© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Οι θρυλικές disco της Λάρισας στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 έως το σημερινό «One Night in Disco» από τον Γιάννη Καλλιμάνη
Istorima Code
25375
Story URL
Speaker
Γιάννης Καλλιμάνης (Γ.Κ.)
Interview Date
19/09/2023
Researcher
Γεωργία Μπαϊράμη (Γ.Μ.)
Είναι, λοιπόν, 20/09/2023. Είμαι με τον Γιάννη Καλλιμάνη και βρισκόμαστε στη Λάρισα. Εγώ είμαι η Μπαϊράμη Γεωργία, ερευνήτρια στο istorima, και ξεκινάμε με την αφήγησή μας. Καλησπέρα.
[00:00:00]
Καλησπέρα, Γεωργία.
Θέλεις να μου πεις λίγα λόγια για εσένα;
Λοιπόν, να σου πω ότι παίζω 42 χρόνια, πρώτον. Δηλαδή, 42 χρόνια ασταμάτητα, το οποίο σημαίνει ότι μία ολόκληρη ζωή μέσα στη μουσική. Ξεκίνησα σε ηλικία 18 χρονών περίπου από ό,τι θυμάμαι και αισίως έχουμε φτάσει 2023 και ακόμα είμαστε μέσα στα πράγματα ασταμάτητα.
Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική;
Ένας από τους πρώτους λόγους ήταν ότι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ήταν μουσικός. Οπότε η μουσική πάντα υπήρχε μες στο σπίτι. Από κει και πέρα λόγω των συνθηκών, γιατί τότε η μοναδική μας διασκέδαση στη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 ήταν να πας σε ένα από τα υποτιθέμενα pub που υπήρχαν τότε και τα μπαράκια, που σιγά-σιγά μετά πέρασαν και έγιναν οι ντισκοτέκ, η μοναδική μας στιγμή που υποτίθεται ζούσαμε σαν νέοι τότε ήταν το να πάμε και να ακούσουμε μουσική και να χορέψουμε. Αυτό όταν υπάρχει και το μικρόβιο της μουσικής από κάτω και υποβόσκει, σε κάνει να το ψάξεις λίγο παραπάνω. Όταν πηγαίναμε στα μαγαζιά, εγώ παρατηρούσα καμιά φορά τους DJ τότε που παίζανε τι κάνουν και το ένα και το άλλο. Αυτό το πράγμα μου άρεσε. Οπότε κάποια στιγμή λέω: «Αυτό θα κάνω» και έκανα αυτό. Πήγε έτσι, δηλαδή. Πήγε από μόνο του, να σου πω την αλήθεια. Δεν το πίεσα εγώ. Γι’ αυτό και λέω καμιά φορά ότι αν αυτό το πράγμα που λέγεται παροχή υπηρεσιών σε αυτή τη δουλειά -γιατί εγώ το λέω διασκεδαστής βασικά- δεν το αγαπάς πάρα πολύ, έχει ημερομηνία λήξης. Ενώ αν την τρέλα σου, την καψούρα σου, την αγάπη σου καταφέρεις και την κάνεις επάγγελμα, σίγουρα έχεις κάποια παραπάνω ατού. Γιατί το βιώνεις κάθε μέρα και σε κάνει να θες να γίνεσαι καλύτερος συνέχεια αυτό το πράγμα. Δεν μένει στο ότι: «Ok, εντάξει, αυτό είμαι». Κάπως έτσι.
Και τότε οι DJ χρησιμοποιούσαν κονσόλα, δηλαδή-
Πικ απ, τα λεγόμενα βινύλια που λέμε εμείς.
Σωστά.
Λοιπόν, αυτά που βλέπεις και απέναντι. Λοιπόν, υπήρχε το βινύλιο τότε αναγκαστικά στις ντίσκο. Δεν υπήρχε, όπως είναι τώρα, η ψηφιακή μορφή. Ήταν όλα αναλογικά, οπότε η μεγάλη μας η τρέλα ήταν το να βρούμε δίσκους που υποτίθεται δεν είχαν κάποια άλλα μαγαζιά, για να παίξουμε πρώτοι ένα τραγούδι. Το οποίο σήμαινε τακτικά ταξίδια Αθήνα-Θεσσαλονίκη, γιατί εκεί υπήρχαν τότε τα πολύ μεγάλα δισκάδικα. Μετά ήρθανε στην πόλη τα δισκάδικα τα μεγάλα που είχες ποικιλία και μπορούσες να διαλέξεις. Και να κάθεσαι τώρα 15 ώρες, 12 ώρες, ας πούμε, σε ένα μαγαζί μέσα για να διαλέξεις δίσκους καινούργιους που ήρθαν, για να πάρεις υποτίθεται πρώτος το τραγούδι να το παίξεις το βράδυ στο μαγαζί. Καλά, πέρα από την ταλαιπωρία, βέβαια, το ότι… Για βάρος, γιατί δεν είναι η μορφή η σημερινή που είναι ένα USB, το έχεις βάλει στην τσέπη και μπορεί να έχεις μέσα μισό εκατομμύριο τραγούδια. Εκεί για να κουβαλήσεις 30 δίσκους σου έφευγε το χέρι, ας πούμε, να σου δώσω να καταλάβεις. Κάπως έτσι. Αλλά ήταν ωραία χρόνια όμως, γιατί, εντάξει... Ήταν αυτό, ρε παιδί μου, το ότι το ζούσες. Δηλαδή, τη μουσική τη ζούσες. Έπιανες το δίσκο στο χέρι και με σεβασμό έπρεπε να τον καθαρίσεις, να το βάλεις στο πικάπ, να καθαρίσεις τη βελόνα, διαδικασία, ιστορία ολόκληρη η διαδικασία. Εντάξει, όλα καλά.
Εδώ στη Λάρισα υπήρχε κάποιο γνωστό μαγαζί που πουλούσε δίσκους;
Για δίσκους; Ήταν τότε το division του Στέλιου του Λαμπροπούλου. Ποια άλλα ήταν; Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα πώς το λέγαν. Κάποια στιγμή είχα κάνει και εγώ ένα δισκάδικο, αλλά είχα πέσει στην περίπτωση τότε του 2000, που βγήκε πλέον το διαδίκτυο. Οπότε αυτό που εμείς αναζητούσαμε σαν επαγγελματίες, σαν DJ ή σαν πελάτης που άκουγε ένα τραγούδι σε μένα και πήγαινε στο μαγαζί να το πάρει, πλέον δεν τον ενδιέφερε. Έμπαινε μέσα στο διαδίκτυο, YouTube, κατέβασμα και τελείωσε, το είχε. Και κάπως έτσι άδοξα τελείωσε και αυτό που λέμε δισκάδικο. Πλέον υπάρχει ξανά. Ξαναβγαίνει το βινύλιο, έκανε την επανάστασή του, γιατί για τον λάτρη της μουσικής το βινύλιο είναι ιεροτελεστία ολόκληρη. Απλά δεν είναι με τη μορφή όπως ήταν παλιά, που τα πάντα ήταν σε βινύλιο. Μετά πήγε η κασέτα, μετά πήγε το cd και πλέον καταλήξαμε στο USB και στο YouTube. Άλλη μορφή μουσικής εντελώς.
