Ελένη Κουσίδου: Οι αναμνήσεις και η επαγγελματική πορεία μίας κομμώτριας από τη Μεσοποταμία Καστοριάς
[00:00:00]Λοιπόν, καλημέρα. Eίναι Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023 είμαι με την Κουσίδου Ελένη στην Καστοριά, ονομάζομαι Ζυμπίδου Παρέση, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Καλημέρα, Ελένη.
Καλημέρα.
Θες να μου πεις μερικά λόγια για σένα; Πότε γεννήθηκες, πού μεγάλωσες;
Ναι, γεννήθηκα εδώ στη Μεσοποταμία, στο πατρικό μου κιόλας σπίτι 06/06 του '74. Για τους γονείς μου; Η μαμά μου Ιωάννα, ο μπαμπάς μου Γεώργιος, είμαι το τρίτο παιδί. Τα δυο μου αδέρφια είναι λίγο πιο μεγάλα από μένα και είναι αγόρια. Έχουμε διαφορά κάνα χρόνο είμαστε, σαν τρίδυμα, σκέψου. Μεγάλωσα στο πατρικό μου, είχαμε και μια γιαγιά στο σπίτι. Ωραία χρόνια. Ωραίες αναμνήσεις παιδικές, δύσκολα χρόνια, δεν ήτανε και πολύ λειτουργικό το σπιτάκι μας. Σκέψου ότι η τουαλέτα ήτανε έξω στον κήπο, στα 200 μέτρα περίπου από το σπίτι. Κουζίνα δεν υπήρχε μέσα, πολύ αργότερα έγινε αυτό. Μπάνιο δεν είχαμε. Για να μας κάνει η μαμά μπάνιο, σκέψου, είχαμε ένα κουζινάκι, έτσι, στην πίσω αυλή, η οποία κάθε Σαββάτο μάζευε και τα τρία της τα παιδάκια, έβαζε μία σκάφη, μας έπλενε εκεί, μας τοποθετούσε στον καναπέ με τη σειρά, και όλους μαζί μετά μας φόρτωνε και μας πήγαινε πάνω στο σπίτι. Ταλαιπωρημένοι κι αυτή, έτσι; Αφού θυμάμαι ένα σκηνικό την ώρα που μας είχε έτσι φορτωμένους όλους μαζί και πήγαινε να ανέβει τις σκάλες, πέφτει η καημένη και φεύγουμε όλοι, ο ένας από εδώ, ένας από εκεί, στα σκαλιά. Μας μάζευε μετά. Τι άλλο; Ωραία, πολύ ωραία ήτανε παρ' όλα αυτά. Ήρωας η μαμά. Ο μπαμπάς δούλευε κι εκείνος, ήτανε... στη γούνα δουλεύανε και οι δυο βέβαια. Και είχαμε ένα εργαστήριο πάλι εκεί, στην αυλή μας, έναν χώρο. Όλοι μαζί ήμασταν στην ουσία. Τι άλλο να σου πω;
Πόσα άτομα ζούσατε μες στο σπίτι; Γιατί είπες ότι ήτανε μικρό το σπίτι;
Το σπίτι δεν ήτανε μικρό, μεγάλο ήτανε, απλώς ήτανε φτωχικό, ρε παιδί μου, δεν είχε ανέσεις. Ήμασταν έξι άτομα. Η γιαγιά, ο μπαμπάς, η μαμά κι εμείς τα τρία αδέρφια. Αγαπημένα αδέρφια, πολύ δεμένοι, η μαμά μου μας είχε... ήτανε πάντα δίκαια. Δηλαδή, δεν ξεχώριζε κανέναν, μας είχε μάθει να μοιραζόμαστε. Δηλαδή, σκέψου, ο μεγάλος όταν πήγαινε στον παιδικό, εκείνα τα χρόνια τα παιδάκια τα δίνανε ένα κολατσιό, ένα κάτι γλυκό, μια σοκοφρέτα, κάτι. Και όταν ερχότανε στο σπίτι έπρεπε να το μοιραστούμε. Δεν έπρεπε να το φάει μόνος του, παρόλο που ήτανε δικό του. Και θυμάμαι που μας έβαζε πάνω στο τιζιάκι –τιζιάκι λεγότανε ένας πάγκος εργασίας που ο μπαμπάς έκοβε εκεί τις γούνες– και καθόμασταν εκεί πάνω και, ξέρεις, το 'κοβε αυτό στα τρία κομμάτια, για να φάμε και οι τρεις. Και όχι μόνο αυτό, σκέψου ότι μας είχε μάθει το σοκολατάκι, το πράσινο, η noisetta... δηλαδή αν κάποιος την κερνούσε τη μαμά κάπου οπουδήποτε, έπρεπε να το φέρεις στο σπίτι και να το μοιράσει διά τρία. Και τώρα, σκέψου, αυτή η noisetta να κοπεί στα τρία. Τι θα φάει ο καθένας; Αλλά, εντάξει, αυτό ήτανε, ρε παιδί μου, έτσι, νομίζω, πιο πολύ εκπαιδευτικό, για να μάθουμε να μοιραζόμαστε. Και να μην, ξέρεις, δώσεις στον έναν και δεν δώσεις στον άλλον και δημιουργηθεί και τίποτα, καμιά ζήλια μεταξύ μας. Ναι, ήτανε δίκαια. Η μαμά ήταν δίκαια.
Ήταν αυστηροί οι γονείς σου;
Αυστηροί... Αυστηροί δεν ήταν. Αλλά είχαν αρχές, ρε παιδί μου, κάποια πράγματα ήτανε στάνταρ. Δεν έπρεπε να το ξεπεράσουμε εμείς αυτό το όριο. Και το ξέραμε. Οπότε δεν θα πω ότι ήταν αυστηροί, ειδικά με μένα καθόλου. Γιατί; Δεν ξέρω, με είχαν και λίγο εμπιστοσύνη, ίσως επειδή είχα πιο μεγάλα αδέρφια και με πρόσεχαν; Αλλά ήμουνα καλά εγώ, δεν ξέρω αν οι μεγάλοι ήτανε πιο δύσκολα ή σε αυτούς ήτανε πιο αυστηροί. Σε μένα ήτανε πιο ελαστικοί, με αφήνανε, με αφήνανε, έτσι, ελεύθερη.
Οι γονείς σου δούλευαν γούνα στο σπίτι;
Ναι. Πολλά χρόνια. Και πολλή δουλειά. Τότε είχε και πάρα πολλή δουλειά. Η γούνα ήτανε στα όπα της. Είχαν, είχαν πολλή δουλειά. Ναι.
Στο σχολείο;
Στο σχολείο. Το σχολείο, το σχολείο πόσο διαφορετικό είναι με τα σημερινά παιδιά! Εμείς για να πάμε σχολείο έπρεπε να περπατήσουμε, όχι όπως τώρα, ξέρεις, με την τσαντούλα φορτωμένα, μ' τα αυτοκίνητα, τα πάνε, τα φέρνουν. Εμείς έπρεπε να περπατήσουμε. Και στο πήγαινε και στο έλα. Δεν είχαμε αυτά τα προνόμια που έχουν τώρα. Ωραία ήταν στο σχολείο, ωραία παιδικά χρόνια, τα παιδιά ήμασταν... δεν υπήρχε, ρε παιδί μου, τόσο η ζήλια, τόσο... Ήμασταν αγαπημένα παιδάκια. Ωραία σειρά.
Είχατε αυστηρούς;...
Δασκάλους; Εντάξει, δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό.
