© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Είμαστε σαν τον Οδυσσέα που περιπλανιέται... Το κοινό μας είναι ένα νησί των Φαιάκων...»: Ο Αλέξης Γούδας μιλά για την πορεία του, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον

Istorima Code
25432
Story URL
Speaker
Αλέξης Γούδας (Α.Γ.)
Interview Date
10/09/2023
Researcher
Κατερίνα Μαλεγκάνου (Κ.Μ.)
Κ.Μ.:

[00:00:00]Λοιπόν, καλημέρα.

Α.Γ.:

Καλημέρα.

Κ.Μ.:

Ονομάζομαι Μαλεγκάνου Κατερίνα, είμαι Ερευνήτρια για το Istorima, βρισκόμαστε στην Καστοριά, σήμερα έχουμε 11 Σεπτεμβρίου του 2023 και μαζί μας είναι ο Αλέξης Γούδας.

Α.Γ.:

Καλημέρα σας.

Κ.Μ.:

Γεια σου, Αλέξη.

Α.Γ.:

Γεια σου Κατερίνα, συντοπίτισσα. Ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση να καταλάβω κι εγώ λίγο χώρο στο εξαιρετικό Istorima. Είμαι όλος αυτιά.

Κ.Μ.:

Λοιπόν, Αλέξη, για αρχή, θέλω λίγο να μου πεις κάποια πράγματα για εσένα, την ιδιότητά σου, καταγωγή, σπουδές...

Α.Γ.:

Πολλές φορές, προσπαθώντας να με κατατάξω κάπου, φτάνω στο συμπέρασμα ότι είναι λίγο δύσκολο. Κι αυτό όχι από κάποια ιδέα για τον εαυτό μου ότι κάνω πολλά πράγματα ή... Αλλά γιατί η ενασχόληση με την τέχνη, με τον πολιτισμό σε οδηγεί σε πάρα πολλά μονοπάτια, θέλοντας και μη, κι έτσι η ζωή σου είναι μία ανοιχτή βεντάλια. Θα μπορούσα να πω ότι είμαι ένας μουσικός και ένας γραφιάς, ταυτόχρονα, μιας και η κύρια ασχολία μου είναι η τραγουδοποιία που έχει διττή φύση, είναι ο λόγος μαζί με το μέλος, με το τραγούδι.

Κ.Μ.:

Πού γεννήθηκες;

Α.Γ.:

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλωσα και έζησα όλα μου τα χρόνια στην Καστοριά. Εδώ πήγα σχολείο, αυτές είναι οι πρώτες μου... Οι εικόνες της πόλης αυτής είναι οι πρώτες μου, ας πούμε, αναμνήσεις που έχουνε αποτυπωθεί. Η Καστοριά είναι αυτή που με συντροφεύει σαν φόντο σε όλες μου τις περιδιαβάσεις.

Κ.Μ.:

Έχεις, έτσι, μνήμες όμορφες από τα παιδικά σου χρόνια, τα σχολικά, στην πόλη;

Α.Γ.:

Βέβαια, πώς να μην έχει κάνει σε μνήμες όταν ζει στην Καστοριά και περπατά στα σοκάκια της; Η Καστοριά είναι για μένα –και ήταν και συνεχίζει να είναι, ευτυχώς και δυστυχώς– μία ωραία κοιμωμένη. Κανείς μαγεύεται όταν βιώνει, ας πούμε, την καθημερινότητά της. Ταυτόχρονα, πέφτει και σ’ ένα λήθαργο, όμως, γιατί αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό μιας επαρχίας, αλλά η Καστοριά έχει κι αυτούς τους ρυθμούς τους χαλαρούς, είναι κι αυτή η λίμνη που νομίζεις ότι σου κλέβει τα μάτια πολλές φορές και αυτό έχει και ευεργετικές συνέπειες, αλλά όχι μόνο.

Κ.Μ.:

Και καλό και κακό.

Α.Γ.:

Ναι, και καλό και κακό.

Κ.Μ.:

Ανάλογα. Ωραία, μεγαλώνεις και ξεκινάς τις σπουδές σου. Πες μας λίγο γι’ αυτό.

Α.Γ.:

Μεγαλώνω σε μια πόλη που, όπως είπα πριν, δεν έχει πολλά ερεθίσματα για ένα παιδί που έχει αναζητήσεις στο κομμάτι της τέχνης, γενικότερα. Παρόλα αυτά, καμιά φορά, όπως έχει πει και ο Schiller ότι το μέσα σου εκτείνεται πολλές φορές αν το έξω δεν σου δίνει τις απαραίτητες, έτσι, συνθήκες γι’ αυτό. Ξεκίνησα από μικρός να έχω μία αρέσκεια, ας πούμε, στη μουσική. Παρόλα αυτά, αν εξαιρέσω ένα κύκλο μαθημάτων, ας πούμε, στη μουσική, δεν ασχολήθηκα επισταμένα.

Κ.Μ.:

Να σε διακόψω, εσύ το επέλεξες ή όπως, κλασικοί γονείς, «Ας πάμε το παιδί μας να μάθει ένα μουσικό όργανο»;

Α.Γ.:

Όχι, εγώ το ζήτησα, επίμονα, ήθελα να μάθω λίγο μουσική. Οι γονείς, στην Ελλάδα ειδικά, ξέρουμε τη στερεοτυπική συμπεριφορά, θέλουνε τα παιδιά να περάσουν μέσα από συγκεκριμένα–

Κ.Μ.:

Μονοπάτια...

Α.Γ.:

Μονοπάτια. Παρόλα αυτά, το πεπρωμένο, που λεν, φυγείν αδύνατο. Η Καστοριά μού ‘δωσε, ας πούμε, μια κλωτσιά, θα έλεγα, και βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη να σπουδάζω κλασική φιλολογία. Αυτή ήταν η πρώτη μου έξοδος.

Κ.Μ.:

Οπότε θεωρητικές επιστήμες και αυτό κάπως–

Α.Γ.:

Θεωρητικές επιστήμες. Δεν μπορώ να πω ότι σπούδασα κάτι που μου κέντριζε τόσο πολύ το ενδιαφέρον, προέκυψε. Ο πατέρας μου, φυσικά, είναι, ήταν φιλόλογος και υπήρχε ένα υπόβαθρο, ας πούμε. Στην πορεία, την κλασική φιλολογία την αγάπησα, γιατί είδα ότι έχει πολύ στενή σχέση και με το τραγούδι. Φυσικά, με το λόγο. Γνώρισα το λόγο μέσα από τα τεχνικά του χαρακτηριστικά. Αυτό ήτανε ένας, ήταν μια προίκα που απέκτησα, ένας βαρύς οπλισμός, θα έλεγα, που τον κουβαλάω ακόμα και για την τραγουδοποιία. Όταν μελετάς τους κλασικούς, όταν μελετάς τη λυρική ποίηση, όταν λέμε «lyrics», ας πούμε, σήμερα στα αγγλικά, είναι λυρική ποίηση, έτσι; Όλο αυτό, δεν μπορεί να μην διαβάσεις τη συσχέτισή του με την τραγουδοποιία, το τραγούδι, και με τη γραφή. Παρόλα αυτά, τα φοιτητικά χρόνια είναι μια περίοδος πιο πολύ στοχασμού, θα έλεγα, και περισυλλογής και όχι απευθείας σχέσης με τη μουσική και το τραγούδι. Ούτε δούλεψα ως μουσικός, ούτε ζήτησα εγώ ο ίδιος να ενταχθώ σε καλλιτεχνικές παρέες. Ήμουν πιο πολύ παρατηρητής. Θα έλεγα ότι οι χρόνοι ζύμωσης ενός δημιουργού διαφέρουν. Φαίνεται ότι τότε ακόμα έφτιαχνα την κρούστα μου. Δεν ήταν έτοιμο, ας πούμε, το υλικό για να ξεπηδήσει. Και τα χρόνια της Θεσσαλονίκης, που είναι μία πόλη που σαπίζεις γλυκά, που έλεγε και ο Σαββόπουλος, πέρασαν κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Κ.Μ.:

Ωραία. Και κάπως ξεκινάς, όμως, να ασχολείσαι πιο ενεργά, λίγο πιο έντονα.

Α.Γ.:

Τα πρώτα ψήγματα, ας πούμε, τα πρώτα δείγματα γραφής ήρθανε εκείνα τα τελευταία χρόνια των σπουδών όταν άρχισα να γράφω. Λέμε καμιά φορά ότι έρχεται και σε βρίσκει. Όντως, έρχεται και σε βρίσκει, γιατί η ανάγκη του να αποτυπώσεις στο χαρτί κάποια πράγματα ήταν μία φυσική εξέλιξη.

Κ.Μ.:

Ήσουν ένα τέτοιο παιδί, όμως, που έγραφε; Πολλοί γράφουν, κρατάνε τύπου ημερολόγιο, ας πούμε, αποτυπώνουν τις σκέψεις τους στο χαρτί, άλλοι όχι.

Α.Γ.:

Ήμουνα ένα παιδί που έγραφε κάποιους στίχους από μικρός. Μπορεί να ήτανε ένα δίστιχο, μπορεί κάτι παραπάνω, πάντα, όμως, είχα μία τάση να σχηματοποιώ με λόγο κάποια ερεθίσματα. Έτσι, ξεκίνησα να γράφω κάποια μικρά κείμενα, ίσως κάποια πρώιμα στάδια της στιχουργίας μου, ας πούμε, βγήκανε εκεί. Δειλά-δειλά σκάλιζα, ας πούμε, και στην κιθάρα κάποιες μελωδίες και, σιγά-σιγά, πλησίαζε το ένα το άλλο. Και έτσι, ξεπήδησαν τα πρώτα τραγούδια, έτσι γεννήθηκε και αυτό που κατέληξε να είναι τραγούδι, ας πούμε, σήμερα.

Κ.Μ.:

Τα πρώτα, έτσι, δείγματα, σε εισαγωγικά, για προσωπική χρήση, για σένα και για τους φίλους ή και λίγο προς τα έξω σιγά-σιγά;

Α.Γ.:

Τα πρώτα δείγματα πιο πολύ για λόγους αυτογνωσίας. Δηλαδή, είναι μία διαδικασία ούτως ή άλλως γνωριμίας με τον εαυτό σου και δε σταματά ποτέ, αλλά ήτανε τα πρώτα στάδια γνωριμίας με τον εαυτό μου, δηλαδή δεν ήταν κάτι που το κοινοποιούσα ή το μοιραζόμουν αρχικά. Τα διάβαζα, τα διόρθωνα. Όταν σχηματοποιήθηκαν τα πρώτα τραγούδια, τα έπαιξα και σε κάνα δυο-τρεις φίλους, ας πούμε, τα γράφαμε σε κάποιες κασέτες τότε, θυμάμαι.

Κ.Μ.:

Η διαδικασία του να γράφεις δεν είναι επίπονη; Πολύ; Πνευματικά.