Και πόσο εύκολο ήταν για σένα να προσαρμοστείς σε αυτές τις αλλαγές; Γενικότερα, με τα χρόνια, ποιες συνθήκες άλλαξαν στο επάγγελμα αυτό;
Κοίταξε, με τα χρόνια άλλαξε ο τρόπος διασκέδασης. Δηλαδή, στη δεκαετία του ‘70 και του ’80, το σημείο αναφοράς και το σημείο συγκέντρωσης της γενιάς εκείνης ήταν τα μαγαζιά αυτά. Δηλαδή, κατ’ αρχάς μπορεί να ξεκινούσαμε και στις 20:00 η ώρα το απόγευμα να παίζουμε μουσική. Δηλαδή, έφερνε ο μπαμπάς την κόρη, ας πούμε, 20:00 η ώρα στο πάρτι που γινόταν και 23:00 η ώρα ήταν απ’ έξω, την περίμενε να την πάρει να πάει σπίτι. Δηλαδή, 23:00 η ώρα μπορεί να τελείωναν κάποια πάρτι μαθητικά ή οτιδήποτε, να ξεκινούσαν και πιο νωρίς, και 23:00 η ώρα μπορεί να πήγαινε ο μπαμπάς απ’ έξω, να την περίμενε να την πάει στο σπίτι. Δεν είναι όπως είναι τώρα, δηλαδή, που μπορεί τώρα πλέον η διασκέδαση... Εγώ το έβλεπα και από τους γιους μου, έτσι; Πήγαινε 01:00 η ώρα και του έλεγα: «Δεν θα βγεις;» και μου λέει: «Είναι νωρίς ακόμα». Λοιπόν, πέραν τούτου, είναι ότι εκείνα τα χρόνια η ζωή μας ήταν η μουσική. Δηλαδή, η μεγάλη μας εκτόνωση ήταν το να πάμε στην ντίσκο, να ανεβούμε στην πίστα και να χορέψουμε. Κι αν δεν έφευγες ιδρωμένος από μέσα από το μαγαζί, σημαίνει ότι είσαι ξενέρωτος, δεν έχεις χορέψει πολύ. Δηλαδή, έβλεπες ότι προσπαθούσαμε όλοι να πάρουμε την καλύτερη θέση πάνω στην πίστα, γιατί απέναντί μας μπορεί να ήταν μία κοπέλα και θέλαμε κατά κάποιο τρόπο να της δείξουμε ότι μας αρέσει και έπρεπε να ξέρουμε να χορεύουμε καλά, να κάνουμε χορευτικές φιγούρες. Δηλαδή, τέτοια φάση, για να μπορέσεις σιγά σιγά να την πλησιάσεις. Και βέβαια η μεγάλη έτσι ενότητα στη μουσική τότε ήταν όταν παίζονταν τα blues, που πήγαινες να ζητήσεις την κοπέλα για να χορέψετε μαζί, γιατί έτσι μπορούσες να την πλησιάσεις και να την φλερτάρεις. Πράγμα το οποίο το κάνω και τώρα στα πάρτι που κάνω και πραγματικά ανατριχιάζω όταν γίνεται. Όταν λέμε ανατριχιάζω, ανατριχιάζω! Δηλαδή, να βλέπεις τώρα 200 ζευγάρια ή 100 ζευγάρια να είναι στην πίστα που τώρα μπορεί να είναι, παράδειγμα, 50 χρονών, 60 χρόνων και να βλέπεις την ίδια εικόνα που έβλεπες πριν 40 χρόνια. Ίσως και τα ίδια ζευγάρια, γιατί πολλά από αυτά τα ζευγάρια, βέβαια, αργότερα μπορεί να παντρεύτηκαν. Αλλά όταν έχεις μεγαλώσει μέσα σε αυτό το μέρος που λέγεται ντισκοτέκ και έχεις αυτούς ανθρώπους, έχεις πλάσει με τη μουσική σου -γιατί 40 χρόνια είναι τέσσερις δεκαετίες ανθρώπων που μεγάλωσαν μέσα από τη μουσική σου- λίγο πολύ δεν ξεχνάς φυσιογνωμίες, γιατί τους ξέρεις κιόλας όλους. Είναι πολύ βασικό πράγμα το να τον βλέπεις να χορεύει τότε που ήταν 15-16 και να χορεύει τώρα 55 χρόνων την ίδια την κοπέλα. Είναι εικόνα απίστευτη. Δεν υπάρχει αυτή η εικόνα. Και τους κάνω και πλάκα πολλές φορές στα πάρτι μέσα γι’ αυτό το λόγο. Τον άλλον του είχα πει την άλλη φορά: «Σε πήραμε μαλλιά μέχρι εδώ και έχεις γίνει ηλιακός συσσωρευτής από πάνω», όπως είναι φαλακρός εντελώς. Αλλά είναι ωραία, ωραία χρόνια. Αλλά ήταν τότε αυτό που σου είπα, ότι η μουσική ήταν αυτό. Ήταν χορός, πίστα. Δεν γινόταν αν δεν χορέψεις. Δηλαδή, αν δεις και τα βίντεο και τις ταινίες που βγήκαν από εκείνη τη δεκαετία, το πρώτο πράγμα που επικεντρώνει ο φακός είναι η πίστα κατευθείαν, πάει στην πίστα. Θυμήσου Ψάλτης και όλα αυτά, δεκαετία ‘80, ‘90. Είναι πίστα. Πλέον δε χορεύει ο κόσμος. Αυτό είναι το κακό. Ενώ τότε χόρευε.
Αισθητικά, δηλαδή, όταν φανταζόμαστε μια ντισκοτέκ, ποια είναι αυτά τα στοιχεία που πρέπει να μας έρχονται στο μυαλό μας;
Ντισκοτέκ στη δεκαετία του ‘80 και του ‘70, λίγο του ’70 περισσότερο, γιατί δεκαετία του ’70, επειδή ήταν περισσότερο όταν άρχισαν να αναπτύσσονται οι ντισκοτέκ στην Αμερική, studio 54 και όλα τα σχετικά. [00:10:00]Στο ‘80 ήρθε και στην Ευρώπη και άλλαξε και λίγο ο ρυθμός, γιατί έφυγε λίγο από το soul και το funky και έγινε και πιο ντίσκο. Δηλαδή, τύπου να σου δώσω να καταλάβεις «Funky town», «Daddy cool», Donna Summer, «Hot stuff», «Βad girl» και όλα τα σχετικά. Έγινε πιο χορευτικός ο ρυθμός. Η ντίσκο ήταν ένα μέρος… Ήταν ο ναός της διασκέδασης, να στο πω έτσι. Αν θέλεις να στο πω, να στο περιγράψω πώς ήταν αισθητικά μέσα, είχε πολύ φως, πολλά φώτα, δηλαδή, τρέλα με τα φώτα, να αναβοσβήνουν συνέχεια. Πολλές φορές, η πίστα από κάτω είχε φως και αυτήν να αναβοσβήνει. Ήχος αρκετά δυνατός, όχι όπως είναι τώρα, αλλά δυνατός αρκετά και πίστα, πολλή πίστα, ένα μπαρ, καθρέφτες πολλές φορές, πάρα πολλούς καθρέφτες μέσα στο μαγαζί και πολύ καθιστικό, καναπέδες.
Το είχα παρατηρήσει-
Οι καναπέδες, όμως, ουσιαστικά τις περισσότερες φορές ήταν άδειοι, γιατί με το που ξεκινούσαμε το πρόγραμμα καθόταν μόνο αυτός ο οποίος έχει πάρα πολύ κουραστεί ή ο οποίος δεν ήθελε να χορέψει. Σπάνιες περιπτώσεις, αλλά γινόταν και αυτό. Αυτή ήταν η ντίσκο. Ήταν ένα ατελείωτο πάρτι κάθε μέρα. Αυτό.
Και συνήθως με τι μουσική ξεκινούσε στην αρχή το πάρτι και πώς εξελισσόταν;
Κοίταξε, ανάλογα και το πώς το έχεις σαν DJ. Δηλαδή, εγώ πολλές φορές είχα στη λογική ότι δεν θέλω να ξέρει ο άλλος τι θα βάλω μετά, να μην είμαι προβλέψιμος στη δουλειά μου. Όσο μπορούσα, προσπαθούσα να το αποφύγω. Πάντοτε, όμως, ξεκινούσες χορευτικά, γιατί έπρεπε να γεμίσεις γρήγορα την πίστα. Όχι ότι ήθελαν πολύ σπρώξιμο. Το κάνανε και πολλές φορές μπορεί να ξεκινούσαμε με ένα τραγούδι, το οποίο ήταν πολύ καινούργιο και θέλαμε να το προωθήσουμε για να δείξουμε ότι εμείς φέραμε καινούργια πράγματα. Πάντα εισαγωγή στο πρόγραμμα. Χωρίς εισαγωγή δεν ξεκινούσε το πρόγραμμα, το οποίο ακόμη και τώρα το κάνω όταν κάνω τα ντίσκο πάρτι. Πάντα εισαγωγή, γιατί σε χαρακτηρίζει αυτό το πράγμα. Ξέρει και ο άλλος από κάτω ότι τώρα ξεκινάει το πρόγραμμα. Χαμηλώνανε τα σταθερά τα φώτα του μαγαζιού και άναβαν πλέον τα φωτορρυθμικά. Κάπως έτσι.
Και οι φιγούρες, όλες αυτές οι χορευτικές κινήσεις ήταν κάτι που μαθαίνονταν τότε ή όπως του έβγαινε του καθενός;
Κοίταξε, υπήρχαν οι καρεκλάδες, που λέμε τότε, οι οποίο χόρευαν soul, τύπου James Brown, Kurtis Blow και όλα τα σχετικά, οι οποίοι είχαν συγκεκριμένες φιγούρες όταν τα χορεύουν αυτά. Γι’ αυτό τους λέγαμε και καρεκλάδες. Και υπήρχαν και οι άλλοι, ας πούμε, οι οποίο χόρευαν πιο ανάλαφρο στυλ, όχι τόσο πολλές χορευτικές φιγούρες. Πιο πολλές χορευτικές φιγούρες έκαναν πάντως οι καρεκλάδες, που λέμε, δηλαδή, αυτοί που ήθελαν soul, funky και όλα τα σχετικά, rap και τέτοια. Τα οποία εκεί ήθελαν...Και πολλές φορές μπορεί να ήταν και 10 άτομα στη σειρά και να έκαναν την ίδια φιγούρα. Εκεί ήταν μπαλέτο. Οι άλλοι ήταν πιο ανάλαφρο. Άμα το δεις, ήταν προσωπικός χορός, όπως του έβγαινε του καθενός. Αλλά ήταν χορός. Έβλεπες, χορεύανε. Εκεί είναι η διάφορα όλη.
Και στιλιστικά τον κόσμο πώς τον θυμάστε τότε; Γιατί υπήρχαν και κάποιες έτσι ενδυμασίες ιδιαίτερες τότε.
