Μένοντας για πάντα στο Κεφαλόβρυσο Ελασσόνας
Segment 1
Τα παιδικά χρόνια στο Κεφαλόβρυσο, η στρατιωτική θητεία και το άνοιγμα του μαγαζιού
00:00:00 - 00:24:02
Partial Transcript
Καλησπέρα, θα μας πεις το όν ομά σου; Μακρής Αθανάσιος του Δημητρίου και της Παρασκευής. Γεννήθηκα στο Κεφαλόβρυσο Ελασσόνας από… Ο πατέρ…τά, τους κάνω νόημα από πάνω κάθομαι στη βεράντα και τους λέω είναι κλειστά το μαγαζί. Μετά από τόσα χρόνια δηλαδή; Μετά από τόσα χρόνια.
Lead to transcriptSegment 2
Τα χρόνια της δικτατορίας, η ανάπτυξη και η πορεία του μαγαζιού έως το κλείσιμο
00:24:02 - 00:49:10
Partial Transcript
Ωραία, ας αφήσουμε το μαγαζί και ας πάμε λίγο στη δικτατορία. Ποιες είναι οι μνήμες σου από τη δικτατορία και, γενικότερα, πώς επηρέασαν το…τε επειδή δεν θυμάμαι προηγουμένως που είπα για την μετανάστευση, ήταν μετά το ‘60 η μετανάστευση. Έτσι, αν θυμάμαι καλά, ήταν μετά το ‘60.
Lead to transcriptSegment 3
Οι υπόλοιπες ασχολίες, οι κακουχίες και η προεδρία της κοινότητας Κεφαλοβρύσου
00:49:10 - 01:13:55
Partial Transcript
Είχες προσπαθήσει, πήγες αλλού να ζήσεις εκτός από την Ελασσόνα; Πουθενά Πουθενά- Πουθενά στρατιώτης είχα πάει. Το όνειρο μου ήταν δηλαδ…χι τίποτα, τίποτα όχι. Ωραία. Νομίζω ότι ανακατωμένα σε περιέγραψα περίπου. Φυσικά, φυσικά. Και ευχαριστώ πολύ. Να ‘σαι καλά, αγόρι μου.
Lead to transcriptSegment 1
Τα παιδικά χρόνια στο Κεφαλόβρυσο, η στρατιωτική θητεία και το άνοιγμα του μαγαζιού
00:00:00 - 00:24:02
Καλησπέρα, θα μας πεις το όν[00:00:00]ομά σου;
Μακρής Αθανάσιος του Δημητρίου και της Παρασκευής. Γεννήθηκα στο Κεφαλόβρυσο Ελασσόνας από… Ο πατέρας μου η καταγωγή από Σαμαρίνα Γρεβενών και παντρεύτηκε εδώ στο χωριό μας στο οποίο έκανε 3 τέκνα, τον Γεώργιο, ο οποίος είναι 94 χρονών τώρα, την αδερφή μου, η οποία πέθανε στα εβδομήντα τόσα και εγώ ο οποίος είμαι το ‘41 γεννηθείς και είμαι 82 χρονών.
Ωραία, οπότε εγώ… Είναι Σάββατο 3 Ιουνίου του 2023. Είμαι ο Βασίλης Τσιαπάλας ερευνητής του Istorima και βρίσκομαι σήμερα στο Κεφαλόβρυσο Ελασσόνας στην οικία του Μακρή Αθανάσιου. Μπορείς να μου πεις λίγα λόγια για τον εαυτό σου; Πώς ήταν τα παιδικά χρόνια στο Κεφαλόβρυσο Ελασσόνας;
Τα παιδικά χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Γεννήθηκα πάνω στην Κατοχή το ‘41. Δεν υπήρχε στο χωριό εδώ πέρα, δεν υπήρχε τίποτα. Εκτός από τις αγροτικές δουλειές, αυτά. Μετά το ‘49, πήγαμε στην Ελασσόνα, γιατί ήταν ο εμφύλιος. Καταλήξαμε στην Ελασσόνα, εκεί άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο τη Α’ τάξη, στη Β’ τάξη του δημοτικού. Τελείωσα εδώ στο χωριό μας μετά τα υπόλοιπα χρόνια. Δε πήγα γυμνάσιο, γιατί ο πατέρας μου ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και κατέληξα να μην πάω πουθενά και κάθισα εδώ πέρα. Στην πορεία, πήγα φαντάρος, γύρισα, παντρεύτηκα με την Ελένη τη γυναίκα μου και αποκτήσαμε τα 3 παιδιά. Tην Παρασκευή, την Χρυσάνθη και την Δήμητρα, απ’ τα οποία αποκτήσαμε 8 εγγόνια. Στην πορεία, ασχολήθηκα με ένα μαγαζί το οποίο έκανα εδώ στη λίμνη του χωριού και έκτοτε σταμάτησα να εργάζομαι λόγω υγείας και έτσι πέρασαν.
Ωραία, ας το πάρουμε λίγο από την αρχή. Μπορείς να μας πεις για την οικογένεια σου περισσότερα; Είπες πως είχες αδέλφια, ζούσατε μαζί; Είχατε κάποιο μέλος της οικογένειας, στενό μέλος της οικογένειας που ζούσατε μαζί;
Ναι, μέχρι πότε παντρευτήκανε ο καθένας, συζούσαμε όλοι μαζί. Στην πορεία, μετά ο καθένας παντρεύτηκε, πήγε στη δουλειά του. Ο δε αδερφός μου ο μεγάλος πήγε Γερμανία, η αδερφή μου είχε παντρευτεί στον Τύρναβο, οι οποίοι κατέληξαν εδώ μετά. Ασχολούταν και αυτή με τη μαναβική και έτσι περάσαν τα χρόνια αυτά. Τα παιδικά μου χρόνια μετά ήταν ότι εγώ δεν πήγα στο γυμνάσιο. Κάθισα να βοηθήσω τους γονείς μου και, επιπλέον, και όπως εργαζόμουν, έχω ασχοληθεί με τα χωράφια, με το θέρι τότε παλιά πηγαίναμε και θερίζαμε τα χωράφια, είχαμε τις παλαμίδες στο χέρι να μην κόβουμε τα χέρια με το λελέκι που λέγαμε με το αυτό που κόβαμε τα σιτηρά και από κει μετά τα φέρναμε στα αλώνια εδώ στο χωριό και τα αλωνίζαμε με τα ζώα. Στην πορεία, μετά ήρθαν οι πατόζες που τις ‘λεγαν, ονόματι «πατόζες», οι οποίες ‘παιρναν τα δεμάτια και ‘βγαζαν και αλωνίζανε. Μετά ήταν, για να βγάλουμε την τροφή που παίρναμε για τα σιτηρά που μαζεύαμε και τα καλαμπόκια, φασόλια αυτά, ήταν η ετήσια του χωριού. Το δε σιτάρι αφού το αλωνίζαμε μετά το πηγαίναμε στους μύλους και με πέτρα οι μύλοι ήταν παλιά και εκεί βγάζαμε το αλεύρι, για να κάνουμε την αυτήν, το ψωμί.
Από ποια ηλικία ξεκίνησες να εργάζεσαι;
Απ’ τα 12 χρόνια, 13.
Και πώς ένιωσες για αυτή την εμπειρία, ας πούμε;
Η εμπειρία αυτή ήταν… Δεν ήταν και καλή, γιατί εδώ πέρα δεν υπήρχαν τίποτα το αξιοθέατο. Το χωριό μας ήταν μικρό και η απασχόληση ήταν τίποτα. Εκτός από τα αυτά που πηγαίναμε στα ζώα, στα πρόβατα και το καλοκαίρι μετά στο θέρον. Και εκτός αυτού, οργώναμε, γιατί ο πατέρας μου είχε κάποια προβλήματα υγείας και δεν μπορούσε και ασχολούμουν εγώ γι’ αυτό και ασχολήθηκα από μικρός.
Έχεις μνήμες από τα ταραχώδη χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί μας είπες ότι είσαι γεννημένος το 1941-
Βέβαια ναι-
Και κατ’ επέκταση αργότερα του Εμφυλίου; Πώς ένιωσες και, γενικότερα, πώς επηρέασαν τη ζωή και το χωριό αυτά τα γεγονότα και του πολέμου και του εμφυλίου; Αν γνωρίζεις και εσύ από τους γονείς σου ή αν θυμάσαι.
Ναι, ο εμφύλιος ήταν… Ήμασταν στην Ελασσόνα και ερχόμασταν, ακολουθούσα τη μάνα μου κοντά, γιατί ο πατέρας μου είχε προβλήματα υγείας και ένιωσα δύο γερούς, δυο συμπλοκές στρατιωτών και ανταρτών. Η μια ήταν στο Καρκατσέλι εδώ που λέμε τοποθεσία προς την Βαλανίδα που πάμε στο Καρκατσέλι και η άλλη ήταν πάνω από το χωριό στη θέση Σημείο. Η εμπειρία ήταν αυτή και μας έλεγε η γιαγιά μου, της μάνας μου η μητέρα, έλεγε -γιατί καθόμασταν μέσα σ’ ένα σπίτι μαζεμένοι όλες οι γυναίκες του χωριού που ερχόταν εδώ για την απασχόληση- και έλεγε η γιαγιά: «Μην πάτε κοντά στο παράθυρο να μην έρθει καμιά αδέσποτη σφαίρα», γιατί ήταν στα 500 μέτρα ήταν η συμπλοκή.
Το είχες δει δηλαδή με τα μάτια σου;
Ναι, ναι.
Μπορείς να μας το περιγράψεις;
Να περιγράψω, έλεγα με τα μάτια μου νύχτα ήταν, απλώς βλέπαμε τις σφαίρες τις φωτοβολίδες, οι οποίες πέφτανε και έλαμπε το μέρος όλο αυτό από τον στρατό που έριχνε τις φωτοβολίδες, για να ελέγχουν, να τους εντοπίσουν τους αντάρτες. Αυτά, τι άλλο; Και στην άλλη περίπτωση εδώ πέρα στην αυτή στην… Στο Καρκατσέλι που λέμε εκεί ήταν μακριά απ’ το χωριό, γύρω στο χιλιόμετρο, εκεί δεν μπορούσαμε να πάμε προς τα εκεί, γιατί και εγώ δεν ήμουν τότε...
