© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Λήδα Φιλιππάκη, πολεμική ανταποκρίτρια
Istorima Code
26271
Story URL
Speaker
Λήδα Φιλιππάκη (Λ.Φ.)
Interview Date
05/12/2023
Researcher
Μυρσίνη Γιαννακοπούλου (Μ.Γ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, ονομάζομαι Μυρσίνη Γιαννακοπούλου είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα βρισκόμαστε σε ένα πολύ όμορφο σπίτι με τη Λήδα για να μιλήσουμε για τις προσωπικές της ιστορίες μέσα από το επάγγελμά της που είναι δημοσιογράφος. Η δημοσιογραφία.
Ωραία. Καλησπέρα και από εμένα Μυρσίνη. Ονομάζομαι Λήδα Φιλιππάκη, είμαι πράγματι δημοσιογράφος. Τον τελευταίο καιρό δεν εργάζομαι κάπου αλλά θα το πιάσω αυτό λίγο αργότερα. Θα σου πω ότι γεννήθηκα στην Αθήνα, το 1980 στο Μαρούσι, στο ιστορικό πλέον ΜΗΤΕΡΑ. Μεγάλωσα στην Αθήνα, έχοντας όμως λίγο συννεφιασμένο όλο αυτό το τοπίο μέχρι τα 18 μου γιατί ταξίδευα πάρα πολύ με την οικογένειά μου και πάντα είχα στο νου μου ότι δεν είμαι μόνο Αθηναία, αλλά πολίτης του κόσμου. Μεγάλωσα δίγλωσση με ελληνικά αγγλικά και έφυγα μετά από επιτυχία στα GCA levels στη Γλασκώβη στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου και σπούδασα μετάφραση ρωσικής φιλολογίας και μέσα μαζικής ενημέρωσης του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπερ σημαίνει Ανατολική Γερμανία, Πολωνία, πρώην Τσεχοσλοβακία και πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Μάλλον επειδή αισθάνθηκα πάρα πολύ δύσκολο τον ρόλο του να πιάσω αμέσως δουλειά στα 24, οπότε και τελείωσα το πανεπιστήμιο, στην Ελλάδα τότε που εξελίσσονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και θα μπορούσα να έχω την καλύτερη δουλειά όλων αυτή τη στιγμή σε Διεθνές Πρακτορείο, δεν το έκανα. Επέλεξα το δύσκολο δρόμο και άρχισα δημοσιογραφία ως «ραδιοφωνατζού» που λέμε στο χώρο μας, στο ξενόγλωσσο του «984», το οποίο τότε είχε φτιαχτεί με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να μπορούν να ενημερώνονται για τα τεκταινόμενα στην Αθήνα και ευρέως στην Ελλάδα, σε πλαίσιο πιο αθλητικό, όσοι ξένοι θα ήταν εδώ. Εγώ λοιπόν επιλέχθηκα από πολύ ωραίους συναδέλφους, οι οποίοι πια νομίζω είναι συνταξιούχοι, να λέω τις ειδήσεις στα αγγλικά. Αφού πέρασαν αρκετά χρόνια και μπλέχτηκα και με ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως τα «Επίκαιρα» του Λιβάνη, το «Πρώτο Θέμα» στην ΕΡΤ, στην οποία επίσης παρουσίαζα ειδήσεις στα αγγλικά, στο αγγλόφωνο κομμάτι της που είχε υπάρξει πιλοτικά για κάποιο καιρό. Όχι μεγάλο δυστυχώς διάστημα. Έφτασα από το 2009 και έπειτα να είμαι freelancer, freelance producer είναι ο τίτλος ολόκληρος στο Associated Press στην Αθήνα. Χάρη σε αυτό έζησα όλα τα χρόνια της κρίσης και του ΣΥΡΙΖΑ πριν εκλεγεί ως κυβέρνηση και αφού εκλέχθηκε από το ‘10 και μετά. Αφού λοιπόν τα πέρασα όλα αυτά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με αποστολές, Βασιλικοί Γάμοι, όλη η οικονομική κρίση στο Σύνταγμα με πάρα πολλά δακρυγόνα και πετροπόλεμο, κάποια στιγμή άρχισε να ισχύει ως πραγματικότητα σχεδόν όλων μας στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα, το μεταναστευτικό, από το ‘15 και έπειτα. Τότε λοιπόν βρισκόμουν στην Αθήνα, θυμάμαι καλοκαίρι επειδή είχε βγει το «Όχι» που έγινε «Ναι» με την κυβέρνηση Τσίπρα. Δούλευα λοιπόν ως producer του BBC και κάποια στιγμή όταν έγινε πολύ, πολύ μεγάλο το μεταναστευτικό άρχισα να βρίσκομαι μεταξύ Μυτιλήνης, Ειδομένης - Ειδομένης, Μυτιλήνης πάλι με το Associated Press, με το οποίο είχα ψιλοδιακόψει γιατί ως freelancer δεν έχει κάποια υποχρέωση το πρακτορείο απέναντί σου. Και αφού φάγαμε πολύ, πολύ δυσκολία μεταξύ των δυο αυτών ελληνικών προορισμών, σταμάτησα τη συνεργασία μου με το A.P. και μπήκα στη διαδικασία να πάω να ζητήσω δουλειά, θέση επίσης ως freelancer –δεν σου δίνουν πλέον συμβόλαια εύκολα, έως καθόλου τα μεγάλα πρακτορεία– στο Reuters όπου βρισκόταν ο Βασίλης ο Τριανταφύλλου, μέγιστος στο χώρο του και πολύ, πολύ γνωστός στην Ελλάδα για το έργο του και να του πω ότι: «Βασίλη, κοίταξε να δεις άρχισα να τραβάω τα πρώτα πλάνα μου με βίντεο, με κάμερα στην Ειδομένη. Δεν είμαι εξειδικευμένη αλλά αν μου δώσεις την ευκαιρία πιστεύω ότι θα τα πάμε καλά. Και κυρίως θα ήθελα να φύγω για Χίο να το προσπαθήσουμε επειδή δεν έχουμε κανέναν εκεί. Δεν καλύπτει κάποιος από κει, έχει δοθεί όλο το βάρος στη Μυτιλήνη». Και μου είπε ναι, προς τιμήν του. Οπότε αρχίζει το ταξίδι στη Χίο. Δεν ξέρω αν σε έχω πάρει μονότερμα και θέλεις να προσθέσεις κάτι, όχι, πολύ ωραία. Αρχίζει λοιπόν το ταξίδι στη Χίο εν έτει 2016, όποτε και πιστεύω ότι θα έρθω στο νησί από το οποίο είμαι από πλευράς μπαμπά γιατί όλη η καταγωγή είναι ένα mix μπόλικο Ελλάδας και εξωτερικού και θα μείνω τρεις εβδομάδες, ένα μήνα. Είχε πάρα πολύ ψωμί η Χίος στο μεταναστευτικό τότε και ο ένας μήνας έγινε τρίμηνο. Μπορούσα να κρατήσω το σπιτάκι που βρήκα γιατί δεν ήταν μια περιοχή, η περιοχή στην οποία πήγα να ζήσω –εδώ που είμαστε τώρα και κάνουμε την συνέντευξη– μέρος το οποίο τότε ήθελαν. Ακόμα αναπτυσσόταν και θεωρούσαν όλοι ότι είναι πολύ μακριά από το κέντρο, γιατί στην επαρχία αυτό το δέκα λεπτά, ένα τέταρτο είναι too much να το κάνεις. Εμένα όμως με βόλευε πάρα πολύ γιατί ακριβώς μπροστά στο σπίτι μου έσκαγαν οι βάρκες. Και έτσι έβγαζα την κάμερα κυριολεκτικά στο μπαλκόνι, στο δρόμο, και έπαιρνα πλάνα. Οι τρεις μήνες έγιναν πολλοί περισσότεροι, φτάνοντας να καταλήξουν σε χρόνια πια γιατί κυριολεκτικά ρίζωσα εδώ και ακόμα και όταν σταμάτησε να υφίσταται το μεταναστευτικό ως έντονο και βαρύ πρόβλημα για την Ελλάδα, εγώ επέλεξα να μείνω εδώ γιατί συνειδητοποίησα πόσα πολλά μου δίνει ένας μικρότερος τόπος και κυρίως οι