Το προσφυγικό ταξίδι της συγγραφέως Σώσας Πλακίδα στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα, καλώς ήρθες.
Θέλετε να μας πείτε το όνομά σας.
Λέγομαι Θεοδοσία Πλακίδα, αλλά με φωνάζουν Σώσα. Αυτό το όνομα εγώ ξέρω από μικρό παιδί και άμα μου φωνάξεις «Θεοδοσία», μπορεί και να μη γυρίσω να δω.
Εγώ είμαι η Χρυσάνθη Φώτη, είμαι ερευνήτρια με το Istorima. Σήμερα είναι 20 Ιανουαρίου 2024, βρισκόμαστε στον Στάβλο Ικαρίας με την κυρία Σώσα Πλακίδα και ξεκινάμε.
Τι ακριβώς πρέπει να σας… Τι ακριβώς θέλετε από μένα; Απαντάω σε ερωτήσεις.
Θα ξεκινήσουμε από τα παιδικά σας χρόνια και τις πρώτες αναμνήσεις που έχετε εδώ στην Ικαρία, πώς ζούσατε…
Οι πρώτες-πρώτες, οι νηπιακές, είναι πάρα πολύ ωραίες και ευχάριστες, με μια ωραία οικογένεια, που δεν μας μάλωσε ποτέ κανένας. Με μια καλή γιαγιούλα, μ’ έναν καλό παππού, οι γονείς. Μετά άρχισαν τα δύσκολα, γιατί… γιατί άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, άρχισε. Ναι. Μας βρήκε κι εμάς εδώ, στην άκρια που είμαστε, μας πέτυχε. Είχαν αποκλείσει το νησί από… από οτιδήποτε μπορούσες να ’χεις ανάγκη. Ούτε φάρμακα, ούτε τρόφιμα, ούτε τίποτα, ας πούμε. Και ένα λάδι που έβγαινε ή κάτι κατσίκια που είχε ο κάθε πολίτης, του τα μαζεύαν οι Ιταλοί. Γιατί πώς να συντηρήσουν τόσο στρατό που είχανε μαζέψει; Τι να τον ταΐζανε; Εμείς τον ταΐζαμε και πεθαίναμε εμείς από την πείνα. Μάλιστα.
Βλέπατε Ιταλούς εδώ τριγύρω δηλαδή.
Πώς;
Βλέπατε Ιταλούς;
Ναι, ναι, εγώ έχω δει δυο αποσπάσματα, μόνη μου. Μάλιστα ήξερα ότι δεν πρέπει να φανώ, το ’ξερα αυτό, και έχει μία τρυπίτσα εδώ, υδρορροή είναι, για να βγαίνουν τα νερά τα όμβρια στον αυλότοιχο, κι έχωσα τη μούρη μου εκεί. Αλλά με είδε ένας, εγώ δεν τον είδα όμως, και με πιάνει όπως πιάνεις τη γάτα έτσι, με στήνει όρθια, τα μαλλιά μου μες στη μούρη μου και μου έβαλε δύο ψωμάκια, το ένα στη μια μασχάλη και το άλλο στην άλλη. Και μου καθάρισε και το πρόσωπο, που δεν τον έβλεπα καλά-καλά. Και προσπαθούσα να ανέβω τις σκάλες με τα δύο ψωμάκια, έπιανα, μου ’πεφτε το ένα. Στο άλλο σκαλί, μου ’πεφτε το άλλο. Τέλος πάντων, ήρθε η γιαγιά μου, μου λέει: «Παναγία μου, πού τα βρήκες αυτά;». Λέω: «Ένας στρατιώτης μού…». «Πού είναι; Παναγία μου, πού είναι αυτός τώρα;». Λέω: «Έφυγε, γιαγιά. Δεν με πείραξε ο άνθρωπος». Και τον θυμόμουνα, τον θυμόμουνα πάντα δηλαδή αυτόν τον Ιταλό. Δύσκολα χρόνια, δεν είχαμε να μαγειρέψουμε τίποτα απολύτως. Το φαντάζεσαι; Και να είμαστε πέντε παιδιά. Ήταν 6 μηνών το μωρό και 9 το μεγάλο, η αδερφή μου.
Εσύ πότε γεννήθηκες;
Το ’36. Ναι. Το ’41, 5 χρονών ήμουνα, το ’41, που φύγαμε. Αλλά υπήρχε η πείνα πριν. Άρχισε νωρίς η πείνα, ο αποκλεισμός έγινε νωρίτερα. Μαζεύαν οι άνθρωποι ό,τι μπορούσαν, δεν φτάνανε, δεν φτάνανε να περάσουμε. Πέθαινε ο κόσμος μες στους δρόμους, απ’ την πείνα, ναι. Τέλος πάντων.
Θυμάσαι πότε πήρατε την απόφαση εσείς να φύγετε από δω;
Την απόφαση την… η μητέρα μου το συζητούσεν, ο πατέρας μου δεν ήθελε, γιατί φοβότανε. Φοβόταν τους Τούρκους. Η μητέρα μου ήταν αποφασισμένη, ή ζωή ή θάνατος. Φύγαμε, βρήκαμε έναν καλό άνθρωπο, πραγματικά, στην απέναντι μεριά, ένας καλός Τούρκος, ήξερε και ελληνικά, μας συμπαραστάθηκε. Και φτάσαμε στον καταυλισμό των προσφύγων, που μας ανέλαβε ο Ερυθρός Σταυρός πλέον.
Έχεις μνήμες από όταν φύγατε από δω…
Αμέ.
…πώς ξεκινήσατε;
Μέχρι λεπτομερείας. Ναι.
Θέλεις να μας πεις λίγα…;
Νομίζω ότι η κατάρα μου εμένα είναι η μνήμη μου. Το θυμάμαι, λέει… Θυμάμαι τη συζήτηση που κάναν οι γονείς μου και που δεν συμφωνούσανε σε κάτι και μεγαλοφωνάζανε κάπως, ότι: «Πρέπει να… πρέπει να φύγουμε», έλεγε η μητέρα. Μετά ο πατέρας μου, που το μισοαποφάσισε, είπε: «Τα κορίτσια να μην έρθουνε. Να πάει το ένα στη μια γιαγιά και το άλλο στην άλλη». Και η αδερφή μου αμέσως είπε: «Όχι, όπου πάει η μαμά πάω εγώ». Εγώ βολεύτηκα να πάω στην άλλη γιαγιά, γιατί μ’ άρεσε η θάλασσα πολύ, ήταν μες στη θάλασσα το σπίτι της. Αλλά με γελάσανε πως θα μ’ αφήσουνε, δεν με αφήσαν όμως. Μου ’παν πως θα μ’ αφήσουνε στην πορεία, ναι. Γι’ αυτό, όταν βρέθηκα στα ακρογιάλια της Τουρκίας, νόμιζα ότι ήμουνα σ’ ένα συ[00:05:00]γκεκριμένο μέρος κοντά στη γιαγιά, δηλαδή δίπλα περίπου. Ήμουνα στον κόσμο μου, γιατί κοιμήθηκα, απλούστατα.
Και κρυβόσασταν για να πάτε; Πότε έγινε…;
Ναι, κρυφά, πολύ κρυφά. Γιατί αν μας πιάνανε, δεν ξέρω τι ποινή θα είχαμε. Ξέρω γω; Βέβαια.
Θυμάσαι όταν βγήκατε στην Τουρκία πώς ήτανε;
Καταρχάς, εγώ σου ’πα, όταν βγήκαμε στην Τουρκία νόμιζα ότι είμαι αλλού, ύστερα κατάλαβα πού είμαι. Ένα ωραίο ακρογιάλι ήτανε, μια καθαρή μέρα, ολοκάθαρη. Βρήκαμε… μας βρήκε αυτός ο άνθρωπος και μας συμπαραστάθηκε και μετά μας… μετά από φιλοξενία δυο-τριών ημερών, μας πήγε στο Τσεσμέ. Έβαλε… είχε ένα άσπρο άλογο, δυο κοφινάκια∙ έβαλε τα αγόρια στο κάθε ένα κοφινάκι, εμένα μες στη μέση και την αδερφή μου υποτίθεται στο σαμάρι, η οποία δεν ήθελε καθόλου. Και έτσι ήμουνα μόνη στο σαμάρι και πηγαίναμε, πηγαίναμε και φτάσαμε επιτέλους σ’ ένα σημείο.
Αυτόν τον άνθρωπο πώς τον βρήκατε;
Τυχαία, αυτός μας βρήκε. Ήτανε κοντά το περιβόλι του αυτού, είχε εξοχικό εκεί. Μας περιποιήθηκαν οι άνθρωποι, δεν μπορώ να πω λέξη. Ναι. Γι’ αυτό ποτέ δεν τον ξεχνώ και πάντα, όταν γράφω για την περίπτωση αυτή, αναφέρω και την παρουσία του. Ναι. Ε, μετά…
Σας πήγε μέχρι το Τσεσμέ;
Μας πήγε μέχρι το Τσεσμέ και μας παρέδωσε στην επιτροπή των προσφύγων. Υπήρχε σύστημα, ήταν… οργανωμένοι ήταν, δεν ήταν ανοργάνωτοι.