Α.Γ.:

Πολύ καλά το λες. Όσοι γράφουν σε όλα τα είδη τα λογοτεχνικά –και ακόμη κι ένας δημοσιογράφος να κάνει ρεπορτάζ– βεβαίως έχει ένα κόπο όλ[00:10:00]ο αυτό. το να σκάβεις μέσα σου είναι μια διαδικασία εξόρυξης, είναι πολύ επίπονο, απαιτεί θυσία, χρόνο και πιο πολύ μία γενναιότητα του να δεις πράγματα που θα έλεγα ότι δε σε κολακεύουν, που μπορεί να μη σε κολακεύουν σαν προσωπικότητα πολλές φορές. Γενικά την ιδιωτεία σου, αυτά που είναι δικά σου να τα γράψεις στο χαρτί, να τα δεις, είναι ένας καθρέφτης ας πούμε, που δεν είναι πάντα –πώς να το πω– δεν είναι φίλος σου. Άλλες φορές ψεύδεται, άλλες όχι. Άρα πολύ σωστά το έθεσες.

Κ.Μ.:

Τι ακριβώς, αν μπορούσαμε να το βάλουμε σ’ ένα καλούπι, τι έγραφες; Δηλαδή, η θεματική ήταν συγκεκριμένη; Οτιδήποτε;

Α.Γ.:

Έγραφα αυτό που εκείνο τον καιρό είχε συλλάβει η κεραία μου. Μπορεί να αφορούσε τις ανθρώπινες σχέσεις, μπορεί ν’ αφορούσε κάποια κοινωνικά, ας πούμε, δεδομένα, κάποια ονειροπόληση ή κάποιες αναμνήσεις σίγουρα ή ανάγκες ενός νέου που θέλει να εκφραστεί, αυτή η φλόγα που υπάρχει. Αρχικά, δεν μπορείς να τα βάλεις σε κατηγορία, γιατί ήτανε πραγματικά ένα σκορποχώρι, ας πούμε, σκέψεων και γραψιμάτων, ας πούμε, γραπτών, που σιγά-σιγά άρχισε να μπαίνει σε μια πιο φυσιολογική ροή.

Κ.Μ.:

Πότε αποφάσισες ότι όλο αυτό κάπως το θεωρείς ότι για σένα αξίζει και ίσως μπορεί και να βγει προς τα έξω;

Α.Γ.:

Αυτό είναι λίγο tricky, που λέμε, στην καθομιλουμένη...

Κ.Μ.:

Στην αγγλική...

Α.Γ.:

Απ’ την πρώτη διαδικασία αυτή, πέρασα σ’ ένα δεύτερο στάδιο που σχηματοποιήθηκαν κάποια πράγματα, κάποια πρώτα τραγούδια, κάποιες ιστορίες, έτσι, μικροδιηγήματα και ήρθε και έδεσε ο λόγος με τη μουσική. Εκεί κατάλαβα ότι αυτό το πράγμα ήρθε για να με ορίσει, να μου δείξει, ας πούμε, κατά κάποιο τρόπο, ένα μονοπάτι. Άρχισα να τα παίζω, να τα ηχογραφώ ίσως στο σπίτι, να τα μοιράζομαι και με κάποιες παρέες, με κάποιους φίλους, με μία αμηχανία στην αρχή, με μία αγωνία αποδοχής... Η οποία εικόνα αποδοχής, φυσικά, ποτέ δεν σταμάτησε να υπάρχει. Ακόμα και τώρα, μετά από κάποια χρόνια, ας πούμε, εμπειρίας, καταλαβαίνεις ότι όλοι μας απέναντι στη δημιουργία είμαστε άμαθοι.

Κ.Μ.:

Συμφωνώ. Να μιλήσουμε, έτσι, για έναν –ίσως το θεωρείς κι εσύ– σταθμό στη ζωή σου, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Τραγουδιού. Πώς προέκυψε;

Α.Γ.:

Ναι, το Φεστιβάλ ήταν το αποτέλεσμα όλου αυτού που περιέγραψα. Δημιουργούνταν κάποια τραγούδια μέσα στα χρόνια, ξεκίνησα να δουλεύω σε μουσικές σκηνές πια. Αφού τελείωσα τις σπουδές μου, γύρισα στην Καστοριά και άρχισα να παίζω σε μαγαζιά.

Κ.Μ.:

Με το αντικείμενο των σπουδών ασχολήθηκες καθόλου;

Α.Γ.:

Όχι, δεν ασχολήθηκα με τη φιλολογία μέχρι σήμερα, μόνο θα έλεγα πλαγίως, ας πούμε.

Κ.Μ.:

Έμμεσα.

Α.Γ.:

Ναι. Τα πρώτα, οι πρώτες συναυλίες έφεραν κι άλλες συναυλίες, τα μαγαζιά έφεραν κι άλλα μαγαζιά, άρχισε να έχει μία αποδοχή όλο αυτό το πράγμα, αρκετές συνεργασίες με φίλους μουσικούς από την πόλη και εκτός. Δημιουργήθηκε, έτσι, μία ένταση και άρχισα να το κάνω αυτό και επαγγελματικά, αλλά και ήμουν πιο δραστήριος, μπήκα με όλο μου το είναι μέσα στο χώρο. Όλο αυτό έφερε σίγουρα πιο ώριμα φρούτα, ας πούμε, στην πορεία, με αποτέλεσμα να έρθει το Φεστιβάλ Τραγουδιού. Είδα μια μέρα την προκήρυξη, ας πούμε, στην τηλεόραση, στην ΕΡΤ τότε ότι ζητάν δημιουργούς και τραγούδια για ένα διαγωνιστικό κομμάτι της αναβίωσης του φεστιβάλ, του παλιού Φεστιβάλ Τραγουδιού. Είχα ένα τραγούδι που το θεώρησα φεστιβαλικό τότε και λέω: «Αυτό μάλλον ταιριάζει για την συγκεκριμένη περίσταση». Το έστειλα ενώ ήμουνα κιόλας στο στρατό, θυμάμαι. Βγήκα, πήρα άδεια να το στείλω στο ταχυδρομείο τότε, δεν υπήρχε ακόμα ψηφιοποίηση. Το έστειλα στο ταχυδρομείο και μετά από δέκα μέρες με πήραν τηλέφωνο απ’ την ΕΡΤ η υπεύθυνη, ενώ έκανα σκοπιά κιόλας και μου είπε ότι: «Έχετε προκριθεί στο Φεστιβάλ Τραγουδιού». Εγώ νόμιζα ότι μου κάνουν πλάκα, γιατί ένας φίλος μου ήξερε και συνήθιζε να μου κάνει πολλές πλάκες στο τηλέφωνο. Δεν το πίστεψα στην αρχή, μετά μου είπε κάποια στοιχεία της η κυρία, η Μαργαρίτα η Μυτιληναίου ήταν τότε, που είναι γνωστή ραδιοφωνική παραγωγός και πολλά χρόνια σε διευθυντικές θέσεις στην ΕΡΤ και στα ραδιόφωνα της Αθήνας. Και έτσι, για μένα ξεκίνησε μία, από τότε, μια μεγάλη πορεία χρονικά και μου ανοίχτηκε μία πόρτα στο να γνωρίσω το χώρο απ’ όλες του τις πλευρές, πιο βαθιά, να γνωρίσω, δηλαδή, τη βιομηχανία του πράγματος. Γιατί ένα παιδί απ’ την επαρχία, που έχει όνειρα και κάποιες φιλοδοξίες, δεν ξέρει ούτε τις σκιές του χώρου, ούτε τα σκοτεινά του σημεία, πηγαίνει...

Κ.Μ.:

Δε φαντάζεται καν...

Α.Γ.:

Δε φαντάζεται, πηγαίνει με τ’ όνειρό του στη μασχάλη για να απλώσει, ας πούμε, τα φτερά του.

Κ.Μ.:

Λοιπόν, για αρχή, πες μου λίγο τα συναισθήματά σου, τι θυμάσαι, έτσι, σαν συναίσθημα τη στιγμή που σου ανακοινώνουν ότι: «Ναι, έχετε προκριθεί και προχωράμε στην επόμενη φάση».

Α.Γ.:

Μεγάλη χαρά και ικανοποίηση, πρώτα γιατί είδα ότι αυτό που έφτιαξα, ένα τραγούδι, ξαφνικά έχει αποδοχή από μια επιτροπή, η οποία ήτανε επιτροπή του χώρου, ας πούμε. Κατάλαβα ότι εκεί κάνω τουλάχιστον κάτι άρτιο, ότι αυτό μπορεί να σταθεί.

Κ.Μ.:

Μέσα σου το πίστευες, όμως; Είχες αυτή την αυτοπεποίθηση που πρέπει να έχουμε για να μπορούμε να το βγάλουμε και προς τα έξω.

Α.Γ.:

Για να το έστειλα τότε, είχα αυτοπεποίθηση, αλλά είχα και την άγνοια κινδύνου που έχει ένας νεαρός, ας πούμε. Δεν είχα εισχωρήσει πιο βαθιά, έτσι, σε σκέψεις. Μετά, η διαδικασία ήτανε η εξής. Μας κατεβάσαν στην Αθήνα δυο-τρεις φορές, μας κάνανε ηχογραφήσεις για τα τραγούδια, videoclips και τα λοιπά, όλη η διαδικασία που γίνεται στα επαγγελματικά πλαίσια αυτού του χώρου. Έγιναν δύο διαγωνιστικές βραδιές με προβολή στην τηλεόραση, με συνεντεύξεις, με...

Κ.Μ.:

Πόσα τραγούδια, ας πούμε, συμμετείχανε; Θυμάσαι καθόλου;

Α.Γ.:

Εκεί ήταν γύρω στα χίλια τραγούδια, επιλέχθηκαν τα δεκαέξι. Απ’ τα δεκαέξι τα δέκα πέρασαν στη δεύτερη διαγωνιστική βραδιά και υπήρχαν, ας πούμε, και τρία βραβεία. Ήτανε Βραβείο Καλύτερου Τραγουδιού, Βραβείο Σύνθεσης και Στίχου, κάτι τέτοιο, αν θυμάμαι καλά. Η κριτική επιτροπή αποτελούνταν από ανθρώπους σημαντικούς στο χώρο, από παραγωγούς... Ο Γιάννης ο Σπανός, ήταν, θυμάμαι, τότε, ο αείμνηστος συνθέτης, διάφοροι άνθρωποι της τηλεόρασης, δημοσιογράφοι, εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο... Δηλαδή, ήταν μια...

Κ.Μ.:

Υπερπαραγωγή...

Α.Γ.:

Υπερπαραγωγή. Και κάτι πολύ μεγάλο, ας πούμε, σε μέγεθος στα δικά μου τα μάτια.

Κ.Μ.:

Αυτό πότε συμβαίνει περίπου;

Α.Γ.:

Αυτό συμβαίνει το 2008, είναι δεκαπέντε χρόνια πίσω από σήμερα. Εν τέλει, το φεστιβάλ ήτανε μία πολύ χαρούμενη στιγμή, μιας και βραβεύτηκα, ας πούμε, πήρα το πρώτο βραβείο.

