«Πάντα θέλαμε να γυρίσουμε πίσω»: Η ιστορία μιας προσφυγοπούλας του Εμφυλίου!
Segment 1
Η καθημερινότητα στο χωριό της τότε, η επίσκεψη των Γερμανών στρατιωτών στο Πρόσβορρο, τα λαϊκά δικαστήρια που καθιέρωσαν μετά τον πόλεμο και τα ποιήματα που λέγανε σαν παιδιά
00:00:00 - 00:08:53
Partial Transcript
Καλημέρα. Καλημέρα. Θέλεις να μας πεις το όνομά σου; Ευρωπία Κιτσούλη. Τέλεια. Εγώ είμαι ο Ανδρέας Στεργιούλας, ερευνητής για το …μάμαι, τέλος πάντων. Ναι, και λέγαμε ποιήματα, τραγούδια, σκετς. Ε, μετά ήρθε ο εμφύλιος και άρχισε το χωριό να είναι αριστεροί και δεξιοί.
Lead to transcriptSegment 2
Ο αντίκτυπος του εμφυλίου στην οικογένεια της, οι μετακινήσεις τους μακριά από το χωριό για να κρυφτούν από τους δεξιούς και το κάψιμο του σπιτιού τους από τους Μπουραντάδες
00:08:53 - 00:28:13
Partial Transcript
Εσύ πώς τον θυμάσαι να έρχεται ο Eμφύλιος στο χωριό; Συνήθως, υπήρχαν άτομα που λίγο πολύ με τους Γερμανούς κάνανε παρέα. Κάνανε παρέα, να…ι θαύμαζα τους γονείς μου, το κουράγιο που μας δίνανε. Ναι, τότε ήταν και νέα η μάνα μου ακόμα, τριάντα επτά -πόσο ήτανε- γύρω στα σαράντα.
Lead to transcriptSegment 3
Η φυγάδευση των παιδιών προς την Αλβανία, από τους αντάρτες και όσα βίωσε εκεί
00:28:13 - 00:42:14
Partial Transcript
Και μετά ήρθε διαταγή από τους αντάρτες, γιατί εδώ γινόντουσαν μάχες κάθε βράδυ, γιατί είμαστε βουνίσιοι… Και να φανταστείς, ο στρατός από ε…ανε πιάσει μερικά παιδιά και -πώς λέγεται μωρέ, στα πόδια, που ξύνονταν μια αρρώστια- είχαν πιάσει άλλοι πονόματο, ξέρω 'γω, το ξεπεράσανε.
Lead to transcriptSegment 4
Οι αναμνήσεις από την Κορυτσά, το ταξίδι προς την σοσιαλιστική Ρουμανία και όσα έζησε στους παιδικούς σταθμούς εκεί
00:42:14 - 01:24:27
Partial Transcript
Και μετά από οκτώ μήνες, μας βάλανε σε φορτηγά αυτοκίνητα για να πάμε στις λαϊκές δημοκρατίες. Αφού πήγαμε, αφού μας βάλανε στα φορτηγά… Η μ…χολούμασταν, έγραφα κι εγώ και αυτή. Είχαμε μάθει ποίηση, πόδι, ρήμα, αυτά. Μαθαίναμε, ήμασταν ενημερωμένοι σε αυτά. Και αυτά, έτσι γενικά.
Lead to transcriptSegment 5
Η επανένωση με τους γονείς στην Τσεχοσλοβακία, οι αναμνήσεις από όσα έκανε ως μαθήτρια στους παιδικούς σταθμούς της Τσεχοσλοβακίας, οι μετέπειτα σπουδές και η επιστροφή σε παιδικό σταθμό ως εργαζόμενη πλέον
01:24:27 - 01:52:15
Partial Transcript
Η ενήλικη ζωή πώς εξελίχθηκε τώρα; Η ενήλικη ζωή εκεί στον παιδικό σταθμό; Και- Γενικά; Μετέπειτα. Μετά; Όταν φύγαμε από την Ρουμα…χε ερωτευτεί. Σπούδαζε στη Γερμανία και τελείωνε τις σπουδές και περίμενα έναν χρόνο να τελειώσει τις σπουδές και να 'ρθει να παντρευτούμε.
Lead to transcriptSegment 6
Η γνωριμία με τον άντρα της, η ζωή τους στο Komárno και οι ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας
01:52:15 - 02:05:20
Partial Transcript
Πώς γνωριστήκατε; Γνωριστήκαμε… Ο άντρας μου ήταν ορφανός, από πατέρα όταν ήταν οκτώ μηνών. Είχε πεθάνει ο πατέρας του, είκοσι έξι χρονών …α ήξερες Ουγγρικά, σ' είχανε κορώνα στο κεφάλι οι Ούγγροι. Ναι, δύσκολα αυτοί μιλούν ξένη γλώσσα, είναι πολύ για τη γλώσσα τους περήφανοι.
Lead to transcriptSegment 7
Η απόφαση να επιστρέψουν πίσω στην Ελλάδα, ο αποχαιρετισμός, το ταξίδι της επιστροφής και η άφιξη στην Ελλάδα
02:05:20 - 02:16:18
Partial Transcript
Και έπειτα, εγώ δεν ήθελα να ζω μέσα σε Ούγγρους, να ακούω τα ουγγαρέζικα σχεδόν κάθε μέρα, καταπιέζονταν οι Σλοβάκοι από αυτούς, και όταν ε…α: «Καλά» είχα κουραστεί πια. Ναι, τελικά φτάσαμε στα Γρεβενά και καθίσαμε και κάπου έναν μήνα, ώσπου να έρθουν τα πράγματα, το βαγόνι μας.
Lead to transcriptSegment 8
Οι πρώτες επαφές με στοιχεία την Ελληνικής καθημερινότητας, οι μετακομίσεις λόγω τις επαγγελματικών υποχρεώσεων του συζύγου και η εγκατάσταση με την οικογένεια της στο Βόλο
02:16:18 - 02:27:56
Partial Transcript
Πού μένατε εκεί; Μέναμε στην πεθερά μου, στο σπίτι της πεθεράς μου. Αυτή έπαιρνε ο άντρας της, γιατί είχε μείνει στην Αμερική κάμποσον και…σι την βοηθούσανε, ήξερε γενικά για τη θρησκεία -να πούμε- ήταν ενημερωμένη. Όχι, ήτανε πολύ καλά. Προσαρμόστηκαν τα παιδιά, περάσαμε καλά.
Lead to transcriptSegment 9
Η ευγνωμοσύνη της προς την τότε Τσεχοσλοβακία, η στιγμές που κρατάει έως και σήμερα στην καρδιά της, η επιστροφή με τον άντρα της στα χωριά τους μετά από 28 χρόνια και η αγάπη της για την Πατρίδα
02:27:56 - 02:40:02
Partial Transcript
Όταν έπεσε η Σοβιετική Ένωση και το μάθατε εσείς, εδώ πέρα, στην Ελλάδα, ποια ήταν τα συναισθήματα; Λυπηθήκαμε. Λυπηθήκαμε πολύ, αλλά ο κο…ιά μου από δω. Ποτέ. Τα εγγόνια μου και να ξενιτευτούν. Εμείς έτσι μάθαμε και αυτό μας αρέσει. Τέλεια, σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Παρακαλώ.
Lead to transcriptSegment 1
Η καθημερινότητα στο χωριό της τότε, η επίσκεψη των Γερμανών στρατιωτών στο Πρόσβορρο, τα λαϊκά δικαστήρια που καθιέρωσαν μετά τον πόλεμο και τα ποιήματα που λέγανε σαν παιδιά
00:00:00 - 00:08:53
[00:00:00]
Καλημέρα.
Καλημέρα.
Θέλεις να μας πεις το όνομά σου;
Ευρωπία Κιτσούλη.
Τέλεια. Εγώ είμαι ο Ανδρέας Στεργιούλας, ερευνητής για το Istorima, σήμερα είναι Παρασκευή 21 Ιουλίου του 2023, βρισκόμαστε στο Πρόσβορρο Γρεβενών με την Ευρωπία Κιτσούλη και πάμε να ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας. Ευχαριστώ πρώτα από όλα που αποφάσισες να μας διηγηθείς την ιστορία σου. Ανυπομονώ να την ακούσω, οπότε για να μη χάνουμε χρόνο, πάμε να πιάσουμε τον μίτο της ιστορίας από την αρχή, ξεκινώντας με το πού και πότε γεννήθηκες.
Γεννήθηκα 14 Σεπτεμβρίου του '39 από αγροτική οικογένεια. Ήμαν το έκτο παιδί κατά σειρά, ήμασταν επτά αδέρφια. Είχαμε μια ζωή ήρεμη, όπως κάθε… Οι γονείς μου ήταν αγρότες και όλα τα παιδιά είχαμε το πόστο μας, όλοι βοηθούσαμε την οικογένεια. Ο μεγάλος μου αδερφός, η μεγάλη μου αδερφή, πηγαίνανε στα χωράφια με τη μάνα μου, γιατί ο πατέρας ήτανε και οικοδόμος και μπαρμπέρης και ταξίδευε σε όλη την Ελλάδα. Και έτσι η μάνα έπαιρνε τα μεγαλύτερα παιδιά και πηγαίνανε στα χωράφια. Εμείς τα μικρότερα είχαμε καθένα τα καθήκοντα. Εγώ σαν μικρότερη φύλαγα τον κήπο μας και είχαμε κηπευτικά και είχαμε πολλά πράσα κρεμμύδια, συνήθως. Ό,τι χρειάζεται μια οικογένεια στα χωριά. Και μεγαλώναμε πολύ καλά. Οι γονείς μου ήταν πολύ χαρισματικοί, είχανε ταλέντο στο χιούμορ, ήταν και οι δυο γραμματιζούμενοι. Ο πατέρας μου ήτανε πολύ καλός αφηγητής, ήξερε, είχε διαβάσει πολλά και μας έλεγε πολλά και η μάνα ήταν πανέξυπνη, δεν μπορούσε να τη γελάσει κανείς. Ούτε στο ζύγι, που λέγανε τότε. Και μεγαλώναμε ήρεμα όλη η οικογένεια, όπως κάθε αγροτική οικογένεια. Ζούσαμε ειρηνικά ώσπου ήρθαν οι Γερμανοί.
Όλα αυτά πού συνέβαιναν;
Συνέβαιναν εδώ στο Πρόσβορο, στο χωριό μας. Είναι ορεινό χωριό, είναι στην οροσειρά της Πίνδου, Δυτική Μακεδονία. Και έτσι ακολουθούσε η ζωή. Και εμείς τα μικρά πηγαίναμε όταν ήτανε συγκομιδή, βοηθούσαμε κι εμείς, να καθαρίσουμε τις φακές π.χ., τα όσπρια, βοηθούσαμε όλη η οικογένεια. Το φθινόπωρο, όταν μαζεύαμε τα καλαμπόκια, επίσης όλο το χωριό μαζευότανε και οι συγγενείς κι αυτά και με τραγούδια, με αυτά, καθαρίζαμε το καλαμπόκι. Όταν ήταν ο τρύγος κάνανε και το κρασί μετά, κάνανε και το τσίπουρο για όλη τη χρονιά. Είχαμε γιδοπρόβατα, κάπου διακόσια γιδοπρόβατα, ο ένας αδερφός μου βοσκούσε τα πρόβατα. Έτσι κυλούσε η ζωή στο χωριό.
Είπες για τραγούδι την ώρα που κάνατε τα καλαμπόκια.
Τα καλαμπόκια.
Τι τραγούδια δηλαδή λέγατε;
Τραγουδούσαμε εδώ, ντόπια τραγούδια. Εγώ ήμουνα μικρή τότε. Ναι, ήταν οι κοπέλες για παντρειά, μαζευόντανε, έλεγαν τα αστεία, τραγουδούσαν διάφορα ντόπια τραγούδια και σιγά σιγά καθαρίζανε το καλαμπόκι. Ναι, ήταν πολύ ωραία. Έβγαινε η μητέρα μου με ένα ταψί, θυμάμαι μικρή, μεγάλο, εκεί που κάναμε πίτα με γάστρα, το μεγάλο ταψί, με σταφύλια. Διάφορα σταφύλια, που είχαμε αμπέλι δύο στρεμμάτων. Ναι, και μετά που τελειώναμε το καθάρισμα έφερνε και κερνούσε εκεί τα σταφύλια στους χωριανούς, έλεγαν ανέκδοτα, αστεία κι έτσι περνούσε η ώρα. Και όταν ήρθαν οι Γερμανοί, μετά, το '43, εγώ ήμουν τριάμιση χρονών. Κατεβήκαμε οι χωριανοί με άσπρη σημαία έξω από το χωριό, έναν δρόμο -προς το νεκροταφείου μεριά ο δρόμος- έρχονταν οι Γερμανοί και τους καλοπιάσαμε με μια λευκή σημαία. Και ήμουν κι εγώ με αυτό το μπουλούκι εκεί. Ήρθαν οι Γερμανοί και όσους μας βρήκανε στο χωριό, μας μάζεψαν μέσα στην εκκλησία. Μας βάλανε μες στην εκκλησία, εγώ με τη μάνα μου. Η γιαγιά μου ήταν στο χωράφι και κρύφτηκε σε σπηλιά. Και όσοι ήταν έξω από το χωριό, κρυφτήκανε. Εμείς που ήμασταν μέσα στο χωριό μπήκαμε στην εκκλησία. Η μάνα μου κρατούσε τον αδερφό μου τον μικρό στην αγκαλιά κι εγώ ακουμπούσα το κεφάλι μου στο γόνατό της, ήμουνα τριάμιση χρονών. Και πέρασε ένας γερμανός και με το σπαθί μέσα στη θήκη, μετρούσε πόσα κεφάλια ήμασταν. Και μετά βάλανε στο ιερό άχυρο και έβαλαν φωτιά. Ρίχτηκαν οι γυναίκες, το σβήσανε. Οι Γερμανοί ανέβηκαν πάνω στην εκκλησία και έριχναν με τα αυτόματα, έτρεμε η εκκλησία. Πήγανε στο νεκροταφείο και είδανε δυο φρέσκους τάφους και τους ανοίξανε να δουν μήπως ήταν Γερμανοί. Αν βρίσκαν Γερμανούς, θα μας καίγανε. Είδαν ότι δεν ήταν Γερμανοί αυτοί που ήταν θαμμένοι εκεί στο νεκροταφείο κι έτσι μας απελευθέρωσαν, δεν μας κάψανε. Και αυτά θυμάμαι, τότε με τους Γερμανούς.
Δηλαδή αυτοί πώς φύγαμε από το χωριό;
Αυτοί είχανε μοτοσικλέτες και τέτοια, φύγανε και πήγαν σε άλλα χωριά. Έτσι πέρασαν από το χωριό μας. Πήρανε όλα τα ζώα, τα βοοειδή, γουρούνια, κότες, όλα τα πήραν, ως και αυγά περνάνε φρέσκα. Ναι, δεν αφήναν τίποτα. Και να σου πω κι ένα άλλο, μάζευαν και τσουκνίδα και έστελναν στις οικογένειές τους. Γιατί έχουμε ωραία, ημέρα τσουκνίδια εδώ. Φύγανε οι Γερμανοί και μετά ήρθε η απελευθέρωση. Ήρθε η απελευθέρωση και κάναμε λαϊκά δικαστήρια μέσα στο χωριό.
Δηλαδή;
Δηλαδή αν κάτι γινότανε, ένας έκλεβε καλαμπόκι από τον άλλον ή κάτι τέτοιο, μαζευόμασταν όλοι, είχαμε καρέκλες στην πλατεία, μπροστά στην εκκλησία και λέγαμε τα προβλήματα και τα λύναμε, έτσι δημοκρατικά. Ερχόταν ο καραγκιόζης, μας έπαιζε ο καραγκιόζης διάφορα και γελούσαμε και λέγαμε και ποιήματα. Εγώ έλεγα ένα ποίημα -θυμάμαι, ήμουνα μικρή τότε- και μου μάθαινε ένα ποίημα θυμάμαι: «Ω, τι ωραία κελαηδούν στα δέντρα τα πουλάκια και όλα απαιτούν χαρούμενα και παίζουν στα κλαράκια, μόνο εγώ η άμοιρη δεν παίζω, δεν γελάω μόνο τις πίκρες και καημούς, τα νιάτα μου περνάω». Ένα τέτοιο, δεν τα θυμάμαι όλα, μικρή τα θυμόμουνα. Η αδερφή μου η μεσαία είχε μάθει ποίημα για τους τρείς του Υμηττού: «Κάστρο δεν ήταν, μ' άντεξε σαν Κάστρο.Ολάκερη μια μέρα και βωμόςυψώθηκε στην αίγλη του το πήρεν ο ουρανός. Τρεις νέοι, τρεις επονίτεςήτανε οι φρουροί του κάστρουκαι γύρω ένα -πως το λέγανε;- φουσάτο γκεσταπίτες,τσολιάδες, Γερμανοί. Κι όταν στο γέρμα του ήλιου οι αντρειωμένοισιγήσαν πια κι αυτοί, χωρίς πνοήσιγά, δειλά οι δήμοι προχωρούν μες στη σιωπή. Σωρόν τα πτώματα έλεγαν θα βρούνεκαι βρήκαν μόνον τρία νεκρά παιδιά.Κατάπληκτοι τα βλέπουν κι απορούνεπούθε έβγαινε μια τέτοια λεβεντιά. Πούθε έβγαινε; Απ' τα Νιάτα απ' τη θυσία,τα είχε η ΕΠΟΝ γεννήσει και θα γράψουν μια παλιά ιστορίασε νέα σελίδα ακόμα πιο λαμπρή. Στο Κούγκι τώρα πλάι και στ' Αρκάδι,το σπίτι - Κάστρο στέκεται ιερό,κι οι τρεις λεβέντες λάμπουν κάθε βράδυτρίδυμα αστέρια εκεί στον Υμηττό». Ήταν αληθινή ιστορία, ήταν τρία παλικάρια, ο τέταρτος δεν μπόρεσε να 'ρθει και είχανε εκεί πολεμοφόδια, ενάντια στους Γερμανούς, μια αποθήκη και τα φύλαγαν δεκαοκτάχρονα και είκοσι χρονών παιδιά. Ναι, και αυτοί οι τρεις είχαν βάλει σε όλα τα παράθυρα όπλα και ρίχνανε από όλες τις πλευρές και οι Γερμανοί που το περικύκλωσαν νόμισαν ότι είναι πολύ μέσα. Και κράτησαν μια σφαίρα στο τέλος, για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί, να αυτοκτονήσουν. Νομίζω ο ένας είχε σκοτωθεί, οι άλλοι τρεις όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά, αυτοκτόνησαν. Ναι, και πάνω σε αυτό τοο έγραψε το ποίημα, τώρα δεν θυμάμαι, η Έλλη Αλεξίου το έγραψε; Άλλη το έγραψε; Δεν θυμάμαι, τέλος πάντων. Ναι, και λέγαμε ποιήματα, τραγούδια, σκετς. Ε, μετά ήρθε ο εμφύλιος και άρχισε το χωριό να είναι αριστεροί και δεξιοί.
Segment 2
Ο αντίκτυπος του εμφυλίου στην οικογένεια της, οι μετακινήσεις τους μακριά από το χωριό για να κρυφτούν από τους δεξιούς και το κάψιμο του σπιτιού τους από τους Μπουραντάδες
00:08:53 - 00:28:13
Εσύ πώς τον θυμάσαι να έρχεται ο Eμφύλιος στο χωριό;
Συνήθως, υπήρχαν άτομα που λίγο πολύ με τους Γερμανούς κάνανε παρέα. Κάνανε παρέα, ναι. Και λέγαμε: «Αυτοί είναι με τους κατακτητές, οι άλλοι…» σιγά σιγά άρχισαν κάτι τέτοια, ξέρω γω. Όταν φούντωσε πια το αντάρτικο, μετά τη Βάρκιζα και όλα αυτά που έγιναν τα ιστορικά, ναι, ο μεγαλύτερος αδερφός μου εντάχθηκε αμέσως στο αντάρτικο. Ναι, και η μάνα μου ήταν οργανωμένη. Η μάνα μου ήταν οργανωμένη στο κόμμα, μόλις μάθανε για Κομμουνιστικό Κόμμα. Και έτσι, κυνηγούσαν τους αριστερούς, μια θεία μου τη χτύπησαν τόσο πολύ και την πατούσανε με πρόκες, με παπούτσια με πρόκες στην πλάτη. Όταν ήρθε στο χωριό, τη βάζανε ωμό κρέας στην πλάτη -είχε μαυρίσει η πλάτη- για να τραβήξει τον πόνο. Έναν ξάδερφό μου, πρώτο, αυ[00:10:00]τόν τον χτύπησαν τόσο πολύ… Νέος ήταν, εικοσάρης. Δηλαδή άρχισαν τέτοια πράγματα στο χωριό, να χτυπούν, γιατί είχαν άλλες πεποιθήσεις, ήταν αριστεροί και τα λοιπά. Και έτσι άρχισε λίγο η διχόνοια. Το καλό ήταν ότι εδώ στο χωριό το δικό μας, δεν σκότωσε ο ένας στον άλλον. Χτύπησαν μεν, αλλά δεν αλληλοσκοτωθήκαμε, σαν χωριανοί. Μια βραδιά, θυμάμαι, ήμασταν, κοιμόμασταν και ήρθε ένα απόσπασμα έξω από το σπίτι. Η μάνα μου ευτυχώς έλειπε -γιατί ήταν αριστερή- έλειπε στο Τσοτύλι, μαζί με τον Παπαγιώργη -τον είχε θείο- και έναν ξάδερφο πρώτο, πήγαν εκεί να πουλήσουν ένα γουρουνάκι, ας πούμε, και περνάνε κάστανα για όλο τον χειμώνα. Ναι, και έλειπε. Φωνάζει ο κοινοτάρχης το όνομα της μάνας μου και βγαίνει η γιαγιά και λέει: «Δεν είναι εδώ η Βασίλω -λέει-, λείπει» δεν είπε πού. Και μόλις είδε το απόσπασμα, η γιαγιά μου δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα. Μας έλεγε κι εμάς τα μικρά να κοιμηθούμε, πού να κοιμηθούμε; Αναστατωθήκαμε. Πρωί πρωί σηκώνεται η γιαγιά μου πήρε το δρόμο προς το χωράφι, ήξερε το δρόμο από που γυρίζουνε και ερχότανε ο Παπαγιώργης, ο θείος της, μαζί με τον ξάδερφό της και αυτή, τραγουδώντας χαρούμενοι, είχαν κάνει καλή αγοροπωλησία. Μόλις είδαν την… Η γιαγιά μου για να πάει εκεί, πήρε αυτόν τον δρόμο για τα χωράφια και σου λέει: «Πάει στα χωράφια», να μην τραβήξει την προσοχή. Και τη λέει η μάνα: «Τι ήρθες -την είχε η μάνα τη γιαγιά μου- τι ήρθες εδώ, να πάρεις το αλέτρι; Θα το πάρω εγώ» λέει. «Όχι κορίτσι μου» λέει η γιαγιά. Μόλις την είδαν έτσι να αναστενάζει, τρομοκρατήθηκαν, σταμάτησαν. Λέει: «Το και το, ήρθε απόσπασμα». Λέει ο παπάς και ο ξάδερφος: «Κρύψου στα καλαμπόκια, να φωνάξουμε και τον άντρα σου...» Και αυτός δούλευε προς του Μεσολούρι, κάπου εκεί, δήθεν αγροφύλακας, τέτοιο... Να χάσουν τα ίχνη. Ναι, τον κάλεσαν και κοιμόνταν δύο εβδομάδες μέσα στα καλαμποκιά και τους πήγαινε κρυφά ο ξάδερφος φαγητό, έτσι. Και μια βραδιά, νύχτα, ήρθαν εδώ οι γονείς μου, στο σπίτι κρυφά, μεσάνυχτα, είχαν συνεννοηθεί με τη γιαγιά. Η γιαγιά είχε ψήσει καρβέλια ψωμί, πίτες, είχε ετοιμάσει τα πράγματα και πήραν οι γονείς εμένα σαν μικρή και τη Μαριγούλα, τη μεγαλύτερη αδερφή, και ξεκινήσαμε σκοτάδι για να πάμε στα Γρεβενά. Την αδερφή μου την μεσαία, την άφησαν να προσέχει το μικρότερο αδελφό και τη γιαγιά. Τα αδέρφια μου ήταν αντάρτες. Και φύγαμε. Πηγαίναμε όλη τη νύχτα και δεν άναβε ούτε τσιγάρο ο πατέρας, να μην τον δει η περίπολος. Και νύχτα, τα ξέρανε τα μονοπάτια, πηγαίναμε, κάποια στιγμή λέει η μάνα: «Βρε Πέτρο -λέει- δεν ακούω την αναπνοή της Ευρωπίας». Ήμουνα στην πλάτη του πατέρα, εμένα με πήρε ο ύπνος και είχε κι άλλα πράγματα φορτωμένα ο πατέρας και έπεσα κάτω και δεν κατάλαβε. Αφήνουν τα πράγματα στην αδερφή μου και μπουσουλώντας άρχισαν να ψάχνουν στα χόρτα, με βρήκαν, κοιμόμουν. Με πήραν, ξύπνησα και εγώ και τσουπ τσουπ, σιγά σιγά, φτάσαμε έξω από τα Γρεβενά. Και πήγαμε όχι από κει που συνήθως πήγαιναν όλοι, για να πουλήσουν άλογα ή να πάρουν εμπόρευμα από τα Γρεβενά, πήγαμε από άλλο μονοπάτι για να μη μας δει η περίπολος. Και πήγαμε στον αδερφό του πατέρα μου, που ζούσε εκεί, τον Θανάση. Βρήκαμε, να μην τα πολυλογώ, ένα λεωφορείο, πήγαμε, κατεβήκαμε στα Τρίκαλα. Εκεί ο αδερφός μου ο μεγάλος, ο Χριστός, είχε τραυματιστεί και ήταν άρρωστος. Και εκεί τον είχε μία οικογένεια, τον περιποιούνταν και κατεβήκαμε από το λεωφορείο και πήγαμε εκεί φορτωμένοι, στην οικογένεια αυτή. Πήγαν οι γονείς μου να δουν αν είναι εκεί ο αδερφός μου. Λένε: «Έγινε καλύτερα και έφυγε». Και τώρα εμείς φορτωμένοι, με τη ζέστη, κατεβαίνουμε και φτάνουμε σε ένα χάνι, [Δ.Α.] το λέγανε. Εκεί πέρα είχαν τα άλογα, όπως ήταν το χάνι τότε. Λίγο έτρωγες, κάθοσαν, ξεκουράζοσαν. Και ζητούσαμε λεωφορείο να πάμε για τους Γόνους, τότε λέγονταν Κιτσιλέρ και Ντερλί. Ντερλί και Κιτσιλέρ. Εμείς πηγαίναμε για το Κιτσιλέρ. Και λέει αυτός… Λεωφορείο περνούσε μια φορά τη βδομάδα, νομίζω. Τώρα εμείς τι να κάνουμε, βιαζόμασταν να πάμε και περνάει ένα φορτηγό. Ανεβαίνουμε στο φορτηγό και η καρότσα ήταν σιδερένια και πιάνει μια καταρρακτώδης βροχή, μα τη βροχή ήταν αυτή. Εγώ όπως ήμουν και μικρή και λεπτούλα -έξι χρονών θα ήμαν τότε- πιανόμουνα γέρα από την καρότσα και μου έλεγε ο πατέρας: «Σφίξου». Αφού μας τίναζε έτσι προς τα πάνω και μπορούσε να με ρίξει έξω η καρότσα. Και να βρέχει, τι να σου πω; Καρεκλοπόδαρα πέφτανε. Και είχε βαθουλώματα ο δρόμος, δεν ήταν καλός ο δρόμος και μας τίναζε συνέχεια. Τελικά φτάσαμε στην Ντερλί μουσκεμένοι, ό,τι ψωμιά είχαμε, και αυτά μούσκεψαν, τα πετάξαμε, τα φλοκάτα και αυτά τα βάλαμε να στεγνώσουν και μετά με τα πόδια πήγαμε στο Κιτσιλέρ, σε μια κυρία Μαρία, ήταν βλάχα και οι γονείς μου εκεί θα δούλευαν στις ελιές και ο πατέρας χτίστης. Ωσότου θα ήμασταν εκεί. Και μας βάλανε σ' ένα, ήτανε σαν ένα δωμάτιο, είχε τζάκι, έμπαινες μέσα, ένα μικρό χολ, έμπαινες μέσα στο δωμάτιο και έχει μόνο ένα τζάκι κι ένα παραθυράκι. Και φαίνεται για υπηρετικό προσωπικό, τα είχαν αυτά -δεν ξέρω- αυτοί οι γαιοκτήμονες και μας βάλανε εκεί. Η αδερφή μου η μεγάλη, η Μαριγούλα, και η μάνα μου πήγαιναν στις ελιές και ο πατέρας χτίστης δούλευε. Και εμένα με άφηναν να κλειδώνω το σπίτι και να κρατώ το κλειδί, σαν μικρότερη. Ναι, εκεί πέρα ζήσαμε καλά, γνωριστήκαμε με τον κόσμο, μας συμπάθησαν. Η μάνα μου ήτανε πολύ… Δηλαδή στη χειροτεχνία, ήταν πολύ καλή υφάντρια. Όταν λανάριζε το μαλλί, το λανάριζε πολύ καλά και την κλωστή την έκαμνε ομοιόμορφα και λεπτή. Έκαμνε πολύ καλή δουλειά και τη φέρνανε δουλειά τη μάνα μου. Να μην τα πολυλογώ, δεν ξέρω πόσους μήνες καθίσαμε εκεί και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Αφού, λέω, χάσαμε λίγο τα χνάρια.
