© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Η Κωνσταντινουπολίτισσα Αλίκη - Ραλλού Μακρή αφηγείται: Οι αναμνήσεις από τη ζωή στην Πόλη, τα Σεπτεμβριανά και ο ερχομός της στην Ελλάδα λόγω των απελάσεων το '65

Istorima Code
9795
Story URL
Speaker
Αλίκη - Ραλλού Μακρή (Α.Μ.)
Interview Date
09/01/2020
Researcher
Αικατερίνη Κασίμη (Α.Κ.)
Α.Μ.:

[00:00:00]Ραλλού-Αλίκη Μακρή.

Α.Κ.:

Κασίμη Αικατερίνη. Σήμερα είναι, έχουμε 9/01/2020 και βρίσκομαι με την κυρία Μακρή στο σπίτι της. Κυρία Μακρή, αρχικά να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ που δεχτήκατε να μου μιλήσετε και για αρχή θα ήθελα να μου πείτε ορισμένα πράγματα για τον εαυτό σας, να μου πείτε από πού κατάγεστε, πού μεγαλώσατε, κάποια πράγματα για την οικογένειά σας.

Α.Μ.:

Ωραία. Θα τα πούμε. Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη. Μεγάλωσα εκεί, σπούδασα εκεί, τελείωσα Λύκειο. Από κει και μετά, η ζωή έτσι μας τα έφερε και δεν μπορέσαμε να συνεχίσουμε, γιατί άρχισαν οι διωγμοί και αναγκαστικά ήρθαμε στην Ελλάδα, οπόταν και ο άνδρας μου δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του κι έμεινε, -σπούδαζε μαθηματικά-, έμειναν στη μέση. Και τελικά επειδή είχε μεγάλο άγχος, πήγε στις Σχολές Πετρά και το πήρε τελικά το δίπλωμα.

Α.Κ.:

Θα σας πάω λίγο πίσω, αλλά θα ήθελα να μου πείτε και κάποια πράγματα για το τι θυμάστε από την παιδική σας ηλικία στην Κωνσταντινούπολη. Πώς ήταν να μεγαλώνετε εκεί;

Α.Μ.:

Κανένα πρόβλημα, κανένα απολύτως πρόβλημα. Είχαμε και φίλους Τούρκους, εμάς δεν μας πειράζανε, τα είχαμε πάρα πολύ καλά μαζί. Αυτά γινότανε μετά, οι παρεμβάσεις των πολιτικών χαλάσανε την όλη ατμόσφαιρα που ήμασταν, ειλικρινά σας λέω, αγαπημένοι. Εδώ, στα γεγονότα του Σεπτεμβρίου, όταν έφτασαν αυτοί, οι «τσαπουλτζήδες» που τους λέγανε, ήμασταν στα Θεραπειά, δηλαδή τα Θεραπειά είναι στον Βόσπορο. Ήρθανε ένα φορτηγό γεμάτο μ΄ αυτούς, «μπολικούρους» τους λέγαμε. Και κατεβήκανε με καδρόνια στο χέρι για να σπάσουνε και να χτυπήσουνε κόσμο. Και ήμουνα εγώ στο μπαλκόνι κι έσκυψα να δω τι γίνεται και ρίχνουνε μια πέτρα! Έτσι και την έτρωγα στο κεφάλι, έμενα και στον τόπο. Και από κάτω ακριβώς ήτανε αξιωματικός, καθότανε και κατεβαίνει κάτω και τους λέει: «Τι κάνετε; Αυτή είναι η κόρη μου». Και αμέσως αυτοί διπλωθήκανε στα δύο και του φιλήσανε και το χέρι και φύγανε.

Α.Κ.:

Οπότε, σ΄ αυτά τα επεισόδια, περίπου, εσείς σε τι ηλικία είσαστε τότε;

Α.Μ.:

Ε, ήτανε περίπου στα δεκαοχτώ.

Α.Κ.:

Και όταν αναγκαστήκατε να φύγετε από την Κωνσταντινούπολη;

Α.Μ.:

Όταν... Είχε αρρωστήσει η μητέρα μου, δυστυχώς τη χάσαμε και έφυγα εγώ. Εκεί ήμουνα είκοσι έξι χρονών, όταν έφυγα από την Κωνσταντινούπολη. Δυστυχώς. Καταστράφηκαν οι οικογένειες όλες, όλοι χαθήκαμε, διαλυθήκαμε. Συγγενείς, ο ένας στη Δύση και ο άλλος στην Ανατολή. Είναι λίγοι εκείνοι που μπορέσανε να μείνουνε ενωμένοι. Οι υπόλοιποι, όλοι είναι άλλος στην Αμερική, άλλος... Δυστυχώς.

Α.Κ.:

Και όταν φθάσατε στην Αθήνα- Δεν φθάσατε βασικά στην αρχή στην Αθήνα, σωστά;

Α.Μ.:

Στην Θεσσαλονίκη πρώτη φορά.

Α.Κ.:

Πώς ήτανε η κατάσταση τότε; Πώς ήτανε αυτή η αλλαγή;

Α.Μ.:

Κακώς. Θα το πω. Εδώ πέρα δεν μας φερθήκανε καλά, δυστυχώς. [00:05:00]Τουρκόσπορους μας αποκαλούσαν. Αυτό βέβαια μας πείραξε πάρα πολύ, γιατί ο Έλληνας που ζει στο εξωτερικό είναι πιο Έλληνας από τον Έλληνα εδώ.

Α.Κ.:

Οπότε, στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε, ανάμεσα στους Έλληνες που ζούσαν, υπήρχε πολύ έντονο αυτό το αίσθημα-

Α.Μ.:

Βέβαια.

Α.Κ.:

-της ελληνικότητας.

