«Άστο να κλάψει, κορίτσι είναι, τι θα πάθει;»: Η Χριστίνα Ευρενιάδου μιλάει για τη ζωή της, τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο
Segment 1
Βιογραφικά Στοιχεία
00:00:00 - 00:05:44
Partial Transcript
Καλημέρα είμαι ο Κοσμάς Χατζηιωαννίδης ερευνητής του Istorima η μέρα είναι πρώτη Ιουνίου 2023 και βρισκόμαστε στο Bαθύλακκο Κοζάνης. Γιαγι…γαπούσε και έλεγε: «Η Χριστίνα σε μια πλευρά, οι υπόλοιποι σε μια πλευρά». Έτσι δηλαδή είχε αδυναμίες του καθενός και υστέρα τι να πω άλλο.
Lead to transcriptSegment 2
Ιστορίες από τα Φάρασα Καππαδοκίας
00:05:44 - 00:10:15
Partial Transcript
Οι γονείς σου είπαν ιστορίες από τα Φάρασα; Οι γονείς μου… της μάνας μου τον πατέρα ήτανε μικρή αυτή 6-7 χρονών τον σκότωσαν οι Τούρκοι. Α…ήκανε; Παντρευτήκανε. Στα Πετρανά. Στα Πετρανά. Και ζούσατε εκεί; Ζούσαμε εκεί. 19 χρονών παντρεύτηκα εγώ. Και έφυγα από τα Πετρανά.
Lead to transcriptSegment 3
Τα χρόνια του Εμφυλίου
00:10:15 - 00:25:05
Partial Transcript
Τι μπορείς να μου πεις για τη ζωή πριν παντρευτείς; Τι θυμάσαι; Γιατί συμπίπτει με τον εμφύλιο τότε. Τον εμφύλιο πόλεμο τον θυμάμαι ήμουνα … γύρισε τούμπα αλλά επειδή ήταν χαντάκι δεν σκοτώθηκε κανένας και τραυματίστηκαν. Σε ένα αυτοκίνητο ήταν αυτοί, κατάλαβες; Ιστορίες πολλές.
Lead to transcriptSegment 4
Μνήμες από τη Γερμανική Κατοχή
00:25:05 - 00:32:26
Partial Transcript
Θα ήθελα να σε γυρίσω λίγο πιο πίσω γιατί μου είπες και για τους Γερμανούς, ότι τους έζησες. Θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια για τους Γερμαν…ιωσε, γύρισε ο πατέρας μου, «σώος και αβλαβής» που λένε. Ο καημένος. Στα βουνά επάνω με το μουλάρι να κουβαλάει. Τραυματίες και πυρομαχικά.
Lead to transcriptSegment 5
Η ζωή μετά τον Πόλεμο
00:32:26 - 00:57:14
Partial Transcript
Εκείνες οι εποχές ήταν εποχές πείνας. Πείνας! Πείνας παιδί μου! Ψείρα! Ψείρα. Μετά το ‘50 ήρθε συνεργεία και συνεργεία και ράντιζαν τα σπίτ…έναν σπάγκο για ευκολίες. Ακόμα οι κομπίνες δεν είχαν έρθει, κατάλαβες; Και αυτό το θυμάμαι. Τέλος πάντων. Τελειώσαμε; Δε ξέρω, εσύ ξέρεις.
Lead to transcriptSegment 6
Απολογισμός
00:57:14 - 01:01:24
Partial Transcript
Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι άλλο γιαγιά; Κάτι άλλο που να θυμάσαι, κάτι που να αξίζει να ειπωθεί; Να ειπωθεί; Τι να πω παιδί μου; Έβλεπα β…εός να σε έχει καλά, γερός, τυχερός στη ζωή σου. Εδώ θα κλείσουμε. Να χαίρεσαι τη μάνα σου, τον πατέρα σου και όσους αγαπάς. Να ‘σαι καλά.
Lead to transcript[00:00:00]Καλημέρα είμαι ο Κοσμάς Χατζηιωαννίδης ερευνητής του Istorima η μέρα είναι πρώτη Ιουνίου 2023 και βρισκόμαστε στο Bαθύλακκο Κοζάνης. Γιαγιά καλημέρα.
Καλημέρα αγόρι μου εγώ είμαι η γιαγιά Χριστίνα Eυρενιάδου. Γεννήθηκα στα Πετρανά. Παντρεύτηκα στο Βαθύλακκο τον παππού τον Σάββα Ευρενιάδη. Το γένος μου είναι Παπαδοπούλου του Ευστάθιου. Ήμασταν πέντε αδέρφια. Ήρθα εδώ. Έκανα τέσσερα κορίτσια. Τα κορίτσια μου είναι η Σοφία, Μαρία, Ευγενία και Αναστασία. Μετά… Εζήσαμε 62 χρόνια με τον παππού τον Σάββα. Ο πάππους ο Σάββας πέθανε το 2017. Μας άφησε. Δόξα το Θεώ μεγαλώσαμε τα παιδιά μαζί πολύ αγαπημένα. Εγγόνια Κάναμε. Δισέγγονα έχουμε. Να τα μετρήσω πόσα έχω;
Άμα θέλεις.