Σε όλο αυτό το διάστημα, που πηγαίνατε από δω και από κει, υπήρχε το συναίσθημα του κυνηγιού, ότι «Μας κυνηγάνε από πίσω όλοι αυτοί» και τα λοιπά;
Όχι, εκεί όχι, γιατί στα Γρεβενά υπήρχε ο Ράμος. Ο Ράμος ήταν από το σπήλαιο Γρεβενών. Ήτανε ενάντια στους αριστερούς, κυνηγούσε πολύ και γνώριζε, να πούμε, τους γονείς μου. Και όταν και μπήκαμε στο λεωφορείο να φύγουμε, σκεπάστηκε η μάνα και είπαν ότι όλοι ήταν από ένα άλλο χωριό μες στο λεωφορείο. Αν μας έψαχνε εκεί στα Γρεβενά, θα είχαν κακό τέλος οι γονείς. Ναι, και αυτοί δεν φτάνανε ως εκεί κάτω και έτσι εκεί δεν φοβόμαστε να πούμε. Όταν ήταν να φύγουμε -τώρα πρέπει να ήταν φθινόπωρο;-, πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε προς στον Πηνειό ποταμό, για να περάσουμε απέναντι. Πριν από μας πέρασε ένα φορτηγό, μπήκε σ' αυτό το πλεούμενο. Πώς το λένε αυτό; Όχι βαπόρι. Μπαίνει εκεί το αυτοκίνητο και το περνάνε στην άλλη πλευρά. Ναι, και ήτανε γεμάτο με δέματα καπνό αυτό το φορτηγό. Και πώς περνούσε το πλεούμενο στην άλλη πλευρά, στη μέση του Πηνειού γυρίζει εκείνο και πέφτει το αυτοκίνητο αυτό, με τον καπνό, μέσα στον Πηνειό. Και εξείχε μόνο λίγο, έτσι μια μύτη, από το, από τα καπνά εκεί. Και περιμένουμε δυο, τρεις μέρες, ώσπου να 'ρθει το winch, να τραβήξει το φορτηγό, να βγάλει τα καπνά, να τραβήξει το φορτηγό, για να περάσει μετά αυτό το πλεούμενο στην άλλη πλευρά. Να περάσει το λεωφορείο. Kαι εκεί που περιμέναμε -θυμάμαι μικρή τότε, εγώ αγαπούσα πολύ τα ψάρια, από μικρή- ήταν εκεί ψαράδες και ψήναν τα ψάρια πάνω στις πλάκες. Εκεί, αν έχω φάει ψάρι… Ναι, τα βάζανε και αλατάκι, έτσι. Και περιμέναμε και κοιμόμασταν στο λεωφορείο, ώσπου άνοιξε ο δρόμος. Στα Γρεβενά εδώ, στο χωριό, μάθανε ότι ένα αυτοκίνητο έπεσε στον Πηνειό. Η γιαγιά μου μαύρα δάκρυα: «Πάει το κορίτσι μου, πάει η οικογένεια, σκοτώθηκαν, πνίγηκαν». Τελικά όταν ήρθαμε εδώ, είχαμε φέρει ελιές -και πατηστές ελιές και από τις άλλες-, φέραμε λάδια και... Ναι, τότε η γιαγιά είδε ότι όντως ζούμε και μπήκε χαρά στο σπίτι. Πριν φύγουμε, ήταν μια βλάχα, έδωνε δουλειά τη μάνα μου, να την γνέθει το μαλλί και έπλεκε πολύ ωραία η μάνα μου. Ήταν πολύ σ' αυτά. Και λέει: «Αχ βρε Βασίλω, κρίμα που φεύγετε -λέει- αν έμενες εδώ, θα ήσουν αρχόντισσα. Θα είχες τόση δουλειά, που θα είχες τόσα [00:20:00]πλούτη. Κρίμα που δεν μένετε εδώ και φεύγετε για το χωριό» λέει. Ήταν πολύ χρυσοχέρα η μάνα μου. Ναι, κι έτσι ήρθαμε στο χωριό. Μετά οι γονείς μου -δεν ξέρω γιατί, αυτό δεν τον ρώτησα- πήγανε στην Αλβανία τώρα, για να χάσουν τα ίχνη και πήραν και τον αδερφό μου τον Θανάση, γιατί βοσκούσε τα πρόβατα. Δεν ξέρω πόσο καιρό κάθισαν εκεί στην Αλβανία και γύρισαν στο χωριό. Μια μέρα ο Θανάσης πήγαινε στα πρόβατα, είχε την γκλίτσα και είχε τον τρουβά με το κολατσιό του και από την πλατεία έκοβε τον δρόμο για να πάει στην καλύβα. Τον πιάνουν εκεί οι αντάρτες, του λένε: «Επιτάσσεσαι». Γιατί ήταν δεκαοκτώ χρονών, αν δεν τον παίρνανε οι αντάρτες, θα τον έπαιρνες ο στρατός να υπηρετήσει. Ήταν να υπηρετήσει, ηλικία. Και η μάνα από το μπαλκόνι τον έβλεπε και ήταν ο πιο χαρισματικός αδερφός, ήταν μάλαμα αδερφός. Εγώ γέρασα κι ακόμα κλαίω γι αυτόν, πολύ καλός. Να μην τα πολυλογώ. Τον επιστράτευσαν και ό,τι πρόβατα είχαν οι γονείς, είχαν μπει πάλι στην Αλβανία, και τα άφησαν εκεί. Οι Αλβανοί έδωσαν ένα χαρτί ότι, αργότερα, η κυβέρνηση, το κράτος της Αλβανίας θα μας δώσει αποζημίωση. Και το είχε ο αδερφός μου ο Γιώργος ως τελευταία αυτό το χαρτί, μετά ήταν άχρηστο, το πέταξε. Αφήσανε εκεί τα πρόβατα και γύρισαν οι γονείς μου από την Αλβανία με δυο άλογα. Εντωμεταξύ, όταν έλειπαν οι γονείς μου, ήρθαν οι Μπουραντάδες και μας κάψανε το σπίτι.
Οι Μπουραντάδες τι ήτανε;
Μπουραντάδες ήτανε οι μαυροσκούφηδες, οι φασίστες, από την άλλη πλευρά, κυνηγούσαν τους αντάρτες. Και το σπίτι μας ήταν δίπατο, με το μπαλκόνι, και βρήκαν ευκαιρία τότε να μας κάψουν το σπίτι, όταν λείπαν οι γονείς. Ήταν η γιαγιά μου, η Μαριγούλα η αδερφή μου, ήταν δεκατεσάρων χρονών, εγώ πέντε χρόνια μικρότερη από την αδελφή μου, ο αδελφός μου ο μικρός, τρία χρόνια, δυο χρόνια, μικρότερος από μένα και η γιαγιά. Τότε μπήκαν να κάψουν… Αδύναμα άτομα βρήκαν, κατάλαβες; Οι γονείς μου λείπανε.
Τι ακριβώς είχε συμβεί δηλαδή εκείνη τη μέρα;
Εκείνη τη μέρα… Εγώ ποτέ δεν κάθομαν στο σπίτι, έτρεχα εδώ εκεί και έβλεπα τα σπίτια στο χωριό, μερικά να καίγονται των αριστερών. Χάζευα τα σπίτια, μετά τρέχω εδώ πέρα, κοιτάω, έπεφτε το μπαλκόνι, καίγονταν. Δεν είδα από την αρχή, πώς η γιαγιά μου έβγαζε τα πράγματα έξω, ό,τι πρόλαβε. Και σαν μικρή που ήμουνα λέω: «Μανίτσα, την κούκλα μου τη βγάλατε;» «Την κούκλα θα βγάζαμε;» λέει η Μανίτσα. Ναι, εγώ την κούκλα σκέφτηκα, είχα μοναδική κούκλα. Εδώ μας καίγεται το σπίτι… Δεν ήξερα, θα βοηθούσα και εγώ, γιατί ήμουν πολύ σφιχτή και σβέλτη. Δεν ήξερα ότι καίγεται το σπίτι. Ναι, και αυτήν την κούκλα -να πω την ιστορία- εδώ πέρα στο χωριό είχαμε αιχμαλώτους -από ότι διάβασα αργότερα, τους είχαν φέρει από το Βόλο- Ιταλούς και τους είχαν σε ένα σπίτι και δεινοπαθούσαν. Ήταν παιδιά που υπηρετούσαν τη θητεία τους, αυτοί οι Ιταλοί. Και εγώ περνούσα από εκεί… Δεν άφησαν χελώνα για χελώνα εδώ. Τρώγανε όλες τις χελώνες, πεινούσε ο κόσμος. Ναι, και εγώ ήμουνα μικρή και φύλαγα τον κήπο και έπαιρνα ντομάτες που λίγο ωρίμαζαν και πρασόφυλλα και πήγαινα και τα έδωνα τα παιδάκια αυτά τα λυπόμουνα και μου δίναν καρποστάλ, που το στέλνανε οι γονείς τους. Ναι, και είχαν δεινοπαθήσει και είχαμε στον οντά πάνω, είχαμε τον Πεπίνο, έναν Ιταλό και άλλους δύο και βάλανε τις μηχανές και ράβανε για τον στρατό τους, για τους Ιταλούς, ό,τι χρειάζονταν ενδύματα κι αυτά. Και αυτός ο Πεπίνος μού έκανε αυτή την κούκλα, τη μοναδική που είχα, σαν μικρότερη που ήμουνα τότε, με τοπική ενδυμασία. Τοπική ενδυμασία. Ναι. Θυμάμαι, ο Πεπίνος, έτσι, μ' έκανε με τοπική ενδυμασία την κούκλα, ωραία, και ήτανε έτσι 2, 30 πόντους, ξέρω γω, η κούκλα, κάπως ήταν μεγαλούτσικη, ωραία. Και όταν οι Γερμανοί τα είχαν τσουγκρίσει με τους Ιταλούς, γιατί πολλοί δεν ήθελαν να πολεμούν μαζί τους, τότε έφυγε ο Πεπίνο μαζί με τους άλλους. Τον θυμάμαι, έφευγε προς το βουνό με κοντά παντελονάκια, ήταν νέο παιδί, νεαρός, με κοντά παντελονάκια και δεν ήξερα τι τύχη είχε. Από ό,τι μ' είπε η αδερφή μου πέρυσι, ότι σώθηκε και ότι είχε στείλει και κάποια κάρτα για να ευχαριστήσει. Και χάρηκα μόλις το άκουσα, γιατί όλα αυτά τα χρόνια έλεγα έζησε -ο φουκαράς έλεγα, νεαρό παιδί- ή δεν έζησε; Ναι και έτσι ήταν, από αυτόν είχα και την κούκλα για ενθύμιο, μας είχαν αφήσει και κάτι σακιά που ήταν αδιάβροχα. Ύστερα κάτι υφάσματα από αλεξίπτωτα, κάτι τέτοια που γάζωναν αυτοί εκεί πάνω. Και όταν φύγανε, τα σανίδια εκεί από τον οντά είχαν φαγωθεί από τις πρόκες και χρειάστηκε ο πατέρας να βάλει καινούργια σανίδια στο πάτωμα. Γιατί ανεβαίνουν με τις πρόκες, κατεβαίνανε, ναι. Και αφού γύρισαν οι γονείς μου, μετά και έφεραν δυο άλογα από την Αλβανία, μέναμε στου γείτονα το σπίτι του Αποστόλη Στεργιούλα. Αυτοί ήταν στα χειμαδιά και είχαν σπίτι παρόμοιο σαν το δικό μας, μας χώριζε ένας φράχτης, είχαμε σχεδόν ίδια αυλή. Και μέναμε έναν χρόνο σε αυτούς. Και θυμάμαι, παρόλα που κάηκε το σπίτι, ο αδερφός μου μεγάλος ήταν στον στρατό, οι γονείς μου άφησαν τα πρόβατα στην Αλβανία και είχαμε… Έλεγε η μάνα: «Ζείτε εσείς, είστε εν ζωή, δεν με νοιάζει τίποτα. Πατέρα χτίστη έχουμε, θα μάσουμε πέτρες και θα το χτίσουμε το σπίτι». Και είχαμε ένα κέφι και θυμάμαι μια βραδιά είχαμε ένα κέφι καλό, όλα τα αδέρφια, ο Θανάσης ο αδερφός μου, που βόσκαγε τα πρόβατα, ακόμα τότε δεν τον είχανε επιτάξει, ήτανε στο σπίτι και παίζαμε ένα παιχνίδι. Ο μεγάλος μου αδερφός, ο Χρήστος, κάπνιζε ένα πιάτο -το κάπνιζε- και χωρίς να ξέρει ο άλλος που θα παίξει ότι είναι καπνισμένο, και το έδωσε στην αδερφή μου, τη μεγάλη τη Μαριγούλα, λέει: «Κρατά αυτό το πιάτο και ό,τι κάνω εγώ, κάνε και εσύ». Και κρατούσε αυτή το πιάτο, δεν κοιτούσε ότι βάψανε τα χέρια με κάπνα. Έκαμνε έτσι ο αδερφός μου, έκανε και η αδερφή μου, έβαζε το χέρι, έκαμε έτσι και είχε βαφεί η αδερφή μου και εμείς αρχίσαμε να γελάμε. Και γελούσαμε, ένα κέφι εκεί θυμάμαι. Ο Θανάσης, ο αδερφός μου, είχε την πλάκα που είχαν στο σχολείο, τότε δεν είχαν τετράδια, και με ζωγράφισε πως έσπαγα στο γόνατο το ξύλο, για να βάλω στη φωτιά. Ήταν πολύ καλός στη ζωγραφική και πρώτος στα μαθηματικά. Ναι, κι ένα γέλιο... Και τα θυμάμαι τώρα και λέω, παρ όλα αυτά που πάθαμε, υπήρχε αυτό το χιούμορ στην οικογένεια. Μόλις είδε η αδερφή μου, τη δείξανε τον καθρέφτη, τι είχε γίνει, άρχισε να κλαίει, εμείς να γελάμε... Και ο γείτονας από κει, είχε περάσει η ώρα δώδεκα το βράδυ: «Βρε -λέει- θα κοιμηθείτε καμιά φορά, να μπορέσουμε να κοιμηθούμε;». Ναι, ήτανε δηλαδή… Και θαύμαζα τους γονείς μου, το κουράγιο που μας δίνανε. Ναι, τότε ήταν και νέα η μάνα μου ακόμα, τριάντα επτά -πόσο ήτανε- γύρω στα σαράντα.
Segment 3
Η φυγάδευση των παιδιών προς την Αλβανία, από τους αντάρτες και όσα βίωσε εκεί
00:28:13 - 00:42:14
Και μετά ήρθε διαταγή από τους αντάρτες, γιατί εδώ γινόντουσαν μάχες κάθε βράδυ, γιατί είμαστε βουνίσιοι… Και να φανταστείς, ο στρατός από εκεί, έβριζε τις αντάρτισσες, έλεγε αισχρά πράγματα και εμείς τα μικρά τα ακούγαμε. Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Μια φορά έπεσε όλμος εδώ πάνω, στις πέτρες και τα πιάτα που είχαμε -σε κάτι ξύλινα τέτοια τα στοιβάζαμε τα πρόχειρα πιάτα- έπεσαν όλα κάτω, τραντάχτηκε το σπίτι. Και γινόντουσαν μάχες. Ένα ξαδέρφι μου ευτυχώς είχε ένα καπέλο, έτσι, με κουκούλα πάνω και πέρασε το βλήμα και έκοψε την κουκούλα. Αν ήταν ψηλότερο, θα του 'κοβε το κεφάλι. Και οι πιο πολλοί φύγαμε έξω και είπαν οι αντάρτες να βγούμε έξω, στα κράτη, τις λαϊκές δημοκρατίες, για να μορφωθούμε. Δόξα τω Θεώ αυτό ήταν το καλύτερο που κάνανε. Γιατί τότε και η Φρειδερίκη μάζευε παιδιά και δεν καλοπερνούσανε στους παιδικούς σταθμούς. Και λέει η μάνα: «Θα στείλω -λέει, εμένα- τα δυο μεσαία κορίτσια». Τη Μαριγούλα, ήταν μεγαλύτερη, ήταν δεκατεσσάρων χρονών, δεκαπέντε, να βοηθάει, ο μικρός ήταν μικρός, ο Γιώργος. Ναι, και λέει: «Θα στείλω αυτά, είναι σχολικής ηλικίας να μορφωθούν». Γιατί τότε λέγανε, θα δουλεύει όλη η οικογένεια, ένα παιδί να σπουδάσει. Τέτοια κατσάβραχα εδώ, δύσκολη η ζωή ήτανε. Ναι, και μαζεύτηκαν παιδιά και από κάτω, από τη Θεσσαλία όσα ήρθανε, μερικά απ' την Ήπειρο, μαζευτήκαμε στο χωριό και αφού τακτοποιηθήκαμε κάμποσες μέρες, μετά ξεκινήσαμε. Οι γονείς πήραν ένα άλογο και[00:30:00] κάτι τρόφιμα, φλοκάτα, ξέρω 'γω, για το δρόμο και περάσαμε σιγά σιγά. Πριν φύγουμε, τραγουδούσαμε εδώ στο χωριό: «Φεύγουν τα αδέρφια μας, φεύγουν τα αδέρφια μας…» ένα τραγούδι, τώρα δεν μου έρχεται στο μυαλό. Α, «Και αποχωρούνε, σημαία υψώνουν και αποχωρούν» κάτι τέτοιο θυμάμαι. Ναι και φεύγαμε και πήγαμε τώρα, σιγά σιγά, άλλοι με τα άλογα, άλλοι πεζοί, φτάσαμε στο Μεσολούρι. Πήγαμε εκεί σε έναν γνωστό μας, Καραδήμο, ράφτης, περάσαμε από το σπίτι του εμείς να τους αποχαιρετήσουμε. Και από εκεί φύγαμε, φτάσαμε στη Ζούζουλη, ένα χωριό, από τη Ζούζουλη φτάσαμε στου Ντέτσου τα Καλύβια. Εκεί σταματήσαμε, τα σπίτια, ήταν άδεια, ο κόσμος, είχε περάσει το αεροπλάνο, Γαλατάς το λέγαμε, ήταν ανιχνευτικό αεροπλάνο και καμιά φορά έριχνε και ριπές, έριχνε και προκηρύξεις. Και ο κόσμος κρύφτηκε και είχε φύγει από τα σπίτια. Και εγώ με την αδερφή μου εκεί, κάθισαν οι γονείς σε ένα σπίτι -είχαν και γνωστούς εκεί, στο χωριό, τους ξέρανε και ξέραν και τα σπίτια- με την αδερφή μου κάναμε βόλτες στα σοκάκια. Εκεί που κάναμε βόλτες στα σοκάκια, αρχίζει η αδερφή μου να ουρλιάζει. «Τι έπαθες;» τη λέω. Ήταν ένα μικρό ξύλο με ένα σκουριασμένο καρφί και πάτησε και βγήκε το καρφί από κάτω, στην πατσά του παιδιού. Άρχισε να φωνάζει, την πάω σπίτι. Ο πατέρας μου είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία και ήταν τραυματιοφορέας. Είχε πάντα οξυζενέ, είχε πρώτες βοήθειες, πράγματα, αλλά τώρα που φεύγαμε τέτοια πράγματα δεν είχε. Τι να κάνει; Παίρνει… Βρήκε πίσσα, την έλιωσε και την πιάνουμε την αδερφή, τα πόδια, το κεφάλι, τα χέρια, και έριξε στην πληγή πίσσα, να το καυτηριάσει, να μην πάθει μόλυνση. Την άλλη μέρα είχαν βρει μια κότα εκεί, τη δανείστηκαν, ξέρω 'γω, γιατί είχαν και γνωστούς στο χωριό και φάγαμε. Και μας ξεπροβόδισαν ως στα αλβανικά σύνορα, περάσαμε μέσα από τον Γράμμο και ήταν χιόνι. Τώρα, ακριβώς, φύγαμε τον Απρίλιο από εδώ; Εκεί τα βουνά είχαν ακόμα χιόνι. Και πηγαίναμε δηλαδή όπως οι πάπιες, ο ένας πίσω από τον άλλο, γιατί ήταν στενός ο δρόμος.
Απρίλιο του πόσο αυτό;
Του '48, 1948. Και εκεί πώς πηγαίναμε, είχα μια ξαδέρφη πολύ φιλάσθενη, ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερη από μένα, την Όλγα. Και λέει ο πατέρας: «Κουράστηκε το κορίτσι, η μάνα, ας τη βάλουμε αυτή στο άλογο, στα καπούλια, στο σαμάρι και εσύ πιάσου στα καπούλια». Πιάστηκα εγώ απ' τα καπούλια, εγώ ήμανε… Ποτέ δεν αρρώσταινα, έλεγε η μάνα: «Ούτε ξέρω πώς μεγάλωσες, ούτε είπες πότε πονάει κεφάλι». Ναι, ήμουνα μικρή αλλά σφιχτή. Και εκεί που πιάστηκα απ' τα καπούλια, όπως πήγαινε το άλογο, έτσι ο ένας πίσω απ' τον άλλο, με πήρε ο ύπνος. Εκεί που με πήρε ο ύπνος, άφησα τα χέρια, πέφτω κάτω στα χιόνια και ήταν μια κατηφόρα, πρόλαβα να δω τα κούτσουρα που ήταν κομμένα, τα δέντρα που εξείχαν λίγο από το χιόνι, πολύ χιόνι. Ευτυχώς πίσω ακολουθούσε ο νονός μου. Σαν ρίχτηκε, με τρία, τέσσερα βήματα με άρπαξε. Ήταν δεύτερη φορά που πέφτω. Με άρπαξε. Να μην τα πολυλογώ, φτάσαμε. Όταν ερχόταν ο Γαλατάς, πριν φτάσουμε στον Γράμμο, αυτό το αεροπλάνο, κρυβόμασταν κάτω από τα δέντρα. Ναι, και φτάσαμε εκεί. Μόλις φτάσαμε στα αλβανικά σύνορα και θα αποχωριζόμασταν τους γονείς, η μάνα μας, όπως είχαν ήθη και έθιμα εδώ στους γάμους, μας έβαλε καινούργιες κάλτσες στον ώμο, εμένα και την αδερφή μου. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε και αυτοί και εμείς. Ήταν αντάρτες από δω και από εκεί και μας πήραν αυτοί, μας περίμεναν και περάσαμε. Θυμάμαι, ήταν ο δρόμος ένα μονοπάτι και είχε μια κατηφόρα. Και πώς έκλαιγα, σκούπιζα και τα δάκρυα, να μην πατήσω λίγο προς την άκρη, να βλέπω τον δρόμο. Και μου λέει η μάνα: «Δεν θα αφήνεις τη φούστα της αδερφής σου, να μη χωρίσετε ποτέ, να είσαστε μαζί». Και η αδερφή μου, παρόλα που ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη από μένα, ένιωθε μεγάλη υπευθυνότητα για μένα. Ναι, και μπήκαμε στην Αλβανία και περάσαμε από διάφορα χωριά. Θυμάμαι, περάσαμε ένα χωριό και ήτανε, φαίνεται, αριστεροί άνθρωποι που μας δέχονταν. Και ήταν μια νεαρή, έτσι σαραντάρα θα ήτανε και φορούσε αυτές τις βράκες που φορούν οι μουσουλμάνοι. Και μας έδωσε, καθίσαμε όλοι μέσα στο δωμάτιο κάτω στο πάτωμα και μας έδωσε λίγο μαύρο ψωμί να φάμε, ένα μαύρο, ένα καφετί, ξέρω 'γω, και ήταν σαν ξινό σαν… Και όλοι το γυρίσαμε πίσω, δεν μπορέσαμε να το φάμε. Και αυτή, πήρε τώρα και μπροστά, γυρισμένη την πλάτη προς τα εμάς και κοσκίνιζε αλεύρι να μας κάνει πίτα για να μας ταΐσει. Ήμασταν μόνο τα παιδιά του χωριού μας. Γιατί ήταν πολλά χωριά και κάθε χωριό ήταν σε άλλο σπίτι. Και τα μεγαλύτερα κορίτσια τα είχαμε σαν μάνες, που λέγαμε, μας φυλάνε. Έτσι κι αλλιώς, όλα ξαδέρφια ήμασταν και συγγενείς. Ναι, και αυτή, όπως κοσκίνιζε το αλεύρι, κυμάτιζε η βράκα της πέρα δώθε, και εμείς, παρόλη την ταλαιπωρία, χαμογελούσαμε κιόλας, μας φάνηκε αστείο, το θυμάμαι. Παρόλα αυτά, τελικά έκανε πίτα, μας τάισε η γυναίκα. Από εκεί φύγαμε και πήγαμε, περάσαμε και από άλλα χωριά, φτάσαμε στη Σκόδρα. Η Σκόδρα είναι στη βόρεια, εκεί είναι πολύ καθολικοί. Εκεί είχαν και τρία μέτρα φράχτες, είχανε βεντέτες. Ναι, εκεί έχει και λίμνη η Σκόδρα. Εκεί καθίσαμε οκτώ μήνες. Εκεί πέρα μας περνούσαν από έλεγχο, αν έχουμε καμιά αρρώστια, γιατί υπήρχε πονόματος, υπήρχε η κασίδα, διάφορες αρρώστιες. Εκεί που περνούσαμε, κοιτάζω εγώ ένα μικρομπούς, αφράτο ψωμί άσπρο. Ναι, μόλις είδαμε εκεί μπουλούκι, μας εξέταζε ένας γιατρός, και βάζουν εδώ με μελάνι ένα σίγμα, την Πολυτίμη, ένα σημάδι, ότι της βρήκαν κασίδα. Και εγώ πιασμένη από τη φούστα προχωράω και όσους τους βάζανε σημάδι ότι έχουν προδιάθεση κασίδας, προχωρούσαν για να μπουν σε αυτό το μικρομπούς. Σπρώχνω κι εγώ, από τη φούστα κρατημένη, πίσω από την αδερφή… «Εσύ πού πας;» Λέω: «Με βρήκαν και εμένα», με βάζει σημάδι αυτός, δεν με εξέτασε, μπήκα και εγώ και μας πήγαν στα Τίρανα. Ήμασταν κάπου δεκατέσσερα παιδιά -δεν ξέρω πόσα- και πήγαμε στα Τίρανα. Εκεί μας βάζανε σε ένα κρεβάτι χειρουργικό και από πάνω είχε μια μεγάλη λάμπα και καθόμασταν μπρούμυτα δεκαπέντε λεπτά και η λάμπα μας ζέσταινε το κεφάλι. Δεκαπέντε λεπτά από τη μία πλευρά, από την αριστερή, δεκαπέντε από την δεξιά και μετά άρχισαν να ανοίγουν οι πόροι στο κεφάλι και έπεφταν τα μαλλιά. Άρχισαν και πέφταν, όσα δεν πέσανε, μας τα πήραν με την ψιλή. Μας την πήραν με την ψιλή. Μετά έρχεται ένας γιατρός -ήταν νοσοκόμα εκεί, γιατρός- και μας βάζουνε τρία πανιά στο κεφάλι με κόλλα. Ένα στη μέση του κεφαλιού και δυο από τις πλευρές. Αφού μας τα είχαν ξυρίσει τα κεφάλια. Και μας άφησαν να παίξουμε ώσπου να πιάσει κόλλα. Μετά μας παίρνανε ένα ένα και μας τραβούσαν, να ξεριζωθούν όλες οι τρίχες, κατάλαβες; Τώρα ένα τσιρότο να βγάλεις, πόσο πονάει, μπορείς να φανταστείς πόσο πονούσε αυτό. Μου λέει η αδερφή μου: «Αν δεν κλάψεις, έχω μερικά λέκια -λεφτά της Αλβανίας-, θα σε πάρω σοκολάτα». Εγώ έβαλα το δάχτυλο στο στόμα, το δάγκωνα και δεν έκλαψα καθόλου, τα τράβηξαν... Η ξαδέρφη μου, αυτή η φιλάσθενη η Όλγα, με λυγμούς έκαμνε έτσι και τραβούσε τα χέρια των γιατρών, να μην της τα βγάζουνε. Πάλι καλά, άντεξε και αυτή, έκλαιγε βέβαια. Ναι, και αφού μας βγάλανε αυτά τα πανιά και τα τρία, το κεφάλι, άρχισαν οι φλέβες να χτυπούν, ταχυπαλμία. Ναι, χτυπούσε, χτυπούσε και μας άλειψαν με μια αλοιφή σαν Nivea. Λίγο δροσιστήκαμε και έπειτα άρχισε πάλι να καίει το κεφάλι, να είναι κόκκινο και να καίει. Τρέχαμε, έτσι, για να μας φυσάει ο αέρας, να δροσίζεται. Να μην τα πολυλογώ, περάσαμε αυτόν τον πόνο, την άλλη μέρα μάς βάζανε ιώδιο. Μια μέρα αλοιφή, μία μέρα ιώδιο. Και έτσι καθίσαμε έναν μήνα. Εκεί πέρα είχα δει και τον -αυτόν- τον Ενβέρ Χότζα. Ήταν με στρατιωτική στολή, ήταν νέος, ήταν σε ένα μπαλκόνι κι είχε βγάλει λόγο. Ναι, και θυμάμαι, εκείνη τη μέρα μας είχαν δώσει και ιμάμ μπαϊλντί, πρώτη φορά έφαγα μελιτζάνες, τέτοιες, νόστιμες. Σαν μικρή -ξέρεις- ταλαιπωρημένη, έτσι, από τον δρόμο. Ναι, και καθίσαμε έναν μήνα εκεί, ώσπου άρχισαν λίγο να φυτρώνουν τα μαλλιά και γυρίσαμε πίσω στη Σκόδρα.