Κ.Μ.:

Εκείνη τη στιγμή που σου ανακοινώνουν ότι παίρνεις το πρώτο βραβείο, είσαι ο νικητής, πώς νιώθει αυτό το παιδί που λες, από την επαρχία, που δεν μπορεί να φανταστεί πώς είναι και προχωράει, έτσι, με την ελπίδα και το όνειρο;

Α.Γ.:

Εντάξει, εκείνες οι στιγμές είναι στιγμές χαράς, έτσι, μια μέθη επικρατεί, γιατί δεν έχεις συνειδητοποιήσει... Βγαίνεις και τραγουδάς μπροστά σε εφτά χιλιάδες κόσμο στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, εκεί, στην Τούμπα, στην κερκίδα υπάρχουν άνθρωποι από την Καστοριά που κρατάν κασκόλ της ομάδας ποδοσφαίρου στην... Είχε και τα ευτράπελα, ας πούμε, η διαδικασία. Το γνώριζα ότι θα κερδίσω, μου το είχαν ανακοινώσει λίγο νωρίτερα πριν να βγουν τ’ αποτελέσματα, υπήρχε μια συναισθηματική φόρτιση. Το ζητούμενο, βέβαια, ήτανε –και το γνώριζα εγώ, ότι το βραβείο δε σου έδινε κάποιο κλειδί, ας πούμε, μαγικό–, ήτανε το μετά πώς θα το διαχειριζόταν κάνεις και τι θα πρ[00:20:00]οέκυπτε... Όπως και από αυτό αποδείχτηκε, έτσι; Θέλω εδώ ν’ ανοίξω μια παρένθεση, να πω για αυτούς τους διαγωνισμούς... Βέβαια, το φεστιβάλ ήταν ένας ωραίος ο διαγωνισμός για δημιουργούς, με αξιοπρέπεια...

Κ.Μ.:

Διαφορετικό απ’ όσα...

Α.Γ.:

Ναι, δεν είχε την... Να πω, αυτό το τηλεοπτικό, τις τηλεοπτικές υπερβολές που βλέπουμε στην ιδιωτική τηλεόραση, δεν εκτεθήκαμε σε καμία περίπτωση, ήταν τόσο-όσο. Όμως, δημιουργείται στα παιδιά, ακόμα όταν κερδίζουνε, δημιουργούνται προσδοκίες και φουσκώνει λίγο και το εγώ...

Κ.Μ.:

Λογικό, όμως, αυτό...

Α.Γ.:

Ναι, είναι λογικό, αλλά νομίζω ότι επειδή η τέχνη δε λειτουργεί έτσι κι η ζωή δε λειτουργεί έτσι, είναι τόσο μεγάλη, τόσο μεγάλος ο δρόμος, που μπορεί μια στιγμή να βρεις ένα κομμάτι από ένα πολύτιμο πετράδι όπως περπατάς και την άλλη στιγμή, για πόσα χιλιόμετρα, να μαζεύεις σκουπίδια...

Κ.Μ.:

Έτσι είναι, ναι.

Α.Γ.:

Εν πάση περιπτώσει, ο κύκλος του φεστιβάλ έκλεισε και όντως υπήρξανε από την Αθήνα αρκετές προτάσεις συνεργασίας...

Κ.Μ.:

Συγγνώμη, ο νικητής έχει κάποιο έπαθλο, έχει κάποια συμφωνία, κάπως μια πορεία μετά...

Α.Γ.:

Όχι, ο νικητής δεν είχε τίποτα. Πήρα στο σπίτι μου δύο αγαλματίδια, δύο βραβεία, και δεν είχα τίποτα, ούτε συμβόλαιο δισκογραφικό, ούτε χρήματα, χρηματικό έπαθλο, απολύτως τίποτα. Είχα, βέβαια, την ευκαιρία, και, πλέον, το ελεύθερο να μιλήσω με κάποιους ανθρώπους του χώρου, να τους πάρω τηλέφωνο, να πάω σε εταιρείες. Μου ανοίχτηκε ένας δρόμος, δηλαδή.

Κ.Μ.:

Διασυνδέσεις περισσότερο...

Α.Γ.:

Διασυνδέσεις. Οι διασυνδέσεις λειτούργησαν ως ένα σημείο, μιας και κατάφερα να υπογράψω ένα πλουσιοπάροχο δισκογραφικό συμβόλαιο με τη «Lyra» –την ιστορική «Lyra»– και, μάλιστα, να με αναλάβει και ένα γραφείο καλλιτεχνικό εκείνη την περίοδο, για να ξεκινήσουμε κάποιες εμφανίσεις ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ, ως είθισται σ’ αυτές τις περιπτώσεις.

Κ.Μ.:

Αθήνα, έτσι;

Α.Γ.:

Στην Αθήνα. Για μένα ξεκινούσε ένας καινούριος κύκλος. Ταυτόχρονα, μου έγινε μία πρόταση απ’ το Γιάννη το Σπανό να μπω στο σχήμα της «Σφεντόνας» τότε –ιστορικό μαγαζί στην Αθήνα– για το χειμώνα που πλησίαζε, για να βγάλουμε όλη τη σεζόν στη «Σφεντόνα». Για μένα ήταν όλα ιδανικά, Κατερίνα. Δεν μπορούσα να φανταστώ καλύτερη εξέλιξη από το να έχω όλο το πακέτο στα χέρια μου και να μπορέσω σιγά-σιγά να χτίσω αυτό που ήθελα να χτίσω. Όχι αυτό που λέμε «καριέρα», αλλά καλές βάσεις για μια ωραία πορεία...

Κ.Μ.:

Βήμα-βήμα δηλαδή...

Α.Γ.:

Βήμα-βήμα. Για κακή μου τύχη –μπορεί και για καλή μου, όμως, και θα σου εξηγήσω γιατί το λέω–, η δισκογραφική κατέρρευσε. Ήτανε τα χρόνια προ κρίσης που άρχισαν οι πρώτοι τριγμοί στην οικονομία. Η δισκογραφική κατέρρευσε λόγω φορολογικών προβλημάτων, μας ενημέρωσαν ότι αποσύρονται όλες οι παραγωγές και τα συμβόλαια εκείνους τους μήνες. Επομένως, ο παραγωγός μου που ήταν ο Ηλίας ο Μπενέτος, ένας γνωστός παραγωγός και καταξιωμένους, μου ανακοίνωσε ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη συνεργασία και πρέπει να λύσουμε το συμβόλαιο, γιατί κλείνει η εταιρεία. Ήταν δύσκολο να μεταπηδήσω σε άλλη εταιρεία, γιατί έπρεπε να λύσω το συμβόλαιο, μου πήρε και κάποιο διάστημα. Το καλλιτεχνικό γραφείο δεν μπορούσε να συνεχίσει την συνεργασία, γιατί περίμενε από μένα δίσκο για να μπορέσουμε να έχουμε κάτι στα χέρια μας, και το μαγαζί στη «Σφεντόνα» δεν ξεκίνησε το πρόγραμμά του ποτέ, γιατί δεν τα βρήκανε τελευταία στιγμή ο επιχειρηματίας με τον καλλιτεχνικό παραγωγό...

Κ.Μ.:

Δύο στα δύο...

Α.Γ.:

Τρία στα τρία. Λοιπόν, ήτανε μια αναποδιά...

Κ.Μ.:

Το προσπερνάς, αλλά εκείνη τη στιγμή έχεις επενδύσει και όχι μόνο οικονομικά, αλλά και συναισθηματικά.

Α.Γ.:

Βέβαια, έχω επενδύσει, είμαι στην Αθήνα, έχω νοικιάσει σπίτι, έχω ξεκινήσει να ζω στην Αθήνα. ‘Ντάξει, κάθισα κάποιο διάστημα...

Κ.Μ.:

Ας πούμε, η εύρεση άλλου γραφείου, άλλης εταιρείας, ήτανε δύσκολο;

Α.Γ.:

Εκείνο το διάστημα είχαν περάσει έξι μήνες, έκανα κάποιες επαφές, όντως υπήρχε μια καθυστέρηση. Δεν είναι και τόσο εύκολο να υπογράψεις...

Κ.Μ.:

Μεγάλη αγορά...

Α.Γ.:

Μεγάλη αγορά, ο καιρός περνάει... Ξέρεις, και τρέχουν γρήγορα τα δεδομένα σ’ αυτό το χώρο, υπάρχει κορεσμός, υπάρχει καλλιτεχνικός πληθωρισμός, που λέμε. Αυτό ήτανε μια δύσκολη απόφαση, αποφάσισα να φύγω απ’ την Αθήνα ένα διάστημα, γιατί ήταν δύσκολα τα πράγματα και γύρισα στην αγκαλιά της Καστοριάς πάλι.

Κ.Μ.:

Μετάβαση.

Α.Γ.:

Ήταν μια επιστροφή πιο πολύ για να μαζέψω, ας πούμε, τα συναισθήματά μου, να ανασυνταχτώ, να δω πώς προχωράμε από δω και πέρα. Η Αθήνα είναι δύσκολη και στην καθημερινότητά της, τα έξοδα. Είναι μια πόλη που απαιτεί... Και έτσι, ξεκίνησε, έκλεισε ένα κεφάλαιο και ξεκίνησε μια άλλη δεκαετία, θα έλεγα, γύρω στο 2010 και μετά, με άλλους σταθμούς.

Κ.Μ.:

Οπότε γυρνάς Καστοριά. Εδώ τα βήματα σου τα επαγγελματικά πώς φτιάχνονται;

Α.Γ.:

Εκεί κατάλαβα ότι –με το που επιστρέφω–, ότι αυτά τα πήγαιν’ έλα, οι παλινδρομήσεις και τα μπρος-πίσω θα είναι αυτά που θα καθορίζουν τη ζωή μου από δω και πέρα. Κατάλαβα, δηλαδή, ότι η ζωή ενός μουσικού, ενός ανθρώπου που δημιουργεί και βιοπορίζεται από αυτό, θα είναι, είναι λίγο νομαδική, να το πω, αναγκαστικά. Όπως οι παλιοί, ας πούμε, οι ραψωδοί που γυρνούσαν από πόλη σε πόλη και λέγαν τις ιστορίες τους, όπως οι «ποιητάρηδες» –που τους λένε στην Κύπρο– έτσι κι εμείς. Στην Καστοριά όταν επέστρεψα και μέσω, ας πούμε, αυτής της επαγγελματικής, αν θέλεις, απογοήτευσης, για να μείνω κοντά στο χώρο –γιατί ήθελα να κάνω και μια αποτοξίνωση, είχα κουραστεί– δημιούργησα μία εταιρεία παραγωγής. Και αυτό κιόλας από την ανάγκη μου να βοηθήσω λίγο την πόλη στο καλλιτεχνικό κομμάτι και στο πολιτιστικό, για να γίνουνε πράγματα, ας πούμε, και δρώμενα τα οποία πίστευα και τότε ότι λείπουνε αρκετά. Έκανα την εταιρεία «CLOSARΤ» περίπου τρία χρόνια, με μουσικές, θεατρικές παραγωγές, εκθέσεις, διάφορα τέτοια πράγματα. Ταυτόχρονα, πηγαινοερχόμουν στη Θεσσαλονίκη, γιατί υπήρχαν κάποιες προτάσεις για δουλειά σε κάποιους χώρους, σε κάποιες σκηνές, οπότε παράλληλα δούλευα και σαν μουσικός, σαν τραγουδιστής, ας πούμε, σε κάποιους χώρους. Μέχρι που το 2013 μού έγινε μία πρόταση να κατέβω στην Κύπρο να δουλέψω ως μουσικός.