Μόνο ακουστικά δηλαδή, ακούσατε τους πυροβολισμούς;
Τους πυροβολισμούς ακουγόταν μέσα στο χωριό.
Εσύ σαν παιδί εφτά ή οχτώ ετών, πώς ένιωσες ακούγοντας αυτό και βλέποντας και για το πρώτο περιστατικό όλο αυτό να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου;
Ήταν κάτι το οποίο δεν μπορούσες να το φανταστείς ότι γινόταν κάποιος εμφύλιος να σκοτώνονται τα ξαδέρφια σου ή τα αδέρφια σου ή κάποιος άλλος συγχωριανός. Αυτά ήταν πράγματα απαράδεκτα.
Γενικότερα, στο χωριό είχαν συμβεί περισσότερα; Δηλαδή υπήρχε κάποια στιγμή που καταστράφηκε ή πάντα…
Καταστράφηκε με τους Γερμανούς, κάψανε τα σπίτια. Τότε το ‘41, εγώ ήμουν… Το ‘42 που κάηκαν αυτά εδώ πέρα, εγώ ήμουν ενός ετών και πήγαινα κοντά στους Ιταλούς και έλεγα τους Ιταλούς «κοκό, κοκό, κοκό». Αυγά είχαν αυγά στα καλάθια αυτοί που μαζεύανε απ’ το χωριό και αυτό. Και εγώ πήγαινα κοντά και φοβόμουν μη με χτυπήσουν αυτοί με κλωτσιά και με πετάξουν προς τα πέρα.
Είχε τύχει κάποιο περιστατικό;
Όχι από μετά, όχι. Εκείνο που υπήρχε ήταν στη θέση στο Παλιόμυλο. Εί[00:10:00]χαν αφήσει μία νάρκη, η οποία σκοτώθηκαν δυο παιδιά εδώ. Άλλον τον είχε χτυπήσει το βλήμα στο αυτό, άλλον εδώ στο λαιμό, δηλαδή είχαν σκοτωθεί τώρα ένα παιδί ήταν σίγουρο που είχε σκοτωθεί.
Περίπου πότε έγινε αυτό;
Αυτό πρέπει να έγινε το… Στον εμφύλιο, ακουστά έχω ας πούμε, δεν έτυχε εγώ να το δω, στον εμφύλιο.
Ωραία, όσον αφορά τώρα το επάγγελμα σου, μας είπες ότι ξεκίνησες να δουλεύεις από τα 12 στα χωράφια λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, επειδή ασχολιόταν ο πατέρας σου και λόγω προβλημάτων επισιτισμού, επειδή χρειαζόσασταν τροφή για όλο το χωριό όχι μόνο εσείς. Μας είπες κιόλας ότι άνοιξες και ένα μαγαζί. Μπορείς…
Το μαγαζί το άνοιξα μετά που απολύθηκα από φαντάρος.
Πότε ακριβώς; Ποια χρονολογία;
Το ‘62 απολύθηκα. Το ‘62 πήγα το ‘63, τέλος του ‘63 απολύθηκα. Είχα προγραμματίσει, όμως, αφού θα έμενα στο χωριό εδώ πέρα να ασχοληθώ με το μαγαζί και αν θα αποτύχαινα, θα έφευγα και εγώ τον δρόμο της ξενιτιάς, όπως είχαν πάρει και υπόλοιποι του χωριού μας εδώ.
Θες να μας πεις πριν πάμε στο μαγαζί συνοπτικά για τη θητεία σου, πώς ήταν η θητεία τότε την περίοδο, πόσο κρατούσε, πόσο διήρκεσε δηλαδή;
Ναι, η θητεία ήταν δύο χρόνια τότε 24 μήνες είχα και κανα μήνα φυλακή. Ήμουν στο Λουτράκι κάτω, γιατί ήμουν στο μηχανικό.
Γιατί είχες φυλακή;
Από… Δεν ήμουν και… Λίγο άστατος. Είχα παραβιάσει την αυτή, την άδεια. Ήμουν στα Σέρρας και από τα Σέρρας θα πήγαινα στο Ναύπλιο και καθοδόν παραβίασα το φύλλο πορείας. Ήρθα εδώ στο χωριό να δω τους γονείς μου και αυτό. Καθυστέρησα τρεις μέρες και με πιάσανε στη Λάρισα η τότε η ΕΣΑ που κάνανε έλεγχο και μου ζήτησαν το φύλλο πορείας, οπότε είδαν ότι είχα παραβίαση και μου ρίξανε 20 μέρες φυλακή.
Στους γονείς σου τι είχες πει και έκανες αυτή την παραβίαση;
Τους είπα ότι θα ταξιδέψω να πάω στο Λουτράκι. Λέει: «Γιατί κάθισες τόσες μέρες;». Λέω: «Είναι το φύλλο πορείας, το οποίο μπορώ να το παραβιάσω λίγες ημέρες» και αυτή την δικαιολογία είχα πει και σε αυτούς εκεί πέρα. Ότι ήταν μακριά το χωριό μου, ψέμα δηλαδή, ότι ήταν μακριά το χωριό μου, γι’ αυτό και μόνο μία μέρα κάθισα στους γονείς μου και έφυγα.
Μετά αφότου το έμαθαν;
Ποιος;
Ότι είχες πάρει φυλακή, οι γονείς σου;
Δεν αυτό. Δεν είχαν καμιά, δεν μου είπαν τίποτα.
Ωραία, τώρα όσον αφορά το μαγαζί. Μας είπες ότι το άνοιξες ακριβώς αφότου απολύθηκες το ‘62.
Το ‘63 είπα απολύθηκα.
Το ‘63.
Ναι, που απολύθηκα. Ξεκίνησα το μαγαζί μετά από το ‘67. Στην περίοδο αυτή, το χωριό μας ήταν απομονωμένο. Παρόλο που υπήρχε ο δρόμος από Ελασσόνα για Δεσκάτη-Γρεβενά, δεν είχε την αυτήν… Δεν είχε τόσο μεγάλη συγκοινωνία και αποφάσισα μετά, για να ασχοληθώ με το μαγαζί. Περάσαν κάμποσα χρόνια και ναι το ‘67 που άρχισα να ασχολούμαι τελείωσε το ‘71 το μαγαζί, γιατί οι οικονομίες ήταν πάρα πολύ λίγες για να συνεχίσω, να το τελειώσω μία και έξω και να το ανοίξω.
Τι ακριβώς μαγαζί ήταν;
Ήτανε γενικά ψησταριά, καφέ τα πάντα. Και ψάρια είχα και ψάρια. Είχα κάνει μια εγκατάσταση με ψάρια πέστροφες και ασχολήθηκα με αυτό.
Πού βρισκόταν ακριβώς αυτό το μαγαζί στο…
Δίπλα στη λίμνη στο σπίτι, το οποίο μένω τώρα.
Δηλαδή, ήταν είτε πάνω είτε κάτω από το σπίτι; Πώς ήταν το μαγαζί;
Πάνω το σπίτι κάτω το μαγαζί. Πρώτα, έκανα το μαγαζί, έμενα στο χωριό όλα τα χρόνια αυτά και αφού τελείωσα τις υποχρεώσεις του μαγαζιού, ξεκίνησα και έκανα μόνος μου έχτισα το γύρω γύρω το σπίτι, μόνο την πλάκα που έριξα με μαστόρους. Τα άλλα ήταν όλη προσωπική εργασία.
Δηλαδή από την απόλυση μέχρι να τελειώσει στο σπίτι ήταν κάμποσα χρόνια.
Αρκετά.
Πότε ξεκίνησες να φτιάχνεις το σπίτι;
Το ‘80, δηλαδή από το ‘71 που ξεκίνησε το μαγαζί το ‘82-’83 έριξα την πλάκα, μάλλον μπήκαμε εγκατασταθήκαμε στο σπίτι το ‘82-’83 και έκτοτε είμαι εδώ στο σπίτι αυτό.
Δεν έχεις φύγει ποτέ από δω;
Όχι, για όλα μου τα χρόνια που ασχολήθηκα με το μαγαζί δεν έχω πάει δεν έχω κλείσει μία μέρα. Ασχολούμουν με το μαγαζί, είχα την ευκαιρία λίγο τα πρωινά έχτιζα τους τοίχους χωρίς να έχω έτσι μόνος μου, χωρίς να έχω γνώση για κτισίματα κι αυτά.
Μπορείς να μας πεις πότε ξεκίνησε να έρχεται ο κόσμος;
Το ‘71. Το ‘71 δηλαδή ο κόσμος της επαρχίας με τίμησαν πάρα πολύ.
Τι ακριβώς θεωρείς ότι έπαιξε ρόλο στο να έρθουν εδώ, να αρχίσουν να έρχονται;
Ήταν η λίμνη, ήταν η λίμνη η οποία είχε τις ενδείξεις ότι όντως θα ερχόταν, γιατί κάτι Πρωτομαγιές ερχόντουσαν από Ελασσόνα εδώ πέρα και έτσι αποφάσισα να το κάνω το μαγαζί. Παρόλο από τις αντιρρήσεις από τους γονείς μου μήπως χάσω τα λεφτά αυτά τα λίγα τα λεφτά που είχαμε μαζέψει από τις καλλιέργειες.
Παράλληλα έκανες και τη… Δούλευες και στις καλλιέργειες μαζί με το χτίσιμο του μαγαζιού ή το χτίσιμο του σπιτιού αργότερα;
Δυο χρόνια μόνο ασχολήθηκα με τα καπνά.
Περίπου πότε;
Μετά ήρθαν δηλαδή με τα καπνά. Μετά είχε για να θερίζουμε, είχαν έρθει τότε οι κομπίνες μετά, οι οποίες θερίζανε και ήταν πιο άνετη μετά η ζωή μας, ενώ πρώτα θερίζαμε με τα λελέκια.
Πότε ξεκίνησε να έρχεται πολύς περισσότερος κόσμος και στο μαγαζί;
Απ’την αρχή από το ‘71.
Απ’ το ‘71.
Μετά πήγα στην επιστράτευση. Η επιστράτευση μετά, κάθισα δυο μήνες μέχρι τέλος της αυτής της επιστράτευσης τότε.
