«Νιώθω φιλοξενούμενη στη χώρα» Η ιστορία μίας μετανάστριας από την Ουκρανία
Καλημέρα. Θες-
[00:00:00]
Καλημέρα-
Να μου πεις το όνομά σου;
Ονομάζομαι Μαρούσκα.
Τέλεια, εγώ είμαι ο Στεργιούλας Ανδρέας, είμαι Ερευνητής για το Istorima, σήμερα είναι Δευτέρα 07 Αυγούστου του 2023, είμαστε με την Μαρούσκα στη Λάρισα, πάμε να ξεκινήσουμε λοιπόν τη συνέντευξή μας. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που βρίσκεσαι σήμερα μαζί μας.
Εγώ ευχαριστώ.
Περιμένω πώς και πώς να ακούσω την ιστορία σου, οπότε πάμε να την πιάσουμε από την αρχή, ξεκινώντας με τα παιδικά σου χρόνια.
Ωραία. Γεννήθηκα στην Ουκρανία. Μεγάλωσα μέχρι τα οκτώ μου εκεί, μαζί με τους γονείς μου. Έχω ακόμα μία αδερφή. Έχω πάει τις πρώτες μου τάξεις εκεί. Όταν λέω πρώτες, εννοώ μέχρι περίπου δευτέρα δημοτικού εδώ, άμα το πούμε στα ελληνικά. Και έπειτα, οι γονείς μου αποφάσισαν ότι θέλουν να μεταφερθούν σε κάποια άλλη χώρα και επέλεξαν την Ελλάδα, γιατί πίστευαν ότι έχει πάντα ζέστη. Λοιπόν...
Ενώ εκεί πέρα πώς είναι τα πράγματα;
Τα πράγματα εκεί είναι… Υπάρχει η άνοιξη, υπάρχει γενικά το φθινόπωρο, το καλοκαίρι, αλλά το καλοκαίρι δεν είναι τόσο υψηλό όπως είναι εδώ στην Ελλάδα. Η Ουκρανία, γενικά, σαν χώρα, είναι πάρα πολύ όμορφη χώρα, έχει πολύ πράσινο. Και αυτό που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια είναι πολλές εξορμήσεις, λόγω του ότι στην περιοχή που μέναμε, υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις δάσους. Οπότε σε κάθε γιορτή, γενέθλια, είτε ήταν χειμώνας είτε ήταν καλοκαίρι, ήμασταν πάντα εκεί, είτε με χιόνια, είτε με ήλιο, για να ψήσουμε σουβλάκια, να περάσουμε γενικά τον χρόνο μας διασκεδάζοντας. Οπότε, γενικά μου άρεσε όλο αυτό, μου άρεσε το τοπίο, μου άρεσε που υπήρχε η πρασινάδα και φυσικά οι εξορμήσεις με τους γονείς, με φίλους...
Θες να μας πεις λίγο περισσότερα για το τι ακριβώς κάνατε σε αυτές τις εξορμήσεις;
Κανονίζανε οι γονείς γενικά πιο πολύ, γιατί εμείς μικρά ήμασταν. Να πάμε… Να πηγαίναμε γενικά με παρέες, να ψήνουμε σουβλάκια. Και ξεκινούσαμε από το πρωί, πηγαίναμε εκεί, ανάβαμε φωτιά, κάναμε όλη τη διαδικασία προετοιμασίας, σαλάτες, διάφορα ορεκτικά, και μετά είχαμε και μουσική μαζί μας, οπότε χορεύαμε κιόλας. Και μέχρι αργά το βράδυ συνήθως μας έπαιρνε αυτό. Μετά, κανονικά σπίτι, ύπνο, σχολείο.
Πώς ήταν το σχολείο εκεί;
Το σχολείο σε σχέση με την Ελλάδα να το συγκρίνω;
Ναι.
Λοιπόν, το σχολείο μπορώ να πω ότι -τουλάχιστον τότε- ήταν πολύ καλό, με τα δικά μου δεδομένα, αφού έζησα κι εδώ της Ελλάδας, γιατί υπήρχε διαφορετικός τρόπος εκμάθησης των παιδιών. Και όταν λέω διαφορετικός, εννοώ ότι δεν υπήρχε αυτό, το ότι μπαίνεις σε μια τάξη και βλέπεις τα παιδιά να κάθονται στραβά, το καθένα όπως ήθελε, ξαπλωμένο, οτιδήποτε. Ήταν όλα, σε εισαγωγικά, σαν στρατιωτάκια. Ίσια πλάτη, υπήρχαν πάντα τα χέρια πάνω στο θρανίο, διπλωμένα μεταξύ τους, έτσι ώστε να κάθεται ίσια το παιδί. Και φυσικά, όταν σου απευθύνει τον λόγο ο δάσκαλος, το παιδί έπρεπε να σηκωθεί για να μιλήσει στον δάσκαλο και όχι απλά να πεταχτεί: «Κύριε, κύριε, κύριε, εγώ!» Πάντα σήκωνες το χέρι σου όμορφα και αφού σου έδινε τον λόγο ο δάσκαλος, σηκωνόσουν και του μιλούσες και έπειτα καθόσουν πάλι στη θέση σου. Υπήρχαν φυσικά και οι τιμωρίες σε περίπτωση αν το παιδάκι δεν ήτανε τόσο φρόνιμο. Όταν λέμε για τιμωρία, απλά σηκωνότανε και πήγαινε σε μια γωνία, έτσι ώστε η τάξη να βλέπει ότι, σε περίπτωση άμα δεν ακούς, υπάρχει μια έτσι, σε εισαγωγικά, ποινή και δεν συμμετέχεις στο μάθημα και κάθεσαι εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα. Υπήρχε το ολοήμερο, που στο ολοήμερο εμείς φυσικά μέναμε περίπου μέχρι τις έξι το απόγευμα. Και σ’ αυτό το ολοήμερο, μάλλον σ’ αυτή τη διάρκεια, μέχρι να τελειώσει το ολοήμερο, ξεκινούσαμε το πρωί με μαθήματα. Υπήρχε κάποια στιγμή κατά τη μία το μεσημέρι το βασικό διάλειμμα -θα το πω έτσι-, έτσι ώστε να πάνε τα παιδιά όλα στο εστιατόριο να φάνε. Γιατί υπήρχε εστιατόριο με τραπεζάκια που μαγείρευαν οι μαγείρισσες και μας βγάζανε φαγητό και τρώγαμε όλοι μαζί. Έπειτα μαζεύανε την τραπεζαρία και υπήρχε, μισή ώρα περίπου, αίθουσα, στην οποία υπήρχαν κρεβατάκια, για όλα τα παιδάκια που έμεναν ολοήμερο, και ξαπλώνουμε για να ξεκουραστούμε. Μετά, αφού σηκωνόμασταν, μας λέγανε οι δασκάλες ότι τώρα είναι ώρα να σηκωθείτε, πηγαίναμε, κάναμε τα μαθήματα για την επόμενη μέρα. Οπότε, γυρνώντας στο σπίτι, ήμασταν ήδη διαβασμένοι και το μόνο που είχαμε να κάνουμε είναι να παίξουμε με τη μαμά μας. Δεν υπήρχε δηλαδή αυτή η πίεση που υπάρχει τώρα, που βλέπω εδώ στην Ελλάδα, πας σπίτι και σε φορτώνουν με διάφορα πράγματα. Εκεί σε διάβαζαν και πήγαινες σπίτι διαβασμένος. Επίσης, αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ στο σχολείο είναι η οργάνωση στις γιορτές.
Δηλαδή;
Δηλαδή. Υπήρχανε, μέχρι να γίνει δηλαδή κάποια γιορτή, στιγμές που κάναμε χορό, κάναμε ποιηματάκια, αλλά δεν ήταν αυτά τα τυποποιημένα, του τύπου: «Βρίσκω ποιήματα και λέω κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια». Μαζεύονταν οι γονείς όλοι και φτιάχνανε διάφορα γλυκά, έτσι μικρά σαντουιτσάκια και με αποτέλεσμα, όταν γινόταν η γιορτή και έκανε η τάξη τη γιορτή της, κάναμε παρουσία της γιορτής. Καθόντουσαν οι γονείς πίσω, υπήρχε μια παρουσιάστρια, σε εισαγωγικά, που παρουσίαζε το πρόγραμμα, ότι θα βγει, ας πούμε, το τάδε παιδάκι, θα τραγουδήσουμε το τραγούδι, όλα αυτά. Ήμασταν ντυμένοι με στολές, φτιάχνανε οι μανάδες μας στολές, έτσι ώστε να είναι λίγο πιο χριστουγεννιάτικες. Και αφού παρακολουθούσαν οι γονείς τη γιορτή, στο τέλος που τελειώναμε, ρίχναμε και χορό μεταξύ τα παιδάκια και αυτά και τρώγαμε τα γλυκά που φτιάξανε οι γονείς. Και μοίραζαν μετά δώρα στο τέλος, ερχόταν υποτίθεται ο Άγιος Βασίλης, μας μοίραζε τα δώρα και κάναμε διάφορα τέτοια. Επίσης, το ωραίο είναι ότι υπήρχαν κάποια έξτρα μαθήματα, επειδή ήμασταν χώρα η οποία έχει χιόνι τον χειμώνα, οπότε μας μάθαιναν να είμαστε, πώς το λένε... Σκι. Μας μάθαιναν να είμαστε στις σανίδες; Πώς λέγονται;
Ναι, ναι, στα παγοπέδιλα.
Στα παγοπέδιλα, μπράβο. Στα παγοπέδιλα να καθόμαστε σωστά. Υπήρχε χορός παραδοσιακός, πέραν από το σκι και υπήρχαν και κάποιες φορές κάποια μαθήματα μαγειρικής. Σε κάποια βέβαια πιο μεγάλα τμήματα, όχι στα πολύ μικρά. Τι άλλο να σου πω;
Εσύ, σαν μαθήτρια, πώς ήσουνα;
Σαν μαθήτρια, ήμουν άριστη μαθήτρια. Εμάς εκεί το άριστα, ο βαθμός, στο δημοτικό, είναι το 5. Και κάθε φορά, όταν έλεγες μάθημα, το κάθε παιδί είχε ένα τετράδιο το οποίο έγραφε τα μαθήματα που είχες και δίπλα στο μάθημα, όταν σε εξέταζε η δασκάλα, σε βαθμολογούσε, σε καθημερινή βάση όμως. Δεν σε βαθμολογούν μια φορά στο τόσο, σε βαθμολογούν σε καθημερινή βάση. Πέραν από αυτό, σε καθημερινή βάση, ενημέρωναν τους γονείς σε περίπτωση, αν το παιδί ήταν αδιάβαστο, δεν παρακολουθούσε, έκανε κάποια αταξία, υπήρχε σημείωμα για τους γονείς, ότι: «Σήμερα -ας πούμε- το παιδί δεν ήταν τόσο φρόνιμο» ή ας πούμε: «Ενοχλήθηκε από κάτι» ή «Ελέγξτε λιγάκι τη διάθεση» ή οτιδήποτε παρατηρούσε δασκάλα. Ήμουν άριστη μαθήτρια, μπορώ να πω, και είχα βγει και πρώτη σε διαγωνισμό που είχαμε κάνει κάποια στιγμή στο σχολείο. Ο οποίος διαγωνισμός, ναι μεν ωθούσε τα παιδιά και να διαβάσουνε παραπάνω, και να προσπαθήσουν να απαντήσουν σε ερωτήσεις που ήταν επί του μαθήματος. Μαθηματικά, φυσική, τι μάθαιναν τα παιδιά εξαρχής. Τώρα να σου πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι τα μαθήματα ακριβώς, αλλά ήταν σίγουρα γραμματική, μαθηματικά, υπήρχε μάθημα έξτρα, το οποίο ήτανε ρωσική γλώσσα, γιατί τα ρωσικά τα διδάσκουν σε μάθημα, έτσι ώστε πέραν από τα αγγλικά, μαθαίνουμε και ρωσικά. Τι άλλο μετά; Τι άλλα μαθήματα; Δεν θυμάμαι τι άλλα μαθήματα. Είχαμε και καλλιγραφίας μαθήματα. Μαθαίνουμε να γράφουμε καλλιγραφικά. Όχι -πώς το λένε- της κότας, που λέω εγώ καμιά φορά.
