Παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις από τα Γιαννιτσά
Καλημέρα σας.
[00:00:00]
Καλημέρα.
Πώς ονομάζεστε;
Ονομάζομαι Δεμερτζίδης Χαράλαμπος. Είμαι δικηγόρος Γιαννιτσών.
Είναι Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022. Βρισκόμαστε στα Γιαννιτσά με τον κύριο Δεμερτζίδη Χαράλαμπο. Εγώ είμαι ο Αθανάσιος Λέτσιος. Είμαι Ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Τα παιδικά μου χρόνια, από τότε που ξεκινάνε οι πρώτες μνήμες... Είμαι γεννημένος το 1973. Οι πρώτες μου μνήμες ξεκινάνε περίπου στο 1977-‘78. Θυμάμαι ακόμα, επειδή μεγάλωσα στο κέντρο των Γιαννιτσών, στην περιοχή σήμερα που βρίσκεται το δημαρχείο, ότι τότε είχαμε μετακομίσει στο καινούργιο μας σπίτι και εκεί που ήτανε, που βρίσκεται σήμερα το σημερινό δημαρχείο, ήταν ακόμα χώρος παρκινγκ, ήταν αλάνα. Το πρόλαβα αλάνα, που πάρκαρε ο πατέρας μου το αυτοκίνητο. Θυμάμαι ότι η εμποροπανήγυρη μία φορά το χρόνο διεξάγονταν απέναντι του σπιτιού μας και ήμουνα πολύ χαρούμενος για το γεγονός αυτό, ότι έβλεπα τις κούνιες, όλο αυτό τον κόσμο, τις εκθέσεις που γινόντουσαν. Συνήθως, αρχές Σεπτεμβρίου γίνονταν αυτό. Πρόλαβα ακόμα, θυμάμαι ότι υπήρχε ο κεντρικός δρόμος των Γιαννιτσών στα αριστερά του σπιτιού μας και ότι ο δρόμος που κατέβαινε από μία συνοικία των Γιαννιτσών, που ήτανε πλέον απ’ τους κεντρικούς δρόμους των Γιαννιτσών, τον πρόλαβα χωματόδρομο. Και θυμάμαι, δηλαδή, εποχές που κατέβαιναν τα κάρα. Ήταν τότε ο –τον λέγαμε «κυρ», φυσικά έχει συγχωρεθεί ο άνθρωπος– ο «κυρ Μιχάλης ο βαρελάς», ο οποίος ήτανε βαρελάς όνομα και πράγμα. Έφτιαχνε βαρέλια για κάρα και τα λοιπά και κατέβαινε την κατηφόρα εκεί που βρίσκεται σήμερα η αστυνομία στην οδό Εθνικής Αντίστασης και την πρόλαβα ακόμα χωματόδρομο. Δηλαδή, κατέβαινε, έφτανε στον κεντρικό δρόμο που ήτανε η Χατζηδημητρίου και εκεί πέρα –φυσικά, δεν υπήρχαν ούτε φανάρια ούτε τίποτα– και σταματούσε με το κάρο για να περάσει απέναντι, να πάει στη λαϊκή αγορά και όλα αυτά και όλες αυτές τις όμορφες εικόνες της εποχής, τις απλές. Δηλαδή, ήταν μία εποχή που ήτανε πολύ ήρεμη. Δηλαδή, τη διέκρινε η ασφάλεια, θα μπορούσα να πω. Δηλαδή, ήταν μια εποχή που κοιμόμασταν με ανοιχτές τις πόρτες. Δηλαδή, ειλικρινά θυμάμαι το καλοκαίρι... Φυσικά, δεν υπήρχαν τότε αιρκοντίσιον και ο ανεμιστήρας ήταν κάτι... Είδος πολυτελείας. Θυμάμαι ότι σε μεγάλη ηλικία, στο γυμνάσιο, όταν πήγαινα πλέον γυμνάσιο, πήραμε τον ανεμιστήρα. Αλλά θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ανοίγαμε την πόρτα, την εξώπορτα της οικοδομής κάτω –ήταν ανοιχτή και η εξώπορτα του σπιτιού μας–, έτσι ώστε να κάνει ρεύμα για να κοιμηθούμε. Κι αυτά γινόντουσαν, δηλαδή, όλη τη δεκαετία του '80. Τόσο ασφαλείς νιώθαμε. Γιατί όλοι ήμασταν γνωστοί, ήμασταν μεταξύ μας, ξέρω ‘γω, και τα λοιπά. Κάποιοι ήταν συγγενείς, κάποιοι ήτανε γείτονες... Αλλά είχαμε μια καλή σχέση και δεν υπήρχε εγκληματικότητα καθόλου στην περιοχή. Εποχιακά, επειδή η περιοχή μας ήταν κυρίως αγροτική, το καλοκαίρι ερχόντουσαν, ξέρω ‘γω, οι γύφτοι που λέγαμε, που μέναν στην περιοχή του παζαριού, αλλά εποχιακά, ξέρω 'γω, μόνο για το τρίμηνο εκείνο εκεί. Ήταν λίγο επικίνδυνο εκείνο εκεί το διάστημα, αλλά χωρίς οι ίδιοι να... Κάνανε μικροκλοπές και τέτοια πράγματα, χωρίς ποτέ να υπάρχει βία. Δεν υπήρχε βία εκείνη την εποχή. Δηλαδή και η βία εκείνη την εποχή θεωρούνταν το να σπρώξεις ή να δώσεις ένα χαστούκι. Δεν ήτανε να αποτελειώσεις κάποιον, να τον στείλεις στο νοσοκομείο. Εντάξει, δηλαδή υπήρχανε κάποια πλαίσια σεβασμού του ανθρώπου, της προσωπικότητας. Μέχρι ένα βαθμό, δηλαδή, υπήρχε αυτή η ασφάλεια. Θυμάμαι μικρός που... Τα παιχνίδια που παίζαμε μικροί στο δημοτικό, ότι υπήρχε ακόμα η αλάνα. Πρόλαβα τις αλάνες. Όλες οι περιοχές που τώρα έχουν χτιστεί και έχουνe γίνει πολυώροφες οικοδομές, τότε ήταν αλάνες. Θυμάμαι την εποχή που τελειώναμε τα μαθήματά μας για το σχολείο και νωρίς το απόγευμα βγαίναμε και πηγαίναμε στις αλάνες, συναντούσαμε τα παιδιά. Τότε, φυσικά, δεν υπήρχαν ούτε κινητά τηλέφωνα... Πολλές φορές, παίρναμε τηλέφωνο στο σταθερό ή είχαμε συνεννοηθεί ήδη απ' το σχολείο ότι στις 5:00 η ώρα θα βρεθούμε στην τάδε αλάνα. Λέγαμε, ξέρω 'γω, «στην Παπουτσίγκα». Είχαμε κάτι ονομασίες, τοπικά, ιδιώνυμα ονόματα και ξέραμε, ξέρω 'γω, σε ποια περιοχή θα βρεθούμε. Συνήθως, στον προαύλιο χώρο του σχολείου μάς απαγορεύαν να πηγαίνουμε, γιατί θεωρούσαν ότι θα κάνουμε ζημιές. Πολλές φορές, βέβαια, καταλήγαμε εκεί κα[00:05:00]ι πάντα το κάναμε με ενοχή, με ενοχές, ότι θα μας δει κάποιο μάτι, θα μας δει ο διευθυντής και ότι θα ‘χουμε να αντιμετωπίσουμε μετά τις συνέπειες την επόμενη μέρα στο σχολείο, ότι πήγαμε παράνομα στο σχολείο να παίξουμε. Οπότε πηγαίναμε στις αλάνες. Τα παιχνίδια μας ήτανε τα παλιά παιχνίδια που παίζανε εκείνη την εποχή. Με μια μπάλα ποδοσφαίρου, ξέρω 'γω, μπορούσαμε να παίξουμε μπάλα. Κυνηγητό, κρυφτό, καμάδες παίζαμε εκείνη την εποχή.