Όταν μένατε εκεί πέρα, πού μένατε; Σε σπίτι; Ποιες ήταν οι συνθήκες δηλαδή;
Μέναμε σαν σε ξενοδοχείο. Είχαν δωμάτια, μέναμε και καλά μας ταΐζανε -να πούμε- μας πρόσεχαν. Εί[00:40:00]χαν κάτι μαγειρεία, μεγάλα, κάτω σε ένα διώροφο σπίτι και πολλοί μάγειρες και εκεί είχε μιλήσει ο Ενβέρ Χότζα. Τώρα αυτό μπορεί να ήταν και κρατικό, αλλά μας περιποιήθηκαν. Είχαμε καλή περιποίηση. Ναι, και όταν πήγαμε, γυρίσαμε πίσω, έχω και φωτογραφία που είμαι χωρίς μαλλιά, είχαμε βγει. Και εκεί πέρα, μόλις πέρασε ένας μήνας, άρχισαν να βγαίνουν τα μαλλιά σα χνούδια. Εντωμεταξύ, εκεί που πήγαμε στη Σκόδρα μάς λέγανε «Τρίτη ταξιαρχία» και είχαμε έναν από την Ασπροκκλησιά της… Ήτανε αυτό, η Ασπροκκλησιά, πότε υπάγονταν στη Μακεδονία, πότε στη Θεσσαλία. Ο Μπαρμπαγιάννης, τον είχαμε σαν πατέρα, ήταν τόσο καλός άνθρωπος. Τώρα σαρανταπεντάρης ήτανε; Παραπάνω ήτανε; Είχε κι αυτός δυο ανιψιές εκεί μαζί του, τον είχαμε, αυτός μας προστάτευε παντού. Αυτός είχε έρθει... Και είχαν έρθει εκεί νωρίτερα, το '47, άλλα παιδιά πριν από μας. Αυτά ήταν τακτοποιημένα και ήταν φραγμένα σαν παιδικός σταθμός. Ωραία ντυμένα, με τα σχολειά τους, με αυτά… Εμείς ήρθαμε σαν μπουλούκι και όλα μαζί, από πολλά χωριά και ήμασταν σε σπίτια Αλβανών που ήταν άδεια και κοιμόμασταν ανά χωριό. Θυμάμαι, μας βάλανε σε ένα δωμάτιο όλα τα χωριανά και όπως κοιμόμασταν, έτσι κάτω, στη μέση είχανε τα μικρά αγόρια και μετά τα μεγαλύτερα, προς τις άκρες. Από την άλλη πλευρά, τα μικρά κορίτσια και τα μεγαλύτερα προς τις άκρες. Θα πεις, και όλοι συγγενείς ήμασταν, από μια πλευρά, πρώτα ξαδέρφια, δεύτερα ξαδέρφια, ξέρεις. Ναι, και είχαμε χιούμορ και ήμασταν αγαπημένα όλα και προστατεύαμε ο ένας τον άλλον. Είχανε κάτι τουαλέτες στρατιωτικές, αυτή η τρύπα, και περάσαμε εκεί οκτώ μήνες. Θυμάμαι, είχανε πιάσει μερικά παιδιά και -πώς λέγεται μωρέ, στα πόδια, που ξύνονταν μια αρρώστια- είχαν πιάσει άλλοι πονόματο, ξέρω 'γω, το ξεπεράσανε.
Segment 4
Οι αναμνήσεις από την Κορυτσά, το ταξίδι προς την σοσιαλιστική Ρουμανία και όσα έζησε στους παιδικούς σταθμούς εκεί
00:42:14 - 01:24:27
Και μετά από οκτώ μήνες, μας βάλανε σε φορτηγά αυτοκίνητα για να πάμε στις λαϊκές δημοκρατίες. Αφού πήγαμε, αφού μας βάλανε στα φορτηγά… Η μάνα μου ήταν με τον πατέρα στο [Δ.Α.] μαζί με την αδερφή μου, τη Μαριγούλα. Τα αδέρφια μου και τα δυο ήταν αντάρτες. Και όπως πήγαιναν τα φορτηγά, περνούσαν απ το [Δ.Α.]. Αυτοί μάθανε ότι θα περάσουν τα παιδιά και η Μαριγούλα, είχε ετοιμάσει η μάνα κάτι ζακέτες, είχε πλέξει, να μας τα ρίξει, κάλτσες, κάτι τέτοια πράγματα και τα έβαλε σε ένα πανί, τα έδεσε εκεί, σε ένα μαντήλι και φώναζε η Μαριγούλα τα ονόματά μας. Μόλις σιγά παγαίνανε, να πούμε, τα φορτηγά, κανείς δεν μας πέτυχε, το δικό μας. Και απότομα ξεκίνησε, είχε σταματήσει ένα φορτηγό, κάποιος ήθελε να πάρει τη γυναίκα του, κάτι τέτοιο, και πώς ξεκίνησε απότομα και ήταν πιασμένη από την καρότσα, αδερφή μου πήδηξε κάτω και μπήκανε πέτρες στα γόνατά της. Ένα μήνα η Μαριγούλα ήταν κατάκοιτη και ακόμα μεγάλη την είχα δει, είχε άσπρα σημάδια στα γόνατα. Ναι, τελικά δεν ανταμώσαμε εκεί με τους γονείς. Ήτανε εκεί οι γονείς, η Μαριγούλα και ο Γιώργος μαζί. Και μας βάλανε νύχτα, σταματήσαμε στα γιουγκοσλαβικά σύνορα νύχτα. Δήθεν να μην μας κρατήσει ο Τίτο -σιγά που δεν το ήξερε-, για να μας φυγαδεύσουν κρυφά τη νύχτα από τη Γιουγκοσλαβία, να μπούμε στις άλλες λαϊκές δημοκρατίες. Εκεί κατεβήκαμε με το φορτηγό, ξεκουραστήκαμε λίγο και μας βάλανε σε τρένα, που ήτανε ξύλινα τα καθίσματα, δήθεν ότι περνούσανε ζώα. Είπανε στην κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας, δήθεν να μη μας κρατήσει ο Τίτο εκεί. Ναι, και εκεί όπως μπήκαμε, ήμασταν κοντά στην πόρτα εμείς στα χωριανά μαζί, και όπως ήταν η πόρτα, από την άλλη πλευρά δύο καθίσματα που ήταν ξύλινα αντικριστά, κάθονταν γυναίκες με παιδιά που δεν καταλάβαινα τι μιλούσαν. Αυτοί ήταν Σλαβομακεδόνες. Πρώτη φορά άκουσα ξένη γλώσσα και σλαβομακεδόνικα. Αυτές, οι μεγαλύτερες κοπέλες σταμάτησε το τρένο σε ένα μέρος και λέει: «Μπορούν μόνο οι μεγάλοι να κατέβουνε για λίγα λεπτά γρήγορα, να πάρουν νερό για να έχουμε στη διαδρομή να πίνουμε». Αυτοί, εμάς τα μικρά δεν μας αφήναν να βγούμε έξω. Και δεν είχαμε και τίποτα κανάτες. Αυτοί ήταν οργανωμένοι, είχαν μπουκάλια, κανάτες, και οι Σλαβομακεδόνες κατέβηκαν κάτω και βιάζονταν, γιατί δεν ξέραν πότε θα φύγει το τρένο, μην τυχόν και μείνουν έξω και όπως βιάζονταν, είχαν χυθεί κάτω νερά. Όχι μόνο αυτοί που καθόταν αντίκρυ, κι άλλοι από τα πίσω βαγόνια βιάζονταν και είχαν χυθεί νερά. Εντωμεταξύ, εγώ είχα κάτι σαντάλια απ' την UNRRA και είχαν φαγωθεί. Όταν ήμουνα στη Σκόδρα είχα μια ζακέτα και είχαν τρυπήσει αγκώνες και την ξήλωσα -ήταν κόκκινη θυμάμαι- και την ξήλωσα και την έπλεξα εγώ, οκτώ χρονών, κάλτσες ως το γόνατο. Και με βολιώτικη φτέρνα, λέγαμε, ήξερα από μικρή να πλέκω. Και για να δένω, να μη πέφτει η κάλτσα, είχα βάλει σκοινί, πώς δένανε οι γονείς μας και το κλώθαμε γύρω από το πόδι και κρατούσε στην κάλτσα. Και εγώ πατούσα τώρα στα νερά, ήμουν ξυπόλητη με την κάλτσα και πατούσα στα νερά, γιατί παντού είχαν χυθεί νερά. Αφού έκλεισε η πόρτα και ξεκίνησε το τρένο, εγώ να διψάω και με παίρνει ένας καημός, ένα κλάμα, να κλαίω. «Διψάω!» κόντεψα να σκάσω. Λέει η αδερφή μου: «Δώστε λίγο νερό» λέει αυτές τις Σλαβομακεδόνες. «Όχι -λέει- το έχουμε για τα παιδιά μας». «Λίγο -λέει- να ξεδιψάσει η αδερφή μου, θα σκάσει από τη δίψα». «Όχι». Εγώ να κλαίω και να ακούγεται το κλάμα μου ως το άλλο βαγόνι. Έρχεται ένας ξάδερφός μου, δεύτερος, ήταν από εδώ, από τα Γρεβενά, από ένα χωριό, λέει: «Πολυτίμη, γιατί κλαίει η Ευρωπία;» Λέει: «Διψάει». Βλέπει εκεί είχανε δοχεία με νερό, λέει: «Δώστε στο κοριτσάκι, λίγο νερό να πιεί». Ήταν μεγαλύτερος αυτός ο ξάδερφος, ήταν δεκαέξι χρονών έτσι. Λέει αυτή: «Όχι, το κρατάμε για τα παιδιά». Δεν με δώσανε. Πάτησε μια βρισιά ο ξάδερφος, πήγε σε άλλα βαγόνια και κάπου βρήκε λίγο νερό. Μόλις το ήπια, ακούμπησα, η αδερφή μου ακούμπησε στην ξαδέρφη το κεφάλι στον ώμο, εγώ στην αδερφή μου, ήμαν προς την πόρτα τελευταία, έτσι, και μας πήρε ο ύπνος. Περάσαμε τη Γιουγκοσλαβία, φτάσαμε σ' ένα σημείο και κάποτε ένα χέρι με ξύπνησε. Κοιτάζω, με φέρανε ένα κύπελλο, αυτά τα τσίγκινα κύπελλα μισού και λίτρου και μέσα είχαν μακαρόνια με βούτυρο. Τόσο νόστιμα με φάνηκαν αυτά τα μακαρόνια, σαν να ήταν δηλαδή το πιο πλούσιο φαγητό. Ναι, φάγαμε τα μακαρόνια, ξύπνησα τότε και κάπου σταματήσαμε. Εκεί αλλάξαμε τρένο και μπήκαμε σ' ένα πολυτελέστατο. Το τρένο ήταν με δέρματα τα καθίσματα και είχαμε κουπέ. Και φτάνουν εκεί με έναν κουβά νερό, καθαρό, με μια κουτάλα και ένα κύπελλο, να πίνουμε νερό. Μας δώσαν από ένα καρβέλι ψωμί τον καθέναν και ένα σαλάμι αέρος στον καθέναν. Από κει που υποφέραμε δηλαδή σε αυτό το ταξίδι… Το πιο πολύ κοιμήθηκα βέβαια. Και φτάσαμε στη Ρουμανία.
Η Ρουμανία πώς επιλέχθηκε σαν χώρα για να πάτε εσείς τα παιδιά;
Αυτά τα επέλεξαν, μας μοίρασαν χωριά, χωριά, αυτοί που μας καθοδηγούσαν να πάμε εκεί.
Αυτοί ήταν μαζί σας σε όλο το ταξίδι;
Είχαν διαταγή και φαίνεται ήτανε… Ναι, και ήτανε οργανωμένοι και πήραν διαταγές. Αφού κατεβήκαμε, μας περίμεναν ταξί. Και θυμάμαι τα τρία ξαδέρφια, αυτή η Όλγα και τα δύο της αδέρφια, ο αδελφός της και η αδελφή της, αυτοί είπαν: «Δεν θα χωριστούμε, σαν πρώτα ξαδέρφια, θα είμαστε μαζί». Και αυτούς τους τραβούσαν σε άλλα αυτοκίνητα, γιατί πηγαίναμε σε διάφορους παιδικούς σταθμούς, τα αυτοκίνητα, όχι όλοι σε ένα. Και λέει αυτός: «Εντάξει, αφού δεν θέλετε να χωριστείτε, μπείτε στο ίδιο ταξί». Και μας πήραν και μας πήγαν σε ένα χωριό Roman, στη Ρουμανία. Μας βάλανε σε ένα κτίριο, αρχοντικό. Τα σκαλοπάτια είχαν χαλί και εμείς που ανεβαίναμε τα σκαλοπάτια, δίπλα από το χαλί πατούσαμε. Και μας βάζουν σε μια μεγάλη αίθουσα, κατά χωριό. Και πρώτα μπήκανε τα Σλαβομακεδόνικα χωριά -πάντα τρέχανε πρώτοι αυτοί- κοντά σε μία πόρτα, το χωριό από το τάδε, ας πούμε από τη Σλήμνιτσα, από την Καλήβρυση, από το Πολυνέρι, από το Πρόσβορο, έτσι χωριά χωριά. Και δεν ξέραμε να συνεννοηθούμε με τους Ρουμάνους. Σε λίγο έρχεται μια ωραία κυρία, με έναν κότσο, τη θυμάμαι. Μόλις ήρθε: «Γεια σας παιδιά -ελληνικά-, να με λέτε μαμακούλα». Εμείς αναθαρρειθήκαμε όλοι, χαρήκαμε. Μας λέει: «Θα μπαίνετε…» είχαν εκεί μαζικά μπάνια, ντους, ντουζιέρες, λέει: «Θα πηγαίνετε ανά χωριό χωριό γυμνοί μέσα. Μόλις μπαίνετε στον προθάλαμο θα ξεντύνεστε, γιατί θα μαζέψουν τα ρούχα, να τα βάλουν στον κλίβανο, να μην έχετε καμιά αρρώστια, ψείρες και τέτοια. Και θα κάνετε μπάνιο, θα σας κάνουν μπάνιο οι νοσοκόμοι και θα σας τυλίγουν με σεντόνι». Και μας κοιτούσαν και στα κεφάλια, μήπως έχουμε ψείρ[00:50:00]α. Και πράγματι έτσι χωριό-χωριό έμπαιναν μέσα, πειθαρχημένα, μας κάνανε ντους, γυμνά, μας τύλιγαν με τα σεντόνια και μας πήγαν στα δωμάτια, μας δίναν κάτι νυχτικιές, μακριές και αγόρια και κορίτσια. Και πάλι καλά που τα είχανε τόσα παιδιά μαζί που πήγαμε. Και θυμάμαι, γιατί μας είχαν μεγαλώσει τα μαλλιά, έτσι, 5 πόντους, 6 και ήταν σγουρά και της Πολυτίμης και τα δικά μου, και η Πολυτίμη είχε πιο αδρά χαρακτηριστικά και τη νόμισαν για αγόρι. Και τη βάλανε στον κάτω όροφο με τα αγόρια, στα δωμάτια. Εμένα με βάλανε πάνω. Η Πολυτίμη αρχίσει να κλαίει. Η Ρουμάνα τη λέει: «Γιατί κλαις;». Δεν μπορούσε να συνεννοηθεί ότι; «Εγώ είμαι κορίτσι και εδώ είναι για αγόρια». Τελικά, ήταν κάτι βλαχόπαιδα, από τα βλαχάκια, και είπε η Πολυτίμη ότι: «Εγώ είμαι κορίτσι, δεν είμαι αγόρι» και λένε αυτοί: «Αυτή είναι fiata». Έτσι λένε την κοπέλα, την κόρη, στα ρουμάνικα. Και τότε αυτοί κατάλαβαν γιατί κλαίει Πολυτίμη και τη φέρανε και κοιμόμασταν σε ένα κρεβάτι, τη φέρνουν στο δωμάτιο μου. Εκεί κάμποσες μέρες, ώσπου να μας φέρουν τα ρούχα, πήραν τα μέτρα μας και να μας γυρίσουν και αυτά που ήταν στον κλίβανο, γυρίζαμε τις νυχτικιές. Μια, δυο μέρες, δεν θυμάμαι. Η μεγάλη αίθουσα ωραία, τα δωμάτια φωτεινά, καθαρά σεντόνια, αυτά. Άρχισαν να μας δίνουν μουρουνέλαιο, να μας δίνουν δυναμωτικές ενέσεις, ναι. Και πριν φτάσουμε εκεί στη Ρουμανία -ξέχασα να πω-, μας είχαν πάει δυο εβδομάδες στην Κορυτσά. Μας είχανε βάλει ανά δυο αδέρφια σε οικογένειες. Και εμείς πετύχαμε σε μια οικογένεια που μιλούσαν ελληνικά και το κράτος τους έδινε βοήθεια, ελιές και -ξέρω γω, κάτι άλλο- ψωμιά. Τι έλειπε τότε μετά τον πόλεμο; Γιατί υπήρχε και στην Αλβανία φτώχεια. Ναι, και θυμάμαι, μας κάνανε μπάνιο, μέσα εκεί που είχαν το τζάκι, στο δωμάτιο και ήταν ένας παππούς και εμείς ντρεπόμασταν να ξεντυθούμε. Εγώ ήμουν οκτώ, η Πολυτίμη δέκα, ντρεπόμασταν μπροστά στον παππού να ξεγυμνωθούμε, να μας πλύνουν στην σκάφη, μπάνιο. Τελικά έφυγε ο παππούς, μας ξέντυσαν, μας κάνανε μπάνιο. Και είδαν την Πολυτίμη, που είχε μωβ το πόδι από το καρφί και τη ρώτησαν τι έχει. Και λέει: «Έτσι και έτσι, πάτησα καρφί από σκουριά». Και κάλεσαν γιατρό και την κάνανε, για τον τέτανο, ένεση. Και μας βάλανε το βράδυ σε κάτι μαλακά κρεβάτια καθαρά, καθίσαμε εκεί δυο εβδομάδες σε αυτούς. Μας περιποιήθηκαν πολύ καλά. Πριν φύγουμε βέβαια, για τη Σκόδρα και μετά, να πούμε, Ρουμανία. Αυτό ήταν έτσι μια παράλειψη που είχα ξεχάσει, ναι. Κι εκεί στη Ρουμανία, με τα Ρουμανάκια, αμέσως πιάσαμε φιλία εμείς τα μικρά και τα λοιπά. Αφού καθαρίσανε τα ρούχα... Είχαμε πολύ ωραίες ζακετούλες, μας είχε κάνει η μάνα. Είχαμε μια φλοκάτη από μαλλί που παίρνουν από τα πρόβατα κάτω από, τον λαιμό, γιατί ήταν ελαφριά και μαλακιά. Και λέγανε: «Αυτό τίνος είναι;». «Δικό μου» έλεγαν οι άλλοι και εμείς ήμασταν μικρές, φωνάζαμε: «δικό μου, δικό μου», οι αυτές, οι Σλαβομακεδόνες λέγανε: «Όχι, δικό μας, του παιδιού μας», μας τα πήραν όλα. Πήραν και τις ζακέτες, πήραν και τα αυτά. Πρώτη φορά συνάντησα έτσι, πολύ αρπαχτιάριδες ήτανε. Εμείς τα καημένα ό,τι μας δίνανε έπειτα, δεν είχαμε, μας τα πήρανε. Ναι, τελικά ερχόταν από τον Ερυθρό Σταυρό ρουχισμός, έτσι μας περιποιούνταν. Και εκεί στο Ρόμαν είχαμε καλή περιποίηση. Εγώ θυμάμαι, είχα μποτάκια, μου είχαν δώσει μποτάκια και ήταν ένα νούμερο μεγαλύτερο. Και πήγαινε το πόδι ποτέ μπροστά, ποτέ πίσω. Δεν μ' έκοψε, δεν παραπονέθηκα κιόλας, να πω κανέναν μεγαλύτερο το πρόβλημα, να με βάλουν ένα πανί μπροστά, κάτι. Και ήταν ένας, ένα κάθαρμα. Ήταν στην αποθήκη, τον βάλανε να μας δώσει… Ήρθαν παπούτσια, μποτάκια, κι εγώ νομοταγής από μικρή και καλόβολη, κάθισα τελευταία στη σειρά. Λέω: «Αφού έχω εγώ μποτάκια -ήθελα να τα αλλάξω να πάρω μικρότερο νούμερο- ας πάρουν αυτοί που ήταν ξυπόλητοι, είχαν φαγωθεί τελείως τα παπούτσια». Αυτός τώρα όλη μέρα διάλεγε εκεί ζευγάρια, ο ένας έλεγε: «είναι μεγάλο», ο άλλος «μικρό», να τ' αλλάξουν, είχε κουραστεί κιόλας -αλλά ήταν και καθαρματάκι, μετά τον πέταξαν- και μόλις φτάνω εγώ, μου λέει: «Εσύ τι θέλεις;» είχε φτάσει μεσημέρι. «Εσύ τι θέλεις -λέει- παπούτσια έχεις». Λέω: «Είναι μεγάλα και με χτυπάνε -λέω- το πόδι». «Οι άλλοι -λέει- δεν έχουν παπούτσια, εσύ έχεις και παραπονιέσαι;» Με δίνει ένα χαστούκι, όπως ήμουν και αδύνατη, πήγα πέντε, έξι μέτρα πέρα. Αυτός. Κλαίγοντας πάω στην τραπεζαρία, μια μεγάλη τραπεζαρία εκεί, είχα μια μεγαλύτερη κοπέλα, το έπαιζε δασκάλα, τη λέγανε Αποστολάρα. Δεν λέω το μικρό όνομα, γιατί ακόμα ζει αυτή. Ο άντρας έχω μάθει, πέθανε, μένει στην Αθήνα. Και μου λέει, έπαιζε την υπεύθυνη εκεί πέρα και μου λέει: «Κάτσε στην κολώνα τιμωρία, άργησες να έρθεις για φαγητό». Εγώ απ' τον καημό που είχα από το χαστούκι, ούτε με ένοιαζε να φάω. Κάθισα εκεί τιμωρία στην κολώνα, οι άλλοι τρώγανε, περνάει πάλι αυτός ο ξάδερφος, που μου έδωσε νερό. Λέει: «Ευρωπία γιατί κάθεσαι εδώ;». Λέω: «Με έβαλε η Αποστολάρα τιμωρία, γιατί άργησα». «Άντε -λέει- πήγαινε να φας και άμα σου πει κάτι στείλε την σε μένα» λέει αυτός. Έτσι πήγα, κάθισα να φάω. Αυτές είναι έτσι αναμνήσεις… Θυμάμαι στη Σκόδρα όταν ήμασταν κιόλας, κάνανε πολύ τον χαλβά το σταρένιο... Τον σιμιγδαλένιο και μας δίνανε στα χέρια και μου άρεσε πολύ ο χαλβάς κι έλεγα μέσα μου: «Γιατί δεν έχω μεγαλύτερα χέρια να παίρνω περισσότερο χαλβά;» Θυμάμαι έτσι πολλές περιπέτειες -να πούμε- σαν παιδάκι. Ναι, είδαμε πολύ περιποίηση εκεί στο Ρόμαν και κάποτες ήτανε -πότε ωριμάζουν τα κεράσια;- τον Ιούνιο, κάπως έτσι, μας πήρανε και μας πήγαιναν σε έναν παιδικό σταθμό, που ήταν πιο πολύ Σλαβομακεδόνικα παιδιά, να αναμειχθούμε Και μας βάλανε στα φορτηγά, αποχαιρετήσαμε το Ρόμαν και στη διαδρομή ήταν Ρουμάνοι πάνω στης κερασιές και μάζευαν κεράσια, ψηλές οι κερασιές. Τους φωνάζαμε από κάτω και μας ρίχνανε ολόκληρα κλωνάρια με κεράσια. Τελικά φτάσαμε στον παιδικό σταθμό Tulgheș. Αυτό είναι προς το Ιάσιο, το γνωστό Ιάσιο, που ξεκίνησε η επανάσταση του '21 από εκεί. Ναι, ήτανε στη Μολδαβία και ήταν περιοχή που τη λέγανε Regiunea Autonomă Maghiară, ήταν πολλοί Ούγγροι εκεί και Γερμανοί ήταν πολλοί. Κάπου τρία εκατομμύρια Ούγγροι ζουν στην Ρουμανία και δεν ξέρω πόσοι Γερμανοί. Ναι, οι Ρουμάνοι δεν τους χώνευαν ούτε τους Ούγγρους, ούτε τους Γερμανούς. Όταν άκουγαν Έλληνα, κάνανε υπόκλιση. Οι Έλληνες τούς φερόντουσαν πολύ καλά τους Ρουμάνους. Ναι και ήμασταν χίλια πεντακόσια παιδιά στον παιδικό σταθμό. Ο παιδικός σταθμός αυτός, τον είχαν χτίσει οι Γερμανοί, για τη στρατιά τους και είχανε… Μεγάλο σαν γήπεδο, μεγάλο, έτσι, γύρω γύρω σπίτια και εκεί στη μέση σαν πιονιέριδες, ανεβάζαμε κάθε πρωί τη σημαία. Ναι, είχαμε πρόγραμμα. Τα σπίτια ήταν δίπατα. Στο υπόγειο είχαν πλυντήρια. Το νερό ερχόταν στα σπίτια, φιλτραρισμένο. Η κουζίνα ήτανε με μεγάλα καζάνια, ανοξείδωτο ατσάλι και τα πιάτα πλένονταν όλα αυτόματα. Έβαζαν από δω τις κάσες με τα πιάτα και πλένονταν. Το είχαν κάνει για τη στρατιά οι Γερμαναράδες, ήτανε και μεγάλη αίθουσα και αυτοί είχαν μεγάλη στρατιά. Χίλια πεντακόσια παιδιά χωρούσαμε μέσα. Και είχαμε Ουγγαρέζα -θυμάμαι- μαγείρισσα, Kis τη λέγανε και είχαμε ζαχαροπλάστη Ούγγρο. Κάθε Κυριακή μας έκανε είναι γλυκά. Το τι φαγητά μας φτιάχνανε αυτοί οι άνθρωποι, τι περιποίηση, δεν λέγεται. Και πολλές φορές, χίλια πεντακόσια παιδιά -και σήμερα αναρωτιέμαι- ζητούσαμε δεύτερη. Μ' άρεσε πολύ η μαμαλίγκα, το κατσαμάκι, το έψηναν σε ταψιά με τυρί. Από καλαμποκάλευρο το κάνουνε, είναι το εθνικό φαγητό της Ρουμανίας. Και ζητούσαμε δεύτερη μερίδα και μας δίνανε. Πόσο κατσαμάκι κάνανε για τόσα παιδιά; Πόσα ταψιά; Ναι, ζήσαμε πολύ καλά. Ήμασταν οργανωμένοι από τα εννιά ως τα δεκαεπτά ήμουν στο χορευτικό, στη χορωδία, τραγουδούσα σόλο, τραγουδούσα ντουέτο. Σόλο τραγουδούσα τον τσολιά: «Για δες το λεβεντιά και χάρη Πώς γυροβολά στο πιο ψηλό τσίκαρι». Ναι, από τα εννιά χρόνια. Και τραγουδούσα ένα άλλο, μεγαλύτερη όταν ήμουνα, με μια φίλη μου, Σοφία τη λέγανε, τραγουδούσαμε: «Στην πατρίδα καίνε και χαλούνε αφεντάδες ξένοι και δικοί. Θα έρθει η ώρα που θα πληρωθούνε, θα ανατείλει η ρόδινη αυγή». Έτσι ήτανε ωραίο τραγούδι και μετά συνόδευε η χορωδία. Ήμασταν πολύ καλά. Το καλοκαίρι μας δίνανε… Προς το φθινόπωρο μας δίναν χειμωνιάτικα ρούχα, παπούτσια, μποτάκια και την άνοιξη μας δίναν καλοκαιρινά. Ως και νήματα μας δίνανε, να πλέκαμε όσοι ξέραμε.