Πρόλαβες το δημοτικό το παλιό, ε;
Πρόλαβα το δημοτικό το παλιό, ναι. Στο δημοτικό δεν... Ήτανε, ήτανε τότε πολλά παιδάκια. Και εμείς δεν χωρούσαμε μέσα στο κτίριο του σχολείου. Και ήτανε μία αποθήκη και την είχανε διαμορφώσει για να γίνει δήθεν αίθουσα. Και κάναμε εκεί και δεν είχαμε τα θρανία αυτά τα κανονικά που έχουν τώρα τα παιδιά. Είχαμε αυτά τα πιο παλιά, φαίνεται, ήταν από πιο... στην αποθήκη αφού ήτανε, μάλλον αυτά ήταν... Και ήταν αυτά τα θρανία που ήτανε όλα μαζί, ξέρεις, σαν... που η θεσούλα ενώνεται με το μπροστά και σηκωνόταν, έτσι, το καπάκι από πάνω; Και είχαμε τέτοια θρανία. Ήτανε μια αίθουσα μικρή, είχαμε μια ξύλινη σόμπα εκεί στην άκρη. Εννοείται, αυτή η μικρή αίθουσα όταν άναβε αυτή η σόμπα γινόταν εκεί πέρα καμίνι, η αίθουσα. Άντε να μείνεις όρθιος και να παρακολουθήσεις! Τι; Κοιμόμασταν όρθιοι όλα τα παιδάκια. Αυτό δεν ήτανε για πολύ, ήτανε για, νομίζω, δύο χρονιές; Ύστερα μπορεί να τελειώσαμε και το σχολείο, δεν θυμάμαι. Και περάσαμε στο γυμνάσιο, που το γυμνάσιο τότε ήτανε που είχε γίνει η πρώτη τάξη γυμνασίου, δηλαδή όταν ξεκίνησε το γυμνάσιο, ήμασταν εμείς τα πρώτα παιδιά που κάναμε την πρώτη τάξη γυμνασίου εδώ, στο καινούργιο κτήριο. Κι έπρεπε να κάνουμε και τη μεταφορά των θρανίων. Και όταν ξεκίνησε η η χρονιά, εμείς τώρα θυμάμαι ότι παιδιά και δύο δύο παιδιά κουβαλούσαμε θρανία στο καινούργιο κτήριο. Έχει μια απόσταση τώρα αυτή, πόσο... μπορεί να είναι και ένα 700 μέτρα. Πολλή χαρά, γιατί καινούργιο κτίριο, καινούργιο σχολείο. Ωραία! Πολύ κρύο το σχολείο, δεν ζεσταινόταν με τίποτα. Ίσως επειδή ήταν η πρώτη χρονιά, αλλά νομίζω έτσι είναι και τώρα αυτό. Δεν έχουν κάνει κάτι γι' αυτό. Ωραία, ωραία χρόνια και του γυμνασίου, πάρα πολύ ωραία.
Γυμνάσιο, δηλαδή, λύκειο, στο χωριό;
Γυμνάσιο εδώ, λύκειο Νεστόριο. Ήμασταν τα τελευταία πάλι παιδιά που ήμασταν στην τάξη του λυκείου στο Νεστόριο. Εκεί πάλι ήτανε μια άλλη κατάσταση, γιατί τώρα φεύγεις από το χωριό σου τόσα χρόνια, να πας τώρα στο σχολείο, πού; Στο Νεστόριο που είναι 20 χιλιόμετρα μακριά. Και να μπούμε τώρα στη διαδικασία, καινούργια παιδιά, καινούργιο σχολείο, άλλο περιβάλλον. Μετά, εντάξει, τις πρώτες μέρες ήτανε απαίσια. Γιατί έλεγες, τώρα πώς θ' ανέβω στο λεωφορείο; Ποιοι θα 'ναι μέσα; Ποιοι θα μας δούνε; Πώς θα φτάσουμε εκεί; Πώς θα είναι; Στην πορεία αυτό άρχισε να αλλάζει και να γίνεται, έτσι, πιο παιχνιδιάρικο, γιατί γνωρίσαμε τα παιδιά απ' τα πάνω χωριά, όλη η διαδικασία του λεωφορείου είχε πολλή πλάκα, γιατί το πρωί ήμασταν άλλοι σαν κοτόπουλα, άλλοι μιλούσανε ακατάπαυστα, δεν σταματούσανε, άλλοι ήτανε... Είχε πλάκα το λεωφορείο, το λεωφορείο είχε πολλή... πολλή πλάκα.
Τι ώρα έπρεπε να ξεκινήσετε από δω, για να πάτε στο Νεστόριο;
Αυτό ήτανε πίκρα. Γιατί έπρεπε 08.00 η ώρα να φύγουμε από δω, που εγώ συνέχεια έχανα το λεωφορείο. Δηλαδή πάντα στα πέντε λεπτά εγώ έχανα το λεωφορείο. Και έπρεπε μετά να βρω έναν τρόπο να πάω εκεί. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος από το να ξυπνήσω ή τον αδερφό μου ή τον μπαμπά μου, ή μια φορά πέρασε ο ταχυδρόμος και με πήρε ο ταχυδρόμος. Και κάθομαι και σκέφτομαι και λέω, πόσο εμπιστοσύνη είχαμε στον κόσμο; Δηλαδή, αυτός ο άνθρωπος σταμάτησε και μου λέει: «Πάω Νεστόριο». Και λέω κι εγώ: «Ναι, κι εγώ εκεί θέλω να πάω». Κι εγώ απλά μπήκα σε ένα άγνωστο αυτοκίνητο και πήγα στο Νεστόριο. Χωρίς να ξέρω κανέναν. Ναι, αλλά είχαμε εμπιστοσύνη, ή δεν είχαμε φόβο, δεν ξέρω τι ακριβώς, ή μας φυλούσε ο Θεός.
Στην εφηβεία, που πας και στο Νεστόριο πλέον–
Ναι, στο Νεστόριο.
Άρχισες να βγαίνεις κι έξω στο χωριό; Είχε ζωή το χωριό;
Εδώ ή το Νεστόριο;
Εδώ.
Εδώ.
Να βγαίνεις έξω–
Είχε, τότε ξεκινήσαμε κι εμείς να βγαίνουμε. Τότε φτιάχνουμε και το πάρτι του σχολείου και πηγαίναμε, δηλαδή τα πάρτι γινόντουσαν και σε άλλα χωριά, όχι μόνο στο δικό μας, που ήτανε το πιο κεντρικό. Κάναμε και στο Νεστόριο και στα πάνω χωριά... Σαν τρελές περιμέναμε τα πάρτι, όχι ότι θα γινόταν κάτι, άλλα... Χαιρόμασταν χαιρόμασταν.
Τι πάρτι ήταν αυτά;
[00:10:00]Πάρτι τώρα, σκέψου, μουσική δεκαετία του '80, '90. '80 ίσως. Ωραία πάρτι. Μαζευόντουσαν, υποτίθεται, σε ένα μαγαζί, το... σαν να το κάναμε ρεζερβέ, και λέγαμε ότι είναι το πάρτι της δευτέρας λυκείου. Είχαμε είσοδο, όποιος ερχότανε πλήρωνε την είσοδό του, κι εμείς με αυτά τα χρήματα μαζεύαμε και να πάμε την εκδρομή, την πενταήμερη, ή ό,τι θέλαμε, τέλος πάντων, να κάνουμε.
Θυμάσαι μόδα εποχής;
Χάλια, χάλια! Τα μαλλιά, ήμασταν όλες με περμανάντ καταρχήν. Δηλαδή, αυτό το πράγμα ποιος το ξεκίνησε, δεν ξέρω. Ήμασταν όλοι σαν μπάλες. Κι αν κάποια είχε πιο πολλά μαλλιά, ήτανε μπάλα κανονική. Εγώ ήμουν μια μπάλα. Τι φορούσαμε; Βάτα. Υπήρχαν οι βάτες, τα στενά παντελόνια, που ήτανε φαρδιά πάνω, στενά κάτω, εντάξει, χάλια η μόδα, αλλά ήταν μόδα τότε.
Θυμάσαι αυτό πού μαθαίνετε ποια είναι η τάση της μόδας;
Όχι.
Και πώς ερχόταν στο χωριό αυτό;
Δεν ξέρω πώς το... Μάλλον απ' τις βιτρίνες. Πώς αλλιώς; Ναι, νομίζω απ' τις βιτρίνες. Ή όταν θα φορούσε κάποια κάτι, παίρναμε κι εμείς μάλλον το ανάλογο.
Αντιγραφή;
Αντιγραφή. Κάποια θα ήτανε πιο in στο σχολείο, που τη θαυμάζαμε όλοι και βλέπαμε πώς ντύνεται. Νομίζω, κάπως έτσι.
Με την Καστοριά είχατε επαφή, με την πόλη;
Όχι ιδιαίτερα. Εμείς ήμασταν τα παιδιά του χωριού. Αυτό, νομίζω, υπήρχε πολύ έντονα τότε στη δικιά μας εποχή. Γιατί τα παιδιά της πόλης δεν δεχόντουσαν εύκολα τα παιδιά του χωριού. Και όσα παιδιά τύχαινε να μην πάνε Νεστόριο και επέλεγαν να πάνε Καστοριά, νομίζω, τους είχανε λίγο στην απέξω, δηλαδή έπρεπε να κάνουν μεγάλη προσπάθεια, για να μπούνε στον δικό τους τον κύκλο. Και μπορεί να 'ναι και ακόμα, δεν ξέρω. Κράτησε πολλά χρόνια αυτό το πράγμα.
Δηλαδή, τι συμπεριφορές είχατε απ' την πόλη;
Εντάξει, εμείς δεν το νιώσαμε έντονα, γιατί εμείς δεν πολυβγαίναμε Καστοριά, αποφεύγαμε. Αλλά δεν μας δίναν σημασία. Αυτά ήταν τα παιδιά του χωριού. Ναι.
Γι' αυτό τα πάρτι τα κάνατε στα χωριά δηλαδή.
