Ένας απ' τους τελευταίους παραδοσιακούς σιδηρουργούς και καμπανοποιούς της Σύμης αφηγείται
Καλησπέρα! Είμαστε σήμερα εδώ, 15 Οκτωβρίου του 2023 στη Σύμη. Ονομάζομαι Άννα Καλαμάτα και είμαι ερευνήτρια στο Istorima και είμαι μαζί με τον κύριο Φιλήμονα Αναστασιάδη, έναν απ' τους τελευταίους παραδοσιακούς σιδηρουργούς και καμπανοποιούς στη Σύμη. Κύριε Φιλήμονα, καλησπέρα σας!
[00:00:00]
Καλησπέρα!
Μιλήστε μας λίγο για σας! Πείτε μας λίγο το βιογραφικό σας, τα παιδικά σας χρόνια, πώς μεγαλώσατε;
Εμείς, εγώ γεννήθηκα στη Σύμη, μεγάλωσα στη Σύμη. Είχα σπουδάσει στο εξωτερικό, αλλά μετά ασχολήθηκα με την τέχνη του πατέρα μου, με τη δουλειά, με το σιδηρουργείο και ασχοληθήκαμε και λίγο με τις καμπάνες που ‘κανε και εκείνος με τον πατέρα του και τον παππού του από τα πιο παλιά χρόνια. Και συνεχίσαμε να το κρατάμε γι’ αυτό το…, την τέχνη, ειδικά των καμπανών έτσι σαν..., και ερασιτεχνικά και λίγο επαγγελματικά για να διατηρήσουμε την τεχνική, ας πούμε, που έμαθε από τον πατέρα του και τον παππού του.
Τέλεια! Πείτε μας και λίγα λόγια παραπάνω για σας. Είστε...
Εγώ τώρα είμαι 53 χρονών. Δουλεύω περίπου από το ’90-’91, επαγγελματικά δηλαδή, συστηματικά, και είμαστε μέχρι τώρα. Περισσότερο ασχολούμαστε με τις μεταλλικές κατασκευές και όταν έχουμε κάποια παραγγελία, άμα χρειαστεί, κάνουμε και κάποιες καμπάνες, ας πούμε, στο χυτήριο αυτό, το οποίο είναι παραδοσιακό, είναι διατηρητέο απ' την αρχαιολογία. Το 'χει κηρύξει διατηρητέο από το ‘88 το Υπουργείο Πολιτισμού και το κρατάνε περισσότερο σαν τέχνη, έτσι σαν παράδοση αυτό για να μην χαθεί. Επαγγελματικά βέβαια ασχολούμαστε περισσότερο με τα σίδερα, μεταλλικές κατασκευές, αλλά αυτό που κάνουμε εμείς μέχρι τώρα είναι περισσότερο οι καμπάνες. Τώρα σ' αυτό το χυτήριο βέβαια, που είναι παλιό, είχανε…, κατασκευάζανε και άλλα αντικείμενα, κατασκευάζανε και άλλα εξαρτήματα. Είχε και χυτήριο μαντεμιού, χυτήριο μπρούζου. Δεν κάνανε καμπάνες βέβαια μόνο, κάνανε και πολυελαίους για τις εκκλησίες τους μπρούζινους, κάνανε τα καντηλέρια αυτά τα μεγάλα, τα επιδαπέδια, κάνανε εξαρτήματα για τα καράβια, κάνανε εξαρτήματα μεταλλικά για τα σπίτια, για διάφορες κατασκευές. Κάνανε τα μαγκανοπήγαδα για να βγάζουνε το νερό από τα χωράφια, κάνανε, ας πούμε, τα βαρούλκα αυτά για να ανεβάζουν επάνω τις άγκυρες απ' τα καΐκια και όλα τα εξαρτήματα αυτά που χρησιμοποιούσαν στη ναυτιλία, τα ξύλινα καΐκια τότε, την εποχή εκείνη, γιατί είχε βέβαια πολύ…, πολλά καΐκια, κατασκευάζανε πολλά καΐκια τότε στον ταρσανά της Σύμης. Και όλος ο εξοπλισμός αυτός, ο μεταλλικός εξοπλισμός των καϊκιών, φτιάχναμε, πάρα πολλά πράγματα φτιάχναμε εδώ. Φτιάχναμε ακόμα και μετά, όταν ξεκινήσαν οι πρώτες μηχανές, προπέλες, φτιάχνανε κάποια πιστόνια, φτιάχνανε χιτώνια για μηχανές κτλ. Και φτιάχνανε βέβαια και όλο τον εξοπλισμό του δύτη που πήγαινε τότε στα σφουγγάρια, ψαρεύανε πάρα πολύ, είχανε…, ήτανε πολύ κερδοφόρο επάγγελμα η σπογγαλιεία, δούλευε όλο το νησί από το 1870 και μετά. Και ασχολήθηκαν και μ' αυτές τις κατασκευές, με την κατασκευή δηλαδή της μηχανής της σπογγαλιείας που έστελνε τον αέρα στον δύτη και με τον εξοπλισμό του, το σκάφανδρο, που περιλαμβάνει την περικεφαλαία και τον θώρακα. Αυτά ήταν μπρούζινα και χάλκινα τα οποία τα φτιάχναν τα εξαρτήματα στο χυτήριο σε καλούπια και μετά τα επεξεργαζόντουσαν κάτω στο μηχανουργείο με τον τόρνο στη Σύμη. Και κάνανε όλο τον εξοπλισμό του δύτη, δεν ήταν δηλαδή μόνο χυτήριο για καμπάνες. Ήτανε χυτήριο που κάνανε κι άλλα μπρούζινα αντικείμενα και κάνανε και πολλά εξαρτήματα σε μαντέμι. Αυτό είναι από το…, δουλεύει περίπου απ' το [00:05:00]1860-‘65 και ξεκίνησε πάρα πολλή δουλειά, βέβαια, με την ανάπτυξη της σπογγαλιείας και στο εμπόριο τα τελευταίες δεκαετίας του 1800, που είχε και την ανάπτυξη η Σύμη, τη μεγάλη ανάπτυξη.
Τέλεια.
Και μετά κρατήσανε πάρα πολύ, βέβαια, μέχρι τον πόλεμο, λίγο μετά τον πόλεμο, το ‘50, το ‘60 και μετά πια είχε αρχίσει να φθίνει η σπογγαλιεία, γιατί βγήκανε τα σφουγγάρια αυτά με τον πολυεστέρα και... Όλοι πια τα είχανε…, δεν τους σύμφερε πια να ψαρεύουνε τα σφουγγάρια.
Μάλιστα.
Και έτσι μείναμε πια περίπου… Εμείς τώρα δηλαδή κάνουμε μόνο, ας πούμε, τις καμπάνες αυτές, έτσι για να διατηρήσουμε την τέχνη, τη δουλειά, ας πούμε, που 'χαμε μάθει απ' τους παππούδες μας.
Τέλεια. Πείτε μας λίγο, πώς γνωρίσατε αυτήν την τέχνη; Πότε και από ποιον, πρώτη φορά;
Εμείς ξεκινήσαμε γύρω στο ’80, όταν ήμουνα εγώ πιτσιρικάς, βοηθούσα τον πατέρα μου. Έκανε και αυτός, τελευταία, έκανε ακόμα κάποιες καμπάνες και μετά ξεκινήσαμε και δουλεύαμε μαζί. Μετά μάθαμε εμείς, ασχοληθήκαμε περισσότερο και μαζί με το σιδηρουργείο κάνουμε και κάποιες παραγγελίες, ας πούμε, που ‘χουμε, όταν έχουμε, κάνουμε κάποιες παραγγελίες για καμπάνες.
Άρα από μικρή ηλικία είχατε…
Από μικρή, ναι, από μικρή, από μικρή. Και από 10, 11, 12 χρονών, ήμουνα δηλαδή έτσι με τον πατέρα μου μαζί στο εξοχικό, γιατί αυτό το χυτήριο είναι, βέβαια, στο…, δεν είναι στην πόλη μέσα, είναι στο Νημποριό, που ήμασταν εμείς και οικογενειακώς ήμασταν εμείς και μέναμε δίπλα στο χυτήριο που έχει 2 σπίτια. Μέναμε μες στα σπίτια, κάναμε το καλοκαίρι τις διακοπές μας, κάναμε εξοχή, ας πούμε. Ξέρω ‘γω, ερχόμασταν εδώ κάναμε τα μπάνια μας στο Νημποριό και έκανε και κάποιες δουλειές ο πατέρας μου στο χυτήριο και σιγά σιγά τα μάθαμε και εμείς. Βλέπαμε την όλη διαδικασία και ασχοληθήκαμε.
Ποιος άλλος ήταν μπλεγμένος; Από πού ξεκίνησε αυτό για την οικογένειά σας;
Αυτό ξεκίνησε απ' το 1860-‘65, απ' τον προπάππου μου εμένα, τον Αναστάσιο Αναστασιάδη. Μετά ήταν ο παππούς μου ο Δημήτρης ο Αναστασιάδης και μετά ήταν ο πατέρας μου, ο Τάσος, ο Αναστάσιος πάλι Αναστασιάδης.
Είχατε δει και εκείνους, προπαππού…;
Όχι! Εκείνους δεν τους πρόλαβα, γιατί πριν γεννηθώ εγώ λίγο, είχε πεθάνει πια ο παππούς μου. Τον προπάππου μου, βέβαια, δεν τον πρόλαβα, τον… Ο προπάππους μου το 1905, και πριν το 1905 είχανε κάνει κι άλλες κατασκευές, άλλα πράγματα, καμπάνες και τέτοια, αλλά το 1905, όταν είχε φτιαχτεί το…, όταν είχε γίνει επέκταση μάλλον, γιατί το καμπαναριό του Πανορμίτη ήτανε, πρέπει να 'τανε πιο παλιό ακόμα, όταν είχε γίνει επέκταση του καμπαναριού και κάνανε τον προαύλιο χώρο, τον επεκτείνανε, είχανε κάνει και την πόρτα αυτή που είναι στον Πανορμίτη, η οποία είναι μεταλλική, είναι μαντεμένια και είχε γίνει και αυτή εδώ σ’ αυτό το χυτήριο. Και κάνανε και 2 καμπάνες. Είναι η μια η πιο μεγάλη στο καμπαναριό, είναι γύρω στα 750 κιλά, και άλλη μία πιο μικρή, γύρω στα 400 κιλά, 350 κιλά, που την έχουνε ψηλά πάνω στον τελευταίο, στον προτελευταίο όροφο του καμπαναριού. Και σημαίνει, είναι συντονισμένη με το ρολόι, σημαίνει δηλαδή όταν σημαίνει τις ώρες το ρολόι του Πανορμίτη.
Μάλιστα! Μήπως γνωρίζετε πώς ξεκίνησε αυτό για την οικογένειά σας; Για ποιον λόγο, ας πούμε;
Αυτό, απ' ό,τι ξέρω, ξεκίνησε απ΄ τον πρόπαππού μου. Τότε βέβαια ήτανε περίοδος που χρειαζόντουσαν αυτές οι κατασκευές. Υπήρχε μία ανάπτυξη στο νησί πάρα πολύ μετά το ’60, 1860-1870, και κράτησε μέχρι τις αρχές του 1920, εκεί. Μετά πια όταν είχαν έρθει οι Ιταλοί, είχανε ξεκινήσει και περιορίζανε πολύ την…, επεμβαίνανε πολύ στη ζωή εδώ της Σύμης, της Δωδεκανήσου γενικά, και αρχίζαν να περιορίζονται κάποια πράγματα. Άρχιζε να μειώνεται λίγο η ναυσιπλοΐα, δεν τους άφηναν να πηγαίνουν πολύ να ψαρεύουνε στην Αφρική, στη Λιβύη, στην [00:10:00]Αίγυπτο. Και τους βάζανε και τους φόρους, βέβαια, περισσότερους απ' ό,τι είχανε τότε με τους Τούρκους. Και άρχισε λίγο να φθίνει η κατάσταση, η ανάπτυξη της Σύμης και να μεταναστεύει και ο κόσμος. Γιατί είχανε μεταναστεύσει πολλοί. Πολλοί είχανε μεταναστεύσει. Μετά το ’20-‘25 φύγανε πάρα πολλοί, πάρα πολύς κόσμος και μετά οι υπόλοιποι πια είχανε φύγει μετά τον πόλεμο. Μετά το ‘20, δηλαδή ‘25, είχε αρχίσει να παρηκμάζει εκεί πέρα όλη η ανάπτυξη που υπήρχε τα τελευταία χρόνια του 1800. Η Σύμη τότε το 1920, ας πούμε, '22 νομίζω, ήτανε 20.000 κατοίκοι, περίπου 22, και μετά μείνανε 3.000 με τον πόλεμο.
Άρα υπήρχανε πολλοί σαν τον προπάππου σας που κάναν παρόμοιο επάγγελμα;
Το συγκεκριμένο…, το συγκεκριμένο όχι. Υπήρχανε άλλοι που κάνανε σιδηροκατασκευές, κάνανε διάφορα μικρά εξαρτήματα, ασχολιόντουσαν με τη μεταλλουργία και άλλοι. Υπήρχαν κι άλλες οικογένειες, αλλά σ' αυτόν τον…, σε τέτοιο επίπεδο, ας πούμε, και σε τόση ποικιλία μεγάλη σε κατασκευές, όχι, το ίδιο χυτήριο δηλαδή.
Ποια ήταν η πρώτη φορά που ολοκληρώσατε εσείς μία κατασκευή;
Ήτανε τη δεκαετία του ‘80, νομίζω. Ήτανε…, πότε ήτανε; Το ’83-’84; Είχαμε κάνει μία καμπάνα μικρή, που ήμουνα κι εγώ πιτσιρικάς και κάναμε μαζί με τον πατέρα μου και τελικά… Κάπου εκεί, κάπου εκεί ήτανε η πρώτη καμπάνα.
Και πού πήγε εκείνη;
Άμα σου πω ότι δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι πού ήτανε, αλλά…
Πείτε μας όλη τη διαδικασία από την αρχή που παραλαμβάνετε μια παραγγελία για καμπάνα μέχρι το τέλος που την παραδίδετε. Περιγράψτέ τη μας όσο πιο λεπτομερώς θέλετε.
Εντάξει, γίνεται η παραγγελία, μετά πρέπει να πάμε πάλι στο μαγαζί να ετοιμάσουμε όλα τα…, να ετοιμάσουμε όλο τον εξοπλισμό, να ετοιμάσουμε τα χώματα, να το κοσκινίσουμε, να το ξαναδυναμώσουμε όπως πρέπει να 'ναι για να το δουλέψουμε και μετά αρχίζουμε και χτίζουμε την καμπάνα. Τώρα εντάξει χρειάζονται κάποιες…, με τον πιο παραδοσιακό τρόπο χρειάζονται γύρω στη μια εβδομάδα. Αν είναι με πιο σύγχρονα μέσα, χρειάζονται πιο λίγες μέρες. Μετά αφού τελειώσουν τα καλούπια και φτιαχτεί το σχήμα της καμπάνας με το χώμα, το ξεραίνουμε, το πυρώνουμε, δηλαδή να φύγουν οι υγρασίες να είναι έτοιμη. Μετά την άλλη μέρα ζεσταίνουμε το μέταλλο, ανάβουμε τη φωτιά για να λιώσει…, να λιώσει το μέταλλο και την ίδια μέρα γίνεται και η χύτευση. Μετά από κάποιες ώρες πάλι, αναλόγως με το μέγεθος της καμπάνα, μετά από 3 ώρες, 4 ώρες ή 5-7 ώρες, αρχίζει να κρυώνουνε τα καλούπια και μετά βγάζουμε την καμπάνα πια, αφού έχει τελειώσει η διαδικασία.
Πείτε μας λίγο πώς κατασκευάζετε ένα καλούπι; Πείτε μας λεπτομερώς, αναφέρατε και κάποια χώματα. Τι γίνεται ακριβώς;
Ναι, τα χώματα αυτά είναι ένα είδος… Παλιά υπήρχε ένα είδος χώματος το οποίο το παίρνανε από τα βουνά. Είναι ένα ειδικό χώμα το οποίο από μόνο του, ας πούμε, όταν βραχεί, όταν το δουλέψεις, γίνεται περίπου, ας πούμε, σαν τσιμέντο. Αφού βέβαια το πυρώσεις και ξεραθεί, παίρνει τη δύναμη, έτσι, του τσιμέντου. Και μέσα εκεί μπορεί να γίνει, ας πούμε, η χύτευση. Τώρα εκτός…, ένα μέρος της καμπάνας, βέβαια, για το καλούπι γινότανε με χώμα μόνο, ένα άλλο μέρος γινότανε και με κεραμίδια για να είναι πιο δυνατή η καμπάνα στο σημείο που ‘χει περισσότερη πίεση, ας πούμε, το μέταλλο. Και μετά, όλα αυτά πάλι ξαναχαλιόντουσαν, τα ξανασπούσαμε, τα ξανακοσκινίζαμε, τα καθαρίζαμε, τα φτιάχναμε και τα ξαναχρησιμοποιούσαμε το χώμα για να ξαναγίνει πάλι άλλη καμπάνα.
Στο εργαστήριό σας μας δείξατε διαφορετικά χυτήρια για διαφορετικά μεγέθη καμπάνας. Μιλήστε μας για το πιο εύκολο και το πιο δύσκολο.
Εντάξει, τα πιο εύκολα ήταν όταν η καμπάνα ήτανε μικρή. Ήταν πιο εύκολο να γίνει, γιατί χρειάζεται πιο λίγη…, μικρότερο καμίνι, χρειάζεται μικρότερα…, είναι [00:15:00]μικρότερες οι ποσότητες στο μέταλλο και στη διαδικασία, ας πούμε. Στις μεγαλύτερες καμπάνες, επειδή χρησιμοποιούσα, παλιά χρησιμοποιούσα τον φούρνο, ο οποίος ζεσταινότανε με ξύλα, είναι πιο δύσκολη η διαδικασία, γιατί χρειάζεται περισσότερες ώρες, χρειάζεται πιο πολλή καύσιμη ύλη. Και είναι πιο δύσκολο ο φούρνος να ανάψει, να ζεσταθεί για να…, μέχρι που να φτάσεις, ας πούμε, στο τελικό στάδιο της χύτευσης.
Εκτός από την καμπάνα, το σχήμα που της δίνετε, αναλαμβάνετε και ίσως σχέδια ή κάποιο άλλο κομμάτι της καμπάνας;
Σχέδια… Εντάξει, σχέδια πάνω στην καμπάνα βάζουνε…, βάζεις κάποιες φιγούρες από Αγίους, βάζεις κάποια σχέδια εκκλησιαστικά ή γράφονται κάποια ονόματα. Ξέρω ‘γω, μπορεί να γράψουμε το όνομα το δικό μας, του κατασκευαστή ή το όνομα του δωρητή της…, που φτιάχνει την καμπάνα για κάπου, αυτό ναι. Το σχήμα είναι στάνταρ αναλόγως, ας πούμε, με το μέγεθος της καμπάνας. Εντάξει, το σχήμα αλλάζει λίγο σε μέγεθος, αλλά οι αναλογίες είναι περίπου ίδιες. Και αυτό που παίζει ρόλο, βέβαια, πάνω απ' όλα εκτός απ' το σχήμα, είναι και η αναλογία στο μέταλλο, στον χαλκό δηλαδή με τον κασσίτερο που γίνεται η μείξη.
Τι εννοείτε;
Είναι 2 μέταλλα. Ο μπρούτζος είναι ένα κράμα, χρησιμοποιείται δηλαδή από την ένωση του χαλκού κατά βάση και προσθέτεις και λίγο κασσίτερο στη σωστή αναλογία. Άμα βάλεις λιγότερο κασσίτερο, η καμπάνα δεν ακούγεται, ας πούμε, καλά, δεν ηχεί σωστά. Άμα βάλεις πάλι πολύ κασσίτερο, η καμπάνα μπορεί να ακούγεται πιο καλά, αλλά είναι πολύ εύκολο να σπάσει. Άρα δηλαδή φτάνεις μέχρι ένα σημείο, ας πούμε, που να μπορέσεις να έχεις και τα δύο, τα δύο καλά αποτελέσματα: να μη σπάει η καμπάνα εύκολα και να έχεις και τον σωστό ήχο.
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζετε στην κατασκευή ενός έργου;
Εντάξει, η δυσκολία… Όλη η διαδικασία θέλει προσοχή, γιατί επειδή είναι, ας πούμε, χώμα, είναι κάτι το οποίο μπορεί να…, εύκολα να χαλάσει, εύκολα να πάει στραβά, αν δεν προσέχεις σε κάποιο στάδιο, ας πούμε, μπορεί να δημιουργηθεί μία ζημιά που να σου χαλάσει όλη τη διαδικασία και να πρέπει… Φτάνεις, ας πούμε, στο παραπέντε, αν κάτι δεν προσέξεις και δεν πάει καλά, πρέπει να το ξαναφτιάξεις όλο απ' την αρχή. Αυτό είναι!
Αναφέρατε ότι κάποια έργα χρειάζονται προφανώς μεγαλύτερη φωτιά, πιο μεγάλους βαθμούς βασικά. Πόσο μεγάλους βαθμούς πιάνει;
Ε, πιάνει γύρω στους 800-850 για να λιώσει ο μπρούτζος. Άμα είναι το μαντέμι, είναι παραπάνω, θα ‘ναι γύρω στους 1.000 βαθμούς.
Παρόλ' αυτά, το εργαστήρι σας είναι ένα…, έχει παραμείνει σχεδόν ίδιο από τότε, από το 1800;
Ναι, ίδιο, είναι ίδιο. Δεν είναι…, δεν… Είναι ένα χτίριο παλιό, είναι φτιαγμένο με πέτρα, είναι στο παραδοσιακό στιλ και όπως ήτανε από τότε έχει παραμείνει το ίδιο. Και θέλουμε εμείς δηλαδή να το διατηρήσουμε έτσι όπως είναι και γι’ αυτό το 'χουν ανακηρύξει σε διατηρητέο μνημείο και από την αρχαιολογική υπηρεσία και δεν αλλάζουμε πολλά πράγματα δηλαδή, επίτηδες για να κρατήσουμε το στυλ αυτό το παλιό, όπως ήτανε πριν.
Αλλά και η τεχνική είναι η ίδια που έχετε κρατήσει από πάππου προς πάππον!
Ναι, η τεχνική είναι ίδια. Η ίδια είναι η τεχνική. Εντάξει, λίγες αλλαγές βέβαια έχουνε γίνει, λίγο στο χώμα, λίγο εκεί στα εργαλεία που χρησιμοποιούμε. Παλιά δεν είχανε και ρεύμα, τώρα έχουμε και ρεύμα. Παλιά ήτανε τα πράγματα αλλιώς, δεν ήτανε τόσο εύκολα, ήτανε πολύ πιο δύσκολα. Τώρα εντάξει, με τις καινούριες μεθόδους και τα καινούρια υλικά είναι όλα πιο εύκολα.
Είχατε ποτέ ατυχήματα;
Ε, όχι. Ακόμα όχι, προς το παρόν…
Είναι ένα αρκετά επικίνδυνο επάγγελμα, γι’ αυτό ρωτάω.
Ε, εντάξει, ναι, θέλει με τη φωτιά, με το μέταλλο όταν είναι ζεστό, θέλει προσοχή, ας πούμε. Όταν, τη στιγμή, ας πούμε, που γίνεται η χύτευση, θέλει [00:20:00]λίγο προσοχή!
Αναφέρατε όμως και σκάφανδρα τα οποία κατασκευάζανε, κομμάτια απ' τα σκάφανδρα.
Ναι, όλο, όλο το σκάφανδρο, όλο το σύστημα, τη μηχανή που δίνει τον αέρα με τα πιστόνια και την περικεφαλαία του δύτη εκτός βέβαια απ' το φόρεμα, απ' το φόρεμα που ήτανε πλαστικό και το φτιάχνανε άλλοι. Ό,τι μεταλλικό ήτανε, χρειάζονταν για να γίνει η κατάδυση του δύτη, ας πούμε, τα φτιάχνανε και αυτά εδώ στη Σύμη. Αυτά ήρθανε, βέβαια, αυτά τα 'χανε πρωτοφέρει από την Αγγλία, από την Αγγλία και από τη Γαλλία. Είχανε φέρει τα πρώτα…, τις πρώτες μηχανές, μηχανές λέμε εμείς, αυτό, τη μηχανή που έχει τα πιστόνια και στέλνει τον αέρα για να παίρνει οξυγόνο ο δύτης, και την περικεφαλαία. Αυτά τα είχανε πρωτοφτιάξει στην Ευρώπη και τα πρώτα που φέρανε εδώ, όταν πρωτοξεκίνησαν τα σφουγγάρια γύρω στο 1870 και μετά, τα είδανε οι δικοί μας και τα είχανε αντιγράψει. Τα είχανε αντιγράψει, φτιάξανε ξύλινα καλούπια και μετά φτιάχνανε στο χυτήριο όλα αυτά τα εξαρτήματα που χρειαζόντουσαν για να ολοκληρωθεί…, να ολοκληρωθούν όλα αυτά τα μηχανήματα, ο εξοπλισμός. Κάνανε δηλαδή αντιγραφή από τα ευρωπαϊκά εξαρτήματα που τα είχανε φέρει για πρώτη φορά και τα φτιάχνανε…, τα φτιάχνανε πια μετά εδώ, τα φτιάχνανε εδώ στο χυτήριο και στο μηχανουργείο.
Εσείς είχατε εμπλακεί ποτέ στην κατασκευή ενός σκάφανδρου;
Από σκάφανδρα, όχι! Από σκάφανδρα δεν τα ‘χα προλάβει εγώ. Ο πατέρας μου, ναι. Ο πατέρας μου είχε. Μετά πια, μετά το ’60-‘65, είχανε σταματήσει να ασχολούνται, δηλαδή να ζητάνε και τέτοια εξαρτήματα για τη σπογγαλιεία, γιατί δεν υπήρχε πια μετά και σπογγαλιεία. Είχανε σταματήσει να χρησιμοποιούνε τουλάχιστον τέτοια μέθοδο για να ψαρεύουνε σφουγγάρια. Μετά πια όσοι είχανε μείνει χρησιμοποιούσανε περισσότερο αυτές τις μηχανές που στέλνουν οξυγόνο και τις μπουκάλες, τις σύγχρονες μηχανές, τις φιάλες που χρησιμοποιούν οι δύτες και τα ψαρεύουνε πια με διαφορετικό τρόπο.
Είχατε αναφέρει, όμως, και τα μαγκανοπήγαδα, μιλήστε μας γι’ αυτά.
Τα μαγκανοπήγαδα ήτανε κάποια εξαρτήματα, γρανάζια και όλο το σύστημα που φτιάχνανε για να βγάζουνε τα νερά από τα χωράφια στη Ρόδο, στην Κω και είχανε στείλει και εκεί ορισμένα πράγματα. Αυτά, βέβαια, ήτανε από μαντέμι, γινόντουσαν από μαντέμι και τα στέλνανε και στα άλλα νησιά και κάνανε τη δουλειά τους δηλαδή εκεί στα χωράφια.
Απ' όσο καταλαβαίνω, εσείς θέλατε να ασχοληθείτε μ’ αυτήν την τέχνη, το επιλέξατε σαν επάγγελμα!
Ναι, το επέλεξα! Συνειδητά μπήκα στη διαδικασία.
Γιατί αυτό;
Εντάξει, μ’ αρέσανε! Από μικρός μ’ αρέσανε λίγο, έτσι, τα τεχνικά, οι κατασκευές και έτσι το ακολούθησα.
Δουλεύετε μόνος σας τώρα;
Όχι, έχω και κάποιους, ανά διαστήματα, έχω κάποια παιδιά, κάποιους ανθρώπους που με βοηθάνε.
Είναι εξωτερικοί συνεργάτες; Είναι άλλοι μαραγκοί; Τι είναι;
Α, με άλλους μαραγκούς; Ε, ναι. Μαραγκούς, κατασκευές με χτίστες, με μαραγκούς, με… Εντάξει, στην οικοδομή τώρα πια, που δουλεύουμε για την οικοδομή, έτσι, όσον αφορά την οικοδομή, εντάξει, συνεργαζόμαστε μέσα στην οικοδομή, συνεργαζόμαστε και μ’ άλλους τεχνίτες, ας πούμε, εκτός από κάποιους που μας βοηθάνε για να κάνουμε τις δικές μας κατασκευές, έχουμε και…, αναγκαστικά συνεργαζόμαστε σε μια οικοδομή, συνεργάζονται όλοι οι μάστορες.
Όμως στο εργαστήριο μέσα έχετε συνεργάτες που σας βοηθάνε;
Στο εργαστήριο, ναι, έχω, έχω κάποια παιδιά που με βοηθάνε.
Τι είναι αυτά τα παιδιά ακριβώς;
Αυτά τα παιδιά είναι και από Σύμη, και από Σύμη, εδώ δικοί μας, δικά μας παιδιά και κάποιοι που μπορεί να είναι…, να 'χουν έρθει εδώ για λίγο και να δουλέψουνε και να ξαναφύγουνε. Εντάξει, περισσότερο είναι [00:25:00]δικοί μας άνθρωποι που μένανε στη Σύμη χρόνια.
Οπότε σας βοηθάνε κατά καιρούς, γιατί θέλουν να ασχοληθούν με τη συγκεκριμένη τέχνη.
Ε, ναι και για δουλέψουνε και επειδή τους αρέσει. Εντάξει, τώρα πια μ’ αυτά τα πράγματα, μ’ αυτές τις δουλειές δεν ασχολούνται, τα τεχνικά, δεν ασχολούνται πολύ και ντόπιοι, είναι η αλήθεια.
Όμως, σε γενικές γραμμές το συντηρείτε μόνος σας το εργαστήριο.
Ε, ναι. Τον περισσότερο καιρό είμαι μόνος.
Το εργαστήριο, όμως... Πείτε μου. Είστε μόνος;
Ναι, ναι, ναι.
Το εργαστήριο, όμως, δεν είναι ένα ξεχωριστό κομμάτι, είναι μέσα -μου δείξατε- σε μια μικρή συνοικία δικιά σας! Μιλήστε μας γι’ αυτήν!
Το εργαστήριο είναι μέσα στα κτήματα του πρόπαππού μου, αυτό με το χυτήριο, βέβαια, έτσι; Και είναι και τα σπίτια μέσα εκεί τα δικά μας και το χωράφι. Εντάξει, αυτό είναι χτισμένο, βέβαια, μακριά από την πόλη, γιατί…, επειδή τότε ήτανε..., αυτά τα πράγματα ήτανε…, δεν τα γνώριζαν πολλοί και δεν θέλανε να μαθαίνει πολύς κόσμος τις τεχνικές, ας πούμε, του κάθε επαγγέλματος, ο ένας λίγο πρόσεχε από τον άλλο, ήτανε πιο προσεκτικοί, ας πούμε, όσον αφορά την τεχνογνωσία. Και θέλανε να ήτανε και πιο ήσυχη, ας πούμε, για να γίνεται η δουλειά πιο άνετα. Και θέλανε να είναι και πιο μακριά από τον πολύ κόσμο για να μην βλέπουν πολλοί την όλη διαδικασία, να μην μπορέσουν να μάθουνε δηλαδή τις τεχνικές για να κρατήσουν, ας πούμε, ένα είδος μονοπωλίου ή για να μπορούν να δουλεύουνε κιόλας, έτσι; Τώρα τα άλλα τα μαγαζιά που είχαμε μέσα στο μαγαζί που είχαμε μέσα το μηχανουργείο, μέσα στην πόλη, είναι μέσα στην πόλη, που κάνανε μετά εκεί την επεξεργασία μετά τη χύτευση.
Στο χυτήριο μάς δείξατε κιόλας 2 ακόμα κτίρια, στο οποίο μας είπατε ότι σ’ εκείνα μεγαλώσατε, σ’ εκείνα μένατε μικρός.
Ναι, εμείς μέναμε το καλοκαίρι, μέναμε τα καλοκαίρια εκεί. Κάναμε τις διακοπές μας και δουλεύανε. Δούλευε και ο πατέρας μου, ας πούμε, έτσι, τις καμπάνες, βέβαια, τελευταία όσο είμαι εγώ. Όταν ήτανε πιο πολύ, πιο παλιά ο παππούς μου και ο πρόπαππούς μου, εκεί μένανε και περισσότερο καιρό λόγω δουλειάς.
Σ’ αυτά τα 2 κτίρια, μας είπατε ότι είναι παραδοσιακά της Σύμης κτίρια, ήτανε και η κατασκευή τους…
Παλιά, είναι παλιά κτίρια!
Μπορείτε να μας τα περιγράψετε;
Παλιά είναι… Είναι μία κουζίνα, ένας... ο θόλος που το λέγανε αυτό παλιά, και εκεί πέρα μαγείρευαν, ας πούμε, και μένανε καμιά φορά. Και το άλλο το κτίριο είναι το κτίριο που κοιμόντουσαν πιο πολύ, το σπίτι, που το λέγανε ο οντάς τότε, απ' τα τουρκικά, βέβαια, που το λέγανε οντάς.
Έχετε, όμως, και μια εκκλησία!
Ε, ναι! Και η εκκλησία είναι κοντά, ήτανε κοντά στα σπίτια και την είχε πρωτοφτιάξει ο πρόπαππούς μας, επειδή ήτανε κοντά στα κτήματά του. Και από τότε την επιτροπεύουμε εμείς και τη συντηρούμε. Τη γιορτάζουμε κάθε χρόνο στις 7 του Ιούλη μέχρι σήμερα και συνεχίζουμε.
Στις 7 του Ιούλη είναι η Αγία…;
Η γιορτή, η γιορτή. Η Αγία Κυριακή.
Μάλιστα. Τι είδους παραγγελίες παίρνετε συνήθως και για τις καμπάνες και γενικότερα;
Εντάξει, για τις καμπάνες είναι…, παίρνουμε, ξέρω ‘γω, από ιδιώτες, από κάποιες εκκλησίες. Τώρα όσον αφορά τις σιδηροκατασκευές, είναι άλλες κατασκευές που φτιάχνονται εδώ σε σπίτια, που φτιάχνονται σε τουριστικά καταλύματα, γενικά στην ανοικοδόμηση, όσον αφορά την ανοικοδόμηση του νησιού.
Και σε όλες τις παραγγελίες ακολουθείτε την παραδοσιακή τεχνική;
Εντάξει, εμείς δουλεύουμε αποκλειστικά με σιδηροκατασκευές, βέβαια, με τον παραδοσιακό τρόπο που ό,τι σιδηροκατασκευές γινόντουσαν τα προηγούμενα χρόνια γίνονται και τώρα. Γιατί η αρχαιολογία, επειδή ο οικισμός είναι διατηρητέος, υποχρεωτικά γίνονται αυτές οι κατασκευές όπως ήτανε και παλιά, και οι πόρτες και τα κάγκελα και ό,τι σιδηροκατασκευή γίνεται, γίνεται όπως ήταν παλιά. Κανονικά, εντάξει, τα αλουμίνια απαγορεύονται, βέβαια, και [00:30:00]άλλα υλικά που βάζουν εδώ πέρα, δουλεύουνε μόνο ξύλο στις κατασκευές στα σπίτια και τα σίδερα αυτά όπως γινόντουσαν παλιά.
Ποια είναι η αγαπημένη σας παραγγελία; Αυτή που σας έμεινε, που είστε ίσως πιο περήφανος για εκείνη;
Παραγγελία από πού; Για ποιο..., για ποιο...;
Οτιδήποτε! Από όσα έχετε κατασκευάσει σ’ όλη σας την πορεία, τι σας έχει μείνει; Τι θα θέλατε να γνωρίζουμε;
Εντάξει, εγώ τώρα δεν…, εμείς κάναμε διάφορα, βέβαια για μικρότερες, για…, εντάξει, δεν είναι τόσο… Κάναμε, στείλαμε και έξω κάποια πράγματα, κάποιες καμπάνες. Είχαμε κάνει…, περισσότερο σε ιδιώτες, αλλά εντάξει, γι’ αυτά τόσο περήφανος να είσαι; Εντάξει, είναι πιο συνηθισμένα. Εντάξει, το πιο γνωστό, ας πούμε, τώρα, είναι από τις κατασκευές της οικογένειας είναι η πόρτα του Πανορμίτη, ας πούμε, που είναι εκεί και η καμπάνα του Πανορμίτη. Εντάξει, το οποίο βέβαια μοναστήρι είναι μεγάλο, είναι γνωστό και το επισκέπτονται χιλιάδες κόσμος, αυτό είναι ότι είναι το πιο γνωστό, το πιο εμφανές, ας πούμε, πιο εμφανής κατασκευή της οικογένειας.
Άρα άμα πάμε να δούμε την καμπάνα, θα έχει πάνω «Αναστασιάδης»;
Ναι, έχει, έχει.
Τέλεια.
Έχει, και η πόρτα έχει.
Είπατε ότι στείλατε αλλού έργα. Εκτός από τη Ρόδο και τη Σύμη, έχουν πάει και αλλού τα έργα σας;
Έχουνε πάει και στην Κω, στην Πάτμο, στη Θεσσαλονίκη είχαμε στείλει, στην Πελοπόννησο σε κάποια μέρη. Έτυχε να στείλουμε και στην Ιταλία σε κάτι δικούς μας Συμιακούς εκεί, ένα δυο καμπάνες. Μου ‘χανε ζητήσει και κάποιοι άλλοι Συμιακοί δικοί μας στην Αυστραλία, έχουμε στείλει 3. Εντάξει, αναλόγως πού ζητάνε. Είναι δικοί μας, ρε παιδί μου, Συμιακοί, οι Έλληνες που έχουν εκεί μοναστήρια δικά μας, μας ξέρουνε και μας ζητάνε, ας πούμε, να το φτιάξουμε εμείς.
Στην ξενάγηση που μας κάνατε, όμως, μέσα στο εργαστήριο, είδαμε και σφαίρες απ' τον Β’ Παγκόσμιο! Θέλετε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;
Εντάξει, οι σφαίρες είναι… Εντάξει, παλιά επειδή κάποια -πώς τα λένε;- κάποιες σφαίρες, κάποιες οβίδες, ας πούμε, που χρησιμοποιούνε στον πόλεμο, περιείχανε, το κέλυφος περιείχε μπρούζο, μετά τον πόλεμο πια, που 'χανε τελειώσει ή όσα και πριν τον πόλεμο τα χρησιμοποιούσανε οι Ιταλοί που ήταν εδώ, είχαν μείνει από Γερμανούς, τα αγοράζανε σαν..., ο παππούς, ξέρω ‘γω, τα αγόραζε σαν μέταλλο, σαν μέταλλο για να το χρησιμοποιήσουνε μετά στο χυτήριο.
Δεν είναι επικίνδυνο όμως αυτό; Έγινε ποτέ…;
Όχι, όχι, δεν έγινε. Αυτά είναι από σφαίρες που 'χουνε ήδη…, έχει γίνει ήδη η έκρηξη, ας πούμε, έχουνε ήδη χρησιμοποιηθεί και δεν έχουνε πια τη δύναμη να ξαναγίνει, ας πούμε, έκρηξη, έχουνε καψούλι. Το καψούλι αυτό που δίνει…, πυροκροτητής, πώς το λένε;
Εσείς θα λέγατε ότι πλέον το βλέπετε πιο πολύ σαν επάγγελμα, σαν τέχνη, σαν χόμπι;
Κοίτα να δεις, σαν επάγγελμα βλέπω πιο πολύ τις μεταλλικές κατασκευές. Τώρα στο χυτήριο εκεί οι καμπάνες που κάνουμε όταν μας ζητήσουν, ας πούμε, κτλ., αυτό είναι περισσότερο σαν χόμπι, εντάξει, αυτό στην ουσία μάς αρέσει και επειδή υπάρχει και το ξέρουμε, το κάνουμε, ας πούμε, είναι κάτι μοναδικό. Δεν είναι πλέον τόσο κερδοφόρο, γιατί είναι τα συστήματα αυτά παλιά, είναι μεθόδοι και μαγαζί το οποίο είναι παλιό, δεν μπορείς να συναγωνιστείς, ας πούμε, τα άλλα χυτήρια που είναι στην Αθήνα ή στο εξωτερικό, που χρησιμοποιούνε άλλες μεθόδους και δουλεύουνε αποκλειστικά μόνο σ’ αυτό. Άρα δεν είναι θέμα κέρδους.
Πώς σκοπεύετε να διατηρήσετε αυτήν την τεχνική; Θα τη μεταδώσετε σε κάποιον άλλο, απόγονο, ας πούμε;
Τώρα δεν ξέρω, προς το παρόν είμαι εγώ. Αν προκύψει κάποιος που ενδιαφέρεται, θα προσπαθήσουμε. Εντάξει, με κάποιους φίλους μας και κάποιους γνωστούς μας φτιάχνουμε κάποιες καμπάνες μαζί, το ξέρουνε κι αυτοί, τους αρέσει, έρχονται, βοηθάνε, η αλήθεια. Εντάξει, όχι για λεφτά, περισσότερο επειδή τους αρέσει κι αυτούς και κάνουμε κάποιες παραγγελίες. Αλλά τώρα για το μέλλον, αν θα το αναλάβει κάποιος, θα το δούμε! Δεν ξέρω!
Υπάρχει [00:35:00]κάτι που θέλετε να προσθέσετε, που θα θέλατε να ξέρουμε; Κάποιο βίωμα ή κάτι που θέλετε να κρατήσουμε;
Εντάξει. Το σημαντικότερο, όσον αφορά αυτό, ρε παιδί μου, το -εντάξει- το επάγγελμα και το χτίριο, ας πούμε, αυτό το χυτήριο όλο, εντάξει, το σημαντικό ήτανε ότι και για το νησί, βέβαια, όπως και για αλλά πράγματα, ήταν ότι παλιά υπήρχανε τέχνες και μάστορες που ήτανε, ας πούμε, ήτανε ικανοί, ήτανε πολύ άξιοι για την εποχή τους και είχανε βοηθήσει το νησί και όλη την περιφέρεια εδώ πέρα, ας πούμε, της Δωδεκανήσου να είναι πιο αυτόνομη, να είναι πιο αυτάρκης. Δηλαδή παράγανε σχεδόν όλα τα πράγματα που χρησιμοποιούσανε, που είχαν ανάγκη, τα φτιάχνανε και τα παράγανε εδώ στο νησί. Είχανε δηλαδή λίγες εισαγωγές από τη Μικρά Ασία ή απ’ το εξωτερικό ή απ’ την άλλη Ελλάδα, ας πούμε, και μπορούσανε και φτιάχνανε…, μπορούσανε και φτιάχνανε σχεδόν όλα τα πράγματα εδώ. Δεν χρειαζόταν, ας πούμε, να κάνουνε εισαγωγή, από ένα σπίτι μέχρι διάφορες κατασκευές μεταλλικές, ξύλινες κτλ. Ενώ τώρα, ας πούμε, τα πράματα είναι πολύ διαφορετικά. Τώρα αν δεν φέρουνε τσιμέντο, αν δεν φέρουνε σίδερα, αν δεν φέρουνε τούβλα κτλ., δεν φτιάχνεται, ας πούμε, ένα σπίτι, ενώ τότε ένα σπίτι φτιαχνότανε από ασβέστη, από πέτρα και από χώμα που παίρνανε. Όλα τα παίρνανε απ' το νησί πάνω, δεν κάνανε εισαγωγή. Κατάλαβες; Αυτό ήτανε βέβαια κάτι…, ήταν αξιέπαινο για την εποχή εκείνη, ενώ τώρα, όχι μόνο εμείς, και όλη η οικονομία, ας πούμε, της Ελλάδας και του κάθε μέρους είναι πιο εξαρτημένη απ’ τους άλλους. Τότε ήτανε πιο αυτάρκης, πιο δυνατή. Αυτό ήτανε το… Δηλαδή εντάξει, και αυτό το χυτήριο, ας πούμε, για την εποχή του τότε ήτανε κάτι που..., και τις μέρες μας, ας πούμε, τώρα σήμερα, ακόμη κι εμείς, ακόμη κι εμείς που είμαστε σήμερα σ’ αυτήν την…, σε μια πιο εξελιγμένη, ας πούμε, περίοδο με πιο σύγχρονα μέσα, δεν μπορούμε, είναι δύσκολο για μας να φτιάξουμε αυτά τα πράματα που τα ‘φτιαχνε, ας πούμε, ξέρω 'γω, εμένα ο προπαππούς μου ή ο παππούς μου την εποχή εκείνη με πιο λίγα μέσα. Αυτό είναι, ας πούμε, το πιο σημαντικό γι’ αυτές τις…, γι’ αυτό το χτίριο και γι’ αυτές τις κατασκευές και τους επαγγελματίες της εποχής εκείνης, τους μάστορες δηλαδή. Ήτανε πιο άξιοι, πολύ πιο άξιοι από μας.
Τέλεια! Τέλος, πώς σας φάνηκε αυτή η συνέντευξη; Τι σας προξένησε;
Τι μου προξένησε; Εντάξει! Τίποτα. Ελπίζουμε να υπάρχει στο μέλλον, ξέρω ‘γω, περισσότερη -τι να πω;- περισσότερες δυνατότητες, περισσότερες ευκαιρίες; Εντάξει, είναι…, κάποια πράγματα χάνονται, κάποια πράγματα ελπίζουμε ότι, δεν ξέρω, θα γίνουν καλύτερα, θα διατηρηθούνε; Είναι δύσκολο βέβαια, αλλά ας το ελπίσουμε!
Τέλεια! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Κι εγώ, κι εγώ ευχαριστώ!
Photos

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι

Εργαστήρι
Summary
Η χειροποίητη καμπανοποιία είναι μία πραδοσιακή τέχνη στην Σύμη που άνθισε στα τέλη του 19ου αιώνα από μία οικογένεια και συντηρείται ακόμη από τους απόγονους της, τον κύριο Φιλήμονα Αναστασιάδη, τον αφηγητή μας. Η χειροποίητη τέχνη της μεταλλουργίας στη Σύμη ήταν κάτι το άμεσα συνυφασμένο με τη μικρή της κοινωνία, καθώς επηρέαζε και συντηρούσε άλλα παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως εκείνα των σφουγγαράδων, με την κατασκευή του σκαφάνδρου. Ο κύριος Φιλήμονας, ο τελευταίος παραδοσιακός μεταλλοποιός και καμπανοποιός, μας ξεναγεί στο προστατευμένο πλέον από την αρχαιολογία εργαστήρι του και μας εξιστορεί πώς έμαθε την τέχνη αυτή από πάππου προς πάππον σε ένα μικρό χωριό στη Σύμη. Τέλος, διατυπώνοντας τις τελικές του σκέψεις, κάνει λόγο για την παραδοσιακή συνοικία της οικογένειάς του γύρω από το εργαστήριο, για διάφορες παραγγελίες και έργα που έχει δημιουργήσει, για τις σφαίρες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που εκθέτει στο εργαστήριό του, αλλά και για το αν η καμπανοποιία είναι τελικά χόμπι ή επάγγελμα.
Narrators
Φιλήμονας Αναστασιάδης
Field Reporters
Άννα Καλαμάτα
Tags
Interview Date
14/10/2023
Duration
38'
Summary
Η χειροποίητη καμπανοποιία είναι μία πραδοσιακή τέχνη στην Σύμη που άνθισε στα τέλη του 19ου αιώνα από μία οικογένεια και συντηρείται ακόμη από τους απόγονους της, τον κύριο Φιλήμονα Αναστασιάδη, τον αφηγητή μας. Η χειροποίητη τέχνη της μεταλλουργίας στη Σύμη ήταν κάτι το άμεσα συνυφασμένο με τη μικρή της κοινωνία, καθώς επηρέαζε και συντηρούσε άλλα παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως εκείνα των σφουγγαράδων, με την κατασκευή του σκαφάνδρου. Ο κύριος Φιλήμονας, ο τελευταίος παραδοσιακός μεταλλοποιός και καμπανοποιός, μας ξεναγεί στο προστατευμένο πλέον από την αρχαιολογία εργαστήρι του και μας εξιστορεί πώς έμαθε την τέχνη αυτή από πάππου προς πάππον σε ένα μικρό χωριό στη Σύμη. Τέλος, διατυπώνοντας τις τελικές του σκέψεις, κάνει λόγο για την παραδοσιακή συνοικία της οικογένειάς του γύρω από το εργαστήριο, για διάφορες παραγγελίες και έργα που έχει δημιουργήσει, για τις σφαίρες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που εκθέτει στο εργαστήριό του, αλλά και για το αν η καμπανοποιία είναι τελικά χόμπι ή επάγγελμα.
Narrators
Φιλήμονας Αναστασιάδης
Field Reporters
Άννα Καλαμάτα
Tags
Interview Date
14/10/2023
Duration
38'