άνθρωποί του και η φύση. Δεν άντεχα εύκολα να ξαναβρεθώ σε μεγαλουπόλεις, της Ελλάδας ή του εξωτερικού, αν και ομολογώ ότι το ‘13 οπότε και πήγα στο Βερολίνο για δουλειά στο Ruptly, επίσης πασίγνωστο σήμερα πρακτορείο και με πολύ, πολύ καλά δείγματα δουλειάς, η αλήθεια είναι ότι πέρασα δύσκολα γιατί πληρωνόμουνα πάρα πολύ λιγότερο επειδή ήμουνα γυναίκα και δει Ελληνίδα. Όταν το έμαθα αυτό έγινα έξαλλη και έξι μήνες αργότερα δήλωσα παραίτηση. Δηλαδή, φίλη Γερμανίδα με την οποία είχαμε παρόμοια προσόντα, η οποία μάλιστα δεν ήταν δημοσιογράφος, ήταν σκηνοθέτιδα, έπαιρνε πάρα πολύ περισσότερα από μένα ούσα Γερμανίδα. Αυτό με πλήγωσε τόσο πολύ που νομίζω ότι για αρκετό καιρό έχασα τη ροή μου και έπεσαν τα φτερά μου. Παρόλα αυτά ξαναβρήκα δυνάμεις ειδικά μετά το ‘14, ‘15 να συνεχίσω τη δημοσιογραφία την οποία λατρεύω και τώρα δηλαδή που δεν την κάνω μου λείπει, και ήρθαν πολλά άλλα πράγματα ταυτόχρονα με το μεταναστευτικό δηλαδή έφτασαν να μπορώ πλέον να πάω και στο Ιράκ ως πολεμική ανταποκρίτρια, για να δω από πού ξεκινάνε πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι έσκαγαν μπροστά στο μπαλκόνι μου. Και πήγα. Εκεί ήταν ακόμα ένα σοκ και αντιλαμβάνομαι τον κόσμο που έχει γνώσεις στο αντικείμενό μας και λέει ότι δεν είναι εύκολο για τις γυναίκες δημοσιογράφους και μη, και camerawomen, να πηγαίνουν σε εμπόλεμες περιοχές. Οι δυσκολίες για μας τα κορίτσια να το πω έτσι πολύ απλά και λαϊκά είναι τεράστιες και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που πρωτοζήτησα, σχεδόν στην πρώτη γραμμή δεν ήμασταν στην πρώτη γραμμή αλλά κοντά στη Μουσούλη, να πάω στην τουαλέτα. [00:10:00]Νομίζω ότι πρέπει να γύρισαν εκατοντάδες ιρακινοί στρατιώτες, ήμασταν με τον ιρακινό στρατό, οι οποίοι τότε δεν είχαν ανακαταλάβει τη Μουσούλη, την είχε ο ISIS και πολεμούσαν με τον ISIS. Τα βλέμματα λοιπόν όλων ήταν: «Τουαλέτα;» σε επίπεδο του: «Τι είναι αυτό ακριβώς;». Και κυριολεκτικά ήταν η δεύτερη φορά –η πρώτη ήταν πολλά χρόνια πριν από το ‘16, το ’11, στην Αφρική σε αποστολή μου εκεί– οπότε και βρέθηκα σε απόπατο. Ξέρω ότι είναι δύσκολο να το πάρει κανείς ακόμα και ακουστικά, δεν είναι πολύ κομψό, αλλά έχω την αίσθηση ότι ήταν η δική μου αντίληψη του τι σημαίνει αυτή η λέξη εν τοις πράγμασι. Πήγε πολύ καλά η αποστολή, δεν με πείραξε κανείς. Οι όλες δυσκολίες σαφώς και υπήρχαν αλλά ξαναέκανα το ίδιο ταξίδι, όχι σε εμπόλεμο περιβάλλον, τον επόμενο χρόνο όμως που θα είχαν οι Κούρδοι του βορείου Ιράκ στο Erbil, ή πιο ελληνικά στα Άρβηλα, εκλογές και δεν μας έκατσε η αποστολή περισσότερων ανθρώπων με αποτέλεσμα να χρειαστεί να πάω μόνη μου, τελείως μόνη. Ευτυχώς είχα έναν εξαιρετικό fixer που τον είχα γνωρίσει από την πρώτη μου φορά εκεί, Σύρος που είχε καταφέρει να φύγει από το χαμό της Συρίας αλλά κόλλησε στο ιρακινό Κουρδιστάν μη μπορώντας να φύγει προς Ευρώπη και δούλευε για ξένα πρακτορεία. Του είπα λοιπόν: «Έρχομαι». «Εντάξει φίλη -μου λέει- μην ανησυχείς. Όλα εδώ καλά» και αυτά, είχα κανονίσει το ξενοδοχείο μου στην είσοδο του χριστιανικού τομέα στο Erbil για να είμαι έτσι λίγο πιο βολικά αλλά πραγματικά και η όλη μου εμπειρία στο να κυκλοφορώ μόνη, δεν ήταν καθόλου κακή εκεί. Θεωρώ ότι άλλες χώρες είναι πολύ πιο επικίνδυνες ακόμα και μέρα μεσημέρι, ή άλλες πόλεις αν θέλεις πιο σωστά, όπως το Κάιρο που εκεί έχω ζήσει πραγματικά πολύ, πολύ βαριές καταστάσεις ακόμα και με άντρα συνάδελφο να κυκλοφορώ αλλά να με πιάνουν από τα οπίσθια στην αγορά, να μου τραβάνε το μπράτσο, είτε για να ψωνίσω, είτε απλά γιατί ήταν πολύ αστείο μια ξανθούλα μικροσκοπική –δεν είμαι ψηλή, είμαι 1,60– να τρέχει στην Tahrir ή απλώς να περπατάει και να φωτογραφίζει. Υπάρχουν δηλαδή πιο έντονα κακοποιητικές συμπεριφορές εκεί και πιο εύκολη πρόσβαση των ανδρών στις γυναίκες γιατί δεν πρέπει να υπάρχεις εύκολα, δεν χρειάζεται να πολυφαίνεσαι. Στο Ιράκ δεν ήταν έτσι, ομολογώ. Κατόπιν, θεωρώ ότι έγιναν πολλά πράγματα εδώ στην Ελλάδα και άρχισε να αλλάζει και η δημοσιογραφία η ίδια. Άρχισε να γίνεται πολύ πιο σκληρή οικονομικά με πάρα πολύ περισσότερες ώρες. Μεταξύ ‘17-‘19 δούλεψα για βαλκανικό site ως editor, και θυμάμαι να εργάζομαι από δω από τη Χίο –ήταν remote η δουλειά– μπορεί και 15 ώρες τη μέρα. Φυσικά δεν είχα Κυριακές, φυσικά δεν είχα γιορτές. Θυμάμαι ότι τα γενέθλιά μου, που είναι 1η Μαΐου κιόλας, δεν τα δούλεψα πρώτη φορά ίσως πριν από δύο χρόνια; Ναι, νομίζω είναι δύο χρόνια, τρία; Γιατί και το ‘19 θυμάμαι ότι ξαναέπιασα δουλειά και έπιασα 1η Μαΐου. Επομένως είναι λίγο δύσκολη η εργασία μας και ταυτόχρονα σε ανταμείβει χωρίς όμως οικονομικό όφελος. Σαφώς υπάρχουν και κυρίες στη δημοσιογραφία, στις οποίες δεν βγάζω εύκολα το καπέλο πρέπει να το πω αυτό γιατί συνήθως έχουν κάποιο boost από πίσω, οι οποίες βέβαια και ταυτόχρονα έχουν την αντίληψη του τι σημαίνει καλή δημοσιογραφία χωρίς απαραίτητα καμία από εκείνες να έχει τελειώσει δημοσιογραφία. Οι περισσότερες συναδέλφισσες είναι είτε από νομική, είτε από οικονομικό της ΑΣΟΕΕ και κάπως μπαίνουν γιατί κάτι τους έχει αρέσει από φιλολογία, τους έχει αρέσει το γράψιμο, τους έχει αρέσει το φαίνεσθαι και καλά κάνουν, δεν το συζητώ. Πάντως το να είσαι στο χώρο μας ως freelancer ειδικά στο κομμάτι των πολεμικών αποστολών είναι πολύ σκληρό. Σχεδόν ξεκάθαρο θα πρέπει να σου είναι από την αρχή, παρόλο που δεν είναι σε καμιά μας γιατί είμαστε πιτσιρίκες όλες όταν αρχίζουμε– ότι δύσκολα θα κρατήσεις σχέση, δεν μιλάω για οικογένεια, δεν μιλάω για παιδιά, άντε να καταφέρεις να έχεις έναν πολύ ωραίο γάμο που είναι απίθανη η επιτυχία σου γιατί κανονικά και σωστά πρέπει να λείπεις πάρα πολύ καιρό από το σπίτι σου ή συχνά διαστήματα: δυο εβδομάδες