Το Δίλοφο Βοΐου μέσα από τις αναμνήσεις του Βαγγέλη Σακαλή

Θ.Σ.

[00:00:00]Καλησπέρα.

Ε.Σ.

Καλησπέρα, Σάκη.

Θ.Σ.

Λοιπόν, είμαι ο Θανάσης Σκούφιας, ερευνητής για το Istorima, είναι 19 Αυγούστου του 2023, βρίσκομαι μαζί με τον Βαγγέλη Σακαλή και είμαστε στο Δίλοφο Βοΐου του Νομού Κοζάνης. Βαγγέλη, αρχικά θέλω λίγο να μου μιλήσεις για το χωριό, να μου πεις πώς πήρε το όνομά του, πού ακριβώς βρίσκεται, τι υψόμετρο έχει, να μάθουμε λίγο κάποια βασικά πράγματα για το χωριό.

Ε.Σ.

Λοιπόν. Το Δίλοφο... Το Δίλοφο βρίσκεται στον Νομό Κοζάνης, υπάγεται στον Νομό Κοζάνης, στην επαρχία Βοΐου. Υπάρ… Έχει υψόμετρο 960 μέτρα, βρίσκεται κάπου πολύ ορεινά με πάρα πολύ πράσινο. Πιο παλιά, από το 1950 πριν, κατοικούσαν εδώ γύρω στα 500 με 600 άτομα. Σήμερα κατοικούν πάρα πολύ λίγοι, τον χειμώνα καμιά δεκαριά, το καλοκαίρι στον Δεκαπενταύγουστο φτάνουμε και τα 300 άτομα. Από πού ήρθαν οι κάτοικοι του χωριού; Οι πιο πολλοί ήρθαν από ένα γειτονικό χωριό, Τσέρο, και απέχει... Το οποίο ανήκει και αυτό στην Κοινότητα Διλόφου, το οποίο το κάψανε οι Τουρκοαλβανοί τρεις φορές και η τελευταία γενιά ήρθε εδώ. Πάρα πολλοί κάτοικοι ήρθαν από τα χωριά του Τσοτυλίου και Νεαπόλεως, διωγμένοι πάλι από τους Τούρκους, και πάρα πολλοί ήρθαν από την Ήπειρο, την Νότια και την Βόρεια Ήπειρο. Από την περιοχή Σουλίου και από το... Απ’ την Αλβανία, τότε που κατοικούσαν Έλληνες. Ασχολίες στο χωριό είναι οι εξής: Ήτανε κτηνοτροφικό, πάρα πολλοί μαστόροι τεχνίτες της πέτρας, οι οποίοι ταξιδέψανε παντού. Αμερική, Αργεντινή, Χιλή, Ρουμανία, ξέρω γω, και πού δεν πήγαν, σε όλον τον πλανήτη. Φεύγανε πάντα το καλοκαίρι και γυρίζανε το φθινόπωρο. Φεύγανε την άνοιξη, τον Ευαγγελισμό, του Αϊ-Γιώργη και γυρίζανε τον Αϊ-Δημήτρη. Αλλά πιο πολλοί φεύγαν και πηγαίναν στο εξωτερικό και κάθονταν πάρα πολλά χρόνια, καθόταν μέχρι επτά χρόνια ήταν το ταξίδι τους. Άλλες ασχολίες στο χωριό, εμείς που καθόμαστε εδώ πέρα είχαμε πάντα κάποια πρόβατα. Όλα τα σπίτια είχαν κάποια πρόβατα, δέκα, δεκαπέντε, τα οποία αυτά τα μάζευε ένας τσοπάνης, τζοπάνος και τα βοσκούσε, βέβαια, με κάποια αμοιβή. Απ’ αυτά τα πρόβατα είχαμε το γάλα, το τυρί, τα λίγα, κάτι η οικογένεια. Όλο το καλοκαίρι οι ασχολίες, αφού φεύγαν οι άντρες και πηγαίνανε στην ξενιτιά, λεγόμενο όπως την λέμε τώρα, οι γυναίκες και τα παιδιά καθόνταν στο χωριό, μαζεύαν χόρτα, κλαδιά για τον χειμώνα, για τα ζώα, ξύλα για τον χειμώνα, σκάβανε για να... μπαχτσέδες και κάποια χωράφια. Λοιπόν, αυτά για το χωριό το Δίλοφο.

Θ.Σ.

Θέλω λίγο να μου πεις ο Τσέρος πού ακριβώς βρίσκεται; Είναι κοντά στο Δίλοφο;

Ε.Σ.

Ο Τσέρος βρίσκεται δύο ώρες με τα πόδια, υπήρχε στη, στο μέσον του δρόμου, ο οποίος πήγαινε Γρεβενά - Κορυτσά και εκεί στον Τσέρο υπήρχε ένα, υπήρχε... Όλοι που πηγαινοκατεβαίνανε υπήρχανε, είχανε μια στάση, εκεί πέρα είχε χάνια, είχε πεταλωτήρια, είχε να διορθώνουν τα κάρα τους, αλλά αυτός κάηκε μια φορά το 1770, τον κάψαν πάλι οι Τουρκαλβανοί. Μια φορά, το χίλια… το 1700 κάηκε μια φορά, το 1700 δεύτερη και την τρίτη το 1830. Και τις τρεις φορές, όταν κατέβαιναν τα στίφη των Αρβανιτών προς τα κάτω και να καταπραΰνουν τις επαναστάσεις, στον γυρισμό καίγαν και τον Τσέρο και άλλα χωριά, όπως είναι και το Νιντρούζ. Κάηκαν εκείνες τις ίδιες μέρες το 1830 και από τότε δεν ξαναγίνηκε ο Τσέρος. Φύγανε όλοι οι κάτοικοι και σκορπίσαν στα γύρω τα χωριά, οι πιο πολλοί ήρθαν στο Δίλοφο.

Θ.Σ.

Αυτό το χωριό εδώ που είμαστε πώς πήρε το όνομά του;

Ε.Σ.

Το πήρε το όνομά του γιατί χτίστηκε σε δύο λόφους. Γι’ αυτό λέγεται και Δίλοφο. Πρώτα, παλιά λεγόταν, πρώτα, παλιά λεγόταν Βραχοπλαγιά, η οποία δεν άρεσε στους χωριανούς τότε και το βγάλανε Δίλοφο μετά. Το μεταονομάσαν Δίλοφο. Παλιά λεγόταν Λιμπόχοβο, αλλά τώρα καινούργια το λέμε Δίλοφο. Δηλαδή Βραχοπλαγιά και μετά Δίλοφο.

Θ.Σ.

Μάλιστα. Εσύ πού γεννήθηκες; Εδώ;

Ε.Σ.

Εγώ γεννήθηκα το 1947 στο Δίλοφο. Όχι μες στο Δίλοφο, γεννήθηκα στον Πεντάλοφο, τότε που το ’47, 1947 στον Πεντάλοφο, τότε που μάζεψαν όλο το χωριό με τον Εμφύλιο Πόλεμο και μας είχαν, είχανε πάει όλο το χωριό στον Πεντάλοφο, όπως ήταν και άλλα χωριά, και εγώ έτυχε να γεννηθώ στον Πεντάλοφο. Στον Πεντάλοφο όπου γεννήθηκα η μάνα μου ήταν εκεί πέρα, ο δε πατέρας μου ήταν στο βουνό. Αντάρτης. Και να λέω ότι τον πατέρα μου τον γνώρισα στα 12 τα χρόνια! Ζούσα μόνος εδώ πέρα.

Θ.Σ.

Τα πρώτα χρόνια που μεγάλωσες και χωρίς τον πατέρα σου πώς ήταν;

Ε.Σ.

Λοιπόν, ακόμη είμαι 76 χρονών και έχω ακόμη κατάλοιπα του ορφανού παιδιού και συμμερίζομαι τα ορφανά παιδιά πάντα. Ένιωθα πολύ παράξενα, έβλεπα τα άλλα τα παιδιά να έχουν τους πατεράδες. Εγώ και άλλοι κάνα-δυο σαν μαραμένοι, καθόμασταν κάπου σε, έτσι, κει, δεν, δεν υπήρχε χαρά, ούτε στο σπίτι, πουθενά.

Θ.Σ.

Αδέρφια;

Ε.Σ.

Λοιπόν, έχω άλλα δύο αδέρφια. Έναν αδερφό και μια αδερφή. Ο ένας αδερφός μου έχει πεθάνει εδώ και δύο χρόνια, η αδερφή μου ζει στην Θεσσαλονίκη και όλον τον καιρό εδώ ζούσα με τη μάνα μου και με μία γιαγιά. Δύσκολα χρόνια. Πρώτα πρώτα να βρούμε το ψωμί να φάμε και μετά το φαγητό, το ψωμί πρώτα, ύστερα το φαγητό!

Θ.Σ.

Τι τρώγατε τότε, Βαγγέλη;

Ε.Σ.

Ευτυχώς εδώ στο χωριό μετά το ’50 είχαν φύγει πάρα πολλές οικογένειες και κάτι μπαχτσέδες, κάτι δέντρα εδώ τα αφήσανε. Υπήρχαν πάρα πολλά φρούτα. Αρχίζαμε από κεράσια, κορόμηλα, μετά ήταν τα μήλα, μετά ήτανε... Τι να πω; Πεπόνια, καρπούζια, κορόμηλα, μετά και στο τέλος τα κάστανα. Η δε γιαγιά μου, θα ’λεγα, αυτά τα χρόνια που έλειπε ο μπαμπάς μου ζούσαμε με αυτά. Έπαιρνε η γιαγιά μου και πήγαινε στα διπλανά τα χωριά και πουλούσε τα κορόμηλα, τα καρπούζια, τα πεπόνια και με αυτά ζούσαμε.

Θ.Σ.

Από τη δεκαετία του ’40 εσύ αναμνήσεις δικές σου δεν έχεις, αλλά τι ιστορίες άκουσες εδώ για το χωριό; Πώς ήταν τα πράγματα;

Ε.Σ.

Ήτανε πιο γεμάτο το χωριό, ήτανε πάρα πολύ χαρές, πανηγύρια... Υπήρχε η χαρά, ήταν γεμάτο το χωριό. Βέβαια, υπήρχαν και οι φασαρίες, μαλώναν και οι γειτόνοι. Φυσικά, ήταν όλα αυτά για να μαλώνουν και να κάνουν... Ξενιτευόνταν οι μάστοροι την άνοιξη, τους περιμέναν με λαχτάρα το φθινόπωρο να γυρίσουν. Έριχνε πάρα πολλά χιόνια, πάρα πολλά χιόνια, τα οποία χαθήκαν, δεν τα βλέπουμε πια, και μέσα στα χιόνια το, όλον τον χειμώνα πώς ζούσε το χωριό; Κρατούσαν ένα-δύο αρνιά, τα οποία μεγαλώναν, τα σφάζανε... Σφάζανε το γουρούνι και γινόταν και η «Γουρνοχαρά» πριν τα Χριστούγεννα. Τα δε αρνιά τα σφάζαν πιο μετά. Έσφαζε κάποιος ένα αρνί, έδινε το μισό στον γείτονα. Όταν έσφαζε ο γείτονας έπαιρνε το άλλο το μισό, εναλλάξ δηλαδή. Ερχόταν μέχρι την άνοιξη, αυτό γινόταν με αυτά. Οι δε πατάτες, λάχανα και πράσα, αυτά τα αλλάζαμε με τα κάστανα. Τους δίναμε κάστανα, ερχόνταν εμπόροι... Τους πουλούσαμε τα κάστανα, τα αλλάζαμε. Δίναμε, ξέρω γω, ένα κιλό κάστανα, ένα κιλό λάχανο και αλλάζαμε λάχανα και πράσα. Δεν μας έλειπαν αυτά. Επίσης και πατάτες, βάζαμε εδώ στους μπαξέδες πατάτες, αλλά για πιο πολλά με τα κάστανα. Με τα κάστανα, επίσης, φεύγαν και πηγαίναν στα άλλα τα χωριά, εδώ των Γρεβενών, επειδή δεν είχαν καστανά, και πηγαίναμε με τα γαϊδούρια, πηγαίναμε φορτωμένοι κάστανα, γυρίζαμε με καλαμπόκι, σιτάρι, βρίζα, ό,τι άλλο ήτανε. Επίσης, ερχόνταν απ’ το διπλανό το χωριό, το Δοτσικό, το φθινόπωρο. Εμείς, δηλαδή δεν είχαμε πεύκα εδώ, φέρνανε δαδί και τους δίναμε κάστανα. Τα φρούτα ήταν άφθονα, δηλαδή τα γύρω τα χωριά δεν είχαν καθόλου φρούτα. Είχαμε τα αχλάδια εμείς, είχαμε, και τι δεν είχαμε εδώ πέρα. Τα πάντα! Δηλαδή δεν δυστυχήσαμε από φρούτα. Ε, το φαγητό το μέλημα ήταν πώς θα βρούμε το αλεύρι και το λάδι. Τα άλλα υπήρχαν όλα.

Θ.Σ.

Γιατί φεύγανε την άνοιξη οι μάστορες;

Ε.Σ.

Γιατί οι χειμώνες ήταν βα... Πολύ χιόνια, βαριοί οι χειμώνες. Έριχνε χιόνια, λοιπόν... Οι δουλειές δεν υπήρχαν κάτω στον κάμπο, που πήγαιναν στην Θεσσαλία, στην Κωνσταντινούπολη οι πιο πολλοί, και φεύγαν την άνοιξη. Τότε αρχίζαν οι δουλειές και τον χειμώνα καθόνταν εδώ να κόψουν τα ξύλα, κάτι δουλειές να κάνουν. Φεύγανε την άνοιξη, έφευγαν, εκεί, γύρω στις 1η Απριλίου και γυρίζαν του Αϊ-Νικόλα. Πότε; Μέχρι και 7 Δεκεμβρίου, τον Δεκέμβριο γυρίζαν, αυτό. Αυτό ήτανε, γι’ αυτό φεύγανε.