Όταν λες την επιστράτευση, τι ακριβώς έγινε;
Η επιστράτευση τότε ήταν, για να πέσει ο Παπαδόπουλος. Και δεν γνωρίζαμε και την αυτή και για το βασιλιά που διώξανε. Ήταν λάθος που διώξανε τον βασιλιά. Θα μπορούσε να μην είναι βασιλευόμενη αυτή, να ήταν όπως είναι και στα άλλα κράτη. Γιατί οι πρόεδροι οι οποίοι Δημοκρατίας που ήταν, τους πληρώνουμε 10 φορές παραπάνω από την βασιλεία.
Άρα, εσένα σε κάλεσαν, υπήρχε επιστράτευση από ποιον;
Από το κράτος.
Από το κράτος.
Από το κράτος είχε γίνει, πηγαίναμε για εμφύλιο πάλι τότε, αλλά ευτυχώς τότε ο βασιλεύς έφυγε έξω, για να μη γίνει αυτό που θα γινόταν. Γι’ αυτό και υποστηρίζω τον βασιλιά που θα έπρεπε να παραμείνει και να μην έχουμε τους προέδρους της Δημοκρατίας, να ήταν βασιλεύουσα δημοκρατία με την δημοκρατική αυτή.
Πριν πάμε στις μνήμες σου για τα χρόνια της δικτατορίας θα μπορούσες, να πάμε πίσω στο μαγαζί, θα μπορούσες να μου περιγράψεις μία ημέρα, όπως την φαντάζεσαι, όπως την έχεις δηλαδή στην μνήμη σου, όπως την ένιωθες που ήταν το μαγαζί γεμάτο κόσμο τι ακριβώς γινόταν από την αρχή που άνοιγε το μαγαζί. Άνοιγε πρωί, μεσημέρι, απόγευμα;
Όλη την ημέρα το είχα ανοιχτό. Αλλά όμως μεσημέρι και ειδικά βραδινές ώρες, εκτός Σάββατο Κυριακή, οι οποίες ήταν συνέχεια.
Μπ[00:20:00]ορείς να μας περιγράψεις μία ημέρα πώς κυλούσε. Από την αρχή μέχρι το τέλος της, ποιος δούλευε, τι έκανες εσύ, τι έκαναν οι υπόλοιποι που δούλευαν, ποια ήταν τα πόστα;
Εγώ ήμουν στην ψησταριά και μεταφορά τα ψάρια στα 200 μέτρα που είχα τις δεξαμενές. Η γυναίκα μου ήταν στους λογαριασμούς και σερβίριζε και πιάτα και εγώ έκανα και λογαριασμούς και εγώ, αλλά είχαμε και σερβιτόρους ορισμένες φορές που ήταν οι μέρες που ήταν γνωστές. Ειδικά Καθαρά Δευτέρα, Τσικνοπέμπτες και αυτά γινόταν ο χαμός. Δηλαδή, τα αυτοκίνητα να μη σου πω ότι πιάνανε μια πεδιάδα 4000 τετραγωνικά. Πέριξ του μαγαζιού και ο δρόμος στο ένα χιλιόμετρο δεξιά αριστερά αυτοκίνητα, λες και ήταν αυτό. Πάρα πολλή δουλειά. Και έτσι μέχρι πότε αρρώστησα και το έκλεισα το μαγαζί και δεν αυτό… Το είχα ενοικιάσει σε κάποιον δεν πήγε καλά και δεν αυτό.
Όταν είχε τόσο κόσμο, όπως μας είπες, υπήρχαν και κάποια άλλα συγγενικά πρόσωπα εκτός απ’ τη γυναίκα σου που δουλεύανε στο μαγαζί;
Τα παιδιά μου μετά αφού μεγάλωσαν τα παιδιά μου δουλεύαν τα παιδιά μου.
Τι ακριβώς έκαναν;
Σέρβιραν, μαζεύανε τα πιάτα τα αυτά, τα τραπέζια καθάριζαν. Αυτές οι δουλειές.
Οπότε περιέγραψε μας έτσι συνοπτικά πως ήταν μία μέρα, δηλαδή ανοίγατε το πρωί. Αν θυμάσαι έτσι μία μέρα που είχε πολύ κόσμο που θα σου μείνει για πάντα στη μνήμη, κάποιο περιστατικό που θα σου μείνει για πάντα.
Το περιστατικό ήταν από το πρωί που ανοίγαμε το μαγαζί δέκα η ώρα και μέχρι το βράδυ 12:00-1:00 η ώρα ήμασταν πτώμα από δουλειά, τι άλλο; Αυτό ήταν. Και ορισμένες φορές, γιατί έπινα κιόλας λίγο και έχω κάνει αρκετά κεφάλια.
Είχε γίνει κάτι ας πούμε, κάποιο περιστατικό που να θυμάσαι που να σου έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη, που να είχες περάσει τόσο καλά, να ήταν ωραίο, να νιώθεις όταν σκέφτεσαι χαρά, ικανοποίηση;
Ικανοποίηση ήταν από τον κόσμο, τον κόσμο. Ο κόσμος που τους έβλεπες και είχες την εκτίμηση από τον κόσμο αυτόν, δηλαδή την καλημέρα τους, το αυτό. Ο σεβασμός μου απέναντί τους πελάτες. Όλα αυτά έπαιζαν το μεγαλύτερο ρόλο, γι’ αυτό ακόμη και σήμερα έχω την εκτίμηση από τους πελάτες. Μπορώ να σου πω ότι ερχόταν Κυριακή από Αθήνα, μένανε εδώ πέρα. Είχα δύο δωμάτια τα οποία τα νοίκιαζα και μένανε. Τα νοίκιαζα ίσα ίσα, για να για να κοιμούνται οι άνθρωποι εδώ πέρα έπαιρνα 10 ευρώ τη βραδιά, για να μείνουν. Δεν… Τίποτα.
Οπότε προσέφερε ικανοποίηση το να έρχονται από όλες τις πόλεις της Ελλάδος και από την Αθήνα στο Κεφαλόβρυσο, για να δοκιμάσουν.
Βεβαίως, είναι γνωστό. Στην Αθήνα, ακόμα υπάρχουν τι γίνεται το μαγαζί «Τα Δειλινά» στο Κεφαλόβρυσο;
Έρχονται ακόμη και εδώ κάποιοι;
Έρχονται ορισμένοι περνώντας, έρχονται εδώ πέρα και επισκέπτονται και έρχονται μέχρι κάτω. Είναι κλειστά, τους κάνω νόημα από πάνω κάθομαι στη βεράντα και τους λέω είναι κλειστά το μαγαζί.
Μετά από τόσα χρόνια δηλαδή;
Μετά από τόσα χρόνια.
Segment 2
Τα χρόνια της δικτατορίας, η ανάπτυξη και η πορεία του μαγαζιού έως το κλείσιμο
00:24:02 - 00:49:10
Ωραία, ας αφήσουμε το μαγαζί και ας πάμε λίγο στη δικτατορία. Ποιες είναι οι μνήμες σου από τη δικτατορία και, γενικότερα, πώς επηρέασαν το Κεφαλόβρυσο τότε από την αρχή από το ‘67 που επιβλήθηκε;
Κοίταξε να δεις στο Κεφαλόβρυσο πρώτον μέχρι και το ‘65-’66 δεν είχαμε αυτό. Δεν είχαμε ρεύμα στο χωριό, δεν είχαμε τουαλέτες και η περίφραξη των σπιτιών ήταν με παλιούρια. Όταν ήρθε τότε ο Παπαδόπουλος, μας έδωσε δάνεια να κάνουμε τουαλέτες -αρχικά τουαλέτες- δρόμους. Ο δρόμος δεν είναι αυτός τώρα που ερχόσαστε. Ο δρόμος ήταν από την απέναντι πλευρά και, όταν είχε βροχές και κατέβαζε το ποτάμι, δεν μπορούσαμε να περάσουμε απ’ την αυτήν. Έχει παρασύρει ένα τριών τέταρτων τότε με φαντάρους μέσα ο ποταμός. Και από εκεί ερχόμασταν μέχρι με τα πόδια ξεκινάγαμε από την Ελασσόνα, για να έρθουμε εδώ. Μετά…
Πριν πώς τα βγάζετε πέρα χωρίς τουαλέτα ή ρεύμα, τι ακριβώς κάνατε, πώς ζούσατε τότε;
Πηγαίναμε στα διπλανά στους φράχτες και εκεί είχαμε και μια φτιαγμένη γούρνα χωρίς αυτό και γύρω γύρω βάζαμε πανί, για να έχουμε στο αυτό. Και για να κατουρήσουμε πηγαίναμε στα διπλανά ή στο φράχτη.
Όσον αφορά το μπάνιο, γιατί για ρεύμα ή το φωτισμό το βασικότερο.
Ο φωτισμός με λάμπες, με λάμπες. Και ήρθε όταν ήρθε ο Παπαδόπουλος, τότε πήραμε ρεύματα, τότε είδαμε λίγο κάπως πώς ζει ο κόσμος, γιατί όντως τα φώτα ήταν αυτά που μας έδωσαν και έγινε και ο δρόμος μετά, πιο μπροστά έχει γίνει το φράγμα εδώ. Η λίμνη ήταν γύρω στα 20 στρέμματα -ξέχασα να το αναφέρω αυτό αρχικά- και μετά έγινε γύρω στα 40 στρέμματα με το φράγμα που έγινε. Στο φράγμα το ‘56 που ξεκίνησε έχω δουλέψει και εκεί καροτσάκι. Αυτό να πούμε…
Θες να μας πεις λίγα λόγια γι’ αυτό;
Ναι, δούλευε η μπετονιέρα και εγώ με το καρότσι πάνω σε πόντο να περπατάω πάνω και χωρίς να έχω τις δυνάμεις, γιατί το ‘56 με το ‘41 είναι 15 χρόνια. 15 χρονών δύσκολο να κρατηθείς στο καρότσι, για να ρίχνεις στον πόντο να ρίχνεις τα μπετά μέσα στο καλούπι που είχαν.
Οπότε όταν ήρθαν οι τουαλέτες και το ρεύμα, πώς σου φάνηκε από εκεί που δεν είχατε ότι πλέον υπήρχαν αυτά που είναι πλέον δεδομένα;
Μα τότε άρχισα να νιώθω ότι ξέρεις, ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε ορισμένα πράγματα.
