© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Παντρεύοντας την παραδοσιακή μουσική με την τζαζ

Istorima Code
25026
Story URL
Speaker
Πέτρος Κλαμπάνης (Π.Κ.)
Interview Date
07/08/2023
Researcher
Ιωάννης Πορφύριος Καποδίστριας (Ι.Κ.)
Ι.Κ.:

[00:00:00]Είμαι ο Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας από το Istorima. Είναι 8 Αυγούστου του 2023 και βρίσκομαι με τον μουσικό Πέτρο Κλαμπάνη, εδώ, στη Ζάκυνθο, τη γενέτειρά του, απ’ όπου ξεκίνησε τη μεγάλη μουσική του πορεία, την οποία θα μας εξηγήσει και ο ίδιος. Καλησπέρα, Πέτρο.

Π.Κ.:

Καλησπέρα.

Ι.Κ.:

Θα ήθελες να μας συστηθείς για τους ακροατές μας;-

Π.Κ.:

Ναι, βέβαια. Είμαι ο Πέτρος Κλαμπάνης. Είμαι μουσικός. Κατάγομαι από τη Ζάκυνθο, στην οποία μεγάλωσα. Έζησα τα πρώτα μου δεκαοχτώ χρόνια στο νησί και μετά από αυτό, έζησα κάποια χρόνια στην Αθήνα, μετά στο Άμστερνταμ, στη Νέα Υόρκη. Τώρα είμαι στην Αθήνα πάλι και ταξιδεύω αρκετά στον κόσμο. Και γενικά, η ζωή μου έχει να κάνει πάρα πολύ με ταξίδια. Τώρα, για τη Ζάκυνθο θα ’θελα να πω κάποια πράγματα. Ότι, εντάξει, και οι δύο μου γονείς είναι από δω. Ο πατέρας μου είναι από το Μαχαιράδο, η μητέρα μου είναι από το Καλλιτέρο. Μάλιστα, τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα περάσαμε κοντά στον Άγιο Διονύσιο, στη Γυψολίθου, ένα μικρό δρομάκι, χωρίς άσφαλτο. Οπότε ήταν, ουσιαστικά, η προέκταση του σπιτιού μας, ξέρεις, που παίζαμε εκεί όλα τα γειτονόπουλα. Και μάλιστα εκεί ήταν οι πρώτες μου συνεργασίες, ουσιαστικά, μουσικές, γιατί τα γειτονοπούλά μου ήταν πολύ καλλίφωνα –ο Διονύσης, ο Παναγιώτης, η Μαρία– και συχνά τραγουδούσαμε, έτσι, πάνω στα μπαλκόνια. Οπότε, εκεί ήταν οι πρώτες μου, έτσι, μουσικές εντυπώσεις, αν θέλεις. Και μετά από κάποια χρόνια, φύγαμε από τη Γυψολίθου και πήγαμε κοντά στο πατρικό της μητέρας μου, στον Άγιο Λύπιο, όπου εκεί έζησα μέχρι τα δεκαοχτώ μου, εκεί πέρασα εφηβεία. Μια εφηβεία, έτσι, πολύ ιδιαίτερη στη Ζάκυνθο. Όσοι είναι από μικρό τόπο, καταλαβαίνουν πώς είναι να μεγαλώνεις σε ένα μικρό τόπο, με τα καλά του και τα κακά του. Έχει πολλά καλά, σαφώς, είσαι κοντά στη θάλασσα, κοντά στη φύση, αναπτύσσεις ωραίες σχέσεις με παιδιά, με φίλους. Κερδίζεις αρκετό χρόνο στις μετακινήσεις, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το ποδήλατο. Έχει πολλά καλά, φυσικά. Μερικά από τα κακά είναι ότι, εντάξει, δεν έχεις τόσα ερεθίσματα, σου λείπουν κάποια πράγματα. Αν και πρέπει να πω ότι ήμουν αρκετά τυχερός. Δηλαδή, μεγαλώνοντας, ήμουνα μέλος της Μαθητικής Μαντολινάτας Ζακύνθου με τον Ηλία Θωμά, τον αρχιμουσικό και πολύ καλό άνθρωπο και δάσκαλο μουσικής. Όποτε, είχαμε ταξιδέψει αρκετά στην Ελλάδα, είχα αρκετά, έτσι, ερεθίσματα μουσικά. Και ήταν ένα πολύ ωραίο φυτώριο μουσικό. Εκτός, δηλαδή, από τις γνώσεις για τη ζακυνθινή μουσική που απέκτησα παίζοντας, τραγουδώντας τη, ανακάλυψα και πολλά άλλα ιδιώματα, γιατί όντας έφηβος και κάνοντας παρέα με εφήβους, ξέρεις, ανταλλάζαμε κασέτες τότε, CD, ξέρω ’γω, τα πρώτα, πρώιμα CD. Οπότε, ήταν ένα πολύ ωραίο hang η Μαθητική Μαντολινάτα. Πρώτοι έρωτες, ξέρεις, κάναμε αυτά τα ταξίδια, είναι αξέχαστα. Οπότε, αυτό κάπως ισοστάθμισε το γεγονός ότι δεν μεγάλωσα σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο, όπως την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή, στα δεκαοχτώ, όντας κι εγώ –πώς να το πω– γιος δασκάλων, οι δάσκαλοι γονείς μου με ώθησαν στο να σπουδάσω ένα πιο σίγουρο επάγγελμα. Οπότε, έδωσα εξετάσεις για το Πολυτεχνείο, στο οποίο πήγα, στην Αθήνα, στη Σχολή Μηχανολόγων. Αυτό δεν κράτησε και πολύ, γιατί μετά από ένα εξάμηνο, ουσιαστικά, αποφάσισα ότι ήθελα να πάω εκατό τοις εκατό στη μουσική. Και ταυτόχρονα με το Πολυτεχνείο –ουσιαστικά, το Πολυτεχνείο ήταν ένα μικρό κλάσμα του χρόνου μου στην Αθήνα. Περισσότερο ασχολιόμουν με το ηλεκτρικό μπάσο τότε, με το ακουστικό μπάσο αργότερα, ήμουν μέλος συγκροτημάτων, οπότε έμπαινα πιο σοβαρά στον κόσμο της μουσικής και δη της τζαζ μουσικής. Της αυτοσχεδιαστικής, ας πούμε, αφροαμερικάνικης παράδοσης.

