© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Από ένα πολύ μικρό χωριό του Τυρνάβου, το Αργυροπούλι, έφτασα να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο»: Ένα μπασκετικό ταξίδι

Istorima Code
25148
Story URL
Speaker
Σωτήρης Γκιουλέκας (Σ.Γ.)
Interview Date
13/08/2023
Researcher
Έλλη Λαλάκη (Έ.Λ.)
Έ.Λ.:

Λοιπόν. Καλημέρα.

[00:00:00]

Σ.Γ.:

Καλημέρα.

Έ.Λ.:

Πώς σε λένε, πες μου.

Σ.Γ.:

Λέγομαι Σωτήρης Γκιουλέκας και κατάγομαι απ’ το Αργυροπούλι Λάρισας.

Έ.Λ.:

Τέλεια. Βρίσκομαι στα Νέα Μεσάγγαλα με τον Σωτήρη, είναι 14 Αυγούστου του 2023, είμαι η Λαλάκη Έλλη, ερευνήτρια του Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, Σωτήρη, μου είπες ότι είσαι από το Αργυροπούλι στον νομό Λάρισας. Πες μου λίγο για την καταγωγή σου.

Σ.Γ.:

Η καταγωγή μου είναι απ’ το χωριό Αργυροπούλι, το οποίο είναι λίγο έξω από τον Τύρναβο στις πρόποδες της Μελούνας. Ένα χωριό, το οποίο απαρτίζεται … Οι κάτοικοί του επί το πλείστον είναι Βλάχοι στην καταγωγή, στη φυλή, και ασχολούνται πάρα πολύ με την κτηνοτροφία. Και επίσης, ασχολούνται και πάρα πολύ με τους αμπελώνες, με διάφορα χωράφια, τα οποία τα καλλιεργούνε για να μπορέσουν να παίρνουν τις τροφές για να μπορούν να ταΐζουν την οικογένειά τους.

Έ.Λ.:

Τέλεια. Άρα, είσαστε Βλάχοι στην οικογένεια.

Σ.Γ.:

Ναι.

Έ.Λ.:

Μιλάτε τη βλάχικη γλώσσα;

Σ.Γ.:

Εγώ τη καταλαβαίνω τη Βλάχικη γλώσσα, απλά δεν μπορώ να τη μιλήσω τόσο καλά όσο τη μιλούσε ο παππούς μου και η γιαγιά μου. Η γιαγιά η Σωτηρία και ο παππούς ο Γιώργος μαζί με τον πατέρα μου και τη θεία μου μιλούσανε Βλάχικα, όταν βρισκόμασταν στο σπίτι. Όμως, επειδή υπήρχε η μητέρα μου, είναι απ’ την Αρκαδία, απ’ την ορεινή Αρκαδία, και επειδή δεν καταλάβαινε τα βλάχικα, όταν ήταν μόνοι τους μιλούσανε βλάχικα, αλλά όταν ερχόταν η μητέρα μου, όταν πήγαινε η μητέρα μου στις συζητήσεις κτλ., σταματούσε η συζήτηση για να μπορεί να καταλαβαίνει και αυτή τι συζητάνε. Οπότε, ήταν μια ένδειξη σεβασμού προς το πρόσωπο της μητέρας μου ότι σιγά-σιγά θα μάθεις τη γλώσσα τη βλάχικη κτλ., αλλά ήταν και σεβασμός, επειδή δεν γνώριζε, να μπορεί να καταλαβαίνει και αυτή τι συζητούσαν.

Έ.Λ.:

Ωστόσο, η γλώσσα διατηρήθηκε μετά;

Σ.Γ.:

Είναι λίγο δύσκολο να διατηρηθεί, γιατί κάποια στιγμή εμείς φύγαμε απ’ τη Λάρισα αλλά και απ’ τη στιγμή που έφυγε απ’ τη ζωή ο παππούς και η γιαγιά που μιλούσαν πάρα πολύ τη βλάχικη γλώσσα, σταματήσαμε και εμείς τόσο πολύ να μιλάμε. Ειδικά η επόμενη γενιά, τα παιδιά εμείς, ας πούμε, δεν μιλούσαμε τόσο πολύ. Καταλαβαίναμε, όμως, επειδή είχαμε τα ακούσματα μέσα στην οικογένεια, αλλά το να μιλήσουμε ήταν δύσκολο. Βέβαια, εμένα κάποια στιγμή με βοήθησε αυτό, γιατί όταν ταξίδεψα στο εξωτερικό και ειδικά στην Ιταλία, επειδή γνώριζα, καταλάβαινα, τη βλάχικη γλώσσα, ήταν πιο κατανοητό στο να μπορέσω να καταλάβω και την Ιταλική γλώσσα. Με βοήθησε πάρα πολύ σε αυτό το κομμάτι.

Έ.Λ.:

Έχεις αναμνήσεις απ’ τον παππού σου και τη γιαγιά σου να μιλάνε μεταξύ τους;

Σ.Γ.:

Ναι, έχω αναμνήσεις πάρα πολύ όμορφες. Ο παππούς είχε πρόβατα, ήτανε βοσκός. Είχε μια στάνη κοντά στο σπίτι μας, όχι πάρα πολύ μακριά. Και κάθε φορά που ο παππούς γύριζε από τα πρόβατα, τον περίμενε η γιαγιά με το φαγητό έτοιμο, ζεστό. Μέχρι να κάνει το μπάνιο του κτλ. Και τους άκουγα και μιλούσανε. Δηλαδή, εμείς παίζαμε εκείνη τη στιγμή, όταν γύριζε ο παππούς, αλλά όλη η ομιλία που κάνανε ήτανε στα βλάχικα. Οπότε, και εμείς προσπαθούσαμε να πιάνουμε και κάποιες λέξεις, ώστε να… Θέλαμε να κρατήσουμε ζωντανή τη βλάχικη γλώσσα. Βέβαια, σας είπα και πριν ότι δεν είναι εύκολο, είναι δύσκολο. Γιατί όταν δεν μιλάς κάτι συνέχεια και το αφήνεις, είναι δύσκολο να μπορεί να έχει συνέχεια. Αυτός θεωρώ είναι και ο βασικός λόγος που δεν μπορούσαμε τα παιδιά να μιλάμε τη βλάχικη γλώσσα. Αναμνήσεις πάρα πολύ όμορφες είχα με τον παππού και τη γιαγιά. Η γιαγιά έκανε πάρα πολλές δουλειές. Επειδή ο παππούς έλειπε αρκετές ώρες απ’ το σπίτι, όλες τις δουλειές του σπιτιού φρόντιζε να τις κάνει η γιαγιά μου. Και όταν λέω δουλειές, εννοώ… Δεν είναι όπως τώρα που έχουμε το πλυντήριο, που πατάμε ένα κουμπί και γίνονται όλα. Τότε όλα γινότανε… Για παράδειγμα, τα ρούχα τα πλένανε στο ποτάμι. Θυμάμαι μία εικόνα… Έχω πάει μαζί με τη γιαγιά μου με τα ρούχα –κάτι κουβέρτες, κάτι ρούχα που είπαμε κτλ.– έχουμε πάει σε ένα ποτάμι, το οποίο έτρεχε απ’ τα βουνά που ερχόταν το νερό παγωμένα, πεντακάθαρα. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου λέει… Είχε ένα κόπανο μεγάλο και βρίσκαμε μια πέτρα, την καθαρίζαμε με τα νερά τα καθαρά και πάνω εκεί έβαζε τα ρούχα και μου λέγε: «Ρίξε και συ με τον κόπανο». Και θυμάμαι την εικόνα ότι χτυπούσαμε με τον κόπανο τα ρούχα για να τα ξεπλύνει μετά η γιαγιά, να τα πάει να τα ξεπλύνει. Ήταν μία ωραία εικόνα και μία πολύ ωραία ανάμνηση, η οποία στη σημερινή εποχή δεν μπορείς να την έχεις. Είναι πράγματα τα οποία γίνανε παλιά, επειδή οι δουλειές ήταν πολύ πιο δύσκολες απ’ ότι είναι τώρα. Όπως και μπάνιο. Δεν κάναμε… Κάναμε έξω. Υπήρχε η κοπάνα, η λεγόμενη κοπάνα που λέγαμε, και με τα αδέρφια μου – με τον αδερφό μου τον ένα δηλαδή – ο ένας πλενότανε με σαπουνάδα κτλ., ο άλλος έπαιρνε το ζεστό νερό απ’ τη σόμπα, το ανακάτευε με το υπόλοιπο και έριχνε στον άλλο. Δηλαδή, κάναμε μπάνιο μόνοι μας, κάναμε μπάνιο έξω και προσπαθούσαμε να το χαιρόμαστε κιόλας. Γιατί σίγουρα δεν είναι εύκολο το να μπορείς να έχεις ζεστό νερό όπως είναι τώρα που ανοίγουμε τη βρύση και ό,τι ώρα θέλουμε έχουμε ζεστό νερό. Παλιά ήτανε λίγο πιο δύσκολα να μπορούσες να τα έχεις αυτά. Οπότε, ξανά επανέρχομαι στις δουλειές που έκανε η γιαγιά που ήτανε… Την θεωρώ ότι ήταν πραγματικός μαχητής, γιατί όλες οι δουλειές περνούσαν απ’ το χέρι της. Όλες. Και για πάρα πολλά άτομα που ήμαστε στην οικογένεια.

Έ.Λ.:

Πόσα άτομα ήσασταν στην οικογένεια;

Σ.Γ.:

Στην οικογένεια ήμασταν εγώ, η μητέρα μου, ο αδερφός μου, ήμασταν 4 άτομα συν τη γιαγιά μου και τον παππού μου ήμασταν 6 άτομα. Εξαμελής οικογένεια ήμασταν. Και αργότερα ήρθε και ο Μιχάλης που γίναμε εφταμελής οικογένεια. Ζούσαμε όλοι μαζί στο χωριό. Η δουλειά των γονιών μου ήταν στη Λάρισα, οπότε λείπανε και αυτοί πάρα πολλές ώρες, επειδή δουλεύανε σε ένα εργοστάσιο στη Λάρισα. Οπότε, την ευθύνη των παιδιών την είχε η γιαγιά. Να μεγαλώνεις, να βοηθάς μάλλον στο να μεγαλώσει τα παιδιά η γιαγιά, στο να κάνεις όλες τις δουλειές αυτές που έκανε που ήταν δύσκολες δουλειές για εκείνη την εποχή και να πρέπει να είσαι και να περιποιείσαι και τον παππού, ο οποίος ερχόταν κι αυτός κουρασμένος, πάρα πολλές ώρες στα πρόβατα. Έφευγε το πρωί και γύριζε το βράδυ πολλές φορές. Μεσημεριανό έτρωγε στα πρόβατα, δεν μπορούσε να έρθει, να γυρίσει πίσω. Οπότε, ήταν μια ζωή που ήταν πάρα πολύ όμορφη, με πάρα πολύ ωραίες εικόνες που δεν τις συναντάμε σήμερα, αλλά ήταν και μια δύσκολη ζωή. Είχε πάρα πολλές δουλειές, οι οποίες ήταν χειρωνακτικές και δεν βοηθούσε καθόλου στο να μπορεί να υπάρχει μια ξεκούραση, ιδιαίτερα απ’ τη γιαγιά μου που έκανε τα πιο πολλά.

Έ.Λ.:

Εσύ βοηθούσες τη γιαγιά και τον παππού στις δουλειές ή τον παππού που πήγαινε στα πρόβατα;

Σ.Γ.:

Τον παππού δεν μπορούσαμε να τον βοηθάμε στα πρόβατα πάρα πολύ, γιατί έφευγε πάρα πολύ νωρίς το πρωί, οπότε εμείς κοιμόμασταν. Όμως τη γιαγιά σε κάποιες δουλειές τη βοηθούσαμε. Κατ’ αρχάς, ξεκινούσε απ’ το ό,τι χρειαζόταν να… Δεν αγοράζαμε πάρα πολλά πράγματα, αλλά επειδή χρειαζόμασταν π.χ. αυγά, μου λέγε η γιαγιά μου: «Πάρε το τυρί, πήγαινέ το σε εκείνη την κυρία, πες τη να σε δώσει αυγά». Δηλαδή, υπήρχε ανταλλαγή προϊόντων. Δεν πληρώναμε πολλές φορές αυτό που παίρναμε, απλά το ανταλλάσσαμε με κάτι άλλο, το οποίο παράγαμε εμείς. Για παράδειγμα, η γιαγιά μας έφτιαχνε τυρί. Δίναμε τυρί πολλές φορές και παίρναμε αυγά. Ή ο παππούς, ας πούμε είχε τα πρόβατα που μπορούσαμε και είχαμε κρέας πιο εύκολα. Οπότε, μπορούσαμε να δώσουμε κρέας και να πάρουμε κάτι άλλο που χρειαζόμασταν. Όταν η γιαγιά ξεκινούσε να κάνει τις δουλειές, ξεκινούσε να κάνει, ας πούμε, π.χ. πίτα και θέλαμε, ας πούμε, σπανάκι κτλ. πήγαινα στη θεία μου, την έδινα αυγά, μου ’δινε σπανάκι. Πήγαινα σε μια άλλη θεία την έδινα τυρί, μου ’δινε κάτι άλλο που χρειαζόμασταν. Οπότε, οι δουλειές μου δεν ήταν να πάω να αγοράσω κάτι όπως πάμε σήμερα και αγοράζουμε απ’ το σουπερμάρκετ. Οι δουλειές ήταν να πάω να δώσω κάτι για να πάρω κάτι άλλο. Οπότε, κι αυτό είχε τη χάρη του. Επίσης, προσπαθούσα… Επειδή στην οικογένεια κατά τις πρωινές ώρες λείπανε οι πιο πολλοί… Τα πιο πολλά άτομα στη γειτονιά, ήμουνα και λίγο και το παιδί της γειτονιάς που λένε. Ό,τι χρειαζόταν στη γειτονιά, βγαίνανε έξω στην αυλή, φωνάζανε: «Σωτηράκη!». Έτρεχε ο Σωτήρης. Ό,τι χρειαζόταν στη γειτονιά, πήγαινα και τα έπαιρνα εγώ, ας πούμε, ό,τι χρειαζόταν. Από ψωμί, από ό,τι άλλο χρειαζόταν. Που ψωμί φτιάχνανε κιόλας και ζυμωτό, το οποίο ήταν πεντανόστιμο. Αλλά ό,τι άλλο χρειαζόμασταν, από αλεύρι, από πράγματα που δεν τα είχες, ας πούμε, στο σπίτι, δεν τα παρήγαγες εσύ, πήγαινα και τα έπαιρνα εγώ για όλη τη γειτονιά. Οπότε, κι αυτό ήτανε μες στις δουλειές τις οποίες έκανα.

Έ.Λ.:

Το [00:10:00]πατρικό σου σπίτι το θυμάσαι που μένατε όλοι μαζί η οικογένεια;

Σ.Γ.:

Ναι, το θυμάμαι το πατρικό, το οποίο έχει αλλάξει τώρα. Έχει αλλάξει αρκετά. Θυμάμαι ότι είχαμε ένα μικρό κουζινάκι, είχαμε τα δύο δωμάτια, τα οποία μέναμε, κοιμόμασταν. Η κρεβατοκάμαρα και τα άλλα που κοιμόμασταν, η γιαγιά που κοιμότανε δίπλα στη σόμπα και εμείς που κοιμόμασταν… Εγώ κοιμόμουνα με τη γιαγιά κι εγώ δίπλα στη σόμπα και ο αδερφός μου ο άλλος κοιμόταν μέσα σε ένα άλλο δωμάτιο. Πέρα απ’ αυτά τα δωμάτια, τα οποία ήταν -ας πούμε- για να κοιμόμαστε, υπήρχε και ένα δωματιάκι, υπήρχε το μπάνιο που ήταν έξω, που ήταν… Το μπάνιο μας ήταν έξω. Δεν είχαμε κάνει ακόμα το μπάνιο το κανονικό, το οποίο έγινε μετά σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα. Αλλά το μπάνιο ήταν έξω. Και δίπλα απ’ το μπάνιο… Στην αυλή δηλαδή ήταν το μπάνιο. Να φανταστείτε το λάστιχο ήταν το μπάνιο και η κοπάνα που σας ανέφερα προηγουμένως. Δίπλα ακριβώς είχαμε ένα δωμάτιο, μια σαν αποθηκούλα ήτανε, το οποίο εκεί πέρα ήταν γεμάτο με προϊόντα. Και όταν λέω προϊόντα έβρισκες μέσα από στάρι, το καλοκαίρι έβρισκες συνέχεια καρπούζια, πεπόνια, ό,τι άλλο μπορούσες να φανταστείς που ήτανε του καλοκαιριού τα φρούτα. Και μετά έβρισκες προϊόντα, τα οποία τα αποθηκεύαμε για τον χειμώνα. Δηλαδή, έβρισκες σιτάρι, το οποίο η γιαγιά έφτιαχνε τραχανά αργότερα, έβρισκες πίτουρα, τα οποία τα φτιάχνε η γιαγιά για να τρώμε πρωινό πριν πάμε στο σχολείο. Το λάδι που υπήρχε, οι τενεκέδες που είχαμε το λάδι για να έχουμε τον χειμώνα. Δηλαδή, το λάδι δεν το έβρισκες τελευταία στιγμή. Ήταν αυτά έτοιμα για τον χειμώνα. Γινόταν η προεργασία, η προετοιμασία, για να μπορείς τον χειμώνα να μπορείς να έχεις τα βασικά. Μετά, εκεί μέσα αποθήκευε η γιαγιά μου και κάποιοι –επειδή ήτανε παγωμένο το μέρος δηλαδή εκεί πέρα, κρατούσε δροσιά πάρα πολύ– το κρασί που ήθελε να έχει ο παππούς μου και που θέλαμε για να έχουμε για τις γιορτές που μαζευόμασταν. Είχαμε ένα βαρελάκι μικρό το οποίο έμπαινε εκεί πέρα. Δηλαδή, γενικώς υπήρχε μια προετοιμασία για τον χειμώνα, ώστε να υπάρχουν τα προϊόντα που χρειαζόταν η οικογένεια για να μπορεί να ανταπεξέρχεται στις υποχρεώσεις που θα συναντούσε τον χειμώνα.

Έ.Λ.:

Τα σχολικά σου χρόνια στο χωριό τα θυμάσαι; Πηγές σχολείο στο χωριό, αρχικά;

Σ.Γ.:

Ναι, στο χωριό ζήσαμε μέχρι 13 χρονών. Μέχρι 13 χρονών. Τα θυμάμαι τα χρόνια στο χωριό, τα οποία ήτανε πάρα πολύ ανέμελα. Ήταν διαφορετικά σε σχέση με τη σημερινή κοινωνία και το σχολείο που υπάρχει αυτήν τη στιγμή. Τα πράγματα ήταν λίγο πιο αυστηρά από θέμα… Πειθαρχία υπήρχε περισσότερο. Υπήρχε… Ντυνόμασταν το ίδιο. Τα κορίτσια, ας πούμε, φορούσανε τις...

Έ.Λ.:

Ποδιές;

Σ.Γ.:

Τις ποδιές. Και εμείς τα αγόρια φορούσανε από πάνω το πουκάμισο το άσπρο. Υπήρχε αυτό στην αρχή. Βέβαια, εγώ το πρόλαβα για 1, 2 χρονιές, μετά αυτό σταμάτησε. Επίσης, οι καθηγητές ήταν λίγο…Οι δάσκαλοι ήταν λίγο πιο αυστηροί σε όλα. Κι αυτό μ’ άρεσε πάρα πολύ. Βέβαια, υπήρχε και η ελευθερία του λόγου. Μπορούσες να πεις, ας πούμε, αυτό που σκέφτεσαι και αυτό που… Και υπήρχαν και ιδέες. Για παράδειγμα, εμείς θυμάμαι στο σχολείο, μου έχει μείνει που είχαμε την 28η Οκτωβρίου, αν θυμάμαι καλά, ναιι, είχαμε ανεβάσει ένα θέατρο, το οποίο η εικόνα αυτή μου έχει μείνει ακόμη. Εγώ έκανα τον παπά, όπως καταλαβαίνεις, είμαι λίγο ψηλός και είμαι λίγο καμπούρα. Έκανα τον πάτερ και ερχόταν τα παιδιά και τους έδινα την ευλογία μου για να πάνε να πολεμήσουν. Υπήρχαν τέτοιες δράσεις. Υπήρχε ένας πολιτιστικός σύλλογος, ο οποίος είχε ένα χορευτικό, το οποίο έκανε πάρα πολλές δράσεις και πήγαινε μέχρι και στο εξωτερικό πηγαίνανε για να χορεύουνε στη Γερμανία και σε διάφορες… Στον Καναδά είχανε πάει. Δηλαδή, ήταν πάρα πολύ ενεργός ο πολιτιστικός σύλλογος από πλευράς χορού. Μετά, είχαμε τις διαφορές δράσεις που γίνονταν στην πλατεία του χωριού αναλόγως και με τις γιορτές που πέφτανε. Για παράδειγμα, στη Ζωοδόχου Πηγής είχαμε τις γυναίκες τις οποίες κάνανε τις πίτες, διάφορες πίτες, που κάνανε στο χωριό, σπανακόπιτες, μελιτζανόπιτες κτλ. με τα προϊόντα που υπήρχαν στο χωριό. Τοπικά προϊόντα. Γινόταν μια έκθεση προϊόντων με πίτες, με διάφορα τυριά απ’ τα τυροκομία που είχαμε γύρω στο χωριό μας. Ό,τι άλλα… Μέλι που παρήγαγε κάποιος στο χωριό, η παραγωγή που είχαμε εκεί. Και Κυριακή, νομίζω, γινόταν αυτό. Δημιουργούσαν μια ωραία ατμόσφαιρα, το οποίο ξεκινούσε το πρωί με τα περιπτεράκια τα μικρά αυτά που υπήρχαν τα προϊόντα που εκθέτανε οι διάφοροι παραγωγοί που υπήρχαν στο χωριό. Το μεσημέρι κατέληγε σε μουσική, χορό αργότερα, καλό φαγητό κτλ. Και ήταν μία ωραία Κυριακή, το οποίο περνούσε πάρα πολύ ευχάριστα και μου… Υπάρχει… Την έχω σαν θύμηση, σαν εικόνα και σαν ανάμνηση στο μυαλό μου. Επίσης, γινότανε το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής, το οποίο γινόταν κάτω στο ποτάμι και όλοι απ’ όλο το χωριό μαζευόμασταν κάτω, ψήναμε εκεί πέρα. Είχε πάρκο, ήταν σαν άλσος, μπορούσαμε και ψήναμε οι οικογένειες κτλ. Υπήρχε ένα ποτάμι που περνούσε, το οποίο – θυμάμαι την εικόνα – γέμιζε καρπούζια, για να μπορούν να είναι παγωμένα, πηγαίνανε τα βάζανε στις πλαγιές απ’ τα ρυάκια και γέμιζε. Έβλεπες ότι σε όλες τις πλαγιές ήταν γεμάτο καρπούζια από ανθρώπους που τα βάζανε για να μπορέσουν να φάνε μετά το ψήσιμο που κάναμε και το μπάρμπεκιου που κάναμε στο άλσος. Επίσης, υπήρχε ένα μεγάλο… Μία πολύ ωραία εικόνα που θυμάμαι στο πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής… Στο πανηγύρι, συγγνώμη, της Αγίας Παρασκευής, η οποία Αγία Παρασκευή ήταν σε ένα λοφίσκο πάνω στο χωριό μας. Ήταν μια ωραία διαδικασία, γιατί παίρνανε την εικόνα της Αγίας Παρασκευής από κάτω από τη πλατεία, από την εκκλησία της πλατείας, με άλογα και τη μεταφέρανε με όλο τον κόσμο μαζί από πίσω και με τον πάτερ, ο οποίος έκανε τη λειτουργία στον δρόμο. Και μεταφέρανε την εικόνα πάνω στην Αγία Παρασκευή και ακολουθούσε… Αυτό το έχουμε κρατήσει ακόμα και σήμερα, το κάνει ο πολιτιστικός σύλλογος ακόμη και σήμερα. Την μέρα της Αγίας Παρασκευής, στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής, πηγαίνουμε, ξεκινάμε απ’ το χωριό, από κάτω απ’ τη πλατεία με τα άλογα και πηγαίνουν την εικόνα της Αγίας Παρασκευής στο βουνό. Είναι μία πάρα πολύ ωραία ανάμνηση, μια πάρα πολύ εικόνα και χαίρομαι πάρα πολύ που την έχουμε κρατήσει ακόμη και σήμερα. Και πηγαίνουν και από τη Λάρισα πολύς κόσμος την ημέρα εκείνη μόνο και μόνο για να δουν τη διαδικασία αυτή που γίνεται για να φτάσει η εικόνα από κάτω μέχρι να πάει πάνω στην Αγία Παρασκευή, στον λόφο που βρίσκεται η εκκλησία η συγκεκριμένη. Ωραίες εικόνες και ωραίες αναμνήσεις που  θα τις θυμάμαι πάρα πολύ έντονα, γιατί οι άνθρωποι δεν ήμασταν μόνοι μας. Δεν υπήρχε αυτή η μοναξιά που υπάρχει σήμερα. Και υπήρχε πάντα…Όλες οι συγκεντρώσεις υπήρχαν… Μαζευόμασταν όλα τα άτομα απ’ το χωριό και έτσι κανείς δεν ένιωθε μόνος του και έτσι περνούσε ευχάριστα μέσα από δράσεις. Και ο χειμώνας και όλες οι εποχές και το καλοκαίρι κτλ. περνούσε πιο ευχάριστα για τον κόσμο. Ειδικά για ανθρώπους που είτε είχαν χάσει κάποιον άνθρωπο στην οικογένειά τους είτε ήταν κάποιος άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να κάνει ένα καινούργιο ξεκίνημα στη ζωή και ήταν πολύ πιο εύκολο να ενταχθεί στο χωριό μας μέσα απ’ αυτές τις δράσεις και μέσα απ’ αυτές τις γιορτές που γίνονταν κάθε φορά στο χωριό. Γενικώς, ένα χωριό το οποίο ήταν ενεργό με πάρα πολλές δράσεις. Δεν ήταν ένα χωριό, το οποίο ήταν απομονωμένο σε ένα βουνό και δεν έκανε πάρα πολλά πράγματα. Ένα χωριό, το οποίο κρατούσε τη νεολαία και γινόταν πάρα πολλές δράσεις, οι οποίες ευχαριστούσαν όλο τον κόσμο τον οποίο ζούσε εκεί πέρα.

