© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Το πρώτο ανοιχτά gay ζευγάρι στους Φούρνους Κορσεών: Ο Αβραάμ μιλάει για τη ζωή και τη σχέση του

Istorima Code
26157
Story URL
Speaker
Αβραάμ Ιερόπουλος (Α.Ι.)
Interview Date
30/11/2023
Researcher
Ασημίνα Κόνδυλα (Α.Κ.)
Α.Κ.:

[00:00:00]Καλησπέρα, θα μου πεις το όνομά σου;

Α.Ι.:

Καλησπέρα, είμαι ο Αβραάμ ο Ιερόπουλος.

Α.Κ.:

Είναι Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023, είμαι με τον Αβραάμ Ιερόπουλο, βρισκόμαστε στους Φούρνους, εγώ ονομάζομαι Κόνδυλα Ασημίνα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Ας ξεκινήσουμε. Μίλησέ μου για τη ζωή σου.

Α.Ι.:

Τι θα ήθελες να μάθεις;

Α.Κ.:

Πες μου ό,τι θέλεις, τα παιδικά σου χρόνια, ό,τι θες.

Α.Ι.:

Λοιπόν, γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα μικρό χωριό του νομού Πέλλας, ονομάζεται Χρυσή, ένα χωριό στην ίδια κατηγορία που ανήκουν κι οι Φούρνοι στο θέμα των κατοίκων. Εντάξει, δύσκολα παιδικά χρόνια, λόγω φτώχειας, δεν είμαι από εύπορη οικογένεια. Το δεύτερο παιδί από τα τρία που έχει η οικογένειά μου. Μεγάλωσα, πήγα σχολείο εκεί, συνέχισα μετά τις σπουδές μου στη Θεσσαλονίκη, Λογιστικά, επέστρεψα ξανά στο χωριό μου, ασχολήθηκα με τα σφαγεία, ως εκδοροσφαγέας σε βιομηχανικό σφαγείο, δούλεψα είκοσι δύο χρόνια περίπου. Αλλά ήτανε εποχές ωραίες, γιατί όσο πιο παλιά γυρνάμε, είναι πολύ πιο ωραία γιατί χαμογελούσαμε, μιλούσαμε, είχαμε σχέσεις με τον κόσμο, είχαμε επαφές.

Α.Κ.:

Πολύ ωραία. Άρα έμενες στο χωριό σου για πολλά χρόνια. Εκεί η ζωή σου πώς ήταν; Ζούσες καταστάσεις ωραίες, όπως μας είπες και πριν;

Α.Ι.:

Ε, στο χωριό υπήρχαν μέρες που ζούσες ωραίες καταστάσεις, μέρες που ζούσες δύσκολες καταστάσεις. Γενικά, όταν ζεις σε μια κοινωνία, σε παρασύρει και η κοινωνία σ’ αυτά που συμβαίνουνε μέσα σ’ αυτήν. Αλλά σε γενικές γραμμές ήταν ωραίες καταστάσεις. Όσο φεύγουν τα χρόνια της αθωότητας σιγά σιγά και μπαίνεις στην πραγματικότητα, αρχίζεις και ζορίζεσαι. Από μία ηλικία και μετά, όταν μπαίνει το κομμάτι της επιβίωσης, σε υποχρεώνει να φύγεις απ’ τη μαγεία του παιδιού και πας στην πραγματικότητα του ενήλικα.

Α.Κ.:

Ποια ήταν η δική σου πραγματικότητα;

Α.Ι.:

Η δική μου πραγματικότητα; Πρώτο και βασικό ήταν η φτώχεια, μία πραγματικότητα. Ε, από κει και πέρα υπήρχε κι ένα κομμάτι στη ζωή μου το οποίο έπρεπε να μη φανεί σε μία μικρή κοινωνία. Δεν είχαμε, δεν γνώριζες ανθρώπους οι οποίοι είχανε ανοιχτά μυαλά, να σου εξηγήσουν αυτό που νιώθεις, αυτό που ζεις, αν είναι καλό, αν είναι κακό. Ήτανε λίγο περίεργα.

Α.Κ.:

Μίλησέ μου γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής σου. Τι εννοείς;

Α.Ι.:

Το κομμάτι που με είχε ζορίσει και με έβαλε σε μια διαδικασία κι απομονώθηκα, ήταν το κομμάτι της σεξουαλικής ταυτότητας. Είμαι απ’ τους ανθρώπους… είμαι ομοφυλόφιλος, τώρα πια, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, έχω βγει στην κοινωνία, το ’χω δηλώσει. Οπότε σε μια κλειστή κοινωνία δεν μπορείς να εκφραστείς κι όσο μεγαλώνεις, αρχίζουνε και σε πιέζουνε: «Βρες μια σχέση, τι θα γίνει;», γιατί στα δικά μας τα χωριά συνήθως τα παιδιά παντρευόντουσαν… μέχρι τα 20 είχανε παντρευτεί. Τα κορίτσια, στα δικά μου χρόνια πίσω, μέχρι τα 14 είχανε παντρευτεί και κάναν και παιδί. Αν περνούσαν τα 14-15, θεωρούνταν γεροντοκόρες.

Α.Κ.:

Μάλιστα. Ήξερες από την αρχή ότι ήσουν διαφορετικός;

Α.Ι.:

Ναι, το ήξερα. Το καλό είναι ότι είχα καθηγητές στο Γυμνάσιο που με βοηθήσανε να το ψάξω. Δεν με κατευθύναν αυτοί, μου δείξανε δρόμους στους οποίους μπορούσα να μπω, να διαβάσω, να ψάξω, να το δω μόνος μου.

Α.Κ.:

Θυμάσαι τι ήταν αυτό που έψαχνες; Πώς το βρήκες;

Α.Ι.:

Αν ήτανε κακό. Αν όλο αυτό που ένιωθα, αν ήταν κακό, γιατί στο κομμάτι της εκκλησίας ήτανε κακό, στο κομμάτι της κοινωνίας ήταν κάτι… της κοινωνίας της ημέρας, ήτανε κάτι κακό. Στην κοινωνία της νύχτας, δηλαδή όταν έπεφτε το σκοτάδι, γνώριζες ανθρώπους διαφορετικούς. Δηλαδή τους έβλεπες οικογενειάρχες την ημέρα, το βράδυ αλλάζανε, έβλεπες κάτι διαφορετικό. Γενικά όμως ήμουν απ’ τα τυχερά παιδιά, γιατί δεν έτυχα σε, δεν έπεσα ποτέ σε ανθρώπους «κακούς » –σε εισαγωγικά–, «πονηρούς» –σε εισαγωγικά.

Α.Κ.:

Ωραία. Οι γονείς σου, ο κόσμος εκεί, το ήξεραν, το είχες πει;

Α.Ι.:

[00:05:00]Ένας γονιός πάντα γνωρίζει τι είναι το παιδί του, μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Κι ο πατέρας μου το γνώριζε και η μάνα μου το γνώριζε. Εγώ με τον πατέρα μου είχα να μιλήσω χρόνια. Βαθιά μέσα μας ξέραμε την αιτία που δεν μιλούσαμε. Μένανε στο ίδιο σπίτι, αλλά δεν συζητούσαμε. Ο πατέρας μου με είπε: «Παιδί μου» το βράδυ που έφυγε απ’ τη ζωή. Η μητέρα μου όπως είναι η κάθε μητέρα. Πίσω απ’ όλες τις λέξεις έβγαινε αυτό: «Μην το μάθουν οι άλλοι. Κάνε ό,τι θες, αλλά μην το μάθει κανένας. Θα γίνουμε ρεζίλι. Σ’ ένα χωριό τι θα λένε, τι θα κάνουνε;», καταστάσεις που με θυμώνανε εμένα, γιατί ήμασταν μια οικογένεια πολύ δύσκολη. Ο πατέρας μου ήταν αλκοολικός, έδερνε τη μάνα μου και υπήρχανε περιπτώσεις… Γιατί τα παιδιά ακούνε τα πάντα, τα παιδιά ακούνε ό,τι γίνεται μες στο σπίτι, γνωρίζουνε, άσχετα αν νομίζουν οι μεγάλοι ότι τα παιδιά δεν ξέρουνε. Άκουγα τον συχωρεμένο τον παππού μου να λέει στη μάνα μου, όταν έλεγε: «Δεν αντέχω, θα φύγω», να της λέει: «Και τι θα γίνει; Ποιος θα σε μαζέψει; Τι θα πούμε στην κοινωνία; Μία γυναίκα χωρισμένη, με τρία παιδιά. Βούλωσέ το, κάτσε φάε το ξύλο, δεν θα πεις κουβέντα». Απλά εκεί θύμωνα με τη μάνα μου, γιατί έλεγα: «Εντάξει, σε υποχρεώσανε να ζήσεις μία ζωή μέσα στο ξύλο, μέσα στις κακουχίες, μέσα στις δυσκολίες, γιατί κι εμένα με υποχρεώνεις να ζήσω μία άλλη ζωή απ’ αυτή που θέλω να ζήσω;». Ήταν το σημείο τριβής μας και κόντρας.