Ναι, δεν είχε περίπτωση να εισβάλουμε εμείς τώρα στην Καστοριά. Όχι. Ναι, αυτό ισχύει, νομίζω, μέχρι σήμερα, έτσι; Ναι, δεν ξέρω πώς είναι πλέον τώρα. Αλλά ήταν έντονο τότε, γιατί, σκέψου, τότε η γούνα ήτανε που ανέβαινε, όλοι οι νεόπλουτοι, όλοι το παίζανε λεφτάδες, δεν ξέρω τι, κι εμείς ήμασταν απλά τα παιδιά του χωριού. Που μπορεί εδώ πέρα να υπήρχαν πιο πολλοί... πιο πολύ χρήμα, αλλά, εντάξει, ήμασταν τα παιδιά του χωριού. Δεν θέλαμε να έχουμε επαφές. Εδώ ήμαστε μια χαρά. Έχουμε τον κύκλο μας, είχαμε την έκτασή μας, είχαμε τον κόσμο μας, είχαμε παιδιά, πολλά παιδιά.
Το χωριά ήταν και μεγάλο τότε, είχε...;
Πολλά παιδιά, ειδικά η δικιά μου γειτονιά, σκέψου, ήταν απ' τις παλιές γειτονιές της Μεσοποταμίας. Που είχαμε απίστευτα πολλά παιδιά. Πολλά παιδιά. Βγαίναμε έξω και γινότανε χαμός, δηλαδή, τι παιχνίδι, τι... παιχνίδια που εσείς μπορεί να μην τα γνωρίζετε ακόμα. Τζαμιά, λάστιχο... Ωραία. Ωραία χρόνια. Κι όλα αυτά τα παιδιά μετά, σκέψου, χτίσανε καινούργια σπίτια οι γονείς τους και όλοι φύγανε στην κάτω Μεσοποταμία, και μετά έμεινε... έμειναν λίγοι. Πολύ λίγοι πλέον εκεί.
Ήσουν καλή μαθήτρια;
Μέτρια, στο γυμνάσιο ήμουνα μέτρια. Και όσο περνούσανε τα χρόνια, γινόμουνα χειρότερη. Στα καλύτερα δεν πήγαινα, γιατί τότε ξεκίνησαν και οι πρώτοι έρωτες και πού μυαλό μετά; Και αντί να στρωθώ εγώ να διαβάζω, με φάγαν οι έρωτες.
Και τι έκανες επαγγελματικά μετά το λύκειο;
Επαγγελματικά μετά το λύκειο. Μετά το λύκειο... Κοίτα, σκέψου ότι στη δευτέρα λυκείου, εκεί είχα γνωρίσει τον πρώην άντρα μου. Και μ' αυτή... με αυτόνα ασχολιόμουνα τρία χρόνια. Όταν τελείωσα το σχολείο, πλέον δεν είχα δώσει ούτε Πανελλήνιες ούτε τίποτα, και δεν ήξερα και τι θα κάνω. Και τελείωσα το σχολείο χωρίς να ξέρω τι θα κάνω. Και τώρα μένω έναν χρόνο στο σπίτι και ακόμα δεν έχω αποφασίσει τι θα κάνω. Και μου λέει η μαμά μου: «Ελένη, κάτι πρέπει να κάνεις». Λέω κι εγώ: «Ναι, κάτι πρέπει να κάνω». Και μου λέει: «Ή θα ασχοληθείς», λέει, «με εμάς εδώ στο μαγαζί, με τη γούνα, ή θα πρέπει», λέει, «να είσαι στο σπίτι και να φροντίζεις το σπίτι». Λέω: «Στο σπίτι», πιο εύκολο είναι. Ξεκινάω κι εγώ, πρέπει να μαγειρεύω και να καθαρίζω το σπίτι και να τα βρίσκουν όλα έτοιμα. Ναι, αλλά η κουζίνα εμένα δεν με πάει, δεν μου αρέσει καθόλου. Και το 'κανα λίγο καιρό, δεν μου άρεσε, λέω: «Μαμά», λέω, «δεν μπορώ», λέω, «εγώ δεν θέλω να μαγειρεύω. Θα 'ρθώ στη γούνα». Πάω κι εγώ στη γούνα, ξεκινάω τώρα να μαθαίνω. Ναι, αλλά οι γονείς μου δουλεύανε το κεφάλι απ' το ζωάκι, που ήτανε πάρα πολύ δύσκολο. Δηλαδή, αν όλη η δουλειά η υπόλοιπη ήτανε δύσκολη, το κεφάλι ήτανε δύο φορές δύσκολο, τρεις φορές δύσκολο, γιατί είχε ένα περίεργο πράγμα που έπρεπε να το τραβάς από δω, να το στρίβεις, να το κάνεις, να το κάνεις μια ωραία φασιά, και πόσα κόμματα είναι ενώσεις για να κάνεις μία φασιά; Εγώ για να κάνω μία φασιά έτρωγα μία ολόκληρη μέρα. Η μαμά μου έκανε ούτε μισή ώρα για να κάνει αυτό το πράμα. Παιδεύτηκα, παιδευτικά κι εκεί πάρα πολύ και λέω… λέω, δεν γίνεται ούτε αυτό, πάρα πολύ δύσκολο! Και εκτός απ' το ότι είναι πολύ δύσκολο, κι αυτή η τρίχα της γούνας όλο μες στη μύτη μου μπαίνει, δεν γίνεται. Λέω τη μαμά: «Δεν μπορώ. Ούτε εδώ μπορώ». Και μετά δεν ξέρω πώς τελικά αποφασίστηκε, νομίζω η μαμά μου, της μαμάς μου ιδέα ήτανε, γιατί είχα, έτσι, και μια κλίση εγώ στα μαλλιά και τα κατάφερνα. Και εκεί στη γειτονιά λίγο κούρευα τους εκεί, τους πιο μεγάλους, με φώναζαν. Και μου έλεγε η μαμά μου: «Οκέι, πάνε για κομμώτρια». Λέω, ωραία ιδέα, να πάω για κομμώτρια. Και πώς ξεκίνησε κιόλας. Τώρα σκέψου ότι τότε, ο πρώην άντρας μου έπαιζε μπάλα στην Πτολεμαΐδα και η σχολή για να πάω εγώ, Κομμωτικής, ήτανε Πτολεμαΐδα.
Iδιωτική;
Κρατική. Οπότε λέω, τέλεια. Δηλαδή θα είμαστε και στην ίδια πόλη. Αυτό ήταν το κίνητρο δηλαδή για να πάω, όχι ότι εγώ ήθελα να γίνω κομμώτρια, αλλά λέω, θα είμαστε στην ίδια πόλη. Ναι, κομμώτρια; Κομμώτρια. Όπου μας οδηγεί στην ίδια πόλη. Τελικά δεν... εκεί ήτανε δύσκολα, ήταν πολλά τα παιδιά, παίρνανε λίγα παιδιά, ήταν ΟΑΕΔ, δεν μπόρεσα να μπω. Και τώρα είπαμε, για να μη χάσουμε τη χρονιά, θα πάω σε ιδιωτική σχολή. Ναι, αλλά ιδιωτική σχολή τώρα πρέπει να πληρώσουμε. Οπότε δεν γίνεται, πού να πάει; Πρέπει να πάει κάπου που να είναι λίγο πιο οικονομικά, μην πληρώνουμε και νοίκια και σχολή και όλα αυτά. Ε, θα πάμε Κοζάνη, έχει ιδιωτικές σχολές εκεί. Εκεί η Κοζάνη, επειδή ήτανε κι ο παππούς κι η γιαγιά, ήταν ωραία, βολικά. Οπότε πήγα Κοζάνη.
Έμενες με τον παππού;
Έμενα με τον παππού, πολύ δύσκολα, πολύ... δυο χρονιές εκείνες ήτανε δράμα, δράμα! Γιατί, τέλος πάντων, εγώ τώρα φεύγω μόνη, χωρίς να έχω ούτε σχέση ούτε τίποτα, γιατί είχα χωρίσει και με τον Στάθη. Οπότε φεύγω στην Κοζάνη, λέω, εντάξει, καινούργια αρχή, καινούργια όλα. Εκεί θα γίνει ό,τι θα γίνει. Ναι, αλλά δεν είναι τόσο εύκολα εκεί, γιατί όταν πήγα εγώ εκεί, ο παππούς ήτανε κατάκοιτος, ήτανε άρρωστος, ήτανε λίγο πριν πεθάνει, τέλος πάντων, γιατί είχε καρκίνο, και ήτανε τέζα στο κρεβάτι. Και τώρα, σκέψου, εγώ τώρα να πηγαίνω στη σχολή, να γυρνάω και να είμαι σε ένα περιβάλλον που να είναι ένας παππούς πάντα κατάκοιτος ξάπλα και μια γιαγιά να τον φροντίζει και εγώ τώρα εκεί να μην μπορώ να σταθώ. Και πώς να περάσει όλη μέρα; Δεν περνούσε, γιατί ήτανε το μικρό το χωριό. Δεν μπορούσα να βγω έξω, δεν είχα ούτε παρέες εκεί να βγω.
