© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Η πρώτη φορά που έσφιξα στην αγκαλιά μου τη δίδυμη αδελφή μου

Istorima Code
9800
Story URL
Speaker
Ουρανία Φωτοπούλου (Ο.Φ.)
Interview Date
07/03/2020
Researcher
Νικολέτα Μπάκα (Ν.Μ.)
Ν.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;

Ο.Φ.:

Πολύ ευχαρίστως. Λέγομαι Φωτοπούλου Ράνια, Ουρανία το βαφτιστικό μου. Το έχω λίγο γινάτι αυτό στη γιαγιά μου, το όνομα, που δεν μου άρεσε ποτέ το Ουρανία. Όμως, αργότερα, όταν μεγάλωσα, το εκτίμησα αρκετά. Της είχα πει μια φορά «Σε μισώ γι’ αυτό το όνομα που μου δώσανε». «Μα γιατί;» έλεγε. «Είναι ωραίο όνομα. Ορίστε, ολόκληρος ουρανός!». Λέω: «Εμένα δεν μ’ αρέσει». Τέλος πάντων, ας είναι καλά η αδελφή μου που μου άλλαξε το όνομα γύρω στα 6-7 χρονών και μου το ‘κανε Ράνια.

Ν.Μ.:

Λοιπόν, είναι Σάββατο 7 Μαρτίου 2020. Είμαι με τη Ράνια Φωτοπούλου και βρισκόμαστε στον Κάτω Άγιο Ιωάννη στην Πιερία. Εγώ ονομάζομαι Νικολέτα Μπάκα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε. Κυρία Ράνια, μένετε εδώ και πολλά χρόνια στην Κατερίνη.

Ο.Φ.:

Σχεδόν 20.

Ν.Μ.:

Αλλά, δεν μεγαλώσατε εδώ, σωστά;

Ο.Φ.:

Όχι. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Καστοριάς που λέγεται Επταχώρι, κοινότητα Αρρένων. Μικρό χωριό. Είναι ανάμεσα Καστοριά με Γιάννενα. Περισσότερο προς τα Γιάννενα μπορώ να πω. Και κάποτε είχε πάρα πολλή κίνηση αυτός ο δρόμος, γιατί όσοι πηγαίνανε προς Γιάννενα περνούσαν υποχρεωτικά απ’ το χωριό. Τώρα έχει ερημώσει λίγο που έγινε η Εγνατία Οδός. Εν πάση περιπτώσει, παραμένει όμορφο κι αγαπημένο για μένα.

Ν.Μ.:

Θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα για την οικογένειά σας;

Ο.Φ.:

Ναι. Έχω αρκετά. Να ξεκινήσουμε από τότε που ήμουνα παιδί, που θυμάμαι πώς μεγάλωνα σ’ αυτό το χωριό. Όμορφα χρόνια, ανέμελα, παρόλη τη φτώχεια, γιατί, ντάξει, οι γονείς μου προέρχονται από… Πώς να το πω; Κτηνοτρόφοι, υλοτόμοι. Αυτές οι δουλειές υπάρχουν στο χωριό, υπήρχαν, και υπάρχουν ακόμη για τους λίγους νέους που έχουν μείνει πλέον. Δεν μας έλειπε τίποτα. Το φαγητό μας το είχαμε. Είχαμε τα ζώα τότε. Τυρί, γάλα, κρέας, όλα ήτανε δικά μας. Ντάξει, κάποια πράγματα ως παιδί, τέλος πάντων, όταν είσαι μικρό παιδί θεωρείς ότι είναι σημαντικά όμως δεν είναι στην ουσία, μας έλειπαν. Ας πούμε, για παράδειγμα, όταν κατέβαινε ο μπαμπάς μου στην πόλη για δουλειές μάς έφερνε κανένα κουτί με πάστες, κανένα ψωμί απ’ το φούρνο, από φούρνο, ας πούμε, αρτοζαχαροπλαστείο, γιατί στο χωριό τρώγαμε το καρβέλι που ζύμωνε η μαμά μου με τα χεράκια της και το έψηνε στο φούρνο, τον ξυλόφουρνο, και μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Τέλος πάντων, όταν μας έφερνε αυτά ο μπαμπάς μου μας φαινότανε ότι είναι το κάτι άλλο, γεύσεις που ακόμη υπάρχουν στη μνήμη. Όπως, ας πούμε, παιχνίδια, που τώρα τα παιδιά είναι γεμάτα από παιχνίδια. Τότε αρκούμασταν στο να παίζουμε μήλα, τζαμί, κυνηγητό, κρυφτό. Τα βράδια ειδικά μαζευόμασταν στη γειτονιά, έτσι, όλα τα παιδιά και οι γονείς. Οι γονείς καθόταν εκεί στο παγκάκι, άλλοι κάτω, άλλοι πάνω στις πέτρες και μιλούσανε κι εμείς ξεχυνόμασταν στα σοκάκια. Και θυμάμαι ότι το βράδυ κυνηγούσαμε τις πυγολαμπίδες. Τότε υπήρχαν πυγολαμπίδες. Τώρα δεν ξέρω. Έχω πολλά χρόνια να δω!

Ν.Μ.:

Ισχύει.

Ο.Φ.:

Όμορφα χρόνια, πολύ όμορφα χρόνια. Φτωχά, αλλά όμορφα.

Ν.Μ.:

Κατάλαβα. Ποια θα λέγατε ότι ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπιζε ίσως η οικογένεια;

Ο.Φ.:

Στην ηλικία, ας πούμε, εκείνη την παιδική;

Ν.Μ.:

Ναι, όταν ήσασταν μικρή.

Ο.Φ.:

Δυσκολία. Δυσκολία να πω ότι όταν ήρθε η ώρα να τελειώσω το Δημοτικό για να πάω στο Γυμνάσιο ο μπαμπάς μου δεν είχε τη δυνατότητα να με στείλει να πάω στο Γυμνάσιο. Τότε το Γυμνάσιο ήτανε κολέγιο! Τέλος πάντων, κάποια κυρία εκεί στο χωριό βρέθηκε και του είπε: «Να το στείλεις το κορίτσι. Μην το χαραμίζεις εδώ στο χωριό». Υπήρχε ένα οικοτροφείο τότε που φιλοξενούσε παιδιά άπορων οικογενειών, ορφανών κτλ. Ήτανε εκκλησιαστικό οικοτροφείο. Και είπα να πάω. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, γιατί ήμουν η μοναδική σ’ όλο το χωριό που πήγε σ’ αυτό το οικοτροφείο. Υπήρχαν άλλα εφτά κορίτσια —8 ήμασταν συνολικά—, ήταν από άλλα χωριά και συνήθως ήταν δύο και τρία από ένα χωριό, οπότε κάνανε πα[00:05:00]ρεούλα μεταξύ τους. Εγώ ένιωθα μόνη μου. Δεν είχα καμία από το δικό μου χωριό, καμία φίλη μου, καμία συμμαθήτρια. Εκεί δυσκολεύτηκα πάρα πολύ.