Μετά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας τα επόμενα χρόνια, τι ακριβώς έγινε;
Μετά την δικτατορία.
Όχι, κατά τη διάρκεια. Δηλαδή μετά αφότου χτίστηκαν τουαλέτες ή υπήρχε το ρεύμα, έγινε άλλο στο χωριό ιδιαίτερο;
Οι δρόμοι, ο δρόμος αυτός που υπάρχει σήμερα τότε.
Περίπου πότε, αν θυμάσαι;
Είχε ξεκινήσει λίγο πιο μπροστά ο δρόμος, αλλά δεν θυμάμαι τώρα. Έγινε γέφυρα, η οποία είναι τεράστια κάτω στον ποταμό εκεί που περνάμε τώρα, δεν θυμάμαι ακριβώς. Δεν το θυμάμαι ακριβώς. Αλλά, όμως, με τις τουαλέτες που λέω ότι και τα φώτα ήρθαν τότε με τον Παπαδόπουλο. Δε η Βαλανίδα δίπλα, ένα άλλο χωριό που είναι εδώ, αυτοί παίρναν τα πηγάδια νερό και τα πηγάδια τότε δεν είχανε σχοινιά που έχουν σήμερα. Είχαν από γιδόμαλλο και όταν έβγαινε το ποτήρι επάνω αυτό, για να πιεις νερό, το μισό το ποτήρι ήταν τρίχες και έβαζες τη γλώσσα μπροστά να μην καταπίνεις τρίχες. Όταν πηγαίναμε στο διπλανό στα πανηγύρια που έκανε. Και όταν ήταν ο Παπαδόπουλος που ήρθε εδώ πέρα -είχε έρθει τότε σαν περιφερειάρχης που ήταν στη Λάρισα- δεν το θυμάμαι τώρα το όνομά του, είχε έρθει ο πρόεδρος της Βαλανίδας τότε που ήταν τον είχαν ορίσει τότε ο Παπαδόπουλος και του λέει: «Τι θέλετε; Τι παράπονο έχεις -του λέει- πρόεδρε εσύ;». Το παράπονο… Και είχε ένα ποτήρι μέσα σε ένα μπουκάλι με νερό τις τρίχες από αυτό. Του λέει: «Αν μπορείτε να δείτε αυτό που πίνουμε». Και του λέει τότε αυτός τον υπασπιστή που είχε δίπλα, του λέει: «Σημείωνε μέσα στην εβδομάδα θέλω αποτελέσματα» και έτσι ακριβώς ήταν. Τα αποτελέσματα… Δεν πέρασαν ούτε 15 μέρες και έγιναν το αρδευτικό από το… Από εδώ απ’ την λίμνη τη δική μας και τους πήγαιναν νερό ε[00:30:00]πάνω, γιατί δεν υπήρχαν τότε. Πηγάδια υπήρχαν. Εμείς εντάξει είχαμε τ’ αυλάκι περνάμε από το αυλάκι νερό και μετά ύστερα έγιναν τα δίκτυα με νερό, δηλαδή ο πολιτισμός για μας ήταν μετά τότε από τον Παπαδόπουλο.
Από τότε δηλαδή ξεκίνησε με λίγα λόγια η ζωή.
Η ζωή ναι.
Οπότε να φανταστώ ότι αυξήθηκε ο πληθυσμός;
Ο πληθυσμός υπήρχε. Εδώ πέρα κάτω από τρία παιδιά δεν υπήρχε, 6-7 παιδιά ο κάθε γονιός είχε.
Μετά, δηλαδή αφότου υπήρχαν τουαλέτες και ρεύμα πλέον και τα αρδευτικά δίκτυα δεν αυξήθηκε περισσότερο;
Όχι, δεν αυξήθηκε, γιατί όπως είχα πει ότι φύγανε στην Γερμανία αρκετά παιδιά τα οποία δεν είχαν. Εγώ είχα την… Είχα το χωράφι εδώ για να χτίσω, να κάνω το μαγαζί. Άλλος δεν είχε, έπρεπε να ασχοληθεί με καπνά ή με οτιδήποτε άλλη καλλιέργεια ή να έχει κτηνοτροφία μεγάλη και αυτοί ορισμένοι που είχαν και κτηνοτροφία φύγανε. Το χωριό δεν είχε μεγάλη έκταση εδώ πέρα, για να αυτό. Περισσότερο ήταν βοσκότοπος και καλλιεργήσιμη έκταση είναι γύρω στα 2000 στρέμματα.
Οπότε υπήρξε ένα κύμα μετανάστευσης.
Ε βέβαια.
Περίπου πότε ήταν αυτό; Πότε ξεκίνησε να φεύγει ο κόσμος για τη Γερμανία;
Ο κόσμος για τη Γερμανία έφευγε μετά το ‘65-’70 περίπου νομίζω, δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί είναι πολλά τα χρόνια που πέρασαν.
Είχε φύγει κάποιος οικείος σας στη Γερμανία; Κάποιος αδερφός σας κάποιος;
Ο μεγάλος αδερφός μου. Έφυγε στη Γερμανία. Είχε πάει στο Μόναχο εκεί πέρα δούλευε στην BMW, αλλά πολλοί και ξαδέρφια μου φύγανε και πήγανε στη Γερμανία.
Πώς πήραν την απόφαση, αν το γνωρίζετε ας πούμε, αν έχετε μιλήσει μαζί τους;
Αυτή πήγανε, γιατί πήγαν για καλύτερα. Εδώ πέρα η ζωή τους δεν ήταν τόσο άνετη και οι μεγάλες οικογένειες είχαν 6-7 παιδιά που αυτούς οι περισσότεροι που φύγανε.
Είχαν κάποιον εκεί στη Γερμανία, για να πάνε;
Όχι με σύμβαση πηγαίνανε από δω. Ήταν τότε με τον Καραμανλή πρέπει να ήταν.
Τι ακριβώς γινόταν;
Πήγαινε στα γραφεία ευρέσεως εργασίας, κάνανε τα χαρτιά και πήγαιναν για τη Γερμανία. Τους περνάνε μετά από την Αθήνα, τους βάζανε στα λεωφορεία ή στο καράβι και γινόταν ή στα τρένα, γιατί πηγαίναν και με τρένα.
Ωραία, θα πάμε σε ένα άλλο θέμα. Θες να μας περιγράψεις κάποιες εκδηλώσεις, πανηγύρια, όπως ανέφερες πριν, ή έθιμα που είχατε στο Κεφαλόβρυσο ή και ευρύτερα στην περιοχή της Ελασσόνας και στα διπλά στα διπλανά χωριά;
Εδώ τα πανηγύρια ήταν του Αγίου Δημητρίου που έχουμε την εκκλησία την ενορία μας. Όχι ιδιαίτερα, ας πούμε. Δεκαπενταύγουστο πηγαίναμε στην Βαλανίδα το διπλανό χωριό. Αυτά. Δεν υπήρχε άλλη, και τα καφενεία τα οποία ήταν, εκεί την άραζαμε και πίναμε τα τσίπουρα με στραγάλια.
Κάποια ιδιαίτερα έθιμα;
Το έθιμο ήταν τις Απόκριες.
Τι ακριβώς γινόταν;
Ο πατέρας μου με τον θείο μου, τον αδερφό του, αυτοί ασχολούνταν σε κάρα. Κάνανε ότι είναι τσιγγάνοι. Επειδή εγώ ήμουν λίγο μελαχρινός με ‘ντυναν γυφτάκι, μου βάζανε και μια τραγιάσκα στο κεφάλι και φέρναμε το χωριό γύρα μαζευόταν, ‘καναν. Αυτές ήταν οι εκδήλωση που γινόταν.
Μόνο αυτή δηλαδή δεν υπήρχε κάποια άλλη είτε στην Ελασσόνα είτε…
Η Ελασσόνα εκεί πέρα είχαν κι αυτοί τα εθίματα αυτά… Κάνανε. Οι εκδηλώσεις οι οποίες γινόταν, γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε στην Ελασσόνα συνέχεια, γιατί εμείς ασχολούμασταν εδώ στο χωριό. Η Ελασσόνα ήταν δύσκολα, ήταν 12 χιλιόμετρα να πάμε. Μέσον μόνο με λεωφορείο θα μπορούσαμε να πάμε και τότε δεν υπήρχε και η Ελασσόνα να είχε μεγάλη ανάπτυξη, για να μας κινήσει η αυτή και να πάμε εκεί. Ενώ όλη ιστορία ήταν το ξεκίνημα του μαγαζιού εδώ πέρα που είχε δώσει την αυτή και στην Ελασσόνα και στα βενζινάδικα και στους ανθρώπους που ερχόταν. Ερχόταν εδώ και βρισκανε ό, τι θέλανε στο μαγαζί, αυτή ήταν. Η Ελασσόνα και αυτή δεν είχε τίποτα, είχε ορισμένα μαγαζιά, τα οποία ήταν τοπικά.
Αργότερα που έγινε δυνατό να μπορείτε να πηγαίνετε στην Ελασσόνα, υπήρχαν κάποια έθιμα που να θυμάσαι ή κάποιες εκδηλώσεις.
Όχι εκείνο που, τα ίδια, τα ίδια εθίματα. Τα ίδια εθίματα είχανε κι αυτοί.
Δηλαδή ποια ακριβώς; Εκτός από τις Απόκριες που μας περιέγραψες;
Ναι, η Πρωτομαγιά, ας πούμε. Ερχόταν με κάρα εδώ πέρα από την Ελασσόνα με κάρα, για να κάνουν Πρωτομαγιά κατά μήκος της λίμνης, τα οποία ήταν ερχόταν 3-4-5 κάρα. 15-20 άτομα στο κάθε κάρο σωρηδόν απάνω 10 άτομα, ξέρω ‘γω. Όσο χώραγε το κάρο ερχόταν, ήταν κάρο διπλό που έπαιρνε περισσότερους ανθρώπους. Αυτά δηλαδή τι άλλο;
Εσύ είπες πως έχεις καταγωγή από εδώ;
Ναι.
Οπότε είσαι… Ανήκεις στους Βλάχους.