Στη βάρκα ήσασταν κι άλλοι;
Στη βάρκα ήτανε άλλος ένας πατέρας με δυο έφηβα παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι.
Εκεί, όταν μπήκες στον καταυλισμό, τι είδες πρώτα, πώς ήτανε;
Στον καταυλισμό όταν πήγα… σκηνές, σκηνές μεγάλες. Διάφοροι… τρεις οικογένειες, τέσσερις, όλοι μαζί ένα κουβάρι εκεί. Μερικοί μένανε όμως στα εγκαταλειμμένα σπίτια των Ελλήνων, που είχαν αφήσει, μένανε εκεί. Τα οποία ήτανε μισοσκεπασμένα, ήτανε διαλυμένα, αλλά τέλος πάντων ήταν ένα σπίτι, τέλος πάντων. Μερικοί μένανε εκεί, ναι.
Δηλαδή ήταν η κατάσταση…
Προσφυγική.
Πώς ήτανε;
Πρόσφυγες ήμαστε. Συσσίτιο… τέλος πάντων, αυτά. Αλλά πέθαινε κόσμος, Θεέ μου. Φαίνεται μέχρι εκεί… μέχρι εκεί φτάσανε μερικοί. Κυρίως παιδιά όμως πεθαίνανε. Εκεί πέθανε και το αδερφάκι μου το ένα, ας πούμε, εκεί, σ’ αυτό το… στο Τσεσμέ. Ε, μετά μπήκαμε σ’ ένα τρένο και φτάσαμε στη Συρία, στο Χαλέπι, και μείναμε στους προσφυγικούς… Όχι, μείνανε σε κτίρια που ήταν, λέει, του γαλλικού στρατού, κάτι τέτοιο. Και είχαμε κανονικό συσσίτιο, κρεβάτια, μπάνια. Ήταν εντάξει εκεί.
Ενώ στο Τσεσμέ δεν είχατε τέτοια;
Όχι. Πού να τα βρεις τα μπάνια και τα…; Ναι. Με τον κουβά και με το νερό και με το… μια βρύση ήταν εκεί και έπαιρνες νερό.
Πώς σου φάνηκε που μπήκες σε τρένο; Είχες ξαναμπεί εσύ;
Εγώ δεν είχα δει ούτε αυτοκίνητο ποτέ μου, όχι… Ναι, πώς μου φάνηκε… εγώ έβλεπα τα τοπία, κάπου, κάπου ξεχνιόμουνα, γιατί είχα στεναχωρεθεί πάρα πολύ, επειδή έμαθα ότι πέθανε μια μικρή μου φίλη, που ερχόταν εδώ και παίζαμε. Το είπαν οι γονείς μου τη νύχτα, νομίζοντας ότι κοιμάμαι. Και το κατάπια μόνη μου. Και σε λίγο πέθανε και το αδερφάκι μου, και ήμουνα πολύ στεναχωρεμένη, αλλά με τα τοπία που έβλεπα κάπως ξεχνιόμουνα, κάπως ξεχνιόμουνα. Και μετά φτάσαμε μέχρι το Βελγικό Κονγκό, εκεί μείναμε. Εκεί πρωτοπήγα και σχολείο και… Άλλες εντυπώσεις εκεί, άλλος κόσμος.
Στο Χαλέπι πώς ήτανε, τι συναντήσατε;
Στο Χαλέπι ήτανε… δεν μείναμε και πάρα πολύ, γιατί έπρεπε να μαζευτούν κάποιοι για να τους φορτώνουν στα τρένα να φεύγουνε. Δεν ξέρω πόσους μήνες να μείναμε, δεν μπορώ να καταλάβω. Εκεί πήραν τον πατέρα μου στρατιώτη όμως και έτσι πορευόταν η μητέρα μου μετά μόνη της με τα παιδιά, με τους άλλους πρόσφυγες, το ίδιο πράγμα δηλαδή. Τον πατέρα μου τον είδα άμα πήγαινα στην Τρίτη Τάξη [00:10:00]του Δημοτικού, όταν ήρθε απ’ το… Άρχισε πλέον, αλλά… άρχισε πλέον να χάνει η Γερμανία, να χάνει έδαφος, και άρχισε απ’ την Αφρική, νομίζω, να χάνει το έδαφος και τους αφήνανε. Γιατί εκείνος υπηρετούσε στον συμμαχικό στρατό. Και κάναν καλή δουλειά φαίνεται και τους διώξανε από κει, κι έτσι είδα τον πατέρα μου, ύστερα από τόσο καιρό.
Δηλαδή στο Χαλέπι χωριστήκατε;
Στο Χαλέπι τον πήρανε, ναι.
Τη θυμάσαι αυτή τη σκήνη;
Αν τη θυμάμαι λέει! Βέβαια.
Τι γινότανε;
Θυμάμαι τον αδερφό μου να τρέχει και να… να τρέχει και να κυνηγάει τ’ αυτοκίνητο. Ναι. Δυσάρεστες αναμνήσεις βέβαια, αλλά μας παρηγόρησε, μας λέει: «Δεν θα μου δώκουνε… δεν παίρνω εγώ όπλο. Εγώ έχω το βιολί μου, θα τους παίζω να χορεύουνε». Και κάπως παρηγορηθήκαμε εμείς… σιγά που δεν θα είχε όπλο, και παρηγορηθήκαμε.
Από κει πώς πήγατε στο Βελγικό Κονγκό, απ’ το Χαλέπι;
Φτάσαμε μέχρι το Άντεν της Αραβίας κι από κει μπήκαμε σ’ ένα πλοίο μέσα και βρεθήκαμε στην Αίγυπτο, βρε, στις πηγές του Μωυσέως βρεθήκαμε. Τώρα, πώς έμπαινε στο…; Εκεί βρεθήκαμε, σε μια αμμουδιά τέλος πάντων, σ’ ένα… άμμο καυτή. Μείναμε λίγο καιρό εκεί και μετά άρχισαν και μας κουβαλάγανε σε διάφορα μέρη της Αφρικής. Άλλοι πήγανε Αιθιοπία, άλλοι πήγανε Βελγικό Κονγκό, άλλοι Γαλλικό Κονγκό… ξέρω γω, υπάρχουν πολλά Κονγκό τέλος πάντων. Εμείς πήγαμε στο Βελγικό Κονγκό.
Εκεί στις πηγές του Μωυσέως πώς ήτανε, μπορείς να μας περιγράψεις;
Ναι. Υπήρχαν εγκαταστάσεις, κτίρια, ξέρω γω, γιατί θυμάμαι μεγάλες τραπεζαρίες. Φαίνεται του στρατού ήτανε τα κτίρια αυτά, τέλος πάντων. Και θυμάμαι τα συσσίτια, μέχρι και το φρούτο, ήτανε πορτοκάλι το φρούτο. Είχε πολλά πορτοκάλια, ήτανε η εποχή των πορτοκαλιών φαίνεται, ξέρω γω. Τέλος πάντων. Και βρεθήκαμε στο Βελγικό Κονγκό. Εκεί…
Εσύ θυμάσαι εδώ στην Ικαρία να πεινάς και μετά λίγο να είναι καλύτερα εκεί; Πώς ήσουνα από…;
Ναι, όχι θυμάμαι να πεινάω, θυμάμαι να ’μαι έτοιμη να πεθάνω. Όχι εγώ το θυμάμαι, δεν το θυμάμαι εγώ, άλλοι το θυμούνταν, ότι εγώ κι ο αδερφός μου ήμαστε ετοιμοθάνατοι. Αυτά που βλέπεις τα κοκαλωμένα παιδιά, με μια κοιλιά πρησμένη, ακριβώς ένα τέτοιο πράγμα ήμαστε. Ναι. Εγώ κι ο αδερφός μου.
Και πώς σου φαινόταν μετά, που μπορούσες και έτρωγες;
Δεν έδωκα καμιά… νόμιζα πώς ήταν φυσικό και το ένα και το άλλο, δεν μπορούσα να κάνω σύγκριση και να πω… Ωραία το είδα, ωραία το είδα. Εκεί είχες πραγματικά ό,τι ήθελες, δηλαδή τα πήραμε απάνω μας. Αλλά υπήρχαν οι αρρώστιες της Αφρικής, οι οποίες… δεν ήμαστε γεννημένοι εκεί. Ήρθε ο κίτρινος πυρετός, η μαλάρια που λένε. Το κινίνο, μας ρίχνανε κινίνα, κινίνα. Περνούσε το συνεργείο των γιατρών μας, μας άνοιγαν το στόμα με μια κουταλιά κινίνο, για να αντιμετωπίσουμε φαίνεται το μικρόβιο. Τι να σας πω κι εγώ; Πάντως θυμάμαι ότι είχα αρρωστήσει εγώ με… κι εγώ όλα, βέβαια, με κίτρινο πυρετό.
