© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Υιοθετώντας ένα παιδί no paper από την Αιθιοπία
Istorima Code
27025
Story URL
Speaker
Μαργαρίτα Αλεξιάδου (Μ.Α.)
Interview Date
05/08/2022
Researcher
Ειρήνη Αντωνίου (Ε.Α.)
[00:00:00]Εγώ ονομάζομαι Αντωνίου Ειρήνη, είμαι ερευνήτρια του Istorima, σήμερα είναι 6 Aυγούστου του 2022, Σάββατο πρωί. Βρισκόμαστε στο Κιλκίς και είμαι μαζί με την κυρία Μαργαρίτα Αλεξιάδου.
Καλημέρα.
Κυρία Μαργαρίτα, θέλετε να μου πείτε λίγα πράγματα για τον εαυτό σας;
Ναι. Είμαι μια γυναίκα, μπορώ να πω όπως είναι οι περισσότερες γυναίκες στην Ελλάδα. Έχω περάσει τον μισό αιώνα, είμαι όμως μικρή μαμά, γιατί πρόσφατα υιοθέτησα τον γιο μου. Είμαι μια γυναίκα που δουλεύω πάρα πολλά χρόνια, ζω την καθημερινότητά μου, με τα προβλήματα, όπως έχουμε όλοι, με τις χαρές, όπως έχουμε όλοι, και επίσης με την τόσο διαφορετική ζωή που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 2,5-3 χρόνια. Έχω τελειώσει το λύκειο, ζούσα στη Θεσσαλονίκη, γεννήθηκα εκεί, σε μία κανονικά αστική οικογένεια, εκεί πήγα και σχολείο. Η ζωή μας ήτανε όπως των περισσότερων ανθρώπων της πόλης, με τα σχολεία, το καλοκαίρι η Χαλκιδική, που είναι πολύ δεμένη με τη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή, όταν παντρεύτηκα, μετά από καμιά δεκαριά χρόνια, με τον άντρα μου αποφασίσαμε ότι δεν θέλουμε να ζούμε σε μία τόσο μεγάλη πόλη, με τα προβλήματα και με όλα αυτά που δημιουργεί, και θέλαμε να πάμε να ζήσουμε πιο απομονωμένα. Γι’ αυτό αγοράσαμε ένα οικόπεδο έξω από το Κιλκίς, χτίσαμε τη δικιά μας κατοικία, και τα τελευταία 15 με 16 χρόνια ζούμε εκεί. Η δουλειά μου ήτανε ότι δημιούργησα ένα κατάστημα, ένα αρτοπωλείο, με είδη ζαχαροπλαστικής, εργάστηκα σε αυτό γύρω στα 10-12 χρόνια, τώρα έκλεισε και αυτός ο κύκλος, και αυτή την εποχή είμαι άνεργη και μάλλον περιμένω να έρθει η ηλικία μου για τη σύνταξή μου. Αυτό. Η ζωή μου μοιράζεται στην καθημερινότητα με τα προβλήματα που έχει ένα σπίτι, αλλά πάνω απ’ όλα γύρω από τη ζωή του γιου μου, που είναι πολύ μικρός, με το σχολείο του, με τις δραστηριότητές του, με όλες αυτές τις χαρές, γιατί μόνο χαρές μπορώ να τις πω. Αυτά είναι πάνω κάτω.
Όταν ήσασταν πιο μικρή, το είχατε πάντα στο μυαλό σας ότι θέλετε να γίνετε μητέρα;
Ήτανε κάτι που δεν με απασχολούσε ιδιαίτερα, ούτε ο γάμος ούτε το παιδί, δηλαδή δεν ήτανε πρωτεύον, ούτε έβαζα μαξιλαροθήκες στο κεφάλι να τα κάνω πέπλα, ούτε έκανα τη νύφη με τη φιλενάδες μου, δεν ήτανε τίποτα από όλα αυτά. Νομίζω ότι ήτανε η φυσική κατάληξη μιας σχέσης ουσιαστικής που είχα τότε με τον άντρα μου, η οποία μας οδήγησε ότι θέλουμε να ζούμε μαζί, είναι και τα δεδομένα της κοινωνίας, που όσο να ’ναι σε επηρεάζουνε, έχεις μεγαλώσει κάτω και από ορισμένες συνθήκες. Έτσι, λοιπόν, καταλήξαμε και παντρευτήκαμε. Το παιδί δεν ήταν στις άμεσες δικές μου προτεραιότητες, μπορώ να πω ότι ο άντρας μου το ήθελε περισσότερο. Πιθανόν δημιουργήθηκαν, υπήρξαν αρκετά προβλήματα, που εγώ επειδή δεν το πολυείχα στο μυαλό μου, δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα. Μετά από την πενταετία ασχοληθήκαμε ιατρικά με το θέμα γιατί ακόμα δεν έχουμε αποκτήσει παιδί. Αυτό.
Θέλετε να μου πείτε λίγο τις προσπάθειες;
Αυτό νομίζω, τώρα πια που έχει περάσει τόσος χρόνος και μπορώ να το βλέπω και ως παρατηρητής από πάνω, νομίζω ότι είναι μία διαδικασία η οποία είναι προδιαγεγραμμένη. Εσύ ζεις μέσα στην ένταση, γιατί είσαι αυτός που το ζεις, αυτός που έχεις το θέμα, το πρόβλημα, την αγωνία σου. Φυσικά απευθύνεσαι στον αρμόδιο γιατρό και εκείνοι αρχίζουνε να σε κατευθύνουμε. Δεν ξέρω πόσο πολύ σίγουρη είμαι αν σε κατευθύνουν με βάση το πρόβλημά σου, ή με βάση τα δεδομένα που υπάρχουνε. Γιατί λειτουργεί ένα σύστημα πίσω από αυτό, είναι πολλές εξετάσεις, πολλά χρήματα έχουν ξοδευτεί, πολύ ψυχική φθορά, τα οποία σήμερα κατανοώ ότι θα μπορούσα να είχα αποφύγει πάρα πολλά πράγματα. Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω. Ρώτησέ με.
Ποιες λύσεις εξετάσατε;
Εκείνη την εποχή η γυναικολόγος μου μου είχε πει ότι είναι μία σειρά λύσεων, ξεκινάς υποτίθεται από την πιο ανώδυνη, και ότι ακολουθήσαμε όλες, ό,τι υπήρχε, για να μπορέσουμε να καταλήξουμε πριν την εξωσωματική. Έγινε και οι εξωσωματικές και όλα αυτά τα γεγονότα, δεν έδωσαν τα αποτελέσματα που περιμέναμε. Είναι μία περίοδος η οποία δεν είναι καθόλου όμορφα μες στο μυαλό μου, δεν μ’ αρέσει καθόλου να τη θυμάμαι και θυμώνω με πάρα πολλά πράγματα. Θυμώνω μ' εμένα που επέτρεψα πολλά πράγματα, έπρεπε να είμαι πιο σκληρή, θυμώνω και με όλους αυτούς, γιατί μπορεί να είναι επάγγελμα για εκείνους, αλλά είναι ένα πράγμα το οποίο έχει πολύ πόνο και συναίσθημα. Δηλαδή νομίζω, δεν ξέρω, έχουν περάσει και χρόνια, ας ελπίσω τουλάχιστον ότι έχει γίνει λίγο διαφορετική όλη αυτή η διαδικασία. Πάντως υπάρχει πολύ χρήμα και πολύς πόνος πίσω από αυτό, και οι άνθρωποι που ασχολούνται φροντίζουν και εκμεταλλεύονται και τα δύο πολύ καλά.
Θέλετε να μου πείτε λίγο τι είναι αυτό που λέτε ότι σας δυσκόλεψε τόσο πολύ;
Κατ’ αρχήν δεν ξέρω αν είναι ο χαρακτήρας μου που φταίει γι’ αυτό. Εμένα μου αρέσει κάποιος να με πλησιάσει και να σκύψει πάνω από το δικό μου πρόβλημα. Αντιλαμβάνομαι ότι είμαι μία, ήμασταν από τα εκατομμύρια ζευγάρια τα οποία είναι άτεκνα, και, και, και, αλλά δεν παύει να πονάει, δεν παύει να έχει την ιδιαιτερότητά του το κάθε ζευγάρι. Ήτανε σωρηδόν, ήμασταν πολλές γυναίκες στη σειρά που εξεταζόμασταν, δεν είχες έναν σταθερό γιατρό, γιατί όλα αυτά, όλες αυτές οι εξετάσεις είναι ιδιαίτερες εξετάσεις, δεν πας να σε δούνε τα μάτια σου. Αυτά όλα υπήρχανε, πολλά φάρμακα, ο τρόπος που μπορούσαν να διατηρηθούν όλα αυτά δεν ήταν ο καλύτερος, ατελείωτες ουρές, ατελείωτος χρόνος ο οποίος ξοδεύτηκε άσκοπα, προσπαθούσες να αποδείξεις συνέχεια ότι είσαι δικαιούχος όλων αυτών των πραγμάτων, ήτανε περίεργα, ήτανε στη διάθεση του κάθε γιατρού που είχες απέναντί σου, του κάθε δημοσίου υπαλλήλου, γιατί περνάς από επιτροπές οι οποίες δεν είχαν κανένα νόημα, παιδιά, δηλαδή εγώ νομίζω ότι συντάσσονται μόνο για να υπάρχουνε θέσεις εργασίας, οι οποίες επιδοτούνται από διάφορους φορείς. Ήταν πάρα πολύ άσχημη εμπειρία. Δεν ξέρω, θέλω να συμπληρώσω εδώ, δεν ξέρω εάν είχε καταλήξει σε εγκυμοσύνη ή, εν πάση περιπτώσει, αν είχε καταλήξει να είχα ένα παιδί, αν θα συνέχιζα να έχω τα ίδια συναισθήματα, αλλά όσο το θυμάμαι δεν έχω θετικές, δεν έχω ωραίες αναμνήσεις. Και νομίζω ότι όταν φιλτράρεται μέσα σου, αυτό που μένει πρέπει να είναι και το πραγματικό. Έτσι κατανοώ, μετά από τόσα χρόνια, αυτό πάντως έχω να πω.
Πόσα χρόνια ήταν όλη αυτή η διαδικασία;
Εγώ παιδεύτηκα με αυτό 3-4 χρόνια.
Θέλετε να μου πείτε λίγο παραδείγματα λύσεων, ας πούμε, προσπαθήσατε αρχικά με τις εγχύσεις, μετά με κάποια εξωσωματική;
Ναι. Και η φυσική σύλληψη και οι σπερματεγχύσεις και η εξωσωματική, όλα αυτά. Είχε πόνο, είχε επεμβάσεις, είχε πολλές απορίες, φάρμακα, στην κυριολεξία οι ορμόνες παίζουν πιγκ πογκ, παιδιά, το ακούτε συχνά αυτό, αλλά είναι μεγάλη αλήθεια. Κλαις και γελάς και δεν ξέρεις γιατί, επεμβαίνουν, σε αυτό επεμβαίνουν, στις ορμόνες σου.
Κάποια άλλη λύση, ας πούμε, σκεφτήκατε για παρένθετη μητέρα;
Αυτό το είχα σκεφτεί εγώ. Εκείνη την εποχή φάνταζε ακατόρθωτο, δεν ήξερα καν που έπρεπε να απευθυνθώ. Δηλαδή έπρεπε μόνη μου, μέσω διαδικτύου, να βάλω μία αγγελία και να ψάχνω; Και πώς μπορούσα να είμαι σίγουρη ότι ήτανε πραγματικά ένας άνθρωπος ο οποίος ήθελε να προσφέρει απλά αυτό που ζητούσα, ή δεν ήτανε κάτι, μία ολόκληρη οργάνωση από πίσω, γιατί ακούμε και διαβάζουμε για πάρα πολλά πράγματα. Κάποια στιγμή το συζήτησα με τη γυναικολόγο μου, δεν είχε να μου δώσει πληροφορίες ιδιαίτερες γι’ αυτό. Βρήκα πολλά site στο διαδίκτυο, διάβαζα, απογοητευόμουν. Απογοητευόμουν πολύ, γιατί άκουγα τον πόνο και τις κραυγές που έβγαζαν αυτές οι γυναίκες οι οποίες προσπαθούσαν, τις οποίες τις ξεγελάσανε, άκουγα για γυναίκες που πουλούσαν τα σπίτια τους, γιατί όλο αυτό κοστίζει πάρα πολύ, για να βρεθούν τα χρήματα. Άκουγα για τράπεζες που σου την πέφτουν από δίπλα, γιατί σου δίνανε δανειάκι γι’ αυτή την ιστορία, είναι και αυτό ένα εμπόριο γινότανε. Άρχισα να σκέφτομαι γύρω μου για γνωστές μου οι οποίες θα μπορούσα να κάνω αυτή την κουβέντα μαζί τους, είχα καταλήξει σε δύο τρία άτομα, δεν τόλμησα ποτέ, γιατί το θεωρούσα ότι ήταν αδύνατο να γίνει, και επίσης θεωρούσα ότι ήτανε κάτι πολύ μεγάλο για να έχω αυτό το θράσος να το ζητήσω. Τώρα, που πάλι ο χρόνος έχει περάσει από πάνω, νομίζω ότι θα είχα περισσότερο θάρρος, γιατί θα μιλούσα πιο ανοιχτά όπως μιλάω τώρα. Ωριμάζεις, οι καταστάσεις σε ωριμάζουν. Επίσης και ο λόγος που είμαστε εδώ σήμερα και μιλάω είναι γιατί μπορεί κάπου να ακούσει κάτι μία γυναίκα η οποία πέρασε τις δικές μου αγωνίες και να πάρει εκείνο το σπρώξιμο που χρειαζόταν εγώ εκείνη τη στιγμή, εκείνη την εποχή. Έτσι απορρίφθηκε στο μυαλό μου, δηλαδή διαγράφτηκε το θέμα της εξωσωματικής. Μία φίλη μου γιατρός μου είπε: «Ξέρεις, Μαργαρίτα, άτεκνοι μένουνε οι άνθρωποι που τελικά δεν θέλουνε, στην εποχή μας, να αποκτήσουν παιδιά. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι. Βάλε στο μυαλό σου και την υιοθεσία». Ο άντρας μου ήταν κατηγορηματικά αρνητικός, εγώ, ως γυναίκα, γιατί οι γυναίκες το όχι δεν το ακούμε, συνεχίζουμε, έψαξα όσο μπορούσα, ό,τι μπορούσα. Καταλάβαινα ότι πέφτω σε αδιέξοδο. [00:10:00]Έπεφτα σε μία νομοθεσία η οποία φάνταζε απαγορευτική, από μόνη της, τα περιθώρια, τα τέτοια που έβαζε στις ηλικίες, ο χρόνος για να γίνει όλο αυτό, πενταετίες, εξαετίες. Ξέρετε, μία γυναίκα στα 25 της δεν ξεκινάει να υιοθετήσει, ή στα 30 της, ελπίζει ακόμα και κάνει όλες εκείνες τις προσπάθειες που είπαμε. Η γυναίκα που περνάει τα 40 και τα 42 και τα 45, εκεί που έχουνε στερέψει όλες οι άλλες οι ελπίδες και ό,τι της λένε οι γιατροί της και οι επιστήμονες, τότε στρέφεται προς την υιοθεσία. Αν βάλουμε όμως την πενταετία, οκταετία και τα προσθέσουμε, φτάνουνε σε μία ηλικία που ερχόταν ο νόμος και σου έλεγε απαγορεύεται να γίνεις εσύ μητέρα, γιατί θεωρεί ότι μία γυναίκα μετά τα 50 της δεν έχει ούτε το περιθώριο, ούτε τη ζωή, ούτε τη δύναμη να μεγαλώσει και να αφιερωθεί σε ένα παιδί. Εγώ είμαι εδώ σήμερα για να το διαψεύδω και ελπίζω ότι αυτό, γιατί ακούω ότι προσπαθεί να αλλάξει και ελπίζω ότι είναι πραγματικό και δεν είναι όλα αυτά τα παιχνιδάκια που χρησιμοποιούνε για να παίρνουν με το μέρος τους ομάδες ανθρώπων, γιατί υπάρχει πάρα πολύς κόσμος που πονάει πάνω σε αυτό το θέμα, είναι έτσι οι καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί και όλα αυτά τα προβλήματα, που πολύς κόσμος παιδεύεται για να αποκτήσει παιδί. Και έτσι ήτανε κάτι που έμεινε πολύ πίσω. Θέλω να πω ότι από πίσω μας πλησίασαν πάρα πολύ άνθρωποι οι οποίοι είχανε σχέση σε αυτά τα κυκλώματα, γιατροί δικηγόροι. Όλοι ξέραν μία κοπέλα που είχε ατυχήσει, μία κοπέλα που δεν μπορούσε, ήταν έγκυος από λάθος, επειδή την ξεγελάσανε, που δεν μπορούσε να κρατήσει το παιδί της, ότι ήθελε το καλύτερο γι’ αυτό, δεν ήθελε να το πάει σε ίδρυμα. Ήτανε πολύ συγκινητικό το story και πολύ δελεαστικό, καταλάβαινες όμως, μετά από κάποια συζήτηση, ότι δεν ήταν έτσι. Ο άντρας μου δεν ήθελε, μου είχε πει ότι αν ποτέ γίνει κάτι, θα ακολουθήσουμε έναν νόμιμο και τον τρόπο που αφήνει αυτή η χώρα, για να μπορέσουμε να κάνουμε μία υιοθεσία, εάν κάνουμε ποτέ, την οποία δεν μπορεί κανείς να προσβάλει, για κανένα λόγο, ή να μεγαλώσεις ένα παιδί, να το κάνεις δικό σου, και να εμφανιστεί κάποιος και να σου το πάρει πίσω. Είναι τραγικά αυτά τα πράγματα, είναι πολύ δυνατά πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, ήτανε πολύ πιο εύκολο, καταλάβαινα εκείνη την εποχή, πάλι μέσω του διαδικτύου ή ρωτώντας, κάνοντας κάποια τηλέφωνα, το να γίνεις ανάδοχη οικογένεια. Αυτό είναι μία ακόμα άλλη ιστορία έτσι ιδιαίτερα περίεργη. Πολλοί έμαθα μετά ότι γίνονται ανάδοχοι γιατί ακολουθεί και ένα χρηματικό ποσό, δηλαδή η οικογένεια που γίνεται ανάδοχη, αυτό το κεφαλάκι, με τον μήνα επιδοτείται με ένα ποσό. Πολλοί το επιλέγουνε και γίνονται ανάδοχοι σε δύο τρία παιδιά γι’ αυτό τον λόγο, γιατί εξοικονομούν ένα ωραίο μηνιάτικο. Εμάς δεν μας ενδιέφερε κάτι τέτοιο, εμάς μας ενδιέφερε να βρεθεί ένα παιδί, να του δώσουμε, όταν το συνειδητοποιήσαμε, να του δώσουμε ό,τι αγάπη είχαμε, ό,τι είχαμε μάθει, να το κάνουμε όσο πιο χρήσιμο μπορούμε γι’ αυτή την κοινωνία, και πάνω απ’ όλα να κάνουμε έναν ωραίο άνθρωπο. Επομένως πολύ γρήγορα απορρίφθηκε αυτή η ιδέα, όχι καν απορρίφθηκε, δεν συζητήθηκε καν, σου λέω ο άντρας μου ήτανε απόλυτα κατηγορηματικός γι’ αυτό.