Α.Μ.:

Εμείς όταν, τότε δεν υπήρχαν και τηλεοράσεις, βάζαμε ραδιόφωνο, κλαίγαμε την ώρα που ακούγαμε τον Ελληνικό Ύμνο ή τα ελληνικά. Κι εδώ μας αποκαλούσαν έτσι. Είχε ο άνδρας μου έναν συμμαθητή φίλο, ο οποίος έπαιζε μπάσκετ. Με το όνομα του δεν τον φωνάζανε. Τούρκο τον φωνάζανε. Σου λέω, στον ελληνισμό της πόλης φερθήκανε πολύ άσχημα, δυστυχώς. Και τώρα πια αρχίζουν και παραδέχονται και λένε που: «Εσείς που ήρθατε και φέρατε τον πολιτισμό». Τώρα...

Α.Κ.:

Όταν ήρθατε, η διαδικασία ποια ήτανε ακριβώς; Δηλαδή ήρθατε και σας παραχωρήθηκε κάπου, κάποιο μέρος; Πώς ήτανε; Η υποδοχή δεν ήτανε όπως θα έπρεπε, σε καμία περίπτωση.

Α.Μ.:

Όχι. Όταν ήρθαμε, επειδή εμείς δεν είμαστε από αυτούς που τους διώξανε. Η διαδικασία ήτανε, επειδή ως επί το πλείστον ερχότανε στην Αθήνα, εμείς ήμασταν στην Θεσσαλονίκη. Εκεί είναι πιο, πολύ διαφορετικοί άνθρωποι. Πιο κοντά. Ειλικρινά σας λέω, πιο κοντά. Και ήμασταν σαν να..., όταν ζούσαμε εκεί, -γιατί στην αρχή ζήσαμε στα Νέα Μουδανιά-, αισθανόμουν σαν να ήμουν στην Πόλη. Πάρα πολύ ωραία, άνετα. Και επειδή όλοι, ως επί το πλείστον είναι πρόσφυγες εκεί, έχουμε τα ίδια ήθη και έθιμα. Εδώ μπαίνεις στο ασανσέρ και ούτε «καλημέρα» δεν σε λένε. Να μην τα πω, δεν μπορώ. Τα 'χω μέσα μου και θέλω να τα πω πια.

Α.Κ.:

Οπότε υπήρχε οικειότητα.

Α.Μ.:

Ναι.

Α.Κ.:

Τι άλλο, σαν συνήθειες, τι άλλο ήταν πιο οικείο στη Θεσσαλονίκη, από ότι ίσως αργότερα στη ζωή στην Αθήνα; Ήτανε πιο πολύ αυτή η αίσθηση του ότι οι άνθρωποι ήταν πιο προσιτοί ή υπήρχαν κι άλλα. Ίσως ας πούμε, η μαγειρική. Ήτανε άλλα πράγματα που θύμιζαν περισσότερο την ζωή στην Κωνσταντινούπολη;

Α.Μ.:

Τι μπορώ να πω; Κοίταξε, την εποχή που ζούσαμε εμείς, πιο πολύ αμόρφωτος ήτανε ο λαός. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα πολύ περισσότερο, διότι οι περισσότεροι είναι μορφωμένοι. Πρόσφατα ήρθανε δώδεκα Τούρκοι, οι οποίοι είναι όλοι δικαστές, δικηγόροι... Κατάλαβες; Ενώ πριν ότι τον έλεγες, κουνούσε κεφάλι. Μα, σχεδόν εμείς κυβερνούσαμε εκεί. Όλα, τα μαγαζιά, τα εργοστάσια, όλα ήτανε των Ελλήνων.

Α.Κ.:

Οπότε, οι περισσότεροι Έλληνες ασχολούνταν κυρίως και με εμπόριο;

Α.Μ.:

Ε, βέβαια. Αυτούς τους είχαμε στραγαλάδες. Ε, βέβαια.

Α.Κ.:

Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν στην Κωνσταντινούπολη;

Α.Μ.:

Ο πατέρας μου ήτανε, δούλευε σε μεγάλο ζαχαροπλαστείο, ήτανε μαίτρ. Η μητέρα μου ήτανε number one μοδίστρα. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγούνε καινούργια πράγματα και να μην μου ράψει. Ο πατέρας μου ήτανε μορφωμένος, η μητέρα μου δεν [00:10:00]είχε, αλλά είχε τέτοια εγκυκλοπαιδική μόρφωση που ούτε καν το καταλάβαινες. Και έξυπνη γυναίκα ήτανε. Και προχωρημένο μυαλό, πάρα πολύ προχωρημένο.

Α.Κ.:

Είχε να κάνει, αυτός ο τρόπος σκέψης ο πιο έτσι ανοιχτός, είχε να κάνει και με το ότι συμβιώνανε με ανθρώπους από διαφορετικά μέρη;

Α.Μ.:

Ναι. Καταρχήν και οι φίλες μου μέχρι τώρα το λένε. Εγώ σαν νέα, σαν έφηβη δεν αισθάνθηκα ποτέ καταπίεση. Τέτοιο μυαλό είχε. Ήμουνα ελεύθερη ό,τι ήθελα να κάνω. Το μόνο που έπρεπε να γίνει ήτανε η ώρα 20:30 να είμαι στο σπίτι μου. Αυτό άμα δεν το έκαμνα, ο μπαμπάς μου γινότανε πύραυλος. Μια φορά δεν το έκανα και ξανά δεν τo έκανα.

Α.Κ.:

Αλλά πώς ήτανε, σε γενικότερα πλαίσια, η ζωή για μια νεαρή κοπέλα στην Κωνσταντινούπολη; Πώς ήτανε στο σχολείο, στην -

Α.Μ.:

Κοίταξε, δεν ήτανε εύκολο, δεν ήτανε εύκολο. Κατ' αρχήν, Τούρκος [Δ.Α.]. Επειδή οι συναναστροφές μας ήτανε με υψηλά ιστάμενους, ως επί το πλείστον, δεν είχαμε, έτσι διαφορές. Άμα πήγαινες πιο κάτω, τότε... τότε υπήρχε η διαφορά. Άσ' τα. Μη σου πω.

