© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Σκέρτσα και καμώματα»: Μεγαλώνοντας στην Κοκκινιά του Πειραιά

Istorima Code
9793
Story URL
Speaker
Αικατερίνη Ζαζοπούλου (Α.Ζ.)
Interview Date
05/03/2020
Researcher
Ιόλη Αποστόλου (Ι.Α.)

[00:00:00]

Ι.Α.:

Είναι Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020. Είμαι η Ιόλη Αποστόλου και είμαι με τη γιαγιά μου, την…

Α.Ζ.:

Ζαζοπούλου Αικατερίνη.

Ι.Α.:

Και σε φωνάζουνε;

Α.Ζ.:

Καίτη. Έτσι με φωνάζαν από μικρή.

Ι.Α.:

Είμαστε στην Αθήνα, λοιπόν, και θα μας μιλήσει για τη ζωή της. Πόσο χρονών είσαι, γιαγιά; Πότε γεννήθηκες;

Α.Ζ.:

Γεννήθηκα το Μάρτιο του 1943.

Ι.Α.:

Πού;

Α.Ζ.:

Γεννήθηκα στη Νίκαια, Πειραιά, γνωστή με το όνομα Κοκκινιά.

Ι.Α.:

Γιατί λεγότανε έτσι;

Α.Ζ.:

Στην πραγματικότητα λεγότανε Κοκκινιά από τα χώματα που είχε. Ήτανε κόκκινα τα χώματα. Κι ήτανε Παλαιά Κοκκινιά και μεταγενέστερα άλλο ένα κομμάτι που το κατοίκησαν οι Μικρασιάτες που είχαν εκδιωχθεί με το διωγμό, το Μικρασιατικό διωγμό του 1922, το ονόμασαν Νέα Κοκκινιά. Ήταν απ’ τα χώματά του. Και μάλιστα, κοντά στην περιοχή αυτή είναι μια άλλη περιοχή που λέγεται Άσπρα Χώματα, γιατί εκεί ήτανε σαν πηλός το χώμα. Και μάλιστα, επειδή υπήρχαν αυτού του είδους τα χώματα τα κόκκινα και ο πηλός ο άσπρος στη γειτονική, έτσι, περιοχή, εκεί υπήρχανε και εργοστάσια που φτιάχνανε κεραμίδια, που τα σπίτια εκείνη την εποχή τα περισσότερα είχανε κεραμοσκεπές.

Ι.Α.:

Πότε άλλαξε αυτό;

Α.Ζ.:

Αυτό, λοιπόν… Άλλαξε κι όνομα, έτσι; Έγινε το Νίκαια. Το —να θυμηθώ τώρα πότε ήτανε αυτή η αλλαγή, ναι— 1940 πρέπει να μετονομάστηκε από Κοκκινιά σε Νίκαια. Και ενώ ήταν ένα κομμάτι του Πειραιά, μια συνοικία του Πειραιά, το 1934 έγινε ανεξάρτητος Δήμος, γιατί είχαν έρθει ήδη οι πρόσφυγες απ’ το ‘23, που τους έκαναν εκεί σπίτια και έμειναν στην Κοκκινιά. Γέμισε από πληθυσμό. Είχε αρκετό πια πληθυσμό και γίνηκε Δήμος μόνος του. Τώρα, βέβαια, έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Με τον Καλλικράτη, νομίζω, έχει πάρει και το Ρέντη και έχει πάρει και κάποια άλλη περιοχή.

Ι.Α.:

Πώς τη θυμάσαι τη γειτονιά σου;

Α.Ζ.:

Η γειτονιά μου ήτανε τελείως… Η γειτονιά μου τώρα… Η αλήθεια είναι ότι, αν περάσω τώρα, τη γειτονιά μου δεν τη γνωρίζω. Έχουνε χτιστεί έτσι τα σπίτια, έχουνε αλλάξει τόσο πολύ, που είναι δύσκολο να τη γνωρίσω. Αλλά, θα σου περιγράψω τη γειτονιά μου την τότε. Και πριν αρχίσουμε την περιγραφή της γειτονιάς θα μιλήσουμε μαζί και για τον κόσμο, γιατί γειτονιά και κόσμος είναι ένα πράγμα στην ουσία. Αυτοί διαμορφώνουνε το περιβάλλον και οι άνθρωποι διαμορφώνουνε τα δεδομένα, ας πούμε, κάποιας περιοχής. Εγώ, λοιπόν, γεννήθηκα το 1943. Ήτανε τότε Γερμανική Κατοχή. Το 1944, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να φεύγουν πια απ’ την Ελλάδα, εγώ ήμουν ακόμη μωρό. Δηλαδή, αφού γεννήθηκα το Μάρτιο του ‘43, το ‘44 θα ήμουν 7 μηνών, όταν κάποια στιγμή οι Γερμανοί αποχωρώντας ανατινάξανε την αποθήκη πυρομαχικών των Γερμανών σε μία περιοχή, όπου ήταν η στρατώνα η λεγόμενη. Και ανατινάξανε όλα τα πυρομαχικά που είχανε εκεί τον Απρίλιο, και εκείνη την ημέρα που εγίνηκε αυτή η ανατίναξις ήτανε της Ζωοδόχου Πηγής. Αυτό είχε τεράστιες υλικές ζημιές. Ήταν ακριβώς όρια Νίκαια και Κορυδαλλός, μιας άλλης περιοχής, πολύ κοντινής. Είχε τέτοιες τεράστιες ζημιές υλικές, που μόλις ακούσανε να γίνονται αυτές οι εκρήξεις, που γινότανε κοσμοχαλασμός, όλη η γειτονιά έτρεξε σ’ ένα καταφύγιο που είχε φτιάξει ο πατέρας μου εμένα κάτω απ’ το σπίτι μας. Και παράλληλα και η αδελφή μου με άρπαξε απ’ την κούνια και με κατέβασε και εμένα στο καταφύγιο μαζί με όλη τη γειτονιά. Και γιατί το λέω αυτό; Το λέω γιατί όταν έληξε αυτό, αυτός ο χαλασμός Κυρίου, όταν έληξε και γύρισε η αδελφή μου με μένα για να με ξαναβάλει στην κούνια μου, είχε πέσει ένας τεράστιος σοβάς μες στην κούνια, και μάλιστα υπερηφανευότανε ότι μ’ έσωσε, ας πούμε, απ’ αυτό το κακό. Και το λέω αυτό για να καταλάβουμε το μέγεθος. Της θείας μου το σπίτι, που ήτανε γύρω στα… ούτε 50 μέτρα από τη στρατώνα, όλο το σπίτι έγινε τούβλα στον αέρα. Πεταχτήκανε, πεταχτήκαν όλα τα τούβλα στον αέρα. Η θεία μου εκείνη τη στιγμή δεν ήταν σ’ αυτό το δωμάτιο, που ήτανε και νεόδμητο και είχε και πλάκα. Πάει κι η πλάκα. Έπεσε κάτω. Δηλαδή, όποιος ήτανε κάτω απ’ αυτό θα τον καταπλάκωναν τα υλικά. Ήτανε σ’ ένα πίσω δωματιάκι πλίθινο, το οποίο πλίθινο δεν έπαθε τίποτα, που είχε μέσα και τα άτομα, τη θεία μου και τα παιδιά. Αυτό, το ότι ενώ είχανε πολλές υλικές ζημιές αλλά χωρίς όμως ανθρώπινα θύματα, ούτε ένα ανθρώπινο θύμα, το απέδωσαν ότι ήτανε για τη χάρη της Παναγίας, που ήταν εκείνη την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής.

Ι.Α.:

Ή της καλής σας οργάνωσης. 

Α.Ζ.:

Οργάνωση από τι, καλή οργάνωση; Δεν υπήρχε καλή οργάνωση. Ο κόσμος ήταν όπως ήτανε, χύμα. Ούτε ήξερε πώς θα γίνει αυτό. Βέβαια, εκ των υστέρων, ας πούμε… Τώρα η στρατώνα δεν υπάρχει, αυτή την εποχή. Διαλύθηκε και το οικοδόμημα μαζί με τα πυρομαχικά, διαλύθηκε και το οικοδόμημα. Εκ των υστέρων το κάνανε μία πλατεία στην περιοχή εκείνη, η οποία έχει ονομαστεί και πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου. Αυτά, λοιπόν, όσον αφορά εκείνη την εποχή. Αυτό που θέλω να… Βέβαια, τώρα όλοι γνωρίζουν πού είναι η Νίκαια, αλλά είναι πάρα πολύ κοντά στον Πειραιά. Είναι 4 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Πειραιά —γιατί σε λίγο θα πω ότι ο κόσμος περπατούσε και πήγαινε στον Πειραιά, γι’ αυτό το λέω αυτό— και 8 χιλιόμετρα απ’ το κέντρο της Αθήνας. Λοιπόν, δεν υπάρχει άσφαλτος στη γειτονιά ούτε για δείγμα. Μόνο ένας κεντρικός δρόμος που οδηγεί από τον Πειραιά προς τη Νίκαια και αυτός σε κάποια σημεία είναι αρκετά χαλασμένος. Μιλάμε, λοιπόν, για χωματόδρομους. Τα σπίτια είναι μικρά. Φιλοξενούνε πρόσφυγες. Όλα αυτά τα σπίτια έχουνε δοθεί στους πρόσφυγες και είναι της τάξεως, ανάλογα τα μέλη της οικογένειας, ένα δωμάτιο και μια κουζίνα, ένα δωμάτιο κι ένα μπάνιο ή δωμάτια, κουζίνες και ένα μπάνιο κοινό για αρκετές οικογένειες. Παρά ταύτα, όλες αυτές οι οικογένειες, και ενώ δεν έχουνε τη δύναμη και τις ανέσεις για να κρατάνε τη στοιχειώδη καθαριότητα, πάρα ταύτα αυτοί μπορούν και την κρατούν. Μια και δυο φορές την εβδομάδα και τρείς βγαίνουνε οι σκάφες στο δρόμο, γιατί δεν υπήρχε χώρος μες στα σπίτια τους. Εκεί ανάβουνε μία γκαζιέρα, βάζουνε πάνω να ζεστάνουνε νερό και αρχίζει μία γειτόνισσα να πλένει τα δικά της ρούχα και ξαφνικά βρίσκονται άλλες τρεις τέσσερις οι οποίες τη βοηθούν. Το ίδιο θα γίνει μετά, και όταν θα βάλει η άλλη γειτόνισσα τη μπουγάδα της. Το ίδιο πράγμα θα γίνει.

Ι.Α.:

Θυμάσαι συζητήσεις;

Α.Ζ.:

Οι συζητήσεις ήτανε πάντοτε… Ενώ είχαν τον καημό τους και είχανε χάσει την ευχέρεια που είχανε στη Μικρά Ασία, στα σπίτια τους, τον πλούτο που είχανε, ενώ θα μπορούσανε να μουρμουράνε και να κλαίνε μέρα-νύχτα για το κακό που πάθανε, αυτοί οι άνθρωποι είχανε μια αισιοδοξία. Οι συζητήσεις, λοιπόν, ήτανε ως επί το πλείστον… κανένα μικρό κουτσομπολιό και πειράγματα, πειράγματα, πώς το πλένει η μια το ρούχο, πώς δεν το πλένει, πώς δεν το… Εκεί που ήταν έντονα τα συναισθήματα και που όλοι μαζί… Έβλεπες, ας πούμε… Φαντάσ[00:10:00]ου το σαν μιαν αρχαία τραγωδία. Ξαφνικά, ας πούμε, αν συνέβαινε κάτι, αν κάποιος αρρώσταινε βαριά, αν κάποιος πέθαινε στη γειτονιά, όλη η γειτονιά μαυροφοριόντανε. Δεν ήτανε κάτι που άγγιζε μόνο τη μία οικογένεια. Άγγιζε την ομάδα αυτών των ανθρώπων. Όπως και οι χαρές άγγιζαν την ομάδα αυτών των ανθρώπων. Γάμος; Ο γάμος ήτανε για όλη τη γειτονιά. Παντρευότανε η κόρη μιας οικογένειας αλλά όλη η γειτονιά γλεντούσε. Όλες οι κοπέλες ήτανε παράνυμφες, όλες οι κοπέλες ετοιμάζανε τη νύφη.

Ι.Α.:

Πώς την ετοιμάζανε τη νύφη τότε;

Α.Ζ.:

Τη νύφη την ετοιμάζανε, ναι, με όλα τα παραδοσιακά. Οι κοπέλες, λοιπόν, επήγαιναν για να ντύσουνε τη νύφη. Ο γαμπρός ήτανε απομεμακρυσμένος ακόμα. Εφόσον δεν είχανε τα μέσα να είναι και πολύ μακριά —συνήθως ο γαμπρός ήτανε κι απ’ την ίδια γειτονιά. Παρά ταύτα, τα κορίτσια απαγόρευαν. Καθόντουσαν στην είσοδο του σπιτιού της νύφης και απαγόρευαν οποιαδήποτε επαφή με το γαμπρό. Ο γαμπρός, λοιπόν, είχε κόκκινη κάρτα εκείνη την εποχή. Παρέμενε στο σπίτι του, που πηγαίνανε οι φίλοι στο γαμπρό για να τον ξυρίσουνε οι φίλοι, για να τον βοηθήσουν να ντυθεί, να ετοιμαστεί, για να πάει. Βέβαια, τα πράγματα ήτανε φτωχά, δεν ήτανε… Δηλαδή, θα πήγαινε ο γαμπρός με τα πόδια στη νύφη και πολλές φορές ο γάμος δεν γινότανε στην εκκλησία, ο γάμος γινότανε στα σπίτια. Ερχόταν ο παπάς στο σπίτι και τους πάντρευε. Δηλαδή, η δική μου η μητέρα παντρεύτηκε στο σπίτι. Και εκείνη την ημέρα που παντρεύτηκε η μητέρα μου γινόντουσαν άλλοι δύο γάμοι στη γειτονιά και ο παπάς έφυγε απ’ το ένα σπίτι που έκανε τον ένα γάμο, πήγε στο άλλο σπίτι, έκανε τον δεύτερο, πήγε και στο άλλο και έκανε τον τρίτο. Και μετά όλη η γειτονιά πήγαινε απ’ το ένα σπίτι στο άλλο, στο τραπέζι που έκανε το κάθε ζευγάρι. Ήμασταν, λοιπόν, στην ετοιμασία της νύφης. Οι κοπέλες όλες ελάμβαναν μέρος. Καταρχάς, όλες ραβόντουσαν. Τι ραβόντουσαν; Με τα πενιχρά, μεταποιούσαν δηλαδή. Αν είχαν ένα φόρεμα, προσπαθούσαν να του προσθέσουνε κάτι για να το κάνουνε λίγο καλύτερο. Η μία έπαιρνε τη μπλούζα της αλληνής που ήτανε λίγο καλύτερη για να συνδυάσει. Εκ των ενόντων, λοιπόν, και όλες μαζί ετοιμάζαν τη νύφη. Να και η κομμώτρια της γειτονιάς, αυτή που ήξερε να χτενίζει καλύτερα. Και τότε έκαναν και το μακιγιάζ. Το μακιγιάζ τι ήτανε; Καμία σχέση με τα τωρινά. Έβαζαν, λοιπόν… Το πρωταρχικό ήτανε λίγο πούδρα στο μούτρο της νύφης και ένα κραγιονάκι. Δεν είχε άλλα πράγματα. Και ερχόταν ο γαμπρός με τους φίλους και τη μητέρα του, το σόι του στο σπίτι που θα γινότανε ο γάμος, που συνήθως ήταν το σπίτι της νύφης. Αργότερα πηγαίνανε και στην εκκλησία. Κουφέτα; Μη φανταστείς. Τα μοιράζανε έτσι. Δεν είχαν ούτε καν μπομπονιέρες. Οι μπομπονιέρες βγήκαν μετά, όταν άρχισα εγώ να μεγαλώνω, να είμαι 5-6 χρονώ, ας πούμε, γιατί θυμόμουνα ότι πολλές φορές η μαμά μου βάφτιζε διάφορα παιδιά που δεν έβρισκαν νονό και προσφερόταν η μητέρα μου να τα βαφτίσει. Και θυμάμαι ότι φτιάχναμε εμείς τις μπομπονιέρες στο σπίτι. Ήτανε τότε σε κάποια κουτάκια με σατέν, άσπρο σατέν και ένα κορδελάκι. Και αφού χρησιμοποιούσαμε τις μπομπονιέρες αυτές σε μια βάφτιση, έναν γάμο, μετά τα κουτάκια αυτά δεν τα πέταγαν. Τα κρατούσανε και πήγαιναν στον επόμενο γάμο, στην επόμενη βάφτιση.

