© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Αμερική, Καστοριά, Μόσχα: Ένας επιχειρηματίας γουναράς και έμπορος γούνας αφηγείται

Istorima Code
24877
Story URL
Speaker
Κωνσταντίνος Βλάχος (Κ.Β.)
Interview Date
20/07/2023
Researcher
Παρέση Ζυμπίδου (Π.Ζ.)
Π.Ζ.:

[00:00:00]Πώς ονομάζεστε;

Κ.Β.:

Κωνσταντίνος Βλάχος, Ντίνος Βλάχος.

Π.Ζ.:

Ντίνος. Είναι  Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023, είμαι με τον κύριο Ντίνο. Είμαστε στην Καστοριά, στο κατάστημά του, εγώ είμαι η Ζυμπίδου Παρέση, ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε. Κύριε Ντίνο, πείτε μου λίγα λόγια για εσάς, πότε γεννηθήκατε, πού;

Κ.Β.:

Γεννήθηκα 20 Νοεμβρίου στη Νέα Υόρκη, στο Μανχάταν, και όταν έγινα 9 χρονών επέστρεψα με τους Έλληνες Καστοριανούς γονείς μου στην Καστοριά, στη γενέτειρά τους, στην πατρίδα τους, στην πατρίδα μου κιόλας.

Π.Ζ.:

Πώς ήταν τα χρόνια στην Αμερική;

Κ.Β.:

Πολύ ωραία, θέλω να πω, εντάξει, μια ηλικία που δεν έχεις κρίση ιδιαίτερη και εμπειρίες άλλες για να συγκρίνεις, αλλά αυτά αυτά που έχουν μείνει είναι γλυκά και ωραία, ωραία χρόνια. Με φίλους, με δραστηριότητες, με ενδιαφέροντα, με... εντάξει, ωραία, ωραία χρόνια. 

Π.Ζ.:

Πηγαίνατε σε ελληνικό σχολείο; Πείτε μου λίγα πράγματα.

Κ.Β.:

Πήγαινα σε κανονικό σχολείο, σε αμερικάνικο σχολείο, σε ελληνικό σχολείο πήγαινα... πηγαίναμε κάθε Κυριακή, στον Άγιο Σπυρίδωνα στο Μανχάταν στη γειτονιά μας, όπου συναντούσαμε και τους άλλους Έλληνες εκεί φίλους, γιατί με Έλληνες κάναμε παρέα. Οπότε κάθε Κυριακή ήταν τόπος συνάντησης. Και πηγαίναμε σε σχολείο ελληνικό, μαθαίναμε κάποια πράγματα, και μετά βρισκόμασταν έξω και αναπτύσσαμε τις σχέσεις μας μεταξύ μας εκεί, τις οποίες διατηρούσαμε βέβαια κατά τη διάρκεια της εβδομάδος, γιατί μέναμε κοντά εκεί, όποτε παίζαμε στη γειτονιά, βρισκόμασταν, υπήρχε μια γειτονιά μέχρι τη στιγμή που φύγαμε. Υπήρχε μια, έτσι, κλειστή κοινωνία Ελλήνων, γιατί με Έλληνες συναναστρεφόμασταν και μέχρι που φύγαμε, γιατί τα πράγματα είχαν αρχίσει να χειροτερεύουν στη γειτονιά, δηλαδή να έρχονται... αυτό που φοβούνται, ας πούμε, οι κλειστές ελληνικές κοινωνίες, έρχονταν η εγκληματικότητα, ας πούμε, τα ναρκωτικά, τα οποία συνδεδεμένα με διάφορες κοινωνίες, ομάδες, τέλος πάντων, ανθρώπων. Τότε, ας πούμε, ήταν οι Ισπανοί και οι μαύροι, οι οποίοι είχανε τη διακίνηση γενικά αυτών των καταστάσεων στην εγκληματικότητα, στα ναρκωτικά, κι έτσι έπρεπε να πάρουν απόφαση να φύγουνε από την περιοχή και να πάνε κάπου εκτός Νέας Υόρκης ή να επιστρέψουν Ελλάδα. Οπότε οι δικοί μου... τότε ήταν ένα κύμα αυτό μετανάστευσης εσωτερικής γενικότερα, όπου οι δικοί μου επέλεξαν να 'ρθούνε στην Ελλάδα, το 'χε προγραμματίσει ο πατέρας μου, είχε ξεκίνησε να χτίζει ένα σπίτι στην Καστοριά, κι έτσι υπήρχε ένα πρόγραμμα κάποια στιγμή να να φύγουμε οικογενειακώς όλοι. Και έτσι έγινε, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν επιλέξει να πάνε εκτός Νέας Υόρκης, Αστόρια ή Λονγκ Άιλαντ. Οι οποίοι έμειναν μετά και, εντάξει, διατηρήσαμε κάποιες σχέσεις, αλλά μέχρι ένα σημείο.

Π.Ζ.:

Η συναναστροφή σας στο σχολείο με παιδιά που ήταν Αμερικάνοι;

Κ.Β.:

Ήταν Αμερικανάκια, ναι, ήταν Αμερικανάκια, είχαμε καλές σχέσεις. Υπάρχουν ακόμα φωτογραφίες. Τότε εκεί υπήρχε μια... ήταν ανεπτυγμένη η αμερικάνικη καθημερινότητα, ζωή, κοινωνία, τέλος πάντων, και, εντάξει, είχαμε τις φωτογραφίες μας, είχαμε τις σχέσεις με τους δασκάλους, υπήρχε... υπάρχουνε πολύ καλές αναμνήσεις από το σχολείο, γιατί ήταν και οργανωμένο σε πολύ καλύτερα πρότυπα, γιατί μετά ήρθα στην Ελλάδα και αντιμετώπισα μια οπισθοδρόμηση, τέλος πάντων, ήρθα σε μια χώρα όπου, τέλος πάντων, τότε μόλις είχε έρθει η τηλεόραση, το σχολείο ήτανε ο δάσκαλος, ο φίλος των γονιών των παιδιών, όχι του δικού μου βέβαια, των δικών μου, ενώ στην Αμερική τα πράγματα ήτανε... υπήρχε μια ανωνυμία, υπήρχε μια αντικειμενικότητα σε σχέση με τη διαδικασία διδασκαλίας και υπήρχε ένας ανταγωνισμός. Υπήρχε μια πρόοδος στους μαθητές, υπήρχε... υπήρχε κάτι το οποίο το θυμάμαι ακόμα, ότι αυτοί οι οποίοι άξιζαν, προχωρούσαν, ανέβαιναν, υπήρχε μια αξιοκρατία, τέλος πάντων, το οποίο δυστυχώς ακόμα στις ημέρες μας δεν αντιλαμβάνομαι κάτι... κάτι εδώ στην Ελλάδα.

Π.Ζ.:

Οι εγκαταστάσεις στο σχολείο πώς ήταν; Τις θυμάστε;

Κ.Β.:

Θυμάμαι αμυδρά, αλλά ήταν σίγουρα εγκαταστάσεις στο σχολείο τις οποίες δεν τις βρήκα στην Ελλάδα. Ήτανε... είχαμε το φαγητό μας, υπήρχε μια οργάνωση η οποία ακόμα είναι ιδεατή σήμερα στην Ελλάδα. Εντάξει, γίσουρα τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει προοδεύσει στο κομμάτι αυτό, αλλά φανταστείτε ότι έχουν περάσει πενήντα χρόνια από τότε, ας πούμε, οπότε... 50 και, όποτε τα πράγματα... γι’ αυτό και προόδευσαν σαν κοινωνία, γιατί η παιδεία είναι το άλφα και το ωμέγα μιας χώ[00:05:00]ρας γενικότερα, των κατοίκων της. Η πρόοδος γενικότερα [Δ.Α.] την παιδεία. Οπότε η Αμερική προχωράει, γιατί η παιδεία είναι κάτι πολύ οργανωμένο.

Π.Ζ.:

Όταν σας ανακοίνωσαν ότι θα φύγετε απ’ την Αμερική και θα 'ρθείτε στην Ελλάδα, είχατε επαφές με την Ελλάδα; Είχατε δει–

Κ.Β.:

Δεν είχαμε καμία επαφή με την Ελλάδα. Είχαμε ξαναέρθει στην Ελλάδα μια φορά, εντάξει, η Ελλάδα ήταν ένα όνειρο. Ακούγαμε, βλέπαμε, μιλούσαμε ελληνικά. Είχαμε έρθει, θυμάμαι, είχα ανέβει στο πατρικό του πατέρα μου, ήτανε σαν να... ακόμα θυμάμαι όταν είχαμε έρθει με λεωφορείο από Αθήνα, μας έλεγαν, ώρες ατελείωτες. Ακόμα και η διαδρομή μέσα στην Καστοριά, για να πάμε στο σπίτι, το πατρικό του πατέρα μου που έμενε η γιαγιά μου, ήταν σαν να ανέβαινα, τι να σας πω, στο Έβερεστ, γύρω γύρω, ας πούμε, για να πάμε σε ένα βουνό που τώρα, ας πούμε, το κάνουμε σε ένα λεπτό. Ήταν κάτι πολύ άξιο, ήμασταν μικροί σε ηλικία, κάτι πολύ περίεργο, οπότε ερχόμασταν κάπου με μια λογική που μιλούσαν όλοι την ίδια γλώσσα, τη δική μας γλώσσα και μιλούσαν και υπήρχε μια, έτσι, μια ελευθερία γενικότερα, γιατί εκεί στην Αμερική, ναι μεν είχαμε καλές σχέσεις με όλους, αλλά είχαμε περιορισμούς πολλούς, γιατί υπήρχε ο φόβος, υπήρχε καχυποψία απ’ τους γονείς, άρα κι εμείς ζούσαμε με έναν φόβο γενικότερα. Είχαμε... θυμάμαι, είχα ζήσει και ένα περιστατικό, είχα πάει στο πάρκο μόνος μου μαζί με μια φίλη τώρα; Με έναν φίλο μου; Αυτό δεν το θυμάμαι καλά. Και ένας τύπος άρχισε μας κυνηγάει, ας πούμε, χωρίς λόγο, δεν ξέρω γιατί. Και τρέξαμε, είχαμε φοβηθεί απίστευτα, ας πούμε. Τέλος πάντων. Υπήρχε φόβος, δεν... τα πράγματα δεν ήτανε εύκολα, ενώ ήρθαμε στην Ελλάδα, όπου τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά, δηλαδή βγαίναμε και δεν υπήρχε έλεγχος, δεν υπήρχε φόβος, δεν υπήρχε τίποτα απολύτως.