Τα ορνιθοσκαλίσματα.
Ναι. Οπότε το σχολείο ήταν πολύ ωραίο σαν εκπαίδευση.
Πώς ήταν η σχέση σου με τα άλλα παιδάκια εκεί πέρα; Ας πούμε, τι παιχνίδια παίζατε;
Κρυφτό, κυνηγητό. Υπήρχανε μαθήματα με το λαστιχάκι… Μαθήματα λέω... Παιχνίδια με το λαστιχάκι που υπάρχουν κι εδώ φυσικά. Αυτά θυμάμαι γενικά. Υπήρχαν πειράγματα, υπήρχανε παιδάκια, τα οποία ήταν λίγο άτακτα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Αλλά βρίσκαμε… Ήμασταν δηλαδή ενωμένοι, δεν θα έλεγα ότι υπήρχε αυτή η απόρριψη, επειδή δεν κάθεσαι φρόνιμα, δεν σε κάνω παρέα. Ήμασταν όλοι μαζί ομάδα. Δηλαδή αυτό που προσπαθούσαν να μας δώσουνε να καταλάβουμε οι δάσκαλοι, είναι ότι πρέπει να είμαστε όλοι μαζί και ποτέ να μην κοροϊδεύουμε κάποιο παιδάκι, επειδή δεν είναι με ρούχα, ας πούμε, καινούργια ή δεν τρώει το φαγητό που τρως εσύ. Ήμασταν όλοι ομάδα, αυτό θυμάμαι.
Στο σπίτι τι γινότανε;
Στο σπίτι η μαμά συνήθως έφτιαχνε κέικ. Πάντα, δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει έστω μια μέρα και να μην υπάρχει γλύκισμα στο σπίτι. Γενικά η μαμά ήταν στο σπίτι και ασχολιόταν πολύ με εμάς. Ο μπαμπάς περισσότερο δούλευε. Δεν θυμάμαι, να σου πω την αλήθεια, κάτι, έτσι, συνταρακτικό. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι πάντα προσπαθούσε να κάνει τραπεζώματα η μαμά μου. Να μαζεύει κόσμο, να έρχεται παρέα στο σπίτι, να περνάνε όλοι όμορφα. Και φυσικά, είτε ήταν καλεσμένος είτε ήταν απλά επισκέπτης στο σπίτι, να υπάρχει κάτι στο τραπέζι να τον κεράσει, αυτό ήταν το μέλημά της. Α.Σ.: Με τι ασχολούνταν οι γονείς; Μ.Π.: Η μαμά είχε τελειώσει κάτι με[00:10:00] γραμματειακή υποστήριξη, δούλευε σε γραφομηχανή. Ο μπαμπάς ήτανε… Έχει τελειώσει γενικά -όπως μετέπειτα έμαθα-, είναι κάτι σε πολιτικός…
Μηχανικός;
Κάτι τέτοιο. Αλλά τον έχει κερδίσει πιο πολύ το επάγγελμα του σιδερά, οπότε ασχολείται με σιδηροκατασκευές. Και η μαμά, η καλή νοικοκυρά που είναι δούλα και κυρά, με το γλυκό πάντα στο πιάτο.
Μάλιστα. Πώς έρχεται λοιπόν η ιδέα, το να έρθετε στην Ελλάδα;
Την ιδέα φυσικά την είχαν οι γονείς, γιατί εμείς δεν είχαμε ακόμα τον λόγο. Έβλεπαν ότι πήγαιναν λίγο άσχημα τα πράγματα από οικονομικής άποψης και δουλειάς, οπότε είπαν να δοκιμάσουν την τύχη τους κάπου στο εξωτερικό. Στην αρχή λέγανε ότι ήθελαν να πάνε Αυστρία -αν θυμάμαι καλά- και έπειτα τους είχε προτείνει κάποιος γνωστός τους, που είχε ταξιδέψει ήδη Ελλάδα, ότι: «Καλό είναι -λέει- να δοκιμάστε την Ελλάδα, είναι πολύ ωραία χώρα, έχει αρκετή ζέστη». Οπότε ήρθανε να την δούνε. Βέβαια, μετά από χρόνια άλλα καταλαβαίνεις, αλλά δεν πειράζει, πάμε. Πάμε εκεί που μείναμε. Οπότε κάποια στιγμή επέλεξαν να έρθουν στην Ελλάδα, αλλά επειδή ήταν λίγο δύσκολο να έρθουν με τα παιδιά, γιατί πλέον δύο παιδιά, δεν γίνεται να ταξιδέψεις άνετα και να πεις ότι: «Πάω και βρίσκω και δουλειά και βλέπω πώς είναι και μπορώ να δουλέψω ή να είμαι άνετα». Οπότε κανονίζουν να πάνε με τη γνωστή τους, που ξαναήρθε και η κοπέλα εδώ, Ελλάδα. Εμείς μείναμε πίσω, μας είχαν χωρίσει λίγο με την αδερφή μου για περίπου κάποιους μήνες. Η αδερφή μου ήταν στην αδερφή του μπαμπά μου κι εγώ ήμουνα στον αδερφό της μαμάς μου. Οπότε μείναμε με τους θείους. Ήρθαν εδώ, είδαν ότι τους άρεσε, προσπάθησαν να φτιάξουν λίγο, έτσι, σ’ αυτό το διάστημα που λείπανε, τον κύκλο, έτσι ώστε να έχουν δουλειά, και έπειτα γύρισαν και μας πήρανε και ήρθαμε.
Εσείς όσο καιρό λείπανε οι γονείς, πώς το είχατε πάρει, που ήταν, ας πούμε, στο εξωτερικό και μείνατε με τους θείους;
Ήμασταν πολύ μικρές για να καταλάβουμε. Ας πούμε, η αδερφή μου τότε ήτανε περίπου τριών, τεσσάρων χρονών, οπότε λίγο δύσκολο να θυμάται κάτι, να πεις ότι ένιωθε οτιδήποτε. Εγώ θυμάμαι τις σκηνές, ας πούμε, το πώς πήγαιναν οι γονείς μου με το τρένο να με αφήσουν στην πόλη που έμενε ο θείος. Θυμάμαι την περιοχή μάλλον, να το θέσω έτσι. Την πόλη δεν θυμάμαι, σε ποια πόλη ήταν τότε που έμενε ο θείος. Ήταν έτσι μια πολυκατοικία, είχε τότε κι αυτός ένα μωράκι. Έμενα με τον θείο και τη γυναίκα του, μετά μετακομίσαμε, πήγαμε στα πεθερικά του θείου και μείναμε εκεί για κάποιο διάστημα. Πήγα σχολείο στην περιοχή τους και έπειτα, όταν ήταν να γυρίσουν οι γονείς, είχαν διοργανώσει στο σχολείο κατασκήνωση τον χειμώνα στην περιοχή που έμενε η γιαγιά μου. Οπότε πήγαμε στην κατασκήνωση αυτή. Η κατασκήνωση βέβαια δεν είναι ότι πάω, ξεγνοιάζω από μαθήματα, οτιδήποτε. Κάθε πρωί σηκωνόμασταν, τρώγαμε το πρωινό μας, ετοιμαζόμασταν, πηγαίναμε σε μια αίθουσα που υπήρχε στη κατασκήνωση, κάναμε το μάθημά μας και έπειτα κάναμε εξωτερικές δραστηριότητες στο χιόνι, ό,τι μας άφηναν οι δάσκαλοι. Και πριν γυρίσουν οι γονείς, είχα μιλήσει με τη γιαγιά μου και λέω: «Μιας και γυρίζουνε, μήπως να με κρατήσεις -λέω- εσύ εδώ, έτσι ώστε όταν έρθουν να μην χρειάζεται να πάνε ξανά στην πόλη του θείου και να υπάρχει αυτή η διαδρομή;» Οπότε συνεννοήθηκαν και με άφησαν και έμεινα με τη γιαγιά μέχρι να γυρίσει η μαμά και ο μπαμπάς. Έπειτα… Τα συναισθήματα, μπορώ να σου πω την αλήθεια, ήταν λίγο περίεργα, όταν μένεις με ανθρώπους που… Ναι μεν θείος, αλλά δεν τον έχεις ζήσει τόσο όσο τους γονείς. Ήταν λίγο περίεργα, μπορώ να πω.
Με τους γονείς είχατε επαφή όσο λείπανε;
Νομίζω, πρέπει να είχαμε τηλεφωνική, αλλά όχι σε καθημερινή βάση. Μία φορά τον μήνα και αν. Δεν… Δεν ήταν τόσο εύκολο τότε. Φαντάσου ότι σκέψου, δεν υπήρχαν κινητά. Υπήρχαν μόνο τα σταθερά, οπότε λίγο δύσκολο να επικοινωνήσεις και να βρεις τον άλλον στο σπίτι. Γιατί και ο θείος δούλευε και η θεία δούλευε, εγώ σχολείο, οπότε θα έπρεπε κι αυτοί λίγο να συντονιστούν. Ήταν καλά.
Φαντάζομαι περίμενες πώς και πώς το τηλέφωνο, όταν γινόταν αυτό, από τους γονείς;
Ναι. Ήτανε πολύ συγκινητικό γενικά το να σε παίρνουν τηλέφωνο, να σου λένε ότι: «Σε λίγο, περίμενε θα περάσει ο καιρός, θα έρθουμε, θα σε πάρουμε». Αλλά πέρασε κι αυτό.
Μάλιστα. Pάμε λοιπόν όταν επέστρεψαν οι γονείς και ήταν να έρθετε προς την Ελλάδα.
Ναι. Ήρθαμε οδικώς, με λεωφορείο. Κάναμε περίπου τρεις μέρες για να έρθουμε με το λεωφορείο; Δεν θυμάμαι να σου πω, αλλά ήταν αρκετές μέρες. Γιατί περνάς σύνορα, σταματάς, έλεγχος. Σε κάθε… Κάθε φορά που σταματούσες και ο έλεγχος αυτός υπήρχε για τα χαρτιά, για το τι έχεις στις τσάντες, για το αν τα χαρτιά σου ισχύουν ή όχι, υπήρχε αρκετός έλεγχος. Και φυσικά ο έλεγχος, έτσι όπως καταλαβαίνω πλέον μεγαλώνοντας -και βέβαια και τότε το έβλεπες και άσχετα αν ήσουν μικρή-, ότι γίνεται μόνο και μόνο για να πέσει δωροδόκημα. Δηλαδή υπήρχε κάποια στιγμή μια κυρία στο λεωφορείο, που κάτι της έλειπε, κάτι είχε, δεν κατάλαβα ακριβώς τι είχε συμβεί και τη λένε: «Πρέπει να κατεβείς -λέει- στα σύνορα». Και λέει: «Μα, κύριέ μου…» και θυμάμαι τότε τη μαμά μου που λέει: «Έλα να συγκεντρωθούμε -λέει- να μαζέψουμε κάποιο χρηματικό ποσό να του δώσουμε, να την περάσει». Οπότε...
Και τελικά όντως του δώσανε;
Ναι, ναι, του δώσανε. Του δώσανε για να την αφήσει να περάσει τα σύνορα. Βέβαια, δεν θυμάμαι τώρα σε ποια σύνορα ήτανε, γιατί είχαμε αρκετά. Όπως επίσης, αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά και μου έχει μείνει, είναι ότι είχαμε σταματήσει πάλι στα σύνορα, αλλά δεν θυμάμαι ποιας χώρας για να σου πω, και θέλαμε να πάμε όλοι τουαλέτα. Βλέπουμε απέναντι, υπάρχει τουαλέτα, προχωράμε, πάμε. Σ’ αφήνουν κανονικά να μπεις μέσα, έτσι; Δεν υπήρχε κανένα θέμα. Στο έπειτα όμως δεν σε άφηναν να βγεις, αν δεν πλήρωνες. Αυτό όμως δεν σε ειδοποιούσανε προηγουμένως, ότι: «Ξέρεις κάτι; Μπαίνοντας, πλήρωσε. Τη χρησιμοποιείς και βγαίνεις». Σου λέει: «Θα μπούνε και αναγκαστικά θα πληρώσουνε, θέλοντας και μη». Και έλεγε, θυμάμαι, η μαμά: «Δεν πήραμε το πορτοφόλι τώρα -λέει- μαζί μας, άφησε μας τουλάχιστον να βγούμε -λέει- να πάμε στο λεωφορείο, να σου φέρουμε τα χρήματα». «Όχι». Ευτυχώς, υπήρχαν άνθρωποι, είχαν τα χρήματα πάνω τους, πλήρωσαν και για μας και τα έδωσε η μαμά στο λεωφορείο. Ναι, ναι, η κάθε χώρα τραβάει τα δικά της, νομίζω.
