© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ο Γιάννης Κωττατής μιλά για τα ναρκωτικά, τους «Locos», τη φυλακή και την επανένταξη
Istorima Code
26117
Story URL
Speaker
Ιωάννης-Στέφανος Κωττατής (Ι.Κ.)
Interview Date
04/12/2023
Researcher
Πολυξένη Πανέρη (Π.Π.)
[00:00:00]Είναι Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023, είμαι η Πωλίνα Πανέρη, ερευνήτρια για το Istorima, και βρίσκομαι στο κέντρο της Χίου με τον Γιάννη Κωττατή. Καλημέρα, Γιάννη.
Καλημέρα.
Θέλεις, για να ξεκινήσουμε, να μας πεις κάποια πράγματα για σένα, για τη ζωή σου;
Ναι. Λοιπόν, είμαι… ονομάζομαι Γιάννης Κωττατής, κατάγομαι από τη Χίο, εδώ έχω γεννηθεί, εδώ έχω ζήσει, την περισσότερή μου ζωή, εδώ έχω μεγαλώσει, αγαπάω πάρα πολύ τον τόπο μου, μέχρι και σήμερα, και γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Λοιπόν, είμαι παντρεμένος, με μία εξαιρετική γυναίκα, έχω μία πανέμορφη κόρη και αυτή τη στιγμή δραστηριοποιούμαι στον χώρο της εστίασης στη Χίο. Εγώ, λοιπόν, όταν ήμουνα… ανήλικος να το πω, ανήλικος και μετέφηβος, αλλά από ανήλικος ξεκίνησα, είχα λίγο έναν –έτσι– έναν παραβατικό χαρακτήρα. Γενικά από μικρός ήμουνα πάρα πολύ ιδιαίτερο παιδί, ήμουνα οξύθυμο παιδί, ψαχνόμουνα πάρα πολύ γενικά με τα «θέλω» μου, με τα «πιστεύω» μου, με τις ομάδες, με τα αυτά. Ήμουνα γενικά ένα παιδί λίγο… λίγο διαφορετικό, να το πω και έτσι. Και έτυχε, έτυχαν και οι συγκυρίες και εκείνο το διάστημα υπήρχε και μια έξαρση με την εγκληματικότητα και την παραβατικότητα γενικά, ας πούμε, και έτυχε και εγώ να… να είμαι ένα παιδί που… να είμαι ένα παιδί που έμπλεξα με… με αυτό το πράγμα, ας πούμε. Σε καμία περίπτωση δεν θα σου πω ότι είναι αυτό που λένε πολλοί, ότι είναι οι κακές παρέες. Σε καμία περίπτωση. Δεν έχει να κάνει με κακές παρέες, έχει να κάνει με επιλογές, που είτε μεγάλος είσαι είτε μικρός είσαι, οι επιλογές… οι επιλογές είναι αυτές. Δεν μπορείς να πεις ότι με έμπλεξε κάποιος, έτσι; Αυτό νομίζω είναι μια δικαιολογία που τη λένε κάποιοι που θέλουν να βγάλουν από πάνω τους αυτό το βάρος, ή κάποιοι γονείς το λένε για κάποια παιδιά, που δεν μπορούν να πιστέψουν ότι έκαναν αυτά τα πράγματα, και για να το ωραιοποιήσουν λίγο στα αυτιά τους, λένε: «Οι κακές παρέες». Λοιπόν, δεν είναι οι κακές παρέες. Σίγουρα παίζουν ρόλο ο περίγυρός σου, αλλά είναι επιλογές κι άλλα πράγματα πιο… πιο βαθιά, που δεν μπορεί ένας γονιός να καταλάβει, ειδικά αν δεν είναι διαβασμένος, αυτό.
Να το πάρουμε απ’ την αρχή. Τα παιδικά σου χρόνια πώς ήταν;
Γενικά είχα πάρα πάρα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια.
Λοιπόν, μιλούσες για τα παιδικά σου χρόνια.
Ναι. Γενικά είχα πάρα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια. Ήταν τα καταλληλότερα παιδικά χρόνια που μπορούσε να έχει ένα παιδί, δηλαδή και τώρα που τα σκέφτομαι λέω ότι ήτανε… Παίζαμε σε αλάνες, παίζαμε ποδόσφαιρο, γυρνούσαμε με τα ποδήλατα, ήμασταν στις γειτονιές, χτυπάγαν τα γόνατά μας, ήταν πάρα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια. Εκτός αν εξαιρέσεις κάποιες… κάποιες συγκεκριμένες περιόδους στη ζωή μας, ας πούμε, που υπήρχαν δυσκολίες λόγω του… των οικονομικών, ας πούμε, γιατί κατάγομαι από μια φτωχιά οικογένεια, που δεν υπήρχαν τα απαραίτητα αγαθά για να μπορούμε να ζούμε, δηλαδή, όπως θα θέλαμε σε εισαγωγικά. Δούλευε η μαμά, δούλευε ο μπαμπάς, δούλευαν τα αδέρφια μου, για να μπορέσουμε να συντηρηθούμε, ας πούμε, όλοι οικογενειακώς. Μια ζωή.
Οι γονείς σου ήταν παρόντες;
Οι γονείς μου. Λοιπόν, ο μπαμπάς μου πέθανε, όταν ήμουν 13 χρονών, και εκεί λίγο, εκεί κιόλας ξεκίνησα, εκεί υπήρχε ένα μεγάλο σοκ. Η μητέρα μου το πήρε πάρα πολύ κατάκαρδα όλο αυτό. Να σου δώσω να φανταστείς, έχουν περάσει πόσα χρόνια, κοντά είκοσι χρόνια, και μέχρι και σήμερα η μαμά μου δεν έχει ξαναφτιάξει ποτέ τη ζωή της, ούτε καν το έχει σκεφτεί, ακόμα –να σου δώσω να καταλάβεις– φοράει τα μαύρα η μητέρα μου. Οπότε μετά αναγκαστικά η μητέρα μου έπρεπε να είναι για μας μαμά–μπαμπάς και ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Εν τω μεταξύ έπαθε κακό, έπαθε τον καρκίνο και έτρεχε και εκείνη στα νοσοκομεία και αυτά και είχαμε μείνει λίγο μόνοι μας. Είχα μία εξαιρετική γιαγιά, μια εξαιρετική, που με βοήθαγε μέχρι και πριν τρία χρόνια που πέθανε, έτσι; Αλλά δεν ήταν αρκετό. Εμείς ήμασταν εδώ στην πόλη χωρίς τη μητέρα μου, η γιαγιά μου έμενε στο χωριό, ζούσαμε μόνοι μας μαζί με τα αδέλφια μου, οπότε υπήρχε… είχαμε άπλετο χρόνο για να κάνουμε αυτές τις «παρανομίες», σε εισαγωγικά, που ήταν… που έπρεπε… που ήταν να κάνουμε, όχι έπρεπε, συγγνώμη.
Η χρήση ξεκινάει μετά την απώλεια του πατέρα σου;
Ναι. Στο εξάμηνο, μόλις έφυγε ο μπαμπάς μου, εκεί λίγο στο Γυμνάσιο, Πρώτη-Δευτέρα Γυμνασίου, ξεκίνησα να καπνίζω κάνναβη-μαριχουάνα.
Πότε δοκιμάζεις πρώτη φορά και πώς προκύπτει;
Εκεί στο Γυμνάσιο, στο Γυμνάσιο, στο Γυμνάσιο. Στο Γυμνάσιο...
Ήταν εύκολο να βρεις–
Κοίτα, εκείνα τα χρόνια, όχι, δεν ήταν εύκολο, μετά έγινε εύκολο, εκείνα τα χρόνια… Τώρα έχει γίνει… τώρα είναι μόδα, τώρα βλέπεις πουλάνε στα περίπτερα, και ας είναι και –σου λέει– φαρμακευτική κάνναβη, είτε είναι νόμιμη είτε δεν είναι νόμιμη. Οπότε ξέρεις τι χρώμα έχει, ξέρεις τι είναι, το βλέπεις τι είναι, το ότι αν η ουσία αλλάζει από το ένα στο άλλο, δηλαδή ο έμπορος στη γειτονιά το πουλάει και έχει THC, o περιπτεράς το πουλάει και έχει CBD, ξέρεις όμως πώς είναι, τότε δεν ήξερες ούτε καν το χρώμα του.