Έ.Λ.:

Όταν ήσουνα μικρός –για εκείνα τα χρόνια που μιλάμε– ήσασταν πολλοί μόνιμοι κάτοικοι στο Αργυροπούλι; Υπήρχανε πολλές οικογένειες, παιδάκια; Μου περιγράφεις μια πολύ… Ένα πολύ ενεργό χωριό.

Σ.Γ.:

Ναι, αν θυμάμαι καλά, οι κάτοικοι οι οποίοι ζούσαμε στο χωριό, ήμαστε γύρω στα 5 με 6 χιλιάδες κατοίκους. 5 με 6 χιλιάδες κατοίκους. Απλά το καλό ήταν ότι εκτός απ’ τους ανθρώπους, οι οποίοι φύγανε τα παλιά τα χρόνια για τη Γερμανία που ήτανε μετανάστες κτλ. για τον Καναδά, γιατί είχαμε και αρκετούς οι οποίοι φύγανε για τη ξενιτιά. πέρα απ’ αυτούς οι υπόλοιποι, επειδή το χωριό είναι κοντά στη Λάρισα, οι δουλειές τους ήταν όλες κοντά στη Λάρισα. Οι πιο πολλοί συνήθως είχαν κρεοπωλεία στη Λάρισα, επειδή έχουμε τα ντόπια τα κρέατα, ας πούμε, που ξεκινάν απ’ το χωριό μας. Έχουμε πάρα πολλά [00:20:00]πρόβατα, οπότε τα κρέατα αυτά πηγαίνανε στη Λάρισα. Οπότε, οι πιο πολλοί απ’ εμάς είχαν και κρεοπωλεία στη Λάρισα, οπότε οι δουλειές τους ήτανε εκεί πέρα. Και επειδή η νεολαία και οι δουλειές όλων ήταν στη Λάρισα, η οποία είναι κοντά στο χωριό μας, είναι γύρω στα 25 λεπτά, δεν χρειαζόταν  να φεύγουν απ’ το χωριό και να πάνε να ζήσουν στη Λάρισα. Μένανε στο χωριό, πηγαίνανε στις δουλειές τους, ξαναγύριζαν πάλι πίσω. Οπότε, υπήρχε ο πληθυσμός, δεν είχε φύγει απ’ το χωριό μας. Οπότε, ήταν και πιο εύκολο να γίνουν όλες αυτές οι δράσεις που σ’ ανέφερα προηγουμένως. Απ’ τη στιγμή που υπήρχαν μόνιμοι κάτοικοι και δεν ήταν κάτοικοι, οι οποίοι φεύγανε και γυρίζανε, ας πούμε, μετά από 1 χρόνο, μετά από 2- 3 χρόνια. Είναι σημαντικό αυτό, το ότι υπήρχε αυτή η ζωντάνια στο χωριό.

Έ.Λ.:

Όπως οι γονείς σου που είπες ότι μετακινούνταν, οδηγούσαν, στη Λάρισα για να δουλέψουν στο -

Σ.Γ.:

Σε ένα εργοστάσιο.

Έ.Λ.:

Σε εργοστάσιο. Ωραία. Εσύ έχεις αναμνήσεις από παιχνίδια και από στιγμές με τα παιδιά στη γειτονιά, στο χωριό σου;

Σ.Γ.:

Ναι, για να το πάμε με τη σειρά, επειδή αναφέραμε το σχολείο προηγουμένως, μόλις τελείωνε το σχολείο-

Έ.Λ.:

Ναι.

Σ.Γ.:

Πετούσαμε όλοι τις τσάντες μας και φεύγαμε για παιχνίδι. Αυτό το οποίο είναι λίγο δύσκολο να γίνεται τώρα στη σημερινή εποχή. Με το που τελειώνει το σχολείο, θα φάμε και θα διαβάσουμε. Εμείς τότε τελείωνε το σχολείο, πετούσαμε τη τσάντα και πηγαίναμε να παίξουμε. Κατευθείαν πηγαίναμε να παίξουμε. Και όταν λέμε παιχνίδια, εννοούμε παιχνίδια, τα οποία είχαν κίνηση. Εννοούμε τα οποία… Εννοούμε παιχνίδια, τα οποία είχανε ζωντάνια, είχανε χαρά. Παιχνίδια, όπως… Παίζαμε, για παράδειγμα, τη μακριά γαϊδούρα, η οποία ήταν η πιο γνωστή σε όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής. Παίζαμε αμπάριζα, το οποίο ήταν σαν κρυφτοκυνηγητό, κάτι ενδιάμεσο. Παίζαμε κρυφτό, παίζαμε κυνηγητό. Παίζαμε παιχνίδια… Ένα παιχνίδι το οποίο δεν είχε πολύ κίνηση, ήτανε… Είχαμε τις μπίλιες, τους σβόλους. Και παίζαμε με τις μπίλιες πάρα πολύ. Μαζεύαμε πάρα πολλές μπίλιες ο καθένας κτλ. Τότε αυτό ήταν ένα απ’ τα παιχνίδια που ήταν δημοφιλές. Παίζαμε αρκετά παιχνίδια, τα οποία είχανε κίνηση. Δηλαδή, για παράδειγμα, παίζαμε αγαλματάκια ακούνητα, παίζαμε… Άμα αρχίσω και σκέφτομαι, θα μου ’ρχονται συνεχώς παιχνίδια, γιατί ήταν ατελείωτα. Ήταν ατελείωτα, αλλά το σημαντικότερο σε όλο αυτό δεν είναι μόνο ότι παίζαμε τα παιχνίδια τα συγκεκριμένα. Είναι το ότι μαζευόμασταν πάρα πολλά παιδιά και παίζαμε αυτά τα παιχνίδια. Δεν παίζαμε μόνο… Δεν ήταν μόνο ένα παιδί. Μαζευόμασταν 10 παιδιά, 15 παιδιά. Και το καλό με αυτό είναι ότι μπορούσαμε και συνεννοούμασταν. 10- 15 παιδιά και μπορούσαμε και συνεννοούμασταν. Και τώρα 1-2 παιδιά που προσπαθούν να παίξουν ένα παιχνίδι και δεν βρίσκουν άκρη και μαλώνουν. Πώς εμείς τότε –αναρωτιέμαι ειλικρινά– πώς εμείς τότε ήμασταν τόσα 10-15 παιδιά και όλοι παίζαμε, υπήρχε συμμετοχή απ’ όλους. Δεν αποκλείαμε κανένα παιδί. Όποιο παιδί και να ήταν, όπως και να ήταν, έμπαινε στη παρέα πολύ εύκολα, έμπαινε στο παιχνίδι πολύ εύκολα. Γιατί; Γιατί όλοι κοιτούσαμε το κοινό καλό. Δηλαδή, λέγαμε όλοι: «Ε, εσύ, γιατί κάθεσαι μόνος σου; Έλα να παίξεις». Δεν αφήναμε παιδί μόνο του. Τώρα κοιτάμε ένα παιδί, κάθεται μόνο του στη γωνία και δεν πηγαίνουμε να το μιλήσουμε. Φοβόμαστε μήπως το πειράξουμε, μήπως το ενοχλήσουμε. Τότε το πιάναμε απ’ το χέρι και το σηκώναμε: «Έλα, πάμε να παίξουμε. Μην κάθεσαι μόνος σου». Δηλαδή, αυτός ο αυθορμητισμός που είχαμε παλιά, νομίζω ότι έχει σταματήσει λίγο τώρα στα σημερινά παιδιά και δεν υπάρχει. Και επειδή ασχολούμαι και είμαι και προπονητής σε παιδάκια και ασχολούμαι με παιδιά, προσπαθώ αυτόν τον αυθορμητισμό να τον ξαναφέρω πάλι στα παιδιά, να μπορούν πιο εύκολα να εκφράζονται, να μπορούν πιο εύκολα να συμπαρασέρνουν το άλλο το παιδί, το οποίο είναι μοναχικό, το οποίο είναι διαφορετικός χαρακτήρας και να το βάλουμε στη παρέα. Είναι πολύ σημαντικό στη κοινωνικοποίηση των παιδιών. Θεωρώ ότι χωρίς να το καταλαβαίνουμε παλιά, το κάναμε και δεν αποκλείαμε κανένα παιδί. Δηλαδή, είναι πολύ σημαντικό αυτό, το να μην αποκλείεις και η συμμετοχή να είναι για όλα τα παιδιά. Να μην παίζουν τα 5 και τα άλλα 5 να κοιτάζουν. Αυτό το κάναμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε σε πολύ μικρή ηλικία.

Έ.Λ.:

Οπότε, ανέφερες λοιπόν ότι είσαι προπονητής στο μπάσκετ. Πες μου λίγο για τα πρώτα βήματά σου στο μπάσκετ. Στο χωριό, εκεί που ήσουνα, υπήρχανε παιχνίδια, τα οποία θυμάσαι που αποτέλεσαν το ερέθισμα για σένα να αγαπήσεις το μπάσκετ;

Σ.Γ.:

Σίγουρα εκείνη την εποχή ζούσαμε κάτι πάρα πολύ όμορφο. Τότε εξελισσόταν ένα Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ανδρών, το οποίο η Ελλάδα μας για πρώτη φορά πήγαινε πάρα πολύ καλά με τον ερχομό του Γκάλη απ’ την Αμερική και με κάποια παιδιά τα οποία ήδη υπήρχανε στην Ελλάδα. Ήταν μια ομάδα πάρα πολύ αξιόλογη και το μπάσκετ τότε δεν ήταν τόσο δημοφιλές και σιγά-σιγά άρχιζε να μπαίνει στα σπίτια ολονών μέσα απ’ την τηλεόραση και να βλέπουμε παιχνίδια. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ το μπάσκετ, γιατί ήταν κάτι, το οποίο περνούσα χρόνο μόνος μου και μπορούσα και πήγαινα σε έναν άλλο κόσμο τον οποίο τον δημιουργούσα εγώ. Τι θέλω να πω; Τελείωνε το σχολείο, πετούσα την τσάντα, έπαιρνα τη μπάλα, πήγαινα στο γήπεδο και δημιουργούσα ένα χώρο… Ίσως το έκανα και επειδή ένιωθα πιο ασφαλής;  Ίσως επειδή ήμουνα και λίγο πιο ψηλός και τα πιο πολλά παιδιά αποφεύγανε σε εισαγωγικά να παίζουν μαζί μου, επειδή τους κέρδιζα. Οπότε, εγώ προσπαθούσα να βρω ένα τρόπο να συνεχίζω να κάνω αυτό που μου άρεσε και έτσι νοερά δημιούργησα στο γήπεδο που ήμουνα μόνος μου, με την εικόνα που είχα απ’ τα παιχνίδια της Εθνικής Ομάδας Μπάσκετ, στο γήπεδο στο χωριό, σε ένα ανοιχτό με 2 μπασκέτες που υπήρχε εκεί πέρα, δημιούργησα έναν χώρο και δημιουργούσα έναν αγώνα μόνος μου. Δηλαδή, έπαιζα εγώ με κάποιους φανταστικούς αντιπάλους. Για παράδειγμα, είχα ένα φίλο μου τον Γιώργο και έλεγα: «Σωτήρης εναντίον Γιώργου» και έκανα κανονικά… Έλεγα τον αγώνα. Έκανα αφήγηση κανονικά, δηλαδή έπαιζα και έλεγα: «Ο Σωτήρης έχει τη μπάλα. Σωτήρης περνάει τον Γιώργο, ο Γιώργος περνάει, ο Γιώργος τον ακολουθεί, πάει ο Σωτήρης για layup, ο Γιώργος είναι κοντά του. Σουτάρει. Ο Σωτήρης βάζει το καλάθι. Ναι!». Και το πανηγύριζα όπως το πανηγύριζαν. Δηλαδή, όλο αυτό, κάπως έτσι ξεκίνησε και μπήκε το ερέθισμα για το μπάσκετ. Οι πρώτες εικόνες που είχα ήταν απ’ τη τηλεόραση απ’ τους παίχτες της Εθνικής Ομάδας, αλλά όταν άρχισα να παίζω και να το κάνω πράξη, άρχισα να το αγαπάω ακόμα περισσότερο. Όταν άρχισα… Εκεί που έπαιζα μόνος μου… Δεν ήμουνα πάντα μόνος μου. Σιγά-σιγά αρχίσανε και ερχόταν παιδιά και παίζανε και μπόρεσα και δημιουργήσαμε μια παρέα κάποια στιγμή μετά από ένα χρόνο περίπου. Μαζευόμασταν γύρω στα 10 παιδιά και παίζαμε διπλό. Ενώ ξεκίνησα μόνος μου να παίζω με τους φανταστικούς φίλους μου, μετά προκύψαν σιγά-σιγά… Αρχίσανε με βλέπανε κάποια παιδιά: «Σωτήρη, τι κάνεις εκεί πέρα;». «Παίζω μπάσκετ, ρίχνω σουτ». «Να ρίξω κι εγώ;». Σιγά- σιγά, ερχόταν κι άλλα παιδιά, κι άλλα παιδιά και φτάσαμε να είμαστε 10-15 παιδιά και κάποια στιγμή κάναμε 2 και 3 ομάδες για να μπορούμε να παίζουμε. Έτσι ξεκίνησε κάπως η αγάπη μου για το μπάσκετ τα πρώτα χρόνια, η οποία συνεχίστηκε και πάρα πολλά χρόνια. Θα το καταλαβαίνετε και από την κουβέντα που θα κάνουμε μετά. Είναι μία αγάπη η οποία δε θεωρώ ότι θα τελειώσει ποτέ. Θα την κουβαλάω μαζί μου μέχρι να πεθάνω. Οπότε, τα πρώτα ερεθίσματα που πήρα ήταν στο χωριό, ήταν στο ανοιχτό του Αργυροπουλίου, στο ανοιχτό μπάσκετ του Αργυροπουλίου, και κατόπιν σιγά-σιγά, όταν μετακομίσαμε στη Λάρισα, μπόρεσα και το έκανα και επάγγελμα και βιοποριζόμουνα και βιοπορίζομαι ακόμα απ’ αυτό. Είναι σημαντικό, γιατί οι εικόνες αυτές είναι οι πρώτες εικόνες που έχω και όπου και να ταξίδεψα, όπου και να πήγα, τις κουβαλούσα πάντα μαζί μου. Δηλαδή, όταν είχαμε ένα δύσκολο παιχνίδι στο εξωτερικό, όταν έπαιζα -ας πούμε- είτε στη Λάρισα και πριν τον αγώνα όπως αρχίζεις και προσπαθείς να ελέγξεις λίγο το άγχος σου, λίγο το στρες που υπάρχει, έφερνα τις εικόνες εκείνες απ’ το χωριό και έλεγα: «Να το». Η αγάπη, η αρχική αγάπη. Οπότε, ήταν πολύ εύκολο να μπω μέσα στο γήπεδο μετά και να παίξω.

Έ.Λ.:

Είπες ότι κουβαλούσες, λοιπόν, τις εικόνες από το χωριό που έπαιζες στο ανοιχτό γήπεδο σ’ όλους τους αγώνες σου και τις δύσκολες στιγμές μετά στην επαγγελματική σου πορεία στα γήπεδα. Πες μου λίγο πώς ξεκίνησε η πορεία στο μπάσκετ; Δηλαδή, από το χωριό μετακομίσατε στη Λάρισα. Πώς έγινε αυτό;

Σ.Γ.:

Ναι. Κατ’ αρχάς, όπως σας είχα αναφέρει και πριν, οι γονείς μου δουλεύανε σε ένα εργοστάσιο στη Λάρισα. Οπότε, απ’ το χωριό πηγαίνανε κάθε μέρα και γυρίζανε πάλι πίσω στο χωριό. Η πρώτη επαφή μου με το μπάσκετ στη Λάρισα ήτανε όταν με είχε… Είχαμε έναν γυμναστή στο χωριό, ο οποίος ερχότανε και έκ[00:30:00]ανε αθλοπαιδιές. Έκανε μπάσκετ, βόλεϊ, ποδόσφαιρο, τα πάντα. Και με είχε δει εμένα ότι ήμουνα πάρα πολύ ψηλός για την ηλικία μου και είχε πει στον πατέρα μου ότι «Το παιδί μην το κρατήσεις εδώ πέρα. Πήγαινέ το στη Λάρισα, γιατί είναι πολύ σημαντικό. Μπορεί να μπορέσει να παίξει και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπάσκετ». Όπως και έγινε. Οπότε, με το ερέθισμα αυτό ο πατέρας μου δεν ήθελε να με κρατήσει στο χωριό και ήθελε κάθε ευκαιρία που μπορούσα να έχω να μου τη δώσει και να μου την προσφέρει. Και αυτός και η μητέρα μου. Οπότε, κάνανε το βήμα για πρώτη φορά, επειδή ήτανε, θυμάμαι, ήτανε τέλος της χρονιάς, της σχολικής χρονιάς, οπότε μου λένε: «Να πάμε για δοκιμή να μιλήσουμε με κάποιους ανθρώπους στο αθλητικό γυμνάσιο –που υπήρχε τότε– να κάνεις κάποιες προπονήσεις ώστε να δεις πώς θα είναι και ώστε την επόμενη χρονιά να μετακομίσουμε, αν είναι, όλοι μαζί στη Λάρισα για να μπορέσεις να κάνεις αυτό που αγαπάς». Σίγουρα πήγα μια φορά, έκανα προπόνηση. Πώς έγινε αυτό; Ο νονός μου, ο οποίος είναι απ’ το Περιστέρι, από τη Αθήνα… Τότε έπαιζε στο Περιστέρι ένας από τη Λάρισα ένας μπασκετμπολίστας, ο οποίος λεγόταν Λαλάκης Γιάννης και ο Γιάννης ήταν πολύ φίλος με τον νονό μου. Και ο Γιάννης τότε ήταν και προπονητής σε μια ομάδα στην Ολύμπια Λάρισας. Και ο νονός μου με τη γνωριμία την οποία είχε, είχε πει τον πατέρα μου ότι: «Κοίταξε, πήγαινέ τον στη Λάρισα και πήγαινε να βρεις τον συγκεκριμένο άνθρωπο, ο οποίος είναι σε τμήματα υποδομής, να μπορέσει το παιδί να ξεκινήσει το μπάσκετ». Βέβαια, τότε το αθλητικό γυμνάσιο ακουγόταν πάρα πολύ και είπαμε να πάμε πρώτα στο αθλητικό γυμνάσιο και του χρόνου να πάμε να βρούμε, να συναντήσουμε, τον Λαλάκη τον Γιάννη, ο οποίος ήταν προπονητής στην Ολύμπια Λάρισας. Πηγαίνουμε στο αθλητικό γυμνάσιο και εκεί με βλέπουν κάποιοι προπονητές, οι οποίοι ήταν σε μια άλλη ομάδα της Λάρισας στον ΓΣΛ, στον Γυμναστικό Σύλλογο Λάρισας. Και με βλέπουν το ύψος που είχα, την ηλικία, τα άκρα που κοιτάμε τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά για το μπάσκετ που χρειάζεται να παίξεις σαν ένας αθλητής. Με είδαν εκεί πέρα και μου λένε: «Εσύ θα έρθεις σίγουρα να παίξεις στην ομάδα μας. Είσαι ταλέντο μεγάλο και πρέπει οπωσδήποτε να ’ρθεις στη Λάρισα και…». Με αυτά που άκουσε ο πατέρας μου είδε ότι δεν έπρεπε να μείνω στο χωριό με αυτά που είπαν και οι προπονητές, οι οποίοι είναι και οι ειδικοί σε αυτό. Είπαν ότι πρέπει το παιδί να ’ρθει οπωσδήποτε στη Λάρισα. Με αποτέλεσμα αυτοί οι άνθρωποι που με είδαν στο ΓΣΛ τότε να προτρέψουν τον πατέρα μου στο να κατέβει το παιδί στη Λάρισα. Έτσι και έγινε. Πήγαμε την πρώτη φορά που σας είπα στο αθλητικό γυμνάσιο, κάναμε 2-3 προπονήσεις, πήρα το ερέθισμα εγώ, μου άρεσε πάρα πολύ. Βέβαια, έβλεπα παιδιά τα οποία ήταν πιο ψηλά από μένα. Και υπήρχε ένας φόβος. Το ίδιο έγινε και την επόμενη χρονιά. Κατεβήκαμε, μετακομίσαμε μόνιμα στη Λάρισα. Τότε είχε γεννηθεί και ο άλλος ο αδελφός μου ο Μιχάλης, ο οποίος… Είχαμε κατεβεί εγώ, η μητέρα μου, ο πατέρας μου και ο αδερφός μου ο Γιώργος, είχαμε κατέβει στη Λάρισα. Και ο μικρός ο Μιχάλης είχε μείνει στο χωριό για 1 χρόνο, μέχρι να προσαρμοστούμε εμείς και μετά την επόμενη χρονιά να τον παίρναμε και τον μικρό. Είχε μείνει με τη γιαγιά τη Σωτηρία στο χωριό. Έτσι κι έγινε. Η μετάβαση ήταν πάρα πολύ δύσκολη, γιατί μεγαλωμένοι στο χωριό που είχαμε την ελευθερία του παιχνιδιού, που είχαμε… Που η νοοτροπία και γενικώς ο τρόπος ζωής ήταν τελείως διαφορετικός σε σχέση με τη Λάρισα. Αφήνοντας τους φίλους, 13 χρόνια, τους φίλους που είχαμε στο χωριό και εγώ και ο αδερφός μου. Το ίδιο και οι γονείς μας. Οι παρέες που είχαν στο χωριό δεν ήτανε εύκολο να φύγουμε. Και θυμάμαι την εικόνα στο αυτοκίνητο, να είναι γεμάτο με πράγματα ρούχα κτλ. Εγώ με τον αδερφό μου να καθόμαστε στο πίσω κάθισμα, η μητέρα μου και ο πατέρας μου να κάθονται μπροστά. Να κλαίει ο αδερφός μου, να του λέω εγώ: «Αδερφέ, μην ανησυχείς, θα γνωρίσουμε καινούργιους φίλους εκεί πέρα». Να κλαίω εγώ, να μου λέει ο αδερφός μου: «Μην ανησυχείς. Αδερφέ θα γνωρίσουμε καινούργιους φίλους εκεί πέρα». Ήταν πάρα πολύ δύσκολη η μετάβαση. Βέβαια, η προσαρμογή έγινε… Τον πρώτο μήνα… Τον πρώτο- δεύτερο μήνα προσαρμοστήκαμε, γνωρίσαμε, κάναμε παρέες, γνωρίσαμε καινούργιους φίλους. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε στο σχολείο και εκεί πέρα γνωρίσαμε πάλι φίλους που κάναμε παρέα. Εγώ ασχολούμουνα με προπονήσεις. Ο αδερφός μου σιγά-σιγά και αυτός ασχολούνταν κι αυτός με το βόλεϊ. Ασχολήθηκε κι αυτός με κάποια αθλήματα μέχρι να καταλήξει σε μια δουλειά που βρήκε στη Λάρισα. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου ήταν πιο κοντά στη δουλειά τους, οπότε η επικινδυνότητα που υπήρχε 5:00 και 6:00 η ώρα το πρωί που ξεκινούσαν απ’ το χωριό με κρύα, με χιόνια κλπ., με βροχές, το γλιτώνανε. Ναι, οπότε, θεωρώ ότι για όλους ήταν καλό το βήμα το οποίο κάναμε στο να κατεβούμε στη Λάρισα. Γιατί συνήθως στο χωριό, αν δεν έχεις -όπως σας είπα- πρόβατα, αν δεν έχεις χωράφια, είναι λίγο δύσκολο να μπορέσεις να βρεις κάποια δουλειά να κάνεις για να ζήσεις και να βιοποριστείς. Οπότε οι πιο πολλές οικογένειες είτε θα είχαν κρεοπωλείο στη Λάρισα και θα ζούσαν στο χωριό είτε θα κάνανε κάποια άλλη δουλειά στη Λάρισα. Θα δούλευαν είτε σε εργοστάσια είτε σε κάποια άλλη βιομηχανία. Οπότε αναγκαστικά βόλευε το να ζουν στη Λάρισα στο να μην έχουν το πήγαινε έλα κάθε μέρα και ειδικά τις ώρες που σας είπα, γιατί ήταν δύσκολο και ήταν και λίγο επικίνδυνο να οδηγάς τέτοιες ώρες και με τέτοιες συνθήκες καιρού. Οπότε, ξεκίνησε το ταξίδι μας στη Λάρισα με νέους φίλες, με νέες δουλειές, όπως ήταν ο αδερφός μου που μέχρι να καταλήξει στη δουλειά που θα κάνει, δοκίμασε διάφορες δουλειές και αυτός. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν λίγο πιο εύκολο. Τους βλέπαμε λίγο περισσότερο, επειδή δεν δουλεύανε… Γιατί είχαν φτάσει στο σημείο να δουλεύουν 15 και 16 ώρες για να μπορέσουμε να έχουμε τα απαραίτητα και να έχουμε τα βασικά στο να μπορέσουμε να μεγαλώσουμε. Γι’ αυτούς ήταν πιο εύκολα τα πράγματα πλέον. Για μένα ήταν πιο εύκολο στο να κάνω αυτό που αγαπάω παράλληλα με τα μαθήματα, τα οποία έπρεπε να παρακολουθώ, στο αθλητικό γυμνάσιο. Και όλα πηγαίνανε καλά. Όλα πηγαίνανε πάρα πολύ όμορφα και θεωρώ ότι το βήμα που έγινε, που ήτανε και απ’ τη μητέρα μου και απ’ τον πατέρα μου ήταν πάρα πολύ σημαντικό στο να μας βοηθήσει όλες στις ζωές μας αργότερα.