Ι.Α.:

Ανακύκλωση.

Α.Ζ.:

Ναι, ναι, βεβαίως. Τίποτα δεν πετιότανε. Άλλο τώρα, τους τρόπους που είχαν να διασκεδάσουνε οι άνθρωποι. Ήταν οι γιορτές. Στις γιορτές οπωσδήποτε, χωρίς προειδοποίηση, περνούσαν για να τους κεράσεις οπωσδήποτε ένα γλυκό κι ένα ποτό, που ήταν το σύνηθες. Και στη συνέχεια γινόταν και κάποιο τραπέζι σε όποιους τους έλεγες: «Καθίστε. Έχουμε τραπέζι». Μερικοί καθόντουσαν και χωρίς να τους το πεις. Ήτανε κι αυτό μία από τις παραδόσεις.

Ι.Α.:

Ως παιδιά πώς περνάγατε τη μέρα σας;

Α.Ζ.:

Ως παιδιά; Πανευτυχείς ήμασταν όλοι! Φαντάσου ένα σμήνος από πουλιά, να τρέχει το πρώτο… Πώς κάνουνε σχηματισμό τα πουλιά και τρέχουνε; Έτσι κι εμείς! Ο πρώτος έτρεχε μπροστά, ο πιο δυνατός, έτρεχε, κι από πίσω του σμήνος τρέχανε κι οι υπόλοιποι! Πού πηγαίναμε; Ούτε ξέραμε πού πηγαίναμε. Καταρχάς, η δυναμικότητά μας ήταν περίπου στα δύο με τρία τετράγωνα. Το τέταρτο τετράγωνο ήταν σαν να πηγαίναμε στο εξωτερικό! Και ξαφνικά, εκεί που τρέχαμε προς μία κατεύθυνση, έτρεχε ο άλλος διαφορετικά, τρέχαμε κι εμείς διαφορετικά, αλλάζαμε κατεύθυνση, πηγαίναμε προς άλλη μεριά. Βέβαια, είχαμε και πάρα πολλά παιχνίδια και… Ατέλειωτα παιχνίδια είχαμε, τα οποία… Μη φανταστείς παιχνίδια που είχαμε, που μας αγοράζανε για παιχνίδια. Παιχνίδια που κάναμε—

Ι.Α.:

Όπως;

Α.Ζ.:

που κάναμε στο δρόμο μέσα. Αυτά ήταν τα παιχνίδια μας. Εδώ έχω να σου πω πολλά, πολλά παιχνίδια. Και τι να σου πρωτοπώ; Το τσιλίκι, τα πεντόβολα. Μπάλες φτιαχνόντουσαν με πανιά. Βάζανε μια μεγάλη κάλτσα, βάζανε μέσα άλλα πανιά, την κάνανε στρογγυλή και η μπάλα ήταν έτοιμη. Με αυτή κλωτσούσαν, το τόπι το λεγόμενο.

Ι.Α.:

Το τσιλίκι τι ήτανε;

Α.Ζ.:

Το τσιλίκι ήτανε ένα ξύλο… Φαντάσου το ότι ήτανε παραλληλόγραμμο και παχουλό αλλά στις ακρούλες του ήτανε φαγωμένο και η άκρη ήτανε στον αέρα. Ενώ όλο ακουμπούσε κάτω στη γη ήτανε γύρω στα… περίπου, άντε 20 εκατοστά, άντε βία-βία 25. Αλλά, οι άκρες του ήταν όρθιες. Και με ένα άλλο ξύλο μακρύτερο χτυπούσε μ’ αυτήν την άκρη που δεν ακουμπούσε και το τσιλίκι πεταγόταν στον αέρα. Πεταγόταν στον αέρα. Από έναν κύκλο, λοιπόν, που ξεκινούσε κάποιος και άρχιζε να πετάει το τσιλίκι, όποιος πήγαινε μακρύτερα και καλύτερα και όποιος δεν του το ‘πιανε άλλος στο δρόμο —μπορούσε άλλος να είναι στο δρόμο και να του το αρπάξει στον αέρα για να συνεχίσει εκείνος. Κάπως έτσι γινόταν το παιχνίδι και όποιος κέρδιζε, κέρδιζε λόγω της αποστάσεως δηλαδή που θα ‘παιρνε ή αν θα το ‘παιρνε το τσιλίκι απ ‘τον άλλον στον αέρα.

Ι.Α.:

Και τα πεντόβολα που είπες;

Α.Ζ.:

Α, τα πεντόβολα ήταν και η ειδικότητά μου! Τα μεσημέρια, λοιπόν, ήμουνα πιτσιρίκι και θυμάμαι ότι δεν με έπιανε ύπνος. Και σιγά σιγά, με ένα μισοφόρι —τότε φορούσαμε... Μας κάνανε εσωτερικά. Είχαμε κάτι, όχι κομπινεζόν, σατέν και τέτοια γυαλιστερά. Μας κάναν οι μαμάδες μας. Ήτανε σαν ένα μονοκόμματο φουστανάκι ξεμανίκωτο από βαμβακερό ύφασμα, το οποίο ήτανε σαν φουστανάκι. Δηλαδή, δεν αισθανόσουνα ότι «Είμαι με το νυχτικό και πώς θα βγω έξω;». Έβγαινα, λοιπόν, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά στην αυλόπορτα, κρυφά. Φώναζα κι από δίπλα τη γειτόνισσα την Αλεξάνδρα και παίζαμε, λοιπόν, τα πεντόβολα. Τα πεντόβολα τι είναι; Διαλέγαμε ως επί το πλείστον, έτσι, όμορφες πετρούλες ή, αν είχαμε και την πολυτέλεια να έχουμε πάει καμιά φορά στη θάλασσα, μαζεύαμε βότσαλα, ωραία βότσαλα. Καθένας είχε πέντε βότσαλα. Έβαζε, λοιπόν, τα τέσσερα επί της γης, και τι έπρεπε να κάνει; Με το ένα χέρι να πετάξει το πέμπτο βότσαλο στον αέρα και μέχρι αυτό να κατέβει απ’ τον αέρα να πιάσει ένα βότσαλο από τα κάτω και να πιάσει και αυτό που ήταν στον αέρα. Και αυτό γινότανε κατ’ εξακολούθηση. Το ακουμπούσε, μετά έπιανε το άλλο. Δηλαδή έπρεπε να πιάσει και τα τέσσερα χωρίς να του πέσει αυτό απ’ τον αέρα που κατέβαινε. Και αυτό όποιος το πήγαινε καλά κέρδιζε, συνεχιζόταν το παιχνίδι κτλ.

Ι.Α.:

Τσαρλατάνοι.

Α.Ζ.:

Ναι, ναι, ναι, αλλά περνούσε ευχάριστα η ώρα. Τα κορίτσια είχαν και γυναικεία παιχνίδια, ας πούμε κούκλες. Τι κούκλες; Από μια κούκλα είχαμε η καθεμιά. Και άλλες μας φτιάχναμε και με πανιά, που φτιάχνανε οι μανάδες μας και οι μεγάλες μας αδελφές. Τι ήταν, λοιπόν, το παιχνίδι; Στο καλύτερο πεζοδρόμιο της περιοχής —συμπτωματικά ήταν το δικό μου, γιατί ο μπαμπάς μου ήτανε εργολάβος οικοδομής και το ‘χε κάνει τσιμεντένιο και το ‘χε στρώσει ωραία— μαζευόμασταν, στρώναμε μια κουρελού, μαζευόμασταν δυο τρία κοριτσάκια, στολίζαμε όλα τα κουζινικά επάνω, τις κούκλες και παίζαμε. Αλλά, εμένα μου ήτανε λίγο βαρετό [00:20:00]αυτό το παιχνίδι. Προτιμούσα να παίζω στάκαμαν και κλέφτες κι αστυνόμοι. Μ’ άρεσε πάρα πολύ το κλέφτες κι αστυνόμοι, γιατί ήτανε κινητικό παιχνίδι. Θα σου πω τι ήταν οι κλέφτες κι αστυνόμοι! Βέβαια, δεν ξέρω, μπορεί να τα γράφει και η Βικιπαίδεια, να μπορεί να ανοίξει κανείς και να τα δει. Λοιπόν, κλέφτες κι αστυνόμοι παίζαν όσα παιδιά θέλανε. Ενώ ήτανε αγορίστικο παιχνίδι συνήθως, εμένα μου άρεσε. Είχα και τον αδελφό μου, που ήτανε λίγο μεγαλύτερος από μένα, τρία χρόνια. Μ’ άρεσε να παίζω αυτά τα παιχνίδια, γιατί είχανε κινητικότητα. Λοιπόν, οι μισοί ήτανε κλέφτες και οι άλλοι μισοί αστυνόμοι. Τι ήταν, λοιπόν, το καθήκον; Οι αστυνόμοι να κυνηγάνε τους κλέφτες, αλλά σε περίπτωση που τον φτάνανε τον κλέφτη και τον ακουμπούσανε στην πλάτη, ο κλέφτης αυτός έπαυε να υπάρχει, έφευγε απ’ το παιχνίδι. Αλλά, και ο κλέφτης είχε τη δυνατότητα, αν προλάβει τον αστυνομικό, ενώ πάει ο αστυνομικός να τον πιάσει, αν κάνει κάποιον ελιγμό και προλάβει και τον ακουμπήσει τον αστυνομικό, αυτός που έπαιζε το ρόλο του αστυνομικού, στην πλάτη, τότε έβγαινε αυτός ο αστυνομικός, οπότε σιγά-σιγά ξεκαθαρίζανε οι ομάδες. Τώρα, αν έβλεπες ότι σε φτάνει ο αστυνομικός και εσύ δεν έχεις δυνάμεις άλλες να τρέξεις, για να μη σε ακουμπήσει στην πλάτη, τι κάναμε; Πηγαίναμε σ’ έναν τοίχο και κολλούσαμε, να μην υπάρχει πλάτη για ν’ ακουμπήσει. Και πολλοί αποφασισμένοι, που δεν προλαβαίνανε και δεν βρίσκανε και τοίχο, πέφτανε κάτω ανάσκελα, επάνω στο χώμα, για να μην τους προλάβουνε!

Ι.Α.:

Θυμάσαι τι προτιμούσες να είσαι; Κλέφτης ή αστυνομικός;

Α.Ζ.:

Προτιμούσα να είμαι αστυνομικός. Δεν ήθελα να ‘μουνα κλέφτης.

Ι.Α.:

Γιατί;

Α.Ζ.:

Γιατί δεν μου άρεσε το «κλέφτης». Δεν μου άρεσε σαν ιδέα ότι κλέβω, δεν μου άρεσε καθόλου. Τι άλλα παιχνίδια είχαμε; Είχαμε την πρωτελιά. Εκεί ήτανε… Λοιπόν, εκεί «τα βγάζαμε», υποτίθεται, και κάποιος που έπρεπε να παίξει αυτόν το ρόλο, τι έκανε; Στην πραγματικότητα, έκανε μία επίκυψη. Φαντάσου ένα παιδί που είναι μες στη μέση του δρόμου. Κάνει μια επίκυψη και προσπαθεί να μαζέψει και το κεφάλι του, να μην το ‘χει πολύ πεταχτό. Και οι άλλοι τι πρέπει να κάνουνε; Όλοι οι άλλοι που παίζουν στο παιχνίδι να τρέξουνε, ν’ ακουμπήσουν τα χέρια τους επάνω στην πλάτη του παιδιού αυτού και να πεταχτούνε πάνω απ’ αυτόν, να τον πηδήξουνε δηλαδή με τα χέρια στην πλάτη του και να κάνουνε το άλμα.

Ι.Α.:

Νόμιζα ότι αυτό ήταν η μακριά γαϊδούρα.  

Α.Ζ.:

Όχι, η μακριά γαϊδούρα ήτανε άλλη. Θα στην πω. Έχει μια διαφορά απ’ αυτό. Λοιπόν… Και λέγαμε «το κεφάλι στη γούρνα», και καλά το κεφάλι, όποιος σκόνταφτε και δεν μπορούσε να τον περάσει καθόταν αυτός μετά κάτω και πηδούσαν οι άλλοι. Μακριά γαϊδούρα είπες. Ναι. Μακριά γαϊδούρα πάλι δύο ομάδες, πέντε άτομα και πέντε, δύο ομάδες. Τι γινόντανε; Πάλι βγάζανε ποιος θα καθίσει πρώτος να κάνει τη μακριά γαϊδούρα. Συνήθως βρίσκαμε έναν τοίχο και ο πρώτος ακουμπούσε πάνω σ’ έναν τοίχο. Αν δεν υπήρχε τοίχος, στεκόταν ένας όρθιος και έσκυβε ο άλλος. Έκανε μισή επίκυψη, να κάνει το σώμα του ένα Γ, ας πούμε. Έπιανε τον τοίχο, ακούμπαγε τα χέρια στον τοίχο ή στον άλλον τον όρθιο που τον κρατούσε. Ο επόμενος πήγαινε και έκανε το ίδιο με το κεφάλι του στην πλάτη του αλλουνού. Δηλαδή, κάνανε —για αυτό λεγόταν και «μακριά γαϊδούρα»— μια σειρά πέντε ατόμων ή τεσσάρων, ανάλογα, που ήτανε στην ουσία ένα υπερυψωμένο μαξιλάρι κατά κάποιον τρόπο. Οι άλλοι βάζανε τον πιο καλό, τον πιο δυνατό, τον πιο ισχυρό να πηδήξει, που έχει μεγάλο άνοιγμα, να πάει να καθίσει στον πρώτο, για να χωρέσουν να καθίσουν και οι υπόλοιποι πέντε πάνω. Εκεί ήταν πια πολλά τα γέλια, γιατί άλλος λύγιζε, άλλος… πέφταν όλοι μαζί, γινόντανε όλο αυτό. Είχε, όμως, και για τις…

Α.Ζ.:

Α, αυτό που γινόντανε πολύ γέλιο ήτανε στον κλήδονα. Ο κλήδονας, λοιπόν, ο κλήδονας, το αμίλητο νερό. Κατά τις… Τον Ιούνιο κάπου ήτανε, νομίζω τον Ιούνιο. Στις 24 Ιουνίου πρέπει να ‘ναι; Του Αϊ-Γιαννιού. Από την παραμονή ανάβαν τις φωτιές. Τι ξεκινούσαν, λοιπόν; Την Πρωτομαγιά όλα τα σπίτια βάζανε στεφάνια και τα κρατούσαν τα στεφάνια, ξεραινόντουσαν και ήταν στην πόρτα τους μέχρι τότε. Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος αρχίζανε οι φωτιές. Βάζανε, λοιπόν, και φέρνανε όλοι να κάψουν τα στεφάνια. Κάνανε μια στοίβα με τα στεφάνια, αλλά μετά ακολουθούσανε παλιές καρέκλες, παλιά τραπέζια, ακολουθούσε ό,τι είχε και δεν είχε το κάθε σπίτι. Και μάλιστα, μερικοί θερμοί νεαροί φέρναν ακόμα κι αυτά που δεν έπρεπε να φέρουνε, φέρνανε και καίγανε… Τους κυνηγούσαν οι μαμάδες κι οι μπαμπάδες ν’ αφήσουν τα πράγματα μες στο σπίτι! Έπρεπε, λοιπόν, αυτή τη φωτιά —α, τα αγόρια, όσο δυνάμωνε η φωτιά, τόσο τ’ αγόρια πηδούσανε, περνούσανε, τρέχανε και πηδούσανε πάνω απ’ αυτή τη φωτιά. Έπρεπε το λιγότερο τρεις φορές να πηδήξεις για καλή τύχη. Λέγανε ότι όποια το πηδήξει τρεις φορές είναι για καλή τύχη. Βέβαια, εκεί ήταν και μερικά ευτράπελα! Δηλαδή, παίρνανε φόρα, πηδούσαν απ’ τη μια μεριά και μετά καμιά φορά ερχότανε ένας απ’ το αντίθετο σημείο, συγκρουόντουσαν πάνω απ’ τη φωτιά. Είχαμε και τέτοιου είδους μικροατυχήματα.

