© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Πάω και φεύγω σαν ξένος»: Ένας νοσταλγός της Λάγκας θυμάται το κατατρεγμένο χωριό του

Istorima Code
24525
Story URL
Speaker
Κωνσταντίνος Ριζόπουλος (Κ.Ρ.)
Interview Date
13/06/2023
Researcher
Νικολέτα Αποστολίδου (Ν.Α.)
Ν.Α.:

[00:00:00]Λοιπόν, καλησπέρα σας, είμαι η Νικολέτα Αποστολίδου, είμαστε στο Άργος Ορεστικό Καστοριάς. Έχουμε 14 Ιουνίου του 2023 κι είμαστε εδώ για μια συνέντευξη για το Istorima με τον κύριο…

Κ.Ρ.:

Ριζόπουλος Κωνσταντίνος του Νικολάου, που γεννήθηκα στη Λάγκα Καστοριάς το 1935. Έζησα στη Λάγκα, τα πρώτα χρόνια, πήγα και δυο τάξεις στο Δημοτικό, την πρώτη, με δάσκαλο Λαγκιώτη, Τσίκρικας Νικόλαος. Τη δευτέρα δημοτικού πήγα με δάσκαλο τον Παρασκευόπουλο, Αργείτη δάσκαλο. Έκτοτε δεν συνεχίσαμε, γιατί άρχισαν οι, ο εμφύλιος πόλεμος, και τα σχολεία, όπως σε όλα τα χωριά του, του νομού, είχαν κλείσει, μέχρι που φύγαμε απ’ τα χωριά, αδειάσαμε και κατεβήκαμε στο Άργος Ορεστικό, καταφυγόντες. Από το 1947 μέχρι το 1950. Το 1950, που έγινε ο επαναπατρισμός και πήγαμε στα χωριά μας πίσω, η δικιά μου οικογένεια δεν πήγε στην Λάγκα. Στο διάστημα αυτό, ο πατέρας μου ήτανε σε ένα φροντιστήριο στην Κοζάνη κι έγινε παπάς, και πήρε ενορία στην Αμμουδάρα. Το 1950 όλοι οι χωριανοί μου πήγαν στην Λάγκα, εμείς μετοικήσαμε, πήγαμε στην Αμμουδάρα. Απ’ ό,τι θυμάμαι όμως στην Λάγκα, εκείνα τα χρόνια η επιβίωση ήταν πολύ δύσκολη. Τα σπίτια ήτανε όλα πετρόχτιστα και πολύ στενά, όσον αφορά την διαβίωση και την συμβίωση. Σε ένα δωμάτιο ήμασταν και δέκα άτομα με θέρμανση το πατροπαράδοτο τζάκι. Από μπροστά ζεσταινόμαστε και πίσω…Κρυώναμε. Στον ίδιο σχεδόν χώρο, δίπλα, είχαμε τα ζώα. Πάνω απ’ τα ζώα υπήρχε κρεβατοκάμαρα. Ήταν τόσο στενά, που δύσκολες οι συνθήκες. Εκείνο που μου ‘χει μείνει και το θυμάμαι, τα πρώτα χρόνια, πριν γίνουν οι, κυκλοφορήσουν οι γκαζόλαμπες –ήτανε οι λάμπες με πετρέλαιο– φωτισμό είχαμε το δαδί. Κι ορισμένα βράδια μάλιστα διαβάζαμε με δαδί, αντί να ‘χουμε τις λάμπες, που αργότερα εμφανίστηκαν. Αυτά είναι τα… Και ένα περιστατικό που θυμάμαι, δεν ξέρω, για τον άλφα ή βήτα λόγο, δεν ήθελα να πάω στο σχολείο. Δεν ξέρω, ντροπαλός, φοβόμουν; Και ήρθε στο σπίτι μας ο δάσκαλος, χωριανός, συγχωριανός, Λαγκιώτης, Νικόλαος Τσίκρικας. Μου φόρεσε τα τσαρούχια και με πήρε απ’ το χεράκι και με πήγε στο σχολείο. Έτσι ήταν το ξεκίνημα και το σχολείο… Δεν έχω τίποτα άλλο, δεν θυμάμαι.