Έ.Λ.:

Εσύ θυμάσαι τα συναισθήματά σου, όταν σου είπαν οι γονείς σου ότι θα πάτε στη Λάρισα για να έχεις και εσύ την πρόσβαση στο μπάσκετ, στην ουσία;

Σ.Γ.:

Εγώ θεώρησα ότι αυτό που κάνανε οι γονείς μου για μένα– γιατί στην ουσία μπορεί να βοηθούσε όλους, αλλά το αρχικό βήμα έγινε για μένα, για να μπορέσω εγώ να παίξω μπάσκετ– το θεωρούσα ότι ήταν πάρα πολύ μεγάλη απόφαση αυτή που πήραν οι γονείς μου. Αλλά το θεωρούσα και ευθύνη ότι απ’ τη στιγμή που οι γονείς μου κάνουν αυτήν την απόφαση για μένα, πρέπει να σκύψω το κεφάλι κάτω και να δουλέψω όσο περισσότερο μπορώ για να τους βγάλω ασπροπρόσωπους. Δηλαδή, ότι η απόφαση που πήρανε άξιζε τον κόπο.

Έ.Λ.:

Πόσο χρονών ήσουν τότε είπαμε;

Σ.Γ.:

13 χρονών.

Έ.Λ.:

13. Όταν φτάσατε στη Λάρισα, θυμάσαι την πρώτη εικόνα; Πού φτάσατε αρχικά, σε ποια γειτονιά;

Σ.Γ.:

Ναι, επειδή είχαμε έναν θείο μου, ο οποίος ζούσε σε μια περιοχή της Λάρισας, Πέρα Μαχαλάς λεγότανε, η περιοχή που ζούσε ο θείος μου. Και είχε φροντίσει να βρούμε μια μονοκατοικία, γιατί θα ήταν πολύ δύσκολο απ’ το χωριό που είχαμε την ελευθερία και όλα αυτά να πάμε να μπούμε σ’ ένα διαμέρισμα. Θα ήταν πολύ πιο δύσκολη η μετάβαση, οπότε επιλέξαμε να βρούμε μια μονοκατοικία, η οποία έχει αυλή, η οποία -όπως σας είπα- είχε πίσω την κοπάνα και το λάστιχο που μπορούσαμε να κάνουμε μπάνιο, όπως είχαμε συνηθίσει. Αλλά ήταν και πιο εύκολη η μετάβαση. Δηλαδή, η πρώτη μας εικόνα ήταν ότι μας περίμενε ο θείος μου μπροστά στη μονοκατοικία, στο σπίτι εκείνο που θα πηγαίναμε. Πήγαμε, μπήκαμε στο σπίτι, αφήσαμε… Σιγά- σιγά, κουβαλούσαμε τα πράγματα. Σαν πρώτη εικόνα, να σας πω την αλήθεια, δεν μου άρεσε το σπίτι που είδα. Ήταν λίγο μικρό, δεν είχε τόση μεγάλη αυλή όσο είχε το χωριό. Ήταν δύσκολα. Η πρώτη εικόνα μου δεν ήταν και η καλύτερη, όταν αντικρίσαμε το σπίτι και εγώ και ο αδερφός μου. Γιατί δεν είχε χώρο να παίξουμε. Αυτό ήταν τότε… Είχε μια αυλή, η οποία ήταν πολύ μικρή. Καμία σχέση με την αυλή που είχαμε εμείς. Και όχι την αυλή και όλο το χωριό που είχαμε άπλα για να μπορούμε να πηγαίνουμε ανά πάσα στιγμή να παίζουμε. Οπότε, λέμε εμείς… Οι πρώτες σκέψεις μας σαν παιδιά ήταν «Πού θα παίζουμε ποδόσφαιρο; Πού θα παίζουμε μπάσκετ;». Δεν υπήρχε... Ο δρόμος περνούσαν αυτοκίνητα. Οπότε, η πρώτη εικόνα δεν ήταν και η καλύτερη. Βέβαια, σιγά σιγά στην πορεία, επειδή εγώ είχα προπονήσεις και κοντά εκεί πέρα είχε ένα γήπεδο σε ένα σχολείο μπάσκετ, οπότε ήταν πιο εύκολο και για τον αδερφό μου να μπορούμε να πηγαίνουμε δίπλα και να παίζουμε και για μένα. Οπότε, μπήκαμε στη διαδικασία αυτή να βρίσκουμε τρόπους, όπως κάναμε στο χωριό, να βρίσκουμε τρόπους να δημιουργούμε εμείς τα παιχνίδια, τα οποία θα μας έκαναν να είμαστε ευτυχισμένοι και να μπορούμε να παίζουμε για να χαιρόμαστε.

Έ.Λ.:

Πώς ήταν η προσαρμογή σου στο σχολείο και η συναναστροφή σου με τα παιδιά εκεί πέρα;

Σ.Γ.:

Ναι. Στην αρχή, επειδή τα παιδιά που ήταν στο σχολείο ήδη είχαν τις παρέες τους. Εγώ ξεκίνησα στην αρχή δειλά-δειλά να προσεγγίζω κάποια παιδιά. Σαν χαρακτήρας γενικώς είμαι προσαρμοστικός, οπότε ήμουνα σίγουρος ότι θα το έβρισκα κάποια στιγμή, ότι θα έκανα παρέες γρήγορα, ότι… Απλά είμαι άνθρωπος που πρώτα προσπαθώ να ψυχολογήσω τους ανθρώπους και μετά να κάνω το βήμα [00:40:00]ανάλογα με τους ανθρώπους που θέλω να έχω εγώ δίπλα μου. Έτσι έγινε και σε αυτό, σε αυτήν την περίπτωση. Ξεκίνησα στην αρχή χωρίς να μιλάω τόσο πολύ σε πολλούς, έλεγα ένα: «Γεια, καλημέρα» σιγά-σιγά μέχρι να καταλάβω τον κάθε άνθρωπο και μετά είδα 2-3 παιδιά, τα οποία ήταν λίγο πιο κοντά σε μένα. Είδα ότι υπήρχε περιθώριο απ’ αυτούς στο να μπορέσω κι εγώ να ενταχθώ στην παρέα την οποία υπήρχε ήδη. Και έτσι και έκανα. Σιγά-σιγά, συνάντησα πρώτα τον φίλο μου τον Κώστα, τον οποίο κάνουμε παρέα ακόμα και σήμερα. Έχουμε μείνει… Είναι παιδικός μου φίλος, ο όποιος κάνουμε παρέα ακόμα και σήμερα. Ο οποίος αυτός ήταν που με βοήθησε πάρα πολύ και με έβαλε στις παρέες και των υπόλοιπων παιδιών. Ήταν και αυτός ένα παιδί, ο οποίος ήταν και αυτός από χωριό. Μεγάλωσε και αυτός σε χωριό, σ’ ένα χωριό της Λαμίας, και κατέβηκε και αυτός στη Λάρισα. Απλά ήταν 2-3 χρόνια πιο νωρίς από μένα, ο πατέρας του ήταν αστυνομικός. Οπότε, αυτός είχε δημιουργήσει τις παρέες, αλλά επειδή λογικά –απ’ ό,τι συμπεραίνω και απ’ ό,τι συζητήσαμε αργότερα– στο μυαλό του είχε ότι και αυτός, όταν ξεκίνησε κι είχε έρθει απ’ το χωριό, ήταν δύσκολο να προσαρμοστεί στη Λάρισα. Θεώρησε ότι έπρεπε να με βοηθήσει ώστε να μπορέσω να το κάνω εγώ και να γίνει πιο ομαλά. Οπότε, σ’ αυτό ήμουνα τυχερός ότι συνάντησα ένα παιδί, έναν άνθρωπο, ο οποίος με βοήθησε στην ομαλή μετάβαση στο σχολείο.

Έ.Λ.:

Και πήγαινες στο αθλητικό γυμνάσιο, οπότε εκεί πέρα έκανες τις προπονήσεις σου για το μπάσκετ;      

Σ.Γ.:

Ναι, το πρόγραμμα ξεκινούσε απ’ το πρωί. Ξυπνούσαμε στις 6:30 η ώρα, 7:15 είχαμε προπόνηση στο Αλκαζάρ, στο κλειστό γήπεδο. Κάναμε μπάνιο εκεί πέρα, τελειώναμε, μας δίνανε πρωινό: σάντουιτς, γάλα και πορτοκάλι. Το παίρναμε στο σχολείο, το τρώγαμε στο λεωφορείο μέσα, γιατί μόλις φτάναμε στο σχολείο έπρεπε να πάμε κατευθείαν στην τάξη. Και κατευθείαν απ’ την προπόνηση πηγαίναμε στο σχολείο. Και επειδή εγώ είχα ξεκινήσει προπονήσεις και με την ομάδα, τότε το πρόγραμμα ήταν λίγο δύσκολο, γιατί μετά το σχολείο… Ξεκινούσαμε προπόνηση το πρωί. Πηγαίναμε κάναμε προπόνηση, μία προπόνηση το πρωί. Πηγαίναμε στο σχολείο, ήμασταν στο σχολείο πάρα πολλές ώρες. Τελειώναμε, μετά πήγαινα λίγο σπίτι τρώγαμε, μετά είχα προπόνηση με την ομάδα. Και ούτω καθεξής. Ξεκουραζόμουνα λίγο, ξανά πάλι προπόνηση με την ομάδα. Οπότε, μέσα στην ημέρα μπορεί να έκανα 3… Είχε τύχει να κάνω και 4 προπονήσεις την ημέρα. Αυτό δείχνει το πόσο αγαπούσα αυτό που έκανα και ότι σε κάθε ευκαιρία προσπαθούσα να είμαι κοντά στο άθλημα.

Έ.Λ.:

Με ποια ομάδα; Σε ποια ομάδα αναφέρεσαι;

Σ.Γ.:

Στο ΓΣ Λάρισας, η ομάδα η οποία πήγα πρώτη φορά και θυμάμαι την πρώτη εικόνα. Είχα πάει σ’ ένα σχολείο το οποίο κάνανε προπόνηση η ομάδα τότε και η πρώτη μου η επαφή με την μπάλα και με την υπόλοιπη ομάδα… Έβλεπα παιδιά, τα οποία ήταν πιο ψηλά από μένα. Έβλεπα παιδιά, τα οποία ξέρανε το άθλημα, επειδή παίζανε 2-3 χρόνια πιο πριν. Εγώ έπαιζα με τους φανταστικούς μου φίλους στο χωριό. Δεν είχα μπει σε ομάδα, σ’ ένα σύνολο, το οποίο έκανε προπονήσεις και μάθαινε κάποια πράγματα λίγο πιο γρήγορα. Και στην αρχή υπήρχε ένας φόβος, ο οποίος αργότερα μεταφράστηκε σε πείσμα. Και αργότερα το πείσμα έφερε την εξέλιξη την οποία δεν περίμενα και εγώ ότι θα είχα. Οπότε, ξεκινάμε στο σχολείο, εκείνο που σας ανέφερα, πρώτη προπόνηση με έναν εξαιρετικό άνθρωπο και προπονητή, ο οποίος με αγκάλιασε πραγματικά, όταν ήταν στην ομάδα, τον Νίκο τον Χατζή. Ένας άνθρωπος πραγματικός παιδαγωγός, ο οποίος είναι και από τα άτομα τα οποία ήταν σταθμός στην πορεία μου, στην μπασκετική μου καριέρα. Και σαν προπονητής, όπως τον γνώρισα, αλλά και σαν άνθρωπος. Ο οποίος με βοήθησε να ενταχθώ στο σύνολο πάρα πολύ γρήγορα. Συν τον φίλο μου που σας είπα που είχα απ’ το αθλητικό γυμνάσιο που ήμασταν μαζί στην ομάδα. Η μετάβασή μου ήταν… Ήμουνα τυχερός που γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους που με βοήθησαν πάρα πολύ στο… Η μετάβαση να είναι εύκολη. Πρώτη προπόνηση, δυσκολία στο… Πήγαινα να κάνω layup, έτρωγα τάπες, πήγαινα να κάνω κάτι, δεν μου έβγαινε και έλεγα… Έβλεπα, κοιτούσα τον προπονητή στα μάτια και με λέγε: «Μην ανησυχείς, προχώρα εσύ». Έπαιρνα θάρρος απ’ αυτό, συνέχιζα την προσπάθεια, ξανά πάλι κάτι γινότανε, δεν τα κατάφερνα. Κοιτούσα τον πατέρα μου που ήταν στην κερκίδα: «Μην ανησυχείς, συνέχισε εσύ». Δηλαδή, είχα αυτήν την ανατροφοδότηση συνεχώς απ’ τον πατέρα μου, απ’ τον προπονητή, απ’ τον φίλο μου, οι οποίοι με βοηθούσαν στη στιγμή που πήγαινα, που έλεγα: «Ωχ, είναι δύσκολα», να λέω: «Όχι, δεν είναι τίποτα δύσκολο! Τα πάντα μπορείς να καταφέρεις». Και έτσι ξεκίνησε η πρώτη μου επαφή με την ομάδα, με τον ΓΣ Λάρισας, τα οποία και ήταν και η πορεία αργότερα όπως φάνηκε και το δέσιμο ήταν πάρα πολύ μεγάλο με τη συγκεκριμένη ομάδα. Ήταν η πρώτη ομάδα και η ομάδα της καρδιάς μου μέχρι και σήμερα. Και είμαι πολύ χαρούμενος, το οποίο ξεκίνησα από εκείνη την ομάδα και γνώρισα έναν εξαίρετο παιδαγωγό και προπονητή, τον Νίκο τον Χατζή.

Έ.Λ.:

Και πώς εξελίχθηκε μετά η πορεία σου;

Σ.Γ.:

Τα πρώτα χρόνια στην ομάδα, όπως σας είπα, ήταν… Τον πρώτο χρόνο, ας πούμε, ήταν δύσκολα. Βέβαια, το καλοκαίρι υπήρχε ένα camp, το οποίο το έκανε ένας προπονητής που ήταν και αυτός στην ίδια ομάδα. Και εκεί πέρα το καλοκαίρι με έστειλε ο πατέρας μου για να πάω πιο πολύ για να γνωρίσω τα παιδιά απ’ την ομάδα καλύτερα, να έρθω λίγο πιο κοντά. Και αυτό το καλοκαιρινό το camp που είχα πάει με βοήθησε πάρα πολύ τον χειμώνα. Γιατί με το που ξεκίνησαν πάλι οι προπονήσεις τον Σεπτέμβριο, είχα μια οικειότητα με τα παιδιά, μπορούσα να… Είχαμε γίνει πλέον φίλοι, οπότε ήταν πολύ πιο εύκολα στην ομάδα. Να αναφέρω κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικά, το οποίο με βοήθησε στο να φύγει αυτός ο φόβος που σας ανέφερα λίγο πιο πριν. Πήρα 12 πόντους σε ένα καλοκαίρι σε ύψος. Οπότε, τα παιδιά, τα οποία στην πρώτη προπόνηση τα έβλεπα και ήταν ψηλότερα από μένα, τώρα ήμουν εγώ αυτός που ήταν ο ψηλότερος σε όλη την ομάδα. Οπότε, αυτοί με κοιτούσαν, όπως τους κοιτούσα εγώ. Ήταν πολύ εύκολο, βέβαια, μετά να φύγει ο φόβος. Ήταν πολύ εύκολο να κάνω layup και να μην μπορούν να με κάνουν τάπα. Ήταν πολύ πιο εύκολο να κάνω τα πάντα μετά. Οπότε, και η ψυχολογία είχε φτάσει στο μέγιστο. Σε συνδυασμό με την οικειότητα που είχα αποκτήσει στο καλοκαιρινό το camp με τα παιδιά τα υπόλοιπα, σε συνδυασμό με το ότι πήρα το ύψος, τους 12 πόντους, όλα ήταν πιο εύκολα την επόμενη χρονιά. Και την επόμενη χρονιά ήταν μια πάρα πολύ καλή χρονιά για μένα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που έπαιξα σε επίσημο αγώνα με άλλα παιδιά. Και τότε, θυμάμαι, είχα πρώτο παιχνίδι ένα περιστατικό… Επειδή εγώ έχω ένα σημάδι στο γόνατο, το οποίο αυτό προέκυψε απ’ το χωριό από κάποια παιχνίδια που κάναμε. Είχανε φέρει την… Να το αναφέρω λίγο, γιατί είναι σημαντικό… Είχανε φέρει την ασβέστη, φτιάχνανε ένα σπίτι και είχαν φέρει την ασβέστη και ήταν ζεστή και γύρω γύρω απ’ την άσβεστη είχε άμμο. Και τα παιδάκια πηγαίναμε μέχρι την άμμο, κάναμε αλματάκια και γυρίζαμε πίσω. Εγώ έκανα ένα άλμα μεγάλο και έπεσα ολόκληρος μέσα στην άσβεστη, η οποία έκαιγε και ήταν πολύ πιθανό να… Είχε πάει παντού. Στα μάτια, παντού. Φωνάζει, με βλέπει ένας κύριος, ένας γεράκος, φωνάζει: «Το παιδί, το παιδί!». Το ακούει η μητέρα μου, τρέχει γρήγορα, έρχεται, με πιάνει, με κάνει στα μάτια πρώτα να μην τυφλωθώ, μου σκίζει τα ρούχα, με κάνει σ’ όλα τα ρούχα. Νερό παντού για να μπορέσει να φύγει η ασβέστης που ήταν καυτή τότε, έκαιγε. Και είχε μείνει μόνο αυτό το σημάδι στο γόνατο, το οποίο ήταν αρκετά μεγάλο, το οποίο εμένα μ’ έφερνε ένα άγχος, όταν ξεκινούσαμε να παίξουμε τον αγώνα. Και θυμάμαι τη φορά στο σπίτι που ξεκινάω να πάρω τα ρούχα μου για να πάω στον αγώνα και με βλέπει ο πατέρας μου ότι παίρνω μια επιγονατίδα. Και μου λέει: «Σωτήρη, πού την πας την επιγονατίδα αυτή;». Κατάλαβε ο πατέρας μου. Με καταλάβαινε πάρα πολύ σε πάρα πολλά πράγματα. «Πού την πας την επιγονατίδα;». «Τίποτα, μπαμπά, την χρειάζομαι -λέω- για τον αγώνα, άμα χρειαστεί». «Εντάξει, αγόρι μου. Ό,τι θέλεις, όπως αισθάνεσαι άνετα», μου λέει ο πατέρας μου. Εν τω μεταξύ, εγώ έχω καταλάβει ότι το κατάλαβε ο πατέρας μου τι τη χρειαζόμουν. Και πηγαίνω στον αγώνα και εγώ κάθομαι στον πάγκο, δεν είχα ξεκινήσει βασικός και με έκανε αλλαγή ο προπονητής μετά. Και πριν με κάνει αλλαγή ο προπονητής, πηγαίνω εγώ και βάζω την επιγονατίδα για να μην φαίνεται το σημάδι. Το βλέπει και ο γυμναστής αυτό το τέτοιο. Με το που παίζω λίγο, με αφήνει να παίξω με την επιγονατίδα, επειδή αισθανόμουνα καλά ότι δεν φαίνεται το σημάδι. Κάποια στιγμή με κάνει αλλαγή. Και με πάει… λέει: «Σωτήρη, έλα λίγο στη γωνία». Με παίρνει λίγο πιο μακριά απ’ τα υπόλοιπα παιδιά και κάθεται δίπλα μου. Όταν έκατσε δίπλα μου ήταν σαν να με μιλούσε ο συμπαίκτης μου. Δεν ήταν σαν να με μιλούσε… Γι’ αυτό σας λέω ότι αυτός ο προπονητής τον έχω λατρέψει πραγματικά σαν άνθρωπο. Κάθεται δίπλα μου και μου λέει: «Nα σε ρωτήσω κάτι;». Λέω: «Ναι». «Έχεις κάποιο πρόβλημα στο γόνατο; Έχεις κάποιον τραυματισμό;». Λέω: «Όχι». «Τότε -μου λέει- την επιγονατίδα, γιατί τη φοράς;». «Τίποτα -λέω-. Έχω ένα σημάδι εδώ πέρα και δεν θέλω να φαίνεται και γι’ αυτό την έβαλα». Και μου λέει ο προπονητής ο συγκεκριμένος: «Να αγαπάς τον εαυτό σου όπως είσαι. Έτσι θα σε αγαπήσουν και οι υπόλοιποι. Βγαλ’ το αυτό τώρα που φοράς, γιατί δεν θα σε βοηθήσει στο να μπορέσεις να αγαπήσεις πραγματικά τον εαυτό σου. Και όποιος και να το κοιτάζει, όποιος και να σου πει κάτι γι’ αυτό, να μην έχεις κανένα πρόβλημα. Να αισθάνεσαι ωραία με τον εαυτό σου. Πέταξέ το». Βέβαια, εγώ δεν το πέταξα κατευθείαν. Σιγά-σιγά, όμως, με τα λόγια αυτά που είχα στο μυαλό μου απ’ τον προπονητή αυτόν, σιγά-σιγά άρχισα να το [00:50:00]αποβάλλω και άρχισα να το… Και κάποια στιγμή δεν το έβαζα καθόλου και έπαιζα κανονικά όπως ήμουνα. Δεν είχα πρόβλημα. Δηλαδή, θεωρώ ότι αν δεν μου μιλούσε έτσι και μου μιλούσε κάπως διαφορετικά, μπορεί και να το φορούσα ακόμα. Να ήθελα να καλύψω αυτό το σημάδι.

Έ.Λ.:

Τρομερή στιγμή πάντως.

Σ.Γ.:

Ναι, το θυμήθηκα τώρα, γιατί μου ήρθε η εικόνα κατευθείαν απ’ το πρώτο επίσημο παιχνίδι που παίξαμε και θυμόμουν ότι είχα αυτόν τον ενδοιασμό με το τι να κάνω με το… Το μυαλό μου ήταν πώς θα καλύψω αυτό να μη φαίνεται. Γιατί υπήρχε κόσμος στην κερκίδα και καταλαβαίνεις… Πρώτη φορά πρώτος αγώνας, πρωτόγνωρο για μένα, οπότε το είχα στο μυαλό μου αυτό.

Έ.Λ.:

Πόσο χρονών ήσουνα σ’ αυτό το-

Σ.Γ.:

13 μισό ήμουν.

Έ.Λ.:

13 μισό.

Σ.Γ.:

13 μισό. Δηλαδή, πολύ γρήγορα μόλις ξεκίνησα το μπάσκετ, έπαιξα και το πρώτο παιχνίδι. Και πολύ γρήγορα ήταν και η εξέλιξή μου αργότερα, γιατί δούλεψα πάρα πολύ. Όχι ότι και τα υπόλοιπα παιδιά δεν δουλεύανε, απλά εγώ είχα και τα προσόντα τα υψομετρικά, ήμουνα πολύ ψηλός, είχα μακριά χέρια, αυτά που χρειάζεται, δηλαδή, για να παίξει κάποιος μπάσκετ. Και είχα και ένα πάρα πολύ σημαντικό που μου είπε ο προπονητής αργότερα, ότι είχα αντίληψη που είναι για το μπάσκετ πάρα πολύ σημαντικό να μπορείς να αντιλαμβάνεσαι τη φάση, να μπορείς να αντιλαμβάνεσαι την συμπαίκτη, να μπορείς να αντιλαμβάνεσαι τον προπονητή. Και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ στην εξέλιξή μου. Η αντίληψη. Και σίγουρα η αγάπη και το πείσμα που είχα, το οποίο αυτό το πείσμα που είχα με βοήθησε πάρα πολύ και στα μαθήματα, όταν μπόρεσα και τελείωσα το πανεπιστήμιο, όταν μπόρεσα και πέρασα στα ΤΕΦΑΑ Γυμναστική Ακαδημία που ήθελα. Το πείσμα αυτό που είχα και το ’χω ακόμα και σήμερα και με βοηθάει πάρα πολύ στο να ξεπερνάω καταστάσεις και δυσκολίες που παρουσιάζονται στη ζωή μου. Οπότε, και αυτό ήταν κάτι το οποίο με βοήθησε πάρα πολύ στο να έχω γρήγορη εξέλιξη. Στα επόμενα δύο χρόνια έπαιζα Εθνική Ομάδα, Εθνική Παίδων, και για να γίνει αυτό υπήρξε μια ομαλή μετάβαση.

Έ.Λ.:

Πες μου για την Εθνική Ομάδα. Πώς κατέληξες σ’ αυτή; Πώς, δηλαδή, πήρες μεταγραφή στην ουσία για να πας να παίξεις εκεί πέρα;

Σ.Γ.:

Ξεκινήσαμε -όπως σας είπα- έπαιζα στον ΓΣ Λάρισας και κάθε φορά υπήρχε μια μικτή Λάρισας, η οποία στη Μικτή Λαρίσης υπήρχε ένας προπονητής, ο οποίος διάλεγε τους καλυτέρους από κάθε ομάδα, απ’ όλες τις ομάδες της Λάρισας. Εμένα επειδή είχε δει ότι ήμουνα και ψηλός και είχε δει κάποια πράγματα που του άρεσαν, μ’ είχε επιλέξει για τη μικτή Λάρισας.  Πήγαμε και στη μικτή Λάρισας 12-14 άτομα που ήμασταν, τα οποία κάναμε κάποια παιχνίδια. Στα παιχνίδια είδε ότι και εκεί πέρα ξεχώριζα, οπότε το επόμενο κομμάτι είναι η Μικτή Θεσσαλίας. Πήγαμε και παίξαμε μετά δύο άτομα που επιλεχθήκαμε απ’ την Μικτή Λάρισας να παίξουμε στη Μικτή Θεσσαλίας. Και τότε είχε γίνει ένα πρωτάθλημα Ενώσεων σε όλη την Ελλάδα και η Μικτή Θεσσαλίας η ΕΣΚΑΘ, η λεγόμενη ΕΣΚΑΘ, είχαμε βγει πρώτοι σε όλη την Ελλάδα. Οπότε, ξεχώρισα και από κει και ήταν λίγο πιο εύκολα να με πάρουν στην Εθνική Ομάδα, γιατί ήδη υπήρχανε… Μικτή Λάρισας είχα ξεχωρίσει, στην ομάδα στα παιχνίδια που παίζαμε ήδη είχα αρχίσει να ξεχωρίζω, μετά στη μικτή Θεσσαλίας που κάναμε παιχνίδια, πήγαμε στο πανελλήνιο, μας είδαν οι προπονητές εκεί πέρα, οπότε υπήρχε και από εκεί μια εικόνα των προπονητών που μπορούσε να δει την εξέλιξη των παικτών. Με αποκορύφωμα το καλοκαίρι να με καλέσουν στις Εθνικές… Στην Εθνική Ομάδα, Εθνική Παίδων, στην Αθήνα και να κάνουμε κάποιες προπονήσεις για να δουν… Ήμασταν 20 άτομα και απ’ αυτά τα 20 άτομα θα επιλέγαμε τα 12, τα οποία θα ήταν για να παίξουν στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Παίδων που θα γινόταν στη Λισαβόνα, στην Πορτογαλία.