Μάλιστα, πώς εξελίχθηκε λοιπόν μετά το ταξίδι;
Το ταξίδι… Φτάσαμε ευτυχώς Ελλάδα, όλα καλά. Φτάνοντας στο σπίτι που μένανε τότε οι γονείς, να σου πω την αλήθεια, ήταν λίγο περίεργη η κατάσταση, γιατί -ξέρεις- καινούργιες εικόνες, καινούργια τοπία, καινούργιοι άνθρωποι, άνθρωποι που δεν τους καταλαβαίνεις, γιατί δεν γνωρίζεις καθόλου τη γλώσσα. Ήταν περίεργα, αλλά ήταν ωραία, γιατί γενικά έβλεπες ωραία πράγματα στην αρχή.
Πριν έρθετε στην Ελλάδα, σας είχαν προετοιμάσει καθόλου οι γονείς για το τι θα συναντήσετε;
Όχι. Δεν μας είχαν προετοιμάσει, δεν… Απλά είπαν ότι: «Γλώσσα δεν γνωρίζεις, σιγά σιγά θα μάθουμε...». Βέβαια, φτάνοντας στην Ελλάδα, δεν μπορούσαμε να δούμε εάν μπορούμε να πάμε σχολείο. Γιατί τότε ταξίδευες με βίζα, έρχεσαι σε μία χώρα, έχεις κάποιο χρονικό διάστημα παραμονής. Έπρεπε μετά να την ανανεώνεις και ούτω καθεξής, οπότε είχε μια διαδικασία. Σε εισαγωγικά, υπάρχουν στιγμές που… Μάλλον, όχι υπάρχουν στιγμές, υπάρχουν χρονιές, να το θέσω έτσι, που έμενες Ελλάδα παράνομα, γιατί δεν ήξερες τι πρέπει να κάνεις με τα χαρτιά σου. Ποιες είναι οι διαδικασίες. Και αν δεν γνωρίζεις και ελληνικά, πού να απευθυνθείς; Και ευτυχώς υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι τους συνάντησαν οι δικοί μου, που ήταν ρωσόφωνοι, ήξεραν να μιλάνε ρωσικά, οπότε τους εξήγησαν πέντε πράγματα, τους δώσαν να καταλάβουν ότι, ας πούμε, μπορούν να κάνουν αυτό, αυτό, και έτσι μάθανε σιγά σιγά να επιβιώνουν, να το θέσω έτσι. Οι δουλειές που ακολούθησαν οι δικοί μου γονείς είναι χωράφι, στην αρχή. Στα χωράφια, μάζεμα φρούτων, ακτινίδια, αχλάδια ή σε οικοδομές. Πήγαινε και ο μπαμπάς και η μαμά. Η μαμά βοηθούσε τον μπαμπά στο, ας πούμε, να έβαφε τα κάγκελα, να βάψει κάποιον τοίχο και ο μπαμπάς ήταν πιο πολύ μετά στο να χτίσει, να κάνουνε. Και αυτές ήταν οι δουλειές για αρχή.
Εσείς ποια χρονιά είχατε έρθει;
Αν θυμάμαι καλά ήτανε το '95.
Και ήρθατε κατευθείαν Λάρισα, έτσι;
Ήρθαμε σε ένα χωριό της Λάρισας, για αρχή.
Μάλιστα. Και πώς εξελίχθηκε από εκεί και πέρα η ιστορία; Δηλαδή υπήρχαν πράγματα τα οποία, για ένα παιδί, του έκαναν εντύπωση; Δηλαδή για εσένα, τι σου έκανε εντύπωση εδώ;
Γενικά εντύπωση, από την αρχή, μου έκανε η λέξη «μαλάκας» που την άκουγες παντού. Γιατί όταν δεν γνωρίζεις τη γλώσσα, λες ότι μάλλον είναι το όνομα του ανθρώπου που βλέπεις απέναντί σου. Αλλά ωραία, μας εξήγησαν μετά ότι δεν είναι όνομα, ότι είναι… Έτσι φωνάζουν ο ένας τον άλλο, τέλος πάντων. Και ήταν γενικά περίεργα τα πράγματα, γιατί δεν γνωρίζεις ελληνικά, οι γονείς έπρεπε να δουλεύουνε, με αποτέλεσμα, δύο μικρά παιδιά να μένουν αρκετές ώρες μόνα τους στο σπίτι. Πλέον εγώ ήμουνα οκτώ, εννιά χρονών. Οπότε η ευθύνη της μεγάλης αδερφής έπεφτε σε μένα. Έπρεπε να προσέχω την αδερφή μου. Μας μαγείρευε η μαμά φαγητό, έλεγε ότι εδώ είναι το φαγητό, οτιδήποτε χρειαστείτε… Απλά το μόνο που μας παρακαλούσε και φυσικά εξηγούσε κάθε φορά, είναι να μην πειράζουμε φωτιές, δηλαδή να μην παίζουμε με σπίρτα, με αναπτήρες, οτιδήποτε, έτσι ώστε να προκληθεί κάποια ζημιά στο σπίτι που μέναμε. Γιατί ήμασταν και μικρά παιδιά, οπότε λίγο πολύ, ξέρεις, δεν θέλαμε και πολύ. Ερχόμενοι οι γονείς πλέον, μετά απ’ τη δουλειά τους, σκούπισμα, καθάρισμ[00:20:00]α, μαγείρεμα για την επόμενη μέρα, προετοιμασίες, να ξεκουραστούν οι γονείς. Γενικά έτσι κυλούσαν τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα.
Εσείς, όσες ώρες ήσασταν μόνες σας, τι κάνατε;
Γενικά παίζαμε, κάποια βλακεία σίγουρα θα κάναμε. Και, ξέρεις, μετά: «Όχι εγώ, η αδερφή. Όχι η αδερφή, εγώ». Υπήρχαν δηλαδή κάποιες μικροζημιές που προκαλούσαμε. Το καλό είναι ότι αντιδρούσαν εντάξει οι γονείς, δεν είναι ότι το βλέπανε περίεργο. Γιατί δυο παιδιά στο σπίτι, τι να κάνουνε; Θα παίζανε, θα ζωγράφιζαν, όλο κάτι θα σπάγανε σίγουρα, αυτό. Στην αρχή, το σπίτι που μέναμε, μάλλον μας φιλοξενούσε ο κύριος, τέλος πάντων, που είχαν γνωρίσει οι δικοί μου όταν είχαν έρθει η Ελλάδα. Και μετέπειτα, αφού μπόρεσαν και πατήσαν λίγο στα πόδια τους, με τη βοήθεια των ανθρώπων αυτών, μπόρεσαν και νοίκιασαν ένα σπίτι. Το όποιο σπίτι μπορεί να είχε πολλά δωμάτια, αλλά εμείς μέναμε και οι τέσσερις σε ένα δωμάτιο, γιατί ούτε έπιπλα, ούτε πολλά ρούχα, ούτε τίποτα. Ήταν δηλαδή με δύο βαλίτσες και τα παπούτσια τα πάνινα, που λένε και τα τραγούδια. Και σιγά σιγά όλο αυτό, με δουλειά, αποκτούσαμε σιγά σιγά πράγματα. Να, μια τηλεόραση, και ας είναι ασπρόμαυρη, να, κατιτίς εξτρά που να μπορούμε να χρησιμοποιούμε και εμείς. Οπότε δουλεύοντας σκληρά οι δικοί μου, απέκτησαν όσα έχουν αποκτήσει μέχρι τώρα.
Για σας, πότε ξεκινάει το κεφάλαιο σχολείο;
Το κεφάλαιο σχολείο ξεκινάει, για μένα, στα δεκατρία μου. Όταν πλέον κατάλαβαν και… Κατάλαβαν; Ήξεραν οι γονείς ότι πρέπει να πάμε σχολείο, αλλά έπρεπε να το ψάξουν λίγο παραπάνω, με το θέμα των χαρτιών, να το θέσω έτσι, γραφειοκρατία ως συνήθως, αν μπορούμε να πάμε. Οπότε τους είπαν ότι: «Ναι, μπορούν να πάνε τα παιδιά σχολείο. Έχουν το κάθε δικαίωμα». Οπότε εγώ ξεκίνησα το δημοτικό πέμπτη δημοτικού και η αδερφή μου κανονικά πρώτη δημοτικού. Χωρίς να γνωρίζουμε ελληνικά.
Πώς ήταν αυτό σαν εμπειρία;
Σαν εμπειρία, δύσκολη, γιατί έπρεπε να μάθεις τη γλώσσα και πέραν του να μάθεις τη γλώσσα, ήμουνα σε φάση πλέον... Προεφηβείας είναι στα δεκατρία, τότε; Που, ξέρεις, τα μυαλά είναι πάνω από το κεφάλι, που θες να παίξεις, θέλεις να κάνεις πράγματα κι εσύ πρέπει να μάθεις μια γλώσσα. Προσπαθούσαμε και μέσω τηλεόρασης να μάθουμε τα ελληνικά, ακούγοντας λέξεις. Την αδερφή μου, αρκετά μπορώ να πω, τη βοήθησε μια δασκάλα που υπήρχε στη γειτονιά μας τότε. Εγώ δεν ασχολήθηκα τόσο, ενώ η αδερφή μου το πήρε πολύ ζεστά. Θα μου πεις, πρώτη δημοτικού είναι πιο καλά, σε σχέση με πέμπτη δημοτικού. Σκέψου και το άλλο, ότι κάποια στιγμή εκεί που καθόμουνα στην τάξη, λέω: «Αυτοί τώρα αν μιλήσω ρωσικά θα με καταλάβουν; Θα με ακούσουνε; Θα ακουστώ;». Και είχα τέτοια στο κεφάλι, αλλά ακουγόμουν τελικά. Λοιπόν, μπορώ να πω, οι δάσκαλοι βοήθησαν αρκετά για τα τότε χρόνια που ξεκίνησα το δημοτικό. Υπήρχε ενισχυτική διδασκαλία που μου κάνανε μετά τα μαθήματα, που έμενα, που κάναμε μαθήματα της πρώτης δημοτικού. Και…
Πήγατε από την αρχή δηλαδή;
Ναι, ναι, ναι. Οπότε, οι δάσκαλοι με βοηθούσαν αρκετά στα μαθήματα. Φυσικά, ευτυχώς δεν με άφησαν στην ίδια τάξη. Πού να μείνω δεκατριών χρόνων, βέβαια; Και σιγά σιγά μάθαινα τη γλώσσα, το να διαβάζω, να γράφω. Όταν βέβαια ξεκίνησα και τη γραφή, τα γράμματά μου ήταν καλλιγραφικά. Γιατί είχα συνηθίσει τότε από την Ουκρανία που μας έκαναν τα μαθήματα. Αλλά στην πορεία άλλαξαν και νομίζω προσαρμόστηκαν στην ελληνική γραφή. Αυτό που αντιμετώπισα στο σχολείο και μπορώ να πω ότι είναι κάτι που με πονάει, σε εισαγωγικά, λίγο, ακόμα, είναι το bullying που δεχόμασταν. Και αυτό που προσπαθώ τώρα να μάθω στα δικά μου τα παιδιά είναι να μην απορρίπτουν κανένα παιδάκι που είναι από κάποια χώρα άλλη. Και το bullying υπήρχε λόγω του ότι δεν ήξερες να μιλάς καλά ελληνικά, επειδή ήμουν αρκετά ψηλή και φυσικά ο τόπος καταγωγής. Ο τόπος καταγωγής στο τότε ήταν αρκετά ρατσιστικός, γιατί πάντα συνδύαζαν την Ουκρανία με κοπέλες που δούλευαν νύχτα. Και το χτυπούσαν αυτό πάντα σαν καμπανάκι.