Τι ήταν αυτό;
Οι καμάδες ήτανε που έστηνες τις καμάδες, δηλαδή σπασμένα, σαν να λέμε, τούβλα, να το πω, αλλά ήταν πλακέ. Τα έστηνες το ένα πάνω στο άλλο σε μια απόσταση, τα έριχνε κάποιος με τη μπάλα. Μετά έτρεχε... Μέχρι να τα ξαναστήσει, οι άλλοι τρέχανε. Δηλαδή, ένα τέτοιο παιχνίδι. Δεν το θυμάμαι απόλυτα. Δεν θυμάμαι όλους τους κανόνες. Κουτσό παίζαμε. Τη μακριά γαϊδάρα, ξέρω 'γω, που λένε, που καθότανε, ξέρω 'γω, στη σειρά, σκυμμένοι και κάποιος πηδούσε από πάνω και τα λοιπά, χωρίς να πέσουν οι από κάτω. Όταν πέφταν οι από κάτω, χάνανε. Κάτι τέτοιους κανόνες περίπου είχε. Μπίλιες. Οι μπίλιες, οι γκάζες, δηλαδή, αλλιώς τις λέγαμε, που κάναμε μια τρύπα. Γιατί ακόμη οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι. Δεν ήτανε δηλαδή... Εκτός από τον κεντρικό τον δρόμο που ήτανε με άσφαλτο, οι περισσότεροι δρόμοι και τα στενά πίσω ήταν όλα με χώμα. Βέβαια, εκείνα τα χρόνια ήταν που άρχισε και η ανοικοδόμηση, δηλαδή τη δεκαετία του '80 έντονα και γίνανε και οι ασφαλτοστρώσεις. Δηλαδή, αρχές δεκαετίας του '80 γίνανε, έτσι, πολλά έργα και άλλαξε πολύ η γειτονιά η μικρή. Αλλά θυμάμαι αυτό το πράγμα. Δηλαδή, ότι πηγαίναμε. Ξεκινούσε, ξέρω 'γω, κάποιος απ' την παρέα, πήγαινε, χτυπούσε το κουδούνι κάτω, το θυροτηλέφωνο και έλεγε, ξέρω ‘γω, ζητούσε τον φίλο του. «Ο Γιώργος, ο Κώστας, ο Θανάσης είναι», ξέρω 'γω, «στο σπίτι; Μπορεί να κατεβεί να παίξουμε;». Απαντούσε συνήθως η μητέρα του και τα λοιπά και έλεγε: «Τώρα κατεβαίνει». Δεν υπήρχαν, όπως είπα και προηγουμένως, δεν υπήρχαν κινητά ή άλλος τρόπος επικοινωνίας. Συνήθως περνούσες. Υπήρχε άνεση χρόνου. Δηλαδή, πήγαινες κάπου και ήξερες ότι θα περιμένεις, ότι μέχρι να ντυθεί ο φίλος, να ετοιμαστεί... Καμιά φορά, σε φώναζε η μητέρα του: «Ανέβα πάνω να σε κεράσω κάτι. Να σου κάνω μια φέτα», ξέρω 'γω, «να φας με μαρμελάδα μέχρι να περάσει η ώρα». Μπορεί να σε ρωτούσαν πολλές φορές... Θυμάμαι, μας έκαναν και ανάκριση αν έχουμε διαβάσει ήδη. Γιατί σου λέει: «Ο δικός μου ο γιος δεν φαίνεται να έχει διαβάσει. Εσύ διάβασες; Τι έχετε αύριο στο σχολείο;». Γινόντουσαν κι αυτά εδώ πέρα. Οπότε, στη συνέχεια, αφού είχαμε τελειώσει όλο αυτό εδώ πέρα, βγαίναμε, πηγαίναμε στις περιοχές, στις αλάνες που βρισκόμασταν με τα υπόλοιπα παιδάκια και μαζεύονταν πολλά παιδάκια εκείνη την εποχή. Δηλαδή, τώρα, αρχές δεκαετίας του '80, μαζευόμασταν είκοσι-τριάντα παιδιά. Μπορεί να κάναμε, ξέρω 'γω, και τα λοιπά, αναλόγως με τις περιοχές. Άλλες φορές παίζαμε ποδόσφαιρο, ήμασταν πολλά παιδιά. Άλλες φορές ήμασταν λιγότερα παιδιά, μπορεί να κάναμε παιχνίδια με λιγότερα παιδιά. Πολλές φορές αλλάζαμε και περιοχές. Δηλαδή, μπορεί απ’ τη μια περιοχή να πηγαίναμε σε μια άλλη περιοχή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κάποια στιγμή είχαμε φτιάξει ποδοσφαιρικές ομάδες, είχαμε φτιάξει φανέλες και υπήρχαν... Είχαμε εμείς σε μια αλάνα το δικό μας γήπεδο. Αλλά υπήρχαν αντίστοιχα τέτοιες αλάνες και άλλες ομάδες σε άλλα σημεία της πόλης των Γιαννιτσών. Οπότε ξέραμε ότι σήμερα θα παίξουμε φιλικό, θα παίξουμε αγώνα με την τάδε ομάδα, στο τάδε γήπεδο. Οπότε φεύγαμε, ξέρω 'γω, δέκα-δεκαπέντε άτομα, πηγαίναμε σε εκείνο το γήπεδο. Άλλες μέρες ερχόντουσαν αυτοί και παίζαμε. Τέτοια απλά παιχνίδια, αγνά παιχνίδια. Δεν υπήρχε τεχνολογία, η τεχνολογία τότε... Εντάξει, το τηλέφωνο ήταν είδος πολυτελείας με την έννοια ότι υπήρχαν σπίτια ακόμα-ακόμα που δεν είχαν και τηλέφωνο, ούτε καν σταθερό. Δηλαδή, υπήρχαν κάποιοι που εξυπηρετούνταν π.χ. απ' το περίπτερο, ότι πηγαίναν στο περίπτερο για να πάρουν. Αυτά τώρα μιλάμε για τέλη της δεκαετίας του '70-αρχές της δεκαετίας του '80. Σιγά-σιγά, μετά δηλαδή, δεκαετία του '80, έγιναν κάποια πράγματα. Σιγά-σιγά, άρχισε να αλλάζει η οικονομία της περιοχής. Δηλαδή, από κυρίως αγροτική άρχισε να γίνεται και εμπορική πόλη τα Γιαννιτσά, να αναπτύσσεται εμπορικά. Έγινε... Δημιουργήθηκε αγορά, εμπορική αγορά. Σιγά-σιγά, άρχισαν να δημιουργούνται, δηλαδή, νέα επαγγέλματα, να χτίζονται, ξέρω 'γω, σπίτια περισσότερο. Εργολαβικά, χτίστες, οικοδόμοι, επαγγέλματα που είχαν σχέση με την οικοδόμηση. Η πόλη σιγά-σιγά αυξήθηκε και λόγω της αστυφιλίας. Δηλαδή, μαζευτήκανε πολλοί, ξέρω 'γω, προερχόμενοι από μικρότερα χωριά, κοντινές περιοχές γύρω απ' τα Γιαννιτσά, συγκεντρωθήκανε στο κέντρο της πόλης ή στην πόλη των Γιαννιτσών. Στη συνέχεια, το τι θυμάμαι. Θυμάμαι... Ας πούμε, τώρα, για τα αθλητικά χρόνια τα πρώτα της πόλη[00:10:00]ς. Τα πρώτα χρόνια της πόλης, δηλαδή, η πρώτη μου, ξέρω 'γω, η πρώτη μου επαφή με αθλητικό γεγονός ήταν που πήγαινα μικρός στο ποδοσφαιρικό γήπεδο των Γιαννιτσών, το δημοτικό στάδιο Γιαννιτσών που ακόμα ήτανε χωμάτινο. Έπαιζε τότε η «Αναγέννηση Γιαννιτσώ»ν, καλή ομάδα Β' Εθνικής και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχε ένα κοκκινωπό χρώμα το γήπεδο κάτω, ήταν χωμάτινο, και υπήρχε και καταβρεχτήρας. Υπήρχε μια υδροφόρα, ένα φορτηγό το οποίο έμπαινε πριν την έναρξη του αγώνα και πότιζε το γήπεδο, έτσι ώστε να μην σηκώνεται σκόνη, για να είναι πιο μαλακό στο να παίξουν οι ποδοσφαιριστές. Οπότε μια πρώτη εικόνα, έτσι, αθλητισμού ήταν αυτή εδώ. Μια άλλη εικόνα που θυμάμαι από κείνη την εποχή είναι ότι γίνονταν... Μία ή δύο φορές το χρόνο διοργανώνονταν motocross στην περιοχή των Γιαννιτσών σ' ένα χωριό έξω από τα Γιαννιτσά, στο Αλάρι, το λέγανε στα τουρκικά. Στα ελληνικά νομίζω είναι... Πώς είναι στα ελληνικά; Είναι το Δυτικό. Σ' εκείνη την περιοχή, Μεσσιανό, Δυτικό, κάπου προς τα εκεί. Στο Αρχοντικό μάλλον, στο Αρχοντικό. Και ήταν κι αυτό ένα ωραίο γεγονός, ότι συγκεντρώνονταν πολύς κόσμος απ' όλη τη Βόρεια Ελλάδα, μοτοσυκλέτες enduro, αυτές που λέμε, είχε διαμορφωθεί πίστα, πολύς κόσμος. Ήταν ένα ωραίο θέαμα, ωραίο θέαμα. Στη συνέχεια, στα μέσα της δεκαετίας του '80, είχαμε την έκρηξη του μπάσκετ. Τα πρώτα χρόνια, θυμάμαι εγώ τότε παοκτσής μικρός και λοιπά ότι το κύπελλο που πήρε ο ΠΑΟΚ στο μπάσκετ, ότι πρώτη φορά είδα πώς παίζεται το συγκεκριμένο άθλημα. Τότε δεν υπήρχαν ακόμα μπασκέτες πουθενά, φυσικά. Στα Γιαννιτσά, νομίζω, μπασκέτες μόνο στο κλειστό γυμναστήριο υπήρχανε. Αλλά σε σχολεία, σε δημόσιους χώρους, δεν υπήρχαν μπασκέτες. Οπότε πηγαίναμε στα σχολεία ή σε κάποιο δημόσιο χώρο και παίζαμε συνήθως στα μονόζυγα, πολύζυγα, πώς τα λέμε; Δηλαδή, παίρναμε μια μπάλα ποδοσφαίρου –δεν είχαμε και μπάλα μπάσκετ– και προσπαθούσαμε να βάλουμε τη μπάλα ανάμεσα στα δύο κάγκελα και θεωρούσαμε ότι είναι καλάθι αυτό το πράγμα. Τελικά, ήταν ένα καινούργιο άθλημα που εκείνη την εποχή, ξέρω 'γω, άρχισε να ανεβαίνει. Βέβαια, η έκρηξη έγινε το '87, που πλέον το ‘μαθε όλη η Ελλάδα. Εκείνες τις εποχές με το EuroBasket που έγινε στην Αθήνα, το κατέκτησε η Ελλάδα. Πολύ καλή ομάδα, με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα, τον Χριστοδούλου, όλους αυτούς τους παίκτες που αφήσαν ιστορία σε όλο το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Οπότε μετά, στη συνέχεια, αυτό ήταν έναυσμα για να δημιουργηθούν και νέοι χώροι. Μετά, πλέον τοποθετήθηκαν μπασκέτες σε όλα τα σχολεία, πλέον άρχισε ο κόσμος να ενδιαφέρεται. Βλέπαμε... Ένα θέμα ήταν η τηλεόραση. Η τηλεόραση παλαιότερα, δηλαδή τα χρόνια που μεγαλώσαμε, υπήρχανε δύο κανάλια. Ήτανε η ΕΡΤ1 και η ΕΡΤ2. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι τότε η τηλεόρασή μας, όταν πήραμε έγχρωμη, το θυμάμαι το γεγονός, ότι το 1980, ότι πήραμε έγχρωμη τηλεόραση. Γιατί πριν το '80 περίπου υπήρχανε ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, που έπρεπε να σηκωθείς για να αλλάξεις το κανάλι, να πατήσεις το κουμπί, και δεν υπήρχαν και επιλογές καναλιών. Δηλαδή, συνήθως ήτανε ένα-δύο κανάλια, αυτό. Στη συνέχεια, δηλαδή αρχές δεκαετίας του '80, βγήκαν οι έγχρωμες, βγήκαν τα κομπιούτερ. Ήτανε μια επανάσταση ότι μπορούσες να κάθεσαι στην καρέκλα, στον καναπέ και να αλλάζεις κανάλι. Βέβαια, χωρίς να έχεις επιλογές. Συν το γεγονός ότι το πρόγραμμα της τηλεόρασης ξεκινούσε συνήθως το απόγευμα. Δηλαδή, τα ένα-δύο κανάλια που υπήρχαν, ξεκινούσαν γύρω στις 4:00-5:00 η ώρα το απόγευμα και 12:00 η ώρα το βράδυ κλείνανε. Δηλαδή ήτανε για λίγες ώρες το πρόγραμμα. Ήταν περιορισμένα. Δηλαδή, θα είχε και ένα-δυο παιδικά στην αρχή, μετά, στη συνέχεια, ειδήσεις, μια ελληνική σειρά, μια ελληνική ταινία, ξέρω 'γω, το βραδάκι και πάλι ειδήσεις και τελείωνε. Αυτό ήτανε. Εθνικός Ύμνος 12:00 η ώρα, έβγαινε η σημαία, τελειώσαμε. Αυτό ήτανε. Οπότε οτιδήποτε τότε φαινόταν στα μάτια μας ότι ήταν καινούργιο, εντυπωσιακό. Υπήρχε ένας ενθουσιασμός, μια χαρά για αυτό που ζούσαμε. Αυτό έγινε ακόμα μεγαλύτερο στα τέλη της δεκαετίας του '80, όταν έγινε η ελεύθερη ραδιοφωνία και η ελεύθερη τηλεόραση. Ξεκίνησε πειρατικά, δηλαδή πρώτα το ραδιόφωνο ήταν... Τα ελεύθερα κανάλια –εντός εισαγωγικών– ήταν τα πειρατικά. Δηλαδή, υπήρχε ο κρατικός σταθμός που ακούγαμε στα μεσαία ξέρω 'γω, στο 1.000, στο 1.200, ποια ήταν τότε οι συχνότητες... Στα μεσαία. Και δεν υπήρχαν ακόμα τα FM. Ήταν τα πειρατικά, που λέγαμε. Οπότε με πολύ άσχημη ποιότητα ακούγαμε, προσπαθούσαμε να [00:15:00]ακούσουμε την εποχή της δεκαετίας του '80, δηλαδή, να ακούσουμε ξένη μουσική στο ραδιόφωνο, αλλά με... Χωρίς να έχει καλή ποιότητα ήχου. Να παίζουν ταυτόχρονα δύο σταθμοί στην ίδια μπάντα, ξέρω 'γω. Υπήρχαν τέτοια προβλήματα. Μιλούσαν συνέχεια για αφιερώσεις. Δηλαδή, ο σκοπός ήταν περισσότερο αφιερώσεις, ο ένας αφιερώνει στην κοπέλα του, ο άλλος αφιερώνει στη μητέρα του, τέτοια πράγματα. Στη συνέχεια, τέλη δεκαετίας του '80, εκεί περίπου το '88-'89, έγινε και η ελεύθερη τηλεόραση. Δηλαδή, ξεκίνησε από Θεσσαλονίκη τότε, ξέρω 'γω, τα κανάλια, το «TV100», το αντίστοιχο «FM100», ξέρω 'γω, ήταν τότε με τον Κούβελα, τον δήμαρχο τότε Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε και η Αθήνα το '89 με τον Έβερτ, που κι αυτός έκανε τότε το «984», το ραδιόφωνο. Άρχισαν να ανοίγουν τα πρώτα ιδιωτικά κανάλια, που στην αρχή ήταν παράνομα. Το «Mega», το «Ant1», ξέρω 'γω, και τα λοιπά. Αυτά εδώ πέρα. Και ανοίγαν για λίγες ώρες, με πολύ άσχημο σήμα –καμιά σχέση με την ποιότητα την ψηφιακή που υπάρχει τώρα–, δηλαδή πάντα με χιόνια, η εικόνα, ξέρω 'γω, τρεμόπαιζε, μπορεί να χανότανε για μερικά λεπτά, να επανερχότανε μετά από λίγο. Αλλά ήταν τέτοια η μαγεία και η προσμονή που θα δεις έστω και μία ώρα ένα πρόγραμμα, κάτι, ένα καινούργιο, σε σχέση με το κλασικό το πρόγραμμα που σου παρουσίαζε τότε το κρατικό κανάλι, που ήτανε επανάσταση για την εποχή. Την επόμενη μέρα, δηλαδή, πηγαίναμε στο σχολείο και συζητούσαμε τι είδαμε, ξέρω 'γω. Ότι: «Εγώ μπόρεσα και έπιασα το “MTV”», παραδείγματος χάρη, «και είδα το Top20 στο “MTV”». Το 1989, με τα τραγούδια εκείνης της εποχής. Kylie Minogue, Rick Astley και τα λοιπά. Τέλη δεκαετίας του '80, που ξεκίνησε η ηλεκτρονική μουσική. Στη συνέχεια, μπαίνοντας τώρα στη δεκαετία του '90, τα πράγματα σίγουρα έχουν... Έχει αλλάξει ήδη, αρχίζει να αλλάζει η οικονομία, η κοινωνία... Είναι η εποχή που κάνουν την εμφάνιση οι πρώτοι, ξέρω 'γω, μετανάστες, αλλά ήταν Έλληνες τότε. Δηλαδή, αρχίζουν και ανοίγουνε τα σύνορα. Δηλαδή, αυτό που λέγαμε, οι αποκαλούμενοι «Ρωσοπόντιοι», οι αποκαλούμενοι, ξέρω 'γω, τους λέγαμε «Αλβανούς», αλλά κάποιοι ήταν Βορειοηπειρώτες, απ’ τα μέρη της Αλβανίας κάποιοι που ήρθαν και τα λοιπά. Ήταν τέλη δεκαετίας του '80, άνοιξαν τα σύνορα. Έπεσε το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» που λέγανε, δηλαδή η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η πτώση του τείχους του Βερολίνου και τα λοιπά. Αυτό έφερε ανακατατάξεις παγκοσμίως. Οπότε ανοίξαν τα σύνορα και πλέον Έλληνες της Ρωσίας που δεν μπορούσαν να έρθουν, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, επέστρεψαν στην Ελλάδα. Τους δόθηκαν με ευνοϊκούς όρους δάνεια για να αποκτήσουνε σπίτια. Υπήρχαν μια σειρά από κίνητρα, έτσι ώστε να προσελκύσει η Ελλάδα, ξέρω 'γω, πληθυσμό που ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Η οικονομία σιγά-σιγά άρχισε να μπαίνει σε άλλες βάσεις και να αναπτύσσεται. Δεν ήτανε πλέον μόνο αγροτική και σιγά-σιγά άλλαξε, άρχισε να αλλάζει στα μέσα της δεκαετίας του '90 η κοινωνία. Η Ελλάδα ήδη απ’ τη δεκαετία του '80 είχε μπει στην ευρωπαϊκή, στην ΕΟΚ τότε. Τέλη... Μέσα στη δεκαετία του '90, άρχισε να γίνεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ουσιαστικά, άρχισαν να αφομοιώνονται οι διαδικασίες και οι νομοθεσίες που ίσχυαν στα προηγμένα δυτικά κράτη σε όλες τις χώρες της Ευρώπης που ανήκαν τότε στην ΕΟΚ, μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάνουμε μια διακοπή; Να γυρίσουμε στο '80 στο σχολείο.
Σ' ό,τι αφορά τα μαθητικά σας χρόνια τι αναμνήσεις έχετε απ’ το δημοτικό σχολείο, τους δασκάλους, τους συμμαθητές;
Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε απ' το νηπιαγωγείο. Το νηπιαγωγείο, με πήγαινε η αδερφή μου θυμάμαι, ξέρω 'γω, συνήθως. Επειδή κι αυτή πήγαινε... Ήταν πιο μεγάλη κάποια χρόνια, πέντε χρόνια, οπότε ταυτόχρονα πήγαινε αυτή στο δημοτικό που ήταν απέναντι και με πήγαινε πρώτα εμένα στο νηπιαγωγείο. Δεν θυμάμαι ότι είχαμε πολλές δραστηριότητες. Θυμάμαι αυτό με τις τελίτσες που ενώναμε, βασικά, τα τραγουδάκια που μαθαίναμε, τα ποιηματάκια, τα σκετσάκια που κάναμε. Πολύ παιχνίδι στην αυλή. Υπήρχε αυλή, δηλαδή, που παίζαμε πολλές ώρες. Ευχάριστα συναισθήματα. Ευχάριστα συναισθήματα. Στη συνέχεια, στο δημοτικό. Πήγαινα στο 2ο Δημοτικό των Γιαννιτσών. Ισόγειος χώρος. Θέρμανση, θυμάμαι χαρακτηριστικά είχαμε τζ[00:20:00]άκια. Όχι τζάκια, είχανε σόμπες, ξυλόσομπες, και κουβαλούσαμε και ξύλα. Πολλές φορές, μας λέγανε: «Κι απ' το σπίτι αν έχετε, ξέρω 'γω, να κουβαλήσετε, φέρτε από ένα-δυο ξύλα ο καθένας». Αλλά αργότερα, όταν δεν χρειαζόταν πλέον εμείς να κουβαλάμε ξύλα απλώς ήμασταν, βοηθούσαμε στην τακτοποίηση των ξύλων. Δηλαδή, όταν ερχόταν το φορτηγό και ξεφόρτωνε, ξέρω 'γω, στην αρχή της σεζόν, μπαίναμε στη σειρά όλα τα παιδάκια για να κουβαλήσουμε πόσους τόνους ξύλα κάτω στις αποθήκες, στα υπόγεια. Και μετά, πάντα υπήρχαν οι υπεύθυνοι την ώρα του μαθήματος, δύο-τρία παιδάκια που στο διάλειμμα πηγαίνανε και παίρνανε, ξέρω 'γω, τέσσερα-πέντε ξύλα, έτσι ώστε να βγει η επόμενη μέρα μια-δυο ώρες του μαθήματος και να έχουμε ζέστη, ξέρω 'γω, μέσα στην τάξη. Σχολικά χρόνια. Αυστηροί οι δάσκαλοι τότε. Δηλαδή, τότε έβλεπες δάσκαλο, πολλές φορές δηλαδή απ' το φόβο σου άλλαζες πεζοδρόμιο όταν έβλεπες στο δρόμο έξω δάσκαλο. Γιατί θεωρούσε ο δάσκαλος ότι κακώς βρίσκεσαι εκτός σπιτιού. Δηλαδή, θα 'πρεπε όταν είσαι εκτός σπιτιού να πηγαίνεις μόνο σε φροντιστήριο, σε τίποτα άλλο. Δηλαδή για να παίξεις, για να κάνεις, θεωρούνταν ότι ήταν κάτι επιλήψιμο, ότι βγήκες έξω, ξέρω 'γω, και τα λοιπά, ότι γυρνάς στους δρόμους. Έπρεπε να είσαι στο σπίτι να διαβάζεις. Αυτή ήταν η λογική. Οπότε απέφευγες να συναντήσεις δάσκαλο εκτός σχολείου. Ήταν πολύ αυστηροί. Πολλές φορές, σε σχολίαζαν έτσι μετά και στο σχολείο, ότι: «Ο τάδε που γυρνάει στους δρόμους, ο τάδε που δεν διαβάζει, ξέρω 'γω, και τα λοιπά». Ήτανε αυστηροί, αυστηροί οι δάσκαλοι. Δηλαδή, εγώ πρόλαβα την εποχή που ακόμα υπήρχε η γκλίτσα, δηλαδή το ξύλο. Βέβαια, όχι σε σημείο κάτι φοβερό. Αλλά, εντάξει, όταν έκανες κάτι κακό, μπορεί να σου λέγανε: «Άπλωσε το χέρι σου να σου δώσω μια ξυλιά». Το πρόλαβα αυτό, την πρόλαβα αυτή την εποχή, χωρίς να είναι κάτι φοβερό βέβαια, χωρίς να γίνονται ακρότητες. Στη συνέχεια, θυμάμαι ότι δεν μας επιτρέπαν στον προαύλιο χώρο να τρέχουμε. Γιατί ιδρώναμε, γιατί υπήρχε κίνδυνος να χτυπήσουμε. Ακόμη ήτανε κάτω χαλίκι. Δεν υπήρχε ασφαλές... Ούτε τσιμεντωμένος ήτανε ο χώρος, ούτε ασφαλτοστρωμένος. Δηλαδή, ήτανε χαλίκι. Όταν έπεφτες κάτω, μάτωνες. Δεν υπήρχε περίπτωση να πέσεις κάτω και να μη ματώσεις. Δεν είχε πολλά πράγματα, πολλές δραστηριότητες να ασχοληθείς. Βέβαια, κάποιες στιγμές, κάποιες εποχές γίνανε κάποια προγράμματα εκτός σχολείου για γυμναστική. Θυμάμαι, νομίζω το 1983 κάτι είχε γίνει, ένα πρόγραμμα, που μπορούσαμε να πηγαίνουμε ως σχολείο και μας απασχολούσανε κάποιοι γυμναστές. Μας μάθαιναν κάποια πράγματα, χρήσιμα έτσι πάνω σε θέματα στίβου. Μπορεί να κάναμε τρέξιμο, μπορεί να κάναμε το σκάμμα, δηλαδή το μήκος, που λέμε. Κάποιες ασκήσεις να μας μάθουν. Τέτοια πράγματα. Στη συνέχεια...