Θ.Σ.

Από τη δεκαετία του ’40, εδώ στο χωριό ξέρουμε αν υπήρχαν Γερμανοί; Είχαν έρθει Γερμανοί εδώ;

Ε.Σ.

Ναι, βέβαια, είχαν έρθει Γερμανοί. Τώρα τι ακριβώς και πότε ήρθαν δεν θυμάμαι εγώ, δεν τα, από ακουστά το έχω. Ήρθ[00:10:00]αν οι Γερμανοί εδώ στο χωριό και κάψανε το σχολείο. Το σχολείο... Ναι, μόνο το σχολείο κάψανε, γιατί το σχολείο ήτανε, το είχε το Ε.Λ.Α.Σ. νοσοκομείο. Νοσοκομείο και το κάψανε. Βέβαια, πέρασαν και από τα βουνά όλα, είχανε γερμανικές [Δ.Α.], ξέρω γω πώς τους λέγανε; Τους βρήκανε όλους στα βουνά, δεν τους πειράξανε, αλλά εδώ κάψανε το, το σχολείο, το οποίο μετά τον πόλεμο, το ’50, το ξανακατασκευάσανε οι χωριανοί.

Θ.Σ.

Εσύ σχολείο εκεί πήγες;

Ε.Σ.

Σ’ αυτό το σχολείο, ναι, βέβαια, έξι τάξεις.

Θ.Σ.

Για πες μου, τι θυμάσαι από τα σχολικά σου χρόνια;

Ε.Σ.

Πολύ ξύλο, Σάκη, απ’ τον δάσκαλο! Τι να σου πω; Ξύλο και Άγιος ο Θεός! Σε έστελνε να πάρεις μια βέργα, να κόψεις μια βέργα, για να την δοκιμάσει δάσκαλος στο χέρι σου, πονάει, δεν πονάει; Τώρα πήγαινες εκεί και έλεγες τι να κόψω; Να κόψω λεπτή; Πονάει. Να κόψω χοντρή; Πάλι χειρότερο, ό,τι και να ’κανες δεν την γλίτωνες, δεν την γλίτωνες. Όχι, όχι.

Θ.Σ.

Είχε πολλά παιδιά;

Ε.Σ.

Όταν ήμουν εγώ στο σχολείο, ξέρω γω, κάπου εκεί Δευτέρα, Τρίτη τάξη, ήμασταν γύρω στα 40 με 50 παιδιά. Όταν ήμουν στην Έκτη τάξη καμιά δεκαπενταριά, 20 ήμασταν τελευταία. Το οποίο αυτό το σχολείο, κράτησε μέχρι και το ’75 και μετά έκλεισε οριστικά.

Θ.Σ.

Τον πατέρα σου μου είπες τον γνώρισες 12 χρονών.

Ε.Σ.

Δώδεκα χρονών.

Θ.Σ.

Και τι σου είπε; Τι, ποια, τα πρώτα πράγματα που σου είπε και οι ιστορίες από το βουνό.

Ε.Σ.

Ε, από το βουνό πολλές ιστορίες, ξέρω γω, οι οποίες... Ο οποίος βγήκε στο αντάρτικο και τραυματίστηκε το ’47 το, το φθινόπωρο, τραυματίστηκε εδώ, στη ράχη του Τσοτυλίου. Δυο βλήματα στο κεφάλι, τα οποία δεν του τα βγάλανε και τα είχε. Από κει έφυγε... Έφυγε, τον πήγανε εδώ στα Λιβάδια Κοτύλης, Πρώτων Βοηθειών, στο νοσοκομείο στον Γράμμο και από κει υπήρχε, είχαν οι αντάρτες ένα νοσοκομείο μες στην Αλβανία. Εκεί στην Αλβανία που πήγε τον κρατήσαν μέσα στο νοσοκομείο αυτόν και έγινε φούρναρης εκεί πέρα. Ζύμωνε ψωμιά για όλο τους αντάρτες. Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ζύμωνε. Τ’ αλεύρια κι αυτά πού τα βρίσκουν δεν ξέρω. Από εκεί έφυγε, πήγε στην Πολωνία, και απ’ την Πολωνία γύρισε εδώ μετά. Όταν γύρισε εδώ πήγε κάναν χρόνο στην Λάρισα στις οικοδομές, τα παράτησε εκεί, ήρθε εδώ, έφτιαξε κάποια αγελάδια, κάποια πρόβατα και ζούσε μ’ αυτά εδώ πέρα μετά.

Θ.Σ.

Όλα αυτά τα χρόνια που έλειπε επικοινωνούσατε;

Ε.Σ.

Καθόλου. Με κάποια γράμματα, ένα γράμμα του τον χρόνο, ξέρω γω. Κάπως έτσι.

Θ.Σ.

Ναι. Θέλω λίγο να, να μου πεις για τα παιχνίδια που παίζατε όταν ήσασταν εδώ μικροί με τους φίλους σου, καθώς και, μου αναφέρθηκες σε μία ιστορία με το πεπόνι, που μου ’χες πει, για ένα πεπόνι.

Ε.Σ.

Ναι, τα παιχνίδια εδώ στο χωριό ήτανε το ποδόσφαιρο, βέβαια, αλλά μπάλα δεν είχαμε καμιά φορά. Όλο κάτι, κάτι ξεφούσκωτες μπάλες, αν βρίσκαμε καμία. Όλο... Και μη γελάσεις, ότι παίζαμε και ποδόσφαιρο με κεφαλιά πεθαμένων που βρίσκαμε στα βουνά. Σουτάραμε τα κεφάλια, ήταν πάρα πολλά στα βουνά εδώ και κάπου γύρισε στα βουνά υπήρχαν κεφάλια! Κεφάλια, ξέρω γω, κρανία, και μ’ αυτά παίζαμε και μπάλα. Άλλα παιχνίδια εδώ στο χωριό ήτανε το ποδόσφαιρο, ήταν το τρέξιμο, το τρέξιμο. Είχαμε την τζουλένγκα. Κάτι ξύλα... Πώς να σ’ τα περιγράψω τώρα; Μ’ αυτά παίζαμε αρκετό, τον χειμώνα ειδικά παίζαμε πάρα πολύ, με την τζουλένγκα. Ίσως να σε δείξω κάποια άλλη στιγμή τι ήταν η τζουλένγκα και το τζουλενγκάρι, έτσι; Κλέφτες, τα σκλαβάκια, σημάδες, παίζαμε τα αυγά, μπίλιες. Όλα αυτά τα παιχνίδια τα είχαμε, πάντα, όμως, με τον φόβο του δασκάλου, να μη μας δει και παίζουμε! Είχε ξύλο, δεν έχει αστείο. Όσο για το πεπόνι.  Λοιπόν, στο πεπόνι μια μέρα εγώ με τον φίλο μου τον Νάσιο, που έμενε πάνω από το σπίτι ένα καλοκαίρι να πάμε να κολυμπήσουμε στης Γκάτσαινας τα δέντρα. Της Γκάτσαινας τα δέντρα είναι κάνα μισή ώρα με τα πόδια εδώ από το χωριό. Υπήρχε κάτι νερό εκεί, τι νερό; Ούτε 30 πόντους νερό όταν πήγαμε εκεί. Η μάνα μου με κλείδωνε το μεσημέρι στο σπίτι για να μη βγαίνω έξω και παίζω, για να κοιμάμαι. Εγώ πώς τρύπωσα απ’ τα κάγκελα, αφού ήρθε ο Νάσιος και με φώναξε από κάτω, τρύπησα απ’ τα κάγκελα του παραθύρου, κατέβηκα κάτω, δεν με πήρε χαμπάρι η μάνα μου... Κατεβήκαμε, πήγαμε, κολυμπήσαμε εκεί στο βυρό, στης Γκάτσαινας τα δέντρα αρκετή ώρα. Ξεκινήσαμε για το χωριό, φάγαμε κάποια κορόμηλα κάτω στης Ζούνως το πηγάδι, πήραμε την ανηφόρα για τη ράχη. Εκεί δεξιά, όπως ανεβαίναμε, ήταν το αμπέλι της Φρείδως του Σπάλα. Αυτή είχε το αμπέλι, είχε και καλαμπόκια πάνω απ’ το αμπέλι και μες στα καλαμπόκια είχε φυτεμένα πεπόνια. Ένα πεπόνι, πέρασαν, ξέρω γω, 60, 70 χρόνια και ακόμη το βλέπω στο, μπροστά μου. Ήταν ένα κίτρινο, αρκετά μεγάλο! Καθίσαμε με τον Νάσιο εκεί, να μπούμε να το πάρουμε, να μην μπούμε; Τελικά δεν αντέξαμε στον πειρασμό, πηδήξαμε τον μπλουχό, τον φράχτη... Ήταν με ξύλο ο φράχτης, μπαίνουμε μέσα, κόβουμε το πεπόνι και κατεβείτε... Κατεβήκαμε κάτω από μια πεζούλα να το φάμε. Από απέναντι το σπίτι μάς έβλεπε όλες τις κινήσεις η Ελένη του Σαμαρά. Αυτή ήρθε εκεί, μας είδε που μπήκαμε μέσα... Εκεί που τρώ... Δεν το φάγαμε κιόλας, εκεί που πήγαμε να κόψουμε το πεπόνι με τον Νάσιο: «Ω! Σας έπιασα!», λέει μια φορά η Ελένη του Σαμαρά! Πω πω! Πάει και το πεπόνι, πάν’ και τα τέτοια! Μπροστά εγώ, πίσω ο Νάσιος, ήταν ένα μονοπάτι στενό, δεν χωρούσε... Δεν μπορούσε, έτρεχε πιο πολύ ο Νάσιος από μένα, πιο μεγάλος, δεν μπορούσε να με προσπεράσει, κάποια στιγμή με προσπέρασε. Τον έχασα! Πού πάει, τι έκανε; Τι να κάνω εγώ; Πού να πάω τώρα; Άρχισε να φωνάζει αυτή. Εγώ ήρθα και κάθισα κάτω απ’ τα νεκροταφεία, μες στις λυγαριές κρύφτηκα να μη με δει κανένας. Η Ελένη πήγε στη νοικοκυρά την Φρείδω του Σπάλα, της είπε: «Σε κλέβουν τα πεπόνια», μας γνώρισε και ποιοι ήμασταν... Άρχισε να φωνάζει η Φρείδω. Ακούω, παίρνει την Φρείδω, πήγε στη μάνα μου και στην Τούλα, τη μάνα του Νάσιου. «Έκλεψαν οι κλέφτες, τα πεπόνια εδώ», ξέρω γω, πω, πω, μια φασαρία, ένα κακό, όλος ο μαχαλάς φωνές! Πού να ζυγώσεις στο σπίτι; Άρχισε να νυχτώνει, κάτω απ’ το νεκροταφείο εγώ φοβόμουνα τους βρικόλακες! Έφυγα από κει μέσα από θάμνους, μέσα από τέτοια, πήγα απέναντι απ’ το σπίτι. Νύχτωσε για τα καλά, άρχισε η μάνα μου και η γειτονιά όλη να ανησυχούν πού ήμαστε. Άρχισε άλλος από δω να φωνάζει, άλλος από κει. Κάποια στιγμή βγήκα, παρουσιάστηκα εγώ. Έφαγα ένα ξύλο, εκεί, στην καρυδιά του Γιάννη! Μα τι ξύλο! Να! Να! Να! Πάει, το ’φαγα το ξύλο εγώ εκεί πέρα. Άρχισαν να μου λένε: «Πού είναι ο Νάσιος;». Βρε, «δεν ξέρω», άλλο ένα ξύλο γιατί δεν μαρτυρούσα για τον Νάσιο. Α! Ήρθε το βράδυ... Ο δε Νάσιος είχε φύγει κι η γιαγιά του ήταν απ’ το διπλανό το χωριό, το Δασύλλιο, και πήγε εκεί. στη γιαγιά του. Δεν ήρθε καθόλου κατά δω! Την άλλη την ημέρα σιγά-σιγά ο Νάσιος πριν το μεσημέρι, πριν τις 12:00 η ώρα άρχισε να ξεπροβάλλει από δω! Έρχεται ο καημένος, τον παίρνει μάνα του, τον βάζει μέσα στο δωμάτιο... Το τι ξύλο είχε φάει! Αφού προσπαθούσε να βγει απ’ την καμινάδα, απ’ το τζάκι μέσα για να γλιτώσει ο καημένος, τόσο ξύλο!

Θ.Σ.

Τελικά το πεπόνι δεν το φάγατε.

Ε.Σ.