Ν.Α.:

Λοιπόν, ωραία. Αρχικά να σας ρωτήσω, αν ξέρετε, από προέρχεται το όνομα της Λάγκας.

Κ.Ρ.:

Λάγκα είναι από την, επειδή υπάρχει μία -πώς να πω- λάκκα, ένα βαθούλωμα, βουνά και το φαράγγι, μία, πώς να το πούμε, ένας λόγγος. Από εκεί έχω την εντύπωση ότι πήρε το, από τον, απ’ την κατασκευή του εδάφους και της, και του χώρου, που έγινε, που χτίστηκε η Λάγκα. Είναι το μοναδικό χωριό στο νομό της Καστοριάς, που δεν έχει άλλο όνομα. Λάγκα ήταν με Τουρκοκρατίας, Λάγκα και μετά, και παραμένει Λάγκα. 

Ν.Α.:

Ωραία. Είπατε ότι ο μπαμπάς σας, όταν ήρθε στο Άργος, έγινε παπάς. Πριν στο χωριό με τι ασχολούνταν;

Κ.Ρ.:

Στο χωριό ήτανε με, με ξύλα και με κάρβουνα. Ήταν ειδικός στα ξύλα, τα οποία χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των σαμαριών, τα οποία συγκέντρωνε στο χωριό και τα έφερνε στο [00:05:00]Άργος σε μαγαζιά, καταστήματα που φτιάχνανε σαμάρια. Ασχολούνταν όμως και με την, και με τα κάρβουνα. Εγώ θυμάμαι ότι πολλοί απ’ τους Λαγκιώτες που είχανε κάποια έφεση στην, στο τσεκούρι, κόβανε ξύλα, τα συγκεντρώνανε σε μια τοποθεσία εκεί στο, στο δάσος, δεν ξέρω, τα σκεπάζανε με χώμα και πάλι ξύλα, και με τη σειρά τα, τα πιο ψηλά, τα πιο χοντρά και τα ανάβαν αυτό –καμίνια τα λέγανε– και καίγονταν πολύ καιρό. Όταν τελείωνε η καύση, άνοιγαν από πάνω το, το καμίνι και βγάζανε τα ξυλοκάρβουνα, και τα πουλούσανε στις αγορές στο Άργος, στης Καστοριάς κλπ.

Ν.Α.:

Η μαμά σας; 

Κ.Ρ.:

Η μαμά μου νοικοκυρά, οικιακά, δεν είχε καμιά ιδιαίτερη άλλη απασχόληση. Δε…

Ν.Α.:

Είχατε πολλά αδέρφια;

Κ.Ρ.:

Η οικογένεια μας ήτανε πολυπληθής. Ήμαστε οχτώ αδέρφια, τέσσερα κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Και γενικά στο, στη Λάγκα, οι Ριζοπουλαίοι ήτανε τέσσερις οικογένειες από δέκα άτομα και πάνω. Το μισό χωριό δηλαδή. 

Ν.Α.:

Και πώς ήτανε να είστε σε ένα μικρό σπίτι τόσα πολλά άτομα;

Κ.Ρ.:

Πολύ δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο. Ούτε θυμάμαι πως κοιμόμαστε, που βολευόμαστε. Φυσικά, το σπίτι είχε κι από πάνω δυο δωμάτια, το ένα το λέγαμε το «καθημερινό» και το άλλο ο «οντάς», είχε τούρκικο όνομα. Εκεί κοιμόταν οι αδερφές μου, αν θυμάμαι καλά. Συνήθως, τον περισσότερο χρόνο τον περνούσαμε στο κάτω, το καθημερινό, «σόμπα» το λέγαμε, όχι σόμπα θερμάστρα, «σόμπα» όλος ο χώρος του δωματίου. Εκεί τρώγαμε, εκεί ζεσταινόμαστε, ο περισσότερος χρόνος εκεί. Όλα τα σπίτια, αυτό που θυμάμαι, είχανε στενότητα, και το βράδυ τα κλείνανε όλοι. Τα αμπαρώνανε. Πίσω από την πόρτα υπήρχε ένα σύρτης, ένα χοντρό ξύλο, που το κλείνανε. Πρέπει για λόγους ασφαλείας, επειδή υπήρχανε ληστοσυμμορίται και τέτοια στοιχεία εκείνη την εποχή.