Ι.Α.:

Και τα κορίτσια γιατί όχι;

Α.Ζ.:

Και τα κορίτσια! Κορίτσια, γυναίκες, γιαγιάδες, παππούδες! Ήταν όλοι έξω στη γειτονιά. Κι όπως καταλαβαίνεις, και Ιούνιο, καλοκαιράκι, ήταν μεγάλη διασκέδαση. Μετά, αφού καταλαγιάζανε απ’ όλα αυτά, ξεκινούσαν οι κοπέλες να ετοιμάσουν τον κλήδονα. Τι ήτανε, λοιπόν, ο κλήδονας; Πήγαινε μια κοπέλα, η οποία κατά προτίμησιν έπρεπε να είναι σε ευτυχισμένη οικογένεια, να ζει κι ο μπαμπάς της κι η μαμά της, να μην είναι, ας πούμε, ορφανό, και τη συνοδεύαν κι άλλες δυο κοπέλες —γιατί όλα αυτά είχε να κάνει με την τύχη, ας πούμε—, καμιά φορά και τρεις τέσσερις, και πηγαίνανε να πάρουνε το αμίλητο νερό. Τι ήτανε; Πηγαίναν και γεμίζανε ένα δοχείο ή μια κανάτα αλλά που να είχε στόμιο από πάνω αρκετά ανοιχτό. Πηγαίναν και τη γεμίζαν νερό. Καθ’ όλη τη διάρκεια που πηγαίναν και γυρίζαν το νερό αυτό δεν μιλούσε καμία. Απαγορευόταν να μιλήσει, γιατί όταν μίλαγε θα χάλαγε το μαγικό. Γυρνώντας, λοιπόν, μ’ αυτό το αμίλητο νερό πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι, ήτανε συγκεντρωμένοι όλες οι κοπέλες και μέσα σ’ αυτό το δοχείο με το νερό ρίχνανε. Άλλη έριχνε μια δαχτυλήθρα —η καθεμιά το δικό της σήμα για να ξέρει ποιο είναι το δικό της—, η άλλη έριχνε ένα σκουλαρίκι, η άλλη έριχνε ένα κλειδί, η άλλη έριχνε μια αλυσιδούλα, διάφορα αντικείμενα μέσα, έτσι, που να ξέρουν ότι είναι δικό τους. Αφού έριχνε, λοιπόν, όλη η γειτονιά το αντικείμενο που ήθελε, ξαναταξίδευε το αμίλητο νερό. Το ‘παιρνε, λοιπόν, η αδελφή μου, η οποία συχνά πήγαινε κι έκανε αυτή τη δουλειά, έπαιρνε δηλαδή το αμίλητο νερό κάθε χρόνο σχεδόν, και το πήγαινε σιωπηλά. Και τι κάνανε; Το ανέβαζε στην ταράτσα και κλείδωνε το πορτάκι που οδηγούσε —γι’ αυτό, «κλήδονας»— και το ανέβαζε στην ταράτσα κάτω απ’ τ’ αστέρια όλη τη νύχτα. Κλείδωνε το πορτάκι να μην μπορεί να πάει κανείς άλλος να κάνει κάτι. Κι έμενε το νερό επάνω στην ταράτσα, στ’ αστέρια, να πάρει τα μαγικά από τ’ αστέρια, υποτίθεται. Έτσι σκεφτόντουσαν. Και αφού έπαιρνε, λοιπόν, όλη αυτή τη μαγεία από τ’ αστέρια, πρωί-πρωί η αδελφή μου, πριν ο ήλιος βγει ακόμα και λάμψει, έτρεχε να το πάρει αυτό το νερό για να μη χάσει τη μαγική του δύναμη από τ’ αστέρια. Και το βράδυ, λοιπόν, του Αϊ-Γιαννιού μαζευόντουσαν όλοι και καθόντουσαν, λοιπόν, όλη η γειτονιά. Αγόρια, κορίτσια, μαμάδες, μπαμπάδες, όλοι ήτανε παρόντες. Έβαζε, λοιπόν, το χέρι της μέσα στον κλήδονα, έπιανε ένα αντικείμενο κι έλεγε, ας πούμε, «Πέστε» και πεταγόταν ένας στην τύχη κι έλεγε ένα δίστιχο, ένα κάτι, που να ήτανε… αν πετύχαινε, δηλαδή, ανάλογα με αυτήν που είχε το αντικείμενο, βγάζοντάς το επάνω το αντικείμενο αν ταίριαζε το στιχάκι που της είπανε μ’ αυτήν. Αλλά, πολλές φορές —τώρα τι να βρουν τα δίστιχα; Δεν μπορούσανε και όλοι να τα ξέρουν— τι κάνανε; Μαδούσανε το ημερολόγιο από πίσω που είχε στιχάκια κι ο καθένας μάθαινε ένα στιχά[00:30:00]κι καλά, το ‘λεγε κι έτσι διεκπεραιωνότανε ο κλήδονας. Μετά τι γινότανε; Φεύγοντας οι κοπέλες για να γυρίσουνε στα σπίτια τους, στη γειτονιά τότε βγαίναν και φωνάζανε «Έλα, Τάκη. Έλα μέσα, μαζέψου. Κάνε, δείξε». Όποιου το όνομα ακούγανε πρώτο, αυτό το όνομα θα είχε και ο άντρας που θα παίρνανε! Τ’ αγόρια, λοιπόν, παμπόνηρα, κρυβόντουσαν κι όποιος του άρεσε καμιά έβαζε κάποιον να φωνάξει «Γιώργο, Γιώργο!» ή άλλα ονόματα: «Νίκο! Νίκο!». «Αχ», κι έλεγε, «Νίκος. Εμένα μου βγήκε Νίκος. Εσένα σου βγήκε Γιώργος». Λοιπόν, έτσι περνούσανε. Αυτό ήταν μια διασκέδαση για όλους αυτούς. Άλλη μία μεγάλη διασκέδαση για τις γυναίκες, που όλη την ημέρα δουλεύανε —να φτιάξουν το φαγητό, να πλύνουν τα ρούχα, να μπαλώσουν τα ρούχα. Όλες οι δουλειές τότε γινόντουσαν με τα χεράκια τους, και τα μέσα δεν ήτανε όπως τώρα. Τι εννοώ; Εννοώ, δηλαδή, ότι άλλη έπρεπε να ζεσταίνει το νερό για να κάνει τη μπουγάδα, να της πάρει ώρες. Πολλές φορές βάζανε και αλισίβα, βάζανε και στάχτη για να κάνει… δεν ξέρω τι να κάνει στο νερό. Για να τα κάνει, υποτίθεται, πιο… τα ρούχα κάπως, να τους δώσει ένα χρώμα ή να τα καθαρίσει για τα μικρόβια. Κάτι λέγανε. Δεν το θυμάμαι καλά αυτό. Μετά, το σίδερο; Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Το σίδερο, ανάβανε καρβουνάκια μέσα σ’ ένα σιδερένιο σίδερο που είχε και καπάκι κι ανοιγόκλεινε. Ανάβανε κάρβουνα, να πάρουνε φωτιά τα κάρβουνα. Βάζανε δαδί, να πάρουνε φωτιά τα κάρβουνα, ν’ ανάψουνε καλά-καλά τα κάρβουνα, να μην αφήνουνε άλλη κάπνα. Το κουνούσανε το σίδερο πάνω-κάτω, πάνω-κάτω για να παίρνει αέρα —είχε τρύπες αυτό—, να παίρνει αέρα, για ν’ ανάβουν τα κάρβουνα, κι όταν τα κάρβουνα ερχόντουσαν σ’ ένα σημείο που δεν έβγαζαν πια κάπνα, τότε τα σιδέρωναν τα ρούχα. Ντάξει, καμιά φορά τούς έφευγε και καμιά μαυρίλα κι άντε ξανά πλυσίματα. Όλες αυτές, λοιπόν, οι γυναίκες από την ταλαιπωρία τους και τον κόπο τους, το καλοκαιράκι — δεν είχανε και πού να πάνε. Δεν υπήρχε. Δεν φεύγανε από κει για να πάνε στην εξοχή. Υπήρχε φτώχεια, δεν υπήρχε— καθόντουσαν, λοιπόν, στα πεζοδρόμια η μια με το πλεκτό της, η άλλη με το κέντημά της, η άλλη με τα μπαλώματά της. Όλοι κάτι είχαν να κάνουνε. Και θυμάμαι που η μητέρα μου —γιατί και πάρα πολλές δεν ήξεραν και να διαβάσουν. Θυμάμαι, λοιπόν, η μητέρα μου που καθόντανε μες στη μέση και τους διάβαζε τον Τσακιτζή.

Ι.Α.:

Τι είναι αυτός;

Α.Ζ.:

Α, ο Τσακιτζής… Τώρα θα σου πω τι ήταν ο Τσακιτζής! Ο Τσακιτζής, λοιπόν, ήτανε το εξής: Ήτανε ένας στην ουσία ληστής αντάρτης ο οποίος ήτανε υπερασπιστής των φτωχών. Ήτανε ήρωας μυθικός, λαϊκός στη Μικρά Ασία, τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων, γιατί ήτανε συμπαθών προς τους Έλληνες, δεν υπολόγιζε τους Τούρκους. Και έκανε… Πάντοτε πήγαινε με το μέρος αυτού που είχε δίκιο. Έκλεβε, λοιπόν, απ’ τους πλούσιους για να βοηθήσει τους φτωχούς. Ένας Ρομπέν Δασών της εποχής εκείνης. Και τι έκανε; Απ’ τα λεφτά που έκλεβε από τους πλούσιους βοηθούσε τους φτωχούς και πάντρευε και πάρα πολλές κοπέλες. Αυτός είχε γεννηθεί στη Σμύρνη, η περιοχή του δηλαδή ήτανε εκεί. Κι επειδή ήτανε… Αυτός γεννήθηκε τον 19ο αιώνα. Το 1870-κάτι είχε γεννηθεί και πέθανε το… 1911; ‘10-‘11, εκεί πέθανε. Αλλά, ήτανε πια ήρωας. Και τα έντυπα εδώ, που είχαν έρθει πια στην Ελλάδα, κάποιο έντυπο —δεν θυμάμαι αν ήτανε περιοδικό ή εφημερίδα— είχε τον Τσακιτζή σε συνέχειες, όπως έχουνε τώρα ένα σίριαλ γραπτό, ας πούμε, και το αυτό, έτσι είχε κι ο… Κάθε, λοιπόν, απόγευμα, έπρεπε να κάτσει στο πεζοδρόμιο και η μαμά μου ν’ αρχίζει και να διαβάζει για τον Τσακιτζή, τι έκανε και τι δεν έκανε. Μεγάλη συγκίνηση οι γυναίκες, γιατί τον έδειχνε, λοιπόν, ότι ήτανε γενναίος… Έδειχνε όλα τα καλά που μπορεί να έχει ένας άντρας. Παρόλο που ήτανε ληστής! Και θυμάμαι, ρε παιδιά, τότε —σαν σε όνειρο το θυμάμαι—, μόλις τελείωνε την αφήγηση η μαμά μου, η Κοναμαργή —μια γιαγιά ήταν αυτή, γιατί αυτή είχε ζήσει τον 19ο αιώνα. Μια γιαγιά ήταν η Κοναμαργή που άρχιζε μόνη της —δεν θυμάμαι καλά. Θα πω ό,τι θυμάμαι— κι έλεγε ένα τραγούδι που το λέγανε στην εποχή τους: «Μες στης Σμύρνης τα βουνά και τα άγρια τα νερά, με λέν’ εμένα Τσακιτζή, αχ, παλικάρι στην καρδιά, αχ, λιοντάρι στην καρδιά». Και το επαναλάμβανε και μετά είχε άλλους στίχους και πάλι το επαναλάμβανε. Στεναγμός οι γυναίκες! Μέχρι δακρύων, δηλαδή, έφτανε η υπόθεσις. Αυτή ήτανε και η διασκέδασή τους η άλλη. Κι όπως είπαμε, όλα τα γεγονότα ελάμβανε μέρος. Γεννούσε μια, τρέχανε όλες. Η μαμά μου είχε ξεγεννήσει πολλά παιδιά, είχε ξεγεννήσει χωρίς να είναι μαία. Γιατί την άλλη την πιάνανε οι πόνοι, μέχρι να ‘ρθει η μαία έτρεχε η μαμά μου, η οποία ήτανε η πιο καπάτσα, ας πούμε, η πιο έξυπνη, και ξεγεννούσε. Και μάλιστα, είχε ξεγεννήσει και μια φιλενάδα της αδελφής μου, η οποία και μέχρι τώρα ζει, ας πούμε. Και ήταν στο διπλανό μας σπίτι και σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, παρόλο που φύγαμε από κείνη τη γειτονιά, παρόλο που αλλάξανε οι ζωές μας, ακόμα τη βλέπουμε και τη θυμάμαι: «Είναι η Μάρω. Αυτή είναι η Μάρω, η οποία την είχε ξεγεννήσει η μαμά μου».