Α.Κ.:

Και η απάντησή της;

Α.Ι.:

Η απάντησή της; Δεν υπήρχε απάντηση. Οι γονείς δεν απαντούν στα παιδιά.

Α.Κ.:

Το καταλάβαινε όμως, πιστεύεις, ότι έχεις δίκιο;

Α.Ι.:

Ναι, το ήξερε. Το ήξερε, απλά δεν μπορούσε να το διαχειριστεί.

Α.Κ.:

Τ’ αδέρφια σου;

Α.Ι.:

Τ’ αδέρφια μου είναι μια άλλη κατηγορία. Γενικά τα παιδιά, όταν γεννιούνται, είναι αυτό που λένε: δένουνε με τον πατέρα, δένουνε με τη μάνα. Ασυναίσθητα, μέχρι να δημιουργήσουν τον δικό τους χαρακτήρα, χρησιμοποιούνε τον χαρακτήρα του γονέα στον οποίο έχουνε δέσει. Τα δύο μου αδέρφια ήτανε πιο πολύ δεμένα με τον πατέρα μου, οπότε είχανε αυτό το απόλυτο που είχε και ο συχωρεμένος ο πατέρας μου.

Α.Κ.:

Αγόρια ή κορίτσια;

Α.Ι.:

Αγόρια. Τρία αγόρια είμαστε. Οπότε οι ατάκες ήτανε ό,τι έλεγε ο πατέρας μου το μεταφέρανε και αυτά.

Α.Κ.:

Οπότε ήσουνα μόνος σου;

Α.Ι.:

Ναι, πάντα, πάντα μόνος.

Α.Κ.:

Οι φίλοι;

Α.Ι.:

Οι φίλοι; Οι φίλοι είναι μια περίεργη ιστορία. Οι φίλοι, όσο δεν γνωρίζουν αυτό που είσαι, μπορεί και να υποψιάζονται αυτό που είσαι, σε δέχονται, σε αποδέχονται. Όταν τους το επιβεβαιώνεις, δεν υπάρχουνε.

Α.Κ.:

Γιατί ήταν τόσο απομακρυσμένοι από σένα; Δεν έκανες κάποιο έγκλημα;

Α.Ι.:

Ε, αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω. Απλά εγώ ήθελα να… εγώ ήθελα, όταν αποφάσισα να τους το πω, ήθελα να ’μαι καθαρός, ένιωθα ότι βγαίναμε έξω και τους έλεγα ψέματα, γιατί δεν μπορούσα να εκφραστώ. Περνούσε μια ωραία κοπέλα και έλεγε ο φίλος μου: «Τι ωραία γκόμενα είναι αυτή». Περνούσε ένα ωραίο αγόρι, έλεγε η φίλη μου: «Τι ωραίος γκόμενος είναι αυτός. Τι ωραίος άντρας είναι αυτός. Πώς είναι έτσι; Πώς είναι;». Εγώ όμως δεν μπορούσα να το πω ποτέ αυτό. Για να ικανοποιήσω, να τους ικανοποιήσω, θα ’πρεπε να περάσει μία γκόμενα και να πω: «Τι ωραία γυναίκα είναι αυτή;». Δεν ήθελα, ένιωθα ψεύτης, ένιωθα ότι… Μετά, στις συζητήσεις, όταν καθόσουνα, χαλάρωνες με την παρέα σου και γλεντούσες και περνούσες καλά, τυχαίναν στιγμές στις οποίες πάνω στη χαλάρωση προσπαθούσε, πήγαινε να σου πει ο άλλος κάτι σαν πλάκα, σαν αστείο, και κουμπωνότανε, μαζευότανε. Έβλεπες αυτό το ξεροκατάπιμα και το σώμα να τραβιέται πίσω. Δηλαδή το σώμα του σού απαντούσε εκείνη τη στιγμή ότι: «Εμένα αυτό δεν μ’ άρεσε». Δεν ήθελα να νιώθουνε… να μη νιώθουν άνετα μαζί μου. Στο κομμάτι το σεξουαλικό. Σ’ όλη την υπόλοιπη παρέα που κάναμε ήμασταν, όπως περνούσαμε και χορεύαμε και γλεντούσαμε, ήμασταν καλά. Απλά από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσαν να χαλαρώσουνε.

Α.Κ.:

Μάλιστα. Ο υπόλοιπος κόσμος εκεί σε κοιτούσε κάπως, ένιωθες μία άρνηση;

Α.Ι.:

Όχι! Το περίεργο πράγμα ήταν ότι, όσο ήμουνα στο χωριό μου, με αγαπούσαν όλοι. Ήμουν από τα παιδιά που με αγαπούσανε, θέλανε την παρέα μου, οι μεγάλοι με είχανε τρομερή αδυναμία, αλλά ζούσα και μια περίεργη κατάσταση εκείνη την περίοδο. Ο αδερφός μου είχε παντρευτεί. Εγώ τη σεξουαλική μου ταυτότητα τη φανέρωνα πιο νωρίς. Ο αδερφός είχε παντρευτεί, έκανε ένα παιδί με τη νύφη μου και πριν σαραντίσει το παιδί, μου το φέραν στα χέρια και μου είπανε: «Εμείς θέλουμε να ζήσουμε, μεγάλωσέ το». Οπότε βρέθηκα, σε μια ηλικία 20 χρονών, 22 χρονών, [00:10:00]βρέθηκα να έχω ένα παιδί και να το μεγαλώνω. Για χατίρι αυτού του παιδιού έκρυψα τα πάντα.

Α.Κ.:

Ήσουν κάτι σαν μονογονέας.

Α.Ι.:

Ναι, εγώ ήμουνα ο γονιός και έπρεπε απλά να υφίστανται δύο άλλα άτομα ως φυσικοί γονείς, να υπογράφουνε, να αποφασίζουνε.

Α.Κ.:

Ζούσατε όλοι μαζί σ’ ένα σπίτι;

Α.Ι.:

Όχι. Ο αδερφός μου ζούσε στο διπλανό χωριό και μέσα στα χρόνια ήρθανε στο διπλανό σπίτι, μες στη γειτονιά.

Α.Κ.:

Και το παιδί; Με το παιδί ζούσες…;

Α.Ι.:

Το παιδί ζούσε μαζί μου, μ’ εμένα και τη μάνα μου. Ακόμα και την ημέρα που τη βάφτισα, ήτανε λίγο κωμωδία όλο αυτό. Έπρεπε να ’ρθουν απ’ το σπίτι, να περάσουν να πάρουν το παιδί τους, να φύγω εγώ στην εκκλησία σαν νονός και να μου το φέρουνε κάτω. Ήταν λίγο κωμικό όλο αυτό. Εντάξει, παράπονο δεν έχω, το παιδί μου μεγάλωσε… Είναι παιδί της καρδιάς μου. Είναι ανιψιά μου, αλλά είναι παιδί της καρδιάς μου, είναι κόρη μου.

Α.Κ.:

Βέβαια, αφού τη μεγάλωσες.