Ήταν περιέργεια; Ήταν για να νιώσεις κουλ;
Όχι, όχι, για να νιώσεις κουλ, απλά για να… από τη στιγμή που… για να ανήκεις σε ένα σύνολο μιας παρέας, που κάνεις κάτι που είναι διαφορετικό από τους άλλους, ok. Και είχαμε φτιάξει «παρίες», σε εισαγωγικά, ήμασταν τέσσερα–πέντε–εφτά άτομα, ξέρω γω, και ήμασταν λίγο αποστασιοποιημένοι από τους [00:05:00]υπόλοιπους, που κάναμε αυτό το πράγμα. Το ήξεραν όλοι ότι το κάναμε, δεν είχαμε και το και το γνώθι –σου λέω τώρα, ήμασταν 14 χρονών παιδιά– να κρυφτούμε και δεν ξέραμε ότι όλο αυτό είναι τόσο παράνομο. Λέγαμε «παράνομο», ωραία, τι ήταν παράνομο τότε; Να οδηγάς χωρίς δίπλωμα, ήταν παράνομο. Τι ήταν παράνομο; Να μην οδηγάς χωρίς κράνος ήταν παράνομο. Δεν ήξερες την παρανομία, είναι μικρή παρανομία, είναι μεγάλη παρανομία, είναι παρανομία φυλακής, είναι πλημμέλημα, είναι κακούργημα, είναι πταίσμα; Δεν τα ξέραμε αυτά, απλά ξέραμε ότι είναι παράνομο, αλλά κανένας δεν μας είχε πει κιόλας το πόσο παράνομο είναι, ότι μπορείς να μπεις φυλακή. Τότε δεν υπήρχαν τα ίντερνετ τόσο πολύ, δεν υπήρχε το Facebook, το Instagram, δεν μπορούσες να δεις τι γίνεται. Και απλά ξέραμε ότι είναι παράνομο αυτό, τίποτα άλλο.
Πότε δοκιμάζεις κάτι πιο βαρύ;
Στα καπάκια, μετά εκεί 14-15 χρονών ξεκίνησε όλο το… το νταλαβέρι να το… να σ’ το πω και έτσι. Ξεκινήσαμε, μετά έπαιρνα κοκαΐνη, έπαιρνα DMA, έπαιρνα χάπια. Τώρα αυτά δεν μπορώ να σου πω γιατί έγινε, απλά μετά είχες την ανάγκη να κάνεις κάτι παραπάνω, κάτι παραπάνω, κάτι παραπάνω. Πηγαίναμε ταξίδια στην Αθήνα για τις ομάδες, γνωρίζαμε κόσμο, βλέπαμε καινούργια πράγματα και αναγκαστικά ήθελες να μπεις και εσύ σ’ όλο αυτό, που ήσουνα πλέον ναρκομανής, τέλος.
Συνειδητοποιείς τι γίνεται, πόσο σοβαρό είναι;
Όχι, όχι, όχι, δεν έχω πάρει χαμπάρι τίποτα. Μέχρι που μπήκα φυλακή, δεν έχω πάρει χαμπάρι τι έχει γίνει, καμία ιδέα.
Και πότε ξεκινάει αυτό να μην είναι μόνο για χρήση, αλλά να αρχίσει να γίνεται εμπόριο, να γίνεται δουλειά;
Στο… περίπου το 2008, το 2009. Έχω κατεβάσει ρολά, δεν καταλαβαίνω τίποτα, δεν βλέπω κανέναν, ούτε αστυνομία ούτε... Έχω καμιά δεκαριά δικαστήρια στην πλάτη μου, με πιάνουν – μ’ αφήνουν, με πιάνουν – μ’ αφήνουν, και ξεκινάω και προμηθεύομαι κανονικά απ’ την Αθήνα, ξέρω εγώ, κιλά, δέκα, είκοσι, πενήντα, τριάντα, τα φέρνουμε στη Χίο, υπάρχει μια… μια «δομή», να σ’ το πω και έτσι, σε εισαγωγικά. Τώρα θα σου μιλήσω για μένα, δεν… να ξεκαθαρίσω ότι δεν μιλάω για κανέναν, για κανένα άλλον φίλο, γνωστό, οτιδήποτε, μιλάω συγκεκριμένα για τον εαυτό μου, λοιπόν. Υπήρχε μια δομή, ας πούμε, είχαμε γνωρίσει κάποιους ανθρώπους, έρχονταν κάποια πράγματα, έρχονταν απ’ την Αθήνα, έρχονταν απ’ το καράβι, πήγαινα τα έπαιρνα απ’ το τάδε μέρος, ξέρω γω, τα έκρυβα και ξεκίναγα και προμήθευα την «αγορά», σε εισαγωγικά, που υπήρχε τότε.
Πόσο εύκολο ήταν για ένα παιδί, που απλά ξεκίνησε από περιέργεια, για να νιώσει κουλ, να κάνει μια χρήση, να δικτυωθεί και να έχει τις άκρες και να μπορεί να κάνει αυτό που έκανες;
Δεν ήταν εύκολο, αλλά κι εγώ, επειδή σαν Γιάννης είχα και την πειθώ... Γενικά επικρατεί πάρα πολύ ψέμα, έτσι; Λίγο μυαλό να έχεις και λίγο με το μπλα-μπλα, που λέμε, μπορείς να πείσεις κάποιον, και ας είσαι 15 χρονών και ας είναι 25, ότι να σου εμπιστευτεί, να σου προμηθευτεί κάτι, ότι μπορείς να το βγάλεις εις πέρας. Ειδικά να σε τσεκάρει και μία-δυο φορές, ότι δεν είσαι ρουφιάνος και ότι μπορείς να αντεπεξέλθεις σ’ όλο αυτό, είναι πάρα πολύ εύκολο να προμηθευτείς.–
Ένιωθες ισχυρός τότε;
Ένιωθα πάρα πολύ ισχυρός, ναι, ένιωθα πάρα πολύ.
Υπήρχαν στιγμές που φοβόσουν ότι μπορεί αυτό να συμβεί, να μας πιάσουν;
Δεν είχα φοβηθεί ποτέ στη ζωή μου για τίποτα, για τίποτα. Δεν είχα φοβηθεί, και τώρα, ας πούμε, που συζητάμε, για το μόνο πράγμα που φοβάμαι είναι και για τον θάνατο των δικών μου, των δικών μου ανθρώπων, που δεν θέλω ποτέ. Γενικά ο φόβος ήταν κάτι… μια άγνωστη λέξη για εμάς, που τώρα καλώς ή κακώς ήταν αυτό. Λογικά, επειδή είχαμε –τι να πω, είχαμε κάψει τα κεφάλια μας;– δεν υπήρχε αίσθημα φόβου. Υπήρχαν όλα τα άλλα, εκτός το αίσθημα… Και το κλάμα μας, όταν κλαίγαμε, δεν ήταν από φόβο, ήταν –πιστεύω– μηχανισμός άμυνας, αυτό.
Πάμε στη δημιουργία των Locos. Κατ’ αρχάς, το όνομα ποιος το βρίσκει, πώς δημιουργούνται;–
Δεν υπήρχε, δεν ήτανε… Λοιπόν, Locos. Ήμασταν τριάντα άτομα που είμαστε μέχρι και σήμερα φίλοι, μέχρι και σήμερα μετά από δεκαπέντε χρόνια. Μιλάμε όλοι μεταξύ μας, έτσι; Κάποιοι έχουν συνεχίσει τη χρήση, κάποιοι δεν έχουν συνεχίσει, κάποιοι έχουν συνεχίσει τη νόμιμη χρήση, έτσι; Είμαστε όλοι φίλοι μεταξύ μας, μιλάμε όλοι μεταξύ μας.Locos: μια μεγάλη παρέα, σαν να λέμε «Παναθηναϊκός», σαν να λέμε «Ολυμπιακός», σαν να λέμε «Α.Ε.Κ.», κατάλαβες; Ήταν μια ομάδα που τη φτιάξανε κάποια παιδιά, δόθηκε αυτό το όνομα για τον άλφα-χι-ψι λόγο, και απλά μετά όποιον έβλεπες με κουκούλα και καπέλο και σκουλαρίκι, τον… του έλεγες… έλεγες ότι είσαι Locos. Αυτός αυτόματα ανέβαινε, γιατί τότε οι Locos, ας πούμε, τι κάναμε; Τσακωνόμασταν, υπήρχε αυτό που λες, είχαμε μια δύναμη, του έλεγες αυτουνού: «Α, αυτός είναι στους Locos» και ας μην ήτανε, μετά αναγκαστικά το παιδί το ’παιρνε και μέσα του: «Είμαι Locos, είμαι Locos». Γνώριζε εμάς, υπήρχε γενικά ένα αλισβερίσι, να σ’ το πω και στη γλώσσα μας έτσι, που μπορεί να μην ήταν καν… Δηλαδή, αυτό που σου λέω, ήμασταν δέκα φίλοι και υπήρχε τώρα όλο αυτό. Δεν υπήρχε κάποια συμμορία, κάποιο κοινό ταμείο, κάποιο… Δηλαδή ήτανε όλα στα πλαίσια ενός παιχνιδιού, που δεν το καταλαβαίναμε όμως τότε απ’ τα ναρκωτικά, κατάλαβες; Τα κεφάλια μας ήτανε... Βλέπαμε και ταινίες κι αυτά και νομίζαμε ότι ήμασταν… ναι.