Ήσασταν καλός μαθητής;
Ήμουν καλός μαθητής, χωρίς να θέλω να το παινευτώ. Ήμουνα... Μάλιστα, θα πω παρά λίγο σημαιοφόρος. Γιατί; Πώς θα το εξηγήσω; Ότι είχαμε... Στην πέμπτη τάξη, ξέρω 'γω, είχαμε κάνει εξετάσεις και είχαμε βγει δύο παιδιά, ξέρω 'γω, τα επικρατέστερα ως οι καλύτεροι μαθητές της τάξης, στα τέλη της χρονιάς της πέμπτης δημοτικού. Ήμουνα... Ήταν μια κοπέλα και εγώ. Και μάλιστα, μας είχανε ανεβάσει πάνω στο τέτοιο, στον πίνακα και μας κάναν ερωτήσεις και τα παιδιά θυμάμαι και ο δάσκαλος και έπρεπε να απαντάμε. Και θυμάμαι ότι είχαμε ισοβαθμία με σε όλα και στο τέλος εκεί που επικράτησα για έναν βαθμό ήταν στην ορθογραφία. Μας είχαν βάλει μια πολύ δύσκολη λέξη και εγώ είχα κάνει, παραδείγματος χάρη, ένα λάθος, ενώ το κορίτσι είχε κάνει δύο λάθη. Και για αυτό το λόγο επικράτησα εγώ, εν τέλει, σε αυτή την άτυπη μονομαχία. Οπότε στην έκτη τάξη μετά, θα ήμουν ο σημαιοφόρος. Και όντως μου δόθηκε η σημαία. Την έπλυνα, τη σιδέρωσα. Πήγα και στη δοξολογία, ξέρω 'γω, την ημέρα της απελευθέρωσης στην πόλη των Γιαννιτσών. Αλλά ενδιάμεσα απ' την τοπική εορτή και στην 28η Οκτωβρίου που θα γινόταν η παρέλαση, ήρθε ένα φαξ τότε, δε ξέρω τι, τηλεγράφημα απ' το Υπουργείο Παιδείας εκείνη την εποχή ότι πλέον θα γίνεται κλήρωση και δεν θα δίνεται στον καλύτερο μαθητή, ξέρω 'γω, η σημαία. Θα δίνεται με κλήρωση ανάμεσα στα παιδιά που είναι άριστα. Δηλαδή, ουσιαστικά σε όλη την τάξη, ανάμεσα σε όλη την τάξη, στα παιδιά όλης της τάξης γίνονταν μια κλήρωση και κάποιος μαθητής απλώς σήκωνε τη σημαία. Οπότε ή[00:25:00]μουνα παρά λίγο ο σημαιοφόρος, να το πω. Άρα ήμουν απ' τους καλύτερους μαθητές της τάξης. Αυτό το συνέχισα και στο γυμνάσιο. Δηλαδή και στο γυμνάσιο ήμουν απουσιολόγος, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια. Μετά, πάντα ήμουνα μες τους τέσσερις-πέντε καλύτερους της τάξης μου και στο λύκειο συνεχίστηκε το ίδιο. Και στο πανεπιστήμιο, πάλι, εντάξει. Και στο πανεπιστήμιο τα πρώτα δύο χρόνια ήμουνα εντός της δεκάδας υποψήφιος για υποτροφία. Στη συνέχεια, τον τρίτο χρόνο λίγο τα χάλασα. Μετά, το ξαναβρήκα, στον τέταρτο.
Είπατε ότι στο δημοτικό είχατε, ίσχυαν ακόμη οι τιμωρίες από τους δασκάλους, ως ένα βαθμό. Θυμάστε χαρακτηριστικά κάποιο σκηνικό τιμωρίας δικό σας, συμμαθητή σας, από δάσκαλο;
Αχ! Ναι. Θυμάμαι ένα, έτσι, αστείο περιστατικό. Υπήρχε ένας αυστηρός διευθυντής εκείνη την εποχή και έτυχε να ‘μαστε Σαββατοκύριακο στον προαύλιο χώρο του σχολείου, που ξέραμε ότι απαγορεύεται να παίζουμε στο σχολείο, γιατί μας λέγαν ότι: «Θα κάνετε ζημιές, μπορεί να σπάσετε κάνα τζαμί με τη μπάλα» κι όλα αυτά τα πράγματα. Βέβαια, αυτά σπάνια συμβαίνουν. Αλλά ξέραμε ότι ήταν απαγορευμένο. Οπότε παίζαμε εμείς ποδόσφαιρο σ' ένα χώρο του σχολείου και, ξαφνικά, περνάει ο συγκεκριμένος διευθυντής, ο αυστηρός ο διευθυντής, και μας βλέπει πάνω από το κάγκελο χαρακτηριστικά και φωνάζει τα ονόματά μας. «Ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε», και το δικό μου το όνομα, «τη Δευτέρα στο γραφείο μου». Εμείς έχουμε καταλάβει, ξέρω 'γω, ότι η Δευτέρα να θα είναι μια πολύ δύσκολη μέρα για μας. Απ' τα πέντε-έξι άτομα ένας ή δύο, νομίζω, δεν ήρθαν καθόλου στο σχολείο τη Δευτέρα. Οι υπόλοιποι αυτό που κάναμε είναι... Εγώ χαστουκιζόμουν όλη την Κυριακή για να συνηθίσω το πώς θα είναι το χαστούκι που θα δεχτώ τη Δευτέρα. Κάποιος άλλος πήγε και έβαλε τσιρότα πάνω στα μάγουλά του, έτσι ώστε να μην τον χτυπήσουνε. Να τον λυπηθούνε. Έρχεται η Δευτέρα, τώρα, το πρωί. Έχουμε βρεθεί εμείς οι πέντε μεταξύ μας. «Τώρα», λέμε, «τι κάνουμε; Πάμε στον διευθυντή; Περιμένουμε να μας φωνάξει;». Λέμε: «Μάλλον να μην πάμε. Να περιμένουμε να μας φωνάξει». Θα μας φωνάξει, γιατί είχε γράψει σε χαρτάκι τα ονόματά μας. Ξέρουμε ότι είναι δεδομένη η τιμωρία μας, θα είναι αυστηρή, ότι θα φάμε τα χαστούκια μας. Το ξέρουμε και το περιμένουμε. Και όλως... Δηλαδή αυτό, γίνεται το θαύμα, από μηχανής θεός και ανακοινώνεται, ανακοινώνει ο διευθυντής ότι θα πάμε εκδρομή. Οπότε γλιτώσαμε όλο αυτό εδώ πέρα που ήτανε να περάσουμε. Και αυτό. Ήτανε φοβερή η στιγμή, η χαρά που νιώσαμε για όλο αυτό το πράγμα. Αυτό ήταν ένα περιστατικό, έτσι, που θυμάμαι δηλαδή από το δημοτικό.
Σε ό,τι αφορά τους δασκάλους, είχατε κάποιον ο οποίος ήταν ο αγαπημένος σας δάσκαλος, που σας βοήθησε περισσότερο να μάθετε;
Κοίταξε. Οι δάσκαλοι τότε είπαμε ότι ήταν αυστηροί. Δεν υπήρχε αυτή η προσέγγιση, η φιλικότητα που ίσως υπάρχει τώρα, δεν υπήρχε η αμεσότητα στην επικοινωνία. Πάντα υπήρχε μια απόσταση μεταξύ μαθητή και δασκάλου. Οπότε εκτιμούσες το έργο του δασκάλου και αυτά που μάθαινες, αλλά δεν μπορούσες να εκτιμήσεις κάποιον προσωπικά, γιατί πάντα σε κρατούσε σε απόσταση. Δηλαδή, δεν σου επέτρεπε να τον πλησιάσεις περισσότερο, να γίνεις φιλικός ή να γίνει αυτός φιλικός. Πάντα ήταν αυστηρός. Δεν δέχονταν, ξέρω 'γω, οικειότητες, όπως γίνονται τώρα, ή πειράγματα και τα λοιπά. Σε αυτά τα θέματα ήταν αυστηροί οι δάσκαλοι. Εκ των υστέρων, περισσότερο εκτιμούσες κάποια πράγματα, ότι, ξέρεις: «Από αυτόν τον δάσκαλο έμαθα πράγματα». Δηλαδή, κατά τη διάρκεια της θητείας της σχολικής θεωρούσες ότι είναι αυστηροί και ότι δεν περνάμε –εντός εισαγωγικών– καλά. Αλλά δεν ήταν το ζητούμενο να περάσεις καλά στο σχολείο. Το ζητούμενο ήταν να μάθεις. Κι αυτό το εκτιμήσαμε αργότερα. Με το πέρασμα των χρόνων, εκτιμήσαμε τις σωστές αρχές που μας περάσανε, τις αξίες... Αυτά εκτιμήσαμε. Και τις γνώσεις, φυσικά, που αποκτήσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Οπότε, εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να πούμε ότι δεν έχω παράπονο από κάποιον από τους δασκάλους μου και ότι θεωρώ ότι όλοι κάνανε το έργο τους σωστά και τους θυμάμαι με χαρά, ευχάριστα, όλους.
