Σαμαρτζής, πεταλωτής, μάγειρας, ερασιτέχνης κτηνίατρος: Ο πολυσχιδής βίος ενός 95χρονου πρόσφυγα απ' τη Μικρασία

Μ.Γ.

[00:00:00]Καλησπέρα κύριε Θωμά.

Θ.Τ.

Καλησπέρα σας. Καλωσορίσατε στον τόπο μας και καλά να περάσετε σε όλη αυτήν τη δουλειά που κάνετε.

Μ.Γ.

Ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Θ.Τ.

Και έχετε το ελεύθερο να με ρωτήσετε σε ό,τι θέλετε και εγώ να σας απαντήσω, αν ξέρω και αν μπορώ. Διότι λόγω της ηλικίας μου δεν πρέπει να με παρεξηγήσετε. Θα σας την πω την ηλικία μου. Και είναι 95 χρόνων. Και σε όλα μαζί αυτά που έχω περάσει, λίγο μπορεί να κάνω και λάθη και να μην παρεξηγήσετε λόγω της ηλικίας μου.

Μ.Γ.

Δεν παρεξηγούμε.

Θ.Τ.

Και πέστε μου τώρα, αναμένω, σε τι θέλετε να σας πω.

Μ.Γ.

Αρχικά να μου πείτε λίγα λόγια για σας. Πού γεννηθήκατε;

Θ.Τ.

Να σας πω λίγα λόγια για μένα. Πρώτα πρώτα, οι γονείς μου ήταν Μικρασιάτες, ήταν από τη Μικρά Ασία. Μεταξύ Εγνούσας, Χίου και Πελοποννήσου. Εκαθόμαστε, λοιπόν, στην Πελοπόννησο και εκεί οι γονείς μου απέκτησαν ένα παιδί, πρώτα ένα κορίτσι πιο μεγάλο από μένα και μετά απέκτησαν εμένα. Αλλά στον τόπο που είμαστε –είμαστε στη Νέα Κίο Άργους– που ήτανε όλοι Μικρασιάτες εκεί πέρα, και κατά σύμπτωση, υπήρχε, στην περιοχή όλη αυτή, υπήρχε ελονοσία. Γεννήθηκα λοιπόν εγώ και δυστυχώς γεννήθηκα και με την ελονοσία μαζί. Αφού επέρασα ένα χρόνο, με πήγαινε ο πατέρας μου στους γιατρούς, με πήγαινε οπουδήποτε να ήτανε και μου δίνανε χάπια, μου δίνανε ενέσεις, μου δίνανε ξέρω γω. Δεν γινόμουνα καλά. Μέρα παρά μέρα είχα 40 πυρετό. Μια μέρα λοιπόν, πάει πάλι στο γιατρό ο μπαμπάς μου και μου λέει: «Κοίταξε», του λέει του πατέρα μου ο γιατρός, «κοίταξε», λέει, «Κώστα, το παιδί σου να το πάρεις, να φύγεις από εδώ, διότι θα το χάσεις με την ελονοσία. Με αυτό που έχει δεν μπορεί να κάτσεις εδώ πέρα». Τί να κάνει ο μπαμπάς μου; Εδώ ήταν οι γονείς της μητέρας μου. Είχε έρθει κι εκείνη από τη Μικρά Ασία και εκείνοι καθίσαν εδώ, στη Βολισσό. Αφού λοιπόν με φέρανε εδώ πέρα η ελονοσία συνέχιζε και με μάστιζε τόσο πολύ που δεν μπορούσα να ησυχάσω, μέρα παρά μέρα. Έγινα μέχρι 10 χρονών και εκεί παιδευότανε και οι γονείς μου και εγώ. Μια μέρα λοιπόν, λέει μια γυναίκα της μητέρας μου: «Μαρία, πάρε», λέει, «το παιδί σου και πήγαινέ το στον Άγιο Γιάννη τον Πρόδρομο. Κοίταξε», λέει, «πού υπάρχει και άμε το, να πάει να δέσει το παιδάκι σου», λέει, «μια κλωστή σαν το μπόι του, μπαμπακερή και να πει στην εικόνα τις εξής λέξεις». Πάει λοιπόν, πράγματι, πάω, με πηγαίνει στη Μονή Μουνδών, η οποία εξεκίνησε και από τη Βολισσό αυτή η Μονή Μουνδών και έγινε εις την περιοχή των Διευχών. Πάω λοιπόν στην εικόνα –το λέω και συγκινούμαι– δένω μια κλωστίτσα σαν το μπόι μου, και είχε αν σου πω και χίλιες κλωστές δεμένες απάνω. Κάνω τον σταυρό μου, φυλάω την εικόνα και λέγω: «Άγιε μου Γιάννη μου, όπως λιώνει η κλωστή να χαθεί και η ελονοσία, η θέρμη από πάνω μου». Κλωστή ήτανε και εκόπηκε. Ούτε με ξανάπιασε αυτή η ελονοσία. Είμαι 95 χρονών, μέχρι σήμερα, δεν με ξανάπιασε. Που λένε κάνουν θαύματα οι άγιοι, υπάρχουνε οι άγιοι, δεν υπάρχουν. Αυτά όλα τα λένε. Ο καθένας ό,τι θέλει. Εγώ όμως τον πιστεύω και τον προσκυνώ μέχρι σήμερα και όχι μόνο τον Άγιο Γιάννη. Και πηγαίνω στη χάρη του. Έκανα και 15 χρόνια, έκανα επίτροπος σε αυτό το μοναστήρι. Και εμαγείρευα κιόλας. Με καζάνια, έκανα πιλάφι να ταΐσω 300, 400, όσα άτομα ερχότανε. Επήγαινα και εμαγείρευα και τάιζα τους ανθρώπους. Όχι μόνος μου. Αλλά εγώ ήμουνα ο αρχιμάγειρας. Εγώ ήμουνα. Πενήντα κιλά ρύζι έψηνα, το έκανα πιλάφι, με φασόλια, με ρεβίθια, μου τα δίνανε οι άνθρωποι και το λάδι και το ρύζι και τα κρεμμύδια και οτιδήποτε έβαζα μέσα μου τα δίναν δωρεά οι άνθρωποι. Τα ζητούσα: «Ό,τι θέλεις Θωμά, ό,τι θέλεις για τον Άγιο Γιάννη, ό,τι θέλεις». Και μου τα δίνανε δωρεάν και έκανα το πιλάφι σε καζάνια μεγάλα. Σας έδειξα την φωτογραφία, εκεί είναι σε άλλο πανηγύρι πάλι. Και τέλος πάντων, μέχρι σήμερα δεν με έχει πιάσει η ελονοσία ποτές.