Εσένα ο δικός σου ο ρόλος ποιος ήταν σ’ αυτό;
Δεν είχα κάποιον συγκεκριμένο ρόλο, δεν είχα κάποιον συγκεκριμένο.
Αυτό, δηλαδή, που δόθηκε τότε στον τύπο, «υπαρχηγός» κι αυτά, ίσχυε;
Ναι, δεν ίσχυε. Απλά ήμουν ένας τόσο πολύ δυναμικός χαρακτήρας, ας πούμε, και μέχρι σήμερα, ένας ηγετικός χαρακτήρας, να σ’ το πω και έτσι, που μέχρι σήμερα με έχει [00:10:00]βγάλει σε πάρα πολύ καλό αυτό, και στη δουλειά μου και στις επιχειρήσεις μου και στην οικογένειά μου και στη ζωή μου, στη μετέπειτα ζωή μου, και στο ότι άντεξα και γύρισα πίσω και έκανα όλα αυτά που έκανα στη Χίο. Όλα αυτά τα έκανε ο χαρακτήρας μου και ο ηγετικός μου ρόλος, λοιπόν. Είναι βάσει χαρακτήρα, που δεν άφηνα ποτέ κανέναν να μου πει τι να κάνω. Έκανα ό,τι ήθελα, είτε αυτοί ήταν αστυνομία, είτε αυτός ήταν κάποιος μεγαλύτερο παιδί, έκανα αυτό που ήθελα και αυτό το πράγμα φαινόταν ως το ότι είμαι υπαρχηγός.
Πάμε σ’ εκείνη την ημέρα, αν τη λέω σωστά, 9 Δεκεμβρίου 2011;
Ναι–
Μπορείς να μου–
6 Δεκεμβρίου έγινε, 6 Δεκεμβρίου–
Μπορείς να μου περιγράψεις εκείνη την ημέρα;
Εκείνη την ημέρα, ε; Λοιπόν, εκείνη την ημέρα θα σ’ την περιγράψω. Λοιπόν, ξυπνάω το πρωί και θέλω να πάω να πάρω... Στρίβω ένα τσιγάρο, το έχω στο στόμα μου και πάω να πάρω τσιγάρα. Βγαίνω μαζί με τον σκύλο μου και την πρώην κοπέλα μου και πάω να πάρω τσιγάρα. Και ήταν να... βγαίνω απ’ το σπίτι μου και ήταν να πάω δεξιά ή αριστερά. Πάντα πήγαινα δεξιά, έφευγα απ’ τον δεξί δρόμο, κι εκείνη την ημέρα, επειδή δεν είχα τσιγάρα, πήγα απ’ τα αριστερά για να πάω να πάρω τσιγάρα απ’ το περίπτερο. Βγαίνω αριστερά και κάθεται ένας αστυνομικός στο Κάστρο της Χίου, στην Ηλιάστρα τότε. Λοιπόν, και καθόταν και έπινε καφέ εκεί, 07:30 η ώρα το πρωί. Τον βλέπω, του λέω: «Έλα –τον ήξερα κιόλας– καλημέρα, Νικόλα» – και παρεμπιπτόντως και αυτός με αποφυλάκισε κιόλας, αυτός που μ’ έπιασε, θα σου πω. Λοιπόν: «Καλημέρα, Νικόλα». «Καλημέρα». Μου λέει: «Τι γίνεται; Πού πας;». Λέω: «Καλά, πάω να πάρω καφέ». Και χτυπάει εκείνη την ώρα το κινητό μου, και το ’χω στην τσέπη της… φοράω κουκούλα και το ’χω στην τσέπη του φούτερ. Και όπως πάω να βγάλω το κινητό μου, μου τ’ αρπάζει απ’ τα χέρια και μου λέει: «Ο Αλβανός είναι;». Λέω: «Πού ξέρει αυτός για τον Αλβανό;». Και μόλις μου το λέει αυτό, ξαφνικά, πέφτουν δέκα άτομα πάνω μου από το πουθενά, απ’ τα μπαλκόνια πηδάγανε, βγαίνανε πίσω απ’ τα αυτοκίνητα, με χτυπάνε, πέφτω κάτω. Εντάξει, αντιστάθηκα πάρα πολύ μέχρι να γίνει τώρα όλο αυτό. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες τι, πώς, πού. Με τσουβαλιάζουν, όπως σου το λέω, με πετάνε μέσα σ’ ένα περιπολικό, πισθάγκωνα, και μπαίνω, με πάνε στα κρατητήρια. Και είμαι μόνος μου, είναι άδεια όλα τα κρατητήρια, είμαι ο πρώτος που έπιασαν, άδεια όλα τα κρατητήρια. Μπαίνω μέσα, σκέφτομαι τι έχω σπίτι μου, λέω εντάξει, λίγα πράγματα είχα, ας πούμε. Λίγα πράγματα; Τώρα, μιλάμε, είχα δύο πιστόλια και 200 γραμμάρια φούντα. Λέω: «Λίγα πράγματα είναι, δεν νομίζω να είναι τόσο πολύ σοβαρό». Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ένας δεύτερος, μπαίνει ο John, καλή του ώρα. Μου λέει: «Bro –είναι και Αμερικάνος–, hey, bro, τι έγινε; Ήρθαν, με πήραν απ’ το σπίτι μου». Του λέω: «Αδερφέ, δεν ξέρω». Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει τρίτος, μπαίνει τέταρτος, μπαίνει πέμπτος, έχουμε μαζευτεί καμιά τριανταριά άτομα τώρα μέσα εκεί, δεν ξέρουμε τι γίνεται, δεν μας λέει κανένας, απλά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει κόσμος.
Ήταν η πρώτη φορά που γίνεται σύλληψη;
Ομαδική, ναι.
Για σένα;
Εμένα όχι, με είχαν πιάσει ακόμα δέκα φορές. Ανοίγει η–
Άρα θεωρούσες ότι: «Θα είναι άλλη μια φορά που θα βγω»;
Ναι. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο κύριος Γιώργος ο Κεβόπουλος, κύριος, όπως σ’ το λέω, να ξέρεις, απ’ τους λίγους αστυνομικούς που είναι κύριος, τώρα είναι και διευθυντής. Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μέσα, λέει: «Καλημέρα, παιδιά. Κατηγορείστε για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, του άρθρου 185 της ποινικής δικονομίας» μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα. Σαν να μας μίλησε Τούρκικα τώρα ήτανε, δεν... Ξεκινάμε με τους δικηγόρους. Ε, τώρα μιλάμε για ένα έγκλημα που διώκεται από δεκαπέντε χρόνια έως ισόβια, δεν έχει κάτι λιγότερο. Και καταλαβαίνουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ξεκινάμε, περνάμε ανακριτή και προφυλακιστέοι.
Άρα κατευθείαν εσύ από εκείνη την ημέρα πας–
Ναι, πάω φυλακή–
Κρατητήριο, μετά φυλακή.