Α.Κ.:

Έχετε και αδέλφια ή είσαστε μοναχοπαίδι;

Α.Μ.:

Ήδη η μητέρα μου ήτανε πολύ μεγάλη όταν με έκανε, σαράντα τριών χρονών. Τώρα εδώ πέρα σαράντα τριών χρονών σ΄ αφήνουν να κάνει παιδί; Εκεί χαμπάρι δεν είχαμε, βάζανε. Κι άκουες την καρδιά του μωρού, τίποτε άλλο. Δεν ήξερες τι θα βγει.

Α.Κ.:

Οπότε, είστε μοναχοπαίδι, αλλά παρόλα αυτά υπήρχε αυτή η ελευθερία που... Δεν υπήρχε...;

Α.Μ.:

Ναι. Είχαμε παρέα, παραδείγματος χάριν και μεταξύ, σε όλα τα παιδιά. Και οι Εβραίοι υπήρχανε. Υπήρχε και ένας Τούρκος. Γιατί δε... Και αυτός ήτανε βέβαια του λιμενάρχη γιός. Έτσι (Δ.Α.) ήτανε. Όχι, εγώ δε είχα πρόβλημα, καθόλου.

Α.Κ.:

Έχει καθόλου να κάνει μ' αυτό που αναφέρατε ότι μπορεί να ήτανε και στον δικό σας κύκλο, να έχει να κάνει με το τι ασχολούνταν ο καθένας, ότι ίσως σε άλλες περιοχές της Κωνσταντινούπολης, μπορεί να υπήρχε άλλη, μπορεί να ήταν πιο δύσκολη η συμβίωση;

Α.Μ.:

Ναι, στα χωριά πιο δύσκολα ήτανε. Άλλου είδους σκεφτότανε εκείνοι.

Α.Κ.:

Ήτανε και η νοοτροπία της Κωνσταντινούπολης και της πόλης περισσότερο.

Α.Μ.:

Άλλη νοοτροπία είχε ο Βόσπορος και άλλη νοοτροπία είχανε τα χωριά προς τα μέσα. Δεν μπορεί να είναι η ίδια. Η πόλη άλλο, το χωριό άλλο.

Α.Κ.:

Και υπήρχε και αυτό: πολύς κόσμος από πολύ διαφορετικά μέρη, άλλου τύπου;

Α.Μ.:

Βέβαια. Τελείως διαφορετικά.

Α.Κ.:

Κάτι άλλο που ήθελα να ρωτήσω είναι ότι, εσείς ήρθατε στη Θεσσαλονίκη, στην αρχή, το ΄65. Σωστά;

Α.Μ.:

Το ΄65, ναι.

Α.Κ.:

Το ΄65, ναι. Και πριν από το ΄65 είχαν προηγηθεί διάφορα άλλα περιστατικά. Είχαν γίνει τα Σεπτεμβριανά. Είχανε γίνει διάφορες προσπάθειες για να φύγει το ελληνικό κομμάτι. Πώς, μέχρι και το ΄65, που φαντάζομαι ότι ήταν η τελευταία...;

Α.Μ.:

Όχι, το ΄70 ήτανε η τελευταία. Οικειοθελώς βέβαια. Το ΄70 ήτανε όλοι οικειοθελώς. Αυτούς τους λέγαμε τότε... Πώς τους λέγαμε; Εξαναγκασθέντες. Άλλοι. Μετά το ΄70 πια είχε σταματήσει εκείνο το μπουλούκι να έρχεται.

Α.Κ.:

Πώς ήτανε για τους Έλληνες που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη [00:15:00]αυτή η περίοδος μεταξύ του ΄55 και του ΄65 που είχε, που ακολουθεί;

Α.Μ.:

Το ΄55 ήταν πιο άγρια. Μετά είχε ηρεμήσει. Γινότανε πάλι οι διωγμοί αλλά είχε ηρεμήσει.

Α.Κ.:

Το καταλαβαίνατε από το κλίμα, υπήρχε προπαγάνδα;

Α.Μ.:

Βέβαια, βέβαια.

Α.Κ.:

Τι θυμάστε από την-

Α.Μ.:

Ε, το μεγαλύτερο ψέμα που είχανε πει ήταν ότι του Ατατούρκ το σπίτι το έκαψαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Το μεγαλύτερό τους ψέμα ήτανε. Ε, αυτό ξεσήκωσε και έκανε όλη την κατάσταση και το Κυπριακό και όλα μετά. Έτσι ξεκίνησαν τα γεγονότα. Δυστυχώς! Και ήμασταν μία μειονότητα που λίγο πολύ όλοι ζούσαμε με άνεση. Θέλεις να σου πω ότι υπήρχε πολύ φτωχός μέσα; Σπάνια. Σπάνια ήτανε. Ήμασταν διακόσιες χιλιάδες. Μέσα σ΄ αυτές τις διακόσιες χιλιάδες, εκείνοι που φάγανε την πρώτη μπόρα ήτανε οι Έλληνες της Ένωσης. Εκείνους τους πήρανε και τους διώξανε χωρίς να ειδοποιήσουνε ούτε οικογένειες ούτε τίποτα. Μετά αρχίσανε πιο ήρεμα τα πράγματα. Βέβαια επενέβηκαν τα ξένα κράτη και αυτά... Δυστυχώς. Ειδεμή, μια χαρά ήμασταν. Πάνε τα σπίτια μας, πάνε όλα. Μολονότι υπάρχει αυτός, κανονισμός, η περιουσία των Ελλήνων, όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν γίνονται, κατάσχεση δεν γίνεται. Είναι η συμφωνία αυτή που υπάρχει μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Πού 'ν' το, το παίρνεις; Εγώ πόσα χρόνια παιδεύομαι, στα Θεραπειά που έχω. Ξεκινήσαμε δικαστήριο το 2008 κι έχουμε ΄20. Όπως τον είπα το δικηγόρο: «Εγώ τα ραδίκια από τις ρίζες άμα τα βλέπω, τι να το κάνω το σπίτι;» «Όχι» με λέει «θα το δώσω σε [Δ.Α.]». Όπως και εδώ δεν τελειώνουν γρήγορα οι δικαστικές αποφάσεις, εκεί... Ογδόντα εκατομμύρια είναι.