Ι.Κ.:

[00:05:00]Πώς όλη αυτή η ζακυνθινή παράδοση, που ήταν το βασικό στοιχείο της Μαντολινάτας, ήρθε και ταίριαξε με την τζαζ κουλτούρα;

Π.Κ.:

Στην αρχή, πρέπει να πω ότι ήταν ίσως και αντίρροπες δυνάμεις. Γιατί η μία έχει να κάνει πάρα πολύ με τη συντήρηση και διατήρηση της παράδοσης –η Ζακυνθινή Μαντολινάτα είναι ένα αφιέρωμα στην ζακυνθινή κουλτούρα. Δεν μπορώ να πω ότι ο αυτοσχεδιασμός έχει και πολύ χώρο. Παρόλα αυτά, σιγά σιγά, και όντας και σε μια φουρνιά, νομίζω, πολύ ταλαντούχων μελών της Μαντολινάτας, παράλληλα με τη Μαντολινάτα, ας πούμε, και τις συναυλίες και τη μουσική αυτή, τζαμάραμε, ξέρεις, παίρναμε τις κιθάρες, μαθαίναμε κομμάτια μόνοι μας. Οπότε, μπήκε το μικρόβιο αυτό του «ακούω, παίζω, αλληλεπιδρώ με κάποιον μουσικό δίπλα μου». Οπότε, αυτό ήρθε και σιγά σιγά ωρίμασε και εξελίχθηκε στην αγάπη μου και την περιέργειά μου για να ανακαλύψω αυτό τον κόσμο. Που η τζαζ είναι, εντάξει, το απαύγασμα του αυτοσχεδιασμού, είναι μια μουσική που αναπνέει αυτό το πράγμα, το «εδώ και τώρα» και το ρίσκο, ξέρεις. Οπότε, σιγά σιγά, και μέσω της Μαντολινάτας και όντας τυχερός, κάπως –θεωρώ τώρα, βλέποντας πίσω, ότι ήμουν τυχερός– πήγα σε αυτό τον κόσμο.

Ι.Κ.:

Ευκαιρίες για να γνωρίσεις σε αυτές τις άλλες μουσικές –και την τζαζ συγκεκριμένα– στη Ζάκυνθο υπήρχαν;

Π.Κ.:

Ναι, και γι’ αυτό ήμουν, επίσης, τυχερός. Γιατί έκανα ιδιαίτερα μαθήματα με την Έρση Δρούκαλη, η οποία ήταν –είναι, η γυναικά, απλά δεν ζει πια στη Ζάκυνθο– ήταν τότε καθηγήτρια στο Μουσικό Γυμνάσιο. Εγώ σπούδαζα στο Κάλβειο, μέχρι κάποια στιγμή, και οι γονείς μου την προσέγγισαν για να μου κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Οπότε, κάποια στιγμή, η Έρση μπήκε στη ζωή μου, που είναι ένας πολύ, έτσι, ζεστός, ωραίος άνθρωπος με φοβερή αγάπη για τη μουσική. Και σιγά σιγά, διακρίνοντας και αυτή την περιέργειά μου περιέγραψα πριν για την αυτοσχεδιαστική μουσική, άρχισε και μου έφερνε ηχογραφήματα τζαζ, όπως ηχογραφήσεις του Chick Corea και μάλιστα τη fusion εποχή του, το Electric Band, Dave Brubeck‎, κάποια έργα του Gershwin, Miles Davis, Charlie Parker. Οπότε, σιγά σιγά, άρχισα και μάθαινα και ονόματα. Δηλαδή ήταν, ουσιαστικά, πολύ καταλυτική η παρουσία της. Νομίζω αυτή ήταν η πιο σημαντική, ας πούμε, βοήθεια για να εισαχθώ στον κόσμο.