Το πρώτο πράγμα που κάνω, το πρώτο πράγμα που κάνω, ξυρίζω το κεφάλι μου και πετάω τα γυαλιά μου, το πρώτο πράγμα που έκανα. Λέω: «Πάμε!». Είχαμε ακούσει και ιστορίες δύσκολα, ότι στη φυλακή, άμα σου πέσει το σαπούνι, ξέρεις, λέμε τώρα εκεί είναι δύσκολα, μπαμ, ξυρίζουμε κεφάλια όλοι, όλοι όμως. Ξυρίζουμε κεφάλια και πάμε για πόλεμο, ότι θα γίνει τώρα…
Ένστικτο, για να επιβιώσεις;
Ναι, για να επιβιώσεις, ναι. Και πάλι και έτσι έγινε, και έτσι έγινε.
Η δίκη, η μέρα εκείνη;
Η δίκη. Κοίτα, γενικά, ας πούμε, εγώ–
Άργησε πολύ; Πόσον καιρό;
Μια βδομάδα ήταν η δίκη, δέκα μέρες. Το Πάσχα, ήταν εφτά μέρες το Πάσχα και άλλες τρεις. Κοίτα, η δίκη τώρα ήταν μεγάλη, ήταν πολύκροτη, έγινε χαμός τώρα, μιλάμε. Εδώ ήρθαν δικηγόροι Κούγιας, Βόζεμπεργκ, Μαντάδη… Έγινε ένας χαμός τώρα, υπήρχε σοβαρό… ήταν πάρα πολύ σοβαρή δίκη. Τώρα μιλάμε για τριάντα ανήλικα παιδιά, –ανήλικα παιδιά, έτσι;–, να κατηγορούνται για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Δηλαδή, ναι, ρε παιδί μου, ok, και η κοινωνία πού είναι σε όλο αυτό; Που τριάντα ανήλικοι… κατάλαβες; Κάτι δεν πήγαινε… κάτι δεν πήγαινε καλά, γενικά, ας πούμε. Δεν ήταν τόσο νορμάλ τριάντα άτομα να ’χουν μπλέξει τώρα μ’ αυτά και γενικά να μην έχει πάρει κανένας μυρωδιά και απλά μια μέρα μπαμ μετά από πέντε–εφτά χρόνια που υπήρχε όλο αυτό. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δύσκολη δίκη πολύ ήτανε, και για κάποιους ήταν άδικη, για κάποιους δίκαιη, όλοι πληρώσαμε–
Είχες συνειδητοποιήσει… Συγγνώμη που σε διακόπτω. Είχες συνειδητοποιήσει ήδη από την ημέρα εκείνη, 6 Δεκεμβρίου που είπες, που έγινε η σύλληψή σου, ότι τα πράγματα είναι σοβαρά, θα πας φυλακή;
[00:15:00]Ναι, ναι, ναι, ναι. Το ’χα καταλάβει, δεν πίστευα όμως… Μιλάμε τώρα, έκανα τέσσερα χρόνια φυλακή. Το διανοείσαι; Έκανα τέσσερα χρόνια. Και ο άλλος σκοτώνει, βιάζει, –βιάζει!–, και βγαίνει, στην πενταετία βγαίνει. Και έκανα τέσσερα χρόνια, όντας ανήλικος, ε; Μετέφηβος.
Κατ’ αρχάς πού πας, φυλακή σε ποια περιοχή;
Στον Βόλο. Ήμουν από τους τυχερούς, από τους πολύ… Υπήρχαν άλλοι που πήγαν στην Αυλώνα, που πέρασαν πολύ πιο δύσκολα.
Την πρώτη μέρα, την πρώτη βραδιά που περνάς κιόλας εκεί;
Καμία. Μπαίνω μέσα και όπως μπαίνω ήταν ένα… πείναγα και ήταν ένα τραπέζι, ήταν δέκα άτομα, ήταν ένα τραπέζι πάνω με μια φασολάδα και πήρα και έτρωγα τη φασολάδα. Και σηκώνεται αυτός και μου λέει: «Ρε φίλε, τη φασολάδα μου». «Κάτσε κάτω, ρε, φύγε, πεινάω, άσε με». Πείναγα, σου λέω είχα να φάω δέκα μέρες τώρα, αφού έβγαζα στερητικά, ήμουνα χάλια. Κι έπιασα κι έτρωγα τη φασολάδα, βούταγα ψωμιά μέσα και έτρωγα φασολάδα με ρέγκες πάνω στα ψωμιά. Δεν είχα καταλάβει τι γίνεται. Μετά από έναν χρόνο καταλάβαμε τι γίνεται.
Δεν υπήρχε φόβος ή ήταν άμυνα, ότι: «Πρέπει να δείξω ότι δεν φοβάμαι εδώ μέσα»;
Όχι, δεν υπήρχε… ακόμα τα κεφάλια μας ήταν… ζούσαμε αλλού. Ε, τώρα για να συνέλθουμε εμείς μετά από τόση χρήση, σου λέω μετά από ένα χρόνο πια καταλάβαμε ότι: «Εδώ ώπα, τι γίνεται;». Σχολείο ξεκινήσαμε, πηγαίναμε, κάναμε και πράγματα εκεί, ας πούμε, μετά. Τελειώσαμε το σχολείο μας, ναι.
Πόσο άμεσα το πήρες αυτό απόφαση;
Σου λέω μετά από έναν χρόνο, ενάμιση χρόνο.
Άρα ο πρώτος χρόνος περνάει στα τυφλά;
Ο πρώτος δεν περνάει στα τυφλά, περνάει με πειθαρχικά, περνάει με τσαμπουκάδες, με ουλές, με χτυπήματα, με νοσοκομεία, με μεταγωγές, με φασαρίες, με όλα αυτά. Χαμός δηλαδή, τον πρώτο χρόνο, έναν-ενάμιση χρόνο, χαμός.
Με τη χρήση συνεχίζεις και μες στη φυλακή;
Τον πρώτο χρόνο, ναι, συνεχίζω μες στη φυλακή. Μετά δεν… μετά πλέον και επειδή ξεκίνησα και διάβαζα βιβλία, έβλεπα ότι δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ για να θυμάμαι αυτά που διάβαζα. Τα διάβαζα και μετά από δέκα λεπτά τα ξέχναγα. Και μετά, δεν ήθελα πλέον, δεν γούσταρα, δεν μ’ άρεσε. Έκανα… έκανα πάρα πολλά πράγματα, απ’ τη στιγμή που δεν έπινα, κι έλεγα: «Δεν υπάρχει λόγος να πίνω».
Ήταν, όμως, εύκολο να συνεχίσεις και εκεί;
Να πιω; Δεν υπάρχει πιο… ό,τι ήθελες έκανες, ό,τι ήθελες έκανες.
Και παίρνεις την απόφαση, η απεξάρτηση πόσο δύσκολη;
Πήγα στο ΚΕ.Θ.Ε.Α. μετά, εντάξει, με βοήθησε πάρα πολύ το ΚΕ.Θ.Ε.Α.. Η φυλακή εκεί που ήμουν και ο διευθυντής και οι κοινωνικοί λειτουργοί και όλοι αυτοί ήταν παρά πολύ καλοί, που βρήκαν σ’ εμάς, δηλαδή πήγαμε, κάναμε μια αρχή. Να σου δώσω να καταλάβεις, χτίσαμε σχολείο εκεί, μέχρι που πήγαμε, δεν υπήρχε σχολείο. Οπότε εμείς οι τρεις επειδή… αυτό που σου λέω, ότι είχα ηγετικό χαρακτήρα εκτός, είχα ηγετικό χαρακτήρα και εντός της φυλακής. Θα μπορούσες να με πεις ότι ήμουνα ο αρχηγός της φυλακής, αλλά θα το πεις ως καλό ή ως κακό; Γιατί ως… αν το πεις ως κακό, θα πεις ο αρχηγός τι κάνει; Δίνει ναρκωτικά; Όχι, δεν ήμουνα τέτοιος αρχηγός. Κάναμε σχολείο μες στη φυλακή, κατάλαβες; Φτιάξαμε σχολείο, δεν υπήρχε σχολείο και φτιάξαμε σχολείο. Πήγαμε δέκα άτομα, δέκα Έλληνες, εφτά, πόσοι ήμαστε και είπαμε θέλουμε να πάμε σχολείο, έχουμε αυτό το δικαίωμα; Το ’χουμε! Τι πρέπει να κάνουμε; Πρέπει να βρούμε βιβλία. Ωραία. Ήρθε ο… μία κοινότητα που υπήρχε εκεί, ξέρω γω, στον Αλμυρό, μας έφερε πεντακόσια βιβλία. Τι άλλο θέλουμε; Θρανία, πάρτε θρανία. Δασκάλους, ήρθαν εθελοντές. Πρέπει να ’ρθει το υπουργείο να το εγκρίνει, ήρθε το υπουργείο. Κάναμε σχολείο και πηγαίναμε σχολείο μέσα κανονικά, 07:00 με 14:00.