εδώ, γυρνάω δύο τρεις μέρες, πλένω κάτι, βλέπω, δίνω ένα φιλί, ξαναφεύγω. Παρόλα αυτά είναι συναρπαστικό επάγγελμα. Δεν… Εγώ δεν νομίζω ότι θέλω να ζήσω χωρίς αυτό. Στην παρούσα πρέπει. Δεν έβρισκα κάτι το οποίο θα με κάλυπτε. Ζήτησα από μεγάλους ελληνικούς οργανισμούς να φύγω όταν άρχισε η κρίση στην Ουκρανία αλλά μου απάντησαν όλοι ότι δεν υπάρχουν χρήματα και μάλιστα ακόμα και σε εκείνους που είπα ότι θα βάλω εγώ από την τσέπη μου, θέλω απλώς να γράφω σε σένα, για σένα και τα λοιπά και τα λοιπά, μου είπαν: «Πολύ δύσκολα. Έως ακατόρθωτο.» Και κυρίως εγώ το ήθελα αυτό το «για σένα» μόνο και μόνο για την ασφάλειά μου στην ταυτότητα, διότι πλέον οι πόλεμοι δεν είναι όπως της Βοσνίας ‘91-‘95 που πήγαινε όποιος ήθελε και μάλιστα έχω και παράδειγμα έναν Ισπανό συνάδελφο που έγινε δημοσιογράφος στον πόλεμο της Βοσνίας επειδή εντελώς τυχαία πήγε με την μηχανή του από Βαρκελώνη εκεί για να δει τι γίνεται ιδίοις όμμασι και τελικά εξελίχθηκε σε έναν εκπληκτικό δημοσιογράφο, cameraman για την ακρίβεια, ο οποίος ελάχιστα χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε, αλλά όσο υπήρχε ήταν καταπληκτικός. Έχουν να το λένε όλοι οι Ισπανοί εν ζωή συνάδελφοί του. Οπότε τα πράγματα αναγκάζεσαι να τα κάνεις λίγο, λίγο διαφορετικά. Εγώ ξέρω πολύ καλά αγγλικά, δίδασκα και ελληνικά και έτσι τώρα έχω μπει σε κομμάτι διδασκαλίας με πτυχίο διδασκαλίας αγγλικών και σκέφτομαι μήπως χρειαστεί να κάνω και επίσημα ένα πτυχίο διδασκαλίας ελληνικών ούτως ώστε να διδάσκω επισήμως και με πολύ υψηλότερο εισόδημα, αλλά η δημοσιογραφία για μένα είναι ό,τι πιο κορυφαίο και θα ήθελα να είμαι δυστυχώς και στην σύρραξη την παρούσα μεταξύ Ισραήλ–Παλαιστίνης και στην Ουκρανία. Μιλάω και ρωσικά οπότε θα βοηθούσε πάρα πολύ αυτό, όμως δεν σε στηρίζουν πια σε οικονομικό επίπεδο τουλάχιστον ελληνικά μέσα. Διεθνή σαφώς και σε στηρίζουν αλλά θα επιλέξουν να στείλουν κάποιον δικό τους μόνιμο και όχι έναν freelancer, γιατί είναι και πάρα πολύ περισσότερες οι δυσκολίες και πολύ μεγαλύτεροι οι κίνδυνοι για έναν freelancer. Βέβαια εδώ να πω ότι αν σκοτωθείς δεν έχεις τίποτα να αφήσεις πίσω στην οικογένειά σου γιατί καμία διεθνής ή ελληνική ασφαλιστική εταιρεία δεν σε ασφαλίζει για αυτό. Επομένως πας γνωρίζοντας τους κινδύνους μόνος σου, όμως επειδή πια –αυτό έλεγα για τη Βοσνία συγγνώμη για το κενό, ξεχάστηκα– τότε δεν υπήρχε η λογική του να βγαίνουν ταυτότητες δημοσιογραφικές ενόσω καλύπτεις έναν πόλεμο. [00:20:00]Τώρα πια υπάρχει λόγος και το είχα ζήσει και το 2013 όταν πρωτοάρχισε η ουκρανική κρίση στην Ουκρανία, οπότε στο Κίεβο περνούσαμε όλοι οι συντελεστές του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ από ειδικό γραφείο που θα μας έδιναν τις κάρτες μας για να μπορούμε να παρακολουθούμε συνεντεύξεις τύπου και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν είναι ότι αν πας μόνος σου δεν θα σε βάλουν στη χώρα. Μπορεί κάπως να καταφέρεις να τρυπώσεις. Αν όμως κάτι πάθεις, δεν θα μπορείς να επικοινωνήσεις με επίσημα γραφεία αφενός της χώρας, αφετέρου των πρεσβειών ή των προξενείων μας ούτως ώστε να δηλώσεις ότι είσαι εκεί και «παιδιά, υπάρχει κάποιος κοντά που να μπορούσε να βοηθήσει; Ακόμα και Έλληνας με αυτοκίνητο που φεύγει από την περιοχή της Μαριούπολης» για παράδειγμα. Οπότε αποφάσισα να μην φύγω συν ότι περίπου το ίδιο διάστημα μερικούς μήνες πριν, είχα γνωρίσει και είχα συνάψει σχέση με τον νυν άντρα μου και άρχισα να σκέφτομαι ότι αν κάτι δεν πηγαίνει, όπως η αποστολή στην Ουκρανία, ίσως να μου λέει ότι επιτέλους να πρέπει να χαλαρώσω λίγο και να κοιτάξω την προσωπική μου ζωή, η οποία φυσικά και δεν ήταν επιτυχής στο επίπεδο που λέμε… Αποκαλούμε επιτυχία μια καλή σχέση, ένα γάμο και τα λοιπά και τα λοιπά. Δεν ήθελα εγώ, ήταν πολύ ξεκάθαρα τα πράγματα και με ρωτούσαν και για παιδιά. Στα 33 μου ήρθε, μετά μου έφυγε παντελώς, δεν με απασχολούσε. Ήθελα να είμαι η τρελή δημοσιογράφος που τρέχει παντού, καλύπτει και είναι στην πηγή της εξέλιξης της ιστορίας ή της ανάπτυξης της νέας ιστορίας που θα έχω να πω χρόνια μετά αν επιζήσω σε ανίψια, σε φίλους και τα λοιπά και τα λοιπά. Μου λείπει πάρα πολύ αυτό. Εύχομαι να ξαναναπτυχθεί και δυναμώσει η ελληνική οικονομία και να μπορούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να στέλνουν πάρα πολλούς συναδέλφους στο εξωτερικό. Τώρα βλέπω μεταξύ Ισραήλ–Παλαιστίνης πάρα πάρα πολύ κόσμο που αγαπώ εκεί. Σαφώς αντιλαμβάνομαι, και εκείνοι επίσης, όλους τους κινδύνους. Δεν είναι αστείο. Είναι όμως αυτή η αδρεναλίνη που δεν μπορεί να στην πάρει κανείς όταν μαθαίνεις ότι θα φύγεις για κάπου, και κάπου όπου κανείς δεν σου εγγυάται πώς θα είναι οι εικοσιτέσσερις ώρες της μέρας σου. Αυτό είναι συναρπαστικό. Σε φοβίζει και καλά κάνει και σε φοβίζει γιατί όλοι οι συνάδελφοι που τα έχουμε καλύψει αυτά λέμε πως είναι το χαρακτηριστικό εκείνο που σε κρατάει στα καλά σου και σου επιτρέπει να δεις τον κίνδυνο. Αν δεν έχεις την αίσθηση του φόβου, ίσως να είσαι σαν τους ανθρώπους που έχουν μια πάθηση και δεν αισθάνονται ότι καίγονται ή ότι πονάνε, οπότε γεμίζουν πληγές. Μου λείπει. Μου λείπει, δεν μπορώ να πω κάτι άλλο αλλά επειδή βλέπω να αλλάζει και ο χώρος της δημοσιογραφίας… Μυρσίνη, δεν θα παρακαλούσα ποτέ κανέναν να με πάρει στη δούλεψή του μόνο και μόνο για να λέω ότι κάπου είμαι αλλά να μην εκτιμώ το ηθικό επίπεδο αυτού που κάνω και να αισθάνομαι ότι γίνομαι αναξιοπρεπής. Θα το ξαναέκανα όμως με κλειστά μάτια, ειδικά αποστολές και ειδικά γεωπολιτικού χαρακτήρα αποστολές που με ενδιαφέρουν και πάρα πολύ και είναι και οι σπουδές μου πάνω σε αυτό. Θα το επανακινήσω δηλαδή, δεν είναι κάτι που αισθάνομαι ότι έχει λήξει για μένα.