Κ.Μ.:

Είχες κάποιες επαφές ή τελείως τυχαία συνέβη;

Α.Γ.:

Είχα μία φίλη πιανίστρια από τη Θεσσαλονίκη, η οποία δουλεύει στην Κύπρο κι αυτή κάποια χρόνια και ψάχναν έναν μουσικό εκείνο το διάστημα που ταίριαζε τα δικά μου, ας πούμε, δεδομένα και μου έγινε μια πρόταση να πάω για μία σεζόν.

Κ.Μ.:

Πώς το–

Α.Γ.:

Συνηθίζουνε οι μουσικοί να πηγαίνουν στα νησιά, γιατί έχει δουλειά. Μια που είναι τουριστικά μέρη, έχει κίνηση και βρίσκουν, ας πούμε, δουλειά. Αποφάσισα να πάω, να ζήσω κι εκεί την εμπειρία της Κύπρου. Φαίνεται πως η θάλασσα είναι πλανεύτρα και η μία χρονιά έγινε δέκα χρονιές.

Κ.Μ.:

Δέκα χρόνια;

Α.Γ.:

Και έμεινα στην Κύπρο περίπου δέκα χρόνια.

Κ.Μ.:

Πώς ήταν; Καλά, προφανώς είχες, έβρισκες δουλειές, οπότε...

Α.Γ.:

Έβρισκα δουλειά, ήτανε μια διαφορετική εμπειρία για μένα, είδα πώς είναι να ζεις σ’ ένα παραθαλάσσιο μέρος και να ’χεις τη θάλασσα σε απόσταση χαδιού, ας πούμε, όπως έχουμε την λίμνη εδώ στην Καστοριά. Τόσο κοντά σου...

Κ.Μ.:

Καρμικό ίσως λίγο. Υγρό στοιχείο το ένα υγρό και το άλλο.

Α.Γ.:

Μπορεί. Ναι, αλλά πέρα απ’ το υγρό, γιατί και η Θεσσαλονίκη έχει υγρό στοιχείο, στην Πάφο έζησα. Η Πάφος είναι σχετικά μικρή πόλη, έχεις στα πόδια σου τ[00:30:00]η θάλασσα, όπως έχουμε κι εμείς τη λίμνη. Η Κύπρος μού έδωσε τη δυνατότητα να καταλάβω καλύτερα την Ελλάδα. Έμαθα φυσικά και τα της Κύπρου, αλλά γιατί το λέω αυτό; Γιατί γνωρίζοντας κάτι λίγο έξω από σένα, ίσως κάτι παρεμφερές, γιατί έχουμε πολλά κοινά και πολλές διαφορές με τους αδελφούς, ας πούμε, Κύπριους, μου έδωσε τη δυνατότητα να καταλάβω κι εμείς ποιοι είμαστε απέναντί τους... Διάβασα περισσότερο ιστορία, μου δόθηκε η ευκαιρία. Στην Κύπρο κάνεις κι ένα ταξίδι, ας πούμε, στις ιστορικές μνήμες. Ο Σεφέρης έλεγε: «Στην Κύπρο το θαύμα λειτουργεί ακόμα». Ίσως το έλεγε για λόγους, δεν ξέρω, γεωλογίας και ιστορίας, γιατί στην Κύπρο το φως λούζει, έτσι, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο το τοπίο, το οποίο είναι γεμάτο κι εκεί από αρχαίες κολώνες και μάρμαρα. Στην Κύπρο καταλαβαίνεις την Ελλάδα, έτσι, σε μια παρθενική όψη, καταλαβαίνεις, όμως, ότι πόσο έντονα ραμφίζει το ξένο στοιχείο τα τετραγωνικά μας και πιέζει, ας πούμε, πολιτισμικά σε κάποιες περιπτώσεις. Η Κύπρος ήτανε μια φανταστική εμπειρία, γνώρισα πολύ ωραίους ανθρώπους... Το νησί έχει μια πανσπερμία, βέβαια, έχει πάρα πολύ κόσμο, ήρθα σε επαφή με πολλές κουλτούρες. Και με την Ανατολή αρκετά. Και ίσως αυτό καθόρισε και τη μετέπειτα δημιουργία μου και μουσική μου. Και μάλλον την καθόρισε, γιατί, από ένα σημείο και μετά, η ανάγκη μου να αποτυπώσω πιο ανατολικά στοιχεία πάνω στα τραγούδια μου ήταν πολύ έντονη. Προφανώς, δεν έγινε τυχαία. Στην Κύπρο, τώρα, πέρα από τη μουσική και τις συναυλίες που έκανα, συνεργάστηκα –κι εδώ είναι η σχέση, που λέγαμε πριν, με τη φιλολογία– συνεργάστηκα με το Υπουργείο Παιδείας, γιατί ζητούσε συνεργάτες για προγράμματα πολιτιστικής αποκέντρωσης. Επειδή ασχολούμαι και ασχολούμουν με την παιδική λογοτεχνία, με τα παιδικά παραμύθια και τραγούδια, ας πούμε...

Κ.Μ.:

Είχες ήδη γράψει κάτι...

Α.Γ.:

Ενώ ήμουν στην Κύπρο, τα πρώτα χρόνια ξεκίνησα να γράφω το πρώτο παιδικό, ας πούμε, μουσικό...

Κ.Μ.:

Αυτό πώς προέκυψε, αυτή, έτσι, λίγο η στροφή, λίγο...

Α.Γ.:

Ναι, να σου ολοκληρώσω. Εκεί η συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας έγινε για ένα χρόνο περίπου. Κάναμε εργαστήρια δημιουργικής γραφής για παιδιά και εκδώσαμε κι ένα βιβλίο εικονογραφημένο. Και τώρα, πώς προέκυψε η ενασχόληση...

Κ.Μ.:

Η ενασχόληση, γενικά με τα παιδιά, έτσι, και...

Α.Γ.:

Ένα χειμώνα, λοιπόν, γυρίζω στην Καστοριά και με καλεί η Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης να διαβάσω στα παιδιά ένα άρθρο που είχα γράψει, «Περίεργος τύπος ο κύριος Σεπτέμβρης!». Το είχα δημοσιεύσει εδώ σε κάποια τοπικά blogs. Εκεί, περιέγραφα τον Σεπτέμβριο με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, ως ένα κύριο που κρατάει ομπρέλα, κάνει ποδήλατο και έχει κι ένα περίεργο μολύβι με ένα φτερό που το λέει «γαργαλόφτερο», ας πούμε, και γαργαλάει τα παιδάκια για να σηκωθούν να παν σχολείο, να ξυπνήσουν. Αυτό άρεσε πολύ στα παιδιά, ήταν παραμυθητικός ο τρόπος και περάσαμε πολύ ωραία εκείνο το απόγευμα στη βιβλιοθήκη. Και μου μπήκε η ιδέα αφού έκανα τον κύριο Σεπτέμβρη, έναν ήρωα, ας πούμε, μιας ιστορίας, να κάνω και τους υπόλοιπους μήνες. Και λέω: «Αφού λειτουργεί έτσι, ας κάνω ένα βιβλίο για όλους τους μήνες και να αφιερώσω και από ένα τραγούδι σε κάθε μήνα». Έτσι βγήκε «Ο κύριος Χρόνος και οι φίλοι του», το πρώτο παιδικό, το οποίο το παρουσιάσαμε κιόλας σε αρκετά μέρη στην Ελλάδα. Και έτσι, ξεκίνησε και η σχέση μου με την παιδική λογοτεχνία, κατά μια έννοια.

Κ.Μ.:

Όταν λες το παρουσιάσατε, εννοείς να το διαβάζεις;

Α.Γ.:

Όχι, το θεατροποιήσαμε, έγινε παράσταση τελικά «ο κύριος Χρόνος», κατά μία έννοια. Έκανα την αφήγηση στα παιδιά, είχα μουσικούς μαζί μου, είχα ηθοποιό που υποδυόταν τον κύριο Χρόνο... Κάναμε ένα θεατρικό παιχνίδι δηλαδή και παρουσιάζαμε ταυτόχρονα και το βιβλίο.

Κ.Μ.:

Πώς σου φάνηκε, έτσι, όταν το κοινό σου είναι παιδιά και είναι και λίγο αδέκαστοι κριτές καμιά φορά.

Α.Γ.:

Ναι, τα παιδιά είναι το πιο σκληρό κοινό και είναι το πιο σκληρό, γιατί είναι το πιο αληθινό...

Κ.Μ.:

Ακριβώς...

Α.Γ.:

Δεν έχουν δεύτερες σκέψεις, αν θα σε στεναχωρήσουν, ούτε δημόσιες σχέσεις κάνουν τα παιδιά. Έχουμε πολλά να μάθουμε ακόμα. Λοιπόν, εκεί καταλαβαίνεις και πλάθεσαι για να βρεις έναν τρόπο να κρατήσεις την προσοχή τους. Τα παιδιά βαριούνται εύκολα, είναι και οι ηλικίες τρυφερές... Εκεί πρέπει να βρεις το πιο ευρηματικό σου εαυτό για να τα κρατήσεις ζωντανά κι αυτό με βοήθησε πάρα πολύ για να καταλάβω πώς πρέπει να... Όχι να χειρίζομαι, πώς πρέπει να δίνομαι στο κοινό μου. Και με βοήθησε και πάρα πολύ και στη γραφή. Τώρα, αν θα με ρωτούσες πώς πρέπει να δίνεται στο κοινό σου, θα σου ’λεγα: «Ολόκληρος, με όλη σου την αλήθεια». Και αυτό το χρωστάω εν μέρει και στα παιδιά.

Κ.Μ.:

Το μόνο παιδικό παραμύθι ήταν αυτό;

Α.Γ.:

Ήτανε το πρώτο και αρχές του ’24 περίπου θα κυκλοφορήσει και το δεύτερο μουσικό, παιδικό, ας πούμε, παραμύθι, το οποίο ήδη παίζεται και ως παράσταση. Είναι «Η απολογία του τζίτζικα». Είναι ένας κόντρα ρόλος για τον γνωστό μας αισώπειο μύθο, είναι ο τζίτζικας που απολογείται πια για όλη τη συκοφαντία που συμβαίνει εις βάρος του ανά τους αιώνες ότι είναι τεμπέλης και δε δουλεύει. Κι όμως, δεν είναι τεμπέλης, γιατί υπάρχουν κάποια είδη, λέει, τζιτζικιών που κάνουν δεκαεφτά χρόνια πρόβα κάτω απ’ τη γη και ετοιμάζονται για να βγουν να τραγουδήσουν, για να ζευγαρώσουν και μετά πεθαίνουν. Είναι φανταστικό αυτό, ας πούμε. Και με συγκίνησε αυτή ιστορία και λέω: «Θα κάνω και εγώ το τζίτζικα, ο οποίος δεκαεφτά χρόνια είναι στα ωδεία και βγαίνει να τραγουδήσει στο κοινό του».

Κ.Μ.:

Ωραίο, ενδιαφέρον. Αυτό θα γίνει εννοείται και η θεατρικοποίηση...