Η μάνα μου ήταν από δω, Χασιώτισσα που λέμε. Ούτε Χασιώτισσα. Ήταν από εδώ,γιατί τα Χασιά είναι από την Κρανιά και προς τα πάνω, ντόπια ας πούμε έτσι. Ο πατέρας μου ήρθε από την Σαμαρίνα παιδί με τους γονείς του, με τα αδέρφια του, οι οποίοι επειδή είχαν ντριστέλες επάνω σε αυτά στην Σαμαρίνα και επειδή εδώ πέρα υπήρχανε οι ντριστέλες, αφού πέρασαν από δω και είδαν αυτό παραμείναν εδώ.
Τι ακριβώς είναι οι «ντριστέλες»;
Οι ντριστέλες είναι… Μάζευαν το νερό σε 2-3 σημεία, το οποίο οι οποίοι κάτω ήταν στους 15-20 πόντους, για να έχει τη δύναμη, για να μπορεί να κινήσει τους μύλους με την πέτρα, για να αλέθει το σιτάρι, για να βγαίνει το αλεύρι, για να φτιάχνουμε ψωμί. Δίπλα ήταν τα μαντάνια που λέμε. Τα μαντάνια ήτανε 3-4 μεγάλοι κόπανοι, οι οποίοι δούλευαν, χτύπαγαν τα υφαντά. Το υφαντό ήταν από μάλλινα από πρόβατα, γιατί τότε υφαίναν οι γυναίκες στους αργαλειούς, για να κάνουν κουστούμια, γιατί τότε τα κοστούμια που ‘καναν ήταν υφαντά από μαλλιά. Οι δε μετά για τους βοσκούς ήταν τα μαλιότα και οι κάπες. Η κάπα είχε το πιο πολύ, είχε γιδόμαλλο, γιατί ήταν πιο ζεστή η καπα, ενώ το μαλιότο ήταν για την βροχή. Είχε μέσα και μαλλί από πρόβατο και αυτά τα χτύπαγε το μαντάνι, τα έσφιγγε, για να μπορούν να είναι σφιχτά, για να μη βάζουν νερό μέσα και ήταν και οι ντριστέλες μετά παραπλεύρως, οι οποίες ήταν φτιαγμένες με ξύλα γύρω γύρω. Έπεφτε το νερό και εκεί με δύναμη και πλένανε ή τα υφαντά που ‘καναν τις φλοκάτες, τις βάζανε εκεί πέρα και αυτό και τις επεξεργάζονταν, για να σφίξουν, για να μη φεύγει ο φλόκος που λένε.
Βρισκόταν μέσα στο χωριό οι ντριστέλες;
Ναι, στην άκρη του χωριού. Το νερό από την λίμνη που πήγαζε κατέληγε κατά μήκος κοντά στο χωριό. Και ήταν τότε ήταν μία-δυό. Σήμερα, είναι πέντε που ασχολούνται.
Υπάρχουν ακόμη και σήμερα;
Βεβαίως, σήμερα οι αυτοί οι μυλόπετρες που ‘βγαζαν το σιτάρι δεν είναι σήμερα όχι. Αφού έγινε, ‘γιναν στην Ελασσόνα κυλινδρό[00:40:00]μυλοι δεν… Σταμάτησαν και το κάνανε σκέτες ντριστέλες τώρα.
Γιατί χρησιμοποιούνται σήμερα;
Για να πλύνουν ο κόσμος τις κουβέρτες και τα χάλια.
Ωραία, τώρα όσον…
Α, ο πατέρας μου, ας πούμε, είχε πάει αφού δεν πήρε τις ντριστέλες, για να ασχοληθεί, είχε πάει τσομπάνος στον πεθερό του. Και αφού ήταν καλό παιδί, τον κάνανε γαμπρό στην πορεία. Αυτά έπρεπε να τα πω στην αρχή, αλλά δεν… Και τον ‘καναν γαμπρό. Ήτανε η καλύτερη οικογένεια στο χωριό μας με μελίσσια, με πρόβατα, με αρκετούς και χωράφια. Όλα αυτά. Και έτσι παρέμειναν στο χωριό δεν ξαναπήγαν στη Σαμαρίνα πάνω. Είχανε για καλοκαιρινή σεζόν που ήταν να πάνε στη Σαμαρίνα ήταν ο θέρος. Θέριζαν τα χωράφια. Και τότε τα κουβάλαγαν με τα ζώα τα δεμάτια, ‘βαζαν, ας πούμε, 5-6 δεμάτια από μια μεριά 5-6 απ’ την άλλη. Ύστερα, που ήρθαν τα κάρα μετά ‘βαζαν στα κάρα αρκετά μέχρι πάνω. Μετά ήρθαν μετά οι κομπίνες και έτσι τελείωσε η κούραση την οποία τραβάγαμε.
Ως Βλάχοι, είχατε κάποια τοπική κοινότητα εδώ; Κάποιο πολιτιστικό σύλλογο, κάποια έθιμα ιδιαίτερα;
Όχι, όχι τίποτα. Τίποτα. Ούτε και το χωριό μετά από τον εμφύλιο, μετά από πιο μπροστά με τις καταστροφές των Γερμανών, με τους Ιταλούς τότε που είχαν έρθει, αυτά όλα ύστερα, τι εκδήλωσεις να γίνονται; Ο καθένας κοιτούσε τη δουλειά του πώς να επιβιώσει να μεγαλώσει. Γι’ αυτό, σου είπα προηγουμένως από τρία και μέχρι 7-8 παιδιά. Πώς θα μπορεί να τα συντηρήσει και να πας στο σπίτι τώρα με μια λάμπα να κάθονται γύρω στο τζάκι να πυρωθούν και να τρώνε στα σκαφίδια που ‘βαζαν στα τραπέζια κάτω, ‘στρωναν και να κάθεσαι στα καρεκλάκια, είχε κάτω σταυροπόδι, για να φας.
Μπορείς να μας περιγράψεις, θα πάμε λίγο στο παρελθόν, μπορείς να μας περιγράψεις μία ημέρα, όπως αυτή που περιέγραψες τώρα με τις λάμπες, πώς ζούσατε εσύ με τα αδέρφια σου, με τους γονείς σου, χωρίς ρεύμα και χωρίς τουαλέτες, πώς περνούσε η μέρα;
Η μέρα περνούσε στα χωράφια. Εγώ πήγαινα στα πρόβατα. Ο αδερφός μου που ήταν ράφτης ασχολήθηκε πολύ λίγο με τη γεωργία, όταν ο πατέρας μου είχε πάει να κάνει την επέμβαση στον πνεύμονα. Είχε αφαιρέσει τον πνεύμονα από εχινόκοκκο και τότε ήταν πάνω στοην αυτήν… Πάνω με τους Γερμανούς που ήταν δύσκολα για να αυτό… Σκέτη ταλαιπωρία ήταν τα χρόνια αυτά του παρελθόντος που λες, δηλαδή μετά το ‘67 εδώ στο χωριό, άρχισε να υπάρχει ο φωτισμός, οι τουαλέτες, καπνά περισσότερα, γιατί είχαν την απασχόληση και εκεί υπήρχε και το χρήμα μετά. Όταν υπήρχαν οι δουλειές με τα καπνά κι αυτά, έμενε κάποιο χρήμα στην άκρη. Γι’ αυτό και μπόρεσα, για να κάνω και το μαγαζί, δηλαδή μάζευα ξέρω ‘γω, το χρόνο 15 χιλιάδες, χιλιάδες τότε, όχι ευρώ. Με αυτά τα λεφτά την επόμενη χρονιά θα πήγαινα στα 20-25 και έτσι ξεκίνησα με λίγα λεφτά ξεκίνησα. Το μαγαζί έκανα τέσσερα χρόνια να το τελειώσω. Δεν μπορούσα μια και έξω, γιατί δεν είχα τις δυνάμεις.
Πώς βίωσες την αστικοποίηση αργότερα από το χωριό, δηλαδή την σταδιακή απομάκρυνση των ανθρώπων από το Κεφαλόβρυσο;
Επειδή είχα το μαγαζί εδώ πέρα, υπήρχε κίνηση. Και αυτοί που είχαν φύγει από το χωριό και πήγαν έξω, δηλαδή η αναπλήρωση αυτωνών ερχόντουσαν από την Ελασσόνα και υπήρχε κίνηση αυτή εδώ στο χωριό μας. Δηλαδή, στο χωριό προσέφερα την κάποια κίνηση στο χωριό. Και σε αυτοκίνητα που ερχόντουσαν εδώ πέρα, το βενζινάδικο που έγινε, έγιναν τα καφενεία που ήταν στο χωριό. Πέρναγαν πίναν καφέ προς τα εκεί ερχόταν εδώ, δηλαδή υπήρχε μία κίνηση αρκετή. Η απομάκρυνση που γινόταν από τους κατοίκους που πήγαν έξω αναπληρωνόταν από το αυτό.
Από την επισκεψιμότητα στο χωριό.
Έτσι.
Οπότε από όταν έκλεισες το μαγαζί με λίγα λόγια αυτό σταμάτησε.
Ήταν αυτό το κλείσιμο του μαγαζιού.
Πότε ακριβώς ήταν;
Το ‘91.
Λόγω ασθένειας.
Λόγω ασθένειας. Δόξα τω Θεώ, σήμερα είμαι καλά.Το παλεύω είμαι καλά, το παλεύω.
Πώς επηρεάστηκε το χωριό από το κλείσιμο του μαγαζιού; Θεωρείς;
Όντως ας πούμε, γιατί ‘γιναν κι άλλα μαγαζιά, τα οποία δεν τράβηξαν τον κόσμο που είχα εγώ. Όταν μιλάμε τώρα για 4000 τετραγωνικά αυτοκίνητα δεν είναι λίγο. Δηλαδή, όταν είναι 4000 και ο δρόμος κατά μήκος δεξιά αριστερά ένα χιλιόμετρο και… Δεν υπήρχε αυτό για το χωριό. Γι’ αυτό και έκλεισε το βενζινάδικο και τα δυο τα βενζινάδικα που ήταν έκλεισαν. Έκλεισαν στην πορεία, γιατί δεν είχανε και δουλειά. Γιατί άλλο τώρα να έρχονται 100 αυτοκίνητα, ξέρω ‘γω, την εβδομάδα κι άλλο τώρα να περνάνε μόνο αυτά που πάνε στα υπόλοιπα τα χωριά.