Α.Ι.:

Δεν είναι απλά μόνο ότι μεγάλωσε, είναι ένα παιδί το οποίο μεγάλωσε πάνω στο δικό μου σώμα. Όταν είχε πυρετό, όταν ήθελε να φάει, ήτανε στη δικιά μου αγκαλιά. Όταν αγκαλιάζεις ένα παιδί και μέσα στα χρόνια ζήσεις με την ανάσα του, είναι στην ουσία σαν να ’χει βγει από σένα. Και μην ξεχνάς ότι οι άντρες έχουμε το ιδιαίτερο ότι ποτέ δεν βιώνουμε μία εγκυμοσύνη για να δούμε πώς είναι όταν βγαίνει ένα παιδί. Το παιδί το ζούμε αφού γεννηθεί, όταν έρθει στην αγκαλιά μας, σιγά σιγά μέσα στις ημέρες.

Α.Κ.:

Με την εκκλησία πώς τα πήγαινες, δηλαδή πώς σε αντιμετώπισε; Ήσουνα σ’ ένα μικρό χωριό.

Α.Ι.:

Η εκκλησία, όσο δεν δηλώνεις κάτι, όσο δεν επιβεβαιώνεις κάτι, σε αποδέχεται.

Α.Κ.:

Και να φανταστώ ότι πιστεύεις, επειδή μου δήλωσες πριν ότι έγινες και νονός.

Α.Ι.:

Εννοείται, εννοείται, εννοείται.

Α.Κ.:

Οπότε ό,τι και να ’λεγε η εκκλησία για… και να λέει για τους ομοφυλόφιλους, εσύ δεν ιδρώνει το αυτί σου, όπως λέμε;

Α.Ι.:

Δεν αλλάζω τα πιστεύω μου. Είμαι χριστιανός ορθόδοξος και θα τύχεις σε ανθρώπους οι οποίοι… Οι παπάδες είναι οι εκπρόσωποι της εκκλησίας, είναι κι αυτοί άνθρωποι, έχουν κι αυτοί τα πιστεύω τους, έχουνε κι αυτοί… κι αυτοί μεγαλώσανε σε κάποιες κοινωνίες, βγήκανε μέσα από κάποιες οικογένειες οι οποίες έτσι τους μεγαλώσανε. Η προγιαγιά μου έλεγε πάντα ότι: «Αν στη ζωή σου κάποιος σου λέει κάθε μέρα: ‘Βόδι, βόδι, βόδι, βόδι’, από ένα σημείο και μετά ασυναίσθητα θα το πιστέψεις. Θα πιστέψεις ότι είσαι βόδι». Και μην ξεχνάς ότι οι περισσότεροι παπάδες, από μία γενιά και μετά, ήτανε παπαδοπαίδια, ήτανε παιδιά τα οποία μεγαλώσαν σε οικογένεια με παπάδες, συνεχίσανε το σχολείο σε εκκλησιαστικά σχολεία, δηλαδή πάλι μέσα στους παπάδες, και βγήκαν στην κοινωνία.

Α.Κ.:

Μου ανέφερες το ρητό της γιαγιάς σου. Αυτό σημαίνει ότι είχατε καλή σχέση;

Α.Ι.:

Αυτή ήταν η προγιαγιά μου. Η προγιαγιά μου σκοτώθηκε 115 χρονών. Είχε έρθει από τις Πατρίδες επάνω, από το Καρς, Ελληνίδα Πόντια, μία γυναίκα που είχε περάσει πάρα πολλά στη ζωή της, έχασε δώδεκα παιδιά στον δρόμο. Η γιαγιά μου, του πατέρα μου η μάνα, ήταν το δέκατο τρίτο και όταν ήρθε στην Ελλάδα, έκανε άλλα δύο παιδιά. Ήταν με τρεις κόρες. Μ’ αυτή τη γυναίκα μεγάλωσα μες στην αγκαλιά της, μαζί της. Αυτή με έμαθε πώς να περπατάω, αυτή μου έμαθε ότι: «‘Καλημέρα’ θα πεις μέχρι εκεί που βλέπει η άκρη του ματιού σου, δεν θα γυρνάς το κεφάλι ποτέ στον δρόμο, γιατί αυτό θεωρείται κουτσομπολιό, θα περπατάς και δεν θα καμπουριάζεις και όταν ένας άνθρωπος είναι μεγαλύτερος από σένα έστω και ένα λεπτό, θα τον σέβεσαι και θα τον βοηθάς».

Α.Κ.:

Μπράβο, πολύ ωραία. Η ζωή σου αργότερα, μετά;

Α.Ι.:

Η ζωή μου αργότερα…

Α.Κ.:

Μεγάλωσες την ανιψιά…

Α.Ι.:

Στην ουσία η ζωή βασίστηκε στο μεγάλωμά της. Όταν έφτασε σε κάποια ηλικία, γιατί της εξήγησα, στα 10 της, της εξήγησα ποιος είμαι, τι είμαι… Οι ατάκες: «Ο νονός σου ο πουστάρας, ο έτσι, ο αλλιώς». Της είχα εξηγήσει, την έκατσα κάτω και τη λέω: «Είμαι αυτός. Δεν με αλλάζει όλο αυτό, είμαι ο ίδιος, απλά η αγάπη από ένα σημείο και μετά επηρεάζει μόνο το κομμάτι το τι θα κάνω μ’ έναν άλλο άνθρωπο». Εκείνη μου έδωσε την αρχή να ξεκινήσω [00:15:00]να ζω, όταν γύρισε και μου είπε: «Μακάρι όλοι να ’τανε πουστάρες και να μ’ αγαπούσανε τόσο».

Α.Κ.:

Ένα δεκάχρονο παιδί;

Α.Ι.:

Ναι.

Α.Κ.:

Αυτή είναι η δύναμη της αγάπης.

Α.Ι.:

Ναι. Γνώριζε και πού θα πήγαινα και τι ώρα θα γυρνούσα, ήταν απ’ τα παιδιά που ποτέ δεν είπε: «Ο νονός πού είναι;». Και πρόσεχε, ήμουνα πάντα ο νονός. Η μάνα μου ήταν η γιαγιά, ο αδερφός μου και η νύφη μου ήταν ο μπαμπάς και η μαμά. Δεν πήρα έναν άλλο τίτλο. Μεγαλώνοντας το παιδί, δεν… Πάντα της ξεκαθάριζα κάτι, ότι: «Αυτή είναι η μάνα σου, αυτός είναι ο πατέρας σου, αυτή είναι η γιαγιά σου, είμαι ο νονός σου». Οι ρόλοι ήτανε ξεκαθαρισμένοι.

Α.Κ.:

Όσο μεγάλωνες το παιδί, δούλευες;

Α.Ι.:

Ναι, δούλευα σε σφαγεία. Δουλειά η οποία ξεκινήσουμε μέσα στη νύχτα, 3 η ώρα, τελείωνε γύρω στις 12 το πρωί, και μετά είχα άλλες ασχολίες. Πήγαινα στο Ι.Ε.Κ. Θεατρολογία. Ασχολούμαι με το ντεκουπάζ, είχα συνεργασία με κάποιες εταιρείες και πήγαινα σε κάποιους συλλόγους και έδειχνα, έκανα μαθήματα ντεκουπάζ. Είμαι χοροδιδάσκαλος, οπότε είχα άλλους τρεις συλλόγους στους οποίους είχα και τα χορευτικά μου. Ζούσα μία γεμάτη ζωή, πάνω σ’ ένα τιμόνι.

Α.Κ.:

Θεατρολογία. Ας τα πάρουμε με τη σειρά, ένα-ένα τις ασχολίες.

Α.Ι.:

Ναι.