Ο.Φ.:

Τελείωσε η χρονιά. Πρώτη Γυμνασίου, τόσο πήγα δυστυχώς. Και τέλος της χρονιάς δήλωσα στους γονείς μου ότι δεν θέλω να ξαναπάω γιατί μου φάνηκε βουνό. Δεν με πίεσαν ιδιαίτερα. Είπαν: «Αφού δεν θέλεις να πας, μην πας». Τέλος πάντων. Την επόμενη χρονιά, που δεν πήγα τη δεύτερη στο Γυμνάσιο, γνώρισα τον άντρα της ζωής μου! Πολύ μικρή. Ερωτευτήκαμε, ώσπου αποφασίσαμε να αρραβωνιαστούμε.

Ν.Μ.:

Πόσο χρονών ήσασταν;

Ο.Φ.:

14 εγώ, 19 εκείνος. Πολύ μικροί. Δεν ξέραμε τότε τι... Οι γονείς μας, βέβαια, ειδικά του άντρα μου, λέγανε: «Τι; Είστε πάρα πολύ μικροί να αρραβωνιαστείτε. Να πας φαντάρος και μετά». Εγώ... Εντάξει, με πήρε ο μπαμπάς μου και ο θείος μου, θυμάμαι, μέσα στο δωμάτιο να μου μιλήσουν, να μου πουν ότι: «Το σκεφτήκατε καλά; Τι είναι αυτό; Είναι μεγάλη ευθύνη να παντρευτείς σ’ αυτή την ηλικία. Είναι δύσκολα». Τέλος πάντων, δεν ξέρω πώς έγινε και ξαφνικά βρέθηκα αρραβωνιασμένη απ’ τα 14. Αυτή ήταν η παιδική μου ηλικία. Σύντομη, πολύ σύντομη. Δεν έχω πολλά πράγματα να θυμάμαι, γιατί... Την ηλικία, την εφηβεία μάλλον, εγώ την πέρασα παντρεμένη. Μάλλον δεν την πέρασα ποτέ! Δεν την πέρασα ποτέ. Δύσκολα. Δύσκολα. Εντάξει, στην αρχή φαινόταν στο μυαλό μου ότι θα ‘ναι όλα ροζ και ότι θα ‘ρθει ο πρίγκιπας με το άσπρο άλογο και ότι θα περάσω μια ζωή τέλεια. Δεν ήταν έτσι, όμως.

Ν.Μ.:

Τελικά, παντρευτήκατε, δηλαδή, στα...

Ο.Φ.:

Ναι. Στα 15. Ένα χρόνο αρραβωνιασμένη, στα 15 παντρεύτηκα.

Ν.Μ.:

Και συνεχίσατε να μένετε στην Καστοριά;

Ο.Φ.:

Ναι, μα όταν αρραβωνιάστηκα έφυγα από το χωριό και έμενα μετά στην πόλη με τον αρραβωνιαστικό μου, με τα πεθερικά μου. Μέναμε όλοι μαζί.

Ν.Μ.:

Στην Κατερίνη πώς καταλήξατε;

Ο.Φ.:

Με τη δουλειά, η δουλειά μάς έφερε στην Κατερίνη, γιατί από τότε που αρραβωνιαστήκαμε και αργότερα παντρευτήκαμε ασχολούμασταν με τη γούνα, γιατί σ’ αυτή την πόλη… Νομίζω ότι είναι η μοναδική στην Ελλάδα που ασχολείται με τη γούνα. Ασχολούταν, γιατί τώρα τελείωσε η γούνα, έσβησε. Έτσι ήρθαμε στην Κατερίνη. Να πούμε; Τι να πούμε;

Ν.Μ.:

Έχετε εσείς κάτι στο μυαλό σας;

Ο.Φ.:

Να πω για τις δυσκολίες του γάμου, ας πούμε; Το ότι έγινα μαμά στα 15;

Ν.Μ.:

Ναι. Πώς συνεχίστηκε, πώς ήταν η ζωή σας από τη μέρα που παντρευτήκατε;

Ο.Φ.:

Πολύ δύσκολα. Βρέθηκα ξαφνικά ένα παιδί να ζω μέσα σ’ ένα σπίτι που ήτανε πεθερικά, που τότε έπρεπε να σεβόμαστε τους γονείς του άντρα, του συζύγου, μέχρι που να φιλάω και το χέρι τότε. Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια τούς φιλούσα το χέρι. Όπως βλέπουμε τώρα κάτι παλιές ταινίες, πώς ήτανε ο κόσμος πριν το ‘40, το ‘50, ξέρω ‘γώ, κάπως έτσι. Δύσκολα πολύ. Μπήκα στη δουλειά από πολύ μικρή. Έγινα μαμά. Εξακολουθούσα να δουλεύω. Βοηθούσε στο μεγάλωμα των παιδιών η γιαγιά, φυσικά. Στην πραγματικότητα μεγάλωνε τα εγγόνια κι εμένα μαζί. Εγώ μεγάλωνα μαζί με το γιο μου, ας πούμε.

Ν.Μ.:

Πότε γίνατε μαμά;

Ο.Φ.:

Στα 15. Συνειδητοποίησα όταν έγινα μαμά όχι όταν γέννησα, όταν με φώναξε το παιδί μου «μαμά». Εκεί έπαθα ένα σοκ. Εκεί κατάλαβα ότι... Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δηλαδή, δεν είχα συνειδητοποιήσει τι... γιατί ήρθανε όλα μαζί, αρραβώνας, γάμος, εγκυμοσύνη, παιδί, όλα αυτά και δεν είχα συνειδητοποιήσει. Και όταν ξαφνικά ακούω το γιο μου να με φωνάζει «μαμά», έμεινα στήλη άλατος. Λέω: «Ωχ, τι έγινε τώρα; Εγώ μαμά;». Μετά ήρθε κι [00:10:00]άλλο και τρίτο. 21 χρονών είχα τρία παιδιά. Καταλαβαίνεις εκεί, δυσκολίες πολλές.

