© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Η Ασημίνα Κουτούφαρη και το σπιτάκι της μαμής
Istorima Code
26353
Story URL
Speaker
Ασημίνα Κουτούφαρη (Α.Κ.)
Interview Date
19/12/2023
Researcher
Δέσποινα Ξηρού (Δ.Ξ.)
[00:00:00]Ονομάζομαι Δέσποινα Ξηρού, είναι Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου του 2023 και βρισκόμαστε στον Άγιο Πολύκαρπο.
Η Ασημίνα Κουτούφαρη.
Με την Ασημίνα Κουτούφαρη, είμαι ερευνήτρια για το Istorima. Πείτε μου λίγα πράγματα για τη ζωή σας, πού γεννηθήκατε…
Ήμουνα πολύ ευτυχισμένο παιδάκι, είχα αγάπη πολλή – από γιαγιάδες, παππούδες, θείες, θείους… μεγάλη οικογένεια, δέκα άτομα. Οκτώ αδέρφια είχε ο πατέρας μου, ζούσαν κι οι γονείς του. Για τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ ωραία, δύσκολα ήταν ύστερα η Κατοχή που ήρθε, ο πόλεμος, όλα… Έχω περάσει πολύ δύσκολα χρόνια. Σκοτωμούς, ένας θείος μου 42 χρονών σκοτώθηκε κι άφηκε τρία παιδιά και πέθανε, που δεν υπήρχε γιατρός και ένεση, τίποτα, να του κάμουνε, αδερφός του πατέρα μου. Μετά ένας φονιάς σκότωσε την αδερφή της γιαγιάς μου και τον άντρα της για να φάει τα λεφτά τους. Έχω περάσει πολλά, αλλά παρ’ όλα αυτά ήμουνα πολύ σκληρό καρύδι και δεν το ’βαλα κάτω. Εκεί είχα τα αδέρφια μου, το ένα μού μιλούσε, ο αδερφός μου, κι ήτανε πολλή στενοχώρια μέσα στο σπίτι. Όλα τα παλέψαμε, τα περάσαμε, τα κάναμε, τις αρρώστιες μόνο… Ήμαστε πέντε αδέρφια και τα τρία μου αδέρφια τα ’χει πάρει ο καρκίνος, και τα τρία… Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς και τι να πει σε όλη αυτή την ιστορία την κακιά. Αλλά δεν το βάλω κάτω, θέλω να ζω, να βλέπω τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου να προοδεύουνε στη ζωή τους, να μην περάσουν όσα πέρασα εγώ. Αγάπην ηπήρα πολλή και έδωκα, και στον άντρα μου τον γνώρισα 19 χρονών και τον είχα εξήντα πέντε χρόνια. Κι αγάπουσεν ο ένας τον άλλον, αγαπούσαμεν τα παιδιά μας, τα μεγαλώσαμε μόνοι μας με αγώνα, τα σπουδάσαμε όσα θέλανε να μάθουνε γράμματα, και πιστεύω όταν μας θυμούνται να μη μας βλαστημούν που τα φέραμε σ’ αυτόν τον δύσκολο κόσμο.
Μου ’πες για μια αγελάδα, για τα ζώα μου ’λεγες…
Ε, όλοι με τα ζώα τρέχαμε. Να σου πω για την αγελάδα που ήμουνα 14 χρονών και τη φύλαγα μια βδομάδα να γεννήσει. Αυτή έμπαινε από τους εννιά μήνες πήγαινε στους δέκα, εννιάμισι, και τη φύλαγα εκεί να γεννήσει, κάτω στις Ράχες, στον Να κοντά. Κι ένα βράδυ πια βαρέθηκα και ανέβηκα πέρα στο σπίτι να πάρω ρούχα, να αλλάξω, φαΐ να φάω. Και όταν κατέβαινα και πήγαινα το πρωί, της ακούω που μούγκριζε, χαλούσε τον κόσμο. Και λέω: «Να δεις που πέθανε το παιδίν της». Αυτή ήταν κακόγεννη και το ’κανε μέσα σε μια τσίπα κι έπρεπε με ψαλίδι να την κόψεις για να βγει το δαμαλάκι. Ήταν, φαίνεται, άρρωστη η μητέρα μου και πήγαινα, καθόμουν εγώ και τη φύλαγα. Και την ακούω που μούγκριζε, λέω: «Να δεις, ηπέθανε το παιδίν της». Πηδάω… πόσο, από εδώ και κάτω τη Μεσαχτή, μέσα σε πέντε λεφτά είχα φτάσει στην αγελάδα. Και πάω και τη βλέπω που ηστέκετον εκεί και μουγκρίζει. Γέννησε το βράδυ και όπως προσπαθούσε το μοσχαράκι να βγει έπεσεν από κάτω, έναν τοίχο τέσσερα μέτρα – και έσκασεν η φούσκα και βγήκε και στεκόταν εκεί. Και αυτήν πού να την κινήσω να πάει να το δει, που θα πηδούσε απάνω του και θα το σκότωνε. Πάω σιγά σιγά, το πιάνω, το βολταίρω, τον έβαζα τα ποδαράκια του στο σκαλίν τόσο, να τ’ ανέβαζα και της το πήγα. Άμα της το πήγα κοντά της, έγλυφε μια το παιδί, μια εμένα, τα χέρια μου και τη μούρη μου από τη χαρά της που της το πήγα. Και λέω πώς είναι και τα ζώα σαν τον άνθρωπο… Δύσκολα, δύσκολα χρόνια, πολύ δύσκολα. Τα περάσαμε, δεν πάθαμε τίποτε, ψόφος δεν μας ήπιανε. Ξυπόλυτα, ξεσκισμένα ρούχα, δεν μας ένοιαζε τίποτε, ήμαστε ίδια ούλα, ούτε στεναχωριόμαστε, ούτε… Τώρα είναι τα δύσκολα, που τα έχεις όλα και δεν μπορείς να σαλέψεις, ούτε το καταλαβαίνεις.