Θέλω να μου μεταφέρεις, όσο μπορείς, εικόνες από αυτές τις ανταποκρίσεις εκεί. Τι ήταν αυτό που είδαν τα μάτια σου;
Ωραία. Το 2011, όταν πρωτοπήγα στα σύνορα Κένυας–Σομαλίας, στο Κέρας της Αφρικής, συνέβαινε μια συγκλονιστική ξηρασία με αποτέλεσμα εκατομμύρια Σομαλών να μεταφέρονται, περπατώντας φυσικά, προς Κένυα κυρίως αν έβρισκαν το δρόμο τους στο στρατόπεδο του U.N.H.C.R στο Dadaab, σύνορα Κένυας–Σομαλίας, όπου και τότε βρίσκονταν νομίζω μισό εκατομμύριο Σομαλών. Έφτανες σε σημείο και έβλεπες κάτω μια λευκή θάλασσα από αυτές τις σκηνές, που είμαι σίγουρη ότι έχεις στο νου σου, των Ηνωμένων Εθνών. Τότε με συγκλόνισε το ζήτημα του νερού. Από το 2011 και μέχρι σήμερα φτάνω ακόμα να εκνευρίζομαι όταν κάποιος δεν σέβεται το νερό, τη χρήση του, το πόσο σημαντικό είναι και το να έχει τη γνώση, την έλλειψη γνώσης αυτό με εκνευρίζει, του ότι δεν έχουμε όλοι πρόσβαση σε νερό ή όλοι την ίδια ποσότητα νερού. Κι αυτό γιατί πρωτοείδα παιδάκια να μου ζητάνε νερό σαν να μην υπάρχει αύριο. Και συνειδητοποίησα ότι μπορεί να μην υπήρχε αύριο, γιατί μου μίλησαν μαμάδες που μου έλεγαν ότι: «Είχα εφτά παιδιά και έφτασα με δύο». Έλεγα: «Τι εννοείτε;». Η χαζή ευρωπαία δημοσιογράφος. Μου λέει: «Πέθαναν στο δρόμο». Λέω: «Και πού το αφήσατε;». Άλλη χαζή ερώτηση. «Εκεί που πέθαναν, γιατί έπρεπε να σώσω αυτά που δεν θα πέθαιναν». Εκεί το βούλωσα, το έραψα για πάντα έκτοτε. Σχετικά με το αν είμαι κουρασμένη ή όχι, αν έχω περπατήσει πολύ ή αν έχω να πιω νερό εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή θα το βρω σε μια αποστολή πέντε ώρες μετά ή δυο μέρες μετά γιατί έβλεπα πιτσιρίκια τα οποία ήτανε ειλικρινά από 5 μέχρι 12, όπως βλέπουμε στα ντοκιμαντέρ εδώ από τον καναπέ μας, που περπατούσαν μέχρι να βρούνε νερό, αλλιώς δεν επέστρεφαν στις σκηνές τους, στα σπιτάκια τους τα αχυρένια. Και αν έβρισκαν, φυσικά δεν ήταν δεδομένο το τι ποιότητας νερό θα βρούνε, το πόσο θα είναι αυτό, ένα μπιτόνι είχε το καθένα. Αν τα υπολογίζω σωστά, γιατί και εμείς εδώ στη Χίο παίρνουμε μπιτόνια από πηγές, να ήτανε 10-15 λίτρα το καθένα. Παιδάκια, παιδάκια. Αυτά ήταν από τις πιο σοκαριστικές εικόνες που έχω. Έκτοτε δεν με νοιάζει τι ρούχα φοράω, αν είναι μάρκας ή όχι. Το μόνο που ψάχνω είναι να με βολεύουν. Παίρνω από λαϊκές αγορές που πάντα ήμασταν μια απλή οικογένεια. Έκτοτε πολύ περισσότερο εγώ, ως Λήδα, ψωνίζω φυσικά από κινέζικα, απ’ το Lidl όταν φέρνει προσφορές, γιατί δεν με νοιάζει πια, δεν με ενδιαφέρει. Έχω δει τι σημαίνει να μην έχεις. Και εκεί ήταν στο Dadaab που είδα και το πρώτο ετοιμοθάνατο μωράκι μπροστά μου. Ήταν πολύ… μωρό, μωρό. Το είχε φέρει η μανούλα του για να το εξετάσει ο γιατρός. Το είδα μπροστά μου, τρόμαξα. Πολύ, πολύ δύσκολες εικόνες. Δεν θα περιγράψω πώς το είδα το μωρό και λέω του γιατρού μας: «Τι θα κάνουμε για αυτό;». Μου λέει: «Σε λίγο θα πεθάνει, άντε μερικές ώρες. Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα». Εκεί, Μυρσίνη, συνειδητοποιείς ότι έχεις τα πάντα.
Πέθανε από πείνα;
Όχι. Πέθανε πιθανότατα από κάποια πολύ βαριά μόλυνση, έβγαινε πύον από τα αυτάκια του. Κι ήταν αυτό. Οι γιατροί εκεί ψάχνουν τι μπορούν να περισώσουν. Όταν άκουγα και γιατρούς στη Γάζα να λένε ότι: «Φυσικά και αφήνω τον κόσμο να πεθάνει γιατί δεν έχουν ελπίδα. Κοιτάω να δω ποιους από τους 1.500 που μου φέρανε σήμερα μπορώ να δώσω κάτι και να πάνε καλά. [00:30:00]Δεν με ενδιαφέρει αν θα τους κόψω πόδια χέρια. Μπορούν να μείνουν ζωντανοί; Εγώ αυτούς θα κοιτάξω». Που έλεγαν όλοι: «Μα πόσο σκληρό» και «είναι δυνατόν;». Ναι, είναι. Είναι. Σε αυτές τις καταστάσεις γιατροί, νοσοκόμοι, νοσηλευτές, άνθρωποι υγείας δεν μπορούν να έχουν την πολυτέλεια του να δώσουν χρόνο. Εκεί το είδα πρώτη φορά. Έμεινα σύξυλη. Με έχει στιγματίσει. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Χαίρομαι που το είδα. Δεν θεωρώ ότι ήμουνα ποτέ κακό παιδί αλλά σίγουρα έπαψα να είμαι κωλόπαιδο. Χίλια συγγνώμη για τη φρασεολογία, κακός χαρακτήρας –ας το κάνω ένα rephrase– σε σχέση με το τι έχω και αν μου πηγαίνει αυτό το κοκκαλάκι, αυτό το τζιν δεν μου κάθεται καλά. Τώρα πια λέω: «Σταμάτα, σταμάτα. Είσαι πάρα πολύ καλά. Θυμάσαι; Αυτό θυμήσου». Αυτές λοιπόν ήταν από τις πιο σοκαριστικές εικόνες και ακόμα μια που με έχει αφήσει χωρίς συναισθήματα καν στην αρχή. Ήταν δύο άνθρωποι που βρήκε ο Ιρακινός στρατός, δύο άντρες, τους οποίους έχω και φωτογραφία, σε άθλια ανθρώπινη κατάσταση, τζίβες τα μαλλιά τους, κουρέλια πλέον τα ρούχα τους, ξυπόλυτοι. Εδώ να κάνω μια παρένθεση και να πω ότι μιλάμε, αν θυμάμαι καλά, για Δεκέμβριο του ‘16 οπότε είχε ένα σχετικό κρύο μες στη μέρα, το βράδυ έπεφτε πολύ η θερμοκρασία. Αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν με κοντομάνικα. Πιθανολόγησαν ότι είναι του ISIS και δεν άντεξαν άλλο και κατάφεραν να ξεφύγουν μόνοι τους και ακόμα και στον Ιρακινό στρατό που ήξεραν ότι έπεφταν θα ήταν τουλάχιστον λίγο καλύτερα μπας και τους έδιναν φαγητό. Οι φυσιογνωμίες τους, τα απολύτως κενά βλέμματά τους, τα βλέπω ακόμα στον ύπνο μου, ειδικά του ενός από τους δυο. Δεν είχε τίποτα, τον φωτογράφιζα φόρα παρτίδα που ο περισσότερος κόσμος στη Δύση θα σου πει: «Ε, τι κάνεις εκεί;» και «τα δικαιώματά μου». Ένιωθα ότι δεν υπάρχει καν. Πώς βλέπεις φυσιογνωμίες σε βίντεο που έχουν τραβηχτεί αμέσως μόλις το Auschwitz άνοιξε και μπόρεσαν να φύγουν άνθρωποι από τους πρώτους που κατάφεραν να τους μαγνητοσκοπήσουν ή να τους φωτογραφίσουν, έτσι ήταν. Αυτά μου έχουνε μείνει. Και επίσης η αίσθηση του είμαστε ένα τίποτα γιατί σε κάποια φάση που είμαι στο ξενοδοχείο, δεν θυμάμαι πώς είχε γίνει, δεν ήμουνα στο πεδίο πάντως, με παίρνει συνάδελφος και μου λέει: «Θυμάσαι τα παιδιά που γνωρίσαμε, τους Κούρδους, και μας έδωσαν φαγητό; Τις κοπέλες;». Λέω: «Ναι». «Έπεσε βόμβα. Δεν υπάρχουν πια». Είναι στιγμές που σε δυσκολεύουν πάρα πολύ για το μέλλον σου γιατί όταν γυρνάς, επιστρέφεις στην πατρίδα σου και όλοι γελάνε –και καλά κάνουν, έτσι πρέπει να είναι– λένε αστεία, τους απασχολεί το ότι δεν έχει βράσει καλά το μοσχαράκι, «βρε συ, πω πω να το ξαναβάλω, μα είναι άνοστο». Eσύ γίνεσαι έξαλλος. Δεν μπορείς να μιλήσεις όμως κιόλας γιατί μες στο χαμό του μυαλού σου συνειδητοποιείς ότι η πραγματικότητα των άλλων ανθρώπων συνεχίζει από εκεί που εσύ την άφησες όταν έφυγες για την αποστολή σου. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα εσύ να του πεις του όποιου άλλου: «Μα καλά, αλήθεια δε σ’ αρέσει αυτό; Να το φας. Να το φας έτσι όπως είναι γιατί άλλοι δεν έχουν φαΐ». Όχι, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Εσύ είσαι off. Και πρόσφατα παρακολουθώντας ένα ντοκιμαντέρ συναδέλφων που έχουν καλύψει πολέμους έλεγαν αυτό ακριβώς, ότι: «Νιώθω πως δεν έχω καμία, μα καμία θέση εδώ. Πρέπει να ξαναπάω αποστολή». Κάπως έτσι αισθάνομαι και εγώ, ειδικά τώρα που δεν δουλεύω. Έχω σταματήσει από τον περασμένο Ιούλιο συνεργασία δημοσιογραφική. Το μόνο που σκέφτομαι είναι αυτό, πώς θα ξαναμπορούσα να είμαι στην πηγή του ό,τι συμβαίνει χωρίς απαραίτητα να είναι σύρραξη ή πόλεμος. Να είναι όμως κάτι πολύ σημαντικό. Σε ζει αυτό το πράγμα σαφώς. Δεν ξέρω αν στέκουμε καλά, αλλά δεν με πολυαπασχολεί κιόλας γιατί εγώ το μόνο που θέλω είναι, χωρίς επίθετα όπως είναι η σωστή δημοσιογραφία, να περιγράφω μια κατάσταση, που δεν είναι και άκρως εφικτό. Πιο πολύ στα πρακτορεία συμβαίνει αυτό που λες: «Βομβαρδισμός στο Κίεβο με πυραύλους, μπούρου μπούρου μπούρου, έτσι έτσι κι έτσι, τάδε ώρα, τόσοι νεκροί». Συνήθως για όπου αλλού το γράψεις, θα έχει μέσα και μια Χ άποψή σου. Πάντα όμως κοιτούσα και συνεχίζω να θέλω, ειδικά τώρα που μεγαλώνω και είμαι στα 43, να περιγράψω κάτι με επίθετα που δεν θα είναι βαρύγδουπα αλλά ακριβείας. «Μεγάλη επίθεση», ναι. Αν είναι μια μεγάλη επίθεση ευρείας κλίμακας έτσι θα την πω. Αλλά με ενδιαφέρει πάρα πολύ να μεταφέρω την είδηση και να μην κάνω εγώ τον άλλον να σκεφτεί θετικά ή αρνητικά επειδή έτσι θέλω. Να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και ας είναι τελείως άλλα από αυτό που εγώ πιστεύω. Οπότε ναι, θεωρώ πως η δημοσιογραφία μας χάνει σε μεγάλο βαθμό το στόχο της γιατί αφηνόμαστε πάρα πολύ πια οι δημοσιογράφοι, είναι πολύ της μόδας να λέμε τη γνώμη μας. Αυτό είναι αρθρογραφία, δημοσιογραφία δεν είναι να λες τη γνώμη σου. Είναι να καταγράφεις γεγονότα, ιστορίες, αυτό.
Να υπάρχει μια ουδετερότητα. Ήθελα να ρωτήσω την πρώτη φορά που πήγες στο Ιράκ, άνοιξε ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή σου.
Ναι.
Οι πρώτες εικόνες δηλαδή ήταν η αλλαγή ενός κεφαλαίου στη ζωή σου. Δεν ξέρω, σκέφτομαι ότι εγώ συνέχεια θα είχα στο μυαλό μου τους ήχους, τους πυροβολισμούς, τους βομβαρδισμούς και σκέφτομαι: οι δημοσιογράφοι που πάνε και τα ζουν όλα αυτά, έχουν μέσα τους την ανάγκη να αλλάξουν τον κόσμο, να τον κάνουν λίγο καλύτερο από αυτό που βλέπουν; Επειδή υπάρχει αυτή η αδικία και υπάρχει και αυτή η τεράστια διαφορά του πάω εκεί και βλέπω αυτό το χάος και έρχομαι εδώ και βλέπω τη μαμά μου που είναι σε δίλλημα τι θα μαγειρέψει. Υπάρχει αυτό το: «Μα είναι τόσο άδικο όλο αυτό, δηλαδή πώς μπορώ εγώ να το αλλάξω; Τι μπορώ να κάνω για να το αλλάξω;».
Σε μένα ναι. Πιθανότατα και σε πολλούς άλλους συναδέλφους. Εγώ το έχω πολύ έντονο και προσπαθώ να καταλάβω αν θα μπορούσα να το κάνω. Πιστεύω πως όχι, γιατί οι δυνάμεις οι εξωτερικές είναι τεράστιες. Τα λόμπι της πώλησης όπλων, πετρελαίου, νερού που είναι τα πολύ βασικά και ενδιαφέρονται, όπως επίσης και η φαρμακευτική βιομηχανία, η παγκόσμια, η οποία και δεν στέλνει στην Αφρική, ας πούμε, φάρμακα που θα μπορούσε μια χαρά να είναι και το AIDS και ό,τι θες, είναι τόσο δυνατές που, δεν ξέρω, μπορεί να είναι και φρούδες ελπίδες. Σίγουρα όμως το νιώθω. Εγώ προσωπικά το νιώθω. Δεν θα γενικεύσω, δεν θα πω για κάτι άλλο, εγώ το αισθάνομαι. Όπως επίσης αισθάνομαι, στην πρώτη μου και μοναδική αποστολή στο Ισραήλ χωρίς να είναι σε εμπόλεμη φάση τότε, θα ξαναέβγαινε ο Netanyahu και είχαμε πάει για τις εκλογές το ‘19, ήταν ότι μπροστά μου υπάρχει ένα τέτοιο patchwork κοινωνικό και θρησκευτικό που ίσως να μην μπορεί να φτιάξει και πότε. Ή που θα πρέπει αναγκαστικά ένα τεράστιο και δυνατό Ισραήλ, τεράστιο από πλευράς δύναμης έτσι; Όχι χώρας και πληθυσμού. Και παγκόσμιου λόμπι να καταφέρει να φύγει από το κομμάτι του εποικισμού [00:40:00]και να πει ότι ναι από δω και μπρος θα γίνει μια συμφωνία που έτσι έτσι κι αλλιώς, οι Παλαιστίνιοι θα έχουν αυτό, και αναγκαστικά θα πρέπει να το δεχτούν και οι παλαιστίνιοι χωρίς να υπερισχύσει μια Χαμάς, ή που δεν θα φτιάξει ποτέ. Δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο αν κάποιος δεν κάνει πίσω. Δεν πιστεύω όμως ότι η φύση του ανθρώπου είναι να κάνει πίσω.
Η φύση και τα συμφέροντα.
Ακριβώς, εξού και τα ανέφερα πρώτα. Συμφωνώ απολύτως μαζί σου. Επομένως θα σου πω ότι ναι, σαφώς και έχω ελπίδες, δηλαδή έχω ελπίδες κάποιος να τα διαβάσει, κάποιος να τα ακούσει αν και πια γράφουμε τόσοι πολλοί για όλα αυτά, δεν ξέρω ποιος θα ακούσει τι, κι από την άλλη αισθάνομαι ότι μπορεί να είναι και μια τρύπα στο νερό. Παρόλα αυτά, θέλω εγώ να βρίσκομαι εκεί όπως και όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοι από όλο τον υπόλοιπο κόσμο για να αποτυπώνουμε την πραγματικότητα που βλέπουν τα δικά μας μάτια, και από κει και πέρα εσύ μπορείς να επιλέξεις ό,τι νομίζεις.
Και κάτι άλλο, αν είσαστε εκεί και καταγράφετε τα γεγονότα και ξαφνικά μπροστά σας εμφανιστεί ένα παιδάκι που ζητάει βοήθεια, βοηθάτε έτσι; Δηλαδή υπάρχει αυτό το: «Θα το πάρω αυτό το παιδάκι να το πάω κάπου».