Ν.Μ.:

Εδώ στην Κατερίνη η δουλειά πήγαινε καλά;

Ο.Φ.:

Ναι. Τα πρώτα χρόνια πάρα πολύ καλά, μέχρι και πριν… πέντε έξι; Εκεί ήρθε το τέλος της γούνας. Πήγαινε καλά η δουλειά, ναι, γι’ αυτό και αποφασίσαμε να μείνουμε εδώ, εφόσον η δουλειά ήτανε περισσότερο εδώ. Ντάξει, εκεί γινόταν η παραγωγή, εδώ ήταν η πώληση. Ντάξει, από το ‘97.

Ν.Μ.:

Με την οικογένειά σας; Οι υπόλοιποι είχανε μείνει στο χωριό, στην Καστοριά;

Ο.Φ.:

Όχι.

Ν.Μ.:

Οι γονείς σας, τα αδέλφια σας;

Ο.Φ.:

Τώρα, εδώ είναι ένα σημείο που λίγο πονάει. Δεν το είπαμε αυτό απ’ την αρχή. Οι γονείς μου κάνανε οχτώ παιδιά. Τα εφτά είναι στη ζωή, είμαστε. Το ένα το χάσανε όταν ήτανε πολύ μικρό από μηνιγγίτιδα, αν θυμάμαι καλά. Αυτά μου τα ‘λεγε η γιαγιά μου. Θυμάμαι που ήμουν πολύ μικρή, μου ‘λεγε ότι «Είχες και μια ακόμη αδελφή...». Μου τα ‘λεγε όλα η γιαγιά μου με κάθε λεπτομέρεια: πώς αρρώστησε, τι έκανε, τι της άρεσε να τρώει, πώς ήταν οι τελευταίες της μέρες. Όλα. Ήταν το δεύτερο απ’ τα αδέλφια μου. Πρώτος ο αδελφός μου, δεύτερη η Δήμητρα.

Ν.Μ.:

Πόσο χρόνων ήταν;

Ο.Φ.:

4.5 χρονών. Και η μαμά μου ήταν έγκυος στο τρίτο παιδί. Δηλαδή, έχασε ένα και αμέσως γέννησε το επόμενο, γιατί ήταν έγκυος όταν την πήγανε στη Θεσσαλονίκη, στο νοσοκομείο, όπου εκεί άφησε την τελευταία της πνοή η Δήμητρα. Και με το που πέθανε το κοριτσάκι την κρατήσαν στο νοσοκομείο για να γεννήσει το επόμενο παιδί, που ήταν ήδη έγκυος. Και γέννησε την άλλη αδελφή μου, τη Γιάννα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη απ’ τις αδελφές. Όπως είπα, η δεύτερη, που είναι στον ουρανό, είναι η Δήμητρα. Μετά είναι η Γιάννα. Μετά είμαστε δίδυμες.

Ο.Φ.:

Γεννηθήκαμε εγώ με την αδελφή μου τη Μαρία, την οποία... Όπως είπα και πριν, υπήρχε φτώχεια. Οι γονείς μου τη δώσανε για υιοθεσία σε μια οικογένεια, φίλους. Ναι, ήτανε πολύ στενές φίλες οι μαμάδες. Μεγάλη ιστορία κι αυτή.

Ν.Μ.:

Θέλετε να μας πείτε περισσότερα;

Ο.Φ.:

Ναι. Ναι. Να σου πω. Όταν ήταν έγκυος η μαμά μου σ’ εμάς τις δυο —τώρα αυτά βάσει όπως μου τα ‘λεγε η γιαγιά μου, γιατί η γιαγιά μάς μεγάλωσε, επειδή τη μαμά μου δεν τη βλέπαμε. Έλειπε συνέχεια στα ζώα, σε εργασίες εκτός δηλαδή, στα χωράφια, στους κήπους, παντού. Και ήμασταν με τη γιαγιά. Όσα θυμάμαι είναι από τη γιαγιά μου. Απ’ τη μαμά μου δεν θυμάμαι τίποτα, δεν τη βλέπαμε. Αφού να φανταστείς, όταν έμενε μια φορά στο τόσο, αν έμενε στο σπίτι, είχαμε γιορτή που ήταν η μαμά στο σπίτι, μεγάλη γιορτή. Συνήθως έμενε τον Αϊ-Γιώργη, επειδή γιόρταζε κι ο μπαμπάς μου τότε, κι έστρωνε αυτές τις ροζ κουβέρτες, τις φλοσένιες. Πω, πω! Έχω... Τις βλέπω μπροστά μου τώρα εικόνα! Το σπίτι άλλαζε αμέσως, δηλαδή απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.

Ν.Μ.:

Γιορτινό.

Ο.Φ.:

Γιορτινό, ναι. Να στρώσει και τις ροζ κουβέρτες, να ‘ρθεί κόσμος στο σπίτι, να κεραστεί όλο το χωριό. Τι έλεγα, όμως; Έλεγα για τη γιαγιά που μου ‘λεγε την ιστορία με την αδελφή μου. Ήταν, λέει, πολύ φίλες οι μαμάδες. Και στο διπλανό χωριό κάθε χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου, γιορτάζαν την Παναγία την Κλαδόρο. Τη λέγαν έτσι αυτή την εικόνα που βρέθηκε τότε, βρέθηκε μέσα στα κλαδιά —έτσι λέγαν οι παλιοί— κι εκεί χτίσανε την εκκλησία και την ονομάσανε Παναγία Κλαδόρο. Κανονικά είναι… 8 Σεπτεμβρίου είναι τα Εισόδια; Όχι, τα Εισόδια είναι το Νοέμβριο. Τέλος πάντων, είναι μια γιορτή της Παναγίας. Αλλά, η συγκεκριμένη, σ’ αυτό το χωριό δηλαδή, η ημέρα είναι αυτό.

Ν.Μ.:

Κατάλαβα.