Π.Ζ.:

Άρα πώς σας φάνηκε όταν ήρθατε στην Ελλάδα; 

Κ.Β.:

Παράδεισος. Εκτός απ’ το σχολείο βέβαια, που εκεί δεν υπήρχε αξιοκρατία και μ’ ενοχλούσε αυτό, γιατί επειδή οι γονείς μου δεν είχανε σχέση με τους... δεν ήταν γνωστοί  στην κοινωνία εδώ τέλος πάντων, κι ούτε επιδιώξανε ποτέ να έχουμε γνωστούς για να πετύχουμε κάτι, και ήρθα από την Αμερική κιόλας στο μέσον του δημοτικού, η αντιμετώπιση ήταν ότι, εντάξει, υπήρχε μια αντιμετώπιση ότι είσαι ένας μέτριος. Δηλαδή από την Αμερική έφυγα σαν ένας απ’ τους καλύτερους μαθητές και στην Ελλάδα δηλαδή με αδικούσανε, με βάζανε 9, τους άλλους βάζαν 10, επειδή ξέραν τους γονείς, ας πούμε, και τα λοιπά. Οκέι.

Π.Ζ.:

Τα παιδιά πώς σας φέρθηκαν εδώ; 

Κ.Β.:

Καλά, πολύ καλά, πάρα πολύ καλά, δεν... άριστα, δηλαδή... Βέβαια είχαν έρθει τότε αρκετοί κι άλλοι από την Αμερική, οπότε μας είχανε, εντάξει, είχαμε άλλη άνεση και άλλες παραστάσεις, οπότε για μας ήταν εύκολα αυτά τα πράγματα, τα αντιμετωπίσαμε κι εμείς έτσι απλά και όχι, εννοείται, υπεροπτικά, γιατί δεν μεγαλώσαμε έτσι, οπότε αμέσως... εντάξει, και η ηλικία είναι εύκολη, οπότε αμέσως είχαμε έτσι μια πολύ καλή σχέση. Ήμασταν και κοινωνικοί, συμμετείχαμε σε ομάδες αθλητικές, παιχνίδια, οπότε δεν ντρεπόμασταν, δεν είχαμε θέματα, οπότε όλα αυτά πολύ γρήγορα γίναμε μία παρέα, μία ομάδα, μία... φίλοι δηλαδή, δεν είχαμε θέματα.

Π.Ζ.:

Σας έλειπε κάτι όμως απ’ την Αμερική;

Κ.Β.:

Όχι, όχι, όχι. Αντιθέτως, βρήκαμε ελευθερία εδώ και αυτή η ελευθερία ήτανε το καλύτερο δώρο σε έναν... σε παιδιά τέλος πάντων, για να περνάνε καλά. Φεύγαμε από το σπίτι χωρίς έλεγχο, γυρνούσαμε αργά το βράδυ, ας πούμε. Αυτά στο καλύτερό μας όνειρο δεν συνέβαιναν στην Αμερική. Γιατί, εντάξει, ελληνικές οικογένειες, πολύ κλειστές, με φόβο, οι γονείς είχανε φόβο πολύ μεγάλο, ας πούμε, για το τι συνέβαινε εκεί. 

Π.Ζ.:

Δηλαδή μεγαλώσατε εδώ μετά, στην Καστοριά.

Κ.Β.:

Επιστρέψαμε στην Καστοριά, προχωρήσαμε σχολείο, εντάξει, έτσι, πολύ απλά. Μία ωραία πορεία στο σχολείο, με φίλους, καλή πορεία γενικά. Τα καλοκαίρια δουλεύαμε, δούλευα στη γούνα μέσα για το χαρτζιλίκι, ήτανε ουσιαστικά και ένα... ένα θέλω βέβαια του πατέρα μου, γιατί είχε κανόνες στη ζωή του, δεν ήθελε να έχουμε πολύ ελεύθερο χρόνο για να μπορούμε να τον σπαταλίσουμε ή να κάνουμε πράγματα τα οποία δεν ήθελαν. Δηλαδή να μπλεχτούμε στο να καπνίσουμε, τέλος πάντων, είναι ένα θέμα τότε, ας πούμε, το τσιγάρο ήτανε κάτι που... ήτανε να μην καπνίσει το παιδί. Τέλος πάντων, η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν μπήκα ποτέ στη λογική, όχι γιατί μου το απαγόρευσαν, γιατί δεν μπορού[00:10:00]σα ποτέ στη ζωή μου να βάλω καπνό στα πνευμόνια μου, τέλος πάντων. Αλλά πήγαινα με τους φίλους μου κρυφά, οι οποίοι αυτοί κάπνιζαν, εγώ τους κοιτούσα, τέλος πάντων. Στη γειτονιά, έτσι, ωραία, υπήρχε η γειτονιά τέλος πάντων εκείνα τα χρόνια. Υπήρχε η γειτονιά, τα παιχνίδια τα κλασικά, αυτά που δεν υπάρχουν σήμερα. Ωραία ήταν, γιατί ήταν παιχνίδια καθημερινότητος. 

Π.Ζ.:

Ποια παιχνίδια;

Κ.Β.:

Ναι, ωραία ερώτηση αυτή. Είναι, ξέρω 'γώ, πώς λεγότανε...; Εντάξει, το κυνηγητό, το  κρυφτό, το... ένα άλλο, μια μπάλα που κάναμε έναν πύργο με πλάκες και τον ρίχναμε, το έχω ξεχάσει αυτό, τα μήλα, τέλος πάντων.

Π.Ζ.:

Τζαμί;

Κ.Β.:

Τζαμί, μπράβο! Ναι, είσαι... Τζαμί, μπράβο, σωστά. Το τζαμί. Όλα αυτά, παίζαμε μπίλιες, παίζαμε χαρτιά, μαζεύαμε χαρτιά από ποδοσφαιριστές, χαρτάκια, ναι, ωραία, ωραία πράγματα, αυτά ήτανε ωραία πράγματα, οφείλω να πω. Πράγματα που δεν υπάρχουν σήμερα. Δεν θα πω ότι είναι κακό, αλλά τέλος πάντων υπήρχε μια αμεσότητα, υπήρχε μια άλλη σχέση, υπήρχε ανταγωνισμός, υπήρχε... ήτανε... ήταν ωραία χρόνια αυτά. Οπότε προχωρήσαμε έτσι, γυμνάσιο, λύκειο, εντάξει, τα γνωστά όλα, ξέρεις, με τα της εποχής, δηλαδή αφήναμε μακρύ μαλλί, μας το κούρευαν, μας διώχναν απ’ το σχολείο, μπαλάκια... α, μπράβο! Ένα πράμα που απαγορευόταν ήταν στα μπιλιάρδα στην εποχή μας, πράγμα που για κάποια χρόνια μετά με τα παιδιά μου θεωρούσα, ας πούμε, το ηλεκτρονικό... υπήρχαν τα ηλεκτρονικά τέλος πάντων, κάτι αντίστοιχο, που δεν επιθυμούσα κι εγώ να πηγαίνουν τα παιδιά μου στα ηλεκτρονικά στο γυμνάσιο, δημοτικό και στο γυμνάσιο, στο δημοτικό βασικά κυρίως. Το μπιλιάρδο πιο πολύ γιατί ήταν το τσιγάρο, υποθέτω, μάλλον.

Π.Ζ.:

Ήταν στη μόδα τότε τα μπιλιαρδάδικα δηλαδή;

Κ.Β.:

Τα μπιλιαρδάδικα, ναι, ναι. Η Καστοριά είχε πάρα πολλά. Και τα μπουζούκια ήταν, αλλά ήμασταν πολύ μικροί! Οπότε, βέβαια πηγαίναμε κρυφά, απαγορεύονταν να πάμε στα μπιλιάρδα κάτω από 17. Θυμάμαι μια φορά με είχανε πιάσει μαζί με κάποιους άλλους. Έδωσα ψεύτικο όνομα και μας δώσανε αποβολή. Βέβαια εμένα δεν με βρήκανε για να με δώσουν, οπότε δώσανε αποβολή αυτούς που ήταν ειλικρινείς, εγώ σώθηκα τέλος πάντων. Σώθηκα, έσωσα βέβαια την τιμωρία από τους γονείς, αυτό έσωσα βασικά. Τέλος πάντων, ωραία χρόνια ήταν αυτά. Μετά, το… τα καλοκαίρια δούλευα γούνα, έμαθα την τέχνη, πήγα καλά στις εξετάσεις την πρώτη χρονιά, τη δεύτερη λίγο το ρίξαμε έξω. Τελικά πέρασα Οικονομικό στη Θεσσαλονίκη. Ό,τι γίνεται για καλό γίνεται, λέω, οπότε ήθελα να περάσω κάπου που δεν ήξερα γιατί, ευτυχώς πέρασα Οικονομικό, για μένα, εύκολη σχολή, την έβγαλα σε τέσσερα χρόνια, περάσαμε πολύ καλά. Γενικά ήταν μια κατάσταση, έτσι, όμορφη, όμορφα χρόνια, θα τα 'λεγα. Υπήρχε μια άνεση, όχι πλούσια, αλλά υπήρχε άνεση. Δεν υπήρχε πρόβλημα οικονομικό, γιατί η Καστοριά ευημερούσε. Δούλευαν οι γονείς μου, ο πατέρας μου βασικά, υπήρχε ελεγχόμενη ροή χρήματος, μέσα από αυτήν κατάφερα μαζί με έναν φίλο κρυφά και αγοράσαμε μηχανή, οπότε Θεσσαλονίκη έζησα φοιτητής με μηχανή. Ακόμα δεν γνωρίζουν οι γονείς μου –ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή βέβαια– ότι είχα κρυφά επί τέσσερα χρόνια μηχανή. Εντάξει, πολλές τρέλες. Εντάξει.