Πώς ήταν μια απλή καθημερινή μέρα εκεί πέρα;
Η καθημερινή μέρα ήτανε, σηκωνόμασταν το πρωί, πηγαίναμε σε αυτό το αχανές γήπεδο που ήταν εκεί μπροστά, έτσι ανάμεσα στα κτίρια, κάναμε την γυμναστική. Μετά π[01:00:00]λενόμασταν, ντυνόμασταν και πηγαίναμε στην τραπεζαρία, τρώγαμε πρωινό και πηγαίναμε στο σχολείο. Μέσα στον παιδικό σταθμό, εκεί που είχαμε στο Tulgheș, είχαμε δικό μας νοσοκομείο, με γιατρούς δικούς μας, Ρουμάνους δασκάλους, μόνιμους εκεί, δικούς μας, είχαμε γιατρούς, αυτά, τα είχαμε όλα, περιποίηση. Ναι, πηγαίναμε και ως το μεσημέρι κάναμε τα μαθήματα. Κάναμε Ρουμανική γλώσσα, Ρωσική, Ελληνική, Ελληνική γεωγραφία… Ναι, Ελληνικά. Ρουμανικά μαθαίναμε τα μαθηματικά, άλγεβρα, όλα αυτά. Γι' αυτό στα ελληνικά δυσκολεύομαι τώρα να πω. Τα κλάσματα τα ξέραμε, να πούμε, ναι, αλλά πιο πολύ μου έρχεται η ορολογία στα ξένα, όταν θέλω να κάτι να πω. Ναι και μαθαίναμε… Και τα έμαθα τα ρωσικά πολύ καλά. Ξέρω, διαβάζω και μιλάω ρώσικα. Ναι, είχα αλληλογραφία με Ρωσίδα φιλενάδα, έχω τα γράμματα, τα κρατάω σαν κόρη οφθαλμού. Ναι, και ήμασταν μια τάξη, η καλύτερη στη Ρουμανία μάς λέγανε. Ήμασταν πολύ, πολύ μορφωμένα παιδιά. Είχαμε έναν Κακαβέτση, Ηλία Κακαβέτση δάσκαλο, ήταν δάσκαλος από δω, ήτανε πολύ μορφωμένος και αυτός ήταν και στη χορωδία, μας δίδασκε τραγούδια κι αυτά. Είχε και τον γιο του εκεί, τη γυναίκα του και την κόρη του την μία, είχε τέσσερα παιδιά αυτός. Μεσήλικας ήτανε. Πολύ καλός, είχαμε πολύ καλούς δασκάλους. Στη Χημεία, πάντα ήμουν άριστη και στα Μαθηματικά, πρώτη έδωνα την κόλλα και έβγαινα, στα γραπτά. Ναι, είχαμε πολύ καλό επίπεδο. Και η καθημερινότητα… Μετά, το απόγευμα, μας βάζανε να κοιμηθούμε το μεσημέρι. Εγώ ποτέ δεν ήθελα το μεσημέρι να κοιμάμαι. Αλλά ξάπλωνα, ήσυχα ξάπλωνα, αν με έπαιρνε ο ύπνος καλώς, δεν με έπαιρνε… Έτσι ξάπλωνα ώσπου να περάσει μια ώρα, πόσο κοιμόμασταν και μετά όταν ξυπνούσαμε μας δίναν ένα φτιαγμένο με μέλι, κάτι φουσκωτά γλυκά, σαν μπισκότα, perník τα λέγαμε έξω και μετά παίζαμε. Όλη μέρα παίζαμε και προς το βράδυ -δεν ξέρω ποια ώρα- μαζευόμασταν και μελετούσαμε για την άλλη μέρα. Ναι, αυτό ήταν το πρόγραμμα.
Όταν λες παίζατε, τι παιχνίδια παίζατε;
Είχανε οι Ρουμάνοι, ως ένα σημείο, είχαν χτισμένα τα σπίτια με γρεντιές, μεγάλα ξύλα και μέσα πίσσα, ανάμεσα, κολλημένα και από πάνω χτισμένα με πέτρα. Και είχανε πολλά… Και ύστερα είχαμε χτιστές σόμπες, γυαλιστερές στα δωμάτια, είχανε σανίδια τα δωμάτια που κοιμόμασταν και χτίστες σόμπες. Και βάζαμε και ξύλα και κοκ, καίγαμε. Και μία φορά την εβδομάδα κάναμε γενική καθαριότητα, να πούμε. Στο δωμάτιο που μέναμε ήμασταν, πρώτα, τριάντα δύο άτομα και δίπλα κρεβάτια πάνω κάτω. Και η αδερφή μου, γιατί ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη, πήγε λίγο στο ελληνικό σχολείο. Όλα αυτά τα κορίτσια τα στείλανε επαγγελματικές σχολές και άδειασαν τα κρεβάτια και είχαμε μονά. Μετά είχαμε δεκαέξι κρεβάτια στο δωμάτιο. Ναι και γιατί χρησιμοποιούσαν πολύ ξύλο, εκεί πέρα είχαν πολλά ξύλα, τα κόβανε με πριόνια, για τη σόμπα, για άλλες δουλειές και ήτανε πολύ… Δηλαδή όταν λέω ξύλα, χοντρά, δεν είναι όπως τα δικά μας κάτι χαμηλά. Και βάζαμε τα χέρια εκεί και τα πηδούσαμε όπως οι αθλητές πηδούν το αυτό, εκείνο, το αυτό... Πώς λέγεται στα ελληνικά; Ναι, και κάνουν και τούμπες στον αέρα και το πηδάνε, ένα με δέρμα που είναι. Ναι και πηδούσαμε έτσι τα ξύλα. Παίζαμε Κατάσκοπο, λέγαμε ένα παιχνίδι, δέκα άτομα από εκεί, ας πούμε, δέκα από δω απ' την άλλη ομάδα και ρίχναν τη μπάλα. Αν η μπάλα σε χτυπούσε και έπεφτε, έβγαινες από το παιχνίδι. Αν την έπιανες ή τη χτυπούσες με το κεφάλι δεν έβγαινες από το παιχνίδι.
Κάτι σαν τα δικά μας Μήλα;
Μάλλον κάτι τέτοιο εδώ, δεν ξέρω, εκεί έτσι το λέγαμε. Και βάζανε τα πόδια οι ομαδάρχισσες [Δ.Α.] και αυτή που πατούσε το πόδι της αλληνής, αρχίζει πρώτη να διαλέγει ποιον θέλει. Kαι όταν πατούσαν και διάλεγαν εμένα, οι άλλοι μαραίνονταν, γιατί ήμουν στο παιχνίδι αυτό πρώτη. Όταν ήμουν εγώ σε ποιά ομάδα, κερδίζαμε πάντα. Ναι, παίζαμε τέτοιο, με το σχοινάκι παίζαμε, με τα πεντόβολα παίζαμε. Ύστερα, εργόχειρα κάναμε, μας δίναν κλωστές. Εκεί έμαθα με το βελονάκι να πλέκω, αλλιώς ήξερα να πλέκω. Είχαμε ο καθένας ντουλάπα που βάζαμε τα ρούχα, τα εσώρουχα κι αυτά. Στα ρούχα είχαμε όλοι μονόγραμμα γραμμένο, τα αρχικά. «Ε.Σ.» Ευρωπία Στεργιούλα -να πούμε- σε κάθε, στο κιλοτάκι, παντού. Τα περνάνε αυτές που είχαμε σαν μάνες. Είχαν τους άντρες αντάρτες κάτω και είχαν κανα παιδάκι, παντρεμένες κοπέλες και τις είχαμε σαν μάνες. Αυτές κοιτούσαν την καθαριότητα μέσα, ήταν άσπρα και μαύρα πλακάκια, ωραιότατα, τουαλέτες lux τα πάντα. Ναι, και ήταν υπεύθυνες, αυτές μάζευαν τα ρούχα μας και τα πήγαιναν στα πλυντήρια. Kαι έπειτα, ανάλογα, αυτές γνώριζαν πια και έβαζαν τα ονόματα, έτσι. Και τα βάζαμε στα ντουλάπια, με τη σειρά τα διπλώναμε, τις μπλούζες μας και αυτά. Κάθε μήνα μάς δίνανε ένα μοσχοσάπουνο και ένα σαπούνι να πλένουμε το σώμα και να πλένουμε τα ρούχα. Καμιά φορά, καμιά κοπέλα ήθελε να πλένει το εσώρουχο και να στεγνώσει, χωρίς να τους δώσει στο πλυντήριο. Ε, αυτό το μοσχοσάπουνο, δεν το τελείωνα όλο σε ένα μήνα και με έδιναν κι άλλο και όπως είχα τα ρούχα διπλωμένα στο πάνω ράφι του ντουλαπιού, πίσω έβαζα τα μοσχοσάπουνα και μπροστά τα καρτ ποστάλ που μου στέλνουν οι γονείς και όταν άνοιγε υπεύθυνη το ντουλάπι, μοσχομύριζε απ' το… Ναι. Ήμασταν νοικοκυρεμένα από μικρά, από δω απ' το σπίτι. Και γενικά έτσι η ζωή. Δίναμε... Τραγουδούσαμε, ήμασταν εξήντα παιδιά στη χορωδία. Μας είχαν κάνει ίδιες φούστες, πλισέ, τα κορίτσια και οι μπλούζες ήταν ίδιες με τα αγόρια και τα αγόρια είχαν κοντά παντελονάκια το καλοκαίρι και όλοι ίδια ρούχα. Και πηγαίναμε στα χωριά, τα ρουμανικά, δίναμε πρόγραμμα και -θυμάμαι- είχαμε έναν διευθυντή Pustelnik τον έλεγαν, Ρουμάνο και μετέφρασε στα Ρουμανικά το «Έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε». Πολύ ωραία, «[ΔΑ. Ρουμανική γλώσσα]» στα ρουμανικά -να πούμε- και πηγαίναμε και τραγουδούσαμε και Ρουμάνικα. Αυτοί ξετρελαίνονταν, οι Ρουμάνοι, μας χαίρονταν παντού. Και θυμάμαι, πριν, ήμουνα τότε δεκατριών χρονών, είχαμε πάει μία, όπως λέμε περιφέρεια Γρεβενών -νομός Κοζάνης λέγαμε παλιά- εκείνη ήταν περιφέρεια, εκεί που μέναμε, Săcelu λέγονταν, και πήγαμε να δώσουμε πρόγραμμα. Πηγαίναμε με φορτηγό να τραγουδήσουμε κι εγώ, γιατί ήμουν ντροπαλή, λέω το δάσκαλο: «Δεν θα με βάλεις μπροστά» νόμιζα όλοι κοιτούν το στόμα μου, όταν τραγουδάω, λέω; «Βάλε με στη δεύτερη σειρά γιατί αλλιώς θα έχω τρακ». Μου λέει: «Εντάξει» με έβαλε στη δεύτερη σειρά και αρχίζω «Για δες το, λεβεντιά και χάρη…» με αυτό το πνεύμα το παιδικό, ξέρεις. Να σηκώνονται οι Ρουμάνοι να δουν ποιος τραγουδάει. Και να μας χτυπάνε παλαμάκια, να μας χαίρονται. Είχαν πολύ καλά τραγούδια και τέσσερις φωνές παρακαλώ. Ναι, τέσσερις φωνές, πολύ ωραία χορωδία. Ναι, και θυμάμαι όταν φεύγαμε, τέλειωσε η χορωδία και φεύγαμε να πάμε στο φορτηγό και ήτανε μια δασκάλα εκεί, που μας συνόδευε, Ρουμάνα και στην άκρη του χωριού ήταν ένας που κάμνει παγωτά και μετά έστριβε έτσι απότομα ο δρόμος και πηγαίναμε για το φορτηγό. Τα άλλα τα παιδιά προχώρησαν μπροστά και εγώ περπατούσα πίσω, καθυστερημένα. Με τραβάει αυτή η δασκάλα και θυμάμαι το όνομα, Κορνέλια Δελικάν τη λέγανε, ναι, και με τραβάει και μου λέει: «Περίμενε…» Ευρώπια με λέγανε εκεί, «Περίμενε Ευρώπια -λέει- να φάμε ένα παγωτό. Τώρα εξήντα παιδιά, δεν μπορώ να τα κεράσω και εγώ με το μισθό μου, έλα να φάμε». Πρώτη φορά έφαγα τότε παγωτό, στα δεκατέσσερα. Και με κέρασε παγωτό πολύ νόστιμο, κάνανε και με λεμόνι, με φρούτα τότε, στο Χωνάκι. Τότε έφαγα πρώτη φορά. Ήταν το τελευταίο δηλαδή καλλιτεχνικό πρόγραμμα που δίναμε, ως ομάδα που τραγουδούσαμε. Και μετά ύστερα, γιατί ήμουν αδύνατη, με ζυγίζουν ένα χρόνο 31 κιλά, με ζυγίζουν τον άλλο χρόνο 31. Αφού όλη μέρα εγώ έτρεχα και έπαιζα, πηδούσα τα ξύλα, κάναμε γυμναστική, όπως η Comăneci. Γύριζα έτσι και γύριζα έτσι και γύριζα αλλιώς με τη φιλενάδα μου, κάναμε τέτοιες γυμναστικές. Που να βάλω κιλά; Και όσο ήμασταν αδύνατα, με στέλνουν πρώτα στη Μαύρη Θάλασσα, στην Constanța, σε μια... Eforie λέγονταν, Mamaia και ακόμα άλλη, περιοχές. Εμάς μας πήγαν στην Eforie και με μια φίλη μου από δω, από τους Φιλιππαίους, μαζί μας αν στο δωμάτιο, ίδια ηλικία, τρεις βδομάδες. Στη διαδ[01:10:00]ρομή είχα την φιλενάδα που τραγουδούσαμε ντουέτο, μαζί στο βαγόνι και μας έδωσαν φέτες, όπως ήταν στρογγυλά τα καρβέλια, μεγάλη φέτα, μαρμελάδα με βούτυρο. Και αυτή δεν της άρεσε η μαρμελάδα με το βούτυρο. Μου λέει: «Τρως και το δικό μου;». Εμένα μου άνοιξε... Ήταν μακριά από εκεί που ξεκινήσαμε και πείνασα σε διαδρομή. Έφαγα το δικό μου, έφαγε το δικό της. Μόλις φτάσαμε και μας ζύγισαν είχαν πια είχα βάλει μισό κιλό. Και φτάσαμε εκεί, μας δίναν -θυμάμαι- μισό καρπούζι το άτομο, καλή περιποίηση και εκεί στην Eforie. Εκεί κολυμπούσαμε, είχε και μια λίμνη, Ghiol τη λέγανε -πρέπει να ήταν ουγγρική λέξη- και είχε κάτι κόκκινα σκουλήκια, παρόλο που ηταν αλμυρή. Περίεργο πράγμα αυτή η λίμνη. Πηγαίναμε και εκεί και έκαναν αγώνες. Με έβαλε εμένα να κάνω αγώνα. Τι αγώνα, εγώ κολυμπούσα στο ίδιο μέρος και βγήκα έπειτα. Μόλις είδα τα σκουλήκια αυτά… Λέει: «Αυτά δεν είναι -λέει- βγαίνουν μέσα από το αλάτι» ξέρω 'γω τι λέγανε. Ναι, περάσαμε πολύ καλά τρεις εβδομάδες. Μετά την άνοιξη μας πήγανε στο Patinaj Sibiu. Το Sibiu ήταν μια πόλη εκεί της Ρουμανίας και το Patinaj ήταν πάνω στο βουνό και πήγαμε εκεί για τρεις βδομάδες, έτσι για να παραθερίσουμε. Και εκεί έχει πολλά, αυτά τα σμέουρα, τα κόκκινα αυτά. Ναι, και είχαμε το ελεύθερο να γυρνάμε. Παίρνω γω τη φιλενάδα μου και ανεβήκαμε έτσι το βουνό και βρίσκουμε αυτά τα σμέουρα, πολλά. Τα Καρπάθια είναι πολύ πλούσια σε τέτοια πράγματα. Και αρχίσαμε να τα τρώμε μετά, τα προσέχω εγώ, είχε σκουληκάκια μέσα. Μόλις τα είδα, σταματήσαμε να τρώμε. Και εκεί που κάναμε βόλτες -είχαμε ωραία ίδια ρούχα, θυμάμαι ένα ωραίο φορεματάκι είχα- και είναι ένα Ρουμανάκι, ήταν λίγο μεγαλύτερο από εμάς, μόλις μας είδε, έριξε το βλέμμα σε μένα. Τότε είχα κοτσίδες ως εδώ μπροστά, ναι. Και λέει: «Από πού είστε εσείς, ίδια ντυμένες;» Είπαμε, φαρσί τα Ρουμανικά, βέβαια, τα ξέραμε. Είπαμε. Λέει: «Αύριο θα έχουμε -ήτανε Γερμανοί, Ρουμάνοι και εμείς, Έλληνες- έπαρση της σημαίας των πιονιέριδων και θα πάρουμε μέρος και οι τρεις φυλές, οι Ρουμάνοι, οι…». Πήγαμε εκεί στο βουνό, γιατί ήταν οργανωμένο και μας είπαν οι παιδαγωγοί να πάμε εκεί, να μαζευτούμε. Πήγαμε εκεί και εγώ -ήταν υπεύθυνος αυτό το παιδί που οργάνωνε- κρύφτηκα πίσω. Είδα ότι έριξε το βλέμμα σε μένα και ήμουν ντροπαλή. Κρύφτηκα πίσω απ' τα κορίτσια και έτσι φυλαγόμουνα. Βρήκαν μια ωραία κοπέλα, ήταν, έτσι λίγο, προς το κοκκινωπό το μαλλί, τέτοια, Γερμανίδα, βρήκαν Ρουμάνο, θα ήταν αυτός και ψάχνανε Ελληνίδα κι αυτός ψάχνει εδώ, ψάχνει εκεί, κοιτούσε να βρει μένα, ενώ μπροστά μου ήτανε… Με βρήκε, με άρπαξε, μου λέει: «Έλα μπροστά» και ήμασταν εμείς, εκπροσωπούσαμε δηλαδή τις εθνικότητες εκεί πέρα, ναι. Και είχαμε τραπεζαρία και ήταν μακρόστενο τραπέζι και καθόμασταν από εδώ κι από εκεί, τα αγόρια που εκεί, τα κορίτσια που δω. Και θυμάμαι είχε έρθει ένα παιδί, αυτό μεγάλωνε σε πόλη. Ήταν αφρατούλης, άσπρος, δεν ήταν όπως εμείς, ηλιοκαμένα, που παίζαμε έτσι συνέχεια έξω στη φύση. Το λέγανε Παπαρήγα. Τώρα, του Παπαρήγα γιος ήτανε; Της Παπαρήγα αδερφός ήτανε; Του άντρα της; Δεν ξέρω. Το λέγανε Παπαρήγα. Και τα παιδιά τα δικά μας, γιατί παίζανε ποδόσφαιρο, ήτανε σαν άγρια λίγο, έτσι μες στη φύση μεγαλωμένα. Αυτό δεν ήξερε να πιάνει πολύ καλά την μπάλα, ξέρω 'γω, στα παιχνίδια δεν ήταν τόσο καλός, όπως εμείς που παίζαμε κάθε μέρα και άρχισαν να το πειράζουν, να τον λένε χάχα τέτοια, το ένα, το άλλο. Κάθονταν αυτός και τους άκουγε, τους άκουγε, είπαν διάφορα επίθετα, στο τέλος λέει: «Εντάξει, τα είπατε όλα τα επίθετα; Τώρα άντε καθίστε και φάτε». Εμένα μου έκανε εντύπωση αυτό, τον θαύμασα, τέτοια υπομονή και ευγένεια. Λέω: «Έχει γούστο να ήταν της Παπαρήγα ο άντρας;» Καθίσαμε εκεί τρεις εβδομάδες, περάσαμε πολύ καλά, γυρίσαμε πίσω. Τελείωσα την έβδομη τάξη και ήμουν αριστούχα στα μαθηματικά, στη Χημεία και λέει ο διευθυντής, -τον λέγαμε Μπαρμπαγιάννη- τι θέλεις, να πας Ευρωπία να σπουδάσεις; Λέω: «Δασκάλα». Διάβαζα πολύ εγκυκλοπαίδεια και πολύ καλή ήμουνα στην Ελληνική Γλώσσα. Μιλούσα πολύ καλά, μην κοιτάς τώρα πως μιλάω. Και μου λέει: «Κοίτα εκεί, δεν μπορείς να περάσεις, γιατί λέει θα διαλυθούν οι παιδικοί σταθμοί». Είχαμε μάθει ότι, μόλις πέθανε ο Στάλιν το '53, το '54 ήταν το αντάμωμα. Τώρα διαταγή από εκεί ήτανε; Άλλαξαν τα αυτά, ήρθε η ώρα; Δεν ξέρω. Ναι και λέει: «Όλα τα παιδιά θα πάνε στους γονείς. Άλλοι έχουν στην Πολωνία, άλλοι Τσεχοσλοβακία, άλλοι -Ήξεραν αυτοί, γιατί στέλναμε γράμματα, είχαμε αλληλογραφία- και δεν θα είναι πολλά παιδιά Ελληνόπουλα σε μια πόλη για να διδάξεις». Και ανάλογα με το αυτό, ανάλογα με την πρόοδο που είχα στα μαθήματα, με στείλανε Scoala medicală στο Βουκουρέστι, δηλαδή φαρμακοποιό, στη φαρμακευτική. Η αδερφή μου, που ήταν στην σχολή, σαν προκαταρκτικές σχολές ήτανε, επαγγελματικές σχολές και μετά πήγαιναν σε ανώτερη, αυτή είχε περάσει χημεία στο Βουκουρέστι και στο Ινστιτούτο Maxim Gorky για γλώσσες και θα ήμασταν μαζί στο Βουκουρέστι με την αδελφή μου. Ήταν και οικονόμα αυτή, ήξερε σαν μεγαλύτερη, να χειρίζεται και το χρήμα, γιατί έπαιρνε εκεί στη Σχολή stipendium, λεφτά και ήξερε να χειρίζεται το χρήμα. Και μου αγόραζε και φορέματα, η Πολυτίμη έκαμνε οικονομία από τα λεφτά της και μου αγόραζε και φορέματα, πολύ αγάπη και περιποίηση. Και εκείνο το καλοκαίρι, πήγαμε σε ένα παραθεριστικό χωριό, Borsec λέγεται, πόλη κωμόπολη στη Ρουμανία και όπως πηγαίναμε στο δρόμο, κάπου κάπου είχε βρύσες με ιαματικό νερό, άνοιγες τη βρύση και έπινες. Αυτό που πίνετε κάθε μέρα νερό. Ναι και πήγαμε η χορωδία να δώσει πρόγραμμα, το τελευταίο στη Ρουμανία, εξήντα παιδιά. Ήμασταν όλα ντυμένα με ίδια ρούχα. Εμείς τα κορίτσια είχαμε σκούρο μπλε φόρεμα, με άσπρες βούλες, πουά και είχαμε άσπρο γιακά και εδώ κάτι σχέδια ωραία στα μανίκια, ωραία ντυμένο, με τις κοτσίδες όλες. Και με τη φιλενάδα που τραγουδούσαμε ντουέτο τελειώσαμε τη χορωδία και κάναμε βόλτα. Βγήκαμε έξω από το χωριό, έτσι προς τα πάνω μια ανηφόρα και ήταν κάτι σπιτάκια, οικογενειακά, μονοκατοικίες. Σε ένα σπιτάκι καθόταν ένας κύριος, πρέπει να ήτανε πενήντα πέντε χρονών, εκεί γύρω και ήταν μια κοπέλα λυγερή, θα ήταν είκοσι χρονών, αυτός ήταν ο πατέρας της, μοιάζανε. Έτσι, από ό,τι υπέθεσα. Και είχε όπως είχαν το φράχτη, ήταν το σπίτι και είχανε φράχτη του κήπου και αυτοί κάθονταν έξω από το σπίτι απ' το φράχτη, μία καρέκλα, στη σκιά. Μόλις μας είδε αυτός, εμείς είχαμε ευγένεια, μας μάθαιναν, μόλις φτάσαμε εκεί, τους είπαμε: «Buna ziua», τους χαιρετήσαμε ρουμανικά. Λέει αυτός: «Αδερφές είστε;», ίδιες κοτσίδες, μακριά ίδια τα μαλλιά, ίδια φορέματα. Λέμε: «Όχι, είμαστε Ελληνόπουλα και είχαμε χορωδία, για αυτό είμαστε ίδια ντυμένες. και δίναμε εδώ πρόγραμμα». Μόλις άκουσε Ελληνόπουλα δάκρυσε. Ήταν και λίγο χλωμός. Εγώ… Ή παλιός Έλληνας θα ήτανε ή πολύ αριστερός και τον είχαν στο Νταχάου, πού τον είχανε. Έτσι κατάλαβα. Ψιθύρισε κάτι στην κόρη του και πήγε μέσα αυτή και γύρισε πίσω. Και έρχεται και μας δίνει είκοσι πέντε lei, ρουμανικά λεφτά. Είκοσι πέντε lei ήταν καλά λεφτά τότε. Γιατί η Πολυτίμη για stipendium έπαιρνε πεντακόσια, πλήρωνε -να πούμε- για φαγητό και τέτοια και την φτάνανε και έκανε και η οικονομία. Ναι, και εμείς: «Όχι, δεν τα θέλουμε -λέω- δεν τα θέλουμε τα λεφτά. Εμείς έχουμε τα πάντα στον παιδικό σταθμό». «Όχι, θα τα πάρετε» λέει, δάκρυσε αυτός. «Αν δεν τα πάρετε -λέει η κοπέλα- ο πατέρας μου θα αρρωστήσει από τη στεναχώρια». Μόλις είπε έτσι τα πήραμε. Και εμείς έτσι σοβαρέψαμε, τον είδαμε έτσι και λυπηθήκαμε που ήταν έτσι… Πρέπει να είχε βασανιστεί αυτός ο άνθρωπος. Αλλά φαίνονταν inteligenti άνθρωπος, δεν ήταν κανείς χωριάτης, έτσι μορφωμένος τύπος. Ναι και αυτή η κοπέλα, μια λυγερή ωραία κοπέλα, θυμάμαι. Ναι, και παίρνουμε εμείς τα λεφτά με την φιλενάδα μου και πήγαμε, βγήκαμε φωτογραφία. Βρήκα την Πολυτίμη εκεί που γυρνούσα μέσα, ήταν με κάτι Κορεατόπουλα διακοπές. Κοιτάζω, η Πολυτίμη. «Βρε Πολυτίμη» λέω, αγκαλιά εμείς, χαρές. Και με τις Κορεάτισες που ήταν, την έμαθαν να τραγουδάει τον Κορεατικό ύμνο κι ένα άλλο τραγούδι, [Δ.Α.] και ένα άλλο [Δ.Α.] ένα άλλο δεύτερο, το τραγουδάει σαν Κινέζα η Πολυτίμη. Ναι, και ανταμώσαμε εκεί. Λέει η Πολυτίμη, ήξερε ότι θα φύγουμε, θα ανταμώσουμε τους γονείς και λέει: «Εμένα έχουν μπερδέψει κάπου τα στοιχεία και δεν με βγάλανε διαβατήριο να φύγω» pasaport το λένε οι Ρουμάνοι. Και λυπήθηκα κ[01:20:00]αι τη φίλησα την Πολυτίμη, αγκαλιαστήκαμε, όταν φύγαμε η χορωδία, κλάψαμε. «Κρίμα -λέω-, αν θα μείνεις εδώ εσύ, θα συνεχίσεις τη σχολή. Εγώ θα φύγω, δεν θα πάω στη σχολή» έλεγα θέλω να ανταμώσω τους γονείς, γιατί έξι χρόνια, σχεδόν επτά, δεν τους είχα δει τους γονείς. Ναι, και αποχαιρετιστήκαμε. Πήγα στεναχωρημένη στον παιδικό σταθμό, ξάπλωσα… Το πρώτο κρεβάτι στην πόρτα κοιμόταν η φίλη μου, στο δεύτερο εγώ. Από την άλλη μεριά της πόρτας τα άλλα κορίτσια, γύρω γύρω. Κοιμήθηκα στεναχωρημένη, το πρωί ξυπνάω και βλέπω στο κρεβάτι της φίλης μου, εκεί που έχει στο τέλος, έτσι υπερυψωμένο το κρεβάτι, της Πολυτίμης η κομπινεζόν, τα ρούχα της Πολυτίμης. Αυτή είχε πιο ευγενικά ρούχα, γιατί τα αγόραζε μόνη της, εγώ είχα πιο… Δεν είχα με τιράντες, είχα πιο φαρδιά, εδώ την μπλούζα την εσωτερική και τα λοιπά. «Μπα -λέω- τα έστειλε η Πολυτίμη για τη μ' άρεζαν -λέω- τα ρούχα της εμένα». Κοιτάζω, γυρίζω, κοιτάω στο κρεβάτι δίπλα, η Πολυτίμη κοιμότανε. Την ξυπνάω, λέει: «Τελικά βρήκαν το ξεμπέρδεμα με το διαβατήριο και θα φύγουμε μαζί». Χαρές! Ναι και πριν φύγουμε ήρθε ο Μπαρμπαγιάννης να μας αποχαιρετήσει και λέει: «Άμα πάτε στους γονείς σας, αυτοί θα λένε να παντρευτείτε γρήγορα. Μην παντρευτείτε, να σπουδάσετε. Να σπουδάσετε πρώτα και μετά παντρειές». Ναι. Και μας έδωσε συμβουλές, να συνεχίσουμε τις σπουδές και αυτά. Αυτό είναι άλλο κεφάλαιο.