Ο.Φ.:

Τέλος πάντων. Κι εκεί, λέει, το βράδυ πηγαίνουν οι πιστοί και κάνουν αγρυπνία, μένουν όλο το βράδυ εκεί. Με τα μουλάρια τότε, με τα άλογα πηγαίνανε, θυμάμαι. Δεν πήγαινε κι ο δρόμος. Δεν είχε δρόμο για να πάει αυτο[00:15:00]κίνητο. Υπήρχαν, βέβαια, αυτοκίνητα, αλλά εγώ θυμάμαι πηγαίναμε ή με τα πόδια ή με τα ζώα. Αργότερα μετά πηγαίναμε με τ’ αυτοκίνητα. Και πήγε η μητέρα μου εκεί. Και η άλλη η μαμά, που πήρε την αδελφή μου, που την υιοθέτησε, ήτανε παπαδοκόρη. Και έλεγε η γιαγιά μου… Μάλλον όχι, ψέματα, δεν μου το ‘λεγε η γιαγιά μου. Αυτό μου το ‘λεγε η θετή μητέρα της αδελφής μου, ότι εκείνο το βράδυ, λέει, έγκυος η μαμά μου και εκείνη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας έδωσε υπόσχεση η μαμά μου —γιατί άρχισε να κλαίει η κυρία Ζωή. Ζωή κι εκείνη. Σύμπτωση τώρα. Ζωή η μαμά μου, Ζωή και η μαμά της αδελφής μου η θετή. «Μην κλαις», της λέει, «μη στεναχωριέσαι». «Να ξέρεις», λέει, «ότι εγώ τώρα εδώ μπροστά στην Παναγία ορκίζομαι και σου υπόσχομαι ότι όταν θα γεννήσω αυτό το παιδί θα σου το χαρίσω». Και αγκαλιάστηκαν, λέει, και οι δύο και άρχισαν να κλαίνε. Και η μάνα μου κράτησε αυτή την υπόσχεση. Όντως, όταν γέννησε και έτυχε να γεννηθούμε δύο…

Ν.Μ.:

Δεν το ήξερε.

Ο.Φ.:

Φυσικά και δεν το ήξερε. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ούτε υπέρηχοι ούτε τίποτα. Και έρχεται η γυναίκα μετά από τρεις μέρες —ή την επόμενη μέρα; Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς τι μου έλεγε η γιαγιά—, ήρθε και της είπε: «Είδες, Ζωίτσα, ότι ο Θεός δεν θέλησε ούτε εσένα να σου στερήσει αυτό το παιδί και να γεμίσει και η δική μου η αγκαλιά, γι’ αυτό», λέει, «σου έδωσε δύο. Οπότε, κι εσύ να μη μείνεις με άδεια αγκαλιά κι εγώ να φύγω μ’ ένα μωρό». Κι έτσι, στον τρίτο μήνα ήρθανε και την πήρανε τη Μαρία. Φυσικά, έγινε όλη η διαδικασία της υιοθεσίας με δικαστήρια κανονικά, στα Γιάννενα, με χαρτιά, όλα νόμιμα. Και όταν μου τα ‘λεγε αυτά η γιαγιά μου της έλεγα: «Και γιατί, ρε γιαγιά, πήραν εκείνη; Και γιατί δεν πήραν εμένα;». «Α, γιατί», λέει, «εκείνοι, επειδή η Ζωή είναι Βλάχα. Κι όταν ήρθε και σας είδε κι εγώ», λέει, «της είπα: ‘‘Διάλεξε, Ζωίτσα μου, διάλεξε και πάρε όποιο θες’’... Και σας κοίταξε, σας ξανακοίταξε», λέει η γιαγιά μου, «και επειδή εκείνη τη μέρα σάς είχε η μαμά σας φασκιωμένες με τις πάνες τότε και τις είχε πάνω απ’ το κεφάλι, απ’ το μέτωπο ξεκινούσε η πάνα, ενώ εσένα το κεφαλάκι σου ήταν απ’ έξω. Και είπε: «A, αυτήν θα πάρω, γιατί είναι σαν Βλάχα!». Και εκτός αυτού, επειδή είχαν βγάλει και τα ονόματα… Όχι, δεν είχαμε βαφτιστεί, αλλά «Σας είχαμε», λέει, «εκείνη Μαρία, το όνομα της Παναγίας, κι εσένα στο όνομα το δικό μου, Ουρανία». Αυτά θυμάμαι από τη γιαγιά μου.

Ο.Φ.:

Και από τότε… Δεν ξέρω πόσο χρονών ήμουν, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τις άκουγα αυτές τις ιστορίες συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια από τη γιαγιά. Και από τότε είχα αυτή την έντονη επιθυμία —γιατί την πήραν την αδελφή μου, μας χώρισαν. Αλλά, το καλό είναι ότι μαθαίναμε νέα τους, γιατί η κυρία Ζωή —να είναι καλά εκεί που είναι, στον ουρανό— φρόντιζε να γράφει γράμματα στη μαμά μου, να την ενημερώνει, το πώς μεγαλώνει, το πώς είναι, τι χαρακτήρας, τα πάντα, όλα, πώς προοδεύει στο σχολείο. Και ακόμη και φωτογραφίες έστελνε. Κι όχι μόνο, έστελνε και δέματα. Θυμάμαι πώς τα περιμέναμε αυτά τα δέματα! Με ρούχα μέσα, ρούχα, παπούτσια, κοκαλάκια για τα μαλλιά, λαστιχάκια, τσιμπιδάκια και αυτή τη μυρωδιά... Καμιά φορά νομίζω ότι τη νιώθω ακόμη και τώρα. Μύριζε Αμερική! Α, δεν το είπα αυτό. Παίρνοντας την αδελφή μου, όταν έγινε 7, 6 χρονών, για να πάει στο Δημοτικό... Μένανε στο δίπλα χωριό, σ’ αυτό που πηγαίνανε, εκεί που έγινε η υπόσχεση, που δόθηκε η υπόσχεση. Όταν, όμως, μεγάλωσε η Μαρία, γίναμε, ας πούμε, 6 χρονών —δεν είχαμε ιδωθεί ποτέ, φυσικά, μέχρι εκείνη την ηλικία—, αποφασίσανε να φύγουν στην Αμερική, μόνο και μόνο για να μην τυχόν και κάποιος της πει την αλήθεια.

Ν.Μ.:

Η Μαρία, δηλαδή, δεν ήξερε τίποτα. Δ[00:20:00]εν της το είπαν.

Ο.Φ.:

Δεν ήξερε τίποτα μέχρι τα 37. Στα 37 μας βρεθήκαμε για πρώτη φορά. Δεν είχε ιδέα! Και φύγαν οι άνθρωποι στην Αμερική απ’ το φόβο μην τυχόν και της πει κάποιος κάτι. Είχαν έρθει οι γονείς της οι θετοί απ’ την Αμερική. Πρέπει να ήτανε το… ‘96; ’95, ’96 είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη. Ήμουνα με τη μικρότερη την αδελφή μου και μας πήραν τηλέφωνο και λέει: «Είμαστε εδώ, στη Θεσσαλονίκη». Τέλος πάντων, ήταν ξαφνικό για μας. Πήγαμε και τους βρήκαμε. Τους παρακαλέσαμε να της το πουν κάποια στιγμή. Και τι δεν τους είπα! «Σας παρακαλώ» λέω. «Αυτή είναι η επιθυμία μου. Από μικρό κοριτσάκι έχω αυτή την επιθυμία να γνωρίσω την αδελφή μου». Και: «Να, είναι δύσκολο, κορίτσι μου. Κατάλαβέ με, πόσες φορές μού ερχόταν εδώ κάτω από τη γλώσσα να της το πω. Δεν... Μετάνιωνα πάλι και δεν μπορούσα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να το πω». Λέω: «Τι φοβάστε, μην τυχόν πάψει να σας αγαπάει; Τη μεγαλώσατε με αγάπη. Δεν της έλειψε τίποτα, τη σπουδάσατε. Για ποιον λόγο να μην της το πείτε;». Δεν μπόρεσα ποτέ να κατανοήσω αυτόν τον φόβο τους. Ώσπου σκέφτηκα εγώ κάτι. Φύγαν οι άνθρωποι με το καλό, γύρισαν πίσω, πήγαν στην Αμερική. Μετά από ένα δύο χρόνια —ναι, το 2000 ήτανε που πήγαμε... Άρα, αυτό πρέπει να ‘ταν γύρω στο ‘98 με ‘99— συζητούσα με την άλλη αδελφή μου —βρισκόμασταν συχνά γιατί έμενε Θεσσαλονίκη τότε — να κάνουμε κάτι, να απευθυνθούμε στο Χαρδαβέλα —τότε ήταν ο Χαρδαβέλας στον Alpha—, να πάμε, τέλος πάντων, να ζητήσουμε βοήθεια, να μας το βρουν, ξέρω ‘γω, τι και πώς. Τέλος πάντων, βλακεία ήταν αυτό, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορούσαμε να πάμε και να τη δούμε, γιατί ξέραμε, δεν ήταν ότι είχαμε χάσει τα ίχνη της. Οι άνθρωποι και σε μένα αργότερα που παντρεύτηκα μου στέλνανε γράμματα. Εξακολουθούσε η κυρία Ζωή να μου στέλνει γράμματα. Απλά σκέψεις έκανα, γιατί λέω: «Εφόσον τους παρακαλέσαμε και ακόμη δεν έχουν σκοπό να της πούνε τίποτα, ε, θα πρέπει κι εμείς να κάνουμε κάτι άλλο μπας και μπορέσουμε και βρούμε άκρη».

Ο.Φ.:

Και εκεί που συζητούσαμε αυτά με τη μικρή μου την αδελφή ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Ήμουν πάλι —πώς έτυχε να είμαι;— στο σπίτι. Και όταν ήρθαν οι γονείς της Μαρίας έτυχε να είμαι στο σπίτι της αδελφής μου και εκείνη τη φορά πάλι που σχεδιάζαμε και συζητούσαμε τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτήν την υπόθεση, πάλι εκεί. Και χτυπάει το τηλέφωνο. Και ποιος ήτανε; Η Μαρία.

Ν.Μ.:

Της το είπανε.

Ο.Φ.:

Της το είπανε. Γιατί, όμως, της το είπανε; Επειδή οι άνθρωποι ένιωσαν απειλή, το ότι εγώ, ας πούμε, είχα αυτά στο μυαλό μου και τα ‘χα συζητήσει με την αδελφή μου και με μια ξαδέλφη μου η οποία έμενε κι αυτή στην Αμερική. Τα μάθανε εντελώς διαστρεβλωμένα. Της είπανε ότι «Ξέρεις τι; Η Ράνια, η αδελφή της Μαρίας από την Ελλάδα, θα ‘ρθει εδώ στην Αμερική με όλα της τ’ αδέλφια και θα φέρει και δικηγόρους και θα σας κάνει και μήνυση για να γνωρίσουν τη Μαρία». Και οι άνθρωποι φοβήθηκαν. Φοβήθηκαν. Σου λέει: «Τώρα τι θα κάνουν αυτοί εκεί πέρα;». Εντάξει, κι εγώ στη θέση τους να ήμουν θα φοβόμουνα. Κι έτσι, αναγκάστηκαν και της το είπανε. Καλά, εμείς το ξέραμε όλοι. Η Μαρία, που δεν είχε ιδέα για την ύπαρξή μας, το ότι είναι υιοθετημένη και ότι έχει άλλα πόσα αδέλφια στην Ελλάδα; Εκείνη έπαθε ταράκουλο.

Ν.Μ.:

Μιλήσατε μαζί στο τηλέφωνο;

Ο.Φ.:

Μιλήσαμε. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Εγώ δεν μπορούσα να πω... Είχαμε πέσει και οι δύο κάτω, κι εγώ και η μικρή αδελφή μου… δέκα μέρες; Δέκα μερόνυχτα δεν κοιμηθήκαμε καθόλου; Καθόλου. Μας έβρισκε η μέρα, η νύχτα, το πρωί, όλα... Δεν... Δεν μπορούσαμε να ησυχάσουμε. Ώσπου καταλήξαμε, αποφασίσαμε μάλλον να πάμε στην Αμερική ε[00:25:00]μείς οι δύο. Βέβαια, δεν μπορούσαμε να πάμε όλοι! Εμείς οι δύο. Και πήγαμε το 2000. 30 Ιουνίου ξεκινήσαμε, 1 Ιουλίου ήμασταν εκεί. Τώρα τι να πω... Το πώς ήρθανε στο αεροδρόμιο και το πώς συναντηθήκαμε και το πώς υπήρχε ένας μαγνήτης που μας ένωσε μέσα σε τόσο κόσμο που υπήρχε εκεί πέρα; Ήτανε φοβερές, έτσι, συνταρακτικές στιγμές ζήσαμε.

Ν.Μ.:

Συναντηθήκατε στο αεροδρόμιο, δηλαδή, πρώτη φορά.

Ο.Φ.:

Ναι. Ήρθανε να μας πάρουν απ’ το αεροδρόμιο.

Ν.Μ.:

Τη γνωρίσατε όταν την είδατε.