Π.Ζ.:

Γουναρική από τι ηλικία δουλεύατε;

Κ.Β.:

Μικρός. Από 12, 13. Πήγαινα πάντα στον πατέρα μου, βοηθούσα, για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου. Φοιτητής την έμαθα καλύτερα, και όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο, επειδή επιθυμία μου ήταν να ασχοληθώ με το εμπόριο της γούνας, να... και με τις γνώσεις που είχα αποκτήσει θα με βοηθούσε η όλη ιστορία, μπήκα, τελείωσα πανεπιστήμιο, μπήκα στη γούνα δυναμικά, έμαθα την τέχνη από το άλφα μέχρι το ωμέγα, που το θεωρώ πολύ σημαντικό να γνωρίζεις αυτό που θες να εμπορευτείς, και ξεκίνησα σιγά σιγά. Βασικά ο πατέρας μου ήθελε να... είναι αυτό που θα ξεχνούσα να πω, είναι ότι η επιθυμία του πατέρα μου ήταν να συνεχίσω τις σπουδές μου και να πάω να δουλέψω σε μια τράπεζα, το όνειρο, ας πούμε, του δικού μου πατέρα. Νόμιζε ότι ένας υπάλληλος τράπεζας ή ένας διευθυντής τράπεζας είναι κάτι... βασικά απόρροια των σπουδών. Και, εντάξει, πήγα στην Αμερική, στη γενέτειρα, να δω τις συνθήκες, να δω αν μ’ αρέσει, δεν μ’ άρεσε η όλη... δεν μ’ άρεσε ο τρόπος ζωής βασικά, και ούτε είχα σκοπό να κάνω κάτι για να... περαιτέρω σπουδές, για να πάω να δουλέψω σε μια τράπεζα, που το θεωρούσα υπερβολικό. Και ίσως έκανα και λάθος, γιατί όλοι οι φίλοι συμμαθητές που μπήκαν στις τράπεζες, [00:15:00]βγήκαν σύνταξη, οι γυναίκες 40 και οι άντρες στα 50 κάτι. Οπότε, δεν το μετάνιωσα αυτό, αλλά δηλαδή ήτανε κάτι το οποίο θα μπορούσα να το απολαύσω αυτό. Δεν είναι ο χαρακτήρας μου βέβαια, οπότε μάλλον και σήμερα θα επέλεγα πάλι την ίδια πορεία να κάνω. Οπότε γύρισα πίσω, είπα του πατέρα μου ότι: «Ξέρεις πόσα χρήματα θα ξοδέψεις για να κάνω τις σπουδές μου στα μεταπτυχιακά, δεν μου τα δίνεις να κάνω μια δική μου επιχείρηση και να ασχοληθώ με τη γούνα;». Δεν του άρεσε βέβαια, αλλά προς τιμήν του το έκανε. Δεν με ήθελε να γίνω, να... σε εισαγωγικά, να με βάλει στην επιχείρησή του μέσα. Με τον θείο μου ήδη ήταν συνέταιροι, κι έτσι έκανε επιχείρηση στο όνομά μου.  Από πολύ μικρός –παρένθεση, δεν πήγα φαντάρος, γιατί ήμουν Αμερικανός υπήκοος– ξεκίνησα μέσα, βέβαια υπήρχε το αυστηρό κομμάτι της δουλειάς του πατέρα μου, που παρότι, ξέρεις, φοιτητής ξενυχτούσαμε, κάναμε, ράναμε, με ήθελε 07.45 στο μαγαζί, γιατί δούλευα εκεί, οπότε, όπως όλοι οι εργαζόμενοι πήγαιναν 08.00 η ώρα πιάναν δουλειά, έτσι έπρεπε και ο γιος του να είναι το καλό παράδειγμα και να είναι σωστός στις υποχρεώσεις του. Οπότε 07.30 στο σπίτι από ξενύχτι, 07.45 στο μαγαζί, 08.00 η ώρα για δουλειά. Σωστό βέβαια αυτό, οφείλω να πω εκ των υστέρων. Εντάξει, δεν είχαμε καλές σχέσεις τον πρώτο χρόνο με την επιλογή μου να μπω στη γούνα, γιατί δεν ήταν το όνειρό του. Γιατί φανταζόταν τη γούνα όπως την έζησε αυτός, δηλαδή μέσα στο εργαστήριο, τρίχα, βρομιά, κούραση, χωρίς ωράρια, πολλή δουλειά. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσα να μπω στο κομμάτι το εμπορικό, της εμπορίας, ξέρω 'γώ, του επιχειρείν μάλλον. Οπότε, στη συνέχεια, το αντιλήφθηκε. Εντάξει, ομαλοποιήθηκαν οι σχέσεις, αλλά τον πρώτο χρόνο, η αλήθεια είναι ότι τον έχει κακοφανεί πάρα πολύ η επιλογή μου. Παρ’ όλα αυτά, προχώρησα, προς τιμήν του με βοήθησε στο κομμάτι μέσα της παραγωγής. Εντάξει, πολύ καλός τεχνίτης, μου μετέφερε αυτήν του τη γνώση και τα λοιπά, ήταν πολύ ωραία, θέλω να πω, ακόμα και σήμερα αυτό που λένε, μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε και όταν πεινάσεις πιάσ’ τηνε, με χρησίμευσε, δηλαδή ήταν πολύ χρήσιμη η αυτή... αυτό το κομμάτι τέλος πάντων. 

Κ.Β.:

Και ξεκίνησα το επιχειρείν με πολλά όνειρα, με πολύ, ξέρω 'γώ, αυτοπεποίθηση, που με διακρίνει, και ξεκίνησα μια πορεία λιτά βέβαια, γιατί δεν υπήρχε άνεση κι ούτε ήθελα από ντροπή να ζητήσω κάτι παραπάνω από αυτά που μου είχε δώσει, οπότε λίγη πρώτη ύλη, λίγα δέρματα, μόνος μου τα 'κανα τα παλτά, λεωφορείο, του Κωτσίδη, Καστοριά-Ιταλία, μια τσάντα φωτογραφίες, την εποχή εκείνη δεν ήταν εύκολα όλα αυτά. Διώροφα λεωφορεία, μετακινήσεις μες στην Ιταλία, χτυπούσα πόρτες, είχαμε κάτι βιβλιαράκια του Βίνκελμαν που βλέπαμε πού υπήρχανε –έκανα μεγάλο αγώνα– πού υπήρχανε γουναράδες, γουναράδες υπήρχανε σε όλη την Ευρώπη άπειροι, οπότε εγώ δεν ήξερα κανέναν. Για να μπω στο κομμάτι το να πουλήσω τα παλτά μου, τα πολύ λίγα παλτά, έκανα κίνηση σαν να είχα ένα εκατομμύριο παλτά να πουλήσω, τέλος πάντων, και χτύπησα όλες τις πόρτες που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Προσπαθούσα να εφαρμόσω αυτά που έμαθα, υποτίθεται, στο πανεπιστήμιο, μάρκετινγκ, διαφήμιση και τα λοιπά. Και με γράμματα τότε, αλληλογραφία, εκτύπωνα φωτογραφίες, γράμματα, έστελνα, ξόδευα, στο ταχυδρομείο ήμουν ο καλύτερος πελάτης τέλος πάντων. Έστελνα, σε όλο τον κόσμο έστελνα επιστολές, φωτογραφίες, ταξίδεψα, είπαμε, Ιταλία, χτύπησα πόρτες. Και όλο αυτό βέβαια, το πολύ το χτύπημα, τέλος πάντων, σίγουρα ξεκίνησα και να 'χω... πήγαινα στην Έκθεση της Καστοριάς, κι έτσι ξεκίνησα να βρω και βρήκα πελάτες πολύ καλούς, που ξαφνικά από... σε πολύ σύντομο διάστημα σε σύγκριση με τους συνομήλικούς μου κατάφερα και έφτασα σε ένα σημείο που είχα αποκτήσει πελάτες πολύ περισσότερους από αυτούς που θα μπορούσα να εξυπηρετήσω. Έτρεχα πολύ, δούλευα πάρα πολλές ώρες, έκανα τα πάντα, από την προσωπική εργασία που την είχα ανάγκη μέσα στο εργαστήριο, και όλα τα υπόλοιπα, τα οποία δεν υπήρχαν τότε μέσα όπως υπάρχουν σήμερα, ίντερνετ, κινητά τηλέφωνα, τίποτα. Δηλαδή μιλάμε ότι υπήρχανε πράγματα τα οποία οι νέοι δεν μπορούν να φανταστούν σήμερα. Αξιοποιούσα βέβαια ό,τι υπήρχε τότε σαν μέσο επικοινωνίας, είχε βγει το Skype στη συνέχεια, τέλος πάντων, έκανα τα πάντα, εκθέσεις, συμμετοχή, δηλαδή πρά[00:20:00]γματα που βέβαια ενόχλησαν κάποιους Καστοριανούς, τότε ήταν πέντε δέκα οι επιχειρηματίες, μπήκε ένας ενδέκατος πιτσιρικάς. Εντάξει, για αυτούς ήταν λίγο ενοχλητικό γιατί νόμιζαν ότι οι πελάτες τους είναι και περιουσία τους, εντάξει, και με έναν τρόπο, ξέρεις, ήταν λίγο τα πράγματα πολύ ελεγχόμενα, φοβόντουσαν όλοι μη χάσουνε τους δικούς τους πελάτες, υπήρχαν... γενικά η γουνοποιία, η γούνα, ήταν ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα για να μπορέσει κάποιος να κάνει εμπόριο, γιατί ήτανε μεταξύ συγγενών, φίλων, ήταν πολύ κλειστή κοινωνία. Και μπήκα εγώ σε μια... κάτι, σε μια εποχή που δεν ήταν εύκολα. Υπήρχε δουλειά βέβαια, αλλά κατάφερα να μπω στον χώρο αυτόν πολύ δυνατά και να φτάσω ένα πολύ καλό σημείο για μένα, με πολλά ταξίδια στη συνέχεια, συμμετοχές σε εκθέσεις, σε εκθέσεις που ήταν κλειστές για Έλληνες ή για μεγάλους επιχειρηματίες. Βρήκα τρόπους τέλος πάντων, γιατί σίγουρα η, εντάξει, η μόρφωση που παίρνεις, και ζώντας σε μια μεγαλούπολη και το πανεπιστήμιο σίγουρα σε κάνουν να σκέφτεσαι καλύτερα, για να μπορέσεις να φτάσεις πιο γρήγορα σε ένα αποτέλεσμα, και πιο σωστά. Οπότε όλο αυτό με έφτασε πολύ γρήγορα να φτάσω ένα επίπεδο πολύ καλό, να εκμεταλλευτώ νέες αγορές και να μπω μέσω Ιταλίας αρχικά, Ισπανία μετά έκανα πολύ καλή δουλειά, μετά ήρθε η Ρωσία, μετά ήρθε η Πολωνία, η Τσεχία, γενικά προσπάθησα να κάνω πράξη αυτά που είχα ονειρευτεί. Βέβαια δυστυχώς όλα αυτά one man show και μέσα στη λογική του ότι είχα να ανταγωνιστώ ανθρώπους που δούλευαν [Δ.Α.] τη γούνα, ένα ιδιαίτερο επάγγελμα, έχει... είναι... μπορεί ένας τυχαίος, ένας τυχάρπαστος να μπει στη δουλειά και να... άρα έχεις να ανταγωνιστείς πράγματα, ανθρώπους, καταστάσεις, που δεν μπορείς να οργανωθείς, τέλος πάντων αποτελεί και το άλλοθί μου αυτό, τέλος πάντων, στην όλη ιστορία, αλλά όλο έχει να κάνει με την... με το ότι δυστυχώς, κάνοντας αυτοκριτική, σαν one man show δεν έλεγχα τα πάντα τελικά, και μετά από κάποια στιγμή ήρθαν και οι ζημίες, ήρθαν τα προβλήματα, η γούνα έπεφτε, οπότε μέχρι να πάρεις αποφάσεις, να κλείσεις... Είχα φτάσει σε σημείο να κάνω το όνειρό μου, ήτανε να ανοίξω μια αλυσίδα καταστημάτων με ένα όνομα, όχι βέβαια «Ο Ντίνος», τέλος πάντων, με ένα... με μια... με ένα brand name, τέλος πάντων το οποίο ένας φίλος απ’ το πανεπιστήμιο μου 'δωσε ένα πολύ ωραίο όνομα, το «Carla Mosse», το οποίο κι αυτό το διατήρησα σαν διακριτικό τίτλο στην επιχείρηση, που υπάρχει μέχρι και σήμερα στο κομμάτι της μόδας. Ένα όνομα που δεν έχει να κάνει με το δικό μου όνομα. Η πρώην γυναίκα μου το παρεξήγησε κιόλας, νόμιζε ότι είχα μια φιληνάδα, τέλος πάντων. Τελικά ήταν ένα όνομα από την αρχηγό των αμαζόνων, τις αμαζόνες στην Νότια Αμερική, και έτσι, για την ιστορία, βρέθηκαν άτομα τα οποία έχουν το όνομα Carla Mosse και επικοινώνησαν μαζί μου πώς επέλεξα αυτό το όνομα, γιατί το επέλεξα. Είχε πολύ πλάκα. Τέλος πάντων, ένα όνομα εύηχο, όμορφο το οποίο άρεσε. Bέβαια μετά είχε ένα μπέρδεμα με το Carla Bruni τέλος πάντων, Carla Mosse, έτσι και το... έγινε και πιο famous το όνομα, τέλος πάντων, το χρησιμοποίησα, ήταν καλή επιλογή νομίζω. Κάνοντας... Έκανα μια αλυσίδα καταστημάτων Πολωνία, Τσεχία, Λάρισα, Αθήνα, χονδρική, πολλά πράγματα, καλώς ή κακώς. Πολλά καρπούζια κάτω από μια μασχάλη, πολλά έξοδα. Ήρθανε και κάποια... Είχα ασχοληθεί και με το κόσμημα «Oxette», έκανα shopping show στο κατάστημα της Καστοριάς –και καταστήματα στην Καστοριά, δύο, πρέπει να πας και στον τόπο σου–, οπότε πολλά πράγματα. Με τα κοσμήματα μπήκαμε και με τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης ανοίξαμε και «Οxette» στην Πολωνία. Με έναν που γίναμε φίλοι, με τον ιδιοκτήτη, συγχωρέθηκε κακώς ο Παναγιώτης ο Καρβουνίδης, χειμαρρώδης τύπος, προχωρήσαμε, κάναμε, ράναμε, δεν άντεξα, τον είπα ότι δεν μπορώ να συνεχίσω. Έτσι έφυγα απ’ το κόσμημα, ευτυχώς πούλησα κι εδώ τα… είχα και «Οxette» και στην Καστοριά, ευτυχώς την πούλησα, οπότε συνέχισα στη γούνα. Εκεί έκανα κάποιες κινήσεις γρήγορες. Σιγά σιγά είχα επενδύσει κάποια χρήματα στην Καστοριά, μπήκα και σε ένα άλλο κομμάτι, στο real estate, αγόρασα ένα ακίνητο, έχτισα κάποια σπίτια, τα πούλησα, πολύ καλή δουλειά,[00:25:00] αλλά μετά δυστυχώς υπάρχουν και ατυχίες στη ζωή, που πρέπει πάντα να σκέφτεσαι. Δεν ξέρω τι έγινε εκεί, για ποιον λόγο έγινε αυτό, υπάρχουν πάρα πολλές υπόνοιες, δεν θα 'θελα να κατηγορήσω κάποια, κάποιον και τα λοιπά. Για έναν πολύ περίεργο τρόπο, τέλος πάντων, μπλέχτηκε εφορία σε κάτι που έχτισα και τα λοιπά και με έβαλε ένα τεράστιο πρόστιμο, το οποίο με κατέστρεψε οικονομικά, χωρίς να υπάρχει ένα κάποιο θέμα, δηλαδή ήταν κάτι το οποίο... ένα τρελό πράγμα, που ακόμα είναι τρελό, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι δυστυχώς. Το οποίο με έφερε χρόνια πίσω. Τέλος πάντων, κατάφερα και αγωνίστηκα, χώρισα, τέλος πάντων. Μετά προέκυψε το πρόβλημα. Δεν ήθελα αυτό το πρόβλημα να το εμφανίσω στην καθημερινότητά μου, στη ζωή μου, στα παιδιά μου και τα λοιπά, οπότε αγωνίστηκα μόνος μου με μια χι λογική, μια διαχείριση. Τέλος πάντων, αγώνας πολύς, μια ζωή αγώνας δηλαδή. Αλλά, εντάξει, όλα είναι ένας αγώνας στη ζωή. Υπάρχουν και πολύ χειρότερα, οπότε είμαστε όρθιοι και πολεμάμε και αγωνιζόμαστε. Μέσα από την πορεία βρήκαμε... μέσα στα προβλήματα, φαινόταν ότι γούνα έχει προβλήματα. Δεν είχα και πολλές δυνάμεις να προχωρήσω. Είχα ένα όνειρο στην Καστοριά, να βρω ένα αρχοντικό και να κάνω κάτι σε αυτό. Βρέθηκε τελικά σε μια περιοχή στην παλιά πόλη της Καστοριάς. Ονειρεύτηκα κάτι, τα όνειρα ήταν που με… ή φτιάχνουμε ή με χαλάνε τέλος πάντων. Αποφάσισα να κάνω ένα όνειρο ξανά πραγματικότητα. Έτσι είναι χαρακτήρας μου. Πήρα ένα παλιό αρχοντικό σε μια περιοχή που ήτανε πολύ υποτιμημένη στην Καστοριά, κακώς κατά την άποψή μου, όπου δεν υπήρχε ζωή, δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν ενός φίλου... φίλου, γνωστού μάλλον. Του έκανα μια πρόταση, την αποδέχθηκε. Και αυτός δεν πίστευε σ’ αυτό, που τελικά δικαιώθηκα. Πήρα ένα παλιό αρχοντικό, το αρχοντικό του του Γάκη συγκεκριμένα, και έκανα έναν πολυχώρο, κάτι πρωτότυπο και σαν χώρος, αλλά και κάτι σε μια περιοχή, το οποίο δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος να το ονειρευτεί. Βέβαια, αργότερα όλοι λέγαν: «Κι εγώ σκέφτηκα να κάνω κάτι», αλλά ξέρεις μετά Χριστόν προφήτες έχει πάντα πάρα πολλούς. Ακόμα και ο ιδιοκτήτης μού έκανε πρόταση όταν το πήρα να μου δώσει πίσω την εγγύηση, γιατί ποιος θα 'ρθεί στην περιοχή αυτή; Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, κάνω το εγχείρημα πραγματικότητα, κάνω έναν πολυχώρο, ένα καφέ-wine bar και μαγαζάκια μέσα και τα λοιπά. Και σιγά σιγά, έφτασε η περιοχή εδώ πέρα να γίνει νούμερο ένα στην πόλη και να δικαιωθώ... τέλος πάντων, να δικαιωθώ... να αναδείξει, να αναδειχθεί μια περιοχή σε ένα πολύ καλό επίπεδο, πιστεύω, και έχει και συνέχεια εδώ πέρα η ανάπτυξη, με, εντάξει, μέσα από πολλά προβλήματα. Πάντα σε μια μικρή πόλη υπάρχουνε άνθρωποι που σε αγαπάνε με τον δικό τους τρόπο, με καταγγελίες, με θέματα, έτσι, σοβαρά, αλλά παρ' όλα αυτά, όλα αυτά είναι διαχειρίσιμα σε σχέση με όλα αυτά τα οποία ζήσαμε, έχω ζήσει τα τελευταία χρόνια. Οπότε είναι μαθήματα που έχουμε πάρει, κι έτσι προσπαθούμε με υπομονή να κάνουμε, να συνεχίσουμε, γιατί το ωραίο μπορεί για μένα να είναι κάτι αντικειμενικό, αλλά τελικά δεν είναι. Παρ’ όλα αυτά, όμως, συνεχίζω σε αυτό το μοτίβο. Υπερασπίζομαι τις απόψεις μου, τη λογική μου και αυτό είναι που με έχει φτάσει σε ένα σημείο πραγματικά να είμαι χαρούμενος και ευτυχισμένος με αυτό που έχω κάνει κι αυτό που ζω αυτήν τη στιγμή.

Π.Ζ.:

Θα σας πάω λίγο πίσω.

Κ.Β.:

Πολλά είπα.

Π.Ζ.:

Όχι, όχι. Θα σας πάω λίγο πίσω. Στη γουναρική είπατε ότι μάθατε όλα τα στάδια της γούνας.

Κ.Β.:

Ναι.

Π.Ζ.:

Δηλαδή δουλεύατε από την αρχή...