Έ.Λ.:

Και επιλέχθηκες.

Σ.Γ.:

Ναι. Μετά από πολλή προπόνηση. Κατ’ αρχάς, και μόνο στο άκουσμα ότι θα μπορούσα αυτό που έκανα στο χωριό να λέω ότι «Είμαι ο Γκάλης», «Είμαι ο Γιαννάκης», ότι «Είμαι ο Φιλίππου» και τα άλλα παιδιά όπως έλεγε και το τραγούδι, θα μπορούσα εγώ να φορέσω αυτήν τη φανέλα.

Έ.Λ.:

Πώς ένιωσες, όταν φόρεσες-

Σ.Γ.:

Επιστέγασμα όλης της προσπάθειας που είχε γίνει απ’ το χωριό μέχρι να φτάσω στη στιγμή εκείνη για να μπορέσω να είμαι κομμάτι και μέρος αυτής της ομάδας. Υπερηφάνεια σίγουρα. Υπερηφάνεια πάρα πολλή. Υπερηφάνεια, γιατί αυτούς που είχα σαν πρότυπα, αυτούς τους παίκτες που είχα αγαπήσει τόσο πολύ και αγαπούσα στο ξεκίνημά μου, έφτασα σε σημείο να τους βλέπω στο ίδιο ξενοδοχείο που εγώ ήμουνα με την Εθνική Παίδων και αυτοί ήταν με την Εθνική Ανδρών και να τους βλέπω δίπλα μου να λέω: «Από ένα χωριουδάκι μικρό της Λάρισας, πώς έφτασες σιγά-σιγά με το πείσμα, με την αγάπη και με τη θέληση, με τη δύναμη της θέλησης», η οποία είχα τότε και έχω και τώρα στη ζωή μου. Γενικώς, το έχω υιοθετήσει και σε ό,τι και να κάνω στη ζωή μου, τα δίνω όλα έτσι ώστε είμαι καλά με τον εαυτό μου ότι προσπάθησα και να κάνω το καλύτερο που μπορούσα. Τότε τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά θα έλεγα, γιατί σε 2 χρόνια που ξεκινάς το μπάσκετ να παίζεις Εθνική Παίδων, δεν το φανταζόμουν ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα ότι θα γινόταν αυτό. Πηγαίνουμε στο ξενοδοχείο στη Γλυφάδα, γίνεται η επιλογή των παιχτών. Από 20 άτομα που ήμαστε σιγά-σιγά αρχίζουν και κόβονται κάποια παιδιά, το οποίο αυτό είναι ένα άσχημο κομμάτι, το οποίο το συναντάς και αυτό στον αθλητισμό και πρέπει να μπορείς να το διαχειριστείς. Όταν είσαι τα 20 άτομα που σε επιλέγουν και σιγά-σιγά αρχίζουν και σε κόβουν και αυτό χρειάζεται διαχείριση. Δεν τελειώνει το μπάσκετ εκεί πέρα. Πρέπει να συνεχίσεις να προσπαθείς, ώστε να μπορείς να καταφέρεις κάποια στιγμή να πας πιο ψηλά και τις αδυναμίες σου να τις βελτιώσεις, ώστε να φτάσεις και εσύ να μπορείς να είσαι μέλος μιας Εθνικής Ομάδας αργότερα. Μπορεί να είναι εφήβων, μπορεί να είναι ανδρών. Πολλοί παίκτες δεν παίξανε στην Εθνική Παίδων, δεν παίξανε στην Εθνική Εφήβων, αλλά μπόρεσαν και παίξανε κατευθείαν στην Εθνική Ανδρών, επειδή δεν τα παράτησαν πότε. Σημαντικό κομμάτι που κερδίζεις απ’ τον αθλητισμό. Και αφού έγινε… Φτάσαμε να είμαστε 12 άτομα είχαν μεσολαβήσει 2-3 τουρνουά, ένα στη Γαλλία, το οποίο ήταν και το πρώτο μου ταξίδι που έκανα με την Εθνική Ομάδα. Ένα ταξίδι που το θυμάμαι ακόμα και σήμερα. Και επειδή τότε… Θα σου αναφέρω κάτι, το οποίο είναι πολύ σημαντικό που το ζήσαμε σαν οικογένεια. Τότε ήμασταν… Οικονομικά δεν ήμασταν και τόσο καλά στην οικογένειά μας. Και κάθε φορά που πήγαινα σ’ ένα ταξίδι χρειαζόταν να έχεις και κάποια λεφτά μαζί σου για να μπορείς να περνάς. Τότε θυμάμαι ο πατέρας μου δούλευε για 2-3 βδομάδες 18 ώρες στο εργοστάσιο για να μπορέσει να πάρει υπερωρίες και η μητέρα μου για να μπορέσει να με δώσει εμένα τα λεφτά για να μπορέσω να πάω στο ταξίδι. Γι’ αυτό σας λέω ότι από ένα σημείο και μετά σίγουρα το κάνεις για τον εαυτό σου, αλλά το κάνεις και για ανθρώπους που σ’ έχουν στηρίξει στην πορεία σου. Δεν παίζεις μόνο για σένα πολλές φορές. Πολλές φορές έμπαινα στο παιχνίδι και έλεγα ότι: «Η μητέρα μου, ο πατέρας μου, οι άνθρωποι, η γυναίκα μου που ήταν δίπλα μου με στηρίξανε και ήταν δίπλα μου, θα παίξω και για αυτούς». Και τότε το κίνητρο είναι ακόμα μεγαλύτερο και σου δίνει μεγαλύτερη ώθηση στο να μπορέσεις να κάνεις πράγματα που ίσως και εσύ δεν περίμενες ότι μπορείς να τα κάνεις. Έτσι ήταν και αυτό, ότι η βοήθεια που μου δώσανε οι γονείς μου στο οικονομικά στο να μπορέσω να πάω να κάνω το ταξίδι εκεί πέρα και να… Για μένα να μη νιώθω σε σχέση με τα άλλα παιδιά ότι εγώ δεν έχω να αγοράσω εκείνο, ότι εγώ δεν έχω να πάρω κάτι που θα χρειαζόμουνα, με βοήθησε πάρα πολύ. Και το πρώτο ταξίδι που έκανα που ήταν στη Γαλλία στο Λε Μαν της Γαλλίας. Ήταν ένα μεσογειακό πρωτάθλημα και τότε είχα αρχίσει να ανεβαίνω πάρα πολύ μπασκετικά. Και θυμάμαι ειδικά σ’ ένα παιχνίδι είχα βάλει 39 πόντους σ’ ένα παιχνίδι και τελείωσε το παιχνίδι και δεν… Επειδή δεν μετρούσα ποτέ τι πόντους έβαζα κτλ., μου λέει: «Τι έκανες σήμερα! Έβαλες 39 πόντους;». Λέω: «Εγώ έβαλα 39 πόντους;». Επειδή ήμουν τόσο αφοσιωμένος και τόσο συγκεντρωμένος στο να παίξω καλά, στο να δώσω τα πάντα στην εθνική ομάδα, γιατί το θεωρούσα και το θεωρώ μεγάλη τιμή να παίζεις για το εθνόσημο. Και όταν έπαιζα στο μυαλό μου είχα τις θυσίες που κάνανε οι γονείς μου για να φτάσω εγώ να είμαι εκεί πέρα και είχα και την ευθύνη που έπρεπε να έχω απέναντι στην Εθνική Ελλάδος. Την ευθύνη που έπρεπε να έχω σ’ αυτούς τους ανθρώπους που αυτοί μπορέσανε και βάλανε το μπάσκετ στα σπίτια μας. Το θεωρούσα ευθύνη ότι έπρεπε και εγώ να δώσω το 100%, όταν παίζω για την Εθνική Ομάδα για να μπορέσω να κάνω και εγώ αυτό αργότερα για τα παιδιά τα υπόλοιπα που θα ερχόταν από πίσω. Οπότε, δεν καταλάβαινα, αν έβαζα 39 ή έβαζα 40 πόντους σε κάθε παιχνίδι, γιατί ήμουν τόσο αφοσιωμένος σε αυτό που έκανα και δινόμουνα ψυχή και σώμα, οπότε ερχότανε μόνο του. Όλα ερχόταν φυσιολογικά, επειδή ήμουνα συγκεντρωμένος σ’ αυτό που έκανα. Αδιαφορούσα το, αν θα είναι 20 ή 30 ή 40. Μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο έπαιζα σαν να μην υπήρχε αύριο. Τόσο πολύ έδινα και την ψυχή μου για το άθλημα.

Έ.Λ.:

Και αυτό ήταν το Μεσογειακό Πρωτάθλημα στην Γαλλία και μετά είχατε και το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη Λισαβόνα.

Σ.Γ.:

Το οποίο έγινε στη Λισαβόνα, ναι. Μεγάλη εμπειρία, πάρα πολύ μεγάλη εμπειρία. Εκείνο το διάστημα των 14 ημερών που ζήσαμε στη Λισαβόνα και στις άλλες πόλεις της Πορτογαλίας, έζησα μια πάρα πολύ σημαντική στιγμή στη ζωή μου την οποία τη θυμάμαι και δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν η [01:00:00]τρίτη θέση που πήραμε στην Ευρώπη. Η Εθνική Παίδων και εγώ θα ανέβαινα στο βάθρο και θα έπαιρνα το μετάλλιο της τρίτης θέσης στην Ευρώπη. Ήταν μια στιγμή η οποία μ’ έκανε και δάκρυσα. Ήταν μια στιγμή η οποία ήταν τόσο έντονη που έκλαιγα από χαρά και συνάμα χαμογελούσα, επειδή αυτό το πράγμα που κατάφερα δεν το καταλάβαινα εκείνη τη στιγμή τι είχαμε καταφέρει όλα τα παιδιά που ήμασταν… Που ανεβήκαμε στο βάθρο και μας φορούσαν το μετάλλιο. Εκείνη τη στιγμή δεν καταλαβαίναμε τι κάναμε. Το συνειδητοποιήσαμε μετά, όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα και μας περιμένανε στο αεροδρόμιο με ανθοδέσμες και με… Μετά συνειδητοποιήσαμε το μέγεθος της επιτυχίας που είχαμε κάνει όλοι σαν ομάδα. Αλλά πριν απ’ αυτό θα ήθελα να αναφέρω λίγο μια δυσκολία που συνάντησα πριν το Πανευρωπαϊκό. Παραμονή, πριν φύγουμε απ’ το αεροδρόμιο τελευταία προπόνηση, γίνεται μία φάση και πώς πέφτω στο χέρι, χτυπάω στον καρπό και παθαίνω μια θλάση στο μετακάρπιο. Πηγαίνω, όμως, στην αποστολή κανονικά, επειδή ήμουν απ’ τους καλύτερες παίκτες της ομάδος και ήμουν βασικός παίκτης, βασικός συντελεστής όλης της επιτυχίας της Εθνικής Ομάδας. Μπαίνω στο αεροπλάνο, κανονικά πηγαίνω. Και έχουμε το πρώτο παιχνίδι, το οποίο είναι δύσκολο και πρέπει να παίξω. Λέω τον γιατρό: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, εγώ θέλω να παίξω». Μου κάνει μια ένεση στο μετακάρπιο, είχα πάρα πολύ πόνο. Έπαιξα στο πρώτο παιχνίδι, κερδίσαμε. Το οποίο ήταν και πάρα πολύ σημαντικό για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην επόμενη φάση. Ο δεύτερος αγώνας δεν ήταν τόσο σημαντικός όσο ήταν ο πρώτος, οπότε έπρεπε να παίξω οπωσδήποτε για να κερδίσουμε για να προχωρήσουμε. Για να ζήσουμε το όνειρο όλα τα παιδιά. Δύσκολη στιγμή, το οποίο την πέρασα και αυτήν… Ο τραυματισμός… Δηλαδή, αν συναντάς τραυματισμό, ειδικά μέσα από τόσο σημαντικά παιχνίδια, για τον αθλητή το πώς θα διαχειριστεί ένας αθλητής τον τραυματισμό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Θεωρώ ότι το διαχειρίστηκα πάρα πολύ καλά. Βέβαια, το κίνητρο ήταν πάρα πολύ μεγάλο, να μπορείς να παίζεις για την Εθνική Ομάδα. Και αυτό το ξεπεράσαμε και μπορέσαμε και φτάσαμε στην πηγή που ήταν και ο στόχος να πάρουμε ένα μετάλλιο. Βγήκαμε τρίτοι στην Ευρώπη και εμείς, οι προπονητές μας, οι γονείς μας, οι οικογένειές μας, όλοι στην Ελλάδα πανηγυρίσανε τότε, το 1995, η Εθνική Παίδων ανέβηκε στον βάθρο και κατέληξε να είναι στην τρίτη θέση της Ευρώπης. Ήταν πολύ σημαντικό για όλη την Ελλάδα αυτό, όχι μόνο για μας προσωπικά και τις οικογένειές μας, αλλά και για όλη την Ελλάδα. Γιατί είναι σημαντικό να μπορείς στις Εθνικές Ομάδες να τα δίνεις όλα, γιατί -όπως σας είπα και πριν- παίζεις όχι μόνο για σένα, παίζεις για όλη την Ελλάδα.

Έ.Λ.:

Θυμάσαι το κλίμα μέσα στο γήπεδο την ώρα της απονομής; Αρχικά, η απονομή γινόταν μέσα στο γήπεδο, έτσι δεν είναι;

Σ.Γ.:

Ναι.

Έ.Λ.:

Θυμάσαι το κλίμα, τι επικρατούσε εκείνη τη στιγμή;

Σ.Γ.:

Εκείνη τη στιγμή, επειδή ήμουνα και αρχηγός της ομάδος που θα έπαιρνε το πρώτο μετάλλιο, θα ήμουνα ο πρώτος που θα ανέβαινε στο βάθρο, εκείνη τη στιγμή είναι… Τα συναισθήματα ήταν τόσο έντονα που δεν μπορούσες εκείνη τη στιγμή να τα περιγράψεις. Τώρα, όμως, μετά από χρόνια που περάσανε και σκέφτομαι αυτήν τη στιγμή, θεωρώ ότι επειδή ζήσαμε στο να φτάσουμε σ’ εκείνη τη στιγμή όλα τα παιδιά και να βγάλουμε αυτά τα έντονα συναισθήματα, ήταν ένα επιστέγασμα όλων αυτών που περάσαμε πριν. Δηλαδή, κερδίσαμε παιχνίδια πάρα πολύ δύσκολα με ομάδες που υπήρχε αντιπαλότητα, όπως ήτανε η Τουρκία, με ομάδες δύσκολες, όπως ήταν τότε η Ισπανία που είχε την καλύτερη ομάδα απ’ όλους που το πήρε, όπως ήτανε η Κροατία. Παίξαμε πολύ δύσκολα παιχνίδια, οπότε ήμασταν τόσο συγκεντρωμένοι σε όλα και όταν φτάσαμε στο τέλος που η επιτυχία του μεταλλίου και όλο αυτό που ζούσαμε τότε, μας έβγαλε τόσο έντονα συναισθήματα, γιατί μας βγήκε όλη αυτή η κούραση, όλη αυτή η καταπόνηση, όλες αυτές τις μέρες, που δακρύσαμε πραγματικά όλα τα παιδιά. Και αμέσως μετά που βάλαμε το μετάλλιο και πιαστήκαμε όλοι, γίναμε μια αγκαλιά, το χαμόγελο δεν έφευγε απ’ τα χείλια μας. Όχι μόνο για εκείνη την ημέρα, όχι μόνο για τις ημέρες που γυρίζαμε στην Ελλάδα, αλλά το κουβαλούσαμε και πολλά χρόνια μαζί μας αυτό το πράγμα, γιατί ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία στο να μπορέσεις να βγεις τρίτος στην Ευρώπη. Τα συναισθήματα ήταν πάρα πολύ έντονα, η χαρά ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορείς να την περιγράψεις. Αυτό μπορώ να σε πω τώρα. Δεν μπορώ να περιγράψω τη στιγμή εκείνη. Τώρα μόνο που τη σκέφτομαι, μπορώ να περιγράψω ότι ήταν τόσο έντονη και, ας πούμε, τα δάκρυα και η χαρά ήταν πάρα πολύ μεγάλη.

Έ.Λ.:

Το γιορτάσατε μετά;

Σ.Γ.:

Το γιορτάσαμε. Και θυμάμαι είχαμε πάει σ’ ένα κλαμπ εκεί, είχαμε γίνει όλοι… Αυτό είχε ο αθλητισμός. Ότι πέρα απ’ το αν οι Ισπανοί βγήκαν πρώτοι, εμείς βγήκαμε τρίτοι, οι Κροάτες βγήκαν δεύτεροι, όλοι γίναμε μία οικογένεια. Και μαζευτήκαμε όλοι και πήγαμε και κάναμε το βράδυ, μετά το κλαμπ, πήγαμε και κάναμε μπάνιο στον Ατλαντικό στον ωκεανό που ήταν εκεί πέρα με το σορτσάκι. Δηλαδή, πετάξαμε τα ρούχα μας και μόνο με το σορτσάκι κάναμε τέτοιο. Όλοι, απ’ όλες τις ομάδες γίναμε ένα κουβάρι. Όλοι. Όχι μόνο οι Έλληνες, όχι μόνο οι Κροάτες, όχι μόνο οι Ισπανοί. Αυτό το πράγμα που συναντάς στον αθλητισμό είναι τόσο όμορφο που διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικές εθνικότητες, μπορούν να συνυπάρξουν και μπορούν να… Μέσα απ’ τον αθλητισμό να ζήσουν στιγμές έντονες.

Έ.Λ.:

Μετά, γυρίσατε και πόσο διήρκησε η πορεία σου στην Εθνική Ομάδα; Μέχρι να ’ρθει το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο πώς ακριβώς εξελίχθηκε-

Σ.Γ.:

Ναι.

Έ.Λ.:

Η πορεία;

Σ.Γ.:

Ναι. Τότε στην Εθνική Παίδων ήμασταν 15 χρόνων. Μετά, είχαμε και λίγο πριν και λίγο μετά την Εθνική Ομάδα είχαμε τότε τον ΓΣ Λάρισας, το οποίο πρωταγωνιστούσε στην Ελλάδα και είχαμε πάει σε 4 πανελλήνια πρωταθλήματα με αξιόλογη πορεία κάθε φορά. Εγώ τότε έπαιρνα πάρα πολλά βραβεία. Αναφορικά θα τα πω, καλύτερος σκόρερ, καλύτερη πεντάδα, MVP σ’ όλη την Ελλάδα, καλύτερος παίκτης σ’ όλη την Ελλάδα. Πάρα πολλά μετάλλια, πάρα πολλές διακρίσεις προσωπικές και ομαδικές. Και αμέσως μετά απ’ όλα αυτά, στο διάστημα αυτό γνώρισα, όπως σας είπα πριν, όπως σας είχα πει για τον Νίκο τον Χατζή, ο οποίος ήταν ο πρώτος άνθρωπος ο παιδαγωγός που γνώρισα στα πρώτα βήματά μου στο μπάσκετ, έτσι και τώρα, πριν την Εθνική Ομάδα ακριβώς και ήταν ένας άνθρωπος που με βοήθησε πάρα πολύ να βελτιωθώ μπασκετικά. Είχαν φέρει τότε από τη διοίκηση της Λάρισας έναν Σέρβο προπονητή στη Λάρισα τον Πρέντραγκ Μπανιάρεβιτς, ο οποίος ήταν ο δεύτερος άνθρωπος που με βοήθησε στην πορεία μου στο να αποκτήσω νοοτροπία στο πώς θα λειτουργώ και πώς θα σκέφτομαι σαν μπασκετμπολίστας. Άνθρωπος, ο οποίος ήταν πάρα πολύ σκληρός, πάρα πολύ δυνατός, γιατί έζησε και τον πόλεμο που είχανε στη Σερβία τότε και ήρθε εδώ πέρα στην Ελλάδα για ένα καλύτερο αύριο και αυτός. Αλλά μαζί με το καλύτερο αύριο το δικό του, είχα και εγώ ένα καλύτερο αύριο, γιατί με βοήθησε πάρα πολύ στο να μάθω να κάνω προπόνηση, όπως έπρεπε να κάνω, και πόσες ώρες θα έπρεπε να σπαταλώ. Τότε άρχισα να κάνω πολλές προπονήσεις που σας ανέφερα πριν, που έκανα 4 προπονήσεις την ημέρα. Γιατί τελείωνα το σχολείο… Πήγαινα έκανα προπόνηση το πρωί, τελείωνα το σχολείο. Απ’ το σχολείο μετά με περίμενε αυτός, με έκανε ατομική προπόνηση. Απ’ την ατομική προπόνηση πήγαινα στην ομάδα και απ’ την ομάδα πήγαινα σε άλλο τμήμα, οπότε έκανα 4 προπονήσεις και 5 την ημέρα. Ένας άνθρωπος ο Πρέντραγκ, ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ τότε στα Πανελλήνια που πηγαίναμε και ήταν ένας απ’ τους συντελεστές που φτάσαμε να πηγαίνουμε κάθε φορά, να είμαστε στις 4 καλύτερες ομάδες και 5 καλύτερες ομάδες της Ελλάδος. Δύο χρονιές στο παιδικό και δύο χρονιές στο εφηβικό που φτάναμε στο Πανελλήνιο. Και μετά τη δεύτερη χρονιά στο παιδικό που είχα φτάσει να γίνω… Έγινα 16 χρονών. Εκεί ήρθε το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο με την ομάδα τότε που έπαιζε στην Α1, τον ΓΣ Λάρισας. Και η μετάβασή μου απ’ το παιδικό και το εφηβικό στο ανδρικό ήταν ένα κομμάτι και αυτό ήταν δύσκολο. Και θυμάμαι τότε τον Νίκο το Χατζή, τον πρώτο άνθρωπο που σας είπα που γνώρισα ότι ήταν παιδαγωγός, μου είχε πει μία πρόταση την οποία τη θυμάμαι ακόμα και σήμερα. Μου λέει: «Σωτηράκη, αυτήν τη στιγμή σταματάει ο δρόμος που είναι στρωμένος με λουλούδια και ξεκινάει ο δρόμος που είναι στρωμένος με αγκάθια. Θα πρέπει μέσα απ’ τα αγκάθια να βρεις τα λουλούδια και πάλι». Και το θυμάμαι ακόμα και σήμερα και έλεγα: «Τι μου λέει τώρα ο προπονητής;». Όμως, επειδή ξεκίνησα το μπάσκετ και επειδή ο ανταγωνισμός ήταν πάρα πολύ μεγάλος και τα λεφτά ήτανε αρκετά, τα οποία παίρνανε… Οι αμοιβές των καλαθοσφαιριστών τότε ήταν υψηλές. Το μπάσκετ είχε [01:10:00]ανοδική πορεία. Το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν το καλύτερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη εκείνο το διάστημα που ξεκίνησα εγώ να παίζω επαγγελματικά. Έτσι και υπήρχαν και πολλές τρικλοποδιές ή τα αγκάθια που μου ανέφερε ο προπονητής, είτε από συμπαίκτες είτε από ανθρώπους, οι οποίοι ήταν γύρω απ’ τον χώρο, όπως ήτανε οι μάνατζερ κτλ. που θέλανε κι αυτοί να πάρουν κομμάτι απ’ την πίτα των χρημάτων που υπήρχαν τότε στον αθλητισμό. Οπότε, όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα για μένα και έπρεπε να μάθω να τα διαχειρίζομαι. Και επειδή ήμουνα ταλέντο μεγάλο τότε, με πλησιάζανε πάρα πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Ειδικά οι μάνατζερ κάνανε ουρά ποιος θα με εκπροσωπήσει για να μπορέσουν να πάρουν τα δικαιώματά μου για να… Ώστε, αν θα πάρω εγώ μεταγραφή, να μπορέσει αργότερα να βγάλει κι αυτός λεφτά. Οπότε, ένα  σημαντικό κομμάτι ήταν αυτό, οι άνθρωποι που σε επηρεάζανε που ήταν κοντά στον χώρο. Και ένα άλλο κομμάτι, το οποίο ήταν και αυτό σημαντικό ήτανε, επειδή προσπαθείς να έχεις μια ανοδική πορεία, υπήρχαν άνθρωποι που σου λέγανε σ’ αυτήν την ηλικία που είσαι, αν μπορείς να πάρεις αυτά τα χάπια, να φτάσεις ψηλά. Είναι το λεγόμενο ντόπινγκ που υπάρχει και δυστυχώς υπάρχουν άνθρωποι που σε πολύ νεαρές ηλικίες, επειδή τα παιδιά θέλουν να εξελιχθούνε, ψάχνουν τη δόξα, ψάχνουν το χρήμα, έρχονται αυτοί οι επιτήδειοι, όπως τους λέω, και σου προσφέρουν τη Γη της Επαγγελίας, αλλά πρέπει να πάρεις το συγκεκριμένο χάπι που θα σε κάνει κακό στην υγεία σου. Οπότε, όταν έγινε και σε μένα αυτό και ήρθαν και μου προσφέρανε… Ο γυμναστής ή ο κάποιος που ήταν κοντά, δεν θέλω να αναφέρω ποιος, δεν μας ενδιαφέρει ποιος, αυτός ο επιτήδειος -λέω- που μου είπε ότι «Πρέπει να πάρεις αυτό το χάπι για να παίξεις μπάσκετ και να φτάσεις ψηλά». Λέω εγώ: «Τι γίνεται εδώ πέρα; Εγώ αλλιώς τον ήξερα τον αθλητισμό». Ήμουνα τυχερός ότι ο πατέρας μου ήταν δίπλα μου συνέχεια, σε όλα αυτά τα κόμματα και αυτό είναι μια προτροπή προς όλους τους γονείς να είναι κοντά στα παιδιά τους και να μπορούν να προλαβαίνουν τέτοιες καταστάσεις, γιατί αν δεν ήταν ο πατέρας μου, εγώ δεν ξέρεις πώς θα αντιδρούσα. Μπορεί και να ήμουνα ώριμος και να έλεγα: «Όχι, δεν το θέλω, επειδή κάνει κακό στην υγεία μου». Όμως μπορεί και να μην το έλεγα αυτό και να έλεγα: «Όχι, φερ’ το αφού είναι να πάρω πολλά λεφτά, αφού είναι να φτάσω ψηλά, να το πάρω».