Ναι. Σε επίπεδο που μπορείς να παρέμβεις ψάχνοντας… καταρχάς δίνοντας του φαγητό έτσι; Ας ξεκινήσουμε από αυτό. Ναι, έχεις κάθε δικαίωμα. Όπως και θυμάμαι ήμασταν πάρα πολλοί συνάδελφοι, δεν ξέρω ποιος θα διαβάσει ή θα μπορούσε να ακούσει τα όσα λέω αλλά θα το θυμηθεί, στον Μόλυβο, ένα πολύ, πολύ βαρύ ναυάγιο –θα μου πεις και ποιο δεν είναι– είχε πάρα πολλούς νεκρούς, βράδυ, κρύο, κατεβάσαμε όλοι τις κάμερές μας, όλοι, ανοίξαμε τα αυτιά μας και περιμέναμε να μας πούνε οι άνθρωποι του Ερυθρού και όσοι βρίσκονταν εκεί εξειδικευμένοι στα ιατρικά κομμάτια, στο ιατρικό κομμάτι, τι χρειάζονται να κάνουμε. Πού να βάλουμε την κουβέρτα; Ποιον να πιάσουμε; Σε ποιον να αλλάξουμε ρούχα; Ναι, σταματάς. Σταματάς. Και μάλιστα συνάδελφοι που δεν το πιάνουνε από την αρχή και μπορεί να μην σταματήσουν, έχω παρατηρήσει ότι δεν χρειάζεται καν να τους το πεις: «Βοήθησε», ας πούμε, «κατέβασέ την». Φτάνουν και τους πιάνεις με την άκρη του ματιού σου ίσως να ντρέπονται, και θα το κάνουν μόνοι τους και την κάμερα και την φωτογραφική. Δεν υπάρχει περίπτωση εύκολα να είμαστε 30-40 συνάδελφοι και κάποιοι να βιντεοσκοπούν έτσι για τη χαρά τους. Δύσκολα. Σαφώς θα βιντεοσκοπήσεις το χαμό για να μπορέσεις να τον στείλεις, να δεις τι έχει γίνει από τα όσα εξελίχθηκαν για να φύγουν οι άνθρωποι από τις πατρίδες τους αλλά μετά θα βοηθήσεις τους ανθρώπους. Ναι.
Ναι, γιατί είναι συγκλονιστικό, δηλαδή προσπαθώ πολλές φορές να το σκεφτώ και λέω ότι σίγουρα αυτοί οι δημοσιογράφοι που είναι εκεί, αυτό το παιδάκι που το βγάλανε φωτογραφία σίγουρα μετά το βοήθησαν, δεν υπάρχει περίπτωση να το αφήσανε εκεί και να πήγανε παρακάτω.
Παρόλο που δεν έχω επαφή μαζί τους, είμαι βέβαιη 100% ότι αν έχει περάσει από το χέρι τους μετά τη φωτογράφιση και την αποτύπωση του συμβάντος που τους έκανε να μπορούν να το φωτογραφίσουν το παιδάκι, να πρέπει για να το μάθει ο κόσμος, θα του έδωσαν ρούχα, θα του έδωσαν φαγητό, θα το πήραν αγκαλιά. Πάρα πολλοί από όσους πηγαίνουν εκεί είναι γονείς. Εγώ δεν είμαι γονιός αλλά έχω ανίψια τα οποία βλέπω σχεδόν κάθε μέρα στη ζωή μου. Λιώνω για τα παιδάκια, άλλο αν δε θέλω δικά μου. Εδώ βλέπω παιδάκι, ας πούμε, να μην έχει δεν ξέρω μια Barbie και θα σκεφτώ να πάω να του πάρω και εκείνου. Πόσο μάλλον να βλέπεις παιδάκια… Επίσης στη Μυτιλήνη θυμάμαι πάνω ψηλά στα… με την Τουρκία απέναντι, όχι από την πλευρά του Μολύβου από την άλλη, πιτσιρίκια να βγαίνουνε τρεμάμενα Φλεβάρη μήνα, να έχει φοβερό κρύο, και βγάζαμε εμείς τα ρούχα μας και τους βάζαμε γιατί μετά είχαν να περπατήσουν από κει προς το Μόλυβο που ήταν το πιο κοντινό σημείο. Αυτό που απαγορευόταν, ας πούμε, ήταν να τους πάρουμε στα αυτοκίνητά μας, τους μετανάστες.
Γιατί;
Άτυπα δεν υπάρχει, δεν υπήρχε έστω τότε κάπου γραμμένο επειδή θα ήταν σαν να επέλεγες ποιους θα πάρεις και αν έπαιρνες ας πούμε τρεις, μετά θα έπρεπε να ξανακάνεις το δρομολόγιο να πάρεις τους επόμενους που δεν έχουν περπατήσει την απόσταση και έτσι αυτό απαγορευόταν. Το να βλέπω μωρά να περπατάνε –τώρα σου λέω δύο χρονών έτσι κάποια– που οι γονείς τους μπορεί να είχαν μόλις πνίγει στο ναυάγιο από το οποίο βγήκαν μπροστά στα μάτια μας τα ίδια. Να περπατάνε μόνα τους κλαίγοντας προς κάπου, όπου και αν την έβγαζαν ok… Ήταν μια φρίκη. Φρίκη. Δεν έχω άλλη λέξη.
Ωραία. Ας πάμε λίγο και στο κομμάτι εδώ στη Χίο με τους μετανάστες που ήτανε και είναι πάρα πολλοί και συνεχίζουν και έρχονται. Θέλω να μου πεις την εμπειρία σου επειδή ήσουν εδώ. Και αν γνωρίζεις το πώς ερχόντουσαν ή κάποιο περιστατικό πολύ ακραίο ή πού μένουν και πώς απορροφούνται, πώς φεύγουν. Αυτά.
Θα αρχίσω από το τέλος. Φεύγουν σύμφωνα με τα χαρτιά που θα λάβουν από την Υπηρεσία Ασύλου. Είναι υπεύθυνη να καταγράφει τα περιστατικά και να μπορεί είτε να κάνει επανενώσεις οικογενειών, μελών οικογενειών, ανάλογα με το αν είναι κάποιος για παράδειγμα στη Σουηδία να μπορεί να στείλει και τους υπόλοιπους. Στην παρούσα κατοικούν στη ΒΙΑΛ, το οποίο είναι το hot spot της Χίου. Πρώην εργοστάσιο χυμών αν δεν κάνω λάθος γιατί εγώ δεν το πρόφτασα ηλικιακά. Αρκετά έξω από τον ιστό της πόλης και συνεχίζουν φυσικά να κυκλοφορούν οι άνθρωποι, να ψωνίζουν από παρόμοια μέρη με μας, δηλαδή τους πετυχαίνω σε σουπερμάρκετ και τα λοιπά και τα λοιπά. Οι κάτω στη Χώρα στην προκυμαία να κάνουν τη βόλτα τους, πάρα πολύ λιγότεροι από όσοι ήταν. Η Χίος έχει φτάσει να έχει και 9.000 το οποίο είναι τεράστιο νούμερο για τις αντοχές του νησιού, λόγω της μη υπάρχουσας μόνιμης μεγάλης δομής. Και το πώς έφταναν ως εδώ. Θα σου πω ότι λεγόταν πως –λεγόταν– σαφώς Τούρκοι δουλέμποροι σε μεγάλο βαθμό τους βοηθούσαν να φύγουν από τα παράλια, στην περίπτωση της Χίου του Τσεσμέ και της Κάτω Παναγιάς, είναι ένα πρώην ελληνικό χωριό, λίγο ελάχιστα –πόσο– δέκα λεπτά από τον Τσεσμέ; Από όλα αυτά τα κομμάτια έφευγαν ερχόμενοι προς τα εδώ και όπου τους έβγαζε η μηχανή, το ρεύμα, γιατί δεν έφευγαν πάντα σε ήπιες μέρες, ήπιες ως προς τον καιρό. Τραγικά περιστατικά εδώ συνέβησαν στην αρχή που εγώ δεν κάλυπτα Χίο γύρω στο ’15 με ‘16 έως ότου καταφέρει η Χίος να οργανωθεί στο να δέχεται μετανάστες. Κάτι όμως που θυμάμαι και επίσης μου μένει πάντα και θα μου μένει είναι το ’16, 1η Απριλίου, που άρχισαν να κατεβαίνουν εκατοντάδες μετανάστες από τη ΒΙΑΛ περπατώντας προς τη Χίο, φυσικά ήμουνα εκεί, φυσικά έχω πλάνα, φυσικά τα έστειλα, και να «στρατοπεδεύουν» εντός εισαγωγικών στο λιμάνι της Χίου για αρκετές μέρες. Ο τότε δήμαρχος του νησιού ο Μανώλης ο Βουρνούς μαζί με όλο το επιτελείο του λιμεναρχείου Χίου και της αστυνομίας, [00:50:00]αν ξεχνάω κάποιον ζητώ συγγνώμη δεν είναι επίτηδες, έχουν περάσει χρόνια, ήταν επί ποδός και σε συνεχείς συνεννοήσεις μαζί τους για το πώς θα απελευθερώσουν τον κεντρικό λιμένα του νησιού. Δεν μπορούσε να δέσει πλοίο για πολλές μέρες επειδή υπήρχε η κατάσταση αυτή. Είχαν κάνει κατάληψη. Στην αρχή είχαν καθίσει