Πάει το... δεν φάγαμε πεπόνι, άσε αυτό. Όπου και αν πηγαίναμε με τον καημένο τον Νάσιο παντού: «Κλεφτοπεπονάδες» μας λέγ... «κλέφτες» μάς φώναζαν, άλλος από δω, άλλος από κει. Δεν τολμούσαμε να βγούμε να πάμε πουθενά. Ευτυχώς, το ξεχάσανε όλοι γρήγορα, εγώ με τον Νάσιο δεν το ξεχάσαμε. Περάσανε 75 χρόνια και δεν το ξέχασα, 70, δεν το ξεχάσαμε ακόμα αυτό το πεπόνι. Το καλοκαίρι έγινε αυτή η ζημιά με το πεπόνι, το φθινόπωρο που ήρθε ο δάσκαλος, τον Σεπτέμβριο, τέλη Σεπτεμβρίου, το ’μαθε για το πεπόνι, τρώμε και ένα ξύλο κι από εκεί απ’ τον δάσκαλο, γιατί το καλοκαίρι είχαμε κλέψει ένα πεπόνι. Δηλαδή αυτό το πεπόνι τρώγαμε μια χρονιά ξύλο, τι να σου πω, Σάκη! Μια χρονιά ξύλο! Όλοι ντου από δω, ντου από κει μας είχαν... Δεν ξανάκλεψα τίποτα από τότε, τίποτα απολύτως!

Θ.Σ.

Τώρα, όταν την συζητάτε αυτή την ιστορία; Γελάτε;

Ε.Σ.

Ε, πώς; Γελάμε, την θυμόμαστε. Βέβαια! Αναμνήσεις είναι και πολλές αναμνήσεις, τέτοιες αναμνήσεις, δεν ξέρω αν έχουμε χρόνο... Λοιπόν, άλλη μία ανάμνηση. Ήταν ένας χειμώνας, εγώ θα μουν 15, 16, 17 χρονών. Κάπου εκεί μέσα, ήτανε χειμώνας και ήμασταν πολλά παιδιά στο καφενείο το σημερινό, στην πλατεία. Ήταν και ο φίλος μου ο Γιάννης Τζιούφας, αυτός ήταν και λίγο φοβητσιάρης... Άρχισε να του λέει ένας: «Φοβάσαι, Γιάννη, να περάσεις απ’ τη νεκροταφεία», «φοβάσαι», ο άλλος «Γιάννη». Ξεκλέφτηκα εγώ μέσα απ’ το καφενείο για να πάω στην πόρτα του νεκροταφείου, όταν θα περνούσε ο Γιάννης για να τον τρομάξω. Ξεκλέβομαι εγώ, περνάω κάτω από τον σχολικό τον κήπο. Μπαίνω μέσα στα νεκροταφεία και ακούω ένα «γκχ-γκχ». Μπα! Κοκάλωσα! Τι ακούγεται εδώ μες στα νεκροταφεία τώρα; Τι βήχας είναι; [00:20:00]Σταματάω, ηρεμία παντού. Τώρα, άκουσα ή δεν άκουσα; Εκεί ήμουνα. Τελικά, ακούω ένα: «Βαγγέλη, εγώ είμαι». Πριν από μένα στην πόρτα του νεκροταφείου είχε ’ρθει άλλος ένας, ο Μήτσος ο Μπίγκας, και αυτός να φοβερίσει τον Γιάννη! Συνήλθα εγώ απ’ το τρόμαγμα, εκεί, πάω εκεί, του λέω: «Περίμενε, όπου να ’ναι θα περάσει ο Γιάννης να τον τρομάξουμε». Ο Γιάννης έφυγε από κει μόνος του, με κατάλαβε εμένα, γιατί εγώ έκανα την περισσότερη φασαρία μες στο νεκροταφείο. Μόλις έφτασε εδώ στην εκκλησία... Είχε ’ρθει το απόγευμα... Είχε, βέβαια, ένα χιόνι, κάνα μέτρο χιόνι. Το είχε παγωμένο και σε κρατούσε επάνω. Δεν είχε πρόβλημα, είχε ένα φεγγάρι... Όταν λέμε σε κρατούσε πάνω, δεν βούλιαζες με τίποτα, πατούσες πάνω στο παγωμένο το χιόνι. Το απόγευμα είχε ’έρθει η μπουλντόζα και είχε ανοίξει τον δρόμο και είχαν φανεί τα χαλίκια από κάτω απ’ τον δρόμο. Ο Γιάννης, μόλις έφτασε εκεί, στην εκκλησία, άρχισε να παίρνει πέτρες, χαλίκια από κάτω και να τα πετάει προς την πόρτα. «Μπάμπα μπούμπα», «μπάμπα μπούμπα»! «Αμάν, ρε Γιάννη, θα μας σκοτώσεις» λέω εγώ, βγήκα. Ήρθε ο Γιάννης εκεί, μου λέει: «Καλά, ρε φίλε, δεν ντρέπεσαι λίγο; Εμένα», λέει, «ήρθες να φοβερίξεις;». «Συγγνώμη, ρε Γιάννη», ξέρω γω. Ο Μήτσος δεν είχε φανερωθεί από μέσα, τον πιάνει απ’ το σακάκι τον Γιάννη, απ’ το παλτό και τον τραβούσε προς το νεκροταφείο μέσα! Εκεί ο Γιάννης... Πρώτη φορά είδα άνθρωπο να μην μπορεί να βγάλει μιλιά απ’ τον φόβο! «Αμάν, βρε Μήτσο», λέω, ξέρω γω, «α, Μήτσο», γυρίζει ο Γιάννης, τον ρίχνει δυο με... Είχε μια γκλίτσα, τον δίνει δυο με γκλίτσα... Ο Μήτσος ήταν και λίγο οξύθυμος, εκεί, δεν άντεχε δηλαδή αυτά τα αστεία. Δεν είπε τίποτα γιατί έφταιγε. Ξεκινήσαμε τον δρόμο μαζί και τελείωσε εκεί η βραδιά με τον φίλο τον Γιάννη.

Θ.Σ.

Μου μίλησες λίγο για το καφενείο του χωριού. Οι άντρες στον ελεύθερο χρόνο τους τότε κατεβαίναν στο καφενείο παλιά;

Ε.Σ.

Αυτό το καφενείο, το χωριό, υπήρχε ένα καφενείο εδώ. Τελικά, τέλος πάντων, αυτό το καφενείο ήταν κεντρικό. Αυτό το έχτισε ο Αποστόλης ο Δάλλας, ο οποίος το έκτισε πριν το ’40, με τους Πολέμους, αυτό, τ’ απαράτησε και έφυγε. Έμεινε ένα διάστημα κενό, δεν το είχε κανένας. Μετά τον Αποστόλη τον Δάλλα. Μετά τον Αποστόλη τον Δάλλα ήρθε ένας Γερμανός γιατρός στο Δίλοφο, ο οποίος αυτός λιποτάκτησε απ’ τον Γερμανικό Στρατό και ήρθε στον Ε.Λ.Α.Σ. Και εκεί στον Ε.Λ.Α.Σ. γνώρισε μια νοσοκόμα απ’ το Δίλοφο και έτσι κατέληξε στο Δίλοφο ο γιατρός αυτός. Το πτυχίο, επειδής ήταν απ’ την Ανατολική Γερμανία, δεν του το στέλνανε εδώ και ήταν εδώ στην Ελλάδα, δούλευε ένα διάστημα χωρίς πτυχίο Ιατρικής. Αυτός ο γιατρός εδώ πέρα άλλαξε τον τρόπο ζωής του Διλόφου. Όταν ήρθε εδώ πέρα άνοιξε το καφενείο. Άνοιξε το καφενείο και το άνοιγε μόνον τα βράδια, την ημέρα δεν το άνοιγε καθόλου. Την ημέρα ήθελε όλοι να δουλεύουν, κάτι να κάνουν. Εκείνες τις εποχές, θυμάμαι εγώ τότε το ’50-’55 ήμουν πιτσιρίκος, με τη γιαγιά μου κουβαλούσαμε πέτρες να τις χτίσει ο αδερφός μου στην πλαγιά, να φυτέψουμε μια μηλιά, μια αγρομηλιά, να την αμπολιάσουμε για να κάνει μήλα. Δεν σταματούσε κανένας. Όταν χιόνιζε τότε ο γιατρός έλεγε να πάμε για ξύλα. «Τώρα είναι για ξύλα, με το χιόνι». Βοηθούσε όλους τους χωριανούς, αλλά έπρεπε να του προσφέρεις και κάποια εργασία. Είχε τον αδερφό μου, τον είχε βάλει γκαρσόν στο καφενείο και από κει έπαιρνε κάποια αμοιβή. Είχε έναν Κώστα Κοτέσιο, ο οποίος ήταν εδώ στο χωριό, του είχε αγοράσει κάποια αρνιά την άνοιξη να τα μεγαλώσει, να τα πουλήσει και το κέρδος να το πάρει αυτός. Ο Κώστας. Εδώ στην περιοχή ο γιατρός, δεν υπήρχε λανάρα για το μαλλί. Ούτε Γρεβενά είχε, δεν ξέρω... Κάνας Πεντάλοφος, Τσοτύλι, δεν υπήρχαν. Άνοιξε μία λανάρα και έρχονταν τα χωριά, τα γύρω χωριά, μέχρι και από την Σαμαρίνα κάθε μέρα. Ούτε κι εγώ ξέρω πόσοι μαζευόταν εδώ πέρα απ’ τη λανάρα! Μουλάρια! Γινόταν ένα πανηγύρι κάθε μέρα. Είδανε οι Πενταλοφίτες μετά ότι έχει χρήματα αυτή η δουλειά, μετά από κάνα, δυο, τρία χρόνια άνοιξαν αυτοί και σταμάτησε αυτός μετά. Είχε φέρει... Δεν είχε ρεύμα, είχε βάλει μια μηχανή. Σαν γιατρός που ήτανε, χειρουργούσε μέσα στο σπίτι του.

Θ.Σ.

Εδώ, στο χωριό;

Ε.Σ.

Εδώ, πού κάθεται ο Ιωσήφ τώρα, εκεί το κάτω μέρος το είχε χειρουργείο. Είχε στρώσει μωσαϊκά κάτω, λέγαμε εμείς: «Τι είναι αυτό;». Πιτσιρίκια, δεν το, δεν το ξέραμε. Για να ’χει ρεύμα μέσα συσσώρευε μπαταρίες από τον νερόμυλο, πώς τους είχε φτιάξει, είχε καταφέρει, συσσώρευε μπαταρίες και είχε ρεύμα στο σπίτι του ο γιατρός. Το μόνο κακό είχε κάθε βράδυ όλους τους χωριανούς έλεγε: «Πίνετε ούζο, κάνει καλό» και γινόταν όλοι... Μεθούσαν όλοι! Αυτό το κακό είναι, τους είχε κάνει όλους μπεκρήδες! Κάθε Σάββατο στο σχολείο είχε χοροεσπερίδα. Μάζευε γυναίκες, άντρες και χορεύαν. Είχε ένα μαγνητ… γραμμόφωνο, γραμμόφωνο και κάποιες πλάκες εκεί, που τις λέγαν, και χορεύανε κάθε Σαββατόβραδο.

Θ.Σ.

Αυτή ήταν η έξοδός σας;

Ε.Σ.

Έξοδος κάθε... Εγώ ήμουν πιτσιρίκος, αλλά κάθε Σαββατόβραδο είχε, είχε χορό. Δεν έζησε πάρα πολλά χρόνια. Γύρω στο ’57-’58 πέθανε από καρκίνο. Εάν ζούσε ακόμα κάνα τέσσερα-πέντε χρόνια θα το άλλαζε το Δίλοφο. Ένας Γερμανός ήταν και είχε αλλάξει τον τρόπο ζωής.

Θ.Σ.

Θυμάσαι το όνομά του;

Ε.Σ.

Heinz Hauch, έτσι λεγόταν. Heinz, ο οποίος είχε τρία κορίτσια. Αυτήν τη στιγμή ζει μόνον η μία. Η μεγάλη πέθανε και η μικρή πέθανε και ζει η Μαίρη, η όποια πού είναι, ούτε... Θεσσαλονίκη μάλλον, κάπου εκεί.

Θ.Σ.

Τι άλλο κάνανε στον ελεύθερο χρόνο τους εδώ πέρα οι οικογένειες; Ας πούμε, μου είπες για τη χοροεσπερίδα κάθε Σάββατο. Οι άντρες στο καφενείο κατεβαίναν τα βράδια; Καθόντουσαν;

Ε.Σ.

Ναι, ναι, κατεβαίναν. Βέβαια, δεν χωρούσαν όλοι, κάποιες... Αυτοί που ήταν κατεβαίναν στα βράδια, παίζανε χαρτιά και κάποιες φορές πίναμε και κάνα τσιπουράκι και αρχίζαμε και τα τραγούδια, τα οποία χαθήκαν τα τραγούδια τώρα, δεν τραγουδάμε πια! Δεν ξέρω γιατί, δεν τραγουδάμε πια στα καφενεία, τελείωσε. Δεν μένει… Μέσα σ’ έναν μικρό χώρο όλοι μιλούσαμε τα σημερινά συμβάντα, έριξε χιόνι, έριξε βροχή, ξέρω γω, χαλάσανε οι καστανιές, να κλαδέψουμε τις μηλιές, να αρχίσουμε τα αμπέλια. Όλα αυτά ήταν, συζητιόνταν στο καφενείο.

Θ.Σ.

Θέματα της καθημερινότητας.

Ε.Σ.

Ε, της καθημερινότητας. Την ημέρα είχε δουλειά! Καφενεία δεν έβλεπες κανέναν, στο καφενείο. Άλλος: «Γεννήσαν τα πρόβατα», άλλος... Είχε τέτοιο, ναι. Άλλος: «Αρρώστησε», άλλος «πέθανε», όταν αρρωστούσε κάποιος όλοι στεναχωριόταν, όλοι χαίρονταν για κάτι άλλο χαρμόσυνο, όλα ήτανε... Ήτανε μια, ήτανε, συμπαραστέκονταν ο ένας στον άλλον, πάντα! Βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Δεν λείπαν και οι τσακωμοί, βέβαια, αλλά, ε, τα φτιάχναν εκεί. Έμπαινε ο παπάς στη μέση και τα φρόντιζε αυτά.