10 εγγόνια έχω και 12 δισέγγονα. Είναι… Ονομαστικά; Όχι δε χρειάζεται. Κατά ώρας τώρα είμαι στο σπίτι της Ευγενίας και η Ευγενία μου, έμεινε και εκείνη χήρα έκανε ένα σπίτι και είμαι στο σπίτι της Ευγενίας. Ο παππούς ο Σάββας τα μοίρασε όλα στα κορίτσια του, και έτσι… ζω με τη σύνταξη μου μονάχα. Δεν έχουμε. Όλα τα μοίρασε ο πάππους.
Γιαγιά θα ήθελα να το πάρουμε από την αρχή. Γεννήθηκες το;
Στα Πέτρανα.
Ποια χρονολογία;
Το ‘35. 15 Φεβρουάριου. Έτσι με γράφουν στην ταυτότητα. Γεννήθηκα το καλοκαίρι τον Ιούλιο μήνα στο θέρος και με πήγε μετά 8 μέρες η μάνα μου στο χωράφι. Και αφού με πήγαν στο χωράφι. Μέσα – με συγχωρείς – μέσ’ στο σαμάρι έβαζαν τα παιδιά. Το γυρίζαν ανάποδα το σαμάρι και το βάζαν το μωρό για να θερίσουνε. Και έκλαιγα πάρα πολύ. Έφυγε ο ίσκιος λέει και έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα και έλεγε του πατέρα μου ο αδερφός: «Άσ' το να κλάψει σάματις τι θα πάθει; Κορίτσι είναι». Με έφαγαν οι ακρίδες, το πρόσωπο μου έμεινε στον ήλιο απανάσχιλα. 8 μερών μωρό τι είναι; Ένα κομμάτι κρέας, μια σταλιά μωρό. Έτσι δούλευαν οι παππούδες. Κατάλαβες; Με τις λεχώνες στα χωράφια. Κατάλαβες. Να πω και το δικό μου; Παραλίγο θα γεννούσα τη Μαίρη στα αμπέλια. Ασ’ το εκείνα είναι υστερινά. Έτσι γεννήθηκα εγώ στα Πετρανά.
Για τους γονείς σου τι μπορείς να μου πεις;
Οι γονείς μου… Ο πατέρας μου ήταν από το Σατί. Ήτανε παπαγιός. Ήτανε 12 αδέρφια, ήρθαν εδώ πέρα οι 6, οι 7. Όλοι πεθάνανε εκεί. Άλλοι πήγανε στο Πλατύ, άλλοι πήγαν στα Πετρανά. Μετά παντρευτήκαν οι αδερφές του. Ήρθε 12 χρονών παιδί. 12 χρονών παιδί, δουλέψανε. Ο παππούς, ο παππάς, μετά από 2-3 χρόνια που έμεινε στα Πετρανά, πέθανε, «κοιμήθηκε» που λέμε για τους παπάδες. Και έτσι μεγαλώσανε με φτώχειες. Ούτε σπίτια, ούτε περιουσίες, ούτε χωράφια. Υπάλληλος δούλευε σε μια Κοζανίτισα που είχε ένα τσιφλίκι στα Πετρανά. Ε μετά που μεγάλωσαν πηρέ τη μάνα μου. Εκάνανε πέντε παιδιά. Τα μεγάλωσαν με δυσκολίες. Με δυσκολίες. Φτώχεια. Κι όμως τα μεγαλώσανε. Ένα σπίτι μικρό, το θυμάμαι. Μετά έκαναν άλλο σπίτι και αρχίσαν τα παιδιά μεγαλώσανε. Όλοι μαζί πήγαιναν αυτοί στα χωράφια και ‘μείς στο σπίτι, σχολείο και αν πηγαίναμε. Πηγαίναμε… υποχρεωτικά έπρεπε να πάμε. Πηγαίναμε και τα τελευταία στην έκτη τάξη τελευταίους δύο μήνες δεν πήγα καθόλου, γιατί να τσαπίζουμε τα καλαμπόκια, να βγάζουμε τα ρόδια, να βοηθάμε τους γονείς. Ήτανε… περιμένανε και τα παιδιά είχανε σαν εργάτες, γιατί δεν υπήρχε ευκολίες τότες. Τώρα έχει ευκολίες. Τώρα δεν έχει . Όλα γίνονται με μηχανήματα. Τότες τα παιδιά τα είχαμε για τη δουλειά και κανένα παιδί μας δε πήγε να σπουδάσει. Μόνο ένας ξάδερφος μου πήγε και είναι καθηγητής και οι αδερφές του σπούδασαν, αυτοί ήταν στο Πλατύ. Καθηγητής μαθηματικός, δικηγόρος, ξέρω ‘γω πολλά πτυχία έχει και εκείνος. Μόνο αυτός έζησε από πόσα αδέρφια. Δηλαδή μόνο αυτός έζησε, ήταν 5-6 αδέρφια. Είναι τώρα. Με παίρνει καμία φορά τηλέφωνο τώρα στην Αθήνα είναι συνταξιούχος. «Τι κάνεις;». Εκείνος πολύ με αγαπούσε και έλεγε: «Η Χριστίνα σε μια πλευρά, οι υπόλοιποι σε μια πλευρά». Έτσι δηλαδή είχε αδυναμίες του καθενός και υστέρα τι να πω άλλο.