Α.Ζ.:

Τι άλλο να πω; Να πω… Είχαμε και… Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα είχαμε και άλογα. Είχαμε δύο πολύ όμορφα άλογα, τον Τάκη, κάτασπρος, και την Μπέλλα, κατακόκκινη, μία φοράδα αφράτη, έτσι, και γερή. Γιατί κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν εργολάβος οικοδόμος… Τι οικοδομή, τι χτιζότανε; Δεν χτιζόταν τίποτα. Έπρεπε να κάνει κάτι για να ζήσει τα παιδιά του και σκέφτηκε ότι καλό θα ήτανε —τι να κάνει; Όλος ο κόσμος πεινούσε τότε— να κάνει κάτι που να έχει βάση τα τρόφιμα. Και πήγαινε, λοιπόν… Είχαμε και ένα ωραίο αμάξι μεγάλο και ένα κάρο. Και μ’ αυτό το αμάξι το ένα και με τον Τάκη μπροστά έφευγε από τη Νίκαια και πήγαινε στον Ασπρόπυργο για ν’ αγοράσει εκεί από τους περιβολαραίους λαχανικά, τα οποία λαχανικά τα έφερνε. Δηλαδή, ταξίδευε με τη δύση του ηλίου να πά’ να φέρει τα λαχανικά, να έχει γυρίσει το πρωί, για να πουλήσουν τα λαχανικά. Και τι γινότανε; Επειδή και τα χρήματα τότε… Και ο κόσμος πεινούσε και τα χρήματα δεν είχανε καμία αξία. Ήταν τέτοιος ο πληθωρισμός, που τι κάνανε; Φέρνανε τα πράγματα αυτά, τα λαχανικά, τα πουλούσανε. Μόλις πιάνανε αυτά που θ’ αγοράζανε για τα επόμενα —γιατί ο σκοπός δεν ήταν το κέρδος πια. Ο σκοπός ήταν η επιβίωση. Μόλις πιάναν τα λεφτά που θα ήθελε ο γεωργός να του δώσουνε για να πάρουν τα προϊόντα, τα άλλα τα μοιράζανε στη γειτονιά, γιατί κι η γειτονιά πεινούσε. Και αυτό γινότανε κατ’ εξακολούθησιν. Βέβαια, δεν ήταν τα πράγματα τόσο ανώδυνα για να γίνει κι αυτό. Δηλαδή, δεν ήτανε περίπατος. Καταρχάς, οι άνθρωποι ξενυχτούσανε. Φεύγοντας από τη Νίκαια για να φτάσουν στον Ασπρόπυργο περνούσανε από σημεία που τότε —επειδή είμαστε, είπαμε, ακόμα Γερμανική Κατοχή, έτσι; Ήμασταν— ήτανε φυλάκια των Ιταλών, φυλάκια των Γερμανών και φυλάκια και των ΕΛΑΣιτών σε κάποια σημεία. Βγαίνανε αυτοί και όλοι θέλαν να πάρουν το μερτικό τους πάνω απ’ το αμάξι με τα λαχανικά. Δηλαδή, γινόντανε ένας μεγάλος αγώνας γι’ αυτήν την επιβίωση. Και θυμάμαι μια φορά ο πατέρας μου, πηγαίνοντας με τον Τάκη και την άμαξα, περπατούσε περίπου στο ύψος της λίμνης Κ[00:40:00]ουμουνδούρου μαζί με τον Τάκη. Και επειδή άρχιζε λίγο να είναι γλιστερό το έδαφος κι ανηφορούλα, είχε κατέβει και κρατούσε το άλογο. Και εκεί πέρασε ένα γερμανικό αυτοκίνητο. Με μια αδεξιότητα χτύπησαν την άμαξα, χτύπησαν τον πατέρα μου, έπεσε ο πατέρας μου κάτω. Ο Τάκης σταμάτησε, το άλογό μας δηλαδή, κι ο πατέρας μου, όπως έπεσε κάτω, χτύπησε τον ώμο του, ο οποίος… Έχει βγει ο ώμος του. Από τότε, δηλαδή, που βγήκε ο ώμος του του τον ξαναβάλανε, αλλά δεν μπήκε σωστά και φαινότανε ότι είναι παράταιρα ενωμένος ο ώμος. Και με το που έπεσε κάτω ο πατέρας μου έκανε το σταυρό του, ας πούμε, πώς γλύτωσε και δεν σκοτώθηκε. Και τότε οι Γερμανοί, μόλις τον είδαν ότι έχει κάνει τον σταυρό του, τον πήρανε αμέσως και τον πήγανε σε νοσοκομείο για να του φτιάξουν το χέρι. Εκείνη, λοιπόν, την περίοδο, που ο πατέρας μου δεν μπορούσε πια να ανέβει στην άμαξα, εκείνη την περίοδο, λοιπόν, πήγαινε η μητέρα μου τη νύχτα να πά’ να πάρει τα λαχανικά. Και για να μην είναι μόνη της γυναίκα, έπαιρνε και το μεγάλο μου αδελφό, ο οποίος μεγάλος μου αδελφός, βέβαια, ήτανε μικρός. Λέμε «μεγάλος», αλλά ήτανε γεννημένος το ‘29. Το ‘40 πόσο ήτανε; Το ‘43 πόσο παιδί μπορεί να ήταν αυτό, το ‘41; Μικρό παιδί κι αυτός. Και τον έβαζε να κοιμάται δίπλα της στ’ αμάξι. Τον κουκούλωνε για να μην κρυώνει και πήγαινε και έκανε αυτό.

Α.Ζ.:

Δεν ξέρω για τ’ άλλα, γι’ αυτήν την περίοδο. Να πω και γι’ αυτήν την περίοδο, να πω εκεί, γιατί είχα μιλήσει για τις χαρές και τις λύπες της γειτονιάς. Κάποια στιγμή, όταν είχαν τελειώσει πια οι πόλεμοι κι αυτά, κηρύχτηκε ο Πόλεμος της Κορέας. Η Βόρειος Κορέα με τη Νότιο Κορέα, που ήτανε φιλοδυτική η Νότιος Κορέα, ήρθαν σε ρήξη και σε πόλεμο. Η Αμερική βοήθησε σε αυτόν τον πόλεμο τη Νότια Κορέα, που ήτανε, είπαμε, φιλοδυτική, και μαζί με την Αμερική και δεκαπέντε χώρες απ’ τον Ο.Η.Ε, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα. Συμμετείχε με ένα τάγμα πεζικού και ένα σμήνος αεροπορίας. Τότε ακούστηκε στη γειτονιά και πολύ περιχαρείς όλες οι κοπέλες, και με ζήλεια κιόλας, ότι ο αρραβωνιαστικός της Στέλλας έχει κληρωθεί, έχει δηλώσει εθελοντής —γιατί εδήλωναν εθελονταί και κληρωνόντουσαν ποιοι θα πάνε— και θα πάει στην Κορέα. Όλες… Η Στέλλα καμάρωνε. Απ’ τη μια δεν ήθελε να πάει ο αρραβωνιαστικός της στρατιώτης έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, από την άλλη καμάρωνε γιατί τη ζηλεύαν όλες οι κοπέλες, ότι θα πάει στην Κορέα και θα της φέρει από κει κιμονό και θα είναι έτσι και θα είναι αλλιώς. Όμως, απεδείχθη μία από την πιο αιματηρή εκστρατευτική αποστολή αυτή για την Ελλάδα. Η φονικότερη για τους Έλληνες μάχη ήταν αυτή στο «Ύψωμα Scotch», ένα… «Ύψωμα 313» το λέγανε, γιατί θυμάμαι τότε στη γειτονιά το νούμερο αυτό. Και θα σου πω γιατί. Οι Έλληνες το κατόρθωσαν και το κατέλαβαν, αλλά με νεκρούς. Είχαμε και νεκρούς. Είκοσι οχτώ Έλληνες νεκροί ήτανε σ’ αυτήν τη μάχη και ογδόντα πέντε τραυματίστηκαν με βαριούς τραυματισμούς, δηλαδή και κομμένα πόδια. Όταν λέμε «τραυματισμούς», δεν ήταν ελαφριοί τραυματισμοί. Εκεί, λοιπόν, τη Στέλλα, που τη ζήλευαν όλες οι κοπέλες κτλ., από τα πρώτα φέρετρα που ήρθανε στην Ελλάδα πίσω ήτανε και ο αρραβωνιαστικός της Στέλλας δυστυχώς. Μαυροφορέθηκε η Στέλλα, μαυροφορεθήκαν κι οι άλλες. Και οι αντίζηλες μαυροφορεθήκανε. Κλάμα όλη η γειτονιά… Δεν θα το ξεχάσω. Η γειτονιά έκλαιγε μερόνυχτα, έκλαιγε η γειτονιά. Και σαν παιδί μού είχε εντυπωθεί. Και θυμάμαι, έτσι, σαν σε όνειρο, παρόλο που ήμουνα —αυτό έγινε γύρω στο ‘50-κάτι, ‘50 με ‘51. Θυμάμαι στη γειτονιά που έλεγε «Αυτό το 313!», «Αυτό το 313!» και εννοούσαν το ύψωμα, αυτό το «Scotch». Άρα, λοιπόν, είπαμε, λύπες όλη η γειτονιά μαζί, χαρές όλη η γειτονιά μαζί αλλά και καυγάδες όλη η γειτονιά μαζί.

Ι.Α.:

Συλλογικά.

Α.Ζ.:

Συλλογικά! Για πότε ανακατευόταν η μία γειτόνισσα, που «Μου είπες αυτό», που «Σου είπα τ’ άλλο», που ανακατευότανε η τρίτη για να υπερασπίσει τη μία απ’ τις δύο, που ανακατευότανε μια άλλη για να υπερασπίσει τη δεύτερη, που… Μετά μαλώνανε η δεύτερη, η τρίτη με την τέταρτη, η πέμπτη με την έκτη και γινόταν ένας μύλος. Το ίδιο γινόντουσαν και με τους άντρες. Ήτανε μερικοί άντρες που εκεί που ερχόντουσαν… Ήτανε φίλοι, κι εκεί που ερχόντουσαν στο τσακίρ κέφι και πίνανε και κάνα κρασί, δεν ξέρανε τι τους γινόταν μετά και εκεί «Όχι, εσύ είσαι αυτό», «Όχι, είσαι αυτό, είσ’ αυτό» και μαλώνανε μεταξύ τους. Τους χωρίζανε κι αυτούς.

Ι.Α.:

Αυτή η συλλογική αίσθηση της γειτονιάς πώς μεταβλήθηκε τα επόμενα χρόνια;

Α.Ζ.:

Τα επόμενα χρόνια μεταβλήθηκε όταν άρχισε να ανεβαίνει το εισόδημα της γειτονιάς, μετά που έληξε ο πόλεμος. Και εμείς πρώτοι-πρώτοι από κει. Ας πούμε, ο πατέρας μου, επειδή ήταν της δουλειάς και ήξερε να χτίζει, άρχισε η ανοικοδόμηση, πήρε ένα οικόπεδο σε μια άλλη περιοχή καλύτερη και πιο ευρύχωρη, γιατί και τα οικόπεδα σε μας ήταν μικρά εκεί. Πήρε σε μια άλλη καλύτερη περιοχή και έχτισε ένα σπίτι με τις αποθήκες του από κάτω, που είχαμε και τα άλογα, γιατί τα άλογα τιμής ένεκεν δεν τα δώσαμε ούτε τα σκοτώσαμε. Τ’ αφήσαμε μετά. Επειδή αυτά μας ζήσανε τις δύσκολες στιγμές, τ’ άφησε ο πατέρας μου και μέχρι τα βαθιά τους γεράματα πεθάνανε στα χέρια μας από γηρατειά, όχι από κάτι άλλο. Και μάλιστα, κι ο Τάκης επεδείκνυε μία πολύ, έτσι… Είχε μια υψηλή νοημοσύνη αυτό το άλογο. Άλλη ιστορία αυτή. Φύγαμε, λοιπόν, εμείς από τη γειτονιά. Έφυγε ένα κομμάτι της γειτονιάς. Άλλη πάντρεψε την κόρη της, πήγε η κόρη της κάπου αλλού. Άρχισε η Ελλάδα να αναπτύσσεται και παράλληλα άρχισε κι η γειτονιά να φεύγουνε κομμάτια της γειτονιάς. Και αυτοί που μείναν, δηλαδή, συνεχίσανε να είναι γειτονιά, αλλά χάθηκε αυτό το «όλοι έξω», το «όλοι». Έφτιαξαν σπίτια καλύτερα. Ήτανε πιο ζεστά. Σιγά-σιγά μπήκανε κι οι ανεμιστήρες, γιατί δεν υπήρχανε air condition τότε. Άρχισε η γειτονιά να μαζεύεται πιο πολύ. Γίναν οι δρόμοι άσφαλτοι, αγοραστήκαν αυτοκίνητα, κυκλοφορούσαν τ’ αυτοκίνητα. Τα παιδιά σιγά-σιγά, εφόσον κυκλοφορούσανε πια αυτοκίνητα, άρχισαν και τα παιδιά να μαζεύονται μες στα σπίτια, γιατί κινδύνευαν στους δρόμους. Άρχισαν να γίνονται οι παιδικές χαρές, να πηγαίνουνε τα παιδάκια στις παιδικές χαρές για πιο ασφάλεια. Βέβαια, υπάρχει ακόμα στη γειτονιά εκείνο το πνεύμα, αλλά όχι πια και από τους νέους. Δηλαδή, οι νέες γενιές που ερχόντουσαν… Αν εγώ τώρα έμενα εκεί και τα παιδιά μου μεγάλωναν, θα μεγάλωναν με έναν τρόπο, αλλά κι αυτοί, επειδή θα είχαν άλλα ενδιαφέροντα, θα έφευγε ένας εδώ, άλλος… Ενδεχομένως, δηλαδή, θα παντρευόταν το παιδί μου κάπου αλλού. Έσπαγε αυτή η αλυσίδα.

Ι.Α.:

Σκορπίσατε.

Α.Ζ.:

Σκορπίσαμε. Βέβαια, παρόλο που σκορπίσαμε, εγώ θυμάμαι για πάρα πολλά χρόνια, μα για πάρα πολλά χρόνια ότι παίρναν τη μητέρα μου τηλέφωνο και λέγανε: «Κυρα-Ξένη, έτυχε αυτό. Τι να κάνουμε;». Ρωτούσανε: «Έτυχε αυτό. Τι να γίνει; Τι θα γίνει;». Ο αδελφός μου έγινε γιατρός. Όλη αυτή η γειτονιά πήγαινε στον αδελφό μου, την οποία την κοίταζε δωρεάν, βέβαια, ο αδελφός μου, παρόλο που είχε φύγει κι ο αδελφός μου. Είχε φύγει απ’ τη γειτονιά πολύ μικρός κι αυτός. Δηλαδή, το ότι είναι γειτόνισσα η άλλη έπαιζε πάντοτε μεγάλο ρόλο στη ζωή μας. Ήτανε σαν ένας δικός μας άνθρωπος, σαν ένας συγγενής μας. Και μ’ αυτόν τον τρόπο τούς κοιτάμε ακόμα και τώρα, παρόλο που οι περισσότεροι βέβαια έχουν «χαθεί». Έχει «φύγει» και η μητέρα μου, έχει «φύγει» και ο πατέρας μου, «φύγαν» όλες οι γειτόνισσες. Από τα μεγάλα μας αδέλφια άρχισαν να «φεύγουνε» κι αυτοί. Κι έτσι, αυτή η αλυσίδα σιγά-σιγά χάνεται, αλλά όσοι απομένουν και όσοι ζουν έχουν ακόμα… Δηλαδή, αν πεις ότι… Αν πούμε εμείς… Είναι πάρα πολύ γνωστό και σε όλους τους ανθρώπους που συζητάμε και λέμε «Εσύ τι κάνεις; Πού μένεις; Πού ήσουνα;» και λέει, ας πούμε, «Είμαι από τη Νί[00:50:00]καια», του λέω: «Α, απ’ τη Νίκαια; Κι εγώ εκεί γεννήθηκα!». Έχεις αυτήν τη συγκίνηση, δηλαδή, ότι είναι ένας άνθρωπος απ’ τα δικά σου τα μέρη, ας πούμε. Είναι σαν την ιδιαίτερη πατρίδα σου, την αγάπη που έχεις για την ιδιαίτερη πατρίδα σου. Αν και εγώ, πέρα απ’ αυτό, αισθάνομαι και Μικρασιάτισσα, αισθάνομαι και Σαμιώτισσα, γιατί ο πατέρας μου ήταν Μικρασιάτης, η μητέρα μου ήτανε Σαμιώτισσα, από γονείς όμως πάλι μεικτούς, Σαμιώτες και Μικρασιάτες κι η μητέρα μου. Και το αισθάνομαι πάρα πολύ έντονα αυτό το στοιχείο μέσα μου. Ακόμα κι αν δεν ήξερα… Α, άλλο ένα στη γειτονιά. Τι ήτανε; Όλες οι χαρές και όλα τα γλέντια που γινόντουσαν στη γειτονιά γινόντουσαν με μικρασιατικά τραγούδια, με μικρασιατική μουσική.