Επειδή ανέφερες τους γονείς, όσο καιρό ήσασταν εκεί πέρα, υπήρχε κάποια μορφής επικοινωνία με την Ελλάδα ή γενικότερα με τους έξω;
Όχι, παίρναμε εφημερίδες. Παίρναμε εφημερίδες, γιατί στη Ρουμανία είχαμε και -τέτοιο- ραδιοφωνικό σταθμό, μια Φώλια μιλούσε, είχε και μια αδερφή Ρούλα Φώλια, είχε γίνει μανεκέν. Την είχαμε συναντήσει, όταν μας βγάλανε τα μαλλιά, ήταν κι αυτή εκεί στα Τίρανα. Ένα κομψό κορίτσι ωραίο και η αδερφή της η μεγαλύτερη, δούλευε στον ραδιοφωνικό σταθμό στο Βουκουρέστι. Και είχαμε ενημέρωση πάντα. Και όταν το '52, χάραμα, σκότωσαν τον Μπελογιάννη, ήταν νομίζω Κυριακή, εμείς πήγαμε στην τραπεζαρία να φάμε όλα τα παιδιά και μόλις μας είπαν: «Πέθανε ο Μπελογιάννης», εμείς τα κορίτσια βάλαμε τα κλάματα, στεναχωρηθήκαμε πάρα πολύ. Γιατί είχαμε μάθει ότι είχανε πάρει απόφαση να μην τον εκτελέσουν τον Μπελογιάννη. Και ήρθαν Αμερικανοί στο παλάτι, ξέρω εγώ, τι μίλησαν εκεί και μετά δόθηκε διαταγή και χαράματα τον εκτελέσανε τον Μπελογιάννη. Ύστερα, μάθαμε τότε τον Λαμπράκη που τον χτύπησαν. Και είχε πάει κι ένας Ούγγρος γιατρός, είχαμε μάθει και λέγαμε: «Θεέ μου, ας τον γιατρέψουν τον άνθρωπο, να μην πεθάνει». Όταν μάθαμε πέθανε ο Λαμπράκης, και τότε στεναχωρηθήκαμε. Τα μαθαίναμε όλα τα νέα, ήμασταν ενημερωμένοι. Και ύστερα βγάζανε ένα περιοδικό «Η γυναίκα». Η Πολυτίμη έγραφε πολύ καλά ποιήματα, έγραφα κι εγώ ποιήματα. Εγώ έγραφα: «Ποταμάκι μου γοργό, που κυλάς στο…» και διάφορα τέτοια, τα έχω γραμμένα σε ένα βιβλίο. Ναι και είχε γράψει η Πολυτίμη ένα ποίημα και το είχανε στο περιοδικό «Γυναίκα». Το βρήκε μια το τετράδιο στη βαλίτσα της δασκάλα και λέει: «Τι ωραία ποιήματα αυτά;» και το πήρε και το έδωσε και το γράψανε εκεί στο περιοδικό. Έλεγε για τον Κώστα Γαβριηλίδη: Ο Κώστας Γαβριηλίδης. «Εσένα γνώρισε η αγροτιά γενναίο παλικάρι, το κόμμα να καθοδηγείς τη φορά σου να πάρει». Αυτό θυμάμαι λίγο. Λέει η Πολυτίμη: «Το θυμάσαι;» «Το είχα διαβάσει και σε καμάρωνα» λέω. Ναι. Θέλω να σου πω. Και ασχολούμασταν, έγραφα κι εγώ και αυτή. Είχαμε μάθει ποίηση, πόδι, ρήμα, αυτά. Μαθαίναμε, ήμασταν ενημερωμένοι σε αυτά. Και αυτά, έτσι γενικά.
Segment 5
Η επανένωση με τους γονείς στην Τσεχοσλοβακία, οι αναμνήσεις από όσα έκανε ως μαθήτρια στους παιδικούς σταθμούς της Τσεχοσλοβακίας, οι μετέπειτα σπουδές και η επιστροφή σε παιδικό σταθμό ως εργαζόμενη πλέον
01:24:27 - 01:52:15
Η ενήλικη ζωή πώς εξελίχθηκε τώρα;
Η ενήλικη ζωή εκεί στον παιδικό σταθμό;
Και-
Γενικά;
Μετέπειτα.
Μετά; Όταν φύγαμε από την Ρουμανία, φτάσαμε στο Záhorie της Τσεχοσλοβακίας. Από εκεί φεύγανε, αυτοί που ήταν να πάνε για Ρουμανία και εμείς που ερχόμασταν εδώ. Ακριβώς τότε βρήκα την Δήμητρα Καραδήμου με τον πατέρα της, όχι την Δήμητρα, την Μαρία Καραδήμου με τον πατέρα της, τον Αντρέα. Και αυτή έμαθε ότι ερχόμαστε και εκεί που κοιμόμασταν, ήρθε στο δωμάτιο μου: «Ευρωπία, τι κάνεις;» να μας φυλάει, να μας κάνει η Μαρία, να χαίρεται. Αυτοί, γιατί ήταν δυο άτομα, προτίμησαν να πάνε στη Ρουμανία για να συνεχίσουν τις σπουδές τα αδέρφια τους εκεί, γιατί ήταν τρία τα αδέρφια. Εδώ είχε πεθάνει η γυναίκα του Αντρέα και ήταν μόνο με την κόρη του, αυτή. Και έτσι προτίμησαν να πάνε αυτοί Ρουμανία. Εμείς ήρθαμε και γίνονταν αυτή η ανταλλαγή. Ναι, εκεί πέρα μας περίμενε η μεγάλη μου αδελφή, που ήταν στην Τσεχοσλοβακία. Ήταν η πρώτη καλτσοπλέχτρα. Είχε μάθει καλτσοπλέχτρα, γιατί ήταν μεγάλη και τους βάλανε να μάθουν τεχνικές σχολές. Ναι, είχε αρραβωνιαστεί και ήρθε ο αρραβωνιαστικός της να μας περιμένει και ήθελε να μην μαρτυρήσω ποιος είναι, να μας κάνει έκπληξη. Η Μαρία τον πρόδωσε. Λέει: «Και ο αρραβωνιαστικός της Μαριγούλας ήρθε εδώ, σας περιμένει». Ναι, να μην τα πολυλογώ, μας περίμενε ο γαμπρός μου και ένας μπράτιμός του από τους Φιλιππαίους και μας βγάλανε έξω και ήπια πρώτη φορά λεμονάδα. Στα δεκατέσσερα χρόνια, στα δεκαπέντε τότε πηγαίνανε, ναι. Μετά μας πήρε αυτός και μας πήγε με το λεωφορείο στους γονείς. Η μάνα, ένα βράδυ, εμείς είχαμε γράψει ότι η Πολυτίμη μάλλον δεν θα 'ρθει, ότι έχει μπλεξίματα με το pasaport, με το διαβατήριο. Μου τα διηγούνταν η μάνα αυτά. Ένα βράδυ -λέει- καθόντανε με τον πατέρα και μιλούσαν στο δωμάτιο. Εκεί πέρα είχαμε παράθυρα, που ως τη μέση είχαμε κουρτινάκια και απ' το μισό παράθυρο ήταν γυμνό και βλέπανε έξω, να πούμε. Και έρχονται -λέει- δυο πουλιά, βράδυ, σούρουπο. Χτυπάει ένα πουλί το τζάμι και το άλλο έκλωθε γύρω γύρω, έκανε γύρους απ' έξω απ’ την αυλή. Μετά από λίγο χτυπάει και αυτό το τζάμι και έφυγαν. Λέει: «Πέτρο, να δεις θα έρθουν τα κορίτσια και τα δυο» λέει η μάνα. «Αυτό κάτι σημαίνει» λέει. Σε τέτοια σημάδια, τα έδωνε σημασία η μάνα και πράγματι ήρθαμε και τα δυο. Η μάνα τότε δούλευε σε ένα χωράφι, μάζευαν σιτάρι και είχε μαυρίσει λίγο το σιτάρι από μια ασθένεια, αρρώστια που παθαίνουν τα σιτάρια. Και ήταν και λίγο σκονισμένη. Πήγαν τη φώναξαν, έφθασε το λεωφορείο, την είδα εγώ. Λέει ο Θανάσης: «Κρυφτείτε, πίσω από το λεωφορείο. Θα πούμε ότι δεν ήρθες». Ήξερε η μάνα τα αστεία που έκαμνε, ναι. Και ήρθε εκεί, λέει: «Δεν ήρθε». «Άντε άσ' τα αυτά Θανάση -λέει-, πού 'ναι τα κορίτσια, πού 'ναι τα;» άνοιγε τα χέρια. Όταν την είδα, ήταν πενήντα χρονών η μάνα και έμοιαζε για εβδομήντα. Από, πότε σκοτώθηκε ο αδερφός μου Θανάσης, από την στεναχώρια γέρασε πριν την ώρα της και ήταν και κουρασμένη από τη δουλειά. Και είχε αρραβωνιαστεί και τη Μαριγούλα και με τους αρραβώνες αυτούς και διάφορα τέτοια, είχε στεναχωρηθεί πολύ και είχε γίνει αδύνατη πολύ. Εμείς… Εγώ στη φωτογραφία δεν έχω ποτέ φωτογένεια. Έστελνα τις φωτογραφίες -ήταν ασπρόμαυρες- από το Tulgheș και η μάνα έλεγε: «Αυτό το κορίτσι κάτι έχει. Τι χλωμό είναι;» Ενώ ήμουν ροδοκόκκινη και έβγαινα έτσι. Ε, μόλις μας είδε η μάνα, άνοιξε την αγκαλιά, ριχτήκαμε, μας αγκάλιασε. Και όπως περπατούσα, ένα παιδί μού έπιασε το χέρι. Εγώ έτσι όπως ο ένας με αγκάλιαζε, ό άλλος, δεν έδωσα σημασία. Κράτησα κι εγώ το χέρι που μου δώσανε και προχωρούσαμε. Ήταν μια μικρή γέφυρα, ένα ποταμάκι και πιο κει ήταν το σπίτι των γονιών μου. Τρέχει η Μαριγούλα, αμέσως μας αγκάλιασε, είχα φωτογραφίες πολλές, τη γνώρισα τη Μαριγούλα. Εκεί που αγκαλιαστήκαμε, έτσι με τη Μαριγούλα με τη μάνα, λέω: «Ο Γιώργος πού είναι;» «Εδώ είμαι» λέει ο Γιώργος, με κρατούσε ο Γιώργος το χέρι, ο αδερφός μου. Είχα μια φωτογραφία, ήταν ανοιχτός, καστανός και τώρα είχε μαύρο μαλλί και πολύ κατσαρό. Δεν τον γνώρισα. Είχα χρόνια να τον δω. Ναι, και όταν φτάσαμε στο… Το σπίτι απ έξω ήταν ένα Γερμανικό σπίτι, που είχαν φύγει οι Γερμανοί και ήταν αγρότες οι άνθρωποι και είχαν γελάδια. Και ο σοφάς είχε πέσει λίγο, ήταν έτσι το σπίτι, αλλά μέσα το είχε τόσο ωραία τακτοποιημένο. Ήταν ζεστό μέσα το σπίτι, το είχαν καθαρό, ωραία περιποιημένο, το είχε η αδερφή μου εκεί. Μπήκαμε μέσα στο δωμάτιο, είχανε μια ντουλάπα στη μέση, έτσι πρασινωπή, ωραίο χρώμα και στη μέση καθρέφτη, κάτω συρτάρια και τα άλλα δύο κανάτια ήταν ξύλο, να πούμε. Ωραία περιποιημένο μέσα και μαζεύτηκαν το χωριό. Ο ένας ο Ταβαντζής, ο Νικολάκης, είχαν έρθει τα παιδιά του από τη Ρουμανία και ήταν πιο μικρά από μένα. Και γιατί φύγανε πολύ μικρά, τους γονείς τους ντρέπονταν; Τους φοβούνταν; Δεν έβγαζαν μιλιά και κάθονταν σε μια γωνία στο σπίτι. Τα άφησε εκεί στο σπίτι του αυτός και ήρθε σε εμένα, σε εμάς. Εγώ είμαι να ξεθαρρετή με την Πολυτίμη, δεν είχαμε τέτοιο πράγμα. Ναι, και άρχισαν όλοι, μαζεύτηκε το χω[01:30:00]ριό και άρχισαν να μας ρωτάνε διάφορα κι εμείς τους τα λέγαμε. Ήταν η μάνα εκεί, η γιαγιά μου ήταν ογδόντα δύο χρονών και μόλις μας είδε «Πού 'ναι τα; Μωρ' πού 'ντα;» έτρεμαν λίγο τα χέρια, έτσι, μας αγκάλιαζε, μας φιλούσε. Και έρχεται αυτός, ήταν χωρατατζής, έλεγε χωρατά, χωρατατζής ο Ταβαντζής αυτός και λέει: «Άντε Μπάμπω, είπες να έρθουν τα κορίτσια κι ας πεθάνω, τώρα πέθανε -λέει- ήρθαν τα κορίτσια». Λέει: «Όχι, τώρα θα έρθει και ο Χριστός από την Τασκένδη -λέει-, να δω και αυτόν και ύστερα θα πεθάνω». Την πείραζε. Και λέει ένας: «Που είναι ο Πέτρος Μωρέ;». «Α -λέει- κάπου εκεί δουλεύει». «Πάτε -λέει- να τον φωνάξετε ότι ήρθαν τα παιδιά». Φωνάζουν και τον πατέρα, έρχεται ο πατέρας, μόλις μας είδε, είχε εύκολα τα δάκρυα. Άρχισε να δακρύζει μας φίλησε στο μέτωπο, γύρισε έτσι και άρχισε να κλαίει, να δακρύζει από τη χαρά του, ναι. Και εκεί η ζωή… Εντάξει, τακτοποιηθήκαμε, και εμείς με την Πολυτίμη ήμασταν πολύ τραγουδιάρες. Πότε Rουμάνικα, πότε ρώσικα, πότε Eλληνικά, συνέχεια τραγουδούσαμε. Άνοιξε η καρδιά της μάνας και άρχισε να παχαίνει, να παίρνει χρώμα, να γίνεται πιο νέα! Ναι, δώσαμε μια χαρά στο σπιτικό με την παρουσία μας. Ναι. Και μια μέρα λέει η μάνα, είχε τριάντα κότες, πολλά αβγά μένανε και τα έδωνε στο μαγαζί. Εκεί το κατάστημα, τα βιολογικά τα αγόραζαν και τα δίνανε, τα πουλούσανε βιολογικά. Ναι, και είχε πολλά αυγά «Άμα αργήσουμε να έρθουμε από τη δουλειά -λέει- εσύ και η Πολυτίμη κάντε μια τηγανιά αυγά και φάτε, να μην πεινάσετε. Εντάξει, εντάξει. Μπόλικα αυγά είχαμε, παίρνει η Πολυτίμη βάζει στο τηγάνι -είχαν μία μασίνα- και βάζει επάνω το τηγάνι. Λέει: «Ευρωπία, ρίχνουν λάδι στα αυγά;», βούτυρο, λίπος δηλαδή. «Α χαζή είσαι; -λέω εγώ η έξυπνη-, δε βάζουν». Ρίχνει και η Πολυτίμη τα αυγά έτσι. Αφού δεν ήξερε κι αυτή, δυο χρόνια μεγαλύτερη, εμείς τα τρώγαμε κι έτοιμα στον παιδικό σταθμό, σάματις τηγάνισα ποτέ αυγά; Ναι, κόλλησαν τα αυγά. Λέει: «Μήπως θα έπρεπε λίπος και κόντρα;» Έρχεται ο Γιώργος, ο αδερφός μου, απ' έξω, κάπου έπαιζε. Λέει ο Γιώργος: «Γιατί κόλλησαν τα αυγά; Βάλετε λίπος;» «Όχι» γιατί λίγδα βάζαμε τότε, χοιρινό λίπος. Τρώγαμε και τα… Ναι. «Θα πω τη μάνα ότι τα κορίτσια δεν βάζουν λίπος στα αυγά». «Σουτ» του λέμε εμείς. Όταν ήρθαν οι γονείς -μετά κάναμε άλλα αυγά βέβαια- ήρθαν οι γονείς «Μάνα ξέρεις τι νοικοκυρές είναι οι αδερφές μου, οικονόμες; Τηγανίζουν αυγά χωρίς λίπος» και να γελάνε οι γονείς, να μας πειράζουνε. Ναι, μετά μια μέρα μου λέει η μάνα, είχε μια ρόμπα, έτσι εργατική και έλειπε ένα κουμπί. «Ξέρεις να ράβεις κουμπιά;» «Ξέρω μάνα». Και ήταν ανοιχτά τα παράθυρα, έτσι ήταν ζέστη, να αεριστεί το σπίτι και δίπλα δούλευαν εκεί, δίπλα από το σπίτι, κάτι κάνανε με κάτι χημικά, που ρίχνουν στα σιτηρά και ακούει μια εκεί, που ζούσε, από το Πολυνέρι, από το χωριό μας εδώ, παντρεμένη, από το Πολυνέρι ήτανε. Και λέω την μάνα: «Ξέρω, θα το ράψω ρουμάνικα, πειράζει;». Κοίτα λέει εκείνη, είχε μια χοντρή... «Κοίτα -λέει- πήγαν σε παιδικούς σταθμούς και ξέρουν να ράβουν τα ρουμανικά -λέει- τα κουμπιά, γίνανε νοικοκυρές και τα δικά μας δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα» λέει. Εγώ νόμιζα μόνο οι Ρουμάνοι την κλωστή τη γυρίζουν πίσω από το… όταν ράψουν το… το τέτοιο. Πες το
Το κουμπί;
Το κουμπί και κλώθουν την κλωστή γύρω από το… Πριν την κόψουν. Τέτοια ήταν οι περιπέτειες μας. Μετά έρχεται ένα χαρτί και λέει αν θέλουμε να μείνουμε με τους γονείς και να συνεχίσουμε το σχολείο εκεί ή αν θέλουμε να πάμε σε παιδικούς σταθμούς για την εκμάθηση της τσεχικής γλώσσας.
Από πού ήταν αυτό το χαρτί;
Απ' την κυβέρνηση. Είχαν συμφωνήσει, φαίνεται με το κόμμα το ελληνικό, γιατί είχαν… Συνυπήρχαν. Λέω το Γιώργο: «Εσύ τι λες;» δυο χρόνια μικρότερος ο Γιώργος από μέσα. «Εγώ -λέει- θα σε πρότεινα να πάτε σε παιδικό σταθμό. Οργανωμένη ζωή, όλα τζάμπα -τα πλήρωνε το κράτος-, χορωδίες, οργανωμένη ζωή. Εδώ -λέει- άμα μείνεις…» Θα πηγαίναμε δημοτικό στο χωριό, δημοτικό πήγαιναν στο χωριό, εμείς είχαμε βγάλει έβδομη τάξη, θα πηγαίναμε 5 χιλιόμετρα μακριά με λεωφορείο. Και τον χειμώνα θα ήταν μανίκι, πέφτει πολλές φορές το χιόνι και τα λοιπά. Απαντάμε και εμείς, θα πάμε σε παιδικούς σταθμούς. «Εδώ -λέει- άμα μείνετε, θα λέει ο πατέρας: "Πήγαινε, μετά που μελετάς, πήγαινε και δέσε την γίδα εκεί, από εκεί πάρε και δέσε τη γίδα εκεί" και δεν θα είσαι συγκεντρωμένη στη μάθηση». Γιατί και ο Γιώργος ήταν σε παιδικό σταθμό πριν και τον πήρανε και ήτανε πολύ καλός αριστούχος. Και έτσι, εγώ πήγα σε ένα παιδικό σταθμό, λέγονταν «Sobokin» και η Πολυτίμη στην Chrastava. Άλλο παιδικό σταθμό, στα μεγαλύτερα. Ήμουν εκεί ένα χρόνο και μάθαινα εκεί τα Τσέχικα. Είχαμε μια πολύ καλή δασκάλα. Πως μας φέρονταν όλοι, πολύ ευγενικά και μόλις μας είδαν εμάς… Εκεί στον παιδικό σταθμό που πήγα εγώ ήταν μόνο Σλαβομακεδόνικα παιδιά και είχαν ένα δάσκαλο, δεν ήξερε που παν τα πέντε, που λένε. Δεν ξέραν καλά την ελληνική γλώσσα. Εμείς ήμασταν έτοιμοι δάσκαλοι από τη Ρουμανία. Μόλις πήγαμε εκεί, ζωηρά παιδιά, κατέχαμε τη γλώσσα, με βάλανε με μια, ήταν Σλαβομακεδόνα στο δωμάτιο, Μαρία, να κοιμόμαστε, δίπλα δίπλα τα κρεβάτια, μας βάλανε ανά δύο. Και έλεγε: «Η Κολοκοτρώνης, η Παπαφλέσσας, η Γιώργος». Λέω: «Κοίτα Μαρία, θα λες ο, η, το. Ο άντρας, η γυναίκα, το παιδί». Λέει: «Εσύ θα με μάθεις την ελληνική γλώσσα και εγώ θα σου μάθω να χορεύεις τσέχικα» μου λέει. Ναι, και έτσι τη μάθαινα την ελληνική γλώσσα. Είχαμε δύο... Δεν είμαι ενάντια στους Σλαβομακεδόνες, γιατί και η φίλη μου ήταν Σλαβομακεδόνα, αλλά είχαμε μία, μας βάλανε δύο παιδαγωγοί, τρείς, μεγαλύτερα κορίτσια -είκοσι πέντε, πόσο ήτανε- σαν παιδαγωγοί και ήταν Σλαβομακεδόνες. Αυτές μόλις είδαν ότι εμείς κατέχουμε πολύ τη γλώσσα και ο διευθυντής ήταν σαράντα πέντε χρονών -Lang τον λέγανε, ο Τσέχος- μας συμπάθησε πολύ και μας έβλεπε ξεθαρρετά και σαν να μας ζήλευε. Και άρχισε από την αρχή. Εγώ, όταν πήγα εκεί, με συνόδευσε ο πατέρας στον παιδικό σταθμό και όταν παρουσιάστηκα στον διευθυντή να δώσω τα στοιχεία, μου λέει στα Τσεχικά ο διευθυντής: «Kdy ses narodila?» Πότε γεννηθήκατε. Λέω εγώ στα ρωσικά: «[Δ.Α.]» Αυτός ευτυχώς είχε πολεμήσει με τους Ρώσους και ήξερε τα ρωσικά. Έγραψε πότε γεννήθηκα, μου λέει: «Kde jsi se narodila?» που γεννηθήκατε; «Я родился Греции» είπα το χωριό στα ρώσικα, τα ήξερα καλά τα ρώσικα τότε, ναι. Και με συμπάθησε, ξεθαρρετή… Και με είχε ράψει μια μοδίστρα, πώς ήταν αρραβωνιασμένη η Μαριγούλα ήρθε μια, έτσι και αυτή η καλτσοπλέχτρα, φίλη της, να τη δώσει δώρο για το γάμο, ετοιμαζόταν για γάμο η Μαριγούλα. Και είχε ένα ύφασμα, πολύ ωραίο. Ήταν πεταλούδες και είχε μικρές πεταλούδες, μεσαίες, μεγαλύτερες και λέει στη φίλη της -ήταν μοδίστρα- «Δεν το ράβεις για την Ευρωπία, που είναι δεκαπέντε χρονών, εγώ τώρα τέτοια φορέματα, δεν φοράω». Και λέει: «Ράψ' το για την Ευρωπία». Μου έραψε μια πολύ ωραία φούστα και ένα γιλεκάκι και είχα μια ροζ έτσι πουκάμισα με κοντό μανίκι και έτσι πήγα -και με σαντάλια ωραία- και έτσι πήγα και παρουσιάστηκα. Και αυτή με είδε τόσο ντυμένη καλά, σου λέει: «Ποιος ξέρει, κανα χαϊδεμένο θα είναι, ποιος…» και από την πρώτη ματιά και ήμουν ξεθαρρετή. Εγώ ήμουν τόσο ξεθαρρετή και χαρούμενη, από μέσα φτερούγιζε η καρδιά που αντάμωσα τους γονείς. Αλλά αυτοί δεν το καταλαβαίνανε, γιατί ήταν ανέκαθεν εκεί, ναι. Απ' τη χαρά μου που αντάμωσα τους γονείς, είχα μια χαρά μέσα μου και ήμουνα χαρούμενη, έτσι έξω καρδιά. Ναι και με ευχαρίστησε αυτός. Κατεβαίνουμε κάτω να φάμε την πρώτη μέρα και έφεραν τα ζυμαρικά με σάλτσα κέτσαπ, γλυκόξινη και ζυμαρικά τα knedle τα λένε οι Τσέχοι. Μόλις δοκίμασα, δεν είχα φάει τέτοια σάλτσα ποτέ και δεν μου άρεσε και το ψωμί μού φάνηκε πολύ μαλακό και το άφησα. Έρχεται αυτή, η μία, ξέχασα και το όνομά της -έπειτα έφυγε για Αυστραλία μετά-, έρχεται εκεί και μου λέει: «Γιατί δεν το τρως;» με ένα τέτοιο ύφος, πρώτη μέρα, αντί να μιλήσει σαν άνθρωπος. Λέω: «Δεν μου αρέσει αυτό το φαγητό». «Θα κάτσεις εκεί ώσπου να το φας και δεν θα φύγεις» μου λέει με τέτοιο ύφος. Κάθισα εγώ. Κατεβαίνει από πάνω απ' το γραφείο ο Lang, o Διευθυντής, μου λέει: «Γιατί κάθεσαι εδώ;» Τον είπα στα Ρωσικά εγώ ότι με έβαλε τιμωρία αυτή. «Παράτα το αυτό -λέει- και φύγε, το πιάτο» ο διευθυντής. Ναι, έτσι ήταν η πρώτη μέρα που πήγα εκεί και γράφτηκα. Έπειτα τραγουδούσαμε απ' το ράδιο, εγώ ήξερα ρώσικα τραγούδια. Εκεί που κοιμόμασταν στο δωμάτιο, στις εννιά η ώρα πάντα έσβηνε το φως για να κοιμηθούμε και ερχόταν ο διευθυντής να μας αποχαιρετήσει και κάθισε στο πρώτο κρεβάτι μόλις μπαίναμε από την πόρτα, εκεί που εξείχε αυτό -πώς λέγεται το κρεβάτι, το υπερυψωμένο;- κάθισε εκεί έτσι, ήτανε ένα χωλ και από την άλλη πλευρά, ήταν άλλη πόρτα, άλλα κορίτσια. Και είχε ένα παράθυρο προς το δρόμο, αυτό το χωλ και κάθομαν εκεί και τραγουδούσα ένα ρώσικο τραγούδι. Τότε το ήξερα πολύ καλά. [Δ.Α.] Ήξερα πού να ανεβάζω και πού να κατεβάζω, το τραγουδούσαν και οι Αλεξαντρόφ το τραγούδι και τότε είχα καλή φωνή. Μου έλεγαν είχα φωνή σαν αηδόνι. Τώρα έγινα άσ' τα να πάει. Και τραγουδούσα αυτό το τραγούδι και άκουγε αυτός και έλεγε: «Τι θεσπέσιο πράμα, τι ωραίο πράγμα». Και μετά πήγαινα, ξάπλωνα, έφευγε και αυτός και εκεί ώσπου να μας πάρει ο ύπνος λέγαμε παραμύθια. Μια βραδιά έλεγε μια κοπέλα παραμύθι την άλλη η άλλη και έτσι ώσπου να μας πάρει ο ύπνος. Πολύ καλή ζωή. Μετά το… Όταν ήταν καλός καιρός, μας μαθαίνανε παγοπέδιλα να κάνουν τα παιδιά, πήγαιναν για σκι, μαθαίνανε και ύστερα πηγαίναμε και κάναμε taborak, δηλαδή πηγαίναμε στο δάσος, βάζαμε ξύλα και ανάβαμε φωτιά και τραγουδούσαμε, λέγαμε ποιήματα, διάφορα. Και κάνανε ένα φαγητό, kotlíková το λέγανε αυτοί, guláš kotlíkový. Δηλαδή βάζανε μέσα κρέατα, πατάτες και λουκάνικα και βράζανε και γινόταν πεντανόστιμο. Αυτοί έχουν καλά λουκάνικα, οι Τσέχοι. Και τρώγαμε εκεί και τραγουδούσαμε, ανάβαμε και τη φωτιά, ώσπου έσβηνε, κοιμόμασταν και σε σκηνές και γυρίζαμε ξανά στον παιδικό σταθμό. Εκεί που ζούσα στο Sobokin ήτανε και ένα εργοστάσιο που έκανε ράδια -λεπτή δουλειά- και ένα εργοστάσιο που έκανε τα ποδήλατα Velamos. Ξακουστά, τότε ήταν τα πιο ελαφριά ποδήλατα. Και θυμάμαι ένας, όταν γύρισα, ναι, όταν γύρισα στους γονείς, ένας θείος μου από τα Γρεβενά, ξάδερφος πρώτος μάλλον, αυτός είχε βιοτεχνίες στα Γρεβενά, έστειλε ένα γράμμα τον πατέρα μου και λέει: «Αν μπορείτε να μου στείλετε τέτοιο ποδήλατο». Είχε πάει στην έκθεση Θεσσαλονίκης και του άρεσε το ποδήλατο αυτό και ήταν ελαφρύ, καλό. Οι Τσέχοι ό,τι κάνανε ήτανε ποιοτικά. Και αμέσως το στείλαμε και λέει: «Τι θέλετε να σας στείλω;» Λέω «Περιοδικά» τον γράψαμε. Μου έστειλε περιοδικά και διάβαζα το [Δ.