότε ήτανε ότι «Εγώ είμαι ο άντρας δουλεύω και πρέπει να τα βρίσκω όλα έτοιμα». Έτσι μάλλον είχαμε μάθει και εμείς, αυτό τον τρόπο τον είχαμε μάθει, αυτό ήτανε, ότι έτσι έπρεπε να λειτουργούμε. Η γυναίκα να είναι στο σπίτι, την φροντίδα των παιδιών, τη φροντίδα του συζύγου, του σπιτιού. Οπότε δεν είχα πολλά περιθώρια για προσωπικά πράγματα, δηλαδή να πάω να φτιάξω τα μαλλιά μου, δεν υπήρχε αυτό τότε ή να πάμε για έναν καφέ. Η φροντίδα ήταν καθαρά προς το παιδί, βέβαια γέννησα και τέλος Μαρτίου, 29 Μαρτίου, μετά έφτιαξε ο καιρός, την έβγαζα βόλτα, την πήγαινα στις κούνιες[00:25:00]. Είχα και μια φίλη, που είχε και αυτή ένα κοριτσάκι, ήταν μεγαλύτερη κατά τέσσερα χρόνια, οπότε βρισκόμασταν από σπίτι σε σπίτι, καμιά βόλτα πάντα σε φίλους, σε σπίτι. Έτσι περνάγαμε.

Α.Κ.:

Έπαιξε ρόλο το ότι έγινες πολύ νέα μαμά και αναγκάστηκες να μεγαλώσεις ένα μωρό σε μικρή ηλικία το να καθυστερήσεις να κάνεις το δεύτερο;

Λ.Β.:

Ναι, έπαιξε πάρα πολύ ρόλο αυτό, γιατί ναι μεν ήθελα και ένα δεύτερο παιδί, αλλά επειδή δεν είχα βοήθεια, δεν ήξερα τι σημαίνει βοήθεια και όλο αυτό μου φαινόταν πολύ βουνό, για να το ξαναπεράσω, το καθυστερούσα. Βέβαια, μετά από λίγο καιρό, όταν η Γλυκερία ξεκίνησε πήγαινε σχολείο και αυτά, είχα πιάσει και δουλειά. Ήθελα να δουλέψω, αλλά έπρεπε να κάνω και δεύτερο παιδί, γιατί ήθελα να μην είναι μόνη της η Γλυκερία. Και μετά από εννιά χρόνια, έκανα δεύτερο παιδί.

Α.Κ.:

Μετά τα πράγματα ήταν πιο εύκολα;

Λ.Β.:

Ήταν πιο ώριμα, γιατί ήμουνα και εγώ πιο ώριμη. Ήμουνα λίγο πιο συνειδητοποιημένη από την πρώτη φορά, γιατί έπρεπε να κάνω δεύτερο παιδί. Και έτσι ήρθε στον κόσμο το δεύτερο παιδί.

Α.Κ.:

Είχες βοήθεια τότε;

Λ.Β.:

Βοήθεια τότε ναι είχα, γιατί είχε έρθει η μαμά μου, όταν γέννησα, στο δεύτερο παιδί. Είχε έρθει και η αδερφή μου νωρίτερα, πριν γεννήσω, που επίσης, και αυτή είχε τότε ένα μωρό ενός έτους. Οπότε ήταν πιο καλά τα πράγματα στη δεύτερη γέννα και στο δεύτερο ξεκίνημα με το μωρό. Ήταν η μαμά μου εδώ, έμεινε 40 μέρες, με βοήθησε αρκετά. Βέβαια και εκεί ήταν δύσκολα τα πράγματα, γιατί είχα ένα παιδί στην ηλικία των 9 χρονών, 9 με 10 χρονών, που έπρεπε να αντεπεξέρθει στο σχολείο, διάβασμα, είχε τη δικιά του ζωή, ρε παιδί μου, ήταν τελείως διαφορετικό απ' το μωρό. Έπρεπε να πηγαίνει στις δραστηριότητες, στα αγγλικά, σε οτιδήποτε σε άλλη δραστηριότητα που έκανε. Θυμάμαι τότε, η Γλυκερία πήγαινε χορό, έκανε αγγλικά, φροντιστήριο, οπότε παράλληλα, και με το μωρό, έπρεπε να είμαι και με ένα παιδί, που οι ανάγκες του ήτανε διαφορετικές από του μωρού, να είμαι εκεί. Ένιωθα βέβαια ότι την είχα παραμελημένη λιγάκι, αλλά εντάξει, τα καταφέραμε και εκεί.

