© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Από τις συναυλίες του Θεοδωράκη και τη Λυρική, στις Τελετές Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας

Istorima Code
24513
Story URL
Speaker
Δάφνη Πανουργιά (Δ.Π.)
Interview Date
06/06/2023
Researcher
Ιωάννης Πορφύριος Καποδίστριας (Ι.Κ.)
Ι.Κ.:

[00:00:00]Είμαι ο Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας από το Istorima, είναι 7 Ιουνίου του 2023 και βρίσκομαι μαζί με την ερμηνεύτρια Δάφνη Πανουργιά στην Αθήνα. Καλημέρα, Δάφνη. Ευχαριστούμε που είσαι εδώ.

Δ.Π.:

Καλημέρα, Γιάννη, και καλημέρα και στο Istorima και στους ακροατές.

Ι.Κ.:

Πες μας δυο πράγματα για σένα, να σε γνωρίσουμε.

Δ.Π.:

Λοιπόν να πω… να ξεκινήσω από τις τρεις αγάπες μου. Οι τρεις αγάπες με ακολουθούν από την παιδική μου ηλικία. Η πρώτη ήταν η χειροτεχνία, οτιδήποτε είχε να κάνει με τα χέρια, ό,τι φτιάχνει ο άνθρωπος με τα χέρια για να στολίσει, να διακοσμήσει, να ομορφύνει γύρω του, τον χώρο του. Η δεύτερη αγάπη μου ήταν ο αθλητισμός. Πάντα μου άρεσαν τα παιχνίδια, το τρέξιμο, τα άλματα, οι ρίψεις, οποιοδήποτε άθλημα υπήρχε. Και το τρίτο ήταν η μουσική, που γεννήθηκα σε ένα σπίτι με μπαμπά και μαμά που λάτρευαν τη μουσική και τραγουδούσαν με κάθε ευκαιρία, με τους φίλους τους, με κιθάρες, με φυσαρμόνικες. Ήταν πολύ οικείο αυτό. Από αυτά τα τρία πράγματα, τα δύο τα έκανα επάγγελμα και βιοπορίζομαι –τα τελευταία πολλά χρόνια, τέλος πάντων, από φοιτήτρια– βιοπορίζομαι με τη φυσική αγωγή και με τη μουσική. Το τρίτο, την τρίτη αγάπη, που την είπα πρώτη, ήταν η πρώτη μου προσπάθεια να γίνω επαγγελματίας, επαγγελματίας κεραμίστρια. Γιατί, επειδή είχα πάθος με τη χειροτεχνία, βρήκαμε από ένα συνάδελφο της μαμάς μου έναν σπουδαίο κεραμίστα –βασικά αγγειοπλάστη– από το Μαρούσι, τον αγαπημένο μου Τάκη Κωνσταντάκο. Φώτης ήταν το όνομά του. Σε αυτόν τον άνθρωπο, από τα δεκαεφτάμισι, μόλις τελείωσα το σχολείο –από τα δεκαεφτά μου, Μάρτιο του ’85 τελείωσα το Λύκειο και αμέσως, πήγα, απαλλάχτηκα από τα μαθήματα και τις πανελλήνιες και πήγα σε αυτόν τον άνθρωπο, στο εργαστήριό του στο Μαρούσι. Και μετά από χρόνια, κατάλαβα τη χαρά και την τιμή και αυτή τη μοναδικότητα να είμαι σαν… να μαθαίνω με τον τρόπο που μάθαιναν στην αρχαία Ελλάδα. Μπήκα στο εργαστήρι, μίλησα με τον άνθρωπο, με τον Τάκη και μου λέει: «Θα κάτσεις σε αυτόν τον τροχό». Ήταν ένας ποδοκίνητος τροχός, δηλαδή όχι με ηλεκτρισμό, αλλά με το πόδι, έδινες μια κλωτσιά με το πόδι, κλώτσαγες κατά διαστήματα, γύρναγε, έφερνε στροφές ο τροχός ο αγγειοπλαστικός… Και εκεί, άρχισα να μαθαίνω την τέχνη της αγγειοπλαστικής. Οι παλιότεροι θα τον θυμούνται, έφτιαχνε τρία κυπελάκια του καφέ μέσα σε ένα λεπτό, χωρίς το χεράκι. Σε αυτόν τον άνθρωπο, λοιπόν, έμαθα αγγειοπλαστική και να δουλεύω στον τροχό και είχα σκοπό να το κάνω σαν επάγγελμα. Πλήρωσα κάποτε και μια προκαταβολή στη «Ρότα» για να το κάνω αυτό, αλλά απ’ τη μία η ελλιπής μου γνώση, γιατί δεν ήξερα τα σμάλτα –αγγειοπλαστική είναι μέχρι εκεί που θα φτάσει ο πηλός και θα γίνει βάζο, σκεύος, έργο τέχνης, θα ψηθεί στον φούρνο. Μετά, από κει και πέρα, δεν το ήξερα. Έκανα κάτι σεμινάρια, λοιπόν, με έναν άλλο σπουδαίο άνθρωπο της κεραμικής, τον Κώστα τον Ταρκάση –έβγαζε και ένα περιοδικό, την «Κεραμική Τέχνη», για πολλά χρόνια, είχε σπουδάσει στη Φαέντσα. Και σε αυτόν τον άνθρωπο έκανα ένα ιδιαίτερο σεμινάριο –δεν θυμάμαι αν ήταν ένα ή δύο χρόνια– σε ψηλές θερμοκρασίες. Έκανα και την προκαταβολή μου… Και εκείνο το διάστημα, δίνω ακρόαση στην ΕΡΤ και με παίρνουν –το 1993, έχουμε φτάσει, πια, εκεί– και πηγαίνω στη χορωδία της ΕΡΤ και εργάζομαι για τρία συνεχή χρόνια. Παράλληλα όμως με αυτά, ενδιάμεσα, περνάω –δεκαεφτά χρονών πήγα στον Τάκη τον Κωνσταντάκο να μάθω αγγειοπλαστική, αλλά δεν ήξερα το αποτέλεσμα των πανελληνίων. Έδωσα πανελλήνιες και πήγα, για να ξεσκάσω. Και πέρασα στην Αθήνα, στο ΤΕΦΑΑ –λεγόταν τότε–, Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Και το 1985 ξεκίνησα τις σπουδές μου στο ΤΕΦΑΑ Αθήνας, που άνοιξε ένα τεράστιο κεφάλαιο φοιτητικής ζωής, μελέτης σε αυτό που λέγεται κίνηση, σώμα, αθλητισμός, με πολλά ρεύματα που υπήρχαν εκεί και πολλές διαφορετικές νοοτροπίες των καθηγητών. Και σε μια ανακοίνωση –τώρα, τα λέω πολλά, μήπως να βάλω καμιά τελεία; Όχι; Εκεί, λοιπόν, στο ΤΕΦΑΑ, στο πρώτο έτος, βλέπω μια ανακοίνωση, που λέει: «Όσοι φοιτητές πρωτοετείς θέλουν να συμμετάσχουν στο μουσικό τμήμα της Σχολής, να βρούνε την κυρία Τασούλα Παναγιωτίδου» –τη μουσικό του ΤΕΦΑΑ. Πήγα κι εγώ, πήρα την κιθάρα μου –γιατί γρατζούναγα πάντα, δεν έκανα, δυστυχώς, ούτε ένα μάθημα κιθάρας, αλλά ας είναι καλά οι φίλοι μου και οι συμμαθητές μου, που μου δείχνανε ένα τραγούδι ο ένας, ένα τραγούδι ο άλλος, μερικά ακόρντα ο ένας, μερικά ο άλλος… Κι έτσι, κατάλαβα ότι κάτι… υπάρχει μια ακολουθία και μια συνέχεια στο να συνοδεύεις, και υπάρχει και μια μέθοδος, ένας τρόπος για να συνοδεύεις κάποια τραγούδια από αυτά που τραγουδάνε οι φίλοι και αγαπούσα τότε. Και σε αυτό, συνάντησα άλλους συμφοιτητές μου, οι οποίοι αγαπούσαν τη μουσική –άλλοι γνώριζαν, άλλοι δεν γνώριζαν και είχαν πάθος τη μουσική. Και με την Τασούλα την Παναγιωτίδου, την αγαπημένη μου δασκάλα –και της οφείλω ότι έγινα μουσικός, ότι έγινα τραγουδίστρια–, μου λέει: «Παιδί μου, εσύ-» –όταν της τραγούδησα Μπομπ Ντίλαν με μια κιθάρα και μια φυσαρμόνικα, το «Blowin’ in the wind», αυτό το σπουδαίο τραγούδι του, μου λέει: «Παιδί μου, εσύ πρέπει να πας, θα σε στείλω σε μια δασκάλα στο Ωδείο Αθηνών να γίνεις τραγουδίστρια, γιατί εσύ πρέπει να κάνεις κλασικές σπουδές, γιατί έχεις φωνή και πρέπει να το προχωρήσεις αυτό». Και εκείνη με οδήγησε στην πόρτα του Ωδείου Αθηνών, σε έναν άλλο αγαπημένο άνθρωπο, που είναι από αυτούς που δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ, στη Μένη τη Χαραλαμπίδου. Σύζυγος του Κώστα Χαραλαμπίδη –μουσικοκριτικός και σπουδαίος δάσκαλος μουσικής και Ανώτερων Θεωρητικών. Εκεί, λοιπόν, σε αυτόν τον αγαπημένο άνθρωπο, εναπόθεσα τη… όπως μου είχε πει: «Έχεις λίγο βαμβάκι στη φωνή» –όπως τώρα, που είμαι λίγο βραχνιασμένη– «και εγώ θα προσπαθήσω να βγάλω αυτό το βαμβάκι από τη φωνή σου και να ακούσουμε τον ήχο σου». Και συνεργαστήκαμε για εφτά χρόνια, που πήρα δίπλωμα μαζί της, από το Ωδείο Αθηνών, και μαζί με μια άλλη σπουδαία γυναίκα, που δούλεψε συνειδητά και σπούδασε στη Γαλλία συνειδητά συνοδός –accompagnatrice–, σύνοδος, δηλαδή, τραγουδιστών και οργάνων σολιστικών, την κυρία Κική Θεοδωρίδου-Παπαλουκά, ανιψιά του ζωγράφου, του Παπαλουκά και πολύ καλλιεργημένης γυναίκας, ήταν μια πολύ καλλιεργημένη γυναίκα. Και έτσι, λίγο, πήραν τον δρόμο τους αυτά. Η κεραμική εγκαταλείφθηκε, διότι η θεία της μαμάς μου, που είχε ένα χώρο, μου λέει: «Τι είν’ αυτά που θα κάνεις; Εσύ είσαι επιστήμονας, θα ασχολείσαι με τα τσανάκια;» Τα τσανάκια ήταν αυτά που έφτιαχναν οι κεραμίστες –οι αγγειοπλάστες. Τσανάκια για το γιαούρτι, ας πούμε, έτσι, μπολάκια για να μπαίνει το γιαούρτι. «Εσύ με αυτό θα ασχολείσαι; Να λερώνεσαι; Εσύ θα γίνεις καθηγήτρια». Και έτσι, από τη μία η θεία, που μου ’βαζε εμπόδια για τον χώρο, απ’ την άλλη το ότι έδωσα ακρόαση το 1993, τον Γενάρη του ’93 για τη χορωδία της ΕΡΤ και με πήρανε στη χορωδία της ΕΡΤ, ακόμα δεν είχα τελειώσει και το ωδείο, δεν υπήρχε χρόνος για να ασχοληθώ. Κι έτσι, η αγγειοπλαστική έμεινε στην άκρη του μυαλού μου. Γιατί όταν… για αρκετά χρόνια πήγαινα στον Τάκη, στο εργαστήριο, όταν είχα χρόνο, και έφτιαχνα πράγματα και έχω τώρα διάφορα. Έχω ψαροκασέλες γεμάτες με μινιατούρες και με άλλα κεραμικά πράγματα, που φτιάχνονται στον τροχό μόνο και είναι στη μορφή του μπισκότου, όπως λένε. Δηλαδή ψήθηκαν στο καμίνι –πήρα και καμίνι, πήρα και τροχό και έχουν μείνει εκεί. Και ασχολήθηκα επαγγελματικά με τη μουσική και με τη φυσική αγωγή.