Α.Κ.:

Πώς και ασχολήθηκες με το θέατρο;

Α.Ι.:

Με το θέατρο ασχολήθηκα στο κομμάτι του χορευτικού. Ο μεγάλος μου έρωτας είναι η Μικρά Ασία, στο κομμάτι του χορού. Η Μικρά Ασία είναι σαν μια συνεχόμενη παράσταση. Όταν έχεις χορευτές, πρέπει με κάποιο τρόπο να τους πείσεις να καταλάβουνε αυτό που χορεύουνε. Όχι απλά: ακούω μία μουσική και πάνε τα πόδια. Έπρεπε να καταλάβουν ότι στα τραγούδια της Μικράς Ασίας και του Πόντου, από πίσω κρύβεται μία ιστορία. Πρέπει λοιπόν αυτός ο οποίος θα χορέψει να ακούσει, να ακούσει το τραγούδι, να μπει στη συνθήκη που δημιουργεί αυτό το τραγούδι, για να μπορεί να το εκφράσει στον χορό επάνω. Να το εκφράσει με συναίσθημα, να το εκφράσει με αυτό που βλέπεις… Να χορεύουνε κάποιοι έναν γυναικείο θρήνο και να βλέπεις τα χαμόγελα μέχρι τα αυτιά… δεν χαμογελάς. Δεν μπορείς να χορεύεις το «Μενεξέδες και ζουμπούλια» και να είσαι μες στην καλή χαρά. Πρέπει να μπορείς με τον χορό να μεταφέρεις κάποια συναισθήματα. Αυτή ήταν η αιτία που μπήκα στο κομμάτι του θεάτρου. Το οποίο το λάτρεψα, ήτανε… Δεν ήμουνα για ηθοποιός, δηλαδή όλοι οι καθηγητές μου αυτό που μου είπαν ήτανε ότι: «Εσύ είσαι για stand-up comedy». Γιατί βλέπουμε κάποιους ανθρώπους που κάνουν τα πειράγματα, γελάνε όλοι και λέμε: «Αυτός θα ήτανε τρομερός θεατρίνος». Όχι. Οπότε έτσι ξεκίνησε η Θεατρολογία, μπήκε στη ζωή μου. Συνέχισα, τελείωσα, αλλά πιο πολύ ο μεγαλύτερος έρωτας ήταν ο χορός.

Α.Κ.:

Και ασχολήθηκες μ’ αυτό, ήσουν σε πολλούς συλλόγους, όπως μου είπες.

Α.Ι.:

Ναι. Είχα τους συλλόγους μου, είχαμε τα ταξίδια μας. Γενικά ήτανε μία ζωή έξω απ’ το χωριό.

Α.Κ.:

Δεν κουραζόσουν;

Α.Ι.:

Όχι, γιατί όλο αυτό μου επιβεβαίωνε ότι την κατάσταση που ζούσα εγώ στο δικό μου το χωριό, τη ζούσανε και άλλοι στα δικά τους χωριά, ότι όλες οι κοινωνίες είναι ίδιες. Μπορεί να αλλάζουνε τα ονόματα. Είναι αυτό που βλέπεις στις ταινίες, ότι τα γεγονότα είναι πραγματικά, απλά αλλάζουν τα ονόματα και οι καταστάσεις. Οπότε έπρεπε… Όσο τα ζεις αυτά, καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις την πολυτέλεια να το… ότι το ζεις μόνο εσύ.

Α.Κ.:

Ωραία. Μου ανέφερες το ντεκουπάζ. Θες να μου πεις λίγο τι είναι αυτό;

Α.Ι.:

Το ντεκουπάζ είναι μία τεχνική στην οποία παίρνεις έτοιμα μοτίβα από χαρτοπετσέτες ή πια από ρυζόχαρτα και τα μεταφέρεις σ’ όλες τις επιφάνειες, όπου θέλεις εσύ. Ήταν η τέχνη του φτωχού. Ό,τι δεν μπορούσανε να φτιάξουνε, να αγοράσουνε κάποιοι, έπρεπε να μπεις σε μία διαδικασία να το φτιάξεις εσύ.

Α.Κ.:

Πολύ ωραία.

Α.Ι.:

Αλλά ήταν ένα κομμάτι στο οποίο μ’ άρεσε και το αστείο είναι ότι στο ντεκουπάζ απάνω μου αρέσει πιο πολύ η εικόνα, τα θρησκευτικού περιεχομένου. Γι’ αυτό και ένα έργο που έχω φτιάξει εδώ στο νησί είναι αυτό που λατρεύω, ναι.

Α.Κ.:

[00:20:00]Τέλεια. Άρα να πούμε ότι είσαι του καλλιτεχνικού.

Α.Ι.:

Ναι. Ήταν κάτι που βοηθούσε να εκφραστώ. Με τραβούσε απ’ αυτή την υποχρεωτική σοβαρότητα, τη σοβαροφάνεια, που έπρεπε να υπάρχει στις δικές μας τις κοινωνίες.

Α.Κ.:

Ξεχνιόσουν;

Α.Ι.:

Ναι, αφάνταστα.

Α.Κ.:

Αυτή τη στιγμή όμως, τώρα που μιλάμε, βρισκόμαστε στους Φούρνους.

Α.Ι.:

Ναι.

Α.Κ.:

Τι έγινε; Εδώ πώς βρέθηκες;

Α.Ι.:

Εδώ πώς βρέθηκα; Λοιπόν, κάποια στιγμή γνωρίζω ένα παλικάρι, τον Άλκη. Γνωριζόμαστε, έχουμε μία άλφα επικοινωνία, περίπου έναν χρόνο ήμασταν σε μία διαδικασία… μηνύματα, βιντεοκλήσεις, και μπαίνει στη διαδικασία και μου λέει ο Άλκης: «Θέλεις κάποια στιγμή να ’ρθεις να γνωρίσεις το μέρος στο οποίο ζω;». Ενώ έχω ταξιδέψει σε πολλά νησιά, στους Φούρνους δεν είχα έρθει ποτέ. Ούτε στη Σάμο ούτε στην Ικαρία.

Α.Κ.:

Γνώριζες τους Φούρνους;

Α.Ι.:

Όχι, δεν τους γνώριζα καθόλου. Και μου λέει: «Θες να ’ρθεις;». Λέω: «Θα έρθω». Κανονίζω τις άδειές μου επάνω, τις υποχρεώσεις μου. Μου λέει: «Να ’ρθεις καλοκαίρι, που είναι έτσι». Του λέω: «Όχι, εγώ θα ’ρθω χειμώνα». Μου λέει: «Γιατί;». Λέω: «Δεν ξέρω γιατί, με τραβάει να ’ρθω χειμώνα». Στην ουσία ήθελα να γνωρίσω το νησί, δεν ήθελα να γνωρίσω την πλασματική πραγματικότητα που επικρατεί τα καλοκαίρια στα νησιά και γενικά σε τουριστικά μέρη, όπως είναι, έχουμε κι εμείς επάνω. Ε, έρχομαι χειμώνα εδώ, κατεβαίνω και βλέπω ένα νησί το οποίο το ερωτεύομαι. Πριν δω καν τον Άλκη από κοντά, κατεβαίνοντας από το καράβι, βλέπω έναν τόπο τον οποίο τον λάτρεψα.

Α.Κ.:

Γιατί σου έκανε εντύπωση;

Α.Ι.:

Έχει μία ιδιαίτερη ενέργεια, έχει μία ιδιαίτερη ενέργεια το νησί. Σε ηρεμεί, σε χαλαρώνει, είναι λατρεμένος, μαγικός τόπος. Και όσες φορές και να το γυρίσεις αυτό το νησί, πάντα βλέπεις κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό. Είναι σαν τις ελληνικές ταινίες, που κάθε φορά που τις βλέπεις, ενώ λες: «Έλα μωρέ, την έχω δει την ταινία», μετά κολλάς και βλέπεις και παρατηρείς λεπτομέρειες τις οποίες δεν τις έχεις δει.

Α.Κ.:

Τι διαφορετικό; Τοπία, ανθρώπους;

Α.Ι.:

Κοίτα, έχω έρθει από τα βουνά, βρέθηκα μες στο κέντρο της θάλασσας. Βασικό αυτό. Οι άνθρωποι είναι… Να ξεκαθαρίσω κάτι∙ δεν έφυγα με πικρία από πάνω, δεν είμαι πικραμένος από πάνω. Από πάνω είμαι πικραμένος στο κομμάτι της οικογένειας, με τους ανθρώπους επάνω, στο κομμάτι της οικογένειας και στο κομμάτι του στενού μου κύκλου, των φίλων. Οι οποίοι, σε μία στιγμή, με το που φανερώνω το ποιος είμαι, κλείνουνε τα πάντα, διαγράφονται τα τηλέφωνά τους… το τηλέφωνό μου απ’ τις συσκευές τους, τους συναντάω στον δρόμο και με κοιτάζουνε με μίσος. Αυτό ήταν το κομμάτι που με είχε πικράνει επάνω. Οι άνθρωποι εδώ είναι… εδώ είναι σαν να είμαι στο χωριό μου, δεν αλλάζει κάτι. Αν κλείσω τα μάτια και δεν δω τη θάλασσα, είναι σαν να είμαι στο χωριό μου. Εδώ δεν υπάρχουν αγρότες, υπάρχουν οι ψαράδες. Εδώ θα ακούσεις για ψάρεμα, πάνω θα ακούσεις για καλλιέργειες. Οι συζητήσεις είναι παράλληλες. Και γνωρίζοντας τον κόσμο, ξέρεις ότι η ζωή μας είναι ίδια.

