© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ψυχολόγος στις Γραμμές SOS στο «Χαμόγελο του Παιδιού»

Istorima Code
26179
Story URL
Speaker
Ευρυδίκη Παπαχρήστου (Ε.Π.)
Interview Date
11/11/2023
Researcher
Βασιλική Κοράκη (Β.Κ.)

[00:00:00]

Β.Κ.:

Καλησπέρα, είμαι η Βασιλική Κοράκη, ερευνήτρια στο Ιstorima, είναι 12 Νοεμβρίου 2023, βρίσκομαι μαζί με την…

Ε.Π.:

Ευρυδίκη Παπαχρήστου.

Β.Κ.:

Είμαστε στη Θεσσαλονίκη. Χαίρω πολύ, Ευρυδίκη.

Ε.Π.:

Χαίρω κι εγώ.

Β.Κ.:

Και θα μιλήσουμε για κάποιες ιστορίες της ζωής της που σχετίζονται με το επάγγελμά της, τις σπουδές της, αυτό που είναι, τέλος πάντων. Ευρυδίκη, στην αρχή θα ήθελες να μας πεις λίγα λόγια για εσένα, να μας συστηθείς λιγάκι;

Ε.Π.:

Ναι, είμαι η Ευρυδίκη Παπαχρήστου, είμαι ψυχολόγος, συστημική ψυχοθεραπεύτρια. Τώρα βρίσκομαι στο δεύτερο και τελευταίο εξάμηνο ενός μεταπτυχιακού προγράμματος του Τμήματος Ιατρικής στην αλγολογία και στην ανακουφιστική φροντίδα. Είμαι 29 ετών και μένω στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία 11 χρόνια περίπου.

Β.Κ.:

Πολύ ωραία! Εργάζεσαι στη Θεσσαλονίκη;

Ε.Π.:

Εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη ως ψυχολόγος στις Γραμμές SOS στο «Χαμόγελο του παιδιού» τα τελευταία δυόμισι χρόνια.

Β.Κ.:

Ωραία. Ας πιάσουμε από την αρχή, λοιπόν, το νήμα. Όσον αφορά τις σπουδές, πώς και αποφάσισες να ακολουθήσεις το κομμάτι της ψυχολογίας, αυτόν τον κλάδο;

Ε.Π.:

Γενικότερα ήδη από το γυμνάσιο ήξερα ότι θα ακολουθήσω μια θεωρητική κατεύθυνση, γιατί μου άρεσαν πάρα πολύ τα Αρχαία. Εκεί στην πρώτη λυκείου άρχισα να σκέφτομαι σε σχέση με τις σχολές, και πάντα στη θεωρητική συνήθως αυτό που γίνεται είναι ότι είσαι ανάμεσα σε Νομική και Ψυχολογία. Ωστόσο είχα την επαφή γενικότερα, μέσω της μητέρας μου, που δούλευε για πάρα πολλά χρόνια σε ένα χώρο προστασίας ενηλίκων ΑΜΕΑ ατόμων, όπου εκεί πήγαινα, τέλος πάντων, ειδικά τις γιορτές και κάναμε διάφορες κατασκευές. Και είχα έρθει και σε επαφή κιόλας και με τον ψυχολόγο εκεί πέρα του χώρου, όπου σιγά σιγά είχα αρχίσει να βλέπω το τι κάνει, με ποιο τρόπο, τέλος πάντων, υποστηρίζει αυτά τα παιδιά, ποια είναι η δουλειά του, ποιος είναι αυτός ο χώρος της ψυχολογίας. Γιατί τότε κιόλας, σε περίοδο 2009, πρώτη λυκείου που ήμουν τότε, η ψυχολογία δεν ήταν και τόσο σαφές το τι κάνει ένας ψυχολόγος. Περισσότερο δηλαδή μπορούμε να πούμε ότι τότε, αλλά ακόμα και τώρα, έχει μια φύση περισσότερο πυροσβέστη, ότι τον καλούνε όταν έχει να διαχειριστεί μία κρίση, το οτιδήποτε, το πετάνε λίγο σε αυτόν και δεν ξέρει μετά από κει πέρα τι μπορεί να κάνει, την παλεύει λιγάκι μόνος του. Οπότε έτσι, λοιπόν, σταδιακά είχα αρχίσει να σκέφτομαι να περάσω Ψυχολογία. Ήθελα Ψυχολογία στο ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη, γιατί είμαι από τα Γιάννενα, οπότε και η απόσταση ήταν σχετικά κοντά. Τον πρώτο χρόνο όμως δεν πέρασα, πέρασα Φιλολογία στα Γιάννενα, είχα χάσει τη σχολή για 10 μόρια. Το θυμάμαι σαν τώρα. Και μάλιστα το αποτέλεσμα το είχα δει και στην τηλεόραση. Τύπου έβγαιναν από κάτω οι βάσεις και έβλεπα ότι ήταν 10 μόρια πάνω η Ψυχολογία, αλλά, ok, πέρασα Φιλολογία και μετά με το 10% πέρασα στην πολυπόθητη Ψυχολογία.

Β.Κ.:

Ωραία. Και τι έβλεπες; Πώς ήταν, δηλαδή, όταν πήγαινες εκεί που δούλευε η μαμά σου; Τι έκανες ακριβώς;

Ε.Π.:

Στην αρχή… αρχικά ένα βήμα πιο πίσω. Πήγαινα από όταν ήμουν ακόμα και δημοτικό, δηλαδή πολύ μικρή, και θυμάμαι κιόλας ότι φοβόμουνα. Γιατί ήτανε παρουσίες, άτομα, τα οποία ήταν πολύ διαφορετικά από τα άτομα που βλέπεις έξω στο δρόμο. Και θυμάμαι τότε η μαμά μου είχε παίξει πολύ καταλυτικό ρόλο στο να μου εξηγήσει τι είναι αυτά τα παιδιά που μένουν εκεί μέσα, το γεγονός ότι στολίζουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, κάνουμε δραστηριότητες, ότι υπάρχει και αυτό το κομμάτι της κοινωνίας, που τότε ήταν πάρα πολύ, εντός εισαγωγικών, κρυφό. Δηλαδή δεν είχαμε επαφή με παιδιά ΑΜΕΑ, δεν είχαμε επαφή με τέτοιους ενήλικες, δεν είχαμε γενικότερα με αυτό το κομμάτι της κοινωνίας επαφή, ακόμα και στα σχολεία. Οπότε, σιγά σιγά βλέποντας μέσα από τη δουλειά της μαμάς μου αυτή την, εντός πολλών εισαγωγικών, μειονοτική ομάδα, στα δικά μου μάτια τότε, ήθελα πάρα πολύ στο να μπω σε μία διαδικασία, στο να απασχοληθώ σε ένα πλαίσιο που θα μπορώ να βοηθήσω με οποιοδήποτε τρόπο. Και έτσι είχα δει κιόλας και τότε –ήταν άντρας ο ψυχολόγος εκεί– το ότι, για παράδειγμα, έκανε συναντήσεις με γονείς, έμπαινε σε μία διαδικασία το να μιλήσει με αυτά τα παιδιά, το να τα πλαισιώσει, νομίζω αυτό είναι το κατάλληλο ρήμα. Και μου φάνηκε πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Β.Κ.:

Ναι. Παρόλο που ήσουνα μικρούλα.

