© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Κώστας Νικολαΐδης: Η ιστορική ταβέρνα «Δόμνα» στον Άγιο Παύλο

Istorima Code
25027
Story URL
Speaker
Κωνσταντίνος Νικολαΐδης (Κ.Ν.)
Interview Date
29/01/2020
Researcher
Δανάη Θεοδωράκη (Δ.Θ.)
Δ.Θ.:

[00:00:00]Ονομάζομαι Δανάη Θεοδωράκη και βρίσκομαι μαζί με τον Κώστα Νικολαΐδη. Πείτε μου, κύριε Κώστα, πού και πότε γεννηθήκατε.

Κ.Ν.:

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1958 και από τότε είμαι μόνιμος κάτοικος.

Δ.Θ.:

Σε ποια γειτονιά μεγαλώσατε;

Κ.Ν.:

Στον Άγιο Παύλο επάνω, στην Άνω Πόλη.

Δ.Θ.:

Και ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε;

Κ.Ν.:

Ο πατέρας μου είχε ταβέρνα, την οποία την είχε από τον παππού κρατημένη.

Δ.Θ.:

Πείτε μου για την ταβέρνα. Από πότε υπήρχε, αρχικά.

Κ.Ν.:

Ο παππούς ο Χρήστος με τη γιαγιά τη Δόμνα –εξου και το όνομα «Δόμνα» που βγήκε– το 1944 αποφασίσανε να κάνουνε –εκείνη την εποχή ήταν ουζοπαντοπωλεία–στον Άγιο Παύλο επάνω. Το ξεκινήσαν με τη γιαγιά τη Δόμνα και στην αρχή το μαγαζί λεγόταν «Ρεματάκι», όχι «Δόμνα», γιατί έχει το ρέμα μπροστά. Ο παππούς μετά βγήκε στη σύνταξη, το ανέλαβε ο πατέρας. Μέχρι το 1963-’64 ήταν ουζοπαντοπωλείο. Μετά, το έκανε ταβέρνα κανονική ο πατέρας. Στη διάρκεια της δικτατορίας, έζησε το απόγειό της, γιατί μαζευόταν αντιστασιακοί, τραγουδούσανε Θεοδωράκη… Και μετά τη Μεταπολίτευση, πάλι το συνέχισε και το κράτησε μέχρι το 1994 ανοιχτό. Από κει και μετά, το άνοιγε μόνο Τρίτες, για την παρέα του. Και έχει καθιερωθεί να είναι μόνο Τρίτες. Εγώ, φυσικά, δούλεψα αρκετά χρόνια μες στο μαγαζί, από μικρός, ακολούθησα το επάγγελμα, έκανα άλλα μαγαζιά μετά. Το ίδιο και ο αδερφός μου. Τώρα το ανοίγουμε μόνο κάθε Τρίτη, τιμής ένεκεν για τον παππού. Τίποτα παραπάνω. Άλλο τι θες;

Δ.Θ.:

Ζωοπαντοπωλείο τι σήμαινε αυτό που είπατε; Δηλαδή, τι; Είχε ζωοτροφές;

Κ.Ν.:

Όχι, ουζοπαντοπωλείο σήμαινε ότι μπορούσε να πάει από τη γειτονιά κάποιος να πιει ένα ούζο, ένα μεζέ-

Δ.Θ.:

Α, ούζο.

Κ.Ν.:

Ουζοπαντοπωλείο.

Δ.Θ.:

Δεν άκουσα καλά, συγγνώμη.

Κ.Ν.:

Και υπάρχουν ακόμη και σε μερικά χωριά επάνω αν πας, είναι και κατάστημα τροφίμων και πουλάει και μεζέδες.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Τα βρίσκεις σε κάποια χωριά ακόμα. Τα οποία τα ’χουν κάνει και παραδοσιακά. Εκείνη την εποχή, αυτά ήτανε. Μετά γύρισαν και έγιναν όλα κανονικά εστιατόρια και ταβέρνες.

Δ.Θ.:

Και η ρεματιά που λέτε πού περνούσε; Ήτανε εκεί που βρίσκεται-

Κ.Ν.:

Μπροστά απ’ το μαγαζί.