Α.], όλα αυτά μ' άρεζαν, τα είχε γραμμένα εκεί. Ναι και είχε και κοπέλες, που θέλανε αλληλογραφία και βρήκα μία από πάνω απ' τη Θράκη, κάποια Πιπίτσα και αλληλογραφούσα με αυτήν. Ναι… Ναι, μετά τελείωσε ο ένας χρόνος στον παιδικό σταθμό, μαθαίναμε λέξεις και κάτι τραγούδια Τσέχικα. Όταν άκουσα τον ύμνο τον Τσέχικο, λέω τι ύμνος είναι αυτός, σαν νανούρισμα, λέω. Γιατί στη Ρουμανία είχαν με τέμπο, δυνατό ύμνο και εκεί «Kde domov muj? Kde domov muj» έτσι σιγανός. Η δασκάλα, μια, αθλητικό σώμα, ήρθε και μας έλεγε για τον ύμνο τον Τσέχικο. Λέει: «Αυτός ο ύμνος παιδιά, όταν ήμουνα -λέει- με πήρανε νέα κοπέλα οι Γερμανοί να δουλεύω για αυτούς στο δεύτερο παγκόσμιο και δουλεύαμε -και λίγο τους δίναν να φάνε και τους απελευθέρωσαν οι Ρώσοι μετά- και όταν μπήκα -λέει- στο τρένο και μόλις πέρασαν τα σύνορα από τη Γερμανία και μπήκε Τσεχοσλοβακία και τραγούδησα τον ύμνο, αμέσως ήρθαν τα δάκρυα, γιατί ο ύμνος λέει για την ομορφιά της Τσεχοσλοβακίας. Είναι πολύ ωραία τα λόγια». Και τότε αμέσως συμπάθησα τον Τσεχικό ύμνο και ας ήταν έτσι, μου φαινόταν στην αρχή σιγανός. Άμα το ακούσεις τα λόγια -να πούμε- σε μετάφραση είναι όντως, λέει για την ομορφιά της πατρίδας τους. Και μαθαίναμε αυτά. Δεύτερη χρονιά πήγα στον παιδικό σταθμό που ήταν η Πολυτίμη κοντά στο Liberec στη Chrastava. Ναι και εκεί τα ίδια. Έπαιζα και βόλεϊ, ήμουν σε ομάδα βόλεϊ, με τα κοντά εκείνα τα σκούρα μπλε κιλοτάκια, αυτά πώς τα λέγανε, με μπλουζίτσες. Και εκεί, ίδια ζωή πολύ καλά. Εκεί μας βάλανε με τους Τσέχους αμέσως, ενώ δεν ήξερα να εμπλουτίσω την Τσεχική γλώσσα τόσο άμεσα. Και όταν ο δάσκαλος μού έλεγε στα Τσέχικα «Πώς λέγεται CO2;» έλεγα εγώ «Dioxid de carbon». Δεν το έλεγα στα Τσέχικα [Δ.Α.], δεν το ήξερα ακόμη. Έλεγα, τα έλεγα στα λατινικά. «Πώς λέγεται το Ασήμι;». «Argint» έλεγα εγώ. Πώς λέγεται το τάδε χημικό; Τα έλεγα στα λατινικά, όπως τα έμαθα στη Ρουμανία. Και αυτός ήξερε ότι κατέχω τη γλώσσα και είμαι άριστη. Με έβαζε πάντα 1, το 1 ήταν άριστα. Στα Τσέχικα με έβαλε ο διευθυντής, μας είχε και… Ο διευθυντής του σχολείου ήταν και δάσκαλος της Τσεχικής γλώσσας και με έβαλε ένα ποίημά του Jan Neruda να το πω, να το απαγγείλω απ' έξω. Ήταν το πρώτο ποίημα κι εγώ ήμουν πολύ ντροπαλή. Ήμουν πολύ συνεσταλμένη, ντροπαλή και αυτός μ' έβγαλε μπροστά στην τάξη, εμένα να το πω. Είδε που είμαι άριστη στα μαθηματικά σε αυτά, σου λέει… Τώρα αυτοί ήταν ενημερωμένοι που ήρθαμε από τη Ρουμανία, οπωσδήποτε. Με βγάζει και εγώ έπαθα τρακ μπροστά στην τάξη και αρχίζω: «[Δ.Α.]» άρχισα και το είπα όλο απ' έξω. Και γιατί έτρεμε λίγο η φωνή μου από το τρακ, μου έβαλε «1-», ναι. Και μου λέει αυτή, είχα μια Dana Psczinkova τη λέγανε, έτσι αριστούχα, μοναχοκόρη, καθόμασταν μαζί «Γιατί ντρέπεσαι Ευρωπία; Εσύ είσαι αριστούχα. Γιατί ντρέπεσαι;». Λέω: «Ντρέπομαι, δεν τα ξέρω καλά τα τσέχικα ακόμη». Λέει: «Μια χαρά το είπες». Ναι. Και θυμάμαι είχαμε έναν μαθηματικό, το λέγανε Forteny, γεροντοπαλίκαρο, δεν είχε παντρευτεί, ελεύθερος ας πούμε -τότε έτσι λέγανε γεροντοπαλίκαρα- και ήταν με μούσια, πολύ καλός, και έβλεπε ότι μόλις με έβγαζε στον πίνακα, τσακ-τσακ-τσακ έλυνα τα κλάσματα, όλα αυτά και έβγαινα έξω, ότι είμαι άριστη. Και πήγαμε συγκομιδή πατάτας. Εκεί πέρα, όταν ήτανε βροχερός ο καιρός ή μαίνονταν να έρθει η βροχή, μάζευαν και φοιτητές και μαθητές να μαζέψουν την πατάτα. Είχαν πατάτα εκτροφική για τα ζώα, είχαν πατάτα κόκκινη για την κουζίνα, είχαν πατάτα για πουρέ, πατάτα… Είχαν πολλά είδη πατάτας. Ναι, και βοηθούσαμε και πηγαίναμε εμείς και όπως όργωνε το χωράφι, βλέπαμε και ποντικοφωλιές που βγαίνανε πολλές φορές τα ποντικάκια κι αυτά. Χαιρόμασταν, ρίχναμε μια πατάτα στον άλλον, διασκεδάζαμε. Παιδιά δεκαέξι χρονών ήμασταν. Ναι, και εκεί που διασκέδαζα έτσι, με τον αέρα αυτόν, με έβγαλε φωτογραφία. Και αυτός, κάτι που του χτυπούσε στο μάτι, έβγαζε φωτογραφίες και τις κρατούσε. Είχε μανία με τη φωτογραφική μηχανή. Και όταν με έβγαλε, την εμφάνισε τη φωτογραφία, την έδειξε στην τάξη. Τον παρακαλούσαν όλοι οι συμμαθητές «Κύριε Forteny -σύντροφε Forteny έλεγαν-, δώστε και μια φωτογραφία ενθύμιο το κορίτσι, αφού είναι δικιά της». «Όχι, τα μαζεύω εγώ, έτσι για σουβενίρ». Τελικά τον πείσανε και με έδωσε και την έχω και στο αυτό, τη φωτογραφία. Ναι και πέντε παιδιά αγόρια, ήταν αριστούχοι και στη γραμματική την τσεχική. Εγώ σήμερα δεν ξέρω που να βάλω οξεία στα Τσεχικά. Αυτά δεν κάνανε λάθη, αφού θαυμάσανε. Σου λέει, τι παιδιά είναι αυτά φαινόμενα; Όλοι πήγανε, ανώτερες σχολές σπουδάσανε, ναι. Όλοι, ναι. Εμένα μου έρχεται το χαρτί, αφού τελείωσα την τάξη αυτή, να πάω τορναδόρισσα. Κοίταξαν ότι είχα και «3», γιατί δεν μπορούσα να εκφραστώ σε μερικά τέτοια, ενώ στο στον πρώτο παιδικό σταθμό αριστούχα. Και εδώ αριστούχα ήμουνα σε πολλά, αλλά ήρθε η διαταγή φαίνεται από το κόμμα, όταν θα έρθουμε στην Ελλάδα να ανοικοδομήσουμε τη χώρα. Ναι, λέω εγώ, είχα σπαστά πλούσια μαλλιά: «Εγώ δεν πάω τορναδόρισσα». Εγώ ήθελα να πάω στη Χημεία. Λέω θα πάω στο σπίτι των γονιών μου και θα δω από κει τι μπορώ να κάνω. Μια φίλη μου -της κουμπάρας η κόρη- βρήκε κενή θέση για νοσοκόμα κι εγώ ήθελα -λέω- να πάω νοσοκόμα και έπειτα να πάω ιατρική. Ήθελα πολύ την ιατρική να συνεχίσω. Λέει αυτή: «Δυστυχώς δεν έχουν άλλη κοινή θέση» ρώτησε. Και τι την είπε ο διευθυντής; Μόνο ήξερε ότι ήρθε από τη Ρουμανία, κάτι απλές ερωτήσεις. Ναι. Και εκεί θα με παίρνανε. Εγώ δεν ήξερα όμως, υπήρχε ένας νόμος. Η Πολυτίμη και αυτή την είπαν να πάει τορναδόρισα, έμενε με τους γονείς, δεν πήγε. Μια μέρα, έρχεται ο διευθυντής, με τη γυναίκα του με αυτοκίνητο, που ήταν ο Γιώργος σε παιδικό σταθμό, πριν χρόνια και αυτοί είχαν τα στοιχεία γραμμένα και ήξεραν ότι ο Γιώργος είναι να πάει λύκειο. Τότε το λέγανε γυμνάσιο. Και ήρθε αυτός στον παιδικό… ήρθε στο χωριό που ζούσαν οι γονείς μου και ήμαν και εγώ εκεί. Και ήρθε μέσα και λέει: «Υπάρχει ο νόμος ότι τα παιδιά που ζουν με τους γονείς και δουλεύουν σαν αγρότες οι γονείς, θα πάνε μόνο σε αγροτικές σχολές. Και για να μην πάνε όλα τα παιδιά σου -λέει τον πατέρα- σε τέτοιες σχολές, ο Γιώργος είναι αριστούχος, θα τον πάρω στον παιδικό σταθμό ξανά και από εκεί μπορεί να διαλέξεις» δηλαδή μόνιμη κατοικία που έχεις. Εμείς ήμασταν γραμμένοι πια στους γονείς, ότι μένουμε εκεί. Αυτή ήταν η κατοικία μας, ενώ ο Γιώργος άμα πήγαινε στον παιδικό σταθμό, ότι ήταν από τον παιδικό σταθμό, δεν ήταν από το χωριό και δεν ισχύει ο νόμος[01:50:00] αυτός. Συμφωνήσαμε κι εμείς και τον πήραν στον παιδικό σταθμό και πράγματι από εκεί πήγε στη σχολή που ήθελε ο Γιώργος.Εμείς, εγώ πήγα σε γεωπονική γεωργική σχολή, ήταν δίχρονη. Η Πολυτίμη πήγε σε σχολή, για υπεύθυνη της δουλειάς -πώς το λένε εδώ στην Ελλάδα;-, ναι, και πληρωνόταν κιόλας. Ναι, η αδερφή μου πήγε σε αυτή τη σχολή, διοίκηση επιχειρήσεων και εγώ πήγα στην άλλη σχολή, γεωπονική, δίχρονη. Τελειώσαμε τις σχολές και υπήρχε κάποιος νόμος, ότι πρέπει να κάνουμε τρία χρόνια πρακτική στο αγρόκτημα. Και την αδερφή μου τη βάλανε υπεύθυνη στα γελάδια. Εκεί έπρεπε να ελέγχει να είναι πολύ καθαρά τα δοχεία που αρμέγουν τις αγελάδες, να βλέπει ποιες αγελάδες έχουν φυματίωση και ποιες δεν έχουν φυματίωση. Αυτές ήταν οι δουλειές της αδερφής μου. Ήταν υπεύθυνη, έπρεπε να σηκώνεται τέσσερις το πρωί, ναι. Και εγώ δούλεψα λίγο, μόλις τελείωσα τη σχολή και πήγα στο αγρόκτημα, ο διευθυντής του αγροκτήματος λέει: «Τη μικρή κόρη του Πέτρου δεν θα τη βάλουμε στον κάμπο αμέσως. Να την ανοίξουμε έναν παιδικό σταθμό, να τη βάλουμε εκεί για να προσέχουμε τα παιδιά, γιατί μάζευαν πατάτες και ζαχαρότευτλα, να μην τυχόν κανα τρακτέρ πατήσει τα παιδιά, τα μικρά» κι έτσι. Και ανοίξανε έναν παιδικό σταθμό και ήμασταν μία για τα Τσεχόπουλα και εγώ, μια κοπέλα Τσέχα. Ναι και εκεί τα έμαθα πολλά ελληνικά τραγούδια, την πεταλούδα, το κουνελάκι και όταν μ' έβρισκαν στον δρόμο, με έλεγαν: «Αχ κουνελάκι, κουνελάκι». Τους μάθαινα διάφορους χορούς, τα απασχολούσα τα παιδιά, ώσπου τελείωσε αυτή η σεζόν της συγκομιδής και μετά βγήκα και εγώ δούλευα στον κάμπο, βοηθούσα τους γονείς. Αλλά δεν δούλεψα πολύ, γιατί είχα ερωτευτεί τον άντρα μου, με είχε ερωτευτεί. Σπούδαζε στη Γερμανία και τελείωνε τις σπουδές και περίμενα έναν χρόνο να τελειώσει τις σπουδές και να 'ρθει να παντρευτούμε.
Segment 6
Η γνωριμία με τον άντρα της, η ζωή τους στο Komárno και οι ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας
01:52:15 - 02:05:20
Πώς γνωριστήκατε;
Γνωριστήκαμε… Ο άντρας μου ήταν ορφανός, από πατέρα όταν ήταν οκτώ μηνών. Είχε πεθάνει ο πατέρας του, είκοσι έξι χρονών ήταν τότε, από περιτονίτιδα. Αυτοί νομίζανε, η μάνα του, ότι είναι απλός πυρετός θα περάσει. Δεν φώναξαν γιατρό. Παλικάρι είκοσι έξι χρονών, πέθανε. Η μάνα του μετά παντρεύτηκε, όταν ήταν ενάμιση χρονών, με κάποιον που δεν τον ήθελε. Δεν πέτυχε καλό σύζυγο η μάνα του έπειτα και τον μεγάλωναν οι παππούδες, η γιαγιά του και παππούς. Ο παππούς είχε μείνει στην Ελλάδα και η γιαγιά είχε βρεθεί έξω με τον γιο της, τον μεγάλο και τα εγγόνια της και ερχόταν εκεί να δει η γιαγιά του, την έλεγε μάνα. Και η γιαγιά του ζούσε με τους γονείς μου στην ίδια, στο ίδιο χωριό. Και έτσι γνωριστήκαμε, τελείωσε τις σπουδές και μετά ήρθε. Κι όταν ήμουν είκοσι χρονών παντρευτήκαμε. Αυτός ήταν είκοσι, είκοσι επτά -ναι, επτά χρόνια διαφορά είχαμε- και παντρευτήκαμε. Είχαμε ένα χρόνο αλληλογραφία, είχαμε αγαπηθεί πολύ. Ναι, και μόλις ήρθε είδαν το πτυχίο του και μπορούσε να πιάσει στην Πράγα δουλειά. Ήτανε, schiffbauingenieur το λέγανε οι Γερμανοί, δηλαδή σχεδιαστής πλοίων. Eίχε σπουδάσει στο Ροστόκ και στην Δρέσδη και ξέρω 'γω και… Αν έμενε στην Πράγα θα είχε πολύ καλό μισθό, αλλά θα έπρεπε πέντε χρόνια να ζούμε χωριστά, γιατί δεν έβρισκες εύκολα σπίτι. Εγώ θα ήμουν με κορίτσια σε internat, αυτός σε αγόρια. Λέει: «Εγώ παντρεύτηκα να έχω οικογένεια». Μια ζωή ήταν ορφανός, μόνος του στα ξένα. Και τον είπανε ότι στη Σλοβακία, στο Δούναβη, κάνουν πλοία για τους Ρώσους και εκεί παίρνεις και γρήγορα σπίτι. Αναπτύσσονταν πολύ εκεί. Και αποφάσισε και πήγε ο άντρας μου εκεί και βρήκε αμέσως. Μόλις τον είδαν το πτυχίο, αμέσως τον βάλανε υπεύθυνος στο γραφείο, που σχεδίαζαν τα πλοία. Σχεδιασµών πλοία. Είχε και τρεις γυναίκες στο τμήμα του, ναι. Παρόλο που δεν ήξερε την σλοβακική γλώσσα, είχε έναν Βούλγαρο που ήξερε Γερμανικά και αυτός εκεί δούλευε στο γραφείο και του έλεγε τα τεχνικά πως είναι στα σλοβακικά και τα έγραφε δίπλα. Ούτε κατάλαβα πώς έμαθε τη σλοβακική γλώσσα. Αλλά δεν μιλούσε τόσο άνετα όπως εγώ -να πούμε- γιατί εγώ είχα και τσέχικο σχολείο και τα έμαθε πολύ γρήγορα τα σλοβακικά και είχα πιο μεγαλύτερη άνεση. Ναι, και μέναμε πρώτα σε ένα σπίτι, σε ένα, σε μία γκαρσονιέρα. Ένα δωμάτιο έμεινα εγώ με το Χρήστο και στο άλλο το δωμάτιο -με τον άντρα μου- και στο άλλο το δωμάτιο έμενε ένα ζευγάρι Ούγγρων.
Σε ποια πόλη;
Στο Komárno της Σλοβακίας, στον Δούναβη κοντά. Ήταν, Δούναβης ήταν, άμεσα.
Υπήρχαν εκεί πέρα αρκετοί Έλληνες;
Εκεί υπήρχανε, ήμασταν όλοι κάπου έντεκα Έλληνες. Παλιά ήτανε σχολή εκεί και ήταν πολλά Ελληνόπουλα είχαν σπουδάσει εκεί και φύγανε, τετράχρονη σχολή. Ναι και είχαμε μείνει κάπου έντεκα άτομα εκεί. Δυο καθαρές ελληνικές οικογένειες ήμασταν, οι άλλοι ήταν παντρεμένοι με ντόπιες. Και εγώ θυμάμαι εκεί στην γκαρσονιέρα είχαμε μαζί κουζίνα, δυο μάτια, με την διπλανή οικογένεια, το ζευγάρι, νιόπαντροι, ένα μάτι μαγείρευα εγώ, στο άλλο μάτι αυτοί. Εκεί καθίσαμε, πήγαμε το 1960, '59 το Φθινόπωρο, και το '60 τον Σεπτέμβρη γεννήθηκε η κόρη μου. Ήταν πέντε μηνών όταν μας έδωσαν τριάρι σπίτι, καινούργιο. Χτίζανε εκεί πολύ τα σπίτια, χτίζονταν πολύ, είχε οικοδόμηση. Ναι, πολύ καλό σπίτι. Και μετακομίσαμε όταν ήταν πέντε χρονών, το κορίτσι μου, το πρώτο παιδί. Ζούσαμε πολύ καλή ζωή. Πριν τον παντρευτώ τον άντρα μου, αυτός, γιατί ήταν δεκαέξι χρονών όταν πήγε στη Γερμανία και για να μη μείνει στα μαθήματα, ήταν επιμελής, πίσω από τα Γερμανάκια, άρχισε να καπνίζει και να πίνει μπύρα και ξεχνούσε να φάει. Και είχε τρυπήσει το στομάχι του, είχε γίνει κόσκινο. Και πήγε στο γιατρό, ήταν ένας Τζαμαλούκας, που ήταν και στα αντάρτικα γιατρός, γυναίκα Γερμανίδα είχε, ήταν αρχίατρος στην Δρέσδη. Τον εξέτασε «Τι να σε κάνω -τον λέει- κόσκινο είναι το στομάχι σου. Δεν μπορώ να στο γιατρέψω ούτε με ενέσεις ούτε με φάρμακα. Χειρουργείο! Και ήταν είκοσι έξι χρονών, ο άντρας μου. Τον βάλαν χειρουργείο με τοπική αναισθησία. Και μετά του άφησαν λίγο στομάχι, τα 3/4 τα αφαίρεσαν και άφησαν 1/4 και ενώθηκε με το έντερο. Κι όταν ήρθε ήταν χλωμός, όταν τον παντρεύτηκα. Έτρεχα εγώ, έλεγα όλους, αφού παντρευτήκαμε, έλεγα τους γιατρούς. Λέει, τρίτη μέρα, του λέει ο Τζαμαλούκας: «Σήκω και δείξε στους Γερμανούς τι σημαίνει Έλληνας» και περπάτησε την τρίτη μέρα μετά την επέμβαση ο άντρας μου. Ναι, και όταν παντρευτήκαμε μετά εγώ βρήκα έναν Βούλγαρο γιατρό εκεί στο Komárno που ζούσαμε. Του λέω: «Τι να τρώει για να…» Μου λέει: «Θα του δίνεις και χοιρινό παστό για να κάνει υγρά το στομάχι του». Μου είπανε τι να του δίνω, να βρω και ελιές να τρώει. Έρχονταν ένας από τη Ρουμανία με πλοίο, Ελληνορουμάνος με τη γυναίκα του και του παράγγελνα, με έφερνε ελιές. Ναι, και σιγά σιγά δυνάμωσε άντρας μου, μεγάλωσε και το στομάχι του, περνούσαμε καλά, ήρθαν τα παιδιά το ένα πίσω, απ' το άλλο, είχαμε καλή δουλειά.
Θέλεις να μου περιγράψεις λίγο πώς ήταν ο γάμος που κάνατε εκεί πέρα; Αν είχε κάποιες διαφορές με τους σημερινούς;
Κάναμε όπως γίνεται κι εδώ στο Δημαρχείο. Ναι, κάναμε γάμο στο Δημαρχείο και θυμάμαι ο άντρας μου είχε ένα λαδί κοστούμι, ανδρικό και εγώ είχα ένα λάδι, πολύ ωραίο φόρεμα και έτυχε να ντυθούμε έτσι. Και πήγαμε εκεί και μας λέει ο δήμαρχος: «Αδέρφια είστε;» Λέω: «Δεν παντρεύονται αδέρφια στην Ελλάδα» ναι. Παντρευτήκαμε εκεί στο Δημαρχείο και βγάλαμε εμείς κάτι λεφτά να δώσουμε και το δήμαρχο, έτσι να ευχαριστήσουμε και αυτός τα έδωσε σε ένα νεαρό και πήγε και αγόρασε πάστες και κεράσανε όλους εκεί που ήτανε. Πήραμε δυο μάρτυρες, εκεί από το Δημαρχείο, έτσι παντρευτήκαμε. Ναι, και είχαμε πολύ καλή δουλειά, είχαμε πολύ καλούς φίλους. Είχαμε τρεις φίλους και δυο πιο πολύ πιστούς, ο άντρας μου. Και στη φωτιά να τους έλεγε να ριχτούν, θα ρίχνονταν. Τον έναν τον λέγανε Πάλιο και τον άλλον, τον λέγανε… τώρα ξέχασα και το όνομά του, με τις γυναίκες τους, να πούμε. Κάθε μήνα, πότε γιορτάζαμε στο δικό τους σπίτι, πότε στο δικό μας, έτσι γλεντούσαμε. Περνούσαμε πολύ καλά, γίνονταν πολλές χοροεσπερίδες. Μια γίνονταν χοροεσπερίδα τσέχικη-ρωσική φιλία, μια γίνονταν χοροεσπερίδα κυνηγιού, μια γίνονταν χοροεσπερίδα, που έγινε η συγκομιδή -να πούμε- σιταριού και τέτοια, βρίσκαν διάφορες. Και εκεί που πηγαίναμε στο εργοστάσιο, που δουλεύαμε με τον άντρα μου ήταν τέσσερις χιλιάδες εργατοϋπάλληλοι. Μπαίναμε μέσα ντυμένοι κανονικά, όπως γύριζες στο δρόμο. Εκεί είχαμε ντουλάπια, βγάζαμε τα ρούχα και βάζαμε τα εργατικά ρ[02:00:00]ούχα, οποίος δούλευε -να πούμε- εργάτης, οποίος δούλευε στα γραφεία μπορεί, έβαζε μια φόρμα από πάνω να μη λερώνει τα ρούχα του και τα λοιπά. Και όταν βγαίναμε έξω δεν ήξερες ποιος είναι σε γραφείο και ποιος δουλεύει εργάτης, ήτανε όλοι. Και κάπου 500 μέτρα πιο κεi, είχαν μεγάλη τραπεζαρία, παίρναμε κουπόνια και μαγείρευαν σούπα, δεύτερο φαγητό, με κρέας ή χωρίς κρέας, και δίνανε και το γλυκό δωρεάν στο τέλος -να πούμε- κέικ. Και είχε και όσοι πάσχουν από στομάχι, δίαιτας φαγητά. Και χτυπούσαμε εκεί, ένα το κρατούσαν αυτοί κουπόνι, ένα κρατούσαμε εμείς. Κόστιζε τρεις κορώνες και πηγαίναμε εκεί και μετά το εργοστάσιο τρώγαμε και είχαμε, οποίος δεν ήθελε να φάει εκεί, είχαμε εκείνα τα δοχεία που είχε τρία κατσαρολάκια μέσα, τα κρατούσαμε εκεί. Και βάζανε στο ένα σαλάτα, στο άλλο σούπα και στο άλλο δεύτερο φαγητό. Ναι, άμα θέλαμε το παίρναμε έτσι και πηγαίναμε, αν θέλαμε καθόμασταν, τρώγαμε εκεί και κοντά είχαμε και το σπίτι, δεν ήμασταν μακριά. Και ό,τι απομεινάρια μένανε, τα δίνανε, εκτρέφανε έξω από την πόλη γουρούνια. Και όταν είχαμε γλέντια, τα σαλάμια και τις μπριζόλες και αυτά, τα είχαμε δωρεάν. Είχαν πολύ καλά προγράμματα, οργανωμένο κράτος. Ιατρεία τα είχαμε μέσα, στο αυτό, είχαμε μικροβιολογικό, τα πάντα! Μέσα στο αυτό, είχαμε ασθενοφόρο, μέσα στο εργοστάσιο. Βέβαια ήταν πολύ οργανωμένοι.
Πώς είναι το να δουλεύει μια γυναίκα σε ένα εργοστάσιο, σε εκείνες τις χώρες;
Πολύ καλά. Ο άντρας μου που ήταν υπεύθυνος στο τμήμα, κάθε χρόνο ερχότανε ο υπεύθυνος του εργοστασίου κι έλεγε: «Κύριε που είσαι υπεύθυνος, κάνουμε αύξηση μισθού. Εκατό κορώνες δίνουμε στους άντρες και πενήντα στις γυναίκες» Και λέει ο άντρας μου: «Δεν πρόκειται τέτοιο χαρτί να υπογράψω ποτέ. Οι γυναίκες -λέει- δουλεύουν και πιο πολύ απ τους άντρες, ούτε βγαίνουν για τσιγάρο και έχουν σκυμμένο το κεφάλι» λέει. Ήταν πολύ φεμινιστής ο άντρας μου, υποστήριζε το γυναικείο φύλο, γιατί κουραζόταν η γυναίκα περισσότερο. Ναι και λέει: «Δεν υπογράφω τέτοιο χαρτί, αν δε βάλετε εκατό κορώνες και στις γυναίκες». Και ο μόνος που κατάφερνε αυτό, ήτανε οι τρεις γυναίκες που είχε στο τμήμα του. Τον είχανε… Και μπροστά μου, τον αγκάλιαζαν, τον χαίρονταν. Ναι και εδώ στην Ελλάδα επίσης, τον είχαν βάλει σε τμήμα, εκεί στο Βόλο που δουλεύαμε, υπεύθυνος του τμήματος. Θέλω να σου πω, ήτανε πολύ, ήταν δημοφιλής και πολύ, είχα πολύ, ήμουν τυχερή, είχα πολύ καλό σύζυγο. Είχαμε πολύ καλή ζωή, εγώ ήμουν στο σπίτι όλο τραγούδι και κάποτε πέρασε ένας -δεν λέω το όνομά του ακόμα ζει- πλούσιος εδώ της Ελλάδας, εργοστασιάρχης. Και μόλις έμαθε ότι δουλεύει και Έλληνας σε εκείνο το εργοστάσιο -ήμασταν μόνο δυο Ελληνίδες κοπέλες εκεί- και ήθελε να συναντήσει, να δει πώς ζούμε. Γιατί εδώ πέρα ήταν η προπαγάνδα ότι μας έχουνε σε κοινόβια, ότι μας έχουν σε υγρά σπίτια και τέτοια. Και έτυχε να έρθει στο σπίτι μας. Είχα κάτι ωραία με κλαριά, έτσι, κάτι ωραία χαλιά, ένα μακρόστενο σαλόνι, καινούργια έπιπλα, πολύ ωραίο. Θυμάμαι τον έκανα πιλάφι με κοτόπουλο, τότε, τον άνθρωπο και ήταν και νεαρός. Ναι και τον φιλοξενήσαμε, είδε πώς ζούμε. Ήταν μεν δεξιός, αλλά δεν ήταν φανατικός, είχε ανοιχτούς ορίζοντες, ο άνθρωπος, Ναι κι έφυγε. Έρχεται ένας μυστικός, έμενε στην άλλη… Στην ίδια πολυκατοικία σε άλλη είσοδο, ενός γεροδεμένου Σλοβάκος και φωνάζει τον άντρα. Λέει: «Αυτό τον δεξιό εδώ, γιατί τον φιλοξενήσατε;» Λέει ο άντρας μου: «Αυτός με γνώρισε, Έλληνας βιομήχανος, με γνώρισε στο εργοστάσιο και σαν Έλληνας, ήρθε να δει πώς ζούμε. Και τον κάλεσα -λέει- για να δει πώς ζούμε, γιατί εκεί λένε ότι ζούμε σε κοινόβια, ότι μας έχετε σε σπίτια με υπόγεια, υγρά και τα λοιπά». Τότε λέει: «Καμιά προπαγάνδα δεν έκανα να βλάψω το κράτος». Τον έδωσαν χειραψία τον άντρα μου, ήρθε στο σπίτι και μου τα διηγήθηκε, ναι. Συμβαίνανε και τέτοια. Σοσιαλιστικό κράτος ήταν, τότε υπήρχε η προπαγάνδα «Ανατολικό μπλοκ και δυτικό» -ξέρεις- εκείνα τα χρόνια. Ναι, και μετά, γιατί μιλούσαν εκεί που ζούσαμε στην πόλη, 80% Ούγγροι και η ουγγρική γλώσσα είναι όπως οι τούρκικη, κάπως έτσι. Η τούρκικη πιο εύκολη είναι, η ουγγρική είναι πολύ δύσκολη. Ναι και οι συνεργάτες μου, ήμασταν δώδεκα γυναίκες και πέντε άνδρες -έκαναν και έπιπλα αυτοί- και όλη μέρα, 80% ήταν Ούγγροι και μιλούσαν ουγγρικά και έτσι έμαθα και τα Ουγγρικά. Εκεί στο Komárno ήταν ένα ατού και άμα ήξερες Ουγγρικά, σ' είχανε κορώνα στο κεφάλι οι Ούγγροι. Ναι, δύσκολα αυτοί μιλούν ξένη γλώσσα, είναι πολύ για τη γλώσσα τους περήφανοι.