Ε.Π.:

Ναι. Και γενικότερα όμως και από την οικογένειά μου υπήρχε και μία –πώς να το πω;– διάθεση, δηλαδή, το να στηρίζουμε οργανισμούς, συλλόγους εθελοντικούς, δηλαδή τετράδια, μολύβια. Για παράδειγμα –θα μιλήσουμε και αργότερα για το «Χαμόγελο του παιδιού»– στο παιδικό δωμάτιο υπήρχε αυτοκόλλητο από το «Χαμόγελο του παιδιού» ή είχα τετράδιο του «Χαμόγελου». Και μετά, πώς τα έφερε η ζωή, και εργάζομαι κιόλας και σήμερα στον οργανισμό.

Β.Κ.:

Μάλιστα. Θέλεις να μας πεις και λίγα για το μεταπτυχιακό σου;[00:05:00]

Ε.Π.:

Το μεταπτυχιακό μου είναι πάνω στην αλγολογία και στην ανακουφιστική φροντίδα και γενικότερα στο κομμάτι της διαχείρισης του πόνου. Το επέλεξα γιατί ο στόχος μου γενικότερα είναι το να ασχοληθώ μετέπειτα με το κομμάτι του πόνου και ειδικότερα στα παιδιά, σε προβλήματα υγείας, γενικότερα στον παιδικό πληθυσμό και στη στήριξη των γονέων. Ο πόνος σήμερα στην Ελλάδα είναι μία κατάσταση, ειδικά στους ασθενείς, η οποία δεν διαχειρίζεται πάρα πολύ ορθά από την ιατρική κοινότητα. Και όχι γιατί δεν υπάρχουν καλοί γιατροί, είναι γιατί δεν υπάρχουν μέσα, δεν υπάρχουν φάρμακα. Δηλαδή μέσω του μεταπτυχιακού άκουσα ιστορίες και καταστάσεις του ότι τώρα σε ένα νοσοκομείο, εν έτη 2023, δεν υπάρχει, για παράδειγμα, φαιντανύλη και άλλα πράγματα, τα οποία, εντάξει, τώρα δεν τα ξέρω φαρμακευτικά πώς είναι, αλλά που θα μπορούσαν να βοηθήσουν έναν ασθενή που έχει φρικτούς πόνους. Και η αίσθηση του να βοηθάς έναν άνθρωπο που πονάει εκείνη τη στιγμή νομίζω είναι πάρα πολύ ιερή, γιατί του δίνεις ουσιαστικά τον έλεγχο μιας αβέβαιης κατάστασης και την ευκαιρία, για όσο διάστημα δεν πονάει, του να κάνει πράγματα που να του θυμίζει την πρότερή του κατάσταση, πριν την ασθένεια, πριν τον πόνο, το να απολαύσει κάποια πράγματα. Οπότε έτσι, λοιπόν, μπήκα σε αυτή τη διαδικασία. Η αλήθεια είναι ότι στο μεταπτυχιακό υπάρχουν πάρα πολλοί γιατροί, οπότε ήμουνα στην αρχή «Ω, Θεέ μου, τι κάνω εγώ εδώ;», αλλά μετά, βήμα βήμα, και με τα μαθήματα, που είχε κιόλας και μαθήματα Ψυχολογίας, ήταν ένα πολύ ωραίο και χρήσιμο παράθυρο που άνοιξα και μου αρέσει πολύ.

Β.Κ.:

Πώς και αποφάσισες να ακολουθήσεις αυτό το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό;

Ε.Π.:

Γενικά το κομμάτι του πόνου το βίωνα και το βιώνω λιγάκι και τώρα και με αφορμή την ασθένεια της μαμάς μου, που έχει πάρκινσον. Όπου ήρθε γενικότερα στη ζωή μας σαν οικογένεια το πάρκινσον όταν εγώ ήμουνα πρώτη λυκείου, κάπου εκεί. Όπου από τότε έχω εικόνα και γνώση κάποιων πραγμάτων, εννοώ με νευρολόγους, με νευροχειρουργούς, με γενικότερα αυτή την ειδικότητα. Όπου έβλεπα ότι τα φάρμακα σε πάνε μέχρι ενός σημείου, αλλά δεν είναι μόνο τα φάρμακα. Είναι και οι συμπληρωματικές θεραπείες, οι οποίες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, είτε αυτό είναι –για παράδειγμα, τι να πω;– η γυμναστική, η φυσιοθεραπεία, η ψυχοθεραπεία ακόμα. Γενικότερα, το πώς εσύ μπορείς να αλλάξεις τον τρόπο ζωής σου ή να τον διαμορφώσεις βάσει της ασθένειάς σου και να απολαύσεις ουσιαστικά στιγμές που δεν έχεις αυτόν τον πόνο ή μπορείς να τον διαχειρίζεσαι καλύτερα. Και έτσι κάπως ακούμπησε και αυτό το μεταπτυχιακό και μετά περαιτέρω στο ότι θέλω να ασχοληθώ με το κομμάτι των παιδιών.

Β.Κ.:

Οπότε κάπως έδωσε την αφορμή προσωπικό σου βίωμα.

Ε.Π.:

Ναι, με την έννοια κιόλας ότι και είμαστε εν έτη 2023, έχουμε ανακαλύψει αλλά κι άλλα, δεν γίνεται να υπάρχει ένας ασθενής ο οποίος πονάει τόσο πολύ, έχει χαλάσει τόσο πολύ η ποιότητα ζωής του και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τον βοηθήσει. Και μιλάμε για χρόνιο πόνο. Οπότε αυτό ήταν το κίνητρο κιόλας.