Περνώντας τα χρόνια, έφτασε η ώρα που θελήσαμε και αφήσαμε τη μεγάλη πόλη και είπαμε θα ζήσουμε στην επαρχία. Ερχόμενοι εδώ γνωρίσαμε ένα ζευγάρι οι οποίοι πριν από λίγο καιρό είχανε κάνει αυτή όλη τη διαδικασία που κάναμε εμείς και αργότερα, προς την Αιθιοπία, και υιοθετήσανε και αποκτήσανε δύο παιδάκια. Ήταν η πρώτη φορά όταν εγώ άκουσα αυτή την ιστορία τους, από τη μαμά, που είδα στο δικό μου τούνελ, είδα τον λαβύρινθό μου να γίνεται τούνελ, να έχει ευθεία, και είδα στο τέλος φως. Μέσα στην καρδιά μου φύτρωσε ξανά η ελπίδα και πραγματικά πίστεψα, γιατί είχα έναν άνθρωπο δίπλα μου που τον ήξερα, ήταν γνωστός μου, και πίστεψα ότι εφόσον μπόρεσε και εκείνος, θα μπορέσω και εγώ. Χρειάστηκε να δώσω έναν μικρό αγώνα με τον άντρα μου, ο οποίος συνέχιζε να είναι ακόμα αρνητικός, ίσως φταίει και γι’ αυτό, ξέρεις, η κοινωνία μας, η οποία δεν έχει ενημερώσει τον κόσμο τι ακριβώς είναι η υιοθεσία και ποιο είναι το αποτέλεσμα και ποιο είναι το αγαθό της υιοθεσίας. Είμαστε κλεισμένοι πίσω από τα ταμπού που μας έχουν μεγαλώσει, το πώς θα το μάθει η οικογένειά μας, πώς θα γίνει εκείνο, πώς θα γίνει το άλλο, πώς θα το πούμε στο παιδί. Και πώς θα μας συμπεριφερθεί ο κόσμος, πώς θα μας κοροϊδεύουνε, πώς θα μας συζητάνε πίσω από την πλάτη. Γιατί δυστυχώς στην κοινωνία μας ακόμα δίνουμε σημασία και κατά κάποιο τρόπο, μέσα σε εισαγωγικά πάντα, αποφασίζουνε για τη ζωή μας οι γείτονες και οι συγγενείς. Μεγάλο λάθος είναι αυτό, γιατί κανένας δεν μας ρωτάει για τη δικιά του τη ζωή, κι έτσι κι εμείς δεν πρέπει κανέναν να ρωτάμε, εφόσον δεν ενοχλούμε τη ζωή κανενός άλλου. Απευθύνθηκα σε έναν κύκλο γυναικών που είχα δίπλα μου, δικών μου ανθρώπων, οι οποίες οι περισσότερες τώρα είναι οι νονές του Ωρίωνά μας, γιατί ουσιαστικά σε αυτή τη δουλειά έπαιξαν τον ρόλο τους. Αυτές οι γυναίκες όλες, με την αμεσότητα που είχανε με τον άντρα μου, έκαναν τις δικές τους κουβέντες και τον βοήθησαν νομίζω να ξεπεράσει αυτά τα ταμπού. Έθεσε κάποιους όρους, πριν πέσει τελείως στη μάχη, τα οποία τα σκεφτόμαστε τώρα και γελάμε, ότι: «Κατά βάθος είναι δική σου απόφαση, παίρνεις εσύ την ευθύνη». Εν πάση περιπτώσει, οι λεονταρισμοί οι τελευταίοι, αφού πραγματικά, όταν τα σκεφτόμαστε αυτά γελάμε, αλλά τότε φάνταζαν τόσο μεγάλα, βουναλάκια ήταν κάθε μέρα που τα ξεπερνούσαμε. Και επιστρέφω στη συζήτηση, αυτή η γυναίκα με έφερε κοντά, μάλλον μου έδειξε τον τρόπο που πρέπει να ξεκινήσω. Μια ΜΚΟ στην Αθήνα, η οποία έπρεπε να με φέρει σε επαφή με την πρεσβεία στην Αιθιοπία, να γίνουν χαρτιά, ένας τεράστιος φάκελος από ιατρικές εξετάσεις του ζευγαριού σε δημόσια νοσοκομεία, που σημαίνει ότι μπλέκεις με τον κυκεώνα των νοσοκομείων, των ραντεβού, την κάθε ιδιοτροπία του κάθε γιατρού, έχω ακούσει και: «Τι θέλεις και μπλέκεις;», από επιστήμονα. Έχω ακούσει: «Ωραία δεν περνάτε τώρα τη ζωή σας; Σε αυτή την ηλικία θα ξεκινήσετε για να έχετε “σήκω, τάισε, πιες, πάνε σχολείο”, τα έξοδα, τα δεν ξέρω γω;». Δηλαδή για ακόμα μια φορά με απογοήτευσε τόσο πολύ όλο αυτό που λέμε κοινωνικό σύστημα γύρω μου, δεν μπορείς να φανταστείς. Αντί να ακούσεις μια κουβέντα παραπάνω, ή να σε στηρίξουν, εν πάση περιπτώσει να είναι ενθαρρυντικοί, μου έχουν μείνει αυτές οι φράσεις. Και το πιο απαράδεκτο ραντεβού με τους γιατρούς ήταν με τον γιατρό που εξέτασε την ψυχική μας υγεία. Ήταν τόσο αρνητική, δεν ξέρω αν ήταν ο τρόπος της για να δει αν βγάζω εγώ ή ο άντρας μου κάποια άλλη συμπεριφορά, γιατί μας δέχτηκαν διαφορετικά, σε διαφορετικά ραντεβού, αλλά ήταν πολύ αρνητική. Εγώ όπως διηγούμαι αυτή την ιστορία, τότε διηγούμουν τα όνειρά μου, ότι θέλω ένα αγοράκι, ότι το φαντάζομαι δίπλα στον άντρα μου να είναι έξω στην αυλή, γιατί έχουμε μεγάλη αυλή, να φυτεύουνε, να του μαθαίνει όλα αυτά τα πράγματα που ξέρει να κάνει. Κι εκείνη με είπε: «Τι ρατσισμός είναι αυτός; Τι αγόρι, τι κορίτσι. Γιατί θέλεις αγόρι;». Την είπα: «Γιατί θεωρώ αν θα περάσει, γιατί η κοινωνία μας τώρα δέχεται τις διαφορετικές φυλές, κι ακόμα τη θεωρώ άγουρη απέναντι σε αυτό, ότι ένα κορίτσι έχει περισσότερα προβλήματα, όταν ενηλικιώνεται και βγαίνει έξω, ιδιαίτερα στον εργασιακό τομέα, απ’ ό,τι ένα αγόρι». Κι εκεί με είπε: «Κάνεις λάθος, εγώ θεωρώ ότι αυτό που λες είναι ρατσισμός». Δεν ξέρω πώς το εννοούσε η κυρία, εγώ δεν ήθελα να έρθω σε αντιπαράθεση μαζί της, γιατί χρειαζόμουνα τη σφραγίδα της στο χαρτί μου. Αυτό ήτανε το ρεζουμέ μου. Αλλά συνεχίζω ακόμα και πιστεύω ότι οι γυναίκες έξω περνάνε πάρα πολύ δύσκολα, γιατί συν όλα τα άλλα δέχονται και πάρα πολλές άλλες ενοχλήσεις, που τις προσβάλλουν. Και έλεγα ότι αφού το παιδάκι θα είναι και έγχρωμο, θα είναι και γυναίκα, μες στο μυαλό μου πολλαπλασιάζονταν τα προβλήματα που θα είχε. Αυτά. Και ξεκίνησε η διαδικασία μας. Είχε διάρκεια, αλλά δεν μπορώ να πω τόσο μεγάλη. Της υιοθεσίας ήταν τεράστια. Αυτό σε εμάς κράτησε 10 με 12 μήνες, και να σας πω, θα ήταν και λιγότερο, απλά στην Αιθιοπία είχαν εκλογές, και όταν κάνουν εκλογές σταματάνε να λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες τους. Ξαναορίζονται στις θέσεις τους με την καινούργια κυβέρνηση τα άτομα. Αυτό μας καθυστέρησε ένα τρίμηνο. Εν πάση περιπτώσει, έγιναν όλα αυτά, η ΜΚΟ μπορώ να πω ότι έβρισκα τη συμπαράσταση που ήθελα, μπορώ να πω ότι μου έλυναν πολλές απορίες, μου έδειχναν τα βήματα, βήμα βήμα τα ακολουθούσαμε. Είχα και τη φιλενάδα μου που μου έλεγε: «Τώρα είμαστε σε αυτό το σημείο, τώρα είμαστε σε εκείνο το σημείο». Είναι μαγικό πράγμα να έχεις δίπλα σου κάποιον που το πέρασε, είναι πολύ μαγικό πράγμα. Συνεχίσαμε αυτόν τον αγώνα, είχαμε πολλές αγωνίες. Και η πρώτη φάση αυτής της διαδρομής είναι η ανεύρεση παιδιού στα ορφανοτροφεία της χώρας. Μπορείς να κάνεις ένα ταξίδι, βρίσκοντας εκεί έναν δικηγόρο, γιατί δεν μπορεί ο καθένας να χτυπάει μια πόρτα σε ένα ορφανοτροφείο και να λέει: «Γεια σας, ήρθα να δω τι παιδιά έχετε». Με συνοδεία ενός δικηγόρου, γιατί κάθε ορφανοτροφείο είχε έναν αριθμό παιδιών που μπορούσε να τα διαθέσει για υιοθεσία. Επομένως μπορούσε να γίνει αυτό το ταξίδι. Τα χρήματα όμως, οικονομικά αυτό το budget μεγάλωνε. [00:20:00]Εμείς ήταν ένα πράγμα που δεν μπορούσαμε να το κάνουμε. Το σκεφτήκαμε με τον άντρα μου και μου είπε ο άντρας μου: «Θα το αφήσουμε στον Θεό και στην τύχη. Θα διαλέξει ο δικηγόρος για μας ένα αγοράκι». Μας ζήτησαν, είπαμε εμείς: «Ένα αγοράκι θέλουμε». Εγώ, ξέρετε, δεν ήθελα να είμαι ιδιαίτερα εγωίστρια, να ζητήσω, όπως οι περισσότεροι, ένα παιδάκι ημερών. Οι περισσότεροι ζητάνε αυτό, γιατί θέλουνε να ζούνε το ψέμα ότι «αυτό από την κλινική ήρθε στην αγκαλιά μου». Εμένα δεν με ενδιέφερε, είχα πει γύρω στο 1 έτους, είναι μια πολύ καλή ηλικία, και εκείνο αντιλαμβάνεται, και μπορούμε πολύ γρήγορα να δεθούμε, να γνωριστούμε. Δηλαδή φανταζόμουν ότι χάνω περισσότερο καιρό αν κάθομαι να ζητάω ένα παιδί που γεννήθηκε πριν μια βδομάδα να μου το δώσουν εμένα σ’ έναν μήνα. Επίσης, εκείνο που με συμβούλεψαν η φιλενάδα μου και οι φιλενάδες που γνώρισα από τέτοια κορίτσια που κάναν τη δικιά μου διαδικασία, μέσω της φίλης μου της Ελένης, ήταν το ότι θα πρέπει να ζητάμε και να βρούμε ένα παιδί no paper. Είναι οι μαγικές λέξεις, ένα παιδί που δεν έχει χαρτιά, που σημαίνει ότι είναι εγκατελειμμένο. Γιατί; Όταν το παιδί δεν είναι εγκατελειμμένο και απλά το έχει αφήσει μία μαμά σε ένα ίδρυμα, όταν φτάνουμε στο δικαστήριο της Αιθιοπίας, πρέπει να βρεθεί αυτή η μαμά, να συναινέσει στην υιοθεσία. Με τις καταστάσεις που υπάρχουν στην Αιθιοπία, αυτό μπορεί να τραβήξει χρόνια. Αυτή η μαμά μπορεί να είναι σε ένα οποιοδήποτε χωριό, μέσα στις ζούγκλες τους, μέσα στο βάθος της Αιθιοπίας, δεν είναι απαραίτητο να είναι σε μια μεγάλη πόλη, στην Αντίς Αμπέμπα, ή οπουδήποτε. Έτσι, λοιπόν, εγώ το είχα πει στον δικηγόρο, και νομίζω ότι ψάχναμε μέσα σε αυτόν τον κύκλο, γιατί και τα περισσότερα παιδιά είναι χωρίς χαρτιά, γιατί στην Αιθιοπία ακόμα και σήμερα πολλά παιδιά εγκαταλείπονται. Τα γεννάνε και τα αφήνουνε στα αστυνομικά τμήματα, στις εκκλησίες, γιατί υπάρχουνε πολλές εκκλησίες, και στα ορφανοτροφεία. Θέλω να πω ότι όταν άκουσα ότι έξω από τα ορφανοτροφεία το βράδυ υπάρχει ένα κουτί, γιατί εκεί πρέπει να αφήσουν οι μητέρες το παιδί, για να προστατευτεί όσο το δυνατόν κατά τη διάρκεια της νύχτας, από ζώα, σκυλιά, από οτιδήποτε, με είχε συγκλονίσει. Είναι η πραγματικότητα, παιδιά, και η καθημερινότητά τους. Έτσι, κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν η κυρία από τη ΜΚΟ, και μου είπε: «Κυρία Αλεξιάδου, βρέθηκε ο γιος σας». Τις λέω πολύ ψύχραιμα τις κουβέντες, εγώ έκανα αρκετή ώρα να συνειδητοποιήσω το τι μου έλεγε, εκείνη το ήξερε, γιατί μάλλον το είχε ζήσει πολλές φορές και με άλλες γυναίκες. Και μου είπε: «Πού είσαι;». Εκείνη την ημέρα, για κακή μου τύχη, είχε ξεφορτίσει και το κινητό μου και με ψάχνανε από το πρωί. Και μου είπε επίσης: «Σας στέλνουμε φωτογραφία του παιδιού». Εγώ το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα να κάνω μόλις ήρθε η φωτογραφία, εκτός του ότι κοιτούσα ένα μωρό σε μια φωτογραφία και ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσω για τι συζητάμε, τι βλέπω ακριβώς, ήταν να πάρω την Ελένη. Η οποία εκτός του ότι άρχισε να τσιρίζει από τη χαρά της, γιατί το είχε περάσει, τώρα ήταν αλλιώς, σου λέω, όταν περνάει ο χρόνος τα πράγματα γίνονται αλλιώς, «και τι όμορφος είναι», κι εκείνη έβλεπε και τα χαρακτηριστικά, «και δες το χαμόγελο, δες τα μάτια», εγώ δεν είχα δει τίποτα απ’ όλα αυτά. Εγώ χάζευα ένα χαμογελαστό αγοράκι, τίποτα άλλο. Ο άντρας μου έλειπε, ήρθε κι ο Αχιλλέας, του λέω: «Αχιλλέα, αυτό κι αυτό». Εκείνος ήταν πιο εκδηλωτικός. Σκέφτομαι σήμερα που συζητάμε ότι μπορεί επίτηδες να ήμουν τόσο επιφυλακτική, ο φόβος, μήπως κι αυτή τη φορά διαψευστώ και δεν γίνει, δεν τελειώσει, γιατί όλα αυτά φέρνουν πόνο, ρε παιδιά, και φθορά. Μάλλον προσπαθούσα και να με προστατέψω, αλλά όχι συνειδητά. Έγινε αυτό, ήρθαν οι φωτογραφίες, μετά ακολούθησε μας στέλνανε υποτίθεται μια σειρά εξετάσεων που κάνανε στο παιδί. Εννοείται ότι αυτά τα χρήματα τα στέλνεις εσύ για τις εξετάσεις. Εμένα μου είχε καρφωθεί στο μυαλό και είχα μια μεγάλη αγωνία για το AIDS, περίμενα τις εξετάσεις από τα αποτελέσματα AIDS, βλακωδέστατα, γιατί αργότερα ο γιατρός μού εξήγησε ότι και να υπάρχει ο ιός του AIDS, μετά τα 2,5 χρόνια εμφανίζεται. Υπήρχε το πρόβλημα ότι προσπαθούσε η κυρία από τη ΜΚΟ, η κυρία Χρυσούλα, να με καθησυχάσει, μου έλεγε: «Η Ευρώπη είναι η ήπειρος που δέχεται παιδιά με AIDS, στην Αμερική δεν δέχονται παιδιά με AIDS, δεν υιοθετούνται». Και εκείνη την εποχή θυμάμαι ο Έμπολα, επίσης, είχε γίνει μια τεράστια επιδημία, στη Νιγηρία, άλλη τρελή αγωνία. Θυμάμαι τον άντρα μου να μου κατεβάζει τον χάρτη και να μου δείχνει πού είναι η Νιγηρία, πού είναι η Αιθιοπία, γιατί τον είχα πρήξει μάλλον, παιδιά, με συγχωρείτε για το πώς το λέω, αλλά πραγματικά τώρα που το σκέφτομαι τον είχα λαλήσει τον άνθρωπο. Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν οι μήνες, οι αγωνίες, και ήρθε η ώρα έπρεπε, ήξερα και από τα άλλα κορίτσια ότι η εντολή ότι φεύγουμε για Αιθιοπία, για να γίνει το τελευταίο δικαστήριο, που μας το παραχωρούν στην οικογένεια, και να το φέρουμε, δεν είναι κάτι που το ξέρεις δυο μήνες πριν, είναι θέμα μιας βδομάδας, δέκα ημερών. Δηλαδή πότε τελειώνει το χαρτομάνι και η γραφειοκρατία της Αιθιοπίας, και να κάτσει, καλή ώρα όπως είμαστε εδώ, μια υπάλληλος, να δει το ημερολόγιο, να ορίσει μια ημερομηνία για ένα δικαστήριο, το οποίο θα γίνεις σε τέσσερις πέντε ημέρες. Κάποια στιγμή με ενημέρωσαν μέσα στον Νοέμβριο να είμαι σε ετοιμότητα, εμείς ήμασταν σε ετοιμότητα, αλλά το «ξεκινάμε» δόθηκε αρχές Δεκεμβρίου. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να με ακολουθήσει σε αυτό το ταξίδι. Σε αυτό το σημείο θέλω να πω ότι όταν είναι να γίνει κάτι, έρχονται με έναν μαγικό τρόπο και όλα στρώνουν. Εμφανίστηκε, από το πουθενά, έτσι θαρραλέα, μπροστά μου, η κουμπάρα μου, μία από τις νονές του Ωρίωνα, η Ισμήνη, η οποία έκανε ένα φοβερό βήμα για τον εαυτό της. Είναι ένας άνθρωπος που δεν της αρέσουν τα άγνωστα, επομένως το να ταξιδέψει στο άγνωστο μαζί μου, σε μια τριτοκοσμική χώρα, για να φέρουμε πίσω ένα παιδί, πρέπει να ξεπέρασε επτά φορές, εκατό φορές τον εαυτό της. Και μας δίναν τα προγνωστικά ότι Χριστούγεννα θα κάναμε εκεί. Δηλαδή θα άφηνε και την οικογένειά της χριστουγεννιάτικα, για να είναι μαζί μου σε ένα ταξίδι. Και ο άντρας της, ο Θοδωρής, ο νονός του Ωρίωνα, μου είπε: «Μαργαρίτα, τώρα σημασία έχει να πάμε να φέρουμε το παιδί. Χριστούγεννα θα έρθουν πολλά και θα τα κάνουμε όλοι μαζί». Ήταν πιο ψύχραιμοι μάλλον. Ήρθε η ώρα, κλείσαμε τα εισιτήρια, όλα γίνονται, παιδιά, αγωνία, να βρεθούνε οι θέσεις, πιο ακριβά, φυσικά, γιατί ήταν Χριστούγεννα, όλα αυτά τσιμπάνε στις τιμές. Με οδήγησαν τα άλλα τα κορίτσια, που είχανε κάνει ήδη τις υιοθεσίες, για τα ξενοδοχεία κτλ. Και ξεκίνησα ένα πολύωρο ταξίδι. Κάναμε στο Κάιρο μία στάση, 20-22 ώρες ταξιδεύαμε. Φτάσαμε στην Αντίς Αμπέμπα, περάσαμε χιλιάδες τελωνεία, χιλιάδες ελέγχους, η κουμπάρα μου ξόδεψε πακέτα με αντισηπτικά μαντιλάκια και ό,τι υγρό είχε και το πασαλειβότανε. Εν πάση περιπτώσει, κάποτε φτάσαμε, μας περίμενε ο οδηγός του δικηγόρου, μας πήγε στο ξενοδοχείο.