Segment 7
Η απόφαση να επιστρέψουν πίσω στην Ελλάδα, ο αποχαιρετισμός, το ταξίδι της επιστροφής και η άφιξη στην Ελλάδα
02:05:20 - 02:16:18
Και έπειτα, εγώ δεν ήθελα να ζω μέσα σε Ούγγρους, να ακούω τα ουγγαρέζικα σχεδόν κάθε μέρα, καταπιέζονταν οι Σλοβάκοι από αυτούς, και όταν είπανε ότι μπορούμε να έρθουμε στην Ελλάδα χωρίς να υπογράφουμε κάτι, αποφασίσαμε να έρθουμε στην Ελλάδα. Εμείς μικρά παιδιά φύγαμε, ούτε αντάρτικο κάναμε ούτε τίποτα και ήθελα τα παιδιά μου να έρθουν μικρά, να μάθουν Ελληνικά και να παντρευτούν εδώ στην Ελλάδα. Ναι, η κόρη μου ήταν τότε δεκαπέντε χρονών, ο γιος μου δεκατριών και κάναμε την αίτηση να 'ρθουμε στην Ελλάδα. Μόλις ο Καραμανλής άνοιξε τα σύνορα, ήμασταν οι πρώτοι που ήρθαμε, το '75 το φθινόπωρο.
Πώς ξεκίνησε η απόφαση, το να γυρίσετε πίσω;
Πάντα θέλαμε να γυρίσουμε πίσω. Και τα παιδιά μου, κάθε βράδυ, τα διάβαζα την Οδύσσεια και είχανε τόσο δεθεί με την Ελλάδα και στο σπίτι τα έλεγα να μιλούν Ελληνικά. Μπερδεύονταν, μιλούσαν και την τοπική γλώσσα, αλλά μιλούσαν και Ελληνικά. Και ήταν μια Ελληνίδα που σπουδάζει στη Βουδαπέστη και ήρθε στο Komárno να συναντήσει τη μάνα της, που ζούσε στην Τσεχοσλοβακία και η μάνα της μετακόμισε από την Τσεχία στο Komárno για να μπορέσει να συνεχίσει την Ουγγρική γλώσσα, η κόρη της να μη διακόψει. Έτσι τελείωσε, σπούδασε και έγινε δασκάλα στα Ουγγρικά. Δίδασκε ιστορία και παρακάλεσε εκεί τους τοπικούς άρχοντες, αν μπορεί να κάνει το απόγευμα, μια, δυο ώρες, στα τρία, τέσσερα ελληνόπουλα που ήταν εκεί, να μάθουν λίγο Ελληνικά. Και αυτοί συμφώνησαν, δωρεάν δηλαδή, δεν πλήρωνες κάτι. Ναι και τα έμαθε τον εθνικό ύμνο αυτή, τα έμαθε δυο, τρία ελληνικά τραγούδια, την αλφαβήτα, να διαβάζουν και να γράφουν Ελληνικά, αυτά. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, τα νεοελληνικά δεν τα καταλάβαινε η κόρη μου. Τα διάβαζα εγώ και της τα έλεγα στη δημοτική. Και έτσι συνέχισε εδώ. Και τελείωσε το γυμνάσιο. Αυτά.
Θέλεις να μου πεις λίγο, το ταξίδι για να 'ρθείτε, δηλαδή η, ας πούμε, μετεγκατάσταση και πάλι στην Ελλάδα; Να το πιάσεις λίγο από την αρχή και να μου εξηγήσεις τι ακριβώς συνέβη.
Ναι.
Από εκεί πέρα πού ήσασταν, μέχρι να έρθετε εδώ πέρα και να ξαναεγκατασταθείτε.
Ναι. Στείλαμε στην πρεσβεία την αίτηση και σε δυο μήνες ήρθε ότι μπορούμε να πάμε στην Ελλάδα. Όταν ήρθε το χαρτί, χαρήκαμε με τον Χρήστο, με τον άντρα μου, γιατί θέλαμε να έρθουμε στην Ελλάδα πολύ. Λέω τα παιδιά: «Δεν θα πάμε στην Ελλάδα, θα μείνουμε εδώ» τα δοκίμαζα εγώ. Λέει ο γιος μου: «Γιατί ρε μάνα δεν θα πάμε στην Ελλάδα, μαμά;» Λέω: «Κοίτα, εκεί άμα θα πάμε, ζεστό νερό δεν θα έχουμε, όπως εδώ. Καλοριφέρ δεν θα έχουμε, θα ανάβουμε σόμπες». Λείπαμε είκοσι επτά χρόνια από την Ελλάδα, είκοσι οκτώ έλειπα, δεν ήξερα τι κατάσταση θα βρω εδώ και τον δοκίμαζα. «Τι λες ρε μαμά; Εγώ θα ανάβω τη σόμπα, εγώ θα κουβαλάω ξύλα -λέει ο γιος μου-, πάμε για Ελλάδα». Αφού τα διάβαζα την Οδύσσεια και αγάπησαν, έτσι, όλη την μυθολογία την ελληνική, ήθελαν και αυτά πολύ να 'ρθουν. Και τότε λέω στο εργοστάσιο ότι θα φύγω για Ελλάδα. Είχα μια Ουγγαρέζα φίλη, πολύ καλή, ήταν ένα χρόνο μικρότερη κι είχα και μια άλλη Σλοβάκα και αυτές ήτανε πολύ υπέρ του σοσιαλισμού. Όταν έμαθαν ότι έρχομαι στην Ελλάδα «Εδώ ζεις τόσο καλά και γυρνάς στον καπιταλισμό;» Με κακία μού το λέγανε: «Γιατί πας στον καπιταλισμό, αφού ζείτε τόσο καλά; Όλα τα έχετε». Ενοίκιο δεν πληρώναμε πολύ, λεφτά καλά παίρναμε, ζωή καλή είχαμε, ναι. Αυτοί δεν καταλάβαιναν τον πόθο για την πατρίδα, όπως το έχουμε εμείς οι Έλληνες. Και όταν έφυγα αυτές οι δυο φίλες δεν ήρθαν να με αποχαιρετήσουν, ενώ οι φίλοι του άντρα μου ήρθαν εκεί, παρόλο που καθυστέρησε το τρένο. Γιατί φόρτωναν το βαγόνι τα έπιπλά μας, όλα αυτά, το πιάνο της Ρούλας, τα πάντα, ναι. Είχαμε πληρώσει για αυτά, βέβαια, ό,τι χρειάζονταν να πληρώσουμε. Ναι, και τα φόρτωσαν εκεί βοήθησαν και αυτοί, βάλανε σανίδια να μην πάθουν τα έπιπλα τίποτα στη διαδρομή και έτσι στο βαγόνι. Και περίμεναν δυο ώρες οι φίλοι του άντρα μου εκεί, πίνανε κρασί, είχε και αίθουσα στο, εκεί που περιμένουν τα τρένα, στον σταθμό. Είχε εκεί μια αίθουσα που π[02:10:00]ερίμεναν και μπορούσες να πιεις κι έναν καφέ, κάτι τέτοιο. Και μας αποχαιρέτησαν και τους έδωσαν από το εργοστάσιο άδεια, πληρωμένη, τους φίλους μας. Τόσο καλούς φίλους είχαμε, πολύ καλούς φίλους. Και φύγαμε, μας κάνανε, έτσι, αυστηρό έλεγχο στην Ουγγαρία και ευτυχώς ήξερε τα Ουγγρικά και ήταν ένας, που τον δίδασκε η φίλη μου στα Ουγγρικά, και του μίλησα και λίγα Ουγγρικά, ήξερε και σλοβάκικα, και μας πέρασε έτσι εύκολα τον έλεγχο. Ναι, άμα μιλούσες Ουγγρικά, ήσουνα καμάρι τους, ξένος να μιλάς Ουγγρικά. Περάσαμε, κάναμε τριάντα έξι ώρες, δεν κοιμήθηκα καθόλου τις τριάντα έξι ώρες, είχα μόνο τα προσωπικά είδη σε βαλίτσα, αλλά με έκανε εντύπωση, όταν περνούσαμε τη Γιουγκοσλαβία δεν μου άρεσε καθόλου. Έβλεπα παντού να κάθονται αυτοί οι μουσουλμάνοι, όπως κάθονται -με συγχωρείς-, οι Ρομά. Και Ρομά πολλούς έβλεπα κάτω στους δρόμους, με αυτά τα βαριά σαλβάρια που φοράνε κάτι τέτοιο. Ξεραΐλα, ξέρω γω, δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η διαδρομή. Και στα Σκοπιά, είχαμε έναν, στο Komárno, φίλο Σλαβομακεδόνα και πήρε Σλοβάκα και αυτός δεν ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα, ότι τους καταπίεζαν εδώ τους Σλαβομακεδόνες και πήγαν πολλοί εκεί στη Βουλγαρία. Και ήταν στα Σκόπια και μας περίμεναν αυτοί οι φίλοι μας και μας έδωσαν σταφύλια και πίτσα εκεί που σταμάτησε το τρένο. Και στη διαδρομή μια Βουλγάρα δασκάλα συναντήσαμε εκεί. Εγώ ήξερα και Σλαβομακεδόνικα τραγούδια, πιάσαμε κουβέντα, τραγουδούσαμε κιόλας, μας συμπάθησε πολύ, δηλαδή είχαμε καλή διαδρομή, ευχάριστη. Αλλά μόλις κατεβήκαμε, να αλλάξουμε τρένο στη Σερβία, τρέχει ένας και μας αρπάζει τις βαλίτσες. Ενώ ήταν τρία βήματα να ανέβουμε στο τρένο. Ούτε πρόλαβα… Όπως κατεβάζαμε εμείς τις βαλίτσες, αυτός αμέσως ήρθε. Καπιταλισμός, μπήκαμε στον καπιταλισμό. Έρχεται μέσα, μας βάζει τις βαλίτσες στο αυτό. Εγώ νόμισα είναι αχθοφόρος, αυτός, του τρένου, εκεί του σταθμού. Πού να ξέρω από καπιταλισμό; Έρχεται μέσα και λέει: «Θέλω οκτώ δολάρια» που μας κουβάλησε τις βαλίτσες ως εκεί. Εμείς δολάρια δεν έχουμε. Γιατί δεν είχανε, δεν αλλάζανε λεφτά με το ανατολικό μπλοκ, δεν είχε σύμβαση η Τσεχοσλοβακία με την Ελλάδα και ήρθαμε χωρίς λεφτά. Τα ψωνίσαμε σε σεντόνια, έπιπλα, κρύσταλλα, τέτοια. Είχαμε τριάντα χιλιάδες εκεί, οικονομικά, μπορούσαμε να πάρουμε αυτοκίνητο. Ναι και… Ναι, λέω: «Δεν έχουμε» και ήταν ένας Έλληνας ωραίος, ντυμένος στο ίδιο κουπέ. Εγώ είχα τα παιδιά και εμείς, οικογένεια και αυτός, κάθονταν στην άκρη και λέει: «Ας τα -λέει- κυρία, θα τα πληρώσω εγώ». Έβγαλε αυτός και πλήρωσε. Οκτώ ήταν, έξι δολάρια; Δεν θυμάμαι. Και λέω: «Τι δουλειά κάνετε;». «Είμαι βοσκός» λέει, αλλά ήταν τόσο ωραία ντυμένος, αμφιβάλλω να ήταν βοσκός. Ναι, τέλος πάντων, τον ευχαριστήσαμε. Μόλις μπήκαμε στην Ελλάδα, έρχονται οι τελωνειακοί με εκείνα τα ίδια ρούχα, ανοιχτό μπλε πουκάμισο, έτσι με ρίγες -ξέρω 'γω τι είχε- με γιακά μονόχρωμο, ωραία περιποιημένοι. «Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα», άλλη ατμόσφαιρα. Όλη η Γιουγκοσλαβία δεν μου άρεσε καθόλου, όλη η διαδρομή του τρένου. Τι περιοχές ήταν αυτές που περνούσαμε, δεν ξέρω. Ναι και λέει: «Είμαστε τελωνειακοί να δούμε τις βαλίτσες, τι πράγματα έχετε». Λέω: «Έχουμε προσωπικά είδη, γυρνάμε για πάντα στην πατρίδα. Είμαστε πολιτικοί πρόσφυγες από την Τσεχοσλοβακία». Αμέσως, ευγενικά «Καλώς ήρθατε στην πατρίδα. Καλή διαμονή», μας φέρθηκαν πολύ φιλικά, ναι. Και έτσι μπήκαμε στην Ελλάδα. Προχώρησε… Λέμε: «Το βαγόνι με τα πράγματα;» «Έρχεται, θα 'ρθει αργότερα». Ξέρανε αυτοί, φαίνεται θα είχε έρθουν κι άλλοι πριν από μας. Ναι και μόλις φτάνουμε στην Ελλάδα και σταματάει το τρένο, λέω το Χριστό: «Κατέβα κάτω -τον άντρα μου- κατέβα κάτω να πιούμε ελληνικό νερό». Και ήτανε, ήτανε 10 Οκτωβρίου και ήτανε ζεστή, τότε ήταν ζεστό καλοκαίρι. Και φέρνει νερό και ήταν ζεστό. «Αμάν -λέω- τέτοιο νερό έχει Ελλάδα;» εγώ θυμόμουν το Κρυοπήγαδο εδώ. Ναι, και συνέχισε το τρένο, να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη. Και στον δρόμο, βλέπω είχανε πολλά καρπούζια έτσι στον κάμπο και ήταν μεγάλα και εγώ στην αρχή νόμιζα είναι πρόβατα. Κοιτάω καλύτερα… Γιατί δεν είχαμε κοιμηθεί. Από πότε ξεκινήσαμε, δεν έκλεισα μάτι, τριάντα έξι ώρες η διαδρομή. Ναι και κοιτούσα, κοιτάω καλά, καρπούζια. Ήτανε η συγκομιδή τότε και τα είχαν στον κάμπο ακόμα, κάτι μεγάλα. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και εκεί ευτυχώς μας περίμενε ο κουνιάδος μου, από δεύτερο πατέρα, ο αδερφός του άντρα μου. Γιατί ο άντρας μου είχε αλληλογραφία με την μάνα του. Είχε πεθάνει εκείνος, ο δεύτερος ο άντρας της και είχε κάμει πέντε παιδιά, να πούμε. Και είχε αλληλογραφία με τον μικρότερο αδερφό -πήγαινε στο γυμνάσιο- και έμαθε, ήταν κουρέας στα Γρεβενά ο κουνιάδος μας και μας περίμενε με ταξί και μας πήγε με το ταξί στα Γρεβενά, στην πεθερά μου. Για να μένουμε στην αρχή ώσπου να ‘ρθει το βαγόνι. Και μας πέρασε από την Καστανιά -Καστανιά λέγεται πάνω από τη Βέροια-, κάπου εκεί ένα μέρος και εκεί έχουνε πολύ σουβλάκια, πρώτη φορά έφαγα σουβλάκι ελληνικό. Ναι, μας άρεσε πολύ το σουβλάκι, ήπιαμε λεμονάδες, τέτοια, μας κέρασε ο κουνιάδος μου. Και έτσι στη διαδρομή ο άντρας μου -ήταν βοσκός εδώ, τον είχε ο θείος του βοσκός, όταν ήταν μικρός- κι έλεγε: «Εκεί βόσκαγα τα πρόβατα, εκείνη, εκείνη, αυτή η τοποθεσία, εκείνη εκεί». Έλεγα εγώ, νύσταζα κι έλεγα: «Καλά» είχα κουραστεί πια. Ναι, τελικά φτάσαμε στα Γρεβενά και καθίσαμε και κάπου έναν μήνα, ώσπου να έρθουν τα πράγματα, το βαγόνι μας.
Segment 8
Οι πρώτες επαφές με στοιχεία την Ελληνικής καθημερινότητας, οι μετακομίσεις λόγω τις επαγγελματικών υποχρεώσεων του συζύγου και η εγκατάσταση με την οικογένεια της στο Βόλο
02:16:18 - 02:27:56
Πού μένατε εκεί;
Μέναμε στην πεθερά μου, στο σπίτι της πεθεράς μου. Αυτή έπαιρνε ο άντρας της, γιατί είχε μείνει στην Αμερική κάμποσον καιρό και έπαιρνε όταν πέθανε μια μικρή σύνταξη από κει. Και μένανε, έμεινε με τα παιδιά της, μια κόρη -ήταν ανύπαντρη- και ο αυτός, ο κουνιάδος μου. Ο άλλος, ο μικρός, ήταν, έμενε στην Αθήνα και είχε φύγει για Αμερική μετά, μετά το Πολυτεχνείο, ήταν αστυνομικός και δεν του άρεσαν τα γεγονότα κι έφυγε, ναι. Και με τον κουνιάδο, με την κουνιάδα μου και την πεθερά μου ζούσαμε εκεί έναν μήνα, ώσπου να έρθει το βαγόνι. Και είχε ένα πολύ καλό, πρώτο εξάδελφό, δικηγόρο, ο άντρας μου και κανόνισε, γιατί είχαμε ταχυδρομήσει το βαγόνι για τα Γρεβενά. Και λέει: «Θα το ταχυδρομήσετε» πήγε, τα κανόνισε, με δικά του λεφτά, να πάει το βαγόνι Αθήνα. Γιατί θα πηγαίναμε εκεί για να βρει ο Χρήστος, ο άνδρας μου, δουλειά για τη σχολή που είχε βγάλει. Ναι και το κανόνισε εκεί. Εγώ άφησα τον άντρα μου και τα παιδιά στα Γρεβενά, μετά από δυο εβδομάδες -δυο, τρεις, έτσι κάπως- και μου έδωσε λεφτά, έβγαλε εισιτήριο ο δικηγόρος, ο ξάδερφος του άντρα μου. Και μας είχαν δώσει δέκα δολάρια το άτομο και τα εξαργυρώσαμε με τον κουνιάδο μου και μας έδωσε επτακόσιες δραχμές, δραχμές ναι. Και είχα κάτι λεφτά, κατέβηκα με πέντε βαλίτσες στην αδερφή μου στην Αθήνα, στη μεγαλύτερη αδερφή μου, έμενε στο Περιστέρι. Μου είπανε ότι εδώ τα ταξί πηγαίνουν που πολλούς παράδρομους για να βγάζουν λεφτά. Μου είπαν κάτι σχετικά με τον καπιταλισμό εδώ, τι να προσέχω. Κατέβηκα με πέντε βαλίτσες, φτάνω στο… Κατεβαίνω στον Σταθμό Λαρίσης και κοιτούσα να βρω ταξί. Ήταν η ώρα πριν τις έντεκα το βράδυ -δέκα και μισή;- βράδυ και έπαιρνα απ' ώρα τις βαλίτσες, πρώτα τρεις, μετά τις δύο, τις έβγαλα και περίμενα ταξί. Λέω καμιά κυρία, λέω: «Έχετε υψηλά, να μου χαλάσετε να κάνω τηλεφώνημα την αδερφή μου;» «Έχω για τον εαυτό μου». Εντάξει, πάω παραπέρα, βλέπω κάτι νεαρούς. Φοιτητές ήταν τώρα; Στρατιώτες; Όλοι καλοντυμένοι, μάλλον στρατιώτες, νεαροί ήταν. Λέω παιδιά: «Μήπως έχετε λίγο να με χαλάσετε, για να πάρω ένα τηλέφωνο;» είχα πέντε δραχμές, είχα -ξέρω ‘γω- δέκα, δεν θυμάμαι. «Ναι, κυρία, αμέσως». Μου αλλάξανε ευγενικά τα παιδιά, μου άλλαξαν, πήρα ταξί, πήρα την αδερφή μου τηλέφωνο. Μπαίνω στο ταξί, με βοήθησε και ταξιτζής να βάλω τις βαλίτσες στο αυτό, στο αυτοκίνητο. Του λέω: «Κοιτάτε, έρχομαι από το εξωτερικό πρώτη φορά στην Ελλάδα. Θα με πάτε ίσια στην αδελφή μου. Μην τυχόν και πάρετε παράδρομους και τέτοια, γιατί και λεφτά δεν έχω -λέω-, έχω πολύ λίγα». Ευτυχώς πέτυχα πολύ καλό ταξιτζή, αλλά του εξηγήθηκα από την αρχή. Και με πήγε μπροστά στην πόρτα της αδερφής μου και περίμενε, είχε φτάσει έντεκα η ώρα -ώσπου να βρω ταξί, κουβαλούσα βαλίτσες και αυτά- και περίμενε να δει, αν θα βγει αδερφή μου, αν δε, να με πάει σε κανα ξενοδοχείο. Μόλις βγήκε η αδερφή μου, με περίμενε, με αγκάλιασε, μας αποχαιρέτησε, έβγαλε τις βαλίτσες και ο ταξιτζής και έτσι φτάσαμε στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα, όσο έμεινες, τα πράγματα ήταν καλύτερα για τους πολιτικούς πρόσφυγες; Πώς το βίωσες εσύ αυτό;
Εγώ όταν ήρθα στην Ελλάδα και πήγα στην Αθήνα, αμέσως στην αστυνομία πήγε η προειδοποίηση ότι ήρθαμε απ' έξω. Και ήρθε ένας νέος αστυνομικός. Είχαμε νοικιάσει ένα πολύ ωραίο σ[02:20:00]πίτι. Ήταν δυο οικογένειες κάτω και δυο επάνω, στον πάνω όροφο. Ναι, και είχα βάλει τα έπιπλα εκεί, το πιάνο, ωραία, είχαμε διαμορφώσει το σπίτι. Έρχεται ένας νέος αστυνομικός να πάρει τα στοιχεία. Πήραν το διαβατήριο για να μας δώσουν προσωρινή ταυτότητα. Έρχεται, ανοίγει την πόρτα… Είχα έναν διάδρομο και μετά είχα ένα μικρό σαλονάκι που είχαμε το πιάνο και τραπεζαρία και μέσα είχα το σαλόνι με την τηλεόραση και τα υπόλοιπα έπιπλα και είχα συρόμενη πόρτα. Και άρχισε να πάρει τα στοιχεία, στην πόρτα είχε το χαρτί. Του λέω: «Χριστιανέ μου, εκεί δεν μπορείς να γράψεις. Έλα μέσα -λέω- βάλε στο τραπέζι το χαρτί και γράψε εκεί, πάρε τα στοιχεία. Ήρθε μέσα, κάθισε στο τραπέζι, λέω: «Άμα θέλεις και κάνα νερό, να σε κεράσω». Ναι, πήρε τα στοιχεία ο άνθρωπος και κοίταξε. Είχα ανοιχτή την συρόμενη πόρτα και τα έπιπλα, είχα ράψει εγώ, σαν γούνα ήταν το ύφασμα στις καρέκλες, πολυθρόνες σε όλα. Λέει: «Αυτά είναι δέρματα;» «Όχι -λέω-, είναι, έτσι ψεύτικο, ύφασμα» σαν δέρμα φέρνονταν. Είδε την τηλεόραση ταχτοποιημένα, το πιάνο, την ευγένεια τη δικιά μας. Τον έκανε εντύπωση. «Ξέρετε κυρία -λέει- εδώ πέρα, δεν μας βάζει κανένας στο σπίτι, μας λένε μπάτσους -λέει-, μας βρίζουν. Λέμε τις γυναίκες "Μην ρίχνετε τα παλιόνερα από τα μπαλκόνια" και μας βρίζουν μπάτσους. Ναι, εσείς, απ' έξω, είστε νομοταγείς, είστε άλλοι άνθρωποι» λέει. Και είδε εκεί και ήταν και τα παιδιά μου εκεί, είδε καλοντυμένα και τα παιδιά, ήμασταν μια χαρά. Εγώ ούτε φόβο, ξεθαρρετή, έτσι, όπως κάθε άνθρωπο τον δέχομαι στο σπίτι. Όταν πήρε τα στοιχεία και μου λέει: «Ελάτε σε δυο εβδομάδες στο αστυνομικό τμήμα εκεί του Περιστερίου, Ανθούπολη», Περιστέρι ήμασταν, να μου δώσουν προσωρινή ταυτότητα. Η ανιψιά μου λέει: «Θεια, είσαι όμορφη και δεν σε αφήνω. Εδώ οι άνδρες κοιτούν τις όμορφες και στην αστυνομία κιόλας» λέει, φοβόταν αυτή. Με αγαπούσε πολύ, της φαινόμουνα όμορφη. Λεπτομέρειες αυτές. Πάμε στην αστυνομία μαζί. Μπήκα μέσα, μου λέει ένας αστυνομικός: «Καλώς ήρθατε κυρία, τι θέλετε;». Είπα το όνομά μου και το επίθετό «Ήρθα από το εξωτερικό -λέω-, με πήρατε το διαβατήριο και ήρθα για προσωρινή ταυτότητα». Μόλις είπα το επίθετο, «Αμέσως κυρία, περάστε» με δέχτηκαν με τέτοια χαρά. Αυτός διηγήθηκε τι πέρασε στο σπίτι μου, ο νεαρός και χαρήκανε οι αστυνομικοί και με δέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Αμέσως με εξυπηρέτησαν, φύγαμε έξω… «Βρε θεία είδες τη χαρά, σε είδαν όμορφη» λέει, πού να ξέρει τα προηγούμενα η ανιψιά μου. Γελούσα κιόλας. Ναι. Και αυτή ήταν η υποδοχή. Δεν είχα καμιά άσχημη υποδοχή. Όταν ο άντρας μου δούλευε και αφού αναγνωρίστηκε το πτυχίο του, τον βάλανε σε καλή θέση και είπαν θα μας μετακομίσουν από την Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στα αμαξώματα, να είναι υπεύθυνος στα γραφεία. Και αυτός πήγε αεροπορικώς εκεί, να δει τη δουλειά, ξέρω ‘γω, τον κάλεσαν για να πάει στη Θεσσαλονίκη και από κει πληρώθηκε και μ' έστειλε δέκα χιλιάδες δραχμές. Με τις έστειλε με ταχυδρομείο, να έχω να κυκλοφορώ ώσπου να γυρίσει, γιατί κάθισε κάποιες μέρες εκεί. Πάω στο ταχυδρομείο να πάρω τα λεφτά ή στην τράπεζα, δεν θυμάμαι -τράπεζα νομίζω ήτανε- ,λέω: «Έχω να πάρω». Λέει: «Έχετε κάτι, ταυτότητα;» Λέω: «Δεν έχω ταυτότητα, και η αστυνομία μου έχει το -δεν είχα πάρει ακόμα την προσωρινή ταυτότητα- έχει το διαβατήριο, όπου να ναι θα πάρω, αλλά έχω την τσέχικη ταυτότητα». Αυτός που ήτανε εκεί στην αστυνομία ξέχασε να μας πάρει, να κρατήσει τις ταυτότητες που είχαμε για τους πολιτικούς πρόσφυγες. Και είδαν αυτοί το όνομά μου, τη φάτσα μου εκεί. «Εντάξει -λέει-, είναι δικά σου τα δέκα χιλιάρικα» μου τα δώσανε. Έπειτα βέβαια, έβγαλα την προσωρινή ταυτότητα, κανονική και εντάξει. Έπειτα μας ήρθε χαρτί να πληρώσει ο άντρας μου το στρατιωτικό, κάπου τέσσερα οκτακόσια νομίζω πληρώσαμε. Αλλά για να μπορέσω να νοικιάσω σπίτι στην Αθήνα, δανείστηκα από την αδελφή μου δεκατρεις χιλιάδες δραχμές, γιατί δίναμε δύο ενοίκια προκαταβολή. Ως έπιασα και εγώ δουλειά και ως μπήκαμε αρχές του Νοεμβρίου στο σπίτι, το 1975 και το '76 το Πάσχα, ξεχρεώσαμε τα λεφτά στην αδερφή μου. Ναι και μετά, φύγαμε, από οκτώ μήνες, που μέναμε Αθήνα, μας μετακομίσανε δωρεάν η εταιρεία για τα αμαξώματα, να πάμε Θεσσαλονίκη. Και μετακομίσαμε από την Αθήνα-Θεσσαλονίκη και εκεί νοικιάσαμε στην Τριανδρία ένα σπίτι. Ήμασταν έντεκα μήνες εκεί στη Θεσσαλονίκη. Ήρθε ένας φίλος μας από το Βόλο και λέει τον άντρα μου, ήμασταν φίλοι απ’ έξω, από φοιτητές γνωριζόμασταν, έμενε στο Βόλο αυτός, δούλευε στο εργοστάσιο και λέει: «Είναι Γερμανός ο… σπούδασε στην Αυστρία και μιλάει γερμανικά ο διευθυντής και θέλει κάποιους που κατέχουν τη γερμανική γλώσσα. Έλα -λέει- να είμαστε μαζί, ώσπου να προσαρμοστούμε με τους ντόπιους, να κάνουμε παρέα». Και λέει «θα σε ανεβάσουν και καλύτερα λεφτά». Να μην τα πολυλογώ, εγώ είχα κουραστεί με τις μετακομίσεις, πακέτα, ξεπακέταρα και ξανά το ίδιο. Ευτυχώς τα παιδιά τρέχανε στα μαγαζιά, φέρνανε κούτες, τις γέμιζα με τα γυαλικά, με όλα αυτά, πολύ κουράστηκα. Και λέει: «Τώρα αν θελήσει και η γυναίκα μου -λέει- να μετακομίσουμε στον Βόλο, είχε κουραστεί…» Γιατί αυτός έπιανε δουλειά και δεν είχε άδεια να πάρει, να έρθει να μας βοηθήσει. Δεν έχει μήνες που δούλευε, για τη μετακόμιση μετά να πάρει άδεια. Ναι. Και μας κάλεσε, μας φιλοξένησε ο φίλος στο Βόλο και μόλις είδα μονοκατοικίες, αυτοί οι πρόσφυγες να έχουν καθαρά τα σπίτια, τις αυλές, λέω: «Ερχόμαστε Βόλο». Ποτέ δεν ήθελα σε μεγαλούπολη. Και έτσι πήραμε την απόφαση, είχε πιάσει δουλειά ο άνδρας μου εκεί, πάλι υπεύθυνος στο γραφείο και έτσι μετακομίσαμε Βόλο.