Κ.Β.:

Τα πάντα. Ξέρω να κάνω τα πάντα. Το οποίο π.χ., ας πούμε, όταν άνοιξα ένα μαγαζί στη  Χαλκιδική, το οποίο το 'κλεισα προσφάτως, πριν δυο τρία χρόνια, έφτασα στο σημείο να έχω ένα μικρό εργαστήριο μέσα και να διορθώνω τα γουναρικά, τα οποία έπρεπε να πουληθούν πάση θυσία, κι έτσι να μη χάσουμε την πελάτισσα. Και όποτε καθόμουνα και διόρθωνα τα γουναρικά, για να μπορέσω να τα διώξω, για να ρευστοποιήσω βασικά.

Π.Ζ.:

Ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της γουναρικής; Όσον αφορά στη δημιουργία του παλτό, εννοώ. 

Κ.Β.:

Είναι να... εντάξει, είναι δύσκολο, είναι το... αν το πούμε στο τεχνικό κομμάτι, το μοντάρισμα, για μένα. Δηλαδή, το πιο δύσκολο είναι το μοντάρισμα, γιατί αυτό είναι που στρώνει πάνω σε ένα [00:30:00]σώμα τέλος πάντων.

Π.Ζ.:

Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι είναι το μοντάρισμα;

Κ.Β.:

Το μοντάρισμα είναι το ένωμα των κομματιών των φύλλων των οποίων έχουμε δημιουργήσει. Δηλαδή η γούνα από ένα σημείο και μετά... προσπαθούμε να είναι ένα είδος πολύ ωραίο, αλλά θέλει μια ιδιαίτερη περιποίηση. Δεν είναι ύφασμα, το κόβεις στα... ή ένα δέρμα τέλος πάντων, που εκεί έχει κάποιους περιορισμούς όσον αφορά το μέγεθος. Η γούνα έχει θέμα, πρώτον, δεν είναι επίπεδη, και δεύτερον, δεν είναι... έχει διάφορα μεγέθη, οπότε πρέπει να συνδυάσεις όλα αυτά, για να καταφέρεις να φτάσεις να την κάνεις ύφασμα, για να μπορέσεις να την ενώσεις μετά και να την κάνεις έτοιμο ένδυμα, δηλαδή να ενώσεις τα μανίκια... το μοντάρισμα είναι το ένωμα των κομματιών, δηλαδή των μανικιών, του γιακά, του σώματος, για να κάνει... να το φέρεις στην τελική του μορφή, προτού φοδραριστεί. Οπότε αυτό το φέρνουμε σε κομμάτια, τα οποία μπορεί να είναι... στα ελάχιστα κομμάτια που η γούνα είναι επίπεδη, ώστε να τα ενώσουμε, το μοντάρισμα δηλαδή, και να μπορεί να πέσει πάνω σε ένα σώμα, σε μια κούκλα, και εκεί μετά, εκεί να φοδραριστεί. Αυτό είναι το μοντάρισμα. Που είναι και το σοβαρότερο κομμάτι, γιατί εκεί έχεις να κάνεις και μ’ ένα είδος το οποίο δεν είναι [Δ.Α.], δεν είναι μέταλλο, είναι ένα ύφασμα ιδιόμορφο, το οποίο αν το τραβήξεις δεν επανέρχεται στην αρχική του θέση, άρα μεγαλώνει, άρα αλλάζουν οι διαστάσεις. Άρα λοιπόν, πρέπει να το μεταχειριστείς τόσο απαλά και τόσο συγκεκριμένα, που να φέρεις πολλά, πολλά σημεία στη θέση τους, για να μπορέσει το κομμάτι να μην... να στρώνει πάνω στο σώμα, για να μην τραβάει, να μην έχει φουσκώματα, να μην έχει... δηλαδή να είναι αυτό που βλέπει το μάτι και αισθάνεται το σώμα σωστά.

Π.Ζ.:

Άρα είναι λεπτοδουλειά;

Κ.Β.:

Είναι λεπτοδουλειά, είναι η σοβαρότερη δουλειά για μένα πάνω στη γούνα.

Π.Ζ.:

Παίρνει χρόνο το μοντάρισμα;

Κ.Β.:

Παίρνει χρόνο… υπάρχουνε κι άλλα κομμάτια της δουλειάς που παίρνουν περισσότερο χρόνο. Απλά θέλει ποιοτικό χρόνο. Αυτό είναι το κομμάτι της γούνας, δηλαδή, που για μένα είναι το σοβαρότερο. Θέλει ποιοτικό χρόνο πάνω, γιατί αν αυτό δεν γίνει καλά, μετά όσο και καλό να κάνεις το φοδράρισμα και το 'να και τ’ άλλο, αν δεν στρώνει το κομμάτι, δεν μπορεί να πουληθεί, δεν μπορεί να... δεν έχει αξία.

Π.Ζ.:

Εσείς ακολουθήσατε, ενώ είχατε πατέρα γουναρά, ακολουθήσατε δική σας πορεία, δηλαδή ανοίξατε δικούς σας δρόμους επιχειρηματικούς.

Κ.Β.:

Ναι. Η φυσιολογική εξέλιξη για μένα. 

Π.Ζ.:

Κάνατε πολλά ταξίδια.

Κ.Β.:

Πάρα πολλά, νομίζω.

Π.Ζ.:

Στη ουσία, κάνατε διαφήμιση του προϊόντος.

Κ.Β.:

Βασικά έκανα πρώτα... αυτό που νομίζω ότι έκανα ήτανε το να καταλάβω τη θέση μου στο παγκόσμιο γίγνεσθαι εμπόριο της γούνας. Αυτό βασικά, να καταλάβω τι γίνεται στον κόσμο της γούνας και ποια είναι η θέση μου σε αυτή, άρα τι πρέπει να κάνω εγώ για να μπορέσω να δουλέψω, να επιβιώσω, να κερδίσω.

Π.Ζ.:

Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω, πώς, με ποια… με ποιο κριτήριο επιλέγατε τις τοποθεσίες που πηγαίνατε;

Κ.Β.:

Το κριτήριο ήτανε, πρώτον, το τι άκουγα, τι δούλευε, δηλαδή ποιες ήταν οι αγορές που υπήρχαν, και στη συνέχεια ποιες ήταν οι αγορές που πίστευα ότι μπορεί να ανοίξουν. Δηλαδή, οι αρχικές αγορές όταν ξεκίνησα, αναγκαστικά πήγα σε αγορές που δούλευε η γούνα, Ιταλία πρώτα και Ισπανία και Γερμανία. Και στη συνέχεια, σε αγορές που πίστευα ότι θα μπορούσανε να ανοίξουν και να βρω ευκαιρίες, δηλαδή Ρωσία, Πολωνία, Τσεχία, κατ' επέκταση. Έχω ψάξει και άλλες αγορές βέβαια, δεν είναι μόνο οι αγορές αυτές, εγώ λέω τις αγορές που τελικά κατέληξα να δουλεύω, γιατί έχω πάει Ιαπωνία, έχω πάει Κίνα, έχω πάει Καζακστάν, έχω πάει Τουρκία.

Π.Ζ.:

Η πιο δύσκολη αγορά ποια ήταν;

Κ.Β.:

Η πιο δύσκολη αγορά, που δεν την τόλμησα, ήτανε για μένα η κινέζικη. Γιατί και… Α! Και η Ιαπωνία. Και άλλη μία που ήτανε... είναι μια χώρα που δεν μπορούσα… στην Κίνα πούλησα κάτι τέλος πάντων, στην άλλη μια χώρα που δεν μπόρεσα να πουλήσω γουναρικό ήτανε Εσθονία. Περίεργη αγορά. Τέλος πάντων, νομίζω η πιο δύσκολη αγορά για μένα ήτανε η κινέζικη, γιατί δεν μπορούσες να καταλάβεις, δεν έχουμε ιδιοσυγκρασία ίδια, ήταν μια αγορά που δεν μπορείς να καταλάβεις ποιον έχεις απέναντι σου. Δηλαδή καταρχάς δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο χρονών είναι, δεν μπορείς να καταλάβεις αν χαίρεται ή λυπάται, να καταλάβεις αν σε συμπαθεί, να καταλάβεις αν θέλει κάτι από σένα, δεν ξέρω, είναι μια αγορά που, εντάξει, δεν την τόλμησα. Πήγα, δοκίμασα, πήγα σε έκθεση, προτού ανοίξει κιόλας η αγορά. Πήγα αρκετά νωρίς, αλλά φοβή[00:35:00]θηκα πάρα πολύ, κι έτσι δεν την τόλμησα την αγορά αυτή.

Π.Ζ.:

Στις εκθέσεις, γιατί είπατε ότι μπήκατε και σε πολλές κλειστές εκθέσεις που δεν μπαίναν μέχρι τότε–

Κ.Β.:

Ισπανία.

Π.Ζ.:

Πώς μπορέσατε και μπήκατε σε αυτές; 

Κ.Β.:

Βρήκα τρόπους. Βρήκα Ισπανούς, βρήκα έναν Ισπανό αντιπρόσωπο και με το όνομά του –δούρειος ίππος δηλαδή ουσιαστικά–, μπήκα σε εκθέσεις και έτσι, εκεί έγινε… εκεί εκτοξεύτηκα φυσικά. Μπήκα στη δουλειά το '87, και το '89 πήγα σε μια έκθεση Βαρκελώνη, τον Ιανουάριο, και εκεί πήρα τόση δουλειά, που είχα ενοχλήσει και κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις στην Καστοριά, γιατί πήρα πελάτες τους, δικούς τους, νομίζανε είναι ιδιοκτησία τους τέλος πάντων. Κι εκεί ήτανε.. δηλαδή εκεί έγινε κάτι το τρομερό για μένα, ήτανε απίστευτο.

Π.Ζ.:

Είχατε εργαζόμενους;

Κ.Β.:

Είχα, ναι, ναι. Είχα, φυσικά.

Π.Ζ.:

Πόσους;

Κ.Β.:

Είχα, μες στο μαγαζί είχα δέκα. Είχα εξωτερικούς συνεργάτες πάρα πολλούς, οπότε είχα αρκετό προσωπικό γενικά.

Π.Ζ.:

Στις εκθέσεις που πηγαίνατε ποιο ήταν το προϊόν που έφευγε πιο πολύ;

Κ.Β.:

Το βιζόν. Το βιζόν, ή δέρμα ή απόκομμα. Κι ήταν και στη μόδα το βιζόν. Βέβαια ήταν κάτι το οποίο δεν το δούλευαν πάρα πολύ στην Καστοριά το βιζόν το δέρμα, εμένα κάτι μου… μου άρεζε αυτό σαν είδος, το θεωρούσα ότι και αυτό ήταν το... αυτό ήταν και η γούνα για μένα, οπότε μπήκα στα βαθιά γενικότερα.

Π.Ζ.:

Στην Καστοριά τι δούλευαν;

Κ.Β.:

Δούλευαν απόκομμα κυρίως, βιζόν δούλευαν μόνο οι «μεγάλες επιχειρήσεις», σε εισαγωγικά. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες.

Π.Ζ.:

Ήταν δύσκολο; Γιατί;

Κ.Β.:

Είχε κεφάλαια πολλά, ήθελε κεφάλαια. Οπότε, και δύσκολο, έπρεπε να πας στη δημοπρασία να τ’ αγοράσεις. Είχε μια διαδικασία να το κατεργάσεις. Να έχεις σχέση με τις δημοπρασίες –και εκεί κλειστό λόμπι– να μπορέσεις να τα πάρεις γρήγορα τα δέρματα, να πάρεις αυτά που θέλεις. Γενικά ήταν πολύ κλειστό επάγγελμα η γούνα. Οπότε έπρεπε να κινηθείς ανάλογα.

Π.Ζ.:

Άρα έχει ποιότητα η γούνα.

Κ.Β.:

Εννοείται.

Π.Ζ.:

Ποιο είναι το ταβάνι της ποιότητας της καλύτερης στη γούνα;

Κ.Β.:

Τότε, γιατί τώρα δεν υπάρχουν αυτά, γιατί φαλίρισε η επιχείρηση, αυτός, το «Blackglama» ήτανε βέβαια, και το… πω πω, τα ξέχασα όλα αυτά... Εντάξει, το «Saga»… «Saga Royal» κι όλα αυτά, το «Blackglama» όμως ήταν η κορυφή, το κύριο, και το «American Legend», μπράβο, και το «American Legend», αυτά τα labels δεν υπάρχουν σήμερα.

Π.Ζ.:

Εγώ έχω ακούσει για την τσιντσιλά.

Κ.Β.:

Το τσιντσιλά είναι σαν είδος γούνας, όχι σαν label. Το τσιντσιλά ήτανε, και το σέιμπολ, είναι τα δύο ακριβότερα γουναρικά, αλλά με πολλά προβλήματα, όσον αφορά την ποιότητα, γιατί ήτανε το κομμάτι από τη σάρκα, το δέρμα, είναι πολύ ευαίσθητα και ήτανε πολύ δύσκολο να κάνεις γουναρικά από αυτά, και είχε και ρίσκο. Γιατί μπορεί να σαπίσει πολύ εύκολα και ν’ ανοίξει, και ένα πολύ ακριβό γουναρικό να γίνει... να έχεις προβλήματα με τον πελάτη, με την πελάτισσα.

Π.Ζ.:

Με τα χρόνια άλλαζε η ποιότητα; Έπεφτε;

Κ.Β.:

Όχι, όχι, όχι, όχι. Δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Εκεί, απλά το πρόβλημα ήταν ότι έμπαιναν από ένα... μια στιγμή και μετά, άρχισαν να μπαίνουνε στο κομμάτι του δέρματος, του βιζόν, να μπαίνουνε και άνθρωποι οι οποίοι ήταν άσχετοι, απλά είχανε την ευκαιρία αυτή, που μπορούσαν όλοι να μπούνε κι όλοι να βγούνε από τη δουλειά, από το επάγγελμα αυτό πάρα γρήγορα, δεν υπήρχαν κανόνες και δεν υπήρχανε δικλίδες ασφαλείας. Έτσι, ο διοικητής της τράπεζας γινόταν γουναράς, ο υπάλληλος, ο εργαζόμενός σου γινόταν εύκολα γουναράς. Μπήκε και η Ρωσία στο παιχνίδι, όπου είχαν αλλάξει οι όροι, οι εκθέσεις, δηλαδή παλιά πηγαίναμε σε εκθέσεις, έπαιρνες παραγγελίες, υπήρχαν προκαταβολές, υπήρχε μία ροή. Οπότε, άνοιξε η Ρωσία, δεν υπήρχαν εκθέσεις, υπήρχαν οι Ρωσίδες, υπήρχαν Ρωσίδες, οι Ρώσοι έρχονταν, έπαιρναν πέντε γουναρικά, δέκα γουναρικά, αυτό έκανε ότι με μια βαλίτσα με γουναρικά υπήρχε το λαθρεμπόριο.   Οπότε εκεί μπορούσε εύκολα κάποιος με μια βαλίτσα δέκα γουναρικών να πάει στη Ρωσία και να βγάλει λεφτά. Αρχικά. Οπότε όλο αυτό άλλαξε τον τρόπος δουλειάς μας και μπήκανε... μπορεί και ο εργαζόμενος, γνώριζε μια Ρωσίδα, υπήρχαν κι αυτά, του έκανε γλυκά τα μάτια η Ρωσίδα, έπαιρνε τη βαλίτσα, ρίσκαρε αυτός να πάει να βρει τη Ρωσίδα, να περάσει καλά και με τη Ρωσίδα, να πουλήσει και να δώσει και τα γουναρικά. Κι όλα αυτά εξελίχθηκε για την Καστοριά ένας εφιάλτης, γιατί όλοι ξαφνικά γίνανε έμποροι και πωλητές γουναρικών. Και όλοι αυτοί άρχισαν μετά, αφού πήρανε μια, δυο, τρεις φορές λεφτά, οι Ρώσοι, οι Ρωσίδες είναι πολύ πιο έξυπνοι από μας, οπότε… και άπληστοι βέβαια, και εμείς, και ήθελαν παραπάνω γουναρικά από τα λεφτά που μπορούσαν να πάρουν. Οπότε βρήκανε τους χρηματοδότες του Καστοριανούς[00:40:00] και Σιατιστινούς, οι οποίοι τους τα δίναν παρακαταθήκη με την υπόσχεση ότι θα τα πουλήσουν, δούλεψε το σύστημα αυτό αρχικά. Παίρναν τα γουναρικά, φέρναν λεφτά, ξαναπαίρναν γουναρικά, αλλά ο κύκλος πάντα έχει κάποιες στάσεις και ήρθαν στιγμές όπου, π.χ., η μεγαλύτερη κρίση που έγινε ήτανε με το ρούβλι το 1998, όπου εκεί ξαφνικά χάθηκαν απίθανα, απίστευτα λεφτά στην Καστοριά. Και… και οι καλοί γίναν κακοί. Οπότε από κει ξεκίνησε η κατηφόρα της Καστοριάς γενικότερα. Και το πληρώσαμε σήμερα. Το πληρώνουμε τα χρόνια αυτά πλέον με την κατάσταση που υπάρχει στην πόλη.

Π.Ζ.:

Εσείς είχατε πολλές βιτρίνες;

Κ.Β.:

Είχαμε... Εγώ το '90 πήγα στη Ρωσία πρώτη φορά με εμπορική αποστολή, με τον μετέπειτα κουμπάρο μου και φίλους, άλλους δύο φίλους. Είδα την αγορά, ανέβηκα πάνω, πήγα σε μια έκθεση το '90, το καλοκαίρι, πέρασα πάρα πολύ καλά επίσης στην έκθεση αυτή. Είχα βρει κάτι πελάτες, μια αγορά τεράστια, έπιασα δύο φίλους, τον μετέπειτα κουμπάρο, τους ανέβασα πάνω στην έκθεση, ήταν κι αυτοί, συνεταιριστήκαμε, γιατί ο καθένας είχε τις δουλειές του, οπότε κάναμε κάτι από κοινού. Και ξεκίνησε μια επιχείρηση, την ονομάσαμε «Dion». Και ξεκινήσαμε και απάνω και ανοίγαμε εύκολα μαγαζιά με πολύ ρίσκο, γιατί δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε στο όνομά μας, και ανοίγαμε μαγαζιά στα ονόματα Ρώσων, μπήκαμε, για να ελέγχουμε την περιουσία μας, με δικά μας καταστήματα, κι ανοίξαμε δυο μαγαζιά στη Μόσχα, δυο στην Πετρούπολη, δυο στο Νοβοσιμπίρισκ, ένα στο [Δ.Α.], ένα στην Ουφά και δεν ξέρω πού αλλού, και στο Ρίγα της Λετονίας. Και πηγαίναμε και σε εκθέσεις, γενικά φάγαμε τη Ρωσία με το κουτάλι. Μας έφαγε και αυτή μετά με... Τέλος πάντων, ήταν ευχή και κατάρα η Ρωσία, είναι μια δύσκολη αγορά με πολλά θέματα. Βέβαια, πάντα οι νικητές στο τέλος είναι οι Ρώσοι στη Ρωσία, γιατί η Ρωσία ανήκει στους Ρώσους. Τον χαρακτήρα τους τον βγάλανε κιόλας, αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία, έτσι είναι... έτσι ήταν και στις δουλειές τους, τα 'θέλαν όλα γι’ αυτούς, οπότε όλοι έχουμε εμπειρίες, όλοι έχουμε χάσει λεφτά πάνω, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ήταν μια εμπειρία η Ρωσία.

Π.Ζ.:

Πολλές βιτρίνες στη Ρωσία.

Κ.Β.:

Πολλές βιτρίνες στη Ρωσία, στην Πολωνία επίσης, στην Τσεχία επίσης. Γενικά ήθελα, είχα φτάσει στην καθετοποίηση γενικά της δουλειάς μου, γιατί δεν μπορούσα να ελέγξω, είχε σταματήσει η χονδρική. Δεν ήθελα να μοιράζω τα παλτά μου αριστερά και δεξιά. Είχα κι εγώ κάποιες «παρακαταθήκες», σε εισαγωγικά, αλλά ήθελα... ήταν πιο λίγες. Βέβαια εγώ εισέπραξα το κόστος της λειτουργίας των καταστημάτων αυτών, ή τέλος πάντων κάποιων... κάποια καταστήματα μας τα κλέψαν στη Ρωσία οι... κάποιοι, ή κλέφτες ή, στη συνέχεια αποδείχθηκε, και οι συνεργάτες μας, πολλά πράγματα έχουν συμβεί εκεί πέρα. Απίστευτες εμπειρίες, δηλαδή ένα μαγαζί μάς το έκλεψε ένας, εκ των υστέρων αποδείχθηκε, γιατί βρήκα τα παλτά του... τα παλτά μας σε ένα άλλο μαγαζί. Εμπειρίες στη Ρωσία.