Β.Κ.:

Θα μας πεις τώρα λιγάκι για το «Χαμόγελο του παιδιού» πώς μπήκε στη ζωή σου; Σε βρήκε; Το βρήκες;

Ε.Π.:

Το «Χαμόγελο του παιδιού» αρχικά το βρήκα όταν ήμουνα μικρή, όπου ουσιαστικά μαζί με τους γονείς μου παίρναμε διάφορα σχολικά, μολύβια, τετράδια, τέτοια πραγματάκια, και υπήρχε κιόλας και αυτοκόλλητο του οργανισμού στο παιδικό μου δωμάτιο. Μετά, στην πορεία, όταν ήρθα στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, μπήκα σε μία διαδικασία να δω τι εθελοντικό μπορώ να κάνω. Έτσι, λοιπόν, τότε είχα κάνει μία κρούση στο «Χαμόγελο», που είχα μπει στη διαδικασία το να εκπαιδευτώ ως εθελόντρια. Μετά τα έφερε λιγάκι κάπως αλλιώς η ζωή. Αυτό είχε πάθει ένα μικρό pause γενικότερα, το είχα βάλει σε ένα μικρό pause. Και μετά, η δεύτερη, η τρίτη κρούση βασικά, ήταν όταν μετά είπα «Οk, θα ασχοληθώ εθελοντικά με αυτό». Και τότε αναγκάστηκα να μετακομίσω για λίγους μήνες, για επαγγελματικούς λόγους, στα Γιάννενα, οπότε πάλι pause. Και μετά ήταν η τελευταία φορά που είχα μάθει από φίλο μου ότι ψάχνουν ψυχολόγο και κάπως, και ψιλοτελευταία στιγμή, έστειλα το βιογραφικό, λέω «Οk, θα στείλω». Και έτσι μπήκε στη ζωή μου και επαγγελματικά πια τα τελευταία δυόμισι χρόνια, όπου είμαι ψυχολόγος, εργάζομαι ως ψυχολόγος στο τμήμα Γραμμών SOS. Ουσιαστικά, οι Γραμμές SOS είναι τέσσερις στον οργανισμό, είναι η ευρωπαϊκή γραμμή για τα εξαφανισμένα παιδιά, 116000, η εθνική τηλεφωνική γραμμή για τους αγνοούμενους ενήλικες, 1017, η εθνική τηλεφωνική γραμμή SOS, 1056, και η ευρωπαϊκή γραμμή υποστήριξης για γονείς και παιδιά, 116111. Είναι 24 ώρες [00:10:00]το εικοσιτετράωρο, χτυπάνε στο ίδιο τηλεφωνικό κέντρο και από την άλλη απαντάνε ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί.

Β.Κ.:

Εσύ τι κάνεις; Θες να μας πεις λίγο τι κάνεις, πώς το κάνεις;

Ε.Π.:

Τι κάνω; Βασικά είναι ένα πολύ μεγάλο σχολείο το «Χαμόγελο», πάρα πολύ μεγάλο, και ειδικά αυτή η θέση, γιατί έχεις μπροστά σου μία συσκευή τηλεφώνου που θα χτυπήσει και δεν ξέρεις τι θα ακούσεις. Μπορεί να ακούσεις –τι να πω;– ότι χρειάζεται μία οικογένεια στήριξη με είδη πρώτης ανάγκης, που εκεί θα κάνεις παραπομπή στο κέντρο στήριξης του οργανισμού. Μπορεί να ακούσω όμως και μία γειτόνισσα, έναν γείτονα να πει ότι «Τώρα στο διπλανό σπίτι ακούω χτυπήματα, να χτυπάνε ένα παιδί και να ουρλιάζει». Οπότε τα αντανακλαστικά σίγουρα είναι πάρα πολύ άμεσα. Επίσης, καλείσαι να μπεις σε μία διαδικασία το να καταλάβεις τι ακριβώς συμβαίνει, να κρατήσεις την ψυχραιμία σου και να κάνεις άμεσες ενέργειες. Δηλαδή, σκέψου ότι έχει τύχει να με καλέσει παιδί το οποίο να ακούγονται κλάματα, να ακούγονται σπασίματα από γυαλί, για παράδειγμα, ουρλιαχτά και εσύ εκείνη τη στιγμή να προσπαθείς να καταλάβεις πού βρίσκεται, σε ποια περιοχή, να λάβεις όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, προκειμένου να ενημερώσεις, για παράδειγμα, την άμεση δράση, το αστυνομικό τμήμα, το οτιδήποτε για να πάει άμεσα κάποιος εκεί. Αυτό πολλές φορές είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει, ενώ χρειάζεται να γίνει μέσα σε δευτερόλεπτα. Και έτσι λοιπόν ακούς ιστορίες, πάρα πολλές ιστορίες, και προσπαθείς για το καλύτερο δυνατό. Φυσικά πάντα με τη συνεργασία αρμοδίων αστυνομικών και εισαγγελικών αρχών, ούτως ώστε το παιδί να βρεθεί σε ένα ασφαλές περιβάλλον και από εκεί και πέρα να διερευνηθεί ποιο είναι το βέλτιστο συμφέρον του.

Β.Κ.:

Ιστορίες, δηλαδή; Τι έχεις ζήσει εσύ προσωπικά;

Ε.Π.:

Ιστορίες, οι οποίες, για παράδειγμα, ιστορίες που μπορεί να είναι τύπου «Χώρισα με το φίλο μου και είμαι χάλια και δεν ξέρω τι να κάνω». Που δεν είναι μικρότερης σημασίας, γι’ αυτόν τον άνθρωπο που σε καλεί εκείνη τη στιγμή είναι το πιο σημαντικό πράγμα και προφανώς έτσι το αντιμετωπίζεις και εσύ. Γιατί πολλές φορές καλούνε έφηβοι και λένε «Εντάξει, τώρα ίσως είναι και βλακεία αυτό που θα πω, δεν είναι τόσο σημαντικό». Εφόσον καλούν, είναι σημαντικό γι’ αυτόν, οπότε έχεις και μία τέτοια αντίστοιχη στάση. Αλλά ακούς και πράγματα τα οποία είναι, ok, σε ένα ευρύτερο πλάνο πιο δύσκολα. Όπως, για παράδειγμα, το ότι «Πριν χρόνια ο μπαμπάς μου με κακοποίησε σεξουαλικά, δεν το έχω πει σε κανέναν, είμαι σήμερα έφηβη και η σκέψη μου είναι ακόμα εκεί, έχω βγάλει πάρα πολλά ψυχοσωματικά και δεν ξέρω τι να κάνω και σκέφτηκα να το μοιραστώ μαζί σας». Που εκεί ήδη το παιδί σε βάζει ήδη σε μία θέση εμπιστοσύνης, ότι σου εμπιστεύεται κάτι τόσο σημαντικό. Είσαι ο πρώτος ακροατής μιας τέτοιας πληροφορίας, που και εκεί είναι και το challenge, το πόσο θα διατηρήσεις αυτή την εμπιστοσύνη που σου έχει. Δηλαδή εκεί μαζί μπαίνεις σε μία διαδικασία, όχι απαραίτητα να πείσεις το παιδί να κάνει την επόμενη ενέργεια, γιατί αυτό χρειάζεται και χρόνο, αλλά σιγά σιγά να δει τι επιλογές έχει. Και αυτό.