Εκεί πού πηγαίνατε σχολείο, που λέτε;
Είχανε χτίσει σχολεία, έγιναν χτιστά σπίτια πλέον, με κουζίνες, με μαγειρεία, με αποχετεύσεις. Ένα κανονικό… κανονικός συνοικισμός. Ήτανε μόνο οι οροφές… οι σκεπές ήτανε χορταρένιες.
Δηλαδή;
Από χόρτα δηλαδή, όχι κεραμίδια, χόρτα. Έτσι κάπως… χορταρένιες ήτανε, ξέρω γω. Ναι. Μόνο τα μαγειρεία δεν είχανε χορταρένιες, είχανε λαμαρίνα. Γιατί είχε και μαγειρεία για ορισμένους. Ένα μαγειρείο εδώ, ένα πιο πάνω, να πηγαίνεις εσύ, πολλές αυτές… Πώς το λένε; Σε πολλά σημεία να μπορείς να μαγειρέψεις. Τρεις-τέσσερις γυναίκες μαζί μπορούσαν να μαγειρεύουν, είχε χώρο δηλαδή.
Ήταν η πρώτη φορά που πήγες σχολείο, στο Κονγκό;
Ναι, ναι, ναι. Η πρώτη ήταν εδώ, αλλά είχα… ατύχησα εγώ∙ παρεξηγηθήκαμε με τον δάσκαλο[00:15:00].
Τι έγινε;
Είχα μανία να πάω, τελικά με πήγανε. Επειδή πήγαινε η αδερφή μου, έπρεπε να πηγαίνω κι εγώ∙ ήτανε ζήλια μάλλον, ξέρω γω τι ήτανε; Και κάποιος με… κάποια αγόρια με τσιμπούσαν από πίσω και γύρισα να δω ποιοι είναι που το κάνουν αυτό επιτέλους. Και έστρεψα όλο μου το σώμα κι έβλεπα να δω ποιος είναι, τι έχει να μου πει, τι είναι αυτό το πράγμα. Κι ήρθε και με χτύπησε με μια βέργα ο δάσκαλος και ήταν κι από άγρια ελιά, αγριελιά, και πόνεσα… έφαγε και τ’ αυτί μου τη μισή, και ούρλιαζα εκεί μέσα, μέχρι που κατουρήθηκα απάνω μου, μ’ έβγαλε μια μαθήτρια έξω. Ήταν το πρώτο μάθημα, να μάθω το «α», αλλά δεν το τελείωσα, μόνο το κουλουράκι έκανα, κάτι του έλειπε ακόμα. Και έχω και τη γιαγιά μου και μου λέει: «Γιατί ήρθες νωρίς; Ξεσχόλιασες;». «Ξεσχόλιασες» θα πει: «τελείωσες το σχολείο». «Όχι», λέω, «γιαγιά, έφαγα ξύλο». «Δεν πειράζει, παιδί μου». Της λέω: «Δεν πρόκειται να πατήσω ποτέ σχολείο». Λέει: «Δεν πειράζει, παιδί μου, ούτε εγώ ξέρω γράμματα. Πειράζει; Δεν πειράζει». Και παρηγορήθηκα. Και πράγματι, με δασκάλους, αργότερα που είχα δασκάλους, δεν ήμουν ποτέ καλή μαθήτρια. Μιλάμε δηλαδή τούβλο. Αρνιόμουνα φαίνεται. Μόνο με δασκάλα πρόκοψα. Και πρόκοψα και για καλά, γιατί πάντα εγώ αφιέρωνα το στεφάνι. Ο πρώτος μαθητής πάντα αυτά τα κάνει. Ναι.
Αλλά μόνο με δασκάλες.
Ε, έτυχε, ας πούμε, ναι. Τη λέγανε Χρύσα και το επίθετό της ήτανε Πέδου, και στη μνήμη μου όταν ξανάρθαν όλα αυτά, είπα «Χρυσή Παιδεία». Κοίτα πώς ταιριάζει, Χρύσα Πέδου. Ναι. Αυτή με έκανε να γράψω το πρώτο ποίημα∙ έδωσε ένα θέμα, λέει: «Παιδιά, μπορείτε να γράψετε κάτι, ας πούμε, για μια γιορτή, για τον μπαμπά σας, για το χωριό σας, για το ένα, τ’ άλλο; Να γράψετε ένα ποίημα;». Φαίνεται πως το ξεχάσαν τα άλλα μικρά, δεν μπορούσανε, κι έγραψα εγώ ένα ποίημα και της άρεσε. Μου λέει: «Αχ, έλα δω, να σου πω», και μου εξήγησε πάρα πολλά πράγματα, πάνω στην ποίηση, στο μέτρημα, στο ένα, το άλλο. Πρώτη∙ της το χρωστώ αυτό. Και μετά άρχισα να γράφω.
Σε ποια ηλικία ήταν αυτό;
Σε ποια ηλικία; Πρέπει να ’μουνα 10 χρονών. Όταν ήρθαμε ήτανε. 11, συγνώμη, 11 χρονών. Μόνο μ’ αυτήν πρόκοψα. Και θυμάμαι ό,τι ακριβώς, ό,τι μας δίδαξε: την αρχή του Αρχιμήδη… Τι να σου πω; Δηλαδή ακριβώς όπως τα… τόσο πολύ τα θυμάμαι, έδωκα σημασία δηλαδή φαίνεται, και κάλυψα όλο τον χρόνο με τους κακούς δασκάλους. Και μπορεί να ήταν καλοί κι οι άλλοι δάσκαλοι, πού να ξέρω εγώ; Αλλά δεν τους χώνευα εγώ, λέω: «Εδώ πέφτει ξύλο, δεν γίνεται». Αυτά.
Εκεί στο Κονγκό πόσο καιρό μείνατε;
Πρέπει να μείναμε τεσσεράμισι χρόνια.
Πώς ήταν η ζωή εκεί, θες να μας περιγράψεις λίγο;
Η ζωή ήτανε πανέμορφη. Ήτανε η ζούγκλα, ήταν τα μαυράκια, που κάναμε παρέα κρυφά. Κρυφά με τον αδερφό μου, γιατί μας λέγανε οι άλλοι ότι θα μας φάνε. Κι έλεγα κι εγώ: «Μα είναι δυνατόν να τρώνε ανθρώπους αυτοί οι καλοί ανθρώποι και τα καλά παιδιά που μας κάνανε συντροφιά;». Μας μάθανε πάρα πολλά πράματα… τη γλώσσα πρώτα-πρώτα.
Τι γλώσσα μιλάγανε;
Σουαχίλι.
Και μαθαίνατε;
Παιδιά, παιδιά σαν κι εμάς ήτανε, αλλά είχανε… ζούσανε μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα ζωή από μάς. Δηλαδή μα εγώ νόμιζα πως ήμουνα σε μαγεμένο τόπο.
Βάλε μας λίγο εκεί μέσα. Τι ήταν αυτός ο τόπος;
Τα ζωάκια, οι μαϊμούδες, κάτι που δεν τα ήξερα εγώ αυτά, δεν τα γνώριζα. Όλα αυτά μας φαινόντανε πως ήτανε εξωπραγματικά. Ζήσαμε πολύ όμορφα εκεί.
Θυμάσαι, έτσι, κάνα περιστατικό να μας πεις από κει;
Ήμαστε καλεσμένοι μια μέρα στον χορό τους, και οι άνθρωποι πίνανε κι ένα ορισμένο ποτό, το οποίο φτιάχνανε μόνοι τους. Δηλαδή ήταν από φρούτα και τα φρούτα… ζυμωμένα τα φρούτα[00:20:00] παράγουν οινόπνευμα. Τέλος πάντων. Και ψήνανε και κάτι, κάτι στρογγυλά-στρογγυλά, έτσι ωραία. Ωραία που μύριζε! Και φάγαμε κι από ένα τέτοιο, ήπιαμε και κάνα δυο με την κουτάλα, μαλόφ το λένε κιόλας, και κάπου χάσαμε τον κόσμο με τον αδερφό. Μεθύσαμε φαίνεται και λέγαμε άλλα αντ’ άλλα εκεί και μας οδηγήσανε μέχρι την άκρια του… μέχρι την αρχή του χωριού που μέναμε, τέλος πάντων, μας δείξαν το σπίτι μας, το ξέραμε, αλλά στον δρόμο μού λέει ο αδερφός μου: «Παρατήρησες κάτι;». Και γυρίζω και βλέπω το σπίτι μας να μην είναι στην ίδια θέση, να είναι στην απέναντι. Λέω: «Μας μετακουνήσαν», λέω, «το σπίτι». «Μετακουνήσανε το σπίτι μας;». Φαντάσου τι μέθη είχαμε πάθει! Και χορεύαν αυτοί και χορεύαμε εμείς. Τα πιτσιρίκια χορεύανε… πίσω απ’ τους χορευτές χορεύαν και τα πιτσιρίκια, και κάναμε ό,τι κάνανε τα μαυράκια. Ήτανε… Τι να σου πω; Αξέχαστο θα μου μείνει, που χόρευα. Ε, και χτυπούσαν τα πόδια τους, τα χτυπούσαμε κι εμείς. Με τον χρόνο βέβαια.