Δ.Θ.:

Περνούσε από κει. Κατέβαινε… Από πού κατέβαινε, ας πούμε, η ρεματιά;

Κ.Ν.:

Η ρεματιά κατέβαινε από πάνω-

Δ.Θ.:

Από κει που είναι η δικιά μας η πολυκατοικία; Και η γειτονιά παλιότερα, πώς τη θυμάστε εκεί γύρω; Η Αθανασίου Διάκου πώς έμοιαζε;

Κ.Ν.:

Αυτό ήτανε, ο Άγιος Παύλος έγινε το 1926, αν δεν κάνω λάθος. Με την ανταλλαγή των προσφύγων, τους έδωσε οικόπεδα η Πρόνοια. Τα αγοράσανε και χτίσανε, ήταν μονοκατοικίες όλα. Οι πιο πολλοί ήτανε πρόσφυγες. Προσφυγομαχαλάς ήτανε, για την ακρίβεια. Και μετά, με την ανοικοδόμηση, όλα φτιάχτηκαν. Και ήτανε Κοινότητα Αγίου Παύλου, δεν έχει καμία σχέση με τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Ήτανε Κοινότητα Αγίου Παύλου και Ευαγγελιστρίας. Τώρα ανήκει στον Δήμο Συκεών [Δ.Α.]

Δ.Θ.:

Και εσείς μένατε από πάνω;

Κ.Ν.:

Και το πατρικό σπίτι ήταν από πάνω.

Δ.Θ.:

Ωραία. Θέλετε να μου πείτε για την περίοδο της Χούντας που είπατε; Που εσείς θα ήσασταν παιδί τότε.

Κ.Ν.:

Ναι, στη Χούντα ήμουνα δέκα χρονών, έντεκα. Απ’ ό,τι θυμάμαι, έχω κάποιες μνήμες.

Δ.Θ.:

Τι συνέβαινε εκεί με… δεν ήτανε πρόβλημα, ας πούμε, που πήγαιναν οι αντιστασιακοί επί Χούντας και τα λοιπά;-

Κ.Ν.:

Ε, πώς δεν ήτανε.-

Δ.Θ.:

Πώς είχε προκύψει αυτή η κατάσταση;

Κ.Ν.:

Ερχότανε φοιτητές απ’ το Αριστοτέλειο, διάφοροι, οι οποίοι είχανε κάποιες επαναστατικές ιδέες, ας το πούμε, και ο ένας με τον άλλο… Μετά, επειδή τους άφηνε ο πατέρας και τραγουδούσανε και Θεοδωράκη και τα λοιπά, το είχανε το μαγαζί. Φυσικά, αυτό σταμπαρίστηκε απ’ την Ασφάλεια, έτσι; Δεν υπήρχε περίπτωση. Και κάποια –αρκετά– προβλήματα, και το μαγαζί και ο πατέρας.

Δ.Θ.:

Όπως;

Κ.Ν.:

Όπως…

Δ.Θ.:

Πήγαιναν, ας πούμε…

Κ.Ν.:

Είναι γνωστά αυτά. Μην πούμε ότι κάναμε κι αντίσταση τώρα και… Όλοι κάναν αντίσταση, εντάξει. Ο καθένας με τον τρόπο του. Ας πούμε, άμα ερχότανε, ήξερε κάποιον που ήτανε χαφιές, έμπαινε μες στο μαγαζί, έβαζε στο χέρι ένα καρφί και πήγαινε και τους έλεγε: «Μην τραγουδάτε, γιατί έχει καρφί μέσα». Ή μια ασφάλεια. Αυτό ήταν μεταφορικό, ότι: «Έχει ασφαλίτη μέσα, πρόσεχε».

Δ.Θ.:

[00:05:00]Ναι. Αλλά ο λόγος που άρχισαν, αρχικά, να μαζεύονται αυτοί οι φοιτητές που λέτε και τα λοιπά, πώς προέκυψε, ας πούμε; Ο μπαμπάς σας ήτανε, ας πούμε, αριστερός, για παράδειγμα;

Κ.Ν.:

Ήτανε. Ήτανε αριστερός.