κάτω και κοιμόντουσαν εκεί, εξελίχθηκε δηλαδή τις επόμενες μέρες με το να φέρνουνε sleeping bags και να κοιμούνται νύχτα μέρα. Ήταν φοβερό, όπως επίσης φοβερό ήταν το πώς με δέχτηκαν η τοπική κοινωνία και οι υπόλοιποι Έλληνες συνάδελφοι της Χίου όταν πρωτοήρθα. Ήμουνα νομίζω ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι με ένα κτηνώδες τρίποδο και μια τεράστια κάμερα. Δεν μου είχαν καθόλου εμπιστοσύνη. Πίστευαν ότι είμαι όπως μου έχουνε πει αργότερα ή των ΜΚΟ ή κάποια τύπισσα που βοηθάει μυστικές υπηρεσίες. Έχει πλάκα πώς σε βλέπει μια μικρή τοπική κοινωνία και πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα στην αρχή για να μπορέσεις να φτάσεις να εμπιστεύεσαι και να σε εμπιστεύονται, αλλά τελικά έχω να πω ότι υπήρξε και υπάρχει εκπληκτική συνεργασία, με βοήθησαν πάρα πολύ τελικά και οι ντόπιοι και οι αρχές του τόπου. Δεν υπήρχε περίπτωση να ζητήσω πληροφορίες και να μην τις έχω και όταν δεν γινόταν πραγματικά δεν γινόταν και φαινόταν γιατί δεν είχανε ούτε οι ντόπιοι συνάδελφοι. Κι έτσι έχω μόνο να τους ευχαριστήσω για την καταπληκτική συνεργασία και την πολύ όμορφη δουλειά που κάναμε παρέα γιατί έπρεπε να είμαστε παρέα. Έπρεπε να σέβεσαι την αστυνομία την ώρα που στο ζητούσε, δεν έχει αυτά τα «κατά» και… Δεν τα πιστεύω αυτά. Νομίζω ότι όταν σεβαστείς τις αρχές σε σέβονται και εκείνοι και δεν έχει υπάρξει στιγμή στην κρίση στη Χίο που να μην στάθηκαν δίπλα μου όταν τους χρειάστηκα. Ειδικά το λιμεναρχείο μας, δεν έχω λόγια, δεν έχω λόγια πέρα από τη φοβερή κούρασή τους, μπες, βγες για να σώσουν κόσμο ήταν συνεχείς οι ώρες τους, και όλοι οι άλλοι. Οπότε νομίζω ότι είναι δούναι και λαβείν σε αυτές τις καταστάσεις και ήταν πολύ δύσκολο για όλους μας. Ήταν από τις πρώτες φορές που δεν ένιωθα ασφαλής στο νησί να αφήσω εντελώς ξεκλείδωτη την πόρτα μου όπως είναι πάλι. Και τώρα είμαστε όλοι με ξεκλείδωτα αμάξια, παρατημένα ποδήλατα, χιλιάδων ευρώ πολλές φορές γιατί η Χίος είναι πλούσιο νησί. Ανοιχτές, ορθάνοιχτες πόρτες, δηλαδή αν κάποιος πάει να την ανοίξει το βράδυ μπορεί. Δεν έχει θέμα.
Υπάρχει όμως αυτό το ενδεχόμενο; Υπάρχει αυτή η πιθανότητα;
Μάλλον. Δεν ξέρω, είμαι μάλλον πιο προς την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Δεν το νιώθω πολύ, όχι, ότι υπάρχει εύκολα. Φυσικά και θα υπάρχει, επειδή όμως είμαστε νησί, επαρχία νησιωτική, έχουμε το καλό ό,τι και να γίνει δηλαδή, πες ότι μου κλέβουν το λάπτοπ μου, μέσα σε κάποιες ώρες έχει βρεθεί, το αργότερο. Πού να πάει; Αυτοί που πέρασαν δύσκολα ήταν οι κάτοικοι του Χαλκειούς. Το Χαλκειός είναι το χωριό στο οποίο βρίσκεται η ΒΙΑΛ. Έχω την αίσθηση ότι δεν είναι πια σε κακή κατάσταση, δεν αναφέρονται περιστατικά, αλλά στην αρχή πέρασαν πολύ δύσκολα και δεν μπορώ παρά να είμαι μαζί τους σε όλο αυτό. Οι μεν μετανάστες ήταν άνθρωποι πάρα πολύ πεινασμένοι, οπότε ό,τι λάχανα, πατάτες έβρισκαν, τα ξερίζωναν και τα έπαιρναν για να φάνε. Οι δε Χιώτες επίσης δεν έφταιγαν σε κανέναν γιατί αυτή ήταν η γη τους, αυτό έκαναν πάντα. Ήταν δύσκολα, ήταν δύσκολα, πολύ δύσκολα από πολλές απόψεις. Και θέλω να εύχομαι να μην το ξαναδώ. Τώρα βέβαια με τα όσα συμβαίνουν στην Παλαιστίνη και στο Ισραήλ, δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση.
Είναι άνθρωποι που όντως οι λαοί τους δεν θέλουν τον πόλεμο οπότε αυτή είναι η απόφασή τους καθαρά και μόνο γιατί δεν θέλουν να πολεμήσουν; Δηλαδή δεν μένουν στη χώρα τους και φεύγουν γιατί δεν θέλουν να πολεμήσουν; Ή φεύγουν γιατί πιστεύουν ότι οι συνθήκες θα είναι πολύ δύσκολες; Το έχω ακούσει αυτό, γι’ αυτό το ρωτάω. Ότι η θρησκεία τους δεν τους επιτρέπει τον πόλεμο, οπότε η απόφασή τους είναι να φύγουν, όσα χρήματα και να έχουν, όσο ευκατάστατοι και να είναι, να παρατήσουν τις δουλειές τους και να φύγουν γιατί δεν θέλουν να μπουν στη διαδικασία να πολεμήσουν.
Η αλήθεια είναι ότι εμένα δεν μου έχει τύχει να μου πούνε τέτοιο πράγμα σε συνέντευξη. Έχω ακούσει το πιο αναμενόμενο ότι: «Φοβόμουνα πάρα πολύ και ήθελα να είμαι με τα παιδιά μου παρόλο που είμαι άντρας και ντρέπομαι πάρα πολύ που άφησα την πατρίδα μου. Με θεωρώ έναν φοβιτσιάρη, άκρως εγωιστή και εύχομαι ο Θεός μου να μου δώσει τα χειρότερα, ας πούμε, και να έχει καλά τους δικούς μου». Δεν το περίμενα αυτό με τη Συρία, ότι έφευγαν τόσοι άντρες. Σε άλλες περιπτώσεις δηλαδή δεν το έχω αντιμετωπίσει. Με τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία που βέβαια ήμουνα μικρή, αλλά στους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ, όχι δεν ήμουνα παιδάκι, το θυμάμαι. Δεν έφευγαν Κροάτες, Σέρβοι, Βόσνιοι από τις χώρες τους. Προτιμούσαν να μείνουν εκεί και να τις στηρίξουν. Αυτό με τη Συρία η αλήθεια είναι δεν το κατάλαβα ποτέ και τους άντρες επιμένω. Θεωρώ ότι πολύ καλά έκαναν και έστελναν τα γυναικόπαιδα εκτός. Έβλεπα πάρα πολύ νεαρόκοσμο να φεύγει, μάλιστα στην αρχή όσοι έφθαναν στην Μυτιλήνη είχανε πάκους τα δολάρια μπροστά τους σε αδιάβροχα πορτοφολάκια κρεμαστά και τους έλεγα: «Κρύψτα. Κρύψτα. Μην κυκλοφορείς έτσι. Μπορεί εγώ να μην στα πάρω, αλλά πού πας;». Ήταν δηλαδή, έμοιαζαν να είναι πάρα πολύ ευκατάστατοι άνθρωποι. Τώρα το να μη θες τον πόλεμο, δεν έχει πιο φυσιολογικό πράγμα. Αλίμονο αν τον θες. Πώς όμως δε μένεις να στηρίξεις την πατρίδα σου δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι δεν το συζητήσαμε ποτέ εκτενώς και όσο πιέσαμε με ερωτήσεις, δεν παίρναμε όχι ακριβή απάντηση αλλά απαντήσεις που να μας μοιάζουνε ειλικρινείς. Και λυπάμαι πάρα πολύ που το λέω αυτό, όμως δεν με έπεισαν οι νέοι άνθρωποι που έβλεπα, μιλάμε τώρα 18-25. Εδώ βλέπω Ουκρανούς που έφυγαν, ήταν η πρώτη τους αντίδραση να φύγω, να σωθώ και επιστρέφουν μόνοι τους με λεωφορεία και τραίνα γεμάτα, και γυναίκες, για να στηρίξουν τη χώρα τους. Αυτό με τη Συρία με εντυπωσίασε. Καλή η ερώτηση σου δηλαδή και δεν το είχα σκεφτεί ποτέ για να το συζητήσω. Δεν ξέρω γιατί το έκαναν.