Πώς ήταν η μετάβαση στο γυμνάσιο; Τι θυμάστε από αυτό;
Η μετάβαση στο γυμνάσιο πάντα είναι δύσκολη. Αλλάζει το περιβάλλον, αλλάζεις γειτονιά, αλλάζεις φίλους. Είναι η πρώτη φορά που θα χ[00:30:00]άσεις κάποιους φίλους που μεγάλωσες μαζί. Είτε μπορεί να μετακομίσουν, είτε μπορεί να φύγαν σε άλλη πόλη. Μπορεί να πήγαν σε άλλη γειτονιά της περιοχής και να πήγαν σε άλλο γυμνάσιο απ' ό,τι θα πας εσύ. Οπότε πάντα, ξέρω 'γω, είναι μια ιδιαίτερη περίοδος της ζωής σου. Πάντα είναι τότε που πιστεύεις ότι αρχίζεις να μεγαλώνεις. Είναι η ηλικία που μπαίνεις στην εφηβεία, η εποχή που νιώθεις ακόμα... Δεν είσαι ούτε μεγάλος, ούτε παιδί. Είναι τα εφηβικά χρόνια, τα περίεργα. Τα θυμάμαι ευχάριστα κι αυτά, όλα. Δεν υπάρχει κάτι δυσάρεστο από κείνη την εποχή. Ευχάριστα.
Υπάρχουν έντονες, ευχάριστες αναμνήσεις από εκεί, από εκείνη την περίοδο;
Πάντα θυμάμαι αυτό εδώ πέρα, τις παρέες, το παιχνίδι, τις καλές σχέσεις που είχαμε, τις μεγάλες παρέες. Δηλαδή ότι τα παιδιά κάναμε μεγάλες παρέες, ότι πάλι αυτό... Μαζευόμασταν πλέον στα σχολεία, γιατί πλέον είχαν χτιστεί οι αλάνες, δεν υπήρχαν αλάνες στα μέσα της δεκαετίας του '80. Οπότε στα μέσα της δεκαετίας του '80, εκεί, τα τέλη, '87, '86-'87, όταν και πήγα στο γυμνάσιο, πλέον παίζαμε, συγκεντρώνονταν κυρίως πλέον στο σχολείο, στο προαύλιο του σχολείου, χωρίς πλέον να μας το απαγορεύουν αυτό. Απλώς μας λέγαν να προσέχουμε, να μην κάνουμε ζημιές και τα λοιπά. Και όντως, δεν κάναμε τέτοια πράγματα. Μαζευόμασταν τα παιδιά, παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Δηλαδή, ουσιαστικά, ενώ είχε τελειώσει το σχολείο, σαν να είχαμε ένα δεύτερο σχολείο το απόγευμα. Το μισό σχολείο ξανασυγκεντρωνόταν το απόγευμα για να παίξει. Τόσο πολύ πηγαίναν τα παιδιά. Φροντιστήρια και τέτοια εκείνη την εποχή μόνο για τις ξένες γλώσσες κάναμε. Δηλαδή, εγώ θυμάμαι χαρακτηριστικά, έκανα γερμανικά. Ήθελα να διαφοροποιηθώ απ' τους υπόλοιπους που όλοι πηγαίναν στα αγγλικά. Πηγαίναμε τότε σε φροντιστήρια. Είχα επιλέξει εγώ να κάνω γερμανικά, που ήτανε πιο δύσκολα από τα αγγλικά. Αλλά ήτανε ωραία η διαδικασία. Δηλαδή, ότι είχαμε π.χ. δυο-τρεις φορές τη βδομάδα φροντιστήριο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι έκανα με μεγαλύτερα παιδιά φροντιστήριο στο τμήμα μου και περνούσανε... Όλως τυχαίως αυτά μένανε λίγο πιο πάνω, δηλαδή περίπου 200-300 μέτρα πιο πάνω απ’ το δικό μου το σπίτι και περνούσαν, χτυπούσαν το κουδούνι. Ήξερα εγώ, κατέβαινα. Με παίρνουν, ξέρω 'γω, τα δύο αυτά αδέλφια, ο Σταύρος και ο Φίλιππας, νομίζω, αν θυμάμαι καλά τα ονόματά τους. Και με παίρνανε και πηγαίναμε τότε στο φροντιστήριο. Εμείς πηγαίναμε της... Τσομπάνη τη λέγανε. Ήταν η Δέσποινα η Τσομπάνη, ένα απ' τα φροντιστήρια. Υπήρχε ο Σιδηρόπουλος, ξέρω 'γω, στα αγγλικά. Κι αυτό ήταν μεγάλο φροντιστήριο. Εγώ είχα επιλέξει τη Δέσποινα την Τσομπάνη. Μετέπειτα, ο γιος της ήταν και συμμαθητής μου, ο Λεωνίδας. Ήτανε στον πεζόδρομο το... Θυμάμαι και το πρώτο. Το πρώτο ήταν ισόγειο στην οδό Σβορώνου. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι ξύναμε τα τζάμια που ήταν βαμμένα με το λευκό το χρώμα, για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε στο δρόμο, όταν θέλαμε να κάνουμε καμιά αταξία. Αργότερα, είχε πάει σε χώρο, σε πολυκατοικία στον πεζόδρομο των Γιαννιτσών. Εκεί που σήμερα είν' το «Στέκι», είναι ένα οικογενειακό κέντρο που ήταν γνωστό εκείνη την εποχή, που λεγόταν «Στέκι». Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν τελείωνε το μάθημα, πηγαίναμε στον πεζόδρομο να πάρουμε γύρο. Θυμάμαι ότι ο γύρος τότε έκανε 35 δραχμές. Δηλαδή, θεωρούνταν ότι ήτανε μικρό ποσό. Όταν, βέβαια, εκείνη την εποχή τα περιοδικά, τα Μίκυ Μάους, τα Ποπάι, αυτά, κάνανε 5 δραχμές. 35 δραχμές έπαιρνες τον γύρο, σαν να λέμε, δηλαδή, σημερινά 10 λεπτά, τόσο έκανε ο γύρος. Θυμάμαι ακόμα που πηγαίναμε, είχε ανοίξει η πρώτη ατομική πίτσα στα Γιαννιτσά τότε και ήταν πάνω στο δρόμο. Και έκανε 100 δραχμές η ατομική πίτσα, σαν να λέμε 30 λεπτά σημερινά. Αλλά ήταν τέτοια η χαρά που θα πάρεις πίτσα, γιατί η πίτσα ήταν κάτι... Οι πίτσες, οι μπανάνες ήτανε σπάνια είδη, δηλαδή δεν τα έτρωγες συχνά. Δηλαδή, τη μπανάνα θυμάμαι, ξέρω 'γω, ότι σπούδαζε η ξαδέρφη μου στην Ιταλία γιατρός και πότε θα 'ρθεί από την Ιταλία για να μας φέρει μπανάνες. Και μάλιστα, δεν την τρώγαμε άμεσα. Την παίρναμε στο σχολείο, να δείξουμε και στους συμμαθητές μας ότι τρώμε μπανάνα, ότι βρήκαμε μπανάνα. Ήτανε κάτι αξιοθέατο η μπανάνα. Βρίσκανε συνήθως νταλικέρηδες που κάναν ταξίδια στο εξωτερικό και τα λοιπά. Στην Ελλάδα σπάνια έβρισκες μπανάνες ή έβρισκες στις πολύ μεγάλες πόλεις και για ένα μήνα τον χρόνο, ξέρω 'γω, για συγκεκριμένη εποχή του χρόνου. Ξεχάσαμε να αναφέρουμε την εποχή του βίντεο, που ήταν πολύ σημαντική εποχή, δηλαδή που άνοιξαν τα μαγαζιά, που νοικιάζανε β[00:35:00]ιντεοκασέτες τη δεκαετία του '80. Γιατί, όπως είπαμε, τα κανάλια... Είχαμε τότε μόνο ένα-δύο κανάλια, ΕΡΤ1, ΕΡΤ2. Δεν υπήρχε ποικιλία. Δεν μπορούσες να δεις πράγματα. Ταινίες και τέτοια πράγματα... Μια ταινία όλη την ημέρα. Οπότε το να πας και να διαλέξεις ή να επιλέξεις ποια ταινία θα δεις, να μπεις σε ένα κατάστημα που να έχει τρεις χιλιάδες-τέσσερις χιλιάδες ταινίες και να μπορείς να επιλέξεις, να νοικιάσεις τότε, ξέρω 'γω, και να την επιστρέψεις μετά από μια-δύο μέρες ήταν κάτι επαναστατικό για την εποχή. Να πάρεις το βίντεο, κακής ποιότητας, βέβαια, όλα, οι εικόνες, ο ήχος και τα λοιπά. Υπήρχαν και καλές ταινίες την εποχή, υπήρχαν και μέτριες ταινίες. Αλλά το σημαντικό ήτανε ότι υπήρχε αυτός ο ενθουσιασμός στο να παρακολουθήσεις ταινίες, στο να τις σχολιάσεις την άλλη μέρα στο σχολείο, ότι είδα αυτή την ταινία. «Είδα», ξέρω 'γω, «το “Rocky” το 2, το “Rocky” το 3...». Ή: «Το “Rambo” το 1, το 2», ξέρω 'γω. Και το «Commando». Οι ταινίες, ξέρω 'γω, οι εμπορικές της εποχής, δεκαετίας του '80.
