© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ένας μαύρος Έλληνας

Istorima Code
9817
Story URL
Speaker
Λουκάς Κεμαβόρ (Λ.Κ.)
Interview Date
29/12/2019
Researcher
Βασίλης Κουτσογιάννης (Β.Κ.)
Λ.Κ.:

[00:00:00]Γεια σας, ονομάζομαι Λούκας Κεμαβόρ και είμαι γεννηθείς το ‘94 τον Αύγουστο, 24 του μήνα.

Β.Κ.:

Πού γεννήθηκες;

Λ.Κ.:

Στην Αθήνα, στο «Μητέρα» συγκεκριμένα, απ’ ό,τι θυμάμαι.

Β.Κ.:

Στο «Μητέρα». Καταγωγή;

Λ.Κ.:

Καταγωγή. Η μητέρα μου είναι από την Ελλάδα, από την Νάξο συγκεκριμένα, και ο πατέρας μου είναι από την Γκάνα. Τώρα, η δική μου καταγωγή ακριβώς, δεν ξέρω να σου πω.

Β.Κ.:

Εσύ έχεις γεννηθεί, είπαμε, εδώ. Και σε ποια περιοχή μεγάλωσες;

Λ.Κ.:

Στην Κυψέλη μέχρι τα 9-10 και μετά μεγάλωσα στην Νέα Ιωνία το υπόλοιπο.

Β.Κ.:

Και ο πατέρας σου πότε έρχεται Ελλάδα;

Λ.Κ.:

Ο πατέρας μου έρχεται Ελλάδα με ένα μεγάλο τότε κύμα μετανάστευσης από την Αφρική, το ‘90, κάπου στο ‘90, ναι.

Β.Κ.:

Και ο λόγος που μεταναστεύει;

Λ.Κ.:

Τώρα δεν ξέρω από πού να το πιάσω, αλλά, ναι, λογικά είναι οικονομικοί οι λόγοι για τους οποίους μεταναστεύει. Και είναι ένα σύστημα με το οποίο λειτουργούνε οι αφρικανικές χώρες γενικότερα. Αυτό είναι κάτι που το έμαθα αφού μεγάλωσα. Κάνουν πολλά παιδιά και είναι σαν να αποτελούν το κεφάλαιο της οικογένειας τα παιδιά ουσιαστικά. Και αυτά τα παιδιά τα στέλνουνε σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, κυρίως στην Ευρώπη και στην Αμερική εννοείται, γιατί βγάζουν περισσότερα λεφτά, και μετά αυτά τα παιδιά στηρίζουν τις οικογένειές τους πίσω στην Αφρική, σε όποια χώρα είναι. Και φαντάζομαι ότι με αυτό το σύστημα έτυχε να έρθει στην Ελλάδα ο πατέρας μου. Και ήρθε και το ‘90 —έτσι;—, που δεν είναι καθόλου τυχαία περίοδος. Ήταν καλά τα πράγματα στην Ελλάδα. Ίσως και ‘80 να ήρθε, τώρα που το σκέφτομαι.

Β.Κ.:

Και δηλαδή πόσο χρονών ήρθε εδώ;

Λ.Κ.:

Ήρθε 20 χρόνων.

Β.Κ.:

Κι εσύ γεννιέσαι, είπαμε, εδώ. Πού πας σχολείο, Δημοτικό;

Λ.Κ.:

Πάω Δημοτικό στο 30, στην Κυψέλη.

Β.Κ.:

Πού είναι αυτό;

Λ.Κ.:

Είναι στην Κερκύρας, ναι, Κερκύρας και Κασταλίας, ένα πάρα πολύ ωραίο σχολείο, πράγμα το οποίο το συνειδητοποίησα αφότου μεγάλωσα. Ήταν άρτια η αρχιτεκτονική του, πολύ καλά διαμορφωμένο σχολείο για παιδιά. Είχε εσωτερικούς χώρους, είχε πολλές αίθουσες πολλαπλών χρήσεων και όλα αυτά. Ήταν ολοήμερο γενικά και τρώγαμε εκεί πέρα το φαγητό μας το μεσημεριανό. Ήταν πολύ ωραίο σχολείο.

Β.Κ.:

Για πάμε να δούμε λίγο την ταυτότητα του μετανάστη δεύτερης γενιάς. Πώς είναι αυτό στο Δημοτικό, τουλάχιστον σε αυτό το σχολείο που είσαι μέχρι την…

Λ.Κ.:

Μέχρι την τετάρτη Δημοτικού, μέχρι και την τετάρτη Δημοτικού. Και είναι πολύ περίεργη αυτή η ταυτότητα, γιατί δεν συνειδητοποιείς ποτέ ότι την έχεις μέχρι να πας όντως σχολείο. Εγώ γενικά συνήθιζα να αλανίζω πάρα πολύ όταν ήμουνα μικρός και πριν καν πάω σχολείο έβγαινα στην πλατεία και έπαιζα με τις ώρες. Και στην πλατεία γινόταν το εξής: Η Κυψέλη γενικά είναι μία πολυπολιτισμική περιοχή και έβλεπες στην πλατεία όλες τις εθνικότητες που υπήρχαν. Όμως, πηγαίνοντας στο σχολείο —επειδή ήταν και πολύ καλό σχολείο. Δεν ξέρω πώς έτυχε να πάω σε αυτό το σχολείο γενικά— όλες αυτές οι εθνικότητες εξαφανιζόντουσαν. Και εκεί πέρα που έβγαινα στην πλατεία και είχα Ρώσους, Πολωνούς, Αλβανούς, Αφρικανούς, Φιλιππινέζους και ένα σωρό άλλες εθνικότητες που παίζαμε όλοι μαζί, στο σχολείο ξαφνικά ήμουνα εγώ ο μοναδικός μαύρος και άλλα δύο άτομα, που ήτανε η αδερφή μου και ο αδερφός μου, σε ολόκληρο το σχολείο. Και εκεί πέρα ξεκίνησα να συνειδητοποιώ ότι όντως έχω μία ταυτότητα ιδιαίτερη. Και αυτό. Θυμάμαι και την πρώτη μου μέρα στο σχολείο, που ήταν πολύ έντονη συναισθηματικά, γιατί είχα φτάσει στο σχολείο αργοπορημένος —από τότε. Και μπαίνω μες στην αίθουσα και ήταν όλα τα παιδιά παραταγμένα, καθόντουσαν περιμετρικά της αίθουσας σε πάγκους. Και πήγα να καθίσω στο πρώτο κενό που βρήκα και το παιδί που καθόμουνα δίπλα του σηκώθηκε και έφυγε και πήγε πιο δίπλα να κάτσει. Και συνεχίστηκε αυτό για άλλα δύο τρία παιδιά μέχρι να τους σταματήσει η δασκάλα με το να φεύγουν από δίπλα μου επειδή καθόμουνα εκεί. Και αυτή ήταν και η πρώτη μου μέρα στο σχολείο, που συνειδητοποίησα ότι υπάρχει κάτι. Μετά συνειδητοποίησα ότι είναι ταυτότητα αυτό και πώς διαμορφώνεται.

Β.Κ.:

Στην πλατεία που αναφέρθηκες, σε ποια πλατεία;

Λ.Κ.:

Πλατεία Κυψέλης, επονομαζόμενη. Κανονικά λέγεται Πλατεία Καραϊσκάκη, αλλά...

Β.Κ.:

Όλοι Πλατεία Κυψέλης τη λένε.

Λ.Κ.:

Ε ναι. Κολοκοτρώνη; Τέλος πάντων. Κάποιος ήρωας του ‘21.