Β.Κ.:

Εσύ συνήθως τι τους λες; Πώς νιώθεις; Έχεις παρατηρήσει επίσης κάποια αλλαγή από το πώς ήσουν στην αρχή με το πώς είσαι–

Ε.Π.:

Ναι, στην αρχή, εντάξει, όταν μπαίνεις σε όλο αυτό και όταν διαχειρίζεσαι τις πρώτες κλήσεις, που μπορεί να είναι, όπως είπα, από το κομμάτι του ότι… συμβουλευτική σε έναν έφηβο για ένα προσωπικό του θέμα, όπως είναι η σχέση γενικότερα με τους συνομηλίκους μέχρι και κάτι πιο έτσι δύσκολο, στην αρχή ένιωθα δηλαδή ότι βουτάω και εγώ σε πολύ βαθιά νερά και προσπαθούσα με πολλή δυσκολία να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Και γι’ αυτό υπήρχε κιόλας και αρκετή εποπτεία μετά την κλήση με τους υπεύθυνους βάρδιας, για παράδειγμα. Εκείνη τη στιγμή, εγώ αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι το να του λέω ότι «Οk, είμαι εδώ για να ακούσω και να μοιραστείς ό,τι θέλεις εσύ. Εγώ δεν πρόκειται να σε πιέσω, ούτε να μου πεις κάτι παραπάνω ούτε κάτι λιγότερο. Είναι καθαρά δικό σου όλο αυτό. Και αν δεν θέλεις σήμερα το να μοιραστείς κάτι, μπορείς να καλέσεις όποια στιγμή θέλεις ξανά». Από κει και πέρα, εφόσον σου μοιράζεται κάτι τέτοιο, η πρώτη αντίδραση είναι του να καθρεφτίζεις τη δυσκολία που έχει όλο αυτό, ότι «Καταλαβαίνω ότι το γεγονός ότι μας πήρες είναι πολύ μεγάλο βήμα αυτό για σένα και σ’ το αναγνωρίζω, οπότε είμαι εδώ για να δούμε μαζί, όσο θέλεις εσύ, τι μπορείς να κάνεις από κει και πέρα». Και κάπως έτσι, όσο έχεις και εσύ μία τέτοια στάση, σε καμία περίπτωση του ξερόλα, αυτό νομίζω ότι εκεί το χάνεις τελείως, όσο έχεις όμως μία τέτοια στάση, ότι «Πάμε μαζί, μαζί, είμαι δίπλα σου και όχι απέναντί σου», λες και είμαι ειδικός για τα πάντα, τόσο περισσότερο κερδίζεις και ένα παιδί για να σου πει παραπάνω πράγματα.[00:15:00]

Β.Κ.:

Φαντάζομαι ανάλογα με τις ιστορίες που ακούτε θα έχετε και διαφορετική–

Ε.Π.:

Διαχείριση.

Β.Κ.:

Ναι.

Ε.Π.:

Ναι. Για παράδειγμα, όταν είναι κάτι άμεσο, εκείνη τη στιγμή, ότι τώρα συμβαίνει, χτυπάνε ένα παιδί τώρα, «Με χτυπάει ο μπαμπάς μου, αισθάνομαι κίνδυνο», κατευθείαν ενημερώνουμε άμεση δράση, αστυνομικό τμήμα, το οτιδήποτε. Δηλαδή εκείνη… Το «οτιδήποτε» εννοώ τις Αρχές εκείνη την ώρα, ανάλογα με την περιοχή που βρίσκεται το παιδί. Αν είναι κάτι το οποίο δεν συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, πάλι ενημερώνεις το παιδί για τις επιλογές που έχει. Το να πάτε μαζί σε αστυνομικό τμήμα είναι κάτι το οποίο το κάνουμε πάρα πολύ συχνά. Όταν ένα παιδί θέλει να αναφέρει την κακοποίηση που βιώνει στο σπίτι, πολλές φορές του λέμε «Θέλεις να έρθουμε μαζί σου; Θα είμαστε μαζί στο τμήμα». Και γινόμαστε κυρίως… πώς να το πω; Ή διευκολύνουμε, προσπαθούμε να διευκολύνουμε τη διαδικασία κυρίως στο να ανοιχτεί κιόλας και το παιδί. Γιατί κανένα παιδί δεν είναι ποτέ έτοιμο το να μιλήσει για όλο αυτό που βιώνει μπροστά σε έναν αστυνομικό και μάλιστα όταν καλείται να το κάνει αυτό και πολλές φορές. Θα το πει στον αστυνομικό, θα το πει, για παράδειγμα, μετά στον εισαγγελέα, θα το πει στον οποιοδήποτε άλλο μετά για να διερευνηθεί τι ακριβώς συμβαίνει. Και όλη αυτή η επανάληψη της ιστορίας είναι επανατραυματισμός.

Β.Κ.:

Κάποια ιστορία που σου έχει χαραχτεί στο μυαλό;

Ε.Π.:

Μια ιστορία… βασικά πολλές ιστορίες, αλλά μία ιστορία σίγουρα που μου έχει χαραχτεί στο μυαλό είναι μία ιστορία ενός κοριτσιού που είχε μιλήσει για την σεξουαλική κακοποίηση που βίωνε από τους γονείς της. Όπου αυτό είχε ξεκινήσει πρώτα σαν τηλεφωνική επικοινωνία, μετά είχαμε βρεθεί κιόλας και από κοντά. Και θυμάμαι πόσο έντονη ήταν η ανάγκη της στο να την πιστέψει κάποιος, ότι «Αυτό που έχω βιώσει όντως το έχω βιώσει, πίστεψέ με». Εκεί δεν είσαι εσύ, ως Ευρυδίκη, ως ψυχολόγος του οργανισμού, το να κάνεις τον ανακριτή και να διερευνήσεις αν ισχύει ή δεν ισχύει, δεν μας αφορά αυτό. Μας αφορά εκείνη τη στιγμή η ιστορία και το βίωμα του παιδιού, το να δεις τι χρειάζεται, και τι χρειάζεται να γίνει στο κομμάτι των Αρχών αλλά και τι χρειάζεται αυτό το παιδί στην παρούσα φάση για να αισθανθεί ασφάλεια. Και από κει και πέρα να ξετυλιχθεί το κουβάρι. Οπότε θυμάμαι όταν της είχα πει ότι «Δεν με ενδιαφέρει αν οι άλλοι δεν σε πιστεύουν, εγώ, σε αυτή την επικοινωνία που έχουμε τώρα, ξεκινάω με το δεδομένο ότι σε πιστεύω», θυμάμαι ότι είχε αρχίσει να κλαίει, πάρα πολύ έντονα. Και είναι αυτό, ότι δεν χρειάζεται να απαντήσεις κάτι παραπάνω σε σχέση με αυτό. Και κυρίως τότε θυμάμαι ότι μαζί, βήμα βήμα, της είχα εξηγήσει ότι «Για να μπορέσει να διερευνηθεί η κατάστασή σου, τι ακριβώς έχει γίνει, τι θα γίνει από δω και πέρα, αυτό όλο που μου λες τώρα θα πρέπει να το πεις και σε κάποιους ανθρώπους. Και σε αυτό θα είμαστε και μαζί αν θέλεις». Απλά θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνη τη στιγμή, όταν της είχα πει ότι «Δεν με ενδιαφέρει αν ισχύει ή δεν ισχύει το οτιδήποτε, σε αυτή την συνθήκη τώρα που είμαστε ξεκινάω με το δεδομένο ότι σε πιστεύω» και ήταν πάρα πολύ έντονο για εκείνη. Άλλη ιστορία επίσης ήταν, για παράδειγμα… Εμείς βλέπουμε παιδιά και μετά από φυγές, από εξαφανίσεις που έχουνε γίνει. Όπου και εκεί είμαστε μαζί τους στο κομμάτι, αφού βρεθούν, το να κάνουμε κάποια συμβουλευτική στους γονείς. Όπου και αυτό είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό βήμα το να γίνει, ούτως ώστε και οι γονείς να πάρουν κάποια ερεθίσματα, τα οποία μπορούν να τα αξιοποιήσουν σε δεύτερο χρόνο. Και λέω «σε δεύτερο χρόνο» γιατί εκείνη τη στιγμή είναι μία οικογένεια σε κρίση. Σε δεύτερο χρόνο μπορούν να τα αξιοποιήσουν για να δουν με ποιον τρόπο μπορούν διαφορετικά να επικοινωνήσουν με το παιδί. Δηλαδή και η φυγή είναι –πώς να το πω;– επικοινωνία εκείνη τη στιγμή για το παιδί. Λέει ότι «Εγώ δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα και φεύγω». Οπότε όταν γυρνάει θα πρέπει σε συνεργασία όλοι μαζί του να αλλάξει κάτι, το οποίο οδήγησε το παιδί στο να φύγει, έτσι ώστε να μην ξαναφύγει. Και είναι κάτι το οποίο δε γίνεται άμεσα.