Δ.Θ.:

Αλλά παρόλα αυτά, τραγουδιόντουσαν αυτά τα λογοκριμένα τραγούδια.

Κ.Ν.:

Ε, ναι. Σε πολλά μαγαζιά, έτσι, τραγουδούσαν, δεν είχε μόνο εκεί. Ήτανε κάποια στέκια που πηγαίνανε, οι περισσότεροι.

Δ.Θ.:

Οι ταβέρνες οι υπόλοιπες που υπάρχουν τώρα, αυτές υπήρχανε παλιότερα ή είναι καινούριες; Δηλαδή, στην περιοχή ήτανε η «Δόμνα», είχε κι άλλες; Θυμάστε;

Κ.Ν.:

Ήτανε κι ο Χιώτης παραπάνω, ήταν ο Καφετζίδης που έκλεισε. Ο Χιώτης ακόμα υπάρχει. Ο Χιώτης, νομίζω, είναι απ’ τη δεκαετία του ’60. Ήταν ο Σαΐτης εκεί πάνω, αυτά ήταν στους Αγίους Αναργύρους επάνω. Ήταν ο Κρεωνίδης παρακάτω –που είναι ακόμη. Ο Κρεωνίδης είναι πιο παλιός απ’ όλους.

Δ.Θ.:

Οπότε, για κάποιο λόγο, εκεί είχαν μαζευτεί πάρα πολλές ταβέρνες.

Κ.Ν.:

Είχε ταβέρνες. Ένα διάστημα, οι Άγιοι Ανάργυροι απάνω, που είναι δυο βήματα, μεσουρανούσε από ταβέρνες.

Δ.Θ.:

Ναι. Που τώρα πια δεν έχουνε και τόσο κόσμο αυτές όλες.

Κ.Ν.:

Δεν έχουνε. Έχει μετατοπιστεί στο κέντρο η ιστορία. Πολλά μαγαζιά.

Δ.Θ.:

Στην ταβέρνα τι άλλος κόσμος σύχναζε, εκτός από –είπατε– αριστερούς;

Κ.Ν.:

Εκείνη την εποχή, ανεβαίνανε και από τα θέατρα, ανεβαίνανε και καλλιτέχνες, ηθοποιοί, τραγουδιστές. Περάσανε πάρα πολλοί. Μετά τη Μεταπολίτευση, αρκετοί πολιτικοί.

Δ.Θ.:

Και πώς προέκυψε, ας πούμε, να είναι τόσο… να θέλουν όλοι αυτοί να έρθουν, για παράδειγμα; Ήταν, γενικά, ο κόσμος πήγαινε σε ταβέρνες ή ήταν κάτι συγκεκριμένο, που θέλαν να πάνε συγκεκριμένα-

Κ.Ν.:

Ε, κοίταξε, τότε ήτανε στέκι. Ο ένας ήξερε τον άλλον.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Εγώ, βασικά, πιστεύω ότι το μαγαζί, το εβδομήντα τοις εκατό, το φτιάχνουν οι πελάτες, ο ένας με τον άλλον, όταν το κάνουνε στέκι. Εκείνο είναι όλη η ιστορία και παίρνει τα πάνω του το μαγαζί. Εσύ βάζεις τη μαγιά –όχι μαγκιά, μαγιά!– και από κει και μετά, ο ένας με τον άλλον, αν περνάνε καλά και είναι ευχαριστημένοι, το κάνουνε στέκι κι έρχονται.

Δ.Θ.:

Ναι. Και εκτός από τα τραγούδια, τι άλλο; Ας πούμε, λέγανε, για παράδειγμα, ανέκδοτα, ιστορίες, τέτοια;

Κ.Ν.:

Εντάξει, πολλές φορές και μέσα από τις… κάναν διάφορες πλάκες. Και στις Αποκριές και άλλες μέρες. Ειδικά στις Αποκριές, του Ασώτου, Τσικνοπέμπτη και τα λοιπά, είχανε διαφορετικά γλέντια.