Δηλαδή τι ακριβώς γινόταν; Θυμάσαι κάποια συγκεκριμένη περίπτωση;
Θυμάμαι, γενικά, τα κορίτσια πιο πολύ, που σε χαρακτήριζαν -τώρα δεν ξέρω, επιτρέπεται ή όχι, θα το πω πιο σεμνά- ιερόδουλη. Οπότε, κάθε φορά υπήρχανε σημειωματάκια πάνω στο θρανίο, ότι: «Είσαι από κει και είσαι έτσι, είσαι αλλιώς». Δεν τα έδινα ιδιαίτερη σημασία, γιατί δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες. Το ότι υπάρχουνε κάποιες κοπέλες που έρχονται για εύκολο χρήμα, δεν πάει να πει ότι όλες το ακολουθούν. Αυτό ισχύει για κάθε χώρα, όχι μόνο για την Ουκρανία. Όπως είχα κοπέλες, που έκανα παρέα μετά, από την Αλβανία, που έλεγαν: «Όλοι είναι κλέφτες, είναι δολοφόνοι» ή οτιδήποτε. Δεν είναι όλοι έτσι. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να ξεχωρίσουν, θέλουν να προχωρήσουν και να μην υπάρχει αυτή η στάμπα της βρωμιάς -να το θέσω έτσι- επάνω τους. Οπότε, προσπαθούσα με τον δικό μου τρόπο να αποδείξω ότι δεν είμαι αυτό που προσπαθούνε να δείξουν, να μου πουν, τέλος πάντων. Και σιγά σιγά νομίζω τα κατάφερα σε αυτό το κομμάτι. Μετά, λίγο πολύ, άρχισα να υπερασπίζομαι πιο πολύ τον εαυτό μου. Και άρχισα να υπερασπίζομαι πιο πολύ τον εαυτό μου όταν μπόρεσα πλέον να μιλάω λίγο καλύτερα ελληνικά, να καταλαβαίνω τι είναι αυτό που μου λένε και να μπορώ να απαντάω κατάλληλα, να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.
Είχες αντιπαραθέσεις ποτέ ανοιχτά με αυτούς τους ανθρώπους;
Αντιπαραθέσεις;
Δηλαδή να τσακωθείτε.
Δεν τσακωνόμουνα εύκολα. Δεν τσακωνόμουν εύκολα. Γενικά, πιο πολύ μπορώ να σου πω ότι τσακωνόμουν με τα αγόρια παρά με τα κορίτσια.
Δηλαδή;
Υπερασπιζόμουν κάποια στιγμή ένα παιδί στο σχολείο, γιατί ήρθε τότε, ξέρεις, όταν είσαι στο σχολείο υπάρχουν αυτά τα δεκαπενταμελή συμβούλια και τέτοια, και κάποια στιγμή ήρθε ένας και το έπαιζε πολύ βαρύς μάγκας και προσπαθούσε να χωθεί σε έναν πιο μικρότερό του. Και έβλεπα ότι τον πειράζει, πάει να τον χτυπήσει. Και έβλεπα ότι οι υπόλοιποι δεν αντιδρούσανε. Όποτε, πάω και λέω: «Γιατί το κάνεις αυτό το πράγμα; Βαλ' τα με κάποιον στο μπόι σου». Και άρχισε το παιδί αυτό -ήτανε από την Αλβανία κιόλας- και να μου λέει: «Φύγε από δω και μην ανακατεύεσαι». Φυσικά με υβριστικούς τρόπους όλα αυτά. Και να λέω: «Δεν θα φύγω, αν δεν τον αφήσεις ήσυχο. Άσ’ τον, γιατί είναι μικρότερος, πήγαινε να τα βάλεις με κάποιον άλλον». «Μα, μου…» Και κάποια στιγμή, έτσι όπως ήτανε η κατάσταση, σήκωσε χέρι και μου έριξε χαστούκι. Λοιπόν, και του λέω: «Δεν θα κάνω κάτι -του λέω- αυτή τη στιγμή, δεν θα αντιδράσω -λέω- γιατί ξέρεις ότι κι εγώ μπορώ να αντιδράσω, άλλα δεν θέλω». Με αποτέλεσμα… Φυσικά, οι συμμαθητές μου, αυτό που βλέπω, είναι ότι δεν έρχεται κανείς να με υπερασπιστεί, μα κανένας. Απλά το μόνο που έκανα είναι ότι τον έσπρωξα και σηκώθηκα κι έφυγα. Μετέπειτα έρχονται οι συμμαθητές μου όλοι και μου λένε: «Μα εμείς περιμέναμε από σένα να μας πεις το: “Έλα ορμήξτε” και τέτοια. Λέω: «Συγγνώμη -λέω-, βλέπετε ότι μια κοπέλα τσακώνεται και αντί να ‘ρθείτε να υπερασπιστείτε την κοπέλα, καθόσασταν με σταυρωμένα χέρια και κοιτούσατε. Τότε -λέω- τι ακριβώς να πω; "Ελάτε βαράτε";» Με τα κορίτσια, μπορώ να πω, υπήρχε αρκετή ζήλια. Ζήλια που την καταλάβαινα, αλλά ποτέ δεν… Την καταλάβαινα ότι υπάρχει, αλλά δεν καταλάβαινα ποτέ για ποιον λόγο υπάρχει από τη στιγμή που η κάθε κοπέλα είναι ιδιαίτερη για το χαρακτήρα της, για την εμφάνισή της. Ποτέ δεν είδα κάποια κοπέλα και να πω: «Γιατί να το έχει αυτό -ας πούμε- και να μην το έχω εγώ;». Όλες είμαστε ιδιαίτερες και πρέπει αυτό να το καταλάβουμε και όχι να προσπαθούμε να βάλουμε τρικλοποδιά -το κατάφερα- στην απέναντι μας. Αυτό που έβλεπα είναι ότι υπήρχε ζήλια λόγω για το ύψος; Για τον τρόπο που ντυνόμουνα; Δεν θα έλεγα ότι ήταν και κάτι το ιδιαίτερο. Όπως μπορούσαν οι γονείς, έτσι με ντύνανε, έτσι και πήγαινα. Δεν είχαμε ούτε μάρκες ούτε κάτι το ιδιαίτερο. Αυτό. Αυτό δεν το… Δεν το ‘χω καταλάβει, αλλά οκέι.
Ανέφερες πιο πριν ότι προσπαθούσατε να μάθετε και από την τηλεόραση, για τα λόγια, αυτά που παίρνατε και τα λοιπά. Στο σπίτι τα κανάλια που έπαιζαν ήταν ελληνικά; Παρακολουθούσατε και ουκρανικά κανάλια;
Όχι, δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα να παρακολουθήσουμε ουκρανικά κανάλια. Οπότε, παρακολουθούσαμε μόνο ελληνικά. Και τότε, θυμάμαι, είχαμε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση, που και αυτή είναι, ξέρεις, από αυτές που χτυπάς λίγο για να παίξει και να πιάσει σήμα. Οπότε θυμάμαι την ΕΡΤ τότε, θυμάμαι το… Κάτσε να δεις… Πω πω, πώς λεγόντουσαν τώρα; Το ΣΚΑΙ. Υπήρχε, αν θυμάμαι καλά, και τότε και τώρα ξανά ήρθε πάλι στη δημοσιότητα. STAR Channel… Ήτανε… Θυμάμαι δηλαδή γενικά υπήρχαν κανάλια, αλλά τώρα δεν μου έρχονται στο μυαλό το πώς… ALTER. Καλά, υπήρχε και ένα άλλο που μου άρεσε πάρα πολύ, που έπαιζε μουσική μόνο, το… Ήτανε το… Όχι, ήταν ένα -κάτσε να δεις- Τ10 λεγότανε; Που έπαιζε εκεί ένας πολύ άντρας.
Ποιον λες;
Και παρουσίαζε… Αχ μωρέ, δεν τον θυμάμαι στο όνομα. Ήταν πολύ μπρατσαράς, έτσι γυμνασμένος κι αυτά. Και λίγο φέρνει αλλιώς το φύλο του. Τέλος πάντων. Και έπαιζε πάντα μουσική και μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το κανάλι. Γιατί άκουγα μουσική και μου άρεσε. Οπότε, μαθαίναμε μετά και να διαβάζουμε από τις σειρές που έπαιζε -τις σειρές-, τις ταινίες που έδειχνε. Αυτό ήταν το μάθημά μας κάθε βράδυ. Κοιμόμασταν βέβαια νω[00:30:00]ρίς, δεν μας άφηναν οι γονείς μέχρι αργά. Εννιά η ώρα, το πολύ ενάμιση ήμασταν ήδη για ύπνο.
Οι φιλίες με τα υπόλοιπα παιδιά πώς ήτανε;
Πώς ήτανε, ε; Δεν κάνεις εύκολα φίλους. Και στην αρχή γνωρίζεσαι με τα παιδιά, μετά βλέπεις αν ταιριάζεις με κάποια παιδιά. Είναι αυτά που θα σε… Θα σε δεχτούνε κιόλας. Γιατί δεν είναι το θέμα να τους δεχτείς, είναι να σε δεχτούν. Γιατί εσύ είσαι ο διαφορετικός, δεν είναι αυτά. Αυτά είναι στο σπίτι τους, είναι στη χώρα τους. Οπότε, υπήρχαν και μοναχικές στιγμές, που μπορεί να καθόσουν στο παγκάκι και απλά τους κοιτούσες που παίζανε, κάνανε, ή μπορεί να υπήρχαν στιγμές που θα σε πλησίαζαν, θα προσπαθούσανε να κάνουν κάτι το οποίο να σε στεναχωρήσει. Και να μην το καταλάβεις εκείνη την ώρα, το καταλάβαινες αργότερα.
Θες να μου δώσεις ένα παράδειγμα;
Ένα παράδειγμα, όταν προσπάθησαν κάποιες κοπέλες να το παίξουν φίλες μου, ζητώντας μου κάποιες συμβουλές. Τότε πλέον γυμνάσιο ήμασταν. Του τύπου, ας πούμε: «Ήρθε η τάδε στο σπίτι μου και είπε για την τάδε. Λες να θέλει να μας βλάψει στην φιλία μας;». Λέω: «Κορίτσια, έτσι όπως μου το περιγράφετε, αν όντως ισχύει -λέω-, μπορεί να υπάρχει κάποια αντιζηλία και να θέλει να σας βάλει να τσακωθείτε. Αλλά αυτή είναι η άποψή μου -λέω-, πρέπει κανονικά να συγκεντρωθείτε και οι τρεις και να μιλήσετε μεταξύ σας». Με αποτέλεσμα, την επόμενη μέρα, έρχεται η τρίτη της παρέας σε μένα και μου λέει: «Γιατί πήγες και είπες ότι εγώ προσπαθώ να τις χωρίσω και να τις κάνω, να τις ράνω;». Και εκείνη την ώρα μένεις λίγο παγωτό. Δεν μπορείς… Όταν σου έρχεται απότομα και σου λέει κάποια πράγματα, λες: «Ώπα, τι έγινε;» Και μετά, αφού έφυγε η κοπέλα, συνειδητοποιώ τι ακριβώς έγινε και πάω και την πιάνω στο επόμενο διάλειμμα και τη λέω: «Κοίταξε να δεις, επειδή είμαι άνθρωπος ο οποίος θέλω, γενικά, να τα λέω, να ξέρεις ότι συνέβη αυτό κι αυτό. Οι κοπέλες μού είπαν αυτό κι αυτό. Οπότε, βγάλτε τα συμπεράσματα μόνες σας. Δεν σας βάζω να τσακωθείτε, δεν έχω κανέναν σκοπό να σας βάλω να τσακωθείτε, ούτε είχα πρόθεση». Οπότε μετά, τσακώθηκαν οι τρεις τους. Δηλαδή… Ποτέ δεν επιχείρησα να απομονώσω κάποια κοπέλα και να πω ότι την έχω φίλη αποκλειστικά για μένα και δεν θα πρέπει να κάνει παρέα με κάποια άλλη, οτιδήποτε. Που συνήθως γινόντουσαν στα σχολεία. «Πήγες μ’ αυτήν; Γιατί πήγες; Και δεν μπορούμε τώρα να σε δεχτούμε» και αρκετά τέτοια. Μετά, στο λύκειο, μπορώ να πω ότι ήταν λίγο πιο εύκολα τα πράγματα. Πλέον μεγαλώνεις, αλλάζουμε παραστάσεις. Άλλος κόσμος. Γιατί δεν συνέχισα γενικό λύκειο, συνέχισα τεχνικό λύκειο. Και υπήρχαν άλλοι άνθρωποι πλέον στη ζωή μου εκεί. Οπότε, πάλι μάθαινες και κρατούσες αυτά που ήθελες.