Εκεί συνειδητοποίησα ότι αυτό που κάνουμε εμείς το κάνει όλος ο κόσμος που πάει στην Αιθιοπία, γιατί στην Αιθιοπία δεν θα πας για τουρισμό, θα πας γιατί έχεις κάποια δουλειά ή για να υιοθετήσεις. Τα δωμάτια του ξενοδοχείου είναι προσαρμοσμένα για να δεχτούν ένα παιδί, είχε δηλαδή κούνια και είχε και όλα αυτά που χρειάζεσαι, έναν βραστήρα, ένα τέτοιο που χρειάζεσαι όταν έχεις ένα μωρό αγκαλιάς. Ξεκίνησαν οι διαδικασίες, ήρθε δικηγόρος, γνώρισα αυτή τη μαγική φωνή με τα περίεργα Αγγλικά του που άκουγα, ξαφνιάστηκε που είδε δύο γυναίκες. Ήτανε μία περίοδος που δεν είχαν πάει καλά οι εκλογές και ήτανε δύσκολες στην Αιθιοπία. Ξαφνιάστηκε που είδε δύο γυναίκες, προτιμούσε να υπάρχει κι ένας άντρας για ασφάλεια. Πίστευε ότι θα υπάρξει και ο Αχιλλέας μαζί μας. Αυτό τον έκανε να μας έχει μόνιμα τον οδηγό του κοντά μας. Εγώ δεν τα παίρνω πολύ έτσι σοβαρά όλα αυτά τα πράγματα και με βοηθάει αυτό. Γιατί διαφορετικά δεν θα έβγαινα από το ξενοδοχείο και έπρεπε όλη την πρωτεύουσα να γυρίσουμε. Εγώ ανυπομονούσα για την πρώτη μας επίσκεψη στο ορφανοτροφείο, για την πρώτη γνωριμία με το παιδί. Έπρεπε, λέει, να κάνουμε τρεις τέσσερις επισκέψεις και μετά να καταλήξουμε στο δικαστήριο, και μετά το δικαστήριο είχαμε δικαίωμα να πάμε κατευθείαν στο ορφανοτροφείο, να υπογράψουμε τα χαρτιά που πήραμε από το δικαστήριο και να πάρουμε πια το παιδί στο ξενοδοχείο. Εκεί μας εξήγησαν ότι την επόμενη μέρα θα έρθει οδηγός να μας πάει, ήταν έξω απ’ την Αντίς Αμπέμπα το ορφανοτροφείο, σε μία άλλη, όχι χωριό, σε μία άλλη επίσης μεγάλη πόλη, δεν θυμάμαι τώρα πώς λέγεται. Ταξιδεύαμε πάντως κάνα μισάωρο, κάνα σαραντάλεπτο, ήτανε μία καλή ευκαιρία και γνωρίζαμε την Αιθιοπία. Θυμάμαι ότι είχε περισσότερο πράσινο από όσο φανταζόμουνα, ότι είναι κόκκινα τα χώματά της, ανθρώπους που περπατάνε χιλιόμετρα ταλαιπωρημένους. Επίσης έχω να πω γι’ αυτή τη χώρα ότι είναι φιλόξενοι, ότι είναι εγκάρδια, ότι οι άνθρωποι αυτοί που πεινάνε, που είναι τόσοι φτωχοί, έχουν ένα χαμόγελο για σένα. Τους ζητάς: «Πώς μπορώ να πάω εκεί;», σε παίρνουν από το χέρι να πάνε να σου δείξουν τον δρόμο. Και επίσης η εγκληματικότητά τους και στο θέμα της κλεψιάς είναι τόσο χαμηλά τα ποσοστά σε σχέση με την πείνα τους. [00:30:00]Δηλαδή θα μπούνε σε ένα μαγαζί και δεν θα κλέψουν γιατί πεινάνε. Ίσως είναι ιδιαίτερα καλοί και γι’ αυτό τραβάνε τόσα αυτοί οι άνθρωποι και τους εκμεταλλεύονται. Έχουν μεγάλη πίστη, είναι πολλοί χριστιανοί και κόπτες, υπάρχουνε και μουσουλμάνοι, αλλά είναι λιγότεροι, φοράνε σταυρούς μεγάλους, ξύλινους, το αγαπάνε αυτό. Η χώρα αυτή έχει φοβερή αντίθεση, ουρανοξύστες, που έρχονται Ιάπωνες και Κινέζοι και χτίζουν τα πάντα. Και το γελοίο είναι ότι δίπλα είναι μία παράγκα από χαρτιά, από ξύλα, που μένουν δεν ξέρω πόσα άτομα. Είχα μάθει τότε ότι όλους αυτούς τους ανθρώπους που περιπλανιόνταν και ζούσαν έτσι, θέλαν να τους μάσουνε, να τους πάνε έξω από την Αντίς Αμπέμπα, γκέτο να δημιουργήσουν, με λίγα λόγια, γιατί τους χαλούσαν και την αισθητική. Είχε πάρα πολλή κίνηση, οι δρόμοι τους είχαν ένα κομφούζιο, γινόταν ένας πανικός, ήτανε ατελείωτες ώρες στους δρόμους. Οι δημόσιες υπηρεσίες τους ξεπερνάνε την Ελλάδα, δεν έχουν κομπιούτερ. Επίσης ένα αστείο είναι ότι δεν δεχόντανε το Μαργαρίτα Αλεξιάδου, που είναι το επίθετό μου. Οι γυναίκες έχουνε και μεσαίο όνομα, εγώ δεν είχα, και έπρεπε να συζητάμε ώρες με τον υπάλληλο ποιο είναι το μεσαίο όνομα που δεν έχω. Στο τέλος μόνοι τους όλοι καταλήγαν και βάζαν το Μαρία της Παναγίας, για να είναι όλοι ήσυχοι, κι εκείνος ήσυχος και εγώ να τελειώνει επιτέλους η δουλειά μου. Γκισέ και ουρές, κτίρια τρελά, με ζέστη, με ό,τι μπορείς να φανταστείς, και απλά δεχόσουν το Μαργαρίτα Μαρία Αλεξιάδου για να ξεμπερδεύεις. Κράτησε αυτό, εγώ καταλάβαινα ότι θα κρατήσει αρκετά και ότι τελικά θα κάνουμε εκεί Χριστούγεννα. Είπα στον δικηγόρο μου ότι: «Ξέρετε, ο πεθερός μου περιμένει να 'ρθούμε με το παιδί και δεν είναι καλά στην υγεία του. Μπορούμε να κάνουμε κάτι;», ο ελληνικός τρόπος σκέψης, «μπορούμε να κάνουμε κάτι όλο αυτό να το κάνουμε πιο γρήγορο;». Φυσικά πάντα υπάρχει τρόπος και έτσι μπορέσαμε και το επισπεύσαμε. Επομένως επιστρέψαμε πριν τα Χριστούγεννα. Πριν φτάσω όμως εκεί θέλω να πω για την πρώτη φορά που πήγαμε στο ορφανοτροφείο. Η πόρτα του ήταν λαμαρίνες, με τρύπες και με μία κλειδαριά. Μας περίμεναν, μας άνοιξε την πόρτα ένας άντρας, ο οποίος από τα ρούχα που φορούσε καταλάβαινα ότι ήταν ιερωμένος, αργότερα έμαθα ότι ήταν κόπτης. Εμείς κουβαλούσαμε μαζί μας ό,τι μπορούσαμε, καραμέλες, μπανάνες, πάρα πολλά πράγματα. Μπήκαμε σε έναν χώρο που ήτανε περίεργος, υπερβολικά φτωχικός, με πολλά παιδιά, χωρίς να έχει τα βασικά. Κατ’ αρχήν, δεν είχε τρεχούμενο νερό, δηλαδή υπήρχαν κάτι σαν τεράστιες δεξαμενές, κάτι βαρέλια, που εκεί πλένανε, αυτά τα νερά, τα απόνερα, τα κρατούσαν για να τα ρίχνουν στις τουαλέτες τους, και δεν συμμαζεύεται. Το χειρότερο ήταν ότι αυτό συνόρευε με έναν στάβλο. Επομένως, οι μύγες και τα κουνούπια από τις κοπριές ήταν κάτι το αδιανόητο. Υπήρχε όμως και το εξής μαγικό. Παιδιά, αυτός ο χώρος έλαμπε. Πώς γινόταν αυτός ο χώρος και έλαμπε εγώ ποτέ μου δεν κατάλαβα. Κάτω δεν υπήρχανε πλάκες, δεν υπήρχε τσιμέντο. Υπήρχε χώμα, το οποίο με εκείνες τις αυτοσχέδιες σκούπες είχε εκατομμύρια φορές σκουπιστεί, που είχε γίνει σαν φαλακρό. Δηλαδή πατιόταν και δεν έκανε λάσπη. Αυτός όμως ήταν πεντακάθαρο. Τα πιτσιρίκια ήταν σε αυτά τα αυτοσχέδια δωματιάκια, μία λάμπα κρεμότανε, η οποία το φως της ήταν, ξέρω γω, σαράντα κεριά, ήταν δεν ήταν. Ο γιος μου ήταν τυχερός, ήταν κάτω απ’ το παράθυρο, είχε μία πολύχρωμη κουρτινούλα από πάνω του, την οποία ο αέρας την έκανε παιχνίδια και ήταν το παιχνίδι του όλη την ημέρα, αυτό κατάλαβα. Δηλαδή εγώ αυτό πρωτοείδα, χεράκια σηκωμένα να προσπαθούν να πιάσουν την κουρτίνα. Εγώ είχα την αγωνία, ήταν όλοι μπροστά μου, η μαμά είχε μείνει πίσω, δεν ήξερα αν είναι αυτό το παιδί, δεν ήξερα, μου δείχνουν ένα παιδί, μου λένε είναι αυτό. Είναι; Τι να ζητήσω; Κωδικό; Δεν ξέρω, μου ήτανε πάρα πολύ περίεργο. Με βοήθησε η κουμπάρα μου, θυμάμαι ήρθε από πίσω μου και με έσπρωξε πολύ απαλά και μου είπε: «Πάνε πάρ’ τον αγκαλιά». Λέω: «Ισμήνη, είναι αυτός; Είναι δικός μας;». Μου λέει: «Δεν βλέπεις αυτό το χαμόγελο της φωτογραφίας, ο ίδιος είναι». Λέω για να το λέει και η κουμπάρα μου, έτσι θα είναι. Πήγα, άπλωσα τα χέρια μου να τον πάρω, άπλωσα αμέσως τα χέρια μου, αγκαλιαστήκαμε, κι από τότε αγκαλιασμένοι συνεχίζουμε και είμαστε. Ωραία ήτανε, μας δώσανε τον χρόνο μας, βγήκαμε, τον πήραμε αγκαλιά. Τα κορίτσια όλα αυτά στην Ελλάδα που είχαν γίνει μαμάδες με τον ίδιο τρόπο, όλες μου είχαν δώσει μία συμβουλή, η άλλη μου είχε πει: «Όταν θα είστε μόνες σας, ξέντυσέ το, δες το, δες τα κοκαλάκια του, δες τα χεράκια του, τα δαχτυλάκια του, δες, μίλησέ του λίγο στο αυτί, ακούει; Προσπάθησε να καταλάβεις αν βλέπει». Αυτά μου τα λέγανε όταν ήμουνα στην Ελλάδα, και μου δημιουργούσανε άγχος. Και έλεγα στον άντρα μου: «Ωραία, και δεν βλέπει, ή καταλαβαίνω ότι δεν ακούει, του λείπει ένα δάχτυλο, εγώ τι θα πω, το προϊόν είναι ελαττωματικό; Δεν το θέλω; Θα χαλάσω την υιοθεσία, θα την ξαναξεκινήσω από την αρχή;». Αυτό με το βασάνιζε πάρα πολύ. Κατ’ αρχήν δεν θεωρούσα ότι όταν τίμιο, δεν ήξερα τι πρέπει να κάνω. Επίσης είχα το άγχος ότι πήγαινα μόνο εγώ και κουβαλούσα εγώ την ευθύνη, δηλαδή δεν ήμασταν μαζί εκεί ταυτόχρονα το ζευγάρι να αποφασίσει, εγώ είχα την ευθύνη του τι έπρεπε να κάνω. Ο άντρας μου, κάποια στιγμή, γιατί πάλι θα τον έπρηξα φαντάζομαι, μου έδωσε μια λυτρωτική απάντηση, η οποία μου είπε: «Αυτό είναι το παιδί μας, εάν ο Θεός σού έδινε και γεννούσες ένα παιδάκι το οποίο δεν έβλεπε, το οποίο δεν είχε δάχτυλα, τι θα έκανες, θα το άφηνες στην κλινική και δεν θα το έπαιρνες; Θα το γυρίζες πίσω; Αυτό είναι το παιδί μας, θα το πάρεις και θα το φέρεις». Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, ήτανε ίσως αυτό που ήθελα να ακούσω. Ο Ωριωνάκης μου όλα τέλεια ήτανε πάνω του, δεν είχε κανένα πρόβλημα, τον τάισα αυτό που λένε γάλα εκεί, ένα νερωμένο πράγμα ήτανε, κοιμήθηκε μετά στην αγκαλιά μου. Θυμάμαι ότι προσπαθούσα ούτε να αναπνέω, για να μην τον ενοχλώ, είχα μείνει κόκαλο, έτσι, ήμουνα μία κούνια ζωντανή. Ξύπνησε μετά, έπρεπε να τον αφήσω και να φύγουμε, δεν ήταν ωραίο, γιατί είχα γλυκαθεί, περίμενα πότε θα ξαναπάμε, εκεί ήταν που είπα τον δικηγόρο πώς θα το επισπεύσουμε αυτό, γιατί πλέον η αγωνία είχε γίνει τεράστια. Ήθελα το παιδί να έρθει στην αγκαλιά μας, να το πάρουμε στην μπανιέρα, να το πλύνουμε, να του βάλουμε τα ρουχάκια. Μια μέρα, που δεν είχαμε το πρωί να πάμε σε υπηρεσίες, είπα στον οδηγό ότι: «Θα ήθελα να με ξαναπάς», από το να κάτσω στο ξενοδοχείο. Εκεί, δεν το είχα κάνει επίτηδες, δεν το είχα σκεφτεί καν, πήγαμε αιφνίδια, δεν μας περίμεναν. Εκεί τα πράγματα δεν ήταν τόσο ειδυλλιακά όπως τα είδα την πρώτη φορά, δηλαδή το μωρό μου δεν ήταν ντυμένο με ρουχάκια όμορφα, το μωρό μου ήτανε γυμνό, φορούσε ένα κομμάτι, μια μουσαμαδιά, σαν μία τεράστια πάνα, δεμένη με ένα σκοινί στη μέση, γιατί φαντάζομαι τα babylino και οι πάνες δεν είναι όπως εδώ, ναι μεν υπάρχουν στα σούπερ μάρκετ, και φαντάζομαι ότι εκεί ό,τι έχουν από δωρεές. Ήταν και λερωμένος κιόλας ο μικρούλης. Πανικοβλήθηκαν οι κοπέλες που με είδανε, δεν μπορούσαν να μου αρνηθούνε όμως να το δω, να το πάρω. Το πήραν, το πλέναν, το καθαρίσανε, έγιναν όλα τα σχετικά. Εκεί άρχισα να κοιτάω πιο προσεκτικά γύρω μου και κατάλαβα ότι τα παιδάκια δεν είναι τόσο όμορφα ντυμένα όσο ήταν ο δικός μου όταν τον πρωτοείδα, είναι γιατί ήτανε το προϊόν ο Ωρίωνας και πήγαινε η μαμά να το δει, η οποία μαμά έκανε διάφορες «δωρεές» όλο τον χρόνο, τις «δωρεές» θέλω να τις βάλουμε σε εισαγωγικά, γιατί όταν σου λένε ποιο είναι το ποσό της δωρεάς, δεν είναι δωρεά. Είδα ότι όλα τα παιδάκια ήτανε στην κατάσταση του γιου μου, επίσης είχανε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αναπτυγμένο, δηλαδή κρατούσανε κάτι δυνατά στο χέρι τους, ένα πράγμα σαν ένα σφουγγάρι φαντάσου το αυτό, ένα είδος ψωμιού που το μαγειρεύουνε, και το κρατούσαν τόσο σφιχτά, ασπρίζαν τα χεράκια τους. Ήταν το φαγητό τους. Δεν τα δίνανε γαλατάκι, εν πάση περιπτώσει, και τι να κάνουνε; Εκεί συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα που πάμε εμείς επίσης δεν δίνονται στα παιδιά και ότι κρατιούνται σε μία αποθήκη. Δεν ξέρω αν μοιράζονται μετά, δεν ξέρω αν τα πουλάνε, δεν παίρνω τέτοιο κρίμα. Αποφασίσαμε όμως με την κουμπάρα μου όσες φορές επισκεφτήκαμε το ορφανοτροφείο, δεν τα παραδίδαμε όταν μας τα ζητούσαμε και τα μοιράζαμε εμείς στα παιδιά. Χαιρόμασταν να τα βλέπουμε να τρώνε τις καραμέλες χαιρόμασταν να τα βλέπουμε να τρώνε τις μπανάνες. Είχαμε πάρει μαζί μας και ορισμένα φάρμακα, Fissan, τέτοια πράγματα, για τα συγκάματα, από δω, για να τα κάνουμε δωρεά εκεί. Μου είχαν πει πάλι οι μαμάδες από δω ότι: «Ξέρεις, όλες τις συσκευασίες να τις χαράσσεις, δηλαδή να ανοίξεις την κρέμα τη Fissan και να πάρεις μία στα χέρια, να φαίνονται χρησιμοποιημένα, για να μην μπορούν να μεταπωληθούν. Είχαμε πάρει ορισμένα φάρμακα, αντιβιώσεις, είχαμε πάρει φάρμακα για ωτίτιδες, ό,τι μπορούσα να κουβαλήσω, που μου επέτρεπε η αεροπορική εταιρεία, τα πήραμε μαζί μας και τα πήγαμε, και παιχνίδια πήγαμε και άλλα ρουχάκια πήγαμε, ό,τι μπορούσαμε, γιατί ήτανε και το περιθώριο των κιλών η βαλίτσα, είναι τόσα πολλά, ο καθένας από τη δικιά του πλευρά. Δεν ασχολήθηκε κανείς ότι θα πάμε σε ένα ορφανοτροφείο, δεν βαριέσαι, άσε μία βαλίτσα παραπάνω, δεν υπάρχουν αυτά τα ιδανικά στον κόσμο μας. Επίσης το δικό μου το παιδί, το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα και αυτό με είχε συγκλονίσει, είχε φουσκωμένη κοιλίτσα. Εμένα με άγχωσε. Νόμιζα πως είναι πώς έβλεπα στις φωτογραφίες, στα ντοκιμαντέρ, τα παιδάκια με την Μπιάφρα, που φουσκώνει από την αφαγία η κοιλιά τους, και φοβόμουν τέτοιο πράγμα. Πάλι η κουμπάρα μου, που ήταν πιο ψύχραιμη, μου λέει: [00:40:00]«Και τα ροδοκόκκινα μάγουλα», γιατί είχε μάγουλα ο Ωρίωνας, «δεν τα βλέπεις; Πώς πεινάει;». Και