Όταν πας να δείξεις σε έναν νεαρό, ο οποίος είναι 20-25 χρόνων ένα βίντεο από εκείνη τη δεκαετία, βάζει τα γέλια. Δηλαδή, εντάξει λέει: «Δεν μπορεί αυτό το πράγμα να υπάρχει». Κι όμως τότε, λίγο-πολύ όλοι ήμασταν το ίδιο. Δηλαδή, στα αγόρια μακρύ μαλλί ατημέλητο πολλές φορές, όπως του βγει του καθενός. Στα κορίτσια το ίδιο, μακρύ μαλλί, φούντα μέχρι εδώ κάτω, φαρδύ παντελόνι ή πολύ στενό παντελόνι αργότερα, έντονα χρώματα στα ρούχα, έντονα χρώματα και άσπρη σάλτσα κλασικά στα αγόρια. Ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση, όμως; Ότι η μόδα κάνει κύκλους, όπως και η μουσική κάνει κύκλους. Και πολλές φορές βλέπεις ότι η δεκαετία του ’80 ή του ‘70 είναι σταθμός σε πολλά πράγματα στις σημερινές δεκαετίες. Δηλαδή, το βινύλιο στα ρούχα, το βινύλιο παράδειγμα στη μουσική, ο χρωματισμός. Είναι πολλά πράγματα που ξανακάνουν τον κύκλο τους. Αυτό, βέβαια, δεν ξέρω από τη μία για ποιο λόγο γίνεται 100%, αλλά σίγουρα είναι το ότι στέρεψαν και οι ιδέες. Δηλαδή, βλέπεις στη μουσική ότι πολλά τραγούδια που ακούγονται σήμερα έχουν σαν βάση τραγούδια της δεκαετίας του ‘80 και του ‘90. Μα στη μουσική τους, μα ακόμη και στο στίχο τους, μα ακόμη και στο ότι γίνεται και ένα remake ξανά του τραγουδιού, απλά με σύγχρονο ρυθμό ή με πιο σύγχρονο ήχο. Πάντως είναι σταθμός η δεκαετία του ‘70, του ‘80 και του ‘90, αυτές οι τρεις δεκαετίες. Χάραξαν πάρα πολλά πράγματα στον τρόπο διασκέδασης.
Και εδώ στη Λάρισα ποιες ήταν οι πιο γνωστές ντίσκο τότε;
Κοίταξε, υπήρχαν οι πολύ μικρές στη δεκαετία του ‘70 και περισσότερο η επανάσταση στη ντίσκο ξεκίνησε στη Λάρισα σαν μεγάλα και εντυπωσιακά μαγαζιά και γύρω στη δεκαετία του ‘80, αρχές δεκαετίας του ‘80. Δηλαδή, μία, ας πούμε, από τις χαρακτηριστικές ήταν η «Stales» στην Πλατεία Ταχυδρομείου. Λοιπόν, ήταν υπόγειο. Τα περισσότερα τότε μαγαζιά ήταν υπόγεια, για να σου δώσω να καταλάβεις, και βέβαια δε χωρούσαν πάρα πολύ κόσμο, έτσι; Πολύ σκοτάδι μέσα, κάποια φώτα τότε στην αρχή, πριν ακόμα γεννηθεί η ντίσκο σαν διασκέδαση, η λάμπα αυτή η μπλε –καταλαβαίνεις- που αν φορούσες μαύρο, ας πούμε, και είχε λίγο μία σκόνη επάνω, φαινόταν άσπρα όλα μέσα. Λοιπόν, μετά μπήκε η λογική της ντίσκο. Οπότε εκεί έγιναν μεγάλα μαγαζιά και πλούσια μαγαζιά, εντυπωσιακά, γιατί έπρεπε… Αυτό που σου είπα, καθρέφτες, φώτα πολλά, ήχους, πολλές πίστες, μεγάλα μπαρ, καθιστικά να έχουν χρωματισμούς μέσα. Εκεί ξεκίνησε μετά με τις «Stales». Εγώ δούλεψα στη «Starship». Ήταν στην Μεγάλου Αλεξάνδρου, υπόγειο και αυτήν και μετά το υπόγειο αυτό, ανεβήκαμε πλέον όροφο. Πήγα «Studio 53» που ήτανε σταθμός τότε στη Θεσσαλία ολόκληρη αυτή η ντίσκο, γιατί έρχονταν και από άλλες πόλεις, θυμάμαι. Μετά έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Έγινε η «Biberon», που εκεί έγινε πάταγος. Μετά έγινε η «Points» στη Μανωλάκη. Mία μεγάλη που μου διαφεύγει τώρα ήταν εκεί που είναι τα bowling τώρα, εντυπωσιακό μαγαζί τότε -απλά μου διαφεύγει το όνομα τώρα- με πίστες υδραυλικές που ανεβοκατέβαιναν και τέτοια περίεργα. Kαι μετά μπήκαμε σιγά-σιγά στη λογική του club. Δηλαδή, λίγο άλλαξε και ο ρυθμός, γιατί μπήκαμε και στη δεκαετία του ‘90 και έγινε πιο ηλεκτρονικός ο ρυθμός, ενώ μέχρι τη δεκαετία του ‘80 ήταν πιο στα κάτω ο ρυθμός, δηλαδή ήταν πιο ντίσκο ο ρυθμός. Μετά μπήκε και η Ιταλο-ντίσκο, που έβαλε και εκεί πολύ ηλεκτρονικό. Μπήκαμε σιγά σιγά στη δεκαετία του ’90, που πλέον εκεί είχαμε πολύ ηλεκτρονικό ρυθμό. Λοιπόν, εκεί βγήκαν και συγκροτήματα, όπως Faithless και όλα αυτά, τα οποία λίγο-πολύ έβαλαν λίγο το δικό τους το ρυθμό μέσα. Και πλέον γεννήθηκαν σιγά-σιγά τα club με τη μορφή κάτι ανάμεσα από ντίσκο και από ένα πολύ μεγάλο μαγαζί, το οποίο παίζει πάλι και ηλεκτρονικό πολύ. Εκεί πήγα μετά στη «Stadium» του Τάκη του Ντελή. Μετά άνοιξαν τα καλοκαιρινά τα μεγάλα, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχαν πολύ μεγάλα καλοκαιρινά. ‘Η αν γίνονταν, ήταν μικρά, τύπου Hoya στην Αγία Μαρίνα και όλα τα σχετικά. Και πάει λέγοντας, δηλαδή, η δεκαετία του ‘90 πήγε με club ουσιαστικά. Και φτάνουμε σιγά-σιγά στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, ‘97 κάπου, που πλέον η παραλιακή, που λέμε, της Λάρισας, η Φαρσάλων έχει απίστευτα μαγαζιά. Kasbah, Kika, ό,τι μπορείς να φανταστείς, ναούς, δηλαδή. Μιλάμε για πολλά λεφτά στα μαγαζιά, υπερσύγχρονα τα μαγαζιά με τέλεια διακόσμηση. Η Λάρισα πάντα είχε αυτό το καλό, ότι είχε πολύ καλά μαγαζιά, στημένα μαγαζιά, δη[00:20:00]λαδή, τα οποία ήταν ακριβά. Και βέβαια τότε ήταν και το καλό ότι πλέον ο κόσμος είχε τη λογική του ότι: «Τι θέλω να ακούσω; Υπάρχει και το μέρος να πάω». Δεν είναι όπως τώρα, που είναι πολυχώροι. Δηλαδή, ήθελες ελληνικό; Εκείνο το διάστημα, άρχισε να αναπτύσσεται πολύ και η Νεάπολη με τα ελληνάδικα. Όλα τα μαγαζιά παίζανε ελληνικά. Οπότε αν ήθελες πολύ ελληνικό, πήγαινες εκεί. Αν ήθελες club, πήγαινες σε club, αν ήθελες ντίσκο, πήγαινες σε ντίσκο, αν ήθελες rock, πήγαινες σε ένα rock bar. Είχες εναλλακτικές και αυτό έκανε τον κόσμο πλέον να μπορεί να ξεφεύγει και να μην είναι το ίδιο πράγμα κάθε μέρα. Πράγμα το οποίο γίνεται τώρα, που πλέον τα μαγαζιά κοιτάνε να είναι πολυχώροι, δηλαδή, να είναι λίγο bar, να είναι λίγο club, να είναι λίγο μπουζούκια, να είναι λίγο καφέ, να είναι λίγο τσιπουράδικο, να είναι λίγο απ’ όλα. Κι αν βάλεις μέσα και το γεγονός ότι και η μουσική πλέον κινείται σε διαφορετικά καλούπια και δεν είναι όπως τότε που ήταν σημείο αναφοράς η πίστα, γι’ αυτό πλέον βλέπεις ότι και τα μαγαζιά πλέον δεν έχουν να δώσουν κάτι παραπάνω από ό,τι δίνει ο διπλανός λίγο-πολύ. Το ίδιο πράγμα είναι λίγο-πολύ όλα τα μαγαζιά πλέον.
Και μου είπες πριν ότι λειτουργούσαν και κάθε μέρα τότε.
Κάθε μέρα.