Θ.Σ.

Οι γυναίκες του χωριού;

Ε.Σ.

Οι γυναίκες στο χωριό μόλις μεγάλωνε το κορίτσι απ’ τα 17 και μετά έπρεπε να βρει κάποιον γαμπρό, να την βρουν κάποιον γαμπρό, κάποιο συνοικέσιο, δεν γινόταν. Οι πιο πολλές τότε παλιά παντρευόταν εδώ μέσα στο χωριό–

Θ.Σ.

Με προξενιό;

Ε.Σ.

Και οι άντρες, μεταξύ τους, στο χωριό.

Θ.Σ.

Με προξενιό;

Ε.Σ.

Με προξενιό, πάντα... Προξενιό, μπορεί και κάποιος να άρεσε κάποιον, πάντα φρόντιζαν οι γονείς ποιον θα πάρει και τι θα κάνει, και απ’ τα αγόρια και απ’ τα παιδιά. Στην ηλικία την δική μου εμείς, που άδειασε το χωριό και φύγαμε, ήταν διαφορετικά. Μετά ο καθένας βρήκε τον δρόμο του. Προξενιό και αυτές που μέναν εδώ πέρα, περίπου σαν τη μάνα μου, είχε δουλειά. Παντρευόταν την Κυριακή, την Δευτέρα άρχιζε η δουλειά. Ναι, για τα χωράφια, για τα πρόβατα, για τους μπαχτσέδες, για τα ξύλα. Έπρεπε να φροντίζουν οι γυναίκες, όλα αυτά. Τώρα, η ζωή των γυναικών ήταν πολύ δύσκολη, θα ’λεγα. Στο σπίτι. Οι μάνες, να φροντίζουν τα παιδιά... Δεν είχαν ζωή, ξέρω γω, ευχάριστη οι γυναίκες, πολλή δουλειά, πολλή δουλειά για όλα και πάνω απ’ όλα τιμιότητα! Να μην... Όλες, δεν υπήρχε καμία, μην τις κακολογήσεις, όλες ήτανε μία προς μία, ναι.

Θ.Σ.

Στο καφενείο ερχόντουσαν;

Ε.Σ.

Όχι, βέβαια, στο καφενείο όχι. Γι’ αυτό είχε κάθε Σάββατο χοροεσπερίδα. Εκεί μαζευόντουσαν στη χοροεσπερίδα.

Θ.Σ.

Άρα οι ασχολίες εδώ των χωριανών ήτανε κτηνοτροφία.

Ε.Σ.

Ναι.

Θ.Σ.

Χωράφια.

Ε.Σ.

Χωράφια, πολύ λίγα χωράφια. Ναι.

Θ.Σ.

Η τέχνη της πέτρας;

Ε.Σ.

Η τέχνη της πέτρας ήταν, θα ’λεγα, η πολυψηφία των χωριανών.

Θ.Σ.

Και όλα τα σπίτια εδώ, μέχρι και σήμερα, είναι...

Ε.Σ.

Είναι, είναι, εδώ, απ’ τους χωριανός. Εδώ κάποια άλλα, όταν ήταν να φύγει στο εξωτ... όπως ο παππούς μου ο Γούλας ο Σακαλής μαζί με τον Γιάννη ήταν στην Αμερική. Ειδικά αυτοί είχαν πάει ξενιτιά, ήταν μαστόροι, στέλναν χρήματα από κει και εδώ είχαν βρει απ’ την Χρυσαυγή μαστόρους να το χτίσουν το σπίτι τους. Γιατί αυτοί... Στέλναν, δούλευαν και στέλναν χρήματα. Οι οποίοι όταν ήρθαν απ’ την Αμερική εδώ ήθελαν να κάνουν γίδια. Αυτά τα γίδια αγοράσαν πρώτα τα κουδούνια. Τα φέραν εδώ στο σπίτι τα κουδούνια απ’ το, στον Πειραιά που κατέβηκαν, όταν γυρίσαν απ’ την Αμερική. Αγοράσαν πρώτα τα κουδούνια, ήρθαν εδώ στο χωριό, τα χτυπούσε ένας, τ’ άκουγε ο άλλος από απέναντι ή [00:30:00]κάπου κοντά. Αγοράσαν τα γίδια, αυτοί ήταν κάπου εκεί ή στο ’30-’35, γύρω στο ’30, 1930. Οπότε τα γίδια που αγόρασαν, βγήκε ο Μεταξάς και απαγόρεψε τα γίδια. Κι έτσι αναγκαστήκαν να τα χαλάσουνε. Και μείναν πάρα πολύ λίγα και έτσι χαθήκαν τα γίδια. Έπεσε η τιμή τους, γιατί δεν τα αγόραζε κανένας, κάτι τέτοια. Είχαν φέρει και πάρα πολύ χρήμα απ’ την Αμερική, το δολάριο. Έπεσε το δολάριο, χάσαν και τα χρήματα εκεί, δηλαδή είχαν και τέτοια συμβάντα.

Θ.Σ.

Βαγγέλη, αυτά εδώ τα χωριά, τα δικά μας εδώ, τα λένε μαστοροχώρια.

Ε.Σ.

Ναι, μαστοροχώρια είναι... Θα πω, θα ξεκινήσω και ποια είναι μαστοροχώρια, έτσι. Λένε πολλά χωριά είναι μαστοροχώρια, αλλά όχι. Μαστοροχώρια είναι, τα παίρνω με τη σειρά: Είναι ο Βυθός, είναι ο Πεντάλοφος, δύο, είναι ο Δίλοφος, είναι η Αγία Σωτήρα, είναι το Δασύλλιο, η Καλλονή και το Τρίκορφο. Και τ’ άλλα τα χωριά είχανε μαστόρους, αλλά όχι... Εδώ, εδώ ήταν οι μάστοροι οι πολλοί. Τα άλλα τα χωριά είχαν κι εκείνα από λίγους μαστόρους, είχαν τέσσερις-πέντε, ξέρω γω, δεν είχανε πολλούς μαστόρους.

Θ.Σ.

Και είναι αλήθεια ότι όταν φτιάχνανε ένα σπίτι, πηγαίναν όλοι οι άντρες; Όλοι οι μάστοροι;

Ε.Σ.

Ναι, πώς γινόταν τα, ένα σπίτι. Βοηθούσε όλο το χωριό. Όλο βοηθούσε, άλλος κουβαλούσε πέτρες, άλλος χώμα, άλλοι χτίζαν, άλλοι πελεκούσαν, άλλοι... Δηλαδή, θα ’λεγα, είναι... Ήταν ένα πανηγύρι γύρω απ’ το σπίτι, δηλαδή όλοι βοηθούσανε, όλοι βοηθούσανε. Άλλοι λίγο, άλλοι πολύ, άλλοι να κόψουν τα σανίδια, άλλοι τις γρεντιές, άλλοι... Όλοι, όλοι, γινόταν ένα πανηγύρι! Ένα πανηγύρι με τραγούδια, με χαρές, όλα αυτά.

Θ.Σ.

Περνούσαν καλά, δηλαδή στη δουλειά.

Ε.Σ.

Ε, βέβαια! Γινόταν πανηγύρι.

Θ.Σ.

Ναι. Εσύ πώς ασχολήθηκες με την πέτρα;

Ε.Σ.

Αχ! Εγώ πώς ασχ... Όταν έγινα 15 χρονών, δεν είχα τις δυνατότητες ούτε για οικοτροφεία να πάω, ούτε Γυμνάσιο, χρήματα δεν υπήρχε τίποτα. Κάθισα κάνα, δύο, τρία χρόνια μετά το Δημοτικό εδώ στο χωριό με με τα χόρτα, με τα ζώα, μ’ αυτά. Όταν έγινα 15 χρονών το 1962, λοιπόν, κάποιον Μάρτη, εκεί στις 20 Μαρτίου, έφυγα εδώ από το χωριό στην Λάρισα. Εκεί είχαν, ήταν πάρα πολλοί Διλοφίτες. Συγκεκριμένα ήταν και ο αδερφός μου. Με περίμεναν αυτοί εκεί πέρα. Στις οικοδομές. Στις οικοδομές, τα λεφτά ήταν λίγα. Κάναν, δυο, τρεις μήνες ήταν ο αδερφός μου εκεί, με φρόντιζε αυτός, με τάιζε, δεν μου φ... Έπαιρνα 20 δραχμές την ημέρα, δεν μου φτάναν για φαγητό. Έφυγε ο αδερφός μου, πήγε στρατιώτης και έμεινα μόνος μου! Εκεί με βοηθούσαν οι θείες μου. Ήταν η θεία μου η Αθηνά η Σακαλή και η θεία η Κούλα, ο ξάδερφος ο Γιάννης. Αυτοί με συμπαραστέκονταν και με φαγητά και με, κι εκεί να πλένομαι, να πλένω ρούχα. Δηλαδή είχα κάποιους εκεί. Όταν έγινα, πήγα στα 15, στα 16, στα 17 έγινα τεχνίτης καλός. Άρχισα να παίρνω μεροκάματα καλά. Στα 18 μου χρόνια, 19, άρχισα να παίρνω εργολαβίες. Μαζί με τον Κώστα τον Δινόπουλο πήγαμε στην Αθήνα, με το τετραγωνικό. Στην Βουλιαγμένη Αθήνας φτιάξαμε ένα Ο.Τ.Ε. Από εκεί φύγαμε με τον Κώστα πήγαμε στο, στα Γιάννενα, άλλο Ο.Τ.Ε. Δηλαδή με το τετραγωνικό, δεν ήμουν μεροκάματο πια. Δούλευα με το τετραγωνικό. Έμαθα τη δουλειά πάρα πολύ καλά. Έφυγα, πήγα φαντάρος το ’67. Πήγα φαντάρος δύο χρόνια...

Θ.Σ.

Χούντα.

Ε.Σ.

Χούντα. Μέσα στην Χούντα. Δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα και απορώ πώς με κάναν και λοχία! Ήτανε στις αρχές της Χούντας και δεν προλάβαν να μας ξεκαθαρίσουν και γι’ αυτό, όπως και άλλοι κι εμένα, μας αφήσανε. Χούντα, λοχίας, εκεί, ευθύνες κι εκεί. Δεν ξέρω αν έκανες Στρατό, έκανες; Πάντα ήμασταν ευθύνες για τον θάλαμο, ευθύνες για το στρατόπεδο όταν ήμουν υπηρεσία, παντού οι ευθύνες. Θυμάμαι από τα 17 μου και μετά ήμουν πάντα, όπου και αν πήγαινα, ήμουν πάντα... Είχα τις ευθύνες. Μα είτε δούλευα στις οικοδομές, εγώ είχα την ευθύνη να μη γίνει τίποτα στραβό. Στον Στρατό εγώ είχα την ευθύνη να μη γίνει τίποτα μέσα. Σαν εργολάβος εγώ είχα την ευθύνη, στο κυνήγι, σαν κυνηγός που πήγαινα, εγώ έπρεπε να πω πού θα πάμε και τι θα κάνουμε. Όλα! Δηλαδή μια ζωή με ευθύνες, Σάκη. Δεν ήταν, ξέρω γω, ένα, πώς ξέρω γω, «ε, θα το κάνετε, θα το σκεφτεί κάποιος άλλος αυτό», εγώ έπρεπε να το σκεφτώ να το κάνω, μια ζωή είχα ευθύνες πάντα.

Θ.Σ.

Σου άρεσε αυτό; Το ότι είχες εσύ–

Ε.Σ.

Μου άρεσε! Δεν μου άρεζε να αποφασίζει άλλος για μένα, δεν μου άρεζε. Ή μπορούσα... Άκουγα, όμως, τον άλλον τι θα πει πάντα, όλους! Θυμάμαι έκανα πρόεδρος στους εμπειροτέχνες στην Καστοριά, Δυτικής Μακεδονίας, 18 χρόνια. Πρόεδρος! Όλοι με θέλανε γιατί τους άκουγα όλους στις συνελεύσεις. Τι έλεγε ο καθένας και τα έγραφα, τι θέλει ο καθένας. Είχε ένα αίτημα, πάντα του έλεγα γιατί δεν το, το τελείωσα, αυτό το αίτημά του, ξέρω γω, όλα, ξέρω γω, και γι’ αυτό με αγαπούσαν όλοι και με σεβόταν. Με σεβόταν, ούτε, δεν θα το πω, οι συνάδελφοι, δεν με σεβόταν, με φοβόντανε! Με φοβόταν, ξέραν ότι για κάποια δουλειά θα μπορούσα να μην τον αφήσω να την πάρει, γιατί θα την χτυπούσα πιο κάτω εγώ και θα την κατάφερνα. Και με φοβόταν πιο πολύ, παρά να με σέβονται.

Θ.Σ.

Μου είπες πας και για κυνήγι.

Ε.Σ.

Ναι, είχαμε κυνήγια.

Θ.Σ.

Για πες εδώ.

Ε.Σ.

Τώρα άμα σε πω ιστορίες για κυνήγι ’θελα μιλάμε κάναν χρόνο! Τι να σου–

Θ.Σ.

Τι κυνηγάτε;

Ε.Σ.