Α.Κ.:

Πείτε μου, όσο μένατε στην Κωνσταντινούπολη, πώς ήτανε η σχέση των Ελλήνων εκεί με την εκκλησία.

Α.Μ.:

Α, πολύ καλή. Καταρχήν πιστεύαμε πάρα πολύ και ήμασταν τακτικοί, πάρα πολύ τακτικοί. Την Κυριακή θε να πάμε στην εκκλησία, στολισμένοι, τι να σου πω! Οι μεγάλες οι κυρίες τα καπέλα τους, τις ομπρελίτσες τους. Βέβαια. Και ήτανε και νυφοπάζαρο, το Πέρα. Βέβαια! Ξέραμε ποιος θα 'ναι, ποιος θα κατέβει.

Α.Κ.:

Α, ήτανε δηλαδή, είχε και μια...

Α.Μ.:

Ένα σασπένς! Βέβαια, ξέραμε τι ώρα θα βγει ο Αιμίλιος, τι ώρα θα βγει ο αυτός, πρόγραμμα γινότανε.

Α.Κ.:

Ήτανε μια ευκαιρία για κοινωνική συναναστροφή.

Α.Μ.:

Βέβαια. Το σχολείο μας, οι γυναίκες να πούμε. Παρθεναγωγείο ήτανε. Στις τρεις η ώρα σχολούσε. Το Ζωγράφειο που ήτανε αρρένων σχολείο, εκείνο τρεισήμισι για να μην συναντηθούμε. Σκέψου μία. Εμείς καθόμασταν και περιμέναμε.

Α.Κ.:

[00:20:00]Το σχολείο σας πώς το λέγανε;

Α.Μ.:

Ζάππειο.

Α.Κ.:

Πείτε μου λίγα πράγματα για το σχολείο σας. Αν θυμάστε πόσα άτομα ήσαστε στην τάξη...

Α.Μ.:

Ωωωω! Πάρα πολλά παιδιά! Καταρχήν δωδεκατάξιο, πεντακόσια παιδιά είχε. Μετά υπήρχε, ξέρεις τι; Δεν μπορούσε βέβαια ο καθένας να πάει, γιατί ήτανε επί πληρωμή.

Α.Κ.:

Δεν υπήρχε δημόσιο σχολείο;

Α.Μ.:

Υπήρχε, αλλά ήταν τούρκικο. Ήτανε το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, το κεντρικό Παρθεναγωγείο, η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Ο γιος μου όταν τον πήγα και την είδε, τη Μεγάλη του Γένους έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Εδώ πέρα λέω, μπορείτε να γράψετε; Δεν μπορείτε. Η Μεγάλη του Γένους, το Ιωακείμειο. Ζάππειο, Ζωγράφειο, Ιωακείμειο, Κεντρικό. Τέσσερα.

Α.Κ.:

Έλληνες που δεν μπορούσαν να πληρώσουν το σχολείο υπήρχαν;

Α.Μ.:

Ναι, ναι υπήρχανε.

Α.Κ.:

Και κυρίως θα ασχολούνταν με τεχνικές δουλειές ή υπήρχαν Έλληνες που μπορεί να πήγαιναν στο τούρκικο σχολείο;

Α.Μ.:

Όχι, όχι. Αποφεύγανε, ως επί το πλείστον. Αλλά ήτανε... Υπήρχε και αλληλεγγύη, υπήρχε πάρα πολύ. Και υπήρχαν και παιδιά βέβαια που πήγαιναν στα γαλλικά. Είχε, είχαμε και γαλλικά, ήτανε το Sainte Pulchérie, το Saint Benoît κι ένα ακόμα ήτανε. Τώρα το ξέχασα εκείνο. Sainte Pulchérie, Saint Benoît, και; Έλα. Δεν έρχεται.

Α.Κ.:

Οπότε, για ένα παιδί ήταν σύνηθες να μιλάει και μία ακόμη ξένη γλώσσα.

Α.Μ.:

Μα, καταρχήν την μαθαίναμε στο σχολείο, γαλλικά. Βέβαια! Τι να σου πω; Είχαμε την μαντάμ Φλερύ. Εγώ καθόμουν πρώτη, πρώτο θρανίο. Ερχότανε εκείνη από πάνω μας και μιλούσε, με πότιζε.

Α.Κ.:

Οπότε, τελειώσατε, ήτανε δωδεκατάξιο και εσείς τελειώσατε το Ζάππειο.

Α.Μ.:

Τελείωσα το Ζάππειο και τελείωσα στο ΄55, στα γεγονότα. Απάνω στα γεγονότα τελείωσα. Και ήμασταν εδώ, εκδρομή και γίνονται τα γεγονότα και καίγονται τα χαρτιά μας των εξετάσεων και καίγονται ίσα ίσα τα τούρκικα... Αυτό, ψυχολογία που κάναμε. Και φτου κι από την αρχή δίνουμε ξανά εξετάσεις. Γιατί βάλανε φωτιά στο σχολείο, να το κάψουν.