Αυτοί πώς σας βλέπαν εσάς, που ήσασταν…;
Όταν του δώσεις σημασία, όταν το προσέξεις και το θεωρήσεις όμοιό σου, ισότιμό σου, αν ήξερες πόσο σε αγαπάει. Εάν δεν ήταν αυτοί οι άνθρωποι, δεν θα ζούσαμε. Γιατί μας προσέχανε, είχαν τον νου τους πού είμαστε. Ήμαστε έτοιμοι να πά’ να πάρουμε δυο λιονταράκια, ο άλλος τ’ ανακάλυψε, ο αδερφός μου. Μου το ’πε, η ανιψιά μου μού το ’πε, μου λέει: «Γράψ’ το, θεία», λέει, «για τα λιονταράκια», και το ’χα ξεχάσει. Ήμαστε έτοιμοι να… Κάπου ήταν η μάνα τους, πήγε στο κυνήγι, ήμαστε να τα σηκώσουμε. Ήταν σαν μεγάλοι γάτες, έτσι φουσκωτά, και τα αγγίζαμε. Μας φτύνανε αυτά, μας κάναν «φσιτ, φσιτ», νιώθανε κίνδυνο τα ζώα. Και οι καλοί μας άγγελοι ήταν κοντά, λέει: «Μακριά! Τρέχουμε τώρα!». Και τρέχουμε βολίδα και πλένουμε και τα χέρια μας και πάμε και… Να μη μυρίσουν ότι τα ’πιασες: «Θα ’ρθει η μάνα τους και θα μας κάνει κομμάτια», λέει. Παίρνουμε δρόμο εμείς… Ήθελε να μας πιάσει η λιονταρίνα, με τα μωρά τώρα, στον δρόμο. Γι’ αυτό σου λέω, τα πάντα προλαβαίνανε, τα πάντα. Είχαμε ζωηρέψει πολύ με τον αδερφό μου, κάναμε πράγματα δηλαδή που δεν τα κάναν τα άλλα παιδιά, ας πούμε. Πολύ αποφασιστικά πράγματα∙ πάμε σ’ ένα ποτάμι, μεγάλο ποτάμι, και βλέπουμε έναν τεράστιο βράχο κοντά μας, και λέει ο αδερφός μου: «Αχού, ένα νησί! Πάμε; Πάμε στο νησί;». Πηγαίναμε, πηγαίναμε, άντε πήγαμε λίγο, μέχρι τα μπούτια ήταν το νερό, ανεβήκαμε κι είχε ένα δεντράκι απάνω, ξέρω γω, το ένα, τ’ άλλο, και δεν παρατηρήσαμε ότι κάπου είχε βρέξει και έτρεχε βολίδα το νερό κι ανέβαινε, δεν το προσέξαμε. Δεν το προσέξαμε γιατί θυμάμαι ότι ορίζαμε ξυλαράκια, αυτό είναι δικό μου, αυτό είναι δικό σου, να δούμε ποιο θα περάσει το ’να. Τέτοια χαζομάρα δηλαδή. Και να ένας πύθωνας, βόας, τι πράγμα ήταν δεν ξέρω, κι έκανε γύρω γύρω βόλτες, γύρω γύρω βόλτες. Γύρω απ’ τον βράχο, γύρω, γύρω, γύρω. Λένε ότι το φίδι σε μαγεύει, λοιπόν είναι αλήθεια. Αυτά τα χρώματα που πέταγε το δέρμα του, σαν να σε στράβωνε. Δεν ένιωσα κίνδυνο, το ’βλεπα μόνο. Μόνο το ’βλεπα, το ’βλεπα… Και εμφανίστηκε ο πατέρας των παιδιών, των φίλων μας, τα φιλαράκια μας, και έκανε μία κίνηση που σημαίνει απόγνωση. Δηλαδή χτυπάει το δάχτυλό του αυτό και ακούγεται σαν κλακέτα… Ίσως το πετύχω, κάνει… και δίνει μια βουτιά και έρχεται… Κολύμπαγε ο άνθρωπος, το νερό είχε φτάσει ψηλά, δεν ήρθε πατητός. Ήτανε δυο μέτρα άντρας κι ήρθε… Και δίνω έναν πήδο εγώ και κάθομαι εγώ στο σβέρκο του και κρεμόταν το πόδι μου. Το μπούτι μου, το ένα το είχα μαζέψει απάνω του, και το μπούτι μου κρεμόταν. Κι ο Σπύρος απ’ την άλλη μεριά. Και του ’κανε ένα περίεργο… Το φίδι μάς… μα ερχόταν κοντά, και του ’κανε ένα περίεργο πράγμα, που δεν ξέρω γιατί το έκανε: έβαζε το μπράτσο του, το μπράτσο του, στην κοιλιά του τού φιδιού και του ’κανε ένα ζιγκ ζαγκ. Και έφευγε το φίδι κι έκανε μια βόλτα. Να το πάλι απ’ την αρχή. Σε μια απ’ τις βόλτες του ένιωσα το φίδι να με αγγίζει. Ένιωσα το σύρσιμό του πάνω στο μπούτι, το ένιωσα, ναι. Τέλος πάντων, μας έβγαλε έξω ο άνθρωπος και του είπαμε: «Μην το πεις στον μπαμπά μας», γιατί είχε έρθει ο πατέρας μου. Και ορκίστηκε ο άνθρωπος, δεν θα το πει. Ξέρεις πότε το ’μαθε ο πατέρας μου; Όταν ήμαστε 45 χρονών. Του το είπα εγώ, ήρθε κι ο αδερφός μου και του το λέει,[00:25:00] λέει: «Ναι». Το πιστεύεις ότι δεν κοιμήθηκε ο άνθρωπος; Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα. Δεν κοιμήθηκε ο άνθρωπος. Θα μας είχε καταπιεί το φίδι. Μας είχαν τον νου τους, ξέραν ότι κάνουμε… Κι ήταν αυτοί, ήταν διάσπαρτοι απ’ έξω. Δηλαδή ήτανε, ας πούμε, όπως είναι το χωριό αυτό, ήτανε ο συνοικισμός μας, κι όπως είναι τα δεντράκια εκεί του δάσους, ήτανε οι καλύβες των μαύρων. Είχαν τον νου τους. Μας σώσανε με τα λιονταράκια… Δηλαδή εγώ κι ο αδερφός μου πηγαίναμε ντουγρού για να… για να… Δηλαδή τέτοια ζωή, ρε παιδιά. Ναι.
Θυμάσαι όταν ήρθε ο πατέρας μετά από καιρό πώς ήτανε;
Όταν ήρθε απ’ τον στρατό;
Ναι.
Ναι, θυμάμαι έναν στρατιώτη που μου έφερε το πολυπόθητο βιολί. Ήξερε απ’ τη μητέρα μου ότι λιγουρευόμουν το βιολί του: «Κατέβασέ το, φέρ’ το, μαμά, να το δω, να το πιάσω, να κάνω, να ράνω», και μου ’φερε ένα τριών τετάρτων, ένα βιολάκι, και άρχισε και με μάθαινε.
Ο πατέρας σου;
Απ’ την αρχή, ναι, ναι. Εκείνη την εποχή ήτανε τα τραγούδια αυτά τα κοροϊδευτικά για τον Μουσολίνι. Θυμάμαι λοιπόν και θυμάμαι… Το φοξ μου άρεσε, το άκουγα… ο ρυθμός του φοξ, δηλαδή το άκουγα πολύ συχνά. Όταν γινότανε γλέντια, εδώ στο σπίτι μας, άκουγα το παίξιμο αυτό, μου ’χε μείνει. Και το ’μαθα αμέσως, ας πούμε, σχεδόν. Και ήτανε όμορφα, πάρα πολύ όμορφα.
Πες μας λίγο για το βιολί, πριν… από πού είχες ακούσματα του βιολιού;
Απ’ τον πατέρα μου. Απ’ τον πατέρα μου ήταν, τα πρώτα ακούσματα απ’ τον πατέρα μου.
Δηλαδή, ο πατέρας σου…;
Ο πατέρας μου έπαιζε βιολί ο άνθρωπος, στις εκδηλώσεις, στα πανηγύρια, εδώ, εκείθε.