Α.Κ.:

Πώς γνωριστήκατε με τον άνθρωπό σου;

Α.Ι.:

Με τον άνθρωπό μου γνωριστήκαμε διαδικτυακά. Αυτή ήταν η γνωριμία. Στην πορεία, δύο χρόνια που πηγαινοερχόμουνα, γνώρισα τον Άλκη. Γνώρισα έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν άνθρωπος, είχε τις φοβίες του, είχε τα άγχη του, έκανε το λάθος… Το λάθος; Αυτό το κάνουμε όλοι. Ο Άλκης είναι μικρότερός μου δέκα χρόνια, οπότε ήταν ένα παιδί. Ένα παιδί το οποίο, τις πίκρες, αυτά που έχει ζήσει, τα αρνητικά που έζησε με τις γνωριμίες που είχε και τις σχέσεις που είχε πριν από μένα, νόμιζε ότι θα το πάθει και μ’ εμένα. Δηλαδή το αστείο ήταν με τον Άλκη… Την πρώτη φορά ήρθα δέκα μέρες. Μόλις είδα ότι ο Άλκης πνίγεται, έφευγα. Το επόμενο ταξίδι κράτησε δεκαπέντε. Το επόμενο ταξίδι κράτησε έναν μήνα. Δηλαδή σταδιακά ζούσαμε… πολεμούσαμε, σαν σκαλοπατάκι πηγαίναμε. Ήτανε πολύ αστείο όλο αυτό. Τον είχε πιάσει τον Άλκη κρίση… Έχω έρθει για έναν μήνα, που στην [00:25:00]ουσία δούλευα εδώ πέρα, είχα έρθει να κάνω μία δουλειά, και αφού κλείνει ο μήνας, έχω τελειώσει τη δουλειά, είναι 15 Αυγούστου, που έχω γενέθλια, και μου λέει ο Άλκης: «Εντάξει, αφού τελείωσες τη δουλειά, φύγε». Είχε σοκαριστεί, είχε φοβηθεί. Και στην πορεία βρέθηκα να έρχομαι για Χριστούγεννα και έμεινα.

Α.Κ.:

Πότε γνωριστήκατε;

Α.Ι.:

Πότε γνωριστήκαμε; Γνωριστήκαμε με τον Άλκη το ’15.

Α.Κ.:

Οπότε είστε πολλά χρόνια μαζί.

Α.Ι.:

Ναι. Κοίτα, αν σκεφτείς ότι στους Φούρνους πιάνουμε τα εφτά χρόνια μόνιμα.

Α.Κ.:

Ωραία.

Α.Ι.:

Και δύο χρόνια πηγαινέλα, πάμε εννιά, και έναν χρόνο πριν, που ήτανε: «Καλημέρα, καλησπέρα», διαδικτυακά, την κλείσαμε τη δεκαετία. Μπορούμε να αλλάξουμε τώρα συντρόφους, ε έχει ολοκληρωθεί.

Α.Κ.:

Γιατί το αποφάσισες να αφήσεις την ανιψιά σου, τον τόπο σου, και να έρθεις εδώ στους Φούρνους;

Α.Ι.:

Θα σου πω. Την πρώτη φορά που ήρθα εδώ ήμουν απ’ τους ανθρώπους που χαμογελούσα κι έλεγα «καλημέρα», σ’ όλους. Αυτό τους τρόμαζε, δεν με πιστεύανε. Τη δεύτερη φορά που έκατσα αρχίσαν να με βλέπουν διαφορετικά. Είχα την ιδιοτροπία, κάθε φορά όσους έχω γνωρίσει, όταν έφευγα, γυρνούσα να τους χαιρετήσω, να τους πω: «Γεια σας, φεύγω, θα τα πούμε την επόμενη φορά που θα ’ρθω». Την τρίτη φορά όταν γύρισα με σταματάει μια γιαγιά και μου λέει: «Πού πας; Εσύ», λέει, «δεν θα φύγεις. Εσύ είσαι εδώ. Πας πάνω, μαζεύεις τα πράγματά σου και έρχεσαι εδώ. Το νησί σε θέλει, το νησί σ’ αγαπάει, θα ’σαι εδώ».

Α.Κ.:

Οπότε οι Φούρνοι σε αντιμετώπιζαν ως άνθρωπο και όχι ως ομοφυλόφιλο;

Α.Ι.:

Ναι. Κοίτα, όλοι συναντάμε ανθρώπους. Κανένας δεν συναντάει έναν ομοφυλόφιλο. Κανένας δεν συναντάει έναν παιδεραστή. Κανένας δεν… Όλοι, όλοι συναντάμε ανθρώπους. Υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο όμως, ότι κάποια στιγμή, εμείς δεν το καταλαβαίνουμε… Γιατί έχει τύχει από ανθρώπους εδώ απ’ το νησί που μ’ έχουν πιάσει και μου ’χουνε πει: «Σ’ εμάς δεν δεχτήκανε μία straight σχέση. Εσένα πώς σε δεχτήκανε;». Ο κάθε άνθρωπος πρέπει πρώτα να ανοίξει την αγκαλιά του, να ρίξει τους τοίχους που βάζει στους άλλους και να τους αγκαλιάσει, και μετά να δημιουργήσει όρια. Εγώ είμαι απ’ τους ανθρώπους που όταν ήρθα τους αγάπησα όλους. Δηλαδή δεν ήρθα ένας ξένος, σ’ έναν ξένο τόπο. Ήρθα στο νησί μου, ήταν το νησί μου, ήταν οι άνθρωποί μου. Μπήκα στη διαδικασία και τους γνώρισα, άκουσα τις ιστορίες τους, έζησα μέσα από τα λόγια τους τη ζωή τους.

Α.Κ.:

Οπότε ένιωσες δυνατά αισθήματα αρχικά για τον άνθρωπό σου, για να νιώσεις ότι αυτό είναι το νησί σου;

Α.Ι.:

Όχι. Με τον άνθρωπό σου, με τη σχέση σου, ό,τι ζεις το ζεις μέσα σ’ ένα σπίτι. Από κει και πέρα υπάρχει και το κομμάτι της κοινωνίας, υπάρχει και το κομμάτι του να συναντήσεις ανθρώπους, των διαπροσωπικών σχέσεων. Δεν γίνεται να πω εγώ ότι αγάπησα ένα νησί γιατί αγάπησα τον Άλκη.

Α.Κ.:

Όμως, για να έρθεις εδώ;

Α.Ι.:

Ναι, σίγουρα. Σίγουρα ο Άλκης ήταν η αιτία που ήρθα εδώ. Ήταν η αιτία, η αφορμή που ήρθα εδώ. Αλλά με το που ήρθα και έμεινα εδώ, έζησα… με τη δουλειά, στο κομμάτι της δουλειάς, ήμουνα όλη μέρα σ’ έναν δρόμο, είχα σχέσεις μ’ όλους τους ανθρώπους. Γιατί μετά ανοίξαμε το μαγαζί με τα ρούχα με τον Άλκη, οπότε μπήκα στη διαδικασία και ήμουνα σ’ ένα σοκάκι –γιατί το νησί μας έχει αυτό το φανταστικό σοκάκι–, οπότε έβλεπες τους ανθρώπους κάθε μέρα. Έχω ζήσει με τον γείτονά μου απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι, απ’ το απόγευμα μέχρι το βράδυ… Άμα το μετρήσω, πιο πολλές ώρες έχω ζήσει με κάποιους ανθρώπους όλη την ημέρα απ’ ότι με τον Άλκη.