Αναφέρατε ότι... Αναφερθήκατε πολύ στη δεκαετία του '80, στα μέσα της δεκαετίας του '80, και είπατε πιο πριν ότι ήτανε μια δεκαετία που έμαθε ο κόσμος το μπάσκετ και παρακολουθούσατε αθλητικές διοργανώσεις. Θυμάστε χαρακτηριστικά κάποιον αγώνα είτε ποδοσφαίρου της «Αναγέννησης Γιαννιτσών», που είπατε πριν, είτε στην τηλεόραση κάποιον αγώνα μπάσκετ που παρακολουθήσατε, που να σας έμεινε;
Ο πρώτος-πρώτος αγώνας που είδα ήταν ο τελικός του κυπέλλου του μπάσκετ το '85, '85-'86, που πήρε ο ΠΑΟΚ το κύπελλο με τον Άρη στον τελικό, 76-72, αν θυμάμαι καλά. Και μάλιστα, δεν τον είχα δει ολόκληρο τον αγώνα. Ήτανε... Δηλαδή είχαμε δει τα τελευταία δέκα λεπτά. Εμείς ήμασταν σε κάποια γειτονιά, παίζαμε και ξαφνικά ένα παιδάκι μάς φωνάζει ότι στην τηλεόραση δείχνει μπάσκετ, ότι παίζει τελικός κυπέλλου Ελλάδας, ο ΠΑΟΚ με τον Άρη. «Ελάτε», κερδίζει ο ΠΑΟΚ, «να το δούμε» και τα λοιπά. Και πήγαμε και είδαμε τελευταία πέντε-δέκα λεπτά. Ίσα-ίσα, εκεί το τελείωμα του αγώνα, το κύπελλο πώς σήκωσαν οι παίκτες και τα λοιπά. Ήταν η πρώτη επαφή με το συγκεκριμένο άθλημα, που μετά είχε μεγάλη ανάπτυξη στην Ελλάδα. Όσον αφορά το ποδόσφαιρο, θυμάμαι αυτό που σας έλεγα προηγουμένως για το χωμάτινο γήπεδο της Αναγέννησης. Θυμάμαι ποδοσφαιρικούς αγώνες με γεμάτα γήπεδα, πολύς κόσμος. Φανατισμός, αλλά όχι βία. Δεν υπήρχε βία. Φανατισμός λεκτικός μπορεί να υπήρχε στις κερκίδες. Υπήρχε πολύς κόσμος. Υπήρχαν και αντίπαλοι φίλαθλοι και τα λοιπά. Αλλά δεν γίνονταν ποτέ βιαιότητες, έτσι βιαιοπραγίες, τέτοια πράγματα. Δηλαδή, δεν υπήρχε βία. Αυτή ήτανε η διαφορά. Δηλαδή ό,τι γίνονταν, γίνονταν λεκτικά. Θυμάμαι, μικρός πήγαινα και τένις. Δηλαδή, σε κάποια άλλα αθλήματα, έτσι... Ότι στο κλειστό γυμναστήριο τότε των Γιαννιτσών έρχονταν δάσκαλος του τένις, που είχε και μηχάνημα τότε, ο Steve. Έβαζε τα μπαλάκια μέσα. Μαθαίναμε τένις. Ήταν κι αυτό κάτι ιδιαίτερο για τη δεκαετία του '80, αρχές της δεκαετίας του '80. Αργότερα, δηλαδή, αυτό, ότι θέλαμε να δοκιμάσουμε και υπήρχε η ευκαιρία να δοκιμάσουμε, έτσι, πολλά αθλήματα. Είχα γραφτεί θυμάμαι στον Φ.Ο.Ο.Γ., τον Φυσιολατρικό Ορειβατικό Όμιλο Γιαννιτσών. Έκανε εκδρομές σε χιονοδρομικά. Στο Σέλι τότε κυρίως πηγαίναμε, στα 3-5 Πηγάδια, δηλαδή σε κοντινά χιονοδρομικά. Και είχαμε μάθει και σκι. Υπήρχαν, ξέρω 'γω, δάσκαλοι, κυρίως γυμναστές εκείνη την εποχή που μας μάθαιναν τα βασικά του σκι. Βέβαια, σε εποχές που ήτανε πολύ πιο δύσκολες και η μετάβαση, χωρίς να υπάρχουνε τα lift που υπάρχουνε σήμερα. Δηλαδή, υπήρχαν κάτι απλά πιατάκια, μικρές πίστες. Πολλές φορές, ανεβοκατεβαίναμε από μόνοι μας. Δηλαδή, παίρναμε στην πλάτη τα σκι και ξανακατεβαίναμε, γιατί δεν υπήρχε, δεν υπήρχαν τα lift που υπάρχουν σήμερα, τα καρεκλάκια αυτά τα αυτόματα και τα λοιπά. Οπότε μπορούσες να πάρεις στην πλάτη τα σκι, να ανέβεις, ξέρω 'γω, π.χ. 30 μέτρα και να κατεβείς εκείνη την πλαγιά. Κάπως έτσι. Πολύ κουραστικό. Αλλά πάντα όλα τα θυμόμαστε ευχάριστα. Είναι ευχάριστες, ωραίες εμπειρίες που όλες αυτές μάς βοήθησαν στο να σεβόμαστε, στο να εκτιμούμε περισσότερο τα καλά που έχουμε πλέον δηλαδή, αυτά που έχουμε σήμερα, τις δυνατότητες. Δυνατότητες, βέβαια, υπάρχουν περισσότερες πλέον τώρα. Απλώς πλέον δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα να κάνεις πράγματα. Τότε υπήρχε, ξέρω 'γω, περισσότερο η οικονομική δυνατότητα, αλλά δεν υπήρχαν δυνατότητες. Δεν υπήρχαν, μάλλον, ευκαιρίες. Τώρα υπάρχουν ευκαιρίες, αλλά είναι δύσκολο να τις υλοποιήσεις, να τις εφαρμόσεις. Αυτό. Να τα ζήσεις πλέον.
Είπατε, επίσης, ότι είστε υποστηρικτής του ΠΑΟΚ και αυτό σας τράβηξε να δείτε τον αγώνα, τον τελικό, με τον Άρη στο μπάσκετ.
Ναι.
Τους ποδοσφαιρικούς αγώνες τούς βλέπατε και πότε είδατε για πρώτη φορά αγώνα του ΠΑΟΚ από κοντά;
Κοίταξε, την πρώτη φορά ήμου[00:40:00]να πολύ μικρός και δεν το θυμάμαι. Δηλαδή με είχε πάει ο πατέρας μου. Την πρώτη φορά, ήμουνα παιδάκι 3 χρονών, το '76 και τα λοιπά, στο πρώτο πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα. Να είμαι ειλικρινής δηλαδή αυτό μου το είπαν μετά. Τον πρώτο αγώνα επίσημο που θυμάμαι, ξέρω 'γω, που πάλι με πήγε ο πατέρας μου, ήμουνα 16 χρονών, το 1989, το ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός 4-1. Θυμάμαι ότι είχε προηγηθεί χαρακτηριστικά ο Παναθηναϊκός με κεφαλιά του Ζάετς –ήταν πολύ καλός ποδοσφαιριστής– μετά από κόρνερ του Ρότσα. Ο Σαραβάκος ήταν ο καλύτερος παίκτης τότε του Παναθηναϊκού και απ’ τους καλύτερους της Ελλάδας. Αλλά ο ΠΑΟΚ είχε βάλει τρία γκολ τότε ο Σκαρτάδος, αν θυμάμαι, κι ένα ο Κυριάκος Αλεξανδρίδης και κέρδισε 4-1, σ' ένα γήπεδο κατάμεστο με σαράντα πέντε χιλιάδες κόσμο τότε. Χωρίς καθίσματα η Τούμπα. Ήταν ένα... Φοβερή ημέρα, φοβερό συναίσθημα. Το να βλέπεις ένα γήπεδο που το ‘βλεπες μόνο απ’ την τηλεόραση και για λίγα λεπτά, να το ζεις, να ζεις τον παλμό της Θύρας 4, ξέρω 'γω, τότε. Γιατί πρώτη φορά πήγα και στη Θύρα 4. Δηλαδή, η βάφτισή μου –εντός εισαγωγικών– έγινε στη σωστή Θύρα, δεν έγινε στα επίσημα. Από κει και πέρα, μετά, θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα και σε αγώνα... Μετά το '87, θυμάμαι το '89 που είχα πάει με την αδερφή μου σε αγώνα μπάσκετ, αν θυμάμαι, '88-'89. ΠΑΟΚ-Πανιώνιος. Ήταν η πρώτη χρονιά που επιτράπηκαν οι ξένοι παίκτες. Ο ΠΑΟΚ τότε είχε τον Mike Jones. Ο Prelevic δεν θυμάμαι ακόμα αν δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής. Ο Κόρφας έπαιζε, ο Σταυρόπουλος, ο Φασούλας φυσικά. Απ' τον Πανιώνιο τότε έπαιζε ο Φάνης ο Χριστοδούλου. Ήταν ο μεγάλος, ο καλός ο παίκτης. Και θυμάμαι, έτσι, πολύ ωραία που είχαμε πάει στο Αλεξάνδρειο τότε, εκείνη την εποχή. Κι αυτό ήτανε μια φοβερή εμπειρία. Όπως θυμάμαι και μια άλλη φορά που πήγαμε στο Αλεξάνδρειο με το σχολείο. Πρέπει να 'μουνα τρίτη γυμνασίου και πήγαμε να δούμε προπόνηση. Και είδαμε προπόνηση τον Φασούλα. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά, τότε ο ΠΑΟΚ είχε προπονητή τον Paul Newman, έναν Αμερικανό. Είχα πάρει εγώ αυτόγραφα απ' τον προπονητή τον Paul Newman και τον Παναγιώτη Φασούλα. Και μάλιστα, θυμάμαι χαρακτηριστικά του είχα δώσει το στυλό για να γράψει το όνομά μου, ξέρω 'γω, και να μου κάνει την αφιέρωση και δεν έγραφε το στυλό και τον έκανα πλάκα, ξέρω 'γω, ότι: «Είναι Αρειανός ο στυλός και μας κάνει... μας κάνει», λέω, «σπάσιμο». Και γέλασε. Και στο τέλος τού είχα ευχηθεί, ξέρω 'γω: «Άντε και με το πρωτάθλημα!». Και μου είχε πει: «Μακάρι», ξέρω 'γω. Θυμάμαι τη φράση του αυτή χαρακτηριστικά. Εκτελούσε βολές για προθέρμανση ο Φασούλας τότε, γιατί είχε πρόβλημα στις βολές. Αλλά εκείνη την μέρα που τον έβλεπα ήταν καλός. Από αθλήματα τι άλλο μπορώ να θυμηθώ; Είπαμε για το μπάσκετ, είπαμε για ποδόσφαιρο...