Αλλά δεν μπορούσες εσύ να παίξεις…;
Πώς; Πώς;
Δεν σε αφήνανε να ακουμπήσεις το βιολί, τι μας είπες; Δεν σε αφήναν να ακουμπήσεις το βιολί του πατέρα σου;
Όταν ήμουνα μικρό παιδί, ήμουνα 4 χρονών, δεν μου το δίνανε βέβαια, γιατί τα μικρά έχουνε λερωμένα χέρια, κάτι ζημιά θα του κάνεις. Και μου είπε η μητέρα μου: «Όχι», λέει, «γιατί θα το καταλάβει». Λέω: «Ποιος θα του το πει και θα το καταλάβει;». Λέει: «Το ίδιο το βιολί». Ναι, και μου το έφερε, ναι.
Πώς ένιωσες όταν πήρες το δικό σου βιολάκι;
Όταν μου το έφερε; Εγκατέλειψα τις περιηγήσεις, δεν έκανα παρέα με τα αγόρια, με τον αδερφό μου πλέον, και περιορίστηκα εκεί μανιωδώς. Πάντως ήτανε μια… συγκάτοικος ήτανε, γιατί το μισό σπίτι ήτανε δικό της, της γυναίκας, και λέει: «Αχ, Παναγία μου, τι κακό πράγμα είναι άμα μαθαίνει ένα μικρό, βιολί!». Φαίνεται την τρελάναμε. Ύστερα, που άρχισα και κάτι άκουγε, λέει: «Α, ξέσυρε!». Ναι, ναι.
Περίγραψέ μας λίγο τα πρώτα, πώς το έπιασες, πώς…
Ε, ναι, σίγουρα άμα το πιάσεις χωρίς να ξέρεις πώς το πιάνεις, το πιάνεις λάθος βέβαια. Το ’βαλε κανονικά επάνω μου, πού είναι το χέρι μου, πώς το πιάνουν το δοξάρι, και το ένιωθα, έτσι πρέπει να το κάνω. Και έτσι ήταν και το βολικό δηλαδή. Ναι. Το πρώτο τραγούδι που έμαθα ήταν: «Ένα νερό, κυρά Βαγγελιώ». Το άλλο ήτανε… Ο πατέρας μου είχε μια… ήτανε… του άρεσαν περισσότερο τα ευρωπαϊκά. Το δεύτερο ήταν: «Αθήνα και πάλι Αθήνα, τα χείλη μου απόψε… όλη η δικιά μας Ελλάδα στα χέρια σου Αθήνα μού έχει κτιστεί», αυτό ένα βαλσάκι ήτανε. Εύκολο δηλαδή, ας πούμε. Τα άλλα ήτανε τα σατιρικά, γιατί είχανε και πέραση, όπου και να βρισκόσουνα σου λέγαν: «Α, παίξε αυτό, παίξε για τον Μπενίτο Μουσολίνι, το τραγούδι του, ‘Το όνειρό σου σβήνει’». Δεν ήξερα εγώ ούτε ποιος είναι ο Μουσολίνι ούτε τι όνειρα έκανε. Πού να το ξέρω[00:30:00];
Αλλά τα είχες μάθει, αυτά μαθαίνατε…
Τα ’μαθα να τα παίζω, ναι, ναι. Θυμάμαι σ’ ένα ξενοδοχείο άρχισαν πια οι γιορτές απελευθέρωσης, γιατί η Αφρική άρχισε να απελευθερώνεται. Είχε μαζευτεί κόσμος σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο, δεν μπορείς να φανταστείς! Στρατιωτικές νοσοκόμες, στρατιώτες, πολίτες, νέοι, νέοι, γέροι, ένα σωρό κόσμος. Και έπαιζε ο πατέρας μου μ’ ένα Σαμιωτάκι εκεί, και μου λέει: «Θες να παίξεις κι εσύ;». Λέω: «Αμέ!». Και έρχεται μια παρέα κορίτσια… νέοι και νέες, και μ’ ανεβάζουν σε μια καρέκλα πάνω στο τραπέζι και έπαιζα αυτό το τραγούδι. Αυτοί τραγουδούσαν τον «Μπενίτο Μουσολίνι» και έγινε της κακομοίρας! Και ύστερα τελείωσε, ας πούμε, τελείωσε το νούμερό μου, ας το πούμε, και πήγα κι έκατσα στο μπαρ. Άκου να δεις πράματα. Δεύτερο μεθύσι τώρα αυτό, περίμενε. Και ο κόσμος έλεγε: «Δώσε αυτό, δώσε εκείνο», και με ρώτησε ο υπάλληλος –ήτανε μαύρο, μαύρο παλικάρι–, λέει: «Τι θέλεις να πιεις;». Είδα κάτι που κοκκίνιζε εγώ, λέω: «Εκείνο το κόκκινο θέλω», και μου έδωσε μικρό ποτηράκι. Και έβλεπα τα άλλα, που ήταν πιο μεγάλα, τα ποτήρια και λέω: «Τι με ρίχνει;», λέω, «Επειδή είμαι μικρή;». Και το κοπανάω και του λέω: «Άλλο ένα». «Μπράβο!», λέει αυτός και μου δίνει άλλο ένα. Και αυτό φαίνεται ήτανε τι ήτανε, ξέρω γω, κονιάκ… όχι, κονιάκ δεν ήτανε, κάτι γλυκό ήτανε πάντως, και γίνομαι τάβλα. Δεύτερη φορά. Πω, πω, και τσακωνόταν στον δρόμο, με σήκωνε ο πατέρας μου και τσακωνόταν με τη μητέρα μου, πίσω ακολούθαγε κι η αδερφή μου, και: «Τι; Θα την κάνεις σαν κι εσένα την κόρη σου, να μεθάει και να γυρίζει στα πανηγύρια και να ’ρχεται ύστερα από δυο μέρες», και του τα ’λεγε. Αυτά τα άκουγα. Αλλά δεν έγινε έτσι, δεν μέθυσα άλλη φορά στη ζωή μου. Αυτές οι δυο ήτανε, κατά λάθος. Εγώ νόμιζα ότι μ’ έριξε και μου ’δωσε μικρό, λέω: «Επειδή είμαι μικρή, μου δίνεις μικρό; Στάσου να δεις», του λέω, «βάλε άλλο ένα».
Ο πατέρας σου έπαιζε στο σπίτι;
Εδώ;
Γενικά στο σπίτι.
Ναι. Ναι, ναι, παντού έπαιζε. Πήγε στους στρατιώτες και τράβαγε το βιολί του μαζί, τι άλλο να σου πω; Δεν μας είπε ότι: «Εγώ δεν θα πάρω όπλο, θα πάρω το βιολί μου, θα πάω να παίζω»; Και παρηγορηθήκαμε κι εμείς.
Το είχε πάρει μαζί του και από την Ικαρία για απέναντι;
Ναι, ναι. Θυμάμαι, το πρώτο που του είπε ο Τούρκος, όταν μας βρήκε, είναι να το ανοίξει, για να το δει, γιατί σου λέει: «Μπορεί να σου ’χουν και κάνα…», είναι το μόνο… η μόνη θήκη που χωράει όπλο έτσι ωραία, χωρίς να φανεί. Βλέπω και στα έργα, ας πούμε, σε βιολιά τις βάζουν, τα καλάσνικοφ μπαίνουνε στα βιολιά μέσα. Ε, είδε πως ήταν βιολί ο άνθρωπος και το παράτησε. Αυτά.
Η πρώτη φορά που έπαιξες ήταν στο ξενοδοχείο ή είχες παίξει και πιο πριν, για άλλους;
Πρώτη φορά στο ξενοδοχείο. Πάντα εκεί, με τον πατέρα μου, με τους διάφορους που ήμαστε κοντά-κοντά. Αλλά δεν μ’ ένοιαξε, ήτανε τόσο χαρούμενα τα παιδιά αυτά που με παρασύραν κι εμένα. Δεν είχα κάνα κόμπλεξ: «Δεν παίζω», ξέρω γω. Μου το καλοκούρδισε ο πατέρας μου και αρχίσαμε το: «Μπενίτο Μουσολίνι το όνειρό σου σβήνει». Δεν υπήρχε ίχνος… δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο. Μόνο τα παιδιά αυτά που τραγουδούσαν. Τώρα, Έλληνες ήτανε, γιατί ελληνικά τα λέγανε. Ήτανε κοπέλες με στρατιωτικά. Αυτές ήταν νοσοκόμες στρατιωτικές μάλλον. Και τραγουδούσαν πολύ ωραία οι κοπέλες. Νέα κορίτσια ήταν, 20 χρονών, 22, ξέρω γω. Έχω και καλές αναμνήσεις, βέβαια.
Θυμάσαι να παίζεις και μόνη σου στο σπίτι;
Στο σπίτι; Πάντα παίζω μόνη. Όλο μου τον καιρό μόνη παίζω, εδώ που τα λέμε. Γενικά, δεν θέλω να παίζω σε πολύ κόσμο. Έχουνε βιδώσει τα βιολιά τους σε ήχο και τ’ ακούω και νομίζω δεν ξέρω από πού έρχεται. Λοιπόν, να προσαρμοστώ, όταν το βάλουνε στο τέτοιο, δεν το θέλω. Σε παρέες, ναι. Πάντα παρέες κάναμε πολλές, εδώ στην Ικαρία τουλάχιστον. Τώρα, που αρρώστησα… μέχρι τα τελευταία χρόνια, σου λέω, βγαίναμε.