Κυνηγούσαμε εδώ, πιτσιρίκος, στο κυνήγι από πιτσιρίκος, από το Δημοτικό ακόμη. Ήταν ο πατέρας μου κυνηγός, ήταν ο αδερφός μου, ήταν ο παππούς, ήταν οι μπαρμπάδες, όλοι κυνηγοί. Στο σπίτι μου τα βράδια εγώ δεν άκουγα τίποτα άλλο, παρά για κυνήγι. Έτσι ο λαγός, έτσι το γουρούνι, έτσι το κουνάβι. Αυτά άκουγα κάθε βράδυ, για κυνήγι συζητούσανε.

Θ.Σ.

Ήταν ασχολίες δηλαδή.

Ε.Σ.

Ήταν και ήταν κάποια χρόνια είχαμε ένα εισόδημα απ’ το κυνήγι. Κυνηγούσαμε αρκούδες. Λοιπόν. Εγώ όταν ήρθα στην Καστοριά και έναν χρό… τον χρόνο δούλεψα στις οικοδομές έπαιρνα τέσσερις-πέντε χιλιάδες τον χρόνο, ενώ με το κυνήγι έβγαζα οχτώ, εννιά τον χειμώνα. Με τις αρκούδες, με τα δέρματα απ’ τις αρκούδες, κουνάβια, αλεπού. Ό,τι... άσβος, αγριόγατος, αυτά τα δέρματα όλα τα πουλούσαμε. Θυμάμαι μια χρονιά είχαμε πάρει από εφτά χιλιάδες, απ’ όλα αυτά! Λύκους. Επαγγελματίες κυνηγοί τον χειμώνα, είχε πάρα πολλά χιόνια. Τα παλεύαμε τα χιόνια, ήμασταν νέοι, τα παλεύουμε. Είχαμε κάτι κύκλα τα λέμε εμείς, τα φορούσαμε αυτά. Όσο χιόνι κι αν έριξε, έριχνε, πάνω σε αυτά τα περπατούσαμε, τρέχαμε, θα σου πω.

Θ.Σ.

Υπήρχαν, δηλαδή, εδώ χωριανοί που ασχολούνταν με το κυνήγι και βγάζανε...

Ε.Σ.

Ναι, ναι, ναι. Δεν πήγαινε τίποτα χαμένο. Δηλαδή βρίσκαμε, όταν χιόνιζε, βρίσκαμε τα κουνάβια πού θα πήγαινε; Το κυνηγούσαμε δύο μέρες να το βρούμε, έμπαινε μέσα σε κουφάλες, το βάζαμε θειάφι από κάτω, ανοίγαμε, είχαμε, κουβαλούσαμε τσεκούρια, κουβαλούσαμε ψωμί στο σακίδιο για δυο ημέρες, γιατί τύχαινε να κοιμηθούμε και έξω, στο βουνό, το βράδυ έξω.

Θ.Σ.

Ψάρεμα;

Ε.Σ.

Ψάρεμα εδώ... Στο ποτάμι εδώ πάνω πολύ λίγο πηγαίναμε, μια φορά τον χρόνο. Αυτό ήταν, δεν είχαμε ψάρια, δεν είχαμε κάτι, ποτάμια. Το καλοκαίρι το ποτάμι έστυβε. Τότες την άνοιξη πηγαίναμε με βαριές, δεν είχαμε δίχτυα. Με τη βαριά, χτυπούσαμε τις πέτρες από πάνω και αν ήταν κάνα ψάρι από κάτω ζαλίζονταν και το πιάναμε.

Θ.Σ.

Με τα χέρια τα πιάνατε;

Ε.Σ.

Ναι, με τα χέρια. Γύριζε ανάποδα αυτό, αλλά τύχαινε εκεί μέσα κάτω από μια πέτρα να ’ναι και δέκα ψάρια από κάτω. Πιάναμε ένα-δυο κιλά, έτσι για... Δεν είχε το ψάρεμα τόσο πολύ... Αλλά το κυνήγι ήταν άφθονο εδώ πέρα, πολύ, πάρα πολύ κυνήγι με τα χιόνια. Περιμέναμε να χιονίσει και ήταν η μεγάλη μας χαρά. Αυτά, βέβαια, μέχρι το ’75, άρχισαν μετά, τ’ απαγόρευσαν με κυνήγι, απαγόρευσαν τις αρκούδες, απαγόρεψαν τον λύκο, τα κουνάβια επιτρέπονται μόνο τώρα, που ούτε τα κοιτάμε τώρα.

Θ.Σ.

Έχει ακόμα αρκούδες, ε;

Ε.Σ.

Έχει, έχει. Φέτος δεν βλέπω. Έχει, σήμερα που πήγα στην Βαρέγγα, το βουνό εδώ πέρα, στο μονοπάτι που ανέβαινα βρήκα μια βουνιά, η οποία ήταν όλη από κράνα. Άρχιζε να τρώει τα κράνα, δεν βρίσκει κάτι άλλο. Ήταν όλα κόκκινα, «οπ! Να την η μαγκιόρισσα» λέω. Στην Βαρέγγα πάνω.

Θ.Σ.

Υπήρξε ποτέ φορά που να μάθατε ότι μια αρκούδα ή ένας λύκος, ένα γουρούνι χτύπησε άνθρωπο;

Ε.Σ.

Όχι, όχι, όχι. Κινδυνέψαμε πολλές φορές, αλλά δεν... Φυλαγόμασταν πιο πολύ, δηλαδή δεν αστειευό… δεν τις υποτιμούσαμε τις αρκούδες και τον λύκο. Χτύπησα και αρκούδες, χτύπησα και λύκους και γουρούνια... Να με ορμάνε, αλλά όταν έχεις το όπλο στο χέρι δεν τα φοβάσαι. Δεν ακούστηκε εδώ γύρω τότε, δεν άκουσα κάποιον να φάνε ή, ξέρω γω, κάτι να κάνουν. Να τραυματίσουν; Τραυματίσαν ορισμένους. Εάν είσαι σε κάποιο μονοπάτι αγριογούρουνων θα σε πάρει σβάρνα. Δεν σε χαρίζει. Η αρκούδα όταν την κυνηγάνε από πίσω σκυλιά κι είσαι κάπως στον δρόμο της θα σε πατήσει, θέλει δεν θέλει. Κάπως έτσι.

Θ.Σ.

Για πες μου λίγο για την Βαρέγγα. Είναι ένα βουνό, το οπο[00:40:00]ίο έχει μια... Τη δική του ιστορία.

Ε.Σ.

Έχει μια δική του ιστορία. Η Βαρέγγα, θα ’λεγα, είναι η «Ακρόπολη του Διλόφου». Όλες οι φωτογραφίες και όσοι βγάζουν εδώ, όλοι έχουν με φόντο την Βαρέγγα. Η Βαρέγγα τότεν στον Εμφύλιο Πόλεμο, ήταν ο Στρατός επάνω, φύλαγε και την είχε ναρκοθετήσει γύρω-γύρω, είχε βάλει νάρκες. Αυτά ήταν το ’47 με ’50. Από τότε φοβόμασταν να πάμε στην Βαρέγγα. Οι νάρκες υπάρχουν, δεν τις έχει βγάλει. Είναι μέχρι και σήμερα οι νάρκες. Ευτυχώς δεν σκάζουνε. Αλλά εδώ οι χωριανοί, εμείς που ξέρουμε το μέρος, δεν πάμε ακόμη, δεν πατάμε εκεί που ξέρουμε που υπάρχουν νάρκες, με τίποτα. Πολλοί ξένοι που δεν το ξέρουνε, γιατί δεν... Δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε μία ταμπέλα να λέει «εδώ είναι ναρκοπέδιο», μπαίνουν μέσα, πατάν, κάνουν, ξέρω γω, δεν σκάζει καμία, ευτυχώς. Έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια. Όταν ήμουνα μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο, ’53-’54, κάπου εκεί, πιτσιρίκος, ήμασταν στο διάλειμμα στην πλατεία, ακούμε ένα... Έσκασε μία νάρκα στην Βαρέγγα: «Γκράου!». Γέμισε καπνό, άρχισε να βγαίνει... Ήταν ένας τζοπάνος, άρχισε να φωνάζει: «Βοήθεια! Βοήθεια! Βοήθεια!». Είχε πατήσει νάρκη αυτός. Μας έμασε ο δάσκαλος μέσα να μην ακούμε. Ποιος θα πάει να τον βγάλει μέσα απ’ το ναρκοπέδιο; Πήγε ο Σακαλής ο Στέφανος με τον Μήτσο τον Μπίγκα συρτά μέσα και τον σβαρνίξαν. Ήτανε ζωντανός ο άνθρωπος, τραύμα στο πόδι είχε. Αν ήταν σήμερα θα ζούσε. Τον φέραν το βράδυ εδώ πέρα, αυτοκινητόδρομος δεν υπήρχε, ξέρω γω, αυτοκίνητα δεν υπήρχανε... Την άλλη μέρα αποφασίζουν να τον κατεβάσουν κάτω στον κεντρικό τον δρόμο στην Τσιμτσίρη, να περάσει κάποιο αυτοκίνητο να τον πάρει στο Τσοτύλι, πέθανε στον δρόμο, δεν άντεξε.

Θ.Σ.

Εδώ στο χωριό πώς μετακινούσασταν;

Ε.Σ.

Η συγκοινωνία του χωριού από τότε–

Θ.Σ.

Για να πάτε σε άλλο χωριό, για παράδειγμα.

Ε.Σ.

Σε άλλο χωριό. Στα κοντινά τα χωριά: Πεντάλοφο, Δασύλλιο, Δοτσικό με τα πόδια. Με τα πόδια, δεν υπήρχε άλλη συγκοινωνία. Για να πάμε στο Τσοτύλι ή στην πρωτεύουσα του Νομού, Κοζάνη, ξέρω γω και αυτά, κατεβαίνει... Είχε λεωφορεία κάθε μέρα ο Πεντάλοφος. Έφευγε κάθε πρωί, είχε λεωφορείο, κατεβαίναμε εδώ κάτω στη διασταύρωση, στου Τσιμτσίρη την λέγαμε, και από εκεί... Με τα πόδια Τσιμτσίρη πρωί-πρωί, ξέραμε τι ώρα περνάει το λεωφορείο, κατεβαίναμε, το περιμέναμε. Πάντα γεμάτο, πάντα οι εισπράκτορες εκεί νευριασμένοι: «Δεν χωράει, δεν χωράει», πάντα στριμωχνόμασταν εκεί, πάντα με φασαρίες φεύγαμε.

Θ.Σ.

Δεν χρησιμοποιούσατε ζώα;

Ε.Σ.

Ναι, τα κοντινά τα χωριά ή με τα πόδια... Πιο πολύ με τα πόδια και με τα ζώα. Να πας στο Πεντάλοφο για να ψωνίσεις. Καβαλούσα τον γάιδαρο εγώ, πήγαινα καβάλα, κάτι εδώ, τον έφερνα φορτωμένο. Τι αγοράζαμε, ναι.

Θ.Σ.

Θέλω λίγο να μου μιλήσεις τώρα για το πανηγύρι του χωριού, για τις κλαδαριές που γίνονται τις Αποκριές, αλλά και για το έθιμο της «Γουρουνοχαράς». Να τα πάρουμε με τη σειρά. Το πανηγύρι είναι ο πιο σημαντικός θεσμός κάθε χρόνο στο χωριό. Σωστά;

Θ.Σ.

Το πανηγύρι το περιμέναμε με τόση χαρά, γιατί όλον τον χρόνο δεν ακούγαμε μουσική, τίποτα, και περιμέναμε το πανηγύρι. Σαν πιτσιρίκια εδώ που ήμασταν εμείς το πανηγύρι το περιμέναμε με τόση χαρά γιατί θα πίναμε και καμιά πορτοκαλάδα! Τότε ήταν ευκαιρία, πορτοκαλάδα ζεστή, γκαζόζα ήταν εκεί πέρα. Μας αρέσαν γιατί... Θα τρώγαμε και καμιά βανίλια. Το πανηγύρι διαρκούσε τρεις μέρες. Διαρκούσε στις 15 του μηνός, παραμονή δεν γινόταν τίποτα, δεν είχε γλέντι. Στις 15 του μηνός, στις 16 και στις 17. Δηλαδή τρεις μέρες χορεύαν εδώ πέρα, μαζευόταν όλα τα χωριά από γύρω στο πανηγύρι μας δω πέρα. Πεντάλοφος, ερχόταν όλος ο Πεντάλοφος, Δασύλλιο. Όλα τα χωριά αυτά μαζευόταν εδώ πέρα. Την πρώτη μέρα χορεύαν πάντα οι ξένοι, δεν χόρευε κανείς Διλοφίτης. Οι ξένοι, ποιος θα πρωτοχορέψει. Συνέχεια, θυμάμαι, όλοι μαλώνανε ποιος θα χορέψει. Φασαρίες σε κάθε πανηγύρι δεν αποφεύγονταν, μαλώνανε για τα καλά. Τη δεύτερη μέρα χορεύαν οι Διλοφίτες και συνέχιζε και την τρίτη μέρα το πανηγύρι. Απ’ την επόμενη μέρα είχε δουλειά. Πηγαίνουμε και μαζεύουμε το κλαδί για τον χειμώνα. Δεν επιτρεπόταν νωρίτερα να, να μαζεύουμε τα κλαδιά, να τα κόβουμε. Και απ’ την επόμενη όλοι, μικροί, μεγάλοι για κλαδί. Όλοι! Άλλος κατά δω, άλλος κατ’ εκεί. Εγώ θυμάμαι τη μάνα μου και τη γιαγιά πηγαίναμε στο Κορία, εδώ, το απέναντι το χωριό, αυτές κόβανε το κλαδί, το μαζεύαν δεμάτια, το φόρτωναν στο, γάιδαρο, 10 χρονών εγώ, 9. Έφερνα τον γάιδαρο σπίτι, τον ξεφόρτωνα, τροχάδην να πάω πίσω να μαζέψω κι άλλα. Και διαρκούσε αυτά κάνα δεκαπέντε-είκοσι μέρες το κλαδί. Κόβουμε δουλειά, όχι αστεία. Να το στεγνώσουμε, να μη μας το πιάσει η βροχή, να το μαζέψουμε μέσα. Είχαμε έγνοιες συνέχεια, δεν είχε... Το βράδυ, βέβαια, εκεί στη γειτονιά μαζευόταν όλες οι γυναίκες και κάνας άντρας εκεί πέρα... Ώς πότε περιμέναμε να έρθουν τα μπαγκάτια, τα λέγαμε, τα ζώα, που τα ’χει ο τζομπάνος που είπαμε νωρίτερα. Λοιπόν, καθόταν εκεί έξω και κουτσομπολεύανε, λέγαν αστεία, λέγανε οι γυναίκες όλα εκεί...