Ο.Φ.:

Ναι. Ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Υπάρχουν και ντοκουμέντα, βέβαια. Υπάρχει βίντεο που το καταγράφει όλο αυτό. Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να το εξηγήσω τι έγινε εκείνη την ημέρα. Δεν μπορώ, ακόμη και τώρα. Δηλαδή, τι έλξη ήταν αυτή; Περνούσε ο κόσμος, ο ένας δίπλα στον άλλον, κόσμος, κόσμος, κόσμος και ξαφνικά, με το που βγαίνω εγώ, αυτή απ’ την άλλη μεριά — αντίθετα μπήκε, γιατί δεν αφήναν να μπει κόσμος από δω. Μόνο οι αφίξεις που έπρεπε να βγαίνουνε με τις αποσκευές— πέταξα τις βαλίτσες κατευθείαν, κάναμε μια αγκαλιά σφιχτή που δεν μπορούσαν να μας ξεχωρίσουνε. Ήτανε αυτό που περίμενα μια ζωή από μικρό παιδί. Τελικά έγινε. Κι έτσι βρεθήκαμε με τη Μαρία. Κι εγώ πήγα δυο τρεις φορές στην Αμερική, κι εκείνη ήρθε άλλες τόσες. Και μάλιστα, φέτος μου είπε ότι θα ξανάρθει, οικογενειακώς αυτή τη φορά, γιατί πάντα ερχόταν μόνη της, λόγω της δουλειάς της, ο άντρας της δεν μπορούσε, η κόρη της σπουδές, το ένα, το άλλο. Όλο κάτι την κρατούσε. Ήταν και οι γονείς της, φυσικά, που συγχωρέθηκαν τώρα, αλλά όσο ζούσαν στεναχωριότανε, δεν ήθελε να τους αφήσει. Είχαν και προβλήματα υγείας. Τώρα μπορεί να ‘ρθεί χωρίς κανένα εμπόδιο.

Ν.Μ.:

Μεγαλώσατε, δηλαδή, γνωρίζοντας ότι έχετε κάπου στον κόσμο μία αδελφή η οποία—

Ο.Φ.:

Χωρίς να την έχω δει ποτέ.

Ν.Μ.:

—αυτή δεν γνωρίζει για εσάς τίποτα. Και εσείς περιμένατε τριάντα εφτά χρόνια...

Ο.Φ.:

Να τη σφίξω στην αγκαλιά μου. Τριάντα εφτά χρόνια. Και προσπαθούσαμε μετά να αναπληρώσουμε τόσα χαμένα χρόνια σε λίγες μέρες. Δεν γίνεται αυτό. Δε γίνεται, όσο και να θες. Ντάξει, καμιά φορά, όμως, δεν χρειάζεται να ξέρεις πολλές λεπτομέρειες. Νομίζεις ότι δεν χώρισες ποτέ απ’ το άλλο σου μισό, γιατί εγώ έτσι ένιωθα, σαν να είχα ένα κενό. Το ίδιο κι εκείνη. Και τα λέγαμε μετά αυτά, ότι «Πάντα ένιωθα ότι κάτι λείπει από το μέσα μου, απ’ τον εαυτό μου, κάτι λείπει. Υπάρχει ένα κενό». Και νομίζω ότι και απ’ τις δυο μας αυτό το κενό αναπληρώθηκε κατά κάποιον τρόπο.

Ν.Μ.:

Κατάλαβα. Το θέμα της υιοθεσίας της δίδυμης αδελφής σας το συζητήσατε με τους γονείς σας;

Ο.Φ.:

Να σου πω. Πριν φύγω, όσο ήμουν παιδί στο χωριό και μετά που έφυγα, δεν το είχαμε συζητήσει έτσι ποτέ. Μα ήμουν κι εγώ παιδί. Τι μπορούσα να ρωτήσω τους γονείς μου; Θυμάμαι, όμως, όταν έκανα το πρώτο μου παιδί και κατάλαβα τι σημαίνει να γίνεσαι γονιός και πόσο δύσκολο είναι να στερηθείς το παιδί σου. Εκείνο το διάστημα ομολογώ ότι έβγαλα μεγάλη κακία απέναντι στους γονείς μου. Δεν ξέρω αν ήταν κακία, αν ήταν παράπονο, αν ήταν... Πάντως, ήταν κάτι άσχημο. Και θυμάμαι που είχε έρθει ο μπαμπάς μου μια φορά να με επισκεφτεί, να δει και το μωρό —μηνών πρέπει να ήτανε το παιδί— και μείναμε για λίγο μέσα στο δωμάτιο του μωρού ενώ κοιμότανε κι εκείνος ήθελε να το δει. Και καθίσαμε λίγο στον καναπέ εκεί οι δυο μας και μου ήρθε έτσι, αυθόρμητα. Όπως κοιτάγαμε το μωρό πάνω απ’ την κούνια τού λέω: «Μπαμπά, να σε ρωτήσω κάτι;». Μου λέει «Τι;». «Τώρα που ήρθε το παιδί κα[00:30:00]ι κατάλαβα —μεγάλο πράγμα να γίνεσαι γονιός— έχω μια απορία: Πώς μπορέσατε να δώσετε το παιδί σε άλλη οικογένεια για υιοθεσία;». Έσκυψε το κεφάλι και μόνο που δεν τον πήραν τα κλάματα. Δεν μπόρεσε να μου εξηγήσει. Και τι να μου εξηγούσε; Δεν μου είπε τίποτα, απλά βούρκωσε. Και θυμάμαι άλλη μία φορά που ρώτησα τη μαμά μου. Τα δικά μου παιδιά είχανε μεγαλώσει αρκετά. Της μίλησα πολύ απότομα και πολύ σκληρά. Φυσικά, μετάνιωσα γι’ αυτό αργότερα, όταν την έχασα κιόλας. Της είπα ότι: «Πώς μπορέσατε να το κάνετε αυτό;». Η μαμά μου, όμως, μου έδωσε μία απάντηση. Ξες τι μου είπε; Α, της λέω: «Δεν μετάνιωσες γι’ αυτό;». Μου λέει «Όχι». Λέω «Δεν σε πιστεύω. Δεν μετάνιωσες που έδωσες το παιδί σου;». Ξανά μου λέει «Όχι». Λέω: «Γιατί;». «Γιατί το έδωσα να ζήσει καλύτερα, να ζήσει μια καλή ζωή, όπως και έζησε μία καλή ζωή. Μεγάλωσε με πολλή αγάπη. Σπούδασε, κάτι που δεν θα το ‘κανε αυτό αν έμενε εδώ στο χωριό». Λέω: «Τι να πω; Μεγαλοψυχία». «Και εκτός αυτού, που έζησε εκείνη καλύτερα, έκανα και μια άλλη γυναίκα να γίνει μάνα». Εκεί μετά με αποστόμωσε. Της λέω: «Μάνα, τι να πω; Έχεις πολύ μεγάλη καρδιά». Με αποστόμωσε.

Ν.Μ.:

Δηλαδή, ζήσατε την απώλεια αγαπημένων προσώπων από πολύ μικρή ηλικία.