Τι είναι αυτό που τους έκανε να βγαίνουν όντως κάθε μέρα, που σήμερα δεν το βλέπουμε αυτό;
Κοίτα, το ένα και βασικότερο πράγμα είναι ότι τα μαγαζιά πλέον ήταν συγκεκριμένα. Δηλαδή, ήταν 10 μαγαζιά; 5; Ήταν αυτά. Εδώ τώρα πλέον υπάρχουν 255 μαγαζιά. Εάν το κάθε μαγαζί πάρει από 10 άτομα, αυτό που υποτίθεται είναι club το βράδυ, δεν θα έχει δουλειά για κάθε μέρα. Ένας είναι ο λόγος αυτός. Τότε υπήρχαν, ας πούμε, 5 μαγαζιά και έλεγαν ότι: «Ή θα πάω –παράδειγμα- να καθίσω στη La Cite -που λέγαμε- ή θα πάω -παράδειγμα- στο club ή στη ντίσκο αν θέλω για αργότερα». Οπότε αναγκαστικά ο κόσμος δεν έχει πολλές εναλλακτικές για να σκορπάει. Έτσι; Επίσης, ήταν και το θέμα της μουσικής, ότι, παράδειγμα, πήγαινες στη «La Cite» ή αν πήγαινες στο «Αστόρια», ας πούμε, δεν θα άκουγες μπάμπα-μπούμπα μέσα, χορευτική μουσική. Απλά υπήρχε μία μουσική. Περισσότερο χώροι συγκέντρωσης. Μετά άρχισαν σιγά-σιγά να βάζουν και τη μουσική μέσα. Άρα, αν ήθελες να διασκεδάσεις, θα έφευγες και θα πήγαινες σε κάποιο άλλο μέρος αναγκαστικά. Τώρα δεν υπάρχει λόγος να φύγεις. Αφού μπορεί να πας το πρωί, παράδειγμα, στο x μαγαζί να πιείς καφέ και το βράδυ να είσαι στο ίδιο μαγαζί και να χορεύεις τσιφτετέλια. Άρα είσαι στο ίδιο μέρος. Σκορπίζει ο κόσμος. Αυτή είναι η διαφορά.
Και τότε, εκείνες τις εποχές συγκεκριμένα και για τα μαγαζιά της Λάρισας, με ποιο τρόπο προσελκύατε από τον κόσμο; Που σήμερα, ας πούμε, έχουμε τα social media. Δηλαδή, υπήρχαν κάποια τρικ που κάνατε για να σας μαθαίνουν;
Όχι. Ήταν καθαρά η μουσική, καθαρά η μουσική και ο τρόπος που ήθελες για να διασκεδάσεις. Αν ήθελες παράδειγμα χαλαρά, θα πήγαινες σε ένα καφέ-ζαχαροπλαστείο. Αν ήθελες παράδειγμα συνέχεια στη βραδιά σου, θα πήγαινες αναγκαστικά σε μαγαζί για να ακούσεις αυτό που θες να ακούσεις. Όχι αυτό που θα σου βάλουν να ακούσεις. Δηλαδή, όταν πήγαινες στη ντίσκο, ήξερες ότι θα ακούσεις ντίσκο. Και η ντίσκο μέσα τότε -γιατί έχει και μια συνέχεια αυτό στην κουβέντα που θα κάνουμε- είναι ότι παίζαμε και εκεί τότε αρκετά. Δηλαδή, και ποπ και rock και ελληνικό και ντίσκο και funky και soul και rap και heavy metal κάποια στιγμή. Δηλαδή, έπαιζαν τα πάντα μέσα, οπότε έμπαινες και άκουγες τα πάντα. Αν ήσουνα, παράδειγμα, σε μία καφετέρια, δεν θα τα άκουγες. Θα ήσουν σε μία καφετέρια. Συν το ότι ήταν και πιο διαφορετικά τα πράγματα, όσον αφορά το κοστολόγιο. Δηλαδή, δεν είναι η τιμή που έχουν τώρα το να πας να βγεις να πιεις ένα ποτό. Ήταν πιο νορμάλ τα πράγματα. Οπότε ίσως επειδή και η μόνη διασκέδαση του κόσμου τότε ήταν τα μπουζούκια και τα club, οι ντίσκο, γι’ αυτό και τα μαγαζιά ήταν κάθε μέρα γεμάτα.
Με ποια τραγούδια θυμάσαι να γίνεται χαμός;
Είναι πολλά. Δεν μπορώ να στα πω. Πάρα πολλά. Δηλαδή, η κάθε χρονιά και η κάθε εποχή είχε τα δικά του τα hit, τα οποία, βέβαια, ακόμη και τώρα έτσι, 40 χρόνια μετά και 45χρόνια μετά, κάνουν τον ίδιο πανικό, όπως κάνανε και τότε. Εκεί είναι η διαφορά. Δηλαδή, εάν ήσουν, ας πούμε, στο φόρτε της βραδιάς, ήθελες να ακούσεις, παράδειγμα, Boney M., ήθελες να ακούσεις, παράδειγμα, Lipps Inc., ήθελες να ακούσεις Patrick Hernandez. Ήθελες να ακούσεις τέτοια, δηλαδή, τραγούδια, Donna Summer, Kylie Minogue, Jason Donovan. Εντάξει, είναι πάρα, πάρα πολλά και είναι αυτό που λέω ότι δεν έχει τέλος. Δηλαδή, αν είσαι σε μια βραδιά που είναι αφιερωμένη στη δεκαετία του ‘80 και του ‘90, σπάνιες φορές θα ακούσεις δύο φορές ένα τραγούδι και ας είναι 10 ώρες το πρόγραμμα. Και δεν θα σε κάνει ποτέ να κουραστείς, γιατί είναι συνέχεια κάτι διαφορετικό. Δηλαδή, τώρα, παράδειγμα, θα πεις: «Να παίξω ποπ ελληνικό», είναι λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα, ένας ρυθμός ή αν θα παίξω παράδειγμα house ή deep house, είναι λίγο πολύ το ίδιο πράγμα. Τότε ήταν τόσες οι εναλλαγές που γίνονταν στη μουσική με τα τραγούδια, γιατί υπήρχαν και γκρουπ πολλά τότε, οι ABBA, ας πούμε - σταθμός στη δεκαετία εκείνη με τα τραγούδια που βγάλανε, επιτυχίες. Επίσης, εκείνο που με έκανε πολλή εντύπωση τότε... Θυμάμαι ότι έβγαιναν άλμπουμ και δεν ξέραμε ποιο να πρωτοπαίξουμε από το άλμπουμ μέσα. Είχε δώδεκα τραγούδια το βινύλιο, το άλμπουμ και έβλεπες ότι υπήρχαν περιπτώσεις που ήταν και τα 10 επιτυχίες. Και τώρα ψάχνεις, ας πούμε, να βρεις ένα κομμάτι το οποίο θα κάνει το κλικ σε σένα, γιατί αν το κάνει σε εσένα, σίγουρα θα το κάνει και στον κόσμο που δεν ξέρει κάποιο τραγούδι. Κάπως έτσι κυλάει δηλαδή η μουσική.
Και είχα δει σε κάποιες φωτογραφίες ότι τότε κάνατε κάποια events, δηλαδή, events bodybuilding όπου οι άνδρες έδειχναν τα σώματά τους και τέτοια πράγματα.
Κοίτα, κατά κάποιο τρόπο, γίνονταν κάποια happenings στις ντίσκο το βράδυ. Ας πούμε, γινόταν διαγωνισμός χορού, κλασικό, όπου έπρεπε να δηλώσεις συμμετοχή και υπήρχαν και κάποια βραβεία. Υπήρχαν κάποια καλλιστεία που γίνονταν. Υπήρχε αυτό που λες με τα bodybuilding. Γίνονταν κάποια events τέτοια σίγουρα, γιατί και αυτά ήταν λίγο πολύ ένας κράχτης, ας πούμε. Αλλά το βασικότερο είναι αυτό, η διάθεση που σου είπα του κόσμου, το ότι έβγαινε για να περάσει καλά. Ήξερε τι ήθελε. Έβγαινε και έλεγε: «Θα πάμε και θα χορέψουμε». Αυτό, πράγμα το οποίο με στεναχωρεί γιατί δεν βλέπω πλέον κόσμο να χορεύει στα μαγαζιά. Είναι μία αδιάφορη κατάσταση, με ένα κινητό στο χέρι. Ok, περισσότερο να βγάλουμε φωτογραφίες, να τραβήξουμε βίντεο.