Ι.Κ.:

Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο;

Δ.Π.:

Αυτά τα δυο, όπως και άλλα πράγματα που έκανα, και με τις γλώσσες, που ήταν η αγάπη μου τα γαλλικά και σπούδαζα ταυτόχρονα. Δηλαδή, σαν φοιτήτρια, ήμουνα και σπουδάστρια στο ωδείο και σπούδαζα και στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Όλα αυτά, έχουν κάτι σημαντικό –και το λέω στα παιδιά μου τώρα. Έπαιρνα λύπες άπ’ το ένα [00:10:00]–γιατί δεν είναι πάντα όλα τα μαθήματα καλά. Τη μία μέρα πας και ανθίζει η φωνή σου, είναι ανθισμένη και νιώθεις καλά και λες: «Έμαθα κάτι τώρα» και φεύγεις πετώντας από το ωδείο, και την άλλη φορά πας και φεύγεις κλαίγοντας, γιατί δεν πήγαν καθόλου καλά τα πράγματα και απέτυχες σε κάτι, σε μια μικρή μάχη απέτυχες. Αμέσως μετά, είχα το μάθημα των γαλλικών, που εκεί τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα. Κι έτσι, η μέρα γέμιζε, ήταν μέσα στη δράση, απ’ τις οχτώ το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ, ήμουνα μέσα στη δράση, με μαθήματα συνεχή, αλλεπάλληλα, σε διαφορετικές περιοχές της Αθήνας. Στο Μαρούσι, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας –συγγνώμη, όχι, στο ΟΑΚΑ, που ήταν το πρώτο έτος, πήγαινα κοντά στο Μαρούσι για τα κεραμικά, κατέβαινα στο κέντρο της Αθήνας, στη Σίνα, στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Μετά, στο δεύτερο έτος, πήγαμε στη Δάφνη. Και απ’ τη Δάφνη, διέσχιζα όλη την Αθήνα –με το μετρό, με λεωφορεία– για να φτάσω στο Μαρούσι, στην αγγειοπλαστική, για να πάω… Τότε έπαιζα κιόλας, ήμουνα και αθλήτρια, έπαιζα στον Παπάγο. Είχα φύγει απ’ τον Παναθηναϊκό σαν νεάνιδα και πήγα στις γυναίκες –γιατί έπαιζα και βόλεϊ, ήμουνα και αθλήτρια. Χώραγε κι αυτό τα απογεύματα, τα βράδια, οι προπονήσεις οι αγωνιστικές, να πάω στου Παπάγου. Και έτσι, είχε τόσες εναλλαγές η μέρα, που, αν στενοχωριόμουν με κάτι, μετά μου έφτιαχνε το κέφι κάτι άλλο. Και το άλλο, που μου έφτιαχνε το κέφι, μου έδινε δύναμη και για το επόμενο –που, ενδεχομένως, να μην πήγαινε και καλά. Γιατί το βόλεϊ είναι ομαδικό άθλημα, έξι συναθλήτριες και άλλες αναπληρωματικές, δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε κορίτσια. Αλλά το ένα σου έδινε φτερά, το άλλο σε γείωνε ή σε στεναχωρούσε, αλλά μέσα στη μέρα, όλο αυτό ήταν ένα πάζλ από συναισθήματα και, κυρίως, από δράση. Και αυτά τα χρόνια της ζωής μου, τα φοιτητικά, τα τέσσερα, σκεφτόμουνα ότι έκανα πράγματα που άλλοι άνθρωποι θα τα έκαναν σε δεκάξι χρόνια, μία τετραετία για καθετί. Αυτή ήταν μια πολύ πλούσια τετραετία. Επίσης, μέσα σε αυτή την πλούσια τετραετία, υπήρχε και ένα πολύ καθοριστικό, κομβικό σημείο, η χορωδία του Πανεπιστημίου, με τον αγαπημένο μας Αντώνη Βασιλάκη, που ήταν ο διευθυντής της χορωδίας. Εκεί, επειδή τότε δεν υπήρχανε χορωδίες του Πολυτεχνείου, η χορωδία του Μουσικού Τμήματος –γιατί δεν υπήρχε καν Μουσικό Τμήμα το 1985–, ερχόντουσαν και από το Πολυτεχνείο φοιτητές, ερχόντουσαν και παιδιά από το ωδείο, που δεν είχανε μια χορωδία. Και βοηθούσαν πάρα πολύ, γιατί εκείνοι ξέραν μουσική, ενώ οι άλλοι, οι περισσότεροι ήμασταν ερασιτέχνες. Εκεί, λοιπόν, αυτό ήτανε άλλο μεγάλο σχολείο, όπου γνωριστήκαμε. Ακόμα και ο σύζυγός μου –ο μέλλων, τότε, σύζυγός μου και νυν σύζυγός μου και που έχουμε κάνει μαζί παιδιά– γνωριστήκαμε από δεκαοχτώ χρόνων, από τη χορωδία του Πανεπιστημίου. Και όχι μόνο εμείς, πολλά ζευγάρια, πολλά παιδιά γίνανε ζευγάρια και κάναν οικογένειες, μέσα από αυτό τον καταπληκτικό θεσμό της χορωδίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τραγουδήσαμε στο Ηρώδειο, τραγουδήσαμε στη Γερμανία, στο Τίμπιγκεν. Εγώ έκατσα μόνο δυόμισι χρόνια –γιατί με τόση δράση, συμβαίνουν και ατυχήματα. Έτσι, λοιπόν, σε ένα ατύχημα που είχα, έναν τραυματισμό που είχα, έμεινα εκτός, για ένα εξάμηνο, από τη χορωδία, από τη σχολή. Ωστόσο, όμως, ήτανε τόσο πολύ πλούσια αυτά και κρατήσανε φιλίες και γνωριμίες ετών. Ήταν σε ένα επίπεδο ερασιτεχνικό ή σπουδαστικό, σε επίπεδο σπουδής και όλα αυτά τα επίπεδα –η κεραμική, ο αθλητισμός, το Πανεπιστήμιο της Φυσικής Αγωγής, στο ΤΕΦΑΑ Αθηνών, το ωδείο– ήταν σαν τα κουκούλια, το καθένα από ένα κουκούλι, που σου έδινε τις πρωτόλειες, τις βασικές, τις αρχικές γνώσεις, για να μπορέσεις, να μπορέσει ένας άνθρωπος να πορευτεί, ένας νέος άνθρωπος να πορευτεί και να βρει τον δρόμο ή τους δρόμους.

Ι.Κ.:

Πριν πάω στην καριέρα την ερμηνευτική, ας μείνουμε λίγο στην εκπαιδευτική ιδιότητα. Πώς είναι να συναναστρέφεσαι κάθε μέρα με τα παιδιά και να μην τους μαθαίνεις, ας πούμε, κάτι από το βιβλίο, αλλά κάτι για το σώμα τους;

Δ.Π.:

Αυτό… Πρώτα απ’ όλα, η ενασχόληση, για όλους, όσοι άνθρωποι ασχολούνται με παιδιά, νομίζω ότι είναι πολύ τυχεροί στη ζωή τους. Που το θέλουνε, όμως, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται με τα παιδιά, αλλά τι τους οδήγησε σε ένα σχολείο; Ο βιοπορισμός. Δηλαδή, αγαπούσαν τη φιλολογία, αγαπούσαν τα μαθηματικά ή τη φυσική και οδηγήθηκαν, για βιοποριστικούς λόγους, σε ένα σχολείο. Όμως, προϋπόθεση για να βρίσκεσαι σε ένα σχολείο είναι να αγαπάς τα παιδιά και να είσαι πολύ δοτικός και να θέλεις να μεταλαμπαδεύσεις τις εμπειρίες σου –τις όποιες εμπειρίες σου, τις σπουδές σου –τις όποιες σπουδές σου. Αλλά να θέλεις… Να περνάς όμορφα με τα παιδιά και να θέλεις να τα κάνεις και αυτά να περνούν όμορφα. Αυτό, λοιπόν, για όποιον τα πάει καλά και έχει τέτοια διάθεση με τα παιδιά, νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι ωραιότερο. Δεν υπάρχει κάτι ωραιότερο, γιατί απ’ τα παιδιά… Πρώτα απ’ όλα, όταν είσαι μαζί με τα παιδιά, παραμένεις και διατηρείς την παιδικότητά σου περισσότερο. Από την άλλη μεριά, βρίσκεις –και μαθαίνεις, φυσικά, στα παιδαγωγικά και στη διδακτική– μαθαίνεις και τρόπους και εφευρίσκεις και τρόπους και εμπλουτίζεις, με τα σεμινάρια, τους τρόπους να προσεγγίσεις τα παιδιά και να είσαι πιο αποδοτικός και πιο ευχάριστος. Γιατί, για μένα, το ζητούμενο στην εκπαίδευση είναι να είσαι ευχάριστος. Είχα ένα δάσκαλο, τον Κυριάκο τον Τζολάκη στο Ωδείο Αθηνών, που έκανε θεωρητικά, Θεωρία της Μουσικής, και πάντα έφευγα από το μάθημά του χαρούμενη, είτε ήξερα είτε δεν ήξερα. Και του ’λεγα –γιατί κι εγώ ήμουνα ενήλικας τότε: «Μα πώς το κάνεις αυτό, δάσκαλε; Σε συγχαίρω! Σε συγχαίρω, γιατί είτε ξέρω είτε δεν ξέρω, φεύγω χαρούμενη από σένα. Ενώ όταν δεν ξέρω, σε άλλα μαθήματα, φεύγω και είμαι καταστενοχωρημένη και, τέλος πάντων, και σε βαθιά θλίψη, κάποιες φορές». Βέβαια, η θλίψη φέρνει και τον προβληματισμό. Αλλά «Αυτό», έλεγα, «πρέπει να το κρατήσω, εφόσον θα ασχοληθώ με παιδιά. Πρέπει να φεύγουν χαρούμενοι και όταν δεν ξέρουν, να μην απογοητεύονται όταν δεν ξέρουν». Γιατί γι’ αυτό είμαστε εμείς οι δάσκαλοι, για να μάθουν τα παιδιά με τον πιο ευχάριστο τρόπο και τον πιο γρήγορο τρόπο. Οπότε, λοιπόν, για το ερώτημα που έθεσες, λέω ότι κάποιος που αγαπάει τα παιδιά και το αντικείμενό του, είναι ό, τι πιο ευχάριστο. Για δύο –για πολλούς λόγους μάλλον. Εγώ θα πω… τον ένα τον είπα, ότι κρατάς την παιδικότητά σου και βρίσκεις τρόπους να είσαι πιο αποδοτικός. Το άλλο είναι, για το σχολείο, ότι είναι από τα επαγγέλματα που μπορείς να παραμένεις πιο πολύ άνθρωπος, όχι μόνο γιατί έχεις να κάνεις με παιδιά, αλλά γιατί έχεις περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Και ο μεγάλος μας o συνθέτης και μαέστρος, ο Μίκης Θεοδωράκης, είχε πει κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Ότι ο πολιτισμός, το επίπεδο και ο πολιτισμός ενός λαού, κρίνεται, σχετίζεται με τον ελεύθερό του χρόνο –κάπως έτσι το έλεγε. Και πράγματι, ένας άνθρωπος που δουλεύει σαν το σκυλί από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν μπορεί να σκεφτεί τα λεπτά πράγματα, δεν μπορεί να ονειρευτεί, δεν μπορεί να παρατηρήσει. Να παρατηρήσει τον κόσμο γύρω του. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, ότι στο επάγγελμά μας έχουμε λιγότερο χρόνο παρουσίας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δουλεύουμε λιγότερο, γιατί ο δάσκαλος ο συνειδητός ή ο άνθρωπος ο υπεύθυνος δουλεύει και τη νύχτα που κοιμάται. Και το λέω αυτό, γιατί τα περισσότερά μου προβλήματα –και σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και σε επαγγελματικό, με παιδιά. Παιδιά που προβληματιζόμουνα πώς θα τα προσεγγίσω, πώς θα τους αλλάξω την ιδέα, γιατί πολλά παιδιά δεν αγαπάνε –ελάχιστα μάλλον, ελάχιστα. Υπάρχουν ελάχιστα παιδιά, μέσα στην πορεία που δουλεύω, που έχω συναντήσει, που δεν αγαπούσαν ή φοβόντουσαν –δεν αγαπούσαν γιατί φοβόντουσαν– την κίνηση και τον χορό και το σώμα. Ο τρόπος, λοιπόν, να βρεις τον τρόπο να το κάνεις, αυτά τα έχω λύσει μεταμεσονύκτια, ξυπνώντας από τον ύπνο και βρίσκοντας λύσεις. Τρεισήμισι, τέσσερις, τεσσεράμισι, πέντε… μιάμιση, δυο ώρες. Εκεί βρίσκω τις λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζω, και στη δουλειά και στην προσωπική μου ζωή. Δεν ξέρω γιατί μου συμβαίνει αυτό. Πάντως, μου συμβαίνει. Αυτό, όμως, αυτό που ξέρω, είναι ότι με απασχολεί όμως. Πριν κοιμηθώ, με απασχολεί. Με απασχολούν τα παιδιά. Σάββατο, Κυριακή, βράδια, απογεύματα, στις διακοπές τις καλοκαιρινές, που κάνω μια αναδρομή και λέω τι πήγε καλά, τι δεν πήγε καλά –αυτό που βαφτίζουν τώρα αξιολόγηση. Και έρχεται κάποιος αξιολογητής μία, δύο, τρεις φορές και έχει βγάλει συμπέρασμα για το τι δάσκαλος και τι δουλειά είσαι. Βεβαίως, βγαίνουν κ[00:20:00]άποια πρωτόλεια συμπεράσματα, αλλά δεν είναι καθοριστικά. Κανένας, όσο ικανός και να είναι, δεν μπορεί αυτό το πράγμα να το κρίνει. Γι’ αυτούς, λοιπόν, τους λόγους, θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό, και αν ξαναέκανα μια δουλειά, θα ασχολιόμουν με την εκπαίδευση. Γιατί μου αρέσει κιόλας να βρίσκω τρόπους και να κάνω τη ζωή των παιδιών πιο εύκολη.

Ι.Κ.:

Πάμε τώρα στα μουσικά. Να κάνουμε μία μικρή αναδρομή στα στάδια αυτής της ερμηνευτικής καριέρας;

Δ.Π.:

Λοιπόν, πώς ξεκίνησε. Πρώτα απ’ όλα, ξεκίνησε από την αγάπη των γονιών. Ξεκίνησε από την αγάπη στη μουσική, επειδή νόμιζα ότι είμαι μεγάλη, γιατί οι συμμαθητές μου στην Α’ Γυμνασίου παίζανε πολύ καλή κιθάρα και ντρεπόμουνα να πάω στο ωδείο και δεν πήγα. Τις ώρες, όμως, που έχω αναλώσει στην κιθάρα, την οποία, από την Δ’ Δημοτικού μέχρι και την Γ’ Λυκείου, δεν υπήρχε μία μέρα που να μην την ακουμπήσω και να μην παίξω κάτι. Τίποτα όμως. Δεν έπαιζα, γρατζούναγα. Αν αυτά, λοιπόν, ήμουνα στο ωδείο, σίγουρα θα ήμουνα μια κιθαρίστρια. Εν πάση περιπτώσει, όμως, ανακάλυψα τυχαία κάποια στιγμή, στο Γυμνάσιο όταν ήμουνα, δείχνει η ΕΡΤ μία συναυλία της Τζόαν Μπαέζ μπροστά από την Παναγία των Παρισίων και με τον μπαμπά μου μείναμε με ανοιχτό το στόμα. Έκθαμβοι παρακολουθούσαμε, χωρίς να μπορούμε να κλείσουμε την τηλεόραση να πάμε για ύπνο και την είδαμε όλη τη συναυλία. Είχαμε τέτοια ανάταση –που έλεγε και ο πατέρας μου– μια ανάταση ψυχής και μια τέτοια συγκίνηση και χαρά. Ο ίδιος είχε συγκίνηση και χαρά μεγάλη με τη μουσική, παρότι δεν… έκανε ένα και μοναδικό μάθημα φωνητικής. Και θεωρώ –αυτό θέλω να το πω για τον μπαμπά μου, που λείπει εδώ και ενάμιση χρόνο, μας έχει αφήσει– ότι είχε τέτοια τεράστια φωνή, ήταν από αυτές τις φωνές που έλεγες «σπάνε τζάμια», που θεωρώ –και είχε και τέτοια τρέλα σαν άνθρωπος– που εγκλωβίστηκε μέσα στη Νομική και έγινε ένας δικηγόρος, ενώ αυτός ο άνθρωπος θα έπρεπε να έχει πάει να σπουδάσει μουσική και θεωρώ ότι θα ήταν ο αντίποδας του Παβαρότι. Είχε μια τεράστια φωνή, έσπαγε τζάμια και επίσης, είχε και μια μεγάλη ευαισθησία σαν άνθρωπος, γενικά. Δυστυχώς, ήτανε ένα παιδί που γεννήθηκε το ’32 προς ’33 και έπρεπε να ακολουθήσει –και δεν είχε το θάρρος να ακολουθήσει την ψυχή του, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει τις προσταγές του πατέρα του και να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Και όμως, μετέδωσε σε εμάς την αγάπη για τη μουσική. Την επόμενη μέρα της συναυλίας της Τζόαν Μπαέζ, πήγε στα δισκοπωλεία της Αθήνας και έφερε ένα διπλό άλμπουμ κι άλλο ένα της Τζόαν Μπαέζ, που το λιώσαμε, βάζοντάς το στο πικάπ, βινύλια. Και έμαθα απ’ έξω, ίσως, τα πιο πολλά τραγούδια της και έμαθα να τα παίζω κιόλας. Αργότερα μπήκε στη ζωή μου… έτσι, λοιπόν, η Τζόαν Μπαέζ ήταν ο άνθρωπος που με συγκίνησε για τη φωνή. Όχι για τη μουσική. Για τη μουσική, ακούγαμε –ο πατέρας μου άκουγε κλασική μουσική. Κάθε απόγευμα, έβαζε και όποτε μπορούσε, και τις Κυριακές –γιατί τότε δουλεύαμε τα Σάββατα, όταν ήμουνα παιδί. Και πάντα ακούγαμε στο σπίτι Μότσαρτ, που τον λάτρευε, και Χάυδν και Χαίντελ, πάρα πολύ. Και τις όπερες, που του άρεσαν πάρα πολύ οι όπερες, γιατί και ο ίδιος ήταν μια φυσική φωνή οπερατική. Μέσα σε αυτό το κλίμα και στο σχολείο μετά, με την ώσμωση με τους άλλους συμμαθητές, τους μεγαλύτερους, ανακάλυψα την Τζόνι Μίτσελ, που ήτανε μια δεύτερη… ένα δεύτερο χτύπημα, στην καρδιά κατευθείαν και άρχισα να παίζω από αυτόν τον δίσκο, το «Blue», που τον δάνειζα και τον έχανα και τον ξαναγόραζα και, και, και… Πολλά κομμάτια από αυτά. Και μετά, εμφανίζεται η τρίτη ερμηνευτική αγκαλιά, ήτανε –με συγκλόνισε– ήτανε η Σαβίνα Γιαννάτου, στον δίσκο –στους δίσκους– της Λένας Πλάτωνος, στον Καρυωτάκη πρώτα και στο «Σαμποτάζ» μετά. Αυτές οι τρεις γυναικείες φωνές, η Τζόαν Μπαέζ, η Τζόνι Μίτσελ και η Σαβίνα Γιαννάτου, νομίζω ότι καθόρισαν την πορεία μου αργότερα. Όχι μόνο στο ερμηνευτικό επίπεδο ή στο μουσικό επίπεδο, αλλά και σαν φιγούρες και σαν παρουσίες. Μου ήταν –μου είναι, είναι και τώρα, είναι και τώρα, εκτός από την Τζόνι Μίτσελ, που αργότερα έμαθα κάποια πράγματα για την προσωπική της ζωή που δεν μου άρεσαν. Οι άλλες δύο, όμως, γυναίκες είναι, έτσι, υπόδειγμα, νομίζω –για μένα, για τα μάτια τα δικά μου, είναι υπόδειγμα τραγουδιστριών, ερμηνευτριών. Και όχι μόνο, γιατί η Σαβίνα Γιαννάτου είναι και συνθέτης και η Τζόαν Μπαέζ είναι και τραγουδοποιός. Αυτές ήταν οι στιγμές που με καθόρισαν, καθόρισαν την εφηβεία μου. Τώρα, στο πανεπιστήμιο, στη χορωδία του Πανεπιστημίου που λέω, από κει ξεκινάει η παρουσία μου στον χώρο τον μουσικό. Και πώς; Εμείς τραγουδούσαμε, αλλά χρειαζόταν και μια ορχήστρα. Έτσι, λοιπόν, ο Αντώνης Βασιλάκης, ο μαέστρος μας, απευθυνόταν σε μουσικούς επαγγελματίες και πολύ καλούς, οι οποίοι παίζανε –τότε παίζανε, εκείνες εποχές, οι ίδιοι παίζανε και στις τρεις ορχήστρες. Δηλαδή, στην Κρατική Ορχήστρα, στην Ορχήστρα της ΕΡΤ και στη Λυρική Σκηνή, και στην Ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής. Ίσως τότε είχαν αρχίσει να έρχονται και ξένοι μουσικοί και να βγαίνουνε και νεότεροι μουσικοί, αλλά αυτοί ήταν κάποιοι και παλιότεροι, που είχαν δουλέψει ταυτόχρονα στις τρεις. Εκεί, λοιπόν, γνώρισα έναν, που έγινε και αγαπημένος φίλος, τον Στέλιο τον Ταχιάτη, τον βιολοντσελίστα, τον γιο του Σωτήρη Ταχιάτη –που έφερε το τσέλο στην Ελλάδα και στα ωδεία ο Σωτήρης. Ο Στέλιος έπαιζε στην Κρατική τότε και ήταν ένας από τους μουσικούς που είχε φέρει ο Αντώνης ο Βασιλάκης για να παρουσιάσουμε το «Stabat Mater» του Περγκολέζι. Με τη Λίνα την Τέντζερη στον ρόλο της μέτζο και τη Μαρία της Σκαρλάτου στον ρόλο της σοπράνο. Και πήρε τους μουσικούς, πήγαμε, λοιπόν, στο Ηρώδειο να κάνουμε πρόβες. Μετά πήγαμε –την επόμενη χρονιά ή την ίδια χρονιά– και στην Κέρκυρα και γνωριστήκαμε με αυτούς τους μουσικούς. Ο Στέλιος ο Ταχιάτης ήταν ο πιο επικοινωνιακός, ο πιο ωραίος, η ψυχή της παρέας, μάζευε και πολύ κόσμο, τους φοιτητές, έκανε πάρτι στο σπίτι του στη Ραφήνα. Γνωριστήκαμε, παίζαμε μουσικές, ατελείωτα. Και σε κάποια φάση που… Ήταν, πρώτα απ’ όλα, να πω ότι έπαιζε, εκτός από την Κρατική Ορχήστρα, ήταν και το πρώτο τσέλο μετέπειτα στην Ορχήστρα των Χρωμάτων του Μάνου Χατζιδάκι και ήτανε και βασικός συντελεστής στο Μουσικό Σύνολο που είχε ο Μάνος Χατζιδάκις και παρουσίαζε τα έργα του. Έχουν κάνει μαζί, έχουν ηχογραφήσει με τη Νένα Βενετσάνου και τον ίδιο τον Χατζιδάκι στο πιάνο, τον «Ματωμένο γάμο». Και εν πάση περιπτώσει, ήταν ένας άνθρωπος που είχε παίξει πάρα πολλή μουσική και συνεργαζότανε τότε με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων. Δηλαδή, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων έπαιζε στα προγράμματα του Μάνου Χατζιδάκι στο «Ζουμ» και ζητούσε φωνές. Και έκρινε ο Στέλιος να στείλει εμένα και τη φίλη μου τη Μαρία Στέλλα, εμάς τις δυο, να κάνουμε φωνητικά στον Λουδοβίκο των Ανωγείων, σε μια εκπομπή που γινότανε του αγίου Νικολάου στο Τρίτο Πρόγραμμα –όχι στο Τρίτο, στο Δεύτερο Πρόγραμμα, συγγνώμη, της Ραδιοφωνίας, στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Και έτσι, μας γνώρισε ο Στέλιος ο Ταχιάτης στον Λουδοβίκο. Ο Λουδοβίκος, τελικά, προτίμησε εμένα, τέλος πάντων –δεν μπορούσε η Μαρία Στέλλα. Η Μαρία Στέλλα πήγε και έκανε σπουδές Βιολογίας, μεταπτυχιακό και διδακτορικό στην Αγγλία. Και τέλος πάντων, ξεκίνησε από τον Οκτώβρη του 1988 η συνεργασία μου με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων. Και αυτό… και οφείλω στον Λουδοβίκο ότι με έβγαλε, με γνώρισε στον μουσικό χώρο. Η συνεργασία μας κράτησε αρκετά χρόνια, οκτώμισι-εννιά χρόνια, μέχρι το καλοκαίρι, την άνοιξη του ’97. Είχε ολοκληρώσει, νομίζω, τον κύκλο της, είχαμε παίξει πάρα πολύ. Και επειδή παίζαμε πολύ συχνά, και άλλες φορές με κόσμο, άλλες χωρίς κόσμο, τον πρώτο καιρό, κάποια στιγμή στον «Εύμαρο», που δεν είχαμε πολύ κόσμο, ήρθε κάποιος γνωστός, φίλος του Νότη του Μαυρουδή, ο οποίος του πρότεινε και του είπε: «Νότη, έχε υπόψη σου αυτή την κοπέλα, αυτή τη φωνή για αυτά που κάνεις». Και έτσι, ξεκίνησε το 1992 η συνεργασία μου με τον Νότη Μαυρουδή. Γιατί ήδη τον Νότη τον ήξερα ως μπαμπά του Χάρη και της Ροδής, που τους είχα παιδάκια στην κατασκήνωση στον Καραβούλη, που δούλευα. Γιατί δούλευα, όπως σου έλεγα, Γιάννη, από φοιτήτρια δούλευα σε κατασκηνώσεις, δούλεψα σε ομάδες, [00:30:00]στην ομάδα του Παπάγου, δούλεψα σε κάποιο νηπιαγωγείο κάνοντας ρυθμική, έκανα μπέιμπι σίτινγκ σε παιδάκια, σαν φοιτήτρια, δούλευα σε ταβέρνα τραγουδώντας με συμφοιτητές μου και έτσι, έβγαζα τα χαρτζιλίκια μου. Ένα από αυτά, λοιπόν, ήταν η κατασκήνωση, το Sportcamp στο Λουτράκι, που υπάρχει, το έχει τώρα ο γιος του Καραβούλη, του κυρίου Καραβούλη –δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα… Ο Σπύρος, που ήμασταν και συμφοιτητές στην ειδικότητα μαζί. Και εκεί, λοιπόν, τον έβλεπα τον Νότη τον Μαυρουδή και τη γυναίκα του, ερχόντουσαν για τα παιδιά, το 1988, το ’89, το ’90, το ’91. Και το ’92 με γνώρισε σαν τραγουδίστρια από έναν φίλο του. Και συνεργαστήκαμε το 1992, όλη εκείνη τη χρονιά, σαν η τραγουδίστριά του, μαζί με τον –τώρα μου διαφεύγει, αλλά θα μου έρθει το όνομα του τραγουδιστή. Ο Θανάσης Μωραΐτης. Με τον Θανάση Μωραΐτη κάναμε κάποιες συναυλίες στον Βόλο, στη Ρεματιά και από κει… Ήδη, όμως, πια είχα προτάσεις και τηλεφωνήματα από διάφορους ανθρώπους, είτε από συνθέτες είτε από τραγουδοποιούς, για διάφορες συνεργασίες. Και έτσι, άνοιξε αυτό το πράγμα –με τη μουσική στο τραγούδι το ελληνικό. Ωστόσο, όμως, επειδή εγώ σπούδαζα και τραγούδι, είχα τη δυνατότητα να τραγουδήσω και ένα πιο απαιτητικό ρεπερτόριο, με αποτέλεσμα να μπω στη χορωδία της ΕΡΤ για τρία χρόνια, το ’93 μέχρι και το τέλος του –αρχές του ’93 με τέλος του ’95, τρία χρόνια. Ήταν η χρυσή εποχή της ΕΡΤ. Ήταν διευθυντής στα Μουσικά Σύνολα ο Μίκης ο Θεοδωράκης, κάναμε πολλές συναυλίες και πολλά ταξίδια. Πήγαμε ένα μήνα στην Αμερική, στη Βόρεια Αμερική και στον Καναδά σε δώδεκα πόλεις. Πήγαμε στη Γερμανία, παίξαμε στην πλατεία του Μονάχου και στο Άαχεν και εκεί χόρεψε ο Άντονι Κουίν μαζί με τον Στέλιο τον Ταχιάτη –που λέγαμε πριν– χορέψανε το συρτάκι πάνω στη σκηνή, στο Μόναχο. Και γελάγαμε, γιατί ήρθαν οι φωτογραφίες και λέγαμε οι φίλοι μεταξύ μας: «Καλά, τον Στέλιο τον ξέρουμε, αυτός ο άλλος ποιος είναι;» –ο Άντονι Κουίν.