Το τεχνικό λύκειο πώς ήρθε σαν επιλογή;
Το τεχνικό λύκειο ήρθε σαν επιλογή γιατί μου άρεσε πολύ να ζωγραφίζω και υπήρχε τμήμα: Συντήρηση Έργων Τέχνης. Οπότε, ακολουθώντας το συγκεκριμένο επάγγελμα -να το θέσω έτσι-, για να το μάθω παραπάνω, ήταν κάτι ωραίο για μένα. Γιατί πέρα από το να ζωγραφίζεις, απλά παίρνεις μια κόλλα χαρτί, είχες να μάθεις διάφορα πράγματα, όπως είναι το ψηφιδωτό, αγιογραφία, τοιχογραφία, ελεύθερο σχέδιο. Κάναμε μαθήματα φωτογραφίας, κάναμε μαθήματα για πολιτικό μηχανικό. Ήταν αρκετά. Και συντήρηση φυσικά. Η συντήρηση αρχαίων ήταν μέσα στα μαθήματα επίσης.
Τώρα, από την στιγμή που μπήκαμε στο λύκειο, είναι μια ηλικία που συνήθως ξεκινάει το φλερτ. Υπήρχε φλερτ εκεί πέρα; Και πώς εξελισσόταν για σένα αυτό;
Υπήρχε φλερτ απλά, λόγω του ότι… Όταν βιώνεις το bullying, το φλερτ που σου ερχόταν, λίγο το κοιτούσες περίεργα. Γιατί δεν ήξερες άμα σε πλησιάζει για σένα ή αν σε πλησιάζει για αυτό που προσπαθούσαν να μου στιγματίσουν, να το θέσω έτσι. Και μου είχε μείνει στο μυαλό ότι: «Μωρέ λες; Μήπως;» Ενώ προσπαθείς να το αποβάλεις, κάποια στιγμή σου ‘ρχεται στο μυαλό, θέλοντας και μη. Και επειδή συνήθως αυτό που έβλεπα είναι ότι το φλερτ που πλησίαζε προσπαθούσε να σε εκμεταλλευτεί από θέμα -πώς να το πω-, από θέμα σεξουαλικό. Οπότε, όταν το έβλεπα ότι πάει η κατάσταση προς τα εκεί, το έκοβα: «Γεια σας, αντίο σας, φεύγω». Δεν μου αρέσει να αναλώνω τον εαυτό μου σε σχέσεις που δεν έχουν μέλλον. Και φυσικά, και πέραν από μένα, αυτό που λέω ότι θέλω να δώσω στα παιδιά μου ότι πρέπει να καταλάβουν ότι αν δεν είσαι καλά εκεί που είσαι, καλό είναι να μην κάνεις πράγματα που δεν θέλεις, επειδή κάποιος θέλει. Οπότε, το φλερτ ήταν ένα κομμάτι με επιφύλαξη, μπορώ να το χαρακτηρίσω.
Αυτό διήρκησε για όλο το λύκειο;
Βέβαια, εγώ στο λύκειο ήδη ήμουνα σε σχέση από το γυμνάσιο, αλλά δεν θα έλεγα ότι το φλερτ με κέρδιζε. Δεν το έδινα σημασία. Δηλαδή μπορεί να έλεγε ο άλλος κάτι και δεν ήθελα να δώσω σημασία. Γιατί λέω: «Θα είναι ψεύτικο». Αυτό, δεν το είχα στο νου μου να ασχοληθώ.
Η σχέση όμως εξελισσόταν καλά;
Η σχέση εξελισσόταν καλά. Σχετικά, μπορώ να πω.
Γιατί το λες αυτό;
Γιατί οι γονείς του παιδιού δεν με θέλανε λόγω καταγωγής. Ναι, και φοβόντουσαν μην πάρω το παιδί τους και το πάω στο εξωτερικό. Ναι, ναι. Αυτό φοβόντουσαν. Βέβαια, προσπαθούσα να τους δώσω να καταλάβουν ότι πλέον, αφού εδώ μεγάλωσα, εδώ τελείωσα το σχολείο, εδώ πάω ακόμα σχολείο, επειδή ήμασταν ακόμα στο λύκειο, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Γιατί δεν υπάρχει μέλλον στην άλλη χώρα για μένα, από τη στιγμή που πηγαίνοντας εκεί, θα πρέπει να ξαναμάθω αυτά που άφησα πίσω. Και δεν είναι εύκολο. Οπότε εντάξει, συνέχισε η σχέση καλά μέχρι κάποιο χρονικό διάστημα. Έπειτα επενέβησαν πιο πολύ οι γονείς, οπότε αναγκαστήκαμε και χωρίσαμε.
Πάλι για το ίδιο θέμα, να φανταστώ, οι γονείς;
Ναι, περίπου.
Θέλω να σε ρωτήσω, υπήρξαν, υπήρχαν μάλλον, έθιμα, παραδόσεις ή κάτι παραδοσιακό, το οποίο να είχατε διατηρήσει εδώ πέρα στην Ελλάδα, από αυτά τα οποία κάνατε στην Ουκρανία;
Αυτό που διατηρήσαμε, όχι σαν παράδοση, ότι ήταν παραδοσιακό, σαν συνήθεια να το πω εγώ, είναι ότι συνεχίσαμε να κάνουμε τις εξορμήσεις για να ψήνουμε τα σουβλάκια μας. Για να μπορούμε να παίζουμε στη φύση, να είμαστε κοντά στη φύση. Αυτό που προσπαθούσαν οι γονείς είναι πάντα να μας έχουνε κι εμένα και την αδερφή μου κοντά στη φύση. Να μπορούμε να ζούμε πράγματα όμορφα και όχι τυποποιημένα, ότι πάμε ταβέρνα, καθόμαστε, τρώμε το σουβλάκι μας, πάμε σπίτι και τελείωσε η όλη κατάσταση. Αυτή τη διαδικασία, προετοιμασία, να βάλεις το σουβλάκι στη σούβλα, ας πούμε, και να τα ψήσεις, μετά να φας, να πιείς, να μαζέψεις, να καθαρίσεις, όλα αυτά.
Υπήρχε κάτι, το οποίο να σου έλειπε, όσο ήσουν εδώ πέρα, σαν παιδί;
Οι παππούδες. Να, τέτοια κάνεις τώρα. Οι παππούδες.
Λείπανε κάποια συγκεκριμένα πράγματα από αυτούς;
Κοίταξε, όταν βλέπεις τα άλλα παιδιά, που έχουν τους παππούδες εδώ... Με έκανες να κλάψω, κανόνισε. Όταν βλέπεις τα άλλα παιδιά που έχουν τους παππούδες τους… Βέβαια, εμένα αυτό που με εξόργισε πιο πολύ είναι ότι τα παιδιά είχαν… Τους είχαν κοντά τους, αλλά η συμπεριφορά από τα εγγόνια ήταν απαράδεκτη. Γιατί… Και αυτό βέβαια δεν οφείλεται στο εγγόνι αποκλειστικά, οφείλεται στον τρόπο που θα μάθουν οι γονείς να σέβονται τα μικρά παιδιά τους παππούδες. Οπότε, όταν στη γειτονιά που μεγάλωσα έβλεπες παιδάκια να τρέχουνε και να προσπαθεί ο παππούς να τους κάνει τα χατίρια και να το περιποιηθεί, να το προσέξει, γύριζε τώρα το μικρό και του φώναζε: «Είσαι βλαμμένο, είσαι μαλάκας» ή οτιδήποτε. Δηλαδή αυτό είναι και στο θέμα γονιών, πόσο… Πρέπει να το εκπαιδεύσεις. Δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση να έχεις παιδιά -τουλάχιστον για μένα- και να μην τους μάθεις να σέβονται τον πατέρα σου και τη μάνα σου. Και φυσικά, μετά, εμάς τους ίδιους. Οπότε, ήταν αυτό που με ενοχλούσε απίστευτα. Βέβαια, μπορώ να πω, στο σπίτι που μεγαλώσαμε, ο σπιτονοικοκύρης, επειδή είχε ήδη εγγόνια, μας έβλεπε και μας σαν εγγονάκια. Οπότε, μας είχε πει ότι: «Θα με φωνάζετε κι εμένα παππού και γιαγιά αντίστοιχα». Αυτό.
Μιλούσατε καθόλου με τη γιαγιά στο τηλέφωνο;
Όχι. Όχι. Γιατί, όπως σου είχα αναφέρει και προηγουμένως, μέχρι να εμφανιστούν κινητά, το ίντερνετ να είναι τόσο ελεύθερο όπως είναι τώρα, έχουν περάσει αρκετά χρόνια. Οπότε σκέψου ότι ακόμα όταν ήταν η… Μόνο το σταθερό. Σκέψου ότι στην περιοχή που έμενε η γιαγιά μου στην Ουκρανία, για να μιλήσει με κάποιον, έπρεπε να πάει, ας πούμε, σε ένα συγκεκριμένο σημείο του χωριού που υπήρχε ένα τηλέφωνο, να περιμένει μέχρι να καλέσει η κόρη ή ο γιος ή οτιδήποτε και να σου μιλήσει. Οπότε ήταν λίγο δύσκολη η πρόσβαση και η συνεννόηση. Δεν μπορούσες να συνεννοηθείς εύκολα. Οπότε αυτό. Οπότε η μαμά έστελνε αρκετά γράμματα και στέλνανε επίσης και εκείνοι εδώ. Αυτό είναι που θα έλεγα μου λείπει πιο πολύ.