Ήσουν σε χωριό της Κοζάνης;
Σε χωριό της Κοζάνης. Και όλη μέρα ύπνο, κοιμόμουνα. Δηλαδή είχα πέσει σε λήθαργο τρελό, τόσο ύπνο δεν έχω κάνει στη ζωή μου. Δηλαδή με το που τελείωνε η σχολή, έτρωγα και κοιμόμουνα. Και ξυπνούσα 08.00 η ώρα να φάω και ξανακοιμόμουνα, ύπνο, για να μη βλέπω όλη αυτήν την κατάσταση. Κατάλαβες; Προσπαθούσα να αποφύγω όλη αυτήν την κατάσταση. Εκεί στο ενδιάμεσο, όσο ήμουνα στη σχολή, ύστερα, ναι, τα ξαναφτιάξαμε με τον Στάθη. Αρραβωνιαστήκαμε. Που ήταν ακόμα πιο δύσκολο. Γιατί ύστερα το μυαλό μου ήταν εμένα να πάω και να 'ρχομαι, όποτε κάθε μέρα... κάθε Σαββατοκύριακο αυτό το πηγαινέλα, ήταν, έτσι, πάλι πολύ δύσκολο κομμάτι. Και δεν ήταν ο δρόμος όπως είναι τώρα. Δύο ώρες δρόμο τώρα, με λεωφορεία και περνούσε από όλα τα χωριά και μέχρι να φτάσεις, δράμα! Τέλος πάντων, τελείωσε η σχολή. Γύρισα.
Στη σχολή πώς ήτανε; Σου άρεσε;
Η σχολή ήταν ωραία, ναι. Είχε ενδιαφέρον, μου άρεσε αυτό που έκανα. Ωραία περάσαμε, ωραία τα παιδιά εκεί και οι καθηγητές που είχαμε. Ωραίο κομμάτι. [00:20:00]Το μόνο δύσκολο ήταν αυτό, το πηγαινέλα που είχα συνέχεια και την κατάσταση του σπιτιού, έτσι; Γιατί στο ενδιάμεσο πέθανε κι ο παππούς, οπότε το βιώσαμε κι αυτό. Εντάξει, όταν γύρισα μετά, έπρεπε κάτι να κάνω. Αφού τελείωσα τη σχολή. Ναι, αλλά εγώ τώρα δεν ξέρω πόσο καλή είμαι ή αν θα δουλέψω ή αν θα πρέπει να ανοίξω κομμωτήριο, οπότε πολύ πολύ δειλά, όπως ήτανε του μπαμπά μου το μαγαζί, το γουναράδικο, ήτανε στενόμακρο, πήραμε ένα κομμάτι το εν τέταρτο, να σου πω. Και το είχα κάνει, έτσι, έναν μικρό χώρο, είχα βάλει έναν καθρέφτη, ένα καναπεδάκι, έτσι, λίγο, ψηλό να μην κουρεύω όπου να 'ναι δηλαδή. Και ξεκίνησα λίγο έτσι, δειλά δειλά. Και αυτό ανέβαινε. Και ο κόσμος άρχισε να πολλαπλασιάζεται, οπότε έβλεπα ότι τελικά αποδίδει. Πέρασε ένα διάστημα έτσι όμως, χωρίς να κάνω χώρο δικό μου. Ίσως βολεύτηκα κι εκεί, δεν ξέρω τι έγινε. Πάντως, ίσως και τα γεγονότα, γιατί μέσα σ' αυτό το διάστημα παντρεύτηκα, έκανα το πρώτο μου παιδάκι, οπότε δεν είχα το μυαλό μου να επεκταθώ σε μαγαζί, γιατί μια χαρά ήμουνα. Τώρα κάτι πρέπει να κάνω. Αλλά τότε ήθελε να κάνεις πρακτική. Και αναγκάστηκα, πήγα ξανά Κοζάνη. Δούλεψα σχεδόν έναν χρόνο, για να μαζέψω ένσημα, για ν' ανοίξω μετά κανονικά το μαγαζάκι μου. Και εκεί ήτανε λίγο δύσκολα, γιατί, σκέψου, είχα τον Νίκο μωρό, έπρεπε να τον αφήνω, να πηγαίνω Κοζάνη, να 'ρχομαι, πλέον οδηγούσα, δόξα τω Θεώ, είχα το αυτοκίνητο. Αλλά ήταν έτσι, μια δύσκολη λίγο περίοδο, γιατί ήταν κουραστικό. Άφηνα κι από δω τη δουλειά μου, μαζευότανε ο κόσμος πιο σε λίγες μέρες και όποτε ήταν πιο κουραστικό. Αλλά καλό μου έκανε. Γιατί τελικά το άνοιξα κανονικά, νοίκιασα μετά ένα μαγαζάκι. Και πήγαινε καλά, πολύ καλά.
Πώς ένιωσες όταν άνοιξες το πρώτο σου μαγαζί;
Τέλεια. Ήτανε όνειρο, ρε παιδί μου, γιατί λες, πλέον, βλέπεις ότι εξελίσσεται και πάει ωραία και ανεβαίνει. Και, ναι, ωραίο συναίσθημα. Και, έτσι, όταν το φτιάχνουμε και όταν διαλέγαμε τι θα βάλουμε μέσα. Πολλή δουλειά, πολλή δουλειά, δηλαδή εκείνο... εκείνη την τριετία δεν ξέρω, δεν ξέρω πόσες ώρες δούλευα. Μπορεί και δώδεκα. Δεν... Ξεκινούσα 10.00 και τελείωνα 22.00. Πήγαινα λίγο σπίτι, έτρωγα, έβλεπα λίγο τον μικρό και έφευγα. Δηλαδή τον μικρό δεν τον μεγάλωσα στην ουσία, γιατί δεν τον είχα.
Είναι δύσκολη η δουλειά της κομμώτριας;
Είναι. Πολλή ορθοστασία. Πρέπει να έχεις γερή μέση και κοιλιακούς εκεί να σε κρατάει, πόδια. Δύσκολη δουλειά, τα χέρια συνέχεια πάνω, σκέψου τώρα να έχεις στα χέρια σου... άντε, όχι δώδεκα ώρες, βάλε τις μισές, να είναι πάντα ψηλά. Αλλά δεν έχω παράπονο, γιατί, εντάξει, πέρα απ' την κούραση, έχει καλές απολαβές, οπότε λίγο ξεπληρώνεσαι.
Θυμάσαι στη δουλειά όλα αυτά τα χρόνια, γιατί είσαι πολλά χρόνια κομμώτρια–
Περιστατικά;
Περιστατικά που θες να διηγηθείς;
Τι περιστατικά… Πάρα πολλά περιστατικά! Δηλαδή θα σου πω ένα συγκεκριμένο, και λέω πόσο τυχερή είμαι τελικά! Γιατί τώρα έχω... είναι απόγευμα και έχω να κάνω βαφές. Τότε επειδή ήταν και στις... δεν ήταν στις αρχές, αλλά έχει πάρα πολύ κόσμο και δεν μπορούσες να πεις και όχι και σε κανέναν. Και έλεγες συνέχεια ναι, ναι, ναι. Και τυχαίνει και βάζω τώρα τέσσερις ή πέντε βαφές στη σειρά, που, εντάξει, βάφεις και η άλλη περιμένει. Βάφεις και η άλλη περιμένει. Ναι, αλλά αυτές που περιμένουν, πρέπει να τις στεγνώσεις κιόλας. Δεν είναι ότι τις έβαψα και τελείωσα. Και οπότε, κάποια στιγμή έχω πέντε, τέσσερις γυναίκες στη σειρά με τις πετσέτες, μαζεμένα τα μαλλιά, βρεγμένα, και πρέπει, ας πούμε, να τις στεγνώσω. Και 20.00 η ώρα θα 'ρθεί το επόμενο ραντεβού και είναι 19.30 κι εγώ έχω ήδη τέσσερις εκεί πέρα που πρέπει να τελειώσω. Και κάποια στιγμή, λέω, Θεέ μου, λέω, δεν υπάρχει αυτό τώρα, τι με σώνει; Λέω, το μόνο που με σώνει είναι να κοπεί το ρεύμα. Και εκείνη την ώρα που το λέω, κόβεται το ρεύμα, κάνει μια διακοπή στο χωριό. Κάνει διακοπή στο χωριό, δεν μπορώ να τις στεγνώσω τις γυναίκες και λένε όλες: «Δεν πειράζει. Θα φύγουμε έτσι». Και με το που αδειάζει το κομμωτήριο και φεύγουν όλες, μετά από λίγο έρχεται το ρεύμα και μένω μόνο με μία πελάτισσα. Και λέω από μέσα μου: «Ευχαριστώ, Παναγίτσα μου, που με βοήθησες». Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Εντάξει, δεν θες να περιμένει ο κόσμος. Και δεν θες, έτσι, τόσο πίεση στη δουλειά. Θες, ας πούμε, να είναι λίγο πιο χαλαρά, ρε παιδί μου. Δεν είναι μόνο η δουλειά, είναι και η επαφή που έχεις με τον άλλον, να μπορείς να μιλάς, να είναι και διασκεδαστικό, όχι μόνο δουλεύω.