Και τι παιχνίδια παίζατε, άμα[00:05:00] ήσασταν μικρά;
Παλεύαμεν εκεί, ό,τι μπορούσαμε να κάμομε. Φαντασία, φανταζόμαστε τα πάντα πως τα ’χαμε. Κούκλες παίζαμε, κλέβαμε τις κάρτσες από το σπίτι και τις κάναμε παιδάκια, κουκλίτσες – τις γεμίζαμε μέσα χόρτα ξερά και το κάναμε κεφαλάκια και παίζαμε. Ήταν τα κοριτσάκια οι κάρτσες και τα αγοράκια ήτανε κάτι χάντες ξύλων· ήτανε τα αγοράκια απ’ τα κουκλάκια μας. Ήμαστε ευτυχισμένοι, δεν μας ένοιαζε πως τα ’χαμεν όλα, πως δεν είχαμε τίποτε… Μα είχαμε δει πουθενά να ξέραμε τι γινότανε; Χαρούμενα όλα μαζί το χωριό, παίζαμε ξυπόλυτα, δεν μας ένοιαζε τίποτε. Βόσκαμε τα κατσίκια μας… Τώρα που δεν ευχαριστιούνται με τίποτε… Και τον ουρανό να τον κατεβάσεις, ούτε μ’ αυτό θα ευχαριστηθούνε. Ποια ήταν τα δύσκολα χρόνια δεν ξέρω – εκείνα τα δικά μας ή τώρα; Δεν μπορώ να καταλάβω. Εγώ το όνειρό μου ήταν να μάθω γράμματα, αμέ, δεν πήγα να μάθω, αφού πήγα μέχρι την Πέμπτη Δημοτικού, δεν είχα δάσκαλο. Τι είναι αυτό που με καταδιώκει;
Κουνούπι είναι.
Ψυχάρι είναι;
Κουνούπι είναι, το ’φαγα. Τελείωσε.
Ναι, ως κι αυτό δεν θέλει να με φάει.
Γιατί πήγες μέχρι την Πέμπτη; Τι έγινε και πήγες μέχρι την Πέμπτη;
Αφού κλείσαν τα σχολεία… Άμα ήταν τα μέτρα τάξεως, μαζέψαν όλους τους δασκάλους, δεν υπήρχε δάσκαλος.
Τι ήτανε; Τα…
Μέτρα τάξεως, άμα έγινεν ο Εμφύλιος. Τότες ήταν τα μέτρα τάξεως, το ’47, ’46-’47, που κλείσαν τα σχολεία για δύο χρόνια, μαζέψαν τους δασκάλους. Ενώ στην Κατοχή που ήταν οι Ιταλοί, είχα δάσκαλο. Μετά κλείσανε. Κι ήμουν εγώ στην Πέμπτη τότες, Πέμπτη Δημοτικού. Και επήραμεν έναν ιδιωτικό που ’χε τελειώσει το Γυμνάσιο, έναν Τέσχο, και μας έβγαλεν τη χρονιά, την Πέμπτη και την Έκτη. Στην πέζιν είχε τελειώσει. Και πήγαμεν απάνω στον Χριστό που ήταν ο Καρούτσος –αυτός ήτανε φασίστας και δεν τον είχανε μαζέψει–, και πήγαν όλα τα σχολεία: Πολυκάρπου, Μαντριών, Τραγοστάσι, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Πολύκαρπος… Μαζευτήκαμεν εκεί κι ήμαστε όρθια, να κάνουμε μάθημα. Και όπως στεκόμαστε εκεί κουβάρι όλα, εγώ με μιαν άλλη ξαδέρφη μου είχαμε μπλέξει στα μαλλιά μας και ένα αγόριν από πίσω μας τα ’πλεξε – μα την πήρε δικιά μου την πλέξιδα με της Βιόλας και μας τις ένωσε. Και βλέπει ο δάσκαλος πως κάτι γινότανε και φωνάζει: «Κόχυλα, έλα εδώ». Αμ εγώ που τράβου και την άλλη; Δεν το ’ξερα πως μας είχε ενώσει με τα μαλλιά. Και πάω κοντά και με πεθάνει στο ξύλο· και μου δίνει το απολυτήριο και φεύγω. Ούτε απολυτήριο ηπήρα, ούτε τίποτα… Σαν τα πως ήφταιγα εγώ; Τον είχαμε σαστίσει, βρε. Μπορεί να ’ταν και διακόσια παιδιά. Τότες είχε παιδιά, εδώ είχεν ογδόντα παιδιά ο Άγιος Πολύκαρπος άμα πήγαινεν η κόρη μου και ο Γρηγόρης σχολείο. Είχεν ογδόντα παιδιά, είχανε φέρει δυο δασκάλους. Ήταν ένας Σαμιώτης και φέραν και από την Κάλυμνο έναν Σακελλάρη, αυτός έστειλεν και τον γιο μου στο κολλέγιο, ο Σακελλάρης που τον είχε. Ήτανε 5,5 χρονών και ήξερε το μάθημα ολωνών των τάξεων, άκουγε κι ό,τι ρωτούσε ο δάσκαλος και σήκωνε το χεράκι του και του το ’λεγε. Κι είχεν τόσο μνημονικό που δεν ξεχνούσε τίποτα. Είναι Αθηναίος τώρα. Θέλαν να τον πάρουν Αμερική, αλλά δεν ήθελε να πάει. Τον είχανε… στο κολλέγιο που είχε πάει 9,5 χρονών επήγε, το ’βγαλα από μες στο σπίτι 9,5 χρονών το μωρό. Και πήγαινε εκεί στην Κηφισιά, πού είναι; Στο Ψυχικό, το κολλέγιο. Κι ήθελαν να το πάρουν Αμερική, αλλά τα παιδιά που ’χαν έρθει των Ελληνοαμερικάνων εδώ του ’πανε πως έχει ναρκωτικά εκεί και σε πιάνουν με το ζόρι στην Αμερική και σου τα βάλουν. Και φοβήθηκε, ήτανε φοβητσιάρης. Μα δεν ήθελα κι εγώ να[00:10:00] φύγει, για, αν έφευγε, θα το ’χανα καλά καλά. Κι έτσι έμεινεν εδώ και πήγε στη Νομική, δικηγόρος έχει μάθει. Αλλά τώρα είναι στον Άγιο Σάββα στο Οικονομικό τμήμα, είναι διευθυντής. Δεν βαριέσαι… Και Αμερική να πήγαινε θα το ’χανα καλά καλά. Την υγειά των να ’χουν.
