Γιώργος Κίκης: Η ζωή ενός λυράρη από την Κάσο ιταλικής καταγωγής
Segment 1
Η ιστορία της οικογένειάς του
00:00:00 - 00:04:28
Partial Transcript
Πώς λέγεσαι θείε; Το όνομά μου είναι Γεώργιος Κίκης του Καίσαρα. Και γεννήθηκες εδώ στην Κάσο; Στην Κάσο γεννήθηκα, στις 18 του Γεν…ν φαμίλια και τώρα έχουμε πολύ στενές σχέσεις, έρχονται πάμε, έρχονται πάμε και έχουμε επαφές. Αυτή είναι η ζωή, η ιστορία του πατέρα μου.
Lead to transcriptSegment 2
Το πρώτο μπάρκο
00:04:28 - 00:13:06
Partial Transcript
Ωραία. Εσείς εδώ στην Κάσο μεγάλωσε στο Αρβανιτοχώρι; Όχι, Αγία Μαρίνα, στην Αγία Μαρίνα. Εκεί το αμπέλι μου, τέτοια μου, όλα είναι εκεί.…ι». Έτσι είναι η Κάσος μας- Φιλόξενη- Φιλόξενη. Το ωραιότερο μέρος του κόσμου για μένα είναι η Κάσος, δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Lead to transcriptSegment 3
Γλέντια, Καντάδες, Πανηγύρια
00:13:06 - 00:21:08
Partial Transcript
Ήθελα να σας ρωτήσω και κάτι άλλο, εσείς είπαμε ότι έχετε εστιατόριο- Εδώ στην Κάσο ναι, τώρα έχω ένα ταβερνάκι στον Εμπορειό. Πολλά χρό…και τα θυμάσαι. Τώρα ξεκινάνε με τα Σούστα, το Ζερβό και τα νησιωτικά, και τέρμα το πανηγύρι. Αυτά είναι τώρα αλλάξανε. Βέβαια εντάξει.
Lead to transcript[00:00:00] Πώς λέγεσαι θείε;
Το όνομά μου είναι Γεώργιος Κίκης του Καίσαρα.
Και γεννήθηκες εδώ στην Κάσο;
Στην Κάσο γεννήθηκα, στις 18 του Γενάρη του '46, από μάνα Κασιωτίνα και πατέρα Ιταλό.
Ο μπαμπάς σου πώς ήρθε εδώ στην Κάσο, επί Ιταλοκρατίας;
Nαι. O πατέρας μου ήρθε να υπηρετήσει τον στρατό του στη Ρόδο, γιατί ήτανε ιταλικά τα Δωδεκάνησα τότες, και έγινε ο πόλεμος, τον έπιασε στα Δωδεκάνησα ο πόλεμος, και τον έστειλαν στην Κάσο στρατιώτη, και υπηρετούσε πάνω στον Προφήτη Ηλία. Βρήκε τη μάνα μου, ερωτεύτηκε, την έκλεψε και παντρεύτηκε και έμεινε στην Κάσο.
Δεν έφυγε δηλαδή καθόλου, δεν χρειάστηκε-
Είχε πρόβλημα τότες απου ήρθανε οι Γερμανοί. Το έσκασε από δω, πήγε Κρήτη, από Κρήτη πήγε Πειραιά, από Πειραιά γύρισε Κάλυμνο, Κω, Ρόδο, Κάρπαθο και στην Κάρπαθο χτυπήσανε τότες οι Γερμανοί μία βάρκα, που τους έβγαζε όξω από το πολεμικό και βούλιαξε η βάρκα, μαζί με τους στρατιώτες. Είχε τύχη ο γέρος μου και την γλίτωσε και βγήκε και βρήκε κάποιον Μαραγκό, εδώ στις Μενετές, πάνω στο Προφήτη Ηλία, ο οποίος είχε μία βάρκα εδώ στο, απέναντι στην Κάρπαθο, και τον επαρακάλεσε να τον φέρει πάνω στην Κάσο. Πάει, λοιπόν, αυτός ο Μαραγκός, τον παίρνει εδώ στην παραλία προς την Αρκάσα, τον βάζει μέσα στη βάρκα και τον έφερε στην ακτή. Δεν ήξερε η μάνα μου που ήτανε. Και τον ήβρε ο Ερεμής, ο γέρο Ερέμης, ένας βοσκός, που τον γνώρισε τον πατέρα μου και του λέει: «Οι Γερμανοί με ψάχνουνε» και τον έκρυψε σε μία σπηλιά. Και δεν τα ξέρε η μάνα μου, που ήτανε. Και ο μακαρίτης ο Δημήτρης του Αντώναρη, της θείας μου, του θείου μου του Σάββα ο αδερφός, εμίλησε με τον άλλον γέρο τον Ερεμή, και του λέει: «Ρε συ, έχω τον Κίκη κρυμμένο, πώς θα γίνει να του πάρουμε να φάει κάτι;». Kαι αυτός τι έκανε; Ο Δημήτρης, επήαινε στα χλαδιά, να φέρει χλαδιά για να φουρνίσουνε, η αιτία ήτανε τα χλαδιά, και μέσα στη νάκα είχε και το νερό και το φαΐ και το ψωμί και πήρε του πατέρα μου. Αυτοί μόνον οι δύο εξέρανε. Και μετά που ήρθανε οι Γερμανοί, μάθανε πως ήτανε στην Κάσο ο πατέρας μου, πήγανε στης μάνας μου το σπίτι, και της είπανε: «Άμα τον πιάσομε, θα τον σφάξουμε στο κατώφλι σου μπροστά». Η μάνα μου δεν ήξερε πού ήτανε. Εφύγανε οι Γερμανοί, ήρθανε οι Εγγλέζοι, μετά από τόσο καιρό και παρουσιάστηκε ο πατέρας μου...