Ν.Α.:

Λοιπόν, έπειτα ξέσπασε κι ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Θυμάστε πράγματα από εκεί; Πώς ήταν η ζωή, όταν έγινε αυτό;

Κ.Ρ.:

Θυμάμαι το, τους βομβαρδισμούς από τα ιταλικά τα αεροπλάνα. Μόλις ακούγαμε το θόρυβο, δεν είχαμε την αίσθηση του φόβου εμείς οι πιτσιρικάδες και τρέχαμε και λέγαμε: «Να ήρθε ο κασμάς, ήρθε ο κασμάς». Έμοιαζε με κασμά ένα αεροπλάνο. Μάλιστα, έπεσε και μία βόμβα στον κάτω μαχαλά του χωριού, σε ένα σημείο που απέναντι ακριβώς υπήρχε μία κρύπτη από μια μπιστιριά, έτσι το λέγαμε, εκεί ήταν μαζεμένος κόσμος. Όμως δεν εκρήχτηκε η, δεν έσκασε η βόμβα. Την οποία, αργότερα, την έβγαλε κάποιος χωριανός μας, ο οποίος έφτιανε υνιά, τσαπιά, τέτοια εργαλεία γεωργικά, και την χρησιμοποίησε γι’ αυτό το σκοπό. Αυτό το θυμάμαι έτσι χαρακτηριστικά. Με τους Ιταλούς, όταν ήμαστε υπό την Κατοχή τους, θυμάμαι έναν, ένα όνομα Ιταλού, Τζοβάνι. Αυτός ήταν οπλουργός και είχε κατασκευάσει σε ένα σημείο που υπήρχε καταρράκτης από νερό, έβαλε μία φτερωτή, γύριζε, και με έναν ιμάντα, κάπου εκεί στην βρύση του πάνω μαχαλά, είχε και σκέπαστρο, είχε κάνει ένα είδος παραγωγής ρεύματος. Ήτανε τρομερός τεχνίτης. Ένα άλλο [00:10:00]χαρακτηριστικό που θυμάμαι με τους Ιταλούς, όταν παραμονές των Χριστουγέννων σφάζαμε τα γουρούνια, αφήναμε το αίμα κι έτρεχε, πήγαινε χαμένο. Αυτοί μόλις το είδαν, οι Ιταλοί στρατιώτες, πήρανε τις καραβάνες και μάζευαν το αίμα. Μετά το βράζανε και γινότανε σκέτο συκώτι, και το τρώγανε. Αυτό απ’ τους Ιταλούς, το θυμάμαι. Αυτά, δε θυμάμαι τώρα λεπτομέρειες.

Μάρθα Ριζοπούλου: Γι' αυτούς που σκότωσαν τη Λάγκα... 
Ν.Α.:

Θυμάστε και γι’ αυτούς που σκότωσαν στη Λάγκα οι Ιταλοί, οι Γερμανοί;

Κ.Ρ.:

Όχι, οι αντάρτες τους σκότωσαν. Για τους 18, λέμε;

Ν.Α.:

Ναι.