Δ.Θ.:

Ναι. Που τώρα δεν γίνονται, ας πούμε, στις ταβέρνες τόσο.

Κ.Ν.:

Το ’χουνε κρατήσει πιο πολύ, στις Αποκριές, οι Λεχρίτες.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Που ήτανε μια ιστορία της πόλης και οι Λεχρίτες.

Δ.Θ.:

Ναι. Ποιοι είναι οι Λεχρίτες;

Κ.Ν.:

Αυτοί είναι, υποτίθεται, πίνουνε και τραγουδάνε. Είναι και κανταδόροι. Δεν ξέρω αν… Κι έχουνε και Σύλλογο Λεχριτών, μπορείς να πας εκεί πέρα, ας πούμε, άμα θες.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Οι οποίοι θα ξεσαλώσουν τώρα, στις Αποκριές αυτοί.

Δ.Θ.:

Και πού συναντιούνται αυτοί;

Κ.Ν.:

Έχουνε διάφορα στέκια κι έχουνε κι ένα Σύλλογο, που έχουνε ένα… έχουνε κάνει σαν λέσχη δικιά τους και πηγαίνουνε κι εκεί. Αυτοί, πιο πολύ του Ασώτου. Δηλαδή στη Θεσσαλονίκη, του Ασώτου, αν ήταν μαγαζί με Λεχρίτες, δεν τολμούσε την Κυριακή του Ασώτου να μπει γυναίκα μέσα, απαγορευότανε.

Δ.Θ.:

Ναι. Γινόντουσαν άλλα πράγματα που δεν γίνονταν… ας πούμε, πώς πιστεύετε ότι έχει αλλάξει, ας πούμε, οι ταβέρνες σήμερα για παράδειγμα. Ότι τότε δεν ήταν κάπως διαφορετική εκεί η διασκέδαση;

Κ.Ν.:

Η ταβέρνα ήταν τελείως διαφορετική. Όταν έλεγες: «Θα πάω ταβέρνα», εννοούσες θα πας με την παρέα σου, θα συζητούσες, θα τραγουδούσες, θα ’τρωγες, θα έπινες. Τώρα τα ’χουν κάνει εστιατόρια.

Δ.Θ.:

Ναι. Δηλαδή, ότι δεν έχει…

Κ.Ν.:

Δεν είχε, ούτε μικροφωνικές τότε, δεν είχε τίποτα απ’ όλα. Έπαιρνε ο ένας την κιθάρα, έλεγε δέκα τραγούδια, η άλλη παρέα έπαιρνε την άλλη την κιθάρα, γινόταν όλοι μια παρέα.

Δ.Θ.:

Ναι. Τώρα-

Κ.Ν.:

Ήταν κι ο τρόπος διασκέδασης τέτοιος.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Τώρα, ταβέρνες, είναι τελείως διαφορετικά. Γράφει τώρα «Μουσική ταβέρνα». Αν και τελευταία, πάλι υπάρχει το πνεύμα όλα τα μαγαζιά να έχουν από ένα-δύο όργανα μέσα. Εκείνη την εποχή δεν πληρώνανε μουσικούς. Ήταν οι παρέες που φέρναν τα όργανά τους και παίζαν. Τώρα, όλοι έχουνε μουσικούς.

Δ.Θ.:

Εννοείτε δεν ήταν και επαγγελματίες αυτοί-

Κ.Ν.:

Βέβαια.-

Δ.Θ.:

-που ερχόντουσαν. Ναι.

Κ.Ν.:

Η κάθε παρέα είχε τους δικούς της.

Δ.Θ.:

Και αν η παρέα δεν ήξερε να παίζει μουσική;

Κ.Ν.:

[00:10:00]Ακούγανε απ’ τους άλλους. Πολύ απλό.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Λέγανε: «Πάμε εκεί, γιατί τραγουδάν αυτοί».

Δ.Θ.:

Αλλά δεν υπήρχαν και τόσο, ας πούμε, ότι παίζανε ονόματα, όπως λέμε τώρα: «Θα πάμε να ακούσουμε τον τάδε»;

Κ.Ν.:

Κάποιοι γίνανε μεγάλα ονόματα.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Όχι, δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα. Δεν ήτανε στημένο. Ήτανε παρεΐστικο. Δεν ήτανε στημένο.