Ι.Κ.:

Σε άλλες σου συνεντεύξεις έχεις πει ότι έψαχνες στα δισκοπωλεία της Ζακύνθου για να βρεις τζαζ. Υπήρχαν; Ήταν εύκολο;

Π.Κ.:

Υπήρχαν, ναι, ήτανε δύο δισκοπωλεία. Το ένα του Πυριόχου, ο οποίος είχε καταλάβει ότι αγαπούσα πολύ αυτή τη μουσική, οπότε μου έφερνε επιλεγμένα CD. Θυμάμαι Markus Miller, Weather Report, Richard Bona, τα πρώτα του άλμπουμ, ας πούμε. Οπότε, είχα αποκτήσει, έτσι, και προσωπική σχέση μαζί του. Ήταν πολύ, έτσι, κι αυτός σημαντική προσωπικότητα για τη μουσική μου, ας πούμε, ωρίμανση στη Ζάκυνθο. Και ήταν και ένα άλλο δισκοπωλείο, το οποίο τώρα το όνομά του δεν το θυμάμαι. Ήταν στην πλατεία Ρούγα, τέλος πάντων, λίγο πιο πέρα από τη Νομαρχία, το οποίο δεν υπάρχει πια. Ούτε και του Πυριόχου, βέβαια, υπάρχει πια. Είναι σαν να έχει αλλάξει η εποχή, τελείως, με το ίντερνετ. Πολλά δισκοπωλεία έχουν κλείσει, δυστυχώς. Τώρα στη Ζάκυνθο δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχουν –υπάρχουν κάποια, δύο-τρία.

Ι.Κ.:

Θεωρείς –εσένα έχω μπροστά μου, οπότε είναι ευκαιρία να σε ρωτήσω– θεωρείς ότι εσύ και άλλοι μουσικοί της Ζακύνθου, που ασχολείστε και με σύγχρονες μορφές μουσικής, ή τζαζ ή ακόμα και πιο σύγχρονες, είσαστε η συνέχεια ενός μουσικού DNA που συνεχίζει να ζει και να εξελίσσεται;

Π.Κ.:

Έτσι πιστεύω, ναι. Θεωρώ ότι η Zάκυνθος έχει αυτό το DNA, που περιγράφεις, πολύ έντονο. Έχει πολλά χρωμοσώματα στην αλυσίδα. Η μουσική, δηλαδή, είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Και ανάλογα με τις γενιές, ανάλογα με τις συνθήκες τις κοινωνικές, αν θες, τις πολιτιστικές, εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους. Τώρα, εμένα έκατσε η μπίλια της ρουλέτας, ξέρεις, κάπως, στην τζαζ. Υπάρχουν πολλοί, έτσι, σύγχρονοι Ζακυνθινοί μουσικοί, που είναι πολύ, έτσι, δυνατά [00:10:00]ονόματα, ξέρεις, δυνατές προσωπικότητες. Ο φίλος μου, ο Στάθης ο Σούλης, ο Σούρμπης ο τραγουδιστής. Ξεχνάω τώρα κάποιους, αλλά υπάρχει μια γενιά που θεωρώ ότι θα δώσει πολλά, είναι πολλά υποσχόμενη. Και ακόμα και νεότεροι. Εχθές γνώρισα, ας πούμε, έναν μπασίστα, εκεί, στο «Πορτοκάλι», νεαρό. Πιστεύω ότι λειτουργεί και υπάρχει δυνατό DNA στη Ζάκυνθο.

Ι.Κ.:

Μιας που το ανέφερες το «Πορτοκάλι», θυμάσαι την πρώτη φορά που έπαιξες μπροστά στο κοινό της Ζακύνθου;

Π.Κ.:

Ναι, ναι, βέβαια. Είχαμε έρθει με το γκρουπ μου Trioism, νομίζω το 2006 ή ’07, πάλι με έναν Ζακυνθινό συνεργάτη και καλό φίλο, τον Σπύρο Μάνεση και τον ντράμερ Rui Pereira, έναν πορτογάλο ντράμερ. Είχαμε ηχογραφήσει το πρώτο μας άλμπουμ στην Ολλανδία, που σπουδάζαμε και οι τρεις και είχαμε οργανώσει ένα τουρ, με πρώτο σταθμό τη Ζάκυνθο και παίξαμε στο Πνευματικό Κέντρο. Οπότε, εντάξει, ήταν αξέχαστη εμπειρία. Καταρχήν, είχε ανταποκριθεί πολύς κόσμος. Ήταν δικιά μας παραγωγή, οπότε το ζήσαμε πραγματικά. Ξέρεις, στο Πνευματικό Κέντρο, να ανοίξουμε… έπρεπε να βρούμε τους ανθρώπους, να ανοίξουμε τις πόρτες, να φτιάξουμε τις καρέκλες. Ήτανε όλο το πακέτο. Και φυσικά, το να παίζεις αυτού του είδους τη μουσική σε ένα ακροατήριο που δεν είχε ιδέα, ουσιαστικά, για το τι θα ακούσει, ήταν, έτσι, ιδιαίτερη εμπειρία. Αμήχανη σε στιγμές. Αλλά βλέποντας πίσω, και σε σύγκριση με το χθεσινό ακρωτήριο του «Πορτοκαλιού», βλέπω, ξέρεις, την πορεία της εξέλιξης και πόσο αυτή η δεκαπενταετία έχει ένα, έτσι, αποτύπωμα και για το ακροατήριο της Ζακύνθου. Δηλαδή, νιώθω ότι έχει γίνει κάποιου είδους ζύμωση. Εντάξει, πολύ αξέχαστη συναυλία. Και το γεγονός κιόλας ότι έπαιξα πρώτη φορά αυτή τη μουσική μπροστά στους γονείς μου. Ήταν, έτσι, πολύ ιδιαίτερο. Θυμάμαι ότι είχα… ήμουν πολύ σφιγμένος στην αρχή. Ακόμα νιώθω ένα μικρό σφίξιμο, πρέπει να πω. Αλλά εντάξει, έχει ενδιαφέρον.

Ι.Κ.:

Μέσα στην καριέρα σου δεν μένεις μόνο στη κλασσική –θα μου επιτραπεί ο όρος– τζαζ, αλλά κάνεις και διάφορους πειραματισμούς, και με παραδοσιακά όργανα και με διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών. Θες να μας μιλήσεις λίγο για όλη αυτή την κοσμοθεωρία που έχεις δημιουργήσει;

Π.Κ.:

Ωραία το λες. Ουσιαστικά, είναι ένα αισθητικό, αν θέλεις, ζήτημα –και κοινωνικό. Είναι ένα βαθύ ζήτημα, θεωρώ, της Ελλάδας, που υπάρχει πολλούς αιώνες. Δηλαδή, είναι αυτό το ζήτημα της Ανατολής και της Δύσης. Δηλαδή: «Ανήκουμε στη Δύση; Ανήκουμε στην Ανατολή». Είμαστε πάντα, επειδή είμαστε στο όριο δύο κόσμων, υπάρχει πάντα αυτό το αμφιλεγόμενο, ας πούμε, στην ταυτότητά μας, το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον και στην τέχνη, πολύ, θεωρώ, παραγωγικό. Και αναπόφευκτα κι εγώ, μεγαλώνοντας σε αυτό τον τόπο και ασχολούμενος με αυτή τη μουσική, άρχισε και έμπαινε αυτό το ερώτημα στη δημιουργία μου, αν θέλεις. Ξεκίνησα να πειραματίζομαι με την τζαζ και την παραδοσιακή μουσική όταν πρωτοπήγα στη Νέα Υόρκη. Όταν πια, δηλαδή, είχα αρκετή απόσταση, και χρονική και γεωγραφική, από μια μουσική που, όταν ήμουνα εδώ, δεν μπορώ να πω ότι με γοήτευε πολύ –ίσως γιατί ήταν πάρα πολύ κοινότοπη, ένιωθα. Οπότε, αποκτώντας απόσταση, άρχισα να την εκτιμώ, να μου λείπει, συμβόλιζε κιόλας την πατρίδα μου, ξέρεις. Λειτούργησε σε διάφορα επίπεδα. Και νοσταλγικότητα. Οπότε, άρχισα να πειραματίζομαι με παραδοσιακό υλικό και το πρώτο κομμάτι, ας πούμε, τραγούδι που ήταν ο τόπος του πειραματισμού αυτού, ήταν «Το θαλασσάκι», το οποίο το ηχογράφησα με δυο γκρουπ. [00:15:00]Ήταν ένα πολύ, έτσι, θεωρώ πετυχημένο πείραμα. Και γιατί ο κόσμος ανταποκρίθηκε πάρα πολύ καλά και γιατί οι μουσικοί συνεργάτες μου, παρόλο που ήταν από πολύ διαφορετικούς κόσμους, το αγκάλιασαν και το αγάπησαν. Οπότε, σιγά σιγά, αυτό άρχισε να γίνεται πιο κομβικό, ας πούμε, σημείο για τη μουσική μου πορεία. Και το τελευταίο μου άλμπουμ είναι ακριβώς αυτό. Δηλαδή, το «Tora collective» είναι ένα πρότζεκτ αφιερωμένο στον διάλογο –ή αντίλογο, σχέση, αν θέλεις– αυτών των δύο κόσμων, του παλιού και του νέου ή της Δύσης και της Ανατολής, όπως θέλετε πείτε το. Πάντως, είναι ένα δίπολο που μπορεί να είναι πολλά πράγματα. Εγώ θέλω να πιστεύω ότι είναι ένα δημιουργικό, καρποφόρο καλλιτεχνικό, ας πούμε, δίπολο.