Ο Βόλος ήταν και ο τελευταίος σταθμός να φανταστώ;
Ο τελευταίος σταθμός, ναι. Και τα παιδιά μου, ευτυχώς, παρόλο που αλλάζαμε πόλεις, γιατί τα είχα προετοιμάσει, δεν ένιωθαν καθόλου θλίψη, στεναχώρια ή ψυχικό τραύμα, που λένε, όπως πολλά παιδιά. Ναι, χαρούμενα και το μόνο δυσάρεστο ήτανε -αλλά μας βγήκε και αυτό σε όφελος- η κόρη μου επανέλαβε την ίδια τάξη για να μάθει καλά τα Ελληνικά. Και στον Βόλο, γιατί είναι ίσιος ο Βόλος, πήγαιναν με τα ποδήλατά, είχαμε φέρει όλοι ποδήλατα και παιδικά είχαμε και δικά μας, μετά μεγάλωσαν τα παιδιά, τα παιδικά τα δώσαμε στον φίλο μας, είχε μικρά παιδιά. Και πηγαίναμε με τα ποδήλατά μας στο σχολείο, ήταν βατός ο δρόμος, τους άρεσε, προσαρμόστηκαν πολύ. Θρησκευτικά, η κόρη μου δεν ήξερε, εκεί μαθαίναμε γενικά για τη θρησκεία, γιατί εκεί ήταν όλο καθολικοί, δεν είχαμε ορθόδοξη εκκλησία. Ναι και ήταν πολύ καλός ο δάσκαλος που δίδασκε Θρησκευτικά με την κόρη μου, ναι. Και έτσι την βοηθούσανε, ήξερε γενικά για τη θρησκεία -να πούμε- ήταν ενημερωμένη. Όχι, ήτανε πολύ καλά. Προσαρμόστηκαν τα παιδιά, περάσαμε καλά.
Segment 9
Η ευγνωμοσύνη της προς την τότε Τσεχοσλοβακία, η στιγμές που κρατάει έως και σήμερα στην καρδιά της, η επιστροφή με τον άντρα της στα χωριά τους μετά από 28 χρόνια και η αγάπη της για την Πατρίδα
02:27:56 - 02:40:02
Όταν έπεσε η Σοβιετική Ένωση και το μάθατε εσείς, εδώ πέρα, στην Ελλάδα, ποια ήταν τα συναισθήματα;
Λυπηθήκαμε. Λυπηθήκαμε πολύ, αλλά ο κομμουνισμός στη Ρωσία ήταν διαφορετικός από ό,τι στην Τσεχοσλοβακία. Οι Ρώσοι πέρασαν απ' τον από τον φεουδαρχισμό αμέσως στο σοσιαλισμό, δεν πέρασαν καπιταλισμό. Και ήρθε κάπως απότομα όλη αυτή η αλλαγή στους Ρώσους. Παραδείγματος χάρη, οι Ρώσοι είχανε για τους κομμουνιστές ξεχωριστά μαγαζιά. Όσοι ήτανε γραμμένοι στο κόμμα. Και οι άλλοι όλοι πολεμήσανε, αλλά δεν ήθελαν να είναι οργανωμένοι στο κόμμα. Γιατί αυτοί δεν βρίσκανε αυγά και λίπος, χοιρινό λίπος ή κρέατα και οι άλλοι τα βρίσκανε όλα στα μαγαζιά που ήταν οργανωμένοι; Αυτό στην Τσεχοσλοβακία δεν υπήρχε, ήταν τα μαγαζιά για όλους. Καλά η Τσεχοσλοβακία ήταν μέσα στα έξι πιο αναπτυγμένα κράτη προπολεμικά και ό,τι αγόραζες ήτανε Τσεχοσλοβάκικο, 100% ποιοτικό, ό,τι και να αγόραζες. Ναι, οι Τσεχοσλοβάκοι… Και τόση αγάπη μας δείξανε αυτοί οι άνθρωποι. Τόσο αγάπη, τέτοια στοργή, τέτοιο… Τι να πω; Πολύ, πολύ, πολύ, πολύ. Δηλαδή είμαι τόσο από αυτούς τους ανθρώπους ευχαριστημένη. Ωσότου θα πεθάνω θα το λέω αυτό, πολύ περιποίηση και πολύ καλά μας φερθήκανε. Ναι, ήμασταν κάπου δέκα χιλιάδες Έλληνες στην Τσεχοσλοβακία. Ήταν και στην Πολωνία πολλοί, σε όλα τα κράτη, στα πρώην. Ναι, ήταν γερό κράτος. Να φανταστείς εκεί που έμεινε η αδερφή μου, στην πόλη του Κρνοβ, εκεί βγάζανε τα πιάνα για τις εκκλησίες, τα Varhany που τα λέγανε, έβγαζαν πιάνα κανονικά, τα καλύτερα, από μαόνι και τέτοια. Οι Τσέχοι ήτανε -τ[02:30:00]ι να σου πω;- πολύ αναπτυγμένη χώρα. Όχι, περάσαμε πολύ καλά.
Μέσα σε όλο αυτό το ταξίδι, ποια είναι η στιγμή η οποία σου έχει μείνει περισσότερο και κρατάς μέχρι σήμερα;
Αχ μ' έρχεται να κλάψω. Ο χωρισμός και η αντάμωση με τους γονείς. Αυτό ήτανε. Και πιο χαρούμενη όταν αντάμωσα με τους γονείς και όταν ήρθα στην Ελλάδα. Όταν ήρθα στο χωριό μου, για να πάρω το πιστοποιητικό γεννήσεως, μέναμε στην πεθερά στα Γρεβενά, μπήκα στο λεωφορείο, είχα την καπαρντίνα μου, ήτανε μια ψιλή βροχούλα, έτσι μια αχνή έπεφτε, είχα την ομπρέλα, τα σανδαλάκια μου, την καπαρντίνα, ευρωπαϊκά ντυμένη όπως ντυνόμασταν έξω, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα το βαγόνι, να έχω πολλά ρούχα έτσι και αυτά. Και ήρθα -αυτή η εντύπωση, δεν την ξεχνώ ποτέ- και μας άφησαν επάνω στην Αγία Παρασκευή, το λεωφορείο πήγαινε για Σαμαρίνα, δεν κατέβαινε στο χωριό. Και με την ομπρελίτσα, με την τσαντούλα μας, είχε μια τσάντα ο άντρας μου και μία εγώ και κατεβήκαμε. Ούτε κατάλαβα ήμαν τότε 59 κιλά, εγώ ένιωθα ότι με 5 κιλά, πετούσα, γιατί αυτά τα μέρη όλη μέρα τα έτρεχα. Ούτε φίδια φοβόμασταν, τίποτα, από μικρή το βράδυ μαζευόμουνα στο σπίτι ή το μεσημέρι να φάμε. Και μόλις κατέβηκα, κατεβαίναμε, μιλούσαμε, έλεγε ο άντρας μου: «Εδώ βοσκούσα τα πρόβατα, εδώ, εκείνο εκεί, το άλλο εκεί...» Ούτε καταλάβαμε πως κατεβήκαμε κοντά στη γέφυρα και προχωρούσαμε προς το χωριό. Να βλέπω ένα βοσκό. Βλέπω το βοσκό, περνούσε πρόβατα από δω εκεί, τότε δεν ήταν ο δρόμος έτσι φαρδύς και περνούσαν τα πρόβατα από τη μία πλευρά στην άλλη. «Καλημέρα πατριώτη». «Καλημέρα» λέει, μας είδε ευρωπαϊκά ντυμένους, είχε μια τσάντα όπως οι γιατροί ο άντρας μου, έτσι όπως ήρθαμε απ' έξω. Λέει: «Ποιοί Είστε ρε παιδιά;» Λέω εγώ τίνος είμαι. «Τι λες μωρ' κορίτσι μου, είμαστε δεύτερα ξαδέρφια» λέει. Ήταν ένας όντως, η γυναίκα του ήταν έξω και το '54 αυτή ήρθε εδώ να ανταμώσουνε. Έρχομαι στην πλατεία του χωριού, ήταν κάτι γυναίκες εκεί. Φτάνω στον πλάτανο, βλέπω εκεί μια θεία μου, τη γνώρισα αμέσως, παρόλο που έλειψα είκοσι οκτώ χρόνια, δεν είχε αλλάξει καθόλου η φυσιογνωμία. Λέω: «Καλημέρα». Λέει: «Καλημέρα». Λέω: «Θέλω τον Κώτσο, τον Γραμματέα. Θέλω πιστοποιητικό γεννήσεως». Λέει: «Από πού είσαι;» Λέω: «Από δω είμαι χωριανή σας». «Και ποια είσαι;» Μόλις είπα ποιανού είμαι, «Τι λες μωρ' κορίτσι μου, ξέρεις ποια είμαι εγώ;» λέει. Λέω « Η θεία η Βαγγελιώ, σε ξέρω». Λέει: «Με γνώρισες;». «Δεν άλλαξες θεία καθόλου» λέω. Με αγκαλιάζει, με φιλάει, λέω: «Έχεις χαιρετισμούς από την ξαδέρφη σου, απ' τη μάνα μου». «Α να σε φιλήσω ακόμη μια φορά». Ο γραμματέας ήταν μέσα στο καφενείο, τον φώναξε. Μόλις έμαθε ποια είμαι, με βάζει εδώ, σα βεντούζα, ένα φιλί, ο Κώτσος. Ναι πήρα τελικά πιστοποιητικό γεννήσεώς. Με έκανε εντύπωση όταν κοιμήθηκα στη μάνα του, στη θεία μου, ήταν αδελφή του πατέρα, είχαν λάμπα πετρελαίου. Τότε έβαζαν κολώνες της ΔΕΗ εδώ πέρα, να περάσουν ρεύμα, το '75 και εγώ το '60 εκεί που παντρεύτηκα είχα τα πάντα. Και πλυντήριο και ρομπότ και αυτά μίξερ και αυτά όλα. Ναι, με έκανε εντύπωση. Και ήταν άρρωστη η καημένη η θεία για την καρδιά, μου λέει: «Σβήσε τη λάμπα το βράδυ για να κοιμηθούμε». Να μην τα πολυλογώ μας έδωσε το πιστοποιητικό γεννήσεως και ποδαράτη να πάμε 9 χιλιόμετρα είναι το χωριό του άντρα μου. Να πάμε εκεί να πάρουμε και για τον άντρα μου το πιστοποιητικό. Στον δρόμο, ηξεράμε, ξέραμε και οι δυο τα μονοπάτια, τα τριγυρνούσαμε όταν ήμασταν μικρά. Ναι. Και λέω τον άντρα μου: «Εδώ κάτω -λέω- όπως περνάμε το δρομάκι για το χωριό σου, υπάρχει μια κρανιά». «Ω, την θυμάμαι» λέει. Κατεβάσαμε, ήταν ώριμα τα κράνα, μάσαμε μερικά κράνα και πήραμε ποδαρόδρομο. Φτάνουμε εκεί που στέλνουν τα πρόβατα και είχε κοπριά και είχαν βγει προβατομανίταρα. Τα γνωρίζαμε, μάσαμε και μανιτάρια, τα βάλαμε ότι χώρεσε η τσάντα, η δικιά του, η δικιά μου και μετά από δυο ώρες, σιγά σιγά περπατώντας, στο δρόμο είχε μια πηγή, «Μελεδών» τη λένε. Όταν πας από την Τσούργιακα, απ' την Αετιά στον δρόμο εκείνο είναι αυτή. Και κατεβήκαμε ήπιαμε νερό και φτάσαμε στο χωριό του. Κουρασμένοι τώρα, δυο ώρες ποδαρόδρομο με το τακουνάκι. Πάω, πάμε εκεί, είχε ακριβώς ένα φαγάδικο, σαν ξενοδοχείο, όχι, σαν καφενείο, αλλά μαγείρευαν κιόλας. Και μόλις μπήκαμε μέσα οι τσομπαναραίοι και αυτοί… Γιατί φύγαμε μεσημέρι, απόγευμα από εδώ -δεν θυμάμαι- και σούρουπο φτάσαμε σχεδόν εκεί. Έτσι, ζύγωνε επτά η ώρα το βράδυ, ξέρω, κάπως έτσι, μπήκαμε μέσα. Μόλις μας είδαν έτσι ντυμένοι αλλιώς, με διαφορετικά απ' ότι εκεί, δεν μας ξέρουν πρώτη φορά, σταμάτησαν όλοι να μιλούν και μας κοιτούσαν. Έρχεται μέσα η γυναίκα του αφεντικού εκεί, του Βλάση, Λέει: «Α ,καλώς ήρθατε». Λέω: «Έχετε φαγητό; Είμαστε πολύ πεινασμένοι -λέω-, περπατήσαμε πολύ». «Έχουμε λέει φακές». «Ό,τι πρέπει» λέμε. «Από πού είστε;» Λέει ο άντρας μου: «Από δω είμαι, χωριανός σας». «Από ποια είσαι;» Λέει: «Της Ουρανίας ο γιος» και είπε το επίθετο του πατέρα του. «Τι λες μωρέ, είμαστε δεύτερα ξαδέρφια» λέει αυτή, αγκαλιές… Το ακούν αυτοί οι άλλοι, ήταν πρώην συμμαθητές του, που ήταν πιο στην άκρη στο παράθυρο «Ήρθε ο Χρήστος!» Χάρες, τον πλεύρισαν εκεί, μας έβαλε αυτή δωρεάν μας κέρασε τις φακές. Μωρέ φάγαμε γεμάτα τα πιάτα, είχαμε κουραστεί, ναι. Και τώρα δυο ξαδέρφια μαλώνανε, ποιοι θα μας πάρουν να κοιμηθούμε το βράδυ. Ο ένας λέει: «Εγώ έχω και αυτόματο τέτοιο, ντεπόζιτο με ζεστό νερό, άμα θέλετε να κάνετε ντους και τ' άλλο... Τελικά πήγαμε σ αυτόν. Ε, μας χάρηκαν όλοι οι χωριανοί, τον άντρα μου τον αγαπούσαν όλοι, ήταν από μικρός καλό παιδί. Ναι, και κοιμηθήκαμε σ αυτόν, την άλλη μέρα πήγαμε να πάρουμε πιστοποιητικό γεννήσεως. Τελικά μας το δώσανε και φύγαμε. Αφού φύγαμε πιάνουνε τον συμμαθητή, τον πρώην συμμαθητή του άντρα μου και του λένε: «Δεν ντρέπεσαι; Έφερες κομμουνιστές εδώ να τους φιλοξενήσεις;» Λέει αυτός: «Τι, αυτοί είμαστε συγγενείς και ήμασταν και συμμαθητές. Τι κουμουνιστές; Αυτά μικρά παιδιά φύγανε, ούτε ξέρουν τι θα πει κομμουνισμός» λέει, γιατί εκεί υπήρχε χωροφυλακή στο χωριό τους πάντα. Ναι, και μόνο αυτό ήταν το… Που δεν μου άρεσε. Κατά τα άλλα όλα μια χαρά. Πιάσαμε δουλειά, δουλέψαμε.
Θα υπήρχε κάτι το οποίο να άλλαζες σε όλη αυτή τη διαδρομή;
Να σου πω, όχι. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Ήξερα ότι θα βρω δυσκολίες, γιατί δεν ήξερα πού θα πάω; Πώς θα πάω; Τι θα βρω; Αλλά είμαι άνθρωπος που δεν τα βάζει κάτω και δεν φοβάμαι. Ποτέ δεν φοβήθηκα στη ζωή μου για κάτι. Ναι. Και ύστερα εδώ, όπως λέει μια παροιμία «Κάθε κόκορας, την κοπριά του λαλάει», λέω αυτό το κτήμα είναι δικό μου, δεν μπορεί κανένας να μου πει φύγε. Κατάλαβες; Είμαι στην πατρίδα μου, ήθελα να ακούω τα ελληνικά τραγούδια, τα ήθη και έθιμα του Έλληνα, να μεγαλώσουν τα παιδιά μου και να παντρευτούν Έλληνες. Να μη φύγουν στο εξωτερικό, αυτό ήθελα. Και αυτό. Είχα μια φιληνάδα εκεί που δούλευα στον Βόλο, ήτανε πολύ θρησκευτική του κατηχητικού και εγώ δεν εκκλησιάζομαι, δεν συνήθισα. Και μου έλεγε αυτή: «Παρόλο που δεν εκκλησιάζεσαι, είσαι τόσο καλός άνθρωπος, που και σπίτι θα φτιάξεις και τα παιδιά θα σπουδάσεις -μου λέει- και θα περάσεις καλά. Εγώ σου το λέω» λέει. Ό,τι είπε αυτή, έτσι έγινε.
Τέλεια. Εμένα-
Αυτά.
Με έχεις καλύψει, πραγματικά ήσουν εξαιρετική. Θέλεις πριν κλείσουμε να προσθέσεις κάτι;
Το μόνο που μπορώ να προσθέσω, πολλοί που ήρθαν εδώ, ή από τη Γερμανία ή από το αυτό, τα παιδιά τούς κάκιζαν τους γονείς που ήρθαν εδώ. Τα παιδιά μου ήταν χαρούμενα. Ποτέ τα παιδιά μου και εγώ, δεν είπα ότι το μετάνιωσα που ήρθα Ελλάδα, παρόλο που είχα καλή ζωή εκεί. Είμαι Ελληνίδα, δηλαδή, 100% και όταν ακούω δυσάρεστα για την Ελλάδα, κλαίω. Ναι, θέλω η Ελλάδα να αναπτύσσεται, να χαίρομαι για την Ελλάδα. Και δεν θέλω να φύγουν τα παιδιά μου από δω. Ποτέ. Τα εγγόνια μου και να ξενιτευτούν. Εμείς έτσι μάθαμε και αυτό μας αρέσει.
Τέλεια, σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Παρακαλώ.
Photos

Οικογένεια
Η αφηγήτρια Ευρωπία Κιτσούλη με την οικογέ ...

Ευρωπία Κιτσούλη
Η αφηγήτρια Ευρωπία Κιτσούλη σε καλοκαιριν ...
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Η Ευρωπία Κιτσούλη, υπό το πρίσμα της πολιτικής προσφυγοπούλας, αφηγείται όλα όσα έζησε εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, από τα πρώτα χρόνια της ζωής. Η αφήγηση της ξεκινά από το χωριό της, το Πρόσββορο Γρεβενών, στα χρόνια χρόνια της Γερμανικής κατοχής, με σταθερή πορεία προς τα γεγονότα του εμφυλίου. Σημείο μηδέν της προσφυγικής της περιπέτειας, αποτελεί η φυγάδευσή της, μαζί με άλλα ελληνόπουλα, από την χώρα, υπό την αιγίδα των ανταρτών, με προορισμό τις σοσιαλιστικές χώρες. Φεύγοντας από τα σημεία υποδοχής της Αλβανίας , κρίσιμοι σταθμοί στο ταξίδι της, υπήρξαν η Ρουμανία και μετέπειτα η Τσεχοσλοβακία, όπου οι παιδικές της αναμνήσεις σημαδεύτηκαν από τα όσα αποκόμισε από τους παιδικούς σταθμούς εκεί. Βασικό κεφάλαιο της διήγησης της αποτελεί η γνωριμία με τον σύζυγο της και η κοινή τους πορεία πριν και μετά τον επαναπατρισμό τους στην Ελλάδα την δεκαετία του 70'. Αφού πρώτα έζησε για λίγο την εμπειρία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, την καρδιά της κέρδισε ο Βόλος, που έμελλε να είναι ο τελικός σταθμός αυτού μεγάλου ταξιδιού. Η ιστορία της ολοκληρώνεται, εκφράζοντας τον θαυμασμό της για την τότε Τσεχοσλοβακία, την αγάπη της για την πατρίδα και με ιδιαίτερη μνεία σε μερικές ξεχωριστές για εκείνη στιγμές.
Narrators
Ευρωπία Κιτσούλη
Field Reporters
Ανδρέας Στεργιούλας
Historical Events
Tags
Interview Date
20/07/2023
Duration
160'
Interview Notes
Σχόλια του Ερευνητή:
Η Αφηγήτρια παραθέτει ένα ποίημα όπως το θυμάται, παρόλα αυτά το σωστή εκδοχή του είναι η παρακάτω:
«Κάστρο δεν ήταν, μ’ άντεξε σαν Κάστρο.
Ολάκερη μια μέρα και βωμός
υψώθηκε κι ολόκληρο σαν άστρο
στην αίγλη του το πήρεν ο ουρανός
Τρία παιδιά, τρεις νέοι, τρεις επονίτες
ταν οι μόνοι άξιοι του φρουροί
και γύρω ένα φουσάτο γκεσταμπίδες,
τσολιάδες, καστροπάρτες Γερμανοί.
Κι όταν το γέρμα του ήλιου οι αντρειωμένοι
σιγήσαν πια κι αυτοί, χωρίς πνοή
προχώρησαν αργά, δειλά, σκιαγμένοι
οι πολιορκητές μες στη σιγή.
Σωρό τα πτώματα έλεγαν θα βρούνε
και βρήκαν μόνον τρία νεκρά παιδιά.
Κατάπληκτοι τα βλέπουν κι απορούνε
πούθε έβγαινε μια τέτοια λεβεντιά.
Πούθε έβγαινε; Απ’ τα Νιάτα απ’ τη θυσία,
τάχεν η ΕΠΟΝ γεννήσει η ηρωική
να ξαναγράψουν μια παλιά ιστορία
σε νέα σελίδα ακόμα πιο λαμπρή.
Στο Κούγκι τώρα και στ’ Αρκάδι,
το σπίτι – Κάστρο στέκεται ιερό.
Κι οι τρεις λεβέντες λάμπουν κάθε βράδυ
τρίδυμα αστέρια εκεί στον Υμηττό».
Επίσης, η Αφηγήτρια παραθέτει τη διαδρομή της προς τα σύνορα με πρώτο σταθμό το Μεσολούρι, δεύτερο σταθμό τη Ζούζουλη Καστοριάς και τρίτο τα Καλύβια Ντέτσου, σύμφωνα όμως με τον χάρτη, η διαδρομή πρέπει να έγινε διαφορετικά, μιας και τα Καλύβια βρίσκονται ανάμεσα σε Μεσολούρι και Ζούζουλη.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Η Ευρωπία Κιτσούλη, υπό το πρίσμα της πολιτικής προσφυγοπούλας, αφηγείται όλα όσα έζησε εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, από τα πρώτα χρόνια της ζωής. Η αφήγηση της ξεκινά από το χωριό της, το Πρόσββορο Γρεβενών, στα χρόνια χρόνια της Γερμανικής κατοχής, με σταθερή πορεία προς τα γεγονότα του εμφυλίου. Σημείο μηδέν της προσφυγικής της περιπέτειας, αποτελεί η φυγάδευσή της, μαζί με άλλα ελληνόπουλα, από την χώρα, υπό την αιγίδα των ανταρτών, με προορισμό τις σοσιαλιστικές χώρες. Φεύγοντας από τα σημεία υποδοχής της Αλβανίας , κρίσιμοι σταθμοί στο ταξίδι της, υπήρξαν η Ρουμανία και μετέπειτα η Τσεχοσλοβακία, όπου οι παιδικές της αναμνήσεις σημαδεύτηκαν από τα όσα αποκόμισε από τους παιδικούς σταθμούς εκεί. Βασικό κεφάλαιο της διήγησης της αποτελεί η γνωριμία με τον σύζυγο της και η κοινή τους πορεία πριν και μετά τον επαναπατρισμό τους στην Ελλάδα την δεκαετία του 70'. Αφού πρώτα έζησε για λίγο την εμπειρία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, την καρδιά της κέρδισε ο Βόλος, που έμελλε να είναι ο τελικός σταθμός αυτού μεγάλου ταξιδιού. Η ιστορία της ολοκληρώνεται, εκφράζοντας τον θαυμασμό της για την τότε Τσεχοσλοβακία, την αγάπη της για την πατρίδα και με ιδιαίτερη μνεία σε μερικές ξεχωριστές για εκείνη στιγμές.
Narrators
Ευρωπία Κιτσούλη
Field Reporters
Ανδρέας Στεργιούλας
Historical Events
Tags
Interview Date
20/07/2023
Duration
160'
Interview Notes
Σχόλια του Ερευνητή:
Η Αφηγήτρια παραθέτει ένα ποίημα όπως το θυμάται, παρόλα αυτά το σωστή εκδοχή του είναι η παρακάτω:
«Κάστρο δεν ήταν, μ’ άντεξε σαν Κάστρο.
Ολάκερη μια μέρα και βωμός
υψώθηκε κι ολόκληρο σαν άστρο
στην αίγλη του το πήρεν ο ουρανός
Τρία παιδιά, τρεις νέοι, τρεις επονίτες
ταν οι μόνοι άξιοι του φρουροί
και γύρω ένα φουσάτο γκεσταμπίδες,
τσολιάδες, καστροπάρτες Γερμανοί.
Κι όταν το γέρμα του ήλιου οι αντρειωμένοι
σιγήσαν πια κι αυτοί, χωρίς πνοή
προχώρησαν αργά, δειλά, σκιαγμένοι
οι πολιορκητές μες στη σιγή.
Σωρό τα πτώματα έλεγαν θα βρούνε
και βρήκαν μόνον τρία νεκρά παιδιά.
Κατάπληκτοι τα βλέπουν κι απορούνε
πούθε έβγαινε μια τέτοια λεβεντιά.
Πούθε έβγαινε; Απ’ τα Νιάτα απ’ τη θυσία,
τάχεν η ΕΠΟΝ γεννήσει η ηρωική
να ξαναγράψουν μια παλιά ιστορία
σε νέα σελίδα ακόμα πιο λαμπρή.
Στο Κούγκι τώρα και στ’ Αρκάδι,
το σπίτι – Κάστρο στέκεται ιερό.
Κι οι τρεις λεβέντες λάμπουν κάθε βράδυ
τρίδυμα αστέρια εκεί στον Υμηττό».
Επίσης, η Αφηγήτρια παραθέτει τη διαδρομή της προς τα σύνορα με πρώτο σταθμό το Μεσολούρι, δεύτερο σταθμό τη Ζούζουλη Καστοριάς και τρίτο τα Καλύβια Ντέτσου, σύμφωνα όμως με τον χάρτη, η διαδρομή πρέπει να έγινε διαφορετικά, μιας και τα Καλύβια βρίσκονται ανάμεσα σε Μεσολούρι και Ζούζουλη.