Ι.Κ.:

Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

Δ.Π.:

Κοίταξε, Γιάννη. Τότε που τα ζούσα αυτά, πέρα από την τεράστια χαρά, γιατί ταξίδευα πάρα πολύ και ήταν πάρα πολλά και δεν προλάβαινα, επειδή ήταν πάρα πολλά πάντα όλα όσα έκανα μες στη μέρα, δεν προλάβαινα να τα απομαγνητοφωνήσω, να τα… όπως κάνουμε –χρησιμοποιώ, έτσι, σε εισαγωγικά αυτή τη λέξη–, να τα επεξεργαστώ. Πολλές φορές, έλεγα ότι δεν προλάβαινα να τα επεξεργαστώ. Ούτε καταλάβαινα τη σπουδαιότητά τους. Δεν την καταλάβαινα. Μας μιλούσε ο Θεοδωράκης, έκανε πρόβες, είχε έρθει στο Studio C μία φορά –ήταν τεράστιος, ήταν, πραγματικά, τεράστιος αυτός ο άνθρωπος. Είχε ανέβει, λοιπόν, στο πόντιουμ και κάναμε πρόβα στο «Άξιον εστί» και στην «Τρίτη Συμφωνία», αυτή τη συγκλονιστική συμφωνία του, με τη μοναδική Μαρκέλλα Χατζιάνου, που και τώρα που το λέω, μου σηκώνεται η τρίχα για το πώς τραγουδούσε αυτή η γυναίκα αυτό το έργο. Λοιπόν, στη χορωδία, τώρα, στην ορχήστρα, λέγανε μερικοί: «Έλα, μωρέ, πάλι Θεοδωράκη θα παίξουμε; Αμάν! Αμάν! Θεοδωράκη και Θεοδωράκη». Μα, εντάξει, πας στη Γερμανία. Τι θα τους παίξεις, Μπετόβεν; Ή Μότσαρτ; Δεν μπορείς να πας στη Γερμανία και να τους παίξεις… Θα τους παίξεις αυτό, αυτό που έχεις. Και μάλιστα αυτό το τόσο συγκινητικό έργο. Το πόσο συγκινητικό έργο ήταν, το κατάλαβα όταν παίξαμε στην ομογένεια, στην Αμερική, στις δώδεκα πόλεις. Στη Γερμανία δεν το κατάλαβα ακριβώς, αλλά όταν έβλεπα τους ανθρώπους να κλαίνε στο Carnegie Hall, να κλαίνε οι άνθρωποι, σηκωμένοι όρθιοι. Και ο Θεοδωράκης, σαν αητός, με αυτές τις φτερούγες, έτσι, να απλώνει… Αυτό ήτανε, πραγματικά, ήταν συγκλονιστικές στιγμές. Τις οποίες, όμως, τότε… τρέχαμε να προλάβουμε. Γιατί θέλαμε να δούμε λίγο και το Metropolitan Museum, να πάμε στο Metropolitan Μουσείο. Και τι να δεις; Μια μισή πτέρυγα, ας πούμε, αν προλάβεις κάτι, γιατί μετά είχες πρόβα και έπρεπε να πας να ντυθείς, να κάνεις μπάνιο, να πας στη συναυλία. Μέσα, λοιπόν, σε όλα αυτά τα τόσα πολλά πράγματα που γινόντουσαν, ερχόταν η ώρα της ηρεμίας, έβγαινες στη σκηνή, απολάμβανες τη μουσική και έβλεπες αυτό τον κόσμο να συγκλονίζεται. Ήταν μακριά τους, πολλά χιλιόμετρα, πολλά μίλια ναυτικά μακριά, ήταν Έλληνες και ήταν Μίκης Θεοδωράκης. Όλα αυτά, λοιπόν, επειδή και τώρα συνεχίζω να τρέχω στη ζωή μου –δεν ξέρω, μου έχει μείνει αυτό μάλλον, από παιδί, μένει συνήθεια– και λένε ότι ο άνθρωπος, όταν γερνάει, αυτά που έχει από μικρός, τα χούγια του, μεγαλώνουνε. Δεν αμβλύνονται, οξύνονται. Λοιπόν, δεν ξέρω, ενώ έλεγα ότι θα μεγαλώσω και θα σταματήσω να τρέχω τόσο πολύ –και με κοροϊδεύουν και οι φίλοι μου: «Πότε θα κάτσεις;» Έκανα μερικές προσπάθειες, δεν μπορώ να πω. Έμεινα σαράντα μέρες διακοπές στη Γαύδο κάποτε και ήμουνα σε μια αιώρα, ώρες μέσα στην αιώρα, ώρες μέσα στη θάλασσα, ώρες στην άμμο. Αλλά, εντάξει, το έκανα, δεν θα μπορούσα να το κάνω πιο πολύ. Το έκανα σαράντα μέρες. Και θέλω να το κάνω, μια βδομάδα θέλω να το κάνω, να βγαίνω απ’ την πρίζα. Αλλά μάλλον η ζωή μου είναι ταυτισμένη με αυτό, με το τρέξιμο. Δηλαδή, με εμπνέει το ένα πράγμα, με… Λέει, η μαμά μου λέει ότι όταν ήμουνα μικρή, είχα πει κι αυτό: «Θα ’θελα να ’χα πολλές ζωές, για να κάνω όλα αυτά τα πράγματα που σκέφτομαι και θα ήθελα να κάνω». Αυτό έχει και τα μειονεκτήματά του, γιατί έχω δυσκολευτεί πάρα πολύ να κατανοήσω και, κυρίως, να συνεργαστώ με παιδιά που δεν κάνουν τίποτα ή με παιδιά που κάνουν ελάχιστα πράγματα ή που λένε: «Κουράστηκα, βαριέμαι για να πάω από εδώ μέχρι εκεί». Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω και τον πρώτο χρόνο –τον πρώτο καιρό μάλλον– με νευρίαζε πάρα πολύ. Φυσικά, δεν ωφελούσε αυτά τα παιδιά. Και ψάχνω να δω τώρα τι θα είναι αυτό που εμπνέει τους ανθρώπους να έχουν λίγο πάθος για πράγματα. Δεν έχει σημασία τι είναι αυτό, αλλά να υπάρχει τουλάχιστον ένα πράγμα για το οποίο να σκέφτεσαι, να απασχολεί το μυαλό σου αυτό το πράγμα, να σου δίνει ιδέες, να φαντάζεσαι.

Ι.Κ.:

Μετά τις περιοδείες με τον Θεοδωράκη τι ακολούθησε;

Δ.Π.:

Μετά λοιπόν τις περιοδείες με τον Μίκη Θεοδωράκη, εκείνα τα τρία χρόνια τα συγκλονιστικά, ’93 με ’95, έφυγα από την ΕΡΤ, εξαιτίας διαφόρων ζητημάτων και προβλημάτων που υπήρχανε, και έτσι, μια εργασία… δηλαδή θα μπορούσα, θα ήθελα πολύ να δουλέψω, να είμαι χορωδός. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι σκεφτόμουνα τη χορωδία… τη σολιστική καριέρα μάλλον, δεν με απασχόλησε ποτέ. Ούτε σκεφτόμουνα με τη μουσική ότι θα γίνω σολίστ. Δεν με ενδιέφερε. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που με ευχαριστεί πάρα πολύ, είναι οι συνεχίσεις των φωνών. Αυτό –πάλι θα ανοίξω τώρα ένα κεφάλαιο, μπορώ να το ανοίξω; Λοιπόν, τη χορωδιακή μουσική τη βίωσα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χάρη σε έναν άλλον άνθρωπο, στη Χρύσα Αποστολάτου. Όταν σταμάτησα από τη χορωδία του Πανεπιστημίου το ’87, λόγω του ατυχήματος που είχα στο βόλεϊ και έμεινα ένα εξάμηνο εκτός και με πατερίτσες και τα λοιπά, ανακάλυψαν οι φίλοι μου από τη χορωδία του Πανεπιστημίου, η Σοφία η Καλπακά –δουλεύει στο Μουσικό του Ιλίου– και η Μαρία-Στέλλα η Αλούπη, η κολλητή μου τότε, βρήκαν μια κοπέλα –δηλαδή τους βρήκε μία κοπέλα, που πήγε στη χορωδία του Πανεπιστημίου και τους είπε: «Ξέρετε, έχουμε ένα γυναικείο φωνητικό σύνολο στον Δήμο Ζωγράφου, στη Μουσική Σχολή του Δήμου Ζωγράφου. Όποιος θέλει μπορεί να έρθει, γιατί θα πάμε σε κατασκήνωση στη Ραφήνα και θα δουλέψουμε εκεί». Μου το είπαν οι φίλες μου και λέω –και μάλιστα η Μαρία-Στέλλα μου λέει: «Σου κράτησα και θέση, έδωσα το όνομά σου χωρίς να σε ρωτήσω» και τα λοιπά. Λέω: «Μπράβο, πολύ καλά έκανες. Θα έχω γίνει καλά μέχρι τότε». Και πράγματι, πήγαμε οι τρεις φίλες –να πω και κάτι αστείο; Η Σκόνη, η Αράχνη και η Μούχλα, οι τρεις Χάριτες, που έλεγα. Πήγαμε, λοιπόν, οι τρεις Χάριτες στις εγκαταστάσεις του Δήμου Ζωγράφου στη Ραφήνα, στα σπιτάκια και μέναμε, μαζί με πιτσιρίκια, που ήτανε από οχτώ χρονών και βγαίνανε με κάτι βιολιά πίσω από κάτι πεύκα, με κάτι τρομπόνια, με κάτι τρομπέτες, με κάτι σαξόφωνα, με κάτι φαγκότα… Αυτά όλα εγώ δεν τα είχα δει στη ζωή μου, μπροστά, ζωντανά. Αυτά το 1988, έτσι; Μόλις τελείωνα το πρώτο έτος. Και ενθουσιαστήκαμε. Δουλεύαμε μόνο με μουσική, ασκήσεις φωνητικές, ασκήσεις σε ομάδες, σε ζευγάρια, σε τριάδες, σε μικρότερα σύνολα, σε πιο μεγάλα σύνολα. Και κάναμε κάτι μουσικές που ήτανε πειραματικές –τις έλεγαν– και μας φαινόντουσαν περίεργες πολύ. Εν πάση περιπτώσει, εκεί, αυτή η σχέση με τη Χρύσα την Αποστολάτου κράτησε για πάρα πολλά χρόνια, από το 1988 μέχρι το 2000 –συγγνώμη. Από το 1988 μέχρι το 2001, όπου έληξε εκρηκτικά –και κυριολεκτώ σε αυτό. Είχαμε δύο παραστάσεις στο Μέγαρο, με συνεργάτες μία Αγγλίδα σκηνοθέτρια [00:40:00]–όχι, συγγνώμη, η Αγγλίδα ήταν σε άλλη παραγωγή. Με έναν Γερμανό σκηνοθέτη και ηθοποιό και έναν χορευτή και ηθοποιό από τον Καναδά… και δεύτερο απ’ τον –και δύο Καναδούς. Που κάναμε μία παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής –δυο παραστάσεις ήτανε. Η δεύτερη δεν κατόρθωσε να γίνει, διότι ειδοποίησαν ότι βάλανε βόμβα και στη μέση της παράστασης, κόπηκε η παράσταση. Δυσκολευτήκαμε να την καταλάβουμε –ήταν μια διαδραστική παράσταση και λένε: «Μάλλον πλάκα είναι αυτό». Εν πάση περιπτώσει, αυτά όλα τα χρόνια –δεκατρία χρόνια– ήτανε οι συγκλονιστικότερες μουσικές εμπειρίες που είχα, χάρη στη Χρύσα την Αποστολάτου. Γιατί, πραγματικά, ήτανε μύστης στο θέμα της μουσικής. Πολλοί άνθρωποι διευθύνουν σύνολα, πολλοί άνθρωποι κάνουν συναυλίες, πολλοί άνθρωποι είναι μουσικοί, παίζουν όργανα, αλλά μύστες δεν είναι πολλοί. Είναι πάρα πολύ… είναι ελάχιστοι οι μύστες, στη μουσική, που ξέρω. Και έτσι, λοιπόν, κάλυψα –πραγματικά κάλυψα– αυτή την ανάγκη μου να συνυπάρχω φωνητικά με άλλους ανθρώπους και να κάνουμε φωνητικά. Επίσης, εκεί, επειδή έκανα και μουσικό θέατρο, είχε βάλει και το σώμα μέσα, με κίνηση. Κι έτσι, λοιπόν, κάλυψα πάρα πολύ αυτό το πράγμα –χωρίς να είναι μιούζικαλ. Μουσικό θέατρο, πειραματικό, με ψάξιμο, με σεμινάρια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με πολύ ωραία πράγματα, με πολύ ωραία πράγματα μάθαμε και δουλέψαμε με τη Χρύσα Αποστολάτου. Αυτό ήταν ένα κεφάλαιο συγκλονιστικό για μένα, ίσως τα πιο συγκλονιστικά, απ’ τα πιο συγκλονιστικά μουσικά, ως προς την εκπαίδευση. Αυτή ήταν μια παρένθεση για κάτι άλλο. Δεν θυμάμαι.

Ι.Κ.:

Τι έγινε μετά με τη χορωδία;

Δ.Π.:

Μετά, λοιπόν. Αυτά, λοιπόν, η χορωδία τελείωσε το ’96 –’93– και πλέον, έχω φτάσει σε μια ηλικία που πρέπει να εργαστώ. Αρχίζω να ψάχνω, με την επετηρίδα, που ήμουνα στο 7.500, δεν υπήρχανε δυνατότητες. Παρότι έκανα τα χαρτιά μου κάθε χρόνο, για να πάω σαν ωρομίσθια αναπληρώτρια σε σχολείο. Με τη χορωδία έληξε το πράγμα με αυτό τον τρόπο. Και τότε, λοιπόν, άρχισε να γίνεται ένα… υπήρχε ένα Studio όπερας στη Λυρική Σκηνή. Εκεί, λοιπόν, πήγα στην ακρόαση, με πήρανε στο Studio όπερας. Το Studio όπερας, τότε δίδασκαν –ακούστε μορφές ανθρώπων– ο Κουλουμπής, ο κύριος Κουλουμπής ο Ανδρέας, ο μπασοβαρύτονος της Λυρικής, ήτανε μάλλον η ψυχή του Studio. Εκεί, είχε καλέσει τη σπουδαία Μαρία Χορς, τη χορογράφο και χορεύτρια και πολλά άλλα, για να δουλεύει την κίνηση των μελλοντικών τραγουδιστών της όπερας. Και ήταν, επίσης, και η Κάρμεν η Ρουγγέρη, η σύζυγός του, ηθοποιός και σκηνοθέτης –την είχα απολαύσει στη «Δολοφονία του Μαρά» στο Εθνικό Θέατρο, όταν ήμουνα στο σχολείο ακόμα. Η ίδια ήτανε, έτσι, μια έντονη προσωπικότητα η Κάρμεν Ρουγγέρη και με πολλή δοτικότητα για τα παιδιά και με μεγάλο πάθος για αυτό που κάνει. Έτσι, λοιπόν, ετοιμάσαμε μια παράσταση, στα πλαίσια των σπουδών μας εκεί, που ήτανε το Cole Porter το «Kiss me, Kate». Εκεί, λοιπόν, βρεθήκαμε νέοι τραγουδιστές της όπερας –είχα τελειώσει το ωδείο, είχα πάρει και δίπλωμα από το Ωδείο Αθηνών το ’95– και χορευτές, επίσης, που πλαισίωσαν την παράσταση, ηθοποιοί και, φυσικά, και μία ορχήστρα που έπαιζε. Εκεί, λοιπόν, έκανε μία εσωτερική… Αυτά έγιναν το ’97, δηλαδή τη χρονιά, τη σχολική χρονιά, την ακαδημαϊκή χρονιά ’96-’97. Ωστόσο, όμως, η κυρία Ρουγγέρη ετοίμαζε μία παράσταση για την Παιδική Σκηνή της Λυρικής. Εγώ δεν ήξερα, δεν το ήξερα αυτό, αλλά μας ζήτησε να κάνει μία εσωτερική ακρόαση και να της διηγηθούμε ένα παραμύθι. Λέει: «Ποιος θέλει να μας πει μια ιστορία;» Εγώ σηκώθηκα, γιατί μου ήρθε στο μυαλό μια πολύ ωραία ιστορία και –δηλαδή, πολύ ωραία, μου άρεσε εμένα αυτή η ιστορία και από παιδί τη διάβαζα– και σηκώθηκα και μετά μου είπε: «Να σου πω», μου λέει, «εσένα σε θέλω για την παιδική παράσταση της Λυρικής». Λέω: «Ευχαριστώ πάρα πολύ». «Θα κάνεις αυτόν τον ρόλο, στην όπερα, στο “Hansel και Gretel” του Humperdinck». Είναι ο ρόλος του Sandmann. Εδώ την είχε ονομάσει «Νεράιδα της Νύχτας». Και έτσι, λοιπόν, εγώ πήγα για μαθήτρια, για σπουδάστρια και μου έδωσε ρόλο και την ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί εκεί μου άνοιξε τον δρόμο, στην παλιά Λυρική Σκηνή που παίζαμε –στο «Ολύμπια», στο Θέατρο «Ολύμπια» τώρα. Και έτσι, κάθε Κυριακή, έκανα μια παράσταση. Εκεί, βέβαια, δεν είναι όλα ρόδινα, όπως φαίνονται. Σε εκείνες τις παραστάσεις, εγώ απέκτησα ένα πρόβλημα με τον λαιμό μου. Δούλευα πάρα πολύ, έκανα ηχογραφήσεις, έκανα ηχογραφήσεις για τραγούδια, για συνθέτες, τραγουδοποιούς, έκανα πρόβες με φωνητικά σύνολα. Γιατί τότε προέκυψε και ένα φωνητικό σύνολο, η «Εμμέλεια», που την έφτιαξε ο Βάλερι ο Ορέσκιν από τη χορωδία της ΕΡΤ, όταν φύγαμε, όσοι φύγαμε τη χορωδία της ΕΡΤ, φτιάξαμε ένα σύνολο φωνητικό, με πολύ καλό επίπεδο μουσικό και κάναμε πράγματα μοντέρνα και σύγχρονα και τον είχε εμπιστευθεί και ο Θόδωρος ο Αντωνίου και κάναμε πολλές συναυλίες με τον Βαλέρα τον Ορέσκιν. Ο Αντωνίου τον έλεγε Βαλέρι –και μάλιστα τον έλεγε Βάλερι. Λοιπόν, και τέλος πάντων, είχα κουραστεί πάρα πολύ, δούλευα πάρα πολύ, δεν ήξερα και πολλά πράγματα. Και τότε, γνώρισα τον επόμενο δάσκαλό μου, τον Φραγκίσκο τον Βουτσίνο, που έκανα ένα μάθημα, στο πρώτο μάθημα που έκανα μαζί του, μου είπαν οι συνάδελφοι στο… μια συνάδελφος, δύο, στη Λυρική, μου λένε: «Τι έκανες; Έβαλες μικρόφωνο; Πώς τραγουδάς; Η φωνή σου διπλασιάστηκε». Λέω «Όχι, έκανα ένα μάθημα με τον Φραγκίσκο τον Βουτσίνο». Και είχα μείνει και χωρίς μάθημα δυο χρόνια, μετά το δίπλωμα, και έκανα ένα μάθημα και, ξαφνικά, ανακάλυψα ότι υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που δεν γνωρίζω. Ενάμιση χρόνο, μέχρι την αρρώστια και τον θάνατό του, συνεργαστήκαμε με τον Φραγκίσκο τον Βουτσίνο. Και μετά, ένας άλλος άνθρωπος που ήταν καθοριστικός και θέλω να τον αναφέρω, είναι η Δέσποινα η Καλαφάτη, που πήγα σε αυτήν –και βέβαια, για αυτούς τους δυο ανθρώπους, που μου τους γνώρισαν και μου τους πρότειναν, πρέπει να ευχαριστήσω και τον μαέστρο, τον Νίκο τον Βασιλείου. Χάρη σ’ αυτόν τους γνώρισα και έμαθα –θεωρώ ότι έμαθα– λιγάκι για το πώς λειτουργεί ο λαιμός σαν όργανο, πώς λειτουργεί, δηλαδή, το σώμα και ο λάρυγγας και τα ηχεία μας και όλα αυτά, χάρη στον Φραγκίσκο τον Βουτσίνο και στη Δέσποινα την Καλαφάτη. Χωρίς να υποτιμώ την πρώτη μου δασκάλα, με την οποία πήρα δίπλωμα, τη Μένη τη Χαραλαμπίδου, η οποία ήταν ένας πάρα πολύ μουσικός άνθρωπος και πολύ γλυκός άνθρωπος. Έτσι, λοιπόν, ξεκινά η πορεία σαν σολίστ, που δεν με ενδιέφερε, δηλαδή δεν ήτανε και η πρώτη μου προτεραιότητα, αλλά μετά από αυτό, κάθε χρόνο, η Ρουγγέρη μου έδινε την ευκαιρία να δουλέψω επαγγελματικά με τη Λυρική Σκηνή, σε όλες τις παραγωγές της και την ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί και στο Εθνικό μου πρότεινε πράγματα να κάνω. Και πήγε αυτό μέχρι το 2003. Ήδη όμως, επειδή, είπαμε, δεν κάνω ένα πράγμα ποτέ, από το ’98 ξεκίνησα η συνεργασία με τα μουσικά σχολεία. Επιτέλους, με πήραν σαν αναπληρώτρια. Και ανακάλυψα αυτά τα υπέροχα μουσικά σχολεία, που πρέπει όλοι να πολεμήσουν για αυτά, να μην καταργηθούν. Είναι ό,τι ωραιότερο συνέβη στη νεότερη Ελλάδα και κάλυψε τα παιδιά που είχανε αγάπη στη μουσική και με ένα ωδείο δεν μπορούσαν να καλυφθούν. Γιατί το μουσικό σχολείο δεν είναι ωδείο, είναι μουσικό σχολείο, που δίνει γνώσεις σε πολλά επίπεδα, σε πολλά αντικείμενα –πρώτα απ’ όλα, τρία αντικείμενα, τρία όργανα μαθαίνουν τα παιδιά. Χρησιμοποιούν τη φωνή τους, για να τραγουδήσουν δυτική μουσική ή ελληνική ανατολική μουσική. Πολύ σπουδαία υπόθεση. Και έτσι, εκεί που έπρεπε να διαλέξω, γιατί πάντα έρχονται τα διλήμματα, έμεινα στην Εκπαίδευση και κατάφερα, με το που έμεινα, να έχω τις προϋποθέσεις για να μπορέσω να διοριστώ και να κάνω μια δουλειά που επίσης αγαπώ, γιατί είναι και αυτή από τις πρώτες μου αγάπες, ο αθλητισμός. Και μετά, όταν πλέον διορίστηκα στο σχολείο, δυστυχώς, έχασα τη δυνατότητα να κάνω πράγματα που θέλουν πολλές πρόβες, δηλαδή παραγωγές, όπως είναι μια όπερα, ένα μιούζικαλ, ένα μουσικό θέατρο, που θα ήθελα να κάνω, αλλά δεν μπορούσα να τα υποστηρίξω αυτά, γιατί αυτά θέλουν πρόβες. Και το σχολείο πάλι, πρέπει να είσαι καθημερινά εκεί. Κι έτσι, επέλεξα το να βιοπορίζομαι από το σχολείο, αλλά να κάνω άλλα πράγματα, πιο μικρά, πολύ ουσιαστικά και πολύ ιδιαίτερα.[00:50:00]