Ι.Κ.:

Όλα αυτά τα χρόνια έχεις συνεργαστεί με πολύ σπουδαία ονόματα της ελληνικής, αλλά και της ξένης σκηνής. Πώς είναι να συνεργάζεσαι με αυτούς τους ανθρώπους; Και αν θες, να μας αναφέρεις και με ποιους.

Π.Κ.:

Ναι, θεωρώ ότι είναι πολύ εμπνευστικό στον χώρο της μουσικής και όταν, ιδιαίτερα, αποφασίζεις να φύγεις και από τη χώρα, δηλαδή βάζεις τον εαυτό σου… βουτάς στον ωκεανό της μουσικής, αν θέλεις, και της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Και αυτό συνέβη για μένα όταν αποφάσισα να ζήσω στη Νέα Υόρκη, που είναι μία, έτσι, παγκόσμια πρωτεύουσα, από την οποία περνούν και ζουν πολύ δημιουργικοί και σημαντικοί καλλιτέχνες –μουσικοί και όχι μόνο. Οπότε, το γεγονός ότι εκτίθεσαι στους αέρηδες, αν θες, της παγκόσμιας μουσικής, μπορεί να είναι πολύ εμπνευστικό πράγμα. Μπορεί να είναι τρομακτικό πράγμα, ιδιαίτερα στην αρχή, γιατί νιώθεις μια κουκίδα, ξέρεις, μια σταγόνα μέσα στον ωκεανό, που αν μπορείς να το διαχειριστείς, πιστεύω ότι μόνο καλό μπορεί να είναι, για πολλούς λόγους. Αλλά το να συνεργάζεσαι με καλλιτέχνες που σε εμπνέουν είναι… εντάξει, ευχής έργον, ας πούμε. Μόνο καλό μπορεί να σου κάνει. Εγώ είχα την τύχη να συνεργαστώ και να συνεργάζομαι με πολύ καλούς, έτσι, εκπροσώπους και μέλη της τζαζ σκηνής, όπως ο Jean-Michel Pilc, είναι ένας πολύ σημαντικός πιανίστας και φίλος, ο Gilad Hekselman ένας σπουδαίος κιθαρίστας, ο Shai Maestro ένας σπουδαίος πιανίστας, o Jonathan Blake ένας εξαιρετικός ντράμερ, ο Marcus Gilmore, με τον οποίο πρόσφατα συνεργαστήκαμε και γνωριστήκαμε. Αλλά ναι, στη μουσική, επιδιώκω να νιώθω αυτή την ανασφάλεια, το να παίζω με έναν μουσικό που θαυμάζω και με κάνει να νιώθω και λίγο άβολα, ξέρεις. Θεωρώ ότι είναι πολύ εμπνευστικό και σε βάθος χρόνου δηλαδή, όταν βλέπω πίσω και όταν πηγαίνω να γράψω μουσική, νιώθω ότι έχω μπαταρίες επειδή παίζω –και θέλω να παίζω– με καλούς μουσικούς. Μου δίνει, δηλαδή, ενέργεια, σαφέστατα.

Ι.Κ.:

Πώς γίνεται να συνδυάζεται –πώς είναι, μάλλον, να συνδυάζεται– η φωνή της Μαρίας Φαραντούρη με το μπάσο;

Π.Κ.:

Πώς γίνεται;

Ι.Κ.:

Πώς είναι σαν εμπειρία;-

Π.Κ.:

Πώς είναι. Εντάξει, πολύ ιδιαίτερη, πολύ τιμητική για μένα. Εμπνευστική, τρομακτική κάποιες στιγμές. Εντάξει, η γυναίκα αυτή είναι μύθος, είναι η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Από πολύ μικρή ηλικία, ήταν ένα παιδί θαύμα, ας πούμε, η μούσα του Θεοδωράκη, έχει συνεργαστεί με τον Χατζιδάκι. Δηλαδή, έχει πλάκα, γιατί στις πρόβες που κάνουμε, παίζουμε και λίγο μουσική, ξέρεις, αλλά κυρίως τη ρωτάμε για τις ιστορίες και είναι, πραγματικά, μια τράπεζα πληροφοριών και ιστοριών που περιγράφουν μια εποχή, έτσι, πολύ δυναμική. Και [00:20:00]πολιτικά κιόλας, δηλαδή η γυναίκα αυτή, εκτός από μουσική, είναι –όπως ξέρουμε– και πολύ μαχητική και πολιτική προσωπικότητα και φιγούρα. Ναι, μοναδική γυναίκα και άνθρωπος.