εκεί συνειδητοποίησα, το βράδυ στο ξενοδοχείο το συνειδητοποίησα, ότι επειδή ξέρανε ότι θα πάμε να το πάρουμε, το δικό μας το παιδί το ταΐζαν περισσότερο, γιατί εγώ θα μπορούσα να πω ότι εγώ κάνω τόσες δωρεές, γιατί το παιδί είναι νηστικό; Και τα άλλα τα παιδάκια, που ήτανε πολύ αδύνατα παιδάκια, ήταν γιατί δεν είχε έρθει ακόμα, δεν έχει βρεθεί οικογένεια που θα τα υιοθετούσε. Όλοι αυτοί ήτανε λόγοι που εγώ ήθελα να τελειώνουμε. Και επίσης ήθελα το μωρό να το επιστρέψω στην Ελλάδα και να το γνωρίσω στον μπαμπά του. Αλλάξαμε τα εισιτήρια, βοήθησε ο δικηγόρος, το τελευταίο στάδιο στην Αιθιοπία είναι η ελληνική πρεσβεία. Η διαδικασία είναι ότι πας στην ελληνική πρεσβεία, εκεί πρέπει να βγει ένα πρόχειρο, ένα διαβατήριο λίγων μηνών, γιατί το παιδί είναι σε ένα ουδέτερο έδαφος, ούτε έχει γίνει το δικαστήριο στην Ελλάδα, έχει γίνει μόνο το ένα δικαστήριο στην Αιθιοπία, που σημαίνει ότι ακόμα δεν είσαι εσύ ο γονέας του. Θα πάρει το επίθετο του άντρα, γιατί πρέπει να έχεις σε αυτό το διαβατήριο ένα επίθετο για να ταξιδεύει το παιδί και να αλλάζει ηπείρους, αλλά είναι μία συγκεκριμένη διαδικασία που υπάρχει, για να μπορεί να περπατήσει. Αυτό το ok, αυτή τη μεγάλη σφραγίδα περνάει αυτό στην Αθήνα, στην Αθήνα γίνεται αυτή η πρεσβεία, και με το διαδίκτυο ξαναεπιστρέφει πίσω. Το πρόβλημα είναι ίντερνετ είχαν δύο ώρες την ημέρα, γιατί ήμασταν στην Αφρική. Πήγαμε εκεί, φυσικά εκεί αμέσως αντιλήφθηκα ότι είμαι σε ελληνικό χώρο, ο δημόσιος υπάλληλος παντού είναι ίδιος, δεν ήθελαν να εξυπηρετήσουν. Οι εκεί δημόσιοι υπάλληλοι το φέρουν βαρέως που είναι υπάλληλοι σε αυτή την πρεσβεία, γιατί θεωρείται στην Αιθιοπία δυσμενής μετάθεση. Δεν είναι Αμερική, δεν είναι Ευρώπη, δεν είναι μία πλούσια χώρα, είναι Αιθιοπία, περνάνε δύσκολα. Μουρμούριζε εκεί ο υπάλληλος, εν πάση περιπτώσει, επειδή ήμασταν και οι δύο Έλληνες, συνεννοηθήκαμε, του εξήγησα ότι δεν θα φύγω εγώ ποτέ από κει άμα δεν τελειώσουμε και «όσο πιο γρήγορα τελειώσουμε, θα γυρίσεις κι εσύ σπίτι σου», του είπα. Εκεί ο δικηγόρος μού είπε: «Πια είσαι σε ελληνικό έδαφος, εγώ δεν μπορώ να σε βοηθήσω, εγώ μόνο κάθομαι εδώ στον προθάλαμο και σε περιμένω». Εκεί ήμασταν και άλλες μαμάδες, από τη Σύρο ήταν τα άλλα δύο κορίτσια, μόνες, δεν είχανε σύζυγο. Υιοθετήσαν κι εκείνες δύο κοριτσάκια. Μαζί κάναμε τα βήματα, περιμέναμε, παρακαλούσαμε το ίντερνετ, εκείνο, το ένα, το άλλο, η Ισμήνη έκανε baby sitting σε όλα τα παιδιά, όσο εμείς υπογράφαμε τα ατελείωτα χαρτιά, την πολυπόθητη visa την πήραμε στα χέρια μας. Και την άλλη μέρα πετούσαμε. Η χαρά ήτανε τρελή, μαζεύτηκαν σε χρόνο ρεκόρ τα πράγματα, το παιδί στο ξενοδοχείο ήτανε μία χαρά, λουσμένος, μπανιαρισμένος, κάναμε ένα αυτοσχέδιο σκουφί με την Ισμήνη, χριστουγεννιάτικο, να το κατεβάσουμε από τα αεροπλάνο ως αγιοβασιλιάτικο δωράκι. Αυτά πάνω κάτω, αυτά είναι που θυμάμαι. Είχε τρέξιμο. Εντάξει, μας απασχολούσε πάλι 22 ώρες πώς το παιδί θα ήτανε μέσα στα αεροπλάνα. Το παιδί είχε τη μαγική τέτοια να κοιμάται όσες ώρες πετούσαμε και ξυπνούσε μόνο όταν ήμασταν στο έδαφος, το ταΐζαμε, το αλλάζαμε, το φροντίζαμε, και ξανά. Έχει μια αύρα ο Ωρίωνας, πάντα μας βλέπαν να περιμένουμε στην ουρά στα αεροδρόμια, μας δίνανε προτεραιότητα, μας δίναν καλύτερες θέσεις, μας εξυπηρετούσαν οι αεροσυνοδοί, είναι όμορφος και χαμογελαστός, αυτό τον προδιαθέτει τον άλλον. Και έτσι έγινε πιο σύντομο, με εισαγωγικά αυτό, και πιο βολικό και όμορφο το ταξίδι μας.
Επιστρέψαμε, στο αεροδρόμιο περίμεναν πολλοί, πρώτα Αθήνα. Είχε μία καθυστέρηση τρεις τέσσερις ώρες η ανταπόκριση για Θεσσαλονίκη, οι ατελείωτες είναι αυτές οι ώρες. Γυρίσαμε, περίμενε πολύς κόσμος. Η τυπική ημερομηνία που είχε στο διαβατήριό του ήταν η ημερομηνία που πατήσαμε το πόδι μας στην Ελλάδα, 21/12. Αυτό σημαίνει ότι είχαν μαζί τους και τούρτες γενεθλίων και μπαλόνια και γινόταν ένα σόου. Το μωρό είχε, έχει μεγάλα μάτια ο γιος μου, παιδιά, αλλά τα είχε κάνει τρεις φορές πιο μεγάλα, ήταν εκστασιασμένος από τον κόσμο, από τις φωνές, από τα φώτα, ένα παιδί, που σου λέω, ζούσε με μία λάμπα που το φως έσβηνε 20:00 το βράδυ. Πήγε σε όλα τα χέρια, σε όλες τις αγκαλιές, με τον μπαμπά του λατρεύτηκαν από την πρώτη ματιά. Ήτανε πολύ ωραία. Μετά μας βάλανε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να γυρίσουμε στο Κιλκίς, καταλάβαμε ότι δεν χωρούσαμε στο αυτοκίνητο και με όλα τα δώρα που μας είχαν οι φέρει. Η Ισμήνη και ο Θόδωρος ακολούθησαν κι εκείνοι με το δικό της αυτοκίνητο που ήταν γεμάτο με τα δώρα. Όλο το αεροδρόμιο κοιτούσε το αυτοσχέδιο πάρτι, ήτανε πολύ ωραία. Είχανε μπει, είχαν βάλει στο αυτοκίνητο, είχαν φροντίσει όλοι, καρεκλάκι αυτοκινήτου για το παιδί, το τοποθετήσαμε, φτάσαμε στο Κιλκίς. Το πήγαμε κατευθείαν στη νονά του την εδώ, μία από τις νονές εδώ, που δεν μπορούσε, ήταν η μαμά της αδιάθετη και δεν μπορούσε να έρθει στο αεροδρόμιο. Είναι η νονά που μας παραχωρεί τον χώρο και κάνουμε αυτή τη συνέντευξη σήμερα. Περίμενε, ο γιος της με το που άνοιξε την πόρτα είπε: «Ήρθε ο αδελφός μου, μου είπε η μαμά μου ότι περιμένουμε τον αδερφό μου», μοναχοπαίδι έχει και εκείνη. Αγκαλιαστήκανε, φιληθήκανε, φωτογραφίες άπειρες, ο Ωρίωνας φωτομόντελ από την πρώτη στιγμή. Και φτάσαμε στο σπίτι μας. Εγώ τον είχα στην αγκαλιά μας, άναψε ο Αχιλλέας τα φώτα όλου του σπιτιού, του έκανα μία βόλτα στο σπίτι του, του γνώρισα το σπίτι του, του κάναμε ένα ντουζάκι και στο δωμάτιό του που ήταν έτοιμο τον βάλαμε. Ήταν τόσο βολικό μωρό, παιδιά, από την πρώτη μέρα, ταξίδευε πάνω από 24 ώρες, όλο αυτό διαρκέσει, ήμασταν στους δρόμους, το μωράκι στο κρεβάτι του ούτε κιχ δεν έκανε. Εγώ πηγαινοερχόμουν να δω, κλασική μαμά Ελληνίδα, τι κάνει. Ήθελα να τον πάρω δίπλα μου, ο άντρας μου είπε: «Δεν θα τολμήσεις, το παιδί θα είναι στο δωμάτιό του, δεν υπάρχει λόγος». Δίκιο είχε, αν και το θεωρούσα πολύ σκληρό αυτό που κάναμε. Και ξεκίνησε η οδύσσεια, το ταξίδι μάλλον, η οδύσσεια εκεί τελείωσε, γιατί ξεκίνησε το ταξίδι το υπέροχο αυτό με τον Ωρίωνα. Πολύ γρήγορα ο Ωρίωνας καταλάβαινε Ελληνικά, επικοινωνήσαμε πάρα πολύ γρήγορα. Στα ραντεβού που είχαμε με τον παθολόγο, με τον παιδίατρο, ανακαλύψαμε ότι ηλικιακά ήτανε πολύ πιο μικρός από ό,τι έγραφαν τα χαρτιά του, ο αναπτυξιολόγος, γιατί εγώ είχα μία ανησυχία, γιατί τότε είχε αρχίσει να ψιλοαρκουδίζει. Ένα παιδί όμως 10 μηνών αρκουδίζει κανονικά. Είχα μία ανησυχία με αυτό. Αλλά ανακαλύψαμε αυτό και αργότερα έμαθα, από τις μαμάδες τις μαγικές επίσης, ότι στην Αιθιοπία υπάρχει ένας νόμος τα παιδιά δίνονται σε υιοθεσία από τον έκτο μήνα της ηλικίας τους και έπειτα. Γι’ αυτό τον λόγο στα χαρτιά βάζουνε μεγαλύτερη ηλικία, για να μπορούνε να τα σπρώχνουνε πιο εύκολα και πιο γρήγορα και να παρακάμπτουν τον νόμο. Επομένως ο Ωρίωνας ναι μεν λέγαμε ότι ήταν ένα παιδί που είχε σχεδόν χρονίσει, αλλά ο Ωρίωνας ήταν περίπου 8 μηνών όταν τον πήρα. Και πήγαν όλα μετά μια χαρά. Αυτή είναι η ιστορία μας, της υιοθεσίας.
Τα εξηγήσατε πάρα πολύ ωραία. Έχω μερικές ερωτήσεις.
Ευχαρίστως.
Θα ξεκινήσω λίγο από την Αιθιοπία και μετά θα σας γυρίσω.
Ναι, όπως θέλεις.
Μου αναφέρατε μία ΜΚΟ που βοήθησε. Θέλετε να μου πείτε λίγα παραπάνω, ποια είναι και πώς βοήθησε;
Η ΜΚΟ είναι στην Αθήνα, ασχολείται με υιοθεσίες σε όλο τον κόσμο, απ’ όλο τον κόσμο, Ίσις νομίζω, προσπαθώ να θυμηθώ, ήταν νόμιμη, ήταν κανονική, οτιδήποτε χρειάστηκε από χρήματα ή από οτιδήποτε είχα αποδείξεις. Με βοήθησαν πολύ, δηλαδή στον δικηγόρο, όλα αυτά. Γιατί ξέρετε τι γίνεται; Η Ελλάδα είναι μία χώρα που οι υιοθεσίες της ακόμα είναι ιδιωτικές, δηλαδή δεν υπάρχει κάποιο πρακτορείο που αναλαμβάνει την υιοθεσία, όπως ισχύει σε όλο τον κόσμο. Δηλαδή εγώ είμαι με τον άντρα μου ένα ζευγάρι που θέλουμε να υιοθετήσουμε, αρκεί να βρούμε έναν ιδιωτικό δικηγόρο, να βρούμε μία ΜΚΟ. Επίσης τώρα πια και η Περιφέρεια μπορεί να σου κάνει όλη τη διαδικασία της υιοθεσίας, που είναι τελείως δωρεάν. Αλλά είναι πιο χρονοβόρο και δύσκολο, γιατί αυτοί οι άνθρωποι, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν το γνωρίζουν, το μαθαίνουν μαζί μας. Επομένως τα βήματα δεν τα ξέρουν τόσο εύκολα. Αλλά το κράτος σού δίνει αυτή τη δυνατότητα. Τι άλλο; Έλεγα για τα πρακτορεία. Επομένως έπρεπε κάποιος να σε κατευθύνει. Έπρεπε κάποιος να σε βάλει στο ορφανοτροφείο. Έπρεπε κάποιος να σου βρει κατ’ αρχήν τον δικηγόρο για να σε βάλει στο ορφανοτροφείο. Αυτός είναι ο ρόλος που έπαιζε η ΜΚΟ. Στις υπόλοιπες χώρες, απ’ ό,τι έχω μάθει, αν και έχω καταλάβει, έχω μάθει επίσης, έχει κλείσει πια η πόρτα με την Αιθιοπία, κι ο λόγος είναι γιατί ακόμα δεν έχουμε πρακτορείο υιοθεσιών. Δηλαδή θα υπάρχει μία επιχείρηση, ένα ιδιώτης, φαντάζομαι, οι οποίοι δημιουργούν ένα πρακτορείο, όπου έχει τους γιατρούς, για όλα τα ιατρικά που λέγαμε, έχει τον δικηγόρο, θα σου κλείσει τα αεροπορικά εισιτήρια, θα σου βρει τα ξενοδοχεία, πιθανόν μπορεί να σε συνοδέψει κάποιος στο ταξίδι. Όλα αυτά που χρειάζεσαι. Όλη η Ευρώπη έχει πρακτορεία, κι εκεί πας, απευθύνεσαι σε ένα πρακτορείο, και σου λένε όλο αυτό πόσο θα σου κοστίσει και τελειώνει. Εδώ επειδή δεν υπήρχε αυτό, γι’ αυτό υπήρχε η ΜΚΟ. Αλλά, επαναλαμβάνω, και μέσω της Περιφέρειας γίνεται. Η ΜΚΟ είχε διατηρήσει το δικαίωμα τα παιδιά που έρχονται σε υιοθεσία από την Αιθιοπία, δεν ξέρω αν ισχύει και στην Ελλάδα αυτό, [00:50:00]μέχρι το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους, κάθε χρόνο δεχόμαστε την επίσκεψη ενός –πώς να το πω, είναι υπάλληλος του κράτους, αλλά η επιμέλειά του, έχει σχέση με τις επιμέλειες– τον κοινωνικό λειτουργό, αυτό προσπαθώ να θυμηθώ τόση ώρα, την έκφραση. Μιας κοινωνικής λειτουργού η οποία θέλει η συνέντευξη να γίνεται στο σπίτι, παρουσία όλης της οικογένειας, θέλει να γνωρίζει τον χώρο που ζει το παιδί, να βλέπει το δωμάτιό του, ζητάει το βιβλιάριο του γιατρού, τον εμβολιασμό του, ρωτάει για το σχολείο του, για τις επιδόσεις του, για τα εξωσχολικά του. Κάνει με τον τρόπο της η κοινωνική λειτουργός μια συνέντευξη στο παιδί, αντιλαμβάνεται, αν και όταν ένα παιδί περνάει καλά και είναι χαρούμενο δεν χρειάζονται ιδιαίτερες σπουδές για να το αντιληφθείς, το βάζει ζωγραφίζει. Αυτό γίνεται μία έκθεση η οποία μεταφράζεται και τη δέχεται, τη ζητάει η πρεσβεία της Αιθιοπίας μέχρι τα 12 έτη του παιδιού. Αυτός ήτανε και λόγος που τότε είχε πει η ΜΚΟ ότι ναι μεν θα έρχεται μία δημόσια κοινωνική λειτουργός, αλλά όλη την υπόλοιπη ιστορία, της μετάφρασης, και δεν ξέρω εγώ, θα την εξασφαλίζουμε εμείς. Φυσικά υπήρχε ένα χρηματικό ποσό για αυτό, τα χρόνια όμως δυσκόλεψαν, ήταν δύσκολο. Όταν οι μαμάδες επικοινωνούμε και είμαστε πιο οργανωμένες, κυκλοφορούνε τα νέα, αντιληφθήκαμε ότι δεν είναι υποχρεωτικό αυτό να γίνεται μέσω της ΜΚΟ, και ότι μπορείς να το κάνεις μέσω της Περιφέρειας. Να πας στην κοινωνική λειτουργό εδώ ας πούμε του Κιλκίς, Περιφέρεια Μακεδονίας-Θράκης που έχουμε εμείς, εκείνοι ζητάνε τον φάκελο του παιδιού, τους τον έστειλε η ΜΚΟ, και έχουν εκείνοι το ημερολογιακό μας ραντεβού, δηλαδή δεν τους φωνάζω εγώ, παρακολουθούν εκείνοι. Τώρα αντιλαμβάνεσαι, εδώ το μέρος είναι μικρό, δηλαδή τα κορίτσια που έρχονται, οι κοινωνικοί λειτουργοί, γνωριζόμαστε, γιατί είναι μικρό το μέρος. Επίσης γνωρίζουν και τον Ωρίωνα, γνωρίζουν τη δασκάλα του Ωρίωνα, η μία κυρία έτυχε και ήταν ήδη πελάτισσά μου και την ήξερα. Τέλος πάντων, εμένα μου άρεσε που συνέβαινε αυτό. Όχι ότι μπορεί αυτός ο έλεγχος να δείξει αν το παιδί περνάει καλά και δεν το εκμεταλλεύονται, γιατί μπορείς να στήσεις ένα ωραιότατο σκηνικό, αλλά εγώ είχα διάφορες απορίες, και μου άρεσε να μου λένε πράγματα τα οποία θα μπορούσα να τα κάνω καλύτερα προς όφελος του Ωρίωνα. Όπως γι’ αυτό τον λόγο ακούω πολύ μαμάδες που μπορεί ηλικιακά να είναι μικρότερες από μένα, αλλά αν έχουν δυο τρία παιδιά, σαφώς έχουν να μου δώσουν πληροφορίες που εγώ δεν γνωρίζω. Και πάντα τις ακούω. Δεν με πιάνει το ότι εγώ είμαι 50 χρονών και τι θα με συμβουλέψει μια μαμά 30 χρονών. Μια μαμά 30 χρονών όμως που έχει μεγαλώσει τρία παιδιά έχει να μου πει πολλά περισσότερα πράγματα απ’ όσα ξέρω εγώ. Αυτό ήταν με τη ΜΚΟ. Αλλά ήταν ευγενικότατοι άνθρωποι.