Α.Γ.:

Ήδη αυτό υπάρχει σαν θεατρική παράσταση, έχουν γίνει και έχουμε παίξει πέντε παραστάσεις και του χρόνου μάλλον θα βγούμε περιοδεία, αν όλα πάνε καλά. Έχει ορχήστρα πνευστών, έχει πέντε πνευστά επί σκηνής, δύο ηθοποιούς... Είναι πολύ ωραίο, ναι, το χαρήκαμε πολύ όλες φορές. Το τρίτο, η τρίτη έκδοση για παιδιά, ήταν αυτό στην Κύπρο το βιβλίο μέσα από τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, που τα παιδιά μέσα από τις ασκήσεις και όλα αυτά που κάναμε, δημιούργησαν τις δικές τους ιστορίες με βάση κάποια ερεθίσματα, ας πούμε, που τους δώσαμε. Ένας ζωγράφος έφτιαξε τις ζωγραφιές, τις εικόνες, για κάθε ιστορία και βγήκε μια έκδοση με τη χορηγία του Υπουργείου Παιδείας, η οποία έκδοση κυκλοφόρησε και στα σχολεία, σε κάποια εργαστήρια...

Κ.Μ.:

Μόνο στην Κύπρο ή και πανελλαδικά...

Α.Γ.:

Στην Ελλάδα δε βγήκε στην αγορά, στο εμπόριο, γιατί υπήρχε ένας όρος να μην κυκλοφορήσει προς πώληση, αλλά γίνεται παραγγελία από σχολικές μονάδες αν το θέλει κανείς.

Κ.Μ.:

Δωρεάν διάθεση...

Α.Γ.:

Ναι. Και το βιβλίο ονομάζεται «Μικροί συγγραφείς-Μαθήματα δημιουργικής γραφής».

Κ.Μ.:

Πόσο σημαντικό αυτό, γιατί εκτός, ‘ντάξει, παίρνουν ερεθίσματα και τα παιδιά, δηλαδή με τα ήδη υπάρχοντα βαριούνται. Καλό θα ήταν να υπάρχουν τέτοια βιβλία δωρεάν στις βιβλιοθήκες, που καλό θα ήταν κι αυτές να υπάρχουν στα σχολεία.

Α.Γ.:

Σίγουρα ναι. Νομίζω υπάρχει ο θεσμός της παιδικής βιβλιοθήκης, ενισχύθηκε λίγο τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν και κάποιες δωρεές. Θα ήθελα πιο δραστήριες τις βιβλιοθήκες, θα τις ήθελα μέσα στον κόσμο και τη δικιά μας εδώ –μια που μιλάμε για την πόλη– θα την ήθελα να έχει μια πιο διαδραστική σχέση με τους πολίτες. Είχα πάει κάποτε στη βιβλιοθήκη της Βέροιας, στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βέροιας, η οποία είχε χρηματοδοτηθεί απ’ το ίδρυμα «Bill Gates» νομίζω, είχε κερδίσει έναν διαγωνισμό και πήρε ένα εκατομμύριο ευρώ, αν δεν απατώμαι. Παρόλο που είναι δημόσιος φορέας, δεν έχω δει πιο εκσυγχρονισμένη δημόσια δομή και πιο υπεύθυνο προσωπικό, παρόλο που είναι στο δημόσιο, πραγματικά είναι αντικείμενο, ας πούμε, μελέτης.

Κ.Μ.:

Είναι σημαντικό να υπάρχει. Από τη μία, μπορεί να λέμε: «Πάλι καλά που έχουμε κι αυτό που έχο[00:40:00]υμε», αλλά τελικά δεν αρκεί.

Α.Γ.:

Ποτέ δεν αρκεί... Και δεν μπορούμε να επαναπαυόμαστε, ειδικά οι εκπαιδευτικές δομές είναι ζωντανοί οργανισμοί και οι απαιτήσεις αλλάζουν και η κοινωνία αλλάζει, αλλά και τα παιδιά χρόνια με τα χρόνια... Η εκπαίδευση πια δεν είναι τόσο στερεοτυπική, σε κουτάκια. Νομίζω ότι επείγει να την κάνουμε πιο εύπλαστη, έτσι, και το μυαλό των παιδιών να γίνει πιο προσαρμοστικό, πιο ευέλικτο, ας πούμε.

Κ.Μ.:

Δέκα χρόνια στην Κύπρο, λοιπόν, και παίρνεις την απόφαση να γυρίσεις.

Α.Γ.:

Ναι, ο κύκλος της Κύπρου, λοιπόν, έκλεισε περίπου το 2022...

Κ.Μ.:

Πολύ πρόσφατα, ναι...

Α.Γ.:

Εκεί αισθάνθηκα ότι πολλές φορές με τους ανθρώπους το αισθάνεσαι αυτό, αλλά και με τους τόπους που ζεις, ότι δεν έχει να σου προσφέρει άλλα πράγματα και πρέπει να πάρεις μία απόφαση –που μπορεί να είναι δύσκολη μεν– και να προχωρήσεις παρακάτω.

Κ.Μ.:

Ή μπορεί να είναι και ρίσκο, γιατί έχεις φτιάξει μια ζωή εκεί, έχεις επαφές...

Α.Γ.:

Βέβαια, ρίσκο είναι έτσι κι αλλιώς, Το να φεύγεις, είναι δύσκολο. Αλλά, νομίζω, είναι και στη φύση λίγο ενός ανθρώπου που ασχολείται με τη δημιουργία να αναζητά καινούργιους προορισμούς. Είμαστε σαν τον Οδυσσέα που περιπλανιέται...

Κ.Μ.:

Μέχρι να, όμως, μέχρι να βρει...

Α.Γ.:

Μέχρι να βρει το νησί των Φαιάκων και να πει τις ιστορίες του. Το κοινό μας είναι ένα νησί των Φαιάκων. Μόλις τις πούμε τις ιστορίες, πρέπει να βρούμε ένα άλλο κοινό, να πούμε ξανά, να πούμε καινούριες ιστορίες. Εντάξει, πέρα από τους πιο φιλοσοφικούς λόγους, ας πούμε, που αποφάσισα να φύγω, υπήρχαν και πρακτικοί λόγοι, έτσι; Ήθελα να προχωρήσω λίγο, να κάνω κάποια πράγματα στην Ελλάδα πάνω στο κομμάτι της δισκογραφίας. ‘Ντάξει, η Κύπρος είναι λίγο και πιο μακριά, είναι ένα μικρό νησί... Οι βασικοί μου συνεργάτες στα στούντιο και στις εκδόσεις κι αυτά ήταν στην Ελλάδα όλα τα χρόνια και ήθελα να προωθήσω λίγο τη δουλειά μου περισσότερο στην Ελλάδα, μιας και από ένα σημείο και μετά ξεκίνησα να ετοιμάζω και κάποια καινούργια πράγματα. Επιστρέφω στην Κύπρο νοερά, σχεδόν καθημερινά, με ακολουθεί πάντα και οι τόποι εγγράφονται μέσα σου, δεν σ’ εγκαταλείπουν ούτε τους εγκαταλείπεις ποτέ. Και τους ανθρώπους, φυσικά.

Κ.Μ.:

Θεωρείς ότι ήτανε σωστή η απόφαση του να φύγεις, να κλείσεις τον κύκλο;

Α.Γ.:

Θεωρώ ότι προχωράμε. Το σωστό και το λάθος στενεύουν λίγο το οπτικό πεδίο όταν τα προσεγγίζουμε έτσι. Κάθε δρόμος έχει τους θησαυρούς του, έχει τις απογοητεύσεις του. Αυτό που σε πιέζει στην Ελλάδα είναι οι συνθήκες διαβίωσης και ότι πάντα στην Ελλάδα πρέπει να αγωνιστείς πολύ περισσότερο για τα αυτονόητα απ’ ό,τι στο εξωτερικό. Αυτό είναι που σε πικραίνει λίγο όσο είσαι εδώ, που βλέπεις ότι δεν προχωράμε σε κάποια πράγματα...

Κ.Μ.:

Αυτό σε τι οφείλεται; Πού το, πώς το ορίζεις εσύ; Που είσαι του αντικειμένου, του συγκεκριμένου αντικειμένου. Δηλαδή, ‘ντάξει, και ο πολιτισμός και η τέχνη...

Α.Γ.:

Οφείλεται... Ναι, οφείλεται στην απουσία συλλογικότητας. Νομίζω είναι μια πολύ σοβαρή παθογένεια της χώρας. Δεν σκεφτόμαστε τη συλλογική ευδαιμονία. Οφείλεται στο ότι ο πολιτισμός θεωρείται πολυτέλεια, δεν έχουν πέσει τα φώτα, δε φωτίζουν σωστά το χώρο. Η ελληνική κοινωνία θα ήθελα να είναι πιο εγγράμματη, κατά την άποψή μου, δεν θεωρώ ότι είναι στο βαθμό που θα έπρεπε κι αυτό είναι ένα –πώς να πω τώρα;–, είναι μια παλιά αρρώστια, δεν είναι, δηλαδή, ένα φαινόμενο που συνέβη τώρα. Η πορεία της, η ιστορική πορεία της χώρας ίσως δεν μας επιτρέπει να έχουμε φτάσει σ’ ένα σημείο που θα έπρεπε σ’ αυτό το κομμάτι. Και πιστεύω ότι υπάρχει τεράστιο θεσμικό πρόβλημα. Και δε νομίζω, σ’ αυτό το τελευταίο τουλάχιστον, να διαφωνεί κανείς μαζί μου. Στην Ελλάδα αισθάνεσαι ότι το κράτος είναι αντίπαλος –ενώ θα ’πρεπε να ‘ναι φίλος– και ότι σου τραβάει συνέχεια το χαλί κάτω απ’ τα πόδια. Αν αυτό δεν είναι πρόβλημα, δεν ξέρω τι...

Κ.Μ.:

Σε όλα τα μετερίζια...

Α.Γ.:

Σε όλα τα– Τι μπορεί να είναι πρόβλημα για την Ελλάδα. Απ’ την άλλη, είμαστε ένας λαός προικισμένος, έχουμε χαρίσματα και οι άνθρωποί του έχουν χαρίσματα, πιστεύω, αλλά λειτουργούμε, έτσι, σαν νησίδες. Βλέπεις ότι πάμε μπροστά απ’ τις εξαιρέσεις σε πολλούς τομείς. Υπάρχουν ακόμα κι άλλες παθογένειες στη χώρα που την κρατάνε πίσω, σκεπτόμενος, όμως, καμιά φορά τον Αριστοφάνη, τους τραγικούς, που κι αυτοί κάτι τέτοιο περιέγραφαν πολλές φορές, αυτή την, το διπολισμό που μας δέρνει, καμιά φορά ανακουφίζομαι και λέω: «Εντάξει, μπορεί έτσι να ήμαστε και...».

Κ.Μ.:

Τα πέρασαν...

Α.Γ.:

Δεν πειράζει, ‘ντάξει, αυτοί είμαστε, με τα καλά και τα κακά.

Κ.Μ.:

Ερχόμενος εδώ στην Καστοριά τον τελευταίο χρόνο, η δημιουργία πώς ήτανε για σένα; Τι ξεκίνησες;

Α.Γ.:

Η επιστροφή μου συνέπεσε περίπου με τον κορονοϊό, εκεί κοντά, ήταν μια πρωτόγνωρη, ας πούμε, εμπειρία...