Οπότε εσύ, όταν έκλεισες το μαγαζί, και ξαφνικά από την πολυκοσμία υπήρχε μία μοναχικότητα και χαμηλή επισκεψιμότητα στο χωριό, πώς ένιωσες, πώς το είδες μετά, τι ακριβώς σκεφτόσουν;
Ότι κακώς που έκλεισα το μαγαζί. Θα μπορούσα να το νοικιάσω το μαγαζί, όχι να το νοικιάσω, εάν δεν έχει σκοτωθεί ο ανιψιός μου, θα το είχε αυτός. Και ήταν αγαπητό παιδί. Της αδερφής μου.
Άρα, ερχόταν και αυτός εδώ για δουλειά να φανταστώ;
Το παιδί θα το αναλάμβανε, ήταν πολύ καλό παιδί, αγαπητό παιδί και θα δούλευε. Θα ήταν το μαγαζί, ακόμη θα ήταν ζωντανό.
Υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι ή μέρη εδώ που σε έκαναν να συνδεθείς με το χωριό και, γενικότερα, με την Ελασσόνα, με τον τόπο αυτό; Σίγουρα, το ένα είναι το μαγαζί από ό, τι καταλαβαίνω.
Ο προορισμός μου ήταν αυτός. Η τοποθεσία που είναι το μαγαζί. Τώρα είναι μπροστά μου βλέπω τη λίμνη και αυτό μου έκανε να το βάλω στο μυαλό μου και να πω ότι ξέρεις τι; Δεν θα φύγω στη Γερμανία, θα καθίσω εδώ πέρα, για να ασχοληθώ με το μαγαζί. Και έτσι έγινε, γιατί τότε επειδή δεν θυμάμαι προηγουμένως που είπα για την μετανάστευση, ήταν μετά το ‘60 η μετανάστευση. Έτσι, αν θυμάμαι καλά, ήταν μετά το ‘60.
Segment 3
Οι υπόλοιπες ασχολίες, οι κακουχίες και η προεδρία της κοινότητας Κεφαλοβρύσου
00:49:10 - 01:13:55
Είχες προσπαθήσει, πήγες αλλού να ζήσεις εκτός από την Ελασσόνα;
Πουθενά
Πουθενά-
Πουθενά στρατιώτης είχα πάει. Το όνειρο μου ήταν δηλαδη ότι… Α, ήθελα να γίνω παπάς. Ήθελα να γίνω παππάς, γιατί όταν τελειώσαν το γυμνάσιο τα άλλα τα παιδιά εγώ είχα μείνει άνεργος εδώ, ασχολιόμουν μόνο με τα χωράφια και τα αυτά και σκέφτηκα κάποια στιγμή να πάω να γίνω παπάς. Πήγα τότε στον σεβασμιώτατο, ο οποίος απεβίωσε και λέει στον ξάδερφό μου -16-17 χρονώ[00:50:00]ν ήμουν- και λέει στον ξάδερφό μου του λεει: «Κοίταξε δεν τον βλέπω για να έχει όρεξη για παπάς -λέει- αυτός αυτή τη στιγμή είναι ερωτευμένος με το παπαδιλίκι. Άνθρωποι οι οποίοι ερωτεύονται -λέει- το παπαδιλίκι είναι εύκολο να μας εγκαταλείψουν. Και -λέει- αφού το έχει τόσο μεράκι θα τον κάνουμε ιερομόναχο». Μόλις άκουσα εγώ ιερομόναχο!
Πότε ακριβώς έγινε αυτό; Χρονολογία;
17 χρόνων πες ‘41, το ‘60 το ‘58-’59 έτσι δεν είναι;
Ακριβώς.
Και μετά το ‘61, ‘57. Το ‘57. Μετά ύστερα πήγα φαντάρος και εκεί όταν αφού απερρίφθην από παπάς, λέω θα καθίσω να κάνω το μαγαζί και έτσι αποφάσισα, για να μείνω εδώ. Όλη η ιστορία αυτή ήταν.
Πηγαίνοντας στη θητεία σε διαφορετικούς τόπους και εκτός Θεσσαλίας πλέον, όπου μεγάλωσες και έζησες το μεγαλύτερο μέρος της ζωή σου μέχρι και σήμερα, πώς θα το σύγκρινες με το Κεφαλόβρυσο; Το Ναύπλιο ας πούμε.
Κοίταξε, το Ναύπλιο ήταν παροδικό. Πήγα εμφανίστηκα. Τότε δεν περνάγαμε και πολύ καλά στο στρατό να μη λέμε και αυτό να πούμε… Κάνανε υπαξιωματικούς κατωτέρους από τον εαυτό σου και φαντάσου τώρα να σε πιέζει αυτός να κάνεις πράγματα, τα οποία δεν μπορούσες να το διανοηθείς αυτά. Οπότε από το Ναύπλιο πήγα στη Θεσσαλονίκη, από Θεσσαλονίκη πήγα μετά Σέρρας. Στα Σέρρας, μας είχαν πάει στο φυλάκιο, ήμασταν εγκατεστημένοι στις Τρεις Γέφυρες κοντά στο φυλάκιο της Κούλας, στον Προμαχώνα το χωριό, και εκεί ξεμέναμε από λεφτά και παίρναμε μας ‘διναν εκεί οι χωρικοί μας ‘διναν καπνό και κάναμε στριφτά τσιγάρα. Πότε να έρθει ο ταχυδρόμος να μας φέρει λεφτά, οπότε πήρα την απόσπαση και πήγα στο Λουτράκι. Και εκεί ας πούμε έμεινα σχεδόν ένα χρόνο με τη φυλακή. Εννιά μήνες.
Άρα, εσύ πόσο έκανες θητείας συνολικά;
23 μήνες. 25 αφού 12 και 12 24, 25 με τις 20 μέρες. Και εκεί αφού είχα αποφασίσει να ανοίξω το μαγαζί εδώ πέρα. Όταν πήγα στη λέσχη αξιωματικών στο Λουτράκι, γιατί έρχονταν ταξίαρχοι στη λέσχη το καλοκαίρι και έτυχε το καλοκαίρι να υπηρετώ την φυλακή, απολύθηκα τέλος Αυγούστου. Και εκεί που πήγα είχα πει και στο προσωπικό λέω: «Κοίταξε…». Εκεί σέρβιραν άνθρωποι οι οποίοι ήταν με κάποια προβλήματα υγείας και τους πήγαιναν εκεί, για να καθαρίζουν τις πατάτες και να σερβίρουν πιάτα και λέω: «Κοίταξε έχεις δύο έξω σερβίρουν; Θα καθίσω μόνος μου εγώ να σερβίρω, αυτούς θα τους βάλεις να καθαρίζουν πατάτες». Δεν θα μου ξυπνάτε πέρα από τις 10 μισή, γιατί ερχόταν οι αξιωματικοί, για να πάρουν -εντεκάμιση ξεκινούσε το φαγητό που γύριζαν από το μπάνια- και μετά τις τέσσερις η ώρα το απόγευμα. Δηλαδή, εγώ ήταν η δουλειά από τις εντεκάμιση- δώδεκα που άρχιζα να σερβίρω μέχρι και στις τέσσερις η ώρα, μέχρι στις εφτά μετά, δηλαδή τρεις και δυο, 5-6 ώρες. Και έτσι είχα ξεκινήσει λίγο να μπορώ να σερβίρω. Να σερβίρω, έπαιρνα εκεί πέρα, όταν βλέπανε ότι έπαιρνα τέσσερα-πέντε πιάτα στο χέρι και πήγαινα και σερβίριζα, με είχε κάνει πρόταση ένας αξιωματικός εκεί πέρα να πάω στη λέσχη στην Αθήνα για σερβιτόρος, επειδή ασχολούμουν εδώ πέρα με την κτηνοτροφία και με τα χωράφια. Και δεν δέχτηκα, γιατί ήταν οι γονείς μου εδώ πέρα και έπρεπε κάποιος να μείνει, επειδή είχε φύγει ο αδερφός μου στη Γερμανία και έπρεπε να έρθω εδώ.
Οπότε δουλεύοντας ως σερβιτόρος στην θητεία, ίσως, σου έδωσε το έναυσμα και τις πρώτες σκέψεις για το μαγαζί. Ίσως, ήταν αυτή η αφετηρία.
Η αφετηρία ήταν ότι θα το έκανα το μαγαζί. Απλώς, όμως, είχα κάνει κάποια εξάσκηση. Και δύσκολη και η εμπειρία εδώ πέρα, γιατί δεν το είχα τελειώσει πλήρως το μαγαζί. Δεν είχα άλλες δυνάμεις να περιμένω. Είχαμε τα πιάτα, άλλα στοιβαγμένα σ’το αυτό, αλλά πάνω στα τραπέζια. Ψάχναμε να βρούμε τα τραπέζια απ’ την πολυκοσμία δεν μπορούσες τώρα. Ψάχνουμε να βρούμε πού είναι τα πιάτα, πού είναι τα πιρούνια και δεν μπορούσαμε να αυτό, να προσανατολιστούμε. Άλλά στην ψησταριά, όμως, ήμουν ο καλύτερος ψήστης. Τα ζάλιζα τα κρέατα και γι’ αυτό και είχα όνομα. Το ψήσιμο το καλό δεν είναι να αφήσεις την μπριζόλα να ψηθεί απ’ τη μια μεριά και να το γυρίσεις απ’ την άλλη να ξεροψηθεί. Θέλει ζάλισμα να κρατήσει τα υγρά, να μη φύγουν τα υγρά από μέσα.
Οπότε γυρνώντας στη θητεία σου σε διάφορες πόλεις, θα μπορούσες να μείνεις σε κάποια άλλη;
Όχι-
Ή στο Κεφαλόβρυσο
Όχι-
Μετά σκεπτόμενος;
Δεν μπορούσα, αφού είχα κάνει το μαγαζί. Το μαγαζί το είχα το κράτησα 27 χρόνια, αγόρι μου. Δεν μπορούσα να φύγω από δω πού να πάω μετά; Εδώ ήταν οι γονείς μου. Η μάνα μου έζησε 101 χρόνια. Ο πατέρας μου πέθανε στα 81. Ήταν γεννηθείς το 1899 ο πατέρας μου.