Περιέγραψε, αν θες, κι άλλα σκηνικά.
Άλλο σκηνικό;
Και με πελάτες, αν θες.
Με πελάτες έχει τύχει να έρθω... Δεν θα ξεχάσω μία, δηλαδή εκείνη με είχε βγάλει έξω απ' τα νερά, δηλαδή πρώτη φορά έτρεμα απ' τα νεύρα μου. Γιατί όταν... τώρα, για να το καταλάβεις, όταν, ας πούμε, κάνεις ένα ραντεβού με ένα κούρεμα, είναι κούρεμα. Το αν θα το κάνω εγώ φορμάρισμα ή θα το ισιώσω, ή δεν θα το ισιώσω, ή ό,τι θα το κάνω, είναι δικό μου θέμα να το σουλουπώσω λίγο. Δεν είναι ότι μου το ζήτησες εσύ: «Κάν' το μου ίσιο», και δεν… κι είναι έξτρα. Και έχω τώρα μία μαμά με μία κόρη, που η μαμά έχει ένα, έτσι, ίσιο καρεδάκι, λεπτό μαλλάκι, και θα το κουρέψω και θα το στεγνώσω και είναι πέντε λεπτά το στέγνωμα. Ναι, αλλά η κόρη έχει ένα μαλλί μέχρι τη μέση, σπαστό, σγουρό και φούντα, που αυτό άμα το κουρέψεις και αν θέλεις λίγο να το ψιλοστεγνώσεις, θέλει άλλη μισή ώρα, δηλαδή ένα ραντεβού επιπλέον. Οπότε αυτό δεν το πειράζεις το μαλλί, επειδή είναι σγουρό, απλώς λίγο το στεγνώνεις, έτσι όπως είναι στο σπαστό του. Ναι, αλλά αυτή τώρα επειδή τη μάνα της που της το φόρμαρα, μου λέει: «Θέλω να μου το ισιώσετε και μένα». Και λέω: «Δεν γίνεται να σ' το ισιώσω, γιατί», λέω, «είναι έξτρα ραντεβού, δεν είναι ένα απλό φορμάρισμα. Και να πάω εγώ λίγο να σ' το ψιλοϊσιώσω, δεν θα ισιώσει αυτό. Θα φουντώσει. Οπότε», λέω, «θα το αφήσουμε έτσι». Ναι, αλλά αυτή δεν το καταλαβαίνει. Και εγώ τώρα, εκείνη την ώρα που έχω... είχα και μια βοηθό τότε, και τη λέω τη κοπέλα: «Απλώς», λέω, «απλώς», λέω, «στέγνωσέ το, μην το πειράξεις, μην το χτενίσεις, μην το κάνεις τίποτε». Κι εγώ κάνω τη μαμά. Αφού τελείωσε αυτή, έρχεται τώρα πίσω απ' το κεφάλι μου όρθια, την ώρα που δουλεύω εγώ, και αρχίζει και μου μιλάει. Και μου λέει: «Θέλω κι εγώ και να, της μαμάς μου το κάνεις, κι μένα δεν το κάνεις». Και λέω: «Δεν υπάρχει περίπτωση», λέω, «τελείωσε το θέμα», την κάνω. Εκείνη όμως δεν σταματάει. Ναι, αλλά εγώ δουλεύω κι έχω κι από πίσω άλλα άτομα που περιμένουνε. Κι έχω κι αυτήνα που δίπλα στο αυτί μου μουρμουράει. Και λέω... τη λέω: «Όπως είσαι, έτσι, αυτήν τη στιγμή», λέω, «ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις έξω». «Και τι συμπεριφορά είναι αυτή!». Και λέω: «Όπως είσαι», τη λέω, «τώρα, ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις έξω και την περιμένεις τη μαμά σου έξω». Και εντάξει, δηλαδή, πόσο να κρατηθείς; Δηλαδή δεν θες, ας πούμε, να κάνεις και μεγάλο ξέσπασμα, γιατί έχεις και κόσμο πίσω που περιμένει και δεν πρέπει να... όχι δεν πρέπει, δεν θες, ρε παιδί μου, να σε δει να βγαίνεις κι εκτός εαυτού. Και ούτε να βλέπει αυτό το σκηνικό τώρα που γίνεται μπροστά σου. Εκεί άρχισαν να τρέμουν τα χέρια μου, δηλαδή κούρευα εγώ και τα χέρια μου έτρεμαν απ' τα νεύρα μου, γιατί νόμιζα ότι θα βγω και θα παίξω μπουνιές. Ένα τέτοιο πράγμα.
Λάθη έχουν συμβεί στη δουλειά;
Λάθη; Φυσικά, έχω κάνει και μπλε μαλλιά! Αυτά γινόντουσαν στις αρχές όμως, έτσι; Στις αρχές, γιατί; Γιατί εγώ όταν τελείωσα τη σχολή δεν έκανα την πρακτική μου σε κομμωτήριο, για να τα δω πιο καλά, οπότε έπρεπε μόνη μου να τα εξακριβώσω, τι γίνεται. Και εκεί τα πρώτα χρόνια είχε γίνει το λάθος. Που αυτές όλες είναι χημικές αντιδράσεις, έτσι; Δηλαδή, δεν μπορείς να κάνεις τέτοια λάθη πια. Τότε όμως ήτανε, λες, οκέι, ένα πολύ ξανθό μαλλί, θα το κάνουμε καστανό. Ναι, αλλά αν πας σε ένα πάρα πολύ ξανθό μαλλί να το κάνεις καστανό, θα σου βγει πράσινο. Και βγάζω πράσινα μαλλιά. Λαδί. Όταν λέμε λαδί, λαδί.
Πώς αντέδρασε η πελάτισσα;
Ήτανε δικιά μου, τίποτα, εντάξει, το διασκεδάσαμε. Είπαμε: «Εντάξει, οκέι, δεν πειράζει, θα το στρώσουμε». Και επίσης, μια φορά το είχα κάνει σε μια θεία μου. Η οποία είχε πολύ γκρίζα μαλλιά κι ήθελε να τα κάνει, έτσι, πιο σκούρο γκρι. Πώς θα βγει το γκρι; Εγώ τότε δεν ήξερα πώς θα βγει το γκρι. Λέω, εντάξει, άσπρο μαύρο κάνει γκρι, οπότε, λέω, αφού είναι άσπρα τα μαλλιά, θα βάλουμε λίγο μαύρο μέσα στη βαφή και θα μας βγει το γκρι. Κι εκείνο βγαίνει ένα μοβ, μοβ. Δεν ξέρω γιατί βγήκε και μοβ, δεν θυμάμαι τι είχα βάλει. Εντάξει, με διαδικασία, ξανά, ξανά, το ξεβάφεις και ξανά το βάφεις. Κι εκεί δεν υπήρχε πρόβλημα, γιατί ήτανε θεία, οπότε εντάξει. Αυτά τα λάθη δεν ξαναγίνανε. Τώρα όποιος μου ζητήσει: «Κάνε με μοβ μαλλιά», εγώ δεν ξέρω πώς βγαίνει ξανά το μοβ.
Με πελάτισσες που να μην έχεις κάνει κάτι λάθος, αλλά να μην τους αρέσει και να αντιδράσουν άσχημα;
Άσχημα...
Έχεις έρθει αντιμέτωπη;
Άσχημα, όχι, δεν μου έχει τύχει αυτό. [00:30:00]Αλλά μου έχει τύχει με μία πελάτισσα η οποία δεν πείραζε να... δεν πείραζε αν αργούσε ένα μισάωρο, αλλά όταν ερχότανε στην ώρα της έπρεπε να κάτσει. Κατάλαβες; Οπότε, ήτανε τόσο αγχωτικό, γιατί όταν εγώ έκλεινα ραντεβού αυτή, εγώ έπρεπε να την περιμένω μισή ώρα, αλλά εγώ δεν μπορούσα να περιμένω μισή ώρα αυτήν, είναι οπότε έβαζα πάντα ένα αντρικό κούρεμα, γιατί ήξερα ότι πάντα θ' αργήσει. Οπότε ένα αντρικό κούρεμα πάντα προλάβαινα να κάνω. Έλα ντε, όμως, που ερχόταν μερικές φορές και στην ώρα της. Ναι, αλλά πολύ αγχωτικό, οπότε, έγινε μία, δύο, πέντε φορές, μετά τέλος, αλλά δεν θες να την ξανακάνεις αυτήν την πελάτισσα, γιατί σου δημιουργούσε πρόβλημα. Αν ερχόταν και έβλεπε άνθρωπο στην καρέκλα, έκανε φασαρία. Και λες, εντάξει, οκέι. Δεν θα με τρελάνεις.