Α.Κ.:

Μάλιστα. Η οικογένειά του;

Α.Ι.:

[00:30:00]Η οικογένειά του; Πρώτη γνωριμία με την οικογένειά του ιδιαίτερη. Ήταν η γνωριμία εξ αποστάσεως. Από απόσταση, να δούμε ποιος είναι αυτός, τι είναι αυτός και να δούμε τι ρόλο βαράει. Κοντά-κοντά βρεθήκαμε σ’ ένα πανηγύρι, του μελιού. Ήταν η πρώτη φορά που έκατσα με την οικογένειά του, του Άλκη. Ε, μέσα στην πορεία, τσούκου-τσούκου, γνωριστήκαμε. Ο Άλκης είναι απ’ τους ανθρώπους που πρέπει να ’ναι πολύ τυχερός∙ οι γονείς του τον στηρίξανε, τον αποδεχτήκανε, τον στηρίξανε… Η οικογένειά του, όχι οι γονείς του μόνο.

Α.Κ.:

Μάλιστα. Και εσύ μετά έγινες μέλος της οικογένειάς τους; Νιώθεις μέλος;

Α.Ι.:

Ναι. Εγώ είμαι η πιο διάσημη νύφη των Φούρνων, σε παρακαλώ πολύ. Αυτή είναι η ατάκα μου στο νησί. Όποιος έρθει και ρωτήσει: «Πού είναι η νύφη των Φούρνων», σ’ εμένα θα τον στείλουνε. Όχι. Είναι, νιώθω, τους αγαπάω πάρα πολύ… Πιο πολύ δέσιμο έχω με τη γιαγιά του Άλκη, η οποία για μεγάλα χρονικά διαστήματα ζει στο σπίτι μας. Απλά εγώ ήμουνα ο άνθρωπος που ήρθα… Αυτό δεν το νιώθουνε μόνο οι ομοφυλόφιλοι, το νιώθουνε και οι straight. Είναι αυτό, το: «Ήρθε αυτός και… ή αυτή, και το πήρε το παιδί μου απ’ το σπίτι και πήγαν νοικιάσανε κάπου αλλού. Και τώρα το παιδί μου πώς θα ζήσει;». Γιατί το ιδιαίτερο που έχουν οι Φούρνοι, και είναι φυσιολογικό όλο αυτό, γιατί ήταν ζευγάρια τα οποία παντρευτήκανε, οι άντρες φύγαν στα καράβια και οι γυναίκες γίνανε άντρες και μεγαλώνανε την οικογένειά τους, προστάτες. Οπότε, τα αισθήματα που νιώθουνε για τα παιδιά και αυτή η υπερπροστασία, ήτανε λογικό, γιατί μέχρι ένα σημείο κάποιοι γονείς πιστεύαν ότι τα αγόρια τους θα πάνε στα καράβια. Κάποιες μανάδες ξέρανε ότι από ένα σημείο και μετά θα παίρνανε τη γραμμή που είχανε και οι άντρες τους, οπότε το παιδί τους θα το χάνανε. Και θέλανε να ζήσουνε πιο πολλά πράγματα.

Α.Κ.:

Σωστά. Οπότε είναι, να τους πω με το θάρρος, γονείς σου;

Α.Ι.:

Ναι, ναι.

Α.Κ.:

Τα αδέρφια του;

Α.Ι.:

Τα αδέρφια του, εντάξει, όσο αντέχουνε τα πειράγματά μου, είμαστε καλά. Όχι, είναι αδέρφια μου, δέθηκα πιο… Πιο γρήγορα δέθηκα, με τα μάτια, με την αδερφή του την Αφροδίτη. Με την Κατερίνα δεθήκαμε λίγο πιο μετά. Μπορώ να σου πω ότι πιο γρήγορα δέθηκα με την Αφροδίτη, μετά με τον Άλκη και μετά με την Κατερίνα.

Α.Κ.:

Οπότε όλη η οικογένεια είναι η οικογένειά σου και είσαι η οικογένειά τους;

Α.Ι.:

Ναι.

Α.Κ.:

Δεν υπάρχει κάτι το διαφορετικό;

Α.Ι.:

Εγώ θα μιλήσω μόνο για μένα, στο κομμάτι του πώς νιώθω εγώ και πώς αισθάνομαι εγώ. Κοίτα, το ωραίο είναι ότι τη γιαγιά του Άλκη τη γνώρισα πριν τους γνωρίσω όλους, γιατί όταν μιλούσαμε με τον Άλκη στο τηλέφωνο, ήταν κι η γιαγιά δίπλα, οπότε μιλούσαμε, με ήξερε. Είναι οικογένειά μου, είναι ανθρώποι τους οποίους… περνάω αρκετά πράγματα, μπορώ να δεχτώ πολλά πράγματα εξαιτίας τους.

Α.Κ.:

Πολύ ωραία. Οι Φουρνιώτες; Υπήρχαν κάποιοι που σας έβλεπαν αρνητικά; Πώς σας αντιμετώπισαν στην αρχή και τώρα;

Α.Ι.:

Να σου πω. Δεν έχω δει περίεργα βλέμματα, να μ’ έχουμε κοιτάξει αρνητικά. Αλλά δεν έχουμε δώσει και λαβές. Είμαι απ’ τους ομοφυλόφιλους τους οποίους, όπως θέλω να με σέβονται, τους σέβομαι κιόλας. Δεν θα με δεις ποτέ την ημέρα να έχω ντυθεί κάπως περίεργα, κάπως ιδιαίτερα, για να προκαλέσω.

Α.Κ.:

Εσύ ο ίδιος δεν θες να προκαλείς;

Α.Ι.:

Νομίζω ότι δεν χρειάζεται. Δεν χρειάζεται. Δυστυχώς ή ευτυχώς, στην πορεία, ενώ ψάχνουμε να βρούμε την… Γιατί και στο κομμάτι του ομοφυλόφιλου πρέπει να βρεις και τη σεξουαλική σου ταυτότητα, σε ποια κατηγορία είσαι. Γιατί κι εκεί υπάρχει ενεργητικός, υπάρχει παθητικός, υπάρχει κι απ’ τα δύο. Κάποιος ο οποίος νιώθει γυναίκα και θέλει να ντυθεί, να εκφραστεί έτσι. [00:35:00]Το σέβομαι. Υπάρχουν άτομα τα οποία ντύνονται και δεν προκαλούνε. Και υπάρχουνε… Όπως και με τους straight. Γενικά, στο κομμάτι του να ντυθείς και να βγεις έξω ή να δείξεις το ποιος είσαι, αυτό μπορεί να προκαλέσει την κριτική του αλλουνού. Δηλαδή αν μου ’ρθει τώρα μία και μου βγει στους Φούρνους με τη γούνα τη Χουντάλα και το εικοσάποντο, εκεί εννοείται ότι θα φάει το κράξιμο.

Α.Κ.:

Ναι. Αναρωτιέμαι για το πώς σε αντιμετώπισαν γιατί είναι μία κοινωνία χιλίων κατοίκων, οπότε μπορεί ο καθένας… έχει διαφορετική άποψη.

Α.Ι.:

Όχι, στο κομμάτι της συμβίωσης εγώ πιστεύω ότι είμαι τυχερός γιατί κάποιοι μπήκαν στη διαδικασία να με γνωρίσουνε, δεχτήκανε να με γνωρίσουνε, έστω και με την παρατήρηση, βλέποντας μόνο. Η πορεία δείχνει το ποιος είναι ένας άνθρωπος πραγματικά. Το μόνο που μπορεί να προκάλεσε λίγο στο νησί ήταν το κομμάτι του να βρεθεί ένας Φουρνιώτης να συγκατοικεί μ’ έναν ξένο, εκτός νησιού. Και αυτό το κομμάτι ήτανε λίγο περίεργο γιατί αυτό έπρεπε με κάποιο τρόπο να το εξηγήσουν στα παιδιά τους. Επειδή μεγάλωσα παιδί, ξέρω πολύ καλά ότι κάποια πράγματα πρέπει να βρεις έναν σωστό τρόπο να τα μεταφέρεις στο παιδί σου. Υπάρχουν ερωτήσεις των παιδιών οι οποίες σε κολλάνε στον τοίχο και λες: «Τώρα τι απαντώ και τι λέω;». Οπότε, όταν με ρωτούσαν τα μικρά: «Αβραάμ, γιατί μένετε με τον Άλκη μαζί;», λέω: «Γιατί δεν συμπληρώνουμε τα λεφτά μας, οπότε νοικιάσαμε μαζί ένα σπίτι. Όταν πας να σπουδάσεις, θα δεις τι σημαίνει συγκατοικώ». «Γιατί είστε μαζί στο μαγαζί;». «Γιατί το ’χουμε ανοίξει μαζί, έχουμε βάλει και οι δύο λεφτά και το ’χουμε ανοίξει μαζί». Δηλαδή έδινα λογικές απαντήσεις στα παιδιά.