Ο.Φ.:

Ακριβώς. Έτσι. Αλλά... Εντάξει, είναι απώλεια σοβαρή το να σου στερήσουν το άλλο σου μισό από τα γεννοφάσκια και είναι φυσικό να σου βγει αργότερα θυμός, παράπονο, πίκρα, πολλά, πολλά συναισθήματα, και απέναντι στους γονείς και... Καμιά φορά λες: «Αν ήταν στο χέρι μου, θα μπορούσα να το αποφύγω». Όμως, όσο μεγαλώνεις και ωριμάζεις σκέφτεσαι και την πλευρά των γονιών. Λες ότι αυτοί οι άνθρωποι θυσία κάνανε στην τελική, μεγάλη θυσία, γιατί εύκολο δεν είναι να δώσεις το παιδί σου, ακόμα κι αν ξέρεις ότι θα ζήσει μια καλή ζωή. Και σίγουρα γι’ αυτό το λόγο έγινε, για να ζήσει μια καλύτερη ζωή, να φύγει απ’ τη φτώχεια, την ανέχεια.

Ν.Μ.:

Τους συγχωρήσατε, δηλαδή, στην πορεία.

Ο.Φ.:

Ναι, ναι, τους συγχώρησα και δυστυχώς τους έχασα και πολύ νωρίς. Είπες για απώλεια πριν. Μακάρι να ήταν μόνο αυτή η απώλεια, γιατί αργότερα ακολούθησαν κι άλλες πολλές απώλειες. Και ίσως να ξαναμιλήσουμε και γι’ αυτές σε κάποια άλλη συνάντησή μας.

Ν.Μ.:

Εντάξει. Ευχαριστούμε πολύ, κυρία Ράνια, για το χρόνο σας.

Ο.Φ.:

Κι εγώ ευχαριστώ.

Ν.Μ.:

Η Μαρία πώς το έμαθε ότι έχει μια αδελφή δίδυμη;

Ο.Φ.:

Θα σου πω η Μαρία πώς το έμαθε. Όπως σου είχα πει και πριν ότι είχαν έρθει οι γονείς της στην Ελλάδα και πήγαμε, φυσικά, να τους δούμε, όπου ειπώθηκαν πολλά, τους είχαμε παρακαλέσει να της το πούνε και είχαν υποσχεθεί ότι θα της το πούνε πηγαίνοντας πίσω στην Αμερική, εν πάση περιπτώσει, αφού δεν έγινε ποτέ και εφόσον φοβηθήκανε μετά όταν ακούσανε ότι θα ‘ρθει απ’ την Ελλάδα και ξέρω ‘γώ… κάποια στιγμή την πήραν τηλέφωνο. Α, όταν είχαν έρθει είχαμε βγει κάποιες φωτογραφίες μαζί, ενθύμιο πάντα, που θέλουμε όλοι να κρατάμε. Και όταν πήγαν πίσω τις είχε δει η Μαρία τις φωτογραφίες και είχε ρωτήσει τη μαμά της. Λέει: «Μαμά, αυτά τα κορίτσια ποια είναι; Νομίζω ότι μοιάζουμε λίγο!». «Ε, βρε Μαρία μου», της λέει, «δεν είναι… Είναι της φίλης μου. Πολύ καλά κορίτσια, πολύ τ’ αγαπάω. Αλλά, είναι της φίλης μου». «Δεν έχουμε καμία συγγένεια; Μήπως είναι ξαδέλφες μου;». «Όχι, όχι. Είναι κορίτσια της φίλης μου». Έτσι της είχε πει τότε. Πάει αυτό.[00:35:00] Την παίρνουνε μια μέρα τηλέφωνο μετά απ’ όλο αυτό που μαθεύτηκε ότι θα πήγαινα εγώ στην Αμερική με το δικηγόρο. Δεν ξέρω τι άλλες σάλτσες βάλανε οι χωριανοί τους εκεί πέρα και τα μαθαίνανε αυτά. Την πήρανε. «Έλα, Μαρία. Έχω να σου πω κάτι» της λέει η μαμά της. «Τι είναι, μαμά; Μήπως έχεις κάποιο πρόβλημα με την υγεία σου;». «Όχι, όχι. Είμαι καλά». «Γιατί αυτό σκέφτηκα», λέει η Μαρία, «όταν μου είπε: ‘‘Έλα οπωσδήποτε. Πρέπει να σου πω κάτι σοβαρό’’. Νόμιζα ότι έχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα με την υγεία της. Πήγαμε εκεί πέρα εγώ, ο άντρας μου, πήραμε και το μωρό. Καθόμαστε. Λέει: ‘‘Έλα κάτσε, Μαρία, να σου πω’’. ‘‘Τι είναι, μαμά’’;. Κρατούσε στα χέρια της το άλμπουμ αυτό που είχα δει με τις φωτογραφίες μαζί σας. ‘‘Ξέρεις τι, Μαρία; Θέλω να σου πω ότι αυτά τα κορίτσια, που με είχες ρωτήσει ποια είναι, τώρα ήρθε η ώρα να μάθεις’’. ‘‘Τι είναι, μαμά; Ανησυχώ. Τι θα μου πεις;’’. ‘‘Εμείς δεν είμαστε οι βιολογικοί σου γονείς’’. ‘‘Τι;’’. ‘‘Ναι. Δεν είμαστε. Σε υιοθετήσαμε’’». Της ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι. Κι ώσπου να το καταλάβει όλο αυτό η Μαρία, στο καπάκι τής λέει «Και να ξέρεις ότι έχεις κι αδέλφια» —εκεί την ισοπέδωσε— «και αυτά τα κορίτσια που είχες δει στη φωτογραφία είναι οι αδελφές σου». Τι να πω; Περιττό να πω κάτι. Κάν’ το εικόνα τώρα αυτό και φαντάσου πώς της ήρθε.

Ν.Μ.:

Σας το εξιστόρησε όλο η Μαρία.