Κι αφού παντρεύτηκες, πώς ήτανε η ζωή εδώ πέρα; Πώς ήταν τότε μια νοικοκυρά, μια γυναίκα;
Πώς να ’ναι… Από κάτω το σπίτι ήτανε… τζάμι δεν είχε να φέξεις, ήτανε μόνο σαν αχερώνας. Πόρτες με κατράνια από την Τουρκία, ξυλόπορτες με κάτι σιδερένιες στάγκες τόσες, έτσι, μπαίνανε. Το σίδερο είχε απ’ τη μια μεριά της πόρτας ένα στρογγυλό αυτό και απ’ την άλλη ήτανε η στάγκα και έμπαινε μες στη θηλιά μέσα και κλείδωνε και δεν μπορεί να μπει ο κλέφτης μέσα. Εκεί τα γέννησα τα παιδιά μου, το ένα μόνο… Τι σου δείχνει;
Να σε ρωτήσω, λέει, το πρώτο καμάκι που σου ’κανε ο άντρα σου, με τα δόντια… Για πες μας.
Θέλει να ακούει τα ερωτικά, είναι ερωτιάρα… Θα το ακούσει κανείς και θα πεθάνει απ’ τα γέλια, ε…
Ε, πες το μας, θα ’ναι ωραίο.
Είχαμε ένα μουλάρι πέρα, στου πατέρα μου το σπίτι, και το φόρτωσα κοπριά και το πήγα εδώ από κάτω σ’ έναν θείο του, του άντρα μου. Και είχε απολυθεί από τον Στρατό και είχε έρθει, και πήγα εγώ την κοπριά –ήμουν 19 χρονών κι αυτός ήτανε… εφτά χρόνια με πέρναγε… 26, πόσον ήταν;– και μου το ξεφόρτωσε το μουλάρι και άνοιξε το στόμα του. Αυτός ήταν στο ιππικό εις τον Στρατόν και υπηρέτησε και άνοιξε το στόμα του μουλαριού να δει πόσο χρονών είναι. Και μου λέει: «Άνοιξε κι εσύ το στόμα σου να δω». Και του λέω εγώ: «Γαϊδούρι είμαι και θα δεις το στόμα μου; Φύγε από εδώ, με κοροϊδεύεις», τον έβριζα εγώ. Και λέω: «Θεία», τη θεία λέω από κάτω, της θείας, «με κοροϊδεύει». «Ναι, θεία», της λέει ο άντρας μου, «ποιος κοροϊδεύει τον άλλον; Αυτή η μαϊμού κοροϊδεύει εμένα». Εκείνο ήτανε… Έκανε από πίσω να μην με αφήκει να αναστενάξω πια. Έρωτας κεραυνοβόλος, ήμουνα μαγνήτης εγώ και τον άρπαξα και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Αρχινούσαν τα γεννητούρια, την κόρη μου τη γέννησα, βγάλαν την πόρτα του σπιτιού γιατί βουλούσεν ο σουμιές του κρεβατιού και βγάλαν την πόρτα και τη βάλαν από κάτω από τον σουμιέ για να γεννήσω την Ελένη… χωρίς μαμή, χωρίς τίποτα. Αυτό είναι, αυτός είναι ο έρωτας ο φοβερός. Να τραβάς τα μαλλιά σου και να τον αγαπάς… Τον Γρηγόρη, είχε έρθει μια κοπελίτσα στον Χριστό, μαμή. Ήταν αυτή η μαμή που έκανε το σπίτι απάνω, αλλά ήτανε στον Μαγγανίτη. Πού να πας στον Μαγγανίτη να τη φέρεις; Μετά στον Γρηγόρη που φέρανε μια κοπελίτσα, το κράτος έστειλε το ’61, και την πήρα και τον ξεγέννησε. Τον Χαράλαμπο ύστερα αυτή η Καριμαλού τον ξεγέννησε και έκτισε και το σπίτι ο άντρας μου με άλλους τρεις μαζί. Το σπιτάκι της μαμής… Για τα γεννητούρια το χτίσανε. Και τον Λευτέρη η ίδια, η Καριμαλού, τον ξεγέννησε. Την Αργυρώ, πάλι, είχε μια κοπέλα και την ξεγέννησε την κόρη μου. Τον Ησαΐα, εις το έκτο παιδί, φώναζε η αδερφή μου για τους ρέντσους τους αρνητικούς: «Για έλα να δω, μπάσταρδος είμαι εγώ;» Και πάω στην Έλενα και είδα πως είχα κι εγώ αρνητικούς και είχα κάμει έξι παιδιά χωρίς να πάθω τίποτε, τους ρέντσους. Και ήβγαν η Ελένη, ο Γρηγόρης, ο Χαράλαμπος, ο Λευτέρης, με αρνητικά. Μόνο τα δυο πήραν του πατέρα τους, η Αργυρώ κι ο Ησαΐας. Έχει ρίσκο, για να ’σαι παλαβός τα ρισκάρεις όλα. Άμυαλος, καλά, καλά… Και θυμούμαι που τα ’κανα εγώ, έκανα τα τρία αγόρια στη σειρά, και τα[00:15:00] τρία. Κι είχε κάμει ο Γιώργος ο Καρναβάς, ο Γερμανός ο Βασίλης ο Κοτσορνίθης τρεις κόρες εις τη γραμμή και ο Γιώργος τα αγόρια, και ζηλεύανε… Θα τα ξέρεις τα Καρναβούδια, την Ντίνα, την Πόπη…
Ναι.