Εσείς έχετε ασχοληθεί με κάποιο αγώνισμα;
Με πολλά, αλλά δελτίο είχα βγάλει στο μπάσκετ, στην καλαθοσφαίριση. Ήμουνα μέλος... Το πρώτο μου δελτίο το ‘βγαλα στον Μέγα Αλέξανδρο Γιαννιτσών μικρός, στην πρώτη γυμνασίου. Στη συνέχεια, έπαιξα στην ομάδα του ΑΟΓ, Αθλητικός Όμιλος Γιαννιτσών. Τότε υπήρχανε δύο μεγάλες ομάδες στα Γιαννιτσά. Μιλάμε τώρα για τέλη δεκαετίας του '80-αρχές δεκαετίας του '90, που το μπάσκετ πλέον έχει γίνει ίσως το πρώτο άθλημα στη χώρα. Δηλαδή, με μεγάλη δημοσιότητα. Ο περισσότερος κόσμος ασχολείται με το μπάσκετ παρά με το ποδόσφαιρο. Έχει επιτυχίες πολλές το μπάσκετ, με ευρωπαϊκά, με ευρωπαϊκούς τίτλους, με πολύ καλούς παίκτες που έχουν έρθει πλέον στην Ελλάδα εκεί στις αρχές δεκαετίας του '90. Και υπήρχαν, όπως σας είπα, δύο πολύ καλές ομάδες τότε. Ο Μέγας Αλέξανδρος, που ήταν η παραδοσιακή, η κλασική ομάδα των Γιαννιτσών, η πιο παλιά ομάδα των Γιαννιτσών και υπήρχε και η νεανική τότε ομάδα, στην οποία έπαιζα εγώ, του ΑΟ Γιαννιτσών. ΑΟ Γιαννιτσών. Φορούσαμε, έτσι, κίτρινα και πράσινα. Στην αρχή είχαμε τα πορτοκαλί. Μετά, καταλήξαμε στα κίτρινα-πράσινα. Ενώ ο Μέγας Αλέξανδρος είχε τα κόκκινα, άσπρα-κόκκινα. Και κάποιες αργότερα εποχές σε μαύρο-κόκκινο. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά τα ντέρμπι της εποχής εκείνης, ότι συγκεντρώνονταν πολύς κόσμος. Δηλαδή, το κλειστό γυμναστήριο γέμιζε με κόσμο. Θυμάμαι, δηλαδή, εποχές που υπήρχε ραδιοφωνική αναμετάδοση του αγώνα ζωντανή. Δηλαδή, το τοπικό ραδιοφωνικό, το δημοτικό ραδιόφωνο Γιαννιτσών έκανε ζωντανή αναμετάδοση από το γήπεδο. Οπότε, ξέρω 'γω, οι γονείς μας, η μητέρα μου, ξέρω 'γω, μπορούσε να πει ότι: «Άκουγα το όνομά σου στο ραδιόφωνο. Το έλεγε ο εκφωνητής», ξέρω 'γω, και τα λοιπά. Ωραίες εποχές. Δηλαδή με το... Υπήρχε δηλ[00:45:00]αδή... Έντονες εποχές, με φανατισμό και τα λοιπά. Αλλά χωρίς –όπως είπα και προηγουμένως–, χωρίς βία, χωρίς τέτοια πράγματα. Απλώς ο κόσμος ζούσε έντονα αυτό που ζούσε. Δηλαδή, χαιρόμασταν αυτό που ζούσαμε. Δεν υπήρχε, έτσι, ένα επίπεδο συναίσθημα. Υπήρχαν, έτσι, συναισθήματα πιο έντονα, πιο ζωντανά. Οι άνθρωποι θεωρούσαν τότε ότι βγάζαν περισσότερο συναίσθημα εκείνη την εποχή. Τώρα ίσως ο κόσμος φοβάται να εκδηλωθεί. Παρεξηγείται εύκολα. Δεν είναι όλοι... Πλέον υπάρχουν... Είναι άγνωστοι πολύς κόσμος μεταξύ τους. Οπότε φοβάται, ξέρω 'γω, το ξένο. Ο κόσμος δεν εκδηλώνεται πλέον, δεν εκφράζεται ανοιχτά δημοσίως. Ή όταν το κάνει, το κάνει ανώνυμα μέσα από κοινωνικά δίκτυα και τέτοια πράγματα. Άλλες εποχές, άλλες εποχές. Αλλά το μπάσκετ ήτανε τότε, θυμάμαι, ήταν πολύ ανεβασμένο. Εκείνη την εποχή ουσιαστικά ήμασταν γνωστοί σε όλη την πόλη. Δηλαδή, έλεγε ο άλλος ότι: «Σε είδα, ήρθα σε είδα στον αγώνα...». Ήμασταν γνωστοί. Δηλαδή, βγαίναμε έξω... Ήμασταν παιδάκια. Δηλαδή, πηγαίναμε εμείς τότε δευτέρα-τρίτη λυκείου, σε αυτές τις ηλικίες. Στα 17 μέχρι τα 19-20. Μετά, αργότερα, οι περισσότεροι χαθήκαμε, γιατί σπουδάσαμε. Οπότε φύγαμε από την πόλη και πλέον δεν μπορούσαμε να προπονούμαστε και τα λοιπά. Οπότε, εκ των πραγμάτων, αναγκαστικά, η ομάδα μετά πήγε σε νεότερα παιδιά ή σε μεγαλύτερους που δεν σπουδάζαν και τα λοιπά. Τα φοιτητικά χρόνια. Τα φοιτητικά χρόνια, βέβαια, είναι εκτός της πόλης. Δηλαδή, σπούδασα στη Θεσσαλονίκη. Αλλά και πάλι είναι όντως αξιόλογο το γεγονός ότι περιμέναμε το Σαββατοκύριακο να επιστρέψουμε στα Γιαννιτσά. Δηλαδή, ενώ τώρα –προ κορωνοϊού, βέβαια– οι περισσότεροι φοιτητές που σπουδάζουν σε κάποια πόλη μένουν στην πόλη που σπουδάζουν και δεν επιστρέφουνε. Επιστρέφουν το καλοκαίρι ή τα Χριστούγεννα και το Πάσχα και τα λοιπά. Εμείς τότε και υπήρχε... Υπήρχε τη δεκαετία του '90 έντονη νυχτερινή ζωή. Δηλαδή, η διασκέδαση, αυτά εδώ πέρα τα μαγαζιά. Σε όλες τις πόλεις, ακόμα δηλαδή και στα χωριά, όχι μόνο στα Γιαννιτσά. Τα Γιαννιτσά ήταν, ξέρω 'γω, μεγάλη πόλη, αλλά και στα χωριά ακόμα, σε κάθε χωριό υπήρχε ένα κλαμπ, υπήρχε ένα μπαράκι, υπήρχαν δυο καφετέριες. Δηλαδή, υπήρχε και κόσμος που τα γέμιζε αυτά τα μαγαζιά. Υπήρχε έντονη ανάγκη για διασκέδαση. Ήταν πιο φθηνή η διασκέδαση, βέβαια. Δηλαδή, εκείνη την εποχή μπορεί να 'βγαινες, ξέρω 'γω, με 5 χιλιάρικα χαρτζιλίκι –σημερινά 15 ευρώ– και μπορεί να πήγαινες σε τρία-τέσσερα μαγαζιά. Ενώ τώρα με 15 ευρώ δεν βγαίνεις ούτε για καφέ. Εντάξει; Αλλά ήταν αυτό. Ότι περιμέναμε πότε θα 'ρθουμε Παρασκευή βράδυ απ' τη Θεσσαλονίκη στα Γιαννιτσά. Συγκεντρωνόμασταν όλοι οι φοιτητές. Ότι θα βγαίναμε, ξέρω 'γω, και τα λοιπά στη μια καφετέρια, μετά θα πάμε στην επόμενη καφετέρια. Δηλαδή, συνήθως έτσι ήτανε η ιεροτελεστία, ότι πηγαίναμε σε δύο καφετέριες μέχρι τις 11:00 η ώρα. Απ' τις 11:00 μέχρι τις 12:00 στο ένα μπαράκι, απ' τις 12:00 μέχρι τις 01:00 στο άλλο μπαράκι. Στις 01:00 καταλήγαμε μέχρι τις 03:00 σε κάποιο κλαμπ μεγαλύτερο και, αναλόγως με τη μέρα και την όρεξη, μπορούσαμε να πάρουμε το αυτοκίνητο και να φύγουμε και εκτός Γιαννιτσών. Να πάμε, ξέρω 'γω, σε μια γειτονική πόλη, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κατερίνη. Στην «Αλεξάνδρεια», θυμάμαι, πηγαίναμε. Ξέρω 'γω, υπήρχαν τότε κλαμπ, εκείνη την εποχή. Υπήρχε πάντως έντονη διασκέδαση και αυτό και καλή νυχτερινή ζωή. Κάτι που δεν υπάρχει πλέον τώρα. Δηλαδή θυμάμαι χαρακτηριστικά εγώ ότι εμένα κοντά στην Αγίου Δημητρίου, στο Τούρκικο Προξενείο, κοντά στη Ροτόντα, σ' εκείνη την περιοχή της Θεσσαλονίκης ήταν το φοιτητικό μου σπίτι. Και θυμάμαι ότι υπήρχε κέντρο διασκέδασης από πίσω απ' το σπίτι μου, που ήταν ανοιχτό και τη Δευτέρα. Δηλαδή, Δευτέρα τα μπουζουξίδικα δουλεύανε στη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρχε αργία. Ενώ τώρα, απ' ό,τι ξέρω, δουλεύουν μόνο Παρασκευο-Σάββατα. Έτσι. Δηλαδή, εκείνη την εποχή υπήρχε έντονη διασκέδαση, καθημερινή. Δεν υπήρχε η μέρα δηλαδή ότι: «Σήμερα είναι Δευτέρα και δεν διασκεδάζουμε τη Δευτέρα». Και τη Δευτέρα ακόμα το βράδυ μπορούσαμε να βγούμε. Αλλά ήταν πολύ πιο φθηνή η καθημερινότητά μας. Δεν περνούσαμε καλά επειδή ξοδεύαμε λεφτά. Ήταν περισσότερο παρεΐστικο το στυλ. Δηλαδή, ότι μαζευόμασταν η παρέα και θα πηγαίναμε να πιούμε μια μπύρα, θα πάρουμε έναν καφέ. Αυτό το πράγμα, χωρίς να κάνουμε τα τρελά τα έξοδα. Δεν υπήρχε αυτή η ανάγκη. Βέβαια και στο ντύσιμο και σε αυτά ήταν όλα πιο απλοϊκά. Δηλαδή, φορούσες ένα τζιν, μια μπλούζα και έβγαινες. Δεν κοιτούσες ούτε τα επώνυμα προϊόντα, ούτε το επώνυμο μαγαζί. Τα μαγαζιά ήταν πιο απλά. Αλλά ήταν, όμως, είχαν τον χαρακτήρα της εποχής, ήταν το γούστο τους. Δηλαδή, τα μαγαζιά εκείνη την εποχή... Δηλαδή προλάβαμε την εποχή των ντίσκο. Εντάξει; Με τις ντισκομπάλες, με τους ντισκ-τζόκεϊ, το βινύλιο, ό[00:50:00]λα αυτά εδώ πέρα δηλαδή. Τη θυμάμαι αυτή την εποχή. Ήταν εντελώς διαφορετική απ’ την εποχή που ακολούθησε μετά. Δηλαδή, τότε η διασκέδαση στα Γιαννιτσά θυμάμαι ότι υπήρχαν πολλές ντισκοτέκ. Πηγαίναμε και αφήναμε τα πράγματά μας σ' ένα κάθισμα, ξέρω 'γω. Μαζευόντουσαν στοίβες με μπουφάν, εκατό μπουφάν, και όλος ο κόσμος ήταν μες στην πίστα και χόρευε. Αυτό ήταν, δηλαδή, το κλαμπ, η ντίσκο. Δεν πήγαινες για να κάτσεις. Τα τραπέζια ήταν άδεια γύρω-γύρω και όλος ο κόσμος –είχε εκατό-διακόσια άτομα– όσα χωρούσαν στην πίστα, όλα πάνω στην πίστα. Θυμάμαι κι ένα γεγονός, αυτό, έτσι περίεργο, ότι σε χορό της τρίτης γυμνασίου είχα δανειστεί τότε του αδερφού μου του