Κ.Μ.:

Η τέχνη, ‘ντάξει, ήταν η πρώτη που δυσκολεύτηκε, από τα επαγγέλματα, εννοώ...

Α.Γ.:

Ναι, πολύ, πολύ δύσκολη περίοδο για όλους, ναι. Φεύγοντας από το νησί, είχα ήδη στις αποσκευές μου έναν ολόκληρο δίσκο, δηλαδή είχα σχέδια ήδη. Ήμουν προετοιμασμένος για κάποια πράγματα. Αυτό που έλεγα πριν, ότι είχα σκύψει σε αρκετές ανατολικές μουσικές και στον ethnic κόσμο, στη world μουσική, όλο αυτό μου έφερε ένα δίσκο, αλλά εκεί συνειδητοποίησα, Κατερίνα, και κάτι ακόμα, ότι όσες και να ’ναι οι επιρροές, τα εξωτερικά σου, ας πούμε, ερεθίσματα, οι άνθρωποι που θα ’ρθείς σε επαφή, τα βιβλία που θα διαβάσεις, τα ταξίδια σου, οι καινούργιες κουλτούρες, αυτό που είναι μέσα σου βαθιά βαλμένο σα ρίζα, έχει το πιο ισχυρό κλωνάρι και έχει την πιο δυνατή θέση στον εαυτό σου. Επομένως, προέκυψε ένας καινούργιος δίσκος με πολλά ethnic στοιχεία και επιρροές, παρόλα αυτά, ξεπήδησαν πάλι, μέσα σε όλη αυτή την παλέτα, οι μουσικές από τα Βαλκάνια, η παράδοση της περιοχής μας και δημιουργήθηκε ένα, έτσι, ψηφιδωτό ήχων και εικόνων στο νέο άλμπουμ, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε περίπου ένα μήνα από τώρα και μου έδωσε να καταλάβω για ακόμα μια φορά πώς λειτουργεί ο εαυτός, ποιος είμαι εγώ ακόμα λίγο περισσότερο... Και προς ολοταχώς για αυτό το νέο ταξίδι.

Κ.Μ.:

Ωραία. Να πούμε λίγο για το Φεστιβάλ Γράμμου, που κι αυτό είναι κάτι, έτσι, ένα παρακλάδι, είναι κι αυτό, ανήκει στον πολιτισμό...

Α.Γ.:

Να πούμε για το Φεστιβάλ Γράμμου, ναι. Πριν από τρία χρόνια περίπου είχα τοποθετηθεί δημόσια για τα πολιτιστικά δρώμενα στην περιοχή και περισσότερο για το Νεστόριο, μιας και η καταγωγή της μητέρας μου είναι από κει και το αγαπάω πολύ το μέρος. Στο Νεστόριο πραγματοποιείται κάθε χρόνο το γνωστό «River Party», ένα κατασκηνωτικό φεστιβάλ, μουσικό. Είχα τοποθετηθεί δημόσια και ε[00:50:00]ίχα, είχα ισχυριστεί ότι τα φεστιβάλ είναι ζωντανοί οργανισμοί και πρέπει να εξελίσσονται μέσα στο χρόνο, να μη μένουνε ακίνητα. Και είχα χτυπήσει, ας πούμε, το καμπανάκι για την εμπορική στροφή του φεστιβάλ και την πλήρη εμπορικοποίηση των δομών του, ας πούμε, γιατί, κακά τα ψέματα, η εποχή έχει στρέψει όλο της το ενδιαφέρον προς την κερδοφορία. Ό,τι συμβαίνει γίνεται με γνώμονα το κέρδος, αλλά αυτό έχει ένα κόστος, χάνουμε λίγο την ελευθεριότητα των πραγμάτων. Αυτό το άρθρο έγινε αφορμή για να ξεκινήσει μία συζήτηση με τους ανθρώπους του Δήμου εκεί. Με κάλεσαν μια μέρα, ο δήμαρχος, ο κύριος Γκοσλιόπουλος, και μου είπε ότι θα ήθελε, ας πούμε, τη συμβολή μου στο να δημιουργήσουμε μια νέα πολιτιστική, ένα νέο πολιτιστικό μοντέλο για την επόμενη μέρα του «River Party», αλλά γενικότερα και για τη θεσμοθέτηση κάποιων πραγμάτων σχετικά με τον πολιτισμό στην περιοχή. Η περιοχή έχει τρομερά πλεονεκτήματα, είναι ο Γράμμος το βουνό, είναι το ποτάμι, το Νεστόριο έχει μια ιστορικότητα, ας πούμε, πέρα και από το «River Party»... Και μου ζητήθηκε να εργαστώ πάνω στο κομμάτι αυτό, μιας και είμαι πάρα πολλά χρόνια στις παραγωγές, μέσα στον χώρο τον μουσικό. Και έτσι, ξεκίνησα να σχεδιάζω ένα πολιτιστικό μοντέλο που το φαντάστηκα, έτσι, ως ένα πολυθεματικό φεστιβάλ τρίμηνης διάρκειας, για ν’ απλώσουμε και να διασπείρουμε τις εκδηλώσεις σε όλη την κοινότητα, σ’ όλες τις κοινότητες του Δήμου Νεστορίου. Δηλαδή, οραματίστηκα μια πολιτιστική αποκέντρωση με δρώμενα από όλο το φάσμα των τεχνών, με χορό, θέατρο, μουσική, εκθέσεις, εργαστήρια ό,τι μπορείς να... Κινηματογράφο και τα λοιπά. Το βάλαμε σε λειτουργία από το 2020 και είναι η τρίτη χρονιά, που πριν λίγες μέρες τελείωσε. Είμαστε αρκετά ευχαριστημένοι, είναι μια καινούργια φιλόδοξη προσπάθεια, πέτυχε εν μέρει τους στόχους του, αρχικά. Θέσαμε και το «River Party» σε επαναλειτουργία, γιατί πέρασε κι αυτό το διάστημα του κορονοϊού, αλλά και μια περίοδο καμπής, ας πούμε. Και έτσι, από το 2020 μέχρι σήμερα, είμαι και ο καλλιτεχνικός επιμελητής του Φεστιβάλ Γράμμου και πιστεύω ότι αυτό το πράγμα, για όσο είμαι εγώ στο τιμόνι του Φεστιβάλ, έχω, έτσι, προσδοκίες, έχω όνειρα και σχέδια για κάτι που μπορεί να ωφελήσει και τον τόπο και το βουνό, αλλά και όλη την περιοχή, και την Καστοριά. Είναι ένα ζήτημα, ας πούμε, πολιτιστικής διαχείρισης γενικά λεπτό και αφορά αρκετά πράγματα... Αγωνιζόμαστε για την εύρεση κονδυλίων, όλα αυτά που... Και έτσι, το φεστιβάλ με αναγκάζει να είμαι backstage και η τραγουδοποιία frontstage.

Κ.Μ.:

Ωραία. Τώρα, θέλω λίγο να σε ρωτήσω, ορμώμενη, έτσι, από την επικαιρότητα, απ’ όλα αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό, τα πολύ δύσκολα. Πώς αυτά επηρεάζουν έναν άνθρωπο; Δεν θα πω μόνο στην τραγουδοποιία, γενικά στα ερεθίσματά του. Τις κεραίας πώς τις επηρεάζουν; Επηρεάζονται οι καλλιτέχνες; Φυσικά, φαντάζομαι.

Α.Γ.:

Οπωσδήποτε επηρεάζονται, βέβαια. Δε γίνεται να μείνεις αμέτοχος. Υπάρχει μία καθιερωμένη εικόνα για έναν καλλιτέχνη ότι ζει αποκομμένος και στον κόσμο του, κάθεται σ’ ένα γραφείο, σ’ ένα στούντιο, ότι γράφει, ότι είναι ένας κοσμοκαλόγερος, ας πούμε. Εγώ και διαφωνώ με αυτή τη στάση, γιατί κάποιοι όντως την κρατάνε, αλλά και για μένα δεν ισχύει ως επί το πλείστον. Ένας δημιουργός είναι μες στην κοινωνία, ανακατεύεται δηλαδή και με το σανό, με τον πηλό, με όλα. Πλάθεται κι αυτός μέσα στα πράγματα. Έτσι αντλεί. Και όταν έχεις οξεία παρατήρηση σαν άνθρωπος, σαν δημιουργός, όλα αυτά που συλλέγεις τι είναι; Είναι το υλικό σου, είναι τα αποκόμματα, σα να τα κολλάς στον τοίχο, χαρτάκια, σημειώσεις, και όλο αυτό να φτιάχνει μετά ένα έργο. Ο Borges έλεγε, ο Λατίνος, ότι όλη του τη ζωή ένας δημιουργός μαζεύει αποκόμματα, πραγματάκια, αντικείμενα, μνήμες, ιστορίες, εμπειρίες ταξίδια, ώσπου όταν τα τοποθετήσει αυτά όλα το ένα μαζί με τ’ άλλο φτιάχνουν το πρόσωπό του, φτιάχνουν το πορτραίτο του. Επομένως, όχι μόνο δεν είμαστε αμέτοχοι, αλλά η βασική μας ύλη είναι η κοινωνία. Και τώρα, βέβαια, μπορεί ένας δημιουργός να... Να μην πω «θα προφητέψει», ακούγεται λίγο βαρύ, αλλά μπορεί να αντιληφθεί εκ των προτέρων κάποιες μεταβολές και να τις αποτυπώσει στο έργο του, μπορεί να λειτουργήσει μέσα στο παρόν περιγράφοντας το σήμερα, πράγμα το οποίο το θεωρώ αρκετά δύσκολο. Ή μπορεί να μιλήσει και για το παρελθόν. Και από δω να σου πω και δύο πράγματα για την έμπνευση, ας πούμε, που λένε, απ’ όλα αυτά τα στοιχεία. Συλλέγοντας όλα αυτά απ’ την κοινωνία και τους μετασχηματισμούς της κάτι που πυροδοτεί, ας πούμε, το να ξεκινήσεις ένα έργο, αυτό είναι σαν την έμπνευση, έτσι, είναι κάτι χαοτικό. Ό,τι συμβαίνει έξω, το παίρνεις, το ψαρεύεις και μετά μεταβολίζεται αυτό και γίνεται τέχνη.

Κ.Μ.:

Απ’ όλα αυτά που έχεις δημιουργήσει, από τις συνεργασίες που είχες όλα αυτά τα χρόνια υπάρχει, μπορείς να ξεχωρίζεις κάποια για κάποιο λόγο; Καλά, όλα συνθέτουν εσένα, αλλά υπάρχει κάτι που ξεχωρίζεις;

Α.Γ.:

Να σου πω, είναι ό,τι φτιάχνει ένας άνθρωπος, είναι σα να είναι παιδί του. Έχω κάνει μέχρι σήμερα τρεις-τέσσερις δουλειές δισκογραφικές, δικές μου και άλλων, τρία-τέσσερα βιβλία, έχω επιμεληθεί εκδόσεις... Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι, γιατί κάθε ένα απ’ αυτά αντιπροσωπεύει μια περίοδο της ζωής μου συγκεκριμένη, με γυρίζει πίσω σε πράγματα, σε μνήμες και δεν ξέρω, πραγματικά, αν έχει νόημα να βάζουμε, να βάλουμε στη ζυγαριά... Εξάλλου, την ερμηνεία και, αξιολογικά, τα έργα είναι προτιμότερο να τα φτιάξουνε οι αποδέκτες. Δηλαδή, πιο πολύ με ενδιαφέρει πώς θα ξεκλειδώσουνε ένα βιβλίο μου ή ένα τραγούδι οι άνθρωποι που θα έρθουν σε επαφή. Έχει αυτό έχει πλάκα, ας πούμε, το σημείο, να έρχονται να σου λένε πράγματα για ένα τραγούδι, τα οποία ούτε καν...