Οι γονείς σου τι σου λέ[00:35:00]γανε που έπαιζες; Θέλανε;
Γιατί όχι; Δεν έκανα τίποτα κακό, γιατί να μη…; Ίσα ίσα.
Η μαμά σου τι σου έλεγε;
Ήξερε η μαμά μου πως δεν θα γίνω επαγγελματίας. Δεν ήθελε, νόμιζε πως… νόμιζε… Ξέρω γω, μπορεί αν δεν το έλε-… αν ήτανε κι αυτή… μπορεί αν δεν τα ’λεγε αυτά, να γινόμουν κιόλας, δεν ξέρω. Αλλά είπα: «Όχι, δεν θέλω να ’μαι επαγγελματίας, ένας ερασιτέχνης, και να κάνω και καλύτερες σπουδές», ας πούμε. Είναι μια παρηγοριά και για τη μοναξιά… Είναι κάτι που σε βοηθάει, ψυχικά δηλαδή θα ’λεγα, ψυχικά, σαν συντροφιά ένα πράμα. Ναι.
Σε ποιες άλλες φάσεις σε έχει συντροφέψει το βιολί σου;
Στη λύπη. Στην πολλή λύπη και στην πολλή χαρά μπορείς να παίξεις. Αλλά στην πολλή λύπη ναι.
Άλλες περιπτώσεις που έχεις παίξει, έτσι, και σου έχουνε μείνει;
Καμιά ερωτική απογοήτευση, νέα μεν, σε βοηθάει πολύ. Κι ένα άλλο περιστατικό για το βιολί θα σου πω. Είναι ο καιρός που επιστρέφουμε πλέον και είμαστε σ’ ένα πλοίο μέσα, τώρα «Tripolitania» μάλλον λεγότανε. Και εκεί που κοιμόμουνα, νιώθω ένα χέρι από κάτω μου, σαν να θέλει να με σηκώσει, και ήτανε… Ήταν κι οι γονείς μου εκεί βέβαια, γιατί ερχόμαστε πίσω πλέον. Και η μάνα μου είπε: «Άσ’ το, βρε, κοιμάται το παιδί, αύριο». Και ήτανε μια παρέα, ήτανε και Εγγλέζοι όμως και Έλληνες, και νέοι και νέες, ας πούμε, και κάνανε ένα πάρτι. Και θέλανε να ξανατραγουδήσουνε το ίδιο πράγμα πάλι. Για σκέψου. Τέλος πάντων, πήγα εγώ, δεν μ’ ένοιαξε που ξύπνησα, λέω… Και όταν έφευγα, μου δώσαν ένα μεγάλο νόμισμα, τα ’χασα αυτά τα πράγματα, ένα έτσι στρογγυλό, πολύ πιο μεγάλο από ένα τάλιρο ελληνικό, ας πούμε, πολύ πιο… Έτσι κάπως χρυσαφί ήτανε, έτσι κάπως. Σαν πληρωμή και καλά.
Τότε πόσο χρονών ήσουνα;
Τότε ήμουν 11.
Θυμάσαι την επιστροφή σου απ’ το Κονγκό; Τι σας είπανε, πώς έγινε;
Τι μας είπανε στην Αφρική; Ότι η Ελλάδα απελευθερώθηκε, και τι χαρές! Πω, πω! Ξέρεις πόσο θέλαμε να γυρίσουμε; Δεν μπορείς να φανταστείς. Δεν ήταν καθόλου κανενός το όνειρο να κάτσει εκεί. Κι εγώ θυμάμαι τη νοσταλγία, ρε παιδί μου, να δω την ξαδερφούλα μου, που μ’ έμαθε μπάνιο, να δω τις γριούλες, που με στηρίξανε στην Κατοχή και μου δώσανε κάτι στο στόμα. Δηλαδή τη γιαγιά μου, τον παππού μου… τις γιαγιάδες μου, δυο είχα. Και είχα μια μανία και το ονειρευόμουνα πως θα γινόταν. Κι άμα τ’ άκουσα, κι εγώ πετάχτηκα πάνω: «Ω», λέω, ξέρω γω, «ένα…». Τέλος πάντων.
Ποιος σας το ανακοίνωσε; Ποιος σας τα ανακοίνωσε; Τι σας είπε;
Οι δασκάλοι. Κάναμε και μια γιορτή και είπαμε και: «Αντίο χώρα ευεργετική», ξέρω γω, κι είπαμε τέλος πάντων για τη χώρα που μας φιλοξένησε κάτι τραγούδια, τέλος πάντων. Και ετοιμαζόμαστε πια, γινόταν αποστολές-αποστολές. Εμείς ήμαστε πέμπτη αποστολή. Μπήκαμε στο… εγώ θυμάμαι ότι μπήκαμε και σε ποταμόπλοιο, σε λίμνη, γιατί θυμάμαι κάτι τεράστιους κροκοδείλους, που δεν είχα… σαν βάρκες κάτι πράματα, άρα λίμνη ήτανε. Άρα ήταν η Λίμνη της Βικτωρίας, περάσαμε από κει. Μεγάλο πλοίο. Για να θυμάμαι τους κροκοδείλους η λίμνη ήτανε. Και φτάσαμε, φτάσαμε κοντά στη διώρυγα του Σουέζ, Ελ Σατ (El Shatt) το λέγανε. Ελ Ιατ, Ελ Σατ, πώς το λέγανε; Εκεί τσαντίρια… Πώς τα λένε; Τσαντίρια. Ήμαστε πια σε σκηνές πάλι, τα ίδια και τα ίδια. Μαθημένοι ήμαστε, δεν μας ένοιαζε. Και μετά πάλι σε πλοίο, πάλι σε πλοίο, και μας βγάλαν στη Χίο παρακαλώ. Και απ’ τη Χίο ήρθανε οι καπεταναίοι, τέλος πάντων, της Ικαριάς, που ’χαν τα καραβάκια, και μας φορτώνανε και μας κουβαλάγανε.
Τι πράγματα είχατε πάρει μαζί σας απ’ το Κονγκό;
Απ’ το Κονγκό; Είχαμε πάρει ελεφαντόδοντα, σκαλιστά, έβενο. Καφέ, ζάχαρη, που δεν υπήρχε εδώ. Καφές εκεί ήταν όσος ήθελες[00:40:00]. Και διάφορα ρούχα. Υπήρχαν πολλά πράματα, πάρα πολλά φέραμε.
Πώς ήταν το κλίμα που…;
Ένα κροκοδειλάκι ταριχευμένο, ένα και είκοσι περίπου, έναν μικρό κροκόδειλο. Και ένα δέρμα φιδιού, που έπιανε όλο τον τοίχο. Αλλά έκοψε, γιατί ήθελε ειδικό γνάσιμο αυτό. Αυτά φέραμε απ’ την Αφρική. Και…
Το κλίμα πώς ήταν στο καράβι; Το κλίμα πώς ήταν;
Καλό, καλό. Ωραία, ωραία.
Μεταξύ σας.
Μάλλον σ’ αυτό το καράβι θα ’τανε που με ξυπνήσανε. Γιατί δεν θυμάμαι άλλο ταξίδι με καράβι, αυτό ήτανε. Ναι, ήρθα εδώ, ήρθαμε εδώ, είδα τους ανθρώπους που ζούσανε, που φοβόμουνα πως δεν θα βρω κανέναν.
Ποιος ήταν ο πρώτος που είδες;
Και πάω σχολείο και πέφτω πάλι σε δάσκαλο. Τι να σου πω δηλαδή; Τι να σου πω; Άδικα των αδίκων κοπανάνε, τι νομίζεις; Δεν έκανα τίποτα το σπουδαίο, ας πούμε. Κάτι έπεσε μιανού παιδιού κι έσκυψα να το πιάσω, να το δώσω στο πίσω θρανίο. Ήτανε βόλος βέβαια. Αυτό. Δεν ήταν το μολύβι του. Αλλά, εντάξει, δικό του ήταν, του ’πεσε απ’ την τσέπη του. Τέλος πάντων, τρώω τέσσερις ξυλιές και φεύγω. Τελείωσε. Έρχομαι εδώ και πήγα… Έμενα με τη γιαγιά μου κάτω, με τη γιαγιά μου την άλλη, και λόγω της θάλασσας βέβαια. Και πήγα στο Αυλάκι σχολείο και βρήκα τη Χρύσα, την καλή δασκάλα μου. Έτσι έπρεπε να γίνει∙ έπρεπε να τσακωθώ μ’ αυτόν, για να πάω να βρω την… έτσι είναι. Να η συγχρονικότητα που λέγαμε. Για καλό μου ήτανε. Καλό μου ’κανε ο δάσκαλος. Ε, βέβαια.