Β.Κ.:

Να ρωτήσω και κάτι άλλο, όσον αφορά… Δεν ξέρω αν θες να πεις κάτι ακόμα για το «Χαμόγελο του παιδιού»;

Ε.Π.:

Γενικότερα είναι ατέλειωτο όλο αυτό το οποίο συμβαίνει, είναι ατελείωτες οι δράσεις. Εγώ μιλάω δηλαδή κυρίως για το κομμάτι των Γραμμών, αλλά γίνεται μία προσπάθεια ολιστικής προσέγγισης ενός παιδιού. Δηλαδή υπάρχει το τμήμα των ιατρικών, όπου διαχειρίζεται διάφορα θέματα παιδιών ιατρικά, είτε αυτό είναι με διακομιδές είτε αυτό είναι με εύρεση κάποιου φαρμάκου, εύρεση γενικότερα αναλώσιμων που χρειάζεται μια οικογένεια. Υπάρχει το τμήμα παιδιατρικής κατ’ οίκον νοσηλείας, το οποίο συμβαίνει τώρα στην Θεσσαλονίκη, θα γίνει και στην Αθήνα, όπου στηρίζουν παιδιά στο σπίτι με διεπιστημονική ομάδα, φυσιοθεραπευτές, παιδιάτρους, νοσηλευτές και πάει λέγοντας. Υπάρχει, για παράδειγμα, το τμήμα πρόληψης και ευαισθητοποίησης, όπου καθημερινά ψυχολόγοι πηγαίνουν στα σχολεία, ενημερώνουν τα παιδιά για διάφορα θέματα, κάνουν ομάδες γονέων, ομάδες δασκάλων, καθηγητών, εκπαιδευτικών. Υπάρχει το τμήμα των σπιτιών, που κιόλας είναι ένα τμήμα το [00:20:00]οποίο –πώς να το πω;– πολλές φορές για τον κόσμο το «Χαμόγελο του παιδιού» είναι συνυφασμένο κυρίως με τα σπίτια. Δεν είναι όμως μόνο τα σπίτια. Υπάρχουν λοιπόν τα σπίτια, όπου είναι σπίτια φιλοξενίας, αλλά και τα σπίτια ημερήσιας φροντίδας, όπου μπορούν να πηγαίνουν εκεί τα παιδιά μετά το σχολείο και να κάνουν διάφορες δραστηριότητες, διαβάσματα, και παράλληλα να υπάρχει κιόλας κοινωνικός λειτουργός και ψυχολόγος που υποστηρίζουν την οικογένεια. Υπάρχουν τα κέντρα στήριξης, όπου οι οικογένειες γενικότερα λαμβάνουν είδη πρώτης ανάγκης, οτιδήποτε χρειάζονται, παιχνίδια, τρόφιμα για τα παιδιά. Υπάρχουν τα ασθενοφόρα, όπως είπα και στην αρχή. Υπάρχουν πάρα μα πάρα πολλές διαφορετικές δράσεις του οργανισμού, οπότε η συζήτηση είναι ατελείωτη. Υπάρχει ομάδα έρευνας και διάσωσης «Θανάσης Μακρής». Που κι εγώ τώρα που τα συζητάω και δεν τα έχω γραμμένα μπορεί να ξεχάσω κάτι.

Β.Κ.:

Εθελοντές φαντάζομαι.

Ε.Π.:

 Εθελοντές, πάρα πολλοί εθελοντές, που είναι και ένας εθελοντικός οργανισμός. Δηλαδή και εμείς που εργαζόμαστε εκεί –είναι αυτό που σου έλεγα κιόλας και πριν ξεκινήσουμε– είναι μία δουλειά η οποία δεν είναι καθαρά ένα οκτάωρο απαραίτητα. Δηλαδή πάρα πολλές φορές θα γίνει κάτι έκτακτο εκείνη τη στιγμή και εννοείται θα πας. Για παράδειγμα, με την ομάδα έρευνας και διάσωσης «Θανάσης Μακρής» είναι ουσιαστικά μία ομάδα η οποία διαχειρίζεται, κατόπιν κατευθύνσεων φυσικά από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και πάει λέγοντας, κρίσεις όπως είναι, για παράδειγμα, οι φωτιές, όπως είναι οι πλημμύρες. Ήμασταν, για παράδειγμα, στην Καρδίτσα πρόσφατα, είχαμε πάει στην Αλεξανδρούπολη. Επίσης, μπαίνουμε σε μία διαδικασία το να βοηθήσουμε τις Αρχές στην εύρεση ενός αγνοούμενου. Και εκεί βασιζόμαστε πάρα πολύ κιόλας και στους εθελοντές, αλλά και στους εργαζόμενους, και έτσι όλοι μαζί προσπαθούμε το καλύτερο δυνατό για οτιδήποτε.