Α.Κ.:

Κάτι ακόμα που ήθελα να ρωτήσω είναι, τι άλλες μνήμες έχετε από την ζωή στην Κωνσταντινούπολη, όσον αφορά στο πώς περνούσατε τον ελεύθερό σας χρόνο, πλην του σχολείου, ποιες άλλες ασχολίες είχατε; Με τις φίλες σας και τους φίλους σας πώς ήτανε, πώς ήτανε η ζωή και στα μικρά κομμάτια;

Α.Μ.:

Ασχολίες πολλές δεν μπορούσαμε να έχουμε, γιατί το σχολείο ξεκινούσε το πρωί στις εννιά και τελείωνε η ώρα τρεισήμισι. Να πας σπίτι, να διαβάσεις, να ετοιμαστείς για τη δεύτερη μέρα, δεν υπήρχε αυτό. Σαββατοκύριακο βέβαια βγαίναμε, παρεΐτσα. Μιξ. Ναι, δεν υπήρχε. Α! Σε ορισμένους, ναι ήτανε, άλλοι ήτανε πιο ελεύθεροι και άλλοι ήτανε πιο μαζεμένοι. Ήτανε η ζωή μας πολύ-, για μένα προσωπικά ήτανε ευχάριστη. Επειδή δεν καταπιέστηκα και έκαμνα όπως ήθελα, ρύθμιζα τη ζωή μου. Δεν αισθάνθηκα [00:25:00]ποτέ καταπίεση. Έχω φίλες όμως άλλες που αισθάνονται την καταπίεση γιατί ήδη τους το κάμνανε. «Πότε θα ΄ρθεις; Ποιος είναι;» Αυτά, συνέχεια. Και δεν είναι και πολύ ευχάριστα γι' αυτούς όλους. Εγώ σού είπα, μια χαρούλα ήτανε.

Α.Κ.:

Είχε να κάνει δηλαδή και με τη νοοτροπία τη συνολική αλλά είχε να κάνει και με τους δικούς σας τους γονείς, που ίσως ήτανε πιο προχωρημένοι.

Α.Μ.:

Μολονότι ήτανε μεγάλοι, είχανε προχωρημένο μυαλό.

Α.Κ.:

Και σας ενθάρρυναν και για το σχολείο, για το διάβασμα;

Α.Μ.:

Αν χρειαζόμασταν τίποτα;

Α.Κ.:

Όχι. Αν οι γονείς σας σας ενθάρρυναν σ΄ αυτό, αν...

Α.Μ.:

Αν βοηθούσανε ή οι γονείς;

Α.Κ.:

Ναι. Αν γενικότερα το να, μια κοπέλα, η προοπτική του να σπουδάσει, η προοπτική του να ασχοληθεί μ΄ αυτό ήταν κάτι το οποίο...;

Α.Μ.:

Αστειεύεσαι; Υπάρχει γονιός που να μην θέλει να σπουδάσει το παιδί του; Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Αλλά βέβαια σ' εμάς λίγο δύσκολο ήτανε, λόγω του ότι ήμασταν και μειονότητα και μέσα στους Τούρκους. Δεν το δεχότανε οι γονείς, μες στους Τούρκους να πας στο Πανεπιστήμιο. Απαπα! Με τίποτα.

Α.Κ.:

Οπότε θα υπήρχε, σε περίπτωση που θέλατε να προχωρήσετε τις σπουδές σας αν, ή κάποιος μαθητής που δεν είχε την ατυχία να τελειώσει το σχολείο πάνω στις απελάσεις, πως θα προχωρούσε με το Πανεπιστήμιο; Θα αναγκαζότανε να φύγει εκτός Κωνσταντινούπολης. Ή θα μπορούσε να πάει στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης;

Α.Μ.:

Ε, στην Κωνσταντινούπολη, κατά καιρούς οι νόμοι στα Πανεπιστήμια αλλάζουνε. Υπήρχε εποχή που έδινες, στην τελευταία τάξη, να πούμε, του Λυκείου, έδινες τέσσερα μαθήματα τούρκικα και βάσει των βαθμών του απολυτηρίου, συν αυτά - μόνο τα 4 ήταν του Πανεπιστημίου - περνούσες κατευθείαν και έμπαινες στο Πανεπιστήμιο. Οπόταν, εκεί πέρα υπήρχε μια ευκολία. Κι άμα έμπαινες στο Πανεπιστήμιο, από εκεί και πέρα... Πανεπιστήμια κρατικά, χωρίς απεργίες, το κυριότερο. Με καθηγητές που να σέβονται αυτό που κάνουνε. Και τα παιδιά που να κάνουνε, να γράψουνε τους τοίχους.

Α.Κ.:

Κάτι ακόμα που θα ήθελα να ρωτήσω είναι, μου είπατε πριν για τις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων και πως υπήρχε γενικότερα, υπήρχαν πολύ φιλικές σχέσεις. Και ήθελα να ρωτήσω εάν στο πλαίσιο της θρησκείας, αν ετίθετο ζήτημα...;

Α.Μ.:

Να επιλέξουμε μουσουλμανισμό, δηλαδή;

Α.Κ.:

Όχι. Κατά πόσο ήτανε εμπόδιο η θρησκεία, για τις διαπροσωπικές σχέσεις;

Α.Μ.:

Όχι, όχι. Τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε. Ούτε καν επιλογή να γίνεται. « Όχι, εγώ θέλω να γίνω μουσουλμάνα και εγώ θέλω...» Όχι, όχι τέτοια πράγματα δεν υπήρχαν. Όχι.

Α.Κ.:

Άρα δεν επηρέαζε δηλαδή σε τίποτα.