Κ.Ρ.:

Αυτό… Εγώ ήμουν στη Λάγκα τότες. Αν εννοείτε τους 18 τους μαζεμένους τους Λαγκιώτες, τους σκότωσαν οι αντάρτες. Ήρθαν ένα βράδυ και μάζεψαν όσους Λαγκιώτες βρήκανε στα σπίτια, χτυπούσαν την πόρτα: «Ελάτε για μια ανάκριση» και τους πήρανε και τους φυγάδεψαν. Πέρασε πολύς καιρός κι όταν, την άνοιξη του ’46-’47, δεν τα θυμάμαι καλά, ήρθε ο στρατός και τους βρήκε σε μια τρύπα στα Όντρια, και τότε έγινε στη Λάγκα οδυρμός. Οι γυναίκες που χάσανε τους άντρες τους ωρύονταν, έκλαιγαν, φώναζαν και εκλιπαρούσαν. Εγώ, μικρός, άκουγα αυτά τα κλάματα, και μάλιστα ζούσαμε με τη, με μια θειά μου, αδερφή του πατέρα μου, κι αυτή μας κατατόπισε και μας ενημέρωσε για το περιστατικό.

Ν.Α.:

Ξέρετε γιατί τους σκότωσαν;

Κ.Ρ.:

Αυτό είναι άγνωστο. Δεν ξέρω. Λέγονται πολλά. Η πιθανότερη περίπτωση είναι εκδίκηση από άλλους αντάρτες άλλων χωριών, που είχαν υποστεί ενδεχομένως κάτι από τους, από άλλους Λαγκιώτες, και σε αντίποινα ήρθαν κι έμασαν όσους άντρες βρήκαν εκείνο το βράδυ και τους εκτέλεσαν στα Όντρια. 

Ν.Α.:

Και τι άλλο θυμάστε απ’ τον Εμφύλιο;

Κ.Ρ.:

Απ’ τον Εμφύλιο δεν… Είναι πολλά πράγματα που έζησα, αλλά δεν μπορώ, έτσι, δεν τα θυμάμαι να τα διηγηθώ. 

Ν.Α.:

Εσείς φύγατε απ’ το χωριό, αφότου έγινε αυτό το περιστατικό με τους 18, που σκότωσαν;

Κ.Ρ.:

Ακριβώς, ακριβώς. Τότε ήρθε ο στρατός, κι όσοι είχαμε μείνει στο, στο χωριό, άδειασε τελείως η Λάγκα, και από την, απ’ το 1170, το λεγόμενο Βουνιάσι, τοπική ορολογία, πήγαμε στο Νεστόριο, κι απ’ το Νεστόριο στο Άργος. Όλο το χωριό άδειασε. Εμένα τα άλλα αδέρφια μου τα μεγαλύτερα, οι αδερφές μου, είχαν φύγει νωρίτερα από τη Λάγκα. Εγώ είχα μείνει με έναν, τον μικρότερο αδερφό μου και μια μικρότερη επίσης αδερφή. Και βρεθήκαμε στο Άργος Ορεστικό μέχρι το 1950. 

Ν.Α.:

Το Βουνιάσι τι είπατε ότι σημαίνει;

Κ.Ρ.:

Είναι τοπικό ένα, το 1170, είναι μια περιοχή του, της Λάγκας. Προς την κατεύθυνση του Νεστορίου. 

Ν.Α.:

Και… Α, πιο πριν επίσης θα ‘θελα να πάμε, πάλι στην Κατοχή των Γερμανών. Θυμάστε τότε που κάψανε τη Λάγκα; Ήσασταν εκεί;

Κ.Ρ.:

Ήμουν εκεί και βάζανε φωτιά περισσότερο τις καλύβες. Καλύβες ήταν βοηθητικοί χώροι που βάζανε άχυρα κι άλλα χρήσιμα. Αυτά ήτανε σκεπασμένα με, με άχυρο κι έπαιρναν εύκολα φωτιά. Κοντά στις αχυρώνες, ό,τι ήταν δίπλα, σπίτια, καίγονταν κι αυτά. Όταν έκαψαν το χωριό οι, τη Λάγκα, δεν ήμαστε μέσα στο χωριό. Είχαμε βγει στο βουνό, αλλά βλέπαμε την αναλαμπή από τις φλόγες, απ’ τα σπίτια και όταν γυρίσαμε βρήκαμε καμένο και το [00:15:00]σπίτι το δικό μου, το δικό μας το πατρικό, αλλά και μιας θειάς μου, αδερφή του πατέρα μου, επίσης κι εκείνο βομβαρδισμένο. Και μείναμε μετέωροι, και μας φιλοξένησαν άλλοι συγχωριανοί για ένα χρονικό διάστημα, μέχρι να γίνει αποκατάσταση. Ένα περιστατικό που θυμάμαι, όταν κάηκε το χωριό, κάηκαν και κάτι καλύβες που είχαμε έξω, προς τον Προφήτη Ηλία. Εκεί είχαμε συγκεντρωμένη την προίκα της μεγάλης αδερφής μου, ήταν τότε αρραβωνιασμένη, κάηκε, κι από κάτω, που ήτανε αποθηκευτικός χώρος, είχαμε μάσει σιτάρι, το οποίο κάηκε. Όταν σταμάτησε ο πόλεμος, και πήγαμε να βγάλουμε σιτάρι, το αλέθαμε και μύριζε καμένο. Κι όμως, απ’ αυτό τρώγαμε. Και της θειάς μου και το δικό μας και αυτή η καλύβα που είχανΕ συσσωρεύσει οι μεγάλοι, οι γονείς μου, τα, την προίκα, κάηκαν κι αυτά.

Ν.Α.:

Ωραία, και θυμάστε πώς ήτανε, όταν ήσασταν μικρός και ήτανε οι Ιταλοί στο χωριό, αν υπήρχε κάποια καταπίεση απ’ την πλευρά τους; Πώς ήτανε;

Κ.Ρ.:

Όχι, όχι, είχαμε πολύ καλή… Οι Ιταλοί ήταν, δεν είχαμε πρόβλημα. Είχαμε –απ’ ό,τι έβλεπα, εμείς πιτσιρικάδες– δεν είχανε τέτοια, εκδηλώσει βία και… Οι Γερμανοί ήταν πιο σκληροί, γιατί τα χωριά είχαν μοιραστεί τότε. Άλλα ήτανε υπό ιταλική κατοχή κι άλλα ήτανε με Γερμανούς. Εδώ, το Άργος ήταν Γερμανοί. Δεν, δεν είχαμε τέτοια.

Ν.Α.:

Άρα η Λάγκα είχε μόνο Ιταλούς.

Κ.Ρ.:

Ναι. Θα μου πείτε πώς το ‘καψαν οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί έκαναν εξόρμηση προς τα πάνω, βγήκαν κι ό,τι, όποια χωριά βρίσκανε άδεια και, τα βάζαν φωτιά, δεν… Ίσως ήταν λάθος που το αδειάσαμε το χωριό, που φύγαμε στο βουνό. Γιατί αν ήθελαν να μας βρουν, μας βρίσκανε άνετα. 

Ν.Α.:

Και θυμάστε εσείς τότε που είχατε φύγει για να κρυφτείτε, θυμάστε αν φοβόσασταν;

Κ.Ρ.:

Δεν είχα την αίσθηση του κινδύνου σε αυτή την ηλικία. Περισσότερο παίζαμε και όλοι με, με κάτι τσεκούρια κόβαμε δέντρα, ξύλα από ‘δω, και τρέχαμε όλη την ημέρα μέσα στο δάσος. Είχαμε κάνει καλύβες. Μάλιστα, θυμάμαι, είχαμε κόψει ένα ξύλο, ένα δέντρο γύρω-γύρω, δεν έπεσε, αλλά ήταν έτοιμο, και σε κάποια φάση περνούσε κάποιος εκεί με τα γαϊδούρια του, με τα ζώα του, φύσηξε αέρας κι έπεσε απάνω στο… Το δεντράκι που εμείς είχαμε κόψει γύρω-γύρω. Κι ένα περιστατικό άλλο που θυμάμαι, εκεί έξω, Μαγούλιες το λέγανε εκείνο το μέρος, που είχαμε πάει –είναι προς το Κρυονέρι πιο μέσα–, έκοβα ένα ξύλο κι έφυγε το τσεκούρι κι έκοψα τον, το μεγάλο δάχτυλο απ’ το δεξί πόδι. Με τη μικρή την αδερφή μου για να σταματήσει το αίμα βάζαμε χώμα απάνω. 