Ποια χρονιά πήγατε στην Αιθιοπία;
Το ’15.
Ποια ήταν τα συναισθήματα όταν πηγαίνατε;
Αγωνία. Θυμάμαι την αγωνία και το ότι να τελειώνει, να τελειώνει αυτό, και πολύ πίσω μου άφηνα, το έκρυβα μάλλον, τον φόβο μήπως κάτι στραβώσει.
Και όταν γυρνούσατε;
Εκεί πια ανυπομονησία πάλι, γιατί ήθελα να δείξω, όλοι μου το είπαν ότι όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο και άνοιξαν οι πόρτες και με είδανε, ότι είχα ένα ύφος θριαμβεύτριας. Μάλλον ήμουνα φοβερά χαρούμενη που έφερα εις πέρας την αποστολή. Αυτό. Εγώ πάντως τα συναισθήματά μου γι’ αυτή τη χώρα είναι ευγνωμοσύνη, είναι μεγάλη ευγνωμοσύνη. Αυτή η χώρα με έκανε μαμά, κάτι που αρνήθηκε να με κάνει η δικιά μου η χώρα. Μου έδωσε τη δυνατότητα όλα αυτά που είχα μέσα μου να τα προσφέρω και να συνεχίζω να τα προσφέρω σε ένα παιδί. Αυτό είναι μαγικό πράγμα και ανεκτίμητο. Αυτό το είχα πει, γνώρισα κάπου εδώ, κάπου βρέθηκα με έναν Αιθίοπα, σε έναν σύλλογο, και την κάναμε αυτή την κουβέντα και του το είπα: «Εγώ γι’ αυτή τη χώρα έχω μεγάλη ευγνωμοσύνη και ένα μεγάλο ευχαριστώ. Η Αιθιοπία με έκανε μαμά και το σπιτικό μας από ζευγάρι μάς έκανε οικογένεια. Αυτός ο άνθρωπος μάλλον το κράτησε πολύ αυτό, του δημιούργησε έκπληξη, τον συγκίνησε, και όταν είχε δημιουργηθεί μία γιορτή στην πρεσβεία, κάτω στην Αθήνα, της Αιθιοπίας, με είχαν καλέσει γι’ αυτό τον λόγο. Ήτανε πολύ δύσκολα να πάω, δυστυχώς δεν μπόρεσα να πάω, αλλά τηλεφωνικά τους είχα μιλήσει, τους είχα ευχαριστήσει. Επίσης όταν είχα πάει εκεί, η φιλενάδα μου η Ελένη από δω μου είχε δώσει μία δερμάτινη θήκη, και μου είπε: «Θέλω από εκεί να μου βάλεις δυο τρεις κουταλιές χώμα από αυτό το άγιο χώμα της Αιθιοπίας, το οποίο με έκανε εμένα μαμά». Ήτανε από το πρώτο πράγμα που έκανα όταν έφτασα στην Αιθιοπία και βγήκα έξω από την πόλη και συνάντησα χώμα, γι’ αυτό σου μίλησα για το κόκκινο χώμα της Αιθιοπίας. Γέμισα το πουγκί της με χώμα και της το έφερα. Εγώ από κει έφερα, στην αυλή που ήταν εκεί στο ορφανοτροφείο, είχαν ένα φυτό του καφέ, που υπάρχει παντού, από εκεί πέρα έκοψα φυλλαράκια. Επίσης υπήρχε ακόμα ένα φυτό, βουκαμβίλια, με πανέμορφα λουλούδια, έκοψα κι ένα λουλουδάκι που αποξέρανα, και επίσης δεν μου αφήσανε, μου είπανε: «Ας μείνει το παιδί με τα ρούχα που του φοράμε και είναι ένα δώρο από μας για εκείνον». Όλα αυτά τα έχω μαζεμένα σε ένα κουτί, τα βλέπουμε κατά διαστήματα με τον Ωρίωνα, του δημιουργούνε απορίες, ρωτάει, είναι η προίκα του, αυτά είναι η προίκα του.
Πόσο καιρό κάτσατε συνολικά;
Στην Αιθιοπία; Δέκα μέρες δεν ήτανε. Ενώ έπρεπε πάνω από δεκαπέντε, δεκαεπτά. Ήταν εκεί που…
Αναφερθήκατε και στο δικαστήριο που έγινε στην Αιθιοπία.
Στην Αιθιοπία. Στην Αιθιοπία ήρθε η ώρα του δικαστηρίου, εκεί φυσικά μας συνόδεψε ο δικηγόρος μας ο Αιθίοπας, συναντήσαμε τον δικαστή, μου έκανε εντύπωση ότι ήταν ένα φοβερά νέος άνθρωπος, όταν σου λέω νέος ήταν κάτω από 30. Εμείς όλοι τους δικαστές και τα δικαστήρια τα έχουμε κάπως στο μυαλό μας, ήταν πολύ πιο ανάλαφρη η ενδυμασία του, η συμπεριφορά του, αλλά ήταν η ιδιαίτερα συγκεκριμένος. Έκανε πολλές ερωτήσεις για τη χώρα που θα έρθει το παιδί, έκανε πολλές ερωτήσεις για το μέρος που θα μείνει, αν υπάρχουνε άλλα παιδιά από την ίδια χώρα, αν έχουμε άλλα παιδιά, μας ρώτησε ποια είναι η εντύπωσή μας για τη χώρα τους, εάν θα θέλαμε το παιδί μας να γνωρίζει για την Αιθιοπία ή αν θα θέλαμε να το αποκόψουμε τελείως. Φυσικά ήμουν, εντός εισαγωγικών, δασκαλεμένη από τον δικηγόρο, αλλά δεν του είπα σε κάτι ψέματα. Ο μπαμπάς του του βάζει ακόμα του Ωρίωνα πολύ συχνά στο ίντερνετ και ακούνε αιθιοπικά τραγούδια ή έχει αιθιοπικούς χορούς, αναφερόμαστε, ψάχνουμε βιντεάκια με την ιστορία της χώρας. Παιδιά, δηλαδή είναι ανοησία να προσπαθούμε να βγάλουμε από πάνω μας το ότι ο Ωρίωνας, η καταγωγή του είναι αιθιοπική. Και νομίζω μακάρι δηλαδή όταν μεγαλώσει να μπορεί αν θέλει να μάθει τη γλώσσα. Ξέρω ότι στη Θεσσαλονίκη υπάρχει φροντιστήριο που μπορείς να κάνεις μαθήματα. Γιατί όχι; Όπως εύχομαι πραγματικά, είμαι σίγουρη ότι έχει αδέρφια, να μπορέσει να βρει τα αδέρφια του. Να καταφέρει, που κάπου, σε όλο τον κόσμο, στην Αμερική, στην Ευρώπη, κάπου, υπάρχουν τράπεζες με DNA. Όταν θα ενηλικιωθεί ο ίδιος, αν θέλει ας κάνει όποιες ενέργειες πρέπει να βρει. Είναι μεγάλη υπόθεση να βρει. Τώρα τα ξαδέρφια του τα θεωρεί πια αδέρφια του, γιατί έχει την ανάγκη να αισθάνεται πολύ πιο οικείος. Αλλά μακάρι να τα καταφέρει, ευχή δική μου είναι αυτή.
Θέλετε να μου πείτε λίγο την ιστορία του, πώς βρέθηκε στο ορφανοτροφείο;
Δεν την ξέρω. Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι στο αστυνομικό τμήμα εγκαταλείφθηκε, αυτό μας δόθηκε, αυτό μας είπανε, ένα μωρό αγόρι, 4 ημερών. Πίστευαν ότι ήταν 4 ημερών, σχεδόν νεογέννητο. Δηλαδή με τον ομφάλιο λώρο. Αυτό. Τώρα πού γεννήθηκε αυτό, πώς γεννήθηκε, σε κάποιο σπίτι, κάπου, ξέρω γω, κάτω από κανένα δέντρο; Εκεί είδα τους Αιθίοπες. Ο γιος μου έχει ένα σοκολατένιο χρώμα, γάλακτος σοκολάτας. Οι Αιθίοπες δεν έχουν τέτοιο χρώμα, είναι πολύ πιο σκούροι, και όσο κατεβαίνεις κάτω γίνονται το dark, το πολύ μαύρο. Αυτό εμένα με κάνει να πιστεύω ότι το παιδί μου μπορεί να είναι… Μια μικρή κοπέλα, μια μικρή Αιθιόπισσα, η οποία βιάστηκε από λευκό, γι’ αυτό να είναι έτσι το χρώμα του; Δεν μπορώ να ξέρω. Ένα ακόμα συγκλονιστικό που θέλω να σου πω είναι ότι ο Ωρίωνας εδώ –δείχνω κάτω από τη μύτη και πάνω από το άνω χείλος– έχει δύο μικρά σημαδάκια. Κάποια στιγμή το συζήτησα με μία από τις μαμάδες και μου είπαν το εξής μαγικό, αυτές οι έρμες οι μητέρες που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν για το καλύτερο τα παιδιά τους, οι βιολογικές τους μαμάδες, προσπαθούν να κάνουν ένα σημαδάκι στα παιδιά τους, οπότε αν ποτέ βρεθούνε μαζί τους, να το αναγνωρίσουν από αυτό το σημάδι. Αυτή η μητέρα του Ωρίωνα, μάλλον με μία βελόνα, προσπαθούσε να του κάνει ένα σημαδάκι εδώ. Αυτό. Κι αυτό ήτανε κάτι πολύ συγκλονιστικό όταν το έμαθα και το συνειδητοποίησα. Όσο αμόρφωτος, όσο φτωχός, όσο νέος, όσο πίσω από τον κόσμο και να είναι κάποιος, η ανάγκη σού γεννάει και ιδέες, σου δείχνει και τρόπους. Εγώ πάντως για τον Ωρίωνα κάτι τέτοιο πιστεύω. Γιατί είναι πολύ γαλακτερό το χρώμα του, πολύ σοκολάτα γάλακτος, πολύ ανοιχτός. Δηλαδή και τα άλλα τα παιδάκια στο Κιλκίς που είναι επίσης από Αιθιοπία έχουνε τεράστια διαφορά χρώματος.
Στην πρώτη γνωριμία με τον Ωρίωνα πώς νιώσατε;
Ήτανε πολύ περίεργα, δεν θυμάμαι. Αγωνιούσα αν είναι αυτό το παιδί, αν… [01:00:00]Επίσης κάποια στιγμή αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη τεράστια και δεν είσαι σίγουρος αν το αξίζεις όλο αυτό, δηλαδή είναι ένας στόχος που στο μυαλό σου έχεις καταλάβει ότι δεν είναι εφικτός για σένα και ξαφνικά αυτό σου δωρίζεται. Και όχι μόνο αυτό, δηλαδή τελειώνει, πραγματοποιείται, έχεις παιδί. Παίρνει καιρό για να το συνειδητοποιήσεις, ακόμα και τώρα τον κοιτάω και παίρνω βαθιά ανάσα. Και ο μπαμπάς του το έχει αυτό. Όλοι μας λένε και «συγχαρητήρια και μπράβο σας και τι πράξη είναι αυτή», έχω ξαναναφερθεί σε αυτό, αλλά δεν είναι έτσι, παιδιά, η δικιά σου ανάγκη σε οδηγεί εκεί, εσύ πηγαίνεις να γίνεις μαμά, δεν πηγαίνεις ακριβώς να σώσεις ένα παιδί το οποίο ζει σε μία τριτοκοσμική χώρα. Μετά γίνεται όλο αυτό, εκείνο σου προσφέρει, εσύ γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Και επίσης μαθαίνεις πάρα πολλά πράγματα από το παιδί σου. Κατ’ αρχήν βάζεις κάτι παραπάνω από σένα πια, το παιδί σου, και αυτό γίνεται αβίαστα και από μόνο του, απλά περνάει ο καιρός και το συνειδητοποιείς ότι ισχύει.
Θέλω λίγο να μου πείτε για την ένταξη του Ωρίωνα στο σχολείο.
Λοιπόν, εγώ είχα φροντίσει να έρθω σε επαφή με ειδικούς, σχετικά πώς μπορούμε να το χειριστούμε όλο αυτό. Όλοι κατάλαβα μου λέγανε το ίδιο πράγμα, λέμε την αλήθεια για όλα, ανάλογα με την ηλικία. Αυτή ήταν η αρχή μας. Αυτό το διηγόμασταν στην αρχή σαν ένα ωραίο παραμυθάκι, και κάθε φορά που μεγαλώνει ο Ωρίωνας μπαίνουν περισσότερα σημεία, με τα συναισθήματα, δηλαδή κάποια στιγμή θα του μιλήσω για τα σημαδάκια, θα του μιλήσω για τα άλλα τα παιδάκια «που δεν έτρωγαν όπως εσύ», για όλα αυτά τα πράγματα. Ο Ωρίωνας δηλαδή ήξερα από την αρχή ότι είναι παιδάκι της καρδιάς, αισθανόταν πάρα πολύ ωραία που επιλέχθηκε και ήρθε και ήταν και πολύ άνετος, γιατί ποτέ δεν τον κρύψαμε, δεν αισθανθήκαμε εμείς ένα κόμπλεξ που να του το μεταφέρουμε. Επίσης δέχτηκε από παντού πολλή αγάπη, παιδιά, πάρα πολλή αγάπη, εμένα με εντυπωσίασε. Η μαμά Ελένη μου το έλεγε, μου λέει: «Μαργαρίτα, θα σε εντυπωσιάσει ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία θα το αγκαλιάσει ή τουλάχιστον δείχνει ότι το αγκαλιάζει». Είχε δίκιο, έτσι ακριβώς είναι. Ένα προβληματάκι, δηλαδή από αυτές τις κακίες πίσω από την πλάτη άκουσα, κι εκείνο από συγγενικό πρόσωπο, όχι από την κοινωνία. Τέλος πάντων, ας το αφήσουμε αυτό, γιατί χαλάει την όμορφη συνέντευξή μας, το θυμάμαι και συγχύζομαι, δεν θέλω. Και επομένως φροντίσαμε να αισθάνεται περήφανος που είναι διαφορετικός και ότι πολύ γρήγορα είπε: «Γιατί εσύ είσαι έτσι και εγώ είμαι έτσι;», εννοείται αυτό. «Αλλά είσαι μοναδικός». Μετά πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι ναι μεν το χρώμα αλλάζει εδώ, αλλά από εκεί και πέρα όλα είναι τα ίδια. Επίσης τα παιδιά δεν βλέπουνε χρώματα, τα παιδιά παίρνουνε αισθήματα, δηλαδή κανένας συμμαθητής του, αν δεν έλεγε κάτι η μαμά, ο μπαμπάς, δεν θα καταλάβαινε: «Α, Ωρίωνα, εσύ γιατί είσαι μαύρος;», «ε, εσύ γιατί είσαι άσπρος;». Και τελείωνε εκεί η ιστορία τους. Τα παιδιά τους ενδιαφέρει αν ο Ωρίωνας είναι καλός, αν παίζουνε καλό παιχνίδι μαζί, αν κάνουν καλή παρέα, και τελειώνει η ιστορία τους. Επειδή είναι και πολύ χαμογελαστός, τον κάνει ιδιαίτερα αγαπητό. Ο Ωρίωνας από την ώρα που θα ξυπνήσει, ανοίγει τα μάτια του, σου λέει καλημέρα και αρχίζει και χαμογελάει. Όταν κοιμάται σβήνει το χαμόγελο. Γελάει όλη την ημέρα, είναι πολύ χαρούμενος, αυτό τον κάνει ιδιαίτερα αγαπητό. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Ούτε από δασκάλους αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα. Και επειδή είναι φρόνιμο και υπάκουο παιδί, πρόσχαρο, επίσης γίνεται ιδιαίτερα αγαπητό στους δασκάλους του. Αρέσει στον δάσκαλο να είναι το δεξί του χέρι. Είναι καλός μαθητής. Ξέρεις, αυτά τα παιδιά είναι αγαπητά στους δασκάλους τους. Αλλά επειδή είναι καλός και με τους φίλους του, δεν υπάρχουν προβλήματα, δεν έχω πρόβλημα, κανένα πρόβλημα. Και ο ίδιος, και πολύ άνετα πηγαίνει, δηλαδή φέτος, ενώ τώρα μπήκε στα 8, θα πάει κατασκήνωση, και δεν ξέρει κανέναν στην κατασκήνωση, με εντυπωσίασε, που τον ρώτησα, του λέω: «Ωρίωνα, σίγουρα; Είναι δύσκολα μέχρι να γνωρίσεις κάποιον». Μου λέει: «Μαμά, τη ζωή πρέπει να τη βλέπεις με θάρρος, εγώ θα τα δοκιμάσω όλα, και θα πάω και θα κάνω φίλους. Και να σου πω κάτι, αν δεν περνάω καλά, θα σε πάρω τηλέφωνο και θα έρθεις να με πάρεις». Επομένως με έλυσε εμένα τα χέρια και ο Ωρίωνας θα πάει κατασκήνωση, τώρα, 19 Αυγούστου φεύγει. Είναι έτσι στην αντιμετώπισή του παντού, πάει πολύ άνετα. Επίσης αν σε γνωρίσει και περνάει καλά και του πεις: «Θα ήθελες να πάμε μία βόλτα;», ή είναι ο φίλος του: «Έλα να μείνουμε μαζί», πολύ άνετα. Έχω φροντίσει κι εγώ, θέλω να είναι ανεξάρτητος και να πατάει στα πόδια του, αλλά είναι και από του φυσικού του αυτό. Είναι παιδί που στηρίζεται μόνο του, δεν έχει πρόβλημα. Αν τον κερδίσεις, ακολουθεί. Είναι πολύ καλή η τέτοια με τον κόσμο.