Και η μητέρα σου;
Η μητέρα το ‘11. Η μάνα μου έζησε 101 χρόνια. Ο πατέρας μου στα 81 πέθανε, γιατί υπήρχαν τα προβλήματα του και έτσι, δεν μπορούσα να φύγω να εγκαταλείψω τους γονείς και να φύγω, παρόλο που ότι… Γιατί η περιουσία μοιράστηκε μετά στα τρία. Οπότε από τα 75 στρέμματα που είχαμε, έμενα στον καθένα από 25 στρέμματα. Αλλά εντάξει, είχα το μαγαζί, είχα. Ασχολήθηκα εκτός αφού τελείωσα το σπίτι, ασχολήθηκα ύστερα και με μαναβική. Η μαναβική ήταν να βάζω λάχανα, για να αποδείξω εδώ στους χωριανούς ότι η δουλειά δεν είναι κακό. Δεν μπορεί να βάζεις μόνο καπνό και να περιμένεις όλο το χρόνο απ’ τον καπνό να ζήσεις και έβαζα έξι στρέμματα λάχανο.
Παράλληλα, με το μαγαζί και όλες υπόλοιπες δουλειές;
Ναι το οποίο με ‘παιρναν τηλέφωνο από την Ελασσόνα τα μανάβικα, θέλω πέντε τσουβάλια, ξέρω 'γώ. Τον πήγαινα, έβαζα το αυτοκίνητο μέσα στο αυτοκίνητο που είχα, έβαζα τα πέντε τσουβάλια και τα πήγαινα στην Ελασσόνα, έπαιρνα 500 ευρώ, πεντακόσιες δραχμές. Πεντακόσιες δραχμές τότε ήταν πολλά λεφτά. Να παίρνεις την εβδομάδα, ξέρω 'γώ; 1000 δραχμές, γιατί δεν πήγαινα μόνο σε έναν, πήγαινα σε δυο-τρεις. Να παίρνεις 1000 ευρώ, 1000 δραχμές, ας πούμε, την εβδομάδα είναι λεφτά. Συν το μαγαζί που δούλευα, μόνο και μόνο, για να τους δείχνω ότι ξέρεις; Μπορείς να βάλεις κι άλλες καλλιέργειες, για να ζήσεις.
Αυτό πότε περίπου ξεκίνησες με την μαναβική;
Αυτά, το ‘83-’84.
Και τα χωράφια πού ακριβώς βρίσκονταν;
Το ένα, γιατί το χωράφι το ένα που έχω κάνει το μαγαζί είναι εδώ πέρα. Είναι 14 στρέμματα το χωράφι αυτό, το οποίο πήρε λίγο η λίμνη, θα έχει θα είναι τώρα 13 στρέμματα, 12 στρέμματα εκεί μέσα.
Από αυτά τα στρέμματα που μοιράστηκαν σου έχει μείνει τίποτα εσένα ή στα αδέρφια σου; Ασχολείσαι ακόμη με κάτι μετά το κλείσιμο του μαγαζιού;
Όχι, αγρανάπαυση τα έχω τώρα τα χωράφια, δεν μπορώ να εργαστώ. Εκτός λίγα μελισσάκια που κάνω, γιατί η μάνα μου είχε μελ[01:00:00]ίσσια, όπως σου είπα, και όλη η περιουσία την οποία πήρε. Δεν πήρε… Δεν θέλησε να πάρει χωράφια απ’ τα αδέρφια της και πήρε μόνο έξι μελίσσια, τα οποία αυτά τα έξι τα έκανα έφτασα μέχρι 70. Είχα το μαγαζί, δεν μπορούσα να τα κοιτάξω κατέβαινα στα, δυο φορές εμένα στα 3-4 μελίσσια, όπως και φέτος τα είχα κάνει καμιά δεκαπενταριά και.
Άρα συνεχίζεις…
Με πέθαναν, με πεθάναν εδώ, πέρυσι το χειμώνα που μας πέρασε… Ο χειμώνας που μας πέρασε. Έμειναν πάλι τέσσερα. Μου έδωσε ένας άλλα κάνα δυο μελίσσια και έτσι ασχολούμαι λίγο, για να μπορώ να… Γιατί δεν μπορώ να δουλέψω περισσότερο. Έκανα την επέμβαση στο παχύ το έντερο, οι ακτινοβολίες και οι χημειοθεραπείες με έχουν σακατέψει. Τα πέλματα από κάτω δεν τα ορίζω, δηλαδή περπατώ και νομίζω ότι χάνεται ο τόπος από κάτω απ’ τα πόδια μου.
Οπότε συνεχίζεις μία οικογενειακή παράδοση από τη μητέρα σου μέχρι και σήμερα.
Μέχρι και σήμερα, δηλαδή παρόλο που είναι 82 χρονών με τα προβλήματα που έχω, γιατί το νεφρό μου το ένα δουλεύει 20 τα 100. Καταστράφηκε από την ακτινοβολία και έχω picktail μέσα, για να δουλεύει το νεφρό μου, το οποίο το περνούσα ανά τρίμηνο και τώρα, ευτυχώς, τώρα για 12-13 χρόνια έκανα κάθε τρίμηνο. Τώρα, έχω τρία χρόνια που είναι ετήσιο και στα έξι χρόνια κάνω συνέχεια. Δηλαδή τα τρία χρόνια τώρα κάθε χρόνο που μου περνάν το picktail κάνω χειρουργείο, ενώ πρώτα έξι χρόνια πιο μπροστά, επειδή είχε κοπεί μια φορά το picktail μέσα και μετά με ‘καναν χειρουργεία συνέχεια για έξι χρόνια ανα τρίμηνο. Ευτυχώς, τώρα είναι στο χρόνο.
Άρα, δεν διευκολύνει την εργασία όλη αυτή-
Όχι-
Κατάσταση με τίποτα. Τώρα σε κάποιο άλλο θέμα. Ποιες ήταν οι κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές που παρατήρησες στο Κεφαλόβρυσο με την πάροδο του χρόνου; Από τότε που γεννήθηκες που θυμάμαι τον εαυτό σου μικρό μέχρι και σήμερα, τι άλλαξε ακριβώς, πότε άλλαξε και γιατι;
Ε, είπαμε πότε άλλαξε. Μετά τον Παπαδόπουλο, ήρθαν τα φώτα, ήρθανε οι τουαλέτες, δόθηκαν δάνεια να κάνουν καινούρια σπίτια. Δεν το λέω αυτό ότι ξέρεις ότι υποστηρίζω τότε τον Παπαδόπουλο. Η πορεία, όμως, ήταν πάρα πολύ καλή και όντως έχω 15 χρόνια που έχω κάνει την επέμβαση. Εκτός τα γύρω εδώ πέρα τα χωριά, η Ελασσόνα που είναι -ειδικά στα χωριά Βαλανίδα και εδώ το χωριό μας που έχει κάνει ορισμένα- δύο καφετέριες που είναι απέναντι. Εκεί την βγάζουμε την καθημερινότητα. Το χωριό έχει λιγοστέψει. Πάμε πάνω στα νεκροταφεία και εκεί είναι ο περισσότερος κόσμος. Εδώ μείναμε πάρα πολύ λίγοι και έχουν μείνει τώρα γύρω στις 10 οικογένειες, οι οποίοι έχουν την κτηνοτροφία και τρεις άλλες οικογένειες ασχολούνται με τη γεωργία. Νοικιάζουν τα χωράφια από τους υπόλοιπους και συντηρούν τις οικογένειές τους. Για μας τους γερόντους, έχει τελειώσει. Τα έχω αγρανάπαυση τα αυτά, έχω και νοικιασμένα εδώ στη λίμνη που είναι το χωράφι δίπλα εδώ πέρα με μηδαμινά πόσα.
Υπάρχουν ακόμη τα ενοικιαζόμενα;
Ναι νοικιάζουν ορισμένοι. Αναλόγως, αν είναι ποτιστικό μπορεί να πάει και 20 ευρώ, 30 ευρώ δεν ξέρω νούμερο, γιατί δεν έχω. Τα έχω τα υπόλοιπα είναι αγρανάπαυση τα ποτιστικά αυτά. Παραπάνω δεν νομίζω να νοικιάζονται.
Έχεις κάποιες ή κάποια άλλη ιδιαίτερη ανάμνηση, κάποιες άλλες αναμνήσεις που θέλεις να μοιραστείς από εδώ από το χωριό;
Οι αναμνήσεις αγόρι μου έζησα μια ζωή εδώ πέρα. Τι ανάμνηση να έχω; Δεν έχω πάει και πουθενά, εκτός ο γαμπρός μου της κόρης μου της τελευταίας που είναι από την Σκόπελο και έχω πάει δύο φορές στη Σκόπελο τρεις, οι άλλες αυτές δεν έχω πάει πουθενά, όπως σου είπα. Δηλαδή, όλα τα χρόνια αυτά στο μαγαζί. Μετά που σταμάτησα το μαγαζί, μπήκαν οι αρρώστιες και η εμπειρία, ποια εμπειρία; Νοσοκομεία. Δηλαδή, τι ανάμνηση να έχεις. Και τώρα η καθημερινότητα είναι αυτή. Θα πάμε απέναντι εκεί στο καφενείο πότε θα φάμε κάνα ψαράκι, ποτέ καμιά μπριζόλα, σουβλάκι. Αυτά τι άλλο; Δεν υπάρχει άλλη αυτή διασκέδαση, δεν έχει διασκέδαση εδώ. Μην κοιτάτε στις πόλεις τώρα η Λάρισα που έχει καφετέριες, έχει τα μπουζουξίδικα, έχει τα αυτά. Εγώ στα μπουζούκια πήγα πέντε φορές. Ετυχε να βρεθώ στην αρχή στη Λάρισα και για δουλειές της κοινότητας, γιατί έχω κάνει και 12 χρόνια πρόεδρος.
Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια, σε ποια κοινότητα;
Εδώ στην κοινότητα στο χωριό μας εδώ, 12 χρόνια.