Έ.Λ.:

Περιέγραψέ μου λίγο τη στιγμή που στο πρόσφεραν αυτό και πώς ακριβώς αντέδρασες εσύ σε κάτι τέτοιο-

Σ.Γ.:

Πώς αντέδρασα εγώ; Ναι. Αυτό έγινε μια πρωινή προπόνηση που είχαμε βάρη τότε. Έκανα μία άσκηση εγώ και έβγαλα κάποια συγκεκριμένα κιλά και με πιάνει μετά γυμναστής και μου λέει: «Πρέπει σιγά-σιγά να ανεβάσουμε τα κιλά». Ξεκινώντας έτσι έφτασε εκεί που ήθελε. «Πρέπει να ανεβάσουμε τα κιλά. Πρέπει σιγά-σιγά να αρχίσεις να ανεβάσουμε λίγο τη δύναμη και μπορεί να μη φτάνει η προπόνηση που κάνουμε, μπορεί να χρειαστεί να παίρνεις και τίποτα σκευάσματα. Και έχω εγώ κάτι καλό που μπορώ να σου προτείνω». Και μου τ’ αφήνει εκεί. Σε μια άλλη προπόνηση πάλι, μου το ξαναπιάνει πάλι και λέει: «Να σε πω, θα σου δώσω κάτι που είναι πολύ καλό. Πρέπει να το πάρεις. Το παίρνουν όλοι οι αθλητές για να μπορείς να ξεχωρίσεις». Και λέω εγώ, ρωτάω: «Είναι νόμιμο;». Και μου λέει: «Νόμιμο δεν είναι τόσο πολύ» και μου τα μασούσε και μου ’λεγε πράγματα που δεν τα ενστερνιζόμουν. Οπότε, κατάλαβα ότι ήταν κάτι, το οποίο ήταν παράνομο και του απαντάω και του λέω: «Δώσε μου αυτό που θες να μου δώσεις. Επειδή είμαι ανήλικος, είμαι 16 χρονών, δώσε μου αυτό, θα το δώσω στον πατέρα μου και να το συζητήσουμε και θα σας απαντήσω». «Όχι, δεν μπορώ να στο δώσω. Πρέπει να με εμπιστευτείς». Και λέω: «Κοίταξε να δεις», τον λέω, επειδή ήμουνα ώριμος στην ομιλία τότε κι αυτό παίζει ρόλο το ότι καθόμουνα 2,5 και 3 ώρες τα βράδια και συζητούσα με τον πατέρα μου πάρα πολλές φορές. Κι αυτό με βοήθησε στο να είμαι ώριμος στη σκέψη και έτοιμος στην απάντηση σε περιπτώσεις τέτοιες.  Ήμουνα και εγώ ώριμος, αλλά είχα και τον πατέρα μου από δίπλα μου που με βοηθούσε σ’ αυτό, οπότε ήταν πολύ δύσκολο κάποιος να περάσει κάτι που ήθελε άσχημο σε μας. Και το λέω στον πατέρα μου: «Μπαμπά, το και το έγινε. Μου είπε αυτό. Δεν ξέρω. Πήγαινε πιασ’ τον και μίλησε μαζί του, τι ήθελε να μου δώσει». Δεν μου το έδωσε αυτός, γιατί φοβόταν. Πηγαίνει ο πατέρας μου, συζητάει μαζί του και απ’ τα λεγόμενα αργότερα, λέω: «Τι έγινε; Τι είπες;». Λέει: «Πήγα και τον είπα “Ξέρεις ότι το παιδί μου είναι ανήλικο;”». «Ναι». «Ωραία. Απ’ τη στιγμή που ξέρεις ότι το παιδί μου είναι ανήλικο ό,τι ήθελες, έρχεσαι και το λες σε μένα, δεν το λες το παιδί. Ξεκινάω από κει, απ’ τα βασικά». Λέει: «Όχι -λέει- δεν το είπα τίποτε. Είναι κάτι το οποίο θα σας το έλεγα και εσάς και είναι σημαντικό ότι το παιδί πρέπει να το πάρει για να μπορέσει να εξελιχθεί κτλ.». «Ωραία -λέει ο πατέρας μου-, τι είναι αυτό; Φερ’ το μου να το πάω στον δικό μου γιατρό να το δει και αν μου πει ότι είναι ok, να το πάρω. Αν όμως μου πει, ότι δεν είναι καλό για το παιδί και θα κάνει κακό στην υγεία, δεν το παίρνω». «Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό και πρέπει να με εμπιστευτείτε». Και λέει πατέρας μου: «Κοίταξε να δεις, αυτά καλό είναι να μην τα κάνεις πουθενά. Αλλά ειδικά εδώ πέρα σ’ εμάς δεν πρόκειται να περάσει. Και το παιδί μου θα φτάσει με την αξία του εκεί που είναι να φτάσει, χωρίς να πάρει τίποτα. Και χωρίς να έχει εξωγενείς παράγοντες που θα τον βοηθήσουν στο να αναρριχηθεί στον κόσμο του αθλητισμού. Θα φτάσει με την αξία του και με την ώθηση που του δίνει η αγάπη για το άθλημα και η δύναμη της θέλησης που έχει γι’ αυτό που αγαπάει. Τίποτα άλλο». Οπότε, ήταν ένα κομμάτι το οποίο ευτυχώς το περάσαμε πολύ γρήγορα και δεν το ξανά… Μου ξανά πρότειναν πάλι κι άλλη φορά τέτοιο, αλλά ήμουνα πλέον ώριμος εγώ να τους πω: «Όχι» απ’ εκείνη τη στιγμή και μετά.

Έ.Λ.:

Και ήταν ένα και από τα αγκάθια και τις τρικλοποδιές που είχε αναφέρει ο-

Σ.Γ.:

Ο Νίκος ο Χατζής, ναι.

Έ.Λ.:

Ναι

Σ.Γ.:

Ήταν ένα απ’ τα αγκάθια που ανέφερε, που αυτά μου το έλεγε τότε, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Αλλά όταν άρχισα να τα βλέπω ένα ένα, άρχισα να φέρνω στο μυαλό μου αυτά που μου ’λεγε. Οι μάνατζερ που σου προτείνανε να πας να παίξεις σ’ εκείνη την ομάδα, γιατί πρέπει να πάρουν αυτοί αυτά τα λεφτά. Οι άνθρωποι που είναι γύρω-γύρω και σου δίνουν τα φάρμακα να πάρεις για να αναρριχηθείς. Ο δημοσιογράφος που θα σε πάρει τηλέφωνο, επειδή αυτός θέλει να περάσει κάτι, να του δώσεις μια συνέντευξη και καλά ότι είναι για σένα, αλλά στην ουσία δεν είναι για σένα, είναι για κάτι άλλο που θέλει αυτός να περάσει στην… Τέτοιο. Οπότε, πρέπει να είσαι… Είσαι στη μέση -εγώ έτσι το φανταζόμουνα τότε- ήμουνα στη μέση και είχα γύρω μου ανθρώπους, σαν ένας κύκλος οι οποίοι απ’ αυτούς τους ανθρώπους έπρεπε να υψώσω ένα τείχος και να προφυλάσσομαι ανά πάσα στιγμή, γιατί αυτοί οι άνθρωποι λειτουργούσαν με τέτοιο τρόπο που δεν το περίμενες αυτό που θα σου πούνε ή αυτό που θα γράψουν. Οπότε, στους δημοσιογράφους πρόσεχα τι έλεγα κατά λέξη. Δεν έλεγα κάτι το οποίο θα γυρίσει μπούμερανγκ σε μένα ή θα γυρίσει μπούμερανγκ στην ομάδα ή στον προπονητή ή σε κάποιο συμπαίκτη μου. Σ’ αυτούς που θέλανε να δώσουν φάρμακα κτλ. τους το ξέκοβα και έλεγα: «Δεν παίρνω τίποτα. Γεια σας. Μην με ξαναπείς». Στους ανθρώπους που θέλανε να στήσεις π.χ. ένα παιχνίδι, τους έλεγα: «Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, δεν κάνω τέτοια πράγματα. Μακριά από μένα». Που έχει γίνει και αυτό, επειδή το ανέφερε τώρα. Με είχαν πλησιάσει κάποια στιγμή για να στήσω ένα παιχνίδι και είπα: «Όχι, δεν κάνω τέτοια πράγματα. Θέλω να παίζω γι’ αυτό που αγαπάω, χωρίς να κάνω τέτοια πράγματα, ώστε να αδικήσω την ομάδα μου ή τους συμπαίκτες μου ή κάποιον άλλον». Οπότε, και αυτό υπήρξε μέσα. Ήταν και ένα απ’ τα αγκάθια ακόμα αυτό, το να μπορέσουν κάποιοι άνθρωποι να βγάλουν λεφτά μέσα απ’ τον αθλητισμό ή να βοηθήσουν την ομάδα τους σ’ αυτό, στο να δώσουν κάποιους άλλους λεφτά για να στήσουν ένα παιχνίδι.  Δεν θα έμπαινα ποτέ σ’ αυτήν τη διαδικασία, γιατί οι αρχές και οι αξίες που έχω απ’ την οικογένειά μου δεν μου το επέτρεπαν αυτό.

Έ.Λ.:

Σε ποια ηλικία ήσουν τότε και σε ποια ομάδα έπαιζες, όταν σου ζήτησαν να στήσεις ένα παιχνίδι;

Σ.Γ.:

Την ομάδα δεν την αναφέρω, γιατί δεν είναι καλό-

Έ.Λ.:

Ναι.

Σ.Γ.:

Αλλά η ηλικία ήταν 22 στα 23.

Έ.Λ.:

Ναι.

Σ.Γ.:

Και έπαιζα στην Α1 Εθνική. Και η ομάδα που ήθελε να τέτοιο ήταν μια ομάδα που ήθελε να σωθεί. Κι αν κέρδιζε εμάς, θα σωνότανε. Αν έχανε, θα έπεφτε κατηγορία.

Έ.Λ.:

Οπότε, το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο ήτανε στην Α1. Να πάμε εκεί πέρα. Ποια ήταν τα συναισθήματά σου, όταν έμπαινες έτσι επαγγελματικά πλέον; Είπαμε για τα αγκάθια, είπαμε για τις συμβουλές που σου δώσανε. Τα δικά σου συναισθήματα; Έμπαινες πλέον-

Σ.Γ.:

Ναι.

Έ.Λ.:

Επαγγελματικά στον χώρο.

Σ.Γ.:

Τα συναισθήματα ήταν πάρα πολύ έντονα. Τα πρώτα παιχνίδια που έπαιξα με την ομάδα τον ΓΣ Λάρισας στην Α1 για μένα ήταν πρωτόγνωρα και προσπαθούσα να καταλάβω πώς πρέπει να παίζω. Συζητούσα πάρα πολύ με τον προπονητή μου… Με τους προπονητές που είχα σ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας μου στην ομάδα τη συγκεκριμένη. Πώς θα μπορέσω να παίξω με αυτούς τους ανθρώπους τους οποίους εγώ τους είχα πρότυπο, όπως ήταν ο Μπάνε Πρέλεβιτς, όπως ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης, τον πρόλαβα μία χρονιά. Όπως ήταν ο Φάνης ο Χριστοδούλου, όπως ήταν ο Φασούλας. Αυτούς τους ανθρώπους εγώ τους είχα στο χωριό φανταστικούς συμπαίκτες και έλεγα ότι «Εγώ είμαι ο Φασούλας», «Εγώ είμαι ο Γκάλης», «Εγώ είμαι ο Γιαννάκης». Και μ’ αυτούς τους ανθρώπους τώρα έπαιζα αντίπαλος. Η διαχείριση ήτανε πολύ σημαντική στο να μπορέσω εγώ να αφήσω λίγο αυτό στην άκρη και να δίνουν το 100% ώστε να μπορέσω να παίζω με αυτούς τους ανθρώπους που εγώ τους αγαπούσα και ήταν αυτοί που μου μάθανε το άθλημα. Έτσι, μέσα απ’ αυτούς έμαθα το άθλημα και γνώρισα το άθλημα. Οπότε, προσπαθούσα να είμαι συγκεντρωμένος σ’ αυτό που κάνω, να είμαι συγκεντρωμένος κατά τη διάρκεια του αγώνα –για 40 λεπτά που ήταν ο αγώνας– να είμαι [01:20:00]κοντά στους συμπαίκτες μου, να είμαι κοντά στους προπονητές μου, ώστε να κυλήσει λίγο πιο ομαλά αυτό. Σίγουρα η περηφάνια ήταν και για τους ανθρώπους που… Για την οικογένειά μου, το έβλεπα κιόλας στους ανθρώπους που ήταν δίπλα μου συνέχεια και με στηρίζανε σ’ αυτό που έκανα. Κάθε φορά που ερχόταν να με βλέπουν στον αγώνα καμάρωναν που ο γιος απ’ ένα χωριό μικρό, έφτασε να παίζει στο καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης. Και με αθλητές που τους βλέπαμε μόνο στην τηλεόραση, τους βλέπαμε. Τώρα έπαιζα εγώ αντίπαλος μ’ αυτούς. Οπότε, ήτανε ηθική ικανοποίηση και η δική μου προσωπικά σαν Σωτήρης, αλλά και ηθική ικανοποίηση και αυτό… Η ευθύνη σε εισαγωγικά που είχα για τους ανθρώπους της οικογένειάς μου που κάνανε πράγματα για μένα για να με στηρίξουν. Άρχισα σιγά-σιγά να νιώθω και εγώ καλά που… «Να έφτασα και παίζω σε υψηλό επίπεδο και οι γονείς μου το βλέπουν αυτό ότι ο κόπος και αυτό που κάνανε και η απόφαση που πήραν για να ’ρθουμε στη Λάρισα δεν πήγε στράφι και έπιασε τόπο».

Έ.Λ.:

Και πώς εξελίχθηκε μετά η καριέρα σου;

Σ.Γ.:

Μετά, η καριέρα μου εξελίχθηκε -θα πω- αρκετά καλά. Κάθε χρονιά είχα προτάσεις από 9, 10 ομάδες της Α1. Συνέχιζα να παίζω στις Εθνικές Ομάδες, είχα παίξει στην Εθνική Εφήβων. Μετά την Εθνική Παίδων είχα παίξει Εθνική Εφήβων, Εθνική Ελπίδων, Β’ Ανδρών. Μόνο στην πρώτη, στην Εθνική Ανδρών δεν κατάφερα να παίξω. Συμμετείχα σε παγκόσμια πρωταθλήματα με τα πανεπιστήμια, Universiada, το οποίο είχε γίνει στην Κίνα, στη Σμύρνη και στη Μαγιόρκα. 3 παγκόσμια πρωταθλήματα συμμετείχα. Γνώρισα κουλτούρες άλλων ανθρώπων, όπως ήταν εκεί στο παγκόσμιο, ας πούμε, στην Κίνα, από Αφρική που ήταν άτομα. Γνωρίσαμε ανθρώπους με άλλες κουλτούρες. Ταξιδέψαμε πάρα πολύ, γνωρίσαμε καινούργια μέρη. Ένα πράγμα που μου προσέφερε ο αθλητισμός ήταν και αυτό. Μετά, φτάσαμε σ’ ένα σημείο, σ’ ένα κομμάτι το οποίο ήταν μια καμπή λίγο στην καριέρα μου που έγινε ένα περιστατικό. Είχα προτάσεις απ’ όλες τις ομάδες. Φτάσαμε να καταλήξουμε σε μία ομάδα στον ΠΑΟΚ, ο οποίος μ’ είχε κάνει μια πρόταση για τα δεδομένα εκείνης της εποχής πάρα πολύ μεγάλη. Έδινε τότε 60 εκατομμύρια για να μπορέσει η ομάδα να με αφήσει ελεύθερο για να πάω να παίξω εκεί πέρα. Η ομάδα είχε συμφωνήσει αρχικά στο ποσό. Εγώ είχα νιώσει περηφάνια, γιατί θα έπαιζα στην ομάδα της καρδιάς μου, γιατί υποστήριζα και τον ΠΑΟΚ και πριν έρθει αυτή η πρόταση. Μ’ είχαν ανακοινώσει στο αθλητικό ημίωρο -θυμάμαι τώρα- στο ΕΡΤ3 στην τηλεόραση. Οι γονείς, οι συγγενείς παίρνανε τηλέφωνα, δίνανε συγχαρητήρια: «Μπράβο στο παιδί που πήρε μεταγραφή στον ΠΑΟΚ κτλ.». Και κάποια στιγμή ο μάνατζερ με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Σωτήρη έρχομαι στη Λάρισα για να υπογράψουμε τα συμβόλαια για να πας να παίξεις στον ΠΑΟΚ». Ερχόμενος εδώ πέρα, συναντιόμαστε σ’ ένα μέρος στη Λάρισα. Έρχεται και ο πρόεδρος τότε της ομάδας του ΓΣ Λάρισας στη Λάρισα και λέει, ενώ είμαστε έτοιμοι να υπογράψουμε, να δώσουμε τα χέρια, λέει: «Παιδιά, εγώ δεν είμαι ευχαριστημένος με τα λεφτά που με δώσατε. Εγώ θέλω 100 εκατομμύρια για να αφήσω τον Γκιουλέκα». Τον βλέπουμε όλοι, εγώ έχω σαστίσει, ο πατέρας μου και αυτοί απ’ την ομάδα του ΠΑΟΚ που έχουν έρθει να υπογράψουμε έχουμε μείνει έτσι,  κάγκελο. Και τα συναισθήματα είναι συναισθήματα οργής εκείνη τη στιγμή, συναισθήματα… Λες: «Τι θα γίνει τώρα; Μ’ έχουν ανακοινώσει παντού. Εγώ θα πάω, έλεγα, θα πάω στον ΠΑΟΚ, τώρα όλο το όνειρό μου που θα γινόταν πραγματικότητα να παίξω σ’ εκείνη την ομάδα αρχίζει να φεύγει σιγά-σιγά κάτω απ’ τα πόδια μου». Μετά, φεύγουμε απ’ τη συνάντηση, γυρίζω στο σπίτι και αρχίζω να λέω ότι «Θέλω να κόψω το μπάσκετ και τι είναι αυτό που έγινε». Εκεί ο πατέρας μου μού έδωσε δύναμη και η μητέρα μου και μου λέει ότι: «Μην ανησυχείς που δεν έγινε η μεταγραφή και που χάλασε. Ό,τι είναι να σου δώσει ο Θεός θα στο δώσει. Μπορεί είναι να μην ήταν τώρα, θα είναι αργότερα». Και όπως έτσι και έγινε. Θα σας πω παρακάτω πώς έγινε και αυτό που είπε ο πατέρας μου στην πορεία βγήκε αληθινό. Βέβαια, εκείνη η στιγμή ήταν πάρα πολύ άσχημη για μένα. Ήταν μια στιγμή απ’ τα αγκάθια που έλεγε ο συγχωρεμένος ο Νίκος ο Χατζής. Κινδύνεψα να θέλω να σταματήσω το μπάσκετ. Για μία μέρα δεν μιλούσα σε κανέναν. Την μπάλα δεν ήθελα να την ακουμπήσω που ήταν η αγάπη μου και την κουβαλούσα παντού μαζί. Μέχρι και κάτω απ’ το κρεβάτι την είχα για να μπορώ να την ακουμπάω το βράδυ πριν κοιμηθώ. Δεν ήθελα να παίξω μπάσκετ. Δήλωνα μια άρνηση. Γιατί; Γιατί ένας άνθρωπος αποφάσισε ότι η απληστία του δεν είχε όριο. Εκεί που ήταν να πάρει 60 εκατομμύρια που θα μένανε λεφτά και για την ομάδα, θα έπαιρνε λεφτά και αυτός, η απληστία του χάλασε ένα όνειρο ενός παιδιού, ένα όνειρο μιας ζωής που είχα εγώ. Η απληστία του έφτασε μια ομάδα να μη θέλει μετά τα επόμενα χρόνια να με πάρει στην ομάδα, γιατί φοβόταν τον πρόεδρο αυτόν, ότι τι θα ζητούσε και τα επόμενα χρόνια. Με αποτέλεσμα να περάσει η χρονιά εκείνη. Με αποτέλεσμα ένας προπονητής που και αυτός ήθελε μερίδιο απ’ την πίτα της μεταγραφής και αυτός συντέλεσε στο να χαλάσει η μεταγραφή, γιατί και αυτός ήθελε να του δώσω λεφτά που θα πήγαινα σε εκείνη την ομάδα. Ενώ δεν είχα καμία δουλειά να δώσω. Ό,τι πέτυχα το πέτυχα απ’ τη δουλειά που έβαζα. Σίγουρα με βοηθήσανε οι προπονητές μου, αλλά αυτή ήταν και η δουλειά τους. Να βοηθάνε τους αθλητές να πηγαίνουν προς τα πάνω. Δεν τους βοηθάς με αντίκρισμα λεφτά. Βοηθάς με ανιδιοτέλεια. Βοηθάς κάποια παιδιά να προχωρήσουν τη ζωή τους, όπως σε βοήθησαν και σένα να παίξεις και να γίνεις προπονητής κάποιοι άλλοι. Εγώ αυτό είχα στο μυαλό μου σαν άνθρωπος και αυτό έκανα μετά που έγινα προπονητής. Προσπαθούσα να βοηθήσω τα παιδιά με ανιδιοτέλεια. Πέρασαν τα χρόνια, ερχόταν προτάσεις και τα επόμενα χρόνια, αλλά δεν μπορούσα να φύγω, γιατί δεν με άφηνε αυτός να φύγω, ο συγκεκριμένος πρόεδρος. Ζητούσε πολλά λεφτά ή δεν ήθελε να πάω στη συγκεκριμένη ομάδα. Πάλι προέκυψε πάλι μια πρόταση απ’ τον Ολυμπιακό, αλλά και εκείνη τη φορά στάθηκα σε εισαγωγικά άτυχος, γιατί έσπασα το χέρι μου, έμεινα 2 μήνες… Έσπασα το χέρι στο μετακάρπιο και έμεινα 2 μήνες χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι. Οπότε, πήραν έναν άλλο παίκτη στη θέση μου και δεν πήγα και εγώ εκεί πέρα. Αυτός βέβαια πήρε τα λεφτά που ήθελε να πάρει, ο πρόεδρος, αλλά τα πήρε από άλλο παίκτη. Όχι από μένα. Μετά, συνάντησα εκείνα τα χρόνια και ένα άλλο πράγμα, το οποίο δεν μου άρεσε και θεωρώ ότι έχει να κάνει με θέματα πεποίθησης πολιτικής. Πηγαίναμε να πληρωθούμε στην τράπεζα. Ήμασταν 12 άτομα. Πλήρωνε τους 11 και εμένα με άφηνε απλήρωτο. Και ξέρετε πώς είναι το συναίσθημα του παιδιού που πάει στην τράπεζα με τον συμπαίκτη του και βλέπει τον συμπαίκτη του ότι έχουν μπει τα λεφτά και πήγαινες, βάζεις εσύ την κάρτα και βλέπεις εσύ μηδέν μέσα. Και λες: «Γιατί εμένα δεν με έβαλε και τον άλλον τον έβαλε;». Οπότε, ήταν άσχημο αυτό, αλλά δυστυχώς η επιρροή της πολιτικής υπάρχει και στον αθλητισμό. Και είναι άσχημα που το λέω, αλλά εγώ το έζησα, το έζησα πάρα πολύ έντονα και με αποτέλεσμα να θέλω να φύγω απ’ αυτήν την ομάδα, ενώ ήταν η πρώτη ομάδα που ξεκίνησα. Να θέλω να φύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Και όπως και έτσι έγινε. Τελείωσε το συμβόλαιό μου μετά από 5 χρόνια και έφυγα και πήγα στην ομάδα, της Λάρισας πάλι, στην Ολύμπια, η οποία ήταν μία κατηγορία πιο κάτω, στην Α2 Εθνική, και μπορέσαμε και ανεβήκαμε κατηγορία και την πήγαμε και αυτήν την ομάδα στην Α1. Οπότε, για εμένα ήταν μια ηθική ικανοποίηση ότι πήγα στην άλλη ομάδα της Λάρισας και καταφέραμε μαζί με τους συμπαίκτες μου και τη διοίκηση να φτάσουμε την ομάδα στην Α1. Έπαιξα μία χρονιά εκεί στην Α1 και μετά ξεκίνησε το ταξίδι για το εξωτερικό.

Έ.Λ.:

Πριν πάμε λίγο στο ταξίδι για το εξωτερικό, πώς ακριβώς οι πολιτικές πεποιθήσεις επηρέασαν τη δικιά σου πληρωμή, στην ουσία, και δεν σου βάζανε τα χρήματα;

Σ.Γ.:

Πώς επηρεάσανε. Επειδή οι πιο πολλοί στην ομάδα που βρισκόμουν, που ήτανε συμπαίκτες μου, είχαν τις ίδιες πεποιθήσεις με τον πρόεδρο και οι 11 και μόνο ένας είχε διαφορετικές πεποιθήσεις. Εγώ. Οπότε, το θεώρησα φυσιολογικό και απ’ τα λεγόμενα που είχα ακούσει, που είχαν ειπωθεί απ’ τον συγκεκριμένο πρόεδρο σε κάποιους άλλους ανθρώπους που μας τα λέγανε: «Επειδή εσύ είσαι απ’ αυτό το κομμάτι της πολιτικής, εμείς είμαστε από… Εγώ είμαι από δω πέρα και θα σε κάνω πόλεμο». Δηλαδή είχαμε και τέτοια πράγματα. Το θεώρησα φυσιολογικό ότι, όταν πλήρωσες τους 11 που είναι από την ίδια-

Έ.Λ.:

Ναι.

Σ.Γ.:

Απ’ το ίδιο κόμμα με σένα και δεν πληρώνεις τον άλλον, λογικό δεν είναι; Τι θα σκεφτείς; Ότι λογικό είναι ότι είναι πολιτική πεποίθηση. Δεν είναι ότι δεν σε πάω σαν άνθρωπο. Όταν πληρώνεις τους 11. Θα μπορούσες να πληρώνεις τους 7 και να μην πλήρωνες τους 5 που δεν τους πήγαινες. Όταν όμως δεν πληρώνεις μόνο τον ένα και πληρώνεις όλους τους υπόλοιπους, λογικό είναι να καταλάβεις ότι προκύπτει από εκεί πέρα.