Α.Κ.:

Πολύ ωραία. Τώρα έχεις φιλίες στους Φούρνους;

Α.Ι.:

Ναι, έχω. Μετά από τόσα χρόνια έχω φιλίες και καλές φιλίες στους Φούρνους.

Α.Κ.:

Πώς ζεις εδώ;

Α.Ι.:

Εδώ πώς ζω; Αν σου πω πώς ζω εδώ πέρα, θα μου πεις: «Δεν έχεις φίλους στους Φούρνους». Είμαι… Δουλεύω σε ένα εστιατόριο τα μεσημέρια και το βράδυ, στο μαγαζί με τα ρούχα το κλασικό ωράριο, πρωί και απόγευμα, κι από κει και πέρα, αν κάτσει κάποιο μεροκάματο, είμαι εκεί.

Α.Κ.:

Ζεις όπως ήθελες;

Α.Ι.:

Ναι, και αυτό φαίνεται. Φαίνεται απ’ το πρόσωπό μου, φαίνεται απ’ τη διάθεσή μου… Όποιον και να ρωτήσεις αυτό είναι που τους έρχεται περίεργο, γιατί κάθε μέρα είμαι με καλή διάθεση, γιατί χαμογελάω συνέχεια.

Α.Κ.:

Είναι αυτό που ήθελες.

Α.Ι.:

Κοίτα, είναι ένα νησί το οποίο… Πέταξα κάτι πολύ στρεσογ-… Το μεγαλύτερο στρες επάνω ήτανε το αυτοκίνητο. Όταν το πέταξα το αυτοκίνητο απ’ τα χέρια μου, ηρέμησα.

Α.Κ.:

Τι εννοείς με το αυτοκίνητο;

Α.Ι.:

Το αυτοκίνητο είναι άγχος. Δεν προλαβαίνω, πρέπει να πατήσω γκάζι. Είναι σαν το ρολόι, που φεύγει απ’ τα χέρια. Είναι αυτός ο χρόνος. Και άμα τρέξω και προλάβω, θα κάνω αυτή τη δουλειά και μετά θα προλάβω να πάω δύο λεπτά πιο νωρίς, να προλάβω την άλλη δουλειά. Μόνο έτσι όταν θα μπει στο μυαλό σου αυτό, σε πνίγει. Εδώ είμαι με τα πόδια.

Α.Κ.:

Χαλαρά.

Α.Ι.:

Ναι.

Α.Κ.:

Πώς περνάς… Η μέρα σου, οι γιορτές που έρχονται, μου λες ότι κάνεις δυο δουλειές, το καλοκαίρι με τον τουρισμό, πώς τα βγάζεις πέρα;

Α.Ι.:

Κοίτα, είναι… Κάθε τόπος, και ειδικά όταν είναι και τουριστικό μέρος… Ξέρουμε πολύ καλά ότι όταν είσαι από ένα μέρος, ότι περιμένεις κάποιες μέρες για να δουλέψεις. Επάνω όταν ήμουνα, μες στις γιορτές, με το σφαγείο, πεθαίναμε στη δουλειά και δεν καταλαβαίναμε γιορτές. Εδώ είναι πιο ωραία, είναι πιο ωραία. Είναι το πώς θα διαχειριστείς όλο αυτό που ζεις. Δηλαδή εγώ δεν θα μπω με την τρέλα ότι: «Αχ, πέρασε ένα καλοκαίρι και δεν έχω κάνει μπάνιο και δεν, δεν…». Ξέρω ότι αν θέλω να κάνω κάτι, θα το κάνω. Δηλαδή έχει τύχει το καλοκαίρι που, όταν ήθελα να κάνω μπάνιο, πήγα 3 η ώρα, με το που τελείωσα από τη δουλειά, [00:40:00]μπήκα στη θάλασσα, έκανα το μπάνιο μου, βγήκα και πήγα σπίτι μου, κοιμήθηκα και την άλλη μέρα συνέχισα τη δουλειά μου.

Α.Κ.:

Οπότε είσαι συνειδητοποιημένος;

Α.Ι.:

Όλα μπορείς να τα ζήσεις, όταν θέλεις. Γιατί ποιος ορίζει ότι πρέπει… Σ’ ένα σπίτι το μεσημεριανό μπορεί να θέλουμε να το φάμε στις 4 η ώρα το απόγευμα, γιατί εκείνη η ώρα είναι αυτή με την οποία μπορούμε να βρεθούμε όλοι μαζί.

Α.Κ.:

Τα χρόνια που πέρασαν, τα χρόνια που έρχονται, τι νιώθεις για αυτά;

Α.Ι.:

Είμαι απ’ τους ανθρώπους που κοιτάζουν την ημέρα. Δυστυχώς, η πραγματικότητα και ο φετινός… η φετινή πραγματικότητα στον τόπο μας εδώ, μας απέδειξε ότι: μην κάνεις πολλά σχέδια, γιατί δεν ξέρεις τι θα σε βρει. Ναι, ζήσαμε δύσκολες καταστάσεις στο νησί εδώ, οπότε μπορώ να σου πω ότι για σήμερα έχω κανονίσει ποιες δουλειές θα κάνω, για αύριο πρώτα ο Θεός, αν μας αφήσει και ανοίξουμε τα μάτια μας, θα συνεχίσουμε.

Α.Κ.:

Δύσκολη πραγματικότητα… εννοείς τους θανάτους, απ’ ό,τι καταλαβαίνω;

Α.Ι.:

Ναι, ναι. Δύσκολη πραγματικότητα. Ήτανε… είναι η χρονιά που νομίζω ότι το νησί μας άλλαξε. Άλλαξε όλη η πραγματικότητά του, άλλαξε το σοκάκι, φύγανε μορφές οι οποίες ήτανε το σοκάκι μας.

Α.Κ.:

Μάλιστα. Οι στόχοι σου; Στόχοι εκτός τώρα απ’ την πραγματικότητα που μπορεί να έχεις;

Α.Ι.:

Κοίτα, ένας στόχος είναι μπας και με παντρευτεί ο ρουφιάνος από πάνω, που μ’ έχει παρατήσει, μ’ έχει σαν τη Ματίνα Μανταρινάκη μες στους Φούρνους να γυρνάω και να λέω: «Εγώ πότε θα γίνω μάνα;». Όχι, είμαστε καλά, είμαστε καλά. Και όσο δεν βάζεις… Ένας στόχος είναι το ταξίδι, να πάμε ένα ταξίδι. Αλλά τι να το κάνεις όταν ένας άνθρωπος φοβάται τα αεροπλάνα; Δεν θα κάνεις ποτέ αυτό το ταξίδι που θες να κάνεις. Όχι, είμαστε καλά.

Α.Κ.:

Έχετε κάνει κάποια δέσμευση;

Α.Ι.:

Όχι, όχι. Όχι ακόμα, όχι ακόμα.

Α.Κ.:

Θα ήθελες όμως, θα θέλατε;

Α.Ι.:

Δεν θα ήθελα το σύμφωνο συμβίωσης, δεν θα ήθελα τη συμβολαιογραφική πράξη. Συμβολαιογραφική πράξη μού θυμίζει λίγο διαθήκη. Είναι σαν να πας να πάρεις τον άνθρωπό σου και να σου λένε ότι για να τον παντρευτείς θα πρέπει να υπογράψεις… Αυτά τα περιουσιακά που χωρίζουνε, πώς το λένε; Κόλλησε ο εγκέφαλος και έμεινε κολλημένος.

Α.Κ.:

Δεν πειράζει.

Α.Ι.:

Είναι αυτό, θες να ζήσεις μία στιγμή και σου λέει: «Θα το κάνεις σε ένα συμβολαιογραφείο». Γιατί;

Α.Κ.:

Τι θα ήθελες ιδανικά;

Α.Ι.:

Τι θα ήθελα ιδανικά; Έναν πολιτικό γάμο, δεν θα με χαλούσε. Δεν θα με χαλούσε. Δεν σκέφτομαι για θρησκευτικούς και αυτό το στιλ όλο, εντάξει, είπαμε, μη γινόμαστε και… Απλά νομίζω ότι σ’ έναν πολιτικό γάμο μπορείς να το στήσεις έτσι, ώστε να το ευχαριστηθείς και να το χαρείς περισσότερο.