Π.Ζ.:

Πολύ επικίνδυνη αγορά.

Κ.Β.:

Πολύ επικίνδυνη αγορά, ναι, πάρα πολύ επικίνδυνη αγορά. Είχε βέβαια ενδιαφέρον. Ήμασταν νεότεροι σε ηλικία, με τρένα κουβαλούσαν παλτά, με... Απίθανα πράγματα, δηλαδή εκθέσεις σε όμορες χώρες, εκεί, βαλτικές χώρες, κάναμε το... βάζαμε τα παλτά στο τρένο, τα κρύβαμε σε βαλίτσες μέσα να μη μας ελέγξουμε. Εμπειρίες μοναδικές, -40, -30, θερμοκρασίες, πνευμονίες, ποτά, απίθανες καταστάσεις, χαβιάρια, ζήσαμε τη Ρωσία με απίθανα πράγματα, και καλά και κακά βέβαια, γιατί ανέφερα τα κακά. Τα καλά, ζήσαμε, ναι. Φάγαμε και το χαβιάρι μας κι ήπιαμε τη βότκα μας τη ρωσική. Εντάξει, εμπειρίες, εμπειρίες. Που εύχομαι να αποτελούνε και... εντάξει, όλα αυτά είναι και η περιουσία που έχει ο καθένας, για να μπορέσει να προχωράει στη ζωή. Οπότε όλα αυτά με έχουν βοηθήσει στο να προχωρώ στη ζωή μου και να κινούμαι πλέον σε άλλα επίπεδα. Δηλαδή, εντάξει, κάνοντας την αυτοκριτική πάλι, ψάχνουμε να βρούμε κάποια πράγματα πολύ μακριά, ενώ είναι και πολύ κοντά ίσως, τελικά. Εντάξει. Δεν είμαστε Μπέντζαμιν Μπάτον να ζούμε τη ζωή ανάποδα, οπότε ελπίζω να έχουμε χρόνια ακόμα μπροστά μας, για να τη ζήσουμε με τις εμπειρίες που έχουμε αποκτήσει.

Π.Ζ.:

Ποια χώρα σάς άρεσε πιο πολύ; Γιατί έχετε ταξιδέψει πάρα πολύ.

Κ.Β.:

Εντάξει, εξ[00:45:00]ερευνώντας την Ελλάδα, που είναι για μένα... δέκα ζωές να 'χεις, δεν φτάνει. Η Ρωσία είναι μια πολύ ωραία χώρα, έχει πολύ ωραία πράγματα να δεις. Είναι πραγματικά, την έχω ζήσει και θα ήθελα πάρα πολύ να την εξερευνήσω. Εντάξει, δεν νομίζω να το κάνω. Αυτό που θέλω να κάνω μια φορά είναι το να πάω καθαρά τουριστικά πλέον Πετρούπολη και Μόσχα. Για να τα ξαναδώ με άλλο μάτι και τα λοιπά, τα πράγματα. Αλλά η Ρωσία είναι μια πανέμορφη χώρα, αλήθεια, έχει πάρα πολλά πράγματα να δει κάποιος. Και η Κίνα επίσης, μια χώρα που θα ήθελα να την... έχω δει κάποια πράγματα, αλλά όχι όσα θα ήθελα. 

Π.Ζ.:

Όταν ανοίξατε την επιχείρηση «Carla Mosse», που είπαμε πριν, και γενικότερα, πέρα από γούνες, εμπορευόσασταν και κάτι άλλο; Τι άλλα προϊόντα είχατε;

Κ.Β.:

Όχι, με την... ήμουν αποκλειστικά στη γούνα. Σιγά σιγά μπήκα, όταν άνοιξα, όταν «αναγκάστηκα», σε εισαγωγικά, οδηγήθηκα μάλλον να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα, δηλαδή να ανοίξω βιτρίνες, για να πουλάω τα προϊόντα μου, τα παραγόμενα προϊόντα, δεν έφταναν οι δώδεκα μήνες για να πουλάω τις γούνες, οπότε έπρεπε να μπω και σε άλλα πράγματα, ομοειδή αναγκαστικά, για να μπορέσει να υπάρχουν ομοειδή προϊόντα στα καταστήματα λιανικής που είχα ανοίξει. Έτσι μπήκα στο δερμάτινο, με φίλο, συνεργάτης από Πορτογαλία, τον Βιταλιάνο, ο οποίος μου άνοιξε τον δρόμο για το χώρου του... των δερμάτινων ειδών, ενδύματος και αξεσουάρ, και έτσι, μπήκαμε στη λογική... μπήκα στη λογική του δέρματος. Έτσι εμπλούτισα, εμπλουτίστηκαν τα καταστήματά μου με δερμάτινα είδη. Και συνέχισα με τα δερμάτινα είδη. Μετά ήταν και τα δερμάτινα αξεσουάρ, μπήκα στα αξεσουάρ. Αναγκαστικά έκανα κινήσεις για να μπορώ να επιβιώνω κιόλας, γιατί ήταν και αναγκαίο κακό, γιατί τα μαγαζιά δουλεύουν δώδεκα μήνες, υπάρχουν έξοδα ανά μήνα, οπότε όλα αυτά πρέπει να τα ελέγχεις, να τα... δηλαδή αυτά που κατάφερα, τέλος πάντων. Γιατί είπαμε, one man show. Αφού όλα αυτά μετά δεν μπορούσα να συντηρήσω, άρχισα να κλείνω τα καταστήματα, γιατί έπεφτε και η δουλειά, έπεφτε και το αντικείμενο, πλέον δερμάτινο ο άλλος αγόραζε και από τα «Zara», άνοιξαν τα «Zara», οπότε πέφταν οι πωλήσεις. Γούνα, έπεφταν οι πωλήσεις, αγόραζαν... δηλαδή μίκρυνε η περίοδος που πουλούσαμε τα γουναρικά. Ο κόσμος άρχισε να ξοδεύει λιγότερα λεφτά σε είδη πολυτελείας ή γούνα, οπότε έφτασα στο σημείο να κλείσω τα μαγαζιά, να κρατήσω μόνο τα μαγαζιά στην Ελλάδα, εκεί... στην Καστοριά. Εκεί είδα ότι πρέπει να τα εμπλουτίσω, μετά έπεφτε και η πώληση στην Ελλάδα, στην Καστοριά, οπότε εκεί μπήκα στη λογική πλέον να βάλω κι άλλα είδη σουβενίρ, ενθύμια. Βέβαια υπήρχαν σουβενίρ από γούνα αρχικά, μετά έβαλα και λίγα ακόμα, έτσι μπήκα στο σουβενίρ σουβενίρ. Όπου έκανα τη διαφορά, έκανα κάτι διαφορετικό, πήγαινε καλά κι αυτό. Και μετά, με την ευκαιρία του καταστήματος αυτού εδώ, μπήκα και σε άλλους χώρους, μπήκα στον χώρο του ντελικατέσεν και της εστίασης γενικότερα. Οπότε πλέον, ας πούμε, έχω κρατήσει το «Carla Mosse» στον χώρο της μόδας και το «Ιδαίες» στον χώρο της εστίασης, και δη του ντελικάτεσεν.

Π.Ζ.:

Τα δερμάτινα αξεσουάρ τι ήταν ακριβώς, που είχατε;

Κ.Β.:

Δερμάτινα αξεσουάρ ήτανε μπρελόκ, τσάντες, γάντια, πολύ δυνατός κωδικός τον οποίο τον συντηρώ ακόμα, τέτοια είδη. Φούστες, παντελόνια, τα πάντα, τα πάντα, τα πάντα, ό,τι υπάρχει δηλαδή. Δεν...

Π.Ζ.:

Τα φτιάχνατε εσείς;

Κ.Β.:

Όχι, τα... δεν μπορούσα να διατηρήσω και το εργαστήριο, οπότε τα έκανα φασόν σε συνεργαζόμενες επιχειρήσεις.

Π.Ζ.:

Επιλέγατε εσείς το μοντέλο;

Κ.Β.:

Εγώ το μοντέλο, ναι, εννοείται. Επέλεγα το μοντέλο, επέλεγα την ποιότητα δέρματος και έδινα δουλειά σε εργαστήρια.

Π.Ζ.:

Και πάμε λίγο εδώ, στις «Ιδαίες». Αυτό είναι ένα παλιό αρχοντικό. Όταν το πήρατε εσείς πώς το οραματιζόσασταν; Δηλαδή πώς το σκεφτόσασταν εσείς;

Κ.Β.:

Κάπως έτσι όπως είναι τώρα, δηλαδή ένας πολυχώρος. Δεν έχει αλλάξει τίποτα στο μαγαζί εδώ, απλά έχω ενισχύσει... έχω ενισχύσει το κομμάτι της εστίασης, του φαγητού δηλαδή, που αυτό δεν το είχα σκεφτεί αρχικά, μες στην πορεία προέκυψε, η σύνδεση του ντελικατέσεν με την εστίαση, με την κουζίνα. Οπότε αυτό κομμάτι ήτανε το κομμάτι που μέσα από την πορεία αυτών των έξι ετών έχω αναπτύξει περισσότερο.

Π.Ζ.:

Σαν κτιριακή δομή το αρχοντικό δεν το έχετε πειράξει πολύ. 

Κ.Β.:

Καθόλου. Απλά το 'χω συντηρήσει.

Π.Ζ.:

Βλέπουμε δηλαδή το πάτωμα–

Κ.Β.:

Το πάτωμα το ίδιο, η οροφή η ίδια–

Π.Ζ.:

Την πέτρα.

Κ.Β.:

Η πέτρα ίδια, τα πάντα. Απλά έγινε η καθαριότητα, η αρμολόγηση,[00:50:00] βγάλαμε τον παλιό αρμό, καινούργιος, αρμολογήσαμε ξανά, συντηρήσαμε τα ξύλα, τα βάψαμε, καθαρίσαμε την πέτρα, τη γυαλίσαμε.