Έ.Λ.:

Κατάλαβα, ναι.

Σ.Γ.:

Και είναι [01:30:00]άσχημο, γιατί έχω δει και άλλους ανθρώπους συμπαίκτες μου που το ’χουν ζήσει αυτό το πράγμα. Π.χ. ο προπονητής, επειδή ήταν διαφορετικής πεποίθησης, δεν τους έβαζε να παίξουν πολύ, επειδή ήταν έτσι. Δηλαδή, είναι άσχημο ένα πράγμα, το οποίο είναι επάγγελμα λειτούργημα σε εισαγωγικά, γιατί όταν ασχολείσαι με παιδιά, είναι λειτούργημα, δεν είναι επάγγελμα μόνο. Εγώ έτσι το θεωρώ. Πρέπει όλα αυτά να τα βάζεις στην άκρη και να ασχολείσαι μόνο με το πώς θα βελτιώσω έναν αθλητή σαν αθλητή και σαν άνθρωπο. Και να μη σε επηρεάζουν όλα αυτά που υπάρχουν γύρω. Ο καθένας πιστεύει, έχει μια ιδεολογία και πιστεύει εκεί που θέλει αυτός. Από εκεί και πέρα, αυτό δεν πρέπει να επηρεάζει την εξέλιξή του σαν άνθρωπος ή σαν αθλητής. Κι όμως, υπήρχαν περιστατικά που συνέβησαν και συμβαίνουν ακόμη στον αθλητισμό που η πολιτική, δυστυχώς, έχει μπει μέσα στον αθλητισμό. Και είναι άσχημο για μένα.

Έ.Λ.:

Και ανέφερες ότι ξεκίνησε το ταξίδι σου στο εξωτερικό; Πώς ακριβώς έγινε αυτό;

Σ.Γ.:

Τότε επειδή είχα παίξει και στη μία ομάδα της Λάρισας 5 χρόνια και άλλα 2 στην άλλη ομάδα της Λάρισας, δεν είχα φύγει απ’ τη Λάρισα ποτέ να πάω να παίξω σε μια άλλη ομάδα. Tο ήθελα σαν να… Το έβλεπα σαν κάτι, το οποίο ήθελα να το ζήσω. Το έβλεπα σαν ένα κίνητρο το να πάω να φύγω απ’ τη Λάρισα και να πάω να παίξω σε μια άλλη πόλη. Δεν ξέρω, αν θα ήταν στο εξωτερικό ή αν θα ήταν σε άλλη πόλη της Ελλάδας, αλλά ήθελα να φύγω απ’ τη Λάρισα γενικώς. Να πάω να δοκιμάσω να ζήσω μόνος μου, να δω πράγματα, να δω άλλους ανθρώπους, να δω… Και τότε είχα έναν φίλο, ο οποίος –εντελώς τυχαία, δεν ήταν καν στον χώρο, ήταν απ’ τον χώρο του ποδοσφαίρου αυτός– και του λέω ότι: «Θέλω να φύγω από τη Λάρισα. Έχω παίξει και στις 2 ομάδες. Έχω προσφέρει στη Λάρισα τα μέγιστα, θεωρώ, και στη μία ομάδα και στην άλλη. Θέλω να φύγω, να πάω να παίξω σε κάποια άλλη ομάδα. Δεν ξέρω πού θα είναι, αλλά θέλω να είναι εκτός Λάρισας». Και μου λέει: «Έχω έναν φίλο που είναι στη Θεσσαλονίκη που είναι στο ποδόσφαιρο». Του λέω: «Ρε φίλε, μπάσκετ παίζω, δεν παίζω ποδόσφαιρο». «Ναι -με λέει-, αλλά έχει αυτός έναν φίλο που είναι στη Γερμανία που μπορεί να του στείλει ένα DVD να σε δει» κτλ. «Καλά», του λέω. Δεν έτρεφα αυταπάτες, ότι θα γινόταν κάτι, αλλά του έδωσα ένα DVD απ’ τα παιχνίδια τα δικά μου να το στείλει εκεί πέρα κτλ. Μου λέει: «Σε 5 μέρες θα σου έχω απάντηση». «Καλά -λέω εγώ- ας μου έχεις σε 5 μέρες». Εγώ το πήρα στην πλάκα, να σου πω την αλήθεια. Δεν το πίστευα ότι θα γίνει κάτι. Μετά από 5 μέρες χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι, το θυμάμαι σαν σήμερα. Καθόμαστε με τον πατέρα μου και τη μάνα μου, πίνουμε καφέ. Λέω: «Γεια σας, παρακαλώ». «Ναι, γεια σας είμαι ο τάδε από τη Θεσσαλονίκη. Σας πήρα εκ μέρους του φίλου σας του τέτοιου. Μου ’χει δώσει ένα DVD, το έστειλα στη Γερμανία σ’ έναν προπονητή μπάσκετ που είναι εκεί πέρα και έχω 4-5 προτάσεις». Εγώ παθαίνω σοκ. «Συγγνώμη -λέω- σίγουρα παίρνετε στο κατάλληλο νούμερο; Μήπως μπερδευτήκατε, παίρνετε κάπου αλλού;». «Όχι -μου λέει- ο Γκιουλέκας Σωτήρης δεν είστε;». Λέω: «Ναι, ο ίδιος». «Ναι -λέει- το και το. Δεν είχατε έδωσε ένα DVD;». Λέω: «Ναι, και με είδαν 5 ομάδες και τους άρεσα;». Και λέει: «Ναι, κατ’ αρχάς, είδαν ότι είστε διεθνής και ότι έχετε παίξει σε όλες τις Εθνικές Ομάδες, οπότε το βιογραφικό σας είναι πάρα πολύ καλό αυτό. Είδαν ότι πολύ νωρίς παίζατε στην Α1 Ελλάδος, οπότε και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Οπότε, σας έχω 5 προτάσεις. Να σας πω τα ονόματα;». Λέω: «Πείτε μου τα ονόματα». Μου ανέφερε Heidelberg η Χαϊδελβέργη -έτσι μου το έλεγε αυτός- Nuremberg, Νυρεμβέργη, Αμβούργο κι άλλες 4-5 κι άλλες  2-3 που δεν τις θυμάμαι να σας πω την αλήθεια όλες. Και λέω: «Πού να πάω; Πού είναι καλύτερο μέρος να πάω; Γιατί θέλω να το δοκιμάσω στο εξωτερικό. Βέβαια, θα το συζητήσω και με την οικογένειά μου και θα σας απαντήσουμε μετά». Μου λέει: «Κοίταξε, συζητήστε το. Αυτές οι προτάσεις είναι». Και μου αναφέρει, ας πούμε, για την κάθε ομάδα, μου αναφέρει πού είναι το μέρος, είναι στη Γερμανία νότια, είναι στη Γερμανία βόρεια, είναι έτσι, είναι στη Βαυαρία, είναι εδώ, είναι εκεί. Τέλος πάντων, παίρνω τα δεδομένα εγώ, κλείνω το τηλέφωνο και λέω: «Θα σε πάρω -λέω- θα το συζητήσω με την οικογένειά μου και…». Συζητάω με τον πατέρα μου και τη μάνα μου. Η μάνα μου αρχίζει να κλαίει: «Α! Το παιδί θα φύγει, θα πάει στην ξενιτιά. Και πότε θα σε ξαναδούμε;». Γιατί η μάνα μου στο μυαλό της είχε ότι όταν παλιά φεύγανε οι άνθρωποι για την ξενιτιά, γυρίζανε μετά από 25 χρόνια. Ενώ τώρα ήταν λίγο διαφορετική περίπτωση, γιατί εγώ θα έφευγα να πάω να παίξω για κάποιο διάστημα, κάποια χρόνια. Κάποια χρόνια… Δεν ήξερα πόσο θα ήταν. Να παίξω για κάποιο διάστημα και να γυρίσω κάποια στιγμή πίσω. Δεν είχα στο μυαλό μου να πάω να ζήσω στο εξωτερικό. Βέβαια, μου ’λεγε όμως ότι: «Φύγε, παιδί μου, από δω απ’ τη Λάρισα» και ο πατέρας μου και η μάνα μου. Το ίδιο μου είπαν και οι δύο. Βέβαια, ο πατέρας μου λίγο πιο διστακτικά, αλλά η μητέρα μου λίγο πιο εύκολα. Αν και έκλαιγε, μου το λέγε πιο εύκολα να φύγω. Ορμώμενος απ’ τα λεγόμενα των γονιών μου που στην ουσία μου λέγανε να φύγω απ’ τη Λάρισα –με τον τρόπο τους, βέβαια, ο καθένας το εξέφραζε με διαφορετικό τρόπο– μου λέγανε να φύγω. Μετά, η δίψα που είχα εγώ για να γνωρίσω καινούργια μέρη, η δίψα που είχα να ταξιδέψω, η δίψα που είχα να φύγω απ’ τη Λάρισα, συντέλεσαν στο να πάρω την απόφαση να πάω κάπου. Οπότε, λέμε: «Φεύγω. Μένει να δούμε πού θα πάω. Πώς θα το πάμε; Στην τύχη». Μου αναφέρει, βέβαια, αυτός ότι η Νυρεμβέργη προσπαθούσε… Ήταν στην Α2 κατηγορία Γερμανίας Μπούντεσλιγκα και προσπαθούσα 3-4 χρόνια να ανεβεί κατηγορία και δεν μπορούσε. Εγώ το ’πιασα σαν κίνητρο αυτό και λέω: «Εκεί θέλω να πάω που προσπαθούν να ανέβουν. Θα πάω εγώ και θα ανέβουν». Και όπως και έγινε. Ταξιδεύω με το αεροπλάνο, θυμάμαι την εικόνα. Είμαι πάνω απ’ τη Γερμανία, μαζί με τον προπονητή αυτόν απ’ τη Θεσσαλονίκη και βλέπω τα σπίτια. Κοιτάζω κάτω, φτάνουμε στη Γερμανία. Ανακοινώνεται σε λίγο φτάνουμε στο αεροδρόμιο του Μονάχου. Και βλέπω εγώ τα σπίτια πάνω, όλα ίδια. Λέω: «Τι γίνεται εδώ πέρα; Εγώ θα χαθώ». Φοβήθηκα προς στιγμή. Λέω: «Αυτά τα σπίτια όλα είναι ίδια, πού θα πάω εγώ; Θα χαθώ εδώ πέρα». Μου λέει ο άλλος: «Μην ανησυχείς. Έτσι είναι τα χωριά εδώ στη Γερμανία. Δεν χτίζει ο καθένας όπου θέλει. Υπάρχει μία αισθητική στα σπίτια, υπάρχει μία αισθητική στα χωριά και γι’ αυτό σου φαίνονται από δω πάνω έτσι όλα ίδια. Όταν πας κάτω -λέει- θα τα αναγνωρίζεις. Μην ανησυχείς, μην αγχώνεσαι». υντέλεσε και ένα γεγονός τότε, δύο μάλλον. Ένα γεγονός ήταν ότι είχα χάσει τη γιαγιά μου, μόλις την είχα χάσει. Και θυμάμαι την τελευταία φορά που έφυγα απ’ το χωριό. Κάθε φορά που έφευγα έκανε τον σταυρό της για να έχω καλή τύχη. Και την τελευταία φορά που έφυγα απ’ το χωριό και τη χαιρέτησα πριν φύγω για τη Γερμανία, μου λέει: «Άντε, παιδάκι μου. Εγώ δεν θα σε ξαναδώ». Και όντως δεν την ξαναείδα. Πηγαίνω, φτάνω στη Γερμανία. Πριν πάω στη Γερμανία έχω δημιουργήσει μια σχέση με έναν άνθρωπο ο οποίος μετέπειτα έγινε και άνθρωπος της ζωής μου. Δύσκολο και αυτό να φύγω και να την αφήσω πίσω. Πάρα πολύ δύσκολο και αυτό. Όμως είχα πάρει την απόφαση ότι ήθελα να φύγω απ’ τη Λάρισα και θεώρησα ότι θα μπορέσω να το κρατήσω απ’ τη στιγμή που ήταν κάτι τόσο δυνατό θα μπορέσω να το κρατήσω και στη συνέχεια και όπως και έγινε.  Φτάνω στη Γερμανία, κατεβαίνουμε, γνωρίζω τους ανθρώπους, με πηγαίνουν στο σπίτι, μου δίνουν αυτοκίνητο. Ξεκινάω κάνω προπόνηση, μου αρέσει. Με παίρνει τηλέφωνο ο πατέρας μου ότι η γιαγιά έφυγε. Τη δεύτερη μέρα που φτάνω στη Γερμανία: «Η γιαγιά έχει φύγει -λέει-, πήγε για τους ουρανούς». Με πιάνει μια μελαγχολία εκεί πέρα, είμαι μόνος μου. Ανάβω κεριά, προσπαθώ να το ξεπεράσω. Η προσαρμογή μου στη Γερμανία μιλούσαν τη γερμανική γλώσσα, εγώ δεν ήξερα να μιλάω. Ήξερα μόνο αγγλικά και ήταν δύσκολο στην αρχή. Οπότε, η πρώτοι –που είμαι προσαρμοστικός άνθρωπος– οι πρώτοι 2 μήνες ήταν πολύ δύσκολοι στο να μπορέσω να προσαρμοστώ. Γιατί στο μυαλό μου υπήρχε ότι είχα χάσει τη γιαγιά μου, δεν μπορούσα να πάω στην κηδεία για να προλάβω για να τη δω. Ο άνθρωπος της ζωής μου είναι στη Λάρισα, πρέπει να κρατήσω επαφή για να μπορώ να… Κάτι το οποίο το αγαπάς το κρατάς. Και υπήρχε αυτό. Υπήρχε και μετά η διαφορά της γλώσσας, υπήρχε η διαφορά της κουλτούρας, υπήρχε ότι έπρεπε να προσαρμοστώ. Και όλα αυτά ήταν πολλά για μένα για να τα διαχειριστώ. Και υπήρχε ένα διάστημα 1,5-2 μήνες που ήταν απ’ τα χειρότερα στη ζωή μου. Βέβαια, με το που πέρασε 1,5 μήνας και άρχισα να προσαρμόζομαι στην ομάδα, άρχισα σιγά-σιγά να μιλάω στο τηλέφωνο με τηλεκάρτα τότε με τη γυναίκα μου, που αυτήν τη στιγμή είναι η γυναίκα μου, ο άνθρωπος που γνώρισα τότε και είχα συνάψει σχέση. Γίνονταν πιο εύκολα. Άρχισα να παίζω στα παιχνίδια, υπήρχε επικοινωνία με την οικογένειά μου, υπήρχε επικοινωνία με τη γυναίκα μου. Σιγά-σιγά, πηγαίνανε όλα ομαλά και άρχισα να εξελίσσομαι έτσι με αποτέλεσμα τέλος της χρονιάς να ανέβει η ομάδα κατηγορία. Αυτό που είπα στο τηλέφωνο έγινε πραγματικότητα. Εγώ είχα διακρίσεις. Είχα βγει καλύτερος bossman της χρονιάς. Η ομάδα ανέβηκε κατηγορία, είχε βγει καλύτερη ομάδα της χρονιάς. Τα λεφτά που πληρωνόμουνα εκεί ήταν καλά και μπορούσα να κάνω διαχείριση, σιγά-σιγά να αρχίζω να μαζεύω κάποια λεφτά για να μπορέσω να κάνω κάποια πράγματα στη ζωή μου που ήθελα, όπως όνειρό μου ήταν να αγοράσω ένα σπίτι δικό μου, με τα λεφτά τα δικά μου. Χωρίς βοήθεια από κανέναν. Εγωιστικό είναι, αλλά ήθελα να το καταφέρω, γιατί πίστευα ότι μπορούσα να το κάνω. Κι όπως και το έκανα κιόλας. Μέσα απ’ το μπάσκετ κατάφερα να αγοράσω ένα σπίτι, το οποίο είναι και το σπίτι που ζούμε αυτήν τη στιγμή με την οικογένειά μου. Την επόμενη χρονιά με είχανε ξαναζητήσει απ’ την ομάδα να μείνω. Πάλι είχα πολλές προτάσεις. Είχα προτάσεις από Ουκρανία, είχα προτάσεις από Κύπρο, είχα προτάσεις από πολλές χώρες. Βέβαια, επειδή δέθηκα εκεί πέρα με τους ανθρώπους σιγά-σιγά, ήθελα να ξαναμείνω εκεί πέρα. Τα λεφτά που μου ’χαν προτείνει ήταν πολύ καλύτερα. Η γυναίκα μου μπορούσε και ερχόταν πιο πολλές φορές. Ερχόταν 5-6 φορές τον χρόνο, οπότε εγώ ερχόμουνα 2 φορές τον χρόνο. Όλο το καλοκαίρι ήμουνα στην Ελλάδα, οπότε και η σχέση μου έμπαινε σε καλύτερες βάσεις σ[01:40:00]ιγά-σιγά. Οπότε, έμεινα ακόμη μια φορά στη Γερμανία. Έμεινα και τρίτη χρονιά στη Γερμανία. Πέρασα 3 χρόνια εκεί πέρα υπέροχα, τα οποία είχα και διακρίσεις προσωπικές, αλλά και με την ομάδα. Έκανα φίλους. Γνώρισα πάρα πολλούς Έλληνες εκεί πέρα, οι οποίοι με φιλοξενούσαν συνέχεια στα σπίτια τους. Τα καλοκαίρια ήμαστε εδώ πέρα, ήταν πάρα πολύ όμορφα, γιατί μπορούσα και έκανα πράγματα, επειδή είχα και πιο πολλά λεφτά απ’ τις ομάδες που έπαιρνα και μπορούσα να κάνω κάποια πράγματα παραπάνω και για μένα και για τη γυναίκα μου αλλά και για την οικογένειά μου την οποία τη βοηθούσα και οικονομικά. Και αυτοί άρχισαν να παίρνουν τα πάνω τους λίγο, ήταν όλα καλύτερα. Τα αδέρφια μου είχαν βρει δουλειά και αυτοί, οπότε οι ζωές μας σιγά-σιγά καλυτερεύανε ολονών. Και μετά τα 3 χρόνια που πέρασα στη Γερμανία, ήρθε και η μεταγραφή στην Ιταλία. Σιγά-σιγά σε ένα άλλο κράτος με άλλη φιλοσοφία, με άλλη κουλτούρα, με άλλες παραστάσεις, η οποία 4,5 χρόνια που έπαιξα εκεί πέρα ήτανε πάρα πολύ όμορφα. Ζήσαμε πάρα πολλές καταστάσεις. Είχα παντρευτεί πλέον και με τη γυναίκα μου και ζούσε μαζί μου και αυτή. Δεν πηγαινοερχόταν όπως έκανε στη Γερμανία. Δηλαδή με το που πήγαμε στην Ιταλία, παντρευτήκαμε κιόλας και μπορούσε και ερχόταν μαζί μου και έμεινε όλα τα χρόνια. Οπότε, είχα τον σύντροφό μου δίπλα μου, δεν φοβόμουνα τίποτα τότε. Όλα ήταν πιο εύκολα. Φίλοι μας από την Ελλάδα ερχόταν στο εξωτερικό και μας βλέπανε. Φιλοξενούσαμε ανθρώπους και μας βλέπανε. 4,5 χρόνια στην Ιταλία μπασκετικά η εξέλιξη ήταν πάρα πολύ καλή. Οικονομικά ήταν άριστη, οπότε τα καλοκαίρια στην Ελλάδα ήταν καλοκαίρια ξεκούρασης, ήταν καλοκαίρια, τα οποία κάναμε πράγματα που δεν κάναμε στο εξωτερικό. Και σιγά-σιγά μετά απ’ αυτό άρχισα να σκεφτόμαστε και την επιστροφή μας σιγά-σιγά στην Ελλάδα. Γιατί και εγώ μεγάλωνα σαν παίκτης, αλλά ήθελα να ασχοληθώ και με την προπονητική, οπότε είχα κάτι αφήσει στη μέση, το πανεπιστήμιο, τη γυμναστική ακαδημία που είχα πάει για 2 χρόνια, αλλά λόγω το ότι έφυγα στο εξωτερικό 7,5 χρόνια μετά, είχα πάρει αναβολή και η αναβολή τελείωνε. Οπότε, έπρεπε να επιστρέψω, γιατί αυτό το αγαπούσα και ήθελα να ασχοληθώ με την προπονητική. Να φανταστείτε από 16 χρονών μάζευα ασκήσεις από όποιον προπονητή είχα, τις κατέγραφα, έβαζα και δικές μου ασκήσεις μαζί μ’ αυτές. Χωρίς να ξέρω ότι θα γίνω προπονητής, αλλά σαν να το ήξερα, γιατί μου φανήκαν χρήσιμες, όταν ασχολήθηκα με την προπονητική και γύρισα πίσω να κοιτάξω τι είχα καταγράψει όλα αυτά τα χρόνια απ’ τους προπονητές που είχα συνεργαστεί, βρήκα ένα θησαυρό ασκήσεων, έναν θησαυρό σκέψεων, ένα θησαυρό φιλοσοφίας του κάθε προπονητή που είχα. Γιατί αυτά τα έγραφα. Ας πούμε ο προπονητής ο συγκεκριμένος, η φιλοσοφία του είναι αυτή. Θέλει τον παίχτη να τον έχουμε να λειτουργεί έτσι. Η συγκεκριμένη φιλοσοφία του άλλου του προπονητή είναι έτσι. Οπότε, μάζεψα όλες τις φιλοσοφίες απ’ τους προπονητές που είχα, μάζεψα όλες τις ασκήσεις και προσπάθησα να φτιάξω τη δική μου φιλοσοφία βασιζόμενη στον παιδαγωγό Νίκο Χατζή και στον δουλευταρά και σε θέμα νοοτροπίας Πρέντραγκ Μπανιάρεβιτς. Προσπάθησα αυτούς τους 2 ανθρώπους να πάρω τα καλύτερα και απ’ τους 2, συν τις γνώσεις απ’ το πανεπιστήμιο που είχα εγώ και την τεχνογνωσία που πλέον απ’ το πανεπιστήμιο θα κέρδιζα και έφτιαξα μία φιλοσοφία την οποία με ακολουθεί μέχρι και σήμερα στην προπονητική μου καριέρα.

Έ.Λ.:

Πολύ ωραία. Δηλαδή, αποφάσισες τότε… Το πανεπιστήμιο, το ΤΕΦΑΑ, να τελειώσεις το πανεπιστήμιο υπήρξε πολύ μεγάλος παράγοντας στο να γυρίσεις πίσω στην Ελλάδα;

Σ.Γ.:

Ναι. Η τελευταία ομάδα που έπαιξα στην Ιταλία ήταν η… Στην Πομπηία είχα παίξει. Η ομάδα λεγόταν Scafati. Γυρίζουμε μαζί με τη γυναίκα μου τότε γυρίζουμε απ’ την Ιταλία. Προσπαθώ να κλείσω συμφωνία, βρίσκω μια ομάδα στα Τρίκαλα για να είμαι και κοντά στο πανεπιστήμιο, οπότε και να παίζω, να συνεχίζω να παίζω μπάσκετ σε υψηλό επίπεδο, αλλά και να μπορώ να κάνω και τις σπουδές μου, να τελειώσω τις σπουδές μου. Οπότε, 2 χρόνια στα Τρίκαλα. Συνεχίζω τις σπουδές μου, τελειώνω, παίρνω το πτυχίο μετά από 2 χρόνια. Με την ομάδα των Τρικάλων ανεβαίνουμε δύο κατηγορίες. Από Β’ Εθνική πηγαίνουμε Α2 και από την Α2 πηγαίνουμε στην Α1. Φτάναμε στο υψηλότερο επίπεδο την ομάδα. Αλλά όλα αυτά μπροστά σ’ αυτό που έγινε την χρονιά, τη δεύτερη χρονιά των Τρικάλων, που έπαιζα Τρίκαλα, το ότι γεννήθηκαν τα παιδιά μου, δεν μπορώ να τα συγκρίνω με τίποτα. Γιατί τη δεύτερη χρονιά, όταν πήρα και το πτυχίο κιόλας, θυμάμαι μια φωτογραφία, είναι τα παιδιά μου, τα παιδιά μας 50 ή 60… 50 ημερών. Και τα έχω φωτογραφία με το πτυχίο. Όταν παίρνω το πτυχίο εγώ, είναι 50 ημερών και τα είχα αγκαλιά τα δίδυμα. Γεννήθηκαν 2 υπέροχα παιδιά, ο Δημήτρης και ο Χρήστος. Η γυναίκα μου πήγαν όλα καλά, γέννησε φυσιολογικά. Πήγαν όλα καλά. Και εκείνη η χρονιά τη θυμάμαι σαν χθες, η ομάδα είχε ανέβει κατηγορία, είχαν γεννηθεί τα 2 παιδιά ο Χρήστος και ο Δημήτρης. Ήμουνα τόσο ευτυχισμένος. Είχα τέτοια ευτυχία κατά τη διάρκεια του χρόνου που διαρκούσε για 2 χρόνια, 3. Θυμάμαι τον εαυτό μου ότι ήμουνα τρισευτυχισμένος. Δηλαδή, μετά έφυγα βέβαια απ’ τα Τρίκαλα, πήγα έπαιξα στον Κόροιβο που ήταν δύσκολα, γιατί τα παιδιά μεγάλωναν, άρχιζαν να μεγαλώνουν και εγώ αναγκαζόμουνα –επειδή ήμουνα μακριά, έπαιζα στην Αμαλιάδα, στην Πελοπόννησο– και αναγκαζόμουν να κάνω δρόμο 5 ώρες το βράδυ, στι 1:00 η ώρα το βράδυ, να φτάνω 2:00 και 3:00 η ώρα το βράδυ μόνο και μόνο για να μπορέσω το βράδυ να κοιμηθώ με τα παιδιά μου αγκαλιά. Μετά από αγώνα το έκανα αυτό. Και έπρεπε να καθίσω μια… Να ’ρθω μόνο για μία μέρα, να δω την οικογένειά μου, να κοιμηθώ με τα παιδιά μου το βράδυ, που αυτό ήταν που περίμενα όλη την εβδομάδα, και να μπορέσω μετά να φύγω. Και να ξαναπάω να δω και τη γυναίκα μου και να ξαναπάω να συνεχίσω τις προπονήσεις με την ομάδα εκεί πέρα. Ήταν πολύ δύσκολο, αλλά το έκανα για τη γυναίκα μου και για τα παιδιά μου, γιατί τους αγαπούσα τόσο πολύ, τους αγαπάω που ό,τι θυσία και να έχω κάνει, δεν τη μετανιώνω ποτέ.