Θ.Σ.

Στο πανηγύρι τι κάνατε; Ψήνατε; Τι τρώγατε;

Ε.Σ.

Το πανηγύρι... Τρώγαμε... Κοίταξε, τότε παλιά όποιος είχε μεγάλο σόι ή περίμενε μουσαφιραίους πολλούς να ’ρθουν έσφαζε και κάνα αρνί. Εγώ, ο πατέρας μου περιμέναμε την αδερφή μου να ’ρθει, ο γαμπρός μου, εμείς, μαζευόμασταν πάντα... Ο πατέρας μου πάντα κρατούσε ένα αρνί για το πανηγύρι, το οποίο ήταν γύρω στα 15 κιλά, το ψήναμε απ’ την προηγούμενη μέρα και το διασκεδάζαμε το αρνί.

Θ.Σ.

Πανηγύρι γινότανε κάτω στο χω… στην πλατεία;

Ε.Σ.

Κάτω στην πλατεία γινόταν η εκκλησία και μετά απ’ την εκκλησία...

Θ.Σ.

Ξεκινούσε από το πρωί δηλαδή, μετά την εκκλησία;

Ε.Σ.

Μετά την εκκλησία το πανηγύρι, χορεύαν εκεί τις πρωινές ώρες και μετά τ’ απόγευμα. Τ’ απόγευμα μέχρι 10:00-11:00 το βράδυ, μετά δεν υπήρχαν φώτα. Ένα λουξ είχε όλο-όλη η πλατεία. Δεν έβλεπε κανείς τίποτα. Έντεκα-12:00 τελείωνε το πανηγύρι, βαριά 1:00 τελείωνε, δεν πήγαινε πιο πολύ. Γιατί; Τελείωνε γιατί οι πιο πολλοί ήταν απ’ τα κοντινά τα χωριά, ήταν οι άλλοι απ’ το Δοτσικό. Αυτοί ήθελαν δυο ώρες να φύγουν, να πάνε εκεί και φεύγανε νωρίς. Άδειαζε το χωριό απ’ τους ξένους, απ’ τις 10:00 και μετά άδειαζε το χωριό, γιατί έπρεπε να γυρίσουν στα χωριά τους με τα πόδια.

Θ.Σ.

Τι χορεύατε εδώ; Είχε ορχήστρα;

Ε.Σ.

Χορεύαμε τα τοπικά τραγούδια, του Βοΐου. Τύπου σαν την Ήπειρο περίπου, αλλά όχι Ηπειρώτικα, ήτανε τα τραγούδια εδώ της περιοχής του Βοΐου.

Θ.Σ.

Χάλκινα;

Ε.Σ.

Δεν είχε χάλκινα τότε, μετά ήρθανε τα χάλκινα. Τότε παλιά, μετά σιγά-σιγά άρχισε να βάζουν χάλκινα, τρομπέτες κι αυτά, πριν δεν είχαμε τέτοια.

Θ.Σ.

Καλό κλαρίνο; Το θυμάσαι;

Ε.Σ.

Ω! Ήταν εκεί, εδώ, στο διπλανό το χωριό ο Τσίμος, εκεί, που... Έπαιζε εδώ και ακουγόταν στον Πεντάλοφο, χωρίς μικρόφωνα, χωρίς τίποτα. Ακουγόταν τόσο δυνατά που δεν τον έμοιασε κανείς.

Θ.Σ.

Γινόταν καλό γλέντι;

Ε.Σ.

Ναι, ναι, τρομερός! Πολύ ωραίος!

Θ.Σ.

Σήμερα, όμως, το πανηγύρι γίνεται 14, παραμονή, του Αυγούστου–

Ε.Σ.

Ναι, ναι, ναι, ναι.

Θ.Σ.

Και 15, δύο μέρες.

Ε.Σ.

Ε, αλλάξανε, δύο μέρες, ευτυχώς η νεολαία μας το φροντίζει για δύο μέρες, συμμετέχουν όλα τα παιδιά, γιατί παλιά υπήρχε μια εποχή που δεν υπήρχανε τα παιδιά εδώ πέρα. Γινόταν από μια ταβέρνα το πανηγύρι, ούτε χόρευε κανείς ούτε τίποτα. Ενώ τώρα με τη νεολαία μας, που συμμετέσχει και... Και κρατάει το πανηγύρι.

Θ.Σ.

Υπάρχει νεολαία μέχρι και σήμερα;

Ε.Σ.

Υπάρχει νεολαία! Άρχισε η νεολαία να φροντίζει και όχι μόνο για το πανηγύρι και για την «Γουρνοχαρά». Συμμετέχει η νεολαία και μακάρι να ’ρχουνται τα παιδιά και ό,τι θέλουν ας κάνουν στο χωριό, λέω και εγώ τώρα για τη νεολαία, και το καμπαναριό άμα θέλουν να το χαλάσουν, να το κάψουνε! Χωρίς τη νεολαία τι να το κάνουμε το χωριό; Το καμπαναριό; Άχρηστο μας είναι, ό,τι θέλουν τα παιδιά!

Θ.Σ.

Για πες μου τώρα για την «Γουρουνοχαρά». Τι έθιμο είναι αυτό και ποια είναι η ιστορία του.

Ε.Σ.

Λοιπόν, η ιστορία της «Γουρουνοχαράς». Κάποτε εγώ με την Αγγέλα, εδώ, του... Τη γειτόνισσά μου, του Κανδήλα η γυναίκα, του Θανάση, είπαμε να κάνουμε μια «Γουρνοχαρά», να κάνουμε ένα καζάνι με τσιγαρίδες. Πρέπει να ήταν κάπου εκεί στο 2007-2008. Αποφασίσαμε, βρήκαμε κάνα δυο καζάνια εδώ του χωριού, πήγαμε και στο Τσοτύλι, πήραμε και τσιγαρίδες, αυτά, έτοιμες. Δεν ξέραμε πώς γίνεται, άλλος έλεγε το έτσι γίνονται, άλλος αλλιώς. Κάναμε την πρώτη χρονιά, κάναμε ένα καζάνι τσιγαρίδες. Από κει και πέρα κάθε χρόνο αυτό το έθιμο, της «Γουρουνοχαράς», την τελευταία Κυριακή περίπου του Οκτωβρίου, κάπου εκεί, γίνεται «Γουρνοχαρά» που την λέμε. Εγώ θα ’λεγα αντάμωμα πιο πολύ, γιατί «Γουρνοχαρές» γίνονται την τελευταία βδομάδα απ’ τα Χριστούγεννα, αλλά έτσι το ονομάσαμε τότε, «Γουρνοχάρα», με τις τσιγαρίδες και είναι ένα ωραίο έθιμο κι αυτό, μαζεύονται οι χωριανοί όλοι–

Θ.Σ.

Και τι κάνετε–

Ε.Σ.

Και δίνουμε [00:50:00]ζωή στο Δίλοφο!

Θ.Σ.

Και τι κάνετε, δηλαδή; Είναι τα καζάνια... Περιέγραψέ μου λίγο, πώς γίνεται;

Ε.Σ.

Είναι τα καζάνια. Άρχισα εγώ από πριν να κάνουμε για τα καζάνια... Φροντίζω τώρα το καλοκαίρι εγώ αν υπάρχουν τα καζάνια, έχουμε τρία καζάνια, να αγοράσουμε και ένα τέταρτο, αν είναι καθαρά και αν θέλουν γάνωμα. Ψάχνουμε να βρούμε πού υπάρχει γανωτής. Εδώ στην περιοχή ήταν ένας στα Γρεβενά, σταμάτησε κι αυτός και δεν βρίσκουμε κάποιον να γανώνει τα καζάνια. Περνάν κάποιοι Βούλγαροι, δεν μας τα γανώνουν καλά γιατί δεν βάζουν καλά ή βάζουν μολύβια, τι βάζουν αυτοί; Κρατάνε ένα-δυο χρόνια, θέλουν πάλι γάνωμα. Αφού ήρθε ο σύλλογος φροντίζει πώς θα αγοράσει τα λίπη και τις τσιγαρίδες, από κάποιον έμπορα. Φροντίζει ποια ορχήστρα θα ’ρθει. Εγώ πριν καμιά δεκαριά μέρες μαζεύω τα ξύλα, τα κέδρα, τα στεγνά να τα έχουμε για τα καζάνια. Φροντίζω να υπάρχουν οι πυροστιές, να υπάρχουνε όλα αυτά που χρειάζονται τα καζάνια. Αυτήν τη δουλειά την κάνω εγώ κάθε χρόνο. Από κει και πέρα τα άλλα τα κάνουν οι άλλοι. Έρχεται η μέρα, κάποιος πρέπει να κλώθει τα καζάνια, να μην τσικνώσουν οι τσιγαρίδες και μετά γίνεται πάρα πολύς χορός και το διασκεδάζουμε όλοι μας!

Θ.Σ.

Το τρίτο αντάμωμα είναι στις Αποκριές.

Ε.Σ.

Αυτό ξεκινήσαμε κάπου τότε εκεί, πάλι εγώ με την Αγγέλα εδώ στη γειτονιά μας στο Κουτσούφλιανο, είπαμε εκεί βρέξει-χιονίσει θα κάνουμε. Αυτό το κρατ... Μαζεύουμε κέδρα στην καψαλιά, λέμε πάρα πολλά τραγούδια αποκριάτικα. Αποκριάτικα... Θα σου πω ένα, όταν είμαστε εκεί στη φωτιά και βλέπουμε κάναν, κάποιον ξένο να ’ρχεται από άλλον μαχαλά λέμε εκείνο κει το: «Ψιλ ψιλ μαχαλιώτες και 46 Κουτσουφλιανιώτες», θα σου πω για τους Κουτσουφλιανιώτες, «να καλγώσουμε τους πέρα-μαχαλιώτες». Άντε και αρχίζουμε τα, αρχίζουμε τα τραγούδια εκεί, τα... Αυτά, τα αποκριάτικα όλα.

Θ.Σ.

Για πες κανένα.

Ε.Σ.

Και αρχίζουμε κει και λέμε: «Να τους πάμε στην Αλατιά, να τους λύσουν τα γατιά, να τους πάμε στην Μαέρ, να τους δώσουμε μαχαίρ’, να τους πάμε εκεί στον Ντόλο, να τους δώσουμε και κώλο, να τους πάμε στην Μιραλλή, να τους δώσουμε μαλλί, να τους πάμε στο Κοστάντσκο, να τους αλλάξουμε το πκάμσο». Και έχει απ’ αυτά σειρά... Ό,τι κατέβαινε τον καθέναν τα λέγαμε αυτά, τα αποκριάτικα. Θα θυμηθούμε λίγο για τον Κουτσούφλιανο να σου πω μετά. Αυτά τα λέμε αρχή, άρχιζε το γλέντι γύρω, μετά το μεσημέρι, μαζευόμασταν όλα τα παιδιά τις Απόκριες. Απ’ τον προηγούμενες μέρες μαζεύαμε τα κέδρα, έτσι; Τα κέδρα και εκάναμε και μια καλύβα, μια τσαντίρα, το οποίο μαζεύαμε σε έναν στύλο κέδρα πολλά και την ανάβαμε τελευταία και όταν καιγόταν αυτή η τσαντίρα τελείωνε και το… Το γλέντι, εκεί πέρα όλοι. Στο τέλος. Την ημέρα εκείνα εκεί ήτανε... Κάναμε τις μικρές Απόκριες, ανάβαμε... Και τις μεγάλες Απόκριες. Λέγαμε πάρα πολλά τραγούδια, εμείς οι πιτσιρικάδες τότε. Αυτά θυμάμαι, τώρα τελευταία το κάνουμε και σταμάτησε αυτή λόγω κορωνοϊού η... Αυτό το, το έθιμο γιατί με τον κορωνοϊό τα σταματήσουμε αυτά, τις Απόκριες. Για τον Κουτσούφλιανο, γιατί είπα για τον Κουτσούφλιανο λίγο γιατί «και 46 Κουτσουφλιανιώτες», γιατί ήμαστε εδώ στη γειτονιά μου 46 Κουτσουφλιανιώτες. Από δω πέρασε ο Άγιος Κοσμάς και, όπως ήτανε κουρασμένος, σταμάτησε εδώ στον Κουτσούφλιανο και ζήτησε νερό. Του είπαν: «Δεν έχουμε νερό, περίμενε να πάμε να πάρουμε», γιατί οι βρύσες εδώ ήταν μακριά. Και ώς πότε, όπως ήταν αυτός ιδρωμένος και ξέρω γω, λέει: «Πόσοι Χριστιανοί είστε εδώ πέρα;», του είπαν 46. «Εκεί να μείνετε, να μη μεγαλώσετε, γίνετε πιο πολλοί». Μας καταράστηκε ο Άγιος Κοσμάς. Οι άλλοι χωριανοί λένε του, δεν του δώσαμε νερό, δεν είχαμε να του δώσουμε νερό! Και έτσι... Και γι’ αυτό λέμε στις Απόκριες: «Ψιλ, ψιλ, μαχαλιώτες και 46 Κουτσουφλιανιώτες», το λέμε αυτό.