Θέλετε να μου πείτε για τη χρονιά στο σχολείο, που μου είχατε πει κάτι…
Θύμισέ μου. Με την έκθεση;
Θα σας το ρωτούσα μετά αυτό.
Για πες μου, θύμισέ μου.
Για το νηπιαγωγείο, να επαναλάβει τη χρονιά.
Α, ο Ωρίωνας, επειδή στα χαρτιά έχει γίνει αυτό που λέμε, ότι είναι μεγαλύτερος στα χαρτιά, φυσικά πήγε νηπιαγωγείο και πάει στο σχολείο σύμφωνα με τις χρονολογίες των χαρτιών. Επειδή όμως πραγματικά υπάρχουν οι τρεις τέσσερις μήνες που είναι πίσω, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα στο θέμα πώς αντιλαμβάνεται τα πράγματα, πώς περνάει, και, και, και. Απλά λίγο ήταν η δεξιότητα των χεριών. Τα χεράκια, δηλαδή μήνα με μήνα τα δάχτυλα και όλα αυτά εξελίσσονται, δηλαδή δεν έπιανε πολύ σωστά το μολύβι. Απλά κάναμε περισσότερο practice και άσκηση στο σπίτι, παιδικό ψαλιδάκι είχε πει η δασκάλα, και με τις ώρες δίναμε χαρτιά κι έκοβε, για να μάθει και να κάνει τα χέρια. Υπήρξε η συζήτηση να πάει και τρίτη χρονιά αλλά η δασκάλα, η νηπιαγωγός ήτανε αρνητική, γιατί μου λέει: «Μαργαρίτα, ήταν από τους πρώτους, να κάνει μία επανάληψη όλων αυτών των πραγμάτων πιθανόν θα τον κουράσει και θα είναι αδιάφορος. Δεν υπάρχει λόγος». Και πραγματικά δικαιώθηκε η γυναίκα, γιατί συνέχισε στην πρώτη δημοτικού και είναι από τους καλύτερους μαθητές, δεν έχει κανένα θέμα. Πέρασαν τα χρόνια, η δεξιότητα των χεριών πια ολοκληρώθηκε, δεν έχουμε γι’ αυτό.
Πέρα από αυτό το οικογενειακό, που είπαμε, για την αντιμετώπιση, το αρνητικό, οι υπόλοιποι πώς ήτανε;
Πάρα πολύ χαρούμενοι. Όλοι χαίρονται πάρα πολύ που γνωρίζουν τον Ωρίωνα. Υπήρχε ένα ενδιαφέρον γιατί ήταν κάτι διαφορετικό. Τους εντυπωσίαζε και όλη η ιστορία, το μαγικό της ιστορίας, Αιθιοπία, γιατί όλος ο κόσμος έχει απορίες γι’ αυτό. Δηλαδή πολύς κόσμος μου έχει κάνει τις ερωτήσεις: «Πώς πήγατε, πώς ήτανε;». Μετά πιάνει πολύ εύκολα κουβέντα με τον Ωρίωνα, γιατί ο Ωρίωνας, όπως σας έχω πει πολλές φορές, είναι κοινωνικός. Και μετά γίνεται προσωπικό αυτό, δηλαδή τους κερδίζει ο Ωρίωνας και δημιουργεί μια σχέση. Εδώ στο Κιλκίς που είναι μικρή η πόλη, περπατάμε στον δρόμο και πολύς κόσμος χαιρετάει τον Ωρίωνα, που εγώ δεν τον γνωρίζω.
Είχατε παραδείγματα αδιακρισίας;
Αδιάκριτες ερωτήσεις; Δεν θα τις έλεγα αδιάκριτες. Πιο σοκαρισμένος ήταν ο κόσμος και αυτό τον κάνει λίγο πιο αφελή ή να λέει αυτό που σκέφτεται χωρίς να το ωραιοποιεί. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι κάποιος είναι αδιάκριτος. Είναι ίσως και ο τρόπος μου που δεν το επιτρέπει. Δηλαδή αν καταλάβαινα κάτι τέτοιο είμαι σίγουρη ότι θα με ενοχλούσε και θα το έκοβα. Η μαμά μου είχε σοκαριστεί. Κατ’ αρχήν, εγώ μέχρι το τέλος δεν το είχαμε κοινοποιήσει. Γιατί σας λέω, επειδή προδόθηκα αρκετές φορές, ήθελα να είναι σίγουρο. Και όταν πλέον ερχόταν η ώρα να πάω στη Αιθιοπία, μου είπε ο Αχιλλέας: «Ξέρεις, πρέπει να το μάθει η μαμά σου». Ο μπαμπάς μου είχε συγχωρεθεί. «Πρέπει να το μάθει και η μαμά σου». Επομένως, η γυναίκα μέσα σε μία ώρα έμαθε χιλιάδες πληροφορίες, έμαθε ότι υιοθετούμε, ότι υιοθετούμε από την Αιθιοπία, ότι είναι αγόρι, ότι εγώ σηκώνομαι να φύγω να πάω στην Αιθιοπία να φέρω το παιδί. Από όλα αυτά εκείνο που κράτησε για πρώτο ήταν ότι το παιδί της πάει στην Αιθιοπία και ότι φοβάται. Εντάξει, το αποδέχτηκε, είναι φοβερά περήφανη, νομίζω, ξέρω ότι κυκλοφορεί με τη φωτογραφία του Ωρίωνα στο πορτοφόλι της και γενικά τη δείχνει στον κόσμο. Απλά τη λέω να την ανανεώνει, γιατί έχει μια πολύ μωρουδίστικη φωτογραφία. Αυτό με τους συγγενείς. Και οι γονείς του Αχιλλέα, οι γονείς του Αχιλλέα τον πρόλαβαν, παρόλο που ήτανε πιο μεγάλοι άνθρωποι, έτσι με τα πιστεύω τους λίγο πιο περιορισμένα, μόνο αγάπη πήρανε. Ήταν αμήχανοι, οι γυναίκες είμαστε λίγο πιο διαφορετικές, ο πεθερός μου ήταν αμήχανος, αλλά θυμάμαι κουβέντες του, που μου είπε, μου είπε: «Αυτός είναι πολύ έξυπνος». Αλλά ήταν αγαπησιάρης ο Ωρίωνας, «παππού μου, τι κάνεις», αγκαλιά, φιλιά, τι θα κάνει ο άλλος; Τι μπορεί να κάνει, παραδίδεται, δηλαδή αφήνεται, πάντα ο Ωρίωνας μας δείχνει τον τρόπο, αυτό το μαγικό γίνεται με τον Ωρίωνα. Εκείνος σου δείχνει τον τρόπο όταν δεν ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.
Το Ωρίωνας πώς προέκυψε;
Το Ωρίωνας. Σε όλους αυτούς τους μήνες που περιμέναμε, φυσικά τέθηκε για το θέμα του ονόματος. Είπαμε πάρα πολλά, στην αρχή ο Αχιλλέας φυσικά έλεγε για το όνομα του πατέρα του, μετά δεν ήταν σίγουρος αν πρέπει να πει το όνομα του πατέρα του, μετά ήθελε να πει ένα άλλο όνομα και το όνομα του πατέρα του. Εν πάση περιπτώσει, ένα βράδυ βγήκαμε με τον αδελφό μου, που είναι κι αυτός νονός, και με την τότε γυναίκα του, δύο ζευγάρια σε μία ταβερνούλα για ούζο, και ο αδερφός μου εμφανίστηκε με κόλες Α4, που είχε κατεβάσει ονόματα από ω, γιατί ήξερε ότι εγώ το ω μέσα στα ονόματα το συμπαθώ πάρα πολύ, σαν γράμμα μου αρέσει πάρα πολύ. Και είχε και μία λίστα με περίεργα, με ιδιαίτερα ανδρικά ονόματα. Ξεκινήσανε με εκείνη τη λίστα. [01:10:00]Το ω, επειδή είναι το ω το τελευταίο, εκείνη η λίστα τελείωνε στο Ωρίων. Ήταν το μόνο όνομα που και οι τέσσερις είπαμε όλοι μαζί: «Αυτό είναι ωραίο». Και κάπου εκεί το ψιλοκλείσαμε, δηλαδή στη λίστα με τα ω τα ονόματα δεν πολυασχοληθήκαμε. Μετά με τον Αχιλλέα μπήκαμε στο ίντερνετ να δούμε την ιστορία του Ωρίωνα, διαβάζοντας στη μυθολογία για την ιστορία είδαμε ότι μας ταίριαζε πολύ και ότι το όνομα πραγματικά έπρεπε να είναι αυτό. Ο μύθος λέει ότι βγήκε μία βόλτα, κατέβηκαν από τον Όλυμπο ο Δίας με τον Ποσειδώνα και περιπλανήθηκαν στις γνωστές βόλτες των Θεών. Και το βράδυ τούς βρήκε, λέει, σε ένα βασίλειο όπου ήταν ο βασιλιάς με τη βασίλισσα, μεγάλοι, επίσης, ζευγάρι σε ηλικία, αλλά άτεκνο. Ο βασιλιάς του θεούς τους περιποιήθηκε, τους φιλοξένησε με τον καλύτερο τρόπο, και θέλησε να τους ευχαριστήσει, ο Δίας θέλησε να τον ευχαριστήσει, του είπε: «Ζήτα μου ό,τι θες, γιατί ήσουνα πολύ καλός στη φιλοξενία». Εκείνος είπε: «Βασιλιάς είμαι, έχω τα πάντα. Έναν καημό έχω μέσα στην ψυχή μου, ότι δεν καταφέραμε να έχουμε παιδιά». Γυρνώντας στον Όλυμπο, του έστειλε τον Ωρίωνα. Ο Ωρίωνας λένε ότι ήταν μεγάλος, γίγαντας, ήταν όμορφος, όπως κι ο δικός μου ο γιος, και επίσης ήταν πολεμιστής. Δεν ήτανε ιδιαίτερα καλός, έκανε τις αταξίες του, σε εισαγωγικά και οι αταξίες. Και τον είχε πάρει η Άρτεμη και τον είχε βάλει προστάτη της. Επειδή όμως ήταν όμορφος, όλες οι ιέρειες της Άρτεμης τρέχανε από πίσω του κι εκείνος έκανε σεξ με όλες. Τρελάθηκε η Άρτεμη, γιατί της ατίμασε τις ιέρειες, και θέλησε να τον σκοτώσει. Δεν μπορούσε να τον σκοτώσει, γιατί ήταν από τον Δία. Και γι’ αυτό τον λόγο έγινε αστερισμός και έχουμε τον αστερισμό του Ωρίωνα. Γιατί κάτι που έχει σχέση από τον Δία δεν μπορεί να λείψει, δεν μπορεί να πεθάνει. Αυτά λέει η μυθολογία, εμείς θεωρήσαμε ότι είμαστε κι εμείς ένα μεγάλο άτεκνο ζευγάρι, ότι μας δωρίστηκε ο Ωρίωνας από το πουθενά, άρα πιστέψαμε ότι ιδανικά είχαμε διαλέξει το ιδανικό όνομα. Ένα ιδιαίτερο παιδί θα έπρεπε να έχει και ένα ιδιαίτερο όνομα. Εγώ έτσι το έβλεπα. Δηλαδή να τον πούμε Νίκο, Γιώργο, δεν έχω τίποτα, μια χαρά ονόματα είναι όλα, Παναγιώτης, Αλέξανδρος, δεν ξέρω εγώ, το Ωρίωνας τον κάνει μοναδικό, δηλαδή δεν το ξεχνάς, δεν το χάνεις, και γι’ αυτό τον ξέρουν κι όλοι, δηλαδή ξέρουν και το όνομά του, όχι «α, το παιδάκι από την Αιθιοπία. Ο Ωρίωνας». Γιατί είναι αυτό το όνομά του, το συγκρατούν πολύ εύκολα.
Ο ίδιος ο Ωρίωνας σας έχει κάνει ποτέ κάποια ερώτηση που να σας δυσκόλεψε;
Πολλές. Στην αρχή ήμουνα διστακτική με όλα, για τον φόβο μήπως δεν λέω αυτό που πρέπει, το σωστό. Όταν κατάλαβα ότι όταν λες την αλήθεια σου είναι πάντα σωστό, αφέθηκα, και δεν νομίζω ότι κάνουμε λάθη. Δηλαδή δεν με δυσκολεύει, με ξαφνιάζει η ωριμότητά του, τέτοια συναισθήματα μου δημιουργεί, δηλαδή δεν είναι πολύς ο καιρός που μου είπε ότι: «Θέλω να γνωρίσω», δεν τη λέει μαμά, λέει: «την κυρία που με γέννησε». Ίσως το κάνει για να μη στεναχωρήσει εμένα; Δεν του έχω πει ποτέ κάτι, δεν έχουμε κάνει αυτή τη συζήτηση, θα έρθει η ώρα της. «Να τη ρωτήσω γιατί δεν με κράτησε». Δηλαδή θεωρώ ότι είναι πολύ μικρός για να κάνει τέτοια σκέψη. Τώρα τα παιδιά όμως δέχονται ερεθίσματα από παντού. Μπορεί να άκουσε κάτι σε μια τηλεόραση, σε ένα έργο, μπορεί κάτι να ακούστηκε. Κάνει ερωτήσεις όμως. Κάνει διάφορα. Τώρα για το σεξ έχει αποφασίσει και ρωτάει. Απευθύνεται περισσότερο σε εμένα, γιατί εγώ είμαι πιο άνετη, έχει καταλάβει ότι και να είναι θα το ακούσει από μένα. Ο μπαμπάς του σοκάρεται, ακόμα πέφτει σε αυτή την τρύπα, του το λέω, δεν το παραδέχεται ότι το παθαίνει. Θα το μάθει κι εκείνος, τι θα κάνει.
Θέλετε να μου πείτε πώς του έχετε περιγράψει μέχρι στιγμής την ιστορία της υιοθεσίας;
Ακριβώς έτσι όπως σας την έχω διηγηθεί. Και το αγαπημένο μας σημείο είναι αυτό, που τον πρωτοείδα στο κρεβατάκι, την κουρτίνα, ο ήλιος που τον χτυπούσε, τα χεράκια, ακριβώς έτσι. «Και, μαμά, και ήμουνα μέσα στο αεροπλάνο και ήμουν καλό παιδί;». Ό,τι έχω πει το κάνει ερώτηση ο Ωρίωνας και το ξαναρωτάει για να τον παινέψω. «Και ήταν έτσι, μαμά, και πώς ήταν στην Αιθιοπία, κι εγώ δεν θυμάμαι, μαμά, ε;». Και να σας πω, παιδιά, εκεί όταν φεύγαμε από το ορφανοτροφείο, είχε μαζευτεί όλος ο κόσμος του ορφανοτροφείου. Το όνομά του στο ορφανοτροφείο ήταν Εγιοσίγιας. Το οποίο υπάρχει ακόμα στο όνομά του, πρέπει με δικαστική πράξη, με δικαστήριο να φύγει αυτό από το όνομά του. Δεν θελήσαμε να το κάνουμε με τον άντρα μου. Γιατί είναι, όπως σου είπα, η καταγωγή του, η ζωή του, η προίκα του, το πίσω του, δηλαδή δεν μπορούμε να σβήσουμε το παρελθόν του, να ξεκινάει ο Ωρίωνας από τότε που ήρθε στην Ελλάδα. Εγώ θεωρώ ότι είναι μεγάλο λάθος αυτό. Επομένως, είναι Εγιοσίγιας, είναι το πρώτο του όνομα Ωρίωνας. Και αυτό, του αρέσει πάρα πολύ να τα ακούμε όλα αυτά, να λέμε για εκεί, είναι ένα όνειρο να καταφέρουμε να ταξιδέψουμε όλη η οικογένεια, γιατί κι ο μπαμπάς θέλει επιτέλους να γνωρίσει αυτή τη χώρα, να τον ξαναπάω στο ορφανοτροφείο. Και είχανε μαζευτεί όλα αυτά τα παιδάκια, του τραγουδούσανε, τον χαιρετούσανε, η γιατρός εκεί είχε ένα κινητό που μπορούσε να βγάζει φωτογραφίες, τον βγάλανε φωτογραφία.
Θέλετε να μου πείτε τώρα για την έκθεση;
Πέρσι είχαν αρχίσει, πρώτη δημοτικού ο Ωρίωνας, στο τέλος τη χρονιάς, επειδή η κυρία τους λέει ότι ήτανε μία δυνατή τάξη, αποφάσισε να τους βάλει και στο μάθημα της έκθεσης. Ήτανε δεύτερο θέμα νομίζω που τους είπε: «Γράψτε ό,τι σας έχει εντυπωσιάσει, ό,τι θέλετε εσείς». Ο Ωρίωνας θέλησε να πει για το ταξίδι, για το πώς ήρθε στην Ελλάδα. Φυσικά δεν μπορεί να θυμάται, είναι αυτό που είπαμε προηγουμένως, ό,τι του διηγούμαστε, που το έχει κάνει πια εικόνες στο μυαλό του και το έχει οικειοποιηθεί. Και η έκθεση αυτή τελείωνε λέγοντας ότι: «Στο αεροδρόμιο με περίμεναν όλοι οι συγγενείς και φίλοι, με πολλά δώρα, με πολλές αγκαλιές», και τελείωσε με τη φράση: «Και επιτέλους η καρδιά μου άρχισε να γεμίζει με αγάπη». Εμένα με πήρε τηλέφωνο η δασκάλα του από το σχολείο, να μου διαβάσει αυτό που διάβαζε, φοβερά συγκινημένη κι εκείνη, μου είπε: «Θα τρελαθώ, δεν ξέρεις τι γράφει ο Ωρίωνας». Ε, φυσικά κλαίγαμε. Με τον Ωρίωνα κλαίω συνέχεια, αλλά είναι αυτό το μαγικό, κλαίω από χαρά. Επίσης ναι, κι αυτό το συναίσθημα, γιατί δεν έκλαιγα, ήμουν ιδιαίτερα δυνατή, ψυχρή και τέτοια. Κλαίω πολύ, και τις περισσότερες φορές από χαρά. Το ξέρει, το εκμεταλλεύεται τώρα, δηλαδή με γλεντάει. «Μάνα, μανούλα, διαμάντι μου, μαργαριτάρι μου, μανούλα μου, μάνα», λέει διάφορα τέτοια. Έτσι είναι τα παιδιά πια, ξέρουν. Ό,τι τα δίνεις παίρνουν. Κι εμείς ό,τι έχουμε πάρει, αυτό δίνουμε.
Πόσο είναι σήμερα;
Ο Ωρίωνας τον Φεβρουάριο που μας έρχεται θα μπει στα 9. Δηλαδή διασχίζει τα 8 του έτη.