Δ.Θ.:

Στη «Δόμνα» δηλαδή, για παράδειγμα, παλιότερα, ερχόντουσαν και ποιοι παίζαν; Παίζαν οι φίλοι του κυρ Τάκη, για παράδειγμα;

Κ.Ν.:

Οι φίλοι του πατέρα μου, οι φίλοι από άλλες παρέες. Μπορεί κάποιος να ήταν επαγγελματίας μουσικός, αλλά εκεί που ερχόταν, έπαιζε για την παρέα του, δεν έπαιζε για να πληρωθεί.

Δ.Θ.:

Ναι. Δεν πληρωνόντουσαν, δηλαδή, ποτέ αυτοί. Το κάναν για την παρέα. Ναι. Ωραία. Άλλες ιστορίες από τη «Δόμνα» που θα θέλατε να μου πείτε; Αστείες, ξέρω ’γω, οτιδήποτε, που σας έχουνε μείνει εσάς, που θυμάστε;

Κ.Ν.:

Έχει πολλά. Ας’ το τώρα, δεν είναι…

Δ.Θ.:

Όχι; Και μεταπολιτευτικά; Άλλαξε καθόλου;

Κ.Ν.:

Όχι.

Δ.Θ.:

Παρέμεινε η ίδια.

Κ.Ν.:

Και ακόμη, αν μπεις, το μαγαζί είναι όπως ήτανε τη δεκαετία του ’70. Έχεις μπει μέσα και το έχεις δει το μαγαζί. Δεν χρειάζεται παραπάνω.

Δ.Θ.:

Ναι. Και εξακολουθεί ο κόσμος να έρχεται.

Κ.Ν.:

Κάθε Τρίτη κάνουν ψυχοθεραπεία.

Δ.Θ.:

Με ποια έννοια, δηλαδή; Ότι…

Κ.Ν.:

Μα δεν το βρίσκεις αυτό σήμερα αλλού.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Είναι και συγκεκριμένα τα τραγούδια, είναι και συγκεκριμένοι οι άνθρωποι. Δηλαδή στην αρχή, όταν θα μπεις, λες: «Τώρα πού ήρθα;» Μετά, άμα έρθεις μια-δυο φορές, ενσωματώνεσαι, μπαίνεις στο κλίμα, αλλάζεις.

Δ.Θ.:

Αλλάζεις, ως προς ότι…

Κ.Ν.:

Κάποια στιγμή, μιλάς συνέχεια, έτσι; Κάποια στιγμή, οι άλλοι τραγουδάνε παρεΐστικα, σου λένε: «Εμείς τραγουδάμε, εσείς μιλάτε; Άσ’ το λίγο και μετά ξαναμιλήστε».

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Γίνονται όλοι μια παρέα.

Δ.Θ.:

Ναι. Παλιότερα και το φαγητό ήταν και λίγο πιο… Δεν ήταν το φαγητό που λέμε: «Πάμε στην ταβέρνα και παραγγέλνουμε ό,τι θέλουμε», ας πούμε. Δεν ήταν πιο στάνταρ ότι…

Κ.Ν.:

Όχι. Πάντα, όλες οι ταβέρνες είχανε μενού, είχανε διάφορα πράγματα.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Τώρα, επειδή Τρίτη μαζευόμαστε πάνω, είναι το μενού συγκεκριμένο. Παραγγέλνεις ό,τι θες, τρως ό,τι σου φέρνουνε, αν δεν τραγουδάς σου λένε: «Έξω» και στο τέλος, όλοι ρεφενέ. Κατάλαβες; Αυτό είναι το καλύτερο απ’ όλα.

Δ.Θ.:

Ναι. Άρα, αν δεν τραγουδάς, δεν κάθεσαι.

Κ.Ν.:

Το σύνθημα είναι αυτό. Όχι ότι θα σε βγάλουν έξω.