Ι.Α.:

Θυμάσαι κανένα;

Α.Ζ.:

Θυμάμαι τον πατέρα μου, ο οποίος πατέρας μου ήτανε, έτσι, σοβαρός και λιγομίλητος. Δεν ήτανε… Αλλά, καμιά φορά τού ‘λεγε η μαμά μου «Θυμάσαι, Μανώλη, τι μου έλεγες;» και το τραγούδι ήτανε: «Θα σου κάνω ένα σπίτι γύρω με σκαλώματα, ν’ ανεβαίνεις, να μου κάνεις σκέρτσα και καμώματα»! Κι επειδή ήταν της δουλειάς ο πατέρας μου, ταίριαζε αυτό το τραγούδι. Μετά: «Θα σου τηγανίζω ψάρια και παντζάρια σκορδαλιά». Ήτανε μέσα απ’ τη ζωή, κι όλα τα άλλα τα μικρασιατικά. Αλλά, αυτό μού ‘κανε εντύπωση, το «Θα σου κάνω ένα σπίτι γύρω με σκαλώματα, ν’ ανεβαίνεις, να μου κάνεις σκέρτσα και καμώματα»! Κάνω μια παρένθεση εδώ. Τις προάλλες είχα πάει στο Μέγαρο Μουσικής και άκουσα τραγούδια της Πόλης. Όσο άκουγα τα τραγούδια της Πόλης, ήτανε πάρα πολλά μικρασιατικά, αλλά δεν είχανε αυτή τη χαρά που είχε το μικρασιατικό. Παρόλο το μικρασιατικό, που μπορούσε να είναι και θρήνος, ακόμα και την έκβαση, έτσι, του θρήνου, είχε μέσα του μία άλλη δομή. Δηλαδή, είχε… όχι κάτι το χαρούμενο, αλλά κάτι το πιο… Δεν μου ‘ρχεται η κατάλληλη λέξη τώρα για να την πω αυτή. Και μέσα απ’ το θρήνο είχε κάτι το αισιόδοξο.

Ι.Α.:

Το ζωηρό.

Α.Ζ.:

Είχε, ναι! Πολλή αισιοδοξία και δύναμη μέσα του. Και επίσης, όπως άκουγα τη μουσική, βρε παιδί μου, αυτή η μουσική, απ’ όλες τις άλλες —έχουμε, ένα σωρό μουσικές ακούμε— σαν να έχει πάρα πολλούς πλάγιους ήχους, δηλαδή, σαν να είναι συνέχεια της βυζαντινής. Έχει πολύ πλάγιο ήχο, όπως παίζουν τα σαντούρια, παίζουν τα κανονάκια, όλα αυτά τα όργανα που χρησιμοποιούνε στα μικρασιατικά τραγούδια. Δίνει, έτσι, μία έκταση.

Ι.Α.:

Τα χορεύατε κιόλας παλιά;

Α.Ζ.:

Ε, βέβαια! Τα χορεύαμε, τα χορεύαμε. Παλιά τα χορεύανε. Με τη μουσική ο χορός ήτανε… Θυμάμαι μετά που άρχισα κι εγώ να μεγαλώνω, γιατί σαν πιτσιρίκι έτρεχα από πίσω τους. Χόρευα κι εγώ ό,τι χορεύαν οι άλλοι. Ναι, χορεύαμε!

Α.Ζ.:

Και τώρα θα σου πω κι ένα γεγονός. Χορεύαμε, και πρέπει να χορεύαμε πολύ μικρά. Εγώ απ’ το σπίτι αυτό, απ’ αυτή τη γειτονιά, πρέπει να ‘φυγα το ‘52. Θυμάμαι, λοιπόν, που γύρω στο —πρέπει να ‘τανε ‘53, ’54, μικρή ήμουνα— ότι πηγαίναμε την Κυριακή. Η μητέρα μου είχε ένα συνήθειο. Πηγαίναμε… Μόλις άρχισε ο κινηματογράφος, γιατί σιγά-σιγά μπήκε και ο κινηματογράφος στη ζωή μας. Μπήκε ο κινηματογράφος στη ζωή μας και σιγά-σιγά μπήκε και το σινεμασκόπ, κινηματογράφος. Ξεκινήσαμε. Θυμάμαι, πρώτα-πρώτα… Και το θέατρο είχε μπει στη ζωή μας πολύ νωρίς. Επιστρέφω τώρα στην παλιά γειτονιά και θυμάμαι που πηγαίναμε στο θέατρο. Και το θέατρο ήτανε κοντά στη στρατώνα, αυτή που μιλάμε, που έγινε η έκρηξις. Μεταγενέστερα, βέβαια, μιλάω τώρα, έτσι; Πρέπει να ‘τανε το ‘48, κάπου εκεί. Και ήτανε ένας κινηματογράφος —κινηματοθέατρον, έτσι λεγόντανε— «Αύρα». Πηγαίναμε, λοιπόν, στην «Αύρα», που ερχόντουσαν διάφορες επιθεωρήσεις και διάφορα, έτσι, θεατρικά έργα. Και θυμάμαι ότι πηγαίναμε στην «Αύρα», λοιπόν, θερινό, με τις γκαζόζες. Είχε τραπεζάκια ανάμεσα στα καθίσματα και γκαζόζες, ό,τι άλλο, έτσι… Τέτοια πράγματα πίναν τότε, γκαζόζες. Δεν θυμάμαι να είχε άλλα πράγματα. Και θυμάμαι, λοιπόν, ήταν ένας θεατρίνος, ο επονομαζόμενος Ζαζά. Δεν ξέρω γιατί τον λέγανε Ζαζά. Κι ο Ζαζα, λοιπόν, τα ‘χει δώσει όλα επί σκηνής. Φοράει τα φτερά του, φοράει τα διάφορά του και κάνει ένα χορευτικό. Ήταν και λίγο βαρύς, ήτανε εύσωμος, ήτανε ψηλός, ήτανε δεμένος άνθρωπος. Κι εκεί που κάνει τα χορευτικά του, σπάει ένα σανίδι επί σκηνής και χώνεται το πόδι του Ζαζά μες στη σκηνή! Και ενώ, λοιπόν, τον Ζαζά τονε σηκώνουνε τέσσερις για να μπορέσουνε να τον ξεφρακάρουνε από το σανίδι που έχει μπει το πόδι του και κατορθώνουνε να τονε βγάλουνε, το πλήθος χειροκροτάει! Χειροκροτάει τρελά ευχαριστημένο! «Μπράβο, Ζαζά!» και «Μπράβο, Ζαζά!». Και ο Ζαζά… Δεν θυμάμαι τι απέγινε ο Ζαζάς εκείνο το βράδυ. Άλλο βράδυ, λοιπόν, σε άλλη παράσταση, είναι οι αδελφές… μία εκ των οποίων έγινε μετά και γυναίκα του Τόλη Βοσκόπουλου. Και ενώ δίνουν την παράστασή τους, λοιπόν, πιάνει καταρρακτώδης βροχή, καταρρακτώδης βροχή. Και εκεί κοντά, στο δρόμο που περνούσαμε για να πάμε σ’ αυτό το θέατρο, υπήρχε κι ένα ψιλοποταμάκι, δηλαδή ο δρόμος είχαν χτιστεί σπίτια αλλά ο δρόμος ήτανε, φαίνεται, πρώην ποτάμι και πλημμύρισε ο δρόμος. Και είμαστε, λοιπόν, και υπάρχουνε —η προσφορά, δηλαδή, της γειτονιάς. Και ενώ έχει γίνει το έργο έτσι και είναι χάλια και οι γυναίκες, μεγάλες γυναίκες, παιδιά κι αυτά, όλοι, για να περάσουν αυτό το κομμάτι, το οποίο πρέπει να βουτηχτούνε μέχρι τα γόνατα μες στο νερό, δυο τρεις άντρες τέσσερις έχουνε σηκώσει τα μπατζάκια τους, έχουνε ξυποληθεί, και τι κάνουνε; Παίρνουνε όλες αυτές τις κυρίες στην πλάτη και τις μεταφέρουνε από τη μια μεριά στην άλλη! Αυτή ήταν η γειτονιά!

Ι.Α.:

Γιαγιά, ο κινηματογράφος ήταν προσβάσιμος για όλες τις κοινωνικές τάξεις; Ήταν κάτι καθημερινό;

Α.Ζ.:

Όχι, δεν ήτανε κάτι καθημερινό. Ήτανε «το θέαμα». Γι’ αυτό, βγαίνανε και τα μεγάφωνα στη γειτονιά και λέγανε: «Το Σάββατο, την τάδε του μηνός, θα παίξει ο θίασος τάδε με πρωταγωνιστή τον τάδε το έργο τάδε!». Ξεσηκωνόταν όλη η γειτονιά. Άλλη μάζευε το εισόδημά της, ό,τι είχε. Δεν υπήρχαν και δουλειές τότε. Μετά, όμως, σιγά-σιγά, δηλαδή μετά το ‘50, τα πράγματα άλλαξαν για όλους. Είχανε πια και το εισοδηματάκι τους και τα κορίτσια άρχισαν σιγά-σιγά, δειλά-δειλά να δουλεύουν σε κάνα εργοστάσιο, να έχουνε ένα κάποιο εισόδημα. Βέβαια, δεν ήτανε κάτι της καθημερινότητας —έτσι;— ότι «Φεύγω και πάω θέατρο». Καμία σχέση με τα τωρινά. Εκεί τα παιδιά μαζευόντουσαν στη γειτονιά και πηγαίνανε βόλτα σε έναν συγκεκριμένο δρόμο. Και για τη Νίκαια ήτανε η οδός 8, η οποία ήτανε η βόλτα της Κυριακής, η βόλτα της Κυριακής. Κοπέλες, αγόρια, μανάδες με τις κόρες πηγαίνανε βόλτα πάνω-κάτω, πάνω-κάτω στην οδό 8. Και εκεί που τα δίναν όλα κτλ. ήταν ο πασατέμπος. Μαζί με τον πασατέμπο ή να κάτσουνε σε κανένα παγκάκι στον κήπο. Δηλαδή, ο κόσμος διασκέδαζε περισσότερο με την κοινωνική επαφή την άμεση: στη βόλτα να περάσει ο άλλος και να πει «Καλησπέρα σας», τα αγόρια που είχανε βάλει κάποια κοπέλα στο μάτι και που την ήθελαν να κάνουνε κι εκείνοι βόλτα, να περάσουν, να ξαν[01:00:00]απεράσουν, να πάνε από πίσω τους, να πάνε μπροστά, να τις δούνε, πίσω να ξαναγυρίσουνε. Έτσι ήτανε η διασκέδαση. Και είχαν αρχίσει σιγά-σιγά και άνοιγαν και ταβερνούλες, ταβερνούλες. Αυτό που… Το πρώτο, νομίζω, που έδωσε, έτσι, στον κόσμο μια αίσθηση ότι «Πάω και τρώω έξω» ήταν το σουβλάκι. Είχανε πολλά μαγαζιά, και επειδή ήταν και φερμένοι, ήταν και Αρμένιοι, ήτανε και άνθρωποι που ήξεραν από το να φτιάξουν ένα κεμπάπ, να φτιάξουνε, ήξεραν να το περιποιηθούνε και να το φτιάξουνε χωρίς μεγάλο κόστος, έτσι σιγά-σιγά άρχισε ο κόσμος. Δηλαδή, τώρα που έχει τα φαστφουντάδικα, που παραγγέλνεις με το τηλέφωνο, εκεί δεν είχε. Έκανες τη βόλτα σου, πήγαινες έπαιρνες το σουβλάκι σου και ήσουνα ο βασιλέας. Ο πατέρας μου είχε χτίσει την Ευαγγελίστρια, μία εκκλησία στη Νίκαια. Είχε χτίσει την Ευαγγελίστρια και κάνα τετράγωνο απέναντι απ’ την Ευαγγελίστρια, πιο πάνω, εκεί απέναντι απ’ την Ευαγγελίστρια, ήτανε ένα κέντρο διασκεδάσεως, εστιατόριο διασκεδάσεως. Θα σου πω πώς ήταν τότε η διασκέδαση, επειδή με ρώτησες. Λεγόταν «Αστέρας». Και πιο πάνω, σε δύο τετράγωνα, ήταν ένας άλλος που λεγόταν «Ο Εγγλέζος». Είχαμε, λοιπόν, τον «Αστέρα» και τον «Εγγλέζο». Τον «Αστέρα», όμως, επειδή το είχε χτίσει ο πατέρας μου, του το είχε χτίσει και του χρωστούσε ο «Αστέρας» λεφτά, είπε ο μπαμπάς μου, γαλαντόμος πάντοτε: «Δεν βαριέσαι; Άσ’ το, βρε ‘‘Αστέρα’’. Θα τα φάμε σε φαγητά».

Ι.Α.:

Τι σημαίνει «γαλαντόμος»; Κιμπάρης;

Α.Ζ.:

Ναι. Αν ξέρεις τη λέξη «κιμπάρης», αυτό είναι. Είναι αυτός που χαρίζει πράγματα, δηλαδή που δεν σκέφτεται... Δεν είναι ο τσιγγούνης. Είναι το αντίθετο του τσιγγούνη. Δεν είναι ο τσιγγούνης. Και μ’ αυτή την έννοια, δηλαδή… Θα σου πω τώρα και πώς γινότανε, κιόλας. Εντάξει, θα ερχόμαστε εκεί να τα τρώμε. Ο «Αστέρας», όμως, επειδή ήτανε και κέντρο διασκεδάσεως, είχε μια φοβερή κουζίνα. Ειδικά το καλοκαίρι, που είχε πίστα εξωτερική και τραπέζια και μεγάλο κήπο και έβαζε τραπέζια, εκεί τραγουδούσανε οι πιο φημισμένοι τραγουδισταί της εποχής. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Γούναρης. Μεγάλο όνομα της εποχής. Έχει μείνει στο τραγούδι. Άλλοι ήτανε, στα πρώτα τους χρόνια, η Μαρινέλλα με τον Καζαντζίδη. Πηγαίναμε, λοιπόν. Μετά ήταν κι ο Νάσος Πατέτσος, ένας άλλος τραγουδιστής. Πηγαίναμε, λοιπόν, και καθόμασταν σ’ ένα τραπέζι, που ήταν οικογένεια, πέντε ατόμων — όχι. Ήμαστε εμείς, τέσσερα τα παιδιά και δύο οι γονείς—, έξι ατόμων ένα τραπέζι. Και ξαφνικά αυτό το τραπέζι από έξι άτομα γινόταν οχτώ, γινόταν δώδεκα, γινόταν δεκαέξι. Δηλαδή, όποιος ερχόταν στην παρέα, έλεγε ο πατέρας μου… «Χαίρετε, κύριε Μανώλη», του λέγανε, «Καλησπέρα, κύριε Μανώλη». «Ω! Τι κάνεις; Έλα, κάτσε!». Το «Έλα, κάτσε στο τραπέζι» ήτανε πολύ κοινό. Κι έτσι, μεγάλωνε η παρέα. Και θυμάμαι, λοιπόν, ότι τραγουδούσανε οι τραγουδισταί. Και με τη μεγάλη μου αδελφή, την Πόπη, που είχαμε εννιά χρόνια διαφορά, τη χόρευε ο μεγάλος μου αδελφός, που ήταν πιο μεγάλος κι απ’ την Πόπη κατά πέντε χρόνια, και εγώ με το μικρό μου αδελφό πηγαίναμε στην πίστα και χορεύαμε. Δηλαδή, ο χορός ήτανε… Τώρα, δυο πιτσιρίκια να πηγαίνουν στην πίστα —να χορεύουν κανονικά! Δεν με ξένιζε, δεν μου φάνηκε ότι κάναμε κάτι που δεν το κάνουνε. Ήτανε σύνηθες. Δηλαδή, η διασκέδαση ήτανε και ο χορός. Εκεί έχουμε και ιστορίες με τη Μαρινέλλα και τον Καζαντζίδη, αλλά αυτά είναι προσωπικά δεδομένα. Θα τα πούμε άλλη φορά. Αυτή, λοιπόν, ήταν η διασκέδαση. Μετά σιγά-σιγά αλλάζει η διασκέδαση και αρχίζουνε τα πάρτι. Παλιά γινόντουσαν στα σπίτια γλέντια. Μετά, όταν εγώ ήμουνα 16, 17, 18 χρονών, 16, 17, γινόντουσαν τα πάρτι στα σπίτια. Και τι κάνανε; Οι οικογένειες που είχανε μικρό εισόδημα, λέγανε τα γειτονόπουλα: «Παιδιά, βάζουμε ρεφενέ;» Δηλαδή, κάναν αναλογία: «Πόσο θα μας στοιχίσει ένα πάρτι για να πάρουμε» —μη φανταστείς έτοιμα φαγητά. Δεν υπήρχανε— «τον κιμά να τον μαγειρέψει η αδελφή μας, να πάρουμε το κρέας να το μαγειρέψει η μαμά μας;» και «Εσύ θα φτιάξεις αυτό, εγώ θα φτιάξω εκείνο». Όσα ήτανε αγόρια και δεν είχανε κάποιον να τους φτιάξει κάτι, δίναν το αντίτιμο, το μοιράζανε και έτσι κάνανε πάρτι ρεφενέ. Ήτανε πολύ στη μόδα τα πάρτι ρεφενέ. Τι μουσική ακούγανε; Ακούγανε ελαφρολαϊκά τα λεγόμενα.