Μου κάνατε έναν διαχωρισμό κάπως για τη διαφορετική διαδικασία υιοθεσίας την Ελλάδα και στην Αιθιοπία.
Ναι.
Θέλετε να μου πείτε λίγα παραπάνω γι’ αυτό;
Στην Αιθιοπία είναι δεδομένο ότι θέλουνε να υιοθετήσεις παιδί. Που σημαίνει ότι όλα είναι πιο εύκολα. Εδώ δεν είναι ο πρωταρχικός σκοπός ότι πρέπει να δοθούν τα παιδιά από τα ιδρύματα και να βρούνε οικογένειες. Ξέρω ότι μπορεί να σας φανεί περίεργο, ξέρω ότι μπορεί να φανεί σκληρό, και δεν θέλω να το χαρακτηρίσω αλλιώς. Αυτά όλα τα παιδιά στα ιδρύματα είναι επιδοτούμενα. Χάρη σε αυτά τα παιδιά υπάρχουν επιτροπές, υπάρχουν προεδρεία, υπάρχουν θέσεις εργασίας, υπάρχει χρήμα. Και όπου υπάρχει το χρήμα, η μαγιά χαλάει. Ο σκοπός τους δεν είναι να φεύγουν τα παιδιά από τα ιδρύματα και να αδειάζουν τα ιδρύματα. Γι’ αυτό τον λόγο υπάρχουν τόσες οικογένειες που δεν μπορούν να υιοθετήσουν. Θυμώνω τόσο πολύ όταν διαβάζω σε διάφορα σάιτ, σε διάφορες ομάδες, εγώ πάντα αναφέρω ότι το παιδί μου είναι υιοθετημένο, ή άμα δουν κάποια φωτογραφία, ο Έλληνας ο έξυπνος, που προτρέχει να μιλήσει χωρίς να σκεφτεί, θα μου πεις εσύ το έζησες και το ξέρεις, κατά 90% μου λένε: «Καλά, δεν υπήρχαν εδώ παιδάκια Ελληνάκια να πάρετε, κι έπρεπε να τρέχετε στην Αιθιοπία;». Κι όμως, υπάρχουν εδώ παιδάκια Ελληνάκια, αλλά δεν θέλουνε να τα υιοθετήσεις. Εγώ δεν θα είχα κανένα τέτοιο πρόβλημα, δεν θα έμπαινα σε αυτή τη διαδικασία, δεν είχα κάποιον τέτοιο σκοπό, αλλά εκείνο το κεφάλαιο είχε τελειώσει. Ήταν ένα πράγμα που δεν ήταν εφικτό. Πρέπει να έχεις πάρα πολλά χρήματα, να είσαι επώνυμος, να είσαι πολύ πιο μικρός, να υπάρξουν κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες. Η πλειοψηφία των ζευγαριών δεν τα καταφέρνει έτσι. Εμάς δεν θα μας κάλυπτε, δηλαδή και να είχα αυτόν τον χρόνο και να περίμενα, όταν θα ερχόταν η ώρα της υιοθεσίας, εγώ θα είχα περάσει τα 50 μου έτη και θα μου έλεγαν ότι ο νόμος απαγορεύει να υιοθετήσω. Και πρόσεξε, απαγορεύει τη μητέρα, όχι τον πατέρα, δεν τους ενδιαφέρει αν ο πατέρας έχει περάσει τα 50 έτη. Είναι συγκλονιστικά πολύ πουριτανικό το κράτος μας, κι ας προσποιούμαστε ότι είμαστε κάποιοι άλλοι.
Μέχρι ποιο σημείο είχατε προχωρήσει;
Τίποτα, μόνο ρωτούσα πληροφορίες και τέτοια. Δεν υπήρχε λόγος να ανοιχτεί όλη αυτή… Δηλαδή έπρεπε να βρω, να βρω κοινωνικό λειτουργό, να κλείσω ένα ραντεβού που θα έκανε 6-7 μήνες, για να έρθει. Ξέρετε κάτι, τώρα λένε, το είπα και προηγουμένως, ότι αλλάζει λένε η νομοθεσία, και μέσω του υπολογιστή κτλ. Εγώ θυμώνω, θυμώνω γιατί δίνουν στον κόσμο ελπίδες. [01:20:00]Οικογένειες ξέρω ότι αρχίζουν και κάνουν παιδικά δωμάτια, γιατί κάνουν στο κομπιούτερ τους μία αίτηση, και θα απογοητευτούν τόσο πολύ, γιατί θα μείνουν με το παιδικό δωμάτιο. Πρέπει πολλά πράγματα να αλλάξουν, θα την ξαναθυμηθούν αυτή την υπόθεση τώρα που θα έχουμε εκλογές, γιατί δυστυχώς έτσι συμπεριφέρονται, μετά θα ξαναμπεί στο ράφι, δεν τους συμφέρει τα ιδρύματα να είναι χωρίς παιδιά. Και με τη δικαιολογία το αν είσαι κατάλληλος, δεν είσαι, καλά, τα παιδάκια μένουνε εκεί. Θέλουν επίσης να δώσουνε τα παιδιά που είναι 7, 8, 10 χρονών. Εγώ δεν είμαι αρνητική ή ρατσίστρια απέναντι σε αυτό, αλλά οποιονδήποτε γιατρό κι αν ρωτήσεις, μπαίνεις σε ένα άλλου είδους επίπεδο. Δηλαδή τα παιδιά, λέει, μετά από την ηλικία των 6 χρόνων ιδρυματικοποιούνται, παίρνουνε, δέχονται μέσα τους αυτό που έχεις εσύ για οικογένεια, το ίδρυμα. Αυτό, παιδιά, είναι πάρα πολύ δύσκολο, πρέπει κατ’ αρχήν να μαθητεύσεις εσύ για να μπορέσεις, ή είναι παιδιά που έχουνε περάσει σε τέτοια ηλικία από πολλές ανάδοχες οικογένειας και είναι αλλιώς, είναι σκληρά, είναι άλλα παιδιά, ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να τους δώσεις αυτό που έχω δώσει εγώ στον Ωρίωνα στα πρώτα χρόνια της ζωής του, τη βάση που πιστεύω, δηλαδή να είναι ομαλό, όμορφο. Αυτό δεν μπορείς να το σβήσεις από μέσα τους, γιατί έχει πολλά πράγματα που δεν είναι μόνο όμορφα, δεν έχει μόνο ομορφιά, έχει δυσκολίες.
Είπατε πρέπει να εκπαιδευτείς εσύ ο ίδιος. Εσείς είχατε διαβάσει, είχατε προσπαθήσει;
Δεν είχα μπει σε αυτή τη διαδικασία. Ήμουν σίγουρη ότι δεν θα το κάναμε ποτέ, ο άντρας μου ποτέ δεν θα το έκανε. Θαυμάζω γυναίκες, μόνες τους, οι οποίες στην ανάγκη τους να αισθανθούν κι αυτές μαμάδες, επιλέγουν τέτοια παιδιά, και είναι σκληρή η λέξη επιλέγουν, αλλά αυτό συμβαίνει, επίσης επιλέγουν και παιδιά ή που έχουν και προβλήματα υγείας, γιατί υπάρχουν και πραγματικές μαμάδες που παιδιά με προβλήματα υγείας τα εγκαταλείπουν στα ιδρύματα. Έχω θαυμασμό γι’ αυτές τις γυναίκες, για τη δύναμη τους, για το κουράγιο τους, γιατί είναι και μόνες τους. Είναι μαγικό πράγμα όμως, όχι, βασικό πράγμα, να μπορείς και οικονομικά να το στηρίξεις αυτό. Γιατί και για να απευθυνθείς σε ειδικούς, σε οτιδήποτε, σε γιατρούς, σε ψυχιάτρους, σε συνεδρίες, όλα αυτά χρήματα θέλουν, παιδιά, στον δημόσιο τομέα από αυτά τίποτα δεν λειτουργεί.
Εννοούσα αν είχατε διαβάσει πιο πριν πώς πρέπει να διαχειριστείτε ένα παιδί που υιοθετείται.
Α, γι’ αυτό μου λες. Θυμάμαι την πρώτη παιδίατρο που επισκέφτηκα στη Θεσσαλονίκη που δεν θα μπορούσα να την κρατήσω, γιατί την παιδίατρο φροντίζεις να την έχεις κοντά στον τόπο σου, το πρώτο πράγμα, μου είχε δώσει διάφορες συμβουλές και χαρτάκια, μου έδωσε και την κάρτα μιας ψυχιάτρου γι’ αυτό. «Γιατί», μου λέει, «είσαι μεγάλη σε ηλικία, το περίμενες πολύ καιρό, είναι μία διαδικασία που δεν ξέρεις κι εσύ αν είσαι έτοιμη». Με είχε απασχολήσει αυτό και με έκανε να σκεφτώ τι έκανα. Εγώ σου είπα ότι ρώτησα και άκουσα πάρα πολύ γι’ αυτό το πράγμα, επίσης ήμουνα σίγουρη ότι δεν ήθελα να το κάνω κακομαθημένο. Η ανάγκη μου να το πάρω αγκαλιά, μετά από 20 χρόνια, γιατί μετά από 20 χρόνια ήρθε, με τον άντρα μου ήμασταν 20 χρόνια παντρεμένοι και μετά αποκτήσαμε τον Ωρίωνα, ήρθε το παιδί, θα μπορούσα να μην το έχω κατεβάσει ακόμα από την αγκαλιά μου, ήξερα ότι ήταν το χειρότερο που θα μπορούσα να κάνω, όπως μου είπε εκείνο το βράδυ ο άντρας μου: «Θα το αφήσεις στο δωμάτιό του και στο κρεβάτι του» ότι ήταν για το καλό του. Αυτό είναι το κίνητρό μου, αυτή είναι η αρχή μου, και με κάνει να μένει το θέλω μου παραπίσω, ότι πρέπει να έχω όρια, να είμαι συγκρατημένη, να του λέω αλήθεια, όλα αυτά πραγματικά βοήθησαν πάρα πολύ, και είμαι πάντα ανοιχτή. Επίσης έχω καταλάβει ότι πρέπει να τον ακούω, έχω τα αυτιά μου και τα μάτια μου πάντα ανοιχτά για τον Ωρίωνα. Αυτό το κατάλαβα, ήταν πιτσιρίκι, ήταν 1,5 έτους, ήμασταν σε έναν παιδότοπο, όχι, 2 χρονών πρέπει να ήτανε, περπατούσε καλά, ήτανε ανεξάρτητος δηλαδή, έγινε κάτι με ένα παιδάκι, κι εγώ πήγα και θυμάμαι μάλωσα τον Ωρίωνα. Κι επίσης εκεί συνειδητοποίησα ότι κούνησα μπροστά στο πρόσωπό του το δάχτυλό μου, μια κίνηση που την έκανε η μαμά μου, και την έχω από τη μαμά μου αυτή, και συνεχίζω να το κάνω, αλλά προσπαθώ, δηλαδή τώρα είναι συνειδητό και το σταματώ. Γι’ αυτό σου λέω, ό,τι έχουμε πάρει, αυτό θα δώσουμε. Θέλει πολλή δουλειά να το αλλάξεις. Και ήρθε μια κυρία και μου είπε: «Κακώς το μαλώνετε το παιδάκι, δεν έφταιγε το μικρό, έφταιγε εκείνο το παιδάκι». Εκείνο ήταν ένα ηχηρό χαστούκι, εκεί κατάλαβα ότι πρέπει πρώτα να ρωτάω, να τον ακούω, και μετά να παίρνω θέση. Και πραγματικά, απλά εγώ είδα τον Ωρίωνα ανακατεμένο σε ένα καβγαδάκι παιδικό, και γιατί θεώρησα ότι έφταιγε το δικό μου το παιδί, ποτέ μου δεν κατάλαβα. Και από τότε πάντα ρωτάω και είμαι αντικειμενική. Δηλαδή δεν το λέω αυτό σαν κουκουβάγια, παιδιά, πραγματικά, δηλαδή θα τον μαλώσω τον Ωρίωνα εάν φταίει, αλλά θα τον ακούσω πρώτα. Όπως και θα τον παινέψω όταν πρέπει. Και αυτό τα παιδιά το καταλαβαίνουνε. Και τα παιδιά το εκτιμούνε αυτό και λειτουργούνε με βάση αυτό. Όταν ξέρουν ότι οι γονείς τους είναι δίκαιοι ή όταν ξέρουν ότι οι γονείς τους δεν θα αλλάξουνε ανάλογα με τα τσαλίμια που θα τους κάνουν, είναι πιο σταθερά τα παιδιά. Ο γιος μου ποτέ δεν κοπανήθηκε στα δάπεδα του σούπερ μάρκετ γιατί ήθελε μια σοκολάτα, δεν έγινε ποτέ αυτό. Ιδιαίτερα τώρα την εποχή που ήταν πολύ δύσκολα τα οικονομικά με τον κορονοϊό και με όλα αυτά τα πράγματα, πάντα ρωτούσε: «Μαμά, περισσεύουν χρήματα να πάρω μια σοκολάτα;». Μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση, κάτι ήθελε ο μπαμπάς του και τον έλεγα εγώ: «Μωρέ, Αχιλλέα, έχουμε πολλές πληρωμές αυτό τον μήνα, δεν μπορούμε τον άλλο μήνα;». Και ήρθε και είπε: «Παιδιά, είναι και ο κουμπαράς μου, να πάρουμε από τον κουμπαρά μου». Και μια φορά με πέτυχε να είμαι πολύ στεναχωρημένη για κάτι οικονομικά θέματα και όταν ξάπλωσα το βράδυ στο κρεβάτι μου, κάτω από το μαξιλάρι μου ήταν ο κουμπαράς του. Κάνει συγκλονιστικά πράγματα ο Ωρίωνας, ο Ωρίωνας μάς μαθαίνει, δεν είναι λόγια αυτά που λέω, σας λέω σου μιλάει στην καρδιά.
Θα σας κάνω μια ερώτηση που προέκυψε πριν από τη συζήτηση. Είπατε ότι υπάρχουν κι άλλες οικογένειες με παιδιά από την Αιθιοπία και ότι υπάρχει και μία αλληλεγγύη. Πείτε μου λίγα περισσότερα.
Λοιπόν, εκείνη την εποχή που πρωτοήρθε ο Ωρίωνας και γίναμε οικογένεια, ήμασταν περίπου, γιατί τώρα το έχω χάσει λίγο, δεν ξέρω, ήμασταν περίπου ογδόντα οικογένειες στην Ελλάδα που είχαμε παιδιά από την Αιθιοπία. Εδώ αυτοί από τη Βόρειο Ελλάδα ψιλογνωριζόμαστε. Ο κορονοϊός, αυτά τα 2,5 χρόνια του κορονοϊού ήρθαν και μας ξέκοψαν. Έχουμε κάνει εκδρομούλα όλοι μαζί, είχαμε πάει, για τα Τρίκαλα, που λέγαμε προηγουμένως, στο χωριό του Αγίου Βασιλείου, μείναμε ένα Σαββατοκύριακο, μοιραστήκαμε δωμάτια, ήταν μια ομάδα δεκαπέντε παιδιών που ήταν όλα μαζί. Όταν μπήκαμε στο σπίτι του Αγίου Βασιλείου, εκεί που μας περίμενε ο Άγιος Βασίλης, ο οποίος έπαθε σοκ, άνοιξε η πόρτα του και μπήκανε δεκαπέντε παιδάκια σοκολατένια. Είπε: «Παιδιά, τι έγινε; Από πού ήρθατε εσείς;», δηλαδή ξέχασε ότι ήταν ο Άγιος Βασίλης, σοκαρίστηκε. Συγκλονιστική ιστορία εκεί. Υπήρχανε και παιδάκια λευκά, γιατί αυτές οι οικογένειες, καταφέρνοντας να βγάλουν από πάνω τους το άγχος του να κάνουν παιδί, απόκτησαν και δικό τους παιδί. Επίσης εγώ μέσω της Ελένης γνώρισα τη Μάρα, η Μάρα είχε ασχοληθεί πάρα πολύ, είναι στο Ρίο τώρα, έχει ασχοληθεί πάρα πολύ με όλο αυτό το θέμα, έχει βγει πολλές φορές στην τηλεόραση, την έχουν καλέσει σε πολλές πρωινές εκπομπές και το έχει διηγηθεί. Η Μάρα υιοθέτησε δύο παιδιά, είναι από τους πρωτεργάτες, υιοθέτησε δύο παιδάκια, και τώρα έχει τέσσερα παιδιά, έκαναν κι άλλα δύο δικά τους παιδιά. Είναι πολλές σοκολάτες, έχει δύο σοκολάτες dark και δύο σοκολάτες λευκές. Έτσι τα λέει τα παιδιά της. Κι εκείνοι μένουν εκεί στα Τρίκαλα. Χαθήκαμε. Δηλαδή εγώ στα πρώτα γενέθλια του Ωρίωνα φρόντισα, κάλεσα, ήρθαν παιδιά, καλεστήκαμε. Νομίζω ότι θα ξαναπροσπαθήσουμε, γιατί δεν υπάρχουν καραντίνες, αλλά ζούμε ακόμα σε καραντίνα, δεν έχει φύγει αυτή η νοοτροπία του φόβου από πάνω μας, δεν έχουν επανέλθει οι παλιές μας ζωές. Δεν ξέρω αν θα επανέλθουν. Αλλά νομίζω ότι σιγά σιγά, καμιά δεκαριά μαμάδες που έχουμε επαφή, στην Αθήνα, δηλαδή αν θα κατεβούμε εμείς στην Αθήνα, είναι κάνα δυο οικογένειες με τις οποίες τηλεφωνιόμαστε και συναντιόμαστε. Ή στέλνουν τα παιδιά βιντεάκια μεταξύ τους, να υπάρχει μια επαφή, να υπάρχει κάτι.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, κληθήκατε να ξεπεράσετε κι εσείς στερεότυπα;
Ε, βέβαια. Πολλά. Κατ’ αρχήν δεν ήξερα πολλά πράγματα γιατί δεν είχα ποτέ φανταστεί τον εαυτό μου μητέρα υιοθετημένου παιδιού. Πολύ περισσότερο ότι θα φτάσω εγώ κάπου, σε μία άλλη ήπειρο, να φέρω ένα άλλο παιδί το οποίο είναι φυλετικά διαφορετικά και δεν συμμαζεύεται. Αν δεν τα ξεπεράσεις όλα αυτά, και συνειδητά και ασυνείδητα, δεν προχωράς, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε καν καθημερινότητα. Κατ’ αρχήν εγώ αισθάνομαι ότι πρέπει να είμαι μία ασπίδα μπροστά από τον Ωρίωνα, σε οτιδήποτε μπορεί να δημιουργηθεί. Δεν έγινε, αλλά νομίζω ότι το οφείλω, το λιγότερο, δηλαδή ναι μεν σε υιοθέτησα για να καλύψω ανάγκες μου, αλλά από κει και πέρα, με αυτό που μου έχεις χαρίσει, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω σε σένα. Δεν το ξεχωρίζω, δεν νομίζω ότι θα είχε διαφορά, αυτό μου λένε και μαμάδες που έχουν κάνει και βιολογικά παιδιά, δεν έχεις διαφορά. Επειδή το συζήτησα, είχα αυτή την απορία. Λέω: «Ρε κορίτσια, εσείς πώς είναι τώρα;». [01:30:00]Όταν έχεις βγάλει τα εσώψυχά σου, γιατί με αυτές τις γυναίκες έχεις πει πάρα πολλά πράγματα, έχεις μοιραστεί αγωνία, έχεις το θάρρος να την κάνεις αυτή την ερώτηση: «Υπάρχει το τόσο, το τσικ, αυτό που το γέννησες το πονάς ή το προσέχεις περισσότερο;». Και όλες με διαβεβαιώνουν, και το βλέπω στα μάτια τους, ότι δεν περνάει καν αυτό από το μυαλό σου. Άσε που έχεις περισσότερο, πώς να το πω, για τα άλλα τα παιδιά, γιατί προηγούνται, έχεις ζήσει περισσότερο μαζί τους, είναι πιο δίπλα σου, είναι οικογένεια, πραγματικά. Και οι μπαμπάδες το ίδιο πράγμα, που αλλιώς είμαστε οι γυναίκες. Βλέπω και τους μπαμπάδες. Βλέπω και τα παιδιά το τι αγάπη έχουν στα άλλα τα αδερφάκια τους, πώς τα φροντίζουν. Δεμένες, ωραίες οικογένειες βλέπω. Πολύ ωραίο είναι αυτό, Επίσης, εάν θα ήμουνα πιο νέα, εάν τα οικονομικά μου θα ήτανε καλύτερα, είναι σίγουρο ότι θα το ξαναέκανα, κάτω από οποιονδήποτε τρόπο, για έναν λόγο, για να έχει αδελφό στη ζωή του ο Ωρίωνας, να πορεύεται με τέτοια συντροφιά στη ζωή του, για κανέναν άλλο λόγο, όχι για να πω ότι γίναμε εμείς τέσσερις. Και ο ίδιος νομίζω θα ήθελε. Αλλά είναι δύο γεγονότα που είναι πολύ δυνατά, δηλαδή ο άντρας μου είναι 63, εγώ είμαι 54, είναι πολύ δύσκολο, είναι και άδικο για το δεύτερο μωρό.