Αυτό είναι κάτι το οποίο το βλέπατε σταδιακά να γίνεται με τα χρόνια ή έγινε ξαφνικά με την είσοδο των social media;
Γινόταν σταδιακά, αλλά έπαψε πλέον να υπάρχει με τη μορφή των club, όπως ήταν παλιά, κάπου εκεί μετά την εμφάνιση του διαδικτύου. Δηλαδή, μέχρι εκείνη τη στιγμή, μπορεί να είχαμε κινητό, αλλά δε μας ενδιέφερε να βγάλουμε φωτογραφία για να τη στείλουμε, για να τη δείξουμε έξω, την κρατούσαμε για μας. Γιατί βγήκα εγώ με τη Γεωργία, παράδειγμα, και θέλω να θυμάμαι ότι εκείνο το βράδυ χόρευα. Εδώ πλέον δείχνουμε πού είμαστε, χωρίς να συμμετέχουμε σε αυτό που είμαστε. Από την ημέρα που το 2000 και μετά πλέον, που μπήκε το διαδίκτυο στη ζωή και πλέον ο κόσμος άρχισε πλέον να βλέπει πολλά πράγματα -θεωρώ ότι έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του το διαδίκτυο- αρχίσαμε λίγο-πολύ να βλέπουμε περισσότερο την εικόνα μας και όχι το πώς είμαστε εμείς και πώς περνάμε καλά ή δεν περνάμε καλά. Περισσότερο είναι να το δείξουμε πλέον παρά το να το ζήσουμε. Αυτό είναι η διαφορά. Μετά άρχισαν σιγά-σιγά τα μαγαζιά να έχουν πολύ μεγάλο ανταγωνισμό μεταξύ τους, γιατί γίνονταν πολλά μαγαζιά ταυτόχρονα. Οπότε λίγο πολύ άρχισαν και αυτά να γίνονται λίγο-πολύ πολυχώροι. Δηλαδή, ήσουν στο club και μετά από ένα χρόνο, ενάμιση, μπορεί ο ίδιος ιδιοκτήτης να σου έλεγε ότι: «Ξέρεις κάτι; Θέλω πολύ ελληνικό» ενώ το club έχει τη μορφή του club. Ναι. Kάποιο ελληνικό, αλλά το 80%, παράδειγμα, ήταν ξένο. Από ένα σημείο και μετά, άρχισε πλέον να μπαίνει πάρα πολύ το ελληνικό μες στο club και έπαψε να είναι club. Και πλέον βλέπεις, ακόμη και τώρα, ότι πλέον πας σε ένα μαγαζί το οποίο [00:30:00]έχει την επωνυμία του club, αλλά ουσιαστικά είναι σαν να είσαι στα μπουζούκια. Άλλαξε και η μορφή από τα μπουζούκια και είναι αυτό που λέω, ότι πλέον τα μπουζούκια έγιναν club και τα club μπουζούκια, γιατί βλέπεις ακόμη και στα μπουζούκια πλέον έπαψε να υπάρχει πίστα, που ήταν σημείο αναφοράς στα μπουζούκια. Δηλαδή, ήθελα να σηκωθώ να χορέψω ζεϊμπέκικο και σηκωνόμουν να χορέψω ζεϊμπέκικο. Πλέον τα μαγαζιά τα μπουζούκια, έτσι όπως μας τα πλασάρουν τουλάχιστον, είναι σαν να είσαι σε μία θεατρική σκηνή. Βλέπεις έναν τραγουδιστή να υπάρχει και από κάτω καθίσματα και δεν μπορείς ούτε καν να ανέβεις σε μία πίστα. Οπότε εκεί κύλησε η μορφή της διασκέδασης.
Και για εσάς πόσο εύκολο ήταν για σένα να προσαρμοστείς ουσιαστικά με τα χρόνια σε αυτές τις αλλαγές; Και επίσης, θέλω να ρωτήσω και κάτι άλλο, αν τότε εκείνες τις δεκαετίες υπήρχε αλληλεπίδραση με τον DJ που σήμερα δεν υπάρχει.
Ναι, υπήρχε. Δηλαδή, παράδειγμα, άκουγε κάποιος ένα τραγούδι, ερχόταν και σε έλεγε: «Γράψ’ το μου σε ένα χαρτάκι ποιο είναι αυτό το τραγούδι». Τώρα βάζεις το shazam και το βλέπεις ποιο είναι κατευθείαν, το ακούς. Σαφώς υπήρχε ή ας πούμε, τότε που όταν άρχισε πλέον να βγαίνει και η κασέτα που να μπορείς να την ηχογραφήσεις, ερχόταν και σου λέγανε: «Γράψε μια κασέτα να έχω με τα τραγούδια αυτά». Επίσης, χαρακτηριστικό είναι οι DJ που ήμασταν και κάναμε και ραδιόφωνο, που υποτίθεται παίζαμε και κάποιες μέρες την εβδομάδα σε ένα ραδιόφωνο, γιατί ήταν η τρέλα μας αυτή η μουσική και εμείς είχαμε και τη λογική του ότι μιλούσαμε μέσα στο πρόγραμμα και χτυπούσε το τηλέφωνο και έλεγε: «Κλείσε το τηλέφωνο. Θέλουμε να γράψουμε το τραγούδι. Μην μιλάς στον αέρα για να γράψουμε το τραγούδι». Αυτή η αλληλεπίδραση υπήρχε. Τώρα πλέον δεν θεωρώ ότι είναι τόσο πολύ κοντά ο DJ με τον κόσμο. Πέραν του ότι εμείς μεγαλώσαμε με μία άλλη φιλοσοφία στο παίξιμο. Εμείς μεγαλώσαμε με τη φιλοσοφία: «Το κεφάλι ψηλά», να κοιτάμε τον κόσμο, το πώς συμπεριφέρεται, πώς λειτουργεί, το αν αρέσει ή δεν αρέσει αυτό που κάνω εκείνη τη στιγμή, που όταν δεν αρέσει πρέπει να το αλλάξω. Πλέον, επειδή όλα γίνονται μέσα από έναν υπολογιστή, τις περισσότερες φορές βλέπεις, κοιτάμε τον υπολογιστή περισσότερο παρά του τι γίνεται έξω από τον υπολογιστή, το οποίο σημαίνει ότι δεν ψυχολογείς τον κόσμο πιο εύκολα, όπως έπρεπε τότε να τον ψυχολογήσεις. Γιατί δεν ήταν δεδομένο τίποτα. Το σημείο αναφοράς για το πόσο καλός ήσουν στη δουλειά σου τότε ήταν το πόσο εύκολα γεμίζεις την πίστα και πόσο την έχεις κρατημένη γεμάτη την πίστα πάνω. Αυτό ήταν σημείο αναφοράς στον μαγαζάτορα που σε έπαιρνε για να κάνεις τη δουλειά του DJ. Δηλαδή, άμα εγώ ήξερα να κάνω τέλειες αλλαγές, αλλά είχα την πίστα άδεια, δεν ήμουν καλός. Κάπως έτσι.
Και τότε είπες πριν για τα μαγαζιά της Λάρισας τα οποία ήτανε πάρα πολύ καλά και γνωστά και όλοι μιλάνε για αυτά. Τι πρωτοτυπίες είχανε τότε τα συγκεκριμένα μαγαζιά;
Όταν λες «πρωτοτυπίες»;
Ας πούμε, στα events, στα σκηνικά.
Κοίταξε, δεν είχαν πρωτοτυπίες με την έννοια των events. Δηλαδή, ήταν συγκεκριμένα τα events που γίνονταν. Απλά ήταν πολύ πλούσια μαγαζιά και όταν έχεις φύγει, παράδειγμα, να στο πω για να καταλάβεις… Είναι σαν να φεύγεις από μία γκαρσονιέρα υπόγεια και να ανεβαίνεις στο ρετιρέ που έχει τεράστια βεράντα και είναι φτιαγμένο λουξ. Κάπως έτσι. Δηλαδή, από τα υπόγεια τα οποία ήταν με ημίφως που δεν δίνανε πάρα πολλή βάση στη διακόσμηση, απλά ήταν έτσι δομημένη η λειτουργία των μαγαζιών τότε και μπαίνεις ξαφνικά σε ένα χώρο, ο οποίος με το που μπαίνεις μέσα σε αφήνει άφωνο, γιατί βλέπεις εκατοντάδες φωτιστικά, βλέπεις καθρέφτες, βλέπεις βελούδινα εντυπωσιακά καθιστικά, βλέπεις μπαρ τεράστιο, εντάξει, αυτό από μόνο του ήταν κράχτης, γιατί δεν είναι κάτι το οποίο το έβλεπες κάθε μέρα πριν.
Σου έχει μείνει κάποιο σκηνικό στο μυαλό από τότε από κάποια νύχτα;
Είναι πάρα πολλά, πάρα πολλά, δηλαδή, θέλουμε μέρες ολόκληρες να τα συζητάμε. Απλά θα σου πω ότι δεν σε άφηνε εκείνη η δεκαετία του ‘80 και του ’90, δεν σε άφηνε να βαρεθείς. Δηλαδή, υπήρχαν νύχτες που πραγματικά έλεγες να μην τελειώσει η βραδιά. Και ειδικά όταν πήγαμε στη λογική των καλοκαιρινών, αν δεν πήγαινε 08:00 η ώρα το πρωί και 09:00 η ώρα το πρωί, δεν κλείναμε. Σκέψου. Μετά εγώ είχα το καλό ότι έφευγα πάρα πολλά χρόνια, πριν αρχίσουν να γίνονται τα μεγάλα τα καλοκαιρινά στη Λάρισα, έφευγα και πήγαινα κάθε καλοκαίρι σε νησί και δούλευα σε διαφορετικό νησί. Πήγα Λέρο, Κρήτη, Κέρκυρα, Σάμο Ρόδο. Πού αλλού πήγα; Πολλά. Και κάθε καλοκαίρι έβλεπες κι άλλες παραστάσεις. Γνώριζες άλλο κόσμο, άλλη κουλτούρα. Είχες να κάνεις με ξένους που και αυτοί είχαν τη δικιά τους τη φιλοσοφία στη διασκέδαση. Τώρα, όλα αυτά όταν τα πάρεις και εσύ λίγο πολύ μαθητής καλός με την έννοια -ποια;- να πάρω το καλό από δω, να πάρω το καλό από κει, να πάρω το καλό από το άλλο, το έπαιρνες και το έφερνες και εδώ και το περνούσες λίγο-πολύ μες στη δουλειά σου. Και αυτό σε έκανε ίσως να ξεχωρίζεις λίγο. Έτσι λειτουργούσαν τα μαγαζιά.