Α.Μ.:

Όχι, όχι. Σου είπα, αυτό, ούτε κανένας ερχότανε να σε καταπιέσει και να σου πει να γίνεις - τώρα έτσι αν γινόσουνα για εκείνους μεγάλη χάρη, κερδίσανε ένα άτομο - αλλά τέτοια πράγματα δεν είχαμε. Όχι. Μετά αλλάξανε τα πράγματα. Και πάλι, τώρα καταπίεση δεν υπάρχει.

Α.Κ.:

Οπότε, όταν ήρθε και ο καιρός των απελάσεων, όταν ξεκίνησε όλη αυτή η διακίνηση...;

Α.Μ.:

Εκείνο απότομα ήρθε.

Α.Κ.:

Πώς έγινε, πώς το-;

Α.Μ.:

Πολύ απότομα. Η κυβέρνηση. Δεν θα ξεχάσω, ήταν Σεπτέμβριος. Εμείς όταν πηγαίναμε διακοπές, ξεκινούσαμε από τον Απρίλιο, [00:30:00]έτσι να σου πω, Μάιο και τελειώναμε το Νοέμβριο τις διακοπές μας. Γιατί ήτανε κοντινά, οι αποστάσεις κοντινές και πήγαιναν οι άνδρες στη δουλειά τους και τα παιδιά στο σχολείο τους. Μπορούσανε. Λοιπόν, όταν γινότανε όλα αυτά, μέναμε... Την ημέρα που ήτανε για να γίνει αυτό το μεγάλο το κακό, εγώ με την μητέρα μου ήμουνα μέσα στην πόλη κι έρχεται ένας κύριος και μας λέει: «Πηγαίνετε σπίτι σας». Ξεκινούσε η υπόθεση. Η μάνα μου: «Αυτός ο άνθρωπος» λέει «για να μας πει να πάμε σπίτι, κάτι είναι». «Γιατί; Τι θα είναι καλέ μαμά κι εσύ αμέσως;» της λέω. «Δεν μ΄ αρέσει». Πανέξυπνη ήτανε! Τέλος πάντων, παίρνουμε το λεωφορείο και φεύγουμε, πάμε στα Θεραπειά. Μια ησυχία, ούτε κίνηση έβλεπες, ούτε τίποτα. Είχε αρχίσει ο κόσμος να ανησυχεί. Οπόταν, προς το βράδυ καταφθάνει το φορτηγό, με όλους αυτούς μέσα με τα καδρόνια για να χτυπήσουνε και ακριβώς απέναντι μας καθότανε Τούρκος και έρχονται και τον φωνάζουνε και τον λένε: «Έλα γρήγορα, θα κάψουνε το βενζινάδικο, θα τιναχτεί όλο το χωριό στον αέρα». Τον σεβόντανε αυτόν. Κι έρχονται και το προλαβαίνει αυτός και δεν μπαίνει η φωτιά σ΄ αυτό το βενζινάδικο. Έλληνας αυτός που είχε το βενζινάδικο. Και γλυτώνει το χωριό. Μετά, μπήκανε στα σπίτια εκεί, σπάγαν τους πολυελαίους, κάναν, πετούσανε, τι να σου πω! Εκείνη η μέρα, η αποφράδα μέρα, ήτανε η χειρότερη της ζωής μας. Γιατί φοβόμασταν να μη μας πιάσουνε... Καταστρέψανε πάρα πολλά παιδιά. Πάρα πολλά. Εδώ πέρα οι ιερείς, τους βγάλανε το κεφάλι, το δέρμα από πάνω.

Α.Κ.:

Οπότε υπήρχαν και κάποιοι γείτονες, κάποιοι Τούρκοι που προσπάθησαν να βοηθήσουνε, να αντισταθούνε σ΄ αυτό;

Α.Μ.:

Εμένα και στην πόλη το σπίτι και στα Θεραπειά που σου είπα, Τούρκοι το σώσανε.

Α.Κ.:

Οπότε, βγήκαν με τα καδρόνια και διαλύσανε σπίτια, τα μαγαζιά φαντάζομαι...;

Α.Μ.:

Βέβαια.

Α.Κ.:

Και μετά, ποια ήτανε η ακολουθία των γεγονότων;. Έγινε όλη αυτή η καταστροφή και βγήκε απόφαση από την Κυβέρνηση ότι αναγκάζεστε να φύγετε;

Α.Μ.:

Εξανάγκασε αυτούς που ήτανε μέσα στην-. Αυτό έγινε το ΄55 που έδιωξε όλη την Ένωση. Αυτοί ήταν της Ένωσης, που τους αρπάξανε και τους φέρανε εδώ. Ούτε ξέρανε που βρίσκονται οι άνθρωποι, ούτε τίποτα. Αυτά λοιπόν τα γεγονότα, όταν έφτασα στα Θεραπειά, που σου λέω, κάποια στιγμή ακούμε καμπάνες που χτυπάνε και λέμε: «Τι γίνεται; Δεν είμαστε καλά, τι χτυπάνε οι καμπάνες, δεν φτάνει η κατάσταση όλη αυτή, καμπάνες χτυπάνε;» Σταμάτησε και βλέπουμε, ο Αϊ-Γιώργης ήτανε, ότι καίγεται. Κανένας δεν ξέρει τίποτα. Δεύτερη μέρα το πρωί βλέπουμε τον Δεσπότη, με το μπαστουνάκι του, βγήκε. «Άγιε Δέρκο» τον λέμε «τι έγινε;» «Έχουν την εντύπωση ότι με κάψανε» λέει. Μπήκε μέσα, ένα πρωτοπαλίκαρο είχαμε, τον πήρε, τον [00:35:00]έβαλε μέσα σε ένα τσουβάλι και τον έσωσε. Και τον λέμε «Εφόσον ήτανε τέτοιο πράγμα, γιατί βγήκατε;» «Γιατί να μην βγω;» Ήτανε, τι να σου πω! Και έσωσε αυτός και όταν βγήκε ο άγιος Δέρκος και βγήκε κι αυτός και τον είδε, από την τρέλα του έπεσε στη θάλασσα, ναι, και ήτανε κατσαρομάλλης και δεν βρεχότανε τα μαλλιά του καθόλου και χτυπιότανε, έτσι. Βέβαια. Νόμιζε που τον έκαψε. Και δεν μπορέσανε να κάψουνε τον ναό. Είδανε έναν αξιωματικό που στεκότανε μπροστά αλλά λένε ότι: «Ο Αϊ-Γιώργης ήτανε» Καλά, τέτοια πολλά. Εκείνα, εκείνα τα γεγονότα ήτανε... Το Πέρα; Δεν μπορούσες να πατήσεις στο Πέρα. Κουρτίνες, παπούτσια, αρώματα, κάτω, τα σπάσανε και τα βγάλανε έξω. Τέτοια μανία. Στου μπαμπά το μαγαζί, στην είσοδο ήταν ένας αράπης, αυτά... και κρατούσε έτσι ένα δίσκο και βάζανε οι άνδρες που ερχότανε τα καπέλα τους. Εκείνο το κάνανε...