Ήτανε γειτόνοι, ο άντρας μου στην ίδια αυλή ήτανε με τον Καρναβά. Είχε πάρει ο πεθερός μου πρώτα του Πρόδρομου την αδερφή. Αυτός, πώς τον λένε αυτόν; Πώς τον λένε αυτόν που λαλάει; Ο σπίκερ; Παιδάκια μου…
Αυτή η μαμή, η Καριμαλού, γιατί έχει μείνει τόσο διάσημη;
Γιατί ήτανε σπουδασμένη αυτή, δεν ήτανε πρακτική – δεν υπήρχε άλλη εδώ να ξέρει. Εγώ άμα αυτόν τον Χαράλαμπό μου, που ερχόταν με την πάντα, και πήγα στο Τσαντίρι την πρώτη μέρα και με είδεν ο γιατρός. Και λέει: «Το παιδί έρχεται με την πάντα. Και εγώ φεύγω από το Καρκινάγρι απόψε», μου λέει. Φέραν την Καριμαλού, το γύρισε ίσια, το έκαμα το παιδί, μια χαρά… Ύστερα την πήραν και στον Λευτέρη αυτή. Και εμένα η ίδια αυτή όχι με ξεγέννησε, με έβγαλεν από τη μάνα μου αυτή. Σκέψου πόσα χρόνια την είχαμε εδώ στην Ικαρία, από το ’35 μέχρι το… τον Χαράλαμπο τον γέννησα το ’64. Χρόνια πολλά έκαμε… Είχε πάει Μαγκανίτη, είχε πάρει έναν Καβαλίγκο αυτή η μαμή, γι’ αυτό έκανε το σπίτι εκεί πάνω που ξωριαζόντανε ο κόσμος μέσα στη νύχτα, μες στην κακοκαιρία… Και αποφάσισε να το κάνει εκεί να αποσκιάζουν τα παιδιά που έρχονταν από Άγιο, από το σχολείο, και τα έπιανε η κακοκαιρία. Έκαμε λειτούργημα, έκανε… καλή δουλειά. Είχαν ένα καμπανάκι, σήμαντρο, πώς τα λέγανε αυτά τα μικρά; Του άντρα μου ο παππούς ήτανε παπάς και το είχαν το σήμαντρο από κάτω και το πήγε ο άντρας μου και το κρέμασε στο σπιτάκι της μαμής, που χτυπούσε το βράδυ άμα ήτανε σκοτάδι ή κακοκαιρία και το βρίσκαν το σπιτάκι. Αλλά μου είπαν, ο Μάριος, πως το κλέψανε. Και το πήγαν και το ’δανε στον Προφήτη Ηλία, στην Πλαγιά. Λέω: «Άμα ξαναπάς να το πάρεις και να το πας εκεί που ήταν». Πάει… Πάει τώρα, ήταν του Αγίου Παντελεήμονα το καμπανάκι. Ύστερα πήραν του Πολυκάρπου, το πήγαν απάνω και φέρανε μεγάλη κι εδώ στο χωριό, μεγάλη καμπάνα, για να ακούγεται καλά. Ε… αυτά τα παραμύθια της Χαλιμάς…
Και πριν μου ’πες κι αυτό το παραμύθι με την κουτσή νεράιδα…
Α… Νεράιδα και τα ξωτικά. Ήτανε εκεί ο πλάτανος που κάναμε τις πυθίες και βλέπαμε το μέλλον μας. Εγώ το ’χα δει από τότες, έλεγα των αλλωνών, τις φιλενάδες μου. Κάτι Τσιμπιδάκια που είναι στον Άγιον τα ξέρεις; Εκεί τα αγόρια έχουν πεθάνει, τα κορίτσια ζουν ακόμα – μια Ελευθερία, Καλλιόπη, Ανθούλα, Ευανθία… Ήμαστε γειτόνοι εκεί πέρα και συγγενείς και βρισκόμαστε και μπαίναμε στον πλάτανο και βλέπαμε το μέλλον μας. Και λέγαμε πως συναντιούνταν τα ξωτικά –ήταν το νεκροταφείο πιο πάνω– και ότι κατεβαίναν τα ξωτικά και συναντιούνταν με τις νεράιδες πιο κάτω. Και φοβότανε και η αδερφή μου, δεν ήθελε να το δει το παραμύθι γιατί λέει θα φοβούνταν η κόρη της, να ακούει τέτοια ξωτικά… Ήταν παλιά που λέγανε τους κλέφτες. Ήταν οι κλέφτες που κλέβανε και λέγανε πως ήταν καλικαντζάροι. Τα Χριστούγεννα που πηγαίνανε στα σπίτια και βάλανε καλάμια και βάλανε αγκίστρι να πάνε, και κλέβανε το φαΐ απάνω στο τσουκάλι και το νομάζαν και το τρώγανε. Τα βουτούσαν από το φουγάρο κάτω και το γαζώναν και βγάλαν το κρέας. Οι νεράιδες κλέβανε τις μπουγάδες μες στα ποτάμια. Δεν είχε νερό στα σπίτια πρώτα, σπάνια, και