Α.Κ.:

Θεωρείς ότι πέρασες πιο δύσκολα όταν έκανες ένα μωρό σε μικρή ηλικία ή όταν είχες και τα δύο με μεγάλη διαφορά ηλικίας;

Λ.Β.:

Όχι, δεν ξέρω εδώ αν παίζει ρόλο και θέμα χαρακτήρα, γιατί ποτέ δεν είπα ότι κουράστηκα ή ότι μου είναι βάρος τα παιδιά. Δεν το ξέρω αυτό να σου πω έτσι με σιγουριά. Και τα δύο παιδιά, κάθε παιδί είχε τη δικιά του δυσκολία. Το πρώτο ήταν ότι και εγώ ήμουνα μικρή, το δεύτερο το ότι είχα δύο παιδιά.

Α.Κ.:

Έγινες πολύ νέα μαμά, αλλά και έγινες και πολύ νέα γιαγιά-

Λ.Β.:

Ναι!

Α.Κ.:

Στα 49 σου χρόνια.

Λ.Β.:

Ναι!

Α.Κ.:

Πώς νιώθεις;

Λ.Β.:

Υπέροχα! Είναι κάτι το οποίο είναι περίεργο το συναίσθημα, να βλέπεις αυτό το παιδάκι, που το έφερα εγώ στον κόσμο, να έχει τώρα ένα δικό του μωρό. Και είναι, δεν περιγράφεται το συναίσθημα αυτό, ό,τι και να σου πω, με όσα λόγια και να σου πω, είναι κάτι το… έτσι όπως νιώθω δεν περιγράφεται. Δεν περιγράφεται.

Α.Κ.:

Θέλεις πολλά εγγόνια;

Λ.Β.:

Δεν ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί αυτό. Θέλω τα παιδιά μου να είναι καλά, να είναι ευτυχισμένα, και αυτό είναι κομμάτι δικό τους, αν εμένα θα μου προσφέρουν εγγόνια. Αυτό, ό,τι και να κάνουνε, εγώ θα είμαι καλά.

Α.Κ.:

Αν γυρνούσες το χρόνο πίσω, θα έκανες όλα αυτά που έκανες στη ζωή σου ή θα άλλαζες κάτι;

Λ.Β.:

Όχι, πιστεύω ότι όχι δεν θα άλλαζα, όσο δύσκολο και να ήταν αυτό. Γιατί ένας γάμος σε αυτή την ηλικία που είμαι τώρα, στα 49 μου χρόνια, με έναν γάμο 36 ετών, κλείσαμε τα 36 πάμε για τα 37, ήτανε μια πολύ καλή, ήσυχη ζωή, δεν είχαμε εντάσεις, αυτό έπαιξε ρόλο βέβαια και σαν χαρακτήρας ο Βαγγέλης, γιατί ήταν αυτός ένας άνθρωπος ήρεμος, σαν να ήμασταν μαζί ο ένας για τον άλλον; Βέβαια δεν υπήρχε αυτό το… μπορεί να μην εκφραζόμαστε με το «αγάπη μου» «μωρό μου» «καλημέρα μωρό μου» «καληνύχτα αγάπη μου» «τι θες χαρά μου;» και λοιπά, τα γλυκόλο[00:30:00]γα. Αλλά τώρα, φτάσαμε σε μία φάση που επικοινωνούμε με... έχουμε φτάσει στο σημείο τώρα, ρε παιδί μου, να επικοινωνούμε χωρίς… δεν χρειάζεται να μιλάμε, επικοινωνούμε, ξέρει ο ένας τι θα πει ο άλλος και είμαστε καλά, γι' αυτό. Πιστεύω ότι δεν θα τα άλλαζα όλα αυτά που έχω περάσει μέχρι τώρα. Βέβαια ήταν πολύ δύσκολο, για να μπορείς να ανταπεξέρθεις, βέβαια έχει ένα ψυχολογικό κόστος αυτό, έχει ψυχολογική κούραση πιο πολύ. Αλλά μπροστά σε αυτά που βλέπω σήμερα, τη μεγάλη την κόρη μου με το εγγονάκι, τη δεύτερη την κόρη μου που προχωράει και αυτή στη ζωή της, έχει πάρει το πτυχίο της, σιγά-σιγά... Θεωρώ ότι αυτά έχω να πω, δεν έχω να πω κάτι άλλο για εμένα.

Α.Κ.:

Ωραία. Εύχομαι να είσαι καλά.

Λ.Β.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Α.Κ.:

Να δεις τα παιδιά σου όπως επιθυμείς.

Λ.Β.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Α.Κ.:

Να δεις και άλλα εγγόνια.

Λ.Β.:

Ευχαριστώ.

Α.Κ.:

Και όλα να είναι καλά.

Λ.Β.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Α.Κ.:

Και εγώ σε ευχαριστώ πολύ.

ΤΕΛΟΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