Ι.Κ.:

Για άλλη μια προσωπικότητα θα ’θελα να σε ρωτήσω, και από προσωπικό ενδιαφέρον, αλλά και με την ευκαιρία αυτού, να μου πεις και κατά πόσο η τζαζ έχει, στην Ελλάδα, θέση και ανταπόκριση. Θέλω να μου πεις για τη Δήμητρα Γαλάνη, η οποία θεωρείται μια, εντός εισαγωγικών, έντεχνη –επειδή χρησιμοποιείται ο όρος το θέτω έτσι– καλλιτέχνης, η οποία όμως έχει γίνει κλασσική πλέον στο να πειράζει τα τραγούδια της με τζαζ ατμόσφαιρα. Υπάρχει θέση στο ελληνικό τραγούδι για την τζαζ;

Π.Κ.:

Πιστεύω ότι υπάρχει. Δηλαδή, θέλω να πιστεύω, γιατί κι εγώ έχω ασχοληθεί με αυτόν τον πειραματισμό, και με τη Δήμητρα Γαλάνη, με αυτό το πρότζεκτ που είχαμε κάνει, το «Chronos Project», με τον Χρήστο Ραφαηλίδη στο βιμπράφωνο, τον Θωμά Κωνσταντίνου στο ούτι και τον Σπύρο Μάνεση στο πιάνο. Θεωρώ ότι η τζαζ μπορεί να μπολιαστεί, ας πούμε, και να μπολιάσει άλλα ιδιώματα, όπως το έχω ανακαλύψει και από προσωπική πείρα και μόνο ενδιαφέρον μπορεί να έχει αυτό. Δηλαδή, σε ένα ακροατήριο που είναι… μπορεί να βάλει τον εαυτό του σε λίγο, ξέρεις… να πατήσει σε λίγο πιο βαθύ νερό, ας πούμε, από αυτό που είναι συνηθισμένο, να νιώσει λίγο άβολα δηλαδή, μόνο καλό μπορεί να είναι. Αυτό το πρότζεκτ που κάναμε, το «Chronos Project», όπως είπα, κυκλοφόρησε το 2015 και η Δήμητρα το ξεκίνησε, αυτή ήταν η πνευματική, ας πούμε, μητέρα του πρότζεκτ. Και σε αυτό, πειράξαμε κάποια πολύ γνωστά τραγούδια της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας, κάποια τραγούδια του Τσιτσάνη, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, κάποια παραδοσιακά κιόλας. Ναι, η Δήμητρα… ήταν πολύ ωραία συνεργασία μας –και ακόμα, δηλαδή, συνεργαζόμαστε. Μάλιστα, έγραψε και ένα πολύ ωραίο σημείωμα στο «Tora Collective», ένα εισαγωγικό σημείωμα. Πολύ δημιουργικός άνθρωπος, πολύ ζεστός άνθρωπος, επίσης με άπειρες γνώσεις και εμπειρίες προσωπικές για τη σύγχρονη μουσική, τις συνεργασίες της με τον Χατζιδάκι. Πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Και θα ήθελα πολύ να συνεχίσουμε κιόλας να κάνουμε πράγματα μαζί. Κάτι ετοιμάζουμε –το λέμε καιρό τώρα δηλαδή, θα δούμε αν γίνει τελικά.

Ι.Κ.:

Αν τολμήσω να σε ρωτήσω να επιλέξεις μία δουλειά σου για την οποία νιώθεις περήφανος, τι απάντηση θα πάρω;

Π.Κ.:

Εντάξει, μάλλον το τελευταίο άλμπουμ. Επειδή είναι το πιο κοντινό, οπότε νιώθω ότι είναι το πιο έγκυρο, αν θέλεις, για το τι κάνω και ποιος είναι. Και επίσης, έχει πάρα πολύ attention to the detail, ας πούμε, αλλά χωρίς να είναι OCD, ξέρεις, περφεξιονιστικό και ψυχαναγκαστικό. Ξέρεις, γιατί καμιά φορά, όταν μπαίνεις στο στούντιο και θες να μοιραστείς τη μουσική σου, μπορείς εύκολα να μπεις σε αυτόν τον περφεξιονιστικό δρόμο που, ουσιαστικά, ευνουχίζει τη μουσική. Θεωρώ ότι αυτό, το «Tora Collective», έχει μια πολύ ωραία ισορροπία του raw material, του υλικού που είναι «απλά μπήκαμε στο στούντιο και παίξαμε χωρίς να το σκεφτόμαστε» και της λεπτοδουλειάς, που έγινε μετά, στο post-production. Ναι, είμαι πολύ χαρούμενος για αυτό το άλμπουμ.