Έ.Λ.:

Είπες ότι λοιπόν έχεις τα δίδυμά σου, μαζί με τη γυναίκα σου. Θυμάσαι τη στιγμή που έμαθες ότι είναι δίδυμα;

Σ.Γ.:

Τη στιγμή εκείνη ήμουν στο πανεπιστήμιο. Είχα μάθημα και χτυπάει το τηλέφωνο και τότε ήταν που η γυναίκα μου έκανε τις εξετάσεις –υπέρηχος κτλ.– και χτυπάει το τηλέφωνο. Και εγώ φοβήθηκα ότι κάτι συνέβη. Και με το που σηκώνω το τηλέφωνο, ακούω τη γυναίκα μου να κλαίει. Λέω: «Τι έγινε, τι συμβαίνει;». Μου λέει: «Δεν μπορώ, δεν με…». Λέω: «Τι έγινε;». Φοβήθηκα μήπως απέβαλε τα παιδιά. Το παιδί. Ένα ξέραμε ότι ήταν.

Έ.Λ.:

Ναι.

Σ.Γ.:

Και μου λέει: «Όχι, δεν είναι αυτό», λέει. Λέω: «Τι είναι; Πες μου, σε παρακαλώ, μην κλαις. Να σ’ ακούσω». Λέει: «Δεν είναι 1 παιδί, είναι 2 παιδιά». «Τι 2 παιδιά –λέω-, αφού εμείς 1 είχαμε. Πώς είναι δυνατόν να είναι 2;». Ακούγεται αστείο τώρα, αλλά τότε εγώ αυτό έκανα, σαν αστείο το είδα. Λέω: «1 παιδί είχαμε, πώς είναι δυνατόν να είναι 2;». Μου λέει: «Πήγαμε στον γιατρό να κάνω υπέρηχο και άκουσε αντί για 1 καρδούλα, άκουσε 2 καρδούλες να χτυπάνε». Και λέω: «Και πώς έγινε αυτό;». Και μετά μας εξήγησε ο γιατρός ότι ήταν ένα σπερματοζωάριο, το οποίο διασπάστηκε και δημιουργήθηκε κι άλλο παιδί από ίδιο γενετικό υλικό και είναι 2 παιδιά πλέον και δεν είναι 1. Και το μαθαίνω αυτό και, μιλάμε, κλείνω το τηλέφωνο και αρχίζω να φωνάζω έξω από την τάξη στο πανεπιστήμιο και να γυρίζουνε: «Τι έπαθες;». «Τι να πάθω -λέω-! Εδώ από 1 παιδί έφτασα να έχω 2». Χαμός! Να έρχονται όλοι εκεί, να πηγαίνουν: «Ελάτε να σας κεράσω», λέω. Όποιος ήταν εκεί πέρα, κερνούσα όλο τον κόσμο. Όποιον είχα βρει μπροστά μου, τον κερνούσα. «Ελάτε να σας κεράσω! Έχω 2 παιδιά δεν έχω 1. Δεν θα έχω 1 παιδί, θα γεννηθούν 2 παιδιά». Μετά, τελειώνει αυτό και πηγαίνω στο… Ήμουν στα Τρίκαλα, έκανα προπόνηση και μου λέει η γυναίκα μου: «Θα μπω στο νοσοκομείο. Έλα γιατί είναι η ώρα να γεννήσω». Θυμάμαι τη στιγμή που πήρα τα παιδιά μόλις γέννησε η γυναίκα μου, ρωτάω αν είναι καλά και τα λοιπά, μου λένε ότι πήγαν όλα καλά. «Ωραία», λέω. Έρχεται οι γυναίκες, μου δίνουν τα παιδιά, τα πιάνω στην αγκαλιά και με το που τα πιάνω στην αγκαλιά μου, φοβάμαι μη τα σπάσουν. Φοβάμαι ότι θα μου πέσουν κάτω, ότι θα μου σπάσουν. Νιώθω την ευθύνη εκείνη τη στιγμή. Νιώθω την ευθύνη που ήρθαν 2 παιδιά στον κόσμο. Με το πιάσιμο και μόνο ένιωσα την ευθύνη. Λέω: «Έχω ένα άγχος και έχω και μια χαρά μαζί, έχω μια τέτοιο». Δεν μπορώ να καταλάβω εκείνη τη στιγμή ότι αυτό μεταφράζεται σε χαρά, όλο αυτό. Πιάνω τα παιδιά κτλ. και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ ότι ό,τι και να είχα κάνει στη ζωή μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, μηδενίζονται όλα. Δεν μηδενίζονται. Εννοείται ότι έχει αξία το καθετί, αλλά στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή υπήρχαν μόνο τα παιδιά, τίποτα άλλο. Ό,τι και να είχα κάνει στο μπάσκετ, όσα τρίποντα και να ’χα βάλει, ό,τι βραβείο και να ’χα πάρει στο μπάσκετ ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Και σε πρώτη μοίρα ήταν μόνο αυτό, η γέννηση των παιδιών. Ήτανε θεωρώ μαζί με τον γάμο μου και με τη γέννηση των παιδιών μου ήταν… Η γέννηση των παιδιών μου ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή μου. Και αμέσως μετά απ’ αυτά εί[01:50:00]ναι το επαγγελματικό, το μετάλλιο που πήρα με την ομάδα, με την Εθνική Ομάδα που βγήκαμε τρίτοι στην Ευρώπη. Αλλά η γέννηση των παιδιών μου ήταν το πιο όμορφο πράγμα που έχω ζήσει στη ζωή μου μέχρι τώρα.

Έ.Λ.:

Και ανέφερες ότι, όταν ήσουν στην Αμαλιάδα μετά και καθώς μεγαλώνανε τα παιδιά, σε πολύ μικρή ηλικία, εσύ αναγκαζόσουν να ταξιδεύεις κάθε φορά, να γυρίζεις πίσω, να πηγαίνεις ξανά. Πώς ήταν εκείνη η περίοδος;  Είπες λίγα πράγματα, αλλά εσύ πώς ένιωθες με όλον αυτόν τον φόρτο και το πρόγραμμα το δύσκολο-

Σ.Γ.:

Ναι, ναι, κατάλαβα,

Έ.Λ.:

Να πηγαινοέρχεσαι;

Σ.Γ.:

Κοίταξε, όταν το έκανα αυτό, γιατί αυτό δεν έγινε μόνο στην Αμαλιάδα, έγινε και μετά. Μετά έπαιξα στον Ηρακλή στη Θεσσαλονίκη, το ίδιο πράγμα έκανα. Μετά έπαιξα στη Βέροια, έκανα το ίδιο. Πηγαινοερχόμουνα συνεχώς. Ήταν μία απόφαση που ήταν σεβαστή απ’ τη γυναίκα μου. Επειδή η δουλειά μου είναι τέτοια και έπρεπε να παίζω σε υψηλό επίπεδο, αν δεν υπήρχε ομάδα κοντά στη Λάρισα, έπρεπε αναγκαστικά να πάω να παίξω αλλού. Δεν γινόταν να παίζω σε χαμηλό επίπεδο, γιατί τα λεφτά που έπαιρνα δεν μπορούσα να τα βρω εκεί. Οπότε, έπρεπε να παίζω μακριά και εννοείται ότι στερούμουνα την καθημερινή επαφή με την οικογένειά μου, αλλά ξέραμε ότι δεν θα γινόταν για πάρα πολλά χρόνια. Ξέραμε ότι κάποια στιγμή αυτό… Θα γυρίσω πίσω και θα τελείωνε. Ήταν δύσκολο πάρα πολύ και όταν ήμουνα στον Ηρακλή και τις υπόλοιπες φορές. Όμως, όσο δύσκολο ήταν μέχρι να φτάσω στο σπίτι, όταν έφτανα στο σπίτι και τους έπαιρνα αγκαλιά και έβλεπα τους ανθρώπους τους δικούς μου, όλη η κούραση έφευγε. Όσο κούραση και να είχα πάνω μου, δεν την υπολόγιζα. Δεν την υπολόγιζα. Το να φύγω, να ξεκινήσω από τώρα. «Θέλω να δω τη γυναίκα μου». Θα σηκωθώ να φύγω να πάω απ’ τη Θεσσαλονίκη στη Λάρισα. «Θέλω να δω τα παιδιά μου». Θα σηκωθώ να φύγω να πάω όπου και να είναι. Δεν υπολόγιζα. Δεν σκεφτόμουνα κούραση, γιατί όλο αυτό ήταν πολύ πιο δυνατό που ένιωθα μέσα μου απ’ την κούραση. Οπότε, το ’κανα με αγάπη και το έκανα και με διάθεση, γιατί ήταν κάτι το οποίο ήταν πιο πάνω από την κούραση. Μετά, σιγά-σιγά βέβαια άρχισα να πλησιάζω προς τη Λάρισα, να πλησιάζω προς… Ξανά έπαιξα πάλι στα Τρίκαλα. Ξανά έπαιξα στην ομάδα της Λάρισας που υπήρχε μία ομάδα Α2 τότε στη Λάρισα. Άρχισα να ασχολούμαι με την προπονητική. Ξεκίνησα σε μία ακαδημία που δεν είχε τμήμα μπάσκετ, είχε μόνο ποδόσφαιρο, την Πελασγιώτιδα, και μετά φτάσαμε να έχουμε κάποια στιγμή –μετά από 3, 4 χρόνια– να έχουμε 100 παιδιά. Άρχισα να φτιάχνω όνομα και στην προπονητική. Με ξέρανε και σαν όνομα μπασκετικά, αλλά η προπονητική ήταν ένα άλλο κομμάτι και εκεί ξεκινούσα απ’ το μηδέν και έπρεπε να αποδείξω ποιος είμαι και εκεί. Ένας άλλος κόσμος. Ένας κόσμος, ο οποίος τον αγαπάω και ασχολούμαι μέχρι και σήμερα, γιατί έχει να κάνει με τα παιδιά. Και επειδή τα παιδιά τα λατρεύω και θεωρώ ότι πρέπει να επιδρούμε στα παιδιά όχι μόνο στο σωματικό κομμάτι αλλά και στον πνευματικό τους κόσμο. Πρέπει να προσπαθούμε να διεισδύουμε στον πνευματικό τους κόσμο και να τους κάνουμε να νιώθουν πάντα άνετα. Να νιώθουν πάντα ότι μπορούν να εκφράζονται. Να νιώθουν πάντα ότι υπάρχει το διαφορετικό. Να νιώθουν πάντα ότι μέσα απ’ τον αθλητισμό μπορούν να κερδίσουν πάρα πολλά πράγματα και όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά. Αυτό προσπαθώ να περάσω στα παιδιά όλα αυτά τα χρόνια. Και αυτό είναι κάτι το οποίο μου το πέρασε σε μένα ο Νίκος ο Χατζής και προσπαθώ και εγώ να το περάσω στα παιδιά, γιατί το θεωρώ και ευθύνη, το θεωρώ και χρέος προς τα παιδιά τα νέα.

Έ.Λ.:

Η σχέση που περιέγραψες ότι είχες με τον Νίκο τον Χατζή ήταν πραγματικά πάρα πολύ όμορφη. Εσύ θεωρείς ότι είσαι αυτό το πρότυπο για τους αθλητές σου τώρα, στις ομάδες που διδάσκεις; Διδάσκεις, παίζεις, βοηθάς τα παιδιά να εξελιχθούν, τέλος πάντων.

Σ.Γ.:

Επειδή μπορώ και διαχωρίζω το επίπεδο του κάθε αθλητή… Για παράδειγμα, σε μικρές ηλικίες βγάζω πιο πολύ το κομμάτι του Νίκου του Χατζή. Σε πιο μεγάλες ηλικίες που τα παιδιά πρέπει να δουλέψουν πολύ σκληρά και να τους δουλέψεις σε άλλα πράγματα, να τους δυναμώσεις το μυαλό… Σε μεγάλες ηλικίες πρέπει να δυναμώσει πάρα πολύ το μυαλό για να μπορέσει να αντέξει σε αυτά. Βγάζω πιο πολύ Πρέντραγκ Μπανιάρεβιτς. Σε συνάρτηση εννοείται μέσα από παιδαγωγικές διαδικασίες, προσπαθώ να τους δυναμώσω το μυαλό, έτσι; Αλλά τα διαχωρίζουν λίγο. Σε πιο μεγάλες ηλικίες προσπαθώ να περάσω τη νοοτροπία και να φτιάξω τη νοοτροπία των παιδιών για να μπορέσουν να παίξουν μπάσκετ. Σε πιο μικρές ηλικίες προσπαθώ να τους δείξω ότι η συμμετοχή είναι το πρώτο και μετά είναι όλα τα υπόλοιπα. Πρέπει όλα τα παιδιά να συμμετέχουν σε όλα. Και ψάχνω να βρω το κουμπί του κάθε παιδιού, να το βρω, γιατί το κάθε παιδί έχει το κουμπί του. Και πρέπει να τον προσεγγίζεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να τον κάνεις και να τον δείξεις ότι το περιβάλλον αυτό είναι ασφαλές να ’ρθεις να παίξεις. Το περιβάλλον αυτό είναι ασφαλές να χαρείς. Το περιβάλλον αυτό είναι ασφαλές. Και πώς γίνεται αυτό; Ότι θα καταλάβει ότι ο προπονητής τού δίνει αυτήν την ασφάλεια. Γιατί μόνο ο προπονητής μπορεί να περάσει αυτό στα παιδιά. Δεν είναι εύκολο ο γονιός να τους πει ότι… Ο γονιός θα πει: «Πήγαινε παίξε μπάσκετ. Πήγαινε παίξε ποδόσφαιρο». Το πώς θα το κάνει αυτό, πρέπει να το κάνει ο προπονητής. Πρέπει ο προπονητής να τον βοηθήσει να αγαπήσει το άθλημα. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Και για να μπορέσει να γίνει αυτό, πρέπει να μπεις στον ψυχικό κόσμο των παιδιών. Αν δεν μπεις, είναι δύσκολο να μπορέσεις να κάνεις αυτήν τη μεταφορά του παιδιού από εδώ εκεί.

Έ.Λ.:

Και χρησιμοποιείς όλες αυτές τις ασκήσεις από το αρχείο που κατέγραφες από 17 χρονών μέχρι και σήμερα;

Σ.Γ.:

Χρησιμοποιώ αρκετές απ’ αυτές τις ασκήσεις. Σίγουρα με την τεχνογνωσία που έχω αυτήν τη στιγμή, χρησιμοποιώ πάρα πολλές ασκήσεις που γνώρισα και στο εξωτερικό. Επειδή στις ομάδες που έπαιζα τις επαγγελματικές είχαμε ανθρώπους, οι οποίοι ήταν επιστήμονες σ’ αυτό που κάνανε. Είχαμε αθλίατρο, είχαμε ψυχολόγο, είχαμε ανθρώπους που το έχουν σπουδάσει αυτό. Και εκεί κατέγραφα, σαν να ήμουν 17 χρονών. Σοβαρά σου μιλάω, εκεί κατέγραφα. Ερχόταν ένας ψυχολόγος και έπιανα κουβέντα. Τον έλεγα: «Πώς προσεγγίζεις αυτό; Πώς προσέγγιζες αυτό;» και πήγαινα εγώ σπίτι, τα έγραφα. Λέω: «Όταν θα γίνω προπονητής, όταν θα ασχοληθώ με την προπονητική, θα τα έχω». Ένα αυτό. Ένα άλλο, υπήρχαν παιδιά, τα οποία κάνανε πρακτική. Υπήρχαν παιδιά στο πανεπιστήμιο στο εξωτερικό που κάνουν πρακτική. Τους έλεγα: «Σε μένα θα κάνετε πρακτική πάνω». Ώστε να το ’χω βιώσει σαν παίκτης, όταν κάποιος μου κάνει αυτό, ώστε όταν εγώ θα ’ρθω στη θέση αυτουνού, να το κάνω εγώ στα παιδιά. Να είναι κάτι πιο γνώριμο, να ξέρω πώς νιώθουν τα παιδιά εκείνη τη στιγμή. Οπότε, προτιμούσα τις εργασίες να τις κάνουν πάνω μου για να μπορώ να έχω άποψη στο πώς νιώθει το παιδί εκείνο, όταν εγώ θα το κάνω τη συνέντευξη αυτή ή θα κάνω πρακτική πάνω σε αυτό το παιδί. Οπότε, με βοήθησε αυτό πάρα πολύ στην προπονητική, στο πώς να προσεγγίζω τα παιδιά, όταν εγώ έγινα προπονητής.

Έ.Λ.:

Είχες κάπως στο μυαλό σου ότι θα καταλήξεις σαν προπονητής σίγουρα;

Σ.Γ.:

Από ένα σημείο και μετά το είχα σίγουρο. Γιατί εκφραζόταν και κάποιοι προπονητές άλλοι, που με βλέπανε πώς παίζω σαν… Με βλέπανε σαν παίκτη και μου λέγανε: «Θα μπορούσες να γίνεις πολύ καλός προπονητής». Το άκουγα από έναν προπονητή. Μου το λέγε άλλος: «Σωτήρη, εσύ θα μπορείς να γίνεις πολύ καλός προπονητής. Μιλάς πολύ ωραία τα παιδιά». Μου έλεγε άλλος: «Σωτήρη, παίζεις πολύ ωραία με τα παιδιά. Θα μπορούσες να γίνεις προπονητής μπάσκετ». Όταν το ακούς από πολλά άτομα, μετά το παίρνεις και εσύ απόφαση, ότι «Για να το λένε όλοι αυτοί και για να το αγαπάω και εγώ και να θέλω να το κάνω, σημαίνει ότι μπορώ να προσφέρω σ’ αυτόν τον κλάδο». Οπότε, προσπάθησα να είμαι έτοιμος, ώστε όταν θα ’ρθει εκείνη η στιγμή να μπορέσω να το προσεγγίσω με σωστό τρόπο.

Έ.Λ.:

Ποιοι είναι οι στόχοι σου τώρα σαν… Παίζεις ακόμα μπάσκετ, αρχικά-

Σ.Γ.:

Παίζω -

Έ.Λ.:

Εκτός απ’ το ότι είσαι προπονητής;

Σ.Γ.:

Παίζω ακόμη στη Γ’ Εθνική, στον Αμπελώνα Λάρισας. Παίζω ακόμη, γιατί πρώτα απ’ όλα το κάνω για την υγεία μου. Δεύτερον, το κάνω για τη στιγμή εκείνη που ζεις πριν τον αγώνα. Η αδρεναλίνη αυτή που ανεβαίνει πριν τον αγώνα και η προσμονή για τον αγώνα που δεν είναι εύκολο να κοπεί. Δεν παίζω, επειδή θέλω να αποδείξω κάτι σε κάποιον. Παίζω, επειδή το αγαπάω τόσο πολύ αυτό που κάνω που δεν θέλω να το χάσω από τη ζωή μου. Όμως, θα ’ρθει κάποια στιγμή που θα πρέπει να… Όχι να το αποχωριστώ, απλά να μην παίζω σε τόσο υψηλό επίπεδο όσο παίζω τώρα. Θα πρέπει να παίζω λίγο πιο χαμηλά. Μακάρι να εκπληρώθηκε και ο στόχος να μπορώ να παίξω κάποια στιγμή έστω και έναν αγώνα με τα παιδιά μου, γιατί τα παιδιά μου παίζουν και αυτά μπάσκετ τώρα. Ασχολούνται με το μπάσκετ. Οπότε, αν μπορέσω και καταφέρω και παίξω έστω και έναν αγώνα μαζί τους, μετά μπορώ να το κόψω.

Έ.Λ.:

Μου είπες για τους στόχους σου που είναι ο μεγάλος στόχος να παίξεις ένα παιχνίδι με τα παιδιά σου, που είναι πάρα πολύ όμορφο. Θα ήθελα λίγο να μου πεις σημαντικά παιχνίδια, σημαντικές στιγμές μέχρι τώρα. Κάποιες στιγμές που πραγματικά σου ’χουν μείνει μες στα γήπεδα.

Σ.Γ.:

Σημαντικές στιγμές, ναι. Θα ξεκινήσω απ’ την πρώτη σημαντική στιγμή που έζησα, ήταν η πρώτη φορά που μπήκα και έπαιξα αγώνα. Ήταν τότε, αυτό που είχα αναφέρει με το γόνατο που έβαλα την επιγονατίδα. Το πρώτο ερέθισμα και ένα σημαντικό παιχνίδι ήταν αυτό. Το πρώτο μου παιχνίδι, δηλαδή, που το θυμάμαι. Μετά, ένα άλλο σημαντικό παιχνίδι ήτανε στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα [02:00:00]Παίδων που παίζαμε για να περάσουμε στους 4, στην τετράδα. Παίζαμε με την Τουρκία. Και το παιχνίδι ήταν στον πόντο. Και ήθελε 15 δευτερόλεπτα, νομίζω, να τελειώσει, αν θυμάμαι καλά. Και γίνεται μία… Παίρνει time-out ο προπονητής και είναι να κάνουμε μία… Σχεδιάζει μία επίθεση. Μπαίνουμε να παίξουμε, χάνουμε με ένα πόντο, συγγνώμη... Χάνουμε με ένα πόντο και ήθελε 15 δευτερόλεπτα. Μπαίνω μία επίθεση εγώ και βάζω καλάθι. Και ήθελε 10 δευτερόλεπτα ή 8. Κάτι τέτοιο. Και πρέπει να παίξουμε άμυνα. Οι Τούρκοι έχουν πάρει την μπάλα και κάνουν επίθεση. Κερδίζουμε εμείς με 1 πόντο. Στο μπάσκετ στα 8 δευτερόλεπτα είναι πολύς χρόνος για να μπορείς να βάλεις ένα καλάθι. Οπότε, έπρεπε να τα δώσουμε όλα μη φάμε καλάθι. Γιατί θα περνούσαμε στην επόμενη φάση που πήγαινες για το μετάλλιο. Κάνει ένας παίχτης layup, κάνει σουτ, το χάνει. Χτυπάει η μπάλα ταμπλό, στεφάνι, βγαίνει έξω. Και πάει να πάρει… Τον βλέπω πάει να πάρει το rebound. Δηλαδή, και ήταν από κάτω ακριβώς απ’ το καλάθι. Αν δεν έπαιρνε το rebound, θα έπαιρνε το σουτ και θα το βάζε. Και πώς βλέπω τα χέρια του που πάει να πιάσει τα χέρια του, μπαίνω μπροστά του, κάνω άλμα, περνάω από μπροστά του, πιάνω τη μπάλα εγώ και όπως έχει πάει με το κεφάλι – φορούσε σιδεράκια– και με κάνει, με δαγκώνει με τα σιδεράκια του στον αγκώνα και μένουν τα σιδεράκια μέσα στον αγκώνα μου. Πιάνω την μπάλα τη βάζω στο στήθος μου και πέφτω κάτω. Και κρατώ τη μπάλα μέχρι να λήξει ο χρόνος. Και τελειώνει ο χρόνος. Να τρέχουν απ’ τον αγκώνα μου αίματα παντού. Να έρχεται ο γιατρός, μου λέει «Τι έγινε;». Λέω «Τίποτα. Δεν κατάλαβα». Δεν είχα καταλάβει τίποτα απ’ την αδρεναλίνη που είχα εκείνη τη στιγμή για να προλάβω την μπάλα να μην προλάβει να την πάρει αυτός, το άλμα που έκανα, δεν καταλάβαινα ότι είχα ματώσει, δεν καταλάβαινα ότι είχα τα σιδεράκια στον αγκώνα μέσα. Πέφτω κάτω, σηκώνομαι κάποια στιγμή, βλέπω όλους από πάνω μου και να έρχονται και πέφτουν πάνω μου όλοι και με αγκαλιάζουν όλοι οι Έλληνες. Με αποτέλεσμα αυτή η στιγμή να μου ’χει μείνει στο μυαλό. Το σημάδι βέβαια απ’ τα σιδεράκια το ’χω ακόμα και σήμερα. Το βλέπεις;

Έ.Λ.:

Ναι, ναι.

Σ.Γ.:

Τα δύο; Να τα. Αυτά τα δύο.

Έ.Λ.:

Ναι.