Εγώ αυτή την εκδοχή έχω ακούσει, ότι η θρησκεία τους τούς λέει ότι δεν πρέπει να πολεμάνε, δεν υπάρχει ο πόλεμος για αυτούς. Δεν ξέρω αν ισχύει, η αλήθεια είναι ότι κι εγώ δεν έχω ρωτήσει κανέναν ενώ είχα πολλή περιέργεια όταν τους γνώριζα στο δρόμο κι εδώ στη Χίο πιο πολύ αλλά και στον Πειραιά πολύ όταν έμενα, δεν ρώτησα ποτέ: «Γιατί φύγατε; Γιατί δεν μείνατε εκεί να πολεμήσετε;». Που είναι όντως κάτι πολύ κακό που συμβαίνει αλλά λες τώρα από το να χάσω το σπίτι μου. Διώχνεις τα παιδιά αλλά εσύ μένεις. Κι εγώ είμαι τελείως κατά του πολέμου, ας πούμε, δηλαδή δεν ξέρω. Και ίσως σκέφτομαι πάρα πολύ και το ότι: «Γιατί να κάτσω να πολεμήσω για μια χώρα που δε με στηρίζει καθόλου και που είναι δικό της συμφέρον αυτό που γίνεται αυτή τη στιγμή». [01:00:00]Αυτό είναι λογικό αν το σκεφτείς, αλλά δεν ξέρω. Δηλαδή, όντως θέλω να ρωτήσω κάποιον που να ξέρει πραγματικά να μου πει ότι: «Φύγαμε για αυτό το λόγο».
Κι εγώ θα ήθελα πια να ρωτήσω παίρνοντας ειλικρινή απάντηση. «Φοβήθηκα», δεν με ενοχλεί είναι ό,τι πιο δυνατό ανθρώπινο.
Ναι, είναι ειλικρινές.
Και τώρα στη Γάζα οι άνθρωποι σφυροκοπούνται και δεν φεύγουν. Στέλνουν, βγάζουν, όσοι το έχουν καταφέρει, λίγοι, τις οικογένειές τους και οι ίδιοι επιστρέφουν στη Γάζα. Και δεν μιλάω για Χαμάς, έτσι, για να είμαι ειλικρινής. Δεν θέλω να στηρίξω το οτιδήποτε λέγεται ακραίο από την μια ή την άλλη πλευρά. Αλλά με τη Συρία έχω μείνει άναυδη, δεν το έχω ξαναδεί να φεύγει έτσι κόσμος. Ακόμα και με Ιρανούς που είχε πάρα πολλούς τότε, οι οποίοι έφευγαν, εκείνους τους καταλαβαίνω. Ήταν τόση η καταπίεση που δεν μπορούσαν να ζήσουν ούτε ως άνδρες ούτε ως γυναίκες στην πατρίδα τους και επέλεγαν κάτι ελεύθερο πια χωρίς θρησκευτική αστυνομία. Αλλά δεν έχουν πόλεμο, ήταν δηλαδή: «Θα φύγω μετανάστης γιατί πνίγομαι». Τι να σου πω; Δεν το έχουμε περάσει εμείς στην Ελλάδα αυτό. Πιστεύω όμως ότι ακόμα και ως γυναίκα δεν θα την άφηνα, θα έστελνα την αδερφή μου με τα παιδιά της αλλού κι εγώ θα έμενα εδώ. Νομίζω ότι θα προτιμούσα να πεθάνω αξιοπρεπής παρά να πληγώνομαι συνέχεια που δεν προσπάθησα. Δεν ξέρω βέβαια, όλα αυτά είναι έξω από το χορό που τα λέμε. Όμως η πρώτη αίσθηση είναι αυτή και αυτό συζητούσαμε τότε θυμάμαι με όλους τους συναδέλφους. Πώς τόσο πολλά νέα παιδιά, μιλάμε για χιλιάδες, θυμάμαι το λιμάνι της Μυτιλήνης με 20.000 μετανάστες εκείνο το καλοκαίρι του ’15. Οι ηλικίες ήταν… ο μέσος όρος ηλικίας ήτανε πάρα πολύ χαμηλός, παιδάκια, νεότατα παιδιά. Τι να πω, δεν ξέρω. Δεν ξέρω πραγματικά.
Να πάμε και σε ένα πιο ευχάριστο κομμάτι. Πώς είναι η ζωή στη Χίο; Πόσο έχει αλλάξει από τότε που ήρθες στη Χίο και έμεινες εδώ η καθημερινότητά σου; Πόσο πιο απλή και ήρεμη;
Άλλαξε 100%. Είναι ένα πλούσιο νησί, έχεις πολλά πράγματα να κάνεις αν θες. Πάρα πολλοί από τους φίλους που ζουν εδώ και είναι σε παρόμοιες ηλικίες, μεταξύ 30-45, δουλεύουν κι εκείνοι remote, πολλοί από αυτούς για ξένες εταιρείες, Σουηδία Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Αμερική, κάνοντας διάφορες δουλειές. Είσαι μες στη φύση. Εγώ ζητάω πάρα πολύ λιγότερα, πάντα ήθελα την ηρεμία εκεί που μένω, δεν άντεχα την έντονη ζωή των πόλεων. Η μόνη πόλη στην οποία θα επέστρεφα χτες είναι το Βερολίνο, με κλειστά μάτια δηλαδή, αν μου έλεγαν τώρα φύγε, καλή δουλειά εκεί, αυτό θα έφευγα. Συνεχίζω δηλαδή και τα γερμανικά μου σε εντατικούς ρυθμούς ίσως μόνο και μόνο για να αισθάνομαι κοντά σε αυτήν τη χώρα που μου έκανε πάρα πολύ και ως λογική. Είναι άνθρωποι που σου λένε τώρα δουλεύουμε, από δω και μπρος γλεντάμε. Μ’ αρέσει αυτό, που δεν είναι ένας χαμός ελληνικός. Και η ζωή στη Χίο έχει και τις χαρές του μικρού μέρους με τις μικρές αποστάσεις, πολύ κοντινές. Δεν τρως χρόνο. Χρησιμοποιώ σχεδόν σε καθημερινή βάση το ποδήλατό μου που επίσης ήταν όνειρό μου. Έχω ένα πάρα πολύ μικρότερο σπίτι από το δικό μου σπίτι στην Αθήνα που είναι πάνω στη θάλασσα και έτσι ξυπνάω και κοιμάμαι βλέποντας φύση. Έχω τους ανθρώπους μου κοντά μου, δεν ζούνε οι γονείς μας εδώ αλλά ζει η αδελφή μου με την οικογένειά της και έτσι είμαστε συνέχεια η μία στο σπίτι της άλλης με αυτά που είχαμε παλιότερα στην Ελλάδα, Κυριακάτικα γεύματα, θα πάρω τα παιδιά να κοιμηθούν σπίτι μου, θα πάω εγώ στο δικό της αν αισθάνομαι μοναξιά, και το καλό επίσης μιας πλούσιας επαρχίας. Η Χίος είναι ένα πλούσιο κομμάτι της Ελλάδας με ευκατάστατους κατά κύριο λόγο κατοίκους κι έτσι μπορούμε να παίρνουμε σχεδόν όποτε θέλουμε το αεροπλάνο ή το καράβι. Το μόνο που μου λείπει πάρα πολύ είναι η αεροπορική σύνδεση Χίου-Σμύρνης, ούτως ώστε να μπορώ να παίρνω εκπληκτικές και φτηνές πτήσεις προς πολύ περισσότερα μέρη από ό,τι από την Αθήνα και η αλήθεια είναι ότι για αρκετές αποστολές μου πέταξα από Σμύρνη γιατί κακά τα ψέματα είμαστε τόσο πολύ κοντά. Χίος-Τσεσμέ είναι στη χειρότερη 45 λεπτά με το καραβάκι, στην καλύτερη μισή ώρα. Θα ήθελα λοιπόν στο μέλλον και να δημιουργηθεί το νέο αεροδρόμιο του νησιού που συζητείται από τότε που με θυμάμαι παιδί, δεν ξέρω πόσες δεκάδες χρόνια είναι, και να αναπτυχθεί ένα καλύτερο δίκτυο πέραν των πολιτικών αναταραχών την εκάστοτε περίοδο. Να μην έχει καμία σχέση. Να είναι δεμένες αυτές οι δυο χώρες, αυτές οι δυο περιοχές γιατί έχει μεγάλη σημασία και πιστεύω ότι θα αυξήσει και την οικονομία της Χίου πολύ περισσότερο. Μάνι μάνι ήδη κάθε Σαββατοκύριακο, κάθε Παρασκευή έχουμε εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, Τούρκους ακόμα και χειμώνα. Επομένως οφείλουμε πάρα πολλά στην οικονομική άνθηση, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου.
Σίγουρα. Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Μου άρεσε πάρα πολύ η συζήτησή μας και έμαθα πάρα πολλά.
Παρακαλώ. Και μένα, και ευχαριστώ πολύ για την επιλογή.