Ν.Α.:

Ωραία, μετά, μετά τον Εμφύλιο που ήρθατε στο Άργος, είπατε πήγατε και στην Αμμουδάρα. Πώς ήταν εκεί;

Κ.Ρ.:

Όταν έληξε ο Εμφύλιος το ’49, το ’50 πήγαμε στην Αμμουδάρα. Εκεί επίσης δυσκολευτήκαμε, γιατί μας δώσαν ένα δωμάτιο και βολευτήκαμε δέκα άτομα. Σιγά-σιγά όμως, αλλάξαμε ύστερα σπίτι, μέχρι που φτιάξαμε δικό μας σπίτι και κάπως πιο άνετα πορευόμαστε. Αλλά ήτανε καλύτερες οι συνθήκες στην Αμμουδάρα. Είχε αρχίσει κι η, ας το πω, ανάπτυξη. Μας είχε παραχωρήσει εκεί η ενορία χωράφια, είχαμε κήπους, ασχοληθήκαμε με καπνά, με, με σιτάρια, θερίζαμε, αλωνίζαμε. Ό,τι κάναμε και στη Λάγκα, αλλά εδώ ήταν πιο εύφορο το μέρος, στην Αμμουδάρα. Ούτε σύγκριση με τα λαγκιώτικα τα σπαρτά. 

Ν.Α.:

Στην Αμμουδάρα πόσο καιρό κάτσατε;

Κ.Ρ.:

Στην Αμμουδάρα το ’50 που πήγαμε, μέχρι το ’57, που εγώ τελείωσα το Γυμνάσιο, ήμασταν στην Αμμουδάρα. Μετά, πήγα [00:20:00]στη σχολή του ΟΤΕ με εισαγωγικές εξετάσεις, διορίστηκα στο Άργος Ορεστικό, κι από τότε είμαι μόνιμος κάτοικος του Άργους. 

Ν.Α.:

Και στο Άργος είδατε διαφορά σε σχέση και με την Αμμουδάρα και με τη Λάγκα; Η ζωή;

Κ.Ρ.:

Στο Άργος; Εγώ έμεινα στη, στο Άργος, πήγαινα στην Αμμουδάρα στο πατρικό μου. Όταν ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο τον χειμώνα, οπωσδήποτε νοίκιαζα εδώ σπίτι στο Άργος Ορεστικό, το καλοκαίρι το ξενοίκιαζα, γιατί πηγαίναμε με τα πόδια. Η Αμμουδάρα είναι από το Άργος 4 χιλιόμετρα. Είχαμε, μας είχε προμηθεύσει κι με ένα ποδήλατο ο πατέρας μου, και βολευτήκαμε τρία αδέρφια, χρησιμοποιήσαμε το ποδήλατο για να πηγαινοερχόμαστε στο σχολείο απ’ την Αμμουδάρα.

Ν.Α.:

Άρα, όταν ήσασταν στο Γυμνάσιο, εσείς και τα αδέρφια σας μένατε μόνοι σας στο Άργος;

Κ.Ρ.:

Ναι, ναι, νοικιάζαμε μαζί με άλλο, με κάποιον συμμαθητή, βέβαια. 

Ν.Α.:

Και τα καλοκαίρι όμως γυρνούσατε στο…

Κ.Ρ.:

Το καλοκαίρι, πριν ακόμη τελειώσουμε τις εξετάσεις, άρχιζε η φυτεία στα καπνά και μας περιμένανε να βοηθήσουμε στις δουλειές τις αγροτικές.

Ν.Α.:

Ωραία, θέλω να ρωτήσω για αυτό που λέγατε πριν, ότι φορούσατε τσαρούχια μόνο την Κυριακή και τις υπόλοιπες μέρες ήσασταν ξυπόλυτος. Αυτό ήτανε στη Λάγκα;

Κ.Ρ.:

Στη Λάγκα, ναι. Κι εκεί για ένα χρονικό διάστημα, μετά βελτιώθηκε η κατάσταση λίγο και φορέσαμε λαστιχένια παπούτσια, και κάπως άλλαξαν οι συνθήκες.