Πώς ήταν η εμπειρία σου στην κοινότητα του Κεφαλοβρύσου ως πρόεδρος;
Εκείνο που η εμπειρία ήταν ότι είχα την εκτίμηση της νομαρχίας από τους… Από μηχανικούς. Από εργολάβους όχι καλή εμπειρία, γι’ αυτό και έπαιρνα τα πιο πολλά έργα τα έπαιρνα με αυτοπροστασία. Και ήμουν ο μόνος πρόεδρος που έπαιρνα όλα τα περισσότερα έργα στην νομαρχία με αυτοπροστασία, γιατί έκανα αποδόσεις. Δεν βρήκα τίποτα εγώ στο χωριό εδώ πέρα, όταν ανέλαβα την κοινότητα. Στην κοινότητα, ένας δρόμος υπήρχε γύρω στα 300 μέτρα. Αν προσέξεις, το χωριό μας έχει αρκετούς δρόμους, είναι σε σχέδιο πόλεως. Όταν έγινε μετά η διανομή των οικοπέδων από τα σπίτια, χαράχτηκαν οι δρόμοι και μετά ‘δωσαν τους αυτό... Υπάρχουν δρόμοι με 6-7 μέτρα εδώ πέρα. Ο δρόμος ο οποίος είναι έξω, κοντά στο χωριό προς τα χωράφια, ο οποίος περνάγαν τα ζώα και κατεβαίναν να πιούν νερό κάτω στο ποτάμι, αυτός είναι γύρω στα 9-10 μέτρα. 11 μέτρα.
Πότε ξεκίνησε η θητεία σου στην κοινότητα, ποια χρονολογία και πότε τελείωσε;
Το ‘86 νομίζω, ‘84; Δεν μπορώ να θυμηθώ, γιατί αρχίσαμε λίγο να ξεχνάμε τώρα. Και τελείωσε το ‘90 που πήγαν μετά στην δημαρχία. Δηλαδή το ‘86-‘84 πες και 12.
Το ‘96.
Το ‘96.
Που ενοποιήθηκε η κοινότητα στην Ελασσόνα.
Η κοινότητα στην αυτή.
Ποια ήταν τα καθήκοντά σου στην κοινότητα, εκτός από το να λαμβάνεις έργα, όπως περιέγραψες; Τι άλλα καθήκοντα έχει ένας πρόεδρος σε μία κοινότητα του χωριού;
Τα πάντα, όπως είναι, ξέρω ‘γώ, σήμερα η δημαρχία. Από μας πέρναγαν οι χρηματοδοτήσεις, τα έργα που έκανα, οι δρόμοι που ανοίχτηκαν, γιατί δινόταν κονδύλια, για να ανοίγονται οι δρόμοι, για να μπορούν να πάνε οι κτηνοτρόφοι στα ποίμνια τους. Ήταν όλες τις υπογραφές ήταν αυτό. Τα λεφτά που έπαιρνα εγώ, για να πάω να τα δώσω στον εργολάβο κοβόταν επ’ ονόματί μου. Πήγαινα στην τράπεζα στην Λάρισα της Ελλάδος και έπαιρνα τα λεφτά, για να πληρώσω τους εργολάβους. Εκτός από τους εργολάβους που θα έδινα αυτά τα λεφτά, αλλά να πληρώσω και το προσωπικό που έβαζα να ρίχνουν τα τσιμέντα, γιατί δεν υπήρχε δρόμος τσιμεντωμένος τότε. Χωματόδρομοι. Το χειμώνα βούλιαζαν τα ζώα μέσα, για να πάνε στο αυτό… Υπήρχαν δρόμοι, ο τσιμενταύλακας που είχε γίνει τότε παλιά που, όταν έγινε το φράγμα, ήταν ένας τσιμενταύλακ[01:10:00]ας γύρω στα 1000 μέτρα. Κάθετος δεν υπήρχε. Το νερό χανόταν στους χωματόδρομους τσιμενταύλακας, για να πάει να ποτίσουν τα χωράφια. Και τότε θυμάμαι είχε έρθει ο νομάρχης εδώ πέρα και μου λέει ο νομάρχης: «Τι; Τα προβλήματα;» και του λέω: «Τα προβλήματα είναι οι τσιμενταύλακες για το χωριό μας εδώ πέρα». Δεν θυμάμαι τώρα τον νομάρχη. Ήτανε επί ΠΑΣΟΚ τότε. Και του λέω το πρόβλημα το δικό μας είναι, γιατί διαμαρτυρόταν το Παλιόκαστρο, ο Ευαγγελισμός, παραπονιόταν για νερό, για να παίρνουν αυτοί γιατί δεν έφτανε το νερό κάτω και λέω: «Αν δε μας δώσεις εμάς τσιμενταύλακες να κάνουμε αυτή τη στιγμή, θα περισσέψει νερό να πάει και σ’ αυτούς κάτω» και όπως είναι έτσι είναι. Δηλαδή το νερό δεν χανόταν στο χώμα μέσα να το απορροφά το χώμα. Κι έγιναν οι τσιμενταύλακες, αρκετοί τσιμενταύλακες, αρκετούς δρόμους Τα τρακτέρια, όταν πήγαιναν για να πάνε στα χωράφια πέρα, πολλά που ‘μεναν βουλιάζοντας και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν βρισκαν πίσω το αυτό, έβρισκε κάτω στο χώμα και δεν μπορούσαν να βγουν.
Οι ρόδες.
Οι ρόδες, ναι. Ρίχναμε αμμοχάλικα μετά μέσα στους δρόμους αυτούς σε όλους τους δρόμους για να μπορούν να κυκλοφορούν.
Οπότε έκανες τα πάντα σχετικά με τη βελτίωση του χωριού;
Τα πάντα, τα πάντα και έτσι γι’ αυτό και έβγαινα συνεχόμενες τετραετίες. Δεν ήταν ότι αυτό... Και σταμάτησα λόγω και υγείας μετά. Τα προβλήματα που είχα. Και τότε θυμάμαι ο δήμαρχος ο Καραγιάννης -μακαρίτης κι αυτός- είχε έρθει στη Λάρισα στο νοσοκομείο, για να με βάλει για υποψήφιο στης Ελασσόνας το αυτόνομο, όχι στο τοπικό εδώ, για την Ελασσόνα. Και επειδή με είδε ότι δεν ήμουν καλά, φαντάσου τώρα στο νοσοκομείο, είχα κάνει την επέμβαση, έμεινα 28 μέρες μέσα στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήταν δεν είχε εξελιχθεί καλά η πορεία της επέμβασης. Δόξα τω Θεώ, όμως, τώρα το παλεύω και έτσι δεν έβαλα. Δεν ξανασχολήθηκα.
Πώς θα έβλεπες στο χωριό το Κεφαλόβρυσο σε λίγα χρόνια από τώρα σε 10-20 χρόνια; Πώς το φαντάζεσαι;
Το φαντάζομαι ότι θα μείνουν αυτές οι 10 οικογένειες. Δεν θα υπάρχει άλλη ζωή. Με τα παιδιά τους, είναι λίγοι αυτοί που ασχολούνται τώρα με τα παιδιά τους. Λίγοι. Είναι 3-4 στους 10. Οι υπόλοιποι ελπίζω να…
Υπάρχει νέος κόσμος στο χωριό που έρχεται εδώ ή πλέον έχουν φύγει όλοι;
Όχι, δεν υπάρχει, μα δεν υπάρχει και η αυτή... Δεν ‘μειναν παιδιά εδώ πέρα, για να μπορέσει να υπάρχει γονιμότητα, για να προχωρήσουν. Και που ‘φυγαν δεν ξαναγύρισαν. Δεν ξαναγύρισαν. Εκτός τώρα ένας γέρος με τη γυναίκα του, με τη γριά θα έρθει ή μόνος του. Μοναξιά. Αυτοί. Τα παιδιά δεν έρχονται, σου λέω ότι αυτοί θα μείνουν μόνο. Δεν μένει άλλος.
Θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο. Έχεις κάτι άλλο που θες να μοιραστείς;
Όχι τίποτα, τίποτα όχι.
Ωραία.
Νομίζω ότι ανακατωμένα σε περιέγραψα περίπου.
Φυσικά, φυσικά. Και ευχαριστώ πολύ.
Να ‘σαι καλά, αγόρι μου.
Summary
Ο Αθανάσιος Μακρής γεννήθηκε το 1941 και έζησε όλη του τη ζωή στο Κεφαλόβρυσο Ελασσόνας. Διηγείται τις εμπειρίες του για τα δύσκολα και ταραχώδη χρόνια του Β' Παγκοσμίου και του Εμφυλίου Πολέμου. Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, περιγράφει αναλυτικά την κατάσταση που επικρατούσε στο χωριό, αλλά και το πώς η δικτατορία βοήθησε στην ανάπτυξη της περιοχής. Παράλληλα, μοιράζεται εμπειρίες από τη στρατιωτική του θητεία και περιγράφει το πώς το άνοιγμα της ταβέρνας του έδωσε ξανά ζωή στο Κεφαλόβρυσο.
Narrators
Αθανάσιος Μακρής
Field Reporters
Βασίλειος Τσιαπάλας
Tags
Interview Date
02/06/2023
Duration
73'
Interview Notes
Ο αφηγητής είναι ο παππούς του ερευνητή.
Summary
Ο Αθανάσιος Μακρής γεννήθηκε το 1941 και έζησε όλη του τη ζωή στο Κεφαλόβρυσο Ελασσόνας. Διηγείται τις εμπειρίες του για τα δύσκολα και ταραχώδη χρόνια του Β' Παγκοσμίου και του Εμφυλίου Πολέμου. Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, περιγράφει αναλυτικά την κατάσταση που επικρατούσε στο χωριό, αλλά και το πώς η δικτατορία βοήθησε στην ανάπτυξη της περιοχής. Παράλληλα, μοιράζεται εμπειρίες από τη στρατιωτική του θητεία και περιγράφει το πώς το άνοιγμα της ταβέρνας του έδωσε ξανά ζωή στο Κεφαλόβρυσο.
Narrators
Αθανάσιος Μακρής
Field Reporters
Βασίλειος Τσιαπάλας
Tags
Interview Date
02/06/2023
Duration
73'
Interview Notes
Ο αφηγητής είναι ο παππούς του ερευνητή.