Μετά απ’ αυτό το ποίημα ξανάγραψες, που ’χες γράψει με τη Χρύσα;
Το ποίημα;
Ναι. Τι έγραφες μετά;
Ό,τι έβλεπα, αλλά εμένα μου αρέσει κάτι να βγαίνει αστείο, μ’ αρέσει η σάτιρα πολύ. Ναι, γράφω, συνέχεια γράφω και στέλνω και στην εφημερία. Χρόνια τώρα, χρόνια. Ναι.
Τι είναι για σένα το γράψιμο;
Εγώ θα έλεγα πως είναι μία ανάγκη που δεν ξέρω από πού έρχεται. Μία ανάγκη είναι. Δεν μπορώ να γράψω κάθε ώρα και κάθε στιγμή, πρέπει να ακούσω το εγκάλεσμα. Ρωτήσανε έναν απ’ αυτούς που… πυροβάτες. Πώς τους λένε; Που πάνε… στη φωτιά που περπατάνε, στα κάρβουνα. Λέει… Του είπανε: «Γιατί δεν μπήκες», λέει, «εσύ; Αφού μπαίνεις». «Δεν άκουσα το εγκάλεσμα». Και μου ’μεινε. Πρέπει να ακούσει το εγκάλεσμα για να πάει. «Δεν άκουσα εγκάλεσμα», λέει.
Θυμάσαι να τ’ ακούς πρώτη φορά το εγκάλεσμα;
Ποτέ το άκουσα πρώτη φορά; Θα πρέπει να ’μουν 4 χρονών, μη σου φαίνεται παράξενο, γιατί όταν άκουγα μια λέξη, έλεγα ότι: «Κάτι της ταιριάζει από κάτω της». Και συγκεκριμένα εμένα με απασχόλησε η λέξη «καναπές». Πρώτη φορά την άκουσα και λέω: «Τι μπορώ να ταιριάσω εγώ κάτω απ’ τον καναπέ, ας πούμε; Τι μπορώ να βάλω που να ταιριάζει; Τι να ταιριάζει άραγε;», λέω. Τώρα έρχονται μόνες τους, η ομοιοκαταληξία έρχεται μόνη της.
Για τι πράγματα γράφεις, τι θέματα;
Την επικαιρότητα. Χωρίς να ανήκω πολιτικά κάπου ή θρησκευτικά κάπου. Τα βλέπω εντελώς αντικειμενικά, εντελώς. Δεν περνάνε… Δηλαδή δεν θα είμαι μια φανατισμένη χριστιανή κι άμα κάνει καμιά παρανομία κανένας παπάς, να το καταπιώ. Ούτε φανατισμένη πολιτικά. Αν ανήκω σ’ ένα κόμμα και κάνει κάτι και λόγω του… δεν μπορώ εγώ, δεν θέλω να τον υποστηρίξω, με τίποτα. Ας είναι το δικό μου κόμμα, ας πούμε. Ή κι ο αδερφός μου να ’ναι. Αν κάνει κάτι παράνομο, πρέπει… δεν χρειάζεται βοήθεια, να του προσφέρεις δηλαδή… Λοιπόν, ήμαστε στον δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα πια, έτσι[00:45:00]; Η τελευταία στάση μας για την επιστροφή ήτανε το Ελ Σατ, ένα μες στην έρημο, με… κοντά, ακριβώς απέναντι από τη διώρυγα του Σουέζ. Δηλαδή απείχε περίπου ένα τέταρτο να πας εκεί. Ήμαστε όλο χαρά, γιατί όλοι θέλαμε να γυρίσουμε πίσω, η αλήθεια. Κανείς δεν ήθελε να μείνει από μάς κι ας είχαμε ζήσει άσχημα, είχαμε τους δικούς μας ανθρώπους, τις γιαγιάδες, τα ξαδέρφια, όλα αυτά. Σ’ αυτό το σημείο, σ’ αυτό το σημείο της γης δηλαδή, παρατήρησα κάτι παράξενο. Όχι μόνο εγώ, κι όλος ο κόσμος. Ενώ την προηγούμενη μέρα ήτανε μια έρημος κατακίτρινη, ξέρω γω, ξαφνικά, ήμαστε με τον πατέρα μου, τα παιδιά εμείς και τα παιδιά της κυρα-Μαρίνας μαζί, και φωνάζαμε: «Μαμά», φωνάζαμε, «θάλασσα! Θάλασσα!». Λέει: «Θάλασσα;». Λέει: «Ναι, τη βλέπουμε». Λέει… Είχε κολόνες, εν τω μεταξύ, και μας λέει: «Μετρήστε τις κολόνες. Πόσες κολόνες πρέπει να περάσουμε για να βγούμε;». «Ένα, δύο, τρεις, στις τέσσερις». «Ωραία, πάμε στην τέταρτη». Πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, και πήγε πιο πέρα η θάλασσα. Και μας λέει: «Προσέχετε πολύ, είναι, είναι κάπου αυτό το μέρος, δεν μπορώ να σας εξηγήσω ακριβώς, αλλά είναι κάτι που έχει σχέση με τον καθρέφτη της γης. Η γη με τον καθρέφτη του ουρανού, του ουρανού. Είχε ένα… βρήκε ένα τοπίο ωραίο, ουρανός-θάλασσα, και μας τον έφερε να το δούμε», δηλαδή έτσι με τον καθρέπτη, προσπαθούσε ο άνθρωπος να μας εξηγήσει την οπτική απάτη, ας πούμε. Τον αντικατοπτρισμό με λίγα λόγια. Απογοητευτήκαμε, λέγαμε: «Τι κρίμα, δεν έχει», μανία με τη θάλασσα είχαμε. Τέλος πάντων, όταν πλησιάζανε οι μέρες της επιστροφής μας, είδε ο κόσμος εκεί, ο φτωχός, ο ταλαίπωρος, ότι… Και ήξερε και πού θα ’ρθει, ήξερε ότι δεν θα ’ταν ωραία και ρόδινα τα πράγματα. Και είδανε τις σκηνές, ότι στις σκηνές… Οι σκηνές περιείχαν τρία στρώματα επένδυσης δηλαδή. Το εξωτερικό ήταν λίγο προς το πρασινωπό, μετά ήταν ένα κίτρινο και μετά ένα μπλε. Τώρα δεν θυμάμαι ποιο ήταν πρώτο, τέλος πάντων. Και παίρνουν τα… παίρνουνε ξυραφάκια, γιατί οι άντρες ξυριζόταν με ξυραφάκια, απ’ όλους γυρεύανε, και σκίζανε κομμάτια και τα κάνανε… τα τυλίγαν και τα κρύβανε, για να τα φέρουνε πίσω. Εν τω μεταξύ, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν φύγει και οι σκηνές ήταν σκελετωμένες βέβαια, αλλά τα σκοινιά ήτανε στη θέση τους. Εγώ δεν μπορούσα να εξοικονομήσω το ποθούμενο ύφασμα, αλλά μπορούσα να παίρνω τα σκοινιά. Και παίρνω ένα σουγιαδάκι του πατέρα μου και κάνω δρόμο. Όλο ονειρευόμουνα ότι θα ’ρθω και ότι οι προβατίνες μου και οι κατσικούλες μου θα έχουν ωραία σκοινιά. Και μάζευα, μάζευα, μάζευα, τέλος πάντων, άλλο κοντό, άλλο μακρύ, όλα τα μάζευα. Περίπου ένα τσουβάλι. Το στριμώξανε σε μια μεγάλη κάσα που έφτιαξε ο πατέρας μου από μόνος του, από σανίδια, και τα βάλαμε κι εκεί. Δεν μπορώ να σου πω ότι ήταν όμορφα στη… πως πέρασα ωραία στο Ελ Σατ, γιατί υπήρχαν… υπήρχε ένα φαινόμενο, που το λένε hamsin, hamsin, και είναι άμμος κινούμενη, δηλαδή τρέχει η άμμος πυκνή. Δηλαδή δεν μπορείς να βγεις έξω, χωρίς γυαλιά προστασίας θα στραβωθείς. Και σε αμμοβολούσε δηλαδή το… στο δέρμα σου. Δεν μπορούσες να βγεις, τέλος πάντων, έξω. Και δεν μπορώ να πω ότι πέρασα… ήτανε δύστυχα, δεν μ’ άρεσε καθόλου. Κόλαση μου φάνηκε πως ήτανε. Τέλος πάντων. Και έτσι επιτέλους βλέπουμε ότι πλησιάζει η ώρα της επιστροφής, τα μπαγάζια είναι έτοιμα, τα σκοινιά είναι στη θέση τους, τα υφάσματα είναι στη θέση τους, και μπαίνουμε… μπήκαμε σ’ ένα πλοίο που το έλεγαν «Tripolitania». Και ερχόμαστε πλέον προς τα νησιά. Πρώτο, πρώτη στάση η Χίος. Μείναμε σ’ ένα βομβαρδισμένο ξενοδοχείο. Το θυμάμαι[00:50:00] έτσι σαν να ’ναι αυτή η ώρα. Ήταν… νομίζω ήτανε Οκτώβριος, ήτανε καλός ο καιρός, και θυμάμαι το ξεσκέπαστο απάνω και κάποια πατώματα που ’τανε γκρεμισμένα, που έπρεπε να προσέχουμε. Και μας κάναν και ωραία υποδοχή οι Χιώτες, οι καημένοι. Πού να μας βάλουν; Κι αυτοί βομβαρδισμένοι ήτανε. Πού να μας βάλουν; Στα άλλα βομβαρδισμένα; Και όλο γυρεύανε πληροφορίες: «Είδες τη Σοφία; Είδες την…». Αν ήξερες κάποιον απ’ αυτούς, ας πούμε. Αλλά τους παρηγορούσαμε πως ήταν η άλλη αποστολή, γιατί να μας μαζέψουν, ήμαστε πολλοί τέλος πάντων. Τελικά, σε κάνα δυο μέρες έρχεται το πλοιάριο από Ικαρία, να μας φέρει εδώ. Ζαλίστηκα. Είχε κύματα, ποιος ξέρει; Δεν μου άρεσε το ταξίδι. Δεν ήμουνα ικανή να βγω κι απ’ τη βάρκα, γιατί έπρεπε να μπεις σε βάρκα, για να πιάσεις τον μόλο, τη στεριά. Ένα παλικαράκι, το καημένο σκέφτηκε να με βοηθήσει. Ξέρω γω, να ’ταν κάνα 15-16 χρονών; Κι έρχεται το καημένο και μου λέει: «Δυστυχισμένο προσφυγάκι, φτωχό μου προσφυγάκι», κάτι τέτοιο, «τη σκαπούλαρες». Και μόλις πατάω τα πόδια μου και μισοζαλισμένη, βάζω τα χέρια μου στη μέση, γιατί θίχτηκα. Θίχτηκα πολύ, που λένε, και του λέω: «Τι λες, βρε εσύ; Τι είναι που τα λες; Ξέρεις πόσα σκοινιά φέρνω εγώ;». Και μ’ έβλεπε καλά-καλά το παιδί. Είχα ένα ύφος λες και ήμουνα η βασίλισσα των σκοινιών! Ύστερα το σκεπτόμουνα, όταν μεγάλωσα, λέω: «Άραγε ποιος να ’ταν απ’ όλους;». Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήτανε, γιατί σίγουρα θα τον ξανάδα. Αυτό.