Β.Κ.:

Εγώ θα σε ρωτήσω για την ψυχολογία τώρα. Είσαι και ψυχολόγος, πώς τη βλέπεις την ψυχολογία εσύ σήμερα;

Ε.Π.:

Γενικότερα αυτό που δεν μου αρέσει αρκετά είναι ότι έχουμε μπει σε μία διαδικασία, σε μία εποχή… δεν ξέρω και αν είναι εποχή, σε ένα κύμα, τέλος πάντων, του να υπάρχει έντονα η ανάγκη και η σύσταση ότι ο καθένας πρέπει να είναι σε ένα ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο, να κάνει ψυχοθεραπεία, λες και είναι δεν ξέρω και εγώ τι. Ότι θα πας σε έναν ψυχοθεραπευτή και θα σου ανακαλύψει τον άλλο σου εαυτό, θα γίνεις άλλος άνθρωπος, ενώ την ίδια στιγμή εσύ δεν έχεις κάποιο συγκεκριμένο αίτημα. Δηλαδή έχω ακούσει, πρόσφατα κιόλας, και έναν όρο, που ίσως υπάρχει και πολλά χρόνια, αλλά ok, αυτό το «τοξική θετικότητα», δηλαδή το: χαμογέλα και όλα θα είναι καλά και ο ήλιος θα βγει και δες το φως και πίσω από το σκοτάδι υπάρχει το φως. Όλα αυτά με κάνουν να αναρωτιέμαι κιόλας και πολλές φορές ότι, για παράδειγμα, αν εγώ τώρα άνοιγα μία επαγγελματική σελίδα ή ένα λογαριασμό τι θα ανέβαζα; Γιατί κάπως δεν μου αρέσει όλο αυτό, αυτή η ανάγκη, το ότι: πήγαινε σε ψυχοθεραπεία και κατευθείαν όλα θα αλλάξουν. Για εμένα, και βάσει της προσέγγισης της συστημικής που έχω κάνει τέσσερα χρόνια, είναι πολύ σημαντικός ο χρόνος που κάποιος θα ζητήσει βοήθεια από έναν ψυχολόγο. Γιατί; Γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή από μόνος του θα έχει κάνει προσπάθειες να λύσει το πρόβλημά του. Που γι’ αυτόν αυτές οι προσπάθειες είναι το απόθεμά του, είναι οι προσπάθειες οι δικές του τού να διαχειριστεί μία κατάσταση. Και υπάρχουν πάρα πολλές πληροφορίες εκεί και πολύτιμο υλικό όπου μπορεί ουσιαστικά να ανατρέξουμε μαζί για να δούμε τι λειτούργησε, τι δεν λειτούργησε ή τι μπορεί να προσπαθήσει ξανά και να τον πάει ίσως ένα βήμα παραπάνω με τη βοήθεια τη δική μου. Δεν σημαίνει όμως ότι εγώ ξεκινάω από τη θέση ότι ξέρω τι είναι το καλύτερο για εσένα ή ξέρω πού θα σε οδηγήσω. Στην συστημική τουλάχιστον, τον φακό σε μία διαδρομή τον έχει ο πελάτης, ο άνθρωπος που θα έρθει στην ψυχοθεραπεία. Και ανάλογα με το πού φωτίζει ανοίγονται και διαφορετικές διαδρομές. Ποια είναι σωστή και ποια είναι λάθος δεν την ξέρω εκ των προτέρων εγώ. Επίσης, υπάρχει πάρα πολύ έντονα το δίλημμα, το ότι: να κάνω εκείνο ή να κάνω το άλλο; Και πολλές φορές αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε σε μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία είναι το και-και, δηλαδή δεν είναι το είτε-είτε. Που πολλές φορές οι άνθρωποι μπαίνουμε σε μία διαδικασία του να ζοριζόμαστε να πάρουμε μία απόφαση, αλλά το και-και μέχρι να δεις τι ίσως ταιριάζει σε εσένα καλύτερα. Οπότε όλο αυτό, το ότι πηγαίνετε σε ψυχοθεραπεία, κάνετε ψυχοθεραπεία ή αυτό που ακούω πολλές φορές, «Α εγώ κάνω ψυχοθεραπεία 10 χρόνια, 15 χρόνια», εμένα αυτό με βάζει σε δεύτερες σκέψεις και σε αναρωτήσεις του ότι «Πώς και κάνεις τόσα χρόνια;». Δηλαδή, εκτός αν κάνεις ψυχανάλυση που, ok, εκεί μιλάμε όντως κατά βάσει η προσέγγιση είναι για πολλά χρόνια. Αλλά όταν ακούω ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται τόσα πολλά χρόνια σε μία συνεργασία με έναν ψυχοθεραπευτή, κάνω [00:25:00]τη δεύτερη σκέψη και την υπόθεση, όχι ότι ισχύει, υπόθεση, ότι μήπως με κάποιο τρόπο κι αυτή η συνεργασία, αυτή η ψυχοθεραπεία έχει μπει στο μοτίβο που ήδη έχεις ως άνθρωπος; Του να είναι το αποκούμπι σου, ότι: εγώ είμαι μια χαρά, αφού κάνω ψυχοθεραπεία; Και πάει λέγοντας.

Β.Κ.:

Ανέφερες και μία κουβέντα πριν, ότι ίσως έχει εργαλειοποιηθεί. 

Ε.Π.:

Ναι, ίσως έχει –πώς να το πω;–, χωρίς όμως δόλο, ασυναίσθητα εργαλειοποιηθεί πολλές φορές και από τους ανθρώπους που ζητάνε βοήθεια, το ότι είναι το μαξιλαράκι τους. Δηλαδή ότι «Εγώ είμαι…» –άλλο που ακούω και τρελαίνομαι– «Εγώ δουλεύω με τον εαυτό μου, κάνω πολλή δουλειά με τον εαυτό μου, είμαι… ». Ναι, δεν μου αρέσουν εμένα αυτές οι εκφράσεις. Οι οποίες… μπορεί και εγώ να είμαι λάθος, δεν λέω ότι είναι σωστό ή λάθος, ούτε καν. Απλά εκεί έχει να κάνει κιόλας και με το πώς θα το διαχειριστεί και ο εκάστοτε ψυχοθεραπευτής. Δηλαδή πολλές φορές έχει τύχει σε μία διαδικασία ψυχοθεραπείας το να πω, για παράδειγμα, στον πελάτη ότι «Πλέον δεν υπάρχει κάτι άλλο που βλέπω εγώ, στα δικά μου μάτια, αλλά να το συζητήσουμε και μαζί ό,τι χρειάζεσαι. Δηλαδή ήρθες γι’ αυτό το αίτημα, βλέπεις ότι το διαχειρίζεσαι μια χαρά». Αλλά εκεί είναι πολλές φορές η ανάγκη των ανθρώπων το να μην αφήσουν το χέρι από κάτι που αισθάνονται ασφάλεια. Ενώ εμείς, για παράδειγμα, αυτό που λέμε στη συστημική είναι κυρίως το ότι «Πήγαινε μόνος σου και σε μία επόμενη κρίση, όποτε αισθανθείς ότι χρειάζεσαι πάλι βοήθεια, εδώ είναι η ψυχοθεραπεία, μπορείς να ζητήσεις ξανά βοήθεια όπως το έκανες τότε».