Πιο εύκολοι πελάτες ποιοι είναι; Οι άντρες ή οι γυναίκες;
Οι άντρες, μαγικοί, οι καλύτεροι. Οι άντρες είναι οι καλύτεροι. Βολικοί, ναι, πάντα είναι... οι άντρες είναι και πιο... πολύ εντάξει, ρε παιδί μου, δηλαδή τι να πω; Πιο παλιά, σκέψου, που επιτρεπότανε το κάπνισμα μέσα στο μαγαζί, αν η γυναίκα καθότανε να κουρευτεί, θα άναβε οπωσδήποτε τσιγάρο, δεν υπήρχε περίπτωση, δεν την ενδιέφερε άμα σ' ενοχλεί, δεν σ' ενοχλεί, θα άναβε. Ο άντρας δεν θα άναβε ποτέ. Δηλαδή ένας άντρας δεν θα άναβε ποτέ τσιγάρο. Ή αν υπήρχε περίπτωση ν' ανάψει τσιγάρο, φεύγοντας μη σου πω ότι έπαιρνε και το τασάκι να σ' το αδειάσει. Ενώ η γυναίκα μπορεί να άνοιγε και τα χαρτιά και τα τέτοια και τα σακουλάκια από τα τσιγάρα και τα κουτιά να τ' άφηνε όλα έτσι πάνω και να 'φευγε. Οι άντρες είναι πιο εντάξει σ' αυτό. Πολύ πιο εντάξει. Και, ναι, δεν έχουν πρόβλημα οι άντρες. Πάντα είναι χαρούμενοι. Λίγο να τους μιλάς κι εσύ...
Έχεις να θυμηθείς άλλα περιστατικά απ' το κομμωτήριο;
Απ' το μαγαζί... Ήτανε μία η οποία είχε τόσο λίγα μαλλιά, ήτανε τόσο λίγα τα μαλλιά της και έρχεται και μου ζητάει ένα χτένισμα το οποίο ήτανε για... ένας κότσος για πολύ μαλλί. Κι εγώ τώρα προσπαθώ να την πείσω και να την πω ότι: «Δεν ταιριάζει αυτό σε σένα και δεν θα φαίνεται καθόλου ωραίο». Δηλαδή αυτό θέλει μαλλί για να δείξει. Και αυτή έλεγε: «Όχι, εγώ αυτό θέλω». Και, τέλος πάντων, δεν μπορώ να την πείσω, τι να της πω; Ότι: «Δεν έχεις μαλλιά;». Δεν μπορώ να στο πω και έτσι. Και προσπαθώ να της πω ότι: «Να, θα κάνουμε κάτι άλλο, θα σου ταίριαζε κάτι άλλο και αυτό δεν είναι για σένα». «Όχι», μου λέει, «τα θέλω έτσι». Τέλος πάντων, το κάνω. Και βγαίνει μια αηδία. Και όταν το βλέπω, λέω, Χριστούλη μου μην πει ότι το 'κανα εγώ αυτό το πράγμα, δηλαδή μην το πει σε κανέναν καλύτερα, γιατί ντροπή! Και βγαίνει ένα... πώς είναι του ποντικού η ουρίτσα; Έτσι, μια τέτοια ουρίτσα από πίσω. Και λέω, Θεέ μου, πού θα πάει αυτή με αυτό; Και φεύγοντας, σηκώνεται και λέει: «Α, πάρα πολύ ωραία! Τα μαλλιά μου είναι!». Και λέω, αποκλείεται, λέω, δεν βλέπουμε σωστά και οι δυο. Και λέω, εντάξει, τι να πω; Άμα είναι ευχαριστημένη αυτή, εμένα περισσεύει. Τουλάχιστον να μην πει ότι είναι δικό μου.
Νυφικά κάνεις;
Βέβαια. Οι νύφες... οι νύφες είναι τρελές. Λίγες είναι οι νορμάλ, ή μάλλον όταν παντρεύονται τρελαίνονται. Εντάξει, ίσως κι εγώ, εγώ ίσως έχω πιο πολύ άγχος για τις νύφες. Μπορεί κι αυτές να 'χουν άγχος. Λίγο αυτό, ξέρεις, είναι μεταδοτικό.
Ιδιότροπες;
Όχι, ρε παιδί μου, αλλά, ξέρεις τι γίνεται με τις νύφες; Είναι ότι ξέρουνε τι θέλουν, έτσι; Και όταν, ας πούμε, θα 'ρθούν να το κάνουνε, μπορεί κι εγώ να είμαι πιο χαλαρή και στην πρόβα να μας βγει πάρα πολύ ωραίο, γιατί είμαι κι εγώ χαλαρή, κι αυτή η χαλαρή, και απλώς το κάνουμε έτσι πρόχειρα και βγαίνει τέλειο. Ναι, αλλά μπορεί την ίδια μέρα να μην κάτσει όπως πρέπει. Γιατί και αυτή θα είναι λίγο ψιλοαγχωμένη και εγώ θα είμαι λίγο πιο αγχωμένη. Εντάξει, κι αυτό αλλάζει, γιατί με τα χρόνια και η εμπειρία, κι εγώ γίνομαι πιο χαλαροί μετά και ξέρω πώς να διαχειριστώ και τον χρόνο μου και τον κόσμο και τα πάντα. Γιατί πιο πολύ σε αγχώνει και ο χρόνος, όχι αυτό που θα κάνεις, αν έχεις χρόνο να το κάνεις.
Έρχονται σε σένα ή πας εσύ σ' αυτές;
Συνήθως σε μένα, πιο εύκολα είναι. Πιο λειτουργικό.
Για να μην έχουν τον κόσμο γύρω τους;
Και να μην έχουν τον κόσμο γύρω. Είναι τα πράγματά μου γύρω γύρω, για μένα είναι πιο εύκολο. Αλλά είναι και κάποιες ακόμα που θέλουν να πας σπίτι. Όταν είναι να πας σπίτι είναι το δύσκολο, γιατί δεν έχεις πού να αφήσεις τα πράγματά σου, δεν ξέρεις πώς να τα βολέψεις, ύστερα μπαίνουν, βγαίνουνε διάφοροι, εκεί που ξεκινάς, κάποια θα 'ρθεί να τη φιλήσει και περιμένεις. Και, εντάξει, είναι... ο φωτισμός δεν είναι σωστός, είναι λίγο πιο δύσκολο. Και ένα χτένισμα που μπορεί να το κάνεις σε μία ώρα στο μαγαζί, δύο ώρες, εκεί να κάνεις τρεις.
Εσύ όταν παντρεύτηκες χτενίστηκες μόνη σου;
Όχι, με χτένισαν! Αλλά μόνη μου το είχα κάνει καλύτερο. Γιατί ήξερα τι θέλω κι ήταν πάρα πολύ εύκολο.
Και γιατί δεν το 'κανες μόνη σου;
Έλα ντε! Τι χαζομάρα! Γιατί είπα, οκέι, εκείνη την ημέρα μην τα κάνω μόνη. Αλλά το είχα κάνει πρόβα μόνη μου κι ήτανε τέλειο. Και όταν, ας πούμε, ύστερα χτενίστηκα, βγήκε τόσο τυποποιημένο, τόσο στημένο, κι έλεγα, εντάξει, δεν πειράζει.
Το κράτησες έτσι; Δεν το πείραξες;
Ναι, δεν το πείραξα. Εντάξει, ήμουνα μικρούλα, ομορφούλα δεν με πείραζε το μαλλί. Είχα την ομορφιά με το μέρος μου.
Τα νιάτα.
Τα νιάτα. Ωραία, ναι. Ο γάμος… Ο γάμος, εντάξει, αποκτήσαμε δύο παιδάκια. Κάναμε... Όταν ήμουνα πολύ μικρή έκανα τον Νίκο, σχεδόν στα 23 έκανα τον Νίκο, σκέψου. Και μετά από δέκα χρόνια έκανα την Παναγιώτα, στα 33, όταν πλέον μετακομίσαμε και ήρθαμε στο δικό μας σπίτι, γιατί τα πρώτα χρόνια μέναμε στην πεθερά μου, που δεν ήμασταν μόνο εγώ κι η πεθερά μου, ήμασταν εγώ, η πεθερά μου. η κουνιάδα μου... ο κουνιάδος μου, η συννυφάδα μου, είχαμε και μια γιαγιά, κι ήμασταν όλοι μαζί σε ένα σπίτι. Και ο Νίκος που ήτανε το μωρό. Σχεδόν... πόσα χρόνια μείναμε όλοι μαζί; Εγώ έμεινα δέκα χρόνια εκεί, με τη συννυφάδα μου μέναμε μια πενταετία, σίγουρα.