Ωραία. Τελειώνεις λοιπόν το λύκειο και πλέον μπαίνεις στον κόσμο, φαντάζομαι, της εργασίας. Τι έγινε από κει και πέρα, αφού τελείωσες το λύκειο;
Η πρώτη μου εργασία ήταν ένα καλοκαίρι σε ένα ζαχαροπλαστείο. Τότε χωρίς ένσημα, έκανα τα ρεπό από τα κορίτσια. Οπότε… Και μπορώ να πω, επειδή είχαν μαζευτεί αρκετά ρεπό, δούλεψα αρκετό καιρό στο ζαχαροπλαστείο. Ναι, ήταν πολύ καλή δουλειά. Θα μου πεις: «Δουλεύεις στα γλυκά, δεν θα ήταν ωραία δουλειά;». Αχ! Λοιπόν, έπειτα είχα ένα ατύχημα με μηχανάκι και έπρεπε να σταματήσω από τη δουλειά. Είχα ενημερώσει βέβαια τον εργοδότη ότι: «Ξέρετε κάτι, άμα συνέλθω, θα ήθελα να συνεχίσω» ή οτιδήποτε. Αλλά τελικά με αντικατέστησε. Γιατί, αυτό που λέγαμε, υπάρχει ζήλια. Υπάρχει… Υπήρχε μια κοπέλα, η οποία προσπαθούσε -να το θέσω έτσι- μέσω του ζαχαρο[00:40:00]πλαστείου να βρει γαμπρό γι’ αυτήν. Και επειδή εμφανισιακά δεν ήταν τόσο γλυκούλα, όσοι γαμπροί ερχόντουσαν και βλέπανε τις άλλες δύο πωλήτριες που υπήρχαν, δηλαδή εγώ και η άλλη κοπέλα, δεν είχε μέλλον. Και δεν το λέω… Μπορούσε να τους προσεγγίσει με διαφορετικό τρόπο -να το θέσω έτσι- και όχι μέσω της δουλειάς της. Έπειτα, συνέχισα σε κατάστημα της τηλεφωνικής εταιρείας, που αυτή πλέον η δουλειά ήταν με ένσημα κανονικά. Ο κύκλος της δουλειάς είναι λίγο δύσκολος, γιατί αγχώνεσαι πάρα πολύ για να βγουν εις πέρας όλα τα πράγματα, όλες οι δουλειές στο κατάστημα. Προσπαθείς να είσαι εντάξει απέναντι στο αφεντικό σου, για να μην έχει παράπονο. Φυσικά, ήμουν πολύ ψαρωμένη στην πρώτη μου δουλειά. Δεν αντιδρούσα, δεν έλεγα τίποτα. «Ό,τι πείτε. Ναι, μάλιστα. Ναι, σωστά, αυτό, προσπαθούμε, κάνουμε…». Μέχρι που κάποια στιγμή, πλέον μπαίνεις στο κλίμα, μαθαίνεις τη δουλειά, βλέπεις ποιες είναι οι σωστές κινήσεις, βλέπεις τι είναι αυτό που πρέπει να κάνεις. Οπότε λίγο πολύ παίρνεις το θάρρος να αντιμετωπίζεις και τον πελάτη, αλλά και το αφεντικό πλέον, με διαφορετικό τρόπο. Φυσικά, ζητώντας αυτά που κανονικά σου αναλογούν, γιατί καταλαβαίνεις ότι σε κάποια πράγματα... Μπορεί, ναι μεν, να ήταν με ένσημα, αλλά πάλι σε ψιλοέκλεβε, να το πω σε εισαγωγικά. Ναι. Και φυσικά να είμαι λίγο σε πιο ήρεμο ρυθμό. Γιατί ήμουνα σε ένταση, να τα προλάβω, να τα κάνω, ενώ δεν ήθελε τόσο. Δηλαδή έφτανα σε σημείο να μην κοιμάμαι ή να κοιμάμαι και να μην τρώω και να χάνω κιλά από το άγχος. Βέβαια, αυτό που δεν ανέφερα είναι ότι η πρώτη μου δουλειά δεν είναι σε ζαχαροπλαστείο, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ήτανε σε χωράφι, με τη μαμά μου. Ήταν στα δεκατρία μου. Επειδή η μαμά κι ο μπαμπάς δούλευαν στα χωράφια… Μάλλον μετά από κάμποσο καιρό, ο μπαμπάς πλέον να έκανε τη δουλειά του σιδερά και η μαμά, είπαμε, συνέχισε στα χωράφια. Οπότε, χρειαζότανε βοηθό για να τελαρώνουν τα τελάρα, πριν βάλουνε τα αχλάδια μέσα. «Φυσικά -λέει η μαμά- θα ‘ρθει το κορίτσι μου». Δεκατριών χρονών εγώ, στο χωράφι μαζί με τη μανούλα. Δούλεψα για αρκετά χρόνια, μπορώ να πω. Δεν τέτοιο, δεν σταμάτησα. Όπως επίσης μετά, αφού είχε ανοίξει ο μπαμπάς μου μαγαζί με τη δουλειά του, πήγαινα και έβαφα τα κάγκελα για να τον βοηθάω ή μπορεί να έκοβα και κάποιο σίδερο, έτσι ώστε να προχωρήσει η δουλειά. Μου έλεγε: «Σου έχω βγάλει το μέτρο εκεί πέρα, πήγαινε εκεί στον τορναδόρο -αν θυμάμαι καλά, που μας το είχε πει-, κόβε σίδερα». Οπότε, βοηθούσα. Ήρθε η διαδικασία μετακόμισης, το να έρθω Λάρισα. Βρήκα στη Λάρισα δουλειά, μετακόμισα και έπειτα μετακόμισαν και οι γονείς, για να είμαστε πιο… Να είναι κι αυτοί πιο κοντά και σε μένα, αλλά και στην αδερφή μου, που σπούδαζε Λάρισα.
Το γεγονός ότι είχες την αδερφή σου εδώ, έπαιξε καθοριστικό ρόλο;
Στο τι;
Στο να έχεις έναν άνθρωπο σαν παρέα;
Όχι ιδιαίτερα. Δεν μπορώ να πω ότι είχα και τις καλύτερες σχέσεις με την αδερφή μου στην παιδική ηλικία. Όχι, και τώρα διαφέρουμε πολύ, αλλά, ναι. Ήμασταν, είμαστε διαφορετικοί χαρακτήρες. Την αγαπώ σαν αδερφή μου, χαίρομαι που οι γονείς κάνανε κι άλλο παιδί, αλλά δεν μπορώ να πω ότι οι απόψεις μας συμβαδίζουν. Οπότε, δεν υπήρχε κοινή παρέα, δεν υπήρχε κάτι που να μας έδενε, πέραν του ότι είμαστε αδελφές.
Ακολουθούσατε απλά-
Διαφορετικούς-
Παράλληλους δρόμους.
Ναι, ναι.
Πάμε, λοιπόν, στη μετακόμιση που έγινε στη Λάρισα.
Στην μετακόμιση που έγινε στη Λάρισα, μέναμε όλοι μαζί μετά. Δούλευα, παράλληλα έκανα και κάποια έξτρα μαθήματα, για να μπορέσω να ασχοληθώ και με κάτι άλλο, πέραν από τη συντήρηση έργων τέχνης. Γιατί δεν σπούδασα, δεν ακολούθησα τις σπουδές μου. Γιατί φοβόμουν μη χάσω τον έρωτα της ζωής μου. Το λάθος που κάνουμε κάποιοι. Να μην το κάνετε. Λοιπόν, οπότε, επειδή δεν μπορούσα να βρω κάτι στο αντικείμενό μου… Γιατί τελειώνοντας το λύκειο, είχα τη δυνατότητα να υποβάλλω τα χαρτιά μου και να δουλέψω σε κάποιο μουσείο, σαν γραμματειακή υποστήριξη, όπως μου είχαν αναφέρει. Αλλά δεν ήταν κάτι το οποίο ήθελα, λόγω του ότι έπρεπε να κάνω μετακόμιση σίγουρα προς Αθήνα μεριά, εκεί που υπάρχουν πιο πολλά μουσεία. Γιατί εδώ στη Λάρισα… Ένα, αν θυμάμαι καλά, κι αυτό ούτε που λειτουργεί. Λοιπόν, οπότε είπα να ασχοληθώ με μακιγιάζ και τεχνητά νύχια. Τελείωσα παράλληλα με τη δουλειά και μια έξτρα σχολή. Και σιγά σιγά προσπαθώ και προσπαθούσα να αναπτύξω τον κύκλο μου.
Γενικότερα, σαν γυναίκα επαγγελματία, στον χώρο όλον αυτόν της αγοράς, πώς σε αντιμετώπιζαν; Συν το γεγονός ότι είχες έρθει από την Ουκρανία. Πώς ήταν η αντιμετώπιση του υπόλοιπου κόσμου;
Κοίτα, δεν θυμάμαι, να πω την αλήθεια, να έχω αντιμετωπίσει κάποιο θέμα στις εργασίες μου. Δεν μου ‘ρχεται κάτι σαν εικόνα. Απλά, γενικά, ήμουν λίγο αντιδραστική στις δουλειές μου.
Δηλαδή;
Προσπαθώ να μην μας καβαλάνε με τα θέλω τους. Γιατί υπήρχαν στιγμές που μπορεί ο εργοδότης να σου έλεγε: «Πετάξου πάρε μου ψωμί». Δεν θεωρώ ότι είναι στην ειδικότητά μου το να πηγαίνω να αγοράζω ψωμί για τον εργοδότη μου. Δεν με πληρώνει για κάτι τέτοιο. Φυσικά, βέβαια, η αντίδρασή μου ήταν αρνητική, λόγω του ότι και ο τρόπος, όταν μου το είχε ζητήσει ο εργοδότης, δεν ήταν τόσο ωραίος. Ήταν τύπου: «Το απαιτώ και πήγαινε». Και φυσικά, χωρίς σκέψη και χωρίς δεύτερη -πώς να σου πω-, χωρίς δεύτερη σκέψη μάλλον -να το πω έτσι- γυρίζω και του λέω: «Πόδια δεν έχεις;» Και με κοίταξαν όλοι στο κατάστημα και κάπως σοκαρίστηκαν. Αλλά κι εγώ για την ώρα δεν το πολυσκέφτηκα. Και μου λέει μετά: «Καλά, δεν ντρέπεσαι να μου μιλάς έτσι μπροστά στο τέτοιο;». Λέω: «Συγγνώμη, έτσι όπως μου το ζητήσατε -λέω- ήταν λάθος. Αλλά -λέω- κι εμένα η αντίδρασή μου εκείνη την ώρα ήταν η αυθόρμητη, δηλαδή χωρίς να σκεφτώ». Βέβαια, συγγνώμη δεν ζήτησα. Άλλη φορά να μάθουν να μιλάνε.
Υπήρχαν συχνά τέτοιες παράλογες απαιτήσεις από εργοδότες;
Όχι από όλους. Όχι από όλους. Από τον συγκεκριμένο ναι, υπήρχαν, τύπου: «Πήγαινε πάρε μου ψάρια. Πήγαινε πάρε μου ψωμί. Πήγαινε πάρε μου τσιγάρα». Αλλά όχι, δεν... Στους υπόλοιπους, επειδή ήταν εταιρείες, δεν υπήρχε ο εργοδότης κοντά. Οπότε υπήρχε υπεύθυνος καταστήματος. Αυτός θα σου πει τι να κάνεις, πώς να το κάνεις. Που φυσικά και εκεί στην αρχή είσαι ψαρωμένος στην αρχή, έπειτα μαθαίνεις τον κύκλο, βλέπεις πώς λειτουργούνε και πλέον μετά προσαρμόζεσαι, σαν τον χαμαιλέοντα, σε αυτά που θέλουνε. Τι άλλο μετά να σου πω; Τι θα ήθελες άλλο ν’ ακούσεις;
Εσύ, γενικότερα, νιώθεις ότι προσαρμόστηκες στα δεδομένα αυτά της ελληνικής, ας το πούμε, κοινωνίας;
Όχι απόλυτα. Δεν έχω προσαρμοστεί απόλυτα. Γιατί αυτό που βλέπω στις δουλειές είναι ότι όλοι γλείφουν το αφεντικό. Εμένα δεν μου αρέσει αυτό, εκεί είναι η αντίδρασή μου. Θέλω, όπως σέβομαι εγώ τον εργοδότη μου, να σέβεται και ο εργοδότης εμένα. Γιατί, ναι μεν είμαι υπάλληλος στο κομμάτι που έχει, αλλά μην ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή όπως τον έχω εγώ ανάγκη, με έχει και αυτός. Γιατί εγώ δουλεύω γι’ αυτόν. Αυτός θα κάθεται στο γραφείο και θα παίρνει τις απολαβές από όλα αυτά που γίνονται, ας πούμε, στο κατάστημά του. Οπότε, και οι δύο χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Και όταν ένας υπάλληλος είναι ευχαριστημένος, φυσικά θα είναι και ο εργοδότης. Γιατί θα προσπαθεί ο υπάλληλος να δώσει το 100% του εαυτού του. Και έτσι ανταμείβονται τα πάντα, κύκλος είναι.