Β.Κ.:

Εσύ κάνεις ψυχοθεραπεία; Γιατί έχω ακούσει ψυχολόγους φίλους μου που κάνουν και οι ίδιοι. Δηλαδή που μου έχουν πει ότι χρειάζεται, είναι απαραίτητο.

Ε.Π.:

Θα σου απαντήσω πάλι με βάση με τη συστημική, γιατί σε αυτό εκπαιδεύτηκα. Δεν είναι απαραίτητο ένας ψυχολόγος να κάνει ψυχοθεραπεία. Είναι απαραίτητο… απαραίτητο; Ναι, είναι χρήσιμο, να το πω καλύτερα, το να κάνει εποπτεία, εποπτεία για τους πελάτες του. Γιατί ο λόγος και η δήλωση που κάνει ένας άνθρωπος σε μία τέτοια, για παράδειγμα, σχέση όπως είναι στην ψυχοθεραπεία, όταν μιλάς από την ιδιότητα του ψυχολόγου, φέρει και μία ευθύνη, φέρει ένα βάρος. Απέναντι έχεις έναν άνθρωπο που πολλές φορές σε κοιτάει και με γουρλωμένα μάτια, που έχει έρθει εκεί πέρα να βρει μία λύση, «Πείτε μου τι να κάνω», που αυτό που θα ξεστομίσεις έχει μία πολύ μεγάλη βαρύτητα πίσω από αυτό. Και έχει μία πολύ μεγάλη ευθύνη για το τι θα καταλάβει, πώς θα το μεταφράσει, τι θα κάνει από κει και πέρα, και πάει λέγοντας. Και γι’ αυτό κιόλας εκνευρίζομαι πολλές φορές, ότι βρισκόμαστε σε μία εποχή όπου ο καθένας θα μπει σε μία διαδικασία του να είναι σύμβουλος ψυχικής υγείας, χωρίς κάποιο υπόβαθρο από πίσω. Δηλαδή με ένα απλό, με μια απλή εκπαίδευση, το να ανοιχτεί ένας ΚΑΔ στην εφορία και έτσι λοιπόν να μιλάει σε ανθρώπους, να δίνει συμβουλές, το οτιδήποτε. Εγώ, για παράδειγμα, για να ανοίξω ένα γραφείο σκέφτομαι πάρα πολύ έντονα το κομμάτι της ευθύνης και το τι θα πω σε σχέση με αυτό, του πόσο καλά μπορώ να εκπαιδευτώ γύρω από αυτό. 

Β.Κ.:

Εγώ, επίσης, θέλω να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα από αυτά που μου είπες πριν για το αίτημα, δηλαδή τι ακριβώς εννοείς; Κράτησα αυτή τη λέξη, ότι ο άνθρωπος που έρχεται στον ψυχολόγο δεν έχει εντοπίσει το αίτημά του.

Ε.Π.:

Η συστημική γενικότερα μου αρέσει πάρα πολύ γιατί έχει αυτό που είπα και πριν, το ότι δεν ξεκινάει ο ψυχολόγος από τη θέση του ειδικού, ότι: εγώ ξέρω τι σου συμβαίνει τώρα ή γιατί ήρθες ή τι χρειάζεσαι. Οπότε ήδη από την πρώτη συνεδρία, και αυτό μπορεί να πάρει και πολλές συνεδρίες, μπαίνει σε μία διαδικασία ο ψυχολόγος το να ζητήσει και να συζητήσει μαζί με τον πελάτη το ποια είναι η προσδοκία που έχει στην ολοκλήρωση αυτής της συνεργασίας. Δηλαδή τι θα έπρεπε να γίνει, για παράδειγμα, για να πεις ότι «Οkay, ευχαριστώ πολύ για τη συνεργασία μας, δε χρειάζομαι κάτι τώρα». Δηλαδή σε αυτή τη διαδρομή που θα ακολουθήσουμε τι προσδοκά να υπάρχει στο τέλος αυτής της διαδρομής. Όπου αυτό καταλαβαίνεις ότι εκ των προτέρων πολλές φορές οι άνθρωποι που πηγαίνουν σε μία ψυχοθεραπεία δεν το έχουν καθόλου στο νου τους και είναι πάρα πολύ ok αυτό να συμβαίνει και είναι κάτι το οποίο διαμορφώνεται με τον καιρό. Για παράδειγμα, στο κομμάτι των κρίσεων πανικού, αν κάποιος έρθει σε μία ψυχοθεραπευτική σχέση και πει «Θέλω στο τέλος της διαδρομής να μην έχω κρίση πανικού» είναι κάτι το οποίο μπορώ να του απαντήσω ότι «Δεν ξέρω πώς γίνεται να μην έχεις κρίση πανικού, αυτό που μπορούμε να κάνουμε μαζί, να δούμε μαζί είναι πώς μπορείς εσύ να διαμορφώσεις ή να ακούσεις το αίτημα»… το αίτημα; «Να ακούσεις τι θέλουν να σου πουν, τι [00:30:00]μήνυμα θέλει να σου δώσει αυτή η συνθήκη στην οποία βρίσκεσαι». Και γενικότερα υπάρχει μία οπτική ότι τα συμπτώματα φέρνουν μηνύματα, τα οποία, όσο δεν τα αποκωδικοποιούμε και όσο δεν τα ακούμε, έρχονται και με διαφορετικό τρόπο και επιμένουν πολλές φορές μέχρι να τα ακούσουμε.

Β.Κ.:

Ωραία. Πριν φτάσουμε στο τέλος, δεν ξέρω αν θα ήθελες να μοιραστείς κάτι ακόμα.