Κ.Μ.:

Δεν σου ’χουν περάσει απ’ το μυαλό...

Α.Γ.:

Δε μου ‘χουν περάσει απ’ το μυαλό ότι ήθελες εσύ να πεις αυτό το πράγμα.

Κ.Μ.:

Αυτό, έτσι, μου δημιουργείται τώρα αυτή η ερώτηση. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό το πράγμα, ότι μπορεί να προκαλέσεις συναισθήματα, ερεθίσματα σ’ έναν άνθρωπο ακούγοντας τη μουσική σου, διαβάζοντας το βιβλίο σου, διαβάζοντας το στοίχο σου;

Α.Γ.:

Μέσα στα χρόνια, κατάλαβα το εξής, ότι τα έργα γενικά πρέπει να είναι χρήσιμα, να βοηθάνε, να κρατάνε παρέα. Την ώρα που εσύ διαβάζεις πίνεις τον καφέ σου, αν ακούσεις ένα τραγούδι κάποιου, να είναι μια συντροφιά για σένα. Να κρατηθείς σε κάποια δύσκολη στιγμή ή να σε συντροφεύσει σε μια ωραία σου στιγμή. Ή να σε προβληματίσει, να σου δημιουργήσει, να ανοίξει μια συζήτηση. Άρα πρέπει να έχουν μια χρηστική, έχει μια χρηστική σχέ[01:00:00]ση. Και να σε ψυχαγωγήσει, φυσικά, έτσι; Όταν πρωτοέγραφα, πρωτοξεκίνησα να γράφω τραγούδια, νόμιζα ότι πρέπει να αρέσουν τα τραγούδια και αν είχα αρνητική, ας πούμε, κριτική, έλεγα: «Γιατί δεν αρέσουν;». Με την έννοια ότι όχι ότι είναι όλα καλά αυτά που κάνω, γιατί δεν είναι. Πολλά είναι κακοτεχνίες –κάνουμε και κακοτεχνίες, έτσι;–, αλλά για να το εξηγήσω... Εγώ, σαν ακροατής, μπορεί ν’ ακούσω ένα τραγούδι μία μέρα να μου περάσει απαρατήρητο και μετά από ένα χρόνο να το ξανακούσω και να πω: «Μα τι ωραίο τραγούδι είναι αυτό!», και να μου δημιουργήσει τόσες εικόνες και συναισθήματα και σκέψεις. Πολλές φορές, λοιπόν, η λειτουργία ενός έργου συμβαίνει ετεροχρονισμένα, δηλαδή. Μπορεί ένα τραγούδι να συναντήσει έναν ακροατή μετά από πάρα πολλά χρόνια, γιατί τότε μπορεί να του είναι χρήσιμο. Σε άλλη περίοδο της ζωής του δεν φάνηκε χρήσιμο, άρα έχει να κάνει με τη λειτουργία του τραγουδιού και πόσο έτοιμος είναι εκείνη τη στιγμή κι ο αποδέκτης. Μπορεί ένας άνθρωπος να φτιάξει σπουδαίο έργο και να περάσει απαρατήρητο, γιατί η εποχή εκείνο το διάστημα, η κοινωνία εκείνο το διάστημα, πραγματικά, δεν το έχει ανάγκη.

Κ.Μ.:

Και είναι και υποκειμενικό τελείως, σίγουρα...

Α.Γ.:

Υπάρχει και η υποκειμενικότητα, βέβαια, έτσι; Καθένας μας έχει διαφορετικό ορίζοντα προσδοκιών. Το ότι εσένα μπορεί να μη σε αφορά η μουσική μου είναι δεδομένο ή μπορεί να σε αφορά, γιατί εσύ είσαι και ένας άλλος άνθρωπος φτιαγμένος από άλλα υλικά. Αλλά το πιο ωραίο είναι να μας φέρνει κοντά όλο αυτό και να μπλέκουμε, γιατί ο άνθρωπος σε πάει παρακάτω.

Κ.Μ.:

Προσλαμβάνουσες εσύ από καλλιτέχνες ή από μουσικές που μπορείς να αναφέρεις;

Α.Γ.:

Προσλαμβάνουσες...

Κ.Μ.:

Επιρροές.

Α.Γ.:

Επιρροές, ναι. Όπως είπα νωρίτερα, σίγουρα παίζουν, παίξαν και παίζουν ακόμα μέσα μου, μεγάλο ρόλο οι μουσικές των Βαλκανίων, οι μουσικές του δρόμου, οι μπάντες του δρόμου που έχουμε κι εδώ στην Καστοριά, αυτός ο ήχος, ο –αν θέλεις– ο λίγο ακατέργαστο... Οι τσιγγάνικες ορχήστρες πάρα πολύ, που είναι βιώματα για μας, οι παραδοσιακές ορχήστρες σίγουρα. Οι ήχοι από την Ήπειρο, γιατί ο πατέρας μου είναι από τα Γιάννενα και έχω έντονα στα αυτιά μου τα ηπειρωτικά πανηγύρια. Σίγουρα, η δυτική μουσική με την έννοια ότι όλοι ακούσαμε τους δίσκους από το ροκ και την τάση της εποχής... Μου αρέσει πάρα πολύ η κινηματογραφική μουσική, τα soundtracks. Ένα σημείο της ζωής μου, ας πούμε, άκουγα πάρα πολύ μινιμαλιστές συνθέτες, όπως είναι Wim Mertens, ο Philip Glass, που έχουνε γράψει για κινηματογράφο. Ο Philip Glass ειδικά. Και σαν ακροατής, ανακαλύπτεις ότι εξελίσσεις κι αλλάζεις. Ακούσαμε και ρεμπέτικα στο σπίτι, παλιά, είχαμε και δίσκους του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου, του Χατζηδάκι, αλλά πέτυχα και δίσκους του Leonard Cohen, του Tom Waits... Ενθουσιάστηκα με τις μουσικές του Bregovic και τον τρόπο που αξιοποίησε την προίκα της τσιγγάνικης, ας πούμε, παράδοσης. Μου αρέσει πολύ η τζαζ που συμβαίνει ανά τον κόσμο και η γαλλική σκηνή. Τελευταία, άκουσα πάρα πολύ μουσική απ’ τη Μέση Ανατολή, απ’ το Λίβανο, ας πούμε. Αλλά η ρίζα είναι πάλι το πιο δυνατό κλωνάρι.

Κ.Μ.:

Ναι. Έλληνας δημιουργός που αγαπάς να ακούς;

Α.Γ.:

Εντάξει, είναι αρκετοί. Η κυριότερη αναφορά μου είναι το έντεχνο τραγούδι. Θα έλεγα ότι μ’ αυτό, ας πούμε, ανδρώθηκα μουσικά και είναι αυτό που ταιριάζει περισσότερο σε μένα μιας και αξιοποιεί κάπως τον ποιητικό λόγο. Έχουμε στην Ελλάδα σπουδαίες περιπτώσεις και τραγουδοποιών και συνθετών. Θα έλεγα ότι σίγουρα ότι Τσιτσάνης, ο Χατζηδάκις μάς έχουν καθορίσει, ο Σαββόπουλος. Αργότερα, νιώσαμε η γένια μου ένα πολύ έντονο σκίρτημα, ας πούμε, με τους αδελφούς Κατσιμίχα. Ήτανε για μας, ήτανε μία φοβερή ονειροπόληση μέσα στα κοινωνικά, ας πούμε, συμφραζόμενα. Ο Πετρολούκας Χαλκιάς, ο τεράστιος κλαρινίστας της Ηπείρου, ο Goran Bregovic, όπως πρωτοείπα. Όλοι αυτοί. Θα δώσω περισσότερο βάση στους μουσικούς του δρόμου, στις μπάντες του δρόμου, γιατί εκεί ακούς λίγο... Σαν ν’ ακούς μουσική απ’ το στέρνο του άλλου, απ’ τα σπλάχνα του. Είναι πρωτόλειο, δηλαδή, επειδή είναι ακατέργαστου, σαν ν’ ακούς τη ρίζα, σαν ν’ ακούς το νεράκι να τρέχει δίπλα απ’ το χώμα εκεί. Αυτό με απασχολεί πάρα πολύ.

Κ.Μ.:

Επειδή σε ρώτησα για Έλληνες δημιουργούς, θεωρείς ότι ένας δημιουργός είτε συνθέτης, είτε στιχουργός, είτε είναι τραγουδιστής, πρέπει να έχει άποψη και να τη γνωστοποιεί;

Α.Γ.:

Εννοείς να τοποθετείται και πολιτικά ακόμα, έτσι;

Κ.Μ.:

Να κρίνει.

Α.Γ.:

Πολιτική τοποθέτηση έχουμε όλοι μας, ούτως ή άλλως. Ο τρόπος συμπεριφοράς μας, ο τρόπος ζωής μας, ο τρόπος που τοποθετούμαστε μες την κοινωνία, οι πράξεις μας, οι σχέσεις μας, οι δοσοληψίες που έχουμε με τους ανθρώπους μάς χαρακτηρίζουν, χαρακτηρίζουν το ποιόν μας. Μας χαρακτηρίζουν ως πολιτικά όντα. Αυτή είναι η πολιτική μας τοποθέτηση, έτσι κι αλλιώς. Δηλαδή, δε χρειάζεται να είσαι καθημερινολόγος του Facebook για να καταλάβει ο άλλος ποια είναι η πολιτική σου τοποθέτηση.

Κ.Μ.:

Μιας και είναι και της εποχής...

Α.Γ.:

Ναι, μιας και είναι και της εποχής η καφενειακή συζήτηση στο διαδίκτυο. Επομένως, δε χρειάζεται να– Μπορεί κάποιος, βέβαια, να καταθέσει μια άποψη, γιατί όχι, αλλά η πολιτική του στάση είναι και η ίδια του η συμπεριφορά, το έργο του επίσης. Το έργο του είναι το ηθικό του και το πολιτικό του αποτύπωμα. Ο Ραφαηλίδης, ο συγγραφέας, έλεγε ότι η ηθική είναι αισθητική, έτσι; Άρα είμαστε πολιτικά όντα. Και μάλιστα, η ιδιότητα του πολίτη, που έχουμε όλοι μας, είναι πιο ιερή απ’ αυτή, απ’ την ιδιότητα ενός πολιτευτή, ενός ανθρώπου που ανακατεύεται, εν πάση περιπτώσει, με κάποιον τρόπο. Γιατί; Γιατί εμείς, Κατερίνα, περπατάμε στα στενά, στα σοκάκια, μυρίζουμε τις γειτονιές, αφουγκραζόμαστε τον πολίτη, ζούμε τις πόλεις μας...

Α.Γ.:

Συναναστρεφόμαστε...