Υπάρχει κάτι στο σήμερα, το οποίο να σε απασχολεί;
Ναι, υπάρχει. Υπάρχει στο τι μέλλον θα μεγαλώσουν τα παιδιά μας. Γιατί όλα τα ζητούμενα, αυτά που ζητάν δηλαδή, για τη δουλειά, για… Το πιο απλό να ξεκινήσουμε, το σπίτι, για να νοικιάσεις ένα σπίτι, έτσι; Έχουν φτάσει στον Θεό τα ενοίκια. Ο μισθός ίδιος. Τα παιδιά αναγκάζονται, είτε φεύγουν στο εξωτερικό είτε προσπαθούν να βρουν άλλες λύσεις για να δουλέψουν. Και πάλι δεν τα καταφέρνουν. Και, φυσικά, το κομμάτι της εκπαίδευσης, μπορώ να πω. Εκπαίδευσης των παιδιών μας. Γιατί δεν με ικανοποιεί η εκπαίδευση που βλέπω. Ούτε στο… Π.χ., ένα παράδειγμα. Σου ανέφερα προηγουμένως ότι εμάς ήταν η ενισχυτική, το ολοήμερο μας, ήταν μέχρι τις έξι. Εδώ τα παιδιά μου έχουνε μέχρι τις τέσσερις. Και δεν υπάρχει προσπάθεια από τους δασκάλους, όπως υπήρχαν παλαιότερα, που ήμουνα κι εγώ δημοτικό εδώ, που προσπαθούσαν οι δάσκαλοι να μου μάθουν πέντε πράγματα. Δεν υπάρχει βοήθεια, δεν υπάρχει. Και όταν τους λες ότι: «Μα, χρειάζεται λίγο το παιδί και επειδή δεν έχω τις γνώσεις, μπορείτε να το βοηθήσετε;», λέει: «Δεν είναι στην, δεν είναι στην -όχι δικαιοδοσία μας-, δεν είναι στις αρμοδιότητές μας». Οπότε, τι αναγκάζεται ένας γονιός; Να πάρει δάσκαλο. Και άλλα έξοδα. Και ο μισθός ίδιος.
Εσύ προσπαθείς να μάθεις στα παιδιά σου, ας πούμε, τη γλώσσα;
Ναι. Τα παιδιά από τη στιγμή που γεννήθηκαν, έχω τον μπαμπά μου, είχα βέβαια και τη μαμά, που τους μιλούσαν στα ρωσικά. Οπότε, λίγο πολύ στο άκουσμα έχει συγκρατήσει και ο γιος μου και η κόρη μου λέξεις, προτάσεις. Πέρα απ’ αυτό, τους βάζω και παιδικά στα ρωσικά και τα ακούνε και μαθαίνουν.Α.Σ.: Μέσα στο σπίτι, ας πούμε, μιλάτε ρωσικά;
Ναι, ναι.
Περισσότερο από τα ελληνικά;
Όχι, λιγότερο από τα ελληνικά. Κακώς βέβαια, μπορώ να πω. Γιατί μια έξτρα γλώσσα, και ειδικά όταν είναι μητρική, είναι καλό να τη γνωρίζουν τα παιδιά, από πρώτο χέρι. Φυσικά, βέβαια, και να κάνουμε λίγο κι εμείς ένα ξεσκόνισμα στο δικό μας. Γιατί όσο περνάει ο καιρός, λίγο πολύ ξεχνάς να κάνεις τις προτάσεις, ξε[00:50:00]χνάς λίγο τις λέξεις. Όσο και περίεργο να ακούγεται. Γιατί στην αρχή κι εγώ, όταν άκουγα κάποιον ρωσόφωνο να μιλάει και τον έβλεπα εκεί να μιλάει λίγο κάπως σπαστά, κάπως περίεργα τα ρωσικά, του λέω: «Τι, το παίζει μάγκας τώρα -λέω- και τάχα μου δεν θυμάται, δεν ξέρει; Ξέχασε τη γλώσσα;». Έλα μου ντε, που έρχεται τώρα η σειρά μου που προσπαθώ κι εγώ να θυμηθώ λέξεις. Ειδικά αυτό μου έχει τύχει στην εξυπηρέτηση. Όταν ερχόταν πελάτης και καταλάβαινα ότι μιλάει ρωσικά, εκεί που πάω να τους πω κάτι, ας πούμε: «Τι θα θέλατε; Να σας εξυπηρετήσω», για να καταλάβουν ότι τους καταλαβαίνω… Οπότε, στην εξυπηρέτηση, προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι καταλαβαίνω και την ώρα που πάω να μιλήσω, δεν μου έβγαιναν λέξεις, δεν έβγαιναν, ήταν... Kαι να λέω: «Γιατί; Αφού τα ξέρεις, τα έχεις στο μυαλό σου, πες τα βρε». Τίποτα. Οπότε μπερδευόταν η γλώσσα και γινόταν αχταρμάς. Αλλά εντάξει, συνεννοούμασταν.
Ένα κεφάλαιο, το οποίο παρέλειψα κι εγώ να σε ρωτήσω, είναι το τι έγινε τελικά με τα χαρτιά.
Ναι.
Πώς εξελίχθηκε αυτό το κεφάλαιο;
Αυτό το κεφάλαιο εξελίχθηκε για μένα ευτυχώς καλά, να το θέσω έτσι. Πλέον… Στην αρχή ζούσαμε με άδεια παραμονής. Κάθε χρόνο να έπρεπε να βγάζουμε άδεια παραμονής. Στην αρχή την άδεια παραμονής σου τη δίναν λόγω φοίτησης στο σχολείο, ότι πας σχολείο. Συγκέντρωνες τα χαρτιά, πλήρωνες παράβολα. Από την στιγμή που πλήρωνες παράβολα, σου δίνανε κάποιο χρονικό διάστημα. Δηλαδή σου λέγανε, ας πούμε: «Πληρώνεις διακόσια ευρώ, μένεις για έξι μήνες, πληρώνεις τετρακόσια ευρώ, μένεις για έναν χρόνο». Και πάει λέγοντας. Οπότε, κάποια στιγμή, αφού τελείωσα το σχολείο, πέρασαν κάποια χρόνια, προσπαθούσαμε να μάθουμε, να δούμε πώς θα γίνει να αποκτήσουμε την ελληνική ιθαγένεια, χωρίς πάρα πολλά πράγματα. Γιατί ακουγόντουσαν πολλά. Ότι πρέπει να πληρώσεις τρία χιλιάρικα, τέσσερα, ότι πρέπει να συγκεντρώσεις πολλά λεφτά. Και λες: «Αν είναι δυνατόν!». Όσο περνούσαν τα χρόνια έλεγες: «Μα τόσα χρόνια είμαι στην Ελλάδα, για ποιον λόγο να μην την πάρω την ελληνική ιθαγένεια;». Φόρους πληρώνουμε εδώ, δεν είναι ότι… Και να σου πω την αλήθεια, δεν έχω πάει καθόλου στο εξωτερικό. Δεν έχω ταξιδέψει ξανά στη χώρα μου, δεν έχω κάνει έξοδο. Ούτε καν δηλαδή στην Ιταλία, να το θέσω έτσι. Σε καμία χώρα δεν έχω ταξιδέψει. Από την Ουκρανία ήρθα Ελλάδα και εδώ παραμένω. Εδώ δουλεύω, εδώ πληρώνω, εδώ νοικιάζω, εδώ αγοράζω. Και λες: «Γιατί να μην έχεις αυτή τη δυνατότητα;». Γιατί έβλεπες άλλους ανθρώπους, οι οποίοι παίρνουν την ελληνική ιθαγένεια στο άψε σβήσε. Οπότε μαθαίνοντας μετά… Δεν θυμάμαι πώς το μάθαμε, να σου πω την αλήθεια. Είχαμε δει ένα χαρτί, το οποίο έλεγε: «Ελληνική ιθαγένεια λόγω φοίτησης». Και τότε ήταν η τελευταία χρονιά που δεχόντουσαν χαρτιά έτσι. Και έπρεπε να συγκεντρώσω… Δηλαδή σου είχε σαν προϋπόθεση ότι έπρεπε να έχεις τελειώσει τουλάχιστον έξι τάξεις και κάτι άλλα, τέλος πάντων. Και πληρώνεις παράβολο και μετά έλεγχαν τα χαρτιά και αν είχες τις προϋποθέσεις, σου δίνουν την ελληνική ιθαγένεια. Δεν είναι ότι ήταν σίγουρο ότι θα στη δώσουν. Οπότε, τρέχεις, συγκεντρώνεις χαρτιά από το σχολείο, ότι τελείωσες δύο τάξεις του δημοτικού, ότι τέλειωσες γυμνάσιο, λύκειο. Έπειτα… Τι άλλο ήθελε; Ήθελε παράβολο, να μεταφράσεις όλα τα χαρτιά που είχες στα ουκρανικά σε ελληνικά, να τα επικυρώσεις σε συγκεκριμένο γραφείο και μετά καταθέτεις τα χαρτιά. Αφού καταθέσεις τα χαρτιά, θα πρέπει να υπάρχει… Φυσικά, όλα να είναι σωστά γραμμένα, να μην είναι εδώ αλλιώς, εδώ διαφορετικά. Ας πούμε, το όνομα -να σου φέρω ένα παράδειγμα- του μπαμπά…
Ήταν διαφορετικό;
Δεν ήταν διαφορετικό. Ήτανε ότι δεν μπορώ να καταλάβω, λίγο, την ελληνική γραφειοκρατία σε κάποια πράγματα. Από τη στιγμή που λες, π.χ. ότι στην άλλη χώρα ο άνθρωπος αυτός λέγεται Andrei… Ωραία. Λοιπόν, στα αγγλικά είναι πάλι Andrei, απλά γράφεται… Ναι. Δηλαδή, στα ελληνικά όταν θα σου μεταφράσουν το Andrews, ας πούμε -πώς θα είναι στα αγγλικά, έτσι-, στα ελληνικά πώς θα είναι, ο Ανδρέας; Ανδρέας δεν θα είναι; Πολύ ωραία. Έγραφε, ας πούμε, είναι κόρη του Ανδρέα. Εμένα, ας πούμε, μου γράφει τώρα, σαν παράδειγμα τώρα, πώς να σου πω… Ένα άλλο όνομα πρέπει να σου πιάσω. Γιατί το Ανδρέας παραμένει Ανδρέας. Π.χ. Πέτρος. Ωραία. Στα ουκρανικά είναι Piotr, στα αγγλικά είναι Peter, στα ελληνικά είναι Πέτρος. Έτσι δεν είναι; Πολύ ωραία. «Είσαι κόρη του Πέτρου» πρέπει να γράψουμε. Δεν θα γράψεις… Και εμένα, στο χαρτί, στο ένα, έγραφε «Πέτρο» και όχι «του Πέτρου». Οπότε, σου λέει: «Δεν είσαι κόρη του Πέτρου, είσαι η κόρη του Πέτρο». Λες: «Συγγνώμη, δεν το κλίνεις όταν το γράφεις αυτό το πράγμα; Δηλαδή ποια η διαφορά; Πέτρος δεν λέγεται ο άνθρωπος;» «Όχι, πρέπει να γραφτεί έτσι». Τι να σου πω, ήταν πολλά έτσι, κάτι μικροπράγματα. Αλλά είναι που σου τρελαίνει το μυαλό, γιατί λες, όνομα είναι. Δεν είναι ότι π.χ. ήρθα από την Αλβανία και λέγομαι Ζαλάμ Μπαλάμ και στο μεταφράζω και στο λέω: «Είμαι Γιάννης». Εκεί είναι διαφορετικά τα ονόματα. Αυτό είναι χριστιανικό όνομα, δεν είναι περίεργο. Οπότε, κατέθεσα τα χαρτιά μου και όταν βγήκε η απόφαση, μου δώσανε επιτέλους την ελληνική ιθαγένεια. Τώρα δεν ξέρω, να χαρώ; Να μη χαρώ; Είναι λίγο δύσκολο κομμάτι. Γιατί και πάλι και σαν Έλληνας πολίτης, δεν έχεις πάρα πολλά πράγματα που να πεις ότι σε βοηθάει κάπου. Στο μόνο που έχεις σαν βοήθημα είναι ότι δεν τρέχεις να πληρώνεις κάθε χρόνο παράβολο. Αυτό. Και δεν έχεις τον φόβο ότι αν δεν δουλεύεις, ότι θα σε διώξουν από τη χώρα. Γιατί σου λένε ότι: «Άμα δεν δουλεύεις και κάθεσαι, γιατί κάθεσαι; Φύγε από τη χώρα». Αυτό σου λένε. Αυτά με την ελληνική ιθαγένεια.