Συνειδητή πια απόφαση τότε.
Ναι, συνειδητή πια απόφαση. Εντάξει, έπρεπε να τελειώσω, δεν είχα πάει σχολείο. Έπρεπε να το τελειώσουμε.
Έχεις επικοινωνία παράλληλα, ή στη φυλακή υπάρχουν κι άλλα άτομα από–
Ναι, ναι, πάντα, δεν διακόψαμε ποτέ–
Αυτούς που ήσασταν μαζί;
Δεν κόψαμε ποτέ επικοινωνία με κανέναν, πάντα είχαμε επικοινωνία όλοι μαζί. Σου λέω ήμασταν πολύ φίλοι, ήμασταν πολύ φίλοι. Γι’ αυτό μπορείς, δηλαδή, σήμερα αν ξαναδικαστούμε, πιστεύω, δεν θα σου πω ότι θα βγούμε αθώοι, αλλά δεν θα δικαστούμε έτσι. Είμαστε ακόμα φίλοι, ήμασταν φίλοι, ήμασταν φίλοι. Το τονίζω–
Θυμάσαι το πρώτο σου επισκεπτήριο;
Ναι, το θυμάμαι.–
Ποιος ήρθε να σε δει;
Ήρθε ο αδερφός μου, η αδερφή μου και η μαμά μου.
Και πώς ήτανε αυτές οι στιγμές;
Ακόμα στα χαμένα ήμουνα. Τσακωνόμουν με τη μαμά μου, με την αδερφή μου, ο αδερφός μου ο μικρός ήτανε άλλ’ αντ’ άλλα. Εντάξει, δεν ήτανε. Μετά, μετά ξεκίνησε τα κλάματα, οι τύψεις, το: «Συγγνώμη, μαμά», πολύ μετά ξεκίνησαν αυτά, σου λέω, μετά τα δύο χρόνια. Μετά τα δύο χρόνια δεν ξανάκανα και επισκεπτήριο. Εντάξει, πολύ μακριά, μεγάλα τα έξοδα να φύγει η μαμά μου απ’ τη Χίο, να μπει στο καράβι, να μπει στο φορτηγό, στο… συγγνώμη, στο λεωφορείο, να ’ρθει στον Βόλο να με δει, ήταν πολλά τα λεφτά, οπότε και εγώ από μόνος μου της έλεγα: «Μαμά, δεν χρειάζεται».
Να σε πάω πάλι πίσω, στα χρόνια εκεί της χρήσης αρχικά και μετά της εμπορίας και όλο αυτό. Οι δικοί σου ξέρουν, καταλαβαίνουν, έχουν κάποια ιδέα του τι συμβαίνει;
Εντάξει, η μητέρα μου ήξερε, βασικά ήξερε – δεν ήξερε. Ήταν τόσο πολύ… σου λέω, έκανε χημειοθεραπείες, έκανε αυτά. Τι να τρέξει τώρα, να δει εμένα, τον μικρό μου τον αδερφό, τα αδέρφια μου τα μεγάλα, τη ζωή της, τα αυτά της, τι να πρωτοδεί και αυτή η γυναίκα, τι να σου κάνει, ας πούμε;
Εκείνη την ημέρα που προφυλακίζεσαι;
Τι να σου κάνει;
Πώς αντιδρούν;
Εντάξει, ήρθε εκεί, κλαίγαν όλοι, δεν ήξερε, βρε, κανένας τι γίνεται, σου λέω. Δεν είχαμε ιδέα, σου λέω, έγινε τώρα ξαφνικά όλο αυτό.
Κάνεις και ψυχοθεραπεία μέσα στη φυλακή;
Ναι, ναι, κάνω ψυχοθεραπεία, ναι.
Και βλέπεις ότι όντως σε βοηθάει, έχει αποτέλεσμα;
Ναι, πολύ, πολύ, πολύ.
Πόσα χρόνια μένεις μέσα; Αρχικά η ποινή σου πόσο ήταν;
Ήτανε δώδεκα χρόνια στο πρωτόδικο και εννιά στο εφετείο.
Και μένεις;
Τέσσερα. Τρία και εννιά μήνες.
Πώς περνάνε αυτά τα τέσσερα χρόνια;
Πάρα πολύ δύσκολα ήταν. Πείνα, ντους με κρύο νερό, κρύο γενικά, δεν... υπήρχε μοναξιά… Σου λέω, μετά τον ενάμιση χρόνο [00:20:00]πια, σε πιάνουν τα ψυχολογικά σου φουλ, λες: «Πότε θα βγω;». Δεν ξέρεις πότε θα βγεις. Δύο πέμπτα, τρία πέμπτα, ένα πέμπτο; Βγήκε η Νέα Δημοκρατία, κάθεσαι παραπάνω, βγαίνει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., κάθεσαι πιο λίγο, ήρθε ο Τσίπρας, σου ’πε: «Θα σε βγάλω», έρχεται ο Σαμαράς τότε, σου λέει: «Θα μείνεις», βγαίνει ο Βελόπουλος, έρχεται μετά ο Καρατζαφέρης, μετά… χαμός. Όταν άλλαζε το κράτος, σου λέγανε και σένα: «Θα κάτσεις τόσο, θα βγεις, θα μπεις, θα…». Ένα πράγμα, άσ’ το, κουβάρι. Ευτυχώς που είχαμε πετύχει, σου λέω, πολύ καλούς κοινωνικούς λειτουργούς, τον κύριο Λεωνίδα Κωτούλα, την Τζένη, την κυρία Χριστίνα, την κυρία Φούλα, πολύ καλοί άνθρωποι, που αυτοί μας βοήθησαν πάρα πολύ, πάρα πολύ. Κάναμε πράγματα μετά, βγήκαμε, μπήκαμε σε αγροτικές φυλακές, πηγαίναμε κάναμε δουλειές, ήτανε δηλαδή… πέρναγε πιο ευχάριστα, ας πούμε, να σ’ το πω κι έτσι, ο χρόνος, αλλά δεν παύει να είσαι δύσκολα, να σου λείπουν οι δικοί σου, να μην έχεις ζεστό φαγητό, ζεστό νερό, πολύ δύσκολο.
Τι είναι αυτό που σου λείπει περισσότερο απ’ όλα;
Εκτός απ’ την οικογένεια, ας πούμε, που είναι το βασικό, που σε ξεκινάνε οι τύψεις και λες: «Θα βγω, θα ζει η μαμά μου; Θα ζει η γιαγιά μου; Τα αδέλφια μου θα με θυμούνται;», αυτά. Σίγουρα το φαγητό, σου λείπει πάρα πολύ το φαγητό, έτσι; Το ζεστό σου ντους, η τουαλέτα, το σεξ, αν είσαι αγόρι, και κοπέλα, βασικές ανάγκες που τώρα τα ’χουμε δεδομένα.
Θυμάσαι κάποιο περιστατικό, κάτι που δύσκολα θα το ξεχάσεις απ’ αυτά τα χρόνια, είτε ευχάριστο, είτε δυσάρεστο, είτε αστείο;
Πάρα πάρα πάρα πολλά.
Θες να μοιραστείς κάποια;
Πάρα πολλά περιστατικά, ναι. Τώρα αυτά όχι, ας τα κρατήσω καλύτερα για μένα.