Αρνητική πλευρά υπήρχε τότε στη νύχτα εκείνη τη δεκαετία;
Αρνητική.
Ας πούμε, ακούμε πολλές φορές για τις ουσίες που χρησιμοποιούσαν τότε.
Κοίταξε, δεν υπήρχε τόσο πολύ ή αν θες δεν το αναδείκνυαν τόσο πολύ. Το ναρκωτικό υπάρχει χρόνια πριν. Δεν ανακαλύφθηκε τώρα, ούτε ανακαλύφθηκε στη δεκαετία του ‘80. Δεν θέλω να πω για συγκεκριμένες ουσίες. Δεν μου αρέσει ούτως ή άλλως. Είμαι πολύ κατά αυτών όλων των διεγερτικών, γιατί -να σου πω ένα παράδειγμα- μου λένε... Εγώ ας πούμε δεν πίνω καθόλου, δεν το έχω βάλει το ποτό στο στόμα μου και μου λέει ο άλλος: «Πώς μπορείς να είσαι DJ και δεν πίνεις;». Λέω: «Γιατί;», «Γιατί -μου λέει- πώς κάνεις κέφι;». Δηλαδή, δεν μπορούμε να έχουμε στο μυαλό μας ότι το υποκατάστατο για να είμαι εγώ καλά ή όταν δεν είμαι καλά πρέπει να είναι ή η ουσία ή το ποτό. Όχι, δεν είναι έτσι. Το υποκατάστατο είναι άλλο. Είναι το πώς λειτουργείς σαν άνθρωπος καθαρά. Εγώ, ας πούμε, όταν έχω κόσμο ο οποίος ακόμη και τώρα είναι έτοιμος να χορέψει και να εκραγεί στο χορό είναι σαν να έχω πιει 15 μπουκάλια ουίσκι ή όταν δεν είμαι καλά, ok, δεν είμαι καλά. Δηλαδή, τι θα με κάνει; Το ποτό θα με κάνει να νιώσω καλά ή θα με κάνει το ναρκωτικό να νιώσω καλά; Δεν με κάνει. Είναι στο μυαλό μας όλα αυτά. Αν εσύ δεν μπορείς να διαχειριστείς τη λύπη και τη χαρά από μόνος σου, δεν μπορεί καμία ουσία να στην κάνει μικρότερη ή μεγαλύτερη.
Πολύ ωραία. Και μετά...Σήμερα μάλλον κάνετε και το πάρτι το «One Night in ντίσκο». Θέλετε να μας πείτε λίγο πώς σκεφτήκατε αυτή την ιδέα; Πότε ξεκίνησε; Τι απήχηση είχε;
Κοίτα. Εγώ θα σου μιλάω στον ενικό, εσύ στον πληθυντικό.
Μπερδεύομαι.
Λοιπόν, καθόμουνα μία μέρα με μία παρέα, πριν 8 χρόνια. Όχι ότι δεν γινόταν ντίσκο πάρτι κατά καιρούς στην πόλη έτσι ή σε άλλες πόλεις. Άλλο το ντίσκο πάρτι, άλλο το «One Night in ντίσκο». Είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα και θα στο εξηγήσω γιατί και πολλές φορές το εξηγώ σε ανθρώπους που δεν έχουν έρθει και δεν το καταλαβαίνουν. Καθόμουν με μια παρέα, η οποία ηλικιακά ήταν εκεί, γύρω στα 45, 50, 55. Και κουβέντα στη κουβέντα, μου έλεγαν όλοι το ίδιο πράγμα, ότι: «Δεν έχουμε εναλλακτική». Δηλαδή, έτσι όπως είναι πλέον δομημένη η διασκέδαση σε όλη την Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο είναι αυτός που είναι 50 χρόνων, ας πούμε, ή 45 ή 40 ή 60 αν θέλεις οι εναλλακτικές που έχει ποιες είναι; Να πάει σε ένα μαγαζί που πηγαίνει και η κόρη του. Δεν μπορεί, δεν αισθάνεται καλά ο ίδιος. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί, παράδειγμα, αν θα πας σε ένα club, δεν έχεις εναλλακτική αν είσαι πενηντάρης. Σε κοιτάνε λίγο περίεργα. Σου λέει: «Τι δουλειά έχει ο παππούς εδώ τώρα;». Άρα η εναλλακτική ενός ανθρώπου ο οποίος είναι μεσήλικας, δηλαδή, από 40 μέχρι 60, να στο πω έτσι -και είναι και πιο παραγωγική ηλικία, γιατί εκεί είναι κατά κάποιο τρόπο λίγο πολύ φτασμένος οικονομικά, μπορεί να διαθέσει και χρήματα στη διασκέδαση του- ή θα πάει σε ταβέρνα ή θα πάει σε ένα μπαρ, μπαρ [00:40:00]κλασσικό βαρύ ή σε ένα wine bar. Ναι, διασκέδαση όμως δεν έχει. Είναι απλά: «Βγήκα, γιατί δεν έχω που αλλού να πάω». Και λέω με αυτή τη λογική, όπως μιλούσαμε, λέω: «Ok, θα αρχίσω να φτιάχνω κάποιες βραδιές». Έκατσα κάτω, το σχεδίασα όπως ήθελα να βγει, του έδωσα όνομα, ταυτότητα και άρχισα πλέον να κάνω δειλά-δειλά τα πρώτα πάρτι, με πάντοτε σαν γνώμονα το ότι ήθελα να απευθυνθώ σε αυτόν τον κόσμο. Αυτό σιγά-σιγά είχε απήχηση, μεγάλωσε, έφτασε στη σημερινή του μορφή να βάζει 2.500 άτομα σε μία βραδιά μέσα, να θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα πάρτι στην Ελλάδα, να είναι εντυπωσιακό πάρα πολύ, να θυμίζει από μόνο του ντισκοτέκ, δηλαδή, επεμβαίνω και διακοσμητικά στο χώρο για να τον δίνω τον άλλον να καταλαβαίνει ότι δεν είμαι σε ένα μαγαζί απλά. Με χρώμα πολύ, με φως πολύ, με εικόνα πλέον, με καλό ήχο, με πίστα που είναι το βασικότερο πράγμα, με καθιστικό που, επίσης, είναι το βασικότερο πράγμα. Και πλέον αυτό άρχισε να γίνεται βίωμα και γίνεται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα πλέον σαν πάρτι. Γίνεται, μικρότερο ή μεγαλύτερο, γύρω στις 10-15 φορές το χρόνο. Δεν θέλω να το κάνω και πιο τακτικά, γιατί, ξέρεις, αυτό και η αναμονή λίγο, το «περιμένω» είναι καλό και δεν το τραβάω. Αλλά είναι εκπληκτικό το πάρτι. Δηλαδή, αν με ρωτούσες τι μου μένει από τη βραδιά αυτήν είναι δύο πράγματα, τρία μάλλον. Τη λαχτάρα του κόσμου όταν έρχεται, πώς περιμένει να ξεκινήσει το πρόγραμμα, αυτό με την εισαγωγή και με τα φώτα και με αυτά. Δεύτερον, το ότι βλέπεις επάνω στην πίστα οικογένειες, μανάδες, πατεράδες και παιδιά, τα οποία παιδιά έρχονται για να ζήσουν αυτό που μεγάλωσαν οι δικοί τους. Και το τρίτο και κυριότερο, το πώς σε χαιρετάνε όταν φεύγουν και το πόσο αγάπη βγάζουν και σεβασμό για αυτό που κάνεις. Αυτά τα τρία δεν αλλάζονται με τίποτα.
Έρχονται και νέα παιδιά, δηλαδή.
Ναι, πλέον το πάρτι έχει πολύ νεαρό κόσμο, εκτός από κόσμο στον οποίο ουσιαστικά ξεκινήσαμε να απευθυνόμαστε. Έχει και πολύ νεαρό κόσμο, γιατί πλέον ξέρεις τι; Κουβέντα στην κουβέντα, στόμα με το στόμα, ερχόμενος ο ένας λέει στον άλλο και βλέπεις ότι είναι και η δεκαετία του ’90, που λίγο πολύ έχει να κάνει με τη δεκαετία που ζούμε, γιατί ανακυκλώνονται κάποια τραγούδια. Δηλαδή, οι ABBA ας πούμε, το «Gimme gimme» φέτος που γίνεται ένας πανικός και πέρσι, εντάξει, εμείς το παίζουμε 40 χρόνια ή το «freed from desire» από Gala που παίζει τώρα και γίνεται πανικός, εμείς το παίζαμε πριν 35 χρόνια και συνεχίζαμε να το παίζουμε και στα μαγαζιά. Αλλά θέλω να πω πως ανακυκλώνεται λίγο πολύ η μουσική και τα ερεθίσματα που έχει ο κόσμος πλέον. Για μένα, είναι καλό αυτό, γιατί έτσι κάνεις τον κόσμο να ψαχτεί λίγο παραπάνω στη μουσική. Δηλαδή, αν έλεγες, για παράδειγμα, πριν 10 χρόνια σε έναν νεαρό που ήταν 20 χρονών ότι: «Ξέρεις κάτι; Θα παίξω και 10 ντίσκο», θα σου έλεγε: «Α ρε, τώρα, παππούς είμαι εγώ να με παίξεις ντίσκο;». Τώρα όμως είναι τα ακούνε. Λίγο γιατί γίνονται κάποια events, λίγο γιατί το πάρτι, λίγο γιατί ανακυκλώνεται και η μουσική, βλέπεις ότι πλέον πας να παίξεις σε ένα μαγαζί και αν βάλεις 15-20 κομμάτια ντίσκο μέσα, θα τα χορέψουν, ενώ πριν σε κοιτούσαν περίεργα.