Ι.Κ.:

Εκτός από τις δισκογραφικές δουλειές και τα δισκογραφικά πρότζεκτ, έχεις μπει στη διαδικασία να συμμετέχεις και σε εκθέσεις τέχνης, είτε ως μουσική επένδυση, αλλά είτε και ως συμμετοχή. Πώς είναι να φτιάχνεις μουσική για μία έκθεση;

Π.Κ.:

Το λες αυτό για αυτή την κυπριακή έκθεση μάλλον.-

Ι.Κ.:

Ναι, ναι.

Π.Κ.:

Αυτό τώρα-

Ι.Κ.:

Αν θες, εξήγησέ μας κιόλας για την έκθεση.- 

Π.Κ.:

[00:25:00]Ναι, ουσιαστικά, μας πλησίασαν οι curators αυτής της έκθεσης και ζήτησαν ένα συγκεκριμένο κομμάτι που είχαμε ηχογραφήσει με τον κιθαρίστα, Δημήτρη –τώρα, έχω κολλήσει, δεν θυμάμαι το επώνυμό του, θα σ’ το στείλω. Ήταν ένα έργο που ηχογραφήσαμε μαζί, τέλος πάντων, και το θέλησαν, μας το ζήτησαν για να υπάρχει στην έκθεσή τους. Οπότε, ουσιαστικά, δεν έγραψα για την έκθεση. Αυτό, όμως, που κάνω και θέλω να κάνω και πιο πολύ στο μέλλον, είναι να γράφω μουσική για ταινίες. Όπως έχω κάνει για κάποιες ταινίες του Ζακυνθινού, επίσης, σκηνοθέτη και δημιουργού κινηματογράφου, του Αντώνη Κιτσίκη. Έχω γράψει μουσική για την τελευταία του ταινία, το «Abyssal zone», «Αβυσσαία ζώνη», το οποίο μάλιστα και πρόσφατα πήρα ένα βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Σαντορίνη. Και παλιότερα, έχουμε συνεργαστεί για ακόμα δύο του ταινίες. Θεωρώ ότι το σινεμά και η μουσική είναι σαν αδελφές ψυχές, ας πούμε, και με ενδιαφέρει πάρα πολύ να το αναπτύξω αυτό το κομμάτι.

Ι.Κ.:

Η περίοδος της καραντίνας και του κορωνοϊού, πως ήτανε για έναν μουσικό, που ναι μεν γράφει μόνος του και συνθέτει μόνος του, αλλά θέλει και ένα κοινό για να εκφραστεί.

Π.Κ.:

Ήταν πολύ δύσκολα, να σου πω την αλήθεια. Ιδιαίτερα στην αρχή, που δεν ξέραμε για πόσο θα διαρκούσε αυτό το πράγμα, που ξαναήρθε η δεύτερη καραντίνα και ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε και να είμαστε θετικοί, εγώ και όλοι οι συνάδελφοί μου ανά τον κόσμο. Μιλούσαμε, ήταν σαν, ξέρεις, group therapy λίγο η κατάσταση. Υπήρξαν αυτά τα live stream concerts, ας πούμε, τα οποία συνέβαιναν, αλλά ήταν πολύ περίεργα. Ιδιαίτερα για μας, που έχουμε συνηθίσει να έχουμε άμεση επικοινωνία στα live μας, ήταν ένα θλιβερό ημίμετρο. Αλλά από την άλλη μεριά, και μέσα σε αυτή την σκοτεινιά, ας πούμε, του κορωνοϊού μάθαμε αρκετά πράγματα. Καταρχήν, ήταν μια άσκηση, ας πούμε, αισιοδοξίας, γίναμε πιο σκληροί και εγώ έμαθα αρκετά πράγματα για την παραγωγή και για το music production. Ένιωσα πιο αυτοδύναμος στο να παράγω μουσική στο σπίτι μου, συνέθεσα μουσική –η οποία είναι ακόμα ακυκλοφόρητη, ας πούμε. Κάποια κομμάτια που σκοπεύω να κυκλοφορήσω σύντομα, έρχονται από εκείνη την περίοδο. Οπότε, σαφώς, έχει κάποια καλά πράγματα. Ένα άλλο καλό προσωπικό, είναι ότι είχα περισσότερο χρόνο με τον γιο μου, που ήταν μόλις είχε γεννηθεί. Οπότε, ναι, μέσα σε αυτή τη σκοτεινιά, υπήρχαν ψήγματα, ας πούμε, αισιοδοξίας. Και επιτέλους, πλέον, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε επανέλθει σε μια κανονικότητα. Που βέβαια, πολλά μέρη έχουν κλείσει, πολλά κλαμπ, πολλά φεστιβάλ έχουν πληγεί από αυτή την ιστορία. Αλλά πλέον είμαστε σε μια αισιόδοξη, ας πούμε, εποχή.