Β.Κ.:

Άλλα που θυμάσαι από αυτό το σχολείο;

Λ.Κ.:

Από αυτό το σχολείο… Είχαμε καλούς δασκάλους, είχαμε και κακούς δασκάλους. Και θυμάμαι τους καλούς, εννοείται, οι οποίοι, επειδή δεν είναι μόνο ότι είχα ταυτότητα μετανάστη δεύτερης γενιάς, που είναι πολύ εμφανέστατη γιατί είμαι μαύρος… Είχα και ταξική ταυτότητα. Και ξεκάθαρα ήμουνα αν όχι το πιο φτωχό, εγώ και τα αδέρφια μου, από τα πιο φτωχά παιδιά [00:05:00]του σχολείου. Και πολλές φορές πήγαινα χωρίς να έχω... Δηλαδή, τρώγαμε στο ολοήμερο και ήμουν από τα παιδιά που δεν είχαν ποτέ ή σχεδόν ποτέ φαγητό μαζί τους. Κι ήταν πολλοί δάσκαλοι που καταλαβαίνανε και αυτή την πλευρά της ταυτότητάς μου και της κατάστασής μου και με βοηθούσαν σε αυτό. Μου λέγανε: «Πήγαινε πάρε μου, -ξέρω ‘γω- από το κυλικείο κάτι». Με βάζανε να κάνω μια αγγαρεία και μου λέγανε: «Πάρε κι εσύ ό,τι θες». Και έβγαζα έτσι τα γεύματα μου. Ή περίσσευαν… Παιδιά ξεχνούσαν μες στα ψυγεία τα γεύματά τους και άμα ήταν εκεί πέρα για κάνα δυο τρεις μέρες, μετά οι κυριούλες που ήταν εκεί μέσα, που σου ζεσταίναν το φαγητό στο φούρνο μικροκυμάτων, μου το δίνανε και το ‘τρωγα εγώ. Και θυμάμαι κάτι τέτοια πραγματάκια. Και πολλές φορές που έκανα κοπάνα από το σχολείο και με ψάχνανε θυμάμαι. Το ‘σκαγα εκεί πέρα, πήδαγα απ’ τα κάγκελα που ‘χα συνηθίσει, γιατί στο σχολείο όταν τελείωνε η σχολική ημέρα μαζευόμασταν όλα τα παιδιά εκεί πέρα. Δηλαδή, άλλαζαν τελείως τα δημογραφικά στο σχολείο όταν ήταν ανοιχτό και όταν έκλεινε. Όταν έκλεινε, το σχολείο γινόταν σαν την πλατεία και ερχόντουσαν εκεί πέρα όλες οι εθνικότητες και παίζαμε μπάλα, που είχε πάρα πολλή πλάκα. Παίζαμε μπάλα. Το πιο συνηθισμένο ήτανε Αλβανοί, Έλληνες και Πολωνοί. Είχαμε σαν εθνικές ομάδες. Και εγώ ήμουνα στην ομάδα των Ελλήνων συνήθως, ασχέτως πώς ένιωθα εγώ και πώς με κάναν να νιώθω στο σχολείο αυτοί οι ίδιοι οι Έλληνες.

Β.Κ.:

Μου ‘κανε εντύπωση και θα ‘θελα, αν έχεις να πεις κάτι παραπάνω, κάπως αυτή η αντίθεση που κάνεις πλατεία-σχολείο, ότι η πλατεία ήταν... Καταρχάς, πώς τυχαίνει… Είπες κάτι, ότι ήταν καλό σχολείο και δεν ξέρεις και εσύ πώς πήγες εκεί. Τι εννοείς καλό σχολείο; Καταρχάς, λες ότι δεν είχε και μετανάστες, δεν είχε άλλους μετανάστες εκτός από εσένα και τα αδέρφια σου.

Λ.Κ.:

Είχε μερικούς Αλβανούς, που, ξέρεις, κάνανε πολύ πιο εύκολα, μπαίνανε πολύ πιο εύκολα στο σύνολο, γιατί δεν κάνει μπαμ η ταυτότητά τους. Και ακόμα και μπαμ να κάνει, είναι τόσοι πολλοί που μπορούν να δημιουργήσουν μια κοινότητα μέσα στο σχολείο.

Β.Κ.:

Υπήρχε τέτοιο πράγμα;

Λ.Κ.:

Υπήρχε ναι, εννοείται.

Β.Κ.:

Ωραία. Αν θες να πεις κάτι παραπάνω για αυτή την αντίστιξη που έκανες, αλλιώς προχωράμε, με το πλατεία-σχολείο.

Λ.Κ.:

Ναι. Είπα ότι ήταν καλό σχολείο όσον αφορά τις υποδομές του και το πώς ήταν χτισμένο. Δηλαδή, χρόνια μετά —βασικά όχι χρόνια μετά, αφότου πήγα στο σχολείο στην Νέα Ιωνία— κατάλαβα εξαρχής πως το προηγούμενο σχολείο που ήμουνα ήταν κατά πάρα πολύ ανώτερο αρχιτεκτονικά. Και χρόνια μετά όταν μπήκα στη σχολή όπου σπούδασα, στο bachelor, Δημόσια Υγεία, είχαμε ένα μάθημα που λεγόταν «Σχολική Υγιεινή». Και κάναμε διάφορα. Αναλύσαμε πολύ το πώς πρέπει να είναι χτισμένα τα σχολεία. Και το δικό μου σχολείο το πρώτο, το Δημοτικό, ήταν ένα σχολείο ιδανικά φτιαγμένο. Δηλαδή, ήταν βάσει αυτής της νομοθεσίας φτιαγμένο ολόκληρο, ολόκληρο.

Β.Κ.:

Οπότε, για να γυρίσω σε αυτή την αντίστιξη που έκανες, τα υπόλοιπα παιδιά από την πλατεία, που είναι Πολωνοί, Ρώσοι, Φιλιππινέζοι κλπ., πού πάνε σχολείο;

Λ.Κ.:

Αυτοί φαντάζομαι και λογικό είναι να πηγαίνουν σε γύρω σχολεία. Αυτό. Αλλά, δεν συναντιόμασταν, δηλαδή όντως δεν ξέρω πώς ακριβώς προέκυψε αυτό το πράγμα. Δηλαδή, με τους περισσότερους φίλους μου δεν τους ήξερα. Δεν υπήρχαν στο σχολείο μου οι περισσότεροί μου φίλοι. Η πλατεία ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Και όντως η Κυψέλη έχει πάρα πολλά σχολεία γύρω, γιατί είναι πολύ πυκνοκατοικημένη περιοχή, άρα είναι πολύ λογικό η πλατεία να είναι το κέντρο όλης αυτής της δραστηριότητας της κοινωνικής. Και υπήρχαν και παιδιά από άλλες ηλικίες κιόλας στο σχολείο. Δηλαδή, βγαίναν και παιδιά που δεν πηγαίναν σχολείο, παιδιά που πήγαιναν σε όλο το... πηγαίνανε Δημοτικό από την πρώτη μέχρι την έκτη Δημοτικού, και υπήρχαν και παιδιά που πήγαιναν και Γυμνάσιο. Αλλά, ήμασταν όλοι μαζί και παίζαμε.

Β.Κ.:

Τουλάχιστον μέχρι την τετάρτη Δημοτικού σε αυτό το σχολείο —μετά θα πάμε και στη συνέχεια— οι παρέες που διαλέγεις να κάνεις; Έχεις φίλους από το σχολείο;

Λ.Κ.:

Έχω ελάχιστους φίλους από το σχολείο.

Β.Κ.:

Εννοώ εκείνη την περίοδο.