Ν.Α.:

Και τα τσαρούχια από τι ήταν φτιαγμένα;

Κ.Ρ.:

Τα τσαρούχια ήτανε από δέρμα χοίρου. Όταν σφάζαμε τα γουρούνια παραμονές των Χριστουγέννων και γδέρνανε τα γουρούνια, το δέρμα το στεγνώνανε και κόβαν ένα κομμάτι για κάθε τσαρούχι διαστάσεων, ξέρω ‘γω, 15 επί 30; Κάναν μία μύτη, τη ράβανε σαν τρίγωνο και γύρω-γύρω βάζανε ένα κορδόνι πάλι από, από δέρμα του χοίρου και φτιάχνανε τα τσαρούχια. Εγώ τσαρούχια φόρεσα αρκετά χρόνια. Τα πρώτα 5-6 χρόνια που ήμουν στη Λάγκα, με τσαρούχια.

Ν.Α.:

Κάποια παράδοση του χωριού θυμάστε;

Κ.Ρ.:

Παράδοση δεν ξέρω. Πολλά ήθη κι έθιμα είχαμε, τα οποία μοιάζουν και με της, με πολλά, με πολλών χωριών του νομού και με του, με τους Αργείτες. Ένα, που είχαμε, έτσι, το «Χάσκα». Αυτό πότε ήτανε;

Ν.Α.:

Την Απόκρια, Αποκριές.

Κ.Ρ.:

Ναι, τις Αποκριές βράζαμε τ’ αυγό, κι όπως ήταν με τις, με τα, με τις φλούδες, με τα τσόφλια, το ανοίγανε μια τρύπα, το κρεμούσαν σε ένα σπάγκο και τον σπάγκο σ’ ένα, στη ρόκα. Ρόκα είναι ένα αυτό, αντικείμενο που γνέθανε τα μαλλιά και τέτοια. Και το περνούσαν μπροστά από όλους, κι όποιος είχε ευχέρεια ή μεγάλο στόμα το, το έπιανε και το, κι ήτανε κέρδος για να το απολαύσει. 

Ν.Α.:

Αυτό και στην Κοζάνη υπάρχει. Νομίζω.

Κ.Ρ.:

Έχει τώρα στην Κοζάνη; Ε, ναι είναι ένα έθιμο, «Χάσκα» το λέγαμε. 

Ν.Α.:

Από Χριστούγεννα, Πάσχα θυμάστε κάτι; Στο χωριό.

Κ.Ρ.:

Δεν, δεν, δεν τα…Δεν τα ‘χω έτσι…Όχι, όχι δε θυμάμαι.

Ν.Α.:

Δεν πειράζει. Τώρα πηγαίνετε στο χωριό ακόμα;

Κ.Ρ.:

Δεν πολυπηγαίνω. Είναι αλήθεια ότι το αγαπάω πολύ το χωριό, όμως βρεθήκαμε άστεγοι κι ένιωθα ξένος, όταν πήγαινα στο καφενείο της Λάγκας, κι έφευγα για να πάω στο Άργος. Γιατί δεν είχαμε ένα χώρο κάπου να μείνουμε ένα βράδυ κλπ., γιατί το σπίτι μας είχε καεί, ένα δεύτερο σπίτι, της θειας μου, της αδερφής του πατέρα μου, που το, κάπως το επισκευάσαμε μετά το, μετά τους Γερμανούς, ο πατέρας μου το πούλησε, και μείναμε χωρίς σπίτι στη Λάγκα.