Υπήρξαν άτομα δικά σου που, μετά από όλη αυτή την υπόθεση, σου γύρισαν την πλάτη, ενώ εσύ πίστευες ότι θα ’ναι εκεί;
Όχι, όχι, κανένας, ούτε ένας. Όλοι ήταν δίπλα μου, με στήριξαν, μ’ αγάπησαν και με στήριξαν και μετά τη φυλακή. Με στήριξαν και μετά, μετέπειτα στους… στον επιχειρηματικό τομέα, ας πούμε. Δεν είχα τέτοια άτομα, όχι, ούτε φίλους, ούτε… Μπορώ να σου πω ότι τώρα είναι πιο δύσκολα απ’ ό,τι τότε, τώρα, γιατί γενικά όσο ανεβαίνεις, υπάρχει ζήλια, υπάρχει φθόνος, κατάλαβες; Και κάποιοι άνθρωποι που σε βλέπαν τότε σαν «καμένο χαρτί» σε εισαγωγικά και τώρα σε βλέπουν και ανεβαίνεις, είναι πιο δύσκολο τώρα παρά τότε. Δηλαδή αν έχω χάσει φιλίες απ’ τη ζωή μου, τις έχω χάσει τώρα, δεν τις έχω χάσει… δεν τις έχασα… δεν τις έχασα τότε, αυτό. Κι αυτό με πονάει πιο πολύ, να ξέρεις, απ’ ό,τι τότε.
Μπορείς να μου περιγράψεις την ημέρα της αποφυλάκισης; Κοιμήθηκες το προηγούμενο βράδυ;
Καλά αυτό, δεν κοιμόμασταν δέκα μέρες, όχι το προηγούμενο βράδυ. Το ξέραμε πια και ξέραμε αύριο, αύριο, αύριο, κάθε μέρα αύριο. Εννοείται δεν κοιμόμασταν, έτσι; Υπήρχε μια… 4:00 κάθε μέρα, 4:00 η ώρα το πρωί, βλέπαμε «Ψίθυρους Καρδιάς» που είχε στο Mega επανάληψη. Περιμέναμε κάθε μέρα να ακούσουμε το όνομά μας στο μικρόφωνο, δεν το ακούγαμε. Ήμουνα μαζί με έναν φίλο μου και αδερφό μου, τον Γιώργο, που ήμασταν μαζί μέσα, μαζί τα κάναμε, μαζί μπήκαμε, μαζί… Και άργησε αυτουνού να πάει το χαρτί της αποφυλάκισης και βγήκε δέκα μέρες μετά από εμένα, και βγήκα πρώτος εγώ. Κλάμα, κακό, να μη θέλω να φύγω, να μη θέλω να φύγω. Να μου λέει αυτός: «Φύγε, ρε μαλάκα, άντε να…». «Όχι, Γιωργάρα, θα περιμένω –του λέω–, θα φύγουμε μαζί». Τέλος πάντων, με τα πολλά βγαίνω, και βγαίνω στον Αλμυρό. Λοιπόν, ο Αλμυρός από τον Βόλο είναι μακριά. Φόραγα μια τσάντα και κράταγα άλλη μια τσάντα στα χέρια και πήγαινα τρέχοντας προς τον Βόλο. Τρέχοντας, τρέχοντας, τρέχοντας. Δεν σταμάτησα ούτε ταξί ούτε λεωφορείο. Έτρεχα, έτρεχα, ίδρωνα, σταμάταγα, έτρεχα, έμπαινα μέσα σ’ ένα φούρνο, έπαιρνα τυρόπιτες, έμπαινα σ’ ένα άλλο, έπαιρνα σουβλάκια, έπαιρνα κόκα κόλες, έπαιρνα πορτοκαλάδες… Μετά έκανα οτοστόπ, με πήγανε στον Βόλο, πήγα βρήκα μια κοπέλα και μετά πήγα στη Θεσσαλονίκη και ήρθα Χίο.
Κατευθείαν υπήρχε η σκέψη ότι θα επιστρέψεις στο νησί;
Όχι, πήγα ΚΕ.Θ.Ε.Α.. Ήρθα Χίο δέκα μέρες, είδα την οικογένειά μου και πήγα ΚΕ.Θ.Ε.Α.. Πήγα στο πρόγραμμα μετά.
Πόσον καιρό έμεινες εκεί;
Έμεινα έξι μήνες. Πολύ δύσκολο, πιο δύσκολο απ’ τη φυλακή το πρόγραμμα, πολύ πιο δύσκολο απ’ τη φυλακή. Ό,τι πιο δύσκολο και ό,τι πιο αποτελεσματικό και ό,τι πιο καθαρό υπάρχει αυτή τη… υπάρχει αυτή τη στιγμή στην ελληνική… –δημοκρατία, να το πω;–, στην Ελλάδα.
Για απεξάρτηση πας εκεί;
Ναι, ναι, ναι. Ό,τι πιο καθαρό, ό,τι πιο όμορφο και ό,τι πιο κοινωνικό, ό,τι καλύτερο. Δηλαδή, όχι ένα, δέκα κέντρα τέτοια πρέπει να υπάρχουν σε κάθε πόλη της Ελλάδος.
Η απεξάρτηση πώς ήταν–
Και να χρηματοδοτούνται απ’ το κράτος.
Η απεξάρτηση πώς ήταν; Είχατε μπει… είχες μπει πολύ βαθιά–
Τελείως… έχω… ναι… έχω κόψει πια εγώ.
Δεν υπήρχαν σύνδρομο στέρησης, οτιδήποτε;
Απ’ τον ενάμιση χρόνο έχω κόψει πια εγώ, το ’χω πάρει απόφαση, τελείωσε, δεν με γυρίζει πίσω τίποτα. Να σου δώσω να καταλάβεις τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δεν πίνω αλκοόλ, δεν παίζω τζόγο, δεν καπνίζω, δεν κάνω τίποτε που θα μου χαλάσει το… την ψυχολογία μου ή θα με… ούτε θα εξαρτηθώ από κάπου. Τέλος, το είπα, το αποφάσισα, τελείωσε, το ’κοψα. Απλά στο πρόγραμμα πήγα για να βγάλω από πάνω μου την παραβατικότητα, γιατί είχα ακόμα και μέχρι σήμερα έχω παραβατικότητα. Τι εστί παραβατικότητα; Σε μια δυσκολία, ένας νορμάλ άνθρωπος, δηλαδή, αν μπει τώρα κάποιος εδώ και έρθουμε σε [00:25:00]αντιλογία, εσύ θα σκεφτείς με διάλογο και εγώ θα σκεφτώ «Τώρα, άμα το συνεχίσεις, θα σε κάνω μαύρο. Δηλαδή μη μου τα πολυσκοτίζεις κιόλας». Το έχω ακόμα μέχρι… αυτό το έχω, δεν το απόβαλα ποτέ από πάνω μου. Είναι μια άμυνά μου, που… θα σου πω ότι μέχρι στιγμής δεν μ’ έχει βγάλει και σε κακό, έτσι; Αυτό είναι: «Κοίτα, φίλε, καλημέρα, καλησπέρα, τι θέλεις;» .«Αυτό!» «Ok, έλα εδώ να τα συζητήσουμε. Αν δεν καταλαβαίνεις όμως και από λόγια, με συγχωρείς, φύγε, διότι είναι… Εντάξει, δεν… είμαι… έχω περάσει και δύσκολα και άσε με, γιατί έχω και…», ναι, αυτό. Που δεν… δεν λέω ότι είναι σωστό, έτσι; Και σίγουρα θα είναι και κατακριτέο. Αυτό σου λέω ότι είμαι εγώ μέχρι σήμερα, αυτό, έτσι; Που δεν υπάρχει αυτό το πράγμα στο σπίτι μου βέβαια. Στην εξωτερική μου ζωή όμως, ναι, δηλαδή αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου, μη με ενοχλείτε, δεν ενοχλώ κανέναν, μα κανέναν δεν ενοχλώ και δεν ενόχλησα και ποτέ μου κανέναν, έτσι; Να, η Χίος είναι μικρή, ξέρεις, ποτέ μου δεν ενόχλησα άνθρωπο. Δεν θέλω να με ενοχλούνε, αυτό.
Όταν αποφυλακίζεσαι, σκέφτεσαι να κάνεις μια νέα αρχή σε μια άλλη πόλη που να μη σε ξέρει κανείς;
Όχι, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ. Κατάθλιψη άμα φύγω από τη Χίο, σοβαρή. Τον αγαπώ πάρα πολύ τον τόπο μου, πάρα πολύ. Ξέρω τα πάντα από δω, τα στενά, τους… τον λατρεύω. Σκέψου κάνω βόλτες μόνος μου με το μηχανάκι, με το αυτοκίνητο. Τον λατρεύω, και τον Χιώτη και τη Χίο, την αγαπώ πάρα πολύ.
