Η γυναίκα που φροντίζει το μοναστήρι της Οσίας Θεοκτίστης στην Ικαρία αφηγείται
Segment 1
Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια και η ικαριώτικη οικιακή οικονομία
00:00:00 - 00:15:47
Partial Transcript
Ξεκινάμε. Καλησπέρα. Καλησπέρα. Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας; Μαρία Φρατζέσκου-Καλιμούκου. Εγώ είμαι η Χρυσάνθη Φώτη, είμαι ερε…ανε οι άντρες. Η μάνα, η γυναίκα είχε όλη την οικιακή οικονομία στο ζάφτι της και το μεγάλωμα των παιδιών. Αυτά. Άλλα θέλεις; Ναι, βέβαια.
Lead to transcriptSegment 2
Η γνωριμία με τον σύζυγο, τα πανηγύρια και οι τότε συνθήκες ζωής
00:15:47 - 00:44:03
Partial Transcript
Στα 19 μου σε ένα πανηγύρι γνώρισα τον άντρα μου. Ο οποίος ήταν από εδώ, από την Πηγή. Και βρέθηκε κι αυτός τυχαία εκεί πέρα. Ήτανε νεαρό πα… Μανώλη, ο Μανώλης. Ήτανε μικρό και δεν μπορούσε να έρθει τον δεύτερο χρόνο η Δάφνη. Και παλεύαμε έτσι. Όπου μπορούσαμε κι όπως μπορούσαμε.
Lead to transcriptSegment 3
Η διαμονή στο μοναστήρι της Οσίας Θεοκτίστης
00:44:03 - 01:01:05
Partial Transcript
Εδώ στη Θεοκτίστη πότε ήρθες; Στη Θεοκτίστη ήρθα αφού γύρισα. Είκοσι χρόνια έζησα στην Αθήνα με την οικογένειά μου. Και γύρισα το 2000 όταν…στηριγμένο, είναι κάτι βράχια και ήταν του καλογέρου, εκείνου που το ίδρυσε, το σπίτι του. Έτσι μένανε για να μην φαίνονται απ’ τη θάλασσα.
Lead to transcriptMedia

Τα πρώτα κελιά των καλόγ ...
Χτισμένα κάτω από βράχους, μόλις που χωρού ...

Η εντυπωσιακή Θεοσκέπαστη
Το εκκλησάκι που έχει χτιστεί κάτω από ένα ...
Segment 4
Ιστορίες για πειρατές και για τους εξόριστους στο νησί
01:01:05 - 01:19:46
Partial Transcript
Γιατί; Γιατί να μην φαίνονται απ’ τη θάλασσα; Γιατί είχε πειρατές η θάλασσα. Και ερχόντανε. Και άμα δεις το παρατηρητήριό τους που είναι εκ…υς, των Ικαριωτών. Εντάξει. Φτάνει. Θέλεις κάτι άλλο να συμπληρώσεις; Όχι. Και πολλά είπα. Ευχαριστούμε πάρα πολύ, Μαρία. Να είστε καλά.
Lead to transcriptTopics
[00:00:00]Ξεκινάμε.
Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;
Μαρία Φρατζέσκου-Καλιμούκου.
Εγώ είμαι η Χρυσάνθη Φώτη, είμαι ερευνήτρια με το Istorima. Είναι Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023. Είμαστε στην Ικαρία και ξεκινάμε. Λοιπόν, Μαρία, θες να μας πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου;
Ναι. Τι να σου πω; Πρώτα πώς ήτανε;
Ναι.
Θυμάμαι ότι περάσαμε δύσκολα χρόνια γιατί έχω γεννηθεί το ’43 και ήταν αμέσως μετά την Κατοχή και μέσα στον Εμφύλιο Πόλεμο. Δεν καταλαβαίναμε πολλά πράγματα, αλλά ξέραμε, όπως ήμαστε μικρά παιδιά, ότι έπρεπε να βοηθάμε τη μάνα μας στην επιβίωση. Να φέρουμε νερό, δεν είχε νερό στα σπίτια τότε, και δίκτυα και τηλέφωνα. Αυτά, τα τηλέφωνα ιδίως και το ρεύμα, μετά τη δεκαετία του ’70 μπήκαν στη ζωή μας. Μέχρι τότε ό,τι κάναμε με τα χέρια μας. Και όταν ήμουν μικρή, θυμάμαι που τα μόνα πράγματα που αγοράζαμε ήταν αλεύρι, ζάχαρη και στις μεγάλες μας σπατάλες έμπαινε και το ρύζι. Τα μακαρόνια τα φτιάχναμε μόνοι μας. Δουλεύαμε στα χωράφια. Είχαμε οικιακή οικονομία που σημαίνει ότι ό,τι χρειαζόμαστε, το καλλιεργούσαμε στο περιβόλι. Από ζαρζαβατικά, από… Και ό,τι… Κανονίζαμε τις εποχές του χρόνου να έχουμε το κρέας που χρειαζόταν για κάθε εποχή. Την άνοιξη, ας πούμε, δεν είχαμε πολύ κρέας. Το καλοκαίρι είχαμε τα παλιότερα ζώα που ήταν να βγούνε από το… Στα ενδιάμεσα μια κότα έπαιζε, καμιά φορά τη βδομάδα τρώγαμε κρέας και αυτό το είχαμε παράγει στα σπίτια. Ήταν την άνοιξη, ξέρω εγώ, μετά το Πάσχα, τα κατσικάκια. Μετά, τα Χριστούγεννα είχαμε το χοιρινό που το παστώναμε, το συντηρούσαμε. Δεν είχαμε ρεύμα για να το κρατάμε. Και όταν σφάζαμε, ας πούμε, ένα κατσίκι στο σπίτι, πριν το σφάξουμε, ρωτάγαμε στη γειτονιά «Θέλεις κατσικάκι; Θέλεις κατσίκα ή γίδα;». «Πόσο;». «Τόσο». «Τι μέρος;». «Αυτό». Ξέρω εγώ, ό,τι ήθελες. Μπούτι, χεράκι. Το έπαιρνε η γειτόνισσα και, όταν έσφαζε εκείνη, μας το επέστρεφε. Δεν είχε λεφτά, δεν είχε χρήμα. Δεν ήταν… Η κατανάλωση και η παραγωγή και η ζήτηση και ο κύκλος αυτός που είναι της οικιακής οικονομίας, ήταν από τους ίδιους τους επιβιώσαντες εδώ. Τους επιβιώσαντες, ναι. Μαζεύαμε το λάδι, δεν αφήναμε ούτε μια ελιά με τα χέρια, έτσι. Μία μία τις ελιές. Τώρα έχουμε πολλά μέσα και τις αφήνουμε και πάνε χαμένες. Τώρα θα δεις από εδώ και πέρα τι ζουμί θα έχει. Είχαμε… Μόνο μεταφερόμαστε απ’ τη μια περιοχή στην άλλη μόνο περπατώντας. Δεν είχαμε… Σπάνια είχαμε, πώς είχε γαϊδουράκια ή… Σπάνια. Εγώ, άμα πήραμε στο σπίτι γαϊδουράκι, ήμουνα 20, 19 χρονών. Και επειδή είχε φύγει ο αδερφός μου και μπάρκερε σε κάτι καΐκια, τα λεφτά που έφερε, όρισε γαϊδούρι. Και γιατί το μεγάλο μας κτήμα, οι ελιές, το μεγάλο μας εισόδημα δηλαδή, ήτανε στη Βαώνη που λέμε, στον Ίκαρη, στα νότια του νησιού. Και αρχίσαμε πια να πηγαίνουμε. Άμα πηγαίναμε εκεί, σηκώναμε όλοι από ένα, το φυλάκι, που ήτανε το ταγάρι της εποχής. Το φυλάκι είναι δέρμα ζώου αποξηραμένο και το δένεις στα ποδαράκια, το βγάλουν έτσι με τέτοιον τρόπο αυτοί που ξέρουν να σφάζουν και το κρατάν. Θα έχεις δει εσύ φυλάκι. Με αυτό, λοιπόν, μεταφέραμε τη διατροφή μας εκεί που πηγαίναμε. Είχαμε ένα σπιτάκι και ήτανε… Το έχω ακόμα εγώ. Δεν το συντηρώ πια και δεν πάω. Κι έχω να πάω και δυο χρόνια. Ανήκει τώρα στα παιδιά μου. Και πηγαίναμε εκεί και μέναμε εκεί. Γιατί ήταν οχτώ ώρες να περπατάς απάνω στο βουνό για να πας εκεί, εκείνο το μέρος. Και είχαμε κτήματα, μαζεύαμε τις ελιές. Μέναν οι μεγάλοι εκεί κι εμείς γυρίζαμε εδώ. Κάθε εβδομάδα, ξέρω εγώ, αναλόγως. Ο ένας έμενε και ο άλλος πήγαινε πίσω. Με τη διατροφή τους και εκείνο που μέναν εκεί να τους πάμε. Και μαζεύαμε τις ελιές.
Πώς μαζεύατε;
Με τα χέρια. Με τα χέρια. Ούτε τις τινάζαμε ούτε… Άμα φύσαγε και κάνας αέρας, ήμαστε χαρούμενοι που τις έριχνε ο αέρας κάτω να τις μαζέψουμε. Με τα χέρια. Δεν είχε να τινάζουμε όπως τώρα και να έχουμε αγουρολάδι. Ήτανε… Πώς το λένε; Φυσιολογικά καμωμένη η ελιά και έπεφτε από μόνη της και τη μαζεύαμε. Εντάξει, τις κάναμε και με κάνα ξύλο λίγο έτσι. Αλλά όχι πολύ. Ο πατέρας μου δεν μας άφηνε, γιατί νόμιζε ότι αδυνατούσαν τα δέντρα άμα τα χτυπούσαμε. Το καλοκαίρι κάναμε κήπους και τα παραπάνω από εκείνα που καταναλώναμε τα αποξηραίναμε στον ήλιο. Και κρέας αποξηραίναμε στον ήλιο και το λέγαμε παστουρμά. Το καθαρίζανε με τέτοιον τρόπο, το ανοίγανε και το χαρακιάζανε και το βάζανε αλάτι και ρίγανη. Και το βάζαμε στον ήλιο τον Αύγουστο πάνω σε πλάκες του σπιτιού συνήθως, στη στέγη. Και εμείς τα πιτσιρίκια με ένα καλάμι διώχναμε τα έντομα, μην πηγαίνουν κοντά. Και κάναμε τον παστουρμά, ένα πεντανόστιμο κρέας. Και το βάζανε σε σακούλια, το κρεμάγανε πάνω απ’ το τζάκι. Αυτά το καλοκαίρι. Τα Χριστούγεννα σφάζαμε τα γουρούνια που τρέφαμε, ένα γουρούνι κάθε οικογένεια. Και αυτοί με τον ίδιο τρόπο. Δεν αφήναμε να πάει χαμένο, μόνο τις τρίχες και τη μύτη του γουρουνιού. Ήταν αυτή η αρχή. Δεν κάναμε κάτι που να μας περισσεύει και να το πετάξουμε. Αγορά δεν είχε για να το πουλήσουμε. Αν μας περίσσευε κάτι, το ανταλλάζαμε με τον γείτονα, με τον συγγενή, με όποιον είχαμε. Σφάζαμε σήμερα ένα γουρούνι που ήταν εκατό οκάδες και κάναμε τα ζαμπόνια, τα καπνίζαμε, τα φτιάχναμε και αυτά… Πώς τα λένε στο Κολωνάκι άμα πήγα; Προσούτο. Είδα κι έπαθα να δω τι είναι το προσούτο. Τα κρεμάγαμε εκεί επειδή ήταν χειμώνας. Αφού σφάζαμε τα Χριστούγεννα επίτηδες για να μην μας ενοχλούν τα έντομα, οι μύγες κι αυτά. Τα παστώναμε και μετά τα πλένανε –να τα λέω αυτά;– με φλασκόμηλο βρασμένο και με το νερό του. Πλέναμε καλά καλά το κρέας. Άμα περνούσαν δεκαπέντε, είκοσι ημέρες που το παστώναμε και το αλλάζαμε θέση και πάνω κάτω και το πετρώναμε, το πλέναμε με εκείνο, το στεγνώναμε και το κρεμάγαμε στα τέτοια, ξύλα. Πάνω από το τζάκι. Και γινότανε το καπνιστό, το χοιρομέρι που το λέμε και τώρα. Γιατί δεν είχαμε άλλο τρόπο να το… Και ό,τι άλλα κομμάτια είχε, εκτός από τα τέσσερα μπούτια του, το κάνανε καβουρμά οι μανάδες, οι μεγάλες γυναίκες. Το καβουρδίζανε, δηλαδή, και το γεμίζανε. Επειδή είχε πολύ λίπος το χοιρινό, το βάζανε σε κάτι πήλινα δοχεία και το γεμίζανε λίπος λιωμένο. Και δεν πάθαινε τίποτα. Ήταν αυτό, καβουρμά. Το καβουρδίζανε. Και τα λίπη του τα έκανε, η δικιά μου τουλάχιστον, κι άλλες κι όλες οι μανάδες το κάνανε, το λιώνανε και το ρίχνανε μέσα σε καζάνι με νερό, αυτό που έβγαινε πάνω πάνω το λίπος. Και το κόβανε έτσι κομμάτια και το ξεκαθαρίζανε και το ξαναλιώνανε. Η μάνα μου το έκανε, το ξανάκανε και έβγαινε ένα βούτυρο απίστευτο. Και μας το δούλευε με κανέλα και ζάχαρη και μας άλειφε το ψωμί με αυτό. Και είμαι σίγουρη πως ήταν πολύ ανώτερο από το βιτάμ. Και ούτε πολύ λιπαρό ήταν πια. Ξεπλενότανε, δηλαδή, με αυτόν τον τρόπο. Εντάξει. Τα φασόλια μας, ό,τι μας περισσεύανε ξερά για τον χειμώνα. Μέχρι πιπεριές τις περνούσαμε σε μια κλωστή και τις είχαμε. Τις ντομάτες τις μικρές, αυτά τα ντοματίνια που τα λένε τώρα, εμείς τα είχαμε από τότε. Φυτρώνανε στα καινούρια αμπέλια, τα σπέρνανε και αυτά και φυτρώνανε και έκαναν ντοματίνια. Και το κόβανε με το κοτσανάκι και απάνω εδώ, να, όπως είναι τα δοκάρια, είχανε βάλει καρφιά και περνάγανε σύρμα ή σπάγκο και τα κρεμάγαν απάνω. Και είχαμε τον χειμώνα. Αυτοί ήταν οι ντομάτες που τρώγαμε τον χειμώνα, δεν ήταν αυτά που τρώμε τώρα. Που αν το αφήκεις δεκαπέντε μέρες, δεν παθαίνει τίποτα. Κοιτάγαμε τα ντοματίνια, μόλις ήταν πιο κόκκινο κανένα, το βλέπαμε, κάτω στην κατσαρόλα. Αυτά.
Τα κόβατε κόκκινα δηλαδή;
Τα κόβαμε και μόλις άρχιζε να γυαλίζει το φλούδι τους για να κρατήσουν πιο πολύ. Άλλο τι να σου πω;
Για πες μου, στα χωράφια πώς πηγαίνατε;
Ε;
Ό,τι θέλεις πες μου.
Μεγαλώναμε σιγά σιγά. Σου είπα, μα… Μεγαλώσαμε. Ήμαστε [00:10:00]έφηβοι. Πηγαίναμε στους χορούς, στα γλέντια, στα πανηγύρια όλοι μαζί. Δεν είχαμε εδώ απαγορευτικά να βγαίνουμε μεταξύ μας τα παιδιά του χωριού. Και να πηγαίναμε όλα μαζί και να πηγαίναμε και δυο δυο και να πηγαίναμε και πέντε πέντε. Σεβόμαστε τη φιλία μας, τους μεγάλους και τους μικρούς. Κανένας δεν προσέβαλε κανέναν. Ποτέ δεν άκουσα. Τσακωνόμαστε, ήμαστε και πιο μικρά, τσακωνόμαστε μεταξύ μας, αλλά στις παρέες μας ήμαστε έτσι. Πηγαίναμε όλοι μαζί. Ας πούμε, στον Χριστό είχε κάθε Κυριακή μουσική και χορό. Εκεί που είναι το σούπερ μάρκετ, το κάτω που λέμε. Δίπλα έχει μια πίστα τσιμεντένια, πίστα χορού. Πώς το λέγαμε; Στην πίστα το λέγαμε. Ήταν η κυρα-Μαρία και ο κυρ-Πέτρος, δύο μεγάλοι άνθρωποι, και το είχαν αυτό και το ανοίγανε το Σαββατοκύριακο. Μια μέρα. Ή το Σαββάτο ή την Κυριακή. Δεν θυμάμαι. Και πηγαίναμε εκεί τα καλοκαίρια. Τον χειμώνα είχε ταβέρνες. Του Ορφέα, του Ψαρτογιάννη εκεί στην πλατεία. Και πηγαίναμε εκεί και γλεντάγαμε μέσα. Μικροί και μεγάλοι. Εντάξει. Ήταν όπως τα τωρινά πανηγύρια. Μπορούσε, ας πούμε, κι ένα ζευγάρι να πάρει και τα παιδιά του μαζί. Δεν είχε σκοτάδια και τέτοια. Όλοι φιλιωμένοι, όλοι… Γι’ αυτό λέω και τώρα καμιά φορά. Τώρα έχω απομονωθεί κιόλας κι αυτό το κάνουν εθελοντικά. Αλλά τότε δεν είχαμε περιορισμούς, ήμαστε χαρούμενοι, ήμαστε κεφάτοι. Παρόλη τη στέρηση και την κακουχία που περνούσαμε στη διατροφή. Δεν τρώγαμε δε ό,τι θέλαμε. Ό,τι είχαμε. Δεν είχε να βάλει η μάνα το τραπέζι και να πει ένα παιδί: «Εγώ δεν θέλω να φάω σήμερα. Δεν έχω όρεξη». Δεν είχε τέτοια. Όχι με κανενός είδους τιμωρία, αλλά όλοι καθόντουσαν το μεσημέρι στο τραπέζι.
Τι φαγητά κάνατε, θυμάσαι;
Πώς δεν θυμάμαι. Αυτά, που σου είπα, που αποξηραίναμε και τα μαγειρεύαμε. Τον χειμώνα, αυτά, ξερά φασόλια. Μέχρι τις πατάτες αποξηραίναμε, τις κάναμε σαν τσιπς. Τις κόβαμε φέτες και τις βάζαμε στον ήλιο τον Αύγουστο που ήτανε, βγάζαν τις πατάτες, ας πούμε. Όπως τις βγάζανε με το τσαπί, καμιά φορά κάποιες πατάτες, όχι καμιά φορά, πολλές πατάτες πληγωνόντανε. Και επειδή θα σεπότανε, τις μάζευε εκείνη τη μέρα η μάνα μας, ή ο πατέρας, ή όποιος να ήταν, τις πλένανε, τις βάζανε σε έναν καζάνι και τις βράζανε. Τις ξεφλουδίζαμε. Ήταν ημέρα συντροφικής δουλειάς αυτό στη γειτονιά. Μαζευόμαστε εκεί τα πιτσιρίκια, ξεφλουδίζαμε τις πατάτες, τις κόβαμε, τις άπλωνε πάνω σε ένα σεντόνι η νοικοκυρά και ξεραινόντανε. Χωρίς αλάτι. Πώς είναι τα τσιπς, τα πατατάκια; Στραβωμένη κι αυτή, έτσι βγαίνανε. Μέχρι το βράδυ ήταν κατάξερη η πατάτα. Μπορεί να τη βγάζανε και την άλλη μέρα. Αλλά το βράδυ, με τη δύση του ηλίου, τις μαζεύαμε για να μην τις πιάσει καθόλου η υγρασία γιατί μαυρίζανε. Και τις έπαιρνε μέσα. Το πρωί, μόλις ψήλωνε ο ήλιος, άλλη μία. Και με τον ίδιο τρόπο, που σου είπα και πριν, τις βάζαμε σε ένα πάνινο σακούλι και τις κρέμαγε απάνω εκεί. Να έχει αέρα και να… Που ήταν και όλο υγρασία εκεί που μεγάλωσα εγώ. Βουνό είναι, δεν έχει πιο πάνω από μένα σπίτια. Λίγα, κάνα δυο. Της Αρχοντούλας είναι.
Πού έμενες;
Στις Καρυδιές.
Πώς ήταν το χωριό τότε, θυμάσαι;
Είχε πολύ κόσμο, δεν είχανε φύγει, δεν φεύγανε τότε οι άνθρωποι, δεν είχε. Ύστερα άρχισε η μετανάστευση. Οι άντρες τότε, πρώτα οι άντρες στην Ικαρία φεύγανε και πηγαίνανε στη Στερεά Ελλάδα, στη Μικρά Ασία μπορεί και αποψιλώνανε δάση. Γιατί ήταν καλοί τεχνίτες στο κάρβουνο, που τότε το κάρβουνο ήταν πηγή ενέργειας και για τα αστικά κέντρα. Και φεύγανε τον Μάρτη, αφού σκάβανε τους κήπους και τους είχαν έτοιμους για τη νοικοκυρά, και γυρνάγανε τον Νοέμβρη που δεν ήτανε πια για να κάνουν καμίνια. Και με αυτό το εισόδημα που φέρνανε, παίρνανε εκεί κάνα δυο τσουβάλια αλεύρι να τα έχουνε για τον χειμώνα. Και με αυτόν τον τρόπο έτσι πορεύονταν οι οικογένειες. Αργότερα τελείωσε η ιστορία. Και πηγαίνανε, ήταν ναυτικοί. Ήταν πια ανοιχτό το επάγγελμα των ναυτικών. Και πορεύτηκε ο κόσμος αρκετά καλά μετά από το… Πότε; Το ’60, μετά απ’ το ’50 είχαμε ναυτικούς πολλούς. Και άμα φύγανε οι πρώτοι και πήγαν σε κάποιες εταιρείες, παίρνανε και άλλους μαζί. Αυτό κάνανε οι άντρες. Η μάνα, η γυναίκα είχε όλη την οικιακή οικονομία στο ζάφτι της και το μεγάλωμα των παιδιών. Αυτά. Άλλα θέλεις;
Ναι, βέβαια.
Στα 19 μου σε ένα πανηγύρι γνώρισα τον άντρα μου. Ο οποίος ήταν από εδώ, από την Πηγή. Και βρέθηκε κι αυτός τυχαία εκεί πέρα. Ήτανε νεαρό παιδί, μόλις είχε απολυθεί από στρατιώτης. Και είχε απολυθεί και γρηγορότερα από ό,τι έπρεπε γιατί τους δώσανε χάρη εκείνης της κληρουχίας, που την λένε οι άντρες, επειδή παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα Ελληνίδα. Και δηλαδή το δώρο που έκαμε στη νεολαία ήταν να τους απολύσει πιο γρήγορα. Και τον απολύσανε και τον Δημήτρη και ήρθε κι αυτός. Τον λέγανε και Δημήτρη. Και μια φορά του Αγίου Δημητρίου ήρθε στις Ράχες στον Άγιο Δημήτρη και εκεί τον γνώρισα. Εκείνος ήταν πιο μεγάλος λίγο. Εντάξει, πώς είναι τα παιδιά. Μετά, κατά τον Μάρτη του επόμενου χρόνου, ήρθε στο σπίτι και με ζήτησε να παντρευτούμε. Είπαμε να παντρευτούμε σε κάνα δυο χρόνια, αλλά, ναι, που θα παντρευτήκαμε σε έξι και κάτι. Γιατί είμαστε… Έλειπε εκείνος, ταξίδευε, ήταν ναυτικός. Και ακολουθούσε. Ναυτικός καριέρας, ας πούμε. Ήτανε τα πρώτα του μπάρκα που ήτανε δόκιμος. Παλιά στην Ικαρία, στην Ικαρία γενικά παλιά και καινούρια προξενιά δεν γίνονται. Οι άνθρωποι διαλέγουνε, επιλέγουνε τι θα κάμουνε στη ζωή τους μόνοι τους. Οι παλιοί Καριώτες άμα πήγαινε, άμα είχαν κόρη και πήγαινε κάποιος και τους ζήταγε να την παντρευτεί, του λέγανε «Πού θα την πας;». Δεν είχε, δεν υπήρχε ο θεσμός της προίκας. Υπήρχε… Όχι, μόνο που ο άντρας ήταν υποχρεωμένος να έχει το σπίτι του να την πάει. Όχι να την πάει της μάνας του. Υπήρχε αυτό, ας πούμε. Του έλεγε ο πεθερός «Πού θα την πας;». «Ε, θα κάμω το σπίτι μου. Να δούμε πού θα το κάμουμε». Αν είχανε, τι είχανε; Δίνανε όμως στα κορίτσια τους. Ό,τι είχανε, δίνανε. Αλλά να πιεστούν ότι έπρεπε να τους κάνουν αυτό και να την παντρέψουν, όχι. Λέγανε, του λέγανε: «Πού θα την πας; Αν είναι να την πας της μάνας σου να της κάνει θελήματα, πιο καλά άσ’ την εδώ στη δικιά της». Δεν είχε τέτοια, τέτοια πράγματα εδώ, προξενιλίκια και… Ό,τι επιλέγαν τα παιδιά, αυτό κάνανε. Κάναμε κι εμείς υπομονή. Αληθινά υπομονή όμως, όχι ψεύτικα. Και περάσανε τα χρόνια. Εκείνος τα χρόνια της Δικτατορίας είχε κάτι λεφτά, μου είχε στείλει, που για εκείνη την εποχή ήταν πολλά, ήταν δεκαοχτώ χιλιάδες. Και επειδή λέγανε οι μεγάλοι: «Θα χαθούν τα λεφτά. Θα κάμουν, θα ράνουν». Εκείνος ήταν, ταξίδευε Ινδία-Ιαπωνία. Τα γράμματα λογοκρίνονταν, δεν μπορούσαν να γράφουν και πολλά πολλά. Είπε: «Αυτό που είχαμε αποφασίσει», έγραψε, «για το σπίτι μας, μπορείς να ξεκινήσεις να το κάνεις». Και εγώ ξεκίνησα εκεί πάνω και το έκανα. Με βοηθούσε ο πατέρας μου που ήτανε χτίστης και όλοι οι δικοί μου, έτσι, όλοι βάλανε από ένα χεράκι. Και την υπομονή τους και εκεινών και την αγάπη τους και σιγά σιγά το τελειώσαμε. Και παντρευτήκαμε το ’68. Τον άλλον χρόνο, την άνοιξη έκαμα το πρώτο μου παιδί. Τα παιδιά μου είναι τρία. Τα πρώτα δύο, ήταν εδώ άμα γεννηθήκανε. Αλλά άμα είναι το πρώτο μας παιδί πενήντα ημερών, έφυγε για ταξίδι. Το πρώτο του[00:20:00] ταξίδι. Όχι το πρώτο του. Όπως παντρευτήκαμε, εννοώ, το πρώτο του. Μεγάλωσα τα παιδιά. Μου έλειπε κι εκείνος. Από τα σαράντα χρόνια, τριάντα οχτώ που ήταν άμα τον έχασα, χρόνια της παντρειάς μας, τα μισά είχαμε ζήσει χώρια με καημό και με λαχτάρα. Και πήγαμε καλά μέχρι εκεί. Το τέλος άμα κοντεύαμε να πάρει και τη σύνταξη, αρρώστησε και τον έχασα. Αυτά. Τώρα με νοσταλγία θυμάμαι τα πάντα και λέω ότι μακάρι να ήμουν σαν τότε και να είχα μπροστά μου τη ζωή να κάνω όνειρα και ας μην πετυχαίναμε. Και όλος ο κόσμος να είναι έτσι. Όλοι, αυτά που σου λέω, όλοι οι άνθρωποι εδώ της Ικαρίας έτσι τα περάσανε. Και άμα ακούω ότι είμαστε μακρόβιοι γιατί είμαστε τεμπέληδες και κοιμόμαστε τη μέρα και ξυπνάμε τη νύχτα, τρελαίνομαι. Τρελαίνομαι στα αλήθεια. Αυτά είναι παραμύθια. Ούτε μακρόβιοι είμαστε. Είμαστε μακρόβιοι γιατί αυτά που σου είπα. Ας πούμε, τη διατροφή μας, πάμε εκεί. Δεν τρώγαμε ό,τι θέλαμε και όποτε θέλαμε. Είχαμε μια τακτική στο σπίτι –έτσι φαντάζομαι πως θα ήταν και τα άλλα σπίτια– και τρώγαμε αυτό που είχαμε, όχι αυτό που θέλαμε. Δεν το τρώγαμε; Θα το έτρωγε ο άλλος που το ’θελε. Δεν είχε: «Να σ’ το φυλάξω να το φας ύστερα». Ή θα έτρωγες πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Καθόμαστε στο τραπέζι. Η μάνα μου έλεγε ότι η οικογένεια δένεται στο τραπέζι. Ήμαστε, τρία παιδιά μεγαλώσαμε μαζί. Είχαμε κι άλλες ιστορίες, αλλά καλά είναι αυτά. Νομίζω πως είναι αρκετά. Ε;
Πες μου, πες μου.
Σίγουρα;
Ναι, ναι.
Ωραία.
Κι άλλα πολλά.
Ήταν αλληλέγγυοι. Ήμαστε κι αλληλέγγυοι μεταξύ μας, δηλαδή και πολλές φορές, αυτά τα πανηγύρια που κάνουμε τώρα, που δεν είναι τίποτα πια, φαντάζομαι δηλαδή. Εγώ δεν πάω πια κιόλας. Αλλά πρώτα άμα κάναμε πανηγύρια, ας πούμε, είχε ένα παιδί, είχε κάποιος μια ανάγκη ή για το παιδί του ή ήταν υγείας, μαζεύαμε τα λεφτά σαν σύλλογοι. Και μετά που ήμουνα μεγάλη. Σαν σύλλογοι και σαν κοινότητα πολλές φορές μαζεύαμε τα λεφτά μεταξύ μας. Βγάλαμε μια επιτροπή κι ένα τετράδιο κι αφού ξέραμε όλοι τι γινόντανε, δίναμε αυτό που μπορούσαμε. Και σώναμε κόσμο, σωνόταν ο κόσμος. Τώρα δεν ξέρω τι γίνεται. Γίνεται κι αυτό καμιά φορά. Την πρώτη φορά που πήγα να ψηφίσω εφέτος στις Ράχες, δίνανε λουκουμάδες εκεί απ’ έξω για κάποιον που έχει ανάγκη. Τη δεύτερη φορά είχανε πάρει πρέφα τα πιτσιρίκια κι είχαν μακαρονάδες προχτές που θα πάνε εκδρομή. Ε, τους έδωσα κι αυτωνών. Δε μας… Εντάξει. Πρωτοβουλίες άμα παίρνουν οι άνθρωποι και είναι για καλούς σκοπούς, βοηθάς άμα μπορείς.
Ε, βέβαια. Είπες πριν ότι αυτό που είναι μακρόβιοι και κοιμούνται και είναι τεμπέληδες, αυτά γιατί βγήκανε;
Γιατί; Δεν είναι κλαψιάρηδες. Δηλαδή ξέρουμε, ό,τι και να κάνουμε, όσο και να κλαφτούμε και όσο και να παραπονεθώ εγώ σ’ εσένα δεν μπορεί να λυθεί το πρόβλημά μου. Ας είναι, λοιπόν, το χαμόγελο να μας ενώνει. «Τι κάνεις;». «Καλά;». Τι κάνεις τώρα είναι δικό σου πρόβλημα. Το «μακρόβιοι» είναι στατιστική, είναι αριθμοί. Εντάξει, μέσα στους εκατό, ξέρω εγώ, θα έπρεπε να έχουν πεθάνει οι πενήντα και πεθάνανε οι δέκα. Είναι μακρόβιοι. Γιατί; Δεν είναι έτσι. Εγώ έτσι λέω, πως δεν είναι έτσι. Τώρα βέβαια εγώ είμαι μεγάλη κι εγώ, μεγάλο παιδί. Να μην το πω και δημόσια, αλλά, εντάξει, είμαι ένας μεγάλος άνθρωπος. Δεν με νοιάζει ούτε να το πω ούτε να μην το πω. Μου λέει: «Μην το λες γιατί… Αυτός, αυτός. Μην το λες». Τι μην το λέω; Εγώ δεν αρνούμαι τη ζωή που πέρασα. Ήτανε καλή, ήτανε κακιά. Το φαγητό μας ήταν ό,τι υπήρχε της εποχής. Δεν είχε κεράσια τον Γενάρη και ντομάτες τον Γενάρη. Στην εποχή τους τα τρώγαμε. Τρώγαμε λίγο, ό,τι είχαμε. Έτσι. Ό,τι έβγαζε ο κήπος μας, ό,τι έβγαζε ο στάβλος μας, ό,τι προσπαθούσαμε, αυτό ήταν. Δεν είχαμε να αγοράζουμε, δεν είχε λεφτά. Δεν υπήρχαν λεφτά. Στην Κατοχή δεν είχε τίποτα.
Εσείς τότε σαν παιδιά, δηλαδή, συμμετείχατε κι εσείς στις εργασίες;
Αμέ. Σου πω. Όλοι. Γιατί δεν είχε νερό στο σπίτι, ας πούμε. Είχε μια στέρνα κάπου κάτω, εκεί που ήταν τα χωράφια. Είχαμε εμείς μια στέρνα που ήτανε πηγή και ήταν ολοδρόσερο το νερό. Και πηγαίναμε, είχαμε κάτι κουβαδάκια, μας τα είχαν στείλει οι Αμερικάνοι, η Ούλτρα, μια… Τι ήταν αυτή; Βοήθεια. Και είχανε μέσα τυριά και βούτυρα. Και τα μοιράσαν στον κόσμο. Έπαιρνε κάθε οικογένεια δυο. Δεν αφήνανε τίποτα ανεκμετάλλευτο. Τα κουβαδάκια, λοιπόν, μας τα έφτιαξε –ήταν πεντόκιλα, κάτι ντενεκέδια–, μας τα έφτιαξε με χεράκι ο πατέρας μου. Και έτσι τα κάναν όλοι. Και εμείς ήμαστε και κοντά στη στέρνα. Άλλοι που ήταν και πιο μακριά και ερχόντανε και παίρνανε πόσιμο από εκεί. Ήταν πιο δύσκολα. Το νερό που κατανάλωνε το σπίτι για τα πιάτα, για τα λουλούδια, για το μπουγάδα. Τις μπουγάδες τις μεγάλες της εποχής τις πηγαίναμε στο ποτάμι. Και ήταν μια μέρα δίπλα στο ποτάμι, στο ρυάκι. Εκεί έστηνε καζάνι η μάνα και τη σκάφη και έπλενε εκεί που ήτανε το νερό. Εκεί που ήταν το νερό. Πού να πάει; Με το κουβαδάκι πόσο να κουβαλήσεις, να πλύνεις τα χειμωνιάτικα ρούχα, ξέρω εγώ, των παιδιών και του σπιτικού; Και τα απλώναμε πάνω στα ξύλα, στα κλαδιά, στις πέτρες. Ήταν μια μέρα πανηγυριού εκεί το πλύσιμο. Μετά ήταν αφθονία. Μετά πια το ’50 άρχισε να βελτιώνεται η ζωή. Όμως αυτά τα πράγματα, το ρεύμα, ας πούμε, ήρθε στο σπίτι μας το ’75. Εμείς χτίζαμε το σπίτι, το χτίσαμε και κάναμε εγκατάσταση επειδή πια βλέπαμε μπροστά μας ότι… Και μας κοροϊδεύανε. «Κοίτα», λέει, «ο Φρατζέσκος που έβαλε ηλεκτρικά πριν να έχει ηλεκτρικό». Όμως αφού χτιζότανε και σοβατιζότανε, έπρεπε να μπουν αυτά τα πράγματα. Να μην σκάβουμε ξανά σε πέντε-έξι χρόνια το σπίτι. Τότε ήρθανε τα εύκολα στη ζωή μας. Για σκέψου να περπατάς οχτώ ώρες να πας στη Βαώνη. Και μας λέγανε άμα είχαμε γαϊδούρι: «Μην το τραβάτε το γαϊδούρι», λέει, «αν είναι συννεφιά απάνω. Να το αφήνετε να πηγαίνει μπροστά. Γιατί άμα το τραβάτε, αποπροσανατολίζεται και θα χαθείτε. Να φύγετε», τέτοια εποχή, τον Νοέμβρη ας πούμε που πηγαίναμε, «να φύγετε νωρίτερα, να φύγετε κατά τις 11:00, 12:00, να έχετε φύγει απ’ το σπίτι για να ρθείτε». Γιατί ήταν έξι ώρες δρόμος να πάμε. «Άμα σας πιάσει βροχή, μην σκεφτείτε να γυρίσετε πίσω γιατί μπορεί να είναι πιο μακριά προς τα πίσω ή να είναι εκεί τα μπουρίνια που δεν ξέρετε να δείτε τον καιρό. Ή αποσκιαστείτε λίγο. Σταματήσετε να περάσει ή τον προορισμό σας». Εκεί μας λέγανε και για το γαϊδούρι πως είναι, δεν χάνεται αυτό άμα δεν το τραβάς με το σκοινί. Άμα το αφήνεις και περπατεί μονάχο του, πάει εκεί που ξέρει, που έχει ξαναπάει. Δεν φεύγει. Ενώ άμα το γυρίσεις, θα πάει απ’ την άλλη μεριά.
Το γαϊδούρι;
Κι όλα τα ζώα. Και τα μουλάρια και τα γελάδια που τα είχαν υποζύγια και αυτά και τα πηγαίναν απ’ τη μια μεριά στην άλλη που είχε περισσότερη τροφή. Δεν έκανε να το πιάσεις και να το πας εσύ εκεί που νόμιζες πως ήταν ο δρόμος. Το αφήνεις να πηγαίνει. Κι εγώ αργούσα να πάω και μου έλεγε ο πατέρας μου ότι το καταλάβαινε ο Αράπης ότι ήμουνα, πως δεν ήμουνα αυστηρή μαζί του, δηλαδή δεν το… Και αυτό ερχόντανε με την ησυχία του, λέει. Και μου έλεγε: «Στο σκαλοπάτι πόσες αναπνοές έπαιρνε ο Αράπης;». Τον άφηνα εγώ να ξεκουραστεί.
Αράπη λέγανε το γαϊδουράκι;
Ήτανε μαύρος και είχε κάτι μάτια άσπρα, ωραία. Και ακόμα οι εικόνες εκείνες με συγκινούν ακόμα. Άμα δω ένα γαϊδούρι. Πού βρέθηκε; Τότε ήτανε… Μετά αρχίσαμε να έχουμε αυτοκίνητα, ταξί να πηγαίνουνε στον Άγιο δρομολόγια. Άμα θέλαμε να πάμε στον Άγιο Κήρυκο, φεύγαμε απ’ τις Ράχες, απ’ τις Καρυδιές, ας πούμε, πηγαίναμε στον Μαγγανίτη. Στον Μαγγανίτη από το βράδυ για να πάμε με τη βενζινάκατο το πρωί στον Άγιο και να γυρίσομε το μεσημέρι, απόγευμα που γυρίζαμε. Κι άμα δεν ήτανε εκεί η κυρα-Τασία, μια γιαγιά που έρχονταν και σε εμάς, γιαγιά ήταν τότες, θα ήταν νέα γυναίκα κι αυτή. Και προχτές που πήγα[00:30:00] στην κηδεία του Αυγέρη, είδα και τις φιλενάδες μου τις παλιές. Και μένανε κι εκεί. Και τις γνώρισα κιόλας. Τώρα άμα τις έβλεπα βέβαια σε άλλον χώρο, είχα στον νου μου ότι μπορεί να τις δω. Άμα δεν τις έβλεπα. Και με βλέπαν κι αυτές κι ερχόντανε και λέγανε «Η Καλιμούκαινα είναι αυτή δα;». «Αυτή δα είναι».
Θυμάσαι έτσι καμιά ιστορία από καμιά διαδρομή να σας έτυχε τίποτα;
Όχι, κακό σ’ εμένα δεν έτυχε. Ούτε χαθήκαμε ποτέ. Εντάξει, να βραχήκαμε μπορεί. Όχι. Το κακό ήταν άμα πηγαίναμε στα πανηγύρια τα μεγάλα, της Λαγκάδας, ας πούμε. Που ήτανε… Εμείς θέλαμε να χορεύουμε. Δεν είχε ρεύμα, δεν είχε γεννήτριες τότες, τίποτα. Φεύγαμε το πρωί, πηγαίναμε στην εκκλησία και χορεύαμε όλη μέρα. Τα βράδια έπρεπε να φύγομε νωρίς για να βλέπουμε. Χαμός εγινόντανε. Μια φορά θυμάμαι που είχαμε πάει και στη Λαγκάδα. Αλλά είχε έρθει τότες το ρεύμα, ήμουν μεγάλη, μπορεί να ήμουν και παντρεμένη. Και μας πήρανε με τα πόδια και πήγαμε αφού κλείναν εκεί. Ήταν ημέρας το πανηγύρι. Και πήγαμε στον Κουνιάδο που ήτανε νύχτας. Να γυρίσεις όλη τη Νικαριά να πας να διασκεδάσεις. Έτσι δα κάνουν και τώρα τα παιδιά. Έρχονται το πρωί άμα φύγουνε.
Πώς ήταν τότε τα πανηγύρια δηλαδή;
Όπως είναι και… Απλά δεν είχε ξένο κόσμο. Τώρα αλλοτριώθηκαν απ’ τους ξένους. Πηγαίναμε, διασκεδάζαμε, είχαμε μουσική, ήμαστε όλοι γνωστοί περίπου. Και όπου να βρισκόμαστε, και εκτός Ικαρίας άμα ήμαστε, «Το καλοκαίρι, θα τα πούμε στη Λαγκάδα», λέγανε. Ήτανε τόπος, σημείο αναφοράς η Λαγκάδα.
Από πότε γινόταν στη Λαγκάδα;
Εγώ έτσι το έφτασα. Άμα έβγαινα και ήμουνα 16-17 χρονών, εκεί ήταν το πανηγύρι. Μπορεί στην αρχή να ήταν πιο λίγο, πιο λίγος ο χώρος ο διαθέσιμος. Στον Άγιο Ισίδωρο πηγαίναμε, στους Αγίους Αποστόλους. Ήταν και κοντά στους Αγίους Αποστόλους. Αλλά πεζοί, δεν είχε… Μετά αρχίσαμε. Θέλαμε ηλεκτρικές συσκευές, θέλαμε κάνα μηχανάκι οι άντρες. Όχι, εμείς δεν είχαμε ποτέ μηχανάκι. Αυτοκίνητο πρωτοπήραμε ένα Μπάρκες, ένα ρώσικο βαν και κάναμε τις διαδρομές μας. Το είχαμε κάμει και μέσα σαν… Το είχαμε στρώσει με ένα στρώμα. Και πηγαίναμε με τα πιτσιρίκια μας βόλτες. Και ήμαστε… Άμα έχτιζα το σπίτι, χρεωνόμαστε κιόλας. Είχαμε, ας πούμε, τον Στενό τον Γιώργο που ήτανε, έφερνε οικοδομήσιμα υλικά. Χρεωνόμαστε. Άμα έλειπε ο άντρας μου, πήγαινα κι έπαιρνα τα υλικά που χρειαζόνταν οι μαστόροι και μας πίστωνε. Τέλος πάντων, όλον τον κόσμο. Λέει κι εκείνος ότι «με βοηθήσατε και σας βοήθησα». Και όλοι τον αγαπούν και τον σέβονται. Είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Και όλοι είμαστε έτσι. Στα πανηγύρια, παντού, στις συγκεντρώσεις, ο Γιώργος πρώτος στον χορό. Αλλά είμαστε όλοι, σου λέω, όλοι γνωστοί. Τώρα να πας στο πανηγύρι στη Λαγκάδα, άσ’ τα. Ίσως επειδή μεγαλώσαμε, νιώθω έτσι. Δεν μου αρέσει.
Λοιπόν. Πώς ήταν οι δρόμοι κι αυτά; Για πες μου λίγο που λες ότι περπατάγατε. Από δρόμους ή από μονοπάτια;
Από μονοπάτια. Ποιους δρόμους; Οι δρόμοι γίνανε… Πού να δεις άμα ήρθε το ρεύμα. Άμα πρωτοείδα κολόνες στον δρόμο φορτωμένες απάνω σε ένα φορτηγό, χαρά εγώ. Τρελάθηκα. Χτύπαγα παλαμάκια. Ερχόμουν απ’ τον Άγιο που είχα πάει στην τράπεζα να σηκώσω χρήματα που είχαν έρθει για να… Δεν είχε τράπεζες τότε παντού. Η εταιρεία που ήτανε μπαρκαρισμένος ο άντρας μου, έστελνε τα λεφτά στον Άγιο Κήρυκο. Και πήγα με ένα ταξί. Και άμα πηγαίναμε το πρωί, είδα ένα φορτηγό κι ερχότανε κι είχε κολόνες απάνω. Και λέει μια γυναίκα: «Κοίταξε τη», λέει, «πώς κάνει». «Βρε, που θα έρθει το ρεύμα στο σπίτι μας».
Θυμάσαι πότε μπήκε το ρεύμα;
Αμέ. Πώς δεν θυμάμαι; Σου λέω το ’75 σε εμάς. Επί Δικτατορίας που ήταν το ’67, γύρισε και έκαμε εφτά χρόνια. Υπήρχε Δικτατορία, κάμανε, φέρανε τη ΔΕΗ, αλλά τη φέρανε στα κέντρα μόνο. Και είπανε πως ηλεκτροδοτήσανε το 90% στα χωριά. Εμείς ήμαστε απ’ όξω απ’ το 90%. Και άμα ήρθε η ώρα να το βάλουμε, πληρώσαμε τις κολόνες συμμετοχή εκατόν δώδεκα χιλιάδες τότε για δώδεκα σπίτια. Κι ήταν συμμετοχή, ήταν γύρω στα τέσσερα χιλιάρικα, τεσσεράμισι, λείπαν κι άλλα τρία τα οποία έλειπε το ΦΠΑ, που δεν το ξέραμε. Και τα μάζεψα εγώ, πρωτοστάτησα. Δόθηκε το έργο και δεν θέλανε να έρθουνε οι εργολάβοι, ήταν κάτι απ’ τη Μυτιλήνη. Χαμός εγινόντανε. Και, τέλος πάντων, έπρεπε να προπληρώσομε και να ξεκινήσει το έργο. Και προπληρώνομε και δεν ερχόντανε. Είχε τότε ένα περιοδικό, τον «Ταχυδρόμο». Και καθίζω και τους τα γράφω αυτά. Ότι «εμείς απ’ το υστέρημά μας και είμαστε τόσοι άνθρωποι και πληρώσαμε τόσα λεφτά». Και το είχε πάρει κάνας εργολάβος, Μυτιληνιός. Και είχε δοθεί το έργο τον Νοέμβρη και τον άλλον Γενάρη ήρθανε, δηλαδή πέρασε ένας χρόνος και κάτι. Και ήταν Γενάρης και χιόνιζε στις Καρές. Και μου φωνάξανε οι ντόπιοι εργάτες απέναντι, μου λένε: «Εσύ είσαι του Καλιμούκου του Σταμάτη αδερφή;». «Ναι». «Μας είπε πως μας έχει αγοράσει καφέ». «Ελάτε», λέω. Και ερχόνταν μέσα και τους άναβα το τζάκι και πίνανε καφέ. Και μου λέει ο εργολάβος: «Εσύ είσαι που γράφεις πως δεν ήρθαμε να κάνουμε το έργο; Είναι τόπος αυτός; Και κάματε και αίτηση. Αν ήμουνα ο Πατακός, θα σε έβαλα στα τρία μέτρα». Λέω: «Εγώ σου είπα να το πάρεις το έργο; Έπρεπε κι εσύ, χρώσταγες να έρθεις να δεις που σε στέλναν. Και να έρθεις άμα σου το δώκανε το έργο. Τώρα μες στον Γενάρη που ήρθες και είναι παγωνιά και έχει χιόνια, εγώ τι φταίω;». Ε, μου έσυρε αυτός καμπόσα, του έσυρα κι εγώ μεταξύ αστείου και σοβαρού. Τα παιδιά βλέπανε κι αυτά πρώτη φορά… Και ανοίγανε οι κακομοίρηδες τις τρύπες με ένα φτυάρι, δεν είχε εργαλεία τότες, ένα στραβό φτυάρι το βάζανε στην τρύπα και βγάζαν μια κουταλιά και μια κουταλιά. Το βράδυ, το πρώτο βράδυ που φύγανε, πήγανε τα παιδιά, σου λέει, πιτσιρίκια ήτανε, μικρά και τις γεμίσανε πέτρες. Δεν πρόλαβα να τους πω ότι αυτό δεν πρέπει να γίνει. Ήρθε το ρεύμα. Μετά ήρθε και το τηλέφωνο. Τηλέφωνο είχε ένα σε ένα σπίτι στο χωριό. Και άμα ο άντρας μου πήγαινε σε ένα λιμάνι –άμα ήταν έξω από το λιμάνι, δεν μπορούσε να επικοινωνήσουμε–, άμα πηγαίνανε στο λιμάνι πια έβγαινε και έκανε τηλέφωνα. Και ανάλογα την ώρα που ήταν εκεί, την ώρα που ήταν εδώ, άντε να μου φωνάξουνε, να πάω, να παρατήσω τα μικρά, να πάω στο τηλέφωνο. Στη γειτονιά, μα ήταν μακριά, δεν ήτανε κοντά. Ιστορία.
Ένα τηλέφωνο;
Ένα τηλέφωνο. Σου λέω, ήταν τα δημόσια τηλέφωνα. Τα κέντρα μας και καλά. Ήταν και εκείνα τα σουβλάκια. Άμα και αυτοί ταξιδεύανε, μπορούσαν να στείλουν τηλεγράφημα. Θυμάμαι τον αδερφό μου τον έναν και τον άντρα μου, όπου πέθανε η μάνα μου, το μάθανε σε έναν μήνα. Άμα γεννήθηκε ο Λευτέρης… Τα ξέρεις τα παιδιά μου; Τον Λευτέρη τον Φρατζέσκο τον ξέρεις;
Όχι.
Δεν τον ξέρεις; Δεν μπορεί. Ή τον Γιάννη. Άμα γεννήθηκε ο Λευτέρης, έλειπε ο Δημήτρης. Κι εγώ γέννησα στην Αθήνα, στο «Μητέρα». Και ήθελα να του κάμω ένα τηλεγράφημα για… Το έκαμα απ’ το τηλέφωνο του νοσοκομείου. Αλλά η κοπέλα που ήταν υπάλληλος εκεί να το παραλάβει έξω στο κέντρο. Εγώ ήμουνα συγκινημένη. Ξέρεις, είχα περάσει αυτό και ήμουνα μονάχη και χίλια δυο και έκλαιγα. Και μου λέει: «Αφού πρέπει να είσαι χαρούμενη». «Βρε, είμαι χαρούμενη. Γράφε εσύ. Γράφε εσύ κι εγώ όπως το νιώθω, θα το εκφράσω, τη χαρά μου».
Θυμάσαι τι είχες γράψει στο…
Μπα. Ούτε τότες δεν ξέραμε και τι. Τώρα ξέρουν και τι μωρό θα κάμουν. Τότες το κάναμε το μωρό μας και δεν είχε, δεν ξέραμε τι φύλο θα ήτανε.
Άλλες εποχές.[00:40:00]
Άκουσα, το μεσαίο μου παιδί το άκουσα μόνο στη… Ξέρεις, που το κάνουν έτσι… Είχανε κάτι ξύλινα τότε οι γιατροί περίεργα που ακουγόντανε οι παλμοί του. Το δεύτερό μου παιδί. Το πρώτο, άσ’ τα. Το έκαμα στον Άγιο Κήρυκο.
Είχε εδώ πέρα νοσοκομείο;
Ε; Είχε νοσοκομείο, ναι. Πού να δεις οι άλλες που ήτανε στον Μαγγανίτη, οι γυναίκες, άμα ήτανε φουρτούνα κι έπρεπε να πάνε στο νοσοκομείο. Πόσα γεννηθήκανε μες στις βάρκες. Αλλά είχε μια γυναίκα εκεί που ήτανε, απ’ τις Ράχες ήταν κι αυτή, ήτανε μαία όμως. Και τις βοηθούσε. Αλλά πολλές φορές που φύγανε και ήτανε καλοσύνη και φύγανε την τελευταία ώρα και δεν έφτασε ο χρόνος για να φτάσει στο νοσοκομείο, το γεννήσανε μες στη βάρκα. Μες στη βενζινάκατο. Σκληρά χρόνια αλλά όμορφα χρόνια.
Ωραία. Κι αυτό που είπες ότι ξεκινάγανε πιο αργά, ξεκινάγανε όντως πιο αργά να ανοίγουν τα μαγαζιά, όλα αυτά;
Αυτό ήταν έτσι γιατί κι αυτοί που πηγαίνανε στα μαγαζιά και αυτοί που είχαν τα μαγαζιά, είχανε και τις δουλειές τους. Την οικιακή οικονομία. Έπρεπε να πάει να ποτίσει τον κήπο του, να πάει να κάμει τι να κάμει. Και άμα τελείωνε με τα ζώα του κι αυτά, πήγαινε στο μαγαζί. Και τα καφενεία στον Χριστό. Δεν πήγαινε κανένας, ας πούμε, από τους Βρακάδες ή από τις Καρές να πάει στον Χριστό στο καφενείο. Πήγαινε άμα ήθελε να ψωνίσει. Αυτό γινότανε μετά τις 11:00 η ώρα. Να έρθει απ’ τους Βρακάδες, απ’ τον Πολύκαρπο, να πάει επάνω. Και μια που πηγαίνανε, επηγαίναν και στο καφενείο. Δεν είναι τεμπέληδες, δεν είναι υπναράδες. Αυτοί που και τώρα αργούνε να πάνε στα μαγαζιά, έχουν κάμει, απ’ τις 05:00 η ώρα έχουν δουλέψει τέσσερεις, πέντε ώρες εντατικά για να δουλεύει το νοικοκυριό τους. Ή στα μελίσσια θα είναι ή στα ζώα θα είναι. Πάει να ανοίξει και το μαγαζί. Και βοηθάν και οι γυναίκες πάρα πολύ. Αυτό που σου λέω, είναι ότι δεν είμαστε γκρινιάρηδες. Ξέρουμε, ας πούμε, να το ζούμε αυτό, το βιώνουμε, δεν το κάνουμε. Εγώ είχα στον Χριστό, είχα αυτό του Πουργέζη, που λέμε, δυο χρονιές, το καφενείο. Και να πας πιο νωρίς, δεν έχει κανένα. Κάθονται μέχρι το βράδυ. Καθόνταν εκεί και παίζανε τάβλι, παίζανε… Με έναν καφέ, ξενυχτούσαν. Ήταν όμως τότε ανάγκη να δουλεύω. Ήμουνα μεγάλη. Ήταν τότε που είχε αρρωστήσει πια ο άντρας μου και γυρίσαμε εδώ. Γυρίσαμε τα καλοκαίρια να βλέπει κι εκείνος τους δικούς του κι εμείς να περάσουμε στο σπίτι μας. Δούλευα. Εκείνο το καφενείο. Δυο χρόνια. Το ’68 και το… Τι λέω; Το ’88 και το ’89 το δούλεψα. Τον έναν χρόνο με τη Δάφνη παρέα. Και μας το είχανε νοικιάσει. Μετά ο Θανάσης… Όχι ο Θανάσης. Πώς τον λένε τον γιο αυτόν της Δάφνης, το παλικάρι; Μανώλη, ο Μανώλης. Ήτανε μικρό και δεν μπορούσε να έρθει τον δεύτερο χρόνο η Δάφνη. Και παλεύαμε έτσι. Όπου μπορούσαμε κι όπως μπορούσαμε.
Εδώ στη Θεοκτίστη πότε ήρθες;
Στη Θεοκτίστη ήρθα αφού γύρισα. Είκοσι χρόνια έζησα στην Αθήνα με την οικογένειά μου. Και γύρισα το 2000 όταν έχασα τον άντρα μου, το 2001. Άρχισα πια, είχαν μεγαλώσει και τα παιδιά, άρχισα να προσπαθώ. Είχε παντρευτεί το μεγάλο. Και ο δεύτερος. Και αφού πέθανε ο άντρας μου και αφού κατάφερα να ξεχρεώσω τις υποχρεώσεις μου. Γιατί ήτανε πέντε χρόνια άρρωστος. Άρρωστος, καρκινοπαθής ήταν. Και δεν πήγαινε πια να… Έπρεπε να δουλεύει κάποιος. Κι εκείνη τη σύνταξη που του δώκανε, αργήσανε να του τη δώκουνε. Κάποιος έπρεπε. Εγώ, σου λέω, ήμουνα είκοσι χρόνια, δούλευα στις αποκλειστικές. Και άμα ερχόντανε και Πάσχα ή Χριστούγεννα και τέτοιες μέρες και θέλανε… Που σου λέω, που κάναν δεκαοχτώ μέρες, τις παρκέρανε τις γιαγιάδες και τους παππούδες και θέλανε διπλοβάρδια. Και οι πιο πολλές ήταν οι οικογένειές τους εκεί στην Αθήνα και οι δικοί τους θέλαν να φύγουν. Εγώ, ο άντρας μου ταξίδευε, έκανα διπλοβάρδια. Μπορεί να έκανα το απόγευμα, έκανα και το βράδυ. Και όταν μου έφυγε ο άντρας μου, λοιπόν, έκανα πέντε χρόνια. Έφυγε το 2001 και ήρθα το 2005 στην Ικαρία. Ερχόμουνα πιο πολύ καιρό, προσπαθούσα να ξαναβάλω το νοικοκυριό μου σε τάξη. Τα παιδιά μου κι αυτά είχανε πάρει πια τους δρόμους, τις ευλογιές τους, τι κάνανε. Και ήρθα το 2005. Είχαμε ένα αμπέλι εδώ, είχε ο άντρας μου και το αγαπούσε πολύ. Και ερχόμουνα και το θειάφωνα και το έφτιαχνα. Στην Πηγή, πιο χαμηλά προς τον Κάμπο από πάνω σε ένα μέρος. Είναι πιο κοντά στην Πηγή παρά στον Κάμπο δηλαδή. Και στον δρόμο που ήταν ένα χάλι μαύρο αυτός ο πάνω δρόμος, εγώ δεν ήξερα κι άλλο, υπέφερα να έρθω. Είχα ένα σαραβαλάκι και τότε. Και άμα έφτασα εδώ στον Μάραθο, βρίσκω τον ιερέα που το διαχειρίζεται μέχρι τώρα τελευταία, τώρα δεν λειτουργεί πια. Και μου λέει η γυναίκα του «Ρε Μαρία, θέλεις να… Πού πας;». «Έτσι κι έτσι», λέω, «πάω να θειαφώσω το αμπέλι. Είναι άνοιξη». «Και πώς ήρθες;». Λέω: «Δεν μου είπε κανένας πως ήταν χάλια ο δρόμος. Ήρθα. Πώς ήρθα; Να δω πώς θα φύγω. Μπα και μ’ αφήκει και το αυτοκίνητο». Και μου λέει ο παπά:ς «Θέλεις να έρθεις να ανοίγεις το μοναστήρι;», λέει. Λέω: «Εγώ; Τι θα κάνω στο μοναστήρι;». «Τίποτα», λέει, «έχει μπει στους χάρτες τους τουριστικούς και μας γυρεύουν κάθε τρεις και δύο. Τρέχα να ανοίξεις και τρέχα να ανοίξεις. Είχαμε τη Βαγγελιώ», είχανε μια άλλη κυρία πιο πρώτα, της έτυχε κι αυτής κάτι κακό, τέλος πάντων, το παράτησε κι έφυγε, «και το παράτησε η Βαγγελιώ και μας έχουνε ζαλίσει». «Μπα, θα δοκιμάσω. Πώς να… Τι θα κάνω;». Α, τους λέω πρώτα πρώτα: «Ποιος θα με πληρώνει;». «Α, δεν έχει», λέει, «τέτοια». «Δεν έχει;». «Όχι», λέει. «Εμείς θέλουμε να είναι η εκκλησία ανοιχτή και να πιάνει ο κόσμος να προσκυνάει. Από εκεί και πέρα εσύ μπορείς να έχεις εκεί μες στην αίθουσα». Τότες δεν είχε κι άλλα κελιά, ήταν ξεκεραμωμένα, όλα ανοιχτά ήτανε. Αυτό είχε κάτι παραθυράκια, τούτο δα, πόρτα. «Αν είναι», λέει, «να έρχεσαι το πρωί κατά της 11:00 να το ανοίγεις και να φεύγεις κατά της 17:00». «Βρε, γίνονται αυτά τα πράγματα;». Έτσι δα ξεκίνησα δηλαδή. Ήρθα, έφυγα απ’ το σπίτι μου να έρθω. Ποιες 11:00; Το βράδυ ώσπου να τα μαζέψω να φύγω, αργά. Αλλά ήμουν νέα, ήμουν νέα εγώ. Είναι δεκαεφτά χρόνια. Το ’06 έγινε αυτό. Ήμουν νέα ακόμα, βαστούσαν τα κότσια μου. Μετά κατάφερα και συμμάζεψα ένα. Ήταν σανίδια κάτω, αυτά που μπαίνουν. Τώρα που μου άρεσε άμα ήρθα. Βάλε τα κι εσύ. Γιατί στην αρχή, εντάξει, ερχόνταν οι δικοί μου, ερχόντανε. Αρχίσανε, ήτανε Μάης άμα πρωτοήρθα, αρχίσανε οι ξένοι και μου είπανε: «Μπορείς να κάνεις λουκουμάδες και καφεδάκια; Αυτό θα είναι το εισόδημά σου εκεί». Αλλά εγώ είχα τη σύνταξή μου και δεν μ’ ένοιαζε. Αλλά πάντα και ιδίως οι γυναίκες θέλουν να βοηθήσουν τα παιδιά τους, μετά τα εγγόνια τους. Δεν μου ήρθε κι άσχημα δηλαδή. Αλλά το καλύτερο ήτανε ότι μου άρεσε. Μου άρεσε που έμενα εδώ. Μου λέγανε: «Δεν φοβάσαι;». Ερχόντανε ντόπιες γυναίκες εδώ, «Καλά, εμένα», λέει, «και να με πληρώνουν, δεν μένω εδώ, που είναι αράθυμο το μέρος, που είναι δάσος, που είναι έτσι, που είναι αλλιώς». «Βρε, κείνο ό,τι είναι να πάθω», λέω, «θα το πάθω». Και ξεκίνησα να έρθω να δω, να δοκιμάσω και κόλλησα. Και είμαι το δέκατο έβδομο καλοκαίρι μου εφέτος που το περνάω εδώ. Τώρα στεναχωριέμαι κιόλα που έπιασε και βρέχει γιατί είναι επικίνδυνο. Έχουνε ξεκινήσει τα βράχια από το ’14 απάνω κι έχουνε… Τώρα έχουν αρχίσει να το δουλεύουνε, να συγκρατήσουν τους βράχους, να φτιάξουν την εκκλησία, να μην γκρεμιστούνε όλα μαζί. Άμα και ξεκινήσει ο βράχος, που είναι τόνοι ολόκληροι, δεν είναι ένας δηλαδή, είναι σαν μαξιλάρια ο[00:50:00] ένας πάνω στον άλλον, δεν θα μείνει τίποτα. Μόνο η υστεροφημία μας. Θα έρθεις ύστερα να γράφεις. Και έμεινα που λες. Και σιγά σιγά ατόνησε και η επιθυμία μου να πηγαίνω και στο σπίτι συχνά. Μένουν εκεί, μένει ο ένας μου ο γιος στο σπίτι μου. Πάω και του γκρινιάζω και φεύγω. Εντάξει.
Εδώ τι σ’ αρέσει;
Τι μ’ αρέσει; Που είναι ήρεμο. Και που έχω με κόσμο επαφή και δεν δεσμεύομαι. Έρχονται, ας πούμε, και ντόπιοι άνθρωποι που τους ξέρω τώρα, δεν τους εθυμάμαι κιόλας, αλλά και ξένοι. Και θα μ’ άρεσε, γιατί τους το είπα κιόλας μια φορά, αλλά δεν… Φτιάξανε κι αυτό από κάτω δύο δωμάτια, φτιάξανε και το άλλο που μένω εκεί τώρα και έχει και τουαλέτα κι αυτά. Άμα πρωτοήρθα, έμενα σε εκείνο που είναι μπροστά όπως μπαίνουμε, που έχει τώρα αλουμίνιες πόρτες και αυτό, είναι κλειδωμένα όλα. Ό,τι φτιάξανε, όσα χρόνια είμαι, τα κλειδώσανε και δεν μου δώκαν και κλειδί. Μόνο άμα θέλαν να το συμμαζέψω. «Εκείνο», λέει, «είναι του Δεσπότη». Από κάτω δεν ξέρω ποιανού είναι. Και τους λέω: «Αφού έχουμε δύο-τρία δωμάτια διαθέσιμα γιατί να μην φιλοξενούμε κόσμο; Αυτό είναι δικό σας, θα είναι δικό σας εισόδημα». «Και ποιος θα ασχολείται;», μου λένε ο παπάς. «Θέλει σεντόνια, θέλει…». «Βρε, αυτά θα τα βολέψω εγώ. Άσε με να…». Δεν θέλανε. Και έτσι δεν φιλοξενώ κανέναν. Δεν με νοιάζει. Δεν φοβάμαι. Σηκώνομαι το πρωί, κάνω την καθημερινότητά μου. Πρώτα είχα και ζώα. Και τώρα έχω. Και με απασχολεί γιατί θέλω να τα βγάλω. Και έχω πει στον χασάπη να έρθει. Και όλο «Θα έρθω την άλλη βδομάδα και θα έρθω εκείνη». Και με ξεγέλασε, ήθελα κι εγώ. Και ο ένας μου ο γιος μου μού λέει: «Μου χρωστάει ένας που είχε γουρουνάκια την άνοιξη. Να σου φέρω δυο;». Κι έχω πράγματι καλό, είχαν αυτοί μια σπηλιά, οι καλόγεροι. Κι εγώ τη φρόντισα τη σπηλιά, την έφτιαξα με πορτούλα, είναι σκεπασμένη με τσίγκο και έκαμα δυο γουρούνια. Και αυτά τώρα είναι σαν εκατό κιλά κρέας. Τι να το κάμω; Πρέπει να το σφάξω, να το διαχειριστώ, να το έχουμε για τον χειμώνα.
Εδώ τώρα…
Αλλά πρέπει να περάσει, πού να τα πάω; Πρέπει να περάσει η φούργια, η γιορτή με τους ξένους. Γιατί αυτοί, άμα βλέπουνε, άμα τρώνε σουβλάκι, είναι ωραίο. Άμα δουν σφαγείο, θα ξεσηκωθούνε και θα έχουμε ιστορίες. Και τώρα περιμένω πια να δούμε τι να κάνομε.
Τους λουκουμάδες πώς τους φτιάχνεις;
Ε;
Τους λουκουμάδες πώς τους φτιάχνεις;
Πανεύκολα. Θες να μάθεις; Τίποτα δεν είναι, βρε. Νερό είναι και αλεύρι και μαγιά. Από εκεί και πέρα μπορεί να βάλεις ό,τι γουστάρεις μέσα. Μαστίχα άμα έχεις, ούζο άμα έχεις. Και τα δουλεύεις με ένα ξύλινο κουτάλι. Εγώ και με το χέρι τα δούλευα πρώτα. Τώρα… Χθες είχαμε μια βάφτιση και θέλανε να κεράσουνε τους καλεσμένους τους λουκουμάδες. Ήταν καμιά εξηνταριά άτομα. Θέλανε είκοσι μερίδες, λέει. Κι εγώ δεν έχω μετρήσει ποτέ πόσο βγάλει αυτό που κάνω, πόσες μερίδες βγάλει. Έκατσα κι έκανα δυο λεκάνες. Θα έχουμε όλη την εβδομάδα. Το έχω στο ψυγείο τώρα. Κάνω λουκουμάδες, κάνω… Έχεις λάδι, βάζεις και ζεσταίνεται, βράζει. Εντάξει, ο λουκουμάς είναι εύκολο πράγμα. Όμορφο γλυκό και εύκολο. Κάνω καμιά φορά καμιά πίτα. Άμα ξέρω ότι θα έχει γκρουπ, τους φτιάχνω. Πρώτα είχε μεγάλα γκρουπ. Τώρα τα καταργήσαν αυτοί. Τους φάνηκε πως ήταν λίγα τα λεφτά. Και κάνουνε, λέει, πριβέ. Ξέρω εγώ τι κάνουνε. Παίρνουν πολλά λεφτά.
Τι άλλα φτιάχνεις εδώ πέρα;
Ό,τι έφτιαχνα και στο σπίτι μου. Φτιάχνω τραχανά, φτιάχνω βαλσαμόλαδο. Τώρα τελείωσε και αυτό. Μαζεύω βότανα. Μάζευα. Φέτος δεν μάζεψα πολλά. Λικέρ από φρούτα. Ό,τι έκανα και στο σπίτι μου. Άμα έχει, εφέτος δεν είχε πολλά φρούτα, γλυκά κουταλιού. Δεν κάνω άλλα πράγματα. Πράγματα, δηλαδή, που να είναι καταναλώσιμα σε μια μέρα και άμα μου μείνουν, θα τα πετάξω. Δεν κάνω. Φαγητό μού λένε να κάνω, δεν κάνω. Καμιά φορά με πετυχαίνουν και έχω τίποτα γεμιστά και μου γυρεύουνε. Λέω: «Δεν μπορώ να σας δώκω. Δεν έχω άδεια μαγαζιού. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». Μου λένε κιόλας τα παιδιά μου: «Γιατί; Μα αφού έτσι κι αλλιώς…». Μα φέτος δεν έκαμα και γεμιστά. Βαριέμαι τώρα να μαγειρέψω. Τρώω κάτι πρόχειρο. Για μένα δεν τρέχει τίποτα. Άλλα πράγματα δεν κάνω.
Είχες έρθει εδώ στο μοναστήρι παλιά, όταν είχε και μοναχούς;
Τι αν είχε;
Είχες έρθει ποτέ εδώ στο μοναστήρι όταν είχε…
Δεν είχε μοναχούς πια. Οι μοναχοί φύγανε το ’20. Εγώ έχω γεννηθεί το ’43. Αλλά είχε μια μοναχή γυναίκα. Είχε έρθει απ’ τη Μικρασιατική Καταστροφή με μια αδερφή της. Και είχε παιδάκια η αδερφή της και τους στείλανε στο Τραγοστάσι. Τους βάλανε και μένανε σε ένα κελί εκεί στην Αγία Τριάδα. Και τον δεύτερο χειμώνα που ήρθανε, τους πήρε το ποτάμι, το κελί. Και γλιτώσανε και τους φέραν εδώ πέρα που είχε ένα μικρό κελάκι κι εδώ. Και η Χριστοδούλη, που τη λέγανε, Σοφία τη λέγανε, είναι αυτή που είναι εκεί πέρα στη φωτογραφία, έμεινε από το ’22 που ήρθε, έγινε καλόγρια μόνη της και έμεινε μέχρι το ’75 περίπου. Τελειώθηκε σε μεγάλη ηλικία κι αυτή. Και μετά ήρθε άλλη μια απ’ τη Μύκονο, μου φαίνεται, και έκαμε κάνα δυο χρόνια. Αλλά αρρώστησε. Το μοναστήρι, πρώτα, άμα σου λέω, για αυτά που σου λέω, ήτανε μες στο πουθενά. Δεν είχε ούτε δρόμο, ούτε δίκτυα νερού, ούτε… Είχε νερά και τα φέρανε, τα φέρνανε παλιά οι καλογέροι, τα φέρνανε με πήλινα κιούγκια από εκεί πέρα που είχε μια πηγή. Ήτανε καλλιεργημένο, είχε ελιές. Ακόμα στέκονται οι ελιές. Έκοψα εφέτος μια να κατέβει λίγο, να μην πεθάνει δηλαδή. Γιατί αυτά άμα τα αφήκεις, δεν τα κλαδέψεις ποτέ, πεθαίνουν. Και έκοψα πέρσι δυο και εφέτος. Είναι πανύψηλη, δεν τη βλέπεις; Αλλά δεν έχουνε κι αυτούς ούτε ένα απάνω, μια ελιά. Και ζούσαν εδώ. Ζήσανε μια ζωή. Εκείνη μέχρι το ’75, που σου λέω. Και μετά εγκαταλείφθηκε. Κι επειδή το βλέπανε να πέφτει, αποφασίσανε να, χτίσανε αυτό το πράγμα για να μπαίνουνε μέσα. Ήταν ένα μικρό κελί, που σου λέω. Είναι και το υπόγειό του από κάτω από εδώ, έτσι, τόσο μέσα. Έκαμε δυο δωμάτια τώρα. Από το εισόδημα, λοιπόν, αυτό που βγάζουνε απ’ το παγκάρι που λέμε, απ’ το προσκύνημα του κόσμου, έκαμε παράθυρα, έκαμε πόρτες κάτω, έκαμε μεσόπλακες και είναι στεγανά τώρα τα κτίρια. Αλλά τώρα κινδυνεύουν απ’ τους βράχους. Και γι’ αυτό έχουν έρθει τώρα η ΕΣΠΑ, έχει δώσει λεφτά, οχτακόσιες χιλιάδες περίπου, μπορεί και παραπάνω –γράφει έξω πόσο είναι, εκεί στην πόρτα– να το φτιάξουνε. Τώρα θα προλάβουνε φέτος ή θα τους έβρει και η βροχή και θα γίνει χειρότερα το πράγμα; Τι να γίνει. Και τις έφτασα, τις καλογριές αυτές τις έφτασα. Άμα αυτή η μεγάλη, που σου λέω πως το ’75 τελειώθηκε, ερχόμουνα εγώ από το ’69 εδώ σαν… Όχι από το ’69, από το ’63 ερχόμουνα που είχα γνωρίσει τον άντρα μου. Και ερχόμουνα. Και που έλειπε, ερχόμουνα στην πεθερά μου κι αυτά. Ήτανε πια ανήμπορη. Και θυμάμαι την πεθερά μου που μας έλεγε άμα ετοιμαζόταν το φαγητό, έδινε ένα πιάτο στα παιδιά, τον άντρα της και τον άλλον που ήταν εδώ. «Πηγαίνετε», λέει, «της Χριστοδούλης το φαγητό της». Και τη συντηρούσανε κατά κάποιον τρόπο. Ήταν πολύ γριά πια, σου λέω. Και σαν γυναίκα το κράτησε κι αυτή. Απ’ το ’22 μέχρι το ’75, ήτανε κάμποσα χρόνια. Μετά έμεινε να ρημάξει πια καλά καλά. Το συλίζανε κιόλας. Όποιος προλάβαινε, έπαιρνε ό,τι προλάβαινε. Ιδίως πήλινα, τα πουλήσανε, τα κάμανε πλάκες. Ξέρω εγώ τι κάνανε. Τα πουλούσανε κιόλας. Και πόσα ήταν από κάτω, όλα πυθοστάσια. Βάζανε μέσα κρασιά και λάδια. Μες στα χωράφια ήτανε. Θυμάμαι που πήραμε με τον άντρα μου ένα, το πληρώσαμε, δηλαδή, στην επιτροπή. Και πήραμε ένα, το κάναμε φούρνο, θέλαμε. Τον κάναμε τον φούρνο. Τέλος πάντων. Ήρθαμε με ένα φορτηγό και δυο-τρεις άντρες τα σηκώνανε. Τα άλλα πού έχουν πάει; Τα πήρανε, λέει, τα πιο βολικά. Έχει όμως. Κι από πάνω που περνάς, έχει κάτι, έχουν απομείνει. Τα έχω βάλει και τα έχω κάνει σαν μουσείο. Ό,τι είναι του χεριού τους όμως, δεν τ’ αφήνουν. Ο[01:00:00] κόσμος είναι μυστήριος.
Πάνω αυτό το…
Εκείνο το εκκλησάκι έχει γίνει το 1400. Αυτό δεν πρόκειται να το κάμουν τίποτα. Βλέπω, τώρα έχουνε φουσκώσει κιόλας οι σοβάδες πολύ. Αν το κάνουν και… Μπα. Τώρα σε αυτό το πρόγραμμα δεν έχει έρθει. Αυτό είναι από μόνο του. Έτσι ήτανε και το χτίσανε. Τα κελιά τους εκείνων των καλογέρων, εκείνων των αιώνων των ανθρώπων ήταν σαν αυτό που είναι εδώ στην καρυδιά που έχει μια τρύπα. Ήτανε ανθρώπου κοίτη εκεί μέσα. Του καλόγερου ήτανε το σπίτι του. Κι εκεί επάνω στη Θεοσκέπαστη, από πίσω έχει κάτι βράχια που πάει το μονοπάτι. Σε αυτόν τον βράχο στηριγμένο, είναι κάτι βράχια και ήταν του καλογέρου, εκείνου που το ίδρυσε, το σπίτι του. Έτσι μένανε για να μην φαίνονται απ’ τη θάλασσα.
Γιατί;
Γιατί να μην φαίνονται απ’ τη θάλασσα; Γιατί είχε πειρατές η θάλασσα. Και ερχόντανε. Και άμα δεις το παρατηρητήριό τους που είναι εκεί, ένα στρογγυλό μπροστά στην εκκλησία δεν έχει σαν μπαλκονάκι; Από κάτω είναι και σπηλιά. Όταν οι πειρατές ήτανε στη θάλασσα, που κι αυτοί δεν γυρεύαν όλες τις φορές, κι εδώ άμα ερχόντανε, ξέρανε πως δεν είχε πλούσιους και χρυσάφι και τέτοια, αλλά παίρνανε είδη διατροφής. Και τους σφάζαν τους ανθρώπους για να τα πάρουν. Κι αυτοί ήθελαν να τα κρατήσουν για τον εαυτό τους, οι άλλοι τα θέλαν για… Ήτανε πειρατές. Και πώς το καταλαβαίναν ότι είχε ανθρώπους; Ας πούμε, άμα είχε, ερχόντανε ανοιχτά και βλέπανε το νησί. Το κοιτάγανε. Πού είχε; Εκεί πέρα αλλάζει το χρώμα του φυλλώματος. Άρα; Ή δεν έχει φύλλωμα εκεί. Και βλέπεις, ας πούμε, εδώ που είναι σαν πεζούλια κι αυτά. Άρα εκεί μπορεί να έχει και ανθρώπους. Πού είναι το πρώτο ρέμα κοντά μας; Αυτό, ξέρω εγώ. Το παίρναν το ποταμάκι, το ρέμα, ή την κοίτη, ή ό,τι ήτανε πια, αν ήταν καλοκαίρι, και βγαίναν μέχρι εκεί που θα συναντούσαν ανθρώπους. Και τους συλίζαν, τους σκοτώνανε και τα παίρναν τα πράγματά τους. Που ήταν είδη διατροφής, λέμε, δεν ήταν μόνο του μοναστηριού. Παντού το κάνανε αυτό, παντού. Όπου λένε βίγλες και τέτοια, είναι τέτοια παρατηρητήρια να βλέπουνε. Γιατί ξέρανε κι αυτοί πως άμα βλέπουνε στο ρέμα, απ’ το ρέμα θα έρθει το κακό. Και έτσι κάνανε κι εδώ. Και μια φορά τους ήρθανε ένα τσούρμο, το ακούσαν οι άλλοι. Ήρθαν εδώ, λέει, και βρήκαν έναν καλόγερο. Ήτανε Καρίμαλης, ο… Πώς το λέμε; Ο ηγούμενος. Και του λένε: «Παππούλη», λέει, «έχουμε μουσαφιραίους». «Πού τους ήβρατε;». «Εδώ από κάτω». «Φέρτε», του λέει, «μέσα». Ήταν και τα φρύδια του μακριά και τα ανασήκωσε. Τους κοίταγε καλά καλά. «Βάλτε τους», λέει –είχανε χτίσει την καινούρια εκκλησία πια– «να φάνε και δώστε τους και να πιούνε. Και βάλτε τους να μουσαφιρέψουν, να κοιμηθούνε». Τους μεθύσαν τους καλογέρους οι άλλοι. «Και μετά ελάτε», λέει, «μες στην εκκλησιά. Αρχίζει ο όρθρος, η προσευχή των καλογέρων εκείνη την ώρα που θα προσευχηθούν». Πήγαν μες στην εκκλησία οι καλογέροι, οι άλλοι και τους [Δ.Α.] ο γέρος. Τους είπε: «Τώρα αυτοί είναι πειρατές και ήρθανε γιατί είχανε βρει έναν θησαυρό από πειρατές εδώ». Είχανε πάρει απ’ τη θάλασσα. Πήγαινε ένας καλόγερος να βρει, να πάει στην Αίγυπτο ένα καΐκι που περνούσε και πήγαινε να πάει στην Αίγυπτο να ζητιανέψει που είχαν εμπόριο οι Καριώτες. Και πήγε κάτω και τους βρήκε. Και αυτοί ήταν πειρατές και μετρούσανε χρυσάφι. Ασήμι κιόλας, ήταν από πεντόλιρα, λέει. Και του λέει, παρόλο που ήταν πειρατές, είχαν θρησκευτικό συναίσθημα, του λένε: «Τι ήθελες να έρθεις καλόγερε τώρα;». «Εγώ», λέει, «δεν είδα τίποτα», τους λένε, τους είπε. «Αλλά πού πας;». «Είδα», λέει, «το καΐκι και ήρθα να με πάρετε στην Αίγυπτο που θέλω να μαζέψω, πάω να διακονέψω, να ζητιανέψω δηλαδή, χρήματα απ’ τους Καριώτες. Να τελειώσω την εκκλησία». Τους είπε και την ιστορία της Οσίας. Και ο ένας, λέει, παρ’ όλα αυτά, του… Είχανε μετρήσει τα λεφτά τους. Τα είχανε μετρήσει με ένα καπέλο. Σ’ το έχω ξαναπεί αυτό; Ένα ο ένας –ήταν τρεις–, ένα ο άλλος. Ήτανε τέσσερα καπέλα. Το ένα του το δώκανε και του πήρανε τα αυτά που είχε στο φυλάκι του, που ήτανε για το ταξίδι δηλαδή, τα τρόφιμα, ξηροί καρποί και τσίπουρο και τέτοια. Του πήραν αυτά και του δώσανε και από μια φούχτα ακόμα και του είπανε: «Θα πας, αλλά θα ’ρθουμε να σε δούμε, να σε βρούμε». Ύστερα αυτό πήγαινε από στόμα σε στόμα και στους πειρατές και στους άλλους, στους υπόλοιπους. Και κάποιοι ήρθανε, λοιπόν, ύστερα από χρόνια να δούνε αν προχωρούσε το έργο και σηκώναν κι άλλα λεφτά. Και τους έβαλε ο καλόγερος και τους σφάξαν τους πειρατές. Αλλά δεν το ξέραν ότι αυτοί… Δηλαδή ο καλόγερος κατάλαβε ότι ήταν πειρατές και ότι ξέρανε για τα λεφτά που είχανε δώσει παλιά οι άλλοι οι πειρατές και σου λέει: «Τώρα αυτοί θα μας πελεκήσουν τη νύχτα». Και τους ξεσήκωσε τους άλλους και ήρθαν, που ήτανε μεθυσμένοι οι πειρατές, και τους πετσοκόψανε. Και βρήκαν στα πράγματά τους κι άλλα χρήματα που τους τα φέρνανε, για να τελειώσω. Δηλαδή θεωρούσαν ότι ήταν και δική τους προστάτιδα. Αλλά είχε γίνει το κακό. Και θυμάμαι, άμα ήμουνα μικρή, που ερχόμαστε και μας φέρναν και τα σχολεία. Εκεί απάνω, άμα μπεις μέσα στην παλιά εκκλησία, έχει ένα μέρος πίσω που είναι χτισμένο, το έχουμε χτίσει πια. Το ξεκολλήσαν πάλι τις πέτρες. Και έχει οστά μέσα. Και θυμάμαι που είχε μια κασέλα και ήταν μέσα και λέγανε: «Αυτά που είναι μες στην κασέλα, είναι των καλογήρων. Αυτά που είναι όξω απ’ την κασέλα, που ήτανε σε κάτι σακούλια, είναι των πειρατών». Αλλά ύστερα το κλείσαν το πορτάκι γιατί γινόντανε πια… Εγώ άμα ήρθα κιόλας, το τσιμέντωσα κι όλα τα πάνω πάνω σειρά. Αλλά το έχουν ξηλώσει πάλι. Γιατί πάλι εγώ το θεωρούσα ιεροσυλία να πηγαίνουν να βλέπουν το οστά των… Και να σου γυρεύουνε κι ένα κομματάκι.
Αυτή την ιστορία ποιος σ’ την έχει πει εσένα;
Ποια;
Την ιστορία για τους πειρατές.
Τι;
Ποιος σ’ την έχει πει;
Την έχουνε, είναι σαν παράδοση αυτή. Πάει από στόμα σε στόμα. Οι παλιοί. Αυτοί που ήτανε, ξέρω εγώ, τα παιδιά τον Καριμαλάτων την ξέρουνε. Οι πιο μεγάλοι άνθρωποι εδώ που βρίσκεις την ξέρουν την ιστορία. Από αυτούς την έχω μάθει κι εγώ.
Να σου πω. Να σε πάω λίγο πίσω, τότε με τον Εμφύλιο και τους αντάρτες. Θυμάσαι τίποτα από τότε;
Όχι.
Όχι, ε; Ούτε σου έχουν πει έτσι ιστορίες που είχαν μείνει εδώ;
Τι;
Που είχαν μείνει.
Είχαν μείνει εδώ οι εξόριστοι, όχι οι αντάρτες. Θυμάμαι τους εξόριστους. Αντάρτες δεν είδα εγώ ποτέ μου. Αλλά είχανε, τι κάμανε, λοιπόν; Είχανε κάμει το νησί της εξορίας. Είχανε φέρει όλο το πανεπιστήμιο, τους μορφωμένους φοιτητές κι αυτά και τους αμολήσαν εδώ και τους απαγόρευαν να δουλεύουν κιόλας. Αυτούς, λοιπόν, τους φιλοξένησαν οι Καριώτες. Τους βάλανε στα σπίτια τους. Θυμάμαι. Θυμάμαι στη γειτονιά μου, ας πούμε, που είχε. Και ερχόντανε και στο σπίτι. Είχαμε κάτι τεράστιες συκιές και τρώγανε σύκα. Τραγουδούσανε. Όταν τους μαζέψανε, λοιπόν, μερικοί τους βάζανε να υπογράψουν ένα χαρτί ότι δεν θα είναι… Τους είχανε για εγκληματίες, τι τους είχανε. Εξόριστοι ήτανε. Τους φέραν εδώ. Για να γυρίσουνε στο σπίτι, γράφανε μια υπεύθυνη δήλωση ότι δεν θα ξανακολουθήσουνε. Τι ήτανε; Κόμματα ήτανε; Τι κολοκύθια ήτανε. Μερικοί δεν θέλαν να το υπογράψουν και μείναν εδώ. Και τους κυνηγούσαν να τους πιάσουν, τους τελειώνανε στο ξύλο. Ύστερα που λέγανε πως σκοτώσανε τον τάδε που είχε κάτσει στο σπίτι της κυρα-Μαρίας κι αυτά, εγώ στεναχωριόμουν που τους ήξερα. Και δήλωνες ότι «θέλω εγώ να…». Άμα τους φέρναν εδώ, καραβιές που τους φέρνανε μέσα σε κάτι κάτεργα και ήταν και γεμάτα νερό τα αμπάρια τους και τους αμολούσανε. Δεν είχαν υποδομές να τους πάνε. Τους αμολούσανε στις παραλίες και βγαίνανε. Είχανε κάμει εδώ κουμάντο οι δικοί μας να τους φιλοξενήσουν τους ανθρώπους. Να πεθάνουνε; Και λες: «Ας πάρω τρεις». «Να το πάρεις, αλλά θα τους δηλώσεις. Είναι αυτός, εκείνος και ο άλλος. Θα έρθουν, θα έρθει ο χωροφύλακας να υπογράψεις και θα υπογράψουν κι αυτοί». Μετά πιάσαν και τους ψάχνανε άμα δεν υπογράφανε αυτοί το χαρτί της μετανοίας, το λέγανε. Και βγήκανε στα βουνά κάποιοι και βγήκαν και απ’ τους δικούς μας κάποιοι κι έγινε, και πιο πέρα σε άλλα νησιά έγινε, κι έγινε ο Εμφύλιος. Ήταν κάτι κακά χρόνια τότε. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί δεν τους αφήναν να δουλέψουν. Εδώ στο μοναστήρι που μείνανε, χτίζαν και δουλεύανε με τους ανθρώπους που τους φιλοξενούσανε για να μπορούν κι αυτοί να επιβιώσουν. Αλλά άμα τους πιάνανε, τιμωρούσαν και τον αυτόν που τους φιλοξενούσες, ότι τον εκμεταλλευόσουνα δηλαδή.[01:10:00] Ήτανε και η χωροφυλακή εδώ, μα και όλοι ήτανε λίγο πιο αμόρφωτοι, λίγο, από τους σημερινούς.
Δηλαδή ήτανε, ερχόταν στα σπίτια;
Οι εξόριστοι; Ε, βέβαια, μέναν στα σπίτια μας. Αλλά ήσουν υποχρεωμένη εσύ άμα φιλοξενούσες τρεις να τους έχεις γραμμένους ποιοι ήταν. Να είναι η παρουσία τους φανερή, αλλά στα κρυφά και να μην δουλεύουνε, να μην σε εξυπηρετούνε σε τίποτα. Να τους ταΐζεις, να τους ποτίζεις και να τους φιλοξενείς αφού ήθελες. Αλλά αυτοί θέλανε. Ήτανε παιδιά όλοι, νέοι άνθρωποι, θέλαν να βοηθάνε. Και οι νοικοκυραίοι τούς αφήνανε. Άλλοι μπορεί να το κάναν κι αυτοί απ’ τη φτώχεια τους, απ’ την ανεργία τους, από χίλια πράγματα. Και άμα έγινε πια η συνθηκολόγηση να φύγουνε, να πάνε στα σπίτια τους, αν δεν υπέγραφες εκείνο το παλιόχαρτο, δεν σε αφήναν να φύγεις. Και σε κυνηγούσαν να σε πιάσουν κιόλας. Και βγήκανε μαζί. Βγήκανε οι εξόριστοι, βγήκανε και οι ντόπιοι που τους στηρίζανε πάνω στο βουνό και εκρυβόντουσαν. Και μας πήραν από τα σπίτια μας και μας πηγαίνανε εξορία, δηλαδή μας πήραν απ’ τις Καρές και μας κατεβάσανε στον Χριστό. Και τους νοικοκυραίους απ’ τον Χριστό τούς κατεβάσαν στον Άγιο Δημήτρη. Για να μην και καλά έρχονται οι αντάρτες και τους –ήταν γνώριμοι–, και τους… Πώς το λένε; Τους φυγαδεύαμε ή τους φιλοξενούσαμε.
Αυτό πότε έγινε;
Έγινε άμα ήμουν 7 χρονών. Είμαι 80. Έγινε πότε; Κάμε τον λογαριασμό εσύ.
Το ’50.
Το ’50; Το ’43. Όχι, πιο πρώτα απ’ το ’50. Το ’49, εκεί πέρα. Και το ’50 το περάσαμε έτσι. Πού να μην μας αφήνουν, να μην αφήνουν τους μεγάλους, εμείς ήμαστε μικρά, να πάμε στις ελιές. Άμα έβρισκε… Μπορούσες να πας στις ελιές, αλλά να μην βαστάς κολατσιό, να μην βαστάς ψωμί ή κάτι άλλο.
Γιατί;
Γιατί θα τάιζες τους αντάρτες.
Δηλαδή σαν παιδί…
Σκοταδισμός. Σαν παιδί τα θυμάμαι που τα λέγανε. Λίγα θυμάμαι σαν παιδί απ’ αυτά, απ’ αυτούς που είδα. Που ήτανε μια ωραία εικόνα. Ήταν καινούριο πράγμα να τους βλέπω. Κι άμα μας πήγαν εξορία στον Χριστό, είχαν έρθει, ήταν άλλοι, ήταν εκεί, είχαν φέρει αποσπάσματα απ’ τον στρατό, τους φαντάρους που λέγαν. Και κάθε Κυριακή χτυπούσε η καμπάνα να μαζέψουν οι φαντάροι τους ντόπιους άντρες, να παν να ψάχνουν στα βουνά, να βρουν τους αντάρτες. Αυτά τα θυμάμαι. Και, επίσης, μας είπαν να φύγομεν απ’ τα σπίτια μας, τους είπανε στους δικούς μου: «Να φύγετε και να πάτε στον Χριστό και δεν θα πάρετε πράγματα μαζί σας ούτε θα κλειδώσετε τα σπίτια σας». Και θυμάμαι τον πατέρα μου, που έσκαψε μες στο φουρναριό που φουρνίζαμε το ψωμί, έσκαψε μια τρύπα κάτω και έχωσε ποτήρια και τέτοια που δεν τα χρειαζόμασταν να τα πάρομε. Τα σερβίτσια της μάνας μου, την προίκα της, τα έβαλε κάτω κι έβαλε από πάνω μια πλάκα και το έχωσε πάλι. Αυτά τα θυμάμαι να γίνονται.
Τι άλλο; Για πες μου.
Και πήγαμε στον Χριστό και μας φιλοξένησε… Στον Χριστό ξέρεις ανθρώπους; Του γιατρού του Ξένου, ας πούμε, το σπίτι και του Λευτέρη του Κόχυλα, του κτηνίατρου; Μόλις μπαίνομε απ’ την πύλη στον Χριστό, απ’ του σχολείου τη μεριά, το πρώτο σπίτι από κάτω. Μας φιλοξένησε εκεί η κυρα-Μαρία. Ήταν δασκάλα και φιλοξένησε την οικογένεια του πατέρα μου κι άλλη μία οικογένεια. Ήταν και μεγάλο πάνω κάτω το σπίτι. Εκεί. Το πρώτο βράδυ πήγαμε στου Θανάση τον παππού. Του Θανάση του Στενού. Που εκείνος είχε ένα κτήμα κοντά μας και αυτός μας είπε: «Ελάτε σπίτι». Και πήραμε τα ζωντανά μας μαζί. Θυμάμαι ένα γουρούνι που υπέφερε να ανέβει απ’ τον Χριστό στο [Δ.Α.]. «Α», έκανε κι έπεφτε κάτω.
Είχατε πάρει τα ζώα κάτω;
Πού να τα πάμε; Πού να πάμε; Πώς να τα έχουμε; Αφού σου απαγόρευε να πας στο σπίτι μετά. Χτυπούσε η καμπάνα την Κυριακή. Μπορούσες να πας, αλλά να μην νυχτωθείς. Μην νυχτωθείς και το σπίτι να είναι ξεκλείδωτο. Μέχρι τη… Πώς το λέγανε; Τη δύση του ηλίου είχες τράτος.
Δηλαδή σας είπαν μια μέρα…
Αμέ. Μας είπαν μια μέρα να μαζευτούμε στην πλατεία στον Χριστό και μας είπανε τα νέα. Ότι θα φύγουμε απ’ τα σπίτια μας. Κι εκείνη τη μέρα φαντάζομαι πως οι μεγαλύτεροι κανονίζανε πού θα πάνε με τις οικογένειές τους, πού ήταν οι φίλοι τους, ποιοι μπορούσανε, ποιες πόρτες θα χτυπούσανε. Και μετά κάθε Κυριακή εκείνη η καμπάνα μάζευε τους άντρες, τους ΜΑΥ, τους νέους άντρες και βγαίνανε στα βουνά. Και περνούσαν και απ’ τα σπίτια τα δικά μας και τα ανοίγανε και μπαίνανε μέσα μην τυχόν κι έχουν φωλιάσει. Σε παίρνανε εσένα μαζί σου που είχες κλείσει το σπίτι, μαζί τους, και το ανοίγατε μαζί. Κι άμα φοβόντουσαν, είχε ταβάνια, κι άμα που φοβόντουσαν μήπως είναι κρυμμένοι στο πατάρι οι αντάρτες, το γαζώνανε. Εδώ στης πεθεράς μου το σπίτι θυμάμαι τις τρύπες απ’ τις σφαίρες. Το γαζώνανε με τα πολυβόλα, με τα όπλα. Να μην έχει πάνω κρυμμένους φαντάρους, γιατί φοβόντανε να ανέβουν απ’ τη σκάλα που θα έβγαινε το κεφάλι τους πρώτα από πάνω. Κι αν ήταν αντάρτης; Και το έπαιρνε το κεφάλι; Τέτοια πράγματα. Κάτι, φοβερό πράγμα ο πόλεμος. Ο Θεός να μας φυλάει. Και βλέπω τώρα και τρελαίνομαι. Βλέπεις τι κάνουνε;
Ναι. Άλλες εικόνες που έχεις έτσι από τους εξόριστους; Για πες μου όταν… Εσείς είχατε στο σπίτι εξόριστους;
Όχι, εμείς δεν είχαμε. Στη γειτονιά είχαμε. Στην πεθερά μου είχανε. Κι εδώ στο μοναστήρι είχανε. Αυτοί χτίζανε κιόλας, χτίζανε, κάνανε, μας κάμανε. Όχι εμάς. Όπου, σε κάποια σπίτια. Ο πατέρας μου έχτιζε κι είχε στο σπίτι μας τουαλέτα. Η τουαλέτα που έλεγε και προχτές ένας εδώ στην τηλεόραση «Ο άνθρωπος δεν ήτανε να έχει τουαλέτα. Ήτανε να αφοδεύει όπου τον έβρισκε η ανάγκη του». Τώρα, όμως, δεν είναι έτσι. Και τότε που είχαν έρθει εξόριστοι, τα σπίτια πριν να έρθουνε, εκατό χρόνια πριν, δεν είχανε τουαλέτες οι άνθρωποι. Έτσι έξω, κάτι λάκκους μες στα περιβόλια, κάτι τέτοια πράγματα.
Και πώς ήταν εκείνες τις μέρες; Παίζατε όλοι μαζί με αυτούς, με τους εξόριστους;
Αμέ. Παίζανε. Κι αυτοί τους λείπαν τα παιδιά τους πολλών, τους λείπανε οι οικογένειές τους. Και μετά που φύγανε και μετά την απελευθέρωση, θυμάμαι που στείλανε εκεί σε ένα καφενείο που είχε στο χωριό, στείλανε στην κυρα-Φιλίτσα ένα πακέτο που ήτανε τετράδια και μολύβια για τα παιδιά του σχολείου και μελανοδοχεία. Εμένα μου έδωσαν ένα μελανοδοχείο που ήταν κλέφτης, που άμα γύριζε στο πλάι δεν σκορπιζόταν το μελάνι. Ήταν ένα στρογγυλό και είχε και να έπεφτε, δεν έβγαινε έξω το υγρό. Γιατί τότε γράφαμε και με αυτό, με μελάνι. Δεν είχε στιλούς και ιστορίες και μολύβια. Μολύβια μάς έστειλε και τετράδια. Και τραγουδούσανε και παίζανε και κιθάρες. Σου λέω ήτανε, είχανε κλείσει το Πανεπιστήμιο, το είχανε κατσελάρει γιατί εκεί… Γιατί; Γιατί είχαν άποψη οι άνθρωποι οι μορφωμένοι και δεν τους άρεσε αυτό. Και ούτε ότι, που λένε, ότι ήτανε κομμουνιστές όσοι στείλανε και ότι… Ούτε αυτό δεν ισχύει, δεν ίσχυσε για μένα άμα κατάλαβα τον κόσμο. Ούτε ότι οι Ικαριώτες εγίνανε οι περισσότεροι κομμουνιστές επειδή ήρθαν οι αντάρτες εδώ και τους εμβολιάσανε. Όχι οι αντάρτες, οι εξόριστοι. Το είδανε, βέβαια, σαν αδικία. Εντάξει, μπορεί μερικοί να επηρεάστηκαν κι από αυτό. Αλλά την επανάσταση την τράβαγε η ψυχή τους, των Ικαριωτών. Εντάξει. Φτάνει.
Θέλεις κάτι άλλο να συμπληρώσεις;
Όχι. Και πολλά είπα.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ, Μαρία.
Να είστε καλά.
Photos

Τα πρώτα κελιά των καλόγ ...
Χτισμένα κάτω από βράχους, μόλις που χωρού ...

Η εντυπωσιακή Θεοσκέπαστη
Το εκκλησάκι που έχει χτιστεί κάτω από ένα ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Μαρία Φρατζέσκου, γεννημένη το ‘43, μας ταξιδεύει στα παιδικά της χρόνια στο χωριό Καρυδιές της Ικαρίας. Διηγείται πώς ήταν η οικιακή οικονομία της Ικαριακής οικογένειας εκείνη την εποχή, αλλά και πώς μετακινούνταν στην άλλη πλευρά του νησιού για να πάνε στα κτήματά τους. Ακόμη, μοιράζεται εικόνες που είχε σαν παιδί από τους εξόριστους στην περιοχή των Ραχών. Περιγράφει πώς ήταν τα πανηγύρια παλιότερα, καθώς και τη γνωριμία με τον άντρα της σε ένα από αυτά. Βρέθηκε στο μοναστήρι της Οσίας Θεοκτίστης μετά τον θάνατό του βοηθώντας στη διαχείρισή του. Τέλος, μας διηγείται ιστορίες με καλόγερους και πειρατές.
Narrators
Μαρία Φρατζέσκου
Field Reporters
Χρυσάνθη Φώτη
Tags
Interview Date
17/10/2023
Duration
79'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Μαρία Φρατζέσκου, γεννημένη το ‘43, μας ταξιδεύει στα παιδικά της χρόνια στο χωριό Καρυδιές της Ικαρίας. Διηγείται πώς ήταν η οικιακή οικονομία της Ικαριακής οικογένειας εκείνη την εποχή, αλλά και πώς μετακινούνταν στην άλλη πλευρά του νησιού για να πάνε στα κτήματά τους. Ακόμη, μοιράζεται εικόνες που είχε σαν παιδί από τους εξόριστους στην περιοχή των Ραχών. Περιγράφει πώς ήταν τα πανηγύρια παλιότερα, καθώς και τη γνωριμία με τον άντρα της σε ένα από αυτά. Βρέθηκε στο μοναστήρι της Οσίας Θεοκτίστης μετά τον θάνατό του βοηθώντας στη διαχείρισή του. Τέλος, μας διηγείται ιστορίες με καλόγερους και πειρατές.
Narrators
Μαρία Φρατζέσκου
Field Reporters
Χρυσάνθη Φώτη
Tags
Interview Date
17/10/2023
Duration
79'