Δ.Θ.:

Αλλά ότι πρέπει να συμμετέχεις στο τραγούδι. Και το ρεπερτόριο παραμένει το ίδιο;

Κ.Ν.:

Ε, το ίδιο… Διάφορο είναι. Ανάλογα με τον κόσμο και ανάλογα με το τι θέλει να τραγουδήσει ο καθένας.

Δ.Θ.:

Α, ζητάει κιόλας, δηλαδή: «Παίξε το τάδε»;

Κ.Ν.:

Ε, λέει ο άλλος: «Να πούμε κι αυτό;»

Δ.Θ.:

Και οι μουσικοί το παίζουν.

Κ.Ν.:

Αν το ξέρουν, το παίζουν, η παρέα. Ας πούμε, την άλλη φορά, ήτανε έξι μπουζούκια μαζί παίζανε πάνω. Καθένας έπαιξε τα δικά του. Χθες, ας πούμε, που ήτανε Τρίτη, ήτανε ένας, δύο, τρεις μπουζουξήδες. Καθένας έκανε το δικό του ρεπερτόριο, έπαιξε τα δικά του τα τραγούδια, ο πιο πολύς κόσμος ήξερε, ακολουθούσε. Εξαρτάται απ’ τη μέρα, ποιοι είναι πάνω. Έρχονται διάφοροι.

Δ.Θ.:

Ναι. Και οι μουσικοί, αντίστοιχα, έρχονται πάλι… Τους φωνάζετε εσείς ή έρχονται κι αυτοί όπως τους αρέσει;

Κ.Ν.:

Όπως τους αρέσει.

Δ.Θ.:

Αλλά-

Κ.Ν.:

Σήμερα μπορεί να είναι ο Νίκος, αύριο μπορεί να είναι ο Κώστας, μεθαύριο να είναι ο Χρήστος, μεθαύριο ο Στέφανος…

Δ.Θ.:

Ναι, ναι.

Κ.Ν.:

Έχουμε έναν πυρήνα εμείς, μια φυσαρμόνικα, μια κιθάρα κι ένα μπουζούκι, που είναι η παρέα μας κάθε Τρίτη. Από κει και μετά, όποιος έρχεται, καλοδεχούμενος, παίζει, είτε είναι επαγγελματίας είτε είναι ερασιτέχνης, δεν μας νοιάζει. Δεν είναι καραόκε.

Δ.Θ.:

Και παλιότερα, ας πούμε, επί Χούντας μπορούσε να έρθει όποιος θέλει; Έπρεπε κάπως να σας γνωρίζει, να γνωρίζει κάποιον;-

Κ.Ν.:

Όχι, όχι. Ανοιχτό ήταν το μαγαζί, για όλους. Και πάλι ανοιχτό είναι το μαγαζί, δεν είναι λέσχη.

Δ.Θ.:

Αλλά πρέπει να κάνεις… δεν μπορείς να πας στο άσχετο συνήθως, γιατί είναι γεμάτο.

Κ.Ν.:

Επειδή είναι μικρός ο χώρος.

Δ.Θ.:

Ναι, ναι. Υπάρχει κόσμος στη γειτονιά, για παράδειγμα, που δεν του αρέσει ότι υπάρχει η ταβέρνα, για παράδειγμα, ότι γίνεται φασαρία και τα λοιπά;

Κ.Ν.:

Εντάξει, αυτά τα ’χουν όλες οι γειτονιές κι από παλιά. Τώρα, οι πιο πολλοί λένε: «Μια μέρα δίνετε ζωή στη γειτονιά». Γιατί είναι… Αφού με λένε: «Άνοιξε και δεύτερη μέρα». Λέω: «Δεν γίνεται, αφήστε το». Καμιά φορά ανοίγουμε, εντάξει.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

[00:15:00]Κανένας δεν διαμαρτύρεται, ίσα ίσα, χαίρονται τώρα. Εντάξει, καλοκαίρι είναι κλειστά, γιατί δεν μπορεί, έχουνε ανοιχτά παράθυρα όλοι, δεν γίνεται.