πήγαιναν στο ποτάμι και έστηναν μπουγάδα. Και πλέναν και απλώνανε και τη νύχτα έβγαιναν οι[00:20:00] νεράιδες και κλέβανε τα ρούχα. Τυλίγονταν μες στα σεντόνια και κάναν τα φαντάσματα και παίρναν την μπουγάδα και φεύγανε. Και πλάθανε παραμύθια για να περνούν την ώρα των, τι να κάμουνε οι ανθρώποι; Οι θείες μου ήτανε τραγουδίστριες. Τις λέγανε σειρήνες γιατί ο πρόγονός μας είχε έρθει από την Κρήτη, είχε σκοτώσει δυο Τούρκους που βιάσαν την αδερφή του. Και πέτασε και ήρθε εδώ κάτω, στον ποταμό, και έπαιζε λίρα και τραγουδούσε και βούιζε, λέει, το ποτάμι όλο. Και το είχανε πάρει τα εγγόνια του ύστερα και τραγουδούσαν και οι θείες μου ήτανε δισέγγονά του. Αυτός ο Γρηγοράκης… Και τις λέγανε σειρήνες. Και πάνε μια στο… του Αγίου Νικολάου κάμαν πανηγύρι εις στον Αρμενιστή. Και τραγουδούσαν, αυτές ήταν τα όργανα, δεν είχε όργανα τότες, τραγουδούσαν όλα τα τραγούδια και χορεύαν. Ε, το πρωί που ανεβαίνανε του την είχαν στήσει οι άλλοι εδώ πιο πάνω. Η φίλη των… είχεν έρθει το πρώτον τζιπάκι εις στην Ικαριά, που το είχε ο γιατρός ο Τσαντίρης. Και τον οδηγούσε ένας Πάντελος, ήταν ο οδηγός του. Και ανεβαίνοντας πάνε αυτοί που είχανε μείνει απάνω, κόβουνε κάμποσα πεύκα πέρα στον κάμπο, τα στρώνουνε στον δρόμο και πάει το τζιπάκι απάνω και μπλάζει και κατασκοτώνονται… Και βλαστημούσαν τις σειρήνες που τους μαγέψανε και σκοτώθηκαν… Ποιος ξέρει πόσα να ’χανε πιει κιόλας… Και λέγαν του παππού μου… α, όχι, ο παππούς που το άκουσε ότι σκοτώθηκαν πέρα, στον κάμπο. Δεν πεθάνανε, τρακάρανε αυτοί. «Ποιοι είναι που αφήνουν τα παιδιά τους και γυρίζουν τη νύχτα;» Και του λέει η κουνιάδα του, η αδερφή της γιαγιάς μου: «Ποιοι είναι; Γιατί, οι κόρες σου πού ήταν;». «Οι κόρες μου ηκοιμούνταν», λέει. «Ηκοιμούνταν;» λέει. «Είσαι γελασμένος. Πρώτες και καλύτερες ήτανε». «Βασιλικιά», φωνάζει της γιαγιάς μου, «πού είναι οι κόρες σου;» «Ε μα, ατού δα θα ’ναι». «Πού ατού δα;» «Ε, ξέρω ’γω; Δεν τις έχω δεμένες στα πόδια μου να ξέρω πού είναι». Πάει απάνω, τις βρίσκει, που είχε ο πύργος… η σκάλα που ανέβαινες κι έμπαινες μέσα η πόρτα είχε κι απ’ το πίσω μέρος πόρτα και ήτανε αμπέλι από πίσω. Και φεύγανε από την πίσω πόρτα, κλείναν την μπροστινή, τη συρτώνανε να μην μπορεί ο παππούς να μπει μέσα να δει πού είναι και πετούσανε από την πίσω και μαζεύονταν σπίτι. Ήτανε… Είχε πέντε κόρες, αλλά οι τρεις ήταν κοντά. Οι δυο ήταν δίδυμες και η άλλη δυο χρόνια πιο μικρή, ήτανε… οι τρεις ήταν οι σειρήνες, που τραγουδούσαν και μαγεύαν τον κόσμο. Ξεπερατώναν γάμους, πανηγύρια, βαφτίσια… Ωραία χρόνια ζήσαν κι εκείνες. Παντρεύτησαν, κάναν οικογένειες, μέσα σ’ όλη τη φτώχεια… Με στέλναν, άμα φύγανε οι Ιταλοί, που τους διώξανε, πήρανε εδώ οι ντόπιοι οι αρχηγοί των ΚΚΕδων τις κονσέρβες που είχανε… αλεύρια είχανε, πράγματα, που τους διώξανε και τα πήρανε και τα κρύψανε, να τα ’χουνε για ώρα ανάγκης, άμα βγούνε στον πόλεμο. Αλλά εκείνα τα κλέψανε και ανά μεταξύ των τα φάγαν. Και θυμάμαι μια θεία που την είχε φουσκώσει ένας… Είχαν έρωτα με έναν Καράφτην από τις Καρυδιές. Και την άφησε έγκυο και πήγαινε