Και τα σκοινιά αυτά τα χρησιμοποιήσατε ξανά;
Πώς;
Τα σκοινιά αυτά τα ξαναχρησιμοποιήσατε;
Τα σκοινιά αυτά χρησιμοποιούσανε… χρησιμοποιηθήκανε για τα ζώα μας, για να τα δένουμε, γιατί δεν μπορείς να τ’ αφήσεις λυτά, γιατί θα κάνουνε ζημιές. Και πηγαίναμε από μέρος σε μέρος, που είχε τα χόρτα, για να τρώνε. Και χρησιμοποιηθήκανε πάρα πολύ και γλίτωσε και η γιαγιά μου το σκοινί, γιατί έκανε σκοινιά με την τριχιά της κατσίκας. Κουρεύανε τις κατσίκες και φτιάχνανε νήμα και με το νήμα αυτό κάνανε τα σκοινιά, και η γιαγιά μου ήξερε την τέχνη αυτή. Και έτσι τη γλίτωσε κι εκείνη. Είχανε λοιπόν, μερικοί που είχανε ζώα, μουλάρια κυρίως, αυτοί που κάναν μεταφορές, μάθαν την περίπτωση με τα σκοινιά. Και τότε είδα την αξία μου, λέω… Ποιος ξέρει τι νόμιζα πως έκανα, ρε παιδί μου. Ναι, και ζητούσανε, αλλά δεν είχα τόσο μεγάλο μήκος, δεν μπόρεσα να εξοικονομήσω τόσο, γιατί έπρεπε κάπου να τα λύνω για να αυτό και δεν γινόταν. Και εγώ έκοβα τρία μέτρα, δυόμισι μέτρα… χρειαζόταν παραπάνω και έτσι, και έτσι μόνο για τα ζώα χρησιμοποιηθήκανε. Αυτά. Θα ’θελα να πω για το φαινόμενο της προσφυγιάς, ότι ζει, ανθεί και λουλουδίζει, που λένε κι εδώ. Δεν άλλαξε καθόλου ο κόσμος, δεν έμαθε τίποτα ο άνθρωπος από τα πάθη του, και συνεχίζει η προσφυγιά και συνεχίζονται οι βομβαρδισμοί και όλο αυτό το κακό, που πέφτει απάνω στον ανίδεο και τον… τον ανίδεο άνθρωπο, που δεν έχει καμιά ευθύνη γι’ αυτά που κάνουνε. Έτσι θέλω να κλείσω.
Photos
![](https://istorima-archive.azureedge.net/43cc1984-f6d2-4212-9d86-2e37da151446/43cc1984-f6d2-4212-9d86-2e37da151446.jpg)
Το βιολί της Σώσας Πλακί ...
![](https://istorima-archive.azureedge.net/ba5d231e-f42b-4928-bb24-e70d6f7f3981/ba5d231e-f42b-4928-bb24-e70d6f7f3981.jpg)
Πορτρέτο της αφηγήτριας
Summary
Η Σώσα Πλακίδα γεννήθηκε στον Στάβλο Ικαρίας. Έζησε την Ιταλική Κατοχή στο νησί και τις διάφορες δυσκολίες που ακολούθησαν. Το ’41 η οικογένειά της αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ικαρία και να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς προς τη Μέση Ανατολή. Στα παράλια της Τουρκίας, όπου έφτασαν με βάρκα, τους βρήκε ένας άνθρωπος της περιοχής, ο οποίος τους φυγάδευσε μέχρι τον καταυλισμό προσφύγων στο Τσεσμέ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Χαλέπι, έπειτα στις Πηγές του Μωυσέως, για να καταλήξουν τελικά στο Βελγικό Κονγκό, όπου και έμειναν για περίπου τέσσερα χρόνια. Στη συνέντευξή της, η αφηγήτρια περιγράφει τη ζωή στο Βελγικό Κονγκό, τις εξερευνήσεις μέσα στη ζούγκλα, μαζί με τον αδερφό της, και την αλληλεπίδραση με τους ντόπιους. Εκεί μάλιστα της έφερε ο πατέρας της το πρώτο της βιολί, το οποίο άρχισε να μελετάει με πάθος. Η αφηγήτρια διηγείται, επίσης, το ταξίδι της επιστροφής μέχρι την αγαπημένη τους Ικαρία. Όταν πια ήταν πίσω στο νησί, μια δασκάλα της την έφερε σε επαφή με την ποίηση και το γράψιμο. Έκτοτε, κάθε φορά που ακούει το «εγκάλεσμα», όπως λέει, επιδίδεται στη συγγραφή.
Narrators
Θεοδοσία Πλακίδα
Field Reporters
Χρυσάνθη Φώτη
Tags
Interview Date
19/01/2024
Duration
54'
Summary
Η Σώσα Πλακίδα γεννήθηκε στον Στάβλο Ικαρίας. Έζησε την Ιταλική Κατοχή στο νησί και τις διάφορες δυσκολίες που ακολούθησαν. Το ’41 η οικογένειά της αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ικαρία και να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς προς τη Μέση Ανατολή. Στα παράλια της Τουρκίας, όπου έφτασαν με βάρκα, τους βρήκε ένας άνθρωπος της περιοχής, ο οποίος τους φυγάδευσε μέχρι τον καταυλισμό προσφύγων στο Τσεσμέ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Χαλέπι, έπειτα στις Πηγές του Μωυσέως, για να καταλήξουν τελικά στο Βελγικό Κονγκό, όπου και έμειναν για περίπου τέσσερα χρόνια. Στη συνέντευξή της, η αφηγήτρια περιγράφει τη ζωή στο Βελγικό Κονγκό, τις εξερευνήσεις μέσα στη ζούγκλα, μαζί με τον αδερφό της, και την αλληλεπίδραση με τους ντόπιους. Εκεί μάλιστα της έφερε ο πατέρας της το πρώτο της βιολί, το οποίο άρχισε να μελετάει με πάθος. Η αφηγήτρια διηγείται, επίσης, το ταξίδι της επιστροφής μέχρι την αγαπημένη τους Ικαρία. Όταν πια ήταν πίσω στο νησί, μια δασκάλα της την έφερε σε επαφή με την ποίηση και το γράψιμο. Έκτοτε, κάθε φορά που ακούει το «εγκάλεσμα», όπως λέει, επιδίδεται στη συγγραφή.
Narrators
Θεοδοσία Πλακίδα
Field Reporters
Χρυσάνθη Φώτη
Tags
Interview Date
19/01/2024
Duration
54'