Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Ταμπάκικα: Μεγαλώνοντας στην πιο υποβαθμισμένη συνοικία της Λάρισας τη δεκαετία του '50 και του '60
Segment 1
Καταγωγή οικογένειας και εγκατάσταση στα Ταμπάκικα – Η συνοικία και οι άνθρωποί της
00:00:00 - 00:16:15
Partial Transcript
Καλησπέρα σας, είμαι ο Δημήτρης Αθανασέλος και είμαι ερευνητής στο Istorima. Η ημερομηνία είναι 8 Ιουλίου του 2023. Είμαι εδώ με τον κύρ…’60 είναι αυτό που λέω, τολμήσαν και τις παντρεύτηκαν. Και κάναν οικογένειες και πέρασαν υπέροχα. Σίγουρα, αυτό θέλει μεγάλο θάρρος, ναι.
Lead to transcriptSegment 2
Η ζωή δίπλα στον Πηνειό και η φιλία με τον κυρ Βασίλη, καθώς και άλλους ανθρώπους που άσκησαν μεγάλη επιρροή στον αφηγητή
00:16:15 - 00:32:34
Partial Transcript
Μου είπατε ότι τα Ταμπάκικα τα αγκαλιάζει ο Πηνειός. Πώς ήταν να ζείτε δίπλα στο ποτάμι; Ναι, αυτό συνέβαινε και συμβαίνει ακόμα και σήμερα… αληθινός. Πιστεύω ότι –ήταν του Δημοτικού ο άνθρωπος, δεν ξέρω πόσες τάξεις είχε τελειώσει – αν ήξερε γράμματα, θα ήταν σπουδαίος ποιητής.
Lead to transcriptSegment 3
Ταμπάκικα, μια αριστερή συνοικία – Αμπελόκηποι: Το νέο όνομα των Ταμπάκικων και η προέλευσή του
00:32:34 - 00:41:05
Partial Transcript
Μάλιστα. Οπότε, απ’ ό,τι καταλαβαίνω από τα λεγόμενά σας, τα Ταμπάκικα ήταν μια αριστερή συνοικία… Ε, ναι, ναι, ναι… αυτό πρέπει να το πού… Μετά πέθανε ο πατέρας μου και φύγαμε από κει. Σ’ ευχαριστώ κι εγώ, λοιπόν! Εγώ ευχαριστώ, να ’στε καλά, καλό βράδυ, γεια σας! Καλό βράδυ!
Lead to transcriptSegment 1
Καταγωγή οικογένειας και εγκατάσταση στα Ταμπάκικα – Η συνοικία και οι άνθρωποί της
00:00:00 - 00:16:15
[00:00:00]
Καλησπέρα σας, είμαι ο Δημήτρης Αθανασέλος και είμαι ερευνητής στο Istorima. Η ημερομηνία είναι 8 Ιουλίου του 2023. Είμαι εδώ με τον κύριο Κώστα Λάνταβο και ξεκινάμε. Καλησπέρα, κύριε Κώστα.
Καλησπέρα, Δημήτρη.
Είμαστε σήμερα εδώ για να μας πείτε την ιστορία σας και το βίωμά σας. Θέλεις όμως πρώτα να μας πείτε κάποια πράγματα για εσάς;
Ναι, λοιπόν… Πρώτον να σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτή την ευκαιρία να μιλήσω για τη ζωή μου και σε δεύτερο χρόνο και για το έργο μου. Η οικογένειά μου ήρθε από τον νομό Ιωαννίνων, από ένα δήμο που σήμερα ονομάζεται Δήμος Βορείων Τζουμέρκων, ο οποίος περιλαμβάνει τρία βλαχοχώρια, το Συρράκο, τους Καλαρρύτες και το Ματσούκι. Οι γονείς μου ήταν από το Ματσούκι. Παντρεύτηκαν και κατέβηκαν στον κάμπο για δουλειά. Γιατί, όπως πιθανόν να ξέρετε, τα βουνά, τα Τζουμέρκα είναι άγρια βουνά, σκληροτράχηλα και δεν παράγουν τίποτα, παρά μόνο τσάι και ρίγανη. Επομένως οι περισσότεροι κάτοικοι, αν δεν είχαν γίδια ή πρόβατα, έπρεπε να κατεβούν στον κάμπο και να γίνουν είτε τυροκόμοι είτε βοσκοί. Έτσι, λοιπόν, οι γονείς μου κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Τερψιθέα. Το περίφημο Μπαϊσλάρ, το οποίο αναφέρει ο Καραγάτσης στον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν». Λοιπόν, κατέβηκε εκεί η οικογένεια και έμενε, βέβαια, σε πρόχειρες βλάχικες καλύβες, γιατί το καλοκαίρι ξανανέβαινε στο χωριό. Έτσι εγώ γεννήθηκε το 1949, αλλά το ’55 η οικογένεια ήρθε στη Λάρισα και στη συνοικία Ταμπάκικα. Τα Ταμπάκικα πάλι έγιναν διάσημα με τον συνταγματάρχη Λιάπκιν, γιατί εκεί σύχναζε ο Λιάπκιν μαζί με έναν κάτοικο της Τερψιθέας, ονόματι Μπουρνάκα, ήταν χιλιαστής και επισκεπτόταν τα πορνεία στα Ταμπάκικα, τα οποία ήταν πολλά. Το σπίτι στο οποίο εγκατασταθήκαμε στα Ταμπάκικα, πραγματικά ήταν ένα από τα παλιά πορνεία. Τα ’χε ένας πλούσιος γαιοκτήμονας από τη Λάρισα και είχε κτίσει δωμάτια, όπου κάθε δωμάτιο είχε πόρτα και παράθυρο, γιατί δεν επικοινωνούσε με τα διπλανά. Πήγαινε λοιπόν αυτός ο άνθρωπος, όπως έμαθα εκ των υστέρων από τους ντόπιους, κι έπαιρνε κάθε βράδυ το ενοίκιο για τη χρήση του κάθε δωματίου. Εκεί λοιπόν εγκαταστάθηκε η οικογένεια, τον Μάρτιο του ’55 όπου εγώ τότε ήμουν 6 χρονών, μόλις είχα κλείσει τα 6 μου χρόνια και το φθινόπωρο πήγα στην Α' Δημοτικού, στο 2ο Δημοτικό Σχολείο της Λάρισας, που ήταν στην ακρόπολη της Λάρισας, δίπλα στον Άγιο Αχίλλειο. Εκεί τελείωσα το Δημοτικό και μετά συνέχισα στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων της Λάρισας. Μετά κατέβηκα στην Αθήνα για τις σπουδές στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Τώρα, τα Ταμπάκικα όπως τα συνάντησα εγώ το ’55. Πρέπει να πω, νωρίτερα, ότι το ’55 η Λάρισα ήταν μια λασπούπολη. Οι δρόμοι με άσφαλτο ήταν λίγοι γύρω από την κεντρική πλατεία. Στα Ταμπάκικα, που ήταν η πιο υποβαθμισμένη συνοικία, η λάσπη ήταν μέχρι το γόνα. Τον χειμώνα, δηλαδή, δεν μπορούσες να περπατήσεις. Οι κάτοικοι βάδιζαν μόνο με γαλότσες. Αυτά τα λαστιχένια παπούτσια, τα οποία, βέβαια, σήμερα δεν τα ξέρει κανένας. Οι κάτοικοι ήταν περιθωριακοί, είχε πολλά λούμπεν στοιχεία. Το γεγονός ότι είχε πολλά πορνεία εκείνη την εποχή. Βέβαια, οι αστικές οικογένειες ήταν πολύ λίγες και ήταν προς την δυτική πλευρά της συνοικίας, κοντά στο ποτάμι. Είχε ένα άλλο μειονέκτημα, ότι είναι κτισμένη σαν να την έχει αγκαλιάζει ο Πηνειός. Ο Πηνειός κάνει έναν κύκλο εκεί κι έχει μέσα κλείσει τα Ταμπάκικα, γι’ αυτό έχουν και μεγάλη υγρασία. Μια άλλη ζημιά που έκανε ο Πηνειός εκείνη την εποχή ήταν ότι πλημμύριζε. Θυμάμαι ότι οι πλημμύρες του Πηνειού ερχόταν στα τρία μέτρα από το σπίτι μας. Λοιπόν, σ’ αυτά τα Ταμπάκικα, μεγάλωσα. Ήταν ωραία χρόνια. Η δουλειά του πατέρα μου ήταν επιστάτης σε ένα φυτώριο αμπελουργικό και εγκατασταθήκαμε σ’ αυτό το σπίτι και πίσω [00:05:00]είχε εξήντα στρέμματα που ήτανε ο κήπος της Εδέμ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου συνάντησα φρούτα. Είχε οπωροφόρα δέντρα όπως βερικοκιές, δαμασκηνιές, κρεβατίνες με πολλά σταφύλια, κυδωνιές. Είχε τέσσερα στρέμματα κήπο με ζαρζαβατικά που ποτιζόταν συχνά. Αργότερα, όταν ονειρευόμουνα πώς θα ‘ναι ο παράδεισος, πίστευα πως ήταν έτσι. Ήταν πραγματικά επίγειος παράδεισος για ένα παιδί που το μόνο φρούτο που είχε δοκιμάσει μέχρι τότε, ήταν το καρπούζι. Σε αυτό το περιβάλλον, που ήταν δύσκολο περιβάλλον, γιατί εκτός από τα πορνεία που είχε παλιά, είχε και στην εποχή μου σύγχρονες πόρνες, αλλά μεγάλης ηλικίας, που είχαν μαζευτεί όλες στην αυλή του Ιορδάνη. Ο Ιορδάνης ήταν ένας ψιλικατζής, ο οποίος γύριζε στα χωριά. Είχε μερικά καμαράκια εκεί πέρα και τα νοίκιαζε σ’ αυτές τις γερασμένες πια πόρνες, οι οποίες περιμέναν τους γέρους άντρες για να πάρουν κάποια χρήματα. Εκεί κοντά ήτανε, εκεί στην αυλή του Ιορδάνη ήταν η οδός Ζωοδόχου Πηγής, γιατί η εκκλησία που δεσπόζει και σήμερα στα Ταμπάκικα, είναι της Ζωοδόχου Πηγής. Στο μέσον της οδού αυτής υπήρχαν δύο καφενεία αντικριστά. Ένα του Βαρβακίδη κι ένα του Μαρινάκη. Αυτό το μέρος ήταν επικίνδυνο να το περάσεις, αν δεν ήσουν γνώριμος στους κατοίκους, γιατί μάζευε ανθρώπους αλκοολικούς, λούμπεν στοιχεία και οι καβγάδες ήταν καθημερινό συμβάν. Θυμάμαι ακόμα, που όταν γύρισα ως γιατρός να ασκήσω το επάγγελμα στη Λάρισα, μέχρι το 1981, δηλαδή, ο στρατός απαγόρευε τους στρατιώτες να πηγαίνουν στα Ταμπάκικα, από τον φόβο μήπως προκληθούν επεισόδια, μήπως προκαλέσουν κάποια κοπέλα κι έχουμε αντίποινα. Γινόταν, βέβαια, τέτοια. Και θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι ερχόταν η ΕΣΑ κι έκανε περιπολίες. Το θυμάμαι ακόμα αυτό, στην οδό Διονύσου που έμενα, να περνάνε δυο εσατζήδες μαζί, για να δουν μην τυχόν έχουν εμπλακεί ή κάνουν βόλτες εκεί στρατιώτες. Ήταν μια δύσκολη συνοικία, αλλά στην οδό Διονύσου τα πράγματα ήταν πιο ήσυχα. Είναι ένας δρόμος που έρχεται από την Γεωργιάδου που ήταν ο Μύλος του Παππά, που υπάρχει και σήμερα βέβαια, και συναντούσε τη Ζωοδόχου Πηγής στον πλάτανο, τον περίφημο πλάτανο, της συνοικίας στα Ταμπάκικα. Σήμερα δεν υπάρχει, υπάρχει μια ωραία πλατεία εκεί. Aλλά επί της οδού Διονύσου τα πράγματα ήταν ήπια. Υπήρχαν κάποια ιδιαίτερα στοιχεία, αλλά δεν έδιναν τον ρυθμό. Και θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι η επικοινωνία μεταξύ των γειτόνων ήταν άριστη, ήμασταν μια ευρεία οικογένεια, είχαμε άριστες σχέσεις, επαφές, καθημερινότητα. Οι γυναίκες βγαίναν το βράδυ με τα καρεκλάκια στο πεζοδρόμιο και χαζεύαν τον κόσμο που πέρναγε, ανταλλάσαν φαγητά, συνταγές. Στις γιορτές έρχονταν και πηγαίναμε όλοι μας, πράγμα που σήμερα δεν το βλέπεις. Τώρα οι ευχές δίνονται από το Facebook. Τότε όμως ερχόταν όλοι ακάλεστοι, γιατί ήταν ήδη όλοι καλεσμένοι. Λοιπόν, ήταν υπέροχα χρόνια, στα οποία συνέχεια ανατρέχω.
Μάλιστα, πολύ ωραία. Έχετε κάποια συγκεκριμένα βιώματα, να μου πείτε κάτι που θυμάστε, που έχει μείνει στη μνήμη σας, κάποια συγκεκριμένα περιστατικά που σας στιγμάτισαν και πιστεύετε ότι επηρέασαν κιόλας την ζωής σας;
Όχι, περιστατικά γινόταν καθημερινά, αλλά όχι σε βαθμό, ας πούμε, να στιγματίσουν την ψυχολογία μου, ίσα-ίσα. Η αγάπη ήταν τόση που νομίζω ότι πήρα μπόλικη αγάπη και από την οικογένεια, βέβαια, ήμασταν πολύ αγαπημένη οικογένεια, ο αδερφός μου, η αδερφή μου και οι δυο γονείς οι οποίοι δεν τσακώνονταν ποτέ, ήταν πραγματικά μια αγία οικογένεια από αυτήν την άποψη. Αλλά τα περιστατικά που συνέβαιναν έξω από το σπίτι, εκεί στις περιοχές τις επικίνδυνες που είπα πριν, δεν [00:10:00]μας αφορούσαν. Τα μαθαίναμε, αλλά δεν μας επηρέαζαν, δε μας άγγιζαν. Και όπως είπα νωρίτερα, η οδός Διονύσου στην οποία μέναμε, ήταν η πιο ήσυχη πλευρά της συνοικίας.
Μάλιστα. Εσείς αποφεύγατε να περνάτε από αυτές τις περιοχές;
Όχι, εγώ δεν απέφευγα. Και μάλιστα, με ένα φίλο μου, που μετά έγινε ξυλουργός, τον φίλο μου τον Φώτη, πηγαίναμε στον Μαρινάκη, ήταν πάνω στον δρόμο, είχε ένα παράθυρο πάνω στον δρόμο και βάζαμε τους αγκώνες μας εκεί και ακούγαμε από το juke box τραγούδια του Καζαντζίδη και του Μανώλη Αγγελόπουλου. Πηγαίναμε μια ώρα εκεί κάθε βράδυ, το καλοκαίρι ειδικά, και περνούσαμε εκεί. Δεν είχαμε εμείς πρόβλημα, γιατί ήμασταν γνωστοί, ήμασταν κάτοικοι της συνοικίας. Οι καβγάδες γινότανε με ξενόφερτους, οι οποίοι μπορεί να κοίταζαν λίγο λοξά, να απορούσαν με τις συμπεριφορές ή πολλές φορές ήταν και ερωτοδουλειές στο μέσο.
Έχετε κάτι συγκεκριμένο στη μνήμη σας, κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που θυμάστε, όχι απαραίτητα να επηρέασε τη μετέπειτα ζωή σας, αλλά που θυμάστε έτσι και;…
Κοιτάξτε, περιστατικά γινότανε. Ας πούμε, ένας καβγάς που κατέληξε και σε μαχαίρωμα. Τώρα δε θυμάμαι για ποιο λόγο, αλλά όταν οι άνθρωποι καθότανε στο καφενείο με τις ώρες και πίνανε, και οι αναστολές αίρονται, και οι θυμοί είναι πιο εύκολοι, και οι παρεξηγήσεις εύκολες, γινότανε. Υπήρχαν τέτοια επεισόδια, υπήρχαν και περίεργες, έτσι, συμπεριφορές. Θυμάμαι υπήρχε μια κοπέλα –δε θα πω το όνομά της–, η οποία είχε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα και από μικρή ντυνόταν ως αγόρι και πήγαινε με το κασελάκι στην κεντρική πλατεία κι έκανε τον λούστρο. Όχι ως κοπέλα, ως αγόρι. Και μάλιστα, άργησα να το καταλάβω αυτό και κάποια στιγμή είπα στη μητέρα μου -γιατί παίζαμε, όταν τελείωνε τη δουλειά της παίζαμε, ήταν στην παρέα, ας πούμε, και όλοι τη φωνάζαμε με γυναικείο όνομα. Και λέω στη μάνα μου: «Πώς είναι δυνατό; Γιατί τη φωνάζουμε γυναικεία, αφού είναι αγόρι;». Και τότε έμαθα το μυστικό. Μου λέει η μάνα μου: «Όχι, δεν είναι αγόρι, αλλά είναι αξιέπαινο κορίτσι», λέει, «η οποία ντύνεται αγόρι για να πηγαίνει να δουλεύει στην κεντρική πλατεία, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να δουλέψει, δε θα την δεχόταν κανένας».
Και στην ουσία μ’ αυτόν τον τρόπο βοηθούσε την οικογένειά της;
Ναι, ναι, βοηθούσε την οικογένεια της. Τέτοια περίεργα πράγματα υπήρχανε. Επίσης θυμάμαι ήταν μια πόρνη η οποία ήταν λεσβία, αλλά έκανε την πόρνη γιατί έπρεπε να ζήσει. Και θυμάμαι ότι κάηκε, γιατί κάπνιζε από το πρωί μέχρι το βράδυ, πήρε φωτιά το στρώμα της και κάηκε ζωντανή. Ήταν ένας αθόρυβος άνθρωπος, περνούσε απαρατήρητη σχεδόν, έκανε τη δουλειά αυτή που έκανε. Και όπως ήρθε, χωρίς να ξέρουμε τίποτα για εκείνη, έτσι έφυγε. Αυτό ήταν ένα από τα λούμπεν στοιχεία που είπα νωρίτερα.
Αυτό ήταν ενόσω ζούσατε εκεί πέρα;
Ναι, το έζησα αυτό, γιατί δεν είχα τελειώσει το Γυμνάσιο ακόμα, το Λύκειο, ναι. Είχε τέτοια περιστατικά.
Δηλαδή, όταν μεγαλώνετε εσείς τη δεκαετία του ’50 και του ’60, υπήρχαν ακόμη πορνεία αλλά ήταν, μου είπατε, ότι ήταν πόρνες…
Ναι, ήταν γερασμένες. Τα πορνεία που μετά γίναν σπίτια, όπως αυτά που μεγάλωσα εγώ στα Ταμπάκικα, δεν είχαν πια νέες πόρνες. Οι πόρνες, οι νέες, είχαν τραβηχτεί στην πόλη. Κυρίως στην οδό Ηφαίστου και στην οδό Ολύμπου. Στην οδό Ολύμπου μέχρι πριν δύο-τρία χρόνια, έκλεισε το τελευταίο πορνείο και είχε γίνει και ντόρος στη Λάρισα, το θυμάσαι… Λοιπόν, αλλά τότε ήταν πέντε-έξι γερασμένες, ας πούμε. Μόνο αυτές ήταν, δεν είχε πόρνες εκείνη την εποχή. Αλλά μου έκανε εντύπωση κάτι, τώρα που μου λες αυτό, τώρα το θυμήθηκα, μου έκανε εντύπωση ότι υπήρξαν αρκετά παιδιά απ' τα Ταμπάκικα, κανονικά παιδιά δηλαδή, τα οποία ερωτεύτηκαν πόρνες και τις παντρεύτηκαν, κι αυτές γίναν οι πιο καλές σύζυγοι. Εξαιρετικές γυναίκες, ναι. Με πολλές διατήρησα σχέσεις και τις είχα μετά και ως ασθενείς στο ιατρείο μου. Εξαιρετικές κυρίες όμως. Και σκεφτόμουν τότε και το συζητούσα με τη μητέρα μου όσο ζούσε, μου έλεγε: «Λίγο [00:15:00]πράγμα είναι να σε βγάλει από τον βούρκο ένας άντρας; Μπορείς να μην τον τιμήσεις; Θα πρέπει να είσαι πολύ κακός χαρακτήρας, να σωθείς από αυτή την κατάσταση και μετά να τον κερατώσεις ή να μην τον σεβαστείς». Ναι, από αυτή την άποψη αυτά τα αγόρια είχαν τον θαυμασμό των υπολοίπων. Που τολμούσαν να βγάλουν κοπέλες… Και ξέρετε, εκείνες τις εποχές, οι περισσότερες πόρνες ήταν παιδιά, κορίτσια από επαρχία, από χωριά, τα οποία τα ξεμυάλιζε κάποιος περαστικός, γυρολόγος, τις έταζε λαγούς με πετραχήλια και μετά τις εξέδιδε. Τέτοιες ήταν, οι περισσότερες ιστορίες ήταν τέτοιες. Κι αυτό το θυμάμαι, ήξερα τέσσερα-πέντε παιδιά τέτοια, τα ήξερα προσωπικά, που ’χανε παντρευτεί γιατί τις είχανε ερωτευτεί, πηγαίνοντας… Επισκεπτόμενοι στην αρχή ως νέα παιδιά, τις ερωτεύτηκαν και τόλμησαν στην κοινωνία, τέλος της δεκαετίας του ’50 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 είναι αυτό που λέω, τολμήσαν και τις παντρεύτηκαν. Και κάναν οικογένειες και πέρασαν υπέροχα.
Σίγουρα, αυτό θέλει μεγάλο θάρρος, ναι.
Segment 2
Η ζωή δίπλα στον Πηνειό και η φιλία με τον κυρ Βασίλη, καθώς και άλλους ανθρώπους που άσκησαν μεγάλη επιρροή στον αφηγητή
00:16:15 - 00:32:34
Μου είπατε ότι τα Ταμπάκικα τα αγκαλιάζει ο Πηνειός. Πώς ήταν να ζείτε δίπλα στο ποτάμι;
Ναι, αυτό συνέβαινε και συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Έτσι είναι το ποτάμι, αγκαλιάζει τα Ταμπάκικα. Και, βέβαια, ένας σοβαρό μειονέκτημα είναι η υγρασία, που χαρίζει σε αυτή την συνοικία και τον χειμώνα και το καλοκαίρι. Το ποτάμι… Οι κάτοικοι εκείνη την εποχή δεν είχαν συνειδητοποιήσει την αξία του, το βλέπαν μάλλον σαν κακό συναπάντημα, με την έννοια ότι πλημμύριζε. Όπως είπα και νωρίτερα, ότι θυμάμαι κάθε χρόνο, τον χειμώνα που πλημμύριζε ο Πηνειός, να έρχεται το νερό δίπλα στο σπίτι μας. Μάλιστα, θυμάμαι ένα βράδυ ο πατέρας μου καθόταν φρουρός, μην τυχόν και μπει στο σπίτι για να σηκωθούμε να φύγουμε. Ο κόσμος δε το καταλάβαινε, δε καταλάβαινε τον πλούτο του ποταμού, αργότερα το μάθαμε αυτό. Αλλά ένα άλλο δυσάρεστο με το ποτάμι είναι ότι… Επειδή ήταν δίπλα μας, τα παιδιά, οι έφηβοι κυρίως, πήγαιναν το καλοκαίρι για μπάνιο, γιατί και τότε η Λάρισα είχε ζέστη, όπως και σήμερα. Λοιπόν και κάθε χρόνο, σχεδόν κάθε χρόνο, κλαίγαμε τουλάχιστον ένα με δύο παιδιά. Από αυτό το γεγονός σε μια συλλογή που εγώ γράψει για τη Λάρισα, τη «Δωρεά του Κάμπου», περιγράφω στο ποίημα Πηνειός, τον Πηνειό, άλλοτε σαν ευεργέτη, επειδή δίνει νερό στον κάμπο και πλουτίζει ο κάμπος και οι κάτοικοι. Και άλλοτε σαν τιμωρός, γιατί πάντοτε, κάθε καλοκαίρι, είχαμε και απώλειες νέων παιδιών. Αυτά για το ποτάμι. Για την καθημερινή ζωή, αν σας ενδιαφέρει…
Εννοείται…
Ναι, οι κάτοικοι εκεί οι περισσότεροι, κυρίως στη Ζωοδόχου Πηγής και στη Διονύσου ήταν οι περισσότεροι εργαζόμενοι, εργάτες μάλλον, χωρίς ειδίκευση, εκτός από κάποιους. Κάποιοι ήταν ελαιοχρωματιστές, κάποιοι ήταν κτίστες, αλλά οι περισσότεροι ήταν γενικών καθηκόντων, που λένε. Δηλαδή, δουλειές του ποδαριού. Επί της οδού Διονύσου που μεγάλωσα εγώ, ήταν ένα ζευγάρι πολύ ενδιαφέρον που είχαν μάλιστα και το μπακάλικο της συνοικίας εκεί πέρα. Ήταν ένα ζευγάρι που είχε έρθει από την Καππαδοκία. Ο Βασίλης Μαυρόπουλος και η γυναίκα του η Αφροδίτη, μια πανέμορφη γυναίκα. Ήρθαν από την Καππαδοκία, εγκαταστάθηκαν στον Δοξαρά με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ένα χωριό έξω από τη Λάρισα. Αλλά ήταν εγγράμματοι, κυρίως ο κυρ Βασίλης, ο οποίος όταν μπήκα στην εφηβεία, είχαμε καλή σχέση μαζί του, γιατί δεν είχαν παιδιά. Είχαν, αλλά εκείνη την εποχή δεν είχαν, μας αγκάλιασε και τους αγκαλιάσαμε. Όταν ήμουν στην εφηβεία και πήγαινα να ψωνίσω, με κάθιζε εκεί γιατί ήθελε παρέα, κυρίως τα απογεύματα του καλοκαιριού και με μάθαινε να λύνω σταυρόλεξο, το σταυρόλεξο της «Ελευθερίας», το οποίο δεν είναι όπως το σημερινό. Ένα πολύ δύσκολο σταυρόλεξο. Επειδή εγώ είχα προχωρήσει στο Γυμνάσιο, ήμουν ήδη Α' Λυκείου, ήθελε τις γνώσεις μου αυτές που είχα απ’ το σχολείο για να τον βοηθάω να λύσουμε το σταυρόλεξο. Η σχέση μας αναπτύχθηκε και αργότερα με έμαθε [00:20:00]σκάκι, γιατί δεν είχε άνθρωπο να μάθει σκάκι. Ο ίδιος είχε μάθει σκάκι στην Μακρόνησο, γιατί ήταν κομμουνιστής από πολύ νωρίς και όταν άρχισα να τον κερδίζω στο σκάκι, τον κέρδισα πέντε-έξι φορές, μου λέει: «Σταματάει το μάθημα, γιατί όταν ο μαθητής κερδίζει τον δάσκαλο, δεν χρειάζεται πια». Μάλλον, έκρινα εκ των υστέρων, στενοχωριόταν που έχανε. Και το επόμενο που ήθελε να μου μάθει ήταν το τάβλι. Μου έμαθε τα δυο πρώτα παιχνίδια, δε θυμάμαι και πώς τα λένε ακόμα, έκτοτε δεν έμαθα τάβλι, αλλά επειδή ήμουν, αυθόρμητος και νευρικούτσικος, κάποια στιγμή, όταν το ζάρι δε με βοηθούσε, παρατρεπόμουνα λεκτικά, να το πω ευγενικά. Και κάποια στιγμή το αντιλήφθηκε, επειδή ήταν έξυπνος άνθρωπος και με αρχές. Κλείνει το τάβλι και μου λέει: «Τέρμα τα μαθήματα». «Γιατί, κύριε Βασίλη; Γιατί το κάνεις αυτό;». «Διότι το τάβλι χρειάζεται 95% τύχη και 5% δεξιότητα, μυαλό. Και επειδή χρειάζεται τύχη, θα χάνεις, θα νευριάζεις και θα χαλάσεις τις φιλίες σου. Μείνε στο σκάκι που θέλει 100% μυαλό και δεν πρόκειται να τσακωθείς με κανέναν». Και έκτοτε, δεν έμαθα ποτέ τάβλι. Ο κυρ Βασίλης, όπως είπα πριν, ήταν κομμουνιστής. Και μάλιστα, αυτός μου έμαθε να διαβάζω την τοπική «Ελευθερία», να μαθαίνω νέα, να ενδιαφέρομαι. Και ζήσαμε, το έχω ξαναπεί τώρα τελευταία αυτό, ζήσαμε μαζί την Αποστασία του ’65. Κι αυτός με πολιτικοποίησε, 16 χρονών παιδί. Κι εκείνο το καλοκαίρι έζησα όλα τα γεγονότα της Αποστασίας, από τις επιστολές Παπανδρέου-Βασιλιά, μέχρι την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, στην οποία συνεισέφερε τότε για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης κι ένας Λαρισαίος βουλευτής, ο Γεωργίου. Και αυτά όλα με τον κυρ Βασίλη. Και θυμάμαι τώρα, μια που το αναφέρω, ότι ήρθε ο Γιώργος Παπανδρέου εδώ, τέλος Ιουλίου νομίζω, που έκανε αυτές τις συγκεντρώσεις μετά την πτώση του, η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο. Αλλά δε θα το ξεχάσω ποτέ, το λέω και συγκινούμαι, ότι ο κόσμος είχε αντιληφθεί με το ένστικτο ότι ο Παπανδρέου δε θα ξαναέπαιρνε την εξουσία. Χειροκροτούσανε και λέγανε, παρ’ όλα αυτά: «Παπανδρέου, δε θα ξαναδείς κυβέρνηση». Κι αυτά τα οφείλω στον κυρ Βασίλη, ο οποίος είχε δύσκολη ιστορία μετά. Περνώντας εγώ στο Πανεπιστήμιο, όταν ήμουν στο 3ο έτος, η γυναίκα του, η κύρια Αφροδίτη πέθανε. Όταν επέστρεψα και άνοιξα το ιατρείο, έμαθε ότι ήρθα και ήρθε και με είδε. Ως ασθενής πια, με το βιβλιάριο του ΙΚΑ που διέθετε, του έγραφα τα φάρμακα. Ήρθε μερικές φορές ακόμη στο ιατρείο. Και την τελευταία φορά που ήρθε, μου έφερε τέσσερις τόμους από ένα βιβλίο που είχε επιτρέψει ο Γεώργιος Παπανδρέου να κυκλοφορήσει το ’64, που περιέγραφε από τη μεριά του ΚΚΕ την ιστορία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Το βιβλίο, είναι γνωστό βέβαια, έχει τον τίτλο «Στ’ άρματα στ’ άρματα». Μου χάρισε αυτό το βιβλίο και μου χάρισε κι ένα σκάκι, το οποίο έχω ακόμα, το οποίο είχε φτιάξει ο ίδιος στη Μακρόνησο, τα πιόνια όλα από ξύλο τριανταφυλλιάς. Και μου είπε: «Πάρ’ τα μου λέει, γιατί η γυναίκα μου δε καταλαβαίνει, ούτε από βιβλία ούτε τι είναι το σκάκι. Θα πεθάνω όπου να ‘ναι κι αυτά θα παν χαμένα».
Οπότε, ξαναπαντρεύτηκε…
Ξαναπαντρεύτηκε, ναι. Aυτός ήταν ο κυρ Βασίλης, ο οποίος, επειδή ρώτησες νωρίτερα, αν κάποιος με επηρέασε στα Ταμπάκικα, ήταν, βέβαια, όλη η ατμόσφαιρα, δεν μπορώ να πω. Ήταν όλο το κλίμα που ήταν κλίμα αγαπησιάρικο, κλίμα λαϊκό, αλλά κλίμα αλληλεγγύης. Αλλά ήταν και ο κυρ Βασίλης, ο οποίος μου έμαθε να διαβάζω, και με έμαθε να ασχολούμαι με την πολιτική. Να είμαι πολίτης. Τώρα, μια άλλη μορφή, έτσι, που ήταν συγκινητική για μένα, ήταν ο κυρ Αντώνης, ο καλαθάς. Έμενε απέναντι ακριβώς από το σπίτι μας. Είχε τέσσερα παιδιά, με τον ένα γιο του, που σας είπα νωρίτερα, ήμασταν κολλητοί φίλοι και τον θυμάμαι πάντοτε με καημό, γιατί ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, πολύ καλή οικογένεια, ερωτευμένος με τη γυναίκα του, πανέμορφη γυναίκα και έκανε τα καλύτερα καλάθια. Τα[00:25:00] έπλεκε, τα έπλεκε, ο ίδιος. Τον βοηθούσαμε εμείς με τον γιο του να καθαρίσει τα καλάμια κι αυτός τα έπλεκε. Και μάλιστα εγώ τα καλοκαίρια, επειδή ήμουν νέος τώρα, έφηβος, δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα μεσημέρια και πήγαινα δίπλα του και καθόμουνα και μου ’λεγε ιστορίες. Αλλά από την άλλη μεριά μου λέγε: «Γιατί δε πας, ρε παιδί μου, να κοιμηθείς; Αν ήμουν στη θέση σου τώρα θα έριχνα κάτι ύπνους», αλλά εγώ εκεί, άκουγα τις ιστορίες του. Τα Ταμπάκικα είχαν άλλους δύο καλαθάδες, δεν ήταν εύκολη τέχνη, δηλαδή έπρεπε κάποιος να σ' τη μάθει. Αλλά τα καλάθια του κυρ Αντώνη ήτανε… Τα πουλούσε στη λαϊκή, τότε γινόταν η λαϊκή στο λόφο του φρουρίου επάνω και μάλιστα τη λέγαμε Τετάρτη, γιατί γινόταν κάθε Τετάρτη. Κι αυτή η Τετάρτη είναι η αιτία, Δημήτρη, που η Λάρισα δεν ακολουθεί το πρόγραμμα των άλλων πόλεων, στο κλείσιμο των μαγαζιών τα απογεύματα. Δηλαδή, δεν κλείνει Δευτέρα και Τετάρτη, αλλά κλείνει Τρίτη-Πέμπτη. Γιατί όταν έγινε αυτή η καινούρια μεταπολιτευτικά ρύθμιση, οι Λαρισαίοι μαγαζάτορες δε θέλαν να κλείνει η πόλη την Τετάρτη, γιατί ερχόταν από την επαρχία, τα γύρω χωριά, όλοι την Τετάρτη για να κάνουν τα ψώνια τους. Κι αυτό παραμένει. Η Λάρισα, σε αντίθεση με όλες τις άλλες πόλεις, κλείνει Τρίτη-Πέμπτη. Λοιπόν, και μια και πιάσαμε τις προσωπικότητες, έτσι που τις θυμάμαι, έγραψαν ανεξίτηλα μέσα μου... Συγνώμη, θέλω να πω ότι το κέντρο της συνοικίας ήταν γύρω από την εκκλησία και κυρίως απέναντι, όπου ήταν ο φούρνος του Φιλιππίδη, το καφενείο του κυρ Μιχάλη, που μετά ο γιος του έκανε την Ψάθα, απέναντι ήταν καφενείο, δε θυμάμαι ποιος το είχε, απέναντι από τον φούρνο. Αλλά ήταν για πολλά χρόνια και μάλιστα εκεί είχε ένα πρόχειρο κουρείο ο Φώτης ο Ζησούλης, για τον οποίο θα σου πω μετά. Ο φούρνος ήταν ο μοναδικός και με ταλαιπώρησε πολύ. Για ποιο λόγο; Γιατί η μάνα μου ζύμωνε κι έπρεπε να πάρω τα ψωμιά, τα τέσσερα ψωμιά, στο πινακωτό το λέγαν –δεν θυμάμαι πώς το λέγαν αυτό– ένα σκεύος ξύλινο κι έπρεπε να το βάλω στην πλάτη μου και να κάνω όλη τη διαδρομή από τη Διονύσου, Ζωοδόχου Πηγή, για να τα πάω στο φούρνο να ψηθούν και το μεσημέρι να τα ξαναπάρω. Αλλά ο παππούς Φιλιππίδης, ήταν ένας ωραίος άνθρωπος και ο γιος του Φίλιππας που μετά είχα και ασθενή μου, δούλεψαν καλά και χτίσαν δίπλα έναν γερμανικό φούρνο και όχι μόνο αυτό. Δίπλα είχαν ένα μεγάλο οικόπεδο και το κάναν σινεμά, θερινό σινεμά. Όπου έδωσε άλλη ζωή στα Ταμπάκικα, ήταν πολιτιστικό γεγονός, πολιτιστική παρέμβαση πραγματικά. Και βέβαια, έφερναν έργα του ελληνικού σινεμά, της χρυσής εποχής, με τους μεγάλους κωμικούς, Χατζηχρήστο, Αυλωνίτη, Σταυρίδη. Θυμάμαι αυτόν τον σινεμά, γιατί ήτανε ο μόνος σινεμάς με τον οποίο πήγαινα με τον πατέρα μου. Στους κεντρικούς σινεμάδες της πόλης δεν ερχόταν ποτέ, πήγαινα μόνος μου ή με τα αδέρφια μου. Αλλά όταν έγινε η «Χαραυγή», ιδίως το καλοκαίρι βασικά, ήθελε να πηγαίνουμε και να βλέπουμε κυρίως τον Χατζηχρήστο τον οποίο είχε αδυναμία. Πραγματικά για τη συνοικία, η «Χαραυγή» ήτανε, επαναλαμβάνω, πολιτιστικό γεγονός. Κι αυτό το οφείλουμε στον Φίλιππο τον Φιλιππίδη, τον φούρναρη. Νομίζω ότι ο φούρνος υπάρχει ακόμη, ο Φίλιππας δεν υπάρχει.
Αυτό, για ποια εποχή μιλάμε τώρα;
Δεκαετία του ’60, ’64, ’65, ’66, '67.
Οπότε πολλοί, ιδίως οι μεγαλύτερες ηλικίες ή υπερήλικες δεν ήξεραν καν τι θα πει τηλεόραση, τι θα πει σινεμά…
Δεν είχαν δει… Ναι, ναι, ακριβώς, ναι… Ναι, η μητέρα μου εκεί πρωτοείδε σινεμά για πρώτη και τελευταία φορά, όσες φορές το είδε δηλαδή, δεν είχε ξαναδεί σινεμά. Και μάλιστα με απέτρεπε κιόλας. Όταν ήθελα να πάω σινεμά, μου έδινε 5 δραχμές, το εισιτήριο είχε 3 και μου λέγε: «Θα μου τα φέρεις τα δύο φράγκα πίσω, τα χρειαζόμαστε». Ή πολλές φορές μου έλεγε: «Τι τον θες αυτόν τον παλιοσιλιεμά;», έτσι τον έλεγε, «τι έχει να σου δώσει;». Δεν τον καταλάβαινε καθόλου». Αλλά όταν άρχισε να τον βλέπει στην «Χαραυγή», άλλαξε γνώμη. Δεν ήταν μόνο διασκέδαση, να περάσεις δύο ώρες, έβλεπαν και πράγματα τα οποία δεν είχαν ξαναδεί. Είπα και νωρίτερα ότι μια άλλη μορφή, πολύ σημαντική, έχουν μιλήσει κι άλλοι γι’ αυτό κι έχουν γράψει και κάποια κείμενα, ήταν ο Φώτης ο Ζησούλης. Σπουδαία μορφή, φίλος του αδερφού μου πολύ. Ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του ’40, [00:30:00]κουρέας εξαιρετικός, ταβλαδόρος πρώτος. Ενώ σε κούρευε, έπαιζε τάβλι συγχρόνως με κάποιον άλλον δίπλα. Έριχνε τα ζάρια, σε κούρευε λίγο, δυο-τρεις ψαλιδιές και ξαναέπαιζε. Κυνηγός εξαιρετικός, ψαράς υπέροχος, αλλά το μεγάλο του προσόν ήταν ότι ήταν ποιητής. Λαϊκός ποιητής, πολύ χαρισματικός. Στον γάμο του αδερφού μου είχε γράψει ποίημα ολόκληρο, το οποίο απήγγειλε. Αλλά ήτανε στιχουργός, σπουδαίος στιχουργός. Για χάρη του είχαν έρθει στη Λάρισα και τους είδα όλους αυτούς που θα σας πω τώρα. Πρώτη-πρώτη είδα τη Δούκισσα το ’57-’58, με ένα μίνι, δεν είχε εμφανιστεί το μίνι νομίζω. Καταπληκτική κοπέλα. Συγνώμη, δεν ήταν η Δούκισσα, η Μπέμπα Μπλανς. Και μάλιστα, την υποδέχτηκαν στο σπίτι του αδερφού του, γιατί το δικό του δεν ήταν τόσο καλό όσο του αδερφού του, για να υποδεχτούν μια βεντέτα του τραγουδιού. Αργότερα ήρθε, μια ή δυο φορές ο Στέλιος ο Καζαντζίδης, ο Αγγελόπουλος, ο Ξανθόπουλος πολλές φορές. Ξεχνάω κάποιους, αλλά αυτό που ξέρω πολύ καλά είναι ότι έδινε τα τραγούδια του –αυτό μου το 'χε πει ο ίδιος γιατί ήταν ο κουρέας μου και είναι ο άνθρωπος που μου έκανε το πρώτο ξύρισμα–, μου έλεγε ότι τα περισσότερα τραγούδια τα έδινε στον Μπάμπη Μπακάλη. Αλλά επειδή δε μπορούσε να τα υπερασπιστεί στην Αθήνα, καθόταν μία-δύο μέρες, εκχωρούσε τα πνευματικά δικαιώματα σ’ αυτούς κι έπαιρνε χίλιες ή δύο χιλιάδες δραχμές. Και πολλά τραγούδια του γίναν σουξέ. Θα πω μόνο τούτο, ότι το τραγούδι, δεν ξέρω πώς είναι ο τίτλος, αλλά ξέρω το ρεφρέν «...και στα κατάρτια πετούν οι γλάροι...», που ήταν για πολλά χρόνια, δεκαετίες, το σήμα της Μίνως Μάτσας κυρίως, οι στίχοι ήταν του Φώτη του Ζησούλη. Ο αδερφός μου ήξερε πολλά περισσότερα γι’ αυτά. Είχε ένα γιο, Νικηφόρο τον λέγαν, δεν θυμάμαι… Χρυσόστομο, ο οποίος έγινε τραγουδιστής και πήγε στην Αμερική. Τότε βέβαια δε φαινόταν ότι είχε αυτό το ταλέντο, αλλά ο Φώτης ήταν ένας ποιητής αληθινός. Πιστεύω ότι –ήταν του Δημοτικού ο άνθρωπος, δεν ξέρω πόσες τάξεις είχε τελειώσει – αν ήξερε γράμματα, θα ήταν σπουδαίος ποιητής.
Segment 3
Ταμπάκικα, μια αριστερή συνοικία – Αμπελόκηποι: Το νέο όνομα των Ταμπάκικων και η προέλευσή του
00:32:34 - 00:41:05
Μάλιστα. Οπότε, απ’ ό,τι καταλαβαίνω από τα λεγόμενά σας, τα Ταμπάκικα ήταν μια αριστερή συνοικία…
Ε, ναι, ναι, ναι… αυτό πρέπει να το πούμε οπωσδήποτε. Τα Ταμπάκικα δεν ήταν μόνο αριστερή συνοικία, ήταν 80% αριστερή συνοικία, ίσως και παραπάνω. Κι αυτό το συνειδητοποίησα στις δημοτικές εκλογές το 1964, όπου η αριστερά είχε πάντα δύναμη, εξάλλου η Θεσσαλία, κι ο νομός Λάρισας, είχανε ρίζες από το ΕΑΜ και το ΕΛΑΣ. Και ακόμα τα ποσοστά που παίρνει το ΚΚΕ στη Λάρισα είναι από τα υψηλότερα στη χώρα. Τα Ταμπάκικα είχαν και λόγους να ‘ναι οι Ταμπακιώτες αριστεροί, γιατί ήταν πάμπτωχοι, αυτοί είχαν ταξική συνείδηση, πραγματικά. Αλλά στις εκλογές αυτές, κατέβηκε η αριστερά με έναν σπουδαίο δήμαρχο, δικηγόρο, ο οποίος δεν ήτανε… Έμαθα εκ των υστέρων από τον πρώην ευρωβουλευτή και φίλο μου, από τον Σπύρο τον Κολοκοτρώνη, ότι δεν ήταν μέλος του κόμματος, ήταν συμπαθών, αλλά περίφημος δικηγόρος. Κατέβηκε ένας της Ένωσης Κέντρου τότε, ένας δικηγόρος περίφημος, ποινικολόγος, ο Κώστας Νάος. Και ήτανε και ο Χατζηγιάννης, ο οποίος πρωτοεκλέχτηκε με την υποστήριξη του ΚΚΕ. Στη διαδρομή πήγε με την ΕΡΕ τότε κι έγινε δήμαρχος, αλλά ήταν καλός δήμαρχος. Αλλά έχασε στις εκλογές το ’64 που βγήκε η αριστερά. Τότε, υπάρχει ένα μαγαζί με ψιλικά υψηλού επιπέδου, το «Ολύμπιον», Μεγάλου Αλεξάνδρου και Κύπρου, θα υπάρχει ακόμα. Τότε, σε ένα στύλο της ΔΕΗ, βγαίναν οι ανακοινώσεις. Περιμέναμε εκεί τα αποτελέσματα και ο Χατζηγιάννης με τον Χονδρονάσιο πηγαίνανε παράλληλα με πολύ μικρή διαφορά. Και όσοι ήταν με τον Χονδρονάσιο, με την αριστερά δηλαδή, ανησυχούσαν. Και λέγαμε ότι μπορεί και να χάσουμε, αλλά θυμάμαι τότε πετάχτηκε κάποιος Ταμπακιώτης που είχαμε πάει εκεί, και λέει: «Μην ανησυχείτε», λέει, «θα έρθουν τα αποτελέσματα από τα Ταμπάκικα και θα δείτε ποιος θα βγει δήμαρχος». Πραγματικά, όταν ήρθανε τα αποτελέσματα από τα [00:35:00]εκλογικά τμήματα στα Ταμπάκικα, ο Χονδρονάσιος βγήκε με εμφανέστατη διαφορά. Και θυμάμαι ότι τότε μετά, υπήρχε μόνο ένας αντιδήμαρχος, ο Χονδρονάσιος έκανε αντιδήμαρχο έναν πρώην αξιωματικό του στρατού, ο οποίος όμως είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τον Μενέλαο τον Παπαδόπουλο. Και θυμάμαι καλά γιατί έκοβε βόλτες στα Ταμπάκικα, γιατί απ΄ τα Ταμπάκικα βγήκε. Δηλαδή, τα Ταμπάκικα είχαν ψηφίσει μονοκούκι, που λέμε, Μενέλαο Παπαδόπουλο, υποψήφιο του δημάρχου Χονδρονάσιου. «Σφηκοφωλιά», τη λέγαν οι δεξιοί, «σφηκοφωλιά του ΚΚΕ». Και τώρα μου ’ρθε στο μυαλό ότι κάθε Κυριακή, ερχότανε παιδιά ή μεγαλύτεροι, έτσι, μεσήλικες, προφανώς ήταν οργανωμένοι στο ΚΚΕ, στην ΕΔΑ βέβαια τότε, η ΕΔΑ υπήρχε που αντιπροσώπευε το ΚΚΕ. Και πωλούσαν «ΑΥΓΗ» σε συγκεκριμένους ανθρώπους στη γειτονιά, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κυρ Αντώνης ο καλαθάς, και ο κυρ Βασίλης ο μπακάλης. Και πήγαινα στον κυρ Αντώνη κάθε Κυριακή να διαβάζω την «ΑΥΓΗ», γιατί με ενδιέφερε κυρίως ο Μποστ, εκεί ανακάλυψα τον Μποστ. Ήταν πρωτοσέλιδο, έβαζε μια γελοιογραφία, πολλές φορές είχε και κείμενα.
Μάλιστα. Πλέον τα Ταμπάκικα ονομάζονται Αμπελόκηποι. Γνωρίζετε γιατί δόθηκε αυτή η ονομασία μήπως;
Βεβαίως, υπάρχει λόγος δηλαδή, δεν είναι θέμα φαντασίας. Στα Ταμπάκικα, στο πίσω μέρος, μετά τον πλάτανο, παλιά υπήρχαν αμπελώνες. Και θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι τους τελευταίους αμπελώνες τους είχε υπό την ιδιοκτησία του ένας παλιός Λαρισαίος που έμενε στην πόλη, αστός, το επώνυμό του ήταν Πέρπερας, το μικρό δε το θυμάμαι. Και μάλιστα, το αφεντικό του πατέρα μου τού είχε προτείνει να αγοράσει δυο οικόπεδα και ο πατέρας μου ήταν υπερήφανος άνθρωπος, δε δέχτηκε. Και όλα αυτά μετά έγιναν οικόπεδα. Κι εδώ κι επειδή υπήρχαν τα αμπέλια, να σημειώσω ότι οι Λαρισαίοι σνόμπαραν τη συνοικία, όλα τα χρόνια. Ίσως είχαν και δίκιο, δε ξέρω. Και κορόιδευαν τα Ταμπάκικα και λέγαν: «Η συνοικία των ευγενών», βέβαια, εντελώς ειρωνικά, γιατί ξέραν τι άνθρωποι κατοικούσαν στα Ταμπάκικα. Και φαίνεται, αυτό ώθησε μετά τους αστούς της πόλης τη δεκαετία του ’60, να μετονομάσουν τη συνοικία και να την πουν Αμπελόκηποι, επειδή ακριβώς υπήρχαν αμπελώνες παλαιότερα. Εγώ πρόλαβα κάποιους τέτοιους αμπελώνες, στο βάθος, εκεί που η κοίτη του ποταμού κάνει μια καμπύλη, που στρογγυλεύει. Λοιπόν, γι’ αυτό ονομάστηκαν Αμπελόκηποι. Αλλά μια που αναφέραμε αυτό το θέμα της Λάρισας, της συνοικίας αυτής, θα ήθελα να συμπληρώσω εδώ, ότι από αυτή τη συνοικία, με όλα αυτά τα στοιχεία που είπαμε νωρίτερα, με όλους αυτούς τους κατοίκους, δε θα μπορούσε να λείπει και το χασίς. Τα Ταμπάκικα, ήταν περίφημα επίσης για κάποιους κατοίκους της που κάναν χρήση χασίς. Και πολλές φορές –έζησα τέτοια στιγμή. Μια φορά να συλλαμβάνουν έναν κάτοικο της πόλης για χρήση χασίς, χωροφύλακες εκείνης της εποχής και να τον οδηγούν στο τμήμα. Κυρίως, αυτές οι συνεδρίες γινόταν κάτω από τον πλάτανο. Γιατί γινόταν κάτω από τον πλάτανο; Γιατί, γύρω-γύρω υπήρχαν δέντρα, κυρίως αυτά που είναι… Εμείς τα λέγαμε βρωμόδεντρα, δε ξέρω πώς λέγονται. Ήταν ψηλά και δεν είχε ορατότητα, δηλαδή δε τους έβλεπε κανένας και κυρίως γινόταν βέβαια το βράδυ. Αλλά υπήρχε χρήση χασίς και πώληση χασίς στα Ταμπάκικα. Και αυτό, βέβαια, δε μας έκανε καμία εντύπωση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλο αυτόν τον ιστό που συναποτελούσε τα Ταμπάκικα.
Ήταν κάτι φυσικό, δηλαδή, για σας, ήταν μέρος της καθημερινότητας…
Ναι, δε σημαίνει ότι επηρεαζόταν να το χρησιμοποιήσουν οι άνθρωποι, όχι, δεν είχε καμία τέτοια επίδραση όπως έχουν τα σημερινά ναρκωτικά, άπαξ και κυκλοφορήσουν, θα το δοκιμάσουν και άνθρωποι που δεν το φαντάζεσαι. Όχι, εμείς, όσους ήξερα εγώ, οι φίλοι μου και τα λοιπά, κανένας δεν [00:40:00]επηρεάστηκε. Δηλαδή, αυτοί που κάναν χρήση, ήταν συγκεκριμένοι και δεν αυξήθηκαν σχεδόν ποτέ.
Και ήταν γνωστή γενικά στη συνοικία ποιοι ήτανε…
Ήταν γνωστοί, βεβαίως ήταν γνωστοί. Ο κύριος που πιάσαν, αυτός ήταν ονομαστό πρόσωπο, γιατί διατηρούσε κι ένα κατάστημα εκεί, ήταν ονομαστός, δηλαδή τον ξέραμε. Αυτά.
Μάλιστα. Έχετε κάτι άλλο να συμπληρώσετε σχετικά με τα Ταμπάκικα, με την περιοχή που μεγαλώσατε;
Αυτή τη στιγμή, Δημήτρη, δε μου έρχεται κάτι στο μυαλό, ενδεχομένως σε δεύτερο χρόνο να μου έρθουν πολλά, αλλά…
Ωραία, όχι, πιστεύω τα πήγαμε μια χαρά.
Προς το παρόν αυτά.
Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας!
Εγώ ευχαριστώ γιατί με έκανες και θυμήθηκα την παιδική μου και την εφηβική μου ηλικία. Έμεινα στα Ταμπάκικα μέχρι το 1970. Μετά πέθανε ο πατέρας μου και φύγαμε από κει. Σ’ ευχαριστώ κι εγώ, λοιπόν!
Εγώ ευχαριστώ, να ’στε καλά, καλό βράδυ, γεια σας!
Καλό βράδυ!
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο αφηγητής Κώστας Λάνταβος μάς περιγράφει τη ζωή και την καθημερινότητα στα Ταμπάκικα, την πιο υποβαθμισμένη συνοικία της Λάρισας, όπου έζησε και μεγάλωσε τη δεκαετία του '50 και του '60 μαζί με τους «ευγενείς», όπως αποκαλούσαν περιπαικτικά τους κατοίκους της συνοικίας οι αστοί της Λάρισας. Μια φτωχή συνοικία, ακριβώς δίπλα στο ποτάμι του Πηνειού, όπου σχεδόν κάθε χρόνο υπέφεραν από τις πλημμύρες του και τα καλοκαίρια θρηνούσαν θύματα, καθώς οι νέοι πνιγόντουσαν στην προσπάθειά τους να δροσιστούν στο νερό. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι πρώην πορνείο, μας περιγράφει την ανέμελη ζωή, την απλότητα των κατοίκων, τα luben στοιχεία της συνοικίας και τις παράνομες δραστηριότητές τους, τους ανθρώπους που τον επηρέασαν βαθύτατα, αλλά και τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν αριστερής ιδεολογίας.
Narrators
Κωνσταντίνος Λάνταβος
Field Reporters
Δημήτρης Αθανασέλος
Tags
Interview Date
07/07/2023
Duration
41'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο αφηγητής Κώστας Λάνταβος μάς περιγράφει τη ζωή και την καθημερινότητα στα Ταμπάκικα, την πιο υποβαθμισμένη συνοικία της Λάρισας, όπου έζησε και μεγάλωσε τη δεκαετία του '50 και του '60 μαζί με τους «ευγενείς», όπως αποκαλούσαν περιπαικτικά τους κατοίκους της συνοικίας οι αστοί της Λάρισας. Μια φτωχή συνοικία, ακριβώς δίπλα στο ποτάμι του Πηνειού, όπου σχεδόν κάθε χρόνο υπέφεραν από τις πλημμύρες του και τα καλοκαίρια θρηνούσαν θύματα, καθώς οι νέοι πνιγόντουσαν στην προσπάθειά τους να δροσιστούν στο νερό. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι πρώην πορνείο, μας περιγράφει την ανέμελη ζωή, την απλότητα των κατοίκων, τα luben στοιχεία της συνοικίας και τις παράνομες δραστηριότητές τους, τους ανθρώπους που τον επηρέασαν βαθύτατα, αλλά και τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων που ήταν αριστερής ιδεολογίας.
Narrators
Κωνσταντίνος Λάνταβος
Field Reporters
Δημήτρης Αθανασέλος
Tags
Interview Date
07/07/2023
Duration
41'