στη Μικρά κάτω, στη Μέση Ανατολή, που ήταν ο πόλεμος. Που πήγανε εκεί για να φάνε και κάμανε τον πόλεμο του Ρίμινι, πώς τον λέγανε εκεί; Ριμινιώτες που είχαν πάει. Και αυτή ήταν έγκυος και πείναγε και ήθελαν φαΐ. Και με στέλνανε εμένα στο γαστρί που βάλουν τις μέλισσες – είχαν κρύψει κονσέρβες μέσα. Και με στέλνανε εμένα να πάρω μια κονσέρβα, αλλά δεν έφτανα να ανοίξω το γαστρί να την πάρω. Και πήγε ύστερα η θεία μου η άλλη[00:25:00] και την πήρε, όχι η εγκυούσα, η άλλη. Και την έφερε και έφαγα κι εγώ. Ήτανε γίγαντες με κρέας, μοσχάρι. Τη φάγαμε. Και μετά τη γύρευαν του πατέρα μου. Μια φάγαμε, δέκα είχε κρύψει μέσα στο γαστρί. Και φάγαμε μια – ήτανε μεγάλη, δυο κιλά κουτί. Και θυμούμαι που έκλαιγε ο πατέρας μου που του γυρεύανε την κονσέρβα. Δεν μιλάγαμε εμείς, πως τη φάγαμε, δεν λέγαμε τίποτα, που την κλέψαμε. Με είχαν ορμηνεμένη, η θεία, να μην πω τίποτε. Ήτανε ετοιμόγεννη και πείναγε, ζαλίζετο, και οι κονσέρβες στο γαστρί. Ύστερα γύρισε αυτός, την πήρε, κάμανε δυο παιδιά. Να τώρα, πριν ενάμιση μήνα πέθανε το παιδί του που ’χε γεννηθεί το ’50, με καρκίνο κι αυτός, ο ξάδερφός μου. Ευτυχώς που ’χαν οι γονείς του πεθάνει. Μόνο οι αναμνήσεις θα μείνουν, τίποτα άλλο. Και έτσι, που λες, τον πήρα τον Κουτούφαρη με τον έρωτα και καλοπέρασα… Να φεύγει, να πηγαίνει στα κάρβουνα και να μένω εγώ με τα μωρά, με τα ζώα, με όλα, όλες τις δουλειές· να παλεύω. Αλλά ήταν υπάκουα παιδάκια, με ακούγανε. Άμα καμιά φορά σηκώνανε επανάσταση, όλα τα άλλα χορεύανε στην πλατεία, παίζανε, και μου λένε μια… η Ελένη ήταν; Ο Γρηγόρης δεν διαμαρτυρόταν ποτέ, ακολουθούσε. Πήγαινα στα ζώα το πρωί 06:00 η ώρα, άκουγα από πίσω τσακ-τσουκ, ήτανε… με ακολουθούσε από πίσω μου. Η Ελένη έλεγε: «Οι Τσαντιράτοι όλο χορεύουν, εμάς δεν μας αφήνεις». Λέω: «Για ελάτε, κάτσετε εδώ κοντά μου να σας πω κάτι και άμα συμφωνήσετε να πηγαίνετε όπου θέλετε». Λέει: «Τι;» «Κάτσε. Θα πω», λέω, «του κλειδαρά να μας βγάλει ένα κλειδί του καθενός για το σπίτι. Και θα σας δώσω από ένα κλειδί να το ’χετε και βγαίνετε, χορεύετε και πηδάτε και κάνετε ό,τι θέλετε. Και θα κάνω εγώ όλες τις δουλειές, γιατί πάτε στην κατσίκα, πίνετε το γάλα, τρώτε το τυρί, τρώτε τ’ αυγό, εγώ τα τρώω όλα; Χορεύετε, κάνετε… Και ύστερα», λέω, «πώς θα κάμω όλα αυτά; Όλη τη λάτρα, όλα αυτά, που θα πεθάνω. Θα ’ρχεται ο καθένας με το κλειδί και θα μπαίνετε μες στο σπίτι και μάνα δεν θα βλέπετε». Σηκώνονται και γίνονται άφαντα… Και πάει καθένας στα καθήκοντά του. Το καταλάβαν αμέσως την έννοια που των είπα… Ήταν έξυπνα όλα. Άλλα και κάτι Τουμπεκιές, κάτι Αοράτοι χοροπηδούσαν όλη μέρα μες στο κάμπιν, τα ψάχνανε, τα γυρεύανε. Έρχονταν και στο σπίτι και σουφρούσαν και τα άκουγα, αλλά τα κυνηγούσα και φεύγανε. Είχε ο καθένας το καθήκον του – άλλος να πάει εδώ, άλλος εκεί… Αυτό είναι, αν μπορέσεις και τα συγκρατήσεις τα παιδιά κοντά σου, τα ’χεις. Άμα δεν μπορείς… είναι δύσκολα. Γιατί ο άντρας μου ήταν στα κάρβουνα τα καλοκαίρια, δεν ήταν εδώ να τα κυνηγάει. Εγώ ήμουν ο δράκουλας. Να πάμε στο σπίτι της μαμής και να τελειώσουμε.
Αμέ.