Α.Κ.:

Σαν καλόγερος, σαν διακοσμητικό;

Α.Μ.:

Αράπης! Αράπης ήτανε. Ναι. Κομμάτια, από γύψο, ξέρεις αυτά. Τη μανία τους τη βγάλανε εκεί. Μόνο εκεί; Τα καλοριφέρ; Τα σώματα του καλοριφέρ τα στρίψανε. Πώς τα κάνανε; Σου λέω, καταστάσεις... Εκείνες τις μέρες οι καταστάσεις ήταν φοβερές, γιατί σε μακρινά μέρη, όπως ήτανε τα Ψωμαθιά, διάφορα, γίνανε πάρα πολλά. Καταστρέψανε κορίτσια, παπάδες τους κακοποιήσανε, πάρα πολλά, εκείνα γίνανε πάρα πολλά.

Α.Κ.:

Και εν τέλει πώς φύγατε; Φύγατε με τον πατέρα σας και τη μητέρας σας; Είχατε και άλλους συγγενείς που-;

Α.Μ.:

Όταν έφυγα;

Α.Κ.:

Ναι.

Α.Μ.:

Η μητέρα μου είχε πεθάνει. Από τον καημό της. Βέβαια. Τον πατέρα μου, τον είχα πάρει μαζί μου. Άλλοι συγγενείς... Ο καθένας μόνος του.

Α.Κ.:

Πείτε μου, πείτε μου κάποια ακόμα πράγματα που θυμάστε και αν θυμάστε, από την Θεσσαλονίκη, από τον πρώτο καιρό που ήρθατε. Πώς αντιμετωπίσατε αυτή την κατάσταση;

Α.Μ.:

Θεσσαλονίκη, σου είπα, ήτανε τόσο οικεία, σαν να ήμουνα στην Πόλη. Οπόταν, εκεί δεν μου φάνηκε. Ξέρεις, σε πλησιάζει πάρα πολύ ο Θεσσαλονικιός, να σου μιλήσει, να κάνει εξυπηρέτηση. Είναι τελείως διαφορετικά, δεν είναι θέμα. Να μην το ξαναπώ, άντε.

Α.Κ.:

Ήθελα να ρωτήσω αν θέλετε να μου πείτε και ορισμένα πράγματα για τη συνέχεια της ζωής σας μετά. Δηλαδή, πως πορευτήκατε;

Α.Μ.:

Πώς πορευτήκαμε. Εκείνο είναι το δύσκολο. Ο πατέρας μου είχε κάτι λεφτά, τα δώσαμε σε συγγενή. Πάνε. Ήρθαμε εδώ ευτυχώς, δηλαδή στη Θεσσαλονίκη, είχαμε το συνάλλαγμα και είπαμε ό,τι μπορέσουμε να κάνουμε μ΄ αυτά. Το συνάλλαγμα δεν ήτανε υπερβολικό. Δύο άτομα ήρθαμε, συνάλλαγμα δύο ατόμων. Ε, πώς [00:40:00]θα ζήσουμε; Πάνε και τ΄ άλλα τα λεφτά. Από εκεί κι ύστερα είναι δράμα. Η ζωή μου είναι δράμα. Δυστυχώς. Φτάσαμε σε σημείο που σκεφτόμασταν... Ευτυχώς με το ένα συνάλλαγμα, είχε- νοικιαζότανε ένα μαγαζί, στην Βασιλίσσης Σοφίας εκεί. Να το πιάσουμε εμείς, να το πάρουμε, να το κάνουμε, άντε είπαμε και το πιάσαμε. Ήταν ένα ψιλικατζίδικο αυτό. Λοιπόν, ψάξαμε από δω, ψάξαμε από κει, πώς να το... Δεν έχουμε λεφτά να πάρουμε εμπόρευμα! Τέλος πάντων, τα καταφέραμε, λίγο πολύ, με πίστωση, με το ένα με το άλλο και έγινε ένα μαγαζί πάρα πολύ ωραίο. Και το... Έγραφε «Αλίκη» το μαγαζί. Η Μοσχολιού, ο Σταυρίδης, αυτοί είχανε έρθει εκεί και ψωνίσανε. Πολύ ωραίο όμως είχε γίνει. Μετά η ζωή μας δυσκολεύτηκε στη Θεσσαλονίκη για το λόγο ότι είχε αρχίσει τότε ο Θεσσαλονικιός να κατεβαίνει στο κέντρο να ψωνίσει. Ενώ πριν δεν τα είχανε αυτά. Και δεν ήτανε και γειτονιά, κεντρικός δρόμος ήτανε, αλλά ήτανε βέβαια λίγο πιο ψηλά από το κέντρο. Πάλι γυρνάει από κει ανάποδα η ζωή μας. Και ήτανε εδώ η νονά μου και η νονά του γιου μου και μας φωνάζουνε κι ερχόμαστε εδώ. Εκείνοι μας σώσανε, η αλήθεια είναι. Και ξεκινάμε εδώ απ' την αρχή. Πάλι απ' την αρχή. Ώσπου να... Αχ, να συνέλθουμε, είδαμε και πάθαμε. Φθάσαμε σε σημείο ο Αιμίλιος, ο άντρας μου, πήγαινε σε μια σχολή που μάθαινες τον τρόπο πως να πουλήσεις ένα εμπόρευμα. Και ήτανε αυτό στην Ομόνοια. Ήμασταν εδώ, στην Δροσοπούλου. Αυτό, με τα πόδια πήγαινε κι ερχότανε. Σου λέω κι ότι ορθοποδήσαμε και πήγαν τα πράγματα καλύτερα, πάει.