Μ.Γ.

Πώς ήταν τα χρόνια που ήσασταν παιδί εδώ στη Χίο;

Θ.Τ.

Τα χρόνια που ήμουνα παιδί ήτανε πιο ήσυχα, πιο καλά. Δεν είχαμε απαιτήσεις τόσες πολλές όσα έχουνε σήμερα τα παιδιά. Που το βλέπεις κάθε πρωί που θα φύγει από το σπίτι να πάει στο σχολείο θα έχει και το φράγκο στο χέρι. Εμείς δεν είχαμε φράγκο τότες στο χέρι. Είχαμε όμως τα συκαλάκια και τα κουντουρούδια.

Μ.Γ.

Τα χαρούπια.

Θ.Τ.

Τα χαρούπια στην τσέπη μας και επηγαίναμε σχολείο. Και ό,τι ώρα θέλαμε τρώγαμε ένα χαρουπάκι και το βλέπαμε για σοκολάτα. Τρώγαμε ένα συκαλάκι… Και θα μου πεις πώς το έχεις εδώ πέρα αυτό; Το έχω όμως διότι επήρα τον σπόρο από μέσα και το έχω σπαρμένο και έχω άμα θέλεις να σου δώσω να φυτέψεις σε κανένα χωράφι διότι είναι ωφέλιμο και αυτό το πράγμα. Σιγά σιγά θα λείψουνε όλα. Εφόσον εγκαταλείφτηκε η γη, θα λείψουνε σιγά σιγά όλα.

Μ.Γ.

Προσπαθούνε οι νέοι κάτι να κάνουνε.

Θ.Τ.

Προσπαθούνε, προσπαθούνε αλλά θέλουν βοήθεια. Δεν τους βοηθάει κανένας. Το κράτος αν τους βοηθήσει, έχει καλώς. Βλέπουμε πολλές φορές τώρα που κόβουνε τα φρούτα, κόβουνε αυτά τα πράγματα, ξέρω γω… Δεν μπορούνε να τα… Είναι και η ατμόσφαιρα τέτοια που δεν τα κάνει τόσο γερά όσο εκείνη την εποχή. Τέλος, αυτά.

Μ.Γ.

Και μεγαλώνοντας;

Θ.Τ.

Μεγαλώνοντας, σιγά σιγά, στον δρόμο ήταν, ήρθε ο πόλεμος του ’40. Άμαν ήρθε ο πόλεμος του ’40, έφυγαν οι άνθρωποι όλοι και πήγαν στην Αλβανία, να πολεμήσουνε, όσοι μπορούσαν.

Μ.Γ.

Εσείς τι ηλικία ήσασταν;

Θ.Τ.

Εγώ ήμουνα παιδί, δέκα, έντεκα χρονών παιδί, και μια μέρα βλέπουμε λοιπόν, είπανε ότι τελείωσε η Αλβανία, επέσαν οι Γερμανοί να έρθουνε να κάνουν τον πόλεμο. Εμείς δεν τους αφήσαμε. Το μόνο κράτος που έκανε αντίσταση για να έρθουνε οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Αλλά οι Γερμανοί πιο πολλοί, πιο γεροί… Πιο γεροί δεν ήτανε, αλλά είχανε τα μέσα. Κι έτσι ήρθανε και στη Βολισσό, όταν εκαταλάβανε την Ελλάδα, ήρθανε και στη Βολισσό και κατά σύμπτωση ήμουνα στην πλατεία. Από δω πάνω λοιπόν έρχονται καμιά τριανταριά, πενήντα. Από τον άλλο δρόμο άλλοι πενήντα, από τον άλλο δρόμο άλλοι πενήντα. Πάνε μέσα στην πλατεία, στήνουν τα πολυβόλα… Εμείς λοιπόν τους εβλέπαμε που να… Ντάγκου ντούγκου, ρίχνανε στο βουνό ντουφεκιές με τα πολυβόλα. Μας βγάζουν απ’ το σχολειό, ήμουν Δ' τάξη. [00:10:00]Μας βγάζουν απ’ το σχολειό και το κάνουν κατοικία. Σ’ αυτό το αναμεταξύ είχε πέσει μια ελονοσία εδώ στην Βολισσό σαν το κορονοϊό τώρα καλή ώρα. Μεταξύ αυτών, έπιασε και τον πατέρα μου, 38 χρονών παλικάρι. Τον πάμε στο νοσοκομείο και τι, δεν είχε ούτε αυτοκίνητα ούτε αυτά. Τον βάζουμε σε ένα μουλάρι απάνω, αυτά που θυμούμαι. Και τον πήρε ο αγωγιάτης λοιπόν με την μητέρα μου και τον πήγανε στο νοσοκομείο. Τον είχανε στο νοσοκομείο, έκατσε πέντε μέρες, έκατσε δέκα μέρες, δεν είχε φάρμακα, δεν είχε τίποτα. Τι ήτανε; Είχανε πάθει πνευμονία καμιά δεκαπενταριά εδώ στη Βολισσό και πεθάνανε. Πεθαίνει και ο πατέρας μου. Κι είμαστε πέντε αδέρφια, κι ο μεγαλύτερος εγώ, η αδερφή μου και μετά εγώ. Τι να κάνομεν; Πώς να ζήσομεν; Και στην κατοχή, μέσα στο… Τότες έπρεπε να βοηθήσω και την μητέρα μου, διότι εδούλευε η μητέρα μου να μας φέρει φαγητό, να μας φέρει… Πήγαινα, λοιπόν, στα μεροκάματα να μαζέψουμε ελιές, να ρίξουμε ελιές, ανέβαινα πάνω στα δέντρα να ρίξουμε αμύγδαλα και το βράδυ με πλέρωναν οι άνθρωποι. Στο μεταξύ, εδώ στη θάλασσα, είναι κοντά, και είχε τράτες που έβγαζαν ψάρια. Σαν παιδί που ήμουνα, επήγαινα κι εγώ και βοηθούσα. Εν τω μεταξύ με λυπούνταν: «Έλα ορφανό, έλα ορφανό παιδάκι να σου δώσω ψάρια να φάτε με τα αδερφάκια σου». Πήγαινα λοιπόν, έφερνα ψάρια στο χωριό να φάμε. Περάσαμε αυτήν την τέχνη, αυτήν την δουλειά, αυτήν την ταλαιπωρία μέχρι που να φύγουν οι Γερμανοί. Εφύγαν οι Γερμανοί, εμεγάλωσα, έγινα δεκαπέντε-δεκάξι χρονών, λέω: «Μαμά, εγώ θα πάω να μάθω καμιά τέχνη». Λέει: «Ό,τι θέλεις παιδί μου», μα εγώ μόνος μου θα μπορέσω; Λέω: «Θα μου δίνει», λέω εγώ, «είναι ένας θείος μου που κάνει σαμάρια και θα μου δίνει», λέω εγώ, «κάνα εικοσάρικο την βδομάδα. Γιατί έχει», λέω, «πολλά ζώα ο τόπος μας». Είναι άλλα είκοσι χωριά από δω κι απάνω… εικοσιπέντε. Κι όλα ερχόνταν εδώ στη Βολισσό να ψωνίσουνε και να πάρουνε, να κάνουνε τις δουλειές τους, να πεταλώσουνε, να φτιάξουν τα σαμάρια, να αγοράσουνε τροφές, να κάνουν, να δείξουνε. Και μετά πηγαίναν στα χωριά τους. Έφυγα λοιπόν, επήγα στο θείο μου κοντά και έκατσα και έπιασα χωρίς να πάω σε μάστορα, μονάχος μου. «Ό,τι νομίζεις», μου λέει, «Θωμά κάνε κι εγώ θα σου δίνω είκοσι δραχμές την βδομάδα». Εκτός αυτού, μου δίναν και οι πελάτες κανά φραγκάκι, κάνα ταλιράκι, κάνα ξέρω εγώ, που τους βοηθούσα. Εκάναμε λοιπόν, έμαθα την τέχνη αυτή και σιγά σιγά είχα κι άλλον μαζί μου μέσα σ’ αυτήν την τέχνη και μου έλεγε: «Αν θες Θωμά θα ανοίξουμε μονάχοι μας, θα κάνουμε μαγαζί δικό μας». Λέω: «Ναι, πώς; Θα μπορέσουμε όμως;». Συνάμα, η μητέρα μου, επειδή ήταν κι αυτός Μικρασιάτης, κρυφά από μένα και κρυφά από όλους, τον είχε ψήσει να τον κάνει γαμπρό. Αφού λοιπόν σιγά σιγά μου το είπε και μένα, μου λέει: «Βρε συ έτσι κι έτσι, αφού δουλεύετε μαζί και σου είπε να ανοίξει και δουλειά, εγώ του είπα να τον κάνουμε γαμπρό, να του δώκουμε την Ζαφείρα μας». Κι εγώ: «Εντάξει, άμαν είναι, είναι καλός άνθρωπος, είναι έτσι». Κι έτσι, τον κάναμε γαμπρό και φύγαμε και ήρθαμε και ανοίξαμε δικό μας μαγαζί, αλλά ούτε σπίτι είχαμε, ούτε μαγαζί είχαμε, ούτε τίποτα. Νοικιάσαμε ένα μαγαζί, τέλος πάντων. Από το 1949. Εκείνος, όμως, εδώ στο σχολείο ήτανε τριτάξιο γυμνάσιο, και είχε πάει μια τάξη. Εν τω μεταξύ, επήγαινε και με τον παπά μαζί και έψαλε, έμαθε την ψαλτική. Κι εγώ πήγαινα με τον παπά και τα της εκκλησίας τα ξέρω κι εγώ και με ζητήσαν να γίνω και παπάς αλλά δεν είχα το ενδειχτικό του σχολείου, του δημοτικού. Αλλιώς θα ήμουνα παπάς τώρα. Τέλος πάντων. Τι κάνει εδώ; Επειδή ήτανε πρώτης γυμνασίου δεν τον εκάνανε. Φεύγει και πάει στην Καστοριά. Αφήνει το μαγαζί που δουλεύαμε, τ’ αφήνει μονάχο και πάει στην Καστοριά και γίνεται παπάς. Από κει κατεβαίνει στην Αθήνα, από την Αθήνα πάει στην Κόρινθο, απ’ την Κόρινθο πάει, ξαναγύρισε στην Αθήνα κι έκατσε στην Αθήνα πια. Εκεί εδούλεψε καλά. Τέλος πάντων. Εγώ όμως εν τω μεταξύ, άλλαξε η ζωή, άλλαξε. Οι εποχές αλλάξανε. Οι Γερμανοί εφύγανε, είπαμε, και εδώ οι άνθρωποι σιγά σιγά αφού απελευθερωθήκαμε, άρχισαν και έφευγαν και πήγαιναν στο εξωτερικό, στην Αθήνα, εδώ εκεί, διότι είχανε βαρεθεί πια τη ζωή την γεωργικιά. Από δω όμως ζούσανε, η γεωργικιά ζωή, και ήτανε πολύ καλά. Τέλος πάντων, αφού εφύγαν οι άνθρωποι τώρα εγώ τι να κάνω; Εν τω μεταξύ, την μαγειρική την εδούλευα διότι είχα την ευκαιρία με τα σαμάρια και έφευγα και πήγαινα και δούλευα και… Λέω εγώ: «Θωμά αφού λιγόστεψε η δουλειά τώρα, τα σαμάρια, εφύγανε τα ζώα, τι θα κάνεις;». Εν τω μεταξύ, παντρεύτηκα κιόλας, αποκτάω δυο κορίτσια. Τα δυο μου κορίτσια επήγανε στο πανεπιστήμιο. Έπειτα εχώρισα. Τα παιδιά μου τα σπούδασα όμως, η μία δασκάλα και η άλλη δημοσιογράφος και επαντρευτήκανε κιόλας εκεί απάνω. Παίρνω άλλη γυναίκα. Παίρνω άλλη γυναίκα και πηγαίνοντας προς την Αγία Μαρκέλλα παίρνουμε φωτιά και χάνω κι εκείνη την γυναίκα. Κι έμεινα μόνος μου. Εν τω μεταξύ, εγώ δεν έπαψα να δουλεύω. Τι να κάνω; Ένας φίλος μου ήτανε στα καράβια μέσα. Μου λέει: «Θωμά έρχεσαι;». «Έρχομαι». Φεύγω και πάω με τα τουριστικά και μπαίνω δεύτερος μάγειρας, κι έχω και το χαρτί που μου έδωκε ο καπετάνιος. Και δούλευα λοιπόν δεύτερος μάγειρας και έκανα δέκα χρόνια κι εκεί. Ερχόμουν εδώ τον χειμώνα, εκάθιζα. Μετά τον Μάρτη επήγαινα μέχρι τον Νοέμβρη. Παίρναμε τους τουρίστες από την Ανκόνα της Ιταλίας και τους πηγαίναμε σε διάφορα κράτη. Όλα τα κράτη της Μεσογείου τα έχω γυρίσει. Έπειτα όμως εμεγάλωσα, εβαρέθηκα να πηγαίνω και στο αυτό. Εν τω μεταξύ, τα εργαλεία, τα πράγματα, όλα ακόμα τα είχα και τα έχω. Και αν φύγω απ’ την ζωή να δούμε ποιος όπου είναι θα τα πάρουν ο ένας κι ο άλλος.

Μ.Γ.

Θα πάνε στο μουσείο.

Θ.Τ.

Στο μουσείο, ποιος; Δεν έχουνε. Εγώ έχω εδώ πέρα τόσα πράγματα και δεν μπορούν να τα… Τους λέγω: «Πάρτε τα να τα βάλετε κάπου» και ούτε ένα δωμάτιο δεν έχουνε να τα βάλουνε στο μουσείο.

Μ.Γ.

Τα ταξίδια πώς ήτανε;

Θ.Τ.

Τα ταξίδια ήτανε πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά. Διότι ήταν τουριστικό, είπαμε. Επαίρναμε χίλια άτομα. Είμαστε δεκαοχτώ, είκοσι μαγείροι μέσα. Δουλεύαμε πολύ ωραία και έκανα και λεφτά. Τέλος πάντων, έπαιρνα καλό μεροκάματο. Αλλά ύστερα την εβαρέθηκα και αυτήν την δουλειά. Λέω εγώ: «Θωμά κάτσε στην στεριά σου, και πάρε τη σύνταξή σου και κάτσε εδώ πέρα». Και παίρνω τώρα μια σύνταξη του ΤΕΒΕ και παίρνω κι άλλα του ΟΓΑ. Αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν τίποτα πια. Είχε χίλια ζώα η Βολισσό μόνο, εκτός τα άλλα ζώα που ερχόντανε από τα χωριά και διορθωνόντανε. Και τώρα κάθομαι και τίποτα δεν κάνουμε πια.

Μ.Γ.

Είναι να ξεκουράζεστε τώρα.

Θ.Τ.

Αλλά τώρα είναι και η ηλικία για ξεκούραση.

Μ.Γ.

Ναι. Στα χρόνια των Γερμανών ήτανε δύσκολες οι καταστάσεις;

Θ.Τ.

Όχι. Γιατί; [00:20:00]Γιατί εδώ ήτανε οι άνθρωποι καλοί και δεν γυρεύανε να τους κάνουνε τίποτα. Μη βλέπεις αλλού που κάνανε εγκληματικά πράγματα, σφάζανε, σκοτώνανε τους ανθρώπους. Κάτι τους κάμνανε και αναγκαστικά… Εδώ απολύτως δεν επείραξαν κανέναν.

Μ.Γ.

Το έχω ξανακούσει αυτό, ότι στη Χίο ήταν οι πιο ευνοημένοι.

Θ.Τ.

Επέρασαν την πιο καλή τους εποχή. Βέβαια. Αλλά τα γνώρισα κι αυτά τα πράγματα, είπαμε, και τους κατακτητές γνωρίσαμε. Έτσι, η ζωή αυτή ήτανε.

Μ.Γ.

Στη μαστίχα δουλέψατε καθόλου; Στα μαστίχια;

Θ.Τ.

Όχι, δεν δούλεψα διότι ήταν άλλη περιοχή αυτή και άλλη περιοχή εμάς εδώ απάνω. Εμάς ήτανε ελαιοπαραγωγικός τόπος. Το περισσότερο λάδι απάνω στη Χίο το έκανε η Βολισσός. Και ήτανε σαν ημιπρωτεύουσα να πούμε των βορειοχώρων. Ήτανε ωραίος. Η ζωή πολύ καλή. Η ζωή πολύ καλή, αφότου έγιναν και τα αυτοκίνητα, άρχισαν οι δρόμοι και φτιαχνόντανε, κάνανε, πηγαινοερχόντανε αυτοκίνητα. Ετότες άρχισαν και οι άνθρωποι και φεύγανε. Τα εγκαταλείψανε, όλα τα σπίτια είναι εγκαταλειμμένα. Είχε τέσσερις χιλιάδες κατοίκους η Βολισσός. Από τέσσερις χιλιάδες κατοίκους, δεν γινόταν τίποτα. Η Βολισσός ήτανε ένα μέρος… Πρώτα πρώτα δεν ήταν εδώ πέρα έτσι μαζεμένη. Ήτανε, να πούμε και για την Βολισσό, ήτανε χωριουδάκια χωριουδάκια σκορπισμένα κι επειδή τους ενοχλούσανε οι πειρατές, ερχόνταν και τους παίρναν τα ζώα τους και τους ίδιους ακόμα κλέβανε, τους πηγαίναν και τους πουλούσανε. Αναγκαστήκαν να έρθουνε να κάνουνε αυτό το χωριό. Και αυτό το χωριό, κάθε σπίτι, κάθε οικία που χτιζότανε, ο εξωτερικός τοίχος ήτανε υποχρεωμένος να ακουμπήσει το ένα σπίτι απάνω στο άλλο. Και ο εξωτερικός τοίχος τον είχανε για καστρότοιχο. Κι είχε πόρτες η Βολισσός και το βράδυ έκλειναν και την ημέρα άνοιγαν, όπως στα κατόχωρα έχουνε πόρτες, έτσι και η Βολισσός είχε πόρτες κι εδώ σε αυτήν την περιοχή που κάθομαι εγώ υπήρχε μια ξυλόπορτα και έχει βγει η περιοχή όλη αυτή, τώρα: «Πού θε να πας;». «Θα πάω στην ξυλόπορτα». Λέγεται ξυλόπορτα. Κι έπειτα ξέραμε ότι την Χίος την είχαν καταλάβει πολλά κράτη. Οι Γενοβέζοι ήρθαν και έχτισαν το κάστρο και οι Βυζαντινοί το αποτελείωσαν και γι’ αυτό στέκεται το κάστρο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Τον καιρό που ήρθανε, είπαμε ότι ήταν χωριουδάκια χωριουδάκια, συνεννοηθήκαν και ήρθανε και κάναν το χωριό, τη Βολισσό, εδώ απάνω στα βουνά για να έχουνε και περιθώριο να βλέπουνε την θάλασσα. Γι’ αυτό ήρτανε σε πέντε λόφους, σε πέντε λόφους και έχτισαν την Βολισσό. Ύστερα όμως που επεκτεινότανε, χαλάσανε και τους τοίχους, χαλάσανε και τις πόρτες και υπάρχουν ακόμα τα σημάδια των πορτών, υπάρχουνε.

Μ.Γ.

Άρα ήταν ένα γεωργικό χωριό η Βολισσός.

Θ.Τ.

Γεωργικό, βέβαια. Μα το είπαμε απ’ την αρχή ότι ήτανε κτηνοτροφικό και γεωργικό χωριό.

Μ.Γ.

Επειδή είναι πάνω στο βουνό.

Θ.Τ.

Κάθε άνθρωπος είχε τα ζώα του, είχε ένα μουλάρι και έναν γάιδαρο. Είχε και δέκα, είχε δυο τρία βούδια. Κάθε οικογένεια είχε καμιά δεκαριά κατσικοπρόβατα. Απ’ αυτά ζούσανε. Δεν ζούσανε από άλλο τίποτα.

Μ.Γ.

Και τις ελιές.

Θ.Τ.

Και τις ελιές και τα αμύγδαλα και όλα. Βγάζανε χιλιάδες αμύγδαλα, χιλιάδες κιλά… Γεια χαρά, καλημέρα. Χιλιάδες κιλά βγάζανε πρώτα. Πολύ, ναι, στο λάδι, οι πρώτοι απάνω στη Χίο.

Μ.Γ.

Το σπίτι σας ήταν εδώ;

Θ.Τ.

Όχι. Το σπίτι μας, δεν είχαμε σπίτι. Εμέναμε όπου μας δίνανε. Τότε τον καιρό που ήρταν οι γονείς μου, όπου του δίνανε σπίτι έμενε. Αυτό το έκανα εγώ πια αφότου παντρεύτηκα, αφότου μεγάλωσα, αφότου έκανα το μαγαζί. Αγόρασα το χωράφι, έκανα… Έχω κι άλλο παρακάτω. Έχω ένα δωμάτιο να δώκω της μιανής κι άλλο δωμάτιο της αλλονής κόρης να δώσω.

Μ.Γ.

Οι γονείς σας, η μητέρα σας δούλευε;

Θ.Τ.

Δούλευε. Αφού ήτανε χήρα με πέντε παιδιά. Είκοσι οχτώ χρονών ήτανε όταν εχήρεψε. Τριάντα οχτώ ήταν ο πατέρας μου, είκοσι οχτώ χρονών ήταν η μάνα μου με πέντε παιδιά. Σκέψου. Και να μην υπάρχει ούτε χωράφι, ούτε σπίτι, ούτε τίποτα. Μικρασιάτες είπαμε και δεν είχανε ούτε μια πιθαμή γη. Σιγά σιγά τα κάναμε εμείς αφότου μεγαλώσαμε πια και…

Μ.Γ.

Έχετε ξαναπάει στην Πελοπόννησο ποτέ;

Θ.Τ.

Έχω. Εκεί, στρατιώτης επήγα εκεί.

Μ.Γ.

Πώς ήτανε;

Θ.Τ.

Διαφορετικά, διαφορετικά. Διαφορετικά. Αλλά κι εκεί, τον καιρό που πήγανε, γεωργοί ήτανε. Τους δώσανε ένα σπίτι και ένα χωράφι δώδεκα στρέμματα, τους είχανε δώσει. Και του πατέρα μου. Αφότου φύγαμε τα πήρε το κράτος πάλι.

Μ.Γ.

Υπάρχει κάτι που θυμάστε από την δουλειά σας ως πεταλωτής που σας έχει κάνει εντύπωση ή που θυμάστε πάρα πολύ έντονα; Μία ιστορία;

Θ.Τ.

Το μόνο που θυμούμαι, που μού ‘δωκε μια κλωτσιά ένα μουλάρι και μου τρύπησε τ’ αυτί μου. Τίποτ’ άλλο. Τα άλλα όλα ήτανε πολύ… Άλλα ούτε έπαθα και τίποτα. Μου τρύπησε τ’ αυτί, πήγα στο γιατρό, μου το έφτιαξε, τελείωσε. Άλλο τίποτα, κούραση και τίποτ’ άλλο. Την κούραση που θυμούμαι.

Μ.Γ.

Ωραία δουλειά όμως.

Θ.Τ.

Ωραία δουλειά αλλά δύσκολη δουλειά γιατί απάνω σε ζωντανό βάζεις καρφιά.

Μ.Γ.

Πονάνε;

Θ.Τ.

Όχι, δεν πονάνε, διότι άμα πάει απάνω στο αυτό πονάει. Ενώ το βάζεις απάνω στο νύχι, όπως εμείς έχουμε τώρα το νύχι μας, όταν το κόβουμε πονάμε; Όχι. Το ίδιο είναι και το ζώο. Του κόβαμε το νύχι και απάνω στο νύχι εβάζαμε το καρφί.

Μ.Γ.

Και φτιάχνατε και τα σαμάρια;

Θ.Τ.

Τα σαμάρια τα φτιάχναμε ύστερα αυτό. Βέβαια, τα φτιάχναμε και τα σαμάρια με την βελόνα, με τα καρφιά, με τα… Κοίταξε τώρα, να πάρεις ξύλα, αυτά που έχω δίπλα και τα έχω επίτηδες για φωτογραφία, να τα πάρεις από κορμό δέντρου και να το κάμεις μπιμπελό. Να το κάνεις μπιμπελό.

Μ.Γ.

Και τα παιδιά; Οι κόρες σας έρχονται;

Θ.Τ.

Έρχεται η μικρή μου κόρη, η μεγάλη δεν έρχεται. Η μικρή έρχεται. Εχτές με πήρε τηλέφωνο, μου λέει: «Μπαμπά, έχω το παιδί μου στο πανεπιστήμιο και άμα καλοκαιρέψει…». Γεια χαρά! «Άμα καλοκαιρέψει θα έρτω -λέει- να σε δω». Λέω εγώ: «Αν ζω παιδί μου». Αμέ. Έτσι, το σωστό να λέμε. Ενενήντα πέντε χρονών πια τι περιμένεις; Έπαιρνα βόλτα ολόκληρη τη Χίο, όλα τα βουνά της Χίου, τούτα δω. Στη Χίο μόνο έχω πάει τέσσερις φορές με τα πόδια, τον καιρό που ήμουνα παιδί. Τέσσερις φορές έχω πάει και έρτει με τα πόδια. Άλλες τέσσερις φορές έχω πάει από δω, Πιτυός, Λαγκάδα για να πάω στην Εγνούσα με τη βάρκα. Τούτα εδώ τα βουνά και τα χωριά τα έχω γυρίσει όλα, διότι έκανα και το άλλο… Θα το πω κι αυτό. Έκανα τον κτηνίατρο τον πρακτικό. Κι όποιος δεν μπορούσε το ζώο του, επήγαινα και τό ‘φτιαχνα. Θα μου πεις και πού τό ‘μαθες; Τό ‘μαθα κι εγώ από τον μπάρμπα μου. Ό,τι μου έλεγε ο μπάρμπας μου, ο σαμαράς να πούμε. Τον έβλεπα κι εγώ το τύπωνα αυτό που μου έλεγε. Έπειτα έγινα κι εγώ κτηνίατρος. Αφού με είδε μια φορά ο πραγματικός κτηνίατρος της Χίου, που είχε έναν απάνω στη Χίο. Μου λέει, ήρτε εδώ μια φορά τον επήρε κάποιος για ένα ζωντανό και με πήρε να τον βοηθήσω και μου λέει: «Θωμά, θά ‘ρτεις, θα σε πάρω κάτω στο κτηνιατρείο της Χίου». Λέω: «Νά ‘ρτω στο κτηνιατρείο της Χίου». Εδώ, λέω, βάζω ενέσεις στους ανθρώπους, διότι δεν είχε και άνθρωπο, ούτε νοσοκόμο. Εγώ επειδή δεν εσιχαινόμουνα, μ’ έπαιρνε κι ο γιατρός ο ίδιος. Κάποιος Πιτσικούλης είχαμε εδώ πέρα, κι όταν επήγαινε σε κανέναν άρρωστο μου έλεγε: «Θωμά, έλα πάμε», «Τι έχομε πάλι;». «Να, του βγήκε η κοίλη όξω και πάμε να τόνε τακτοποιήσομε». Κι άντε, επήγαινα λοιπόν. Ύστερα, εθέλαν ενέσεις που έβαζαν για το ζάχαρο. [00:30:00]«Άντε Θωμά, πήγαινε να του βάλεις γιατί δεν έχω νοσοκόμο». Παντός καιρού, παντός καιρού. Ό,τι ζήτησαν, να ρωτήσετε να μάθετε. Ό,τι ζητούσαν εδώ πέρα, ο Θωμάς. Ντάξει. Δόξα τω Θεώ όμως ποτές δεν μου είπε άνθρωπος κουβέντα, δεν μου είπε τίποτα, ούτε και αρνήθηκα ποτέ σε οτιδήποτε να ήτανε. Σε οτιδήποτε δεν αρνήθηκα. Μια φορά πήγαινε ένας απ’ την Παρπαριά και ήρτε εδώ πέρα και ψώνισε. Και πάει κάτω που πάμε για την Αγία Μαρκέλλα, στον δρόμο, εκεί που πήγαινε με το μουλάρι φορτωμένο του έσπασε το ποδάρι του. «Γιατί;», του λέω. Ήτανε και λιγάκι άγριο το… «Έλα», μου λέει, «Θωμά». Πάω, το βλέπω, το πιτσινό ποδάρι του ήτανε… Τέλος πάντων. Γυρίζω πίσω, έρχομαι, παίρνω ένα, τότες είχε τσουβάλια. Κάτι χοντρά τσουβάλια. Σκοινί είχε. Βρίσκω το κατάλληλο δέντρο, που είχε ένα κλαδί χοντρό και ήταν έτσι γερτό. Δένω λοιπόν. Του λέω: «Θα φωνάξω κι άλλον άνθρωπο. Θα έρθει κοντά». Εν τω μεταξύ, ετοιμάζω κι εγώ σανίδια, παίρνω από αυτόν τον μαλακό κεσέ που βάζουμε στα αυτά. Το πάω κοντά, το κρεμάζω το μουλάρι για να μην μπορεί ούτε να σαλέψει, ούτε να σηκώσει τα ποδάρια του τα άλλα, ούτε τίποτα. Βάζω το τσουβάλι στην κοιλιά από πάνω και το κρεμάζω απάνω στο δέντρο και κρεμόταν, τα ποδαράκια του ίσα ίσα που ακουμπούσανε. Παίρνω το ποδάρι, το βάζω στα ίσα, λοιπόν, βάζω το ένα ξύλο από δω. Αλλά δεν ακούμπησα πάνω στο δέρμα του με το ξύλο. Έβαλα κι εκεί ένα τσουβάλι, κι από δω κι από κει, το βάζω κοντά λοιπόν το ποδάρι, τα κόκκαλα τα δένω. Κι αφού τα έδεσα, του λέω: «Τώρα, θα τ’ αφήκουμε εδώ πέρα το μουλάρι, θα έρχεσαι και θα το ταΐζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο». Δύο μήνες ήτανε κρεμασμένο. Δύο μήνες. Στους δυο μήνες φεύγουμε: «Έλα», μου λέει, «θα πάμε Θωμά να δούμε, τι θα κάνουμε;». Πάμε. Φεύγουμε, πάμε, αχαμίζω τα σκοινιά που το είχα κρεμάσει, να πατήσει στα τέσσερα ποδάρια. Βλέπω λοιπόν ότι το πατά κι αυτό, το σπασμένο. Το αφήνω και πάει μέχρι εκεί δα και το γυρίζω πίσω. «Τώρα», του λέγω, «θα τ’ αφήσεις εδώ δυο μέρες, όπως το βλέπεις, αλλά δε θα το λύσεις το σκοινί να γυρίζει. Θα τ’ αφήκεις εκεί να πατάει και στα τέσσερά του ποδάρια. Ούτε να κοιμηθεί δε θα τ’ αφήκεις», του λέω. Κι έτσι, ύστερα από δυο μέρες που πάτησε εκεί στο ίδιο μέρος, λέω: «Τώρα άμε πάρ’ το μουλάρι και φύγε». Πήγε και το πήρε κι έφυγε. Έτσι, ό,τι ζώο και νά ‘τανε, θε να πάω να το κάνω καλά. Στους ανθρώπους δεν είχε; Πήγαινα τους έβαζα τις ενέσεις, τους έβαζα για το ζάχαρο. Κάθε μέρα. Ήταν ένας δάσκαλος, τον είχαμε κει στο σχολείο και πήγαινα κάθε απόγεμα και του έβαζα τις ενέσεις για το ζάχαρο. Κάθε απόγεμα. Κι όποιος ήθελε. Αφού δεν είχε νοσοκόμα εδώ πέρα, τι να κάναμε; Αυτά είναι.

Μ.Γ.

Και βοηθήσατε πολύ να ανοίξουν και οι δρόμοι τώρα, να χαρτογραφηθούν οι δρόμοι.

Θ.Τ.

Πού;

Μ.Γ.

Μας είχατε πει την προηγούμενη φορά ότι είχατε βοηθήσει…

Θ.Τ.

Τα μονοπάτια. Άλλον τα μονοπάτια.

Μ.Γ.

Τα μονοπάτια, τα μονοπάτια.

Θ.Τ.

Τα μονοπάτια του χωριού. Ήρτε ένας καθηγητής, ο Γιώργος ο Χαλάτσης με τ’ όνομα. Κι αυτός ήτανε απεσταλμένος από το κράτος. Και ήρτε και με βρήκε, μ’ άκουσε λοιπόν, μου λέει: «Θωμά, αυτό κι αυτό θέλω». «Μπρος», του λέω, «πού θέλεις; Ποιο μέρος θέλεις;». «Θέλω», λέει, «από δω, από τα Αφροδίσια να πάω στα Χάλανδρα. Από τα Αφροδίσια να πάω στον Εγρηγόρο, στα Κουρούνια.» «Ακολούθα». Τον επήγα. «Από δω να πάω στην Παρπαριά, απ’ την Βολισσό να πάω στην Παρπαριά». «Ακολούθα». Του τα έδειξα όλα τα μονοπάτια και μου είπε μάλιστα πως να κάνει κι ένα βιβλίο, δεν ξέρω τώρα αυτό το έκανε, δεν το έκανε. Και χτες προχτές με πήρε τηλέφωνο και μου λέει: «Θωμά, θα έρτει», λέει, «μια γυναίκα». Πιο μπροστά, πριν να έρτεις. «Θα έρτει», λέει, «μια γυναίκα να σου πάρει», λέει, «μια συνέντευξη». «Ας έρτει», λέω, «όποιος θέλει. Είμαι έτοιμος», λέω, «για όλα». Αυτά. Εκείνος σε πήρε; Όχι.

Μ.Γ.

Εγώ ήρθα μόνη μου.

Θ.Τ.

Ναι, αλλά ποιος; Κάποια άλλη, κάποιον άλλον. Κάποια άλλη θα τον έβαλε.

Μ.Γ.

Κάποια άλλη θα έρθει.

Θ.Τ.

Ναι.

Μ.Γ.

Να της πείτε, δώσατε συνέντευξη.

Θ.Τ.

Τώρα δεν… Και νά ‘ρτει δεν… Και πιο μπροστά να ερχότανε δεν θα… Εφόσον είχαμε συμφωνήσει, δεν θα ερχόμουν, δεν θα…

Μ.Γ.

Δώσαμε τα χέρια.

Θ.Τ.

Βέβαια, βέβαια. Τι;

Μ.Γ.

Όχι, όχι μη φοβάστε.

Θ.Τ.

Να του πω έτσι, άντε, χωρίς να υπογράψω; Δε θα πω ψέματα. Εγώ όλα αυτά τα είπα με την θέλησή μου και με την καρδιά μου βέβαια.

Μ.Γ.

Έτσι είναι.

Θ.Τ.

Λοιπόν.

Μ.Γ.

Σας ευχαριστούμε.

Θ.Τ.

Τέλος και τω θεώ δόξα.

Μ.Γ.

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Θ.Τ.

Παρακαλώ.

Μ.Γ.

Θα θέλατε να επιστρέψετε ποτέ στην Πελοπόννησο τώρα ή έχετε γίνει Χιώτης;

Θ.Τ.

Έχω γίνει Χιώτης, το λέω. Την αμαρτία μου τη λέω. Παρόλο που οι συγγενείς μου όλοι είναι εκεί πέρα, έχω γίνει Χιώτης. Το λέω και το πιστεύω και την Βολισσό τη βοηθώ μέχρι εκεί που δεν πάει διότι μέσα στην Βολισσό εμεγάλωσα σαν να γεννήθηκα εδώ πέρα. Όσοι μου λένε, γεννήθηκα στη Βολισσό, γεννήθηκα… Έζησα στη Βολισσό. Οι άνθρωποι της Βολισσού με βοήθησαν, όχι μόνο εμένα, και τους γονείς μου, διότι τον καιρό που δεν είχανε σπίτι να μπούνε, η Βολισσός τους έδωκε σπίτι, οι Βολισσιανοί. Κι ό,τι και να είναι, γι’ αυτόν τον λόγο βοηθώ την Βολισσό σε ό,τι μου ζητήσουνε.

Μ.Γ.

Να είστε καλά.

Θ.Τ.

Σε ό,τι μου ζητήσουνε.

Μ.Γ.

Είναι φιλόξενοι οι Χιώτες, είναι αλήθεια.

Θ.Τ.

Είναι φιλόξενοι, αλλά δεν παύει να σκέυομαι, τί ήτανε που… Με είδανε στην τηλεόραση και με πήραν τηλέφωνο απ’ την Πελοπόννησο, οι ξαδερφάδες μου. Ναι. Μου λένε: «Σε είδαμε στην τηλεόραση Θωμά» και ξέρω γω. Η μια έχει και περίπτερο στη Νέα Κίο. Έχει περίπτερο η μία η… Δε θυμάμαι τι την λένε. Να, βλέπεις; Ξαδερφάδες μου και δεν… Η μια την λένε Ντίνα, την άλλη Λευτερία, την άλλη Ειρήνη. Άντε εσύ τώρα ξεμπέρδευε.

Μ.Γ.

Απ’ τα αδέρφια σας ζει κανείς;

Θ.Τ.

Τ’ αδέρφια μου; Τ’ αδέρφια μου ζούνε στην Αθήνα. Ένας αδερφός και μία αδερφή ζούνε. Τα άλλα μου δυο, οι δυο μου αδερφές πεθάναν. Η πιο μεγάλη πέθανε και η πιο μικρή.

Μ.Γ.

Μάλιστα.

Θ.Τ.

Ναι. Η πιο μεγάλη και η πιο μικρή. Τέλος πάντων. Αλλά έρχονται τα ανιψάκια μου της πιο μικρής μου αδερφής τα παιδιά έρχονται εδώ πέρα. Έχουνε σπίτι κι έρχονται συνέχεια. Κι έτσι, αυτά.

Μ.Γ.

Χάρηκα πάρα πολύ που τα είπαμε.

Θ.Τ.

Αλίμονο, εγώ περίμενα.

Part of the interview has been removed for legal issues.

Summary

Ο Θωμάς Τσολάκης, ετών 95, περιγράφει τη ζωή του από τη στιγμή που ήρθαν οι γονείς του πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα. Μετανάστευσαν δεύτερη φορά από την Πελοπόννησο στη Χίο για να ξεφύγουν από την ελονοσία που μάστιζε τότε την περιοχή. Μας ταξιδεύει με απίστευτες εικόνες πίσω στον πόλεμο του 1940, και μας απαριθμεί τις επαγγελματικές του εμπειρίες που τον έφεραν να εκτελεί χρέη πεταλωτή, σαμαρά, μάγειρα, κτηνιάτρου και νοσοκόμου στο αγαπημένο του χωριό, την Βολισσό.


Narrators

Θωμάς Τσολάκης


Field Reporters

Μυρσίνη Γιαννακοπούλου



Interview Date

29/11/2023


Duration

38'