Λ.Κ.:

Ναι, ναι. Έχω ελάχιστους φίλους, δηλαδή οι φίλοι που έχω από το σχολείο είναι Αλβανοί που βγαίνουν και στην πλατεία, γιατί τα παιδιά τα Ελληνάκια δεν βγαίναν στην πλατεία, δεν είχαν την ίδια ελευθερία από τους γονείς τους που είχαμε εμείς. Δηλαδή, εγώ ουσιαστικά μπορούσα να πάω ανά πάσα στιγμή στην πλατεία, όπως και οι υπόλοιποι Αλβανοί, γιατί οι γονείς μας απλώς δεν ήτανε τόσο αυστηροί ή δεν ασχολιόντουσαν αρκετά ώστε να μας μαζέψουν από την πλατεία. Άρα ναι, αυτοί ήταν οι φίλοι μου που έκανα στο σχολείο, αυτοί και ένα παιδί το οποίο ήρθε στη δευτέρα Δημοτικού και ήταν από το Ιράκ. Είχε έρθει στα πλαίσια του πολέμου. Άνηκε στις χριστιανικές μειονότητες από την Ανατολή, δε θυμάμαι πώς λέγονται.

Β.Κ.:

Μαρωνίτες.

Λ.Κ.:

Ωραία. Και είχε έρθει εκεί πέρα και κάναμε πάρα πολύ παρέα με αυτό το παιδί, γιατί ήμασταν… όντας αυτός που είμαι εγώ από το background που έρχομαι, ένιωθα πολλή [00:10:00]οικειότητα μαζί του και αυτός ένιωθε πολλή οικειότητα μαζί μου, γιατί ήμασταν σε ένα σχολείο που νιώθαμε και οι δύο σαν άλλοι. Άρα, κολλήσαμε μαζί και κάναμε πολλή παρέα όσο ήμουν ακόμα στο Δημοτικό. Μετά που έφυγα από αυτό το σχολείο, σταματήσαμε να κάνουμε και παρέα, γιατί είναι εποχή που δεν υπήρχαν τα κινητά, δεν υπήρχε αυτή η αμεσότητα μέσω του ίντερνετ κι όλα αυτά και απλώς σπάσαμε, γιατί άλλαξα τελείως περιοχή. Αλλά, αυτός ήταν ο φίλος μου.

Β.Κ.:

Οπότε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εσύ νιώθεις πιο οικεία και πιο κοντά με τους μετανάστες δεύτερης γενιάς στο σχολείο.

Λ.Κ.:

Ναι. Και μετανάστες πρώτης γενιάς. Γενικά, μετανάστες και οτιδήποτε—

Β.Κ.:

Με τους μη Έλληνες.

Λ.Κ.:

—η ελληνική κοινωνία θεωρεί μειονότητα.

Β.Κ.:

Όσον αφορά τους γονείς σου, πώς... Σου λέγανε κάτι για το πώς να διαχειρίζεσαι αυτό το πράγμα, σου δίνανε συμβουλές, κάτι, οτιδήποτε;

Λ.Κ.:

Τον πατέρα μου… Δεν μεγαλώσαμε μαζί γιατί είχε μπει στη φυλακή λόγω εμπορίου ναρκωτικών. Πολύ συνηθισμένο σε κοινότητες, σε μετανάστες από την Αφρική πρώτης γενιάς, που εν μέρει έχει να κάνει με τον ίδιο τους τον εαυτό, αλλά έχει να κάνει κυρίως, πιστεύω, με την ενσωμάτωση, με το σύστημα ενσωμάτωσης της Ελλάδας, το οποίο ήταν και εξακολουθεί να είναι παντελώς ανύπαρκτο. Δηλαδή, ένας άνθρωπος που έρχεται εδώ πέρα το ‘80 από μία τελείως διαφορετική χώρα, δεν ξέρει καθόλου πώς λειτουργεί η ελληνική κοινωνία, δεν υπάρχει σχολείο για να του μάθει τη γλώσσα και, παρόλο που ο πατέρας μου ήταν μορφωμένος, δηλαδή ήταν μηχανικός στα πλοία, δεν μπορούσε να βρει δουλειά εδώ πέρα, όπως θα μπορούσε να βρει ένας Έλληνας αντίστοιχα… Και αυτό σε βοηθάει να μείνεις ξένος. Και από τη στιγμή που γεννιέται και το παιδί σου και είναι και αυτό ξένο στην ίδια χώρα που έχει γεννηθεί —όχι εγώ προσωπικά, γιατί η μητέρα μου ήταν Ελληνίδα, αλλά οι υπόλοιποι μετανάστες δεύτερης γενιάς απλώς δεν έχουν άδεια. Βασικά, πρέπει να έχουν μία άδεια παραμονής που να την ανανεώνουνε. Και πιστεύω πως αυτές είναι οι συνθήκες που κάνουν έναν άνθρωπο να παρανομήσει με τέτοιο τρόπο, γιατί δεν ήταν ότι είχε καμία παραβατική συμπεριφορά, να πεις πως ήταν κάνας δολοφόνος ή κάτι τέτοιο. Ήταν ξεκάθαρα υλικές οι ανάγκες που τον έσπρωξαν στο να σπρώχνει ναρκωτικά.

Β.Κ.:

Οπότε, ουσιαστικά εσύ μεγαλώνεις με τη μητέρα σου σπίτι;

Λ.Κ.:

Ακριβώς.

Β.Κ.:

Την ίδια ερώτηση: Είτε η μητέρα σου είτε ο πατέρας σου πώς… Σου λέγανε κάτι για όλο αυτό, το πώς να διαχειρίζεται τη διαφορετική σου ταυτότητα;

Λ.Κ.:

Καθόλου, γιατί ήταν μία ταυτότητα που δεν τη βλέπανε. Δηλαδή, δε μπορείς, πιστεύω, γενικά σαν μάνα να δεις ότι το παιδί σου έχει μία ταυτότητα διαφορετική από το ότι είναι το παιδί σου και είναι δύσκολο να αντιληφθείς πώς βλέπει ο κόσμος ο υπόλοιπος το παιδί σου, παρόλο που η μάνα μου έχει πληγωθεί πάρα πολύ από το γεγονός ότι επέλεξε να κάνει οικογένεια με έναν μαύρο.

Β.Κ.:

Ναι, ε;

Λ.Κ.:

Ναι. Δεν πιστεύω πως βλέπει αυτή την ταυτότητα πάνω μας. 

Β.Κ.:

Οπότε, εσύ στο σπίτι έχεις μεγαλώσει μόνο με ελληνικά.

Λ.Κ.:

Ναι, ναι.

Β.Κ.:

Και πόσα αδέρφια έχεις, είπαμε;

Λ.Κ.:

Πέντε.

Β.Κ.:

Εσύ πού, σε ποια σειρά είσαι;

Λ.Κ.:

Εγώ είμαι ο τέταρτος.

Β.Κ.:

Για πάμε μετά, τι γίνεται στα 9, είπες;

Λ.Κ.:

Ναι. Στα 9 μέσω μιας εισαγγελικής κατηγορίας που γίνεται από τους γείτονες βρισκόμαστε σε ένα ίδρυμα το οποίο λέγεται Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων και είναι στην Νέα Ιωνία. Εξ ου και γιατί πήγα σχολείο στη Νέα Ιωνία μετά, επειδή ήμουνα σε αυτό το ίδρυμα.

Β.Κ.:

Εισαγγελική από γείτονες; Αν θες να πεις για αυτό;

Λ.Κ.:

Ναι, εισαγγελική από γείτονες. Ποτέ δεν μας χωνεύανε για διάφορους λόγους και σίγουρα ήτανε και το γεγονός ότι είχαμε αυτή τη ταυτότητα που είχαμε, σε συνδυασμό με το ότι είμαστε φτωχοί και άρα περνάμε πολύ διαφορετικά το χρόνο μας στο σπίτι. Δηλαδή, μιλάω για πολλή φασαρία στο σπίτι. Αλλά ναι, υπήρχαν και μερικοί που το κάνανε έχοντας στο μυαλό τους πώς όντως κάνουν κάτι καλό και όχι ότι εκδικούνται και ήταν κάποιοι που λέγανε ότι δεν μπορούν να μεγαλώνουν έτσι παιδιά για δικούς τους λόγους, που οι περισσότεροι για μένα ήταν άστοχοι. Αλλά, εντέλει σε μερικά βασικά πράγματα μάς βοήθησε πολύ που πήγαμε στο ίδρυμα. Άρα, βγήκανε εν μέρει ασπροπρόσωποι αυτοί που όντως το κάνανε για καλό.