Α.Κ.:

Κι ο άνδρας σας, κι εκείνος από την Κωνσταντινούπολη;

Α.Μ.:

Βέβαια, βέβαια. Τελευταία στιγμή στην Κωνσταντινούπολη: «Θα παντρευτούμε, έτοιμα όλα, πολιτικός γάμος θα γίνει». Και βγαίνει ένα αυτό, ότι δήθεν χρωστάει ο πεθερός μου και τον βγάζουμε... Πώς το λένε; Τώρα δεν τη θυμάμαι την ελληνική τη λέξη και... Κατάσχεση, να σου πω, του κάνουνε. Και πάνε όλα. Και πηγαίνουν... Καλέ, άμα καθίσουμε την ιστορία, ωωωχ...

Α.Κ.:

Έχετε επισκεφθεί ξανά, από τότε, την Κωνσταντινούπολη;

Α.Μ.:

Να πάω στην Κωνσταντινούπολη;

Α.Κ.:

Αν έχετε πάει, ναι.

Α.Μ.:

Ναι, πήγα, βέβαια.

Α.Κ.:

Πώς ήτανε;

Α.Μ.:

Ξένη προς εμένα. Πήγα το 2000, πήγα το 2008, το 2011 κι από εκεί κι ύστερα, πάει. Αχ! Τι να κάνουμε.

Α.Κ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω αν -εγώ αυτά που ήθελα να ρωτήσω τα έχω ρωτήσει- ήθελα να σας ρωτήσω αν υπάρχει κάτι ακόμα που θα θέλατε να προσθέσετε. Από την διαδρομή σας, από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, εδώ, αν υπάρχει κάτι ακόμα που θέλετε να πείτε.

Α.Μ.:

[00:45:00]Από την Πόλη... Τόσα πράγματα πού να τα θυμάσαι! Α, ένα πολύ ωραίο ήτανε, πέντε νησιά ξέρεις είναι. Είναι η Πρώτη, η Αντιγόνη, η Χάλκη -τέσσερα, όχι πέντε- και η Πρίγκηπος. Το μεγαλύτερο είναι η Πρίγκηπος, η οποία έχει τον Αϊ-Γιώργη τον Κουδουνά. Έτσι τον λένε, έχει κουδούνια. Παίρνεις δύο κουδούνια και αγοράζεις αυτόν που θέλεις να... έχεις τάξει. Και μετά αυτός ο ίδιος, όταν μεγαλώσει και γίνει καλά, πάει και τα ξεπουλάει. Ναι, βουνό είναι, να ανέβεις είναι ατελείωτο. Στην Πρίγκηπο λοιπόν, στο μεγάλο το νησί δένει ο Αϊ-Γιώργης ο Κουδουνάς. Στη Χάλκη, το δεύτερο, ήτανε η Σχολή, η οποία είναι κλειστή τώρα, ο Πατριάρχης προσπαθεί να την ανοίξει. Σαν σχολείο εμείς, το Πάσχα, τη Μ. Παρασκευή πηγαίναμε εκεί, στο Σχολάρχη. Και ακούγαμε της Μ. Παρασκευής τη λειτουργία. Ήτανε, πάρα πολύ ωραίο ήτανε εκείνο. Πάρα πολύ ωραίο. Οπόταν, αυτά σου μένουν κι όταν βλέπεις εδώ πέρα που μπαίνει μέσα, την ώρα που διαβάζει το ευαγγέλιο, μένεις ακίνητος. Εδώ είναι... δεν βγαίνουν. Εκείνη την ώρα: «Μαμά σοκολάτα θέλω». Όλα εκείνη την ώρα γίνονται! Δεν υπάρχει σεβασμός. Όχι μόνον σεβασμός δεν υπάρχει, δεν ξέρουνε να τηρήσουνε τη θρησκεία, τελείωσε. Σε μας λέγω ένα αυτό. Όταν πήγα στη Ρωσία, ξέρεις με τι κατάνυξη στέκονται στην εκκλησία; Όχι να μιλήσουνε. Εάν είναι κοπέλα, βάζει μαντίλι. Εάν δεν είναι κοπέλα, δεν φοράει μαντίλι. Ποια είναι η παρθένα και ποια δεν είναι παρθένα, τα δείχνουνε εκεί με τα μαντίλια. Αλλά άχνα, άχνα δεν βγαίνει.

Α.Κ.:

Οπότε και αυτές είναι μνήμες που έχουνε μείνει μαζί σας.

Α.Μ.:

Μάλιστα.

Α.Κ.:

Να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ που μου μιλήσατε και χάρηκα πάρα πολύ που σας γνώρισα.

Α.Μ.:

Κι εγώ, κι εγώ. Είσαι συμπαθέστατη.