Ι.Α.:

Για παράδειγμα;

Α.Ζ.:

Για παράδειγμα, «Περασμένες μου αγάπες, όνειρα που γίνατε» ή… Εκεί μέσα έμπαινε κι ένα λαϊκό τραγούδι, έμπαινε ένα χασάπικο οπωσδήποτε στα πάρτι.

Ι.Α.:

Γιατί;

Α.Ζ.:

Ήτανε κάτι που τους τράβαγε. Θέλαν να το χορέψουνε τ’ αγόρια. Δηλαδή, καταλήγανε κάπου κι ένα χασάπικο έμπαινε πάντοτε. Αργότερα ήρθανε τα rock ‘n roll. Άλλαξε το σύστημα. Αλλά, η γενιά αυτή που ήτανε δέκα δεκαπέντε χρόνια πιο μεγάλη από μένα τούς άρεσε να διασκεδάσουνε μ’ αυτά που ήξεραν. Τους άρεσε περισσότερο. Εμείς σιγά-σιγά, που μας βρήκε το rock ‘n roll σε ηλικία 14, 15, 16, ας πούμε, και που πηγαίναμε στα σχολεία, που οι φίλες ήτανε τότε γεμάτες φωτογραφίες με ηθοποιούς… Δεν μιλάμε για τον Elvis Presley, δεν το συζητάμε.

Ι.Α.:

Είδωλο.

Α.Ζ.:

Ήτανε είδωλο. Ήταν ο θεός! Εμένα, να σου πω την αλήθεια μου, δεν με πολύ συγκινούσαν όλα αυτά—

Ι.Α.:

Εσένα ποιος σου άρεσε;

Α.Ζ.:

Αλλά με συγκινούσε ο χορός. Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα κάποιος, αλλά με συγκινούσε ο χορός. Με συγκινούσε πάρα πολύ, χωρίς όμως να με συγκινεί αυτός που το… Δηλαδή, ο Elvis Presley μού άρεσε γιατί χόρευα. Μ’ άρεσε η μουσική που έβγαζε αυτός ο άνθρωπος. Δε μ’ άρεσε ο άνθρωπος για τον άνθρωπο. Και μάλιστα, θυμάμαι, όταν τον είχα δει στο πρώτο έργο, τον φανταζόμουν διαφορετικό. Τον φανταζόμουν να είναι πιωμένος, πιο αδύνατος, να είναι κάπως. Και τον είχα δει, έτσι, λίγο πλαδαρό και δε μου πολυάρεσε. Μ’ άρεσε ο James Dean, αλλά χωρίς να πεθαίνω, να κόβω φλέβες. Δεν έκοβα ποτέ φλέβες για…

Α.Ζ.:

Τι άλλο να πούμε για την ηλικία αυτή, να πούμε για την περίοδο εκείνη; Μετά σιγά-σιγά, όπως λέμε, η γειτονιά άρχισε να διαλύεται, ν’ αλλάζει μορφή σιγά-σιγά. Το σπίτι εκείνο το δικό μας το πουλήσαμε. Εκεί που βάζαμε εμείς τα άλογα μπήκανε κάποια αυτοκίνητα, άλλαξε. Στη νέα γειτονιά που φτιάξαμε το σπίτι μας κάποια στιγμή φτιάξαμε και μια κλινική όλως τυχαίως, και λέω «τυχαίως» για ποιον λόγο; Λέω «τυχαίως» γιατί, ενώ ο πατέρας μου είχε αρχίσει να χτίζει ένα διπλανό μας οικόπεδο για να το κάνει διαμερίσματα, πάρα πολλοί γιατροί ήρθαν και του είπανε: «Κυρ-Μανώλη, δεν μας το φτιάχνεις κλινική;». Το ‘πανε μια, το ‘πανε δυο. Ο πατέρας μου είχε ρίξει την πρώτη πλάκα, τον πρώτον όροφο και πήγαινε, δηλαδή, για να κάνει μια οικοδομή σχετική, διώροφη, άντε τριώροφη. Μετά, όμως, ήταν τόση η πίεση των φίλων γιατρών να κάνει μια κλινική, που τελικά έγινε αυτή η κλινική. Έγινε αυτή η κλινική και έτσι ήρθαμε σε επαφή με τον κλάδο των ιατρών. Είδαμε τι σημαίνει «γιατρός». Μέχρι τώρα είχα δει τι σημαίνει «εργάτης», [01:10:00]γιατί ο πατέρας μου, αφού ήταν οικοδόμος ή εργολάβος οικοδομών, είχε πολλούς εργάτες. Ήξερα, ας πούμε, ο εργάτης τη νοοτροπία του, πώς θα ‘ρθει να ζητήσει δουλειά, ποιος είναι ο καλός εργάτης, ποιος είναι φιλότιμος, ποιος δεν έχει φιλότιμο, ποιος είναι τεμπέλης, ποιος είναι προκομένος. Και μάλιστα, ο πατέρας μου, επειδή ήταν εργατικό άτομο, θυμάμαι μια φορά που είχε πει: «Μην ακούς. Δεν υπάρχουνε κόμματα. Δεν υπάρχουνε κομμουνισταί, δεν υπάρχουνε Αριστεροί και Δεξιοί. Όλα αυτά είναι για να λένε κάτι. Στην ουσία υπάρχουνε τεμπέληδες και προκομένοι. Οι προκομένοι φτιάχνουνε, οι τεμπέληδες δεν θέλουνε να φτιάξουνε». Και τελικά, στη ζωή διαπίστωσα ότι αυτό είναι ένα πολύ σωστό, ας πούμε, μια πολύ σωστή διαπίστωση. Νομίζω παίζει μεγάλο ρόλο το DNA, γιατί ενώ μεγαλώσαμε σε μια φτωχή γειτονιά… Όπως στην περιγράφω καταλαβαίνει κανείς ότι δεν ήτανε μια πλούσια γειτονιά κι ότι η οικογένειά μου έκανε κι αυτή τον αγώνα της για την επιβίωση. Η μητέρα μου ήτανε ένα παιδί πολύ ευκατάστατης οικογένειας, μια οικογένεια με εφτά παιδιά, και η μητέρα της πέθανε στο όγδοο παιδί από πνευμονία. Είχε αρρωστήσει το μικρότερό της, είχε αρρωστήσει το έκτο παιδί και το πρόσεχε. Κι ενώ αυτή ήταν στον όγδοο μήνα η γυναίκα, έπαθε κι αυτή, κρύωσε, έπαθε πνευμονία και «έφυγε» έτσι, με το όγδοο παιδί στην κοιλιά. Ο παππούς, πάλι, από τον καημό του μέσα σε τρία χρόνια —ξημεροβραδιαζόταν στο νεκροταφείο— «έφυγε» κι αυτός. Και μένουνε τα εφτά παιδιά ορφανά. Όταν άρχισαν να μετράνε την περιουσία που τους είχαν αφήσει —γιατί ήταν από μια πλούσια οικογένεια—, όταν άρχισαν, λοιπόν, να μετράνε την περιουσία, όταν είχαν φτάσει στο μέτρημα ούτε της μισής —στο 1/3, μπορώ να πω— είπαν: «Τα παιδιά σωθήκανε, τα παιδιά σωθήκανε. Δεν έχουν ανάγκη από τίποτα». Όμως, τα παιδιά ήταν ανήλικα και το μεγαλύτερό τους παιδί ήταν ακόμα ανήλικο. Δεν μπορούσε να πάρει αυτά τα χρήματα. Αυτά τα χρήματα μπήκανε σε τράπεζες. Μπήκαν σε τράπεζα. Άλλα χρήματα μείνανε για να διαχειρίζονται κάποιοι διαχειρισταί εκεί πέρα, με αποτέλεσμα τα παιδιά αυτά, όταν έφτασε η ώρα να πάρουν τα χρήματα απ’ την τράπεζα, δεν είχαν πια καμία αξία με τον πληθωρισμό, Μέχρι να μεγαλώσουν αυτά, να πάνε στην τράπεζα να πάρουν τα λεφτά, τα λεφτά δεν είχανε καμία αξία. Ήτανε, λοιπόν, κι αυτοί αγωνιστές. Θέλω να πω, παρά τις καταβολές τους, ας πούμε, το χρήμα δεν έπαιξε ρόλο στη ζωή τους για την πιο πολλή μόρφωσή τους ή για τον πατέρα μου, ας πούμε, που έφυγε απ’ τη Μικρά Ασία και ήρθανε χωρίς τίποτα. Δεν… Ήρθαν χωρίς τίποτα εδώ πέρα και ξεκινήσαν απ’ το μηδέν. Όμως, αυτό το DNA της υπερηφάνειας, της δημιουργίας, του «Δεν το βάζω κάτω», ας πούμε, μεταδόθηκε και στα παιδιά και σ’ εμάς. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι είμαστε φτωχοί ή ότι είμαστε πλούσιοι ή αν είμαστε καλύτεροι απ’ τους άλλους, αν είμαστε χειρότεροι απ’ τους άλλους, αν μπορούμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα, αν δεν μπορούμε. Δεν είδα ποτέ τους συμμαθητάς μου και τους φίλους μου και να τους αξιολογήσω με το βιός τους, ας πούμε. Πάντοτε είχα την αίσθηση σαν ίσος προς ίσο προς όλους.

Α.Ζ.:

Βέβαια, ανεβαίνοντας το εισόδημα της οικογένειας, μου δόθηκε και η ευκαιρία και πήγα σ’ ένα καλό σχολείο. Πήγα στο Γυμνάσιο, δηλαδή —το Δημοτικό το είχα βγάλει εκεί στην περιοχή μας, σε ιδιωτικά Δημοτικά μεν, αλλά το είχα βγάλει στην περιοχή μας—, στον Πειραιά, στις Καλόγριες, στην Ελληνογαλλική Σχολή Jeanne D’ Arc. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω και μια ξένη γλώσσα, τα γαλλικά, και μάθαμε και λίγο κι από την κουλτούρα των Γάλλων, ας πούμε, που αυτοί ήτανε πιο ελεύθεροι από μας και μπορούσαν να επιδοθούν στα γράμματα. Βέβαια, όλα αυτά τα επισκιάζει η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και όλοι έρχονται τελικά δεύτεροι, ας πούμε, μετά από τους αρχαίους ημών προγόνους. Αλλά, πάντοτε είχαμε αυτό το… Δεν ανεχόμουνα… Όχι μόνο ‘γώ, νομίζω πολλοί από τη γενιά μας δεν ανεχόμασταν την αδικία, από όπου κι αν προέρχονταν κι αυτή. Δεν τη θέλαμε την αδικία. Θυμάμαι μια φορά ένα περιστατικό στο σχολείο. Το σχολείο ήτανε πολύ καλό. Οι καθηγηταί ήταν πολύ καλοί. Φρόντιζαν τα παιδιά. Μας μάθαιναν πράγματα, ερχόμασταν σ’ επαφή με τη μουσική, κάναμε θεατρικές παραστάσεις που ανέβαζαν, ας πούμε, το επίπεδό μας το πνευματικό. Εκεί αλλάζαν και τα πράγματα. Ερχόντανε, ας πούμε… Όλη μαζί η Ελλάδα ανέβαινε. Και θυμάμαι, πέρα από τις παραστάσεις που κάναμε στο σχολείο, τις παρελάσεις. Οι παρελάσεις ήτανε κάτι που δεν μας δινόταν η ευκαιρία στα χρόνια εκείνα να τις απολαύσουμε. Μετά, ας πούμε, όταν απελευθερώθηκε καλά η Ελλάδα και όταν αρχίσανε και πηγαίναν τα παιδιά σχολείο —γιατί κάποια στιγμή είχανε κλείσει και τα σχολεία. Όλοι… Θυμάμαι τις παραστάσεις. Θυμάμαι τα ρούχα που φορούσαμε.

Ι.Α.:

Συνεχίζουμε. Ήμασταν στο Γυμνάσιο.

Α.Ζ.:

Ήμασταν στο Γυμνάσιο, λοιπόν, και λέγαμε ότι εκεί έχω δει έναν άλλο κόσμο. Βέβαια, μαθαίνω και μια ξένη γλώσσα. Αλλά, επειδή μου άρεσε και η μουσική, μάθαινα και πιάνο. Και δεν αρκέστηκα και σ’ αυτό, ήθελα κι ακορντεόν. Έμαθα κι ακορντεόν. Βέβαια, εντάξει, δεν έμαθα τέλεια, απλώς έμαθα να παίζω, με δάσκαλο! Ξέρω να διαβάζω νότες. Λοιπόν, λέγαμε για το DNA, μπορώ να πω, του Έλληνα, της καταγωγής μας αυτής της μικρασιατικής, ας πούμε, ότι ενώ μαθαίναμε πράγματα που ήτανε έξω από τις συνήθειές μας, σ’ ένα γαλλικό σχολείο, με τις ωραίες στολές, πράγματα που δεν συνηθιζόντουσαν στη δικιά μου γειτονιά την παλιά, αυτά παράλληλα, ενώ μας άρεσαν, δεν μας εντυπωσιάζανε κιόλας. Τα θεωρούσαμε πολύ φυσική εξέλιξη. Και πάντοτε υπήρχε η υπερηφάνεια μέσα μας τόσο, που κάποια στιγμή, ενώ το σχολείο μου ήτανε πάρα πολύ καλό και οι καλόγριες σε γενικές γραμμές φερόντουσαν στα παιδιά με αγάπη, παρά ταύτα μια φορά μία καλόγρια, η οποία ήταν λίγο οξύθυμη έως αρκετά, αδίκησε μια συμμαθήτριά μου, μια συμμαθήτριά μου η οποία δεν ήτανε φίλη μου ιδιαίτερα. Ήτανε ένα παιδί που μπορώ να πω ότι δεν ήτανε κι από τα πλέον συμπαθή μου. Πάρα ταύτα, επειδή είχε δίκιο και την αδίκησε μια καλόγρια, της φέρθηκε άσχημα, την αδίκησε και της μίλησε και πολύ άσχημα, όπως δεν έπρεπε να μιλήσει μια καλόγρια, το πήρα το θέμα προσωπικά και πήγα και διαμαρτυρήθηκα. Διαμαρτυρήθηκα στην ίδια την καλόγρια, η οποία δεν έδειξε να ιδρώνει τ’ αυτί της απ’ αυτά που της έλεγα. Και τότε εγώ θεώρησα καλό ότι το πράγμα δεν πρέπει να μείνει εκεί, ν’ αδικηθεί αυτό το παιδί από τη συμπεριφορά της καλόγριας. Και πήγα κατευθείαν στη διεύθυνση. Πήγα στη διεύθυνση, μίλησα στη διευθύνουσα των γραφείων εκεί —καλόγρια κι αυτή—, της είπα το θέμα μου και της είπα ότι, αν δεν επανορθώσει η καλόγρια αυτή, να παραδεχτεί την αδικία που έκανε στο παιδί και να μη το στεναχωρέσει άλλο πια, εγώ ούτε λίγο ούτε πολύ θα φύγω απ’ αυτό το σχολείο. Σημειωτέον ότι τότε για να σε πάρουν στις Καλόγριες έπρεπε να ‘χεις κοσμιοτάτη διαγωγή και έπρεπε να είσαι από οικογένεια καλή. Τα πρόσεχαν όλα. Επειδή είχανε πολύ μεγάλη προσφορά μαθητριών τότε, εκείνη την εποχή, φρόντιζαν να παίρνουνε και τα παιδιά που [01:20:00]αυτές θεωρούσαν καλά. Το πράγμα δεν είχε την κατάληξη αυτή που ήθελα και εγώ επέμενα ότι «Ετοιμάστε μου τα χαρτιά μου» και «Εγώ θέλω να φύγω απ’ αυτό το σχολείο. Δεν θέλω να μείνω άλλο». Προφανώς κάποια στιγμή σκεφτήκαν ότι «Είναι δυνατόν να φύγει;», ότι «Δεν της κάνει το σχολείο μας; Τι θα γίνει;». Έβαλαν, λοιπόν, να με πιάσει ο καθηγητής των μαθηματικών, να μου μιλήσει, να μου πει «Βρε παιδί μου, γιατί να φύγεις απ’ αυτό το σχολείο; Αυτό το σχολείο είναι καλό». Έβαλαν τη φιλόλογο και μου επανέλαβε τα ίδια, έβαλαν το θρησκευτικό στο τέλος να με πιάσει και να μου μιλήσει, αλλά εγώ ήταν ότι αν δεν ζητήσει αυτή η καλόγρια συγγνώμη από τη μαθήτρια, να την αποκαταστήσει, εγώ θα φύγω απ’ το σχολείο. Δεν κάθομαι εδώ πέρα. Δεν είναι δυνατόν ένα σχολείο που το διοικούνε καλόγριες να έχει αυτή τη συμπεριφορά προς τα παιδιά. Μιλάμε τώρα για μια συγκεκριμένη. Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογούμε, κάποια στιγμή μ’ έπιασε η Μère Victor —εκείνη ήτανε… Όταν λέμε και «mère» εννοούμε «η μητέρα», άρα ήτανε πάνω απ’ όλες τις άλλες καλόγριες. Ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος— και με πήρε στο γραφείο της και πολύ μειλίχιο τρόπο μού είπε: «Παιδί μου, άκου να σου πω. Το σχολείο μας είναι καλό και εσύ είσαι στις τελευταίες τάξεις. Δεν πρέπει να φύγεις από δω». Κι αφού μου είπε, λοιπόν, τα υπέρ του σχολείου, στο τέλος μού είπε ότι «Κοίταξε να δεις, και αυτή η καλόγρια δεν παύει να ‘ναι άνθρωπος. Ναι μεν είναι καλόγρια, αλλά είναι άνθρωπος με αδυναμίες. Έκανε ένα σφάλμα. Έχε κι εσύ τη δύναμη να συγχωρήσεις κι εγώ θα τη βάλω να αποκαταστήσει το παιδί αυτό». Τελικά, επείσθην και έτσι έγιναν τα πράγματα. Η καλόγρια πράγματι πήγε, έπιασε το παιδί, της είπε «Συγγνώμη. Λάθος έκανα. Δεν το ‘χες κάνει εσύ αυτό», δόθηκαν, τέλος πάντων, εξηγήσεις και εγώ παρέμεινα στο σχολείο. Αυτό το γεγονός γιατί το λέω; Γιατί θέλω να πω ότι, παρόλο που ήμουνα μικρό παιδί —ένα παιδί 16 χρονώ δεν είναι τόσο μεγάλο—, επειδή, λοιπόν, θεωρώ ότι αυτό που είχανε εμφυσήσει οι γονείς μας σ’ εμάς, ότι δεν πρέπει να υποθάλπουμε την αδικία, ότι ήτανε κι αυτός ο λόγος που με έκανε να φερθώ έτσι. Και πάω και πιο πίσω, πάω στο DNA το δικό μας, δηλαδή το DNA των Ελλήνων, που καμιά φορά μπορεί να ενθουσιαζόμαστε εύκολα, μπορεί να κάνουμε, αλλά στην ουσία μέσα μας υπάρχει η δικαιοσύνη. Θέλω να πιστεύω αυτό. Κι αφού, λοιπόν, είχαμε όλα αυτά, παράλληλα η ζωή κυλούσε. Εκείνη την εποχή γινόντουσαν κάποιες εκδρομούλες, αλλά όχι πενταήμερες, όπως γίνονται τώρα στα σχολεία. Γινόντανε μια εκδρομή μιας ημέρας και ήτανε και μεγάλο κατόρθωμα που θα μας αφήναν οι γονείς μας να πάμε μια εκδρομή. Και μάλιστα, είχε επιλεγεί, όταν ήμουνα στην εβδόμη Γυμνασίου, είχε επιλεγεί μια εκδρομή να πάμε στον Πόρο. Τα βάλαμε, λοιπόν, κάτω τότε οι μαθήτριες όλες και είπαμε: «Ναι, ναι, θέλουμε στον Πόρο», μα είπανε οι δασκάλες μας ότι «Ναι, στον Πόρο, αλλά θα στοιχήσει περισσότερα απ’ ό,τι να πάρουμε ένα πούλμαν. Θα μας στοιχίσει λιγότερα να πάμε κάπου εδώ κοντά». Και τότε πήρα την πρωτοβουλία εγώ και λέω: «Για τα εισιτήρια αφήστε με, αφήστε με να προσπαθήσω. Θα το κανονίσω εγώ». Και πάω, λοιπόν, χωρίς να ξέρω κανέναν… Αλλά, τι; Δεν ήξερα κανέναν, αλλά ήξερα τα πλοία με την εξής έννοια, γιατί εγώ απ’ το ‘52 κι ύστερα οι γονείς μου παραθερίζαμε στην Αίγινα, και παραθερίζοντας στην Αίγινα τότε είχαμε και την… Ενώ ξεκίνησαν τα ταξίδια με καΐκια με πανιά και κάναμε δυόμιση ώρες για να φτάσουμε, κάποια στιγμή ο Λάτσης είχε βάλει ένα πλοιάριο, την «Εριέττα», και κάποια άλλα πλοία που έκαναν αυτά τα δρομολόγια και έκαναν και δρομολόγια προς την Αίγινα και έκαναν και δρομολόγια και προς άλλα νησιά. Σκέφτηκα, λοιπόν, αφού ήξερα ότι τα ταξίδια γίνονται μ’ αυτά τα πλοία, σκέφτηκα, λοιπόν, «Και γιατί να μην πάω στον Λάτση απευθείας;», ο οποίος Λάτσης τότε δεν ήτανε σε κάποιο γραφείο. Μιλάμε τώρα για το… Εγώ αποφοίτησα το ‘61. Μιλάμε τώρα για το 1960. Και πάω, λοιπόν, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, πάω, λοιπόν, κάτω στο λιμάνι, που ήξερα ότι είναι εκεί που εκδίδουν τα εισιτήρια. Ο Λάτσης είχε ένα μικρό γραφείο. Και πάω, λοιπόν, και ρωτάω: «Πού είναι ο κύριος Λάτσης; Θέλω να τον δω!». Μου λένε: «Τι τον θέλεις;». Λέω: «Θέλω να τον δω για κάποια εκδρομή που θα γίνει». Πράγματι, με πήγανε στον Λάτση. Αυτός με κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, χαμογέλασε και μου λέει: «Τι θέλεις; Τι θέλεις;». Λέω: «Κοιτάχτε να δείτε, είμαι από την τάδε σχολή, είμαστε τόσα παιδιά και θέλουμε να κάνουμε μια εκδρομή στον Πόρο. Προτιμούμε να πάμε στον Πόρο από το να κάνουμε μια εκδρομή με πούλμαν, αλλά οι συστάσεις είναι καλύτερα να πάμε με πούλμαν γιατί κοστίζει φθηνότερα. Ήρθα, λοιπόν, σ’ εσάς να μας κάνετε μια καλύτερη τιμή στα εισιτήρια και να κάνουμε αυτήν την εκδρομή μ’ ένα δικό σας πλοίο, να πάμε στον Πόρο». Ο Λάτσης, ο οποίος ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, πραγματικά πανέξυπνος, μου λέει: «Έγινε!». Και πράγματι, μας κάνει μία καλή τιμή. Πάω, λοιπόν, νικητής τροπαιοφόρος. Επιστρέφω στο σχολείο, τους λέω τα μαντάτα και κάναμε αυτήν την εκδρομή. Τώρα, στο σχολείο όσο πήγαινα, είπαμε και προηγουμένως ότι είχαν αλλάξει και τα δεδομένα της διασκέδασης. Άρχισε το πράγμα να αμερικανοποιείται. Είχε έρθει το rock ‘n roll, ήταν τα blues, ήταν το Que Será, Será, ήτανε το Love me Tender του Elvis Presley, οι Platters είχαν άλλα. Λοιπόν, στα παρτάκια ήταν αυτά, τα blues και τα rock ‘n roll. Ήταν τα αργά, τα αγκαλιαστά και ήταν και τα rock and roll. Έτσι, λοιπόν, διασκεδάζαμε. Και μάλιστα, είχα την ευκαιρία, επειδή είχα και τον αδελφό μου το μεγαλύτερο κατά λίγο, κατά τρία χρόνια, που πήγαινε… Εκείνος πήγαινε στο Λεόντειο Λύκειο στη Σίνα και γινόντουσαν παρτάκια και μ’ έπαιρνε και μένα σε κανένα πάρτι από αυτά τα δικά τους. Και έτσι, αυτή ήταν η διασκέδαση της εποχής μας. Ήταν τα παρτάκια αυτού του τύπου, ας πούμε. Είχε μπει πια το πικάπ στη ζωή μας, ενώ τα παλιότερά μας πάρτι ήτανε μ’ ένα ακορντεόν. Γι’ αυτό είχα μάθει και το ακορντεόν. Ήτανε… Μ’ ένα ακορντεόν και μ’ ένα πιάνο ήταν τα παλιότερά μας πάρτι. Τώρα είχε μπει το πικάπ, είχανε μπει οι δίσκοι και άλλαζε το σκηνικό.

Ι.Α.:

Το ραδιόφωνο υπήρχε στη ζωή σας;

Α.Ζ.:

Υπήρχε το ραδιόφωνο, και υπήρχε κι από πολύ, πάρα πολύ παλιά. Υπήρχε από τον πόλεμο το ραδιόφωνο. Όταν ήρθανε οι Γερμανοί, το ραδιόφωνο του σπιτιού μας και όσοι άλλοι είχανε ραδιόφωνα τα είχανε σφραγίσει για να μην ακούμε ειδήσεις. Αλλά, ο πατέρας μου ήξερε μια συγκεκριμένη ώρα και πήγαινε και έχωνε το χέρι του απ’ την πίσω μεριά του. Κάτι είχε κάνει, είχε παραβιάσει και έχωνε το χέρι του απ’ την πίσω μεριά και αντί να πειράζει από μπροστά τα κουμπιά, που τα είχαν, τα γύριζε από πίσω και άκουγε μια εκπομπή εγγλέζικη. Άκουγε κάτι, άκουγε τότε, και όλη η γειτονιά περιμέναν ν’ ακούσουνε τις ειδήσεις, γιατί αλλιώς δεν ξέρανε πού βρισκόμαστε και τι κάνουμε. Μόνο τις ειδήσεις αυτές ακούγανε και ξέρανε. Και, λοιπόν, κάθε βράδυ ή κάθε πότε ήτανε το δελτίο, πότε ήτανε αυτές οι ειδήσεις, έβγαινε το δελτίο στη γειτονιά ότι «Ξέρετε, είπανε αυτό, είπανε τ’ άλλο».

Ι.Α.:

Υπάρχει κάποιο μαντάτο, έτσι, που θυμάσαι;

Α.Ζ.:

Από κείνη την ηλικία όχι, δεν θυμάμαι.

Ι.Α.:

Από άλλες;

Α.Ζ.:

Ήμουνα πάρα πολύ μικρή, ήμουνα πάρα πολύ μικρή και δεν θυμάμαι. Από άλλη εποχή... Όχι, από άλλη εποχή να σου πω ένα σχετικά αστείο γεγονός. Ναι, εντάξει, σχετικά αστείο είναι. Είναι το εξής: Ενώ το ραδιόφωνο αναγγέλλει ότι έρχεται ο Γεώργιος Γρίβας, ο «Διγενής», επίσκεψη στην Αθήνα και γίνονται τα σχετικά σχό[01:30:00]λια μέσω ραδιοφώνου, εκείνη την ώρα που γίνονται αυτά τα σχόλια ακούγονται και μια στριγκλιά, είναι η στριγκλιά όμως της αδελφής μου, η οποία είναι μες στο διπλανό δωμάτιο και η οποία την έχουνε πιάσει οι πόνοι της γέννας! Και τότε τι γίνεται; Απ’ τη μια ο Γρίβας, απ’ την άλλη η αδελφή μου πρέπει να γεννήσει. Τη βάζουμε μες στ’ αυτοκίνητο. Προχωράνε, φτάνουνε στην Αθήνα, στο κέντρο. Το κέντρο είναι κλειστό, το κέντρο είναι κλειστό. Προσπαθούνε από δω, από κει για να μπορέσουν να περάσουνε, να περάσουνε να πάνε προς το νοσοκομείο. Δεν γίνεται τίποτα. Αναγκάζεται ο άντρας μου, ο οποίος οδηγούσε τ’ αυτοκίνητο, να πατήσει την κόρνα δυνατά. Ευτυχώς έρχεται ένας αστυνομικός κοντά και του λέει «Τι κορνάρεις;» και του λέει «Τι να κορνάρω; Η γυναίκα γεννάει. Τι να κάνω;». Οπότε, ανοίγουνε τότε οι δρόμοι. Kαι ο κόσμος, περιμένοντας… Αφού ανοίξαν οι δρόμοι για να περάσει κάποιος, ο κόσμος περίμενε ότι θα περάσει ο Γρίβας. Και περνάει η αδελφή μου μ’ ένα ασπροκόκκινο DKW, η οποία πήγαινε στο νοσοκομείο για να γεννήσει! Αυτό, λοιπόν, το γεγονός, η αναγγελλία αφενός απ’ το ραδιόφωνο του Γρίβα και η στριγκλιά της αδελφής μου ότι γεννούσε… Φυσικά, να πω ότι αυτό το παιδί… Ίσα που προλάβανε να μπούνε στην αίθουσα τοκετού και το παιδί βγήκε με τα πόδια. Κι ενώ ήτανε, υποτίθεται, ένας δύσκολος τοκετός, το παιδί βγήκε κατευθείαν και πάτησε επί εδάφους! Αυτά ήτανε, αυτά όσον αφορά… Ε, και σιγά-σιγά… Η τηλεόραση ήρθε πολύ αργότερα στη ζωή μας. Πολύ, πολύ αργότερα στη ζωή μας ήρθε η τηλεόραση, το ‘70 και. Θυμάμαι… Όχι! Ψέματα λέω. Δεν ήρθε το ‘70 και. Ήρθε το ‘63, ‘64 για τον πολύ τον κόσμο, που άρχισε να παίρνει ο κόσμος τηλεοράσεις στα σπίτια του. Άλλο μέσο διασκέδασης. Ασπρόμαυρη, με πολύ ενδιαφέρον. Τρέχαν όλοι να δουν το πρόγραμμα της τηλεοράσεως, το οποίο ήταν και περιορισμένο. Βέβαια, σ’ αυτά τα προγραμματάκια της τηλεοράσεως… Τότε είχανε σαν στούντιο την ΥΕΝΕΔ, το στούντιο της ΥΕΝΕΔ δηλαδή ήτανε η Κρατική Τηλεόραση και είχε ξεκινήσει απ’ την ΥΕΝΕΔ. Και θυμάμαι ότι είχα ήδη παντρευτεί πια τότε και η κόρη μου, που ήτανε ένα μικρό κοριτσάκι —μιλάμε, δηλαδή… Η κόρη μου γεννήθηκε το ‘62. Γύρω στο ‘65, ‘66. Είχαμε σχεδόν και Δικτατορία, μπορώ να πω. Δεν είμαι σίγουρη. Τα προγράμματα, για να πω τα προγράμματα ποια ήταν τότε. Τα προγράμματα ήτανε… Έπαιζε στην τηλεόραση η Θεία Λένα, είχαν συνεχίσει δηλαδή προγράμματα που υπήρχανε κάπως στο ραδιόφωνο να τα πηγαίνουνε και στην τηλεόραση. Ήτανε μια παιδική εκπομπή. Και θυμάμαι που είχε κληθεί η κόρη μου να παίξει πιάνο σ’ αυτήν την εκπομπή της Θείας Λένας. Κι έτσι, γνώρισα την ΥΕΝΕΔ, που πράγματι πρέπει να ‘τανε… Μετά το πραξικόπημα πρέπει να ‘τανε, γιατί ήτανε όλοι στρατιωτικοί που φυλούσανε την ΥΕΝΕΔ μέσα. Κι έτσι, είδα τι ήτανε η τηλεόραση εκ των έσω, δηλαδή όλο κι όλο ήταν ένα δωμάτιο. Το στούντιο ήταν ένα δωμάτιο όλο κι όλο με το πιάνο, που πήγε το παιδί και κάθισε στο πιάνο για να παίξει. Σε μια άλλη καρέκλα ήτανε η κυρία που έκανε τη Θεία Λένα και ήτανε και ένας κύριος με μια μηχανή λήψεως που έπαιρνε την εικόνα. Όλη η ιστορία ήταν αυτό. Μετά, βέβαια, έγιναν τα στούντιο και η ανάπτυξη αυτή που έχει τώρα, στις μέρες μας, η τηλεόραση. Εγώ την τηλεόραση, λοιπόν, που γνώρισα ήταν αυτή. Ήτανε η ασπρόμαυρη και μέσα ήταν ένας με μια μηχανή λήψεως και τίποτα άλλο. Δεν είχε αυτόν τον κόσμο που δείχνει στο πλατό με τις μηχανές, με τα…