Αναφερθήκατε τώρα λίγο στην ηλικία, στον χρόνο. Υπήρχε αυτό; Ειδικά για τις γυναίκες είναι πιο έντονο, η πίεση του χρόνου.
Ναι, κατ’ αρχήν με το που πας σε έναν γιατρό είναι το πρώτο πράγμα που σου ξεκαθαρίζει, ότι κυνηγάς το ρολόι του χρόνου. Αυτό. Ότι αυτό, ξέρεις, τελειώνει, 42, 43, 44 τελειώνει. Εγώ νομίζω ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα, το άγχος των σημερινών νεαρών κοριτσιών, που κάνουν καριέρα, που θέλουν να κάνουν πολλά πράγματα στη ζωή τους πριν φτάσουν στην οικογένεια και στη μητρότητα. Η φύση όμως δεν νομίζω ότι μετράει έτσι, ότι το πάει έτσι, δεν τα θεωρεί έτσι τα πράγματα. Εγώ αν ξαναξεκινούσα τη ζωή μου από την αρχή, σίγουρα θα κρατούσα ωάρια, για να έχω αυτή τη σιγουριά, δηλαδή του ότι, ξέρεις, υπάρχουν τα ωάριά σου εκεί, που έχουνε την ποιότητα της ηλικίας που πρέπει, γιατί αυτό είναι το πρόβλημα, ότι όσο μεγαλώνει, μέχρι να χαθούν, εκφυλίζονται κιόλας, και δεν γονιμοποιούνται, δεν, δεν, δεν. Δυστυχώς. Ενώ οι άντρες…
Σας άλλαξε η μητρότητα;
Πολύ. Πάρα πολύ. Λιγότερο εγωιστής, έγινα πιο ευσυγκίνητη, έμαθα να καταλαβαίνω τον άλλον, αποδέχομαι πολλά πράγματα, αποδέχομαι τον άλλον όπως είναι, μπορεί να δικαιολογήσω κάποιον, ήμουν πιο απόλυτη, έχω πάψει να είμαι απόλυτη, έχω έναν στόχο, είμαι περήφανη, ωραία συναισθήματα. Αλλά σίγουρα δεν έχω καμία σχέση με τη Μαργαρίτα που ήμουνα. Και μου το λέει και ο κόσμος αυτό, δηλαδή που με ξέρει και καλά και που με ξέρει και λιγότερο. Ότι είμαι μία τελείως διαφορετική Μαργαρίτα.
Τι σημαίνει για σας η μητρότητα; Το να είστε μητέρα;
Λοιπόν, μία ερώτηση που δεν την είχα σκεφτεί. Είναι σημαντικό, γιατί σου δίνεται η δυνατότητα να μεταφέρεις τόσα πράγματα από μέσα σου, σε ένα πλασματάκι που είναι κινούμενη άμμος, κατ’ αρχήν είναι το μαγικό που αφήνεις το αποτύπωμά σου. Επίσης, αυτό σε κάνει να γίνεσαι όλο και καλύτερος, γιατί το αποτύπωμά σου πρέπει να είναι όσο το δυνατόν καλύτερο, δηλαδή όχι να του αφήσεις κάτι που να του δημιουργεί προβλήματα. Επίσης σε κάνει τόσο περήφανο, και να ψάχνεσαι, να βελτιώνεσαι, να λες αχ, αυτό είναι μέχρι εδώ και ταυτόχρονα να ξέρεις ότι έχεις άλλη τόση δύναμη να πάει εκεί. Κι όλο αυτό γιατί είναι για το καλό του παιδιού σου, αυτό που θα τον βοηθήσει να γίνει ακόμα καλύτερος. Είναι ταξίδι μαγικό, είναι ατελείωτο. Τώρα βάζω, είμαι βιαστικιά εγώ, βάζω τον εαυτό μου να σκέφτεται να αφήσω όσο το δυνατόν τον εγωισμό μου πίσω, να τον βοηθήσω τόσο πολύ και να τον σπρώχνω να ανοίγει τα φτερά του και να κατακτάει ό,τι θέλει. Γιατί εγώ τον έχω ζήσει πολύ λίγα χρόνια, και θα τον έχω ζήσει πολύ χρόνια, δηλαδή εγώ την πίεση την ηλικιακή συνεχίζω και την έχω, και θα σου μιλήσω μόλις τελειώσω γι’ αυτή την αγωνία. Αλλά αυτό είναι το καλό του, θέλω να μπορώ να του δώσω τα εφόδια και τα βραχιόλια να πετάξει παντού, να κάνει ό,τι αγαπάει στη ζωή του, να γίνει χρήσιμος, να γνωρίσει πράγματα που θέλει, να υλοποιήσει όνειρα, να του δείξω δρόμους, όχι κατεύθυνση, δεν θέλω να ζήσει αυτά που δεν έζησα εγώ, να διαλέξει ό,τι είναι καλύτερο, αλλά να του πω: «Δες πόσα πράγματα σ’ ανοίγονται, κάνε την προσπάθειά σου, γιατί άμα δεν προσπαθήσεις, κλείνουν αυτές οι πόρτες». Επίσης, επειδή ζούμε σε επαρχία, θεωρώ ότι υπάρχουν πάρα πολλά καλά, δηλαδή τα παιδιά στην επαρχία ζουν πολύ καλύτερα σε σχέση με ένα παιδί στην πόλη. Υπάρχουν όμως και πράγματα τα οποία δεν είναι τόσα όσα για ένα παιδί στην πόλη, δηλαδή θέλω να πω ότι η αφετηρία στην ίδια ηλικία δεν είναι ίδια. Ένα παιδί στην πόλη μπορεί να ζήσει χιλιάδες άλλα πράγματα και να ξεκινήσει τη ζωή του, που ένα παιδί στην επαρχία δεν θα μπορέσει, θα τα βρει στην πορεία του. Κανένας δεν χάνεται και δεν ξέρω πόσο σημαντικό είναι αυτό, αλλά είναι αλλιώς να ζεις σε μία πόλη, να πηγαίνεις σε τόσα θέατρα, ή δεν ξέρω γω, να ζεις πιο κοινωνικά. Δηλαδή ένα παράδειγμα, εδώ η Περιφέρειά μας είναι ένα μοντέρνο κτίριο που χτίστηκε τώρα τελευταία, έχει διπλά ασανσέρ, γυάλινα. Ο Ωρίωνας, τον πήρα και τον πήγα εκεί, να πάμε βόλτα πάνω κάτω με το ασανσέρ, μέχρι σε αυτή την ηλικία των 5 χρόνων δεν είχε μπει σε τέτοιο ασανσέρ. Που για τα παιδιά της πόλης είναι δεδομένο, όχι απαραίτητα, αλλά καταλαβαίνεις πώς σου το λέω, δηλαδή σε όλα αυτά είναι πιο κοντά τα πράγματα. Σε μας είναι μια οργανωμένη ημερήσια εκδρομή για κάτι, για πράγματα που για μένα όταν μεγάλωνα ήταν δεδομένα. Ναι μεν εδώ τα παιδιά θα τα δεις να κυκλοφορούν με τα ποδήλατα και να πηγαίνουν στο σχολείο. Στη Θεσσαλονίκη αυτό το ακούει η μαμά και παθαίνει επτά εγκεφαλικά. Κατ’ αρχήν, δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσεις το ποδήλατο, να το κλειδώσεις έξω από το σχολείο και να το βρεις. Εδώ όμως συμβαίνει, εδώ το παιδί σου πιο εύκολα θα κυκλοφορήσει βόλτα, γιατί όλοι το ξέρουνε και όλοι σε ξέρουνε. Στη Θεσσαλονίκη τρελαίνεσαι, βγαίνει έξω από την εξώπορτα του σπιτιού και είναι στους αγνώστους. Αυτή είναι μία αγωνία μου, και θέλω όσο το δυνατόν περισσότερα τέτοια να του προσφέρω. Η μεγάλη μου η αγωνία τώρα πια, και του Αχιλλέα, πιστεύω, είναι οι ηλικίες μας. Θέλω να προλάβω να του μεταφέρω ως μαμά και να του δώσω και να ζήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα. Πολύ συχνά κάνω την άθροιση, ο Ωρίωνας είναι 8, σε 10 χρόνια που Ωρίωνας θα είναι 18, πόσων χρονών θα είμαι εγώ και πόσο ο μπαμπάς του; Δηλαδή βάζω με το μυαλό μου ότι όταν εμείς θα πρέπει να φύγουμε από αυτή τη ζωή, να έχουμε καταφέρει το μωρό μας να έχει φτάσει στα 25-26, να είναι ένας νεαρός άντρας που θα στηρίζεται καλά στα πόδια του, γιατί ένα παιδί στην εφηβεία του, στα 15 του, στα 16, σαφώς πάντα έχουμε ανάγκη τους γονείς μας, αλλά άλλο είναι να είσαι 25-26, και πιθανόν θα έχει φύγει από το σπίτι του, κάπου θα σπουδάζει και θα ζει, και άλλο στα 16. Αυτή είναι η αγωνία, που δεν έχει λύση. Και το έχουν και οι άλλες οι μαμάδες, οι συνομήλικες τέτοιες μαμάδες έχουμε επίσης την ίδια αγωνία. Πρακτικά πράγματα. Μακάρι, ας ελπίσουμε η τύχη να μας ακολουθήσει σε όλη την πορεία.
Θα σας πάω σε κάτι λίγο πιο ευχάριστο.
Όλα ευχάριστα είναι, ό,τι λέω και για τον Ωρίωνα ευχάριστο είναι. Πες μου.
Πρώτη φορά που ακούσατε το μαμά ήταν σημαντική στιγμή;
Αυτό που είχα πει, ότι ήταν σοκαριστικό, δεν συνειδητοποιούσα, σου λέω, η άλλη μαμά αντέδρασε περισσότερο, φοβόμουνα να αποδεχτώ ότι είναι για μένα. Φοβόμουν μη χαθεί. Ήθελα να με προστατέψω. Μάλλον εννοείς όταν το άκουσα από τον Ωρίωνα. Ήτανε μαγικό κι αυτό. Ναι. Και στο παιδί, ξέρεις, βγαίνει τόσο αυθόρμητα, τόσο τέτοιο, κι εσύ θέλεις να πεις: «Τι είπες;», και δεν θέλεις φυσικά αυτό, αλλά το απολαμβάνεις. Ακόμα και τώρα, που είναι η ηλικία που το ακούς εβδομήντα φορές, λίγα λέω, την ημέρα, «μαμά, μαμά». Κάποια στιγμή του λέω: «Ηρέμησε λίγο, να παίξουμε εκείνο το παιχνίδι που για 10 λεπτά δεν μιλάει κανένας;». Και γελάμε και οι δύο. Αλλά το μαμά… Και σκέφτομαι τώρα που θα πάει κατασκήνωση, λέω ωραία, θα έχουμε έξι βράδια βουβαμάρα μες στο σπίτι. Κατ’ αρχήν άλλαξε το σπίτι. Δεν θυμάμαι τη ζωή μου πριν. Μου το λέγανε αυτό πολλές μαμάδες. Λέω: «Τι βλακείες, τι υπερβολές». Παιδιά, δεν θυμάμαι. Δηλαδή δεν θυμάμαι ωραία πράγματα. Ταξιδέψαμε πολύ με τον άντρα μου, ήταν καλές εποχές, τότε τα οικονομικά ήταν καλά. Πολύ ωραία, μεγάλα ταξίδια κάναμε. Εκείνο που μου μένει και σκέφτομαι είναι γιατί δεν μπορώ τώρα να ξανακάνω όλα αυτά τα ταξίδια μαζί με τον Ωρίωνα, να του δείξω όλα αυτά που είχαμε δει. Δηλαδή αυτός είναι ο στόχος μου. Δεν θυμάμαι το πριν. Και εννοείται ότι με τίποτα δεν θα ήθελα να γυρίσει πίσω αυτό.
Πώς τα περιμένατε και πώς ήταν η πραγματικότητα; Πώς το φανταζόσασταν;
Δεν ξέρω πώς το φανταζόμουν, δεν ξέρω, το φανταζόμουνα, το έβλεπα μόνο με πρακτικά και με τις δυσκολίες του,« Πω πω, μωρό, πώς θα γίνει αυτό, πώς θα γίνει με τη δουλειά, χρήματα θα φτάσουνε;». Τα πρακτικά, αυτά που μπορούσε να κάνει το μυαλό μου, γιατί δεν είχε συναίσθημα γι’ αυτό, δεν είχα αισθήματα. Είναι φυσικά πολύ καλύτερο, πολύ διαφορετικό, είναι τέλειο. Δηλαδή όποιος θέλει, έχει και μία τόση αμφιβολία ή έχει πολλές αμφιβολίες, να κάνει το βήμα και δεν θα διαψευσθεί. Η ζωή του θα είναι άλλη, θα αισθανθεί μια ολοκλήρωση. Δεν είναι υπερβολή, που λένε. Σαφώς και ζουν και υπάρχουν άνθρωποι χωρίς παιδιά, αλλά εγώ τουλάχιστον, σαν Μαργαρίτα, αισθάνθηκα ότι ολοκληρώθηκα, χωρίς να ξέρω ότι δεν είχα ολοκληρωθεί. Το κατάλαβα γιατί το αισθάνθηκα ότι μου συνέβη, ότι ήταν νόημα. Όπως και γι’ αυτό πιστεύω ότι από μόνοι μας αφήσαμε την πόλη μας, γιατί και ο άνδρας μου και εγώ είμαστε από τη Θεσσαλονίκη, [01:40:00]δεν είχαμε σχέση καμία με αυτή την πόλη, απλά έτσι, για κάποιο λόγο, γιατί θέλαμε να ζήσουμε στη φύση ήρθαμε και ζήσαμε εδώ, γιατί ήθελε το σύμπαν να μας οδηγήσει να γνωρίσουμε τη μαμά Ελένη, να μας δείξει τον τρόπο να φτάσουμε στην Αιθιοπία, εν πάση περιπτώσει, να δημιουργηθούν οι συνθήκες για να έρθει ο Ωρίωνας στη ζωή μας. Γι’ αυτό έγινε όλο αυτό, για κανένα άλλο λόγο. Ο μπαμπάς μου και πριν πεθάνει αυτό αναρωτιόταν: «Παιδί μου» λέει «δεν μπορώ να καταλάβω ποιος είναι ο λόγος που έφυγες από την πόλη και ζεις σε ένα χωριό, που δεν είναι και χωριό σου. Τα χωριά, προσπαθούν οι γονείς να δώσουνε χρήματα και εφόδια στα παιδιά τους να ζήσουν στις πόλεις, κι εσύ άφησες την πόλη και πήγες να ζήσεις σε ένα χωριό το οποίο δεν έχεις και σχέσεις μαζί του». Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Κι εγώ μάλλον δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Μας άρεσε η φύση, θέλαμε να ζούμε ελεύθερα, τι ωραία είναι ο χειμώνας, εμένα μ’ αρέσουνε και οι μυρωδιές του χειμώνα και κάτι τέτοια έλεγα. Λοιπόν, το σύμπαν το έκανε όλο αυτό γιατί έπρεπε να βρεθούμε με τον όριο τώρα είναι όλα Εάν κάποιος άνθρωπος το ακούσει αυτό και τον βοηθήσω όπως με βοήθησε και εμένα να μπει ένα παιδί στη ζωή του ή να το μεταφέρει να βοηθήσω έναν άλλον άνθρωπο είχαμε κάνει 100 φορές χαρούμενοι έπεσε κάποια στιγμή θα το ψάξουμε με τον Ωρίωνα, τώρα είναι ολοφάνερο. Ευτυχώς.
Εγώ αυτά ήθελα να σας ρωτήσω. Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι, σε οποιοδήποτε σημείο αναφερθήκαμε.
Το μόνο που θέλω να πω είναι ότι με έκανε πολύ χαρούμενη όλο αυτό, πρώτον γιατί βοήθησα την δικιά σου την προσπάθεια, αλλά γιατί για μία ακόμα φορά μίλησα για τον Ωρίωνά μου, για τα συναισθήματα. Και αν κάποιος άνθρωπος το ακούσει αυτό και τον βοηθήσω, όπως με βοήθησε κι εμένα, να μπει ένα παιδί στη ζωή του, ή να το μεταφέρει, να βοηθήσει έναν άλλον άνθρωπο, θα με κάνει εκατό φορές χαρούμενη. Επίσης κάποια στιγμή θα το ψάξουμε με τον Ωρίωνα, να το ακούσουμε, να ακούσει τι λέει η μαμά του για εκείνον, όλα αυτά, φαντάζομαι ότι πάλι θα το γράψει σε μία έκθεσή του, θα το διηγηθεί στη δασκάλα του, όλα αυτά τα έτσι απλοϊκά που τα κάνει ο Ωρίωνας και είναι τόσο μεγάλα.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να 'σαι καλά, πουλάκι μου. Κι εγώ σε ευχαριστώ.
Ήταν χαρά μεγάλη να συζητήσουμε.
Και εμένα. Ό,τι άλλο χρειαστείς, με πολύ μεγάλη χαρά.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.