Δεν σκέφτηκες ότι επιστρέφοντας μπορεί να υπάρχει το στίγμα, να υπάρχουν περίεργα βλέμματα, περίεργες συμπεριφορές;
Σίγουρα, σίγουρα. Εδώ μέχρι σήμερα υπάρχει, μωρέ. Μέχρι σήμερα υπάρχει, μετά από τόσα χρόνια. Αλλά, εντάξει, δεν μπορούσα να κάνω κάτι, δηλαδή θα φύγω εγώ απ’ τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, επειδή αυτοί όλοι είναι μικρόμυαλοι και τώρα τα λούζονται, γιατί πολλοί τα λούζονται με τα ίδια τους τα παιδιά. Θα φύγω εγώ απ’ τον δικό μου τόπο, επειδή… Και μέχρι σήμερα με παίρνουν άνθρωποι που τότε με κατέκριναν: «Γιάννη, τι να κάνουμε; Έχει μπλέξει ο γιος μου, ξέρεις, με κακές παρέες. Βοήθα λίγο». Θα πάω, θα βοηθήσω, θα του μιλήσω. Όχι, θα φύγουν αυτοί αν θέλουν, εγώ θα μείνω, δεν το κουνάω από δω.
Βγαίνεις απ’ τη φυλακή, γνωρίζεις μια κοπέλα που σε ενδιαφέρει, προσεγγίζεις, φλερτάρεις. Πόσο γρήγορα θα της μιλήσεις για το ποιος είσαι;
Πολύ δύσκολο ήταν στην αρχή αυτό το πράγμα, πάρα πολύ δύσκολο, δηλαδή δύο φίλοι μου με βοήθησαν πάρα πολύ. Μετά, ξέρεις τι γίνεται; Αυτό που λέω, μετά από αυτό παίζουν ρόλο οι φίλοι σου, μετά, όχι αυτό που λέγαμε πριν, ότι με έμπλεξαν οι παρέες. Εγώ θα σου πω ότι με ξέμπλεξαν οι παρέες, κατάλαβες; Γνώρισα άτομα που δεν είχανε καμία απολύτως σχέση μ’ αυτά τα πράγματα, καμία απολύτως σχέση και δεν τους ένοιαζε κιόλας. «Είχα μπλέξει». «Εντάξει, δεν με νοιάζει, τώρα πίνεις;» «Όχι, δεν πίνω». «Εντάξει, χέστηκα, πάμε να πιούμε, πάμε να πιούμε ποτά». «Έτσι θα μιλήσεις, έτσι…», κατάλαβες; Δηλαδή μου λέγανε κιόλας τι να κάνω, τι να πω, πώς να το πω. Μετά υπήρχε… εντάξει, δηλαδή βγαίναμε, πίναμε, ξενυχτάγαμε, άλλη ζωή, εντελώς.
Τι αντιδράσεις συνάντησες, όταν μιλούσες γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής σου;
Εντάξει, έχω συναντήσει τώρα, σου λέω, να μιλάω με κοπέλα και να της κάνει η φίλη της… απέναντι να της κάνει νοήματα, να πηγαίνει αυτή και να εξαφανίζονται μέσα απ’ το μαγαζί, να φεύγουνε, να μην υπάρχουν. Εντάξει, αλλά τι να κάνεις, στο πρόγραμμα είναι κι αυτά, δεν πτοήθηκα–
Όταν μίλησες στη γυναίκα σου, εκείνη πώς αντέδρασε;
Η γυναίκα μου τα ήξερε, ήμασταν φίλοι πρώτα, τα ήξερε όλα αυτά, ας πούμε. Εντάξει, μετά πλέον, όταν βλέπουν ότι έχεις αλλάξει, δεν… δεν υπάρχει και λόγος να σκεφτεί ο άλλος… Εντάξει, το ’κανα, ρε φίλε, τελείωσε. Δεν βίασα, δεν σκότωσα, δεν έκανα κάτι που μπορεί να είναι επικίνδυνο σε μια ανθρώπινη ζωή, ας πούμε. Και αυτό που λέμε τα ναρκωτικά, σε εισαγωγικά, ποτέ μου δεν… δηλαδή ποτέ μου και δεν θα το ’κανα κιόλας ποτέ, δεν είμαι τέτοιο παιδί, να πήγαινα να σε πιάσω: «Έχεις πιει ποτέ σου;». «Όχι, δεν έχω πιει». «Ωραία, πιες, γιατί είναι κάτι πάρα πολύ ωραίο και...» Ποτέ μου! Ήξερα έπινες, ήξερες έπινα, μου έλεγες: «Ρε αδερφέ, μπορείς να μου δώσεις δέκα τσιγάρα;». «Πάρ’ τα», κατάλαβες; «Θα μου το πληρώσεις», αφού κι εγώ το πληρώνω, τζάμπα το παίρνω, ή το έχω στην αυλή μου; Το πλήρωνα, μου το πλήρωνες, αυτό.
Η φυλακή λειτούργησε όντως σωφρονιστικά, ή έπρεπε… Υπήρχε τότε η συζήτηση–
Για μένα υπήρχε–
Ότι ήσασταν ανήλικα.
Για μένα υπήρχε. Εγώ σωφρονίστηκα. Όχι απ’ τη φυλακή, όμως. Την έννοια της φυλακής, τα κάγκελα. Απ’ τους ανθρώπους της φυλακής και το ότι ήθελα να αλλάξω. Αν δεν θες, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα.
Η σκέψη ότι θα έπρεπε να υπήρχαν δομές εδώ απεξάρτησης, να σας διαχειριστούν αλλιώς, ότι η φυλακή δεν ήταν η λύση;
Σε μένα τώρα ήτανε, τώρα για άλλους δεν ξέρω. Κάθε άνθρωπος έχει και διαφορετικό μοτίβο απεξάρτησης. Εγώ θα σου μιλήσω για εμένα ότι, εντάξει, σίγουρα αν υπήρχε κάποια δομή εδώ πέρα στη Χίο, μόνο καλό θα μπορούσε να κάνει, μόνο καλό. Όχι φυλακή, κάποιο κέντρο απεξάρτησης, μόνο καλό θα μπορούσε να κάνει.
Πόσο εύκολη είναι η επανένταξη, η προσπάθειά σου να πεις: «Θα επιστρέψω στην κοινωνία, θα δουλέψω, θα…»;
Εντάξει, δύσκολα στην αρχή, σου λέω δεν έβρισκα δουλειά, δεν πληρώνανε κιόλας, ζούσα και δύσκολα, δεν είχα… άσ’ το. Πήγα σπίτι μου, δεν είχα κρεβάτι να μείνω, ζούσαμε σ’ ένα πολύ μικρό σπίτι, ρούχα δεν είχα να βάλω. Μπήκα μέσα 60 κιλά με τα ρούχα μου και βγήκα και ήμουνα 90. Δεν είχα ρούχα, δεν είχα παπούτσια, δεν είχα… δεν είχα τίποτα, μεταφορικό μέσο, δεν είχα τί-πο-τα, τίποτα.
[00:30:00]Άρα κάνεις μια αρχή από το μηδέν;
Απ’ το μείον, από το μείον, όχι απ’ το μηδέν. Απ’ το μηδέν θα ήταν καλά, απ’ το μείον. Χρώσταγα λεφτά, χρωστάω στην εφορία, άσ’ το, η οικογένειά μου δύσκολα πολύ, ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Δούλευα ντελιβεράς απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, έκανα κάποια στιγμή στη ζωή μου τρεις, τρεις δουλειές διαφορετικές.
Και γιατί αποφασίζεις αργότερα να ασχοληθείς επιχειρηματικά με την εστίαση;
Εντάξει, εγώ ήμουν πολύ κωλόφαρδος, ήμουνα κωλόφαρδος. Γιατί δούλευα, οι δουλειές που έκανα ήτανε… Τότε, ας πούμε, υπήρχε τότε που είχε έρθει πρώτο το Φαγί στη Χίο, να σου δώσω να καταλάβεις, και το delivery ήταν σε έξαρση. Εγώ δούλευα ντελιβεράς και όντας και αλάνι, να σ’ το πω σε εισαγωγικά, στην παλιά μου ζωή, τι έκανα; Οδηγούσα πάρα πολύ καλά, ήξερα πάρα πολύ κόσμο, ήξερα τους δρόμους και εκεί που πήγαινες εσύ δέκα παραγγελίες στη βάρδιά σου, εγώ πήγαινα σαράντα. Αλλά 1 ευρώ να έπαιρνα στην παραγγελία, τώρα σου λέω έκανα λεφτά, έπαιρνα μεροκάματο. Τώρα, εντάξει, δεν σου λέω στην αρχή που δούλευα… άσ’ το για τι ποσά. Έπαιρνα κάνα 40-50 ευρώ μεροκάματο, άλλα τόσα έκανα τρία χιλιάρικα τον μήνα μου, μάζευα λεφτά, δούλευα πάρα πολύ.