Ι.Α.:

Οπότε, η Δικτατορία ανακοινώθηκε μέσω τηλεόρασης;

Α.Ζ.:

Τα ραδιόφωνα μιλούσανε για τη Δικτατορία πολύ, γιατί… Δεν θυμάμαι αν ήτανε και με την τηλεόραση, γιατί ο κόσμος δεν είχε δέκτες τηλεοράσεων πολλούς. Ντάξει, είναι και κάποια γεγονότα που ενδεχομένως δεν θέλουμε και να τα συζητάμε, έτσι; Δεν μας αρέσουνε γεγονότα τέτοιου είδους.

Α.Ζ.:

Εγώ κάποια στιγμή παντρεύτηκα. Η δουλειά του συζύγου μου ήταν έμπορος. Κάποια στιγμή όταν ήμουνα μικρή —ο πατέρας μου ήταν εργολάβος οικοδομών—, κάποια στιγμή όταν ήμουνα στο Γυμνάσιο είχα σχέσεις με την κλινική. Μες στην κλινική, επειδή ήτανε και διευθύντρια η μητέρα μου, είχαμε άμεση επαφή με τους γιατρούς, με την κλινική και είχαμε και μάλιστα και άμεση επαφή με τα χειρουργεία. Παρακολουθούσαμε το χειρουργείο. Κατόπιν επιμονής μεγάλης πιέζαμε τους γιατρούς να τους βάλουν μες στο χειρουργείο, τέλος πάντων, και είχαμε μάθει και τα του χειρουργείου. Και έτσι, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω τριών ειδών ανθρώπους και το θεωρώ ότι ήμουνα τυχερή που γνώρισα πολλών επαγγελμάτων ανθρώπους. Αυτό μού έδωσε κάποιες γνώσεις ζωής. Έχω μια ιδιαίτερη αγάπη, την οποία και δεν μπορώ να τιθασεύσω. Δεν ξέρω για ποιον λόγο και γιατί, αλλά αυτό που με κάνει περισσότερο είναι γιατί… θέλω να γνωρίσω νοοτροπίες ανθρώπων; Όταν έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό μαζί με τον άντρα μου, έκανα ένα ταξίδι που διήρκησε περίπου ένα μήνα και σαν πρώτο πέρασμα ήτανε η Ιταλία. Όταν βρέθηκα, λοιπόν, στην Ιταλία και ενώ ήξερα γαλλικά, όταν βρέθηκα, λοιπόν, στην Ιταλία, στο πρώτο μέρος που σταματήσαμε, στο Μπάρι, ήτανε μια γιορτούλα με κάποιους κλόουν που γινόνταν σε μια πλατεία και καθίσαμε, έτσι, να χαζέψουμε τι γινόντανε στην πλατεία αυτή. Αισθάνθηκα μια φοβερή στεναχώρια που οι άνθρωποι αυτοί μιλούσανε κι εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι λέγανε. Μου στοίχισε πάρα πολύ. Δεν ξέρω για ποιον λόγο! Στεναχωρήθηκα που δεν μπορούσα να επικοινωνήσω, που δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι λέγανε, που υπέθετα από τις κινήσεις, ας πούμε, τι λέγανε. Μετά αυτό το ταξίδι συνεχίστηκε. Πήγα στη Γαλλία. Στη Γαλλία αισθάνθηκα καλύτερα γιατί, τέλος πάντων, είχα τελειώσει ένα γαλλικό σχολειό και μπορούσα να αρθρώσω δυο λέξεις να πω, να συνεννοηθώ. Ήταν και το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό, γιατί γνώριζα έτσι τον κόσμο εκτός Ελλάδος. Πήγα στην Ολλανδία, πήγα στη Γερμανία, πήγα στην Ελβετία, πήγα στη Γιουγκοσλαβία και καταλήξαμε μέσω Θεσσαλονίκης πια να φτάσουμε και στην Αθήνα, να κάνουμε την επιστροφή. Ήταν ένα μεγάλο ταξίδι. Γνώρισα πάρα πολύ κόσμο. Αλλά, γυρνώντας μετά απ’ αυτό το ταξίδι είχα μια ανησυχία. Είχα την ανησυχία με όλον αυτόν τον κόσμο να μπορώ να συνεννοούμαι. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Και όχι τόσο η συνεννόηση όσο και να μάθω γι’ αυτούς τους ανθρώπους κάτι περισσότερο. Και φυσικά, επειδή η Ιταλία ήταν πολύ κοντά μας και τα ταξίδια τότε με την Ιταλία ήτανε τα πιο διαδεδομένα —ο Έλληνας, όταν άρχισε να πρωτοβγαίνει και να ταξιδεύει, πήγαινε στη γειτονική Ιταλία. Ισπανία ούτε καν. Ήταν ένας προορισμός που ούτε καν το σκεφτόταν κανείς, γιατί τότε ήτανε κι ο Franco. Ήτανε ένα μη συμπαθές καθεστώς, ας πούμε, στην Ισπανία και ο κόσμος είχε πολύ επαφή και άμεση και πολύ γρηγορότερη με την Ιταλία. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα να μαθαίνω ιταλικά. Είναι μια ωραία γλώσσα και μου άρεσε κιόλας. Και μετά… Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με οδήγησε. Μετά ξεκίνησα να βελτιώσω τα αγγλικά μου. Μετά ήθελα να μάθω λίγο γερμανικά, μετά ισπανικά, στα ισπανικά, όταν πια είχε αλλάξει και η κατάσταση και γινόντουσαν κι εκεί τα ταξίδια. Αλλά, στα ισπανικά το πήρα λίγο πατριωτικά. Τελείωσα, πήρα όλα τα διπλώματα, έκανα μετάφραση, έκανα λογοτεχνία, έκανα πολλά πράγματα και έχω ακόμα αυτήν την επιθυμία των ξένων γλωσσών, και των ξένων γλωσσών όχι τόσο [01:40:00]το να μιλήσω, γιατί τώρα πια δεν μετακινούμαι τόσο συχνά, για να πω ότι ταξιδεύω συνέχεια και μιλάω, αλλά γιατί μέσα απ’ αυτό γνωρίζω τους λαούς. Και αυτό είναι ένα χόμπι που μ’ αρέσει! Είναι μάλλον το χόμπι μου, όχι ένα χόμπι που μ’ αρέσει, είναι μάλλον το χόμπι μου.

Ι.Α.:

Αυτή είναι η μεγάλη σου αγάπη;

Α.Ζ.:

Είναι μεγάλη κουβέντα να πω ότι είναι η μεγάλη μου αγάπη. Είπα είναι το χόμπι μου, δεν είναι η μεγάλη μου αγάπη. Η μεγάλη μου αγάπη δεν ξέρω αν είναι. Δεν ξέρω με ποια έννοια τη λες τη μεγάλη μου αγάπη.

Ι.Α.:

Το λέω γιατί το ανέφερες πριν. Είπες: «Έχω μία μεγάλη αγάπη».

Α.Ζ.:

Ναι, έχω μια μεγάλη αγάπη με την έννοια, βέβαια, όχι ότι είναι η μοναδική μου αγάπη αυτό, μ’ αυτήν την έννοια. Αυτά εν ολίγοις είναι τα νέα μας.

Ι.Α.:

Τις αναμνήσεις σου αυτές τις μοιράζεσαι με άλλους ανθρώπους πια;

Α.Ζ.:

Τις μοιράζομαι αν και εφόσον… Σπάνια, μπορώ να πω, πολύ σπάνια. Τις μοιράζομαι εάν και εφόσον δοθεί η ευκαιρία και δεν πρέπει ν’ ακούσω κάποιον άλλον, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζω έχουν ανάγκη να τους ακούσεις και πειθαρχώ σ’ αυτό, ακούω τους περισσότερους. Εγώ σε μια δεδομένη στιγμή μπορώ να πω ένα περιστατικό, έτσι, για να γελάσουμε, ένα κάτι να διακωμωδήσω και μέχρι εκεί. Δεν…

Ι.Α.:

Πιστεύεις ότι σημαίνει κάτι αυτή η ανάγκη των ανθρώπων να μιλήσουνε;

Α.Ζ.:

Ναι. Έχουν ανάγκη να μιλήσουνε, να βρούνε κάποιον και να μιλήσουνε, γιατί ζουν απομονωμένοι οι περισσότεροι άνθρωποι. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μπροστά σε μια τηλεόραση. Βλέπουνε, ακούνε, δεν μιλάνε. Είναι περιορισμένοι μέσα σ’ ένα σπίτι, γιατί εκεί έχουν όλες τους τις ανέσεις και τις βολές. Δεν μιλάνε. Γειτονιές δεν υπάρχουνε πια. Δεν βγαίνεις έξω στη γειτονιά. Ακόμα δεν βγαίνουν και για να περπατήσουνε. Ακόμα και για να περπατήσουνε θα πάρουν το αυτοκίνητο να πάνε κάπου, σε ένα μέρος που είναι κατάλληλο για περπάτημα και θα πάν’ να περπατήσουν εκεί. Και λίγοι άνθρωποι το κάνουνε. Και σιγά-σιγά οι άνθρωποι αποσύρονται. Όπως, επίσης, ορισμένα… Μιλάμε τώρα και για ορισμένες ηλικίες. Οι νέοι βγαίνουν έξω και έχουνε ενδεχομένως την ευκαιρία να μιλήσουν μεταξύ τους, αν κι αυτοί έχουν τις δουλειές τους, τα προβλήματά τους, που κι αυτοί λίγο μιλάνε για πράγματα που δεν αφορούν συγκεκριμένες ανάγκες και συγκεκριμένες… δηλαδή, αυτό το... Κάποτε, κάποτε κολυμπούσα στη θάλασσα και δίπλα μου ήτανε μία κοπέλα η οποία είχε κάποια ερωτήματα και είχε πιάσει μια άλλη κυρία και τη ρώταγε η κυρία και της έλεγε, και η κοπέλα τής έλεγε το πρόβλημά της και μιλούσανε μες στη θάλασσα. Και γυρνάει ένας γνωστός μου και μου λέει: «Βλέπεις; Να, εμείς γι’ αυτό δεν πάμε σε ψυχιάτρους. Τους έχουμε τους ψυχιάτρους γύρω μας». Λοιπόν, επειδή τώρα ορισμένες ηλικίες κλείνονται μες στα σπίτια τους, αυτοί δεν τον έχουν. Ο ψυχίατρος ο γείτονας είναι λίγο—

Ι.Α.:

Απομακρυσμένος.

Α.Ζ.:

απομακρυσμένος και δεν τον έχουνε εύκαιρο να του μιλήσουνε. Γι’ αυτό βλέπεις ότι παίρνει η άλλη τηλέφωνο και θέλει να σε κρατήσει εκεί μια ώρα για να σου πει διάφορα πράγματα, τα οποία 90% είναι μη ενδιαφέροντα. Αλλά, από την άλλη, εσύ τ’ ακούς γιατί καταλαβαίνεις ότι έχει ανάγκη να τα πει και κάποιος πρέπει να τ’ ακούσει. Γι’ αυτό, έτσι, από αναμνήσεις κι αυτά σπάνια λέω κάτι. Και τώρα δόθηκε μια ευκαιρία. Είπαμε πάρα πολλά πράγματα.

Ι.Α.:

Και πώς αισθάνεσαι που τα είπες τώρα αυτά;

Α.Ζ.:

Αισθάνομαι μια χαρά και ιδιαίτερα που τα είπα σε σένα.

Ι.Α.:

Σ’ εμένα και σ’ εμάς μαζί.

Α.Ζ.:

Και σ’ εσάς!

Ι.Α.:

Θα τ’ ακούσει κι άλλος κόσμος. Σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ, γιαγιά, για την εμπιστοσύνη σου.

Α.Ζ.:

Με ρώτησες κάτι προηγουμένως, αν είναι η μεγάλη μου αγάπη ή αν είναι το αυτό…

Ι.Α.:

Α, τη θέλεις την ερώτηση! Ήθελα να σε ρωτήσω ποια ήταν η μεγάλη σου ευτυχία, αν ξεχωρίζεις κάτι.

Α.Ζ.:

Κοίταξε, μπορώ να πω ότι δεν αισθάνθηκα ποτέ δυστυχία. Ποτέ δεν αισθάνθηκα δυστυχία, ακόμα και στα πιο σοβαρά. Δεν αισθάνθηκα δυστυχία. Αισθάνθηκα πολλές φορές την ευτυχία. Την αισθάνομαι και περιμένω και την ακόμα μεγαλύτερη. Την καλύτερη την περιμένω!

Ι.Α.:

Τι γεύση έχει η ευτυχία για σένα;

Α.Ζ.:

Για μένα η ευτυχία έχει τη γεύση της γαλήνης. Ποια είναι η γαλήνη; Η γαλήνη είναι για μένα… Δεν είναι εύκολο να το εξηγήσω αυτό. Τίποτα, για μένα γαλήνη είναι η ευτυχία και ευτυχία είναι η γαλήνη.

Ι.Α.:

Ευχαριστούμε πολύ.

Α.Ζ.:

Παρακαλώ, ευχαριστώ εγώ.