Β.Κ.:

Χρησιμοποιείς πληθυντικό. Ποιοι πήγατε στο ίδρυμα;

Λ.Κ.:

Ήμουν εγώ κι ο αδερφός μου ο μεγάλος.

Β.Κ.:

Τα υπόλοιπα αδέρφια;

Λ.Κ.:

Τα υπόλοιπα αδέρφια… Οι δύο μεγαλύτερές μου αδερφές δεν πήγανε ποτέ σε ίδρυμα και για τα δύο μικρότερα αδέρφια, για τον αδερφό μου το μικρό, κάναμε εμείς οι ίδιοι εισαγγελική κατηγορία για να τον πάμε μέσα, στο ίδιο ίδρυμα που ήμασταν εγώ και ο αδερφός μου ο μεγάλος. Και με τη μικρή αργότερα κάναμε επίσης εισαγγελική κατηγορία για να την πάμε στην Κιβωτό του Κόσμου, γιατί θεωρούσαμε πως έχοντας την εμπειρία του να είμαστε σε ίδρυμα εγώ κι ο αδελφός μου καταλάβαμε πως είναι κάποια πράγματα τα οποία μπορούν να αποκομίσουν από το ίδρυμα τα μικρότερα αδέρφια. Και ναι, πήραμε αυτή την επιλογή [00:15:00]εμείς ουσιαστικά, τα παιδιά, παρόλο που η μάνα μου διαφωνούσε πάρα πολύ.

Β.Κ.:

Και πάλι αν θες να πεις, τι ήταν αυτό που... Δηλαδή, μίλησες κάπως ότι δεν μπορούσαν οι γείτονες να καταλάβουν. Συνέδεσες τη φτώχεια με το «Πώς περνούσαμε στο σπίτι» και για φασαρία. Για πες λίγο για αυτό και, αν θες να το συνδέσεις, με το ποιοι είναι οι λόγοι που όντως γίνεται αυτή η εισαγγελική.

Λ.Κ.:

Γιατί σε ένα σπίτι το οποίο δεν υπάρχει μία τάξη έτσι όπως την έχει συνηθίσει ο συνηθισμένος Έλληνας νοικοκύρης... αυτό. Δεν την έχει συνηθίσει αυτή τη δικιά μας τάξη.

Β.Κ.:

Η οποία είναι; Για περίγραψε τη λίγο, αν θες.

Λ.Κ.:

Δεν υπήρχε ποτέ ησυχία σ’ αυτό το σπίτι, που, άμα ρωτάς εμένα, σε ένα σπίτι που μεγαλώνουν τέσσερα και πέντε παιδιά είναι πολύ λογικό. Αλλά ναι, μας κάνανε συνέχεια παρατηρήσεις για την ησυχία, γιατί μπορεί να κοιμόμασταν 04:00 η ώρα το πρωί, μπορεί να ξυπνάγαμε μεσημέρι και ήταν τελείως διαφορετικά τα ωράριά μας και κάναμε πολλή φασαρία, και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Δηλαδή, θα μπορούσε να συμβαίνει το οτιδήποτε σε αυτό το σπίτι, αλλά αν κάναμε ησυχία δε θα γινόταν ποτέ κατηγορία —αυτό θέλω να πω με λίγα λόγια—, παρόλο που όντως υπήρχανε λόγοι που «έπρεπε» να γίνει μια εισαγγελική κατηγορία, που ήτανε ότι ήμασταν πάρα πολύ ελεύθεροι γενικά. Δηλαδή, είμαι σίγουρος πως στο μυαλό τους… Δηλαδή, είμαι σίγουρος γιατί το ξέρω τώρα πια που έχω μεγαλώσει και μένουν ακόμα στην πολυκατοικία αυτοί οι άνθρωποι ότι μας κάνανε την κατηγορία γιατί απλώς είχανε τελείως διαφορετικά στάνταρ ζωής στο μυαλό τους. Παρόλα αυτά, συμπτωματικά έτυχε να μας κάνει καλό αυτό σε κάποια πράγματα. Δηλαδή, το γεγονός ότι βγαίναμε εμείς απ’ το σπίτι και γυρνούσαμε όποτε γουστάραμε ουσιαστικά και αλητεύαμε στο δρόμο όσο θέλαμε και δεν μας έλεγε ποτέ τίποτα η μάνα μας σε αυτούς φαινόταν πολύ περίεργο. Δηλαδή, το να είμαι μόνος μου εγώ, τώρα, να είμαι 6 και 7 χρόνων και να παίζω στην πλατεία μέχρι τις 22:00-23:00 η ώρα το βράδυ και να τους βλέπω αυτούς να γυρνάνε σπίτια τους το βράδυ, τους φαινότανε σαν κάτι πάρα πολύ ξένο. Δηλαδή... Και καταλαβαίνω τώρα πια να λέγανε «Τι μπορεί να κάνει ένα παιδί τέτοια ώρα έξω;», δηλαδή, είναι επικίνδυνο για το παιδί, που όντως ήταν επικίνδυνο, αλλά δεν το νιώθαμε τότε.

Β.Κ.:

Και για πες γιατί για τη ζωή στο ίδρυμα, όσο θες να πεις.

Λ.Κ.:

Η ζωή στο ίδρυμα... το οποίο ίδρυμα, για να σου πω την αλήθεια —τώρα είναι συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης—, ποτέ δεν μας έδωσε να καταλάβουμε το λόγο που ήμασταν εκεί, πράγμα το οποίο ήταν πάρα πολύ ψυχοφθόρο στην αρχή, και αυτό γιατί η κοινωνική λειτουργός η οποία ανέλαβε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν το λιγότερο παντελώς ανίκανη και, επειδή δεν μπορούσε να διαχειριστεί όλη αυτή την κατάσταση, προτίμησε να μας πει ψέματα. Δηλαδή, ποια ήταν η μέρα μου στο ίδρυμα, η πρώτη μέρα, πώς έζησα όλη αυτή την εμπειρία: Ήρθε μια τύπισσα σπίτι μας. Είχε έρθει δυο τρεις φορές. Δεν ήξερα καν τι είναι, ποια είναι και τι κάνει. Και μία μέρα μας λέει: «Πάμε κατασκήνωση». Πήγαμε, ετοιμαστήκαμε για κατασκήνωση εγώ και ο αδερφός μου και αντί για κατασκήνωση μάς πήγαν στο ίδρυμα, που μετά όντως πήγαμε κατασκήνωση —πήγαμε κατασκήνωση μετά από δυο τρεις μέρες—, αλλά εννοείται πως καταλαβαίνεις από την πρώτη μέρα πως κάτι έχει πάει πολύ στραβά εδώ πέρα, κι αυτό όχι μόνο επειδή το νιώθεις και το αισθάνεσαι, αλλά γιατί είναι και τα υπόλοιπα παιδιά εκεί πέρα μέσα που ξέρουν ακριβώς την ιστορία σου μέχρι να μπεις εκεί και σε καθοδηγούν σε αυτή την εμπειρία πάρα πολύ. Και ήταν πολύ σημαντικό. Αλλά, ναι, αυτή ήταν η εισαγωγή μου στο ίδρυμα. Παρόλα αυτά, υπήρχε πολλή αλληλεγγύη στο ίδρυμα ανάμεσα στα παιδιά.

Β.Κ.:

Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω: Περίπου τι παιδιά είναι; Δηλαδή...