Ε.Π.:

Γενικότερα αισθάνομαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος, γιατί στα 29 μου, τέλος πάντων, έχω περάσει από διάφορα εργασιακά πλαίσια, έχω περάσει από διάφορα εκπαιδευτικά πλαίσια και χαίρομαι γιατί έχω πάρει πάρα πολλά ερεθίσματα από όλα αυτά τα διαφορετικά πράγματα και παραμένω να έχω φουλ ανοιχτά μάτια και αυτιά και να ακούω ιστορίες και αυτές οι ιστορίες να με πηγαίνουν και ένα βήμα παραπέρα. Θα μοιραστώ μια ακόμα ιστορία από το «Χαμόγελο», όπου είναι έτσι από αυτές τις ιστορίες που είναι, εντός εισαγωγικών, τα παράσημα μου σε αυτά τα δυόμισι χρόνια. Ήταν, τέλος πάντων, δύο αδέρφια, τα οποία είχαμε πάρα πολλές κλήσεις και είχαμε συνεργαστεί πολλές φορές με τις αρχές για την κακοποίηση που βίωναν στο σπίτι τους και είχαμε στείλει αναφορές στην εισαγγελία, όπου μετά τις αναφορές μας, βγήκε, τέλος πάντων, μία απόφαση να απομακρυνθούν αυτά τα παιδιά από το σπίτι και να πάνε σε ένα χώρο παιδικής προστασίας. Και θα μου πεις «Πού είναι μέσα σε όλο αυτό η χαρά;» να το πω έτσι. Η χαρά είναι το ότι κληθήκαμε να συνοδέψουμε αυτά τα παιδιά στο χώρο παιδικής προστασίας, και χρειάστηκε κιόλας και να μετακινηθούμε και με αεροπλάνο, οπότε ήμουνα το άτομο που λάμβανα τις κλήσεις, γι’ αυτό και έκανα κάτι σε σχέση με αυτό. Και ήμουνα και το άτομο που τα συνόδεψε κιόλας στο χώρο αυτό και ήμουνα μαζί τους στο αεροπλάνο. Και θυμάμαι κιόλας, όταν φτάσαμε στο σημείο και τα παρέδωσα στην κοινωνική λειτουργό, αγκαλιαστήκαμε, τέλος πάντων, και τους ευχήθηκα καλή τύχη. Και πραγματικά αυτό εύχομαι σε κάθε παιδί που –τι να πω;– που μας καλεί έστω και μία φορά στη γραμμή, το να… όλο αυτό το οποίο βιώνει δεν είναι η ταυτότητά του. Η κακοποίηση, για παράδειγμα, που βιώνει ένα παιδί δεν είναι ταυτότητά του, δεν είναι αυτό, είναι πολλά πράγματα. Απλά όσο δουλευτεί γύρω από αυτό, όσο συνεργαστεί, για παράδειγμα, ενδεχομένως με ειδικούς, με κάποιον ψυχολόγο, με κάποιον ψυχοθεραπευτή, τόσο περισσότερο αυτό το βίωμα της κακοποίησης θα γίνει όλο και μικρότερο, θα είναι στην βιογραφία του αλλά δε θα πιάνει όλη τη σελίδα.

Β.Κ.:

Και για το μέλλον κάποια πλάνα, σχέδια;

Ε.Π.:

Για το μέλλον κάποια πλάνα…  Γενικά, λόγω του μεταπτυχιακού μου στην ανακουφιστική φροντίδα, θέλω πολύ να ασχοληθώ με αυτό, με το κομμάτι της υποστήριξης παιδιών με προβλήματα υγείας. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτό το πεδίο. Και γενικότερα όσο γίνεται το να υποστηρίζω ανθρώπους που είναι σε κρίση, χρειάζονται βοήθεια και να βλέπω σε όλους αυτούς δυνατότητες, να βλέπω σε όλους αυτούς αποθέματα, ικανότητες, που ίσως έχουν ξεχάσει στη διαδρομή τους και όσο μπορώ να φωτίζω αυτά και να βλέπουν ότι μπορούν, μπορούν μόνοι τους, απλά ίσως με λίγη βοήθεια. Και αυτή τη βοήθεια όσο τη χρειάζονται και τη θέλουν εκείνοι στη ζωή τους.

Β.Κ.:

Ωραία. Και μια τελευταία ερώτηση που τώρα ήρθε στο μυαλό μου. Εσύ, που τα βλέπεις από τη δουλειά σου, πώς θεωρείς ότι είναι τα πράγματα στην κοινωνία σαν ψυχολόγος τα τελευταία χρόνια και στο κομμάτι ειδικά της παιδικής προστασίας, που είσαι και στο «Χαμόγελο του Παιδιού»;

Ε.Π.:

Γενικότερα σκέφτομαι πολλές φορές και αναρωτιέμαι ότι δεν γίνεται να είναι τόσο άσχημα τα πράγματα. Με ποια έννοια; Όταν ακούς κάθε μέρα όλη μέρα για κακοποιήσεις, για παραμέληση, για το οτιδήποτε λες: «Τόσο λάθος πάει όλο αυτό;». Δεν μπορώ να έχω αντικειμενική μάτια. Αντικειμενική εντός πολλών εισαγωγικών, γιατί αντικειμενική είναι… δεν ξέρω και αν υπάρχει αυτή η λέξη, εννοώ σαν κατάσταση και συνθήκη. Αυτό που σίγουρα προσπαθώ από τη μεριά μου, κάθε φορά που απαντάω αυτό το τηλεφώνημα στη δουλειά ή όταν βρίσκομαι έξω, είναι του να φέρω την ευθύνη να αλλάζω όσο μπορώ από το δικό μου μετερίζι αυτό που δεν μου αρέσει. Δηλαδή αυτό που έχει πει… «Γίνε η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο». Οπότε αυτό προσπαθώ να κάνω. Και αυτό το βλέπω κιόλας και στη δουλειά. Ότι κάθε φορά, για παράδειγμα, που θα καλέσει ένα παιδί, για[00:35:00] μένα είναι πολύ –πώς να το πω;– σαν παράσημο το γεγονός ότι ένα παιδί με εμπιστεύτηκε σήμερα και ότι μαζί μπορούμε να κάνουμε κάτι για να μετακινηθεί από αυτή τη συνθήκη που είναι. Σίγουρα τα πράγματα είναι δύσκολα στην παιδική προστασία, αλλά τουλάχιστον ελπίζω για το καλύτερο και χαίρομαι που εκπροσωπώ έναν σύλλογο, που επειδή έχω βρεθεί στα σπίτια και ειδικά εδώ πέρα στο σπίτι του Φοίνικα, γιατί είμαι στη Θεσσαλονίκη, είναι ένας χώρος που τα παιδιά μεγαλώνουν ελεύθερα και ακούγονται οι ανάγκες τους, με την έννοια ότι τα χόμπι τους, οι δραστηριότητές τους. Είναι ένα σπίτι όπως όλα τα σπίτια. Και όταν μιλάμε, για παράδειγμα, για την οικογένεια του «Χαμόγελου» είναι όντως οικογένεια. Γιατί, για παράδειγμα, και στις γιορτές μας είμαστε όλοι οι εργαζόμενοι μαζί, γλεντάμε μαζί με τα παιδιά, ο φίλος μου, για παράδειγμα, έχει γίνει εθελοντής στο «Χαμόγελο», γιατί μιλάει φαρσί, οπότε πάρα πολλές φορές μάς βοηθάει. Είναι οικογένεια όλο αυτό και γι’ αυτό μου αρέσει και χαίρομαι πολύ που είμαι μέλος αυτού.

Β.Κ.:

Πολύ ωραία! Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συζήτηση.

Ε.Π.:

Και εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ!