Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Το «καταραμένο» από τον πόλεμο σπίτι της Λιβαδειάς
Segment 1
Η γειτονιά, η οικογένεια και η ανάφλεξη του πάθους του για αναζήτηση της ιστορίας των προγόνων του
00:00:00 - 00:10:14
Partial Transcript
Καλημέρα.Θανάσης Ρεντίφης: Καλημέρα. Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας; Ονομάζομαι Ρεντίφης Αθανάσιος. Τέλεια. Εγώ είμαι ο Στεργιούλα…ι της μάνας μου και του πατέρα μου. Κανένας ξάδελφος δεν ασχολήθηκε να δει ποιοι ήταν οι πρόγονοί μου, οι πρόγονοι μας ποιοι ήταν, κανένας.
Lead to transcriptSegment 2
ιστορία της οικογένειας Λένα: Το νεκροταφείο που έκρυβε στα θεμέλια του και η αφετηρία της ιστορίας της οικογένειας Λένα
00:10:14 - 00:15:08
Partial Transcript
Εγώ όμως άρχισα. Πλέον η μητέρα μου -είχε φύγει ο πατέρας μου βέβαια- είχε... Η μάνα μου πλέον μιλούσε άνετα και άρχισε και μου εξιστορούσε …όσο- ίσα που περπάταγε και ο άλλος ήτανε στις πάνες μέσα που τον έντυναν. Στις πάνες που τις βάζανε τότε τα παιδάκια, τα μωρά, στην κούνια.
Lead to transcriptSegment 3
Η ιστορία της οικογένειας Λένα: Η επιστράτευση του πατέρα και ο θάνατος του
00:15:08 - 00:18:25
Partial Transcript
Και ξαφνικά γίνεται, κηρύσσεται ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος. Αυτομάτως το έρχεται καλεστήριο. Του λένε να παρουσιαστεί στρατιώτης. Πραγματικ…υχώς ο άντρας σας έφυγε». Αυτή τρελάθηκε, τρελάθηκε, δεν το πίστευε. Γιατί το είχε προαίσθημα ότι δεν θα τον ξαναδεί και της βγήκε αληθινό.
Lead to transcriptSegment 4
Η ιστορία της οικογένειας Λένα: Ο τραγικός χαμός των 2 παιδιών της οικογένειας
00:18:25 - 00:35:54
Partial Transcript
Έμεινε μόνη της με τα δυο παιδιά της, τα οποία αυτά τα παιδιά μεγάλωναν, πήγαιναν σχολείο, την βοηθούσανε. Οι συγγενείς ήταν αγαπημένοι, την…ει κι εγώ τους δικούς μου. Η Λέναινα πλέον βγήκε έξω από τα όρια τα ανθρώπινα. Έχασε και το δεύτερό της παιδί, έμεινε μόνη της στον κόσμο.
Lead to transcriptSegment 5
Η ιστορία της οικογένειας Λένα: Το πρώτο ψυχοπαίδι της οικογένειας, η δράση της Ο.Π.Λ.Α., τα λαϊκά δικαστήρια και τα Γερμανικά νεκροταφεία
00:35:54 - 00:50:02
Partial Transcript
Άρχισε έβριζε, έβριζε τα θεία, έβριζε απέναντι την εκκλησία, την Αγία Άννα, ότι: «Με τιμώρησες που πήρα τις πέτρες, που χτίσαμε το σπίτι; Γι…α, πού είναι Κώστα;». Και έλεγε η γιαγιά μου στα Γερμανικά «Κώστα, Κώστα είναι Αθήνα, Αθήνα» στα Γερμανικά, λοιπόν, και έ φυγε ο Γερμανός.
Lead to transcriptSegment 6
Η ιστορία της οικογένειας Λένα: Το χρονικό της φυλάκισης του «τρίτου παιδιού» της οικογένειας, η ζωή στις φυλακές Κέρκυρας και η εκτέλεσή του
00:50:02 - 01:03:33
Partial Transcript
Λοιπόν, εφόσον πάμε στο Λένα πάλι, όταν εκτέλεσαν αυτούς τους δύο, ο γαμπρός του, στην αδερφή του, το πήρε πολύ βαριά. Θεώρησε τον κουνιάδο …που σκότωσαν αυτά τα παλικάρια τσάμπα και άδικα με κάτι κατηγορίες δυστυχώς ψεύτικες, από αυτά τα δικαστήρια της σκοπιμότητος, που λέγαμε.
Lead to transcriptSegment 7
Η ιστορία της οικογένειας Λένα: Η ψυχοκόρη της οικογένειας Άννα και η εγκατάλειψη του «καταραμένου σπιτιού»
01:03:33 - 01:11:10
Partial Transcript
Η Λέναινα πλέον είχε τρελαθεί, έχασε και τον Γιώργο τον Λένα, τον τελευταίο. Ε περνούσαν τα χρόνια, η γυναίκα αυτή είχε στραβογεράσει, μόνη …από τη ζωή αυτή. Μεγάλωσε η Άννα, αυτή τη στιγμή η Άννα ζει και είναι πλέον εκεί, πηγαίνω και τη βλέπω και λέμε πάλι, συζητάμε και τα ίδια.
Lead to transcriptSegment 8
Η έρευνα πίσω από την ιστορία και ο επίλογος
01:11:10 - 01:31:51
Partial Transcript
Ο Λένας λοιπόν και όλοι οι αγωνιστές που χάθηκαν ήτανε θαμμένοι στο Λαζαρέτο. Εγώ τώρα έφτασα, έφθασα που; Να μπω και να… στα βήματα αυτών τ…οι τίποτα και μέχρι σήμερα απάνω είναι οι τίποτα. Ρεντίφης Θανάσης, 68 ετών. Κύριε Θανάση, σας ευχαριστώ πάρα πολύ, ήσασταν καταπληκτικός.
Lead to transcriptSegment 1
Η γειτονιά, η οικογένεια και η ανάφλεξη του πάθους του για αναζήτηση της ιστορίας των προγόνων του
00:00:00 - 00:10:14
[00:00:00]Καλημέρα.Θανάσης Ρεντίφης: Καλημέρα.
Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας;
Ονομάζομαι Ρεντίφης Αθανάσιος.
Τέλεια. Εγώ είμαι ο Στεργιούλας Ανδρέας, είμαι Ερευνητής για το Istorima, βρισκόμαστε με τον κύριο Θανάση στη Λιβαδειά, σήμερα είναι Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου του 2023 και πάμε να ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας. Κύριε Θανάση, σας ευχαριστώ πάρα πολύ που είσαστε σήμερα μαζί μου και θα μοιραστείτε την ιστορία σας με μένα, με τιμά πάρα πολύ. Αλλά για να μην τρώω καθόλου από τον χρόνο, θέλω να μπούμε κατευθείαν στην ιστορία σας, ξεκινώντας με δύο βασικά πράγματα για εσάς. Ποιος είστε; Από πού κατάγεστε; Πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα το 1955 εδώ στη Λιβαδειά, στην περιοχή, στα όρια του Ζαγαρά. Έως δώδεκα χρονών. Μετά έφυγα, πήγα Αθήνα και γύρισα μετά από στρατιώτης και έζησα πλέον στη Λιβαδειά. Η περιοχή που ζούσα, από μικρός που γεννήθηκα, αυτά τα χρόνια ήταν τα χρόνια τα μαύρα. Για όλη την Ελλάδα, όχι μόνο για τη Λιβαδειά. Περισσότερο όμως ήταν μαύρα για αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι αγωνίστηκαν για ελευθερίες, για οτιδήποτε, και βρέθηκαν να είναι κυνηγημένοι. Η περιοχή που είναι το σπίτι που έζησα, αυτό το σπίτι έχει μεγάλη ιστορία, γιατί μέσα έχουνε… Έχουν πολλά δράματα. Η γιαγιά μου ήτανε μια φοβερή γυναίκα, πανέξυπνη, η οποία όμως είχε χάσει οκτώ παιδιά. Της είχαν ζήσει μόνο τα τέσσερα. Ενταγμένη κι αυτή στην αντίσταση, να μεταφέρει μηνύματα προς τον Ζαγαρά επάνω, γιατί όλο το ΕΑΜ δρούσε στον Ζαγαρά. Γι' αυτό είχε και τα περισσότερα θύματα. Όλα τα παιδιά που πιάνανε και τα εκτελούσαν και τα πήγαιναν στις φυλακές ήταν από δω, από αυτή την περιοχή περίπου. Η τοπική, ο γραμματέας τοπικής οργάνωσης ήταν σε ένα υπόγειο, σ' ένα σπιτάκι που υπάρχει και σήμερα κάπως διαφοροποιημένο, όμως εκεί πήγαινε η γιαγιά μου τα σημειώματα που της έδιναν. Αν δεν μπορούσε, τα έδινε στη μητέρα μου, η οποία ήτανε δέκα, δώδεκα μετά, σε αυτές τις μέρες τις δύσκολες. Και τα έβαζε στο στήθος της μέσα τα σημειώματα, περνούσε μπροστά από τους Γερμανούς και τα πήγαινε επάνω. Ο οποίος στην τοπική οργάνωση τότε ήταν ένας νέος, μορφωμένος, ο οποίος ήταν γραμματέας αυτός, ο «Γαλανός» έτσι λεγόταν, το παρατσούκλι του. Το όνομά του ήτανε Πατής, το επώνυμο. Αυτό το σπίτι λοιπόν, γνώρισα εγώ μεγαλώνοντας ανθρώπους οι οποίοι είχαν αγωνιστεί. Έχω δει ανθρώπους με τις γερμανικές μπότες που έμπαιναν στο σπίτι, γυαλισμένες, αντάρτες, οι οποίοι είχανε δώσει το αίμα τους και είχαν βασανιστεί μετά, τους είχα γνωρίσει. Με τη μόνη διαφορά ότι όταν ήμασταν μικροί και θέλαν να μιλήσουν, να πουν αυτά που έπρεπε να πούνε, για τι είχε συμβεί, μας έδιωχναν, να πάμε σε άλλο δωμμάτιο για να πουν τα δικά τους πράγματα. Ήμουνα φοβερά, είχα φοβερή μνήμη, φωτογραφική μνήμη, αλλά και ήμουνα και πολύ ακουστικός τύπος, έπιανα πράγματα τα οποία μου μένανε. Ακριβώς εδώ στο σπίτι, η μητέρα μου, μεγαλώνοντας εγώ, η μητέρα μου που είχε ζήσει καταστάσεις μου έλεγε διάφορα γεγονότα. Είχε φοβερή μνήμη η μητέρα μου, μέχρι που γέρασε πολύ και τα λέγαμε συνέχεια αυτά. Είχε φοβερή μνήμη, τα είχε τετρακόσια, που λέμε, και μου έλεγε διάφορα γεγονότα στην περιοχή μας. Υπήρχε λοιπόν ένας δρόμος που ανεβοκατέβαινε εδώ, έβγαινε από το ποτάμι της Λιβαδειάς μέχρι επάνω. Και οι Γερμανοί περνούσαν απ' έξω, ακούγανε τις μπότες τους και έτρεμαν όλοι, αν θα ανοίξουν τις πόρτες να μπούνε μέσα. Και όταν έβλεπε κανένα έργο στην τηλεόραση, έλεγε: «Παναγία μου, να μην το ξαναζήσω αυτό που ακούω τώρα», έλεγε. Τους ερχόταν στη μνήμη… Ερχόταν στη μνήμη της διάφορα γεγονότα. Ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας, σε αυτό τον δρόμο, υπήρχε ένα σπίτι, όταν ήμουν εγώ πέντε ετών, θυμάμαι, που έβγαινα ελεύθερος και έπαιζα πλέον, ένα σπίτι έρημο. Γύρω γύρω είχε έναν κήπο πολύ μεγάλο με πέτρινη μάντρα, ξερολιθιά λέγεται, μια πέτρα πάνω στην άλλη δηλαδή. Γύρω γύρω με δέντρα μέσα, καρυδιές, ροδιές, συκές, και παίζαμε εκεί με άλλα παιδάκια. Εγώ λοιπόν γύριζα γύρω γύρω αυτό το σπίτι και το θυμάμαι σαν να είναι τώρα. Ένα σπίτι που είχε ένα ισόγειο, μια σκάλα ανέβαινε, έβγαινε σε ένα μπαλκονάκι και έμπαινες στον απάνω όροφο. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, είχε ένα πατητήρι που ρίχνανε τα σταφύλια, τα πατάγανε κάποιοι ξένοι που από άλλα σπίτια πήγαιναν και το κάναν και τους είχα δει που τα πατάγανε και καθόμουνα και μου άρεσε. Με έβαλαν και εμένα ολόκληρο μέσα και πάταγα κι εγώ πιτσιρικάς. Και παίρνανε τον μούστο από τα σταφύλια. Αυτό το σπίτι λοιπόν, το γύριζα γύρω γύρω, γύρω γύρω και το θυμάμαι ακριβώς πως ήτανε. Η μάνα μου όταν έλεγα… «Πού ήσουνα;» μου λέει. «Ήμουνα απάνω, εδώ στο σπίτι της κυρά Ζωής» έλεγα εγώ. «Αχ αυτό το σπίτι -έλεγε-, αχ αυτό το σπίτι, τι έχει τραβήξει αυτό το σπίτι». Και ήταν συνέχεια με αυτή τη λέξη, με αυτές τις λέξεις στο στόμα της. «Αχ αυτό το σπίτι, αχ αυτό το παλικάρι ο Γιώργος -έλεγε μετά-, τι τράβηξε αυτή η γυναίκα». Και μεγάλωνα εγώ ακούγοντας μόνο αυτά, δεν μου έλεγε τίποτα, ήμουνα και μικρός. Εκεί ακριβώς, στο σπίτι απέναντι υπήρχε μια εκκλησία και περνούσε, το σπίτι ήταν ακριβώς γωνία, σε δύο δρόμους που... Μια διασταύρωση. Ήταν μια εκκλησία, είναι μία εκκλησία η Αγία Άννα. Αυτή η Αγία Άννα είχε λοιπόν, δεν είχε μάντρα, αλλά είχε ένα ύψωμα χωμάτινο, ένα δρομάκι μικρό και ήταν το σπίτι μετά αυτό. Ήρθε ο στρατός μια μέρα, όταν έβλεπα εγώ στρατιώτες, τρελαινόμουνα, τρελαινόμουνα από περηφάνια. Έβλεπα τους στρατιώτες και ονειρευόμουν τον πόλεμο, τα έτσι. Ήρθανε λοιπόν οι στρατιώτες και σκάβανε για να ανοίξουν τον δρόμο. Άνοιξαν τον δρόμο και τραβάγανε προς την εκκλησία, σκάβοντας και βγάζοντας τα χώματα. Εκεί είδα λοιπόν που βγάζανε συνέχεια κόκαλα ανθρώπων και γέμιζαν τσουβάλια. Είχα μείνει με τα μάτια ανοιχτά εκεί πέρα, γουρλωμένα, γουρλωμένα, γιατί έβλεπα κρανία ανθρώπων, πρώτη φορά. Έβλεπα λοιπόν τους στρατιώτες να γεμίζουν τους σάκους με τα κόκαλα, δεν ξέρω πού τα πήγαν, έχτισαν μια μάντρα μετά και έγινε ο δρόμος. Εντάξει, το σπίτι συνέχιζε να είναι έρημο. Τα χρόνια περνούσαν, φύγαμε εμείς από εδώ, μεγάλωσα, μπήκα στη βιοπάλη, στη ζωή, και δεν μου περίσσευε ποτέ χρόνος να ασχοληθώ με τίποτα. Στο χωριό του πατέρα μου που είναι, που λέγεται Σωληνάρι, είναι έξω από τη Λιβαδειά, πηγαίναμε κι εκεί είχε πολλούς αντάρτες. Και το σόι μου, και μαζευόντουσαν, δεν μίλαγε κανένας, μόνο ο πατέρας μου έλεγε: «Αχ ο αδερφός μου ο έρμος, χάθηκε ο αδερφός μου στα αντάρτικα», με τους Γερμανούς. Μεγάλωσα λοιπόν, παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια και ξαφνικά, μετά από μια ηλικία και πάνω, μετά τα σαράντα επτά, πενήντα, ξύπνησαν όλα μέσα μου, βγήκε μια σπίθα από μέσα μου και μου έβγαλε αυτό που πραγματικά με είχε προικίσει η φύση: να ασχοληθώ με πράγματα τα οποία δεν ασχολήθη
[00:10:00]κε κανένας και από τα δύο σόγια μου. Και της μάνας μου και του πατέρα μου. Κανένας ξάδελφος δεν ασχολήθηκε να δει ποιοι ήταν οι πρόγονοί μου, οι πρόγονοι μας ποιοι ήταν, κανένας.
Segment 2
ιστορία της οικογένειας Λένα: Το νεκροταφείο που έκρυβε στα θεμέλια του και η αφετηρία της ιστορίας της οικογένειας Λένα
00:10:14 - 00:15:08
Εγώ όμως άρχισα. Πλέον η μητέρα μου -είχε φύγει ο πατέρας μου βέβαια- είχε... Η μάνα μου πλέον μιλούσε άνετα και άρχισε και μου εξιστορούσε διάφορα πράγματα. Και μου έλεγε λοιπόν για την ιστορία αυτού του σπιτιού, πώς άρχισε αυτή η ιστορία του σπιτιού. Σήμερα, αυτό το σπίτι έχει γκρεμιστεί. Όταν είχα φύγει εγώ για την Αθήνα, δώδεκα χρονών και μετά, μετά γκρεμίστηκε αυτό το σπίτι. Όμως έμαθα από γειτόνισσα, η οποία ήταν εκεί όταν το γκρέμιζαν, τι είδε, τι βρήκε, τι έκανε. Και μου λέει ότι αυτό το σπίτι, όταν το γκρεμίσανε, όλα τα θεμέλια του σπιτιού ήτανε μέσα στα κόκαλα των ανθρώπων. Μαζέψανε τα κόκαλα τσουβάλια, για να τα πάνε δεν ξέρω πού, στο νεκροταφείο επάνω. Ψηλά υπάρχει ένα νεκροταφείο του Αγίου Λουκά. Αυτό μάλλον εκεί πρέπει να ήταν νεκροταφείο ή από κάποιον λοιμό παλιά, είχαν κάνει ομαδικούς τάφους και είχαν βάλει τους ανθρώπους. Γιατί είχε πέσει λοιμός στη Λιβαδειά πολύ παλιά. Λοιπόν, το σπίτι πλέον δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο καινούργιο σπίτι. Όμως, εγώ πλέον άρχισα και έψαξα να βρω τι ακριβώς είχε συμβεί σ' αυτό το σπίτι. Η ιστορία του λοιπόν ξεκινάει από πολύ παλιά, πριν τους Βαλκανικούς. Πριν τους Βαλκανικούς λοιπόν, υπήρχε μια οικογένεια ψηλά, η λεγόμενη οικογένεια Λένα. Ήταν λοιπόν ένας άνθρωπος εκεί στο τέρμα της Λιβαδειάς, πολύ ψηλά, δίπλα στο νεκροταφείο του Αγίου Λουκά. Και ο οποίος, ο Λένας, είχε, είχε δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Μεγάλωσαν αυτά τα παιδιά. Μεγαλώνοντας, αυτό το παλικάρι, ο ένας που μεγάλωσε μαζί με τις αδερφές του, ήταν από τους μεγάλους, γνώρισε μια κοπέλα, μια καλή κοπέλα. Είχε κάτι χωράφια, τα δούλευε, ήταν μεγάλος αγωνιστής, δούλευε, αγωνιζότανε. Αυτή η κοπελίτσα ήταν πολύ καλή, την πήρε, ήθελε να φύγει από τους γονείς του και λέει: «Θα φτιάξω ένα σπίτι για μας» της έλεγε. Ήρθε λοιπόν και έφτιαξε αυτό το σπίτι που λέμε, δίπλα στην εκκλησία. Πήρε το οικόπεδο λοιπόν εκεί -ήταν και φθηνό μάλιστα, το δώσανε φθηνό-, το έφτιαξε και έβαλε τη γυναίκα του μέσα. Το έχτισε με τα χέρια του και με φίλους. Μάλιστα, μέσα από την εκκλησία της Αγίας Άννας, είχε κάτι πέτρες στοιβαγμένες εκεί, ήταν τετραγωνισμένες και τις βρήκε ευκαιρία για γωνιακές πέτρες και τις πήρε. Και έλεγε η γυναίκα του: «Μην τις παίρνεις μωρέ τις πέτρες από την Αγία Άννα, μήπως δεν της αρέσει που τις παίρνουμε, της κλέβουμε τις πέτρες». Και τις πήρε και άρχισε να χτίζει το σπίτι. Χτίστηκε το σπίτι, έβαλε τη γυναίκα του μέσα, ζούσαν αγαπημένοι και έκαναν δύο παιδάκια. Ζούσαν και οι δύο πάρα πολύ καλά, πήγαιναν στα χωράφια τους, γυρίζανε, είχανε και αμπέλι, τα αμπέλια τους, γι' αυτό είχαν και το πατητήρι που βγάζανε το μούστο. Ήταν προκομμένοι άνθρωποι, νοικοκύρηδες, με το άλογό του. Έμπαινε στο άλογό του επάνω, έπαιρνε και τη γυναίκα του και πήγαινανε στα χωράφια. Έκαναν δύο παιδάκια, τον Γιώργο, ο μεγάλος, και μετά από κάνα χρόνο έκανε τον Νίκο. Ήταν μικρούλια. Τον έναν τον είχε… Ο ένας ήτανε -πόσο- ίσα που περπάταγε και ο άλλος ήτανε στις πάνες μέσα που τον έντυναν. Στις πάνες που τις βάζανε τότε τα παιδάκια, τα μωρά, στην κούνια.
Segment 3
Η ιστορία της οικογένειας Λένα: Η επιστράτευση του πατέρα και ο θάνατος του
00:15:08 - 00:18:25
Και ξαφνικά γίνεται, κηρύσσεται ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος. Αυτομάτως το έρχεται καλεστήριο. Του λένε να παρουσιαστεί στρατιώτης. Πραγματικά, την αγκάλιασε, τη φίλησε, της λέει: «Θα σου στέλνω γράμματα», έκλαιγε αυτή: «Που μ' αφήνεις με δυο παιδάκια;» «Μη στεναχωριέσαι, είσαι δυνατή γυναίκα, θα τα καταφέρεις, μη φοβάσαι -της λέει- θα τελειώσει γρήγορα, θα τελειώσει και θα γυρίσω πίσω». Έφυγε, ξεκίνησε ο Πρώτος Βαλκανικός, πολεμούσε, έστελνε γράμματα εδώ, εκεί. Τελειώνει ο Πρώτος Βαλκανικός, έρχεται ο Δεύτερος. Συνεχίζει αυτός. Τελειώνει σιγά σιγά ο Βαλκανικός, με ένα τραύμα που είχε ελαφρύ την έβγαλε καθαρή και γύρισε… Γύρισε πίσω, μες στην αγκαλιές και στα φιλιά τα παιδάκια του είχαν μεγαλώσει λίγο, και άρχισε να συνεχίσει τη ζωή του, τα χωράφια του, τα πάντα του. Δεν άργησε όμως, περάσανε δυο χρόνια, πόσα πέρασαν, έρχεται ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ξανά χαρτί έρχεται στο σπίτι, να παρουσιαστεί πάλι. Φωνές αυτή, έτσι, αλλιώς: «Τώρα θα σε χάσω, δεν πρόκειται να ξαναγυρίσεις». «Βρε μη φοβάσαι, μη φοβάσαι. Θα γυρίσω πίσω, θα γυρίσω νικητής!» «Δεν πρόκειται να γυρίσεις τώρα, στο λέω, δεν έχω καλό προαίσθημα». «Βρε, μη φοβάσαι, χαζούλα μου -της λέει. Εσύ εδώ κράτα το σπίτι μας και μη φοβάσαι». Έφυγε λοιπόν και πήγε στο στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί, παρόλο που είχε λάβει μέρος σε αρκετές μάχες, αρρώστησε. Από τις κακουχίες αρρώστησε κι έπαθε πνευμονία. Έπαθε πνευμονία, τον έστειλαν στο σανατόριο, στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης. Τον έστειλαν εκεί για να μπορέσει να γιάνει. Κάθισε, πόσο κάθισε, δυστυχώς δεν άντεξε. Και πέθανε. Πέθανε και έστειλαν στη γυναίκα του μια μέρα ένα γράμμα, το κράτος, που έλεγε: «Δυστυχώς ο άντρας σας έφυγε». Αυτή τρελάθηκε, τρελάθηκε, δεν το πίστευε. Γιατί το είχε προαίσθημα ότι δεν θα τον ξαναδεί και της βγήκε αληθινό.
Segment 4
Η ιστορία της οικογένειας Λένα: Ο τραγικός χαμός των 2 παιδιών της οικογένειας
00:18:25 - 00:35:54
Έμεινε μόνη της με τα δυο παιδιά της, τα οποία αυτά τα παιδιά μεγάλωναν, πήγαιναν σχολείο, την βοηθούσανε. Οι συγγενείς ήταν αγαπημένοι, την βοηθούσαν όλοι, τα κουνιάδια της, οι κουνιάδες της τη βοηθούσανε και τα παιδιά μεγάλωναν. Πριν τον πόλεμο λοιπόν, τα παιδιά είχαν μεγαλώσει πλέον, ήταν κάπου είκοσι έξι χρονών ο Γιώργος, είκοσι πέντε, είκοσι τέσσερα ήταν ο Νίκος. Το παιδί δούλευε κανονικά, πολύ καλά παιδιά. Ανέβαιναν επάνω στην ενορία του Αγίου Νικολάου στον Ζαγαρά, είχε ένα καφενεδάκι εκεί, καθόνταν με τα παιδιά τα άλλα, πίνανε κανένα κρασάκι, έλεγαν αστεία, κάνανε, φτιάχνανε και η ζωή κυλούσε ωραία. Μέχρι που μια μέρα, ένας, για να κάνει πλάκα, είπε σε κάποιον -που δεν θα ονοματίσω- ο οποίος δεν είναι κακό παιδί, αλλά ήτανε ελαφρύς, του είπε: «Ξέρεις ο Λένας σε έχει βάλει στο μάτι, δεν θα τη βγάλεις καθαρή από αυτόν». Ο άλλος φοβήθηκε. Πάει στο σπί[00:20:00]τι του, παίρνει ένα μαχαίρι, ένα κουζινομάχαιρο και ανεβαίνει επάνω να τον βρει. Και ήτανε στο καφενείο και γελάγανε και τα παιδιά όλα... «Βρε, καλώς τον» είπανε. Χωρίς να μιλήσει αυτός, πάει μπροστά στο παλικάρι αυτό, βγάζει το μαχαίρι και τον μαχαίρωσε στην κοιλιακή χώρα. Έγινε χαμός! Τρέχουνε ο κόσμος, τον πιάσανε αυτόν, τρέχουν στο παλικάρι αυτό, ξαπλώθηκε κάτω, αιμορραγία. Τον βάζουν σε μια πόρτα, βγάλανε μια πόρτα ξύλινη πρόχειρα, τον βάλανε επάνω και άρχισαν να τον κατεβάζουν προς την αγορά. Η εποχή της φτώχειας της καταραμένης για την Ελλάδα. Τα πράγματα τότε ήταν πολύ δύσκολα. Υπήρχαν κλινικές ιδιωτικές, υπήρχαν. Τα μέσα ήταν λίγα, πενιχρά. Κατέβηκαν λοιπόν κάτω και τον πήγαν προς την αγορά, σε μια κλινική η οποία ήταν σε ένα υπόγειο βασικά. Απέναντι σε ένα σχολείο, στο πρώτο δημοτικό σχολείο τότε, υπήρχε ένα μέγαρο σπίτι ενός βιομηχάνου και το υπόγειο από κάτω ήτανε η κλινική του Τσιγιάννη. Έτρεξαν λοιπόν και τον πήγαν στον Τσιγιάννη. Ο Τσιγιάννης αυτομάτως τον έβαλε στο χειρουργείο, προσπάθησε να κάνει οτιδήποτε, αλλά δυστυχώς το παιδί απεβίωσε. Ένα παλικάρι είκοσι έξι χρονών. Η κακομοίρα τρελάθηκε η μάνα του, η Λέναινα που λέγαμε; Η Λέναινα λοιπόν, αφού της πήγαν το παιδί της στο σπίτι νεκρό, έκανε σαν τρελή, έβγαζε τα μαλλιά της, τρελάθηκε. Την είχε πάρει αγκαλιά το άλλο το παιδί, ο Νίκος, και έλεγε: «Μάνα, μη στεναχωριέσαι, εγώ είμαι εδώ». Το θάψανε το παιδί και η ζωή συνεχίστηκε. Γιατί και η ζωή τότε ήταν πολύ σκληρή, μαύρη ζωή ήτανε. Τα χρόνια πέρασαν και φτάνουμε πλέον, φθάσαμε στο '40, στον πόλεμο. Φθάσαμε στον πόλεμο, μπήκαν οι Γερμανοί μέσα βέβαια και στη Λιβαδειά. Είχαν έρθει οι Γερμανοί, πρώτα οι Ιταλοί, αλλά μετά ήρθαν και εδραιώθηκαν οι Γερμανοί. Όταν ήρθαν οι Ιταλοί, φερόντουσαν κάπως πολύ καλύτερα, γιατί και τη μητέρα μου που ήταν κοριτσάκι την έπαιρναν, την κούρευαν, τα παιδάκια τα βγάζανε τα ρούχα τους, τα βάζανε στον κλίβανο για την ψείρα που είχανε, τους δίνουν και καμιά κουραμάνα και όλο: «Bambino, bambino» έλεγαν οι Ιταλοί. Και τους δίνανε καμιά καραμελίτσα, καμιά κουραμάνα, πράγμα που όταν ήρθαν οι Γερμανοί, μετά τη συνθηκολόγηση, το '43 τους μάζεψαν τους Ιταλούς και τους εξολόθρευαν κιόλας. Προσπάθησαν να πάρουν τον οπλισμό τους, τον οποίο τον είχαν πάρει οι αντάρτες τον οπλισμό. Τον δώσαν οι Ιταλοί στους αντάρτες. Εδραιωθήκανε λοιπόν οι Γερμανοί μέσα στη Λιβαδειά, τα πράγματα άλλαξαν, ούτε ψωμί τούς δίνανε ούτε τίποτα δεν τους δίνανε. Και έπεσε και πείνα, γιατί ο δήμαρχος τότε στη Λιβαδειά είχε παραδώσει τις αποθήκες με τα σιτηρά όλα και τα έδωσε στους Γερμανούς. Τα οποία τα φόρτωναν και φεύγανε για τη Γερμανία. Αυτόν βέβαια τον… Αυτόν τον δήμαρχο που είχε μπακάλικο στην πλατεία Μητρόπολης, ο Καζάζης, είχαν βάλει και μια πλατεία στο όνομά του, λόγω του ότι ήταν και καλός άνθρωπος. Είχαν βάλει το όνομά του σε πλατεία παλιά. Αυτόν τον άνθρωπο τον σκότωσαν δυο αντάρτες. Μπήκαν μέσα. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος… Εφόσον, όπως είπαμε ήρθανε οι Γερμανοί, μια μέρα ο Νίκος απλώς δούλευε, το δεύτερο παιδί της γυναίκας αυτηνής. Προσπαθούσε και αυτό, δεν ανακατεύτηκε με τίποτα, ούτε σε καμία οργάνωση ήτανε ούτε τίποτα. Απλώς δούλευε και βοηθούσε τη μητέρα του στα χωράφια και από δω κι από κει. Οι Γερμανοί μια μέρα έκαναν μπλόκο στη μητρόπολη. Είναι μια πλατεία λοιπόν, που είναι η μητρόπολη, η κεντρική εκκλησία της Λιβαδειάς και στην πλατεία αυτή έκαναν μπλόκο οι Γερμανοί. Ο Νίκος ήταν με τη μητέρα του απάνω στο σπίτι, δεν ξέρανε τίποτα και λέει, έρχεται μια θεία του από την αγορά: «Τι έπαθα σήμερα -λέει-! Πήρα κάτι ψώνια και ξέχασα κάποια στο μπακάλικο». Και λέει ο Νίκος: «Άσε Θεία, θα κατέβω να τα πάρω εγώ, μην στεναχωριέσαι». «Όχι Νίκο, μην πας, γιατί οι Γερμανοί έχουν κάνει μπλόκο». «Έλα ρε θεία -της λέει-, θα πάω, δεν φοβάμαι, γιατί δεν έχω κάνει και τίποτα, δεν έχω κάνει τίποτα, δεν έχω ανακατευτεί με τίποτα». «Όχι αγόρι μου, μην πας, δεν ξέρεις ποτέ». «Έλα βρε, θα πάω εγώ» λέει. Μετά, φεύγουμε και πάμε κάτω, συνεχίζουμε για την πλατεία. Στην πλατεία οι Γερμανοί είχαν βάλει ένα φορτηγό μεγάλο. Είχανε κυκλώσει όλη την περιοχή και όποιος έμπαινε μέσα τον βουτάγανε. Εκεί μπροστά στο μπακάλικο του κυρίου δημάρχου, καθόταν ο διοικητής ένας αξιωματικός που ήτανε, ένας λοχαγός. Ο μπακάλης, αυτός ο μεγαλέμπορας… Το από κάτω ήτανε... Σήμερα είναι καφετέρια εκεί από κάτω. Από κάτω ήτανε μπακάλικο και το υπόγειο ήταν γεμάτο με προϊόντα. Από την πάνω πλευρά ήταν το σπίτι, το οποίο είχε ένα μπαλκόνι απ' έξω, όχι όμως εξωτερικό, αλλά ήταν εσοχή του σπιτιού, με ένα καγκελάκι. Εκεί ήταν Γερμανός σκοπός πάντοτε. Ήταν σκοπός Γερμανός, γιατί; Γιατί μέσα ζούσε ο αρχίατρος των Γερμανών. Τα είχε λοιπόν πολύ καλά με τους Γερμανούς ο κύριος δήμαρχος. Έτρωγε καλά, ένας κοιλαράς κι όλοι οι άλλοι ήταν στεγνοί σαν ρέγγες από την πείνα. Λοιπόν, ξαφνικά, όπως καθόντουσαν, κοιτάγανε και πιάνανε ανθρώπους και τους βάζανε στο φορτηγό, κατέβαινε ο Νίκος απέναντι, το παλικάρι, κατέβαινε από μια κατηφόρα, χαμογελαστός και προχώραγε. Απάνω στο φορτηγό, αυτός είχε τέσσερις υπαλλήλους, είχε τέσσερις υπαλλήλους και τον έναν υπάλληλο -ο οποίος αργότερα τον γνώρισα μεγάλο, είχε μπακάλικο πλέον αυτός όταν ήμουν εγώ μεγάλο παιδί- και λέει του Γερμανού: «Έχεις πιάσει, ρε γαμώτο, αυτόν εδώ τον υπάλληλό μου. Δεν έκανε τίποτα το παιδί αυτό -παιδί ήτανε δεκάξι χρονών, δεκαπέντε, δεκάξι χρονών- κατέβασέ τον κάτω». «Όχι, πρέπει οπωσδήποτε να πιάσουμε πενήντα». Του λέει: «Εντάξει -του λέει-, να, έρχεται κάποιος, να, να, να. Τον βλέπεις αυτόν εκεί; -εδειξε τον Νίκο- Πιάσε αυτόν και κατέβασε τον δικό μου». Αυτή ήταν η μοίρα, η μαύρη του Νίκου, να τον δείξει ο κύριος δήμαρχος... Ο Γερμανός πράγματι τού έκανε το χατίρι. Του λέει: «Κατέβα κάτω εσύ -του λέει- και έλα εδώ εσύ». «Ορίστε» λέει το παιδάκι και πήγε χαμογελαστός. «Πού πας»; «Να, πάω στο μπακάλικο να πάρω κάτι της θείας μου -λέει- ξέχασε». Λέει: «Κοίταξε να δεις δεν γίνεται. -Είπε- ανέβα πάνω στο φορτηγό». «Μα…» λέει το παιδάκι, το παιδί, ο νεαρός. «Όχι, ανέβα επάνω» και τον ανέβασαν επάνω στο φορτηγό. Μάζεψαν πενήντα παλικάρια, μάζεψαν και τους πήγαν στις φυλακές της Λιβαδειάς. Οι οποίες φυλακές Λιβαδειάς σήμερα δεν υπάρχουν, έχουν χτιστεί πολυκατοικίες. Τους έβαλαν εκεί. Τρέχουν οι μανάδες, το 'μαθε και η Λέναινα η μάνα του, «Πιάσανε τον Νίκο, τον έχουν στις φυλακές». Τρέχανε οι μανάδες: «Δώστε [00:30:00]μας τα παιδιά μας. Γιατί πιάσατε τα παιδιά μας;» Οι Γερμανοί, δεν θέλανε φασαρίες και τους λέγανε ότι: «Μη στεναχωριέστε, εδώ θα είναι, ελάτε εδώ κάθε μέρα. Θα τους αφήσουμε, δεν θα τους κρατήσουμε, αφού άμα δεν έχουν κάνει τίποτα, θα τους αφήσουμε». Κάθε μέρα πήγαινανε εκεί. Τώρα βέβαια, γιατί πιάσανε πενήντα άτομα; Έπιασαν πενήντα άτομα οι Γερμανοί για αντίποινα. Οι Γερμανοί λέγανε: «Ένας στρατιώτης, πενήντα Γερμανοί». Στον Άγιο Γεώργιο, σε ένα ποτάμι, σε ένα ποταμάκι του Αγίου Γεωργίου, ένα χωριό έξω από τη Λιβαδειά, είχε γίνει ένα σκηνικό. Πήγανε δυο, τρεις Γερμανοί με κάτι εργάτες να φορτώσουνε με άμμο ποταμίσια ένα φορτηγό. Κάτι αντάρτες που πέρναγαν από εκεί, τους χτύπησαν και χτύπησαν έναν Γερμανό, τον οποίο δεν τον σκότωσαν κιόλας, ήταν τραυματισμένος. Αλλά φύγανε, υποχώρησαν. Φύγανε… Συγγνώμη, όχι. Αυτό το σκηνικό ήταν μετά που εκτελέσανε, που σκοτώσανε όλο τον κόσμο στο Καλάμι, στην περιοχή στο Καλάμι. Με αυτό το σκηνικό που έγινε στον Άγιο Γεώργιο, τα αντίποινα ήταν να σφάξουν όλες τις οικογένειες που ήταν στο Καλάμι. Ήταν ένας μύλος με σπίτια και ήταν μέσα δεν ξέρω πόσες οικογένειες και τους σκότωσαν όλους αυτούς. Αυτό εδώ πέρα, τους πενήντα που πιάσανε, ήτανε γιατί; Γιατί εδώ, στον Ζαγαρά επάνω, σκότωσαν έναν στρατιώτη, τον οποίο τον πιάσανε και τον κρύψανε. Ψάχνανε οι Γερμανοί να βρουν τον στρατιώτη. Τελικά ένας καλοθελητής πάλι, γιατί υπάρχουν πάντα αυτοί -υπήρχανε ήρωες, υπήρχαν και οι προδότες- που τους είπε που τον έχουν κρυμμένο τον Γερμανό, πήγαν οι Γερμανοί και τον βρήκανε. Από την ώρα που σκοτώσανε λοιπόν τον έναν τον Γερμανό, μαζέψανε τα πενήντα παιδιά. Τα πενήντα αυτά παιδιά πήγαιναν κάθε μέρα οι μανάδες τους. «Τα παιδιά μας, φέρτε τα παιδιά μας, φέρτε τα παιδιά μας». Είχαν έρθει σε δυσκολία, είχε μαζευτεί η Λιβαδειά όλη εκεί, φωνές, κακό, δεν μπορούσαν οι Γερμανοί να τους πάρουν. «Εντάξει -λέει- θα τους κοιτάξουμε, θα τους αφήσουμε, θα κάνουμε, θα κάνουμε και αύριο ελάτε πάλι» και τα λοιπά. Και μια μέρα που ήτανε εκεί οι μανάδες, τράβαγαν τα μαλλιά τους, τους βγάζουν έξω και τους φορτώνουν απάνω στα φορτηγά. Πέφτανε μπροστά οι μανάδες στις ρόδες στα φορτηγά. Δεν σηκωνόντουσαν όλοι, στρώμα ο δρόμος με μανάδες και αδέρφια, «Τα παιδιά μας, δώστε μας τα παιδιά μας». Οι Γερμανοί τούς γυρίζουν πάλι πίσω. Αποφάσισαν λοιπόν μια μέρα να τους… Απότομα, «Πότε περίπου μαζεύονται αυτές; Νωρίτερα θα τους βγάλουμε να φύγουμε». Και πράγματι, τα κατάφεραν, τους πήρανε, τους βγάλανε και τους πήγαν πιο κάτω στον δρόμο προς τη Θήβα. Λιβαδειά-Θήβα, ακριβώς στον δρόμο που πιο ψηλά είναι ένα χωριό που λέγεται Υψηλάντης. Εκεί λοιπόν τους είχαν παρατάξει και τους σκοτώσανε, πενήντα άτομα τους σκότωσαν με πολυβόλα. Στα πενήντα άτομα όμως, ένας όταν προχώρησε η ριπή, λιποθύμησε και την ώρα που πέφτανε οι σκοτωμένοι, έπεσε και αυτός και τον σκέπασαν όλοι οι άλλοι. Ρίξανε οι Γερμανοί μερικές χαριστικές βολές και μετά βαρέθηκαν και τα παράτησαν. Αυτός έζησε λοιπόν. Οπότε στο μνημείο του Υψηλάντη, εκεί στον τόπο θυσίας του Υψηλάντη, ήταν σαράντα εννέα άτομα. Έμαθαν οι Λιβαδίτες λοιπόν το τι έγινε. Έτρεξε ο κόσμος, έτρεξαν οι μανάδες να μαζέψουν τα παιδιά τους. Όλες οι ηλικίες, είκοσι τρία, είκοσι, δεκαοκτώ, σαράντα. Όλες οι ηλικίες ήταν εκεί πνιγμένες στο αίμα. Πήγε και η Λέναινα η κακομοίρα και βρήκε το αγαπημένο της το παιδί το δεύτερο, τον Νίκο. Τον μάζεψε και πήγε και τον έθαψε απάνω στο νεκροταφείο του Αγίου Λουκά, μαζί με ένα άλλο παλικάρι δίπλα, ένας Παπαγενές, ο οποίος ήταν και αυτός δικός μας άνθρωπος εδώ από τη γειτονιά πιο πάνω. Και τους έχουνε θάψει, τα οποία τα μνημεία τους και τα ονόματά τους βρίσκονται και οι τάφοι τους ακόμα εκεί. Εκεί που έχω θάψει κι εγώ τους δικούς μου. Η Λέναινα πλέον βγήκε έξω από τα όρια τα ανθρώπινα. Έχασε και το δεύτερό της παιδί, έμεινε μόνη της στον κόσμο.
Segment 5
Η ιστορία της οικογένειας Λένα: Το πρώτο ψυχοπαίδι της οικογένειας, η δράση της Ο.Π.Λ.Α., τα λαϊκά δικαστήρια και τα Γερμανικά νεκροταφεία
00:35:54 - 00:50:02
Άρχισε έβριζε, έβριζε τα θεία, έβριζε απέναντι την εκκλησία, την Αγία Άννα, ότι: «Με τιμώρησες που πήρα τις πέτρες, που χτίσαμε το σπίτι; Για αυτό με τιμώρησες; Μου πήρες τα παιδιά μου, μου πήρες τον άντρα μου, δεν έμεινε κανένας». Απ' τη γειτονιά έπεσαν απάνω όλοι της εκεί πέρα, την αγκάλιασαν, δεν ήθελε κανέναν. Το μόνον, είχε γίνει πλέον αθυρόστομη, φοβερά αθυρόστομη. Μέσα λοιπόν σ' αυτό το πράγμα, σκέφτηκε, τι να κάνει; Είχε μείνει μόνη της και πάει στον κουνιάδο της επάνω, που είχε το σπίτι του κοντά στο νεκροταφείο που είπαμε, και πάει και του λέει: «Βρε -του λέει- έχεις τα παιδιά σου όλα -αυτός λοιπόν είχε δύο αγόρια και δύο κορίτσια-, δώσ' μου το ένα, τον Γιώργο». Ο οποίος είχε το όνομα του πρώτου γιου της, Γιώργος Λένας. «Δωσ' μου το παιδί αυτό, να ζει με έμενα, μόνη μου είμαι. Θα ζει με εμένα... -ήταν αυτός ο άνθρωπος, το παιδί, ήταν μεγάλος, δηλαδή είκοσι έξι, είκοσι επτά χρονών ήταν- να ζει με μένα και ό,τι έχω και δεν έχω, όταν πεθάνω, θα τα πάρει αυτός. Στειλ' τον!» Κι ο άλλος φτωχός άνθρωπος ήτανε, του λέει: «Γιώργο, πήγαινε στην θεία σου, κάτσε εκεί πέρα που σε αγαπάει» και τα λοιπά. Και πήγε ο Γιώργος, ένα ωραίο παλικάρι ο Γιώργος, δούλευε... Δούλευε ο Γιώργος και πήγαινε. Αυτόν τον Γιώργο λοιπόν, τον γνώρισε η μάνα, η μητέρα μου, σε αυτές τις μαύρες εποχές της Κατοχής. Γιατί; Γιατί η κυρά Ζωή η Λέναινα φώναζε και έλεγε: «Πολύτιμη, πολύτιμη» δίπλα στο σπίτι το δικό μας. Η μητέρα μου ήτανε εννιά, δέκα χρονών. «Έλα να κοιμηθούμε μαζί -της έλεγε- γιατί φυσάει πολύ απόψε, χτυπάνε τα παντζούρια και φοβάμαι. Έλα να κοιμηθούμε μαζί». Και πήγαινε η μητέρα μου και ξάπλωναν κάτω, στρωματσάδα που λέμε, και κοιμόντουσαν εκεί μαζί. Αργά αργά το βράδυ, άνοιγε η πόρτα, έσκυβε, έμπαινε αυτό το παλικάρι ο Γιώργος, έβγαζε την τραγιάσκα του, την κρέμαγε στον καλόγερο, έβγαζε το παλτό του και το κρεμούσε. Προχωρούσε και πήγαινε στη μητέρα μου, το κοριτσάκι αυτό, έβαζε τα δάχτυλα του στα μαλλιά της, τη χάιδευε σαν να τη χτενίζει και μετά έφευγε και πήγαινε να κοιμηθεί. Η μητέρα μου τον γνώρισε, γιατί άνοιγε τα μάτια της και τον έβλεπε και χαμογελούσε. Και της έμεινε η εικόνα του, του Γιώργου, ένα παλικάρι ως εκεί πάνω. Αυτό το παλικάρι λοιπόν, ήταν οργανωμένος όμως. Ήτανε οργανωμένος και ήτανε σε -μάλλον όπως λένε- ήτανε στην Ο.Π.Λ.Α..
Δηλαδή;
Η Ο.Π.Λ.Α. ήτανε μια οργάνωση τότε του ΕΑΜ και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, ήταν μια οργάνωση η οποία λέγεται Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών. Γιατί; Γιατί είχε πάρα πο[00:40:00]λλούς προδότες, ενώ είχε τόσους ήρωες, είχε πάρα πολλούς προδότες. Οι οποίοι τι κάνανε; Καιροφυλακτούσαν, βλέπανε ποιοι κατεβαίνουν κάτω και βλέπουν τις οικογένειές τους αντάρτες, τους κατέδιδαν, πότε περίπου κατεβαίνουνε και πιάνανε τα πόστα οι Γερμανοί και τους πιάνανε και είχαν εκτελέσει πολλούς αγωνιστές. Οπότε είχαν φτιάξει αυτή την οργάνωση και τι έκαναν αυτοί; Ποιοι είναι αυτοί οι προδότες; Και τους εκτελούσαν, τους περνούσαν από λαϊκά δικαστήρια και τους εκτελούσαν. Τους συνελάμβαναν. Ένα ξενοδοχείο που λέγεται «Ελικώνας» -τώρα είναι… ήταν η δημαρχία, τώρα δεν είναι ξενοδοχείο, είναι τίποτα- εκεί ήταν η Κομαντατούρ, η διοίκηση των Γερμανών και δίπλα ήταν ακριβώς εκεί, ήταν ένα μαγαζί το οποίο ήτανε εμπορικό, έτσι ένα μαγαζί, με ρολά, κλειστά ρολά. Όταν έκλεινε λοιπόν το βράδυ, υπήρχε μια τρύπα στο ρόλο. Έμπαινε ένας μέσα της οργάνωσης, έπαιρνε μια καρέκλα και καθόταν στην τρύπα και κοιτούσε. Το βράδυ λοιπόν, όταν έπεφτε το σκοτάδι, αυτά τα ποντικάκια έβγαιναν από τις τρύπες τους και πήγαιναν στη διοίκηση των Γερμανών για να καταγγείλουν ανθρώπους. Αυτοί λοιπόν… αυτός κοιτούσε και τους γνώριζε, όλη τη Λιβαδειά τη γνώριζαν τότε. Κατέγραφε τα ονόματα και τους είχαν σε λίστα. Λοιπόν, άμα γινόταν καμιά ατασθαλία ξέρανε ο τάδε την έκανε τη ζημιά, πηγαίνανε τον πιάνανε, υπήρχαν λαϊκά δικαστήρια και στην Ευαγγελίστρια, στην εκκλησία μέσα και πάνω ήταν έξω από τη Λιβαδειά, πάνω προς τον Άγιο Παντελεήμονα εκεί οι αντάρτες, περνούσαν λαϊκά δικαστήρια και τους εκτελούσαν επάνω προς το βουνό. Ο Λένας λοιπόν αγωνιζόταν, μέσα από τις τάξεις του Ε.Α.Μ. για τον κοινό αγώνα που είχαν όλοι οι αγωνιστές. Μια μέρα, υπήρχε ένα καμπαρέ, ένα καμπαρέ το οποίο το είχε ένας… ο Γιώργος είχε μια αδερφή που την είχε παντρέψει με κάποιον. Ήταν καλός άνθρωπος αυτός και ήταν και μάλιστα και φίλος του παππού μου, γιατί δουλεύανε μαζί, δουλεύανε μαζί στα λατομεία. Αυτός λοιπόν είχε έναν γαμπρό, ο οποίος είχε το καμπαρέ με τον… με τον γιο του. Εκεί μέσα σύχναζαν Γερμανοί, Ιταλοί, δοσίλογοι, προδότες, οτιδήποτε, όλο το φάσμα και τα είχε καλά με όλους αυτούς. Μάθανε λοιπόν αυτοί ότι είχε πολύ καλές σχέσεις και κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτούς τους ανθρώπους, κάτι κάνανε. Πήγαν λοιπόν στον Λένα και του λένε: «Κοίταξε να δεις, επειδή είσαι συγγενής τους, πήγαινε στο καμπαρέ και ειδοποίησέ τον να πάρει το γιο του και να ανέβει επάνω, τον θέλουν στη διοίκηση». «Εντάξει -λέει ο Λένας-. Εγώ θα τους το πω, δεν θέλω να κάνω τίποτα, να ανακατευτώ με τίποτα άσχημο πράγμα, είναι και συγγενείς μου» λέει. Και πράγματι, πήγε τους ειδοποίησε να πάνε επάνω. Και είπε σ ένα φίλο του: «Ευτυχώς φίλε μου που δεν μπλέκομαι, έχω και συγγενείς εκεί πέρα, να μη συμβεί τίποτα άσχημο». Και τους ειδοποίησε. Πήγαν αυτοί επάνω. Πήγαν επάνω, πέρασαν από ανταρτοδικείο. Υπήρχαν μάρτυρες που αποδείχθηκε ότι αυτοί είχανε προδοτικές τάσεις, κατέδιδαν ανθρώπους και τέτοια πράγματα, για να έχουν τα δικά τους τα οφέλη. Εκτελέστηκαν και οι δύο. Βέβαια, το ΕΑΜ τότε είχε βγάλει ανακοίνωση: «Μην έχετε επαφές με τον εχθρό. Μην πλένετε, απαγορεύεται να πλύνετε τα ρούχα των Γερμανών!» γιατί μερικοί το παίζανε γλυκοί, άνθρωποι ωραίοι, με μια γλυκύτητα, τους πήγαιναν και τροφή, έτσι, τους τάζανε και τους έπαιρναν λόγια. Αυτοί ήταν αγαθοί άνθρωποι και λέγανε διάφορα, οπότε μετά οι άλλοι χάνανε τους ανθρώπους τους. Ερχόταν κάποιος απάνω, απ’ το αντάρτης τον πιάνανε, τον εκτελούσαν, τον βάλανε φυλακές και τα λοιπά. Όπως και μια ακριβώς φτωχιά γυναίκα η οποία έπλενε, της λένε: «Δεν θα ξαναπλύνεις!». «Μα είμαι φτώχεια και πεινάμε, δεν έχουμε να φάμε». «Θα κοιτάξουμε πώς θα τα βολέψουμε τα πράγματα, αλλά…». Αυτή ήτανε θρασίμι «Δεν πάτε να λέτε εσείς, εγώ θα το κάνω αυτό που θα…». Κινδύνευσε να την εκτελέσουν, αλλά επειδή είχε πολλά παιδιά, αυτό, ήταν και ορφανά, ήταν χήρα, έπεσαν από την οργάνωση και είπαν ότι: «Μην τη σκοτώνεις, γιατί θα μείνουν τα παιδιά στους δρόμους» και σώθηκε. Αυτή το βιολί-βιολάκι όμως, δεν καταλάβαινε, τέλος πάντων. Το ίδιο είχε πάθει όμως, το ίδιο είχε πάθει και ο αδερφός της μάνας μου, ο μεγάλος. Και εδώ πεινάγανε. Και είχε βρει δουλειά ο θείος μου, ο Κώστας, ο οποίος ήταν Επονίτης -με τη μεγάλη του αδελφή ήταν στην ΕΠΟΝ και τα δυο- αυτός είχε βρει δουλειά στο νεκροταφείο των Γερμανών. Το νεκροταφείο των Γερμανών ήτανε στην Τεχνική σχολή που λέμε σήμερα, ήταν σε ένα ύψωμα. Ήταν ένας Γερμανός λοιπόν, ο οποίος είχε σχέδιο με όλους τους τάφους καταγεγραμμένα, θάβανε τους γερμανούς σκοτωμένους, βάζανε σταυρό με το όνομά του και τα πιτσιρίκια, οι νεολαίοι, αυτοί οι δύο νεολαίοι, ο θείος μου και ένας άλλος, φτιάχνανε σαν ψηφιδωτό απάνω στον τάφο, να ομορφύνει λίγο ο τάφος, βάζανε βότσαλα. Βάζανε μέσα το νεκρό, βάζανε μέσα ένα κουτί οι Γερμανοί με τη μισή ταυτότητα, τα στοιχεία του και το κλείνανε. Αυτό -αλλά κάνω παρένθεση τώρα- αυτό το νεκροταφείο, όταν φύγανε οι Γερμανοί το άφησαν όπως ήτανε. Τότε που ήρθανε κάποιοι εκεί που είχαν οικόπεδα και τι είχανε, δε νοιάστηκαν αν ήταν νεκροταφείο, παρά σπάσανε τους σταυρούς και εξαφανιστήκανε. Τα εξαφάνισαν αυτά όλα και έχτισαν σπίτια πάνω στους… στο γερμανικό νεκροταφείο. Τελείωσε ο πόλεμος και αργότερα, κατά το 60’, ήρθαν οι Γερμανοί, είχαν όλα τα σχέδια και κοιτάνε, γεμάτο σπίτια το νεκροταφείο. Ήρθαν λοιπόν, τους αποζημιώσαμε, έφεραν συνεργεία, σπάσανε όλα τα δάπεδα, ξέθαψαν όλους τους τάφους, ξέθαψαν τους Γερμανούς όλους, με τα στοιχεία τους όλα, τα πάντα είχαν καταγεγραμμένα, τους πήραν όλους τους στρατιώτες, αποζημίωσαν τα σπίτια, αποκατέστησαν πάλι τα σπίτια και σηκώθηκαν και έφυγαν. Ο δε μπάρμπας μου που δούλευε, ο θείος μου που δούλευε, ο Κώστας που δούλευε εκεί, ο αδερφός της μάνας μου, μια μέρα βγάλανε ανακοίνωση: «Μην δουλεύετε στους Γερμανούς, απαγορεύεται!». Και ήρθε κάποιος από την οργάνωση και είπε: «Κυρά Γαρέφω, πες του παιδιού να εξαφανιστεί από εκεί, να φύγει» και του είπε η αμέσως η γιαγιά μου: «Κώστα φύγε, μην ξαναπάς». Δεν πήγε ο Κώστας και μόλις πέρασαν 2 μέρες χτυπάει η πόρτα και ανοίγει την πόρτα, πήγε να λιποθυμήσει η γιαγιά μου. Κάτι Γερμανοί στην πόρτα μπροστά της, δυο Γερμανοί και ο υπεύθυνος και να λέει αυτός: «Πού είναι Κώστα; Κώστα, πού είναι Κώστα;». Και έλεγε η γιαγιά μου στα Γερμανικά «Κώστα, Κώστα είναι Αθήνα, Αθήνα» στα Γερμανικά, λοιπόν, και έ[00:50:00]φυγε ο Γερμανός.
Segment 6
Η ιστορία της οικογένειας Λένα: Το χρονικό της φυλάκισης του «τρίτου παιδιού» της οικογένειας, η ζωή στις φυλακές Κέρκυρας και η εκτέλεσή του
00:50:02 - 01:03:33
Λοιπόν, εφόσον πάμε στο Λένα πάλι, όταν εκτέλεσαν αυτούς τους δύο, ο γαμπρός του, στην αδερφή του, το πήρε πολύ βαριά. Θεώρησε τον κουνιάδο του ότι ήταν υπεύθυνος που εκτελέστηκε ο γαμπρός του, στην αδερφή του δηλαδή, ήταν αυτός υπεύθυνος που… Και του έλεγε: «Δεν φταίω σε τίποτα. Εγώ τον ειδοποίησα, μου είπαν να τον ειδοποιήσω». «Όχι εσύ φταις!». Παρόλα που ήταν πολύ τίμιος άνθρωπος αυτός, ήταν καλός άνθρωπος και μου τον έλεγε και η μάνα μου τι καλός άνθρωπος ήταν αυτός ο φίλος του παππού μου, παρόλα αυτά, αυτός το πήρε πολύ βαριά και τον θεώρησε λοιπόν τον Γιώργο τον Λένα, ότι ήταν αυτός υπεύθυνος. Ξαφνικά φεύγουν οι Γερμανοί. Οι αντάρτες γυρίσανε πίσω λοιπόν, κατέβηκαν απ’ τα βουνά. Εδώ στην πλατεία της μητρόπολης μαζεύτηκαν λοιπόν να κάνουν δοξολογία οι δεσπότες, αρχιμανδρίτες, αντάρτες με τα όπλα τους αξύριστοι, μες στην ψείρα, λάβαρα, σημαίες. Υπάρχουν φωτογραφίες για αυτό. Κατέβηκαν και πιάσανε όλη την πλατεία και έγινε πολύ ωραίος… ελευθερώθηκε η Λιβαδειά. Δεν πέρασαν όμως πολλές μέρες, ένας θείος μου που είχαμε εδώ στο σπίτι, που ήταν της αδερφής της μάνας μου, αδερφής της μάνας μου ο άντρας, αντάρτης, με το που ήρθε και αγκάλιασε την οικογένεια, την άλλη μέρα του είπανε: «Πάρε μια κουβέρτα και κατέβα στη μητρόπολη».
Για ποιο λόγο;
«Γιατί ρε παιδιά»; Άρχισαν λοιπόν και μάζευαν τους αντάρτες. Τον έβαλαν σε μια… σε ένα φορτηγό και τον… και έφυγε και τον στείλαν στη Μακρόνησο, όπως αυτόν και άλλους, τους μάζευαν όλους. Συνέχεια δηλαδή, μέρες, μέρες, μέρες περνούσαν και μάζευαν αγωνιστές. Ό Λένας αυτομάτως κατηγορήθηκε από τον γαμπρό του και τον πιάσανε και αυτόν και τον πήγανε στις φυλακές Λιβαδειάς. Εκεί είχε επισκεπτήριο από ένα κοριτσάκι τη Ζωή, η οποία τώρα είναι μια ηλικιωμένη κυρία, η οποία τους γνώρισα αργότερα μεγάλος πλέον εγώ, και πήρε όλα τα στοιχεία που θα σας πω μετά. Αυτό λοιπόν το κοριτσάκι, το κοριτσάκι πήγαινε κάθε μεσημέρι χτύπαγε την πόρτα της φυλακής, τη γνώριζαν οι φύλακες, την άφηναν και πήγαινε στο θείο της, αφού την αγαπούσε. Και άλλοτε της μάθαινε γράμματα και άλλοτε ξάπλωναν στο ίδιο κρεβάτι και κοιμόντουσαν μαζί, αγκαλίτσα και μου τα έλεγε λοιπόν αργότερα αυτά τα πράγματα όταν τους γνώρισα. Ο Λένας λοιπόν ήταν έγκλειστος στη Λιβαδειά. Μετά από εδώ, η Λέναινα η κακομοίρα είχε τρελαθεί που βάλανε και το τρίτο παιδί στη φυλακή. Αυτός όμως έλεγε: «Μη φοβάστε, εντάξει δεν έχω κάνει τίποτα. Θα με βγάλουνε. Τι;». Παρόλα αυτά όμως η φυλακή, φυλακή. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, τους έστειλαν χαρτιά, μεταγωγή και τους πήραν και έφυγαν για την Άμφισσα. Τους πήγαν στην Άμφισσα στις φυλακές της Άμφισσας. Κάθισαν εκεί ένα χρονικό διάστημα, τον επισκεπτόντουσαν στις φυλακές να τον δούνε, φεύγανε του πηγαίνανε πράγματα. Βέβαια, όχι μόνο όμως ο Λένας, και πάρα πολλοί αγωνιστές από τη Λιβαδειά, τους οποίους τους γνωρίζω όλους, που ήταν έγκλειστοι τότε. Και εκεί πέρασαν στρατοδικείο. Πέρασαν στρατοδικείο, το αποτέλεσμα ήταν «Εις θάνατον», όλοι αυτοί που ήταν εκεί. Λένας, Ρεμπάπης, Στρουμπούλας, Παπαδημητρίου και άλλοι, και άλλοι. Όλοι, φύγανε με την απόφαση του στρατοδικείου, γιατί αυτά ήταν τα δικαστήρια, τα λεγόμενα «Δικαστήρια Σκοπιμότητας». Πήγαινες, ερχόντουσαν ψευδομάρτυρες. Το ίδιο έγινε και στον Λένα. Ο γαμπρός του λοιπόν του Λένα, έβαλε έναν φίλο του, που το σπίτι του είναι λίγο πιο πέρα από το δικό μου, αυτός τα είχε καλά με τη χωροφυλακή, ήταν άνθρωπος με το πιστόλι στη μέση. Βέβαια, αυτό ήταν μετά. Όταν ήτανε το ΕΛΑΣ μέσα στην Λιβαδειά και τα λοιπά, αυτοί δεν κουνιόντουσαν. Αλλά μετά όμως, που κουμάντο έκανε ο στρατός και όλα τα τομάρια, όλοι οι δωσίλογοι, μετά είχε το πιστόλι στη μέση. Αυτός λοιπόν πήγε ψευδομάρτυρας στη δίκη του Λένα και είπε ότι αυτός πράγματι φταίει που έτσι, έκανε, έκανε, έκανε και καταδικάστηκε εις θάνατον ο άνθρωπος αυτός. Βγήκε η απόφαση αυτή και τους έστειλαν στις φυλακές της Κέρκυρας, οι όποιες φυλακές της Κέρκυρας είναι οι χειρότερες φυλακές στην Ελλάδα. Έστελνε γράμματα -τα οποία έχω γράμματα από εκεί- κάρτες…. Ήτανε στις φυλακές της Κέρκυρας, στην ακτίνα «Ι». Οι φυλακές ήτανε… Αυτές οι φυλακές ήταν… Η φυλακή αυτή ήταν ακτινωτή, ακτίνα-προαύλιο, ακτίνα-προαύλιο, ακτίνα- προαύλιο και στο κέντρο ήταν ένα στρογγυλό με τα γραφεία που ανέβαινες πάνω από σκάλες και είχε και τα γραφεία όλα μέσα. Όλα ήταν τα κελιά, στα κελιά ήταν αριθμημένα στο… από το 1 έως το 8. Απ’ το 9; Αυτός ήταν λοιπόν στη «Ι» ακτίνα, στο ένατο κελί. Τους είχε στείλει και κάρτα με τη φυλακή, πως είναι η φυλακή και τους είχε πει πού περίπου είναι. Κάθισαν εκεί όλοι οι αγωνιστές μέσα σε αυτή τη φυλακή. Στη φυλακή η οποία… Ήταν οργανωμένοι όλοι αυτοί οι αγωνιστές, έκαναν μαθήματα, μάθαιναν μαθηματικά, τα πάντα, ορθογραφία κάθε μέρα. Και έχω σημειώσεις, με ένα μικρό μολυβάκι, ότι μικρό χαρτάκι βρίσκανε -γιατί απαγορευότανε- γράφανε τι κάνανε εκείνη την ημέρα: «Σήμερα κάναμε αυτό…» με ημερομηνίες το 47’, 1947. Διοικητής ήταν ένας άνθρωπος που δεν ήταν άνθρωπος, ο Τούρλος, ο οποίος είχε ένα βιβλίο με όλους τους κατάδικους. Στο χέρι λοιπόν, αυτουνού ήταν ποιούς θα στείλει για εκτέλεση. Αυτοί... Κανόνιζε «Πόσους θα σκοτώσουμε αύριο;» Πέντε. Τους έφερναν, μπαίνοντας στη φυλακή στην κεντρική είσοδο, αριστερά είχε ένα κελί που το έλεγαν «Γολγοθά». Στον «Γολγοθά» λοιπόν τους έβαλαν από το βράδυ. Τους έβαζαν εκεί τους τάιζαν καλά, τους έδωσαν να πιουν κάτι κ[01:00:00]αι μπορούσε άνετα ο καθένας να πάρει και ένα φίλο του μαζί για την τελευταία του νύχτα. Το πρωί χαράματα τον σηκώνανε, ντυνόντουσαν και τους βάζανε σε ένα στρατιωτικό όχημα. Την ώρα που μπαίνεις στο όχημα μέσα, είχαν ξυπνήσει όλοι στη φυλακή, όλοι στη φυλακή είχαν ξυπνήσει και με χωνιά φώναζαν να ξυπνήσουν τον κερκυραϊκό λαό, φωνάζοντας ότι «Αγωνιστείτε, βοηθάτε μας, μας σκοτώνουνε, μας σκοτώνουνε κάθε μέρα». Το ακούγανε οι έρμοι της Κέρκυρας και ξέρανε το τι γινότανε, γιατί ακούγανε και τους τουφεκισμούς. Τους έπαιρναν λοιπόν από κει, τους πήγαιναν στο λιμάνι, τους έβαζαν σε ένα καΐκι και τους πήγαιναν σε ένα νησί προς τα Βόρεια της Κέρκυρας λιγάκι, στο Λαζαρέτο. Το Λαζαρέτο στην αρχή ήταν λοιμοκαθαρτήριο για τους ναυτικούς, τους βάζανε καραντίνα εκεί, αυτή τη δουλειά είχε, μετά οι Ιταλοί το έκαναν στρατόπεδο συγκέντρωσης και μετά πλέον έγινε ο τόπος εκτελέσεων, εκτελέσεων αυτών των αγωνιστών. Τους πήγαιναν λοιπόν με εκεί πέρα, τους έβγαζαν σε μια αποβάθρα με το καΐκι και μετά πήγαιναν προς τον τόπο μαρτυρίου, ο οποίος ήτανε, είχε κάνα δυο κτίρια μέσα το νησί, είχε έναν τοίχο ψηλών με κρίκους, τους έδεναν τα χέρια στους κρίκους και τους τουφέκιζαν εκεί. Επί τόπου έσκαβαν και τους έθαβαν, αλλά άμα βαριόντουσαν, τους πετούσαν και στη θάλασσα. Αυτό γινόταν συνέχεια. Λίγοι φύγανε από εκεί ζωντανοί. Αυτή ήταν και η μοίρα του Λένα και του φίλου του. Μέσα στο ίδιο κελί ήταν ο Λένας, ο Ρεμπάπης και ο καπετάν Λαμπέτης -δεν θυμάμαι το όνομα του- Καπετάν Λαμπέτης. Οι οποίοι εκτελέστηκαν και οι τρεις, στο ίδιο κελί ήταν και οι τρεις. Όταν εκτελέστηκε ο Λένας πλέον και μαθεύτηκε εδώ στη Λιβαδειά, τρελάθηκαν εδώ, όλη η τοπική κοινωνία είχε τρελαθεί να που σκότωσαν αυτά τα παλικάρια τσάμπα και άδικα με κάτι κατηγορίες δυστυχώς ψεύτικες, από αυτά τα δικαστήρια της σκοπιμότητος, που λέγαμε.
Segment 7
Η ιστορία της οικογένειας Λένα: Η ψυχοκόρη της οικογένειας Άννα και η εγκατάλειψη του «καταραμένου σπιτιού»
01:03:33 - 01:11:10
Η Λέναινα πλέον είχε τρελαθεί, έχασε και τον Γιώργο τον Λένα, τον τελευταίο. Ε περνούσαν τα χρόνια, η γυναίκα αυτή είχε στραβογεράσει, μόνη της, έρμη. Μετά η κακομοίρα αυτή -τι να κάνει, τι να κάνει;- βρίσκει μια… βρίσκει μια κυρία της υψηλής κοινωνίας στη Λιβαδειά...
Σε τι ηλικία μιλάμε τώρα;
Ηλικιωμένη πλέον. Εξηντάρα; Και λέει: «Αχ, κοίταξε να δεις, έχω μείνει πάλι μόνη μου. Μπορείς να μου βρεις -λέει- κανένα κοριτσάκι ορφανό, γιατί αγόρια πέθαναν όλα. Βρες μου ένα κοριτσάκι -της λέει-, βρες μου ένα κοριτσάκι μπας και… να το έχω εδώ, να είναι μαζί μου, να μην είμαι μόνη μου και ότι έχω ας το πάρει αυτή». «Εντάξει» λέει αυτή. Και η ιστορία χάθηκε πλέον και πήγε πίσω σε ένα χωριό που λέγεται Στείρι, κοντά στον Όσιο Λουκά τον περιβόητο.
Τι έγινε δηλαδή εκεί;
Αυτή ήταν μια οικογένεια με έναν ο οποίος ήταν βοσκός, με τη γυναίκα του και είχανε πολλά παιδιά, 6-7 παιδιά. Είχαν λοιπόν αυτοί, το χειμώνα κατέβαιναν προς την παραλία των Άσπρων Σπιτιών, πού είναι τώρα ένα εργοστάσιο, εκεί δεν ήταν εργοστάσιο τότε, ελιές ήτανε και λίγο πιο ψηλά είχε το μαντρί του, με ένα δωμάτιο με ξερολιθιές, πέτρες μια επάνω στην άλλη που πέρναγε ο αέρας μέσα. Είχε βάλει κι απάνω κάτι -τι είχε βάλει;- κάτι παλιοτσίγκους και εκεί έβαζε την οικογένειά του μέσα, ενώ αυτός έφευγε με τα πρόβατα μακριά. Ε μια μέρα λοιπόν, είχαν μείνει τα παιδάκια όλα εκεί. Η μεγάλη, η Άννα, η κοπελίτσα… Όταν λέμε μεγάλη, τι εννοούμε μεγάλη; 10 χρονών, 12 χρονών. Της λέει: «Κοίταξε να δεις, θα σου αφήσω εδώ λίγο ρύζι για να φάνε τα μικρά, φάε και εσύ λίγο, να λίγα ξύλα εδώ βάλε στη φωτιά επάνω να την κρατάς και θα περιμένετε, θα πάω στο χωριό να ψωνίσω να πάρω πράγματα και θα γυρίσω» λέει η μητέρα τους. Φεύγει η μητέρα να πάει προς το χωριό Στείρι, το οποίο ήταν βέβαια λίγο μακριά, μέσα από το βουνό. Στο δρόμο την έπιασε χιονοθύελλα και όσο προχώραγε το χιόνι δυνάμωνε. Η θερμοκρασία έπεσε πολύ χαμηλά…
Συνεχίζουμε λοιπόν, ήμασταν εκεί πέρα, όπου δυνάμωνε λοιπόν το χιόνι…
Λοιπόν, προχωρούσε η γυναικούλα αυτή να πάει στο χωριό, δυνάμωνε, χιονοθύελλα, η θερμοκρασία έπεσε και δεν μπορούσε να προχωρήσει και την έπιασε η νύχτα. Με αποτέλεσμα, αυτή η γυναίκα να μείνει μες στο χιόνι και να κοκαλώσει. Τα παιδάκια μείνανε μόνα τους. Τα παιδάκια… έσβησε η φωτιά γιατί δεν είχαν άλλα ξύλα, την άλλη μέρα βέβαια, την άλλη μέρα. Φύσαγε ο αέρας, είχε χιονίσει, κλαίγανε. Βγήκε το κοριτσάκι αυτό, η Άννα και πήγε και να φωνάζει έξω, μήπως ακούσει πιο πέρα ένας άλλος βοσκός που είχε μια παράγκα εκεί. Πράγματι την ακούσανε, έτρεξαν, πήραν τα παιδιά, φύγανε για το χωριό, μαζεύτηκε το χωριό, φώναξαν τον πατέρα και από εκεί και πέρα αρχίζει η ορφάνια τους. Αυτή την κοπέλα λοιπόν, την Άννα, όπως πήγε μια μέρα αυτή η κυρία και ανέβηκε στο χωριό, το είδε μέσα στο δρόμο με κάτι κοτσίδες, ατημέλητο, ξυπόλητο, βρώμικο. «Ποιανού είσαι κοριτσάκι μου;» δεν μίλαγε. «Έλα εδώ. Πώς σε λένε;» δεν μίλαγε. Και βρήκε μια άλλη γειτόνισσα εκεί και λέει: «Ποιανού παιδάκι είναι αυτό;» και είπε την ιστορία όλη. Λέει: «Να βρούμε τον πατέρα». Βρήκαν τον πατέρα και λέει έτσι και έτσι: «Πόσα παιδιά έχεις αδερφέ μου εσύ, φτωχός άνθρωπος;». «Έχω -λέει- πολλά». «Θες να δώσεις αυτό το κοριτσάκι σε μια κυρία η οποία θέλει ένα κοριτσάκι; Δικό σου παιδί θα είναι, στη Λιβαδειά θα είναι, θα περάσει καλά. Είναι νοικοκυραίοι αυτοί, θα περάσει καλά και θα μεγαλώσει» και τα λοιπά και τα λοιπά. Του είπαν και οι άλλοι: «Τι περιμένεις -και τα λοιπά- στη φτώχεια που είσαι, τι περιμένεις;» του λέει και το έδωσε το κοριτσάκι. Το πήρε λοιπόν το κοριτσάκι αυτό η κυρία, το πήγε, το έπλυνε, το χτένισε, το έφτιαξε, το έντυσε και το έφερε και το παρουσίασε στην κυρία Λέναινα, στη γιαγιά. Χάρηκε πλέον, άλλαξε πάλι η ζωή της. Το κοριτσάκι αυτό μεγάλωνε, έφτασε σε μια ηλικία 17 χρονών, είχα γεννηθεί εγώ. Και αυτή η γυναίκα με είχε πάρει στα χέρια της[01:10:00] και με κούναγε, ήμουνα τότε στις φασκιές που λέμε. Την οποία την βρήκα μετά και πηγαίνω και την βλέπω τώρα και συζητάμε τα παλιά. Από αυτήν πήρα και λοιπόν και πάρα πολλές άλλες πληροφορίες για τη Λέναινα. Αυτή, λοιπόν -και την ήξερε και η μητέρα μου πολύ καλά και αυτά- της λέει λοιπόν, αφού έπιασε 17, 18 το κοριτσάκι, τα λοιπά και της λέει: «Άκουσε να σου πω Άννα, πρέπει να φύγουμε από δω. Θα φύγουμε από δω γιατί αυτό το σπίτι, σε αυτό το σπίτι δεν έζησε κανένας». Πράγματι βρήκε ένα καλό παλικάρι, αρρεβωνιαστήκανε, φύγανε από δω, το εγκατέλειψαν το σπίτι και πήγαν στην Αγία Παρασκευή μια άλλη συνοικία, είχε ένα σπιτάκι αυτός και ζούσαν εκεί, ζούσε και η γριούλα εκεί, μέχρι που έφυγε από τη ζωή αυτή. Μεγάλωσε η Άννα, αυτή τη στιγμή η Άννα ζει και είναι πλέον εκεί, πηγαίνω και τη βλέπω και λέμε πάλι, συζητάμε και τα ίδια.
Ο Λένας λοιπόν και όλοι οι αγωνιστές που χάθηκαν ήτανε θαμμένοι στο Λαζαρέτο. Εγώ τώρα έφτασα, έφθασα που; Να μπω και να… στα βήματα αυτών των ανθρώπων, για να φθάσω ως εκεί που είναι θαμμένοι αυτοί οι άνθρωποι.
Τι σημαίνει αυτό;
Βρήκα τους συγγενείς του, βρήκα λοιπόν συγγενείς τυχαία. Πήγα λοιπόν σε μια οδοντίατρο. Ήξερε αυτή ότι ήμουν ανακατεμένος με την Εθνική Αντίσταση, γιατί ήμουνα πρόεδρος του Παραρτήματος Εθνικής Αντίστασης Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, και μου λέει έτσι και έτσι. «Με τι ασχολείσαι Θανάση;» και λέω εγώ: «Ασχολούμαι -έτσι κι έτσι-, μαζεύω στοιχεία, αγωνιστές, για την αντίσταση εδώ, εμφύλιο, τα πάντα». «Αχ -μου λέει- είχαμε και εμείς μωρέ έναν αγωνιστή, ο οποίος χάθηκε». Λέω: «Πως λέγεται;» «Να -λέει- λέγεται Γιώργος Λένας». «Τι είπες -της λέω- βρε; Αφού ήταν δίπλα στο σπίτι μου ο Λένας». «Ναι -μου λέει- η μητέρα μου πού είναι ηλικιωμένη τώρα ήταν το κοριτσάκι που πήγαινε στη φυλακή κι είναι η μητέρα μου». «Σώπα ρε» της λέω. Λέει: «Ναι. Και να φανταστείς Θανάση, ότι η μικρή του η αδερφή ζει». «Πού είναι η μικρή του αδερφή»; «Είναι στον Άγιο Δημήτρη στο Μπραχάμι στην Αθήνα». Άρχισα λοιπόν, και τους έψαχνα όλους. Πήγα, της λέω: «Έχετε τίποτα μωρέ;». Είχαμε κάτι γράμματα αυτού του ανθρώπου. «Και που είναι;» της λέω. «Μωρέ σε μια αποθήκη» μου λέει. «Τι λες; -της λέω-. Αυτά τα πράγματα είναι κειμήλια, πρέπει να τα βρεις». Αξιόλογη κοπέλα. Τρέχει λοιπόν, με παίρνει τηλέφωνο «Θανάση -λέει-, τα βρήκα και μου έδειξαν εμπιστοσύνη και μου τα έδωσαν, γιατί αυτά δεν είναι κτήμα κανενός, είναι ολωνών, είναι όλων. Θα παραδοθούν μια μέρα και στο Κομμουνιστικό Κόμμα αυτά τα πράγματα. Λοιπόν και έχω πάει και έχω βρει και την αδερφή του, η οποία είχε, τα είχε 400, τώρα είναι 103 και ζει ακόμη και παίρνω τηλέφωνο να δω τι κάνει. Αυτή όμως όταν πήγα ήταν πιο νέα. Πήγα, μου είπε τόσες ιστορίες και για τον αδερφό της και λέει: «Αχ, αυτό το τέρας που πήγε και πήγε μάρτυρας κατηγορίας, να φανταστείς ότι είχε δοσοληψίες με όλα αυτά τα… τους ανθρώπους αυτούς, παρακρατικούς και πήγαινα και του έλεγα: “θα σου δουλεύω στα χωράφια δωρεάν, αρκεί να μου βοηθήσεις τον αδερφό μου να γυρίσει πίσω”. “Εντάξει -λέει- έλα να δουλέψεις -μου λέει- να δουλέψεις και εγώ μη φοβάσαι θα πάω και θα ενεργήσω να τον ελευθερώσω”. Πήγαινα, πήγαινα, πήγαινα -μου λέει- μέχρι που έμαθα ότι πέρασε στρατοδικείο και καταδικάστηκε εις θάνατον. Τότε τρελάθηκα, πήγα έξω από το σπίτι του και ούρλιαζα “Βγες έξω προδότη, ρουφιάνε που σου δούλευα δωρεάν και εσύ δεν έκανες τίποτα”. Και βγήκε έξω, είχε ένα πιστόλι στη μέση του, το έβγαλε το πιστόλι και το κόλλησε στον κρόταφο και μου λέει: “Φύγε μωρή γιατί θα σε σκοτώσω επιτόπου”. Και του ρίχνω δυο χαστούκια, ούτε δε φοβήθηκα, ούτε πιστόλι, ούτε τίποτα. Και του έδωσα δύο σκαμπίλια δυνατά με όση δύναμη είχα. Αλαφιάστηκε, δεν ήξερε τι να κάνει. Και του φώναζα: “Προδότη, προδότη, όλα αυτά θα πληρωθούν εδώ!”. Και αυτός με πήγε και με κατήγγειλε στη χωροφυλακή και με φώναξε ο διοικητής και λέει: “Αν πειράξεις άλλη φορά τον δικό μας άνθρωπο -γιατί αυτός ήταν δικός τους άνθρωπος-, να ξέρεις θα φύγεις για ξερονήσι”». Αυτή η γυναίκα λοιπόν, η μικρή αδερφή, την έχει γραμμένη και μέσα στα γράμματα. την έλεγαν Αγγέλω, «Να δώσετε χαιρετίσματα στην Αγγέλω» αυτή η Αγγέλω λοιπόν, ζει και σήμερα 2023 και είναι 103 ετών και παίρνω τηλέφωνο και ρωτάω συνέχεια την υγεία της και θέλω να πάω να την δω. Μετά βρήκα την άλλη, την κοπελίτσα που πήγαινε και κοιμότανε. Μου είπαν αυτοί, μου είπαν ότι έτσι κι έτσι «Τα έχουμε», τα πήρα εγώ, τα φυλάω, σαν… δηλαδή σαν… είναι μνημείο για μένα αυτό. Και από εκεί και πέρα πλέον, ανασκουμπώθηκα, πήρα κάμερες, πήρα τα πάντα. Βρήκαμε έναν σύλλογο που λέγεται σύλλογος -φίλων, απογόνων- φίλων και απογόνων θυμάτων, «Λαζαρέτο». Από την Αθήνα το βρήκα μέσα στον υπολογιστή και έμαθα ότι θα πάνε να κάνουνε μία… ένα μνημόσυνο. Τους παίρνω τηλέφωνο και λέω: «Πότε θα πάτε;». Λέει: «Τάδε ημερομηνία με λεωφορείο, θα φύγουμε και θα πάμε Κέρκυρα». Παίρνω λοιπόν και εγώ έναν βαφτισιμιό μου -μεγάλος σε ηλικία και το παιδί- και έφυγα μόνος μου για Κέρκυρα. Πήγα λοιπόν στην Κέρκυρα, τους βρήκα, είχα το τηλέφωνο της κυρίας προέδρου εκεί και κόλλησα δίπλα τους, χωρίς να ξέρουν αυτοί ποιος είμαι εγώ και τι κάνω. Στην αρχή αυτοί γύρισαν μέσα στην Κέρκυρα και πήγαν στο μνημείο, σε κάτι μνημεία εκεί των σφαγιασθέντων, έτσι αυτά και τα λοιπά. Την άλλη μέρα όμως, το σημαντικότερο ήταν να πάμε στις φυλακές. Για μένα ήταν κορυφαίο. Εκεί γνώρισα ανθρώπους φυλακισμένους, που μιλούσαν -τα έχω σε κασέτα σε όλα γραμμένα αυτά- έξω από τη φυλακή. Και έμαθα για τον διευθυντή της φυλακής τον Τρούλο, αυτό το τέρας, τον άνθρωπο. Μιλούσαν όλοι έξω από τις φυλακές και μας άφησαν να μπούμε μέσα. Μπήκαμε μέσα στις φυλακές, δεν μας άφησαν μόνο να βγάλουμε φωτογραφίες μέσα. Εγώ έβγαλα βέβαια φωτογραφία, με τον τρόπο μου. Μας μιλούσαν μέσα. Τώρα βέβαια οι φυλακές είναι ποινικές, ενώ τότε ήταν πολιτικών κρατουμένων. Τώρα είναι ποινικές οι φυλακές, υπάρχουν οι φυλακές, δουλεύουν. Και…
Μπορείτε να μου περιγράψετε λίγο και πώς ήταν μέσα;
Οι φύλακες λοιπόν, μπαίνοντας, απ έξω γράφει «Φυλακές Κέρκυρας». Γύρω-γύρω μάντρα, γύρω-γύρω και μια κεντρική σιδερένια, μεγάλη σιδερένια, που ανοίγει μια πορτούλα και μπαίνεις μέσα ατομικά. Μπαίνοντας μέσα έχει έναν διάδρομο, αριστερά-δεξιά έχει κελιά. Αριστερά ήτανε ο Γολγοθάς -που λέγαμε- που πηγαίνανε τους κρατούμενους την προηγούμενη το βράδυ. [01:20:00]Ευθεία… Δεξιά ήταν ο αρχιφύλακας, είχε κάτι γραφεία και τέτοια, αλλά ευθεία μπαίναμε σε ένα, είναι στρογγυλό αυτό, στρογγυλό να φανταστείτε, μπαίνεις με σκάλα κυκλική και έχει ορόφους και ανεβαίνεις στα κελιά. Σε κάτοψη άμα το δείτε, είναι η μάντρα γύρω-γύρω, στο κέντρο είναι αυτό το στρογγυλό -που λέμε- κτίσμα και από εκεί ξεκινάνε όλες οι ακτίνες, ακτίνα Α, Β, Γ και τα λοιπά και ενδιάμεσα από την… απ τα από τις ακτίνες είναι τα προαύλια, εκεί που βγαίνουν και προαυλίζονται οι κρατούμενοι. Από αυτήν τη φυλακή είχε γίνει πολύ, πολύ, πολύ, πολύ παλιά, έχει γίνει και είχαν δραπετεύσει και άτομα, παρόλο που ήταν πολύ… αυτοί. Βέβαια τη φυλακή την έχουνε σχεδιάσει οι Εγγλέζοι. Βέβαια, πάντα σε οτιδήποτε μπροστά μας θα βρούμε τους Εγγλέζους. Μπήκαμε μέσα, τα είδαμε, όλα εντάξει, και φύγαμε. Φύγαμε και μετά πλέον θα… Πήγαμε, μας περίμεναν, πήγαμε στο λιμάνι, περίμενε καράβι, μπήκαμε μέσα, αυτή η παντόφλα που λέμε, το καράβι, που βγαίνουν τα οχήματα έξω. Μας πήγανε. Γύρω-γύρω δεν βλέπεις τίποτα, είναι όλο πεύκα. Πήγαμε λοιπόν, έριξε την πόρτα του, βγήκαμε όλοι έξω, με σημαίες, με έτσι, αυτοί είχαν πάρει γαρύφαλλα. Ανεβαίνοντας λοιπόν δεν βλέπεις τίποτα, είναι μια ανηφόρα από δω και από κει πεύκα, φαρδύς ο δρόμος και ανεβαίνεις, ανεβαίνεις, ανεβαίνεις ψηλά, ψηλά ανεβαίνεις και ξαφνικά βγαίνεις στην κορυφή και αντικρίζεις, αντικρίζεις σταυρούς, γεμάτο σταυρούς είναι. Είναι σταυροί μαρμάρινοι με τα ονόματα όλων επάνω. Περνάς λοιπόν ενδιάμεσα, έχει διάδρομο, δεξιά και αριστερά έχει τους σταυρούς με τα ονόματα και την ηλικία τους, είναι και πότε επιτελέσθηκαν και απέναντι έχει ένα κτήριο παλιό που ήταν λοιμοκτήριο. Δεξιά ήτανε ο τοίχος, ο τοίχος ο οποίος ξεκίνησαν να τον γκρεμίσουνε, γιατι θέλουν να το αφανίσουν όλα αυτά από εκεί, αλλά πρόλαβαν κάποιοι και όλο το νησί είναι πλέον, είναι πλέον διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Έχει μείνει ο τοίχος, ο οποίος έχει ζωντανά τα στοιχεία του φόνου αυτού, γεμάτος τρύπες από τις σφαίρες. Είχε έρθει παπάς, όλοι οι τοπικοί, από την τοπική, αυτοί οι δήμαρχοι και τέτοια και αυτοί και ήρθαν εκεί, μιλήσανε όλοι, έτσι, βγάλανε λόγους, αυτά, επιμνημόσυνη δέηση έγινε, μνημόσυνο κανονικά, βάζανε στις τρύπες μέσα του τοίχου, βάζανε γαρύφαλλα, βάζανε. Μίλησαν πάρα πολλοί άνθρωποι, μίλησαν για αυτά τα γεγονότα αυτά. Και σε κάθε σταυρό επάνω είχαν βάλει και ένα, ένα γαρύφαλλο. Έγινε όλο αυτό το οποίο το έκαναν, αυτός ο σύλλογος το έκανε. Γιατί εκεί πηγαίνει και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος κάθε χρόνο, το φθινόπωρο και κάνει το μνημόσυνο που πρέπει για τους αγωνιστές αυτούς. Εδώ έκλεισε αυτό το κεφάλαιο που λέμε, του Γιώργου του Λένα και όλων των συντρόφων του και του σπιτιού, του περιβόητου σπιτιού αυτουνού. Λοιπόν, αυτά ήθελα να πω να σας πω, για εκείνη την εποχή, την μαύρη εποχή της Ελλάδος, που παρόλο που τελείωσε το 49’ ο εμφύλιος, αυτά τα τέρατα σκότωναν ανθρώπους και μετά το 50’. Εγώ γεννήθηκα το 55’ και μέχρι τότε σκότωναν ανθρώπους. Τέτοια ήταν η λύσσα τους. Γιατί; Γιατί ήταν η πρώτη φορά στους αιώνες εδώ στην Ελλάδα που το αστικό κράτος ένιωσε την ανάσα του λαού στο σβέρκο του και λέει χαθήκαμε. Τρέχτε, Άγγλοι, Αμερικανοί και βοηθάτε εμάς τα τέρατα. Γι αυτό εξολόθρευσαν τον λαό μας. Αυτά είχα να πω.
Να σας κάνω εγώ μια ερώτηση πριν κλείσουμε; Επειδή ήσασταν χείμαρρος στην συνέντευξη και μου άρεσε πάρα πολύ, δεν μπορώ να μη ρωτήσω, καθ’ όλη τη διάρκεια, όταν κάνατε αυτή την έρευνα για αυτή την ιστορία και ανακαλύπτατε καινούργια στοιχεία, ποια ήταν τα συναισθήματα;
Εγώ πώς ένιωθα;
Ναι
Γίγαντας! Ένιωθα τεράστιος. Όταν έπεσαν στα χέρια μου τα γράμματα, αυτό είναι απερίγραπτο το τι νιώθω. Και τώρα δηλαδή που τα πιάνω στα χέρια μου, νιώθω τέτοιο σεβασμό, που δεν λέγεται. Δεν τα αφήνω να τα πιάσει κανένας στα χέρια του αυτά. Και να μη χαθούνε κιόλας, πόσο μάλλον να χαθούνε κιόλας, έτσι; Έχω ψάξει και για ένα βαλιτσάκι που στείλανε, με ένα πουκάμισό του μέσα, με το πουκάμισο που ήτανε σε μια φωτογραφία που έχω. Γιατί πήρα εγώ, φωτογραφίες της έχουν μεγεθύνει, τα γράμματα τα έχω μεγαλώσει, να διαβάζονται πολύ καλύτερα και τις κάρτες, έδωσα και στους συγγενείς τέτοια πράγματα, αλλά περισσότερο γιατί πάντοτε είχαμε, και στην εθνική αντίσταση, το όνειρο να φτιάξουμε ένα μουσείο και να βάλουν όλους τους αγωνιστές εδώ, εδώ. Και παρεμπιπτόντως ξέχασα να πω, σε αυτό το σπίτι εδώ που μεγάλωσα που ήτανε, όπως έλεγε η γιαγιά μου «Εδώ αγόρι μου μόνο γιατρός και παπάς έμπαινε», ήταν όμως τόσο αξιόλογη γυναίκα, που την ήξερε όλη η κοινωνία της Λιβαδειάς, που εδώ ερχόταν ένας αξιόλογος άνθρωπος, ένας φοβερός άνθρωπος, ένας γιατρός, τρομερός, από τον Πεντάλοφο. Και ερχότανε και την επισκεπτόταν, για τα παιδιά της που αρρώσταιναν και τη συμπαθούσε πάρα πολύ. Μάλιστα, ο μικρός αδερφός της μάνας μου, τον είχε βαφτίσει. Τον βάφτισε ποτέ; Όταν ήτανε, ήτανε -πως να σου πω;- ακόμα δεν έχει αρχίσει το αντάρτικο και τέτοια πράγματα, αυτός ήτανε ο αρχίατρος του ΕΛΑΣ που ήταν στον Ελικώνα. Το 334, 3ο Τάγμα, 34 Σύνταγμα, ήταν στον Ελικώνα επάνω, στην Αρβανίτσα. Εκεί ήταν το στρατηγείο, εκεί ήταν ο Προυτσάλης ο γιατρός, ο περιβόητος, ο οποίος έχει απογόνους εδώ και σκοτώθηκε στα «Δεκεμβριανά», ήτανε στη σωτηρία, δούλευε, στη σωτηρία ήταν γιατρός και ήταν με το όπλο στο χέρι. Πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Εγγλέζους και τον εκτέλεσαν επί τόπου. Και σήμερα ένας εγγονός του, έχει τα ιατρικά του εργαλεία και βιβλία ιατρικά του παππού του, είναι φυσικοθεραπευτής αυτός και ένας άλλος, πάλι εγγονός του, φυσικοθεραπευτής και αυτός είναι απόγονοι του Προυτσάλη, ο οποίος ήτανε από φοβερή οικογένεια. Λοιπόν πες μου τι άλλο θέλεις;
Καταπληκτικό! Εμένα με έχετε καλύψει, ήσασταν εξαιρετικός. Θέλετε εσείς κάτι να προσθέσετε πριν κλείσουμε;
Όχι εντάξει. Αυτή είναι η μισή ιστορία, γιατί υπάρχει και η ιστορία της άλλης οικογένειας μου, η οποία είναι και αυτή με αγώνες θανάτους και βάσανα πολλά, Μακρόνησο... Και μάλιστα αυτός που σου είπα εδώ, της αδερφής της μάνας μου, που τον πήρανε με μια κουβέρτα και τον πήγανε κάτω, πήγε στη Μακρόνησο, την οποία την έχω επισκεφτεί και αυτήν και ήταν στο 1ο τάγμα, έτσι λεγότανε και λεγόταν «ΑΕΤΟ», λεγόταν. Ήτανε «ΑΕΤΟ», «ΒΕΤΟ», «ΓΕΤΟ». Αυτός ήταν στο 1ο τάγμα, το οποίο έγινε σφαγή μια Κυριακή. Σκότωσαν 350 παλικάρια από τη θάλασσα, τους πολυβόλησαν μέσα από ένα πλοιάριο, με βαρύ πολυβόλο, αυτοί οι δολοφόνοι,[01:30:00] μετά την εκκλησία, που είχαν βγει στην αλάνα έξω και καθόντουσαν και τους σκότωσαν εκεί. Γλίτωσε, ήταν πίσω μια πέτρα, ίσα κάτω πεσμένος και γλίτωσε. Ήταν το 1ο τάγμα και αυτοί λέγανε: «Λένε ψέματα, οι κομμουνιστές λένε ψέμματα» ένας Μπαϊρακτάρης, κάτι τέρατα που ήταν διοικητές. Και όμως έζησε ένας που είχε το καΐκι και μετέφερε τα παλικάρια, τα μέτραγε, τα πήγε σε ένα πολεμικό καράβι πιο μέσα και το πολεμικό καράβι τους πήρε, 350 άτομα, τα έβαζε, τα γέμιζε αλυσίδες επάνω τους και τα φουντάρισε στα ανοιχτά της θάλασσας. 350 λεβέντες. Οι καλύτεροι! Ήτανε το καλύτερο έμψυχο υλικό της Ελλάδος. Και από τότε Βασίλεψαν οι δωσίλογοι, όλοι οι τίποτα και μέχρι σήμερα απάνω είναι οι τίποτα. Ρεντίφης Θανάσης, 68 ετών.
Κύριε Θανάση, σας ευχαριστώ πάρα πολύ, ήσασταν καταπληκτικός.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Θανάσης Ρεντίφης, ένας σύγχρονος συλλέκτης πολεμικών ιστοριών, διηγείται μια ιστορία που σημάδεψε τα παιδικά του χρόνια αλλά και την ενήλικη ζωή του. Η διήγησή του μας ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, σε ένα γειτονικό, κατά την παιδική του ηλικία σπίτι, στον Ζαγαρά της Λιβαδειάς. Μας αφηγείται την ιστορία της οικογένειας Λένα και το τραγικό τέλος που βρήκαν τα μέλη της οικογένειας της Ζωής Λένα, σε ένα πολεμικό τοπίο. Όπως μας περιγράφει ο κύριος Θανάσης, οι απώλειες των παιδιών της, του άντρα και του ανιψιού της την έκαναν να στρέψει την φροντίδα της στην ψυχοκόρη της Άννα, με την οποία ήταν οι τελευταίοι κάτοικοι αυτού του «καταραμένου» σπιτιού. Στην αυλαία της συνέντευξης, ο αφηγητής μάς εξιστορεί τον τρόπο με τον οποίο συνέλεξε τις μαρτυρίες ανθρώπων και τα στοιχεία που συνθέτουν αυτήν την ιδιαίτερη ιστορία.
Narrators
Αθανάσιος Ρεντίφης
Field Reporters
Ανδρέας Στεργιούλας
Historical Events
Tags
Interview Date
28/09/2023
Duration
91'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Θανάσης Ρεντίφης, ένας σύγχρονος συλλέκτης πολεμικών ιστοριών, διηγείται μια ιστορία που σημάδεψε τα παιδικά του χρόνια αλλά και την ενήλικη ζωή του. Η διήγησή του μας ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, σε ένα γειτονικό, κατά την παιδική του ηλικία σπίτι, στον Ζαγαρά της Λιβαδειάς. Μας αφηγείται την ιστορία της οικογένειας Λένα και το τραγικό τέλος που βρήκαν τα μέλη της οικογένειας της Ζωής Λένα, σε ένα πολεμικό τοπίο. Όπως μας περιγράφει ο κύριος Θανάσης, οι απώλειες των παιδιών της, του άντρα και του ανιψιού της την έκαναν να στρέψει την φροντίδα της στην ψυχοκόρη της Άννα, με την οποία ήταν οι τελευταίοι κάτοικοι αυτού του «καταραμένου» σπιτιού. Στην αυλαία της συνέντευξης, ο αφηγητής μάς εξιστορεί τον τρόπο με τον οποίο συνέλεξε τις μαρτυρίες ανθρώπων και τα στοιχεία που συνθέτουν αυτήν την ιδιαίτερη ιστορία.
Narrators
Αθανάσιος Ρεντίφης
Field Reporters
Ανδρέας Στεργιούλας
Historical Events
Tags
Interview Date
28/09/2023
Duration
91'