Λ.Κ.:

Είναι παιδιά από αντίστοιχο background σαν και μένα. Έχουμε όλοι σαν κοινό παρονομαστή τη φτώχεια. Αλλά, και ταυτότητα εθνική μπορεί να είχαμε κοινή. Έχουμε πολύ κοινή ιστορία, απλώς αλλάζουνε λεπτομέρειες ουσιαστικά. Αλλά, είναι τέτοια παιδιά από φτωχές οικογένειες κυρίως ή από οικογένειες που οι γονείς τους μπορεί να είχανε ιατρικά προβλήματά ή ψυχιατρικά προβλήματα, που δεν μπορούσαν να φροντίσουν τα παιδιά τους καθόλου. Ή ήταν άνθρωποι σαν τη δικιά μας οικογένεια, που μεγαλώναν τα παιδιά τους με έναν τρόπο τόσο διαφορετικό από αυτόν που έχει συνηθίσει ο μέσος Έλληνας, που απλώς καταγγέλθηκαν για αυτά και βρέθηκαν εκεί πέρα, δίχως να σημαίνει πως αυτό δεν τους έκανε καλό εντέλει, όπως και σε εμάς.

Β.Κ.:

Οπότε, τα περισσότερα παιδιά στο ίδρυμα ήταν επίσης παιδιά μεταναστών;

Λ.Κ.:

Τα περισσότερα όχι. Τη στιγμή που πήγα εγώ στο ίδρυμα τα περισσότερα ήταν Ελληνάκια, αλλά υπήρχαν και από άλλες εθνικότητες. Υπήρχαν πολλοί Αλβανοί, υπήρχαν τσιγγάνοι [00:20:00]αρκετοί. Ναι, τέτοιες εθνικότητες παιζόντουσαν όταν πήγα. Αλλά, ανά διαστήματα αλλάζανε παιδιά. Δηλαδή, ερχόντουσαν παιδιά, φεύγανε παιδιά και αλλάζανε πάρα πολύ τα δημογραφικά. Αλλά, πάντα ήμασταν fifty-fifty οι ξένοι με τους Έλληνες, στο ίδρυμα.

Β.Κ.:

Και πόσα παιδιά περίπου μέναν εκεί όταν ήσουν μέσα;

Λ.Κ.:

Άλλαζε και αυτό συνέχεια. Όταν μπήκα εγώ και ο αδερφός μου ήμασταν δώδεκα-δεκατρία παιδιά και λίγο πριν φύγω ήμασταν είκοσι. Και αλλάζανε, παιζόντουσαν ανάμεσα σε αυτούς τους αριθμούς.

Β.Κ.:

Την ίδια ερώτηση που κάναμε πριν για το σχολείο, μες στο ίδρυμα με τι κόσμο κάνεις παρέα, ποια παιδιά;

Λ.Κ.:

Μες στο ίδρυμα κάνεις παρέα με όλους, κάνεις παρέα με όλους, γιατί έχετε πολλά κοινά βιώματα που σε φέρνουν κοντά. Δηλαδή, δεν μπορείς να είσαι μέσα στο ίδρυμα και να μην κάνεις παρέα με κάποιον. Μπορεί κάποιον να μην τον πηγαίνεις, αλλά είναι ουσιαστικά μία καινούργια οικογένεια, και όσο και να μη σου αρέσουν κάποια πράγματα στην οικογένειά σου εξακολουθεί να είναι η οικογένειά σου. Αυτή ήταν η σχέση μας ολονών όταν ήμασταν εκεί πέρα στο ίδρυμα.

Β.Κ.:

Οπότε, και εσύ το βίωνες αυτό ως οικογένεια εκεί μέσα;

Λ.Κ.:

Ακριβώς, ναι, ακριβώς. Και όλα τα υπόλοιπα πράγματα τα οποία ενδεχομένως να μας χωρίζανε, δεδομένου το ότι είχαμε δεχτεί μία ελληνική παιδεία και μπορεί να βλέπαμε το διαφορετικό, το ρατσισμό και όλα αυτά, αποδομούντανε τελείως από την αρχή. Δηλαδή, είχαμε πάρα πολύ το να πιάνουμε κάποιον και να πιάνουμε ένα χαρακτηριστικό του το οποίο τον κάνει να ξεχωρίζει, ένα χαρακτηριστικό το οποίο σίγουρα μέχρι τότε έχει νιώσει πως τον έχει κάνει διαφορετικό από τους υπόλοιπους και τον έχει στοχοποιήσει, και το πιάναμε αυτό πέρα και μ’ έναν πολύ βάναυσο τρόπο, που ήταν να τον κοροϊδεύουμε όλη μέρα, αποδομούνταν τελείως αυτό το στοιχείο. Άρα, το γεγονός το ότι εγώ ήμουνα μαύρος αποδομήθηκε με αυτόν τον τρόπο τελείως, το γεγονός ότι κάποιος άλλος είναι Αλβανός αποδομήθηκε τελείως, το γεγονός ότι κάποιος είναι τσιγγάνος αποδομήθηκε τελείως και έμενε μόνο ο πυρήνας της ταυτότητάς μας, που είχε να κάνει πιο πολύ με τα βιώματα μας και τα συναισθήματά μας παρά με το τι έβλεπε ο κόσμος σαν εικόνα.

Β.Κ.:

Οπότε, μετά εκεί συνεχίζεις σχολείο στη Νέα Ιωνία; Το Δημοτικό;

Λ.Κ.:

Ναι. Στο 11ο νομίζω, πρέπει να λεγότανε.

Β.Κ.:

Κι εκεί πώς ήτανε;

Λ.Κ.:

Εκεί πέρα έπαθα ένα πολιτισμικό σοκ, είναι αλήθεια, γιατί όχι μόνο μπορούσα να καταλάβω ότι ήτανε ακόμα πιο έντονο το ταξικό κομμάτι, γιατί φαινόντουσαν ότι τα παιδιά όλα… Ας πούμε, πολλά παιδιά είχανε κινητό, είχανε ποδήλατα, ερχόντουσαν… Είχαν λεφτά πάνω τους και πήγαιναν στο κυλικείο και αγόραζαν πράγματα, πράγματα τα οποία στο σχολείο μου στην Κυψέλη, παρόλο που νόμιζα πως είναι... Παρόλο που μου φαινόντουσαν τα υπόλοιπα παιδιά πλούσια, δεν ήταν καμία σχέση με τη Νέα Ιωνία. Όλοι είχανε μπαλκόνι στο σπίτι τους, που εγώ έχω συνηθίσει στην Κυψέλη να βλέπω σπίτια φίλων μου που οι περισσότεροι μένανε σε υπόγεια, ούτε καν ημιυπόγεια, να μένουν σε ορόφους που έχουν ένα πολύ μικρό μπαλκονάκι. Δηλαδή, όταν πήγα… Το νιώθεις αυτό στην Νέα Ιωνία. Τελείως άλλη η αρχιτεκτονική της περιοχής ολόκληρης. Βλέπεις πιο πολύ πράσινο γύρω σου. Ναι, και έγινε πιο έντονη η ταυτότητα η ταξική, αλλά όχι μόνο αυτό. Ήταν και η φυλετική ταυτότητα μου πολύ πιο ιδιαίτερη, γιατί μπαίνοντας μες στην τάξη το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κοιτάξω γύρω μου και να ψάξω τους ξένους. Και είδα ότι στην τάξη μας υπήρχε μόνο ένας Αλβανός, μόνο ένας Αλβανός, και ήταν και άλλη μία Αλβανίδα, η οποία ήταν αυτή που δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι ήταν Αλβανίδα, γιατί υπήρχε όλη αυτή η κατακραυγή και ενσωματώθηκε τελείως μέσα στην ελληνική κοινωνία. Αυτό. Και έπαθα σοκ εκεί πέρα. Παρόλο που στο παλιό μου σχολείο υπήρχαν πολλοί λιγότεροι Αλβανοί σε σχέση με την πλατεία, εκεί ήτανε τίποτα. Δηλαδή, στο σχολείο να ήτανε τρία παιδιά που ήταν από την Αλβανία, που με αυτούς έκανα παρέα, εννοείται, το πρώτο διάστημα. Αλλά ναι, ήταν σοκ μεγάλο.

Β.Κ.:

Και μετά, Γυμνάσιο-Λύκειο;

Λ.Κ.:

Γυμνάσιο-Λύκειο πάλι στην Νέα Ιωνία. Αλλά, όπως γίνεται και στην Κυψέλη, όταν πηγαίνεις στο Γυμνάσιο μαζεύονται πιο πολλά παιδιά από διαφορετικά δημοτικά σχολεία, που δίνουνε μια άλλη ποικιλία. Δηλαδή, πάλι καλά, υπήρχαν πιο πολλοί Αλβανοί στο Γυμνάσιο και ένιωθα καλύτερα. Αλλά ναι, είχα συνηθίσει κιόλας. [00:25:00]Δηλαδή, είχα καταφέρει μέχρι το Γυμνάσιο, και ειδικά μέχρι το Λύκειο, και με τη βοήθεια της Στέγης να αποδομήσω τελείως τη φυλετική μου ταυτότητα και την ταξική μου ταυτότητα, το οποίο πράγμα ήρθε πιο μετά. Άρα, μπορούσα να νιώσω άνετα και γύρω από παιδιά μεγαλωμένα στην Νέα Ιωνία, τα οποία δεν είχαν ούτε ένα κοινό βίωμα με τα δικά μου. Και είχαμε και πάρα πολύ καλούς καθηγητές στο σχολείο, οι οποίοι ήξεραν για το ίδρυμα και μας φρόντιζαν ιδιαίτερα τα παιδιά που ήμασταν από κει και μας βοηθούσανε πολύ να ενσωματωθούμε.

Β.Κ.:

Τα παιδιά από το ίδρυμα που ήσασταν πάνω-κάτω στις ίδιες ηλικίες πηγαίνατε και στα ίδια σχολεία;

Λ.Κ.:

Ναι, ναι.

Β.Κ.:

Και Δημοτικό και Γυμνάσιο-Λύκειο, δηλαδή. Εκεί πέρα έκανες παρέα πιο πολύ με τα παιδιά από το ίδρυμα, στο σχολείο;

Λ.Κ.:

Όχι, γιατί κάναμε παρέα στο ίδρυμα. Στο σχολείο πάντα είχα παρέες από το σχολείο, όπως και έβγαινα με παιδιά από το σχολείο στην Νέα Ιωνία γύρω-γύρω.

Β.Κ.:

Νομίζω αναφέρθηκες, αλλά το ξαναρωτάω: Πάλι και στο Γυμνάσιο-Λύκειο οι παρέες σου είναι κατά κύριο λόγο ξένοι, μετανάστες δεύτερης γενιάς;

Λ.Κ.:

Είναι... Όχι, είναι κυρίως Έλληνες στο σχολείο, και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Παρόλα αυτά, εννοείται πως έχω συμπάθεια με ταυτότητες που είναι περιθωριοποιημένες, είτε είναι επειδή είναι ξένοι, Αλβανοί, ας πούμε, που ήταν στο Γυμνάσιο, είτε είναι οτιδήποτε άλλο, οτιδήποτε άλλο: είτε είναι ομοφυλόφιλοι, είτε είναι χοντροί, είτε είναι nerds, που λένε. Ένιωθα συμπάθεια με όλες αυτές τις ταυτότητες οι οποίες περιθωριοποιούντουσαν και έκανα όσο παρέα μπορούσα μαζί τους.

Β.Κ.:

Ακούω τόση ώρα —και ειδικά τώρα αυτό που είπες μόλις συμπυκνώνει όλο αυτό που έχεις πει μέχρι τώρα για τα σχολεία, ότι: «Όταν πήγα στο Δημοτικό στην Νέα Ιωνία το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ψάξω τους ξένους» και ότι «Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κάνω παρέα με τους Αλβανούς». Θα ‘θελα να μου πεις κάπως —μπορώ να φανταστώ προφανώς, αλλά θέλω να το περιγράψεις κάπως— γιατί γίνεται αυτό. Εννοώ ότι… Το λέω από την άποψη ότι δεν έχεις, αν εξαιρέσεις την πρώτη μέρα στο Δημοτικό, στην πρώτη Δημοτικού που περιέγραψες, δεν έχεις περιγράψει τόσο —δεν τα έχεις περιγράψει μάλλον καν— κακά βιώματα, στερεότυπα, ρατσιστικές συμπεριφορές από Έλληνες, ώστε να σε οδηγήσουν να κάνεις αυτό. Κάπως αυτό, αν θες να μιλήσεις λίγο. Η ερώτηση, ας πούμε, ότι είναι αυτή, κι ας φαίνεται πολύ γραφική: Γιατί εσύ επιλέγεις, κοιτάς, νιώθεις πιο κοντά και επιλέγεις να κάνεις με ξένους παρέα;

Λ.Κ.:

Γιατί… Αυτό είναι κάτι που το συνειδητοποίησα μεγαλώνοντας, αλλά γι' αυτό επαναλαμβάνω συνέχεια το ταξικό και το ταξικό και το ταξικό. Γιατί σαν μετανάστης δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα ο ρατσισμός σαν ρατσισμός. Δηλαδή, εννοείται πως έχω στοχοποιηθεί επειδή είναι εύκολο να με στοχοποιήσεις σαν μαύρος —και κυρίως από Αλβανούς γινόταν αυτό πολύ στην πλατεία, οι οποίοι όντας καταπιεσμένοι ήθελαν να βρουν κάποιον που μπορούν να καταπιέσουν περισσότερο. Κι επίσης, τους βοηθούσε αυτό να δημιουργήσουν κοινή ταυτότητα με Έλληνες. Αλλά ναι, όταν είσαι ξένος υπάρχει πολύ μεγάλη επικάλυψη με το να είσαι φτωχός για τους λόγους που σου εξήγησα πριν για τον πατέρα μου. Ένας Αλβανός πρώτης γενιάς που έχει έρθει εδώ πέρα έχει έρθει σαν εργάτης. Κατά πάσα πιθανότητα είναι αμόρφωτος, ή τελείως αμόρφωτος ή… Σίγουρα δεν έχει τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συνεπώς, το παιδί του έχει περισσότερες πιθανότητες να ακολουθήσει την ίδια γραμμή, όπως και γίνεται στην πραγματικότητα. Δηλαδή, οι περισσότεροι Αλβανοί της δικής μου γενιάς και μετανάστες δεύτερης γενιάς μαύροι και Πολωνοί, οτιδήποτε, οποιασδήποτε εθνικότητας, δουλεύουν delivery, δουλεύουνε σερβιτόροι. Δεν έχει ακολουθήσει κάνεις την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και αυτό, δηλαδή η φυλή, η εθνικότητα δημιουργεί ταξικότητα. Και γι' αυτό έψαχνα τους Αλβανούς, γιατί ήξερα πως κατά πάσα πιθανότητα είναι φτωχοί σαν κι εμένα ή τουλάχιστον πολύ πιο φτωχοί από τους γύρω μου τους Έλληνες, άρα μπορούσα να μοιραστώ μαζί τους καλύτερα εμπειρίες και βιώματα και δέναμε καλύτερα μαζί σαν παρέες, αυτό. Όλα αυτά ενστικτωδώς τα έκανα σε εκείνη την ηλικία, αλλά μεγαλώνοντας τα ‘χω αποδομήσει και καταλαβαίνω καλύτερα γιατί τα έκανα.

Β.Κ.:

Τα ‘χεις αποδομήσει; Δηλαδή;

Λ.Κ.:

Δηλαδή, ξέρω γιατί γινόντουσαν. Αλλά, έχω περάσει κιόλας σ’ αυτό το στάδιο. Δηλαδή, τώρα πια, παρόλο που μπορώ να αισθανθώ καλύτερα τους φτωχούς και τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και όλα αυτά, μπορώ να κάνω παρέα και με παιδιά τα [00:30:00]οποία είναι πιο πλούσια, γιατί... Σ’ αυτό με βοήθησαν πολύ οι ερωτικές μου σχέσεις, γιατί βάζεις λίγο περισσότερο νερό στο κρασί σου σε ερωτικές σχέσεις, γιατί υπάρχουνε και άλλα πράγματα. Και ναι, είχα κοπέλες οι οποίες ήτανε πολύ πλούσιες, όχι σε σύγκριση με μένα μόνο, αλλά ήτανε πολύ πλούσιες σε σύγκριση και με τον μεσοαστό της Νέας Ιωνίας. Δηλαδή, μια κοπέλα που είχα, που διατηρούσα σχέση, είχε ένα πενταόροφο σπίτι —ή δυο, τρία, τέσσερα— με πισίνες και όλα αυτά, εξοχικά και ιστορίες. Και κατάλαβα σε μία στιγμή μες στη σχέση μας πως προκειμένου να καταφέρω να έχω σχέση μαζί της πρέπει να αποδομήσω λίγο την ταξική μου συνείδηση. Και είπα ότι εάν επικεντρώνομαι σε κοινές ιστορίες και κοινά βιώματα προκειμένου να κάνω παρέα με ανθρώπους, θα καταλήξω μόνος μου, γιατί έχω ένα συνονθύλευμα εμπειριών το οποίο καταλαβαίνω πως είναι εάν όχι μοναδικό, πάρα, πάρα, πάρα πολύ σπάνιο, και συνεπώς θα κατέληγα μόνος μου. Άρα, αντί να εστιάζω σε αυτό, ξεκίνησα να εστιάζω στα συναισθήματα που νιώθουνε οι άνθρωποι και τα συναισθήματα είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους. Δηλαδή, δεν περίμενα να έχει βιώσει την φτώχεια ή την εκμετάλλευση ή οτιδήποτε άλλο προκειμένου να μπορεί να καταλάβει το άγχος ή την στεναχώρια. Μπορεί να στεναχωριότανε για κάτι πολύ απλό πράγμα, του τύπου ότι μπήκε για χειρουργείο η φίλη της, που η φίλη της μπήκε για χειρουργείο σκωληκοειδίτη σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο και έκανε μία εγχείρηση που την έβλεπα πρώτη φορά, που έκανες δύο ράμματα, πιο ρουτίνα εγχείρηση πεθαίνεις. Και εγώ θυμόμουνα… Μου έλεγε αυτά τα πράγματα και ενώ παλιότερα θα έλεγα: «Εντάξει, μπαίνεις για μια κωλοεγχείριση, ρε φίλε. Ξεκόλλα. Εμένα ο φίλος μου έχασε το πόδι του και ήμασταν 10 χρονών και είμαστε όλοι καλά. Δεν μπορεί να με αγγίξει ο πόνος σου». Ε, αντί να κάνω αυτό που θα ‘κανα παλιότερα, τώρα επικεντρώθηκα στον πόνο και όχι στο τι τον δημιούργησε. Και ναι, αυτή ήταν η αποδόμηση της ταξικής συνείδησης, άμα θες.

Β.Κ.:

Αναφέρθηκες μόνος σου τώρα σε ερωτικές σχέσεις. Θα ήταν μία απ’ τις επόμενες ερωτήσεις, επειδή πιάσαμε και το φυλετικό και το ταξικό από την άποψη των φίλων. Με τις κοπέλες που σχετίζεσαι ερωτικά —προφανώς αν θες απαντάς— είναι Ελληνίδες, ξένες; Αυτό κάπως… Μέχρι τώρα πώς το βλέπεις;

Λ.Κ.:

Κατά σύμπτωση είναι όλες Ελληνίδες, όλες αυτές με τις οποίες έχω διατηρήσει σχέση που διήρκησε για παραπάνω από μήνες.

Β.Κ.:

Και είχες ποτέ πρόβλημα με κοπέλα που την ήθελες αλλά αυτή δεν σε ήθελε επειδή, ξέρω ‘γώ, είσαι μαύρος. Είχες συναντήσει τέτοια;

Λ.Κ.:

Όχι, όχι σε επίπεδο που... Δηλαδή, ποτέ δεν θα μ’ άρεσε από την αρχή μία κοπέλα στην οποία δεν θα άρεσα επειδή ήμουνα μαύρος, που υπήρχαν τέτοιες κοπέλες αλλά απλώς δεν τις έβλεπα. Ένα πράγμα που μου πήρε περισσότερο καιρό να προσπεράσω ήταν το να μου αρέσουν κοπέλες που τις αρέσω, αλλά όχι επειδή είμαι μαύρος, γιατί υπάρχουν και τέτοιες γυναίκες —που είναι και φυσιολογικό και τώρα πια δεν το κατακρίνω—, που μπορεί να με θέλουνε μόνο και μόνο γιατί είμαι μαύρος. Ε, αυτό μου πήρε περισσότερο καιρό να το βγάλω από μέσα μου. Αλλά, κρατάω απόσταση και απ’ αυτές. Κάπου αλλού ήθελα να καταλήξω, βέβαια, με την ερώτηση που μου έκανες, αλλά ξέχασα. Για ξανακάνε την ερώτηση μπας και το θυμηθώ. Νομίζω ήταν σημαντικό.

Β.Κ.:

Η ερώτηση ήτανε με ποιους ήθελες να σχετίζεται φιλικά, ότι κυρίως έψαχνες φυλετικά και, έτσι, ξένους και φτωχούς στην αρχή, τουλάχιστον στα σχολικά χρόνια, ότι αυτό το πράγμα πώς γίνεται...

Λ.Κ.:

Α, ναι. Θα σου πω. Θυμήθηκα ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζα, δηλαδή δεν αντιμετώπιζα το πρόβλημα του ότι δεν με θέλανε γιατί είμαι φτωχός —για να σου πω το ταξικό τώρα, γιατί το φυλετικό νομίζω κάπως το κάλυψα— αλλά επειδή και αυτές από την πλευρά τους καταλάβαιναν ότι υπάρχει ταξική διαφορά μεταξύ μας. Νιώθαν άβολα να είναι γύρω μου, γιατί… Είναι σαν ένα κείμενο που είχαμε κάνει στην πέμπτη ή έκτη Δημοτικού στη Λογοτεχνία ή στην Ελληνική Γλώσσα —πώς λεγόταν το μάθημα τότε—, το οποίο μου έχει μείνει γιατί το έχω ζήσει πάρα πολύ, που λεγόταν τα Κόκκινα παπούτσια. Δεν θυμάμαι ποιος το είχε γράψει, αλλά η ιστορία ήταν με λίγα λόγια για ένα παιδί που ήταν φτωχό και ένα παιδί που ήτανε πλούσιο. Και ήτανε ένα… Το [00:35:00]πλούσιο παιδί είχε κάτι καινούργια παπούτσια που του είχαν κάνει δώρο, που ήταν πολύ ωραία, πολύ σούξου μούξου, και δεν τα είχε δείξει ποτέ στο φτωχό παιδί, γιατί έλεγε ότι θα ζηλέψει και… Δίχως να σημαίνει ότι είναι αλήθεια αυτό. Ε, και η ίδια ιστορία γινόταν με πολλές απ’ τις κοπέλες με τις οποίες είχαμε τεράστιο κενό οικονομικό κι αυτό ήταν που μας κράταγε σε απόσταση, όχι τόσο το ότι ήμουνα φτωχός και με έβλεπαν κάπως: «Ίου, δεν θα κάνω κάτι με αυτόν τον φτωχό». Δεν είχανε αποδομήσει το ταξικό όσο το είχα αποδομήσει εγώ απ’ τη δικιά τους πλευρά.