Θ.Σ.

Κάτι άλλο τώρα που θέλω να σε ρωτήσω. Η γκλίτσα.

Ε.Σ.

Ναι.

Θ.Σ.

Μίλησε μου λίγο για την γκλίτσα, τι είναι και σε τι χρησιμεύει;

Ε.Σ.

Γκλίτσα την είχανε οι τζομπαναραίοι, αυτοί που είχαν τα πρόβατα. Ακουμπούσανε και πιάνανε... Ήταν μακριά η γκλίτσα και πιάνανε ένα αρνί, «χοπ!» το πιάνανε–

Θ.Σ.

Γκλίτσα λέγεται αυτό το σκαλιστό–

Ε.Σ.

Είναι γυριστή, ναι είναι το αυτό το πάνω, το πιάνανε αυτό και το τραβούσανε. Αυτό.

Θ.Σ.

Κάτω είδα έχεις πολλές.

Ε.Σ.

Πάρα πολλές, είναι καμιά, ξέρω γω, πάνω από 50, 80, ξέρω γω, πόσες είναι;

Θ.Σ.

Εσύ τις φτιάχνεις, μόνος σου;

Ε.Σ.

Ναι, ναι.

Θ.Σ.

Είναι μία τέχνη που την έμαθες από ποιον;

Ε.Σ.

Τέχνη... Μόνος την... Αυτά έφτιαχνε ένας χωριανός εδώ πέρα. Μου έδωσε κάποια μαχαίρια, εκεί, και κάτι τέτοια και από τότε φτιάχνω συνέχεια. Γκλίτσες... Έχουν μια προεργασία κι αυτές, θέλει να πας να κόψεις τα ξύλα, να τα ξεράνεις κάνα, δυο, τρία χρόνια, να κόψεις κρανιές, να... Πολλή δουλειά, τον χειμώνα δηλαδή ασχολούμαι πολύ μ’ αυτά.

Θ.Σ.

Αυτή η τέχνη, όμως, τώρα την βλέπεις να διασώζεται στο μέλλον;

Ε.Σ.

Ε, πώς, υπάρχουν πάρα πολλοί, θα ’λεγα με την ξυλογλυπτική. Υπάρχουν τώρα εδώ εργοστάσια, να το πω, που φτιάχνουν σε τόρνους. Χειροποίητα, όμως, είμαστε πάρα πολύ λίγοι. Ένας εδώ, ένας κάπου, ξέρω γω, αραιά και που εδώ στα βουνά είμαστε.

Θ.Σ.

Βαγγέλη, το χωριό έχει μια εκκλησία που γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο, όπως είπαμε.

Ε.Σ.

Ναι.

Θ.Σ.

Αλλά έχει και κάποια άλλα ξωκλήσια.

Ε.Σ.

Εξωκλήσια έχει ένα του Αϊ-Λιά, ο οποίος ο Αϊ-Λιάς χτίστηκε γιατί τότε με τους Τούρκους... Όταν ερχόταν οι Τούρκοι στο χωριό, γινόταν κάποιος πόλεμος τότε, του Ορλώφ, ξέρω γω, αυτά, ξέρω γω, και γύριζαν οι Αλβανοί προς τα πάνω, άδειαζε το χωριό, πήγαινε στα βουνά. Να μην περάσουνε οι Τούρκοι και βιάσουν, κλέψουν, σκοτώσουν, δεν λογάριαζαν τίποτα. Πηγαίναν πέρα, απέναντι απ’ το χωριό, εκεί, στα ανήλια που λέμε, προς τον Τσέρο, κάπου εκεί στα ανήλια κρυβότανε, αλλά αναγκάστηκαν να φτιάξουν μία εκκλησία στον Αϊ-Λιά, τον Αϊ-Λιά επάνω, για να θάβουν τους χωριανούς. Ήταν πάρα πολλοί θαμμένοι επάνω στον Αϊ-Λιά και γι’ αυτό χτίστηκε ο Αϊ-Λιάς. Υπάρχει... Ο πιο κοντινός μετά είναι ο Αϊ-Γιώργης, ο οποίος χτίστηκε κάπου εκεί, το 1965. Τον έχτισε η Βασιλάκαινα, που λέμε, μια γιαγιά. Υπάρχει και ο Αϊ-Νικόλας. Ο Αϊ-Νικόλας πώς χτίστηκε; Έβλεπε μία γιαγιά εδώ στο Δίλοφο, οραματιζόταν, έβλεπε στον ύπνο της, η οποία ήταν από τους Σακαλαίους, θα έλεγα η προ-προγιαγιά μου. Η προγιαγιά μου ήταν αυτή. Αυτή έβλεπε ένα όραμα ότι κάπου εκεί υπήρχε μια εικόνα. Εικόνα δεν βρήκαν εκεί, άλλοι λένε ότι βρήκαν εικόνα όταν έσκαψαν, άλλοι λένε ότι δεν υπήρχε, αλλά αυτή έβλεπε στο όνειρό της ότι υπήρχε μια εικόνα και την έλεγε κάθε βράδυ στον ύπνο της: «Ακόμα εκεί θα μ’ έχεις; Δεν θα με φτιάξεις εκκλησία;». Έστειλε γράμμα στην Αμερική, στα παιδιά της αυτή, ο οποίος ήταν ο παππούς μου και ο αδερφός του, δούλευαν στην Αμερική, ότι «αυτό κι αυτό». Αυτοί εκεί στην Αμερική οι χωριανοί ιδρύσαν έναν σύλλογο, τον «Άγιο Νικόλαο», τον πρώτο σύλλογο που ιδρύθηκε του Διλόφου στην Αμερική. Σε ποια πόλη δεν θυμάμαι. Ιδρύθηκε ο «Άγιος Νικόλαος» για να μαζέψουν χρήματα για τον Αϊ-Νικόλα. Μαζέψαν 3.600 τούρκικα ή δολάρια, δολάρια ή τούρκικα γρόσια, πώς τα λέγανε αυτά, δεν θυμάμαι, τα στείλανε εδώ πέρα και χτίσαν τον Αϊ-Νικόλα, ο οποίος χτίστηκε το 1910, ’10 προς το ’11. Ήτανε τουρκοκρατία, οι Τούρκοι ακόμα εδώ πέρα, γιατί η Ελλάδα απελευθερώθηκε το ’12. Όταν χτίστηκε ο Αϊ-Νικόλας οι γιαγιές φυλούσαν καραούλια στις ράχες μην τυχόν περάσει κάνας Τούρκος και τις δει, ξέρω γω. Χτίστηκε ο Αϊ-Νικόλας, το ’12 απελευθερώθηκε εδώ ο τόπος μας, το δε μονοπάτι στον Αϊ-Νικόλα οι γιαγιές αυτές το είχαν με λουλούδια. Εκεί, κοντά στον Αϊ-Νικόλα. Ο Αϊ-Νικόλας πηγαίναμε κάθε Τετάρτη μετά το Πάσχα. Πηγαίναμε και λειτουργούσαμε στον Αϊ-Νικόλα και πηγαίναμε και στις 20 Μαΐου, το καλοκαίρι, δύο φορές. Στις 20 Μαΐου ερχόταν, και το Πάσχα, ερχόταν και απ’ τα γύρω χωριά πάρα πολλοί από τον Πεντάλοφο, γιατί βρίσκεται στα σύνορα Πενταλόφου με Διλόφου. Σε Διλοφίτικο μέρος, αλλά είναι ακριβώς στα σύνορα και ερχόνταν πάρα πολλοί Πενταλοφίτες. Είναι θαυματουργός, λένε πάρα πολλοί, ιστορίες πολλές έχω ακούσει για τον Αϊ-Νικόλα. Είχε χαλάσει το μονοπάτι, δεν μπορούσαμε να κατεβάμε. Μάζεψα πριν κάνα πέντε-έξι χρόνια, δηλαδή γύρω στο 2010, πιο... Ναι, μάζεψα χρήματα απ’ τους χωριανούς. Μάζεψα 750 ευρώ, ο σύλλογος, ο Κυνηγητικός Σύλλογος έκανε έναν χορό για τον Αϊ-Νικόλα, τα έσοδά του. Φτιάξαμε το μονοπάτι του Αϊ-Νικόλα με κάποια σίδερα, τον περιποιηθήκαμε μέσα, τον καθαρίσαμε... Από τότε κάθε χρόνο εγώ τον φροντίζω και είναι να μη βάζει νερά, τον καθαρίζω μέσα, όλα καλά! Αυτά για τον Αϊ-Νικόλα. Απέχει εδώ από το χωριό μια ώρα με[01:00:00] τα πόδια, πάει αυτοκίνητο μέχρι έξω απ’ τον Νικόλα και εκεί έχει και ένα αγιονέρι. Εκεί κάτω εγώ είδα κάποια παλιά ρούχα κρεμασμένα, Σάκη, τα πήρα, τα μάζεψα, να τα πετάξω στα σκουπίδια. Τι τα κρεμάνε εδώ; Αλλά μου είπαν μετά να μην τα ξαναμαζέψω, γιατί εκεί, όποιος δεν μπορεί να πάει στον Αϊ-Νικόλα κάποιος, παίρνουν ένα ρούχο του, ένα πουκάμισο ή ένα σακάκι είτε ένα παντελόνι, ένα φουστάνι και πάνε και τα κρεμάνε εκεί. Και από τότε είναι κι ακόμα τώρα εκεί, πηγαίνω πάλι, ακόμα και σήμερα... Κάθε φορά που πάω βρίσκω ρούχα, βρίσκω και, και κάνα, δυο, τρία ευρώ, ξέρω γω, πώς είναι αυτά. Μέχρι σήμερα έχω εκατό ευρώ απ’ τον Αϊ-Νικόλα, δεν ξέρω πού θα τα τοποθετήσω. Είναι εκατό ευρώ, ενενήντα εννιά, ενενήντα οχτώ, τέλος πάντων, εκατό ευρώ. Υπάρχει ταμείο ο «Άγιος Νικόλαος». Άρχισε να τον φροντίζει ο Κυνηγητικός Σύλλογος ένα διάστημα, ο οποίος θα... Θα πω ήταν ο Τόκης από τον Πεντάλοφος, που ήταν πρόεδρος, τον φροντίζαμε τον Αϊ-Νικόλα. Κάθε χρόνο κάναμε, σου είπα και νωρίτερα, κάναμε έναν χορό και τα έσοδά του ήταν κάνα ευρώ. Φτιάξαμε τον Αϊ-Νικόλα, βάλαμε νταμπέλες. Δυστυχώς, κάποιοι πάνε και μου χαλάνε τις νταμπέλες του Αϊ-Νικόλα, εύχομαι να μην τους... Τις ταμπέλες; Τι τους πειράζουν οι ταμπέλες; Τέλος πάντων, τους πειράζουν.

Θ.Σ.

Η εικόνα της Αγίας Τριάδας που έρχεται εδώ κάθε χρόνο;

Ε.Σ.

Η Αγία Τριάδα–

Θ.Σ.

Αυτό τι ιστορία είναι;

Ε.Σ.

Η Αγία Τριάδα, η Αγία Τριάδα ερχότανε πάντα χειμώνα. Χειμώνα γιατί τότε ερχόταν όλοι απ’ τα ξενιτιά, μετά τα Χριστούγεννα, την οποία αυτήν πηγαίναμε και την παίρναμε εμείς, αφού γύριζε στον Πεντάλοφο, πηγαίναμε και την παίρναμε απ’ τον Πεντάλοφο την εικόνα. Εγώ σαν παιδί τότε ήμαν εκεί που καθόμουν στο χωριό, είχα πάει κάνα τρεις-τέσσερις φορές, την είχαμε πάρει απ’ τον Πεντάλοφο. Εκεί… Την παίρναμε απ’ τον Πεντάλοφο με μεγάλη ευλάβεια, εδώ μας περιμένουν στον Αϊ-Γιώ... Τα λέω και συγκινούμαι! Λοιπόν, τόσο μεγάλη εικόνα! Χτυπούσε η καμπάνα χαρμόσυνα! Γυρίζαμε καμιά βδομάδα σε όλα τα σπίτια. Κάθε βράδυ και κάθε μεσημέρι είχε κατάλυμα. Το μεσημέρι ήταν ο παπάς που γύριζε με έναν-δυο, με τον ψάλτη και ένας που κουβαλούσε την εικόνα, είχε τα μεσημέρια κατάλυμα και το βράδυ. Αφού γύριζε σε όλα τα σπίτια από μας ερχόταν και την παίρναν, την έπαιρνε ο Βυθός, ο Ντόλος. Αυτοί ερχόνταν το πρωί οι φουκαράδες, πίνανε εδώ τσίπουρα, όλο μεθυσμένοι φεύγανε. Φεύγοντας η Αγία Τριάδα την χαιρετούσαμε στη ράχη απέναντι και ο μαχάλας γιόρταζε εκεί! Γυρίζαν όλα τα σπίτια στον μαχαλά με την... Όταν έφευγε η Αγία Τριάδα γυρίζαν τα σπίτια όλα. Ετούτος ο μαχαλάς, ο άλλος ο μαχαλάς εδώ που λέμε, στο Κουτσούφλιανος και το Κουντουλάκη, γιόρταζαν των Φώτων. Όταν Φωτίζονταν στο κάτω το πηγάδι, γύριζαν μετά από τον Φωτισμό όλα τα σπίτια. Συγκεκριμένα έλεγαν, τρώγαν και πατσά απ’ τα γουρούνια, κρύωνε ο πατσάς και πάγωνε και τρώγανε και, και πατσά. Έτσι, ο ένας μαχαλάς με την Αγία Τριάδα και ο άλλος με τα Φώτα. Δηλαδή τον χειμώνα γυρίζαν τα σπίτια.