Κ.Μ.:

Συναναστρεφόμαστε. Εμείς κουβαλάμε τις πόλεις στις πλάτες μας. Ο πολιτικός είναι εντολοδόχος της δικής μας βούλησης άσχετα αν έχουμε –πώς να σ’ το πω–, έχουμε καταστρέψει, ας πούμε, αυτές τις...

Κ.Μ.:

Μα είναι δικές μας επιλογές, ούτως ή άλλως, δηλαδή αυτό, αυτό είναι το... Αυτό φαίνεται.

Α.Γ.:

Τώρα, από κει και πέρα, πέρα απ’ αυτό, δηλαδή, εκεί φαίνεται φανερά η πολιτική σου τοποθέτηση. Καμιά φορά, επειδή δε συνηθίζω, έτσι, να κάνω αναρτήσεις, γιατί τα social media και αυτά είναι λίγο, έτσι, φωνακλάδικες, νομίζω ότι μπαίνω σ’ ένα καφενείο και όλοι φωνάζουν. Παρόλα αυτά, ναι, δεν είναι κακό κάποιος να εκφράσει και μια πολιτική θέση κάποια στιγμή.

Κ.Μ.:

Ναι ή να το εκθέσει και να είναι έτοιμος να δεχτεί και το αρνητικό σχόλιο...

Α.Γ.:

Ναι, οπωσδήποτε...

Κ.Μ.:

Και το θετικό, όπως και στο έργο σας.

Α.Γ.:

Βέβαια, η κριτική είναι μέρος της δουλειάς και της ζωής, έτσι; Δεν θα διαφωνήσει... Δε μου αρέσει το δόντι που στάζει αίμα, όμως, και σε περιμένει στη γωνία... Αυτό δεν δημιουργεί, δεν ωφελεί το διάλογο. Από την άλλη, τώρα υπάρχει και μια άλλη παράμετρος, να πολιτικοποιηθεί εντελώς ο δημιουργός και να δέσει το έργο του πίσω από το άρμα μιας ιδεολογίας. Αυτό κατ’ εμέ δεν μπορεί να συμβαίνει σε έναν δημιο[01:10:00]υργό, είναι οξύμωρο, είναι αντίθετο με τη φύση της ίδιας της τέχνης. Δεν μπορείς να δένεσαι από το άρμα οποιουδήποτε «-ισμού»...

Κ.Μ.:

Και κάπως λίγο διχάζει...

Α.Γ.:

Και κάπως λίγο διχάζει, ναι, και δημιουργείς οπαδούς. Είναι επικίνδυνο να δημιουργήσεις οπαδούς. Ο οπαδός είναι επιζήμιος και για τον δημιουργό και για τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι ωραίο να δημιουργείς συνοδοιπόρους σαν καλλιτέχνης.

Κ.Μ.:

Τώρα, λίγο προς το τέλος, να πούμε, έτσι, για την Καστοριά. Ψάχνοντας λίγο, είδα ότι συνέβαλες στην έκδοση μίας μουσικής αστικής παράδοσης;

Α.Γ.:

Ναι. Το 2012, αν θυμάμαι καλά, ο σύλλογος «Μύηση» πήρε την πρωτοβουλία να συλλέξει υλικό από παλαιές ηχογραφήσεις, από παλιά καστοριανά τραγούδια και να φτιάξει μία έκδοση με την αστική μας μουσική παράδοση. Καταρχάς, να πω ότι θεωρώ την έκδοση αυτή ένα αριστούργημα για την πόλη, μία τεράστια προίκα είναι που δεν έχει αξιοποιηθεί όπως πρέπει, δηλαδή. Το λέω, γιατί τέτοιες δουλειές πρέπει ο κάθε δήμος να τις βγάζει προς τα έξω. Εκεί τι έγινε; Τα παιδιά της «Μύησης» βρήκαν παλιούς Καστοριανούς, ηλικιωμένους, τους βάλαν να τραγουδήσουν τα παλιά καστοριανά όπως τα θυμόταν αυτοί, πήραν τις πρωτότυπες, ας πούμε, αυτές ηχογραφήσεις και μετά πήγαμε στο στούντιο –είχα μια μικρή επιμέλεια, ναι, εκεί πέρα– για να ηχογραφήσουμε εκ νέου τα καστοριανά με παραδοσιακές ορχήστρες και έτσι δημιουργήθηκε ένας κύκλος, νομίζω, δεκαέξι τραγουδιών και καλέσαμε και κάποιους ανθρώπους επιφανείς, ας πούμε, του χώρου, ο Μανώλης ο Μητσιάς, ο Νίκος Ζιώγαλας, ο Σταύρος ο Σιόλας, η Αρετή Κετιμέ και κάποιοι άλλοι Καστοριανοί φίλοι, είπαμε κι από ένα τραγούδι... Και βγήκε αυτή η έκδοση «Κίνησαν τα καράβια τα Καστοριανά».

Κ.Μ.:

Από κάλαντα μέχρι παραδοσιακά τραγούδια;

Α.Γ.:

Ναι, από κάλαντα μέχρι παραδοσιακά τραγούδια, αυτά που ακούγονται στο καρναβάλι, και κάποιες συνθέσεις, ορχηστρικά μέσα... Και υπάρχει κι ένα βαλς εκεί το «Παντεσπάντι», ένα βαλς ευρωπαϊκό. Και αυτό, έτσι, είναι ένα σχόλιο για να ξέρουμε ότι υπήρχε και υπάρχει πάντα η πολιτισμική ανταλλαγή, το ευρωπαϊκό βαλς από κάπου ήρθε εδώ, από αυτούς, τους γουνεμπόρους μάλλον, που πήγαιναν στην Ευρώπη και γύριζαν. Και καθιερώθηκε ως καστοριανό, αστικό τραγούδι. Άρα η παράδοση είναι κάτι κινητικό, μια κινητική έννοια, που ζυμώνεται μέσα στα χρόνια ερήμην μας, δεν μπορούμε, δεν ξέρουμε εμείς να την ορίσουμε ή να πούμε... Κι έτσι δημιουργήθηκε κι αυτό το έργο. Εύχομαι κι άλλα.

Κ.Μ.:

Ωραία πρωτοβουλία αυτή. Κι επειδή έχεις άποψη, πολιτιστικά η Καστοριά πώς αλλιώς μπορεί να εξελιχθεί. Δηλαδή αυτό, η διαφύλαξη της παράδοσης των τραγουδιών ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει...

Α.Γ.:

Ναι...

Κ.Μ.:

Τι άλλο μπορεί να γίνει; Να διασώσουμε τι; Στην τέχνη, στο κομμάτι της τέχνης, του πολιτισμού.

Α.Γ.:

Για την παράδοση που λες, είναι παράδοση, λένε, είναι αυτό που θα παραδώσουμε και όχι αυτό που μας παραδίδεται. Αυτό έχει την έννοια της κινητικότητας, έτσι. Τι άλλο μπορεί να γίνει... Καταρχάς, οι πόλεις που έχουνε πολύ έντονη ιστορικότητα και μια κληρονομιά, ας πούμε, όπως είναι η δική μας πόλη, η Καστοριά, έχουνε μια υποχρέωση να διαφυλάξουνε και να συντηρήσουν, ας πούμε, το πολιτιστικό απόθεμα. Χρειάζεται μία οργανωμένη κίνηση πολιτιστικής διαχείρισης και αξιοποίησης του πλούτου. Τι να πω; Χρειάζεται ένα βαθύ όραμα που ανθρώπους, από θεσμικούς κυρίως παράγοντες, και για τη διάσωση, αλλά και την προώθηση... Ξέρουμε, ας πούμε, το βυζαντινό μας χαρακτήρα, όλα αυτά είναι γνωστά. Και προπαντός, θα έλεγα να μην πέσουμε στην παγίδα της τουριστικοποίησης της πόλης. Επειδή το βλέπουμε συνέχεια και επειδή είναι έτσι η εποχή, τρέχει πολύ γρήγορα και θέλει να διογκώνει και τα κέρδη και την επισκεψιμότητα και όλα αυτά, όλα τα οφέλη, θέλει να τα διογκώνει... Χρειάζεται μία ήπια παρέμβαση και μία διαχείριση μετρημένη, έτσι ώστε η πόλη να είναι όντως ένας πόλος επισκεπτών, έχοντας, όμως, προνοήσει για το πολιτιστικό της προϊόν και για την ανάδειξή του, έχοντας δημιουργήσει νέες πολιτιστικές δομές, νέους πολιτιστικούς χώρους, δίνοντας το παράδειγμα, ας πούμε, για την αξιοποίηση. Πιστεύω ότι η Καστοριά δεν– Το έχει κάνει αυτό σ’ ένα 20%. Έχουμε πολύ μεγάλο περιθώριο σ’ αυτό το κομμάτι βελτίωσης των πραγμάτων.

Κ.Μ.:

Το μέλλον σου, το κοντινό, το αύριο, τι προσδοκάς από αυτό;

Α.Γ.:

Τα σχέδια, έτσι; Πολλές φορές, τα σχέδια ανατρέπονται και ούτε κι εμείς ξέρουμε τι θα γίνει. Είναι ωραίο που πάντα τα τραγούδια μού έρχονται ως εκπλήξεις. Δηλαδή, να σου δώσω ένα παράδειγμα, αυτή τη στιγμή δεν έχω τραγούδια στο συρτάρι μου και ονειρεύομαι, αναρωτιέμαι μάλλον πώς θα είναι το επόμενο τραγούδι που θα γράψω. Αυτό είναι μία πολύ ωραία, είναι πολύ ωραίο αίσθημα, έτσι, μια πολύ ωραία...

Κ.Μ.:

Προσδοκία...

Α.Γ.:

Προσδοκία, πώς να το πω. Τώρα, τα σχέδια είναι οπωσδήποτε να βγούμε για συναυλίες με τη μπάντα μου, για να τραγουδήσουμε το καινούργιο υλικό. Θα κυκλοφορήσει «Ο τζίτζικας» από αρχές του νέου έτους, έχω κάποια φιλόδοξα σχέδια, επίσης, για το Φεστιβάλ Γράμμου για την επόμενη χρονιά και γίνεται και μία συζήτηση –μιας και μου το ρώτησες– για την Καστοριά, μου ζητήθηκε η συμβολή μου και η άποψή μου για κάποια θέματα. Αν εισακουστούν, ελπίζω να μπορέσουμε να κινήσουμε λίγο τα πράγματα, τα νήματα, και για να γίνουν και κάποια πράγματα περισσότερα στην πόλη, δημιουργώντας χώρο και για τη νέα γενιά και κρατώντας και ανθρώπους στον τόπο τους να δραστηριοποιηθούν.

Κ.Μ.:

Αλέξη, ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο και για τη διάθεση. Να ευχηθώ κάθε επιτυχία σε όλους αυτούς τους τομείς.

Α.Γ.:

Κι εγώ σε ευχαριστώ, Κατερίνα. Ευχαριστώ και το Istorima, μια πολύ ωραία πρωτοβουλία. Είμαστε οι ιστορίες μας και οι ιστορίες των άλλων. «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», που έλεγε και ο ποιητής, «κι εμείς είμαστε οι πράξεις μας, αλλά και οι πράξεις των άλλων». Καλώς να συναντηθούμε ξανά.