Πώς ήταν η συμβίωση;
Η συμβίωση ήταν καλή, γιατί; Γιατί εγώ δούλευα όλη μέρα, εγώ έλειπα. Εγώ ήτανε η περίοδος που είχα πάρα πολλή δουλειά και έλειπα όλη μέρα. Και επιδίωκα να λείπω κιόλας, γιατί πού να κάτσεις εκεί πέρα όλοι μαζί; Και τι να κάνεις; Δεν γινότανε. Οπότε εγώ το σπίτι το είχα μόνο για ύπνο, φαγητό, μπάνιο και αυτό. Οι Κυριακές ήταν, έτσι, λίγο βαρετές, γιατί έπρεπε να είμαι όλη μέρα εκεί. Δύσκολα, εντάξει, δεν είναι εύκολο, δηλαδή αν με ρωτούσες τώρα δεν θα το ξανάκανα. Αν και ξέρεις τι; Δεν το κατάλαβα εγώ αυτό. Γιατί όταν ήμουνα στο πατρικό μου, ήμασταν πολλά άτομα. Ήμασταν έξι άτομα, οπότε όταν αρραβωνιάστηκα και παντρεύτηκα, πήγα στην πεθερά μου που ήτανε πάλι αρκετά... πιο λίγα άτομα, ύστερα μαζευτήκαμε πάλι, οπότε εγώ δεν έζησα ποτέ μόνη, για να καταλάβω πώς είναι μόνη. Ή να καταλάβω πώς είναι να είσαι με τον άνθρωπό σου, εσύ κι αυτός. Οπότε δεν κατάλαβα τι είχε γίνει. Κι έτσι, με πήρε λίγο η μπάλα κι έμεινα πολλά χρόνια εκεί και ήταν και η δουλειά στη μέση. Ακόμα δεν είχαμε αποφασίσει πού θα μείνουμε. Ύστερα, πλέον όταν αποφασίσαμε ότι θα κάνουμε ένα δικό μας σπίτι, άντε λίγο ακόμα να τελειώσει, άντε το ένα, άντε το άλλο. Οπότε, μετά που μπήκαμε στο δικό μας σπίτι, μετά είπαμε: «Άντε, να κάνουμε κι ένα δεύτερο παιδάκι», γι' αυτό και έχουν μεγάλη διαφορά τα παιδιά.
Όταν μπήκες στο δικό σου σπίτι, κατάλαβες τι σημαίνει να είσαι με την οικογένεια σου;
Ναι. Η πρώτη χρονιά ήτανε μαγική. Ήταν, νομίζω, η πιο ωραία χρόνια της ζωής μου. Ήτανε το δύσκολο, ότι πλέον θα 'πρεπε να μαγειρεύω εγώ, που δεν έχω μαγειρέψει ποτέ στη ζωή μου, έπρεπε να μάθω να μαγειρεύω. Να φροντίζω ένα σπίτι, που δεν φρόντιζα, γιατί ήξερα εγώ μόνο δουλειά. Οπότε, τι έπρεπε να γίνει; Έπρεπε να σταματήσουμε λίγο, να κόψουμε ώρες δουλειάς, γιατί αλλιώς δεν έβγαινε. Οπότε, ναι, έκοψα λίγες ώρες δουλειάς, για να είμαι πιο πολλές ώρες και στο σπίτι και να μπορέσω να τα καταφέρω, γιατί είχαμε και τη μικρή μωρό, το σπίτι είχε άλλη φροντίδα. Το σπίτι ήτανε μεγάλο. Είχε πιο πολλή δουλειά, αλλά ήτανε, παρ' όλα αυτά, μαγικό. Δεν... Δηλαδή δεν αισθανόμουνα κούραση.
Το απολάμβανες δηλαδή;
Ναι. Και τη μικρή την απόλαυσα περισσότερο, γιατί τη μεγάλωσα εγώ στην ουσία. Και ήμουνα πιο χαλαρή, πιο άνετη, ήμουν πιο μεγάλη. Εντάξει, καλό μωρό ήτανε, δεν με ζόρισε, κι αυτή ήταν εύκολη. Οπότε ήτανε πολύ ωραία η πρώτη χρονιά. Μετά, τι να πω; Μετά δεν πήγαινε και πολύ καλά το πράμα.
Εντάξει...
Ξεκίνησαν κάποια προβληματάκια. Ξέρεις, άμα τα κάνεις όλα νωρίς, ύστερα όλα τα κάνεις νωρίς. Και παντρεύεσαι και χωρίζεις νωρίς.
Πόσο χρονών παντρεύτηκες;
Στα 22. Ναι. Και στα 48,... 47... Στα 47 χώρισα. Αλλά όλα καλά.
Και θα σε ρωτήσω γι' αυτό
Ναι.
Ο μεγάλος σου γιος.
Ναι.
Είναι κάπου στην Κίνα τώρα.
Ναι, είναι στην Κίνα τώρα το πουλάκι μου. Ο Νίκος. Ο Νίκος πέρασε Εμπορικό Ναυτικό. Οπότε πάει για καπετάνιος, τώρα είναι... τώρα τι είναι; Ανθυποπλοίαρχος ή υποπλοίαρχος, δεν ξέρω τι απ' τα δύο. Θα πάρει βαθμό τώρα όπου να 'ναι. Τώρα είναι σε ταξίδι, έχει κάνει σχεδόν πέντε ταξίδια. Δύο σαν δόκιμος και τρία... το τρίτο του είναι το κανονικό. Δύσκολα, ρε παιδί μου, εντάξει.
Όταν σ' το είπε ότι θα ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα, τι σκέφτηκες; Πώς αντέδρασες;
Ναι, δεν αγχώθηκα, δεν αγχώθηκα καθόλου. Εγώ σκέφτηκα μόνο αν θ' αντέξει, αν θα του αρέσει. Και τον κίνδυνο δεν τον έβαλα καθόλου στο μυαλό μου, δεν το σκέφτηκα καθόλου, γιατί είπα, εντάξει, [00:40:00]οπουδήποτε και να είναι ο άνθρωπος, αν τον θέλει η ζωή, τον θέλει, δηλαδή δεν έχει σημασία αν θα είναι στεριά ή θάλασσα ή όλα αυτά. Και σκέφτηκα, λέω, εντάξει, αυτά τα καράβια πλέον είναι υπερσύγχρονα, είναι... δεν βυθίζονται, ας πούμε. Έχουνε συστήματα, οπότε δεν θα πέσουν σε καταιγίδες, θα τ' αποφεύγουν όλα αυτά, οπότε θα είναι ήρεμα τα πράγματα. Το μόνο που σκέφτηκα είναι ότι η ζωή, ρε παιδί μου, είναι περιορισμένη εκεί. Είναι έξι μήνες με είκοσι άτομα. Δηλαδή, θα το αντέξει αυτό; Είναι σαν να είσαι σε φύλακες. Και θα πρέπει να συμβιώσεις με συγκεκριμένους ανθρώπους. Αυτό μόνο σκέφτηκα. Και λέω, εντάξει, οκέι, ας πάει και να δούμε, άμα δεν του αρέσει, ας φύγει. Δεν...
Του αρέσει;
Του αρέσει, άντεξε, ρε παιδί μου, γιατί... άντεξε, ναι, ο Νίκος είναι, έτσι, δυνατό παιδάκι. Και ήτανε... δεν είναι... δεν ήτανε και εξαρτημένος από μας, δηλαδή τον είχα μάθει και λίγο ανεξάρτητο από μικρό. Και δεν ζορίστηκε σ' αυτό το κομμάτι. Δηλαδή δεν είναι ότι του λείπουμε και δεν μπορεί. Άντεξε, ναι. Τώρα δεν ξέρω τι θα γίνει από δω και πέρα, γιατί αρραβωνιάστηκε κι αυτός. Και δεν ξέρω αν αντέχει να είναι μακριά απ' την κοπέλα του. Θα δει. Εδώ είμαστε, θα δείξει.
Ελένη, έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο που θες να πεις, να μοιραστείς, κάτι που δεν είπες;
Τι να πω; Από πού να πιάσω; Να, ήτανε... Μέσα σε όλα αυτά υπήρχαν τα καλά, τα κακά...