Δ.Θ.:

Ναι, ναι. Ο κόσμος που έρχεται έχει αλλάξει, πιστεύετε; Ας πούμε, έρχονται νέοι ή…

Κ.Ν.:

Άρχισαν και έρχονται νέοι πάλι.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Έρχονται αυτοί που ήταν φοιτητές το ’70 και έρχονται και καινούριοι φοιτητές.

Δ.Θ.:

Ναι, ναι. Ναι, γιατί κι εγώ, ας πούμε, το άκουσα πρόσφατα από φίλους φίλων κι αυτά, ενώ θυμόμουνα ότι κάπως είναι οι ηλικίες οι εξηντάρηδες, πενηντάρηδες και τα λοιπά.

Κ.Ν.:

Χθες αν ερχόσουνα, ήταν μοιρασμένος ο κόσμος. Έχει τύχει μέρα που ήταν οι πιο πολλοί νέοι. Ο πυρήνας είναι, εντάξει, είναι από πενήντα μέχρι εβδομήντα.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Ο πυρήνας, εννοούμε δέκα-δεκαπέντε άτομα που είναι σταθεροί. Από κει και μετά, αλλάζει.

Δ.Θ.:

Και παρόλα αυτά, και οι νέοι θέλουν να ακούσουν τα παλιότερα τραγούδια.

Κ.Ν.:

Ναι.

Δ.Θ.:

Δεν έχει προσαρμοστεί το ρεπερτόριο.

Κ.Ν.:

Δεν είναι μόνο παλιά τραγούδια. Είναι και καινούρια τραγούδια, αλλά ποιοτικά.

Δ.Θ.:

Όπως; Δηλαδή;

Κ.Ν.:

Τι όπως; Δεν θα βάλουμε Καρρά και Μελά.

Δ.Θ.:

Ναι. Ναι. Ωραία. Εσείς θέλετε να συνεχίσετε να την τρέχετε την ταβέρνα τις Τρίτες;

Κ.Ν.:

Μα την τρέχουμε, κάθε Τρίτη.

Δ.Θ.:

Στο μέλλον, πώς το βλέπετε αυτό; Θέλετε να το συνεχίσετε;

Κ.Ν.:

Φυσικά. Αφού, είπαμε, είναι ψυχοθεραπεία και για μας.

Δ.Θ.:

Ναι.

Κ.Ν.:

Θα μείνει έτσι.

Δ.Θ.:

Και όταν είπατε ότι μετά… ότι το είχε καθημερινά ο κυρ Τάκης, αλλά μετά το έκανε λιγότερες μέρες, αυτό επειδή, ας πούμε, μεγάλωσε; Τι άλλαξε;

Κ.Ν.:

Είχε βγει στη σύνταξη και μάζευε την παρέα του μόνο.

Δ.Θ.:

Ναι. Και μαγείρευε ο κυρ Τάκης, η μαμά σας; Ποιος μαγείρευε παλιότερα;

Κ.Ν.:

Ε, η ψησταριά κράτησε μόνο. Παλιότερα, κι η μαμά βοηθούσε. Μαγείρευε.

Δ.Θ.:

Δεν είχατε, εννοώ, επαγγελματία, ποτέ, μάγειρα και τα λοιπά.

Κ.Ν.:

Όχι. Σερβιτόρο είχε πάντα. Αλλά μάγειρα ποτέ. Τον ψητά. Ήταν ο ίδιος. Ο ίδιος, εγώ, οποιοσδήποτε.

Δ.Θ.:

Πιστεύετε ότι έχει σημασία που κρατάτε αυτή την ταβέρνα, παρόλο που οι υπόλοιπες ταβέρνες έχει αλλάξει, δηλαδή έχει σημασία αυτό για σας;

Κ.Ν.:

Ναι. Είναι ιστορική, είναι απ’ τον παππού, το κρατήσαμε. Άσ’ το να βρίσκεται, που λένε. Τώρα από κει και μετά, οι διάδοχοι δεν ξέρω τι θα κάνουν.

Δ.Θ.:

Ναι. Είστε τώρα εσείς κι ο αδερφός σας.

Κ.Ν.:

Ναι.

Δ.Θ.:

Που το τρέχετε. Ωραία, αυτά.