Και τότε-
Τότε ξαναπαρουσιάστηκε, επήγε στο σπίτι, και έμεινε πια στην Κάσο. Και τον αγρότη έκανε, και τον μάστορη έκανε, και τον σοβατζή έκανε, και τον χτίστη έκανε. Και το '70. Ξέχασα να σου πω ότι το 1953, μας διώχνανε από την Ελλάδα, όλη την φαμίλια, γιατί ήτανε Ιταλός ακόμη ο πατέρας μου. Έπρεπε να φύγουμε. Ότι είχε λοιπόν εδώ ο πατέρας μου τα έδωσε, και τα ζώα που είχε, και τα γελάδια και τα δώσε στους συγγενείς εδώ, και φύγαμε όλοι η φαμίλια για τη Ρόδο, για να πάμε Ιταλία. Μπαίνοντας, τότε Νομάρχης Δωδεκανήσου ήτανε ο Μαύρης, ο Κασιώτης, και Δήμαρχος ο Μαυρικάκης, της Κάσου. Μπαίνοντας στη Νομαρχεία ο πατέρας μου έβγαινε ο Μαυρικάκης, ο Δήμαρχος. Σύμπτωση. Του λέει: «Τι θέλεις εσύ εδώ;» Του λέει έτσι και έτσι «Μου ήρθε ειδοποίηση να φύγω και ήρθα από δω από τη Νομαρχία, να κάμω ότι πρέπει να κάμω, να πάμε στην Ιταλία, αλλά εγώ -λέει- δεν θέλω να φύγω, θέλω να μείνω στην Κάσο». Λέει: «Πάμε στο Νομάρχη». Επήγανε στο Νομάρχη, λέει: «Κύριε Νομάρχη, Κύριε Μαυρή, -έτσι και έτσι- ο άνθρωπος αυτός έχει τέσσερα παιδιά, γεννημένα στην Κάσο, η γυναίκα του από την Κάσο, τον διώχνουν επειδή είναι Ιταλός ακόμα, δεν έχει πάρει τα χαρτιά του, τον διώχνουν για την Ιταλία, δεν θέλει να φύγει. Τι να κάνουμε;» Λέει: «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, θα στείλουμε στο Δημαρχείο ένα σήμα, στην Κάσο, αν οι Κασιώτες θέλουν να μείνει, να πούνε ναι ή όχι». Και έγινε σαν ψηφοφορία, και γυρίσαμε πίσω, γυρίσαμε πίσω. Και από τότες, μέχρι το '74 ήτανε στην Κάσο. Μετά πήγανε με τη μάνα μου στην Ιταλία-
Και ζήσατε και εκεί;
Όχι, πήγανε στην Ιταλία με τη μάνα μου να πάει να δει τους γονείς του και τα αδέρφια του. Εννιά αδέρφια ο πατέρας μου. Δεν εζούσε η μάνα του, είχε πεθάνει η μάνα του. Ζούσε ο πατέρας του, τα αδέρφια του. Γνωριστήκανε. Μετά ξαναπήγανε το '76 και από τότες, δεν είχαμε επικοινωνία, γιατί εγώ Αμερική από δω από κει, ξέρω ‘γω. Όταν παντρεύτηκε η κόρη μου, πήγε στου πατέρα μου το χωριό, γνώρισε την φαμίλια και τώρα έχουμε πολύ στενές σχέσεις, έρχονται πάμε, έρχονται πάμε και έχουμε επαφές. Αυτή είναι η ζωή, η ιστορία του πατέρα μου.