Εσύ νιώθεις καλά αυτή τη στιγμή; Δηλαδή σκέφτεσαι ποτέ ότι θα επέστρεφες πίσω στην Ουκρανία;
Δεν υπάρχει λόγος να επιστρέψω. Δεν υπάρχει λόγος, γιατί τη γλώσσα δεν την… Το να πάω να την επισκεφτώ, ναι, θα ήθελα, γιατί έχω να πάω χρόνια. Από τη στιγμή που έχω έρθει από κει, δεν έχω πάει ποτέ. Είχα, έτσι, μια ελπίδα, πριν τον κορονοϊό, ότι θα ταξίδευα, έτσι ώστε να έβλεπα λίγο τον παππού μου. Δυστυχώς δεν τον πρόλαβα. Και τώρα, μόνο θα πήγαινα να δω τα ξαδέρφια μου. Μόνο γι’ αυτόν τον λόγο και πώς είναι η χώρα. Αλλά τώρα, σε εμπόλεμη ζώνη, δεν ξέρω τι ωραία θα ‘ναι.
Πάνω σε αυτό το ζήτημα, εσύ που είσαι εδώ, πώς το βιώνεις όλο το θέμα του πολέμου;
Στην αρχή, όταν… Στο άκουσμα πολέμου, πιστεύεις ότι ταινία θα ‘ναι, θα περάσει. Δεν μπορώ να πω ότι το βιώνω έντονα, γιατί δεν είμαι εκεί για να το ζήσω. Έχω ένα άγχος για τους δικούς μου ανθρώπους που είναι εκεί, θείοι, ξαδέρφια. Αλλά και πάλι δεν είναι σε τόσο έντονο βαθμό. Όταν βέβαια τους βλέπεις από βιντεοκλήση, το πώς μιλάνε, το πώς είναι η έκφρασή τους από τον φόβο, αγχώνεσαι πιο πολύ. Αγχώνεσαι με αυτά που σου λένε, γιατί ακούς ότι σε καθημερινή βάση ακόμα πετάνε τα αεροπλάνα, ακόμα υπάρχει εμπόλεμη ζώνη, κάποια τμήματα. Οπότε, φυσικά, αγχώνεσαι πιο πολύ για τους δικούς σου ανθρώπους. Γιατί δεν ξέρεις τι θα τους ξημερώσει και άμα θα τους ξαναδείς. Είναι κάτι το οποίο από τη μια, ενώ δεν το νιώθεις, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, ότι… Οκέι, είναι σαν να το βλέπεις στην τηλεόραση, αλλά όταν καθίσεις και το καλοσκεφτείς, λες: «Είναι άνθρωποί μου εκεί πέρα. Είναι καλά; Δεν είναι καλά; Τι γίνεται; Πώς τους ξημερώνει;». Είναι λίγο μια ένταση.
Εσείς σε τι βαθμό μιλάτε και επικοινωνείτε με τους ανθρώπους εκεί πέρα;
Σε τι βαθμό, εννοείς, καθημερινότητας; Μπορώ να σου πω, λίγο πολύ σε καθημερινή βάση. Δηλαδή τη βδομάδα, αν δεν θα είναι επτά μέρες τη βδομάδα, θα είναι τέσσερις; Γιατί μην ξεχνάμε δουλειά, παιδιά κι από δω και από κει, οπότε λίγο ο χρόνος.
Τι σου έχουν μεταφέρει ως πληροφορία για την καθημερινότητά τους;
Η καθημερινότητά τους συνεχίζεται κανονικά, δεν έχει αλλάξει κάτι. Δηλαδή από τη στιγμή που ηρέμησαν λίγο τα πράγματα, επανήλθαν στις δουλειές, τα σούπερ μάρκετ δουλεύουνε, τα σχολεία δουλεύουνε, όλα είναι λειτουργήσιμα. Απλά κάποια μέρα, κάποια στιγμή της ημέρας, μπορεί να χτυπήσουν σειρήνες. Και από τη στιγμή που αρχίζουν και χτυπάνε οι σειρήνες, εσύ εκείνη την ώρα θα πρέπει να κατέβεις στο υπόγειο ή να μείνεις κάπου προστατευμένος, έτσι ώστε να μη σου ‘ρθει κάτι στο κεφάλι. Και δεν θα είναι κουτσουλιά. Λοιπόν, οπότε αυτός ο φόβος υπάρχει. Και επειδή, έτσι όπως μου το περιέγραψε η ξαδέρφη μου, μου λέει: «Φτάσαμε σε επίπεδο αναισθησίας, τώρα πλέον». Δηλαδή και να χτυπήσει η σειρήνα και αν είναι στο σπίτι, δεν θα κατέβουν από τον έκτο όροφο που μένουνε, στο υπόγειο κάτω. Γιατί δεν προλαβαίνουν έτσι κι αλλιώς. «Οπότε, καθόμαστε στο σπίτι και οπότε, μας ήρθε; Μας ήρθε». Είναι σαν το jackpot, άμα σου κάτσει, σου ‘κατσε.
Μάλιστα. Πριν κλείσουμε τη συνέντευξή μας, εγώ θέλω να σε ρωτήσω, επειδή έχεις πάρα πολλά χρόνια πλέον εδώ πέρα, νιώθεις περισσότερο Ελληνίδα; Νιώθεις περισσότερο Ουκρανή; Ποια είναι η σκέψη σου και το συναίσθημά σου πάνω σε αυτό;
Πολύ καλή η ερώτησή σου. Θα σου πω το εξής. Νιώθω φιλοξενούμενη στη χώρα. Δεν νιώθω Ελληνίδα, δεν μπορώ να νιώσω Ελληνίδα, γιατί δεν είμαι. Προσπαθώ να σέβομαι τα ήθη και τα έθιμα τα ελληνικά, όπως επίσης και τον τόπο. Και αυτό πραγματικά θα το ήθελα και από τους Έλληνες τους ντόπιους. Πώς να στο πω; Είναι ένα κομμάτι που μου το έχουν ξαναρωτήσει και φίλοι μου: «Μα τόσα χρόνια ζεις εδώ, δεν νιώθεις κάτι;» Όλα αυτά. Δεν μπορώ να πω ότι το νιώθω, γιατί θα είναι ψέμα. Γιατί μετά υπάρχουν και οι άλλες οι αντιδράσεις του τύπου ότι: «Ναι, νιώθω Ελληνίδα». «Από πού νιώθεις Ελληνίδα;» η αντίδραση. «Ποια είσαι εσύ που θα νιώσεις Ελληνίδα;» Εν μέρει, μπορώ να χαρακτηρίσω ότι ίσως να νιώθω από διαφορετικής άποψης Ελληνίδα. Το ότι σέβομαι πιο πολύ τον τόπο, σε αυτό το κομμάτι. Και αυτό που συνέχεια λέω[01:00:00] και με τους πρόσφυγες που έρχονται, ότι αυτό που με νευριάζει πιο πολύ είναι ότι, ερχόμενοι οι πρόσφυγες στη χώρα που σε φιλοξενεί, πρέπει να την σεβόμαστε. Και όχι επειδή ο άλλος είναι μουσουλμάνος να προσπαθεί να σου επιβάλλει τα ήθη και τα έθιμα τα δικά του. Εάν πηγαίναμε στο Ισραήλ, πού είναι τέλος πάντων αυτοί οι άνθρωποι, πολύ ευχαρίστως να μου πεις ότι: «Κοίταξε, εδώ θα πρέπει λίγο να ακολουθήσεις τα δικά μου τα ήθη και τα έθιμα». Ενώ, από τη στιγμή που έρχεσαι στην Ελλάδα και σε φιλοξενώ αυτή τη στιγμή -γιατί λες ότι θες να φύγεις, να πας Γερμανία, Ιταλία, όπου θες- καλό είναι να σεβόμαστε. Και θα έπρεπε και αυτοί που μας κυβερνάνε να το επιβάλλουν λιγάκι σε αυτούς τους ανθρώπους. Να επιβάλλουν με τον τρόπο τους, όμορφα και ωραία, ότι: «Σε φιλοξενώ, αλλά θέλω κι εσύ να είσαι άνθρωπος και όχι παλιάνθρωπος». Αυτό έχω να πω, το κομμάτι της Ελληνίδας μάνας.
Τέλεια. Εμένα με έχεις υπερκαλύψει. Θέλεις κάτι να προσθέσεις πριν κλείσουμε;
Εγώ προσωπικά, όχι. Δεν ξέρω αν θα ήθελες κάτι εσύ να ρωτήσεις έξτρα.
Όχι, με έχεις καλύψει. Σ’ ευχαριστώ πάρα, πάρα, πάρα πολύ!
Εγώ σ’ ευχαριστώ.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Μαρούσκα, μία κοπέλα με καταγωγή από την Ουκρανία, μοιράζεται την ιστορία της μετανάστευσης της οικογένειάς της στην Ελλάδα, αλλά και τα όσα ακολούθησαν. Αρχικά αναφέρεται στα παιδικά της χρόνια στην Ουκρανία, και στις σχολικές της αναμνήσεις από εκεί. Στη συνέχεια εξιστορεί τα πρώτα χρόνια της ενσωμάτωσής της στην Ελλάδα και αναφέρεται στις διακρίσεις που βίωσε στο σχολικό περιβάλλον, αλλά και στους υπόλοιπους τομείς της ζωής της, λόγω της καταγωγής της. Μιλάει για τις συνθήκες εργασίας που αντιμετώπισε τόσο ως έφηβη, βοηθώντας τους γονείς της, όσο και ως ενήλικη. Εκφράζει την αγανάκτησή της για την ελληνική γραφειοκρατία στο θέμα της απόκτησης άδειας παραμονής. Στο τελευταίο μέρος της συνέντευξης, φέρνει στην επιφάνεια όσα την προβληματίζουν στο παρόν, με έμφαση στο ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία και ολοκληρώνει με την οπτική της πάνω στον προβληματισμό «Ελληνίδα ή Ουκρανή;».
Narrators
Μαρούσκα Πετρίβνα "Pseudonym"
Field Reporters
Ανδρέας Στεργιούλας
Tags
Interview Date
06/08/2023
Duration
61'
Interview Notes
Η Αφηγήτρια και ο Ερευνητής είναι οικογενειακοί φίλοι.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Μαρούσκα, μία κοπέλα με καταγωγή από την Ουκρανία, μοιράζεται την ιστορία της μετανάστευσης της οικογένειάς της στην Ελλάδα, αλλά και τα όσα ακολούθησαν. Αρχικά αναφέρεται στα παιδικά της χρόνια στην Ουκρανία, και στις σχολικές της αναμνήσεις από εκεί. Στη συνέχεια εξιστορεί τα πρώτα χρόνια της ενσωμάτωσής της στην Ελλάδα και αναφέρεται στις διακρίσεις που βίωσε στο σχολικό περιβάλλον, αλλά και στους υπόλοιπους τομείς της ζωής της, λόγω της καταγωγής της. Μιλάει για τις συνθήκες εργασίας που αντιμετώπισε τόσο ως έφηβη, βοηθώντας τους γονείς της, όσο και ως ενήλικη. Εκφράζει την αγανάκτησή της για την ελληνική γραφειοκρατία στο θέμα της απόκτησης άδειας παραμονής. Στο τελευταίο μέρος της συνέντευξης, φέρνει στην επιφάνεια όσα την προβληματίζουν στο παρόν, με έμφαση στο ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία και ολοκληρώνει με την οπτική της πάνω στον προβληματισμό «Ελληνίδα ή Ουκρανή;».
Narrators
Μαρούσκα Πετρίβνα "Pseudonym"
Field Reporters
Ανδρέας Στεργιούλας
Tags
Interview Date
06/08/2023
Duration
61'
Interview Notes
Η Αφηγήτρια και ο Ερευνητής είναι οικογενειακοί φίλοι.