Θ.Σ.

Και την εικόνα αυτήν μέχρι και σήμερα την φέρνουν στο χωριό.

Ε.Σ.

Την φέρνουν, τώρα την φέρνουν το καλοκαίρι γιατί τον χειμώνα δεν είναι κανείς. Γύρισε και φέτος και πέρυσι. Με τον κορωνοϊό δεν θυμάμαι να γύρισε, δεν πρέπει να γύρισε... Ε, τέλος πάντων, ήταν ένα διάλειμμα αυτό, απ’ όλες τις εκδηλώσεις αυτό.

Θ.Σ.

Θέλω να σε ρωτήσω τώρα λίγο να μου πεις ποιες ήταν οι εξουσίες του χωριού, οι Αρχές, που λέμε. Δηλαδή μου είπες υπήρχε ο δάσκαλος, υπήρχε ο παπάς.

Ε.Σ.

Παπάς.

Θ.Σ.

Που προκαλούσε και τη συμφιλίωση όταν υπήρχανε...

Ε.Σ.

Ναι, ναι, ναι, ναι.

Θ.Σ.

Για πες, για πες.

Ε.Σ.

Υπήρχε, σίγουρα υπήρχε ο πρόεδρος, υπήρχε παπάς... Ο πρόεδρος φρόντιζε για τα οικονομικά του χωριού, φρόντιζε για τα έργα, το Κοινοτικό Συμβούλιο τα αποφάσιζε αυτά, αλλά συνήθως ο πρόεδρος, αυτός φαινόταν έξω. Υπήρχε ο παπάς. Υπήρχε ο αγροφύλακας, ου! Δεν σ’ άφηνε να ξεμυτίσεις! Σαν πιτσιρίκια μας κυνηγούσε ο αγροφύλακας. Οι εξουσίες, αυτές ήτανε.

Θ.Σ.

Ο παπάς ή ο δάσκαλος–

Ε.Σ.

Ο δάσκαλος, ναι...

Θ.Σ.

Συμβουλεύανε κιόλας;

Ε.Σ.

Ναι, πάντα συμβουλεύανε. Ειδικά αυτός ο δάσκαλος, ένας δάσκαλος Τζούφας, είχε μάθει τα παιδιά όλα να εμβολιάζουν, τις πρώτες βοήθειες... Μάθαινε και τέτοια ο δάσκαλος. Ήταν ο δάσκαλος, ο δάσκαλος ήταν όλη μέρα στο χωριό, φρόντιζε τα παιδιά να σκάβουν το σχολικό τον κήπο, τα μήλα, πώς, πώς κλαδεύονται, πώς αυτά όλα, ο δάσκαλος ήταν... Και σε αυτά να μαθαίνει ο δάσκαλος. Πώς να τραγουδάνε, να χορεύουν, ο δάσκαλος τα μάθαινε όλα τότε, όλα στο σχολείο.

Θ.Σ.

Όταν είχε, ας πούμε, κάποιος πρόβλημα πήγαινε να συμβουλευτεί τον παπά, να τον ρωτήσει πώς να–

Ε.Σ.

Ναι, πάντα πήγαινε στον παπά. Λέγαν: «Και ο παπάς είπε αυτό». Ναι. Ειδικά εμείς είχαμε την τύχη, είχαμε έναν παπά πολύ θεοσεβούμενο, δίκαιο, πάρα πολύ δίκαιος, και τον σεβόμασταν όλοι. Όταν εγώ ήθελα να φύγω για την Λάρισα, για την ξενιτιά, που λέμε, πήγαινα να χαιρετήσω τον παπά. Ότι φεύγω, να μου δώσει την ευχή του. Ερχόμουν απ’ την Λάρισα τον χειμώνα, πρώτα-πρώτα την άλλη μέρα στον παπά. Να δούμε τον παπά. Ναι.

Θ.Σ.

Ναι. Μέχρι πότε λειτουργούσε το σχολείο;

Ε.Σ.

Πρέπει να ήταν το... Μέχρι το ’70-’72... Ίσως και το ’75; Μετά το ’75 όχι, με τίποτα. Το 1975 και μετά με τίποτα.

Θ.Σ.

Γιατί σταμάτησε;

Ε.Σ.

Δεν είχε παιδιά, πολύ απλά. Γι’ αυτό σταμάτησε. Παιδιά, φύγαν τα παιδιά, δεν είχε δάσκαλο, τελείωσε το σχολείο.

Θ.Σ.

Και γιατί φύγανε τότε τα παιδιά; Φύγανε με τους γονείς τους;

Ε.Σ.

Όχι, όχι, μεγαλώσαν τα παιδιά αυτά και οι επόμενοι δεν υπήρχαν παιδιά εδώ μικρά. Δεν υπήρχαν νέα ζευγάρια εδώ στο χωριό για να, για να γίνουν παιδιά.

Θ.Σ.

Και έτσι προκλήθηκε και η γήρανση του πληθυσμού.

Ε.Σ.

Γήρανση του πληθυσμού και αναγκαστικά...

Θ.Σ.

Και παπά το χωριό εδώ, δικό του παπά, μέχρι πότε είχε–

Ε.Σ.

Μετά τον παπα-Ηλία που είχαμε εμείς σαν παιδιά τότε και μέχρι ένα διάστημα, μετά έγινε ο Ζούτσος, ο Μιχάλης ο Ζούτσος, ο οποίος ήταν εδώ μέχρι... Δεν θυμάμαι ακριβώς να σου πω, μέχρι και το 2000 πρέπει να ήτανε παπάς δικός μας.

Θ.Σ.

Είχε το χωριό εδώ–

Ε.Σ.

Είχε το χωριό παπά, πρέπει να ’τανε... Πριν το 2000, κάπου εκεί, ’95 με 2000 είχαμε παπά εδώ και αγροφύλακα μέχρι τις 2000. Ο οποίος αυτός ο παπάς νωρίτερα ήταν αγροφύλακας, ο Ζούτσος. Ήταν αγροφύλακας. Μετά απ’ αυτόν ήρθε ένας από τα Μέγαρα, ένας Δρόσος. Ο Μήτσος ο Δρόσος, ο οποίος έκανε πάρα πολλά χρόνια και αυτός εδώ, ο οποίος είχε φέρει και την οικογένειά του εδώ πέρα και ζούσε. Αγροφύλακας. Πριν τον Μιχάλη τον Ζούτσο ήταν ο... Ήταν και… Άλλοι έναν χρόνο, άλλοι δυο μήνες, άλλοι τα καλοκαίρια, πάρα πολλοί παπάδες... Αγροφύλακες.

Θ.Σ.

Οι σχέσεις του χωριού με άλλα χωριά πώς ήτανε; Είχατε καλές σχέσεις, μαλώνατε; Υπήρχαν κόντρες, είπες ο Αϊ-Νικόλας…

Ε.Σ.

Ναι, όχι για τον Άγιο Νικόλα δεν υπήρχε καμιά φιλονικία εκεί πέρα. Με τα άλλα τα χωριά μαλώνανε κατά καιρούς για τα σύνορα, οι βοσκοί. Πηγαινοερχόνταν τα βράδια γιατί... Αυτοί μαλώνανε, αλλά συνήθως με το Δασύλλιο είχαμε πιο φιλικές σχέσεις, γιατί ήταν κοντά. Ειδικά με τα παιδιά του Δασυλλίου πάντα και σαν σχολεία ήμασταν πολύ κοντά. Είχαμε με το Δασύλλιο πάρα πολύ φιλικές σχέσεις, με τον Πεντάλοφο όχι τόσες, γιατί μας ήταν πολύ μακριά. Μόνο με το Δασύλλιο είχαμε.

Θ.Σ.

Σήμερα πώς είναι τα πράγματα;

Ε.Σ.

Σήμερα αδειάσαν τα χωριά, δεν, εξέλειπαν οι λόγοι. Δεν έχουμε ούτε να χ... Ούτε ζώα έχει κανείς τώρα, τίποτα. Ναι.

Θ.Σ.

Κλείνοντας θέλω να σου ζητήσω να μου μιλήσεις λίγο εσύ για το χωριό, να μου εκφράσεις τα συναισθήματά σου, τους προβληματισμούς σου και τι εύχεσαι να γίνει στο μέλλον καλύτερα.

Ε.Σ.

Εγώ αγαπώ πάρα πολύ το χωριό, γι’ αυτό ζω τα καλοκαίρια εδώ και σχεδόν τους χειμώνες. Τα αισθήματά μου. Διετέλεσα πάρα πολλά χρόνια κοινοτικός σύμβουλος, κάποια πράγματα θα μπορούσα να τα φτιάξω και τότε εγώ στο χωριό. Θα ’λεγα θα μπορούσα, αλλά επειδή έλειπα δεν γίνανε αυτά. Θα μπορούσα να πω ότι θα μπορούσαν να γίνουν πάρα πολλά καλντερίμια, για να πάρει μία αξία το χωριό. Καλντερίμια, πεζούλες, αυτό έχουμε να προσφέρουμε στον τουρισμό και να προσελκύσουμε να ’ρχεται κόσμος. Δυστυχώς, εγώ έλειπα, ήμαν και του επαγγέλματος, αυτά. Δεν θέλω να, ευθύνες να πω σε κανέναν. Πρώτα-πρώτα, όπως τα λέω δείχνω ευθύνες σ’ εμένα. Γιατί δεν τα φτιάξαμε αυτά. Ήρθαν, φτιάξαν... Κάποια χρήματα μας έδωσε η πολιτεία μας, αλλά φτιάξαμε κάτι με πλάκες Καβάλας, κάτι οι οποίες χαλάσανε κιόλας... Δεν γίναν εκείνα τα καλντερίμια που έπρεπε να γίνουν για να δώσουν αξία το χωριό, τα μονοπάτια και αυτά. Τι άλλο μπορεί να γίνει; Αυτά. Κάτι ξενώνες και αυτά ποιος θα τους, ποιος θα τους δουλέψει; Τι άλλο μπορεί να γίνει; Αυτός ο σύλλογος πάει μια χαρά τώρα. Είπα και νωρίτερα, συμμετέχουν, συμμετέχει η νεολαία, αυτό είναι το καλό. Υπάρχει, υπάρχει [01:10:00]διαδοχή και μακάρι να υπάρχουν και τα πιτσιρίκια –έρχονται, μαθαίνουν, χορεύουν, προσφέρουν, στρώνουν τραπέζια, ψήνουν, τι άλλο καλύτερο;

Θ.Σ.

Άρα χωρίς νεολαία δεν υπάρχει Δίλοφο–

Ε.Σ.

Όχι, τι, τι; Χωρίς νεολαία δεν υπάρχει τίποτα. Τι να κάνουμε; Τι να κάνουμε; Ό,τι και να πω εγώ... Αν μπω εγώ Πρόεδρος ή πρόεδρος του συλλόγου εγώ θα φροντίσω τα νεκροταφεία, δεν θα φροντίσω... Αν μπεις εσύ, Σάκη, θα φροντίσεις τις παιδικές χαρές. Αυτή είναι η διαφορά μας.

Θ.Σ.

Ωραία. Βαγγέλη, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συζήτηση–

Ε.Σ.

Και εγώ σ’ ευχαριστώ που δόθηκε η ευκαιρία να τα πω. Βέβαια, πολλά ξεχάσαμε, δεν, μέσα σε τόσο λίγο, δεν μπορείς να τα θυμηθείς όλα. Δεν θυμ...

Θ.Σ.

Είναι πάρα πολλά.

Ε.Σ.

Είναι πάρα πολλά, τι να σου πω τώρα; Ιστορίες, πού ξέρω, δεν...

Θ.Σ.

Εδώ θα ’μαστε.

Ε.Σ.

Εδώ θα ’μαστε κι άλλη φορά, ναι.

Θ.Σ.

Σ’ ευχαριστώ πολύ.

Ε.Σ.

Κι εγώ ευχαριστώ.

Summary

Ο Βαγγέλης Σακαλής διηγείται την ιστορία του Διλόφου Βοΐου μέσα από τις αναμνήσεις και τα βιώματά του. Εξιστορεί πώς δημιουργήθηκε αυτό το χωριό, τα παιδικά του χρόνια και την καθημερινότητα των χωριανών πριν από πολλές δεκαετίες. Αφηγείται το κάψιμο του σχολείου από τους Γερμανούς στην Κατοχή, την καταλυτική παρουσία του Γερμανού γιατρού που επηρέασε άρδην τους ντόπιους, τη διεξαγωγή του πανηγυριού και πώς αυτό εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια, επισημαίνοντας πόσο σημαντική είναι η παρουσία της νεολαίας στο Δίλοφο, καθώς και άλλα πολλά που αφορούν τον τόπο στον οποίον πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Ένα μικρό χωριό με μια μεγάλη ιστορία.


Narrators

Ευάγγελος Σακαλής


Field Reporters

Θανάσης Σκούφιας



Locations

Interview Date

18/08/2023


Duration

70'