Ο.Φ.:

Ναι. Συγκλονιστικό. Και όταν εμείς πήγαμε... Φυσικά, μας πήρε κάμποσο καιρό με βίζες, με χαρτιά, με το ‘να, τ’ άλλο, συνάλλαγμα. Τότε ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Δεν είναι όπως είναι τώρα. Και πήγαμε. Φυσικά, μας περιμένανε στο αεροδρόμιο. Άσε σε όλο το ταξίδι εγώ με την αδελφή μου κοντέψαμε να μην φτάσουμε ποτέ από την αγωνία που είχαμε. Όσο πλησίαζαν οι ώρες να φτάσουμε στη Βοστώνη γινόμασταν... Τι να σου πω; Δεν μπορώ να το περιγράψω κι ούτε μπορεί να το καταλάβει κανένας αυτό, την αγωνία που ζήσαμε. Φτάνοντας, λοιπόν, στο αεροδρόμιο της Βοστώνης περιμένανε από τη μέσα πλευρά η αδελφή μου με τον άντρα της, ο οποίος είχε την κάμερα έτοιμη, οπλισμένη για να καταγράψει τη σκηνή. Η ξαδέλφη μου η Ράνια —να ‘ναι καλά— ήταν κι αυτή μαζί. Έζησε κι αυτή όλες αυτές τις έντονες στιγμές μαζί μας. Τις μοιραστήκαμε. Και την ώρα που βγαίναμε απ’ τις αφίξεις εμείς, που ερχόμασταν για να συναντηθούμε με τα παιδιά, δεν ξέρω τι ήταν αυτό. Είχε τόσο κόσμο μέσα εκεί, και απ’ τη μία και απ’ την άλλη πλευρά. Με το που συναντήθηκαν τα βλέμματά μας —σε φωτογραφίες μόνο την είχα δει, όπως κι εκείνη που με είχε δει λίγες μέρες πριν πάω— υπήρξε μια έλξη. Σαν να ήταν ένας τεράστιος μαγνήτης που ένωσε εκείνη κι εμένα. Και πέσαμε η μια πάνω στην άλλη τόσο σφιχτά που ο κόσμος γύρω κοιτούσε. Μετά το συνειδητοποιήσαμε αυτό, όταν βλέπαμε το βίντεο, ας πούμε, που κατέγραψε ο γαμπρός μου. Ήτανε συγκλονιστικό. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, δεν μπορώ, δεν μπορώ. Έντονες συγκινήσεις, συναισθήματα ανάμεικτα, χαρά... Τόσα χρόνια που στερηθήκαμε η μια την άλλη. Και όσο… Μετά, αφού πήγαμε στο σπίτι, όσο περνούσαν οι ώρες, οι μέρες —αυτό που μείναμε, τέλος πάντων, πόσο μείναμε, γύρω στις δέκα μέρες;—, καθόμασταν δίπλα-δίπλα, αγγίζαμε η μία την άλλη, βλέπαμε ομοιότητες. Ο τρόπος που καθόμασταν, που στεκόμασταν, ο τρόπος που κινούσαμε τα χέρια μας, [00:40:00]που μιλούσαμε. Είναι απίστευτο, σαν να βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Έτσι βλέπαμε η μία στην άλλη. Έβλεπα τον εαυτό μου σε εκείνη και εκείνη σε μένα, που, εντάξει, η καθεμιά μεγάλωσε εντελώς διαφορετικά. Αλλά, οι ομοιότητες υπάρχουν και όσα χρόνια και να περάσουν είναι στο DNA, νομίζω. Α, και επίσης, να πω κι αυτό. Είναι πάρα πολλά που θέλω να πω, αλλά έρχονται έτσι ένα-ένα στο μυαλό μου και τα μπερδεύω κιόλας. Είναι τόσα πολλά που... Σκέφτηκα να πάω ένα δωράκι συμβολικό —θα την έβλεπα για πρώτη φορά— και αποφάσισα να πάρω δύο καρδούλες ίδιες, να τις φοράμε μία εκείνη και μία εγώ, να τις φοράμε πάντα, έτσι, να θυμόμαστε, ας πούμε, αυτή την πρώτη μας συνάντηση μετά από τόσα χρόνια. Και όταν μετά από… Την επόμενη μέρα ήταν, τη μεθεπόμενη; Δεν θυμάμαι, γιατί την πρώτη μέρα δεν θα κάναμε τέτοια πράγματα. Κοιτούσαμε να χορτάσουμε η μία την άλλη. Κι όταν βγάλαμε να ανταλλάξουμε τα δώρα είχε πάρει κι εκείνη το ίδιο. Από μια καρδούλα κι εκείνη ίδια. Να φοράμε δύο ίδιες καρδιές. Δηλαδή, κάναμε την ίδια σκέψη. Και όχι μόνο σ’ αυτό. Αυτό έτσι το είπα, για να καταλάβεις πόσο μερικές φορές έχουμε όχι απλά τις ίδιες σκέψεις, αλλά νιώθουμε και ίδια πράγματα. Δηλαδή, αν καμιά φορά κάποια δεν έχει καλή διάθεση —που λένε αυτό ότι γίνεται σε παιδιά, σε δίδυμα που μεγαλώνουν μαζί και είναι μαζί όλη τη ζωή. Κι όμως, κι εμείς που μας χωρίζει ο Ατλαντικός πολλές φορές σκέφτεται η μια την άλλη τόσο έντονα, που μπορεί να τη σκέφτομαι τόσο πολύ και να με πάρει τηλέφωνο. Ή, ας πούμε, να μην είναι καλά εκείνη κι εγώ για κάποιον λόγο να μην νιώθω καλά. Χωρίς λόγο, έτσι, να έχω κακή διάθεση. Και να μιλάω μαζί της και να μου λέει: «Νιώθω έτσι. Δεν είμαι καλά».

Ν.Μ.:

Είχατε από πάντα μία πολύ δυνατή σύνδεση, δηλαδή, κι ας μην είχατε μεγαλώσει μαζί, κι ας μην είχατε γνωριστεί ποτέ.

Ο.Φ.:

Αυτό, αυτό, αυτό. Όπως και για το κενό που νιώθαμε και οι δύο, κι εκείνη κι εγώ, που αυτό το κενό...

Ν.Μ.:

Πόσο μάλλον εκείνη που δεν ήξερε.

Ο.Φ.:

Για εκείνη ήταν πιο δύσκολο, νομίζω, γιατί δεν είχε ιδέα. Δεν γνώριζε καν την ύπαρξή μας, δεν γνώριζε καν ότι είναι υιοθετημένη. Τουλάχιστον εγώ ήξερα. Και ευτυχώς για μένα, οι γονείς της μέσα από τα γράμματα που μας στέλνανε και υπήρχε αυτή η επικοινωνία… Πολλές φορές σκέφτηκα ότι, αν αυτοί οι άνθρωποι δεν κρατούσαν αυτή την επικοινωνία, δεν θα ‘ξερα καν πού είναι η αδελφή μου. Τότε όντως θα ‘πρεπε να πάω σε κάποιον ειδικό, τέλος πάντων, για να βρω τα ίχνη της! Ευτυχώς. Και το άλλο, το ότι γνωρίζει ελληνικά χάρη σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Πραγματικά, εύχομαι να είναι αναπαυμένες αυτές οι ψυχές. Δώσανε πολλά στην αδελφή μου, πολλή αγάπη. Της είχανε φοβερή αδυναμία και οι δύο. Κι εκείνη τους αγαπούσε πολύ. Αυτά.