Ν.Α.:

[00:25:00]Και το χωριό πώς είναι τώρα σε σχέση με το παρελθόν;

Κ.Ρ.:

Η Λάγκα ρε; Ε, τώρα τι; Η Λάγκα είναι χώρος παραθέρισης, έγινε όμορφο χωριό, καθαρό, και από κάποιο χρονικό διάστημα πάρθηκε μια απόφαση εκεί, βγήκαν τα ζωντανά έξω. Δεν κυκλοφορεί ούτε βόδια ούτε πρόβατα ούτε γίδια ούτε γελάδια, τίποτα. Είναι πάρα πολύ καθαρό και πολύ όμορφο. 

Ν.Α.:

Αλλά εσάς σας πονάει που δεν έχετε δικό σας σπίτι εκεί.

Κ.Ρ.:

Φυσικά. Και στεναχωριέμαι όταν πάω και φεύγω σαν ξένος.

Ν.Α.:

Ωραία, έχετε κάτι άλλο εσείς να προσθέσετε είτε για το χωριό είτε γενικότερα;

Κ.Ρ.:

Τι να προσθέσω; Δεν έχω τίποτα, δεν θυμάμαι κιόλας. Ναι.

Μ.Ρ.: Για τον Άγιο Κωνσταντίνο που πηγαίνατε. Στον Άγιο Κωνσταντίνο;
Κ.Ρ.:

Τώρα τελευταία, του Αγίου Κωνσταντίνου ανελλιπώς, επειδή έχω και το όνομά του και γίνεται εκκλησιασμός σε ένα, σε μια εκκλησία που –Άγιος Κωνσταντίνος είναι προς την πλευρά, δεν ξέρω, είναι έξω απ’ το χωριό– κάθε χρόνο γίνεται… 

Μ.Ρ.: Λειτουργία. 
Κ.Ρ.:

Ένα, ένα πανηγύρι. Παλιότερα βάζαν και όργανα, και τώρα πάλι γλεντάνε απ’ ό,τι ξέρω, αλλά εγώ πολλές φορές πάω κι εκκλησιάζομαι στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, επειδή γιορτάζω κιόλας. Τώρα όμως μου είναι δύσκολο, λόγω ηλικίας και από άλλους λόγους.

Ν.Α.:

Παλιά κάνανε γλέντια έτσι στο χωριό ή λόγω φτώχειας δεν…

Κ.Ρ.:

Πάντα του Αγίου Κωνσταντίνου γινόταν γιορτή κι ερχόταν πολύς κόσμος απ’ τα γύρω χωριά, τιμούσαν τον Άγιο. Πολλές φορές μετά την, τον Εμφύλιο κι όταν τα πράματα είχανε στρώσει, πηγαίναμε και ψήναμε με, με, με παρέες εκεί στον Άγιο Κωνσταντίνο. Έχω πάει με παρέα από, με Αργείτες, έχω πάει με παρέα Κορησιώτες, πολλές φορές! Με φίλους. Όταν όμως ήμουνα πιο νέος, όχι τώρα που γέρασα. 

Ν.Α.:

Ωραία, κι είπατε το αγαπάτε πολύ το χωριό. 

Κ.Ρ.:

Ναι, αυτό είναι γεγονός. Έχω, δεν ξέρω, πολλές αναμνήσεις και άσχημες και καλές από τη Λάγκα. Τώρα όμως τους νέους δεν τους θυμάμαι, γιατί αυτοί γεννήθηκαν στην Καστοριά ή αλλού, και πάω και είμαι σχεδόν ξένος, άγνωστος. 

Ν.Α.:

Δεν υπάρχουν πλέον συνομήλικοί σας ή δεν πάνε πλέον;

Κ.Ρ.:

Ε, δεν… 

Ν.Α.:

Αυτά είχα να ρωτήσω εγώ. Εσείς αν έχετε, αν δεν έχετε κάτι να πείτε… 

Κ.Ρ.:

Δεν… Δεν έχω, δεν θυμάμαι, Νικολέτα, τίποτα, κάτι σπουδαίο που να αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε.

Ν.Α.:

Ωραία, ευχαριστώ πολύ τότε για τη συνέντευξη.

Κ.Ρ.:

Παρακαλώ.

Ν.Α.:

Καλή σας συνέχεια.