Αν θα γυρνούσες το χρόνο πίσω, τι θα άλλαζες;
Τι θα άλλαζα; Απ' τα παιδικά χρόνια μου τίποτα. Γιατί ήταν, νομίζω, πολύ ωραία, πολύ χαρούμενα, πολύ ωραία εφηβεία. Είχαμε ωραίες παρέες, έτσι, ήμασταν, σκέψου, μια παρέα κοριτσιών μεγάλη, εφτά κορίτσια στην παρέα, οπότε είχε πολύ γέλιο. Θα άλλαζα μόνο την περίοδο… δεν θα πήγαινα να μείνω, ας πούμε, στην πεθερά μου, ας πούμε, αυτό θα άλλαζα. Θα προσπαθούσα να μείνω μόνη μου απ' την αρχή. Γιατί, νομίζω, μας έκανε κακό, όχι καλό. Μπορεί οικονομικά να μας βοήθησε, αλλά, νομίζω, στη σχέση δεν βοήθησε καθόλου. Γιατί στην ουσία εγώ δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον άντρα μου όπως θα 'πρεπε.
Μένοντας μόνοι σας, εννοείς;
Ναι, μόνοι μας αν ήτανε, θα ήτανε πολύ διαφορετικά. Θα είχαμε δεθεί διαφορετικά. Αυτό θα άλλαζα, γιατί, εντάξει, όταν παντρεύεσαι, δεν θες να χωρίσεις, δεν είναι ο σκοπός σου αυτός. Αλλά... ναι, ναι. Σαν να μεγαλώσαμε χώρια, κατάλαβες;
Και να μπήκατε ξαφνικά σ' ένα σπίτι.
Και ξαφνικά να μπήκαμε σ' ένα σπίτι δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Και ύστερα, σαν να βλέπεις μπροστά σου ένα κενό μεγάλο και λες, τώρα τι έγινε μέσα σ' αυτά τα χρόνια; Ποιος είναι αυτός, δηλαδή, τώρα που δεν τον γνωρίζω; Αυτό θα άλλαζα, γιατί, ναι, δεν ήτανε ευχάριστο. Που δεν πέρασα άσχημα κι εκεί, έτσι; Δεν είχαμε προβλήματα. Απλώς είναι πολύ διαφορετικά. Σκέψου, και στο μάλωμα. Δεν μπορείς να μαλώσεις όπως όταν είσαι μόνη, γιατί λες, τώρα, εντάξει, μη στεναχωρήσω και τους άλλους και αρχίζω να βρίζω εδώ πέρα και πάθουν σοκ όλοι. Ναι. Και το μάλωμα είναι διαφορετικό. Δεν μπορείς να μαλώσεις, δεν μπορείς να εκφραστείς, δεν μπορείς, είσαι λίγο πιο περιορισμένος. Κι έτσι, δεν γνωρίζεσαι με τον άλλο.
Το διαζύγιο σου ήταν ανώδυνο;
Ναι, πολύ, ήταν το πιο ωραίο διαζύγιο που έχει βγει ποτέ! Εντάξει, η περίοδος πριν χωρίσουμε δεν ήταν πολύ καλή, ήταν πολύ χάλια τα πράγματα. Υπήρχε πολλή ένταση, πολύ... πόλεμος. Και απ' τους δύο. Πολεμούσαμε για αρκετό καιρό ο ένας τον άλλον, δεν ήμασταν μαζί. Προσπαθήσαμε να το σώσουμε, δεν σωνότανε μάλλον. Και τελικά, εντάξει, η απόφαση... όλα οδηγούσαν εκεί, μαθηματικά δηλαδή πλέον πηγαίνανε εκεί. Όταν χωρίσαμε, νομίζω, ήτανε το πιο διαζύγιο, γιατί χωρίσαμε πολύ συναινετικά. Και εκεί φάνηκε, έτσι, πολλή αγάπη, ρε παιδί μου, ο ένας προς τον άλλον. Δηλαδή, ενώ πριν δεν το ξέραμε, στο διαζύγιο πλέον, ας πούμε, φάνηκε ότι, ναι, αγαπιόμαστε τελικά, ή αγαπιόμασταν. Γιατί όταν πήγε να βγει το διαζύγιο, ήμασταν... ήμουν και πολύ θυμωμένη εγώ. Σκέψου, όταν είχα πάει στον δικηγόρο φώναζα και τσίριζα κι έλεγα: «Θέλω να του τα πάρω όλα! Δεν θέλω τίποτα να του μείνει! Τίποτα δεν θέλω να του μείνει, τίποτα! Ό,τι μπορούμε να τα πάρουμε, να τα πάρουμε». Και ύστερα, όταν, ας πούμε, βγήκε, άρχισε να παίρνεται η απόφαση και αντιλήφθηκα εγώ ότι του τα παίρνω σχεδόν όλα, πάω στον δικηγόρο και του λέω: «Μήπως να μην τα πάρουμε όλα τελικά; Να του αφήσουμε κάτι; Μήπως του πήραμε πάρα πολλά;». Και εκεί κατάλαβα ότι, εντάξει, είναι... Υπάρχει, ρε παιδί μου, έγνοια.
Απλά ήταν θυμός εκείνη τη στιγμή;
Ναι, ήτανε θυμός, και απ' τη δικιά του την πλευρά, ήταν αυτός ότι, ξέρεις: «Να μην την ζορίσουμε την Ελένη», κι εγώ από τη δικιά μου την πλευρά, να μην τον ζορίσω. Δηλαδή κι αυτός απ' τη δικιά του την πλευρά, έλεγε: «Μην τη ζορίσουμε, να τα φορτωθώ εγώ», κι ύστερα εγώ έλεγα: «Όχι, να μην τον ζορίσουμε, να δώσω και κάτι εγώ».
Έχετε σχέσεις σήμερα;
Έχουμε, ναι.
Καλές, για τα παιδιά;
Καλές σχέσεις, ναι. Πολύ καλές. Τώρα πλέον λες και επικοινωνούμε χώρια, δηλαδή ενώ παλιά ό,τι συζητούσαμε είχαμε τόσο αντίθετη άποψη, τώρα από μακριά λέμε τα ίδια πράγματα. Δηλαδή στα παιδιά λέμε τα ίδια πράγματα, αυτός από κει κι εγώ από δω. Και λέμε τα ίδια πράγματα χωρίς να το ξέρουμε. Και αυτό είναι καλό, γιατί υπάρχει σαν επικοινωνία νοερά, ας πούμε, ξέρω 'γώ.
Και για τα παιδιά.
Και για τα παιδιά, ναι. Λίγο, εντάξει, υπήρχε, έτσι, και αυτή... για να 'ρθεί αυτή η ισορροπία, υπήρχε, έτσι, ένα μεταβατικό στάδιο. Αλλά τώρα είμαστε πολύ καλά. Νομίζω, εκτιμάει κι αυτός ότι φροντίζω έτσι το σπίτι, τα παιδιά και όλα αυτά. Κι εγώ εκτιμάω που συμμετέχει σε αρκετά πράγματα, οπότε είμαστε καλά. Και καλά να είναι, δηλαδή. Κι αυτός δηλαδή το... εντάξει, καλό παιδί ήταν, και είναι δηλαδή. Οπότε, ναι, δεν ταιριάξαμε, δεν ξέρω.
Αν δεν έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο...
Ναι. Τα 'παμε όλα; Λίγο απ' όλα. Λίγο απ' όλα, ναι.
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ.
Summary
Η Ελένη περιγράφει τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στο χωριό, ενώ μιλά και για την απόφασή της να σπουδάσει κομμωτική. Η επιλογή της αποδείχθηκε σοφή, αφού αγάπησε το επάγγελμα αυτό, που συνεχίζει να το ασκεί μέχρι και σήμερα. Αφηγείται όλη την πορεία της, από τις σπουδές μέχρι το άνοιγμα του δικού της κομμωτηρίου, μεταφέροντας ιστορίες και αναμνήσεις από περιστατικά στη δουλειά. Παράλληλα, μιλά για τη δύσκολη περίοδο του διαζυγίου της, για την ηρεμία που επήλθε μετά τον χωρισμό, αλλά και για την αγάπη που τη συνδέει με τον πρώην σύζυγό της.
Narrators
Ελένη Κουσίδου
Field Reporters
Παρέση Ζυμπίδου
Tags
Interview Date
23/09/2023
Duration
46'
Summary
Η Ελένη περιγράφει τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στο χωριό, ενώ μιλά και για την απόφασή της να σπουδάσει κομμωτική. Η επιλογή της αποδείχθηκε σοφή, αφού αγάπησε το επάγγελμα αυτό, που συνεχίζει να το ασκεί μέχρι και σήμερα. Αφηγείται όλη την πορεία της, από τις σπουδές μέχρι το άνοιγμα του δικού της κομμωτηρίου, μεταφέροντας ιστορίες και αναμνήσεις από περιστατικά στη δουλειά. Παράλληλα, μιλά για τη δύσκολη περίοδο του διαζυγίου της, για την ηρεμία που επήλθε μετά τον χωρισμό, αλλά και για την αγάπη που τη συνδέει με τον πρώην σύζυγό της.
Narrators
Ελένη Κουσίδου
Field Reporters
Παρέση Ζυμπίδου
Tags
Interview Date
23/09/2023
Duration
46'