Ι.Κ.:

Ποια είναι αυτά τα πράγματα;-

Δ.Π.:

Όπως… Ναι, τώρα θα πω το τελευταίο, που κάνουμε πολλά πράγματα τώρα, το Μουσικό Σύνολο «Πολύτροπο». Αυτό το έφτιαξε ο Παναγιώτης ο Ανδριόπουλος, με τον οποίο γνωριζόμαστε από φοιτητές, από δεκαοχτώ χρονών, αλλά θέλαμε λίγο, έτσι, να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας και να καταλήξουμε να παντρευτούμε και να συνεργαζόμαστε –από το 2006 συνεργαζόμαστε και από το 2009 παντρευτήκαμε–, να έχουμε μία κοινή ζωή καλλιτεχνική και προσωπική. Ο Παναγιώτης έχει ένα προσόν, που δεν έχω συναντήσει σε άλλον άνθρωπο. Έχει, μάλλον, πολλά προσόντα, τα οποία μπορεί και τα δουλεύει συνδυαστικά. Έχει μια τεράστια μνήμη, έχει μια πολύ καλή αισθητική, έχει καλό κριτήριο και έχει και μια συνδυαστική σκέψη, που συνδυάζει όλα αυτά τα πράγματα, για να κάνει σπάνιες παραγωγές, μοναδικές παραγωγές και να τις βλέπει σφαιρικά. Γιατί βρίσκει έναν άνθρωπο και δεν είναι μόνο καλλιτέχνης, είναι και πνευματικός άνθρωπος, είναι και κάτι ακόμα, και ένα τρίτο πράγμα, που δεν το ξέρουν οι πολλοί. Το ανακαλύπτει και το μαθαίνει, μας το γνωρίζει σε όλους. Έτσι, λοιπόν, έχει κάνει με το σύνολο και έχουμε συνεργαστεί, διάφορες προσωπικότητες, όπως και για διάφορα άλλα πράγματα, για πολιτισμούς, για τον αραβικό κόσμο ή τον συριακό πολιτισμό ή τον πολιτισμό του Λιβάνου. Θέματα πολύ πρωτότυπα. Τους σαλούς στη θρησκεία, ο σάλος στη θρησκεία ή στον χριστιανισμό. Ή γυναίκες που μόνασαν σε αντρικά μοναστήρια. Έτσι, έχει θέματα, γιατί ο ίδιος, ως θεολόγος, πιάνει θέματα που αφορούν και την επιστήμη τη δική του. Έτσι, λοιπόν, κάνουμε αυτά, με το «Πολύτροπο» συνεργαζόμαστε και κάνουμε αρκετά πράγματα, αρκετές παραγωγές. Όπως, επίσης, και με άλλους συνθέτες που με καλούνε και που συνεργαζόμαστε πολλά, πολλά χρόνια. Δεν μπορώ να μην αναφέρω την Αλεξάνδρα την Παπαστεφάνου. Εργαζόμαστε –συνεργαζόμαστε– πάρα πολλά χρόνια, από τον πρώτο της δίσκο στον δεύτερο και μετά με άλλες παραγωγές ή με άλλα προγράμματα, που κατά καιρούς βρισκόμαστε και κάνουμε. Και χαίρομαι πολύ, γιατί είναι ένας άνθρωπος τζίνιους στο αντικείμενό του, που με τιμά με τη φιλία της και με τη συνεργασία μας. Άλλοι άνθρωποι που συνεργαζόμαστε τα τελευταία χρόνια, ο Δημήτρης ο Ζαφειρέλης, ο γείτονάς μου, που παλεύει, έτσι, μόνος του να κάνει πράγματα, γράφει μουσική. Τώρα ξεχνάω άλλους ανθρώπους και αυτό δεν μου αρέσει. Δεν ξέρω πώς μπορούμε να το συμπληρώσουμε και να το αναπληρώσουμε. Ε, βέβαια! Το πιο βασικό πράγμα. Η αγαπημένη μου Ιουλίτα Ηλιοπούλου και ο Γιώργος Κουρουπός. Με τον Γιώργο τον Κουρουπό συνεργαζόμαστε από το 1992 στη Σοφία τη Σπυράτου. Άλλος άνθρωπος, επίσης, που έκανε πολύ σπουδαία πράγματα και έμαθα πολλά πράγματα μαζί της. Και από τη Σοφία τη Σπυράτου και από την αδελφή της, τη Μέμη τη Σπυράτου, που είχαμε κάποιες συνεργασίες. Με τον Γιώργο, λοιπόν, εκτιμώ, είναι από τους αγαπημένους μου συνθέτες. Έχω τραγουδήσει και τους «Δραπέτες της σκακιέρας» από το ’98, και στις παραστάσεις, που τις κάναμε στη Λυρική. Και αργότερα, γνωριστήκαμε με την Ιουλίτα την Ηλιοπούλου στα «Μουσικά Αναλόγια της Δευτέρας» που έκανε στο «Μελίνα Μερκούρη» και συνεργαστήκαμε πολύ, πολύ καλά και την ξεχώρισα σαν άνθρωπο για το ήθος της, για την ευαισθησία της και για το ότι αγωνίζεται και εκείνη για μια καλύτερη… για κάτι καλύτερο στην τέχνη. Συνεργαζόμαστε, συνεργαστήκαμε το ’11, στα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη και κάναμε πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συνεργαζόμαστε σε ηχογραφήσεις και συνεργαζόμαστε κατά καιρούς, όπου, όποτε προκύπτει και όποτε θεωρούν ότι χρειάζονται τη συνεργασία μου, τη συμβολή μου. Σίγουρα, είναι κι άλλοι άνθρωποι. Ζητώ συγγνώμη που… Είναι ο Γούζιος, ο Δημήτρης ο Γούζιος, έχουμε κάνει παραγωγές μαζί, ο Γιάννης ο Μεταλλινός ο συνθέτης. Θα ήθελα να πω ότι η ζωή είναι ένα θαύμα, που μας προσφέρεται, μας χαρίζεται –δεν ξέρω τι. Είναι ένα μοναδικό θαύμα για τον καθένα μας. Και νομίζω ότι το πιο σημαντικό είναι να αδράξουμε όσα περισσότερα μπορούμε από αυτή τη ζωή, με αγάπη και σεβασμό για τους συνανθρώπους γύρω μας. Για τους συνανθρώπους μας, αλλά και για τη φύση και για ό,τι μας περιβάλλει, και το έμβιο και το μη έμβιο.

Ι.Κ.:

Κάτι που ξεχάσαμε να πούμε και πρέπει να το πούμε, είναι η εμπειρία που είχες δίπλα στη Χορς, τη μεγάλη αυτή χορογράφο, και την εμπειρία σου και από τις Τελετές Αφής.

Δ.Π.:

Ναι. Λοιπόν, η Μαρία η Χορς, λοιπόν –ευτυχώς, είχα την τύχη, χάρη στον Κουλουμπή τον Ανδρέα, τον κύριο Ανδρέα Κουλουμπή, να γνωρίσω και να την έχω δασκάλα. Εκεί, λοιπόν, εκείνη με πρότεινε, με πήρε, γιατί έβλεπε ανθρώπους που της έκαναν φυσιογνωμικά –με αυτό τον τρόπο δούλευε–, μαθήτριές της, για την Τελετή Αφής της Ολυμπιακής… της Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας. Κάναμε ένα δοκιμαστικό στην Πνύκα το 1998 και μετά, με κάλεσε και το 2000, στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Σίδνεϊ, και το 2004, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας –που ήταν και η πιο… αυτό ήταν το πιο συγκλονιστικό πράγμα μαζί της– και μέχρι το 2006. Εκεί είχα διττό ρόλο, γιατί ήμουνα και σαν ιέρεια στις Τελετές Αφής, αλλά και τραγουδούσα. Τη μουσική την έγραφε ο Γιώργος ο Χατζημιχελάκης και συνεργάστηκαν πολύ καλά με τη Μαρία Χορς. Και έτσι, ηχογραφήσαμε και τη μουσική της Τελετής, στις συνθέσεις του Γιώργου του Χατζημιχελάκη. Η Χορς ήταν μια σπουδαία, ένας σπουδαίος άνθρωπος, γιατί; Γιατί ήταν πολύ απλός άνθρωπος και απ’ την άλλη, ήταν πολύ απαιτητικός. Είχε απαιτήσεις από τον καθένα μας. Δεν μπορούσαμε να πάμε και να είμαστε «τραλαρί, τραλαρό», το σκεφτόμασταν πολύ, δεν ήτανε… Φυσικά, ήταν και ένας μεγάλος άνθρωπος, που ενέπνεε σεβασμό, αλλά από την άλλη, είχε και χιούμορ, μας χαλάρωνε και πίστευε πάρα πολύ στην ομάδα. Κάτι που ένωσε, μας ένωσε για τότε. Μακάρι να είχε μείνει αυτό, σαν παρακαταθήκη. Αλλά εν πάση περιπτώσει. Το στίγμα της ήτανε καθοριστικό, και στο Εθνικό Θέατρο, που την παρακολούθησα μετά, γιατί με ενέπνευσε και έψαχνα να δω τι κάνει αυτός ο άνθρωπος, πώς είναι έτσι αυτός ο άνθρωπος, τι έχει κάνει στη ζωή του και είναι έτσι. Και παρακολουθώντας λίγο τη ζωή της, έβλεπα ότι ήταν ένας άνθρωπος που δούλεψε περίπου σαράντα χρόνια στο Εθνικό Θέατρο, αλλά τόσα με τις Τελετές Αφής και είχε μία εμπειρία από παιδί, γιατί και η ίδια συμμετείχε σαν ιέρεια. Οπότε, βιωματικά μας δίδασκε κάποια πράγματα. Πράγματα που τα είχε βιώσει και που τα είχε σπουδάσει στην πορεία της ζωής της.

Ι.Κ.:

Θα μας πεις και λίγο για τη διαδικασία και για την προετοιμασία των Τελετών – και αυτό είναι κάτι που, πιστεύω, αξίζει να ακουστεί.

Δ.Π.:

Ναι, λοιπόν, αυτό κρατούσε για πολύ καιρό. Δηλαδή, η Τελετή της Αφής γινότανε τον Μάρτη –τότε τουλάχιστον– και ξεκινούσε, μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, από τον Σεπτέμβρη, ξεκινούσε να προετοιμάζει, σε συναντήσεις που είχαμε κάθε σαββατοκύριακο, σε δυο-τρεις ώρες, που δοκίμαζε πράγματα, μελετούσε αγγεία, μελετούσε φωτογραφίες από αγγεία, από μαρμάρινες πλάκες, όπου απεικονίζονταν, πιθανώς, ο χορός, κοπέλες στη σειρά με ταυτόχρονη κίνηση. Μελετώντας, λοιπόν, όλα αυτά, έβρισκε σε κάθε Τελετή Αφής και κάτι καινούριο. Και μάλιστα είχε ένα παιδικό ενθουσιασμό, όταν ανακάλυψε το πέπλο, και στην Τελετή Αφής του 2004 στην Ολυμπία, πρόσθεσε ένα κόκκινο αραχνοΰφαντο πέπλο. Αυτό το παρατηρούσε για καιρό, για χρόνια, και το πώς θα το εντάξει στις Τελετές της Αφής. Οι πρόβες ήταν κι αυτές σε πειραματικό στάδιο. Δεν είχε κάτι στον νου της, δεν ήταν ο άνθρωπος που έλεγε: «Θα κάνουμε αυτό» και πήγαινε. Δοκίμαζε. Έβλεπε, παρακολουθούσε τη δυναμική της ομάδας. Και φυσικά, σε συζήτηση και με τον μουσικό. Και του εξηγούσε του Γιώργου του Χατζημιχελάκη τι ή[01:00:00]θελε, πώς το φανταζόταν εδώ, πώς θα πρέπει να ανέβει η ένταση ή πώς θα πρέπει να είναι νηφάλια η κατάσταση, νηφάλιο το κλίμα της μουσικής, νηφάλιες οι κινήσεις ή πώς θα πρέπει να είναι πιο ρυθμικές και πιο έντονες. Αυτά, λοιπόν, τα δούλευε μέσα σε σαββατοκύριακα. Κάποια σαββατοκύριακα μες στον χειμώνα, πηγαίναμε στην Ολυμπιακή Ακαδημία στην Ολυμπία και δουλεύαμε επί τόπου στον χώρο, μπροστά από τον Ναό της Ήρας, στο πρανές του Σταδίου της Αρχαίας Ολυμπίας, του αρχαιολογικού χώρου, δουλεύαμε επί τόπου, με μπουφάν, με σκουφιά, με γάντια. Και κάναμε δυο-τρία τέτοια σαββατοκύριακα, μέχρι να φτάσουμε ένα δεκαήμερο ολόκληρο πριν την Τελετή της Αφής, που είχαμε φτάσει πια στο τελικό στάδιο, είχαμε –είχε– καταλήξει στη μουσική, είχε καταλήξει στη χορογραφία. Και εκεί, με μια στρατιωτική, θα έλεγα, πειθαρχία, ξυπνούσαμε στις οχτώ η ώρα το πρωί –με μουσική μεν, αλλά ξυπνούσαμε. Και επειδή ήταν ένας άνθρωπος με πολύ χιούμορ, κάποια φορά βάλανε σαν πρώτο τραγούδι το «Στον άλλο κόσμο που θα πας». Και λέει: «Μα είναι δυνατόν να μας ξυπνάνε έτσι; Είμαι και μιας μεγάλης ηλικίας! Πώς είναι δυνατόν; Δεν βρήκαν ένα άλλο τραγούδι;» Πάντα είχε το χιούμορ αυτή η γυναίκα, αυτή η σπουδαία γυναίκα και πάντα μας έλεγε ιστορίες για την εμπειρία της. Γιατί είχε δουλέψει και είχε κάνει «Μήδεια» με τη Μαρία Κάλλας, είχε δουλέψει με τον Αλέξη Μινωτή και την Κατίνα Παξινού, που πάντα μνημόνευε και μας έλεγε ιστορίες. Που κι αυτή, σαν νέος άνθρωπος, ντρεπότανε, ήτανε πιο μαζεμένη, και πώς τη στήριξαν, πώς τη βοήθησαν, αλλά και αστεία περιστατικά. Ας πούμε, μας έλεγε ότι ήταν η Κατίνα Παξινού και θρηνούσε και η ίδια την έβλεπε από την κουίντα και σπάραζε στο κλάμα. Και έμπαινε μέσα από την κουίντα και της έλεγε: «Τρέχα φέρε μου, ετοίμασε μου το τσάι» και μετά ξανάμπαινε μέσα και θρηνολογούσε. Και μου έλεγε: «Πώς το έκανε αυτό; Και άμα έβλεπε να αργώ, ξανάμπαινε μέσα απ’ την κουίντα: “Μα μην αργείς! Θα βγω σε λίγο, θέλω το τσάι μου”». Και είχε ένα χιούμορ, έτσι όπως τα έλεγε, τέτοιο χιούμορ και μας μιλούσε για αυτές τις μεγάλες προσωπικότητες, που ήτανε συγκλονιστικό. Ή έλεγε για τη Μαρία Κάλλας που έβγαινε, έπρεπε να βγει στη σκηνή στο Ηρώδειο και να πει «Io sono Medea» –το λέω τώρα όπως μας το μετέφερε η Χορς. Και πριν, έτρεμε σαν το ψάρι, είχε μια κυρία που τη βοηθούσε και της έλεγε: «Πήγαινε φέρε μου την εικόνα της Παναγίας» και έτρεμε, γονατισμένη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και έλεγε: «Θεέ μου, γιατί να κάνω αυτή τη δουλειά; Γιατί; Δεν μπορούσα να είμαι τσαγκάρης; Παπουτσής; Γιατί, Παναγία μου, να το περνώ αυτό;» Και κάποια στιγμή, της φωνάζαν και της λέγανε: «Κυρία Κάλλας, βγαίνετε». Οπότε σηκωνόταν, μεταμορφωνόταν, πέταγε τον χιτώνα με αέρα και έβγαινε στη σκηνή και έλεγε: «Io sono Medea». «Και δεν πίστευα στα μάτια μου», μας έλεγε η Χορς, «ότι αυτή η γυναίκα, έτσι, είχε κουρνιάσει και σχεδόν θρηνολογούσε και μετά έβγαινε και σειόταν το θέατρο». Μαρία Χορς.

Ι.Κ.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ για αυτή τη συνέντευξη, Δάφνη.

Δ.Π.:

Να ’σαι καλά, Γιάννη. Σε ευχαριστώ κι εγώ πάρα πολύ.