Οι γονείς σου είπαν ιστορίες από τα Φάρασα;
Οι γονείς μου… της μάνας μου τον πατέρα ήτανε μικρή αυτή 6-7 χρονών τον σκότωσαν οι Τούρκοι. Αυτός ήτανε πρόεδρος πήγαινε στην πόλη να πάρει να ψωνίσει να φέρει και όταν έπαιρνε τα ψώνια τον πιάσανε οι Τούρκοι, κατέβασαν αυτόνα… είχε πετρέλαιο, τις λάμπες καίγανε. Έριξαν πετρέλαιο πάνω του τον κάψανε. Φρικτό θάνατο. Τον παππού, της μάνα ς μου τον πατερά, και ήρθανε ορφανά από ‘κει 4 παιδιά, κατάλαβες; Για να πάρουνε το άλογο του. Και έλεγε η γιαγιά μου η μακαρίτισσα: «Το άλογο μας όταν το βλέπω. Πάω στην εκκλησιά και βλέπω τον Άη-Γιώργη στολισμένο πως είναι με τα στολίδια του και τις σέλες του και τα αυτά, με θυμίζει λέει το άλογο που είχε λέει πάππους σας». Τόσο πολύ ωραίο άλογο είχε. Εκεί τα αλόγα δε τα ζέβανε στα χωράφια, μόνο για να τα καβαλήσουνε τα είχανε, για ιπποδρόμους που λένε. Και αυτά με έλεγε η γιαγιά τις ιστορίες. «Ήτανε – λέει – είχαμε λέει 5-6 υπάλληλους…», είχανε πολλά ζώα πρόβατα, «είχαμε μόνο ένα υπάλληλο λέει μόνο το άλογο να κοιτάζει». Να το προσέχει, να το χτενίζει, να το πλύνει… το κριθάρι που το ταΐζανε το έπλεναν και το τάιζαν, για να μη σπάσει τα δόντια του το άλογο. Τόσο περιποιημένο το είχανε, καθαρό. Γιατί δεν είχε κομπίνες εκεί να αλωνίσουν και να βγαίνει καθαρό. Είναι… το αλώνι είναι το χώμα πάνω. Και το μαζεύουμε… Δεν είδατε εσείς αυτά τα πράγματα, δε τα είδατε. Αλωνίζαμε με αλωκάνες, ζέβανε τα βόδια και είχαν μια αλωκάνη από πίσω και γυρίζανε, γύρνα-γύρνα ώσπου ζαλιζόταν και τριβόταν το άχυρο με το σιτάρι και μαζεύανε. Μετά το λιχνίζανε και μέσα του είχε και πέτρες πολλές είχε και χώματα και για να γίνει καθαρό το έπλεναν το κριθάρι και τάιζαν το άλογο. Είχανε. Ο άλλος ο πάππους μου, ο παππάς σπούδασε. Πήγε σε ένα σχολείο, έγινε πάπας είχε 6-7 παιδιά. Πόσα παιδιά είχε; Σε ένα βιβλίο που με είχε γράψει – το ‘χασα – ο Ιορδάνης ο γιος του, αυτός ο καθηγητής που λέω, είχε κάνει 12 παιδιά η γιαγιά, πολλά παιδιά. Αλλά εδώ ήρθανε… ένας έφυγε στην Αμερική δε γύρισε και μετά ήταν εδώ 3 αγόρια; 4 κορίτσια. Το ένα πέθανε πολύ νέο. Παντρεμένος ήτανε εδώ σε ένα χωριανό, Χατζημουράτ που λέμε. Νέα πέθανε πολύ και τα αλλά ήρθανε τώρα. Κανένας δεν έμεινε τώρα. Είμαστε εμείς τα εγγόνια τους, από αυτούς κανένας δεν είναι. Ούτε τα αδέρφια. Ούτε. Εδώ φύγανε και η δεύτερη γενιά έφυγε. Τα παιδιά τους. Από τον έναν τον θείο μου φύγανε, πέντε παιδιά είχε; Ένας έμεινε. Από τους άλλους πάρα πολλά. Τώρα δε θυμάμαι πόσα παιδιά είχε και ο καθένας. Τι να πω.
Οι γονείς σου είπες από διαφορετικά χωριά;
Διαφορετικά ο πατέρας μου ήταν από το Σατί. Η μάνα μου ήταν από το Τατσή.
Και τα δυο είναι στην Καππαδοκία;
Καππαδοκία. Ήτανε κοντοχωριανοί όπως είναι εδώ η Mεσιανή. Δηλαδή η μάνα μου μιλούσε τα τούρκικα. Όλοι Χριστιανοί άνθρωποι. Αλλά ο πατέρας μου μιλούσε τα Φαρασιώτικα. Η γλώσσα τους ήταν όπως μιλάνε στο Βαθύλακκο. Έτσι ήτανε. Το Σατί μιλούσε αυτή την Καππαδοκική γλώσσα.
Και παντρευτήκανε;
[00:10:00]Παντρευτήκανε.
Στα Πετρανά.
Στα Πετρανά.
Και ζούσατε εκεί;
Ζούσαμε εκεί. 19 χρονών παντρεύτηκα εγώ. Και έφυγα από τα Πετρανά.
Τι μπορείς να μου πεις για τη ζωή πριν παντρευτείς; Τι θυμάσαι; Γιατί συμπίπτει με τον εμφύλιο τότε.
Τον εμφύλιο πόλεμο τον θυμάμαι ήμουνα 9 χρονών. Μέσα στο χωριό μας ήτανε αυτοί που ήτανε υποστηρικτές με τους Γερμανούς. Ποιοι ήταν αυτοί. Πώς τους λέγανε; Παοτζήδες κάπως έτσι. Τότες έτσι τους λέγανε. Στο σπίτι μας μέσα μπήκανε 6-7 άτομα. Έβαλε η μάνα μου, ο πατέρας μου, πέτρες στα παράθυρα, γινόταν πόλεμος με τους αντάρτες και μέσα οι Παοτζήδες και λέει ο ένας. Ήταν οι περισσότεροι αυτοί από της Πτολεμαΐδας τα χωριά. Λέει στη μάνα μου: «Πάρε – λέει – αυτή την σημαία. Ανάστα κορίτσι μου – μιλούσε και Τούρκικα, Πόντιος ήταν – πάρ’ το – λέει – και κρύψ’ το. Αν θα ζήσω – λέει – θα την πάρω πίσω τη σημαία» λέει στη μάνα μου. Καθίσανε μέσα στο σπίτι δε πολεμήσανε καθόλου αυτοί οι άνθρωποι, καθίσανε μέσα να παραδοθούνε και όταν ήρθαν, τέλειωσε πια βράδιασε και μπήκανε μέσα στο χωριό αυτοί οι αντάρτες, λέει ο ένας από την παρέα που ήτανε, λέει τη μάνα μου: «Ανάστα κορίτσι μου – λέει – έβγα εσύ έξω και πες ότι μέσα είναι 6-7 άτομα, αλλά δεν πολεμήσανε, κάθονται για να παραδοθούνε». Βγαίνει η μάνα μου, τους λέει ότι «Είναι εδώ μέσα 6-7 αλλά δεν πολεμήσανε – λέει – κάθονται μέσα». Μπήκαν αυτοί μέσα, σήκωσαν οι άνθρωποι τα χέρια τους παραδόθηκαν. Όταν βγήκαν έξω και παραδοθήκανε, «Μπείτε στη γραμμή» λέει ο ένας ο αντάρτης. Μπήκανε στη γραμμή και μπήκε και ο πατέρας μου και ο θείος μου. Ήμασταν σε ένα σπίτι σχεδόν, ένα σχέδιο «Γ» σπίτι είχαμε, τη μια πλευρά ήταν ο θείος μου, την μια εμείς και λέει: «Οι σπιτονυκοκυραίοι έξω» λέει. Οι σπιτονυκοκυραίοι δεν είχανε όπλα, ούτε με τον μεν κόμμα, ούτε με το δε, δεν είχανε. Και έτσι βγήκανε από τη γραμμή, τους πήρανε. Δεν πήγανε... Περπατήσανε μέχρι το πάρκο, δεν πήγανε, τους πυροβολήσανε, τους σκοτώσανε. Και σκοτώσανε μέσα στο χωριό μας, όσοι παραδοθήκανε, όσοι φύγανε, γλιτώσανε, κρύφτηκαν. Όσοι παραδοθήκαν, μέσα στο χωριό σκότωσαν 75 άτομα; 73. Με τα κάρα την άλλη μέρα οι χωριανοί, τους μαζεύανε και κάνανε ομαδικούς τάφους κάτω από το χωριό. Και ήταν και μια οικογένεια Καταφιώτη μένανε τότες είχαν κάψει το καταφύγι και μένανε στα Πετρανά και εκεί που μένανε, ήταν ένα παλικαράκι 20 χρονών το κρύψανε. «Έχεις κανέναν μέσα από αυτούς;», «Όχι, όχι, γιεμ, δεν έχω κανέναν», μιλούσανε ντόπια. Μπήκανε μέσα, το βρήκανε το παιδί, το πήρανε, το σκότωσαν. Σκότωσαν και τη γυναίκα και τον παππού, γιατί τους έκρυψε. Κατάλαβες; Άμα έκρυβες κανέναν σκότωναν και σένα. Ήταν από αυτούς τους… Φλωριναίοι που είναι Γάλλοι, πώς του λένε αυτούς; Άλλη ράτσα. Ήταν πολύ σκληροί αυτοί, δεν ήταν ένας άνθρωπος μέσα τους να πει: «Αφού δεν πολέμησαν οι άνθρωποι και ο ένας και ο άλλος», και έτσι μάσαμε 70 και άτομα με τα κάρα. Εκείνο τον εμφύλιο τον θυμάμαι και τους Γερμανούς θυμάμαι που παίρνανε τα βόδια μας και τα σφάζανε. Μετά από το ‘45 και μετά ήρθε ο στρατός, ανάλαβε ο στρατός και κυνηγούσανε τους αντάρτες. Όταν ήρθε ο στρατός γέμισε και τα χωριά μαζεύτηκε ο στρατός παντού. Είχαμε ένα διώροφο σπίτι και μένανε με τη σκάλα ανεβαίνανε πάνω. Ήταν καινούργιο. Δηλαδή χάος ήτανε πάνω, και ‘μείς κάτω, αυτοί πάνω στρωματσάδα ο στρατός. Μες’ το σπίτι, στο χολ στρατός. Εκεί που καθόμασταν, κοιμόμασταν και ‘κει. Χειμώνας ήτανε, χιόνια, χιόνια πάρα πολλά. Και λέει ένας αξιωματικός ήτανε μες το σπίτι μας: «Ξέρεις – λέει – μες στο στρατό τι κόσμος υπάρχει; Μπορεί – λέει – άλλος να σε κλέψει – λέει – το πρόβατο, στου αλλουνού την πλάτη να το κρατάει και να το καθαρίζει κιόλας» Τα θυμάμαι 9, 10 χρονών 11 ήμουν. «Για μια δόση – λέει η μάνα μου – για να βγει από την πόρτα – λέει – δε μπορούσε». Γιατί ήταν μέσα καθόντουσαν χειμώνας εδώ, εκεί, όλο στρατός. Εδώ μέσα 20 άτομα. Βγήκε με τον αδελφό μου τον Βασίλη από το παράθυρο και πήγανε στο κοτέτσι, να δούνε, πήρανε οι φαντάροι, ανάβανε φωτιές. Τα ξύλα… και τα ξύλα ήτανε δασόξυλα. Τα μάζευαν, τα καίγανε για να ζεσταθούνε. Στα σπίτια δε χωρούσανε. Τόσο πολύ στρατός είχε έξω. Πήρανε, εφέρνανε και λέει: «Θα μας δώσετε μια κατσαρόλα να σας κάνουμε λίγο τσάι;». Και ο στρατός φτωχός. Και πήρανε την κατσαρόλα και βράσανε τις κότες. Βρήκε η μάνα μου, τα γδάρανε, καθαρίσανε, έβραζαν κότες να τις φάνε. Λέει η μάνα μου: «4 κότες – λέει – πήραν στον αξιωματικό που ήταν και αυτός στρυμωγμένος». Πάει έξω, λέει: «Γιατί πήρατε;», έρχεται άλλος ένας, «Να τα πληρώσουμε – λέει – και ας τα φάνε τα παιδιά», λέει ο πατέρας μου «Ας τα φάνε τα παιδιά, χαλάλι τους. Χαλάλι τους – λέει – τα παιδιά κρυώνουν, παγώνουν και ένα ζεστό να φάνε από μας. Χαλάλι τους. Άσ’ τον – λέει – τον αξιωματικό, δε τα θέλω τα λεφτά τους», λέει. Και εκείνος μάλωνε τα παιδιά γιατί να τα κλέψουν. Κατάλαβες; Πήγαιναν, ερχόντουσαν, πηγαίναν, ερχόντουσαν. Πολεμούσανε μέχρι το Σαραντάπορο εδώ πέρα κάπου, πηγαίνανε, ερχόντουσαν, μένανε μερικοί πάνω. Ήταν λίγο κάλος καιρός. Λέει… αποκριές ήταν, σφάζει ένα αρνί ο πατέρας μου, είχαμε και λίγα πρόβατα. Το κάνει η μάνα μου στη γάστρα το μαγειρεύει, λέει: «Θα ‘ρθείτε –λέει – παιδιά να φάμε μαζί όλοι». Εμείς παιδιά κάτσαμε σε μια άκρα, μας έβαλε η μαμά, έβαλε ένα τραπέζι στρογγυλό σοφρά και καρέκλες και πιάτα που το έβαλε όπως είναι με το ταψί στη γάστρα. Έφαγαν οι φαντάροι, το κόψε ο πατέρας μου φάγανε. Ένα κόκαλο έχει το μπροστινό πόδι του αρνιού, εδώ στο «χέρι» που λέμε, έρχεται ένα κόκαλο έτσι τρίγωνο, σαν δέλτα. Εκείνο το πιάνει ένας φαντάρος και το κοιτάζει στη λάμπα έτσι. Και λέει στο διπλανό του: «σε αυτό το σπίτι θα γίνει μια μεγάλη ζημιά», «Σώπα ρε» λέει. Φεύγουν το πρωί στον πόλεμο κατεβαίνουν κάτω στο Σαραντάπορο να πολεμήσουνε και όταν ήρθανε, φωνάζει ο ένας: «Θεία, θεία είστε καλά; «Καλά είμαστε παιδί μου καλά είμαστε. Ψοφήσανε – λέει – τα δυο μουλάρια μας». Δυο μουλάρια είχαμε μεγάλα – Σούνταρας λέγανε τότε τα μεγάλα τα μουλάρια – έσκασαν μέσα στο στάβλο μέσα. Έσκασαν. Όπως ήτανε… ήταν δυο μουλάρια έτσι και είχαμε και μια φοράδα. Αυτό πέφτει σε αυτουνού του θέση, αυτό πέφτει σε αυτουνού τη θέση. Πώς έγιναν έτσι; Ξήλωσαν την πόρτα και τα τραβήξανε με αυτοκίνητα έξω για να τα βγάλουνε. Βοήθησαν και οι στρατιώτες τότε. Και αυτήν τη ζημιά τη θυμάμαι. Αυτόν τον φαντάρο που είπε στο κόκαλο που είδε το σημάδι εκείνο. Και το λέω προχθές εδώ στη φιλενάδα της γιαγιάς σου αυτήν που είναι από την Αιδηψό – από πού είναι; Εδώ μια φιλενάδα, η Παναγιώτα – λέει: «Αυτό το κόκαλο λέει το ξέρουν και οι δικοί μας – λέει – εκεί κάτω και το κοιτάζουν άμα θα γίνει καμία ζημιά. Αλλά δε θέλω να το βλέπω», λέει. Έτσι αυτό το θυμάμαι πολύ καλά ήτανε το ’47; ’48; Το ‘49 τέλειωσε ο πόλεμος. Πήραν μετά τον πατέρα μου, αλωνίζαμε με τα μουλάρια. Εκεί πάνω από το σπίτι. Έρχεται επιστράτευση. Λέει: «Κύριε Παπαδόπουλε, εσύ και το μουλάρι σου». Τελευταίος πόλεμος πια το ‘49. Έμεινε το αλώνι στρωμένο. Πήραν τον πατέρα μου, 3 μήνες στο Γράμμο-Βίτσι να πέσει τότες, τελευταία πια, τέλειωσε ο πόλεμος, έφυγαν. Άλλοι φύγανε, άλλοι σκοτωθήκανε, ο ανταρτοπόλεμος. Μετά από 3 μήνες έρχεται ο πατέρας μου κουβαλούσε τραυματίες κουβαλούσε πυρομαχικά, με τα μουλάρια. Είχανε πάει από το χωριό 4 άτομα, πήρανε από το χωριό. Ο πατέρας μου είχε 5 παιδιά, όταν έκανε το τέταρτο, από [00:20:00]τον στρατό τον απολύσανε τότες στον Αλβανικό πόλεμο πάλι πήγε, και έκανε η μάνα μου το τέταρτο παιδί τον γυρίσανε. Μετά με 5 παιδιά τον πήραν στον ανταρτοπόλεμο, ο άλλος ήταν, 6 παιδιά είχε και εκείνον τον πήρανε, ο άλλος ήταν ελεύθερος τον πήρανε. Σε τέτοιο πόλεμο, ανταρτοπόλεμο πήγε και πάππους ο Σάββας, τον πήραν όταν ήταν 18-19 χρονών. Και μας τα λέει την ιστορία, πώς γύρισε ανάποδα το αυτό. Αυτή τη συνέντευξη την πήρε ένα κορίτσι που σπούδαζε στην Κομοτηνή. Και το πήρε… έλεγε ο πάππους πώς πέρασε τον στρατό, έτσι σαν και εσένα μια συνέντευξη πήρε και τα έγραφε το κορίτσι και έλεγε πως ανατινάχτηκε η νάρκα, τους πέταξε μέσα στο χαντάκι τους και ήτανε μέσα 3-4 χωριανοί από εδώ. Τους πήρανε, και έλεγε την ιστορία του. «Και έπεσα – λέει – στο χαντάκι. Ευτυχώς – λέει – ήρθε ένας αξιωματικός, με έβαλαν – λέει – εμένα έτσι στο πλάι. Άλλοι – λέει –σπάσανε τα χέρια, άλλοι τα πόδια, άλλοι τα δόντια – λέει – ξέρω ‘γω. Με πήρανε – λέει – με πήγανε στη Λάρισα». Έμεινε στη Λάρισα μέσα στο νοσοκομείο. Ήταν και του πατέρα του ο αδερφός, στρατιώτης,. Έμαθε ότι ο ανιψιός του τούμπαρε με τη νάρκη ανατινάχτηκε. Έρχεται… για να μπει μέσα στο νοσοκομείο δε μπορούσε, λέει και είπε λέει ένας (Δ.Α) «Πάρε και ‘συ – λέει – από εδώ μια τσάντα, κάνε πως περνάς». Στρατιώτης ήτανε, αλλά δεν επιτρέπανε λέει, να μπούνε όλοι μέσα. Και πήρε μια τσάντα, μπήκε, λέει, άρχισε να κλαίει, «Μόλις με είδε – λέει – εμένα», και ο γιατρός λέει ήταν από την Κοζάνη. «Από πού είσαι ρε μικρέ;», «Από τον Βαθύλακκο», «και εγώ από την Κοζάνη είμαι». Και έτσι λέει στον γιατρό ο πάππους: «Αν ήμουνα στο χωριό στο χωριό λέει… – γιατί η μέση μου πονούσε – λέει – πολύ με το πέσιμο – αν ήμουνα στο χωριό – λέει – η μάνα μου θα κοπανούσε κρεμμύδι και θα το έβαζε στη μέση μου και θα γινόμουν καλά», λέει. Και Μεγάλο Σάββατο, παραμονή του Λάζαρου ήτανε, μετά κάποιες μέρες έκατσε και μετά γύρισε πίσω εδώ. Ήρθε, ξανά δε πήγε. Επιστράτευση στην πόλεμο, δε πήγε πιο πέρα. Μαζεύανε τους πολίτες όλους. Όσους παίρνει η μπόρα. Κατάλαβες; Και για αυτό ο παππούς ο Σάββας την έλεγε την ιστορία του όλη. Και πως στο στρατό πήγε και πως ήτανε να απολυθεί και «ο αξιωματικός δεν ήξερε – λέει – ότι εμείς αυτή τη μέρα απολυόμαστε». Του λέω λέει τον ανθυπολοχαγό: «Ανθυπολοχαγέ εμείς σήμερα απολυόμαστε», «Πού ξέρεις εσύ;», «Το ξέρω» λέει. «Και βγήκαμε – λέει – να κάνουμε… Στη Βέροια ήμασταν, να βγούμε να κάνουμε – λέει – ασβέστη. Μάσαμε πέτρες κάναν καμίνι να κάνουν ασβέστη. Και με τα μουλάρια – λέει – παίρνουμε τα όπλα και φεύγουμε». Ήταν λοχίας ο πάππους. Παίρνει τα παιδιά την παρέα του, «Θα φύγουμε – λέει – και θα πάμε στο διοικητή». Και αντί να μπούνε από την πίσω πόρτα, «μπήκαμε – λέει – από την πύλη και ο διοικητής – λέει – μας είδε από το παράθυρο». Σου λέει: «Αυτοί γιατί μπαίνουν από την πύλη αυτήν; Ποιος είναι ο αρχηγός;» «Ευρενιάδης Σάββας», «Πες του να ανεβεί επάνω. Ποια σειρά είστε;», «Η τάδε σειρά το τάγμα τάδε. Είμαι 22…» δε ξέρω και ‘γω πως τα λέγε. «Αμέσως – λέει – φωτογραφίες να ‘ρθείτε και απολύεστε», λέει ο Διοικητής. Μετά στον Ανθυπολοχαγό: «Είδες – λέει – που σε είπα ότι απολυόμαστε σήμερα;». Αμέσως λέει, βγήκαμε φωτογραφίες, μας δώσανε τα απολυτήρια και φύγαμε. Πήγαμε από το ένα θέμα στο άλλο. Ο παππούς ο Σάββας, οι παππούδες οι άλλοι. Και έτσι και έγινε και του παππού του Σάββα. Πώς τον ανατίναξε η νάρκη και υστέρα; Λέει, βγήκε ένας Ανθυπολοχαγός και ήτανε εδώ στη Λάρισα – στο Γιάννουρι λέγεται ένα χωριό – «Εκεί ανατιναχτήκαμε. Βγήκανε λέει οι χωριανοί και σεργιανάνε», λέει, και φωνάζει ο Ανθυπολοχαγός: «Τι σεργιανάτε; Τι γελάτε; – λέει – Παιδιά δικά μας είναι αυτά που πέσανε εδώ για να σκοτωθούνε. Νάρκες βάζουνε στους δρόμους τη νάρκα και οι φαντάροι νέα παιδιά. Εγώ θα περάσω εσένα!». Πήγε λίγο πιο άκρα, πάτησε τη νάρκα, γύρισε τούμπα αλλά επειδή ήταν χαντάκι δεν σκοτώθηκε κανένας και τραυματίστηκαν. Σε ένα αυτοκίνητο ήταν αυτοί, κατάλαβες; Ιστορίες πολλές.
Θα ήθελα να σε γυρίσω λίγο πιο πίσω γιατί μου είπες και για τους Γερμανούς, ότι τους έζησες. Θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια για τους Γερμανούς τότε.
Οι Γερμανοί παιδί μου τότες όταν γινόταν ο πόλεμος… τα αεροπλάνα που πετούσαν απάνω με τους… Γερμανοί; Ιταλοί ήτανε; Η Αλβανία ήταν τότε; Δεν το θυμάμαι ήμουν 6 χρονών. Και αμέσως μας έπαιρνε η μάνα μου και χωνόμασταν μέσα, στα τσαλιά κρυβόμασταν. Κρυβόμασταν. Μετά έκαναν ένα χαντάκι ο πατέρας μου, ένα θεμέλιο σκάψανε με τον αδελφό του και καθιστοί κρυβόμασταν. Αλλά αυτός ο πόλεμος ήταν τότες, Γερμανοί με Ιταλοί; Δε το θυμάμαι αυτό. Που κρυβόμασταν το θυμάμαι, αλλά πέφτανε βόμβες στο χωριό μέσα. Έπεφτε μια βόμβα σε ένα κενό μέρος. Ευτυχώς στα σπίτια πάνω δεν πέφτανε. Και έφευγε το χώμα, άπλωνε, σαν να γινότανε μια γούρνα μεγάλη. Έπεσε μια βόμβα στης γιαγιάς μου το σπίτι κοντά λες και άνοιξε πηγάδι. Βαθύ το βλέπαμε… τόσο βαθύ και λέγαμε: «Πού πήγε το χώμα αυτό;», το πίεσε, και η γιαγιά μου φώναζε: «Μη πατέ εκεί να μη πέσετε μέσα! Πώς θα σας βγάλω;». Πολύ βαθύ. Και αυτό το θυμάμαι. Μέσα στο χωριό εμάς δε μας πείραξαν. Περνούσανε, αλλά από εδώ πέρα, ο κόσμος από το Βαθύλακκο, από τα Σέρβια πυροβολούσανε εδώ πέρα, για τους αντάρτες τώρα; Για τους Γερμανούς; Και έφυγαν από εδώ χωριανοί και ήρθαν στα Πετρανά. Και είχαμε στο σπίτι μας, είχαμε δεχτεί μια οικογένεια με 4 παιδιά και έναν Φίλιππα από απέναντι, πού είναι; Από τη Ρωσία πήγε μετά ο πατέρας του. Αυτός με μια άλλη ανιψιά του, ήρθανε και αυτοί στου θείου μου του Δημητρού δίπλα στα σπίτια, τους φιλοξενήσαμε κάμποσο καιρό. Τι εδώ, τι εκεί; Αφού ο δρόμος περνούσε και από τα Πετρανά και με το Βαθύλακκο περνούσε. Ο δρόμος ήταν από ‘δω δίπλα και μετά από τα Πετρανά περνούσε από το αεροδρόμιο και ερχότανε. Δεν ήταν ο δρόμος από όξω που πάει από του Τσελίκα που πάμε τώρα, αυτός υστέρα έγινε. Πρώτα ερχόταν από εδώ μέσα ένας δρόμος. Μια δόση, ανατίναξαν τη γέφυρα. Οι αντάρτες τώρα την ανατίναξαν; Οι Παοτζιδες; Για να μην περάσουν οι Γερμανοί. Οι αντάρτες πρέπει να το ανατίναξαν. Μαζεύουνε όλο το χωριό, πάνω από 12 χρονών τους έβαλαν στη γραμμή, μες την πλατεία. Τους έβαλαν στη γραμμή, σου λέει: «Εσείς ανατινάξατε τη γέφυρα!». Έρχεται ο πρόεδρος και ο πάπας εκεί, πιάνουν τον Διοικητή εκεί πέρα και τον λένε: «Οι χωριανοί αυτοί δεν πείραξαν. Άμα θέλετε να την κάνουμε τη γέφυρά να τη γεμίσουμε. Με τα κάρα, με τα χέρια, με τα πόδια. Ό,τι πες!». Την κλείσανε τη γέφυρα, τη γεμίσανε για να περάσει η φάλαγγα. Άμα ήτανε κανάς ανάποδος πρόεδρος και ήταν και γραμματέας και ο παππάς, αν δεν ενδιαφερόντουσαν θα σκότωναν όλο το χωριό. Όλο το χωριό πάνω από 12 χρονών. Τους βλέπαμε… παιδιά ήμασταν και σεργιανούσαμε τους γονείς μας, στην γραμμή τους είχανε για να τους εκτελέσουν. Γιατί γκρέμισαν τη γέφυρα. Ενώ από το χωριό δεν ήταν κανένας, από αλλού ήρθαν και