Είναι πιο δεκτικοί όντως και βλέπω κι εγώ ότι προσπαθούν κάπως να κάνουν κάποιες χορευτικές κινήσεις, αλλά εντάξει.
Ναι, ναι, ναι, ναι. Εντάξει, κοίταξε, λίγο στο χαβαλέ, λίγο στο έτσι, λίγο στο αλλιώς, αλλά όντως γίνεται. Γίνεται ναι, αλλά είναι ωραία, είναι ωραία πλέον.
Σε ποιες άλλες πόλεις έτσι έχει μεγάλη αποδοχή το πάρτι; Πού θυμάστε να γίνεται-
Καρδίτσα γινόταν πανικός όταν πήγαινα, Τρίκαλα, Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη. Είχε παντού, παντού.
Και πέρα από αυτό, είχατε κάνει και εν μέσω covid ένα, έτσι, μίνι πάρτι, ας πούμε.
Εκεί τι έγινε τώρα;
Πώς το σκεφτήκατε αυτό;
Εκεί με έπιασε εμένα απελπισία. Δηλαδή, έλεγα ότι δεν γίνεται αυτός ο κόσμος να μην μπορεί να βγει έξω, να μην μπορεί να διασκεδάσει, να είναι μες στην κατάθλιψη, να είναι μες στην γκρίνια, να είναι μέσα στο φόβο. Και έτσι απλά βγήκα ένα απόγευμα σε μία ταράτσα, ανέβασα τα ηχεία μου και λέω για όποιον είναι στην περιοχή εδώ πέρα, τουλάχιστον να ακούσει και έκανα αυτό.
Το μεταδίδατε και online ή απλά-
Όχι, ο ένας με τον άλλον μετά. Και έφτασε σε σημείο πλέον την επομένη μέρα να γίνει σε όλη την Ελλάδα, που βγήκε σε όλα τα κανάλια. Αλλά ήταν αυτή η ανάγκη του να δώσεις έστω και για 5 λεπτά, για 10 λεπτά, πράγμα το οποίο το τήρησα και το τηρώ ακόμα και τώρα, έτσι; Δηλαδή, Απόκριες θα κατέβω κάτω στο δρόμο και θα παίξω μόνος μου, Χριστούγεννα θα παίξω για τον κόσμο που περνάει. Δεν με ενδιαφέρει. Δεν είναι event. Το κάνω εγώ για μένα και για τον κόσμο, γιατί το να χαρίζεις μουσική θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό πράγμα και μουσική μάλιστα η οποία να ταιριάζει και στο ύφος των ημερών ή οτιδήποτε. Δηλαδή, έρχονται κάποιες στιγμές που πραγματικά λέω: «Δεν γίνεται, ρε φίλε, να είναι Χριστούγεννα και αυτή η πόλη να είναι υποτονική, να μην έχει ύφος, χρώμα». Ok. Παίρνω τα μηχανήματά μου, κατεβαίνω κάτω και παίζω δύο ώρες, τρεις και βλέπεις ότι αλλάζει αμέσως η διάθεση του κόσμου που περνάει από μπροστά. Θα κουνηθεί, θα χορέψει, θα πάρει το πιτσιρίκι η μαμά, θα κάνει 2-3 έτσι φιγούρες χορευτικές, θα τραγουδήσει. Δεν ξέρω, δηλαδή... Ίσως επειδή μεγάλωσα εγώ έτσι που θεωρώ ότι η σημαντικότερη μορφή διασκέδασης για τον άνθρωπο είναι η μουσική. Και λέω πολλές φορές ότι η μουσική είναι και το μοναδικό μέσο που μπορείς να δραπετεύσεις από την καθημερινότητά σου. Δηλαδή, ακόμα και αν έχεις στεναχώρια, με μια μουσική, με ένα τραγούδι, με μια βόλτα που συνδυάζεται με μουσική, θα σε κάνει να αισθανθείς καλύτερα. Και η μουσική γι’ αυτό το λόγο εφευρέθηκε. Από την παλαιολιθική εποχή που άρχισαν να χτυπάνε τις πέτρες και τα κούτσουρα, γιατί ήθελαν να βγάλουν ένα συναίσθημα, μα χαρά, μα λύπη, να κάνουν έναν λαό, ξέρω γω, να αισθανθεί γενναίος ή οτιδήποτε. Πάντα μέσα από τη μουσική γινόταν όλο αυτό.
Και ειδικά σήμερα που έχει χαθεί και λίγο η επικοινωνία με τα social-
Έτσι, έτσι.
Νομίζω είναι σημαντικό. Τι θα ήθελες, γενικότερα, αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι σήμερα στον τρόπο διασκέδασης; Τι θα ήταν αυτό;
Να έχουν τα μαγαζιά ταυτότητα, να μπορεί να κάνει επιλογές ο κόσμος και να μην φοβούνται τα μαγαζιά, δηλαδή, το ότι: «Εάν εγώ χαρακτηριστώ club, δεν θα έχω κόσμο». Βέβαια, δεν είναι εύκολο να γίνει, γιατί όταν μεγαλώνει μια γενιά 10 χρόνια με αυτή τη λογική, δεν είναι εύκολο να γίνει. Αλλά εάν εγώ μπορούσα να αλλάξω κάτι αυτή τη στιγμή, θα ήταν ότι αν είμαι η Γεωργία που θέλω να πάω στα μπουζούκια, θέλω να πάω στα μπουζούκια και να τα χαρώ όπως ήταν τα μπουζούκια, να χορέψω, να ανέβω στην πίστα. Αν, για παράδειγμα, είμαι η Γεωργία που θέλει να πάει στο ελληνάδικο και να είμαι όρθια και να πίνω το ποτό μου και να ακούω από τον Καζαντζίδη μέχρι τον Οικονομόπουλο, αλλά είναι ελληνικό, να μπορώ να το έχω. Και αν είμαι η Γεωργία που θέλω να πάω στο club και θέλω να ακούσω τα πάντα, ό,τι έχει σχέση με ξένο -ok να βάλεις και κάποια ελληνικά μέσα- να μπορώ να το έχω σαν επιλογή. Αυτό, αν μπορούσα να το αλλάξω, θα το έκανα, δηλαδή το να υπάρχουν τα μαγαζιά και να έχουν ταυτότητα, για να μπορεί και ο κόσμος να επιλέγει τι θέλει. Και το κυριότερο: να μην βαριέται, γιατί όταν έχεις την επιλογή, παράδειγμα: «Τη Δευτέρα θέλω να πάω σε ταβέρνα, αλλά την Τρίτη θέλω να πάω στο rock το μπαράκι να ακούσω και 10 ροκάκια, γιατί να πάω ξανά στην ταβέρνα;», παράδειγμα. Την Τετάρτη να πάω κάπου αλλού, την Πέμπτη να πάω κάπου αλλού. Δεν σου είπα να βγεις κάθε μέρα, αλλά να έχεις την εναλλακτική. Θα το έκανα μα την Παναγία, γιατί αυτό δίνει τη ζωντάνια στη διασκέδαση. Είναι σαν να τρως κάθε μέρα φακές. Κάποια στιγμή, θα τις βαρεθείς. Είναι σαν να τρως κάθε μέρα φασόλια, είναι σαν να τρως κάθε μέρα κρέας. Σκέψου το λίγο έτσι κάπως, δηλαδή.
Πολύ ωραία. Και γενικότερα, αν ζητούσα να μου περιγράψεις -να σε πάω λίγο πάλι πίσω- με ένα συναίσθημα εκείνες τις εποχές, τι θα έλεγες;
Αυθορμητισμός και, το κυριότερο, συναισθήματα. Υπήρχε φλερτ, υπήρχε ανθρώπινη επαφή, υπήρχε το καμάκι, τα ελληνικά καμάκια, που λέ[00:50:00]με. Δεν σκεφτόμασταν τόσο πονηρά, όπως τώρα. Δεν ξέρω. Υπήρχε γενικότερα πιο ανθρωπισμός. Δηλαδή, τότε για να βρεις την Γεωργία, θα έπρεπε να πας στο μέρος που έχει σαν στέκι για να τη βρεις για να πιείτε ένα καφέ ή για να πείτε πέντε κουβέντες. Από τη μέρα πλέον που μπήκαν τα social media και το ένα και το άλλο που πλέον αρχίζουμε και αποξενωνόμαστε μεταξύ μας και όλα γίνονται μέσα από ένα πληκτρολόγιο, εκείνη η εποχή δεν το είχε αυτό. Δεν ξέρω. Για κάποιους νεότερους μπορεί να θεωρείται κακό. Για εμάς που το ζήσαμε, πιστεύω αν ρωτήσεις 10 ανθρώπους, θα σου πουν οι 8 ότι ναι, ήταν άλλες εποχές, πιο αγνές εποχές, με περισσότερη ανθρωπιά. Αυτό.
Και φλέρταραν και μέσα από το χορό να φανταστώ.