Αυτή ήταν η κακομοίρα πολύ καλή γυναίκα. Και δεν έκαμε και παιδιά και αγαπούσε όλον τον κόσμο. Ξεγεννούσε τις γυναίκες χωρίς να παίρνει χρήματα. Είχε κανείς να της δώκει της γυναίκας; Και τότες είχανε ο Χρήστος ο Τσεπέρκας, ο Μιχάλης ο Καρίμαλης –εδώ να, απάνω–, και ο άντρας μου, είχα κάνει εγώ τον Χαράλαμπο, και ο Χρήστος ο Τσεπέρκας τον Μιχάλη, που πέθανε. Έχει πάρει μια από το Καραβόσταμο, μια… η γυναίκα του που πέθανε ο άντρας της. Είναι μικρή κοπέλα, είναι σαν την Αργυρώ μου, 53 χρονών. Πέθανε ο άντρας της, ξαφνικά έπαθε ανακοπή και πέθανε. Νέος ήταν… Τον Μιχάλη ο Χρήστος, εγώ τον Χαράλαμπο και ο Μιχάλης ο Καρίμαλης τον Κώστα. [00:30:00]Και χρωστούσαμε όλοι τα γεννητούρια και πήγανε μια βδομάδα και της κάμανε το σπιτάκι εκεί πάνω. Τώρα, λέει, πήγαν και το ανακαινίσαν, δεν ξέρω τι κάμανε.
Και γιατί το ’θελε εκεί πάνω ψηλά στο βουνό το σπιτάκι;
Ε, γιατί το κάνανε… εκεί ήτανε το ζόρι, άμα έπιανε κακοκαιρία στην Πούντα, που λένε, εκεί πάνω. Ανέβαιναν από Μαγγανίτην, έρχονταν τα παιδιά από Άγιον, από το σχολείο, και ξωριαζόνταν από την ομίχλη και από την κακοκαιρία. Και το ’κανε και μπαίνανε μέσα και σωνόντανε. Πολλά πήγανε να πεθάνουν, παγώσανε απάνω στο βουνό. Ένας Καράφτης Μιχάλης, τον βρήκανε παγωμένο ένας τσοπάνης και είδε κι έπαθε να τον ζεστοκοπήσει, να τον αναστήσει. Ε, ήτανε πείνα, κούραση και κρύο απάνω στο βουνό. Και ύστερα το κάναν το σπιτάκι, βάλανε φαΐ μέσα, ξύλα να πυρώνονται… Και μπαίνουνε πολλοί μέσα. Αλλά τώρα το αλλάξανε, δεν ξέρω τι κάνανε, το μοντερνοποιήσανε; Το βάλανε και ηλεκτρικό;
Πηγαίνουνε οι ορειβάτες.
Ε;
Πηγαίνουνε οι ορειβάτες τώρα.
Εντάξει… Οι τσοπαναραίοι κάνουν πανηγύρι μέσα. Αυτοί το ’χαν αποθήκη, μη βάλανε τις ζωοτροφές τους μέσα για τον χειμώνα; Ε, ό,τι κάνουν καλό είναι.
Και κάτι μου ’πες προηγουμένως και για τους εξόριστους.
Για ποιο;
Για τους εξόριστους που ήρθαν εδώ;
Α, αυτοί τους φέρουν. Άγιον ήρθαν. Τους ξορίζανε τότε στον Εμφύλιο. Μαζέψανε γιατρούς, δικηγόρους, καθηγητές και τους κουβαλήσανε, εξήντα χιλιάδες απάνω στην Ικαριά, σαν σκουλήκια. Πετούσαμε μες στο δάσος εμείς. Ο δρόμος μαύρος, πήγαιναν στον Χριστό πρωί-βράδυ να δώσουν το «παρών» στην Αστυνομία. Κι εμείς περνούσαμε μες στο ρουμάνι, ήτανε πηγμένος ο δρόμος, ήταν ένα δρομάκι τόσο, να. Πηγαινοέρχονταν… Αλλά μας ξυπνήσανε, μας μάθαιναν γράμματα, είχε γιατρούς και μας γιατρεύανε… Ήτανε καλοί άνθρωποι, δεν είχε… Ο Θεοδωράκης είχε κάνει πάνω στις Βρακάδες εξόριστος. Ύστερα είχε κάνει στο Μουντέ, που είχανε πάει τους φυματικούς, εδώ, στο μοναστήρι. Είχε και γιατρό ωτορινολαρυγγολόγο, έναν Τσιγκά, και κάθιζε τα παιδιά απάνω στις καρέκλες και των έβγαλε τις αμυγδαλές των και τα κρεατάκια. Θυμάμαι που είχαν πάει και την αδερφή μου και της τα ’βγαλε, που δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Ήτανε… Είχε αυτούς, πώς τους λένε; Αγρότες. Κάναν κήπους, αυτά… Εμείς απέναντι έχουμε ένα σπίτι, της μάνας μου, και κάθονταν μέσα καμιά δεκαριά. Σε ένα δωμάτιο-δυο ήταν το σπίτι. Όλα τα παλιόσπιτα ήταν γεμάτα κόσμο, τα παλιά, κάτω κάθονταν οι ανθρώποι. Καλά, κι εκεί που ήταν ανθρώποι εμείς πέρα στους γονιούς μου είχαμε τρία δωμάτια, έναν πύργο και είχαμε κι έναν εξόριστο εκεί και έμενε. Αυτός ήταν ένας… από την Εύβοια, είχανε λεφτά οι γονείς του, ήταν δικηγόροι και ήρθαν και το νοικιάζανε το σπίτι και τον είχαν μέσα. Και ερχόταν και η μάνα του μαζί και κάθεται και τον μαγείρευε… Είχανε πολλοί νοικιασμένα. Είχανε μαζέψει όλη την αφρόκρεμα και την ξαπόστειλαν απάνω στα Κάγκραβα. Μας μάθανε να κάνουμε κήπους, να καλλιεργούμε… ήταν καλλιεργητές. Εκεί πέρα στο δικό μας φυτεύανε, κάναν κάτι μαρούλια τόσα, κάτι… Αλλά τραβήξανε κι αυτοί τα δεινά τους. Εδώ τους δεν τους δέρναν όπως στη Μακρόνησο, στον Άι-Στάθη, δεν τους κακοποιούσαν. Αλλά αυτό, πήγαιναν να τους βλέπουν. Και είχαμε ένα σκυλάκι τόσο, ένα μικράκι μαλλιαρό, μόλις έβλεπε τους χωροφυλάκους ανέβαινε μέχρι το κεφάλι τους να τους φάει – και τους εξόριστους τους είχε φίλους. «Πανάθεμά σε», λέει ο χωροφύλακας, «ως κι εσύ είσαι κουμουνιστής;» Ένα περίεργο πράγμα… Τι να κάνουμε, τώρα που δεν κάνουμε τα καμωμένα ακάμωτα, τι να κάνομε;[00:35:00] Θα με πάρει η εγγόνα μου να με νταντεύει;
Τι ποίημα είναι αυτό που λέει η εγγονή σου, που σου ’μαθε ο δάσκαλος και το θυμάσαι ακόμη;
Α… «Θέλω να ελευθερωθώ».