μεγάλου, ξέρω 'γω, το σακάκι, για να φορέσω ένα μπλε σακάκι. Ήταν ένα μπλε σακάκι με ένα σύμβολο εδώ πέρα στο πέτο. Και το είχα αφήσει μαζί με τα υπόλοιπα εκατό σακάκια και μπουφάν των υπολοίπων. Και όταν μετά ήταν να φύγω, βρήκα ένα μπλε σακάκι, το φοράω, φτάνω μέχρι την πλατεία των Γιαννιτσών και κάτι δεν μου άρεσε καλά στην τσέπη μου και τα λοιπά. Έψαχνα και τα κλειδιά μου, δεν τα έβρισκα και τα λοιπά. Λέω τελικά: «Δεν είναι δικό μου αυτό το σακάκι». Ξαναγυρνάω πάλι πίσω στο μαγαζί, πάλι έψαχνα όλο εκεί, τη στοίβα. Και τελικά βρήκα, μπόρεσα και βρήκα το δικό μου το σακάκι, για να επιστρέψω σπίτι, να βρω και τα κλειδιά μου και όλα αυτά. Ενώ τα επόμενα χρόνια, μετά, άλλαξε η διασκέδαση, δηλαδή ο κόσμος μετά άρχισε να μη χορεύει τόσο όσο χόρευε τη δεκαετία του '80. Μετά, περισσότερο ακουστική μουσική ή κουνιόταν επί τόπου. Δηλαδή τότε δημιουργήθηκαν τα stand, ο κόσμος ήτανε πιο απλωμένος μες το μαγαζί, άρχισαν να σταματάνε οι πίστες. Δηλαδή ο κόσμος χόρευε εκεί που έπινε το ποτό του. Μπορεί να ήταν στο μπαρ, μπορεί να ήταν σ' ένα stand, μπορεί να 'ταν εκεί όρθιος επί τόπου και, ουσιαστικά, έκανε διαδρομές και έκανε βόλτες μέσα στο μαγαζί. Άλλαζε παρέες, πηγαίναμε απ’ τη μια παρέα στην άλλη, μιλούσαμε, βλέπαμε γνωστούς... Κάπως έτσι. Ωραία. Και η διασκέδαση δεκαετίες του '80 και τουλάχιστον στις αρχές της δεκαετίας του '90, ήτανε πολύ καλή. Μετά, στα τέλη της δεκαετίας του '90, μετά ξέφυγε το πράγμα. Δηλαδή, αρχίσαμε να φτάνουμε σε υπερβολή. Ήτανε οι εποχές τότε που ετοιμαζόμασταν για την ευρωπαϊκή ενοποίηση τότε, την ενοποίηση του νομίσματος, το ευρώ και τα λοιπά. Εκεί είχε ξεφύγει το πράγμα. Γίνονταν υπερβολές, όσον αφορά τα χρήματα κάποιοι που ξοδεύανε. Δεν μπορούσαν να αξιολογήσουν, να κοστολογήσουν σωστά την αξία του χρήματος. Άρχισαν τα πράγματα ξαφνικά με το ευρώ κάποια να ακριβαίνουνε. Κάποια άλλα που ήτανε δύσκολο να τα αγοράσουμε, πλέον γίναν φθηνά. Μπορεί να γίναν φθηνά π.χ. οι ηλεκτρικές συσκευές, τα αυτοκίνητα, ακρίβυνε όμως το φαγητό μας το απλό. Δηλαδή, ακρίβυνε η ντομάτα και το αγγουράκι μας. Ακρίβυνε, ξέρω 'γω, πράγματα που τα θεωρούσαμε τζάμπα. Δηλαδή, το μπουκαλάκι το νερό είχε 50 δραχμές και την άλλη μέρα είχε 50 λεπτά. Τριπλασιάστηκε η τιμή του μέσα σε μια μέρα. Οπότε αυτοκίνητο, ξέρω 'γω, πριν από κείνα τα χρόνια, συνήθως δεν αγόραζες καινούργιο. Ήταν μεταχειρισμένο. Το ήξερες. Ψυγείο ή τηλεόραση θα αγόραζες μια φορά στη ζωή σου. Δεν αγόραζες και μετά από δύο χρόνια το ξανάλλαζες και τα λοιπά. Οπότε, όταν μετά αυτά φθηνύνανε, κατευθείαν ο κόσμος... Ανοίξανε αντιπροσωπείες αυτοκινήτων. Άρχισε ο κόσμος να αγοράζει αυτοκίνητα καινούργια. Βέβαια, πάλι ξαναγυρίσαμε εκεί που ήμασταν παλιά. Πλέον ο κόσμος πάλι δεν μπορεί να ξαναγοράζει καινούργια αυτοκίνητα. Αυτά.
Κάτι τελευταίο που ήθελα να ρωτήσω...
Ναι.
...είναι για το πανεπιστήμιο.
Ναι.
Τι θυμάστε απ' τα πρώτα μαθήματα, απ' τους καθηγητές; Γιατί είπατε για τον τρόπο διασκέδασης...
Ναι.
...αλλά δεν είπατε αυτό το κομμάτι της καθημερινότητας στο πανεπιστήμιο.
Απλώς είναι εκτός της πόλης των Γιαννιτσών. Όπως είπα, σπούδασα στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι τότε τους καθηγητές. Είχα αξιόλογες προσωπικότητες. Αργότερα, αυτοί ασχοληθήκαν με την πολιτική. Ο πρώτος που θυμάμαι ήταν ο Βενιζέλος, ο Ευάγγελος ο Βενιζέλος, μετέπειτα πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ξέρω 'γω, υπουργός για πολλά χρόνια. Ήτανε καταπληκτικός ομιλητής. Δηλαδή, θυμάμαι ότι συγκεντρωνότανε στο μεγάλο αμφιθέατρο φοιτητές από διαφορετικές σχολές, από διαφορετικά τμήματα για να τον ακούσουνε. Ήταν χαρά να τον ακούς να μιλάει. Εξαιρετικός ομιλητής. Και τα θέματα, ξέρω 'γω, του συνταγματικού δικαίου που ανέλυε ήτανε πολύ ενδιαφέροντα. Δηλαδή, σαν φοιτητής σού αρέσει να ακούς, έτσι, τη διαφορετική άποψη, το κάτι... Μια διαφορετική προσέγγιση πάνω σε θέματα κοινωνικά. Οπότε όλα αυτά εδώ πέρα είχανε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Θυμάμαι κι άλλους καθηγητές. Δηλαδή, τον Παρασκευόπουλο τώρα τον μαθαίνουμε όλοι απ’ το νόμο Παρασκευόπουλου, λέμε, ξέρω 'γω και τα λοιπά. Αυστηρά τον χαρακτηρίζουμε έτσι. Ήταν ένας πολύ καλός ποινικολόγος. Τον Κουκιάδη[00:55:00] στα εργατικά. Που κι αυτός, αργότερα, έγινε Υπουργός Εργασίας. Θυμάμαι πολλούς αξιόλογους καθηγητές. Θυμάμαι ότι ήταν η εποχή που ακόμα δεν υπήρχαν υπολογιστές, ότι τις εργασίες μας τις κάναμε χειρόγραφα. Πηγαίναμε στα μαγαζιά να βγάζουμε φωτοτυπίες, για να παίρνουμε τα συγγράμματά μας –τότε ο Σάκκουλας, αυτά εδώ πέρα– ότι δεν υπήρχε τεχνολογία εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν κομπιούτερ. Τα κομπιούτερ ήτανε σπάνια και χρησιμοποιούνταν μόνο σαν γραφομηχανές ουσιαστικά. Δεν υπήρχαν τα «Windows». Δεν υπήρχε το ίντερνετ, δηλαδή το YouTube, αυτές όλες οι εφαρμογές που υπάρχουν πλέον, τα smartphone, αυτά. Τα κινητά ξεκίνησαν τότε τη δεκαετία του '80, αλλά ήτανε απλώς τηλέφωνα. Και μετέπειτα, ξέρω 'γω, μπήκαν και τα μηνύματα, τα SMS. Αλλά δεν υπήρχε η τεχνολογία που υπάρχει σήμερα, αυτή η ευκολία. Χωρίς, όμως, να νιώθουμε ποτέ ότι μας λείπει κάτι, ότι δεν περνάμε καλά. Και πάντα ήμασταν πολύ πιο άνετοι στην καθημερινότητά μας, με λιγότερο άγχος, λιγότερη πίεση. Δεν ξέρω, βέβαια, αν παίζει ρόλο η ηλικία ή η εποχή. Αυτό δεν ξέρω, αυτό δεν έχω καταλήξει. Γιατί καμιά φορά σίγουρα παίζει ρόλο η ηλικία, το πόσο ανέμελη είναι. Αυτά. Αυτά θυμάμαι και από τα χρόνια τα φοιτητικά.
Αυτά ήθελα εγώ να σας ρωτήσω. Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ σ' ευχαριστώ.
Να 'στε καλά.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ένας δικηγόρος από τα Γιαννιτσά μιλά για παιδικά του χρόνια. Ξεκινά μεταφέροντάς μας μια διαφορετική εικόνα της πόλης, γεμάτη χωματόδρομους και αλάνες, που έσφυζαν από παιδικό ενθουσιασμό και παιχνίδι. Εξιστορεί τις ραγδαίες αλλαγές που επέφερε η δεκαετία του '80 στο πολιτικό, αλλά και το αθλητικό σκηνικό. Μεταφέρει τις αναμνήσεις από το σχολικό περιβάλλον και το φόβο της τιμωρίας που κυριαρχούσε και παρουσιάζει εκτενώς τα τοπικά αθλητικά δρώμενα και την αγάπη του για τον ΠΑΟΚ μέχρι τη συμμετοχή στην ομάδα μπάσκετ του ΑΟ Γιαννιτσών. Τέλος, μιλά με νοσταλγία για τη νυχτερινή διασκέδαση των 90s στα φοιτητικά του χρόνια και τους μαραθώνιους περιπλάνησης σε καφετέριες, μπαρ και ντίσκο.
Narrators
Χαράλαμπος Δεμερτζίδης
Field Reporters
Αθανάσιος Λέτσιος
Tags
Interview Date
20/09/2022
Duration
56'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ένας δικηγόρος από τα Γιαννιτσά μιλά για παιδικά του χρόνια. Ξεκινά μεταφέροντάς μας μια διαφορετική εικόνα της πόλης, γεμάτη χωματόδρομους και αλάνες, που έσφυζαν από παιδικό ενθουσιασμό και παιχνίδι. Εξιστορεί τις ραγδαίες αλλαγές που επέφερε η δεκαετία του '80 στο πολιτικό, αλλά και το αθλητικό σκηνικό. Μεταφέρει τις αναμνήσεις από το σχολικό περιβάλλον και το φόβο της τιμωρίας που κυριαρχούσε και παρουσιάζει εκτενώς τα τοπικά αθλητικά δρώμενα και την αγάπη του για τον ΠΑΟΚ μέχρι τη συμμετοχή στην ομάδα μπάσκετ του ΑΟ Γιαννιτσών. Τέλος, μιλά με νοσταλγία για τη νυχτερινή διασκέδαση των 90s στα φοιτητικά του χρόνια και τους μαραθώνιους περιπλάνησης σε καφετέριες, μπαρ και ντίσκο.
Narrators
Χαράλαμπος Δεμερτζίδης
Field Reporters
Αθανάσιος Λέτσιος
Tags
Interview Date
20/09/2022
Duration
56'