Εννοείται, εννοείται. Όσο πιο ωραίες φιγούρες έκανες, τόσο πιο πολύ εντυπωσίαζες το κοριτσάκι που ήταν δίπλα. Εντάξει, η τρελά αυτή είναι. Απίστευτο.
Και με αφιερώσεις.
Α καλά, ειδικά στο ραδιόφωνο, ειδικά στο ραδιόφωνο, σου λέω. Στο ραδιόφωνο σου λέω, όταν έκανα ραδιόφωνο με έπαιρναν τηλέφωνο και μου έλεγαν: «Σκάσε. Σταμάτα επιτέλους να μιλάς να γράψουμε το τραγούδι!». Κάτι τέτοιες περιπτώσεις, ας πούμε. Εντάξει, ωραία. Αλλα ήταν και η μουσική πάρα πολύ ωραία. Πολύ ωραίες μπαλάντες, μιλούσαν για αγάπη, μιλούσαν για συναίσθημα, μιλούσαν για τέτοια πράγματα, ρε παιδί μου. Δηλαδή, εντάξει. Αν ακούσεις μία μπαλάντα της δεκαετίας του ‘60, του ‘50 ακόμη, αν θες… Οι Beatles στη δεκαετία του ‘60 ή ας πούμε Elvis Presley, όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες, Tom Jones. Δηλαδή, άμα ακούσεις μπαλάντες τότε και την πάρεις αυτή τη μπαλάντα και τη βάλεις σήμερα σε ένα παιδί το οποίο έχει λίγο ανοιχτό το μυαλό του και ακούει μουσική, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ενθουσιαστεί. Δεν υπάρχει περίπτωση, γιατί είναι τραγούδια τα οποία γράφονταν με συναίσθημα, ήταν τραγούδια τα οποία γράφονταν με τον άνθρωπο. Έμπαινε μέσα σε ένα στούντιο ο καλλιτέχνης για να γράψει. Είχες να κάνεις με μουσικούς, οι οποίοι έπρεπε να βάλουν τη δική τους πινελιά όταν γραφόταν το τραγούδι. Δεν είναι όπως είναι τώρα στη σημερινή μορφή, που το 70-80% είμαι εγώ μόνος μου σε ένα στούντιο ηχογράφησης και με τα μηχανήματα που έχω, βάζω. Θέλω την κιθάρα μέσα; Θέλω drum machine μέσα; Θέλω τα πλήκτρα; Τα βάζω και φτιάχνω ένα τραγούδι. Τότε έπρεπε να ακούσεις τον καλλιτέχνη. Για αυτό γινόταν και ο πανικός όταν έβγαινε ένας δίσκος των Rolling Stones ή όταν έβγαινε ένας δίσκος από τους Led Zeppelin. Γινόταν πανικός. Ποιος θα πάει να τον πάρει πρώτος, ας πούμε. Ουρές ολόκληρες.
Με τις αφιερώσεις, θυμάσαι κάποιο έτσι αστείο περιστατικό στο ραδιόφωνο; Κάτι που δεν γνωρίζουν πολλοί, ότι παλιά αφιέρωναν μέσα από το ραδιόφωνο σε αγαπημένα πρόσωπα.
Δεν πάει το μυαλό μου σε κάτι συγκεκριμένο τώρα, να σου πω την αλήθεια. Όχι, δεν πάει το μυαλό μου σε κάτι. Λίγο-πολύ οι αφιερώσεις ήταν ίδιες λίγο-πολύ. «Στη Μαρία με αγάπη, Νίκος από τη Νεάπολη» παράδειγμα. Κάπως έτσι, για να καταλάβει ποιος Νίκος είναι. Σε αυτό το στυλ γινόταν, αλλά εντάξει ότι ήταν ζωντανό το ραδιόφωνο, ναι, ήταν πιο ζωντανό. Δεν είχε playlists. Δηλαδή, εγώ όταν έκανα και 10 χρόνια τηλεόραση που έκανα στο TRT το Blackout, θυμάμαι... Γιατί η ιδιωτική τηλεόραση ξεκίνησε το ‘93-‘95 περίπου αν θυμάμαι καλά ή το 90 κάπου εκεί. Δεν υπήρχε το διαδίκτυο, δεν υπήρχαν τα smartphones, όπως είναι τώρα και αυτά, οπότε οτιδήποτε ήθελε να ακούσει κάποιος, να δει μάλλον κάποιος την εκπομπή, έπρεπε να μου στείλει γράμμα. Και έρχονταν κάθε εβδομάδα τσουβάλια ολόκληρα με γράμματα.
Γράμματα!
Ναι, γράμμα για να γράψεις: «Ξέρεις κάτι; Μου αρέσει η εκπομπή σου, αλλά θα ήθελα πάρα πολύ να κάνεις αυτό το αφιέρωμα στην εκπομπή ή να μου βάλεις αυτό το τραγούδι να το δω», γιατί τα βάζαμε σε video clip τότε, τα οποία video clip δεν υπήρχαν. Αναγκαστικά τα πλήρωνα για να τα φέρνω από την Αγγλία και από Αμερική σε βιντεοκασέτες για να παίξουμε. Δηλαδ, μιλάμε, εντάξει, απίστευτα σκηνικά. Αλλά, εντάξει, είναι η αμεσότητα αυτή που είχες με τον κόσμο, που είναι μεγάλη δουλειά, μεγάλη δουλειά η αμεσότητα αυτή.
Πολύ ωραία. Νομίζω μας έδωσες με έναν πολύ ωραίο τρόπο ένα αποτύπωμα της διασκέδασης εκείνης της εποχής. Έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις;
Κοίταξε, θέλω να είμαστε πιο πολύ άνθρωποι πλέον, δηλαδή να μην είμαστε τόσο ξένοι μεταξύ μας όλοι μας. Επίσης, όταν υπάρχει η εναλλακτική του να βγούμε και να χορέψουμε, να χορεύουμε, να μάθουμε να χορεύουμε, να εκτονωνόμαστε, να βγάζουμε τη χαρμολύπη, να αρχίζουμε να επικοινωνούμε μεταξύ μας, πράγμα το οποίο χάθηκε. Όλα καλά είναι και το διαδίκτυο είναι καλό και το κινητό είναι καλό, αλλά σαν το face to face δεν έχει. Επίσης, να μάθουμε να εκφραζόμαστε και να μην κρυβόμαστε πίσω από ένα προσωπείο, γιατί πλέον βλέπεις ότι υπάρχει πολύ δήθεν έξω. Και μακάρι τα παιδιά όλων των ανθρώπων που δεν έζησαν τη δεκαετία του ‘80, του ‘90, του ’70, να έχουν τη μορφή και τον τρόπο να το ζήσουν κάποια στιγμή αργότερα για να καταλάβουν ότι -ξέρεις κάτι- η μουσική είναι πολύ σημαντικό πράγμα όταν είναι κομμάτι της ζωής σου το οποίο σε βοηθάει και όχι απλά για να πεις: «Οk, απλά άκουσα κάτι». Δηλαδή, το να πηγαίνω πλέον σε μαγαζί και να μου περνάει απαρατήρητη η μουσική εμένα με εκνευρίζει. Και λίγο-πολύ, δυστυχώς, έχουν γίνει έτσι τα πράγματα στη ζωή μας, που η μουσική πλέον είναι τριτοτέταρτο, πέμπτο. Δηλαδή, πας σε ένα μαγαζί και δεν σε ενδιαφέρει αν δεν έχει καν μουσική. Όχι φίλε, έστω και λίγο που θα ακούγεται είναι βασικό. Σε κάνει να σκεφτείς κάτι ή να ξεχαστείς από κάτι. Είναι συναίσθημα η μουσική. Δεν υπάρχει, δηλαδή. Εγώ χωρίς μουσική θεωρώ ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω. Δεν θα μπορούσα. Δηλαδή, αν μου πεις: «Πόσες ώρες την ημέρα ακούς μουσική;», θα σου πω τουλάχιστον 17 ώρες την ημέρα ακούω μουσική. Δεν έχει σημασία τι ακούς, γιατί δεν υπάρχει καλή και κακή μουσική. Η μουσική έχει χώρο και χρόνο. Δηλαδή, αν θα πάω σε ένα πανηγύρι, θα ακούσω πανηγύρι, αν θα πάω στα μπουζούκια, θέλω να ακούσω μπουζούκια, αν θα πάω στο club, θέλω να ακούσω club. Δεν θα ξυπνήσω το πρωί και θα βάλω παράδειγμα κλαρίνο, εάν εγώ δεν έχω τη διάθεση να ακούσω κλαρίνο. Γι’ αυτό λέω ότι έχει χώρο και χρόνο η μουσική. Δεν υπάρχει κακή μουσική, γιατί αυτό που εγώ θεωρώ καλό, εσύ να το θεωρείς κακό και πάει αντίστροφα. Η μουσική είναι μία. Απλά επιλέγεις. Για μένα πρέπει να επιλέγεις πάντοτε αυτό που σε κάνει να νιώθεις καλά. Αυτό. Οτιδήποτε κι αν είναι.
Πολύ ωραία. Ελπίζω να πιάσει τόπο η ευχή αυτή η τελευταία. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ, Γεωργία μου. Να είσαι καλά. Χάρηκα πολύ.