Θα μας το πεις;
Ε, θα σας το πω, να δω τι θα καταλάβετε. Εγώ που… εγώ που ’μουνα σκλάβα το κατάλαβα, εσείς δεν είστε σκλάβοι. Και θέλω άμα χαθώ, να μην κλάψει κανείς για μένα. Να πείτε: «Ένας σκλάβος ελευθερώθηκε». Μου το ’γραψε ένας εξόριστος, άμα ήμουν στην Πέμπτη Δημοτικού. Ήρθε στο σχολείο, καθότανε σε ένα σπιτάκι και απέναντι ήταν το σχολείο που πηγαίνανε τα παιδιά και το ’φερε το ποίημα, να δει ποιος θα το πει, το ποίημά του – εκείνος το ’χε γραμμένο, ήτανε καθηγητής. Και είδε εμένα, που φορούσα ένα φουστανάκι πράσινο με μια κόκκινη ρίγα, και ξυπόλυτο, και το μάζευα φουστάνι να μη φαίνονται τα πόδια μου που θα ’ταν σαν ξύλα, μαυρισμένα. Σαν να πω απλά… Γιατί ήμουν πολύ μαύρο άμα ήμουνα μικρό, σαν τσουκάλι· τώρα δεν με βλέπει ο ήλιος και άσπρισα. Λέω… Ε, φέγγω να δω. Και με πιάνει, που λες, και με στήνει απάνω στο παράθυρο του σχολείου, με ανεβάζει, να πω το ποίημα. Και του το ’πα. Και ύστερα το ’πα στην 28η Οκτωβρίου το ποίημα. Αλλά αυτό το ποίημα το ’χω συνδυάσει με τον θείο μου, αυτόν που σκοτώθηκε και πέθανε, πέθανε Οκτώβρη κι εκείνος. Που πήγα εδώ πέρα στο σπίτι που… των γονιών μου, πιο πέρα είχε κτήμα ο θείος μου και πήγα και τον βοηθούσα και μάζευα ελιές. Ε, πόσο ήμουνα; 9 χρονών, 10, εκεί. Λέω: «Μου ’δωκε ένας εξόριστος ένα ποίημα να πω, θείε, αλλά εγώ δεν ξέρω τι λέει, δεν καταλαβαίνω». Και με παίρνει και με καθίζει πάνω σε μια πέτρα και μου το διάβασε και μου το εξήγησε – κάθε γραμμή που έγραφε μου το εξηγούσε. Και γι’ αυτό τα θυμάμαι, επειδή θυμάμαι τον θείο μου που τον αγαπούσα τόσο πολύ – γιατί ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και δεν τον βλέπαμε. Ερχότανε στη χάση και στη φέξη και τον ρωτούσαμε κάτι: «Φύγετε από το κεφάλι μου, μη με ζαλίζετε». Ενώ ο θείος ήταν μες στο σπίτι και είχε υπομονή. Και μας έλεγε… και μου το εξήγησε και έλεγε. Γι’ αυτό το θυμάμαι και δεν το ξεχνώ, επειδή το ’χω ενώσει μ’ εκείνον. «Ελευθεριά, γλυκιά ελιά στα σκλαβωμένα χείλη. Ελευθερία, στήριγμα λαών πολιτισμένων. Ελευθεριά, προσκύνημα όλων των πονεμένων. Ελευθεριά, που πέσανε για σένα πατριάρχες, για σε που έπεσε πολύς λαός, για σένα ιεράρχες. Για σε που τη λατρεία τους προσφέραν οι παρθένες και μέναν οι καρδίες τους για πάντα πικραμένες. Για σε που μείναν ορφανά και χήρες εις στον δρόμο, γέροντες χωρίς στήριγμα και θάνατος στον ώμο. Πες μας, λοιπόν, Ελευθεριά, ποια είναι τα καλά σου, αφού είναι όλο στεναγμός και πόνος το όνομά σου;» Λέει… αυτό, πώς το λέει εκεί; «Γιατί όλοι σε τιμούν και όλοι σε δοξάζουν, κι όλοι οι λαοί επί της γης Αγία σ’ ονομάζουν; Γιατί χωρίς εμένα, η ζωή στον κόσμο είναι πλάνη». Είναι ή δεν είναι; Αλλά τώρα δεν έχει σκλαβωμένους. Πρώτα είχε, δυστυχισμένο κόσμο που υπόφερε.
Μπα, εμείς καλά είμαστε.