Ι.Κ.:

Το πάντρεμα της ελληνικής παράδοσης και της τζαζ πώς το παίρνουν οι ξένοι όταν παρουσιάζεις τη δουλειά σου σε κάποια συναυλία έξω;

Π.Κ.:

Θεωρώ ότι τους αρέσει. Και θεωρώ τους αρέσει επειδή συμβαίνει με έναν τρόπο που είναι αρκετά ισορροπημένος. Δηλαδή, νιώθουν οικειότητα με τον ήχο, αλλά και ταυτόχρονα, υπάρχει ένας βαθμός ανασφάλειας, ξέρεις, νιώθουν και να τρίζει λίγο η καρέκλα τους. Οπότε, ένα ακροατήριο που ακούει τζαζ, θεωρώ ότι του αρέσει αυτό, το να νιώθει λίγο άβολα. Είναι αυτό που έλεγα πριν, με το να βάζεις τον εαυτό σου σε αυτή τη ζώνη, ας πούμε. Και είναι και το ακροατήριο της τζαζ, που κυρίως εκεί εμείς αναφερόμαστε –εγώ, δηλαδή, με τη μουσική μου– είναι πολύ attentive, δηλαδή ακούει με προσοχή, κλείνει τα μάτια του και ο ήχος τον ταξιδεύει. Οπότε, θεωρώ ότι αυτή η μουσική έχει πολύ βάθος και πολύ πλούτο για ένα προσεκτικό ακροατήριο. Οπότε, οι μέχρι τώρα μου εμπειρίες είναι εξαιρετικές.

Ι.Κ.:

Μια τελευταία ερώτηση θέλω να σου κάνω και θα το πάω λίγο πιο βαθιά. Ό, τι κι αν κάνεις, κατά πόσο η Ζάκυνθος βρίσκεται μέσα σου και κατά πόσο κοιτάς και πίσω;

Π.Κ.:

[00:30:00]Κοιτάω αρκετά πίσω. Και θέλω να κοιτάω πίσω, όσο κοιτάω και μπροστά για κάποιο λόγο –δεν ξέρω, ίσως να ’ναι και OCD, αυτό που έλεγα και πριν. Να υπάρχει μια περίεργη ισορροπία. Θεωρώ ότι αυτό δημιουργεί, έτσι, μια τάση και μου δίνει την αίσθηση ότι κάνει τη μουσική πιο πλούσια και τη δημιουργία. Οπότε, αναπόφευκτα, η Ζάκυνθος υπάρχει, γιατί εδώ μεγάλωσα, δηλαδή τα πρώτα μου δεκαοχτώ χρόνια είναι βουτηγμένα στη Ζάκυνθο. Άρα, ασυνείδητα και συνειδητά, υπάρχει. Υπάρχει η Ζάκυνθος, υπάρχει η φύση της, η θάλασσά της, ο αέρας της, τα αρώματά της, ξέρεις, με έναν τρόπο, έχουν γίνει ένα τις αναμνήσεις μου. Και πρέπει να σας πω κιόλας ότι έχουμε κάνει και ένα καινούριο πρότζεκτ –έχει παρουσιαστεί μάλιστα μία-δυο φορές στην Αθήνα, όχι ολόκληρο ακόμα– με το γυναικείο φωνητικό σύνολο CHÓRES της Μαρίνας Σάττι. Έχω ενορχηστρώσει και διασκευάσει –επεξεργαστεί, όπως το λένε– υλικό της τοπικής παράδοσης, και ζακυνθινά τραγούδια και από τα Επτάνησα, δηλαδή κάποια απ’ τη Λευκάδα, απ’ την Κεφαλονιά κι απ’ την Κέρκυρα και μαζί με αυτά, τέσσερα ζακυνθινά έργα της παραδοσιακής μουσικής και σκοπεύουμε να τα ηχογραφήσουμε κάποια στιγμή. Και μάλιστα θα θέλαμε πάρα πολύ να κάνουμε κάποια βιντεοσκόπηση, ιδανικά με το σύνολο αυτό, στη Ζάκυνθο. Οπότε, είναι ένα πρότζεκτ το οποίο είναι στα σκαριά και έχει να κάνει πάρα πολύ με το νησί.

Ι.Κ.:

Τελεία. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτή τη συνέντευξη.

Π.Κ.:

Εγώ ευχαριστώ.