Α.Κ.:

Γίνονται πολιτικοί γάμοι στην Ελλάδα;

Α.Ι.:

Όχι, μόνο τα σύμφωνα συμβίωσης. Τα οποία δεν ξέρουμε κιόλας τι ισχύ έχουνε, σε τι σε διασφαλίζουνε.

Α.Κ.:

Οπότε, αν κάνετε πολιτικό, θα το κάνετε στο εξωτερικό;

Α.Ι.:

Όχι, θα περιμένουμε να αποφασιστεί και να γίνει εδώ.

Α.Κ.:

Α, πολύ ωραία.

Α.Ι.:

Είναι δυνατόν να παντρευτώ εγώ και να μην είναι οι Φούρνοι στον γάμο μου; Με δουλεύεις; Με δουλεύεις; Δεν θα πάρω εγώ τις φιλενάδες μου να τις ντύσω…;

Α.Κ.:

Σωστά. Κάποιο όμως επίσημο γεγονός, που να έχουνε μαζευτεί οι φίλοι σας, η οικογένεια, έτσι για να το γιορτάσετε;

Α.Ι.:

Ναι, κάναμε ένα λογοδόσιμο, όσο προλάβαμε να το κάνουμε, γιατί και οι χρόνοι είναι περιορισμένοι. Είναι αυτό που σου λέω, ότι αν θες να κάνεις κάτι, βρίσκεις χρόνο να το κάνεις. Βάλαμε το πρώτο σύμβολο επάνω μας, τις βέρες μας, που επίσημα πια το δηλώσαμε. Επίσημα; Επίσημα το δηλώνεις κάτι με τον τρόπο που ζεις. Αλλά έτσι ένα στιλ αρραβώνα το κάναμε.

Α.Κ.:

Πολύ ωραία. Να είστε ευτυχισμένοι.

Α.Ι.:

Άμα κάθεται καλά, θα είμαστε. Άμα δεν κάθεται καλά, δύσκολο.

Α.Κ.:

Μία καλή εικόνα που έχεις απ’ όλα αυτά τα χρόνια από τους Φούρνους, με τον σύντροφό σου, με ό,τι θέλεις, ό,τι θέλεις; Μία εικόνα που να σου ’χει μείνει, καλή;

Α.Ι.:

Το πρώτο οικογενειακό τραπέζι με την οικογένεια του Άλκη. Ήτανε το… Σε μία συζήτηση τού είχε ξεφύγει ότι θα ήθελε μία [00:45:00]φορά Χριστούγεννα να είναι όλοι μαζί σ’ ένα τραπέζι. Ε, αυτό του το προσέφερα, ήταν το δώρο μου.

Α.Κ.:

Πώς ένιωσες;

Α.Ι.:

Χαρούμενος, πολύ χαρούμενος, γιατί έβλεπα τον άνθρωπό μου να ’ναι καλά.

Α.Κ.:

Πολύ ωραία. Κακή εικόνα;

Α.Ι.:

Όχι, δεν υπάρχει κακή εικόνα. Δεν έχω κακές εικόνες. Αυτά τα έχω αποβάλει, δεν τα θέλω. Αν κρατούσα κακή εικόνα, θα είχα… θα με τραβούσε πίσω. Δεν το θέλω, γιατί να ’χω κακές εικόνες;

Α.Κ.:

Θα ήθελες να συμπληρώσεις κάτι, έτσι κάτι τελευταίο στην αφήγησή σου;

Α.Ι.:

Για μένα το πιο βασικό είναι οι ανθρώποι να μπουν στη διαδικασία να γνωρίσουν τους άλλους. Ένας λόγος που αυτό το νησί με αγάπησε είναι γιατί αυτό το νησί δεν το είδα ποτέ με τα μάτια των αλλωνών. Στον σύντροφό μου ένα πράγμα του είπα: «Δεν μ’ ενδιαφέρει τι έχεις κάνει, με ποιον έχεις μαλώσει, με ποιον δεν μιλάς, τι λέει η κοινωνία για το κάθε άτομο εδώ». Πρέπει να μπούμε στη διαδικασία και να βγάζουμε τις προσωπικές μας γνώμες για κάποιους ανθρώπους. Κάποιος άνθρωπος, για να φτάσει σε ένα σημείο, κάτι τον έχει οδηγήσει, δεν έχει πεταχτεί εκεί. Αν δεν γνωρίσουμε το background του κάθε ανθρώπου, δεν θα μπορέσουμε να τον δικαιολογήσουμε, να τον εκτιμήσουμε. Και αυτό ήταν κάτι που με έβαλε… Σ’ αυτή τη διαδικασία μ’ έχει βάλει η Θεατρολογία, ότι για να παίξεις έναν ρόλο, πρέπει να τον γνωρίσεις. Δεν παίρνεις ένα κομμάτι της ζωής του, που σ’ το δίνει σε μία θεατρική παράσταση για να το παίξεις. Πρέπει να βρεις στοιχεία μέσα σ’ όλο το κείμενο τα οποία θα σε οδηγήσουν πίσω και να ζήσεις τη ζωή του. Οπότε να μπορείς να παίξεις μία πουτάνα, μία τσατσά, έναν ομοφυλόφιλο ή έναν κακό ομοφυλόφιλο ή έναν καλό ομοφυλόφιλο. Αν τους γνωρίσεις τους ανθρώπους πραγματικά ποιοι είναι και τι τους έχει οδηγήσει εκεί, μπορείς να τους δικαιολογήσεις κιόλας και να τους αγαπήσεις.

Α.Κ.:

Και νομίζω ότι όλοι εδώ σε αγαπούν και τους αγαπάς.

Α.Ι.:

Εγώ τους λατρεύω! Είναι το σπίτι μου, είναι το χωριό μου.

Α.Κ.:

Και συγχαρητήρια και σε εσένα, αλλά νομίζω και στο νησί των Φούρνων, που έκαναν αυτή… Γιατί και straight να ήταν και ομοφυλόφιλος ο άλλος, σε αποδέχτηκαν κατευθείαν. Δηλαδή έναν ξένο, τον γνώρισαν απευθείας και τον αποδέχτηκαν, τον αγάπησαν. Οπότε αυτό σημαίνει…

Α.Ι.:

Κοίτα, σ’ αυτό που ευχαριστώ αυτό το νησί, ξέρεις σε ποιο είναι; Ότι μ’ έβγαλε αληθινό σ’ αυτό που πίστευα, ότι πρέπει να δηλώνεις ποιος είσαι, γιατί πραγματικά, όταν το κρύβεις, είσαι ψεύτης, βγαίνεις ψεύτικος. Δεν είναι κακό αυτό που λέω. Όταν κάτι… Και δεν είναι ανάγκη κάτι να το δηλώσεις με το ντύσιμό σου. Πες το. Πες το! Αν το πεις, ο άλλος θα σε σεβαστεί. Και μη ζητάς κάτι το οποίο δεν μπορείς να το προσφέρεις. Δεν θα μπορούσα εγώ να απαιτήσω να με σεβαστούνε κι εγώ να μη σεβόμουνα κάποιους ανθρώπους σ’ αυτό νησί. Όχι στο κομμάτι της σεξουαλικότητάς τους. Υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων που είναι οι κουτσομπόληδες, οι κλαψιάρηδες, οι γκρινιάρηδες. Όπως ζητάς… όλες αυτές οι κατηγορίες ζητάνε να τους αποδεχτούνε, έτσι ζητάω κι εγώ. Αλλά κι εγώ όταν το ζητάω αυτό, πρέπει να το προσφέρω και στους άλλους. Πρέπει να σέβομαι τον κάθε άνθρωπο, να αγαπάω τον κάθε άνθρωπο.

Α.Κ.:

Πάρα πολύ ωραία. Η αφήγησή σου ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, ευχαριστώ πάρα πολύ.

Α.Ι.:

Εγώ ευχαριστώ.