Ωραία. Εσείς εδώ στην Κάσο μεγάλωσε στο Αρβανιτοχώρι;
Όχι, Αγία Μαρίνα, στην Αγία Μαρίνα. Εκεί το αμπέλι μου, τέτοια μου, όλα είναι εκεί. Αλλά η γυναίκα μου ήταν από δω και με κατάφερε και με έφερε στο Αρβανιτοχώρι.
Πώς ήτανε τα παιδικά χρόνια τα δικά σας εκεί, της δικής σας γενιάς στην Κάσο. Πώς ήτανε;
Να σου πω, κόρη μου, τότες, φτωχά αλλά αγαπημένα. Πολλά παιδιά πρώτα-πρώτα. Κάθε φαμίλια είχε πέντε-έξι παιδιά, επτά [00:05:00]παιδιά, τέσσερα παιδιά. Το σχολείο Αγία Μαρίνα το σχολείο μοναχό του ήταν 198 παιδιά, μόνο της Αγίας Μαρίνας. Ο ένας βοηθούσε τον άλλο, αγαπημένοι. Μπορεί να ήμασταν ξυπόλητοι, αλλά ήμασταν μία μπουνιά όλοι, αγαπημένοι. Εγώ έφυγα μικρός, γιατί δούλευε ο πατέρας μου στο ελαιοτριβείο, και είχε αρρωστήσει και έπρεπε να πάω εγώ στο πόδι του, ήμουνα τρίτη Γυμνασίου, και έπρεπε να πάω στο πόδι του να τον αντικαταστήσω. Έχασα λοιπόν δυο μήνες τρεις από το Γυμνάσιο. Δεν ξαναπήγα στο Γυμνάσιο, και στα 15 του χρόνια λοιπόν, πήγα στα καράβια μπαρκάρισσα, έβγαλα φυλλάδιο-
Ταξιδέψατε-
Και ταξίδεψα στα καράβια.
Πόσα χρόνια;
Συνέχεια την πρώτη φορά ήτανε δυο χρόνια. Το '64 ξεμπαρκάρισα. Ξαναμπαρκάρω τον Οκτώβρη του '64, και πάω στο… με του Παπαδάκη τα καράβια, του δικού μας του εφοπλιστή, και πήγα Αυστραλία και το έσκασα, το σκάω στην Αυστραλία.
Βγήκατε;
Και έκατσα εκεί πέρα έντεκα μήνες. Δεν μπορούσα να μείνω, έπρεπε να παντρευτώ. Εγώ ήμουνα τότες 16-17 χρονών παιδί, που να παντρευτώ. Και έκατσα έντεκα μήνες. Μετά έπρεπε να φύγω αφού δεν μπορούσα να-
Κάτσατε για να δουλέψετε;
Δούλευα. Ναι δούλευα σε, τέσσερις μήνες σε ένα εργοστάσιο και επτά μήνες δούλευα με τους Κασιώτες στην Καμπέρα με τους Καραγιαννάκηδες που είχανε μαγαζί-
Αυτό ήθελα να ρωτήσω, είχε Κασιώτες εκεί-
Είχε, είχε.
Κοινότητα;
Όχι. Κοινότητα δεν είχε, αλλά είχε ήταν λίγοι, αλλά είχε. Στο Σύδνεϋ που εμένα πρώτα ήταν ο ξάδερφός μου, ο Δημήτρης ο Περσελής από τη Ρόδο, και μέναμε με αυτόν εκεί, ο Ασπράς ο Κώστας, ο Γιώργης ο Ασπράς. Είχε πολλούς είχε πολλούς. Αλλά δεν είχανε Κοινότητα. Μετά πήγα στο Καμπέρα και έμεινα με τους Καραγιαννάκιδες εκεί, έμενα μαζί-
Τι δουλειά κάνανε εκείνοι-
Είχανε εστιατόρια, ναι. Και μετά έφυγα, με έπιασε το migration. Πήγα εγώ στο migration, πήγα να παρουσιαστώ, αφού δεν μπορούσα να μείνω. Και μπαρκάρισα πάλι με του Μαυρολέων, από εκεί με ένα καράβι και ήρθα στην Ελλάδα, και πήγα στρατιώτης, απολύθηκα από το στρατό. Και μπαρκάρισα με του Κουλουκουντή.
Όλο με κασιώτικες εταιρίες;
Όλο με κασιώτικες. Και φύγαμε από Ιταλία, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη και το σκάω στη Νέα Υόρκη. Ήταν η αδερφή μου εκεί τότες, η αδερφή μου, ο γαμπρός μου. Και μένω στη Νέα Υόρκη. Παράνομος, αλλά νόμιμος. Γιατί πήγα και έβγαλα κάρτα εργασίας στο social security με το όνομά μου. Τότες δεν μας γυρεύανε πράσινη κάρτα, το '69, ναι. Και στον ενάμιση χρόνο που ήμουνα στη Νέα Υόρκη, είχα αγοράσει μαγαζί δικό μου. Λαθραίος, χωρίς πράσινη κάρτα. Αλλά πληρώνω την εφορία που κανονικά, έκανα τα egontax κάθε χρόνο, κανένα πρόβλημα. Και το '72 ήρθα όξω, γιατί μου έκανε πρόσκληση η αδερφή μου, για να πάω κανονικά. Ήρθα έξω το '72, βρήκα τη γυναίκα μου εδώ, παντρεύτηκα, και το '73 τον Μάρτη την πήρα στην Αμερική μαζί μου κανονικά, νόμιμα. Και από τότες έμεινα στην Αμερική. Εμένα τα παιδιά μου γεννήθηκαν εκεί και τα δύο και τους φέραμε έξω το '79 για να πάνε στα σχολεία στην Κάσο -λέει-και να μάθουνε το μέρος μας εδώ. Και το '80 η γυναίκα μου βρήκαν το μαγαζί στον Εμπορειό με την ξαδέρφη μου τη Βαγγελίτσα, που ήρθε και αυτή μαζί μας έξω. Το αγοράσανε οι κυρίες το μαγαζί, και μας φέραν έξω.
Για να ζήσετε εδώ;
Για να ζήσουμε εδώ, αλλά έπρεπε να κάνουμε και σύνταξη. Να πάρουμε σύνταξη. Πήγαινα λοιπόν χειμώνα Αμερική και καλοκαίρι στην Κάσο.
Εκεί δουλεύατε όχι σε δικό σας μαγαζί πια-
Εκεί είχα δύο μαγαζιά είχα εγώ-
Τα είχατε κρατήσει-
Είχα δύο μαγαζιά, μέχρι το '80 είχα δύο μαγαζιά. Μετά τα πούλησα και ήρθα έξω.
Πώς ήταν η ζωή εκεί στην Αμερική, με όλους τους Κασιώτες;
Ήτανε ωραία, γιατί εκεί που μέναμε, ήτανε κασιώτικη παροικία. Όλο Κασιώτες ήτανε. Είχαμε το σύλλογο, είχαμε το καφενείο μας, τη λέσχη μας, τα γλέντια μας, τις λύρες μας, τα πάρτια μας. Ήταν ωραία, πολύ ωραία πολύ ωραία. Τώρα έχω να πάω πολλά χρόνια, δεν ξέρω τι γίνεται μέσα, αλλά τότες ήταν ωραία ήταν ωραία. Και να σου πω και μία ιστορία μια που έφερες την κουβέντα με την Αμερική. Μας είχε καλέσει τότες το 1999 η Αρχιεπισκοπή του Los Angeles με τον αδερφό μου να πάμε να παίξουμε εκεί τα κασιώτικα, γιατί παίζω λύρα εγώ και ο αδερφός μου, και λαούτο παίζω εγώ. Πήγαμε λοιπόν στο Λος Άντζελες με τον αδερφό μου να παίξουμε τα κασιώτικα, να χορέψουνε μη Κασιωτόπουλα, αλλά Ελληνόπουλα γεννημένα εκεί τους κασιώτικους χορούς, ζερβό, [00:10:00]Σούστα και Ροδίτικο. Πήγαμε λοιπόν 88 ελληνικά συγκροτήματα, ήμασταν εκεί πέρα, και βγαίνει πρώτη Κάσος. Μας δώσαν και το μετάλλιο και μας έκαμε και ο Αρχιεπίσκοπος εκεί τραπέζι για να μας ευχαριστήσει. Όλα πληρωμένα τα εισιτήρια να πάμε να 'ρθούμε και καλό μισθό μας δώσανε. Και δεν έχουνε γραφτεί ακόμα πουθενά, να το μάθουνε οι Κασιώτες οι υπόλοιποι. Μια που ήρθες σου τα λέω για να τα ξέρεις. Και πώς έμαθα τη λύρα τώρα θέλεις να μάθεις;
Σε τι ηλικία ξεκινήσατε, από μικρός;
Από μικρός. Μικροί ήμασταν με τον αδερφό μου, που δεν είχαμε λύρα τότες, πιτσιρικάδες, πού να βρεθεί η λύρα; Αλλά επειδή είχαμε το θείο μου το Σάββα το γέρο το Περσελή, εμέναμε κάθε βράδυ ερχότανε στο σπίτι μας και ποσπέριζε αυτός λυράρης, εμείς λύρα δεν είχαμε, αλλά είχαμε δύο ξύλα, και παίζαμε λοιπόν τη λύρα και με το στόμα κάναμε τη μουσική. Μετά βρέθηκε μία λύρα από την Αίγυπτο, την βρήκε η μάνα μου, ποιος της την έδωσε δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, και με τον αδερφό μου πιάσαμε μετά σιγά-σιγά, σιγά-σιγά και εγώ ήμουνα τότες, 10 χρονών, 10-11 χρονών και ο αδερφός μου ήταν 5-6 χρονών. Αλλά στα νιάτα του ο αδερφός μου έπαιζε λύρα στο γυμνάσιο, στις επιδείξεις του Γυμνασίου, πάνω στην καρέκλα του βάλανε το σκαμνί και έκατσε πάνω στο σκαμνί για να παίξει τη λύρα. Και έτσι ακόμα συνεχίζουμε, γιατί με αυτά μεγαλώσαμε, δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε. Τώρα ο αδερφός μου κάνει λύρες και αυτός τώρα, κάνει και λύρες. Ήρθε μόνιμα στην Κάσο τώρα, γιατί ήταν και αυτός στην Αμερική, αλλά τώρα πήγε για λίγο και θα γυρίσει πάλι τον Μάρτιο και μένει μόνιμα στην Κάσο. Δεν υπάρχει για μένα, επειδή έτυχε να δω όλο τον κόσμο, με τα καράβια και με αυτά, έχω δει όλο τον κόσμο. Ωραιότερο μέρος από την Κάσο, δεν υπάρχει. Και να σου πω μία ιστορία, μία φορά στον Άγιο Μάμα, στο πανηγύρι, παίζαμε με τον αδερφό μου έξω στην αυλή και ήτανε ο καπετάν Κώστας ο Βαλσαμίδης ο γέρος, με το μπαστούνι του, καθότανε έτσι πιο πέρα, και σηκώνεται από την μεριά του με το μπαστούνι και φέρνει τη καρέκλα του και καθίζει κοντά μας, εκεί στα όργανα και τραγουδούσαμε και ξαφνικά παίρνει τον λόγο και λέει μία μαντινάδα, λέει:
«Όλο τον κόσμο γύρισα και όλη την οικουμένη
ποτέ μου δεν σου ξέχασα Κάσος μου αγαπημένη»
Ο καπετάν Κώστας ο Βαλσαμίδης, 80 τόσο χρονών άνθρωπος.
Λοιπόν και εγώ τα ίδια λέω:
«Εζήτησα από το Θεό την ομορφιά να πιάσω
και εκείνος χαμογέλασε και μου 'δειξε τη Κάσο»
Τι να τα κάνω τα υπόλοιπα; Πού αλλού να πας;
Η πατρίδα σας;
Λίγο τα παιδιά, εντάξει τι να κάνουμε, τα φέρανε οι συγκυρίες, οι καιροί, αλλάξαν τα χρόνια, αλλά σαν τόπο του ανθρώπου νομίζω, δεν υπάρχει.
Οι ρίζες μας;
Ο πατέρας μου ήταν Ιταλός και δεν ήθελε να πάει στην Ιταλία, του άρεσε τόσο πολύ η Κάσος, και έμεινε στην Κάσο. Και για αυτό σου λέω και εγώ ότι η Κάσος δεν αλλάζετε, λέει κι άλλη μαντινάδα:
«Η Κάσος μες το πέλαγο μόνη της αρμενίζει
και όποιον πέρνα το χαιρετά και ας μην τον εγνωρίζει».
Έτσι είναι η Κάσος μας-
Φιλόξενη-
Φιλόξενη. Το ωραιότερο μέρος του κόσμου για μένα είναι η Κάσος, δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Ήθελα να σας ρωτήσω και κάτι άλλο, εσείς είπαμε ότι έχετε εστιατόριο-
Εδώ στην Κάσο ναι, τώρα έχω ένα ταβερνάκι στον Εμπορειό.
Πολλά χρόνια-
Από το '80 αγοράστηκε, το '82 το ανοίξαμε εμείς-
Πρέπει να είναι από τα παλιότερα. Ίσως και το παλιότερο-
Ναι, ναι-
Θυμάστε να μου πείτε ιστορίες από το από τα γλέντια ή-
Να σου πω με τον παππού σου-
Βεβαίως-
Ερχόταν ο καημένος ο μακαρίτης, ένας μερακλής. Για τον παππού σου θα σου πω ότι η αιτία που έμεινε στην Κάσο, ήταν αγροφύλακας άμα ήρθε εδώ, από την Χάλκη, ήταν που όταν γυρνούσε τα χωριά και τους αγρούς, άκουγες στις άλωνες που παίζανε οι λύρες, οι νέοι τότες, όπως και εμείς. Εμείς, κάθε μεσημέρι στο αλώνι του πατέρα μου, μετά απού αλωνεύαμε, επαίζαμε τη λύρα, παίζαμε τις λύρες. Εκείνος λοιπόν γυρνούσε να βλέπει τους αγρούς και τα τέτοια και άκουγες στην Αγία Μαρίνα περισσότερο, τις λύρες και ήταν η αιτία αυτή που τον άφησε στην Κάσο και παντρεύτηκε στην Κάσο. Τι να σου πω… ερχότανε πόσες φορές στο μαγαζί, ξενύχτια, να φέρει το γάιδαρο, και να τον δέσει εκεί στον στύλο της ΔΕΗ, να μπει μέσα. Ο μεζές του ήτανε η φέτα η λιωμένη με το λάδι. Και μου έλεγε: «Ρε φίλε, να ζήσεις ζωή». Να πιάσω τη λύρα και να μου φωνάζει «Να ζήσεις ζωή». Πού είναι αυτά τα χρόνια; Και μετά να φύγει από κει ξημερώματα, με το γαϊδουράκι, να έρχεται στο χωριό να πιει καφέ στη Παναγία, στου Παντελή και να ‘ρθει μετά. Τι να σου πω.. Πού να στα λέω κόρη μου; Δακρύζω άμα τα λέω, γιατί δεν υπάρχουν πια. Και κάτι, πρέπει να τα φέρουμε πίσω. Οι νέοι, από ότι βλέπω τώρα, ορισμένοι ξεκινούνε, μαθαίνουν λύρα, τραγουδάνε, χορεύουνε, βλέπω ότι κάτι πάει να γίνει.
[00:15:00]Έχουν έρθει πιο κοντά από ό,τι η δική μας γενιά.
Ναι. Αυτοί τώρα οι νέοι βλέπω ότι πα να φέρου τα παλιά πίσω και πρέπει να τους βοηθήσωμε, να μην τα χάσωμε. Τι άλλο να σου πω τώρα εγώ κόρη μου, τι άλλο. Τι άλλο θέλεις, πες μου τι άλλο θέλεις να σου πω;
Αυτά ήθελα να σας ρωτήσω, εμπειρίες από τα πανηγύρια που έχετε...
Τα πανηγύρια, τα πανηγύρια παλιά ήταν τα πανηγύρια, τι πανηγύρια...
Πώς γινόντουσαν τα παλιά που δεν γίνονται τώρα;
Να σου πω, τα πανηγύρια παλιά, εμείς οι νέοι, δεν μας άφηναν να μπούμε μέσα στα,… άμα ήμαστο πιτσιρίκια, μέσα στο κόσμο και στις σάλες. Δεν είχε σάλες. Αυλές ήτανε και τέτοια πράματα.
Τον χειμώνα δηλαδή δεν γινόντουσαν πανηγύρια;
Αυτά που γίνονται τώρα γινόντουσαν και τότες. Άλλα είχε κάτι παλιά σπίτια, όπως του Οικονόμου η σάλα , εκεί που κάνα και τους γάμους στην Αγία Μαρίνα, εκεί που είναι του αδερφού μου το σπίτι που μένει αυτή-δεν ξέρω πώς-είναι που το κρατάει αυτή η Μαίρη του Σεβαστού κρατάει αυτό το σπίτι, είναι μεγάλο σπίτι, εκεί γινόντουσαν πρώτα οι γάμοι, πριν να κάμουν τι σάλες, τον χειμώνα. Το καλοκαίρι γινόντουσαν στην Αγία Μαρίνα, εκεί που είναι τώρα η σάλα είχεν… ήταν αυλή. Εκεί γινόντουσαν το καλοκαίρι. Στις Χαδιές υπήρχε παλιά σάλα, γινόταν το πανηγύρι, και σε άλλα μοναστήρια, ξωμονάστηρα, στις μικρές αυτές τις αίθουσες ήτανε τα πανηγύρια τότες, το χειμώνα. Το καλοκαίρι ήταν στις πλατείες, πλατείες, ό,τι είχαμε τότες. Καντάδες, καντάδες...
Κάνατε καντάδες;
Βέβαια, βέβαια καντάδες; Με τις λύρες τις γιορτές, κάθε γιορτή επεριμέναν οι εορταζόμενοι να πας να τους πεις χρόνια πολλά με τα όργανα. Τα σπίτια ανοιχτά. Και αν δεν πήγαινες, παρεξηγούσαν την άλλη μέρα, λέει: «Εγώ περίμενα και δεν ήρθες». Ήταν οι μεζέδες, ήτανε τα κρασιά όλα έτοιμα.
Έτσι γιόρταζαν δηλαδή;
Έτσι γιόρταζαν παλιά. Τώρα είναι οι πόρτες ανοιχτές αλλά χωρίς τα όργανα.
Γιατί νομίζετε ότι έχει αλλάξει, έχουμε απομακρυνθεί -ας πούμε- πιο πολύ από την παράδοση;
Ξέρω ‘γω; Τι να πω τώρα; Ο κόσμος δεν κάνει την προετοιμασία που έκανε παλιά. Ορισμένοι μπορεί να το κάνουνε..-
Να ανοίξεις το σπίτι σου ας πούμε-
Ναι. Να ανοίξεις το σπίτι σου για να πάει η γυναίκα να της πει χρόνια πολλά, να της πάρει το δώρο. Ενώ παλιά σε περίμενε, να πας με τα όργανα, να πεις τα χρόνια πολλά. Και οι μεζέδες και τα φαγιά, και τα κρασιά έτοιμα όλα. Τρία μερόνυχτα γυρνάγαμε του Αγίου Γιαννιού, τρία μερόνυχτα να πάμε σε όλους τους Γιάννηδες. Βέβαια, να περάσουμε από της γυναίκας μου, να της κάμω τις καντάδες της εγώ με τη λύρα μου να της τραγουδώ τις μαντινάδες. Έρωτας. Έτσι είναι ο έρωτας.
Βέβαια. Αυτό που ήθελα να σας ρωτήσω κάτι είπατε πριν, τι νομίζετε ότι έχει αλλάξει στα πανηγύρια, από ό,τι παλιά, που τώρα δεν τα κάνουμε ή τα κάνουμε λάθος, έθιμα -δεν ξέρω- στη διαδικασία του πανηγυριού εννοώ.
Σχεδόν τα ίδια είναι, αλλά όσον αφορά τώρα τον χορό και την συνέχεια του πανηγυριού, τα φαγητά εντάξει ήτανε τότες με τα ζώα της Κάσου, τα σφάχτηνα και τέτοια, τώρα μάθαμε με το μοσχάρι. Τέλος πάντων. Αλλά συνεχίζει το ίδιο με τη μουσική, η αλλαγή είναι που μπαίνουνε όλοι στη μέση της σάλας και χορεύουνε παιδιά και γέροι και γυναίκες και νέοι δεν ήταν έτσι. Έπρεπε εγώ με τον κάβο μου, δύο άντρες, να πάμε να παραγγείλουμε «Θέλω την σούστα» και να περιμένω τη σειρά μου, γιατί πιο μπροστά από μένα είχε άλλον ή και πιο μπροστά άλλον, να έρθει η σειρά μου, να πιάσω εγώ το σύντροφό μου και να πάμε στη μέση της αυλής, στην μέση της σάλας να χορέψουμε και να σηκώσω αυτούς που θέλω εγώ. Τώρα παίζουν οι μουσικές λέει: «Σηκωθείτε πάνω» και σηκώνονται όλοι πάνω και γίνεται ένα-
Χάλασε η ιεροτελεστία, ας πούμε-
Μπράβο, εκείνο το όμορφο το ωραίο. Να σηκώσω τη γυναίκα μου, να σηκώσω την κόρη μου, να σηκώσω τη νύφη μου, να σηκώσω τη γυναίκα του αλλουνού που ήτανε ο σύντροφός μου, να σηκώσω την κόρη του. Έτσι γινότανε και τους γνωστούς μου. Τώρα είναι, μπαίνουν όλοι στη μέση, είναι, σύστημα ελληνικό, ξέρω ‘γω; Γιατί δεν σηκώνονται οι άντρες, όπως παλιά, για να παραγγείλουν να χορέψουν. Και μάλλον είναι αυτή η διαφορά. Γιατί σου λέει: «Άμα σηκωθώ εγώ-λέει ο άντρας-πρέπει να πληρώσω». Ενώ παλιά εμείς αυτό κάναμε. Σηκωνόμασταν, πληρώναμε. Ο λυράρης με αυτά ζούσε, με αυτά ζούσε, με το μεροκάματο που θα έβγαζε από τους γάμους, από τα πανηγύρια.
Μπορούσανε οι άνθρωποι να ζήσουνε τότε, δηλαδή φτάνανε ένας οργανοπαίχτης να κάνει μόνο αυτή τη δουλειά;
Όχι, όχι. Κανένας, αυτό ήτανε στα πανηγύρια, στους γάμους. Μετά είχε τη δουλειά του. Ήταν αγρότης, ήτανε χτίστης, ήτανε ότι άλλο, ήτανε ναυτικός. Αλλά έτσι ήτανε παλιά, δεν μπορούσες από αυτή τη δουλειά να ζήσεις. Όχι. Ούτε και σήμερα μπορείς, ούτε και σήμερα, μην ακούς-
Κανένας;-
Εκτός τις μεγάλες πόλεις μπορεί, στα αλλά μέρη είναι αλλιώς. Τα νησιά μας όμως δεν είναι όπως εκείνοι όχι.
Να ρωτήσω κάτι[00:20:00] άλλο, θυμάστε μερικούς κασιώτικους σκοπούς που δεν ακούγονται πια; Δηλαδή εμείς πια ξέρουμε, οι πιο νέοι, ναι-
3-4 ε;
Ναι. Εννοώ τα ονόματα. Πώς λεγόντουσαν, ας πούμε. Δεν λέω τώρα.
Να σου πω τώρα με πιάνεις λίγο-
Δεν έχετε κάποιο κατά νου, μπορεί να μην έχει-
Έχει. Από ό,τι λένε, οι σκοποί της Κάσου ήταν γύρω στους 60 τόσους. Αλλά εμείς αυτούς που μάθαμε τώρα είναι καμιά, θυμάμαι, πού να σου πω τώρα; Δεν θυμάμαι πόσοι ακριβώς είναι
Καλά, δεν πειράζει-
Δεν θυμάμαι πόσοι ακριβώς είναι, αλλά έχουν ξεχαστεί ορισμένοι. Δεν τους παίζουμε και εμείς.
Γιατί ήτανε πιο ήσυχοι, ας πούμε;
Ναι ήτανε της παρέας, παρεΐστικοι. Παρεΐστικοι. Να πας στο καφενείο να κάτσεις, να ‘ρθει η παρέα, να τους λέει ο ένας, να λέει: «Παίξε μου το τάδε, παίξε μου το τάδε» και τα θυμάσαι. Τώρα ξεκινάνε με τα Σούστα, το Ζερβό και τα νησιωτικά, και τέρμα το πανηγύρι. Αυτά είναι τώρα αλλάξανε.
Βέβαια εντάξει.
Photos

Ο πατέρας του αφηγητή
Φωτογραφία με συγγενείς και φίλους της οικ ...

Η πρώτη λύρα του αφηγητή
Η πρώτη λύρα που απέκτησε ο αφηγητής. Δώρο ...

Ο διαγωνισμός στο Λος Αν ...
Αναμνηστική φωτογραφία από την συμμετοχή τ ...

Το μετάλλιο
Το αναμνηστικό μετάλλιο που κέρδισαν στο δ ...

Ο αφηγητής, Γεώργιος Κίκ ...
Summary
Ο Γιώργης Κίκης αναφέρεται στην ιταλική του καταγωγή και μιλά για τον πατέρα του, ο οποίος παρέμεινε στο νησί μετά τη λήξη της ιταλικής κατοχής. Ο αφηγητής αποφασίζει να γίνει ναυτικός και στα 15 του ξεκινά να εργάζεται στα καράβια. Έχτισε τη ζωή του μεταξύ Κάσου, Αυστραλίας και Αμερικής. Συνοδοιπόρος στη ζωή του είναι πάντα η μουσική και συγκεκριμένα, η κασιώτικη λύρα. Αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς λυράρηδες του νησιού με ενεργή συμμετοχή στα κασιώτικα πανηγύρια, στις καντάδες και στα γλέντια του νησιού.
Narrators
Γεώργιος Κίκης
Field Reporters
Κατερίνα Χειμωνέτου
Tags
Interview Date
16/01/2020
Duration
21'
Summary
Ο Γιώργης Κίκης αναφέρεται στην ιταλική του καταγωγή και μιλά για τον πατέρα του, ο οποίος παρέμεινε στο νησί μετά τη λήξη της ιταλικής κατοχής. Ο αφηγητής αποφασίζει να γίνει ναυτικός και στα 15 του ξεκινά να εργάζεται στα καράβια. Έχτισε τη ζωή του μεταξύ Κάσου, Αυστραλίας και Αμερικής. Συνοδοιπόρος στη ζωή του είναι πάντα η μουσική και συγκεκριμένα, η κασιώτικη λύρα. Αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς λυράρηδες του νησιού με ενεργή συμμετοχή στα κασιώτικα πανηγύρια, στις καντάδες και στα γλέντια του νησιού.
Narrators
Γεώργιος Κίκης
Field Reporters
Κατερίνα Χειμωνέτου
Tags
Interview Date
16/01/2020
Duration
21'