Η μαγειρική σ’ όλο αυτό;
Ο αδελφός μου ο μικρός με έπεισε, που ήταν μάγειρας, και μου λέει… μου πλήρωσε και τα δίδακτρα, και μου λέει: «Γιατί δεν πας να το δεις, αφού σ’ αρέσει;» ξέρω γω, ήμουν και στη φυλακή μάγειρας. Τέλος πάντων, πήγα, είδα ότι μου βγαίνει, δούλεψα στην αρχή κουζίνα, μου άρεσε και μετά… εκεί και που σου λέω ήμουν κωλόφαρδος. Έκανα, είχα… μετά απ’ αυτό είχα μια χαρτοπαικτική λέσχη, μαζί με έναν φίλο μου. Και εκεί παίζαμε, ξέρω γω κι αυτά, βγάζαμε κάποια λεφτάκια και έρχεται, μου τη ζητάει κάποιος να την πουλήσουμε. Την πουλάμε. Έχω γνωρίσει ήδη την κοπέλα μου, τη γυναίκα μου, που ήταν τότε φίλη μου και ήθελε και εκείνη να ανοίξει μαγαζί, και έβαλα εγώ τα δώδεκα, έβαλε και εκείνη και κάναμε το Pacman, έτσι; Πήγε πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ καλά. Έρχεται ο κορονοϊός, τα delivery χαμός, παίρνουμε και τις επιστρεπτέες και μετά κάνουμε το Tipi. Κάνουμε το Tipi, πάει πάρα πολύ καλά και το Tipi, γίνεται χαμός. Και ξεκινάμε μετά, κάνουμε εδώ, πουλάω το Pacman, παίρνω κάποια λεφτά και ήτανε τώρα όλο αυτό αλληλένδετο. Σου λέω, ήμουνα τυχερός, γιατί υπήρξαν, πέσαν κάποιες συγκυρίες, το ότι η Κατερίνα έψαχνε να κάνει και εκείνη μαγαζί, το ότι έπεσε ο κορωνοϊός, το ότι μου ζήτησαν να πουλήσω τη λέσχη, όλα αυτά, ήμουν πάρα πολύ τυχερός, είχα και λίγο άστρο, το διαχειρίστηκα και όμορφα και είμαστε εδώ και είμαστε μια χαρά.
Άρα ο κόσμος στηρίζει, δεν είναι ότι γυρνάει την πλάτη;
Όχι. Εντάξει, υπάρχουν και κάποιοι κλειστόμυαλοι που δεν τους θέλω κιόλας για πελάτες μου, δεν… δεν τους χρειάζομαι καν.
Είσαι και μπαμπάς, έχεις μια κορούλα.
Ναι, έχω μια κορούλα.
Σκέφτεσαι ότι κάποια στιγμή θα θέλεις εσύ να μιλήσεις στην κόρη σου για όλο αυτό;
Κοίτα, γενικά δεν… είμαι πολύ ανοιχτόμυαλος. Θέλω να της συζητήσω, πιο πολύ όμως για να… για το τι να προσέχει, όχι για να της πω… Θα ήθελα… γιατί, αν της πω τώρα όλα αυτά που έχω περάσει, σίγουρα θα με βλέπει και λίγο… σαν να με λυπάται, να σ’ το πω. Όταν ξεκινήσει και καταλαβαίνει, πλέον στα 15, 14, 16, 17, 18, λέω… και αν είμαι και εγώ κουρασμένος μετά από τόσες δουλειές, θα έχω καταπέσει κιόλας, μπορεί να με βλέπει και λίγο και να λέει, ξέρεις: «Κρίμα ο μπαμπάς μου, έχει περάσει όλα αυτά». Όχι, δεν θέλω, θέλω να της τα πω, απλά για να καταλάβει τις δυσκολίες που υπάρχουνε στη ζωή και ότι υπάρχει και αυτή, και η καλή μεριά, υπάρχει η κακή μεριά, και τα σκοτεινά σημεία λίγο να προσέξει, αυτό.
Τι μπορείς να πεις εσύ, ως γονιός, για να προστατεύσεις αργότερα, για να αποτρέψεις; Είναι κάτι θα μπορούσαν να σου είχαν πει και σένα τότε και να σε είχαν κρατήσει μακριά;
Το λέω μέχρι και σήμερα, με πολύ κόσμο μιλάω γι’ αυτό το πράγμα, που δεν μου τα λέγανε εμένα τότε. Θέλει πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, θέλει… Παραμονεύουν σε κάθε… σε κάθε γωνία τα ναρκωτικά. Φυτρώνουνε λες και είναι μανιτάρια, έτσι; Θέλει μεγάλη προσοχή, θέλει να μιλάς με το παιδί, δεν θέλει φωνές, δεν θέλει φασαρίες, θέλει διάλογο, να συζητάς. Και αν το κάνει, και έρθει η ώρα να το κάνει… πρώτ’ απ’ όλα, το καλό είναι η πρόληψη, να μη γίνει, αλλά αν γίνει, πρέπει να συζητήσεις μαζί με το παιδί τον λόγο που έγινε και να απευθυνθείς σε έναν ειδικό, γιατί εμείς δεν είμαστε ειδικοί, έτσι; Όπως όταν πεινάς, θα έρθεις σε μένα να σου μαγειρέψω και δεν θα πας σε έναν ηλεκτρολόγο να σου μαγειρέψει, έτσι όταν το παιδί σου μπλέξει μ’ αυτά, πρέπει να πας σε κάποιον που γνωρίζει αυτό για να μπορέσεις να το… να το προλάβεις. Είναι σαν αρρώστια. Έχεις καρκίνο; Θα πας σε έναν ογκολόγο. Είσαι τυφλός; Θα πας σ’ έναν οφθαλμίατρο. Δεν τα μπλέκεις ποτέ αυτά μεταξύ τους, αυτό.
Αν μπορούσες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, εσύ τι θα άλλαζες;
Τίποτα δεν θα άλλαζα, τίποτα δεν θα άλλαζα. Δεν θα ήθελα να είχα κάποιες… να στεναχώραγα την οικογένειά μου, ας πούμε. Ας ήμουν μόνος μου για να τα έκανα, να μην έτρωγε αυτήν την πίκρα η μητέρα μου, η γιαγιά μου, τα αδέρφια μου, όλη μου η οικογένεια. Σίγουρα θα ήθελα να έχω τον μπαμπά μου μαζί μου σε όλο αυτό, αλλά δεν θα άλλαζα τίποτα. Είμαι όλα αυτά που έχουν γίνει τότε, είμαι αυτό που είμαι σήμερα, όλα, το παραμικρό, αυτό.
Κλείνοντας, κάτι που θέλεις εσύ να προσθέσεις;
Τίποτα, αυτό, το ότι θέλει πείσμα, έτσι; Πείσμα. Τους στόχους σου να κάνεις focus, να ακολουθείς, έτσι; Θέλεις ανθρώπους δίπλα [00:35:00]σου, μόνος σου δεν μπορείς. Θέλει φιλίες δυνατές, καθαρές. Αν μπορείς να τραβήξεις τους φίλους σου μαζί σου, να κάνεις πράγματα μαζί τους, καλώς. Αν δεν μπορείς, βοήθα όσο μπορείς. Και γενικά όλο το καλό αυτό που κάνεις, κάποια στιγμή στη ζωή σου θα σου επιστραφεί πίσω. Οικογένεια, φίλοι είναι μια καλή συνταγή για να προχωρήσεις μπροστά και να κάνεις πράγματα, αυτό.
Σε ευχαριστώ πολύ, καλή συνέχεια σε όλα.
Να είσαι καλά.