Β.Κ.:

Έτσι. Και μία επίσης ερώτηση που θα σου γίνεται συχνά —θα προσπαθήσω να την κάνω πιο... Εσύ τι νιώθεις σαν ταυτότητα; Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου;

Λ.Κ.:

Αυτό είναι λίγο δύσκολο και το ψάχνω πάρα πολύ, αλλά θα σου πω. Με βλέπω σαν... Δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου την ταυτότητά μου τη φυλετική. Με αντιλαμβάνομαι μόνο σαν μία συναισθηματική μονάδα. Δηλαδή, πολλές φορές ξυπνάω και με βλέπω στον καθρέφτη και ξαφνιάζομαι γιατί είμαι μαύρος. Λέω «Ωχ, είμαι μαύρος» και συνειδητοποιώ μόνο τότε ότι έχω μία ταυτότητα που βλέπει όλος ο κόσμος κατευθείαν. Άρα, ναι, δεν μπορώ να σου πω πώς με αντιλαμβάνομαι, αλλά καταλαβαίνω πώς με αντιλαμβάνεται ο κόσμος. Και τώρα που έχω μεταναστεύσει, κιόλας, στη Δανία και βλέπω πώς βλέπουν και αυτοί το φυλετικό, αρχίζω και σκέφτομαι πολύ περισσότερο την ταυτότητά μου, γιατί συναντάω μαύρους —καλά κι εδώ ήτανε περίεργο να συναναστρέφομαι με μαύρους, γιατί οι περισσότεροι… Οι περισσότεροι. Μόνο μία κοπέλα έχω γνωρίσει που είναι μιγάδα σαν και μένα, με γονέα Έλληνα και Αφρικανό. Όλοι οι υπόλοιποι είναι από μαύρους γονείς και οι δύο. Και με αυτούς νιώθω μία απόσταση, γιατί δεν έχω μεγαλώσει και με τον πατέρα μου, άρα δεν έχω καθόλου το πολιτισμικό background που έχουν αυτοί. Από την άλλη, δεν έχω το οπτικό εσάνς ενός Έλληνα, άρα είμαι πολύ στη μέση. Και τώρα, πηγαίνοντας στην Δανία και συναντώντας μαύρους εκεί πέρα, καταλαβαίνω πως δεν μπορώ να νιώσω καμία οικειότητα μαζί τους, γιατί δεν έχουμε ούτε ένα κοινό πολιτισμικό background, όπως έχω εδώ με τους Έλληνες. Βασικά, δεν έχουμε αυτό, το πολιτισμικό background. Και συνειδητοποιώ ότι το φυλετικό εξαφανίζεται τελείως εκεί, δεν έχει καμία σημασία, γιατί δεν ακολουθείται συνήθως με το ταξικό, γιατί έχουνε πολύ καλύτερη ενσωμάτωση στη Δανία και, άμα δεις έναν μαύρο, ακόμα και πρώτης γενιάς μετανάστης να είναι, ξέρεις ότι ξέρει να μιλάει δανικά, έχει μία δουλειά, είναι μεσοαστός. Εδώ πέρα το χρώμα πάει μαζί με το να είσαι φτωχός. Άρα, νιώθω τελείως αποστασιοποιημένος εκεί πέρα και καταλαβαίνω τώρα τελευταία που ψάχνω λίγο την ταυτότητά μου τη γκανέζικη πως όταν συνίσταται η ταυτότητά σου από δύο κουλτούρες και εσύ έχεις υιοθετήσει την κουλτούρα την οποία δεν αντικατοπτρίζει το δέρμα σου, υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα. Και είμαι σε μία φάση της ζωής μου τώρα που προσπαθώ να το ξεπεράσω. Δηλαδή το γεγονός ότι με συναντά ένας Έλληνας και περιμένει να είμαι πολιτισμικά Αφρικανός και δεν είμαι, το γεγονός ότι με συναντά ένας Αφρικανός και περιμένει να έχω αφρικανικά πολιτισμικά στοιχεία και δεν έχω, με έχει βγάλει πολύ έξω. Νιώθω πολύ στο κενό, ενώ άμα είχα υιοθετήσει την αφρικανική κουλτούρα, οι αλληλεπιδράσεις μου με Έλληνες θα ήταν πολύ πιο ξεκάθαροι. Θα με βλέπανε, θα λέγανε «Μαύρος», ξέρω ‘γώ, «Αφρικανός. Εντάξει», ξέρω ‘γώ, «θα χορεύει, θα τραγουδάει, θα παίζει τύμπανα, θα ακούει hip-hop» και όλα αυτά που δεν τα πολυκάνω είναι η αλήθεια.

Β.Κ.:

Επειδή είπες ότι έχεις αρχίσει να ψάχνεις τη γκανέζικη, με τη Γκάνα έχεις κάποια σχέση; Έχεις πάει, πηγαίνεις; Πώς είναι;

Λ.Κ.:

Δεν έχω καμία, μα καμία σχέση.

Β.Κ.:

Δεν έχεις πάει ποτέ, δηλαδή;

Λ.Κ.:

Ποτέ. Αλλά, σκοπεύω να πάω στα πλαίσια αναζήτησης αυτής της πολιτισμικής πλευράς που έχω στερηθεί μεγαλώνοντας —και πιστεύω θα με βοηθήσει και γενικότερα αυτό— Για να δω πώς βλέπουν και αυτοί οι ίδιοι τη διασπορά τους. Δηλαδή, είμαι σίγουρος και έχω ακούσει ότι, επειδή έχουν αυτό το σύστημα που σου εξήγησα στην αρχή, πως στέλνουν τα παιδιά τους στη διασπορά, μετά οποιοδήποτε από αυτά τα παιδιά γυρίσει ή παιδιά απ’ την οικογένεια που έχουν δημιουργήσει αυτοί στις χώρες που έχουν πάει τα δέχονται σαν δικά τους παιδιά. Δηλαδή, πιστεύω πως δεν θα είναι το ίδιο συναίσθημα με το να είμαι εδώ πέρα [00:40:00]στην Ελλάδα, που μεγαλώνω και είμαι Έλληνας και είναι η μοναδική χώρα που ξέρω και συναντάω ανθρώπους στο δρόμο και με ρωτάνε από πού είμαι, από πού είμαι συνέχεια ενώ ξεκάθαρα είμαι Έλληνας, πέρα από το χρώμα που καταλαβαίνουν αυτοί ότι έχει μεγαλύτερη σημασία για την καταγωγή. Εκεί πέρα ξέρω ότι θα πάω και ίσως να σβηστεί και τελείως η ελληνική μου ταυτότητα. Δηλαδή, για αυτούς είμαι διασπορά που έχει επιστρέψει στο φυλετικό του γκρουπ, στην οικογένειά του. Έτσι πιστεύω. Και θέλω να πάω να το δω, να το εξακριβώσω αυτό.

Β.Κ.:

Οπότε, έχεις σχέση με συγγενείς εκεί; Δηλαδή, μπορείς να πας να βρεις συγγενείς;

Λ.Κ.:

Δεν έχω σχέση με συγγενείς, αλλά ξέρω πώς μπορώ να βρω πολύ εύκολα, γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη ανιχνευσιμότητα βάσει των ονομάτων μας. Δηλαδή, το φυλετικό γκρουπ εκεί πέρα που κατάγομαι, που λέγονται Ewe, έχουν μία πολύ μεγάλη παράδοση στην ονοματολογία και ξέρω πώς με τα ονόματα τα δικά μου που μου ‘χουνε δοθεί, τα αφρικανικά, και με το όνομα του πατέρα μου μπορώ να ανιχνεύσω ακριβώς το παρακλάδι της οικογένειας το οποίο ανήκω.

Β.Κ.:

Μάλιστα. Εγώ είμαι καλά, αν εσύ δεν θες να προσθέσεις κάτι.

Λ.Κ.:

Όχι, τέλεια. Άμα δεν έχεις εσύ ερωτήσεις… Εγώ μπορώ να μιλάω για πάντα.

Β.Κ.:

Ωραία. Ευχαριστώ πολύ.

Λ.Κ.:

Να ‘σαι καλά.