Π.Ζ.:

Οι χώροι είναι όπως ήταν;

Κ.Β.:

Οι χώροι είναι όπως ήτανε. Και μάλιστα οι χώροι είναι και βαφτισμένοι όπως ήταν κιόλας. Δηλαδή, έχω τον χώρο της μόδας εκεί που ήτανε τα ζώα, έχω τον χώρο του ντελικατέσεν εκεί που ήταν οι αποθήκες τροφίμων, οπότε και το κομμάτι σουβενίρ είναι σε ένα δωμάτιο το οποίο ουσιαστικά ήταν και κομμάτι ίσως γουναρικών, ας πούμε, και τα λοιπά, πώλησης. Οπότε κάπου έχουμε κρατήσει, εκεί που είναι το μπαρ, εκεί ήταν η κουζίνα. Ένας χώρος κουζίνας δηλαδή, γιατί όλη η ζωή στο αρχοντικό ήταν στους πάνω ορόφους. Εδώ ήταν χώρος προετοιμασίας γενικότερα της καθημερινότητος. Οπότε, πάνω κάτω έχουμε... έχω και έπιπλα κρατήσει από τότε, τα οποία τα 'χω συντηρήσει, όπως είναι σκάφη εκεί μέσα, στον χώρο αυτόν, ή μια πόρτα που την έκανα τραπέζι, ένα γραφείο που έχω μέσα, πάνω από αυτά υπάρχουν τα αξεσουάρ τα δερμάτινα.

Π.Ζ.:

Κρατήσατε το παραδοσιακό δηλαδή.

Κ.Β.:

Μα αυτό... αυτός ήταν ο στόχος, σκοπός, να πουλήσω «Καστοριά», σε εισαγωγικά. Το οποίο βέβαια κανείς δεν το... Το αστείο εδώ είναι ότι επί έξι μήνες το έφτιαχνα το... έφτιαχνα το αρχοντικό, και επειδή κανένας δεν πίστευε και κανένας... εγώ δεν ήξερα ότι έπρεπε να βγάλω άδεια για να το φτιάξω, επί έξι μήνες δουλεύουμε εδώ και δεν με έλεγξε κανένας. Και αφού έγινε ο χώρος, κάποιος με κατήγγειλε ότι κατέστρεψα το αρχοντικό και, για την ιστορία, ήρθε ο προϊστάμενος εδώ να το ελέγξει. Και ο άνθρωπος μου έδωσε συγχαρητήρια γι’ αυτό που έχω κάνει, γιατί κράτησα τα πάντα, και μέσα από διαδικασίες καθαρά νόμιμες, να μπορέσω να το νομιμοποιήσω και να μπορώ να λειτουργώ. Βέβαια, εντάξει, η αλήθεια ότι είναι αρκετά σκληρές σαν υπηρεσίες, γιατί κάποια πράγματα που ήθελα να κάνω τα θεωρούσα εγώ λογικά, εντάξει, μου... με συζήτηση βέβαια, προς τιμήν τους, μου απεδείκνυε ότι δεν πρέπει να γίνει αυτό. Μου έδιναν λύσεις ευτυχώς, κι αυτό είναι το καλό στο κομμάτι αυτό. Δηλαδή καλό είναι που πρέπει οι υπηρεσίες δηλαδή να επικοινωνούν με τους επενδυτές, γιατί αν δεν υπήρχα εγώ, αυτό, πιστέψτε με, θα είχε πέσει, το αρχοντικό. Οπότε υπήρχε μια καλή συνεργασία, υπάρχει. Βέβαια κινούνται αργά, έχω αυτό το παράπονο, αλλά τέλος πάντων, ας κρατήσουμε το θετικό κομμάτι, ότι υπάρχει επικοινωνία και μπορούμε και προχωρούμε.

Π.Ζ.:

Ξέρετε την ιστορία του αρχοντικού; Δηλαδή–

Κ.Β.:

Ναι.

Π.Ζ.:

Σε ποιον ανήκει, παλιότερα ποιο μέναν εδώ;

Κ.Β.:

Ναι, ναι, ναι. Εδώ, ο τελευταίος ιδιοκτήτης, ο τελευταίος εξ αίματος κληρονόμος του σπιτιού αυτού είναι εν ζωή, είναι ο Τάκης ο Μάνθος, φίλος του πατέρα μου, με τον οποίο έχω καθίσει, έχω μιλήσει και έχω μου 'χει πει την ιστορία, έτσι, εν τάχει. Το αρχοντικό αυτό είναι του... όπως το γράφει και απέξω, του Γεωργίου Ζήση. Το Γάκης έχει προκύψει απ’ το Γιώργος, Γιωργάκης, Γάκης, οπότε είναι το αρχοντικό του Γάκη. Και ζούσε με τα πέντε παιδιά του, τα οποία αυτά παντρεύτηκαν και ζούσαν εδώ, δηλαδή ουσιαστικά έξι οικογένειες. Το ζευγάρι με τα πέντε παιδιά, με τις δικές τους οικογένειες.

Π.Ζ.:

Σε αυτόν εδώ τον χώρο;

Κ.Β.:

Όχι, όχι. Εδώ ήταν το basement. Ήταν ο χώρος που προετοιμασίας καθημερινότητας. Στους πάνω ορόφους, το οποίο είναι πολύ μεγάλο, είναι 200 μέτρα περίπου η πλάκα. Όροφος, δύο όροφοι από πάνω, οπότε άπλετος χώρος για να... πολύ ωραίο αρχοντικό, άνετος χώρος για να ζήσουν οι άνθρωποι αυτοί. Το σημαντικό είναι, 1890, κρίση στην περιοχή, πήρε δυο παιδιά, τα μεγαλύτερα πήγανε στο Ρίγα της Λετονίας, εκεί που είχα ανοίξει κι εγώ μαγαζί κατά τύχη τέλος πάντων. Ρίγα Λετονίας λοιπόν, πήγανε, άνοιξαν μαγαζί παρασκευής ζαχαρωτών γενικά, ζαχαροπλαστική μάλλον, και στέλναν λεφτά για να ζήσουν οι υπόλοιποι. Τώρα, πώς πήγαν τότε και πώς στέλναν λεφτά, για μένα πραγματικά είναι αξιοπερίεργο και αξιομνημόνευτο, θέλω να πω. Γιατί κι εγώ πήγα και άνοιξα μαγαζί στο Ρίγα της Λετονίας, το '80... το '95, αλλά για να πάω τότε έπρεπε να αλλάξω ένα δυο  αεροπλάνο και να κοιμηθώ κάπου στην Ευρώπη, δεν υπήρχαν πτήσεις ακόμα και τότε, και για να στείλω λεφτά πήγαινα ο ίδιος και τα 'παιρνα. Τώρα, πώς τα έστειλαν αυτοί και πώς πήγανε, πραγματικά δηλαδή ήτανε... είναι φοβερό ακόμα δηλαδή. Τέλος πάντων, το '17 οι μπολσεβίκοι τους τα πήραν όλα, γύρισαν πίσω οι άνθρωποι, φτωχοί ξανά, ήρθαν εδώ, δούλευαν, ζούσανε. Και ο άνθρωπος αυτός έδωσε το μερίδιό του σ[00:55:00]τον γαμπρό του, στον Πέτρο τον Ρούβα, ο οποίος είχε κι αυτός ένα όνειρο, το οποίο δυστυχώς δεν μπόρεσε να το κάνει πραγματικότητα. Αυτός, μηχανικός στο επάγγελμα, αγόρασε όλα τα μερίδια. Βρήκε όλους τους κληρονόμους, πολύ δύσκολο, γι' αυτό και όλα τα αρχοντικά είναι σε μια κακή κατάσταση. Μάλιστα, ένα απ’ αυτά τα μερίδια βρέθηκε στη Χαβάη. Και βρήκε τρόπο, αγόρασε και αυτό, δηλαδή τα μερίδια διάσπαρτα παντού, Γαλλία, Αμερική, Χαβάη, όπως είπα, παντού, παντού, παντού. Ο άνθρωπος κατάφερε και τ’ αγόρασε όλα, αλλά μόλις αγόρασε, έπεσε η κρίση στην Ελλάδα και έπαθε τις ζημιές του και δεν μπορούσε να το αξιοποιήσει αυτό. Οπότε του έκανα πρόταση εγώ, την αποδέχθηκε, μου το έδωσε. Κι έτσι, είστε στο μαγαζί που έχω φτιάξει.

Π.Ζ.:

Κύριε Ντίνο, αν γυρνούσατε τον χρόνο πίσω θ’ αλλάζατε κάτι στη ζωή σας;

Κ.Β.:

Εντάξει, είμαι αυστηρός σε αυτό. Επειδή όλες οι αποφάσεις που έχω πάρει τις έχω πάρει με τις τότε συνθήκες, σταθερές και μεταβλητές, που υπήρχαν, που σίγουρα δεν τις θυμάμαι όλες. Θα ήμουν πολύ άδικος αν... βέβαια είναι εγωιστικό αυτό, αλλά δεν το θέτω εγωιστικά. Θα είμαι πολύ άδικος αν κρίνω μεροληπτικά σήμερα για κάτι που πήρα απόφαση πριν από δέκα, είκοσι, τριάντα, πενήντα χρόνια. Θα αδικήσω τη στιγμή. Για μένα το σημαντικό στη ζωή είναι να εισπράττουμε το αποτέλεσμα των επιλογών μας. Αυστηρό. Έχω κερδίσει κι έχω χάσει από τις επιλογές μου, έχω περάσει πολύ καλά, έχω καταστραφεί από επιλογές μου. Παρ' όλα αυτά όμως όταν τις έκανα, τις έκανα για κάποιον λόγο. Οπότε πλήρωσα το τίμημα, θετικά ή αρνητικά, των επιλογών μου. Και νομίζω ότι αυτό είναι και το... και αυτό πρέπει να θέλουμε, το επιθυμητό, γιατί το χειρότερο είναι να εισπράττεις το αποτέλεσμα των αποφάσεων που σε έχουν επιβάλει κάποιοι ή έχεις αναγκαστεί να πάρεις. Οπότε πραγματικά νομίζω ότι όλες μου οι επιλογές τις έχω κάνει ελεύθερος και χωρίς κάποιος να μου έχει επιβάλει κάτι. Από τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου ή να έχω, τέλος πάντων, την ευθύνη των αποφάσεων. Οπότε οφείλω να πω ότι... και να αποδεχθώ την κατάσταση όπως έχει. Και νομίζω ότι θα έπαιρνα πάλι τις ίδιες αποφάσεις από αυτές που είχα πάρει παλιά, με πολλά λάθη, πάρα πολλά λάθη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, αυτός είμαι.

Π.Ζ.:

Σας ευχαριστώ πολύ. 

Κ.Β.:

Ευχαριστώ κι εγώ.

Π.Ζ.:

Να είστε καλά.