Σ.Γ.:

Τα σιδεράκια. Το σημάδι να μου ’χει μείνει ακόμη και σήμερα. Αλλά η στιγμή εκείνη είναι χαραγμένη βαθιά, γιατί ήταν σημαντικό παιχνίδι, επειδή κερδίσαμε και περάσαμε στην επόμενη φάση και πήραμε το μετάλλιο αργότερα. Ένα άλλο παιχνίδι πάρα πολύ σημαντικό ήταν όταν παίζαμε με τα Τρίκαλα. Παίζουμε ένα παιχνίδι για να ανεβούμε κατηγορία και θέλει 3 δευτερόλεπτα για να λήξει το παιχνίδι. Αν βάζαμε εμείς καλάθι, θα κερδίζαμε το παιχνίδι. Αν δεν βάζαμε, θα χάναμε. Και είχαν 2 βολές αυτοί. Έπρεπε να τις χάσει και τις 2 βολές. Ρίχνει την πρώτη βολή, τη χάνει. Έχουμε εμείς ελπίδες. Ρίχνει τη δεύτερη βολή, τη χάνει. Παίρνω rebound, κάνω μία τρίπλα, βρίσκω έναν δίπλα μου που δεν έχω δει ποιος είναι –ήταν συμπαίκτης μου τελικά, δεν ήταν αντίπαλος– του δίνω μία, φεύγει 3 μέτρα πέρα και πετάω τη μπάλα πίσω απ’ το τρίποντο, στην άλλη μεριά του καλαθιού, του γηπέδου. Και πώς είναι ένας παίχτης από μας την πιάνει, την πετάει και μπαίνει μέσα. Follow. Και λήγει ο χρόνος. Και σε νεκρό χρόνο κερδίσαμε το παιχνίδι και ανεβήκαμε κατηγορία και πήγαμε τα Τρίκαλα στην Α1. Έχουν μείνει όλοι… Έχει μπει όλο το γήπεδο μέσα, έχουν έρθει μας έχουν αγκαλιάσει όλοι. Η άλλη ομάδα λέει ότι «Δεν μετράει το καλάθι». Εμείς να λέμε ότι μετράει. Να υπάρχει ένα… Να έχουν μπει όλοι μέσα, να έχει γίνει ένας χαμός. Να περιμένουμε την απόφαση των διαιτητών 40 λεπτά. Το γήπεδο μιλάμε να είναι… Όλοι να περιμένουν τι θα γίνει, γιατί έτσι και μετρούσε, ανεβαίναμε κατηγορία. Έτσι και δεν μετρούσε, δεν ανεβαίναμε κατηγορία. Ανέβαινε η άλλη ομάδα. Αφού έχει βγει η απόφαση… Να κάνουμε τον σταυρό μας, να πηγαίναμε στο εικονοστάσι να κάνουμε όλοι τον σταυρό μας εκεί πέρα. Βγαίνει η απόφαση του διαιτητή, λέει ότι «Μετράει το καλάθι» και έχει γίνει ένας πανηγυρισμός. Έχουμε ανέβει πάνω στη γραμματεία, έχουμε ανέβει πάνω στις κερκίδες, έχουμε γίνει ένα με τον κόσμο. Να μας παίρνουν αγκαλιά να μας σηκώνουν πάνω, να μας τραβάν τα ρούχα, να μας τραβάν τις μπλούζες. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο όμορφη στιγμή ήταν εκείνη. Σημαντικό παιχνίδι κι αυτό. Και ένα άλλο τελευταίο θα σε αναφέρω τώρα, το οποίο μου ήρθε… Δύο μάλλον. Ένα είναι το σχολικό, το οποίο ήταν μια λίγο άσχημη στιγμή. Ενώ είχαμε φτάσει τελικό σ’ όλα τα σχολεία στην Ελλάδα με τον Νίκο το Χατζή πάλι προπονητή, παίζουμε στον τελικό και έχουμε καταλάβει ότι ένας διαιτητής δεν μας παίζει καλά και θέλει να χάσουμε. Ενώ ήμασταν καλύτεροι, ήμασταν μπροστά συνέχεια. Κάποια στιγμή δίνει τεχνική ποινή στον προπονητή αυτόν, ο οποίος δεν έχει μιλήσει, δεν έχει πει τίποτα. Πρώτη φορά στην καριέρα του που έφαγε τεχνική ποινή. Δεν έχει ξαναφάει σ’ όλη την καριέρα του και ήταν 25 χρόνια προπονητής. Πρώτη φορά τεχνική ποινή σ’ αυτόν. Δίνει τεχνική ποινή σε ένα άλλο παίχτη. Τέλος πάντων, έδινε πράγματα, τα οποία ήταν άσχημα και ήταν εκτός. Και αργότερα μάθαμε ότι υπήρχε δόλος από πίσω. Με αποτέλεσμα χάνουμε το παιχνίδι, γίνεται μια φάση τελευταία και δίνει τεχνητή ποινή σ’ ένα παιδί, μας βάζουν τις βολές και χάνουμε το παιχνίδι απ’ αυτό. Τα παιδιά τα υπόλοιπα, γιατί αν θα κερδίζαμε, θα περνούσαμε όλοι… Εγώ είχα περάσει, βέβαια, με την Εθνική Ομάδα Γυμναστική Ακαδημία, αλλά τα υπόλοιπα παιδιά θα περνούσαν σε όποια σχολή θέλανε. Και ήταν άλλοι που θέλανε να γίνουν δικηγόροι, άλλοι που θέλανε να γίνουν γιατροί που θα περνούσαν χωρίς εξετάσεις, θα παίρνανε μόρια γι’ αυτό. Και χάσανε τα μόρια. Και όπως μας δώσανε το μετάλλιο -θυμάμαι την εικόνα- παίρνανε τα παιδιά τα μετάλλια και τα πετούσαν. Δεν θέλανε καν να το φορέσουν για την αδικία που είχε γίνει. Και φωνάζει… Κι εκεί ήταν το τέτοιο. Ήμασταν στη Μεγαλόπολη, από κει που είναι η καταγωγή… Που έχει η μάνα μου και όλη η κερκίδα, μόλις πήραμε εμείς τα μετάλλια, φωνάζανε: «Να τοι, να τοι οι πρωταθλητές!». Όλη η κερκίδα. Γιατί καταλάβανε όλοι ότι, τι έγινε. Όχι η κερκίδα από μας, κερκίδα από τους ανθρώπους που ήταν εκεί πέρα. Οπότε, ένα σημαντικό παιχνίδι που το θυμάμαι και μου ’χει μείνει στη μνήμη είναι αυτό. Κι ένα τελευταίο ήταν, όταν έπαιζα στο εξωτερικό, τελειώνει ένας αγώνας με τη Γερμανία, με τη Νυρεμβέργη που έπαιζα, που έπρεπε να κερδίσουμε. Ήταν σημαντικό παιχνίδι και χάσαμε. Και λέω εγώ απ’ τη νοοτροπία που είχα απ’ την Ελλάδα: «Πωπω! Θα μας βρίζουν τώρα που χάσαμε. Τι θα κάνω; Πρέπει να φύγω γρήγορα στα αποδυτήρια μη φάω κανένα μπουκάλι στο κεφάλι. Πρέπει να…». Σκεφτόμουνα πράγματα που θα έκανα στην Ελλάδα. Τη μάνα μου τη βρίζανε στην Ελλάδα, άκουγε συνέχεια -τέλος πάντων- βρισιές πάρα πολλές στα ελληνικά γήπεδα. Τελειώνει ο αγώνας και του λέω του φίλου μου του Γερμανό, του λέω: «Τι κάνουμε τώρα; Να φύγουμε γρήγορα». «Γιατί - με λέει - να φύγουμε γρήγορα;». Λέω: «Χάσαμε, ο κόσμος τώρα θα είναι δυσαρεστημένος», λέω. «Ε -λέει- και να πάμε να τον χαιρετήσουμε». «Ποιον να πάμε να χαιρετήσουμε;», λέω. Εγώ φοβόμουνα. Και πηγαίνουμε, δηλαδή όπως σας το λέω έγινε, περνάμε μπροστά στον κόσμο, να χειροκροτεί, να φωνάζει τα ονόματα απ’ τον κάθε παίκτη που περνούσε μπροστά και να έχω δει μία άλλη νοοτροπία φιλάθλου που δεν την είχα ζήσει. Την έβλεπα στο εξωτερικό, αλλά στην Ελλάδα δεν την είχα ζήσει. Δηλαδή, στην Ελλάδα υπήρχε η νοοτροπία ότι, όταν κερδίζεις, είσαι παικταράς, είσαι θεός. Όταν χάνεις, όμως, δεν είσαι τίποτα. Ενώ στη Γερμανία χάνεις κερδίζεις το χειροκρότημα θα το πάρεις. Γιατί λέει ότι έπαιξες, προσπάθησες, τα έδωσες όλα. Αυτό θέλουν να βλέπουν και γι’ αυτό ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να αναρριχηθώ στο εξωτερικό. Γιατί βλέπανε ότι έδινα τα πάντα, έδινα και την ψυχή μου για την ομάδα, οπότε ήταν πολύ πιο εύκολο να μπορέσω να παίξω στο εξωτερικό αρκετά χρόνια. Αυτά τα παιχνίδια θυμάμαι. Παιχνίδια με την Εθνική Ομάδα, παιχνίδια με τον ΓΣΛ και παιχνίδια με το σχολικό και με τις ομάδες των Τρικάλων. Αυτά ήταν τα πιο δυνατά.

Έ.Λ.:

Μου περιέγραψες και λίγο τις κερκίδες και τον φίλαθλο στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Γενικά, ποια ήταν τα συναισθήματά σου εσένα, όταν έμπαινες στο γήπεδο και λίγο πριν; Τι συναισθήματα επικρατούσαν μπαίνοντας σε γεμάτα γήπεδα και σε μη γεμάτα γήπεδα;

Σ.Γ.:

Ναι.

Έ.Λ.:

Ποιες είναι οι διαφορές;

Σ.Γ.:

Επειδή είχα μάθει να παίζω στην Ελλάδα, όταν παίζαμε είχε 5.000 κόσμο. Ήταν γεμάτα τα γήπεδα, γενικώς. Το είχα ζήσει αυτό πώς είναι να ζεις και να μπαίνεις. Στην αρχή τον πρώτο καιρό εννοείται ανατρίχιαζες μόλις έμπαινες μέσα. Υπήρχε ένα στρες, το οποίο, άμα ήταν διαχειρίσιμο, ήταν πολύ καλό, γιατί σε βοηθούσε στη συγκέντρωση. Γενικώς, όμως είμαι ένας άνθρωπος, ο οποίος προσαρμόζομαι πολύ εύκολα σε όλες τις καταστάσεις. Μπορεί να έπαιζα σε άδειο γήπεδο και να έβρισκα κίνητρο για να παίξω καλά, να τα δώσω όλα. Μπορεί να έπαιζα σ’ ένα γεμάτο γήπεδο και να ένιωθα ότι δεν υπάρχει κανένας στην κερκίδα, οπότε με βοηθούσε πάλι να παίζω καλά. Προσπαθούσα νοερά να βάζω το μυαλό μου σε μια διαδικασία, επειδή όταν είσαι επαγγελματίας αθλητής και παίζεις σε υψηλό επίπεδο, αυτά πρέπει να τα μηδενίζεις. Δηλαδή, όταν τελειώνει ο αγώνας, γινόμαστε κουβάρι με τους φιλάθλους. Έτσι; Όμως, κατά τη διάρκεια των αγώνων, επειδή πρέπει να είσαι ψύχραιμος, πρέπει να είσαι ήρεμος και πρέπει να διαχειρίζεσαι όλο το στρες και την ευθύνη που έχεις στο να κερδίσει η ομάδα σου -έτσι;- προσπαθείς αυτό να το απομονώσεις. Βέβαια, αυτό γίνεται με την εμπειρία, δεν γίνεται απ’ τη μία στιγμή στην άλλη. Γίνεται χρόνια. Εγώ, βέβαια, το είχα από πολύ μικρή ηλικία, από 16 χρονών. Δεν ξέρω, αυτό μπορεί να ήταν έμφυτο. Ο πατέρας μου ήταν πολύ ψύχραιμος, γενικώς σαν άνθρωπος. Οπότε, και σε μένα ήταν λίγο πιο εύκολο να βγει αυτό. Τα συναισθήματα που επικρατούν είναι συναίσθημα χαράς και αγάπης για το άθλημα, η αδρεναλίνη είναι στα ύψη. [02:10:00]Είσαι σε εγρήγορση, γενικώς. Είσαι σε εγρήγορση και προσπαθείς να είσαι… Το αίμα σου βράζει και προσπαθείς να είσαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή για να μπορέσεις να ανταπεξέλθεις στο παιχνίδι. Να μπορέσεις να ανταπεξέλθεις στον αντίπαλο. Είσαι ήρεμος για να μην μπορέσει ο αντίπαλος να καταφέρει να σου χαλάσει το μυαλό και να το γυρίσει, να το αντιστρέψει. Δηλαδή, παίζει ρόλο και η στρατηγική πολλές φορές. Οπότε, η ψυχραιμία είναι βασικός παράγοντας και η ηρεμία που πρέπει να έχεις στο μυαλό είναι βασικός παράγοντας να μπορέσεις να είσαι επιτυχημένος σαν αθλητής.

Έ.Λ.:

Θυμάσαι το πιο γεμάτο γήπεδο στο οποίο έχεις παίξει;

Σ.Γ.:

Ναι. Θα σ’ αναφέρω το πιο γεμάτο γήπεδο που έχω παίξει, το οποίο είναι στην Κολωνία, στο All Star Game που παίζαμε, που ήμασταν 3 μέρες και δίναμε αυτόγραφα στα παιδιά που ερχόταν στο γήπεδο. Είχε 18.000 κόσμο, ήταν γεμάτο. Και έχω παίξει εκεί πέρα ένα παιχνίδι All Star Game που παίζαμε… Βορράς με νότο παίζαμε αντίπαλοι. Και το πιο μεγάλο γήπεδο όμως ποδοσφαίρου, που κάναμε τις τελετές στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, που είχε 60.000 με 70.000 κόσμο ήταν στις 3 Πανεπιστημιάδες που πήγα στο εξωτερικό που είχε 60.000 και 70.000 κόσμος στην τελετή έναρξης. Όταν είχαμε -ας πούμε- την ελληνική σημαία και ήμασταν η αποστολή όλη από πίσω κρατούσε ένας την Ελληνική σημαία και οι υπόλοιποι ήμασταν… Η αποστολή ήμασταν από πίσω και μπαίναμε σ’ ένα γήπεδο, το οποίο είχε 70.000 κόσμο, 60.000 κόσμο.

Έ.Λ.:

Πού έγινε αυτό;

Σ.Γ.:

Αυτό έγινε στην Κίνα που ήταν και… Είχε τότε την παρουσίαση, την τελετή έναρξης, την είχε κάνει… Που παίζει ηλεκτρικό πιάνο, μια Κινέζα πολύ γνωστή… Πώς τη λένε; Δεν τη θυμάμαι. Τέλος πάντων. Στη Μαγιόρκα που είχε γίνει και στη Σμύρνη.

Έ.Λ.:

Εσύ πώς-

Σ.Γ.:

Και στα τρία αυτά ήταν είχε 60.000 το ένα, 70.000 το άλλο. Ήταν γεμάτο το γήπεδο.

Έ.Λ.:

Εσύ… Τα συναισθήματά σου, όταν έμπαινες με την ελληνική σημαία και την αποστολή;

Σ.Γ.:

Κάθε φορά που μπαίνεις με την ελληνική αποστολή ή με την Εθνική Ομάδα πηγαίνεις κάπου, όταν ακούς τον εθνικό ύμνο ή όταν ακούς ή όταν φοράς μάλλον το εθνόσημο, εκεί πραγματικά ανατριχιάζεις. Τα συναισθήματα είναι πάρα πολύ δυνατά. Γιατί, όπως είχα πει και στην αρχή, όταν ήμουνα και σαν παίκτης… Νιώθεις ότι εκπροσωπείς όλη την Ελλάδα. Δεν εκπροσωπείς τον εαυτό σου εκείνη τη στιγμή. Εγώ αυτό εκλαμβάνω. Ότι εκπροσωπώ όλη την Ελλάδα. Δεν εκπροσωπώ τον Σωτήρη εκείνη τη στιγμή. Εκπροσωπώ την Ελλάδα. Οπότε, προσπαθώ να είμαι άψογος σε όλα.

Έ.Λ.:

Στην αθλητική σου πορεία, γενικότερα, έχεις αναφέρει ότι υπήρξαν κάποιες στερήσεις, όπως ας πούμε, όταν ήσουνα σε ομάδες σε άλλη πόλη και έπρεπε να γυρίζεις, να έρχεσαι. Υπήρξαν άλλες προσωπικές στερήσεις που ένιωσες ότι σου κόστισαν, για να μπορέσεις να συνεχίσεις την αθλητική σου καριέρα;

Σ.Γ.:

Δεν θεωρώ… Οι θυσίες που έκανα δεν θεωρώ ότι μου κόστισαν. Απλά ήταν θυσίες που και σήμερα να μου το ρωτούσες, πάλι θα τις ξανάκανα. Γιατί; Γιατί όταν -ας πούμε- τα παιδιά όλα βγαίνανε έξω Παρασκευή βράδυ, εγώ δεν έβγαινα ποτέ έξω Παρασκευή βράδυ, επειδή Σάββατο έπαιζα αγώνα. Δεν το έζησα αυτό στην παιδική ηλικία και στην εφηβική. Έπρεπε να ξεκουράζομαι, γιατί έχω αγώνα. Ή, για παράδειγμα, Σαββατοκύριακα όλοι φεύγανε, πηγαίνανε εκδρομές με την οικογένειά τους, εγώ πήγαινα στην Αθήνα, επειδή είχα προπονήσεις με την Εθνική Ομάδα. Μετά, είχα δύο προπονήσεις την ημέρα, άλλοι πηγαίνανε για καφέ ή κάνανε άλλα πράγματα που εγώ δεν μπορούσα να τα κάνω. Έπρεπε να κάνω προπόνηση. Το σχολείο. Έπρεπε να πηγαίνω στο σχολείο κουρασμένος. Γιατί έκανα προπόνηση πριν το σχολείο. Μετά το σχολείο. Πάλι μετά το σχολείο έπρεπε να βρω χρόνο και να διαβάσω, αλλά να βρω χρόνο και να κάνω και προπόνηση. Οπότε, θυσίαζα πράγματα πάρα πολλές φορές απ’ τον εαυτό μου, απ’ την προσωπική μου ζωή, απ’ την συναναστροφή με τους φίλους μου, για να μπορέσω να κάνω αυτό που αγαπάω. Δεν το μετανιώνω. Και πάλι και τώρα να με ρωτήσεις, πάλι το ίδιο θα έκανα. Όλα αυτά που θυσίασα όλα αυτά τα χρόνια, τα οποία είναι αρκετά και είναι πάρα πολλά. Για παράδειγμα, ήμουνα στο εξωτερικό και δεν έβλεπα την οικογένειά μου, δεν έβλεπα τη γυναίκα μου. Ήμουνα σε άλλη πόλη και δεν έβλεπα τα παιδιά μου. Όλες αυτές οι θυσίες είναι θυσίες που -στο ξαναλέω- θα τις ξανάκανα, αλλά δεν παύουν να είναι θυσίες και να υπάρχει αυτή η στέρηση. Όμως, προσπαθούσα να διαχειρίζομαι τον χρόνο μου και τον χώρο που είχα. Προσπαθούσα μέσω παλιά, ας πούμε, με τηλεκάρτες και με τέτοια να παίρνω τηλέφωνο, να ακούω έστω και τη φωνή και αυτό ή με γράμματα. Ειδικά με τη γυναίκα μου γράφαμε πάρα πολύ. Μας άρεσε να γράφουμε. Με γράμματα παλιά που υπήρχανε που στέλναμε συνέχεια ο ένας στον άλλο και αυτό με κρατούσε σε εγρήγορση. Με κρατούσε κι έλεγα: «Μπορεί να θυσιάζεις, μπορεί να είναι μακριά, αλλά να, πήρα το γράμμα μου. Θα διαβάσω, θα ακούσω τι κάνει ο άλλος, θα…». Ή έπαιρνα τηλεκάρτα. Άκουγα τον πατέρα μου, τη μάνα μου κτλ. Ή και, όταν λείπαμε ταξίδια πολλές μέρες, το ίδιο. Θυσίαζα, αλλά κέρδιζα, όμως. Θυσίαζα, αλλά και κέρδιζα. Κέρδιζα στιγμές, κέρδισα φιλίες, κέρδισα συμπεριφορές ανθρώπων, μάθαινα από συμπεριφορές ανθρώπων. Κέρδισα συναισθήματα πάρα πολλά έντονα συναισθήματα. Το μπάσκετ μου χάρισε τόσο έντονα συναισθήματα που δεν ξέρω, αν θα μπορούσα να τα ζήσω αν θα ασχολούμουνα με κάτι άλλο. Μ’ έμαθε να σέβομαι τον συμπαίκτη μου, να σέβομαι τον αντίπαλο. Μ’ έμαθε να σέβομαι το διαφορετικό, να σέβομαι, τον μουσουλμάνο, να σέβομαι τον βουδιστή, να σέβομαι τον άνθρωπο με κάποια άλλη κουλτούρα. Να σέβομαι τον χώρο του άλλου, ότι κάποιος θέλει να κοιμηθεί, επειδή παίζει αγώνα. Μου ’μαθε να σέβομαι τον χρόνο μου. Πολλές φορές, επειδή όταν βρίσκεσαι μόνος σου, προσπαθείς να σέβεσαι λίγο τον χρόνο σου. Δηλαδή, προσπαθείς να είναι εποικοδομητικός. Προσπαθείς να βρίσκεις να κάνεις πράγματα τα οποία θα γεμίσεις τον χρόνο, αλλά θα σε κάνουν και θα σε βοηθούν και στην καθημερινότητά σου. Μετά, γνώρισα -όπως είπα και πριν- πολλούς ανθρώπους. Έκανα πάρα πολλά ταξίδια, το οποίο είναι και κάτι το οποίο δεν φανταζόμουνα ότι θα ήμουνα στο Αργυροπούλι Τυρνάβου Λάρισας και θα έφτανα να παίζω στην Κίνα. Θα έφτανα να παίζω στην Κίνα μπροστά σε 30.000 κόσμο. Δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα βλέπω τον Γκάλη και τον Γιαννάκη στην τηλεόραση και κάποια στιγμή θα ανεβαίνω στον βάθρο με το μετάλλιο της Εθνικής Ομάδος. Δεν το φανταζόμουνα ποτέ ότι θα βλέπω τον Μπάνε Πρέλεβιτς να παίζει με τον ΑΡΗ, με τον ΠΑΟΚ κτλ. με τις ομάδες αυτές και κάποια στιγμή εγώ θα παίζω αντίπαλος με τον Μπάνε Πρέλεβιτς. Δεν φανταζόμουνα ότι θα παίζω σε…  Στο σχολείο του χωριού στο Αργυροπούλι και δεν φαντάζομουνα ότι θα πηγαίνω σε σχολείο στο εξωτερικό, στη Λάρισα, και θα δίνω αυτόγραφα και θα είμαι εγώ το πρότυπο για κάποια παιδιά. Όλα αυτά ήταν πράγματα, τα οποία κέρδισα μέσα απ’ τον αθλητισμό, μέσα απ’ την καλαθοσφαίριση, μέσα απ’ την προπονητική και θεωρώ ότι το ταξίδι και όλες οι αθλητικές διαδρομές που έκανα με βοήθησαν να γίνω καλύτερος σαν άνθρωπος πρώτα απ’ όλα, γιατί πάντα αυτό είχα σαν μέλημα. Ότι από κει που ξεκίνησα: «Να μην ξεχάσεις ποτέ τις ρίζες σου και να μην ξεχάσεις πώς μεγάλωσες». Αυτό το κουβαλούσα μαζί μου και με βοηθούσαν πάρα πολύ στο να μπορώ να ανταπεξέρχομαι σε αυτά που θα συναντούσα. Από ένα μικρό χωριό, λοιπόν, της Λάρισας, από ένα πολύ μικρό χωριό του Τυρνάβου, το Αργυροπούλι, έφτασα να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο. Έφτασα να γνωρίσω ανθρώπους και προσωπικότητες που δεν θα γνώριζα ποτέ. Έφτασα να γνωρίσω κουλτούρες και θρησκείες και ανθρώπους άλλους που σκέφτονται κάπως διαφορετικά απ’ ότι σκεφτόμαστε εμείς. Είδα ανθρώπους που βλέπανε με άλλα μάτια τους ανθρώπους που ήταν διαφορετικοί. Είδα ανθρώπους που δείχνανε σεβασμό σε ανθρώπους με ειδικές ανάγκες. Είδα ανθρώπους που χειροκροτούσανε τον άνθρωπο και όχι τον αθλητή Σωτήρη. Οπότε, αναθεώρησα πάρα πολύ και πάρα πολλά πράγματα σαν άνθρωπος και θεωρώ ότι το ταξίδι μου στο εξωτερικό και οι ορίζοντες που άνοιξα… Που ανοίξανε μάλλον για μένα με την ομάδα που πήγα και με τις ομάδες που έπαιζα ήταν κάτι, το οποίο με βοήθησε να γίνω καλύτερος άνθρωπος.

Έ.Λ.:

Ποια είναι η πιο συγκλονιστική στιγμή που μπορείς να θυμηθείς από την αθλητική σου καριέρα, κάτι που αποτελεί ορόσημο σαν στιγμή;

Σ.Γ.:

Επειδή το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι, όταν σου κάνουν μια ερώτηση θεωρώ ότι είναι και αυτό που είναι και το… Αυτό που νιώθεις, άμα θα σε πω ότι τώρα που με ρώτησες, σκέφτηκα τη στιγμή που έπαιζα στο χωριό μπάσκετ; Αυτή ήταν η στιγμή για μένα η καλύτερη. Ακόμα και… Αυτή ήταν η στιγμή, γιατί δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος, δεν με έβλεπε κανείς, όμως ήταν η ωραιότερη στιγμή για μένα. Και έχει τύχει να παίζω -όπως είπα πριν- σε 18.000 κόσμο και είδες τι σου είπα; Ότι η πιο σημαντική στιγμή ήταν αυτή που ήμουνα μόνος μου και όχι αυτή η στιγμή που έπαιζα μπροστά σε 18.000 κόσμο. Δηλαδή, αν απαντούσα ειλικρινά, που απαντώ ειλικρινά στην ερώτηση που μου έκανες, είναι ότι η στιγμή που ξεχώρισε σε όλη τη διαδρομή μου στον αθλητισμό είναι η στιγμή που ξεκίνησα το μπάσκετ. Η στιγμή στο χωριό. Η στιγμή που ήμουνα εγώ και η μπασκέτα και μια[02:20:00] μπάλα.

Έ.Λ.:

Συγκλονιστικό. Δεν έχω να ρωτήσω τίποτα άλλο. Θα ήθελες εσύ να προσθέσεις κάτι;

Σ.Γ.:

Όχι, απλά αυτό που θέλω τελευταίο να προσθέσω είναι ότι μου έβγαλες πάρα πολύ ωραίες στιγμές. Μου θύμισες πάρα πολλά πράγματα που δεν πίστευα ότι θα τα θυμόμουνα. Ήρθαν στο μυαλό μου μέρη και μέχρι και αρώματα από άλλα κράτη, από άλλες περιόδους της ζωής μου. Αναμνήσεις φανταστικές. Και είναι καλό να κρατάμε τα πράγματα που ζήσαμε, αρκεί να μη στεκόμαστε μόνο σε αυτά και να προχωράμε μπροστά. Σε ευχαριστώ κι εγώ πολύ για τη συνέντευξη που με πήρες.

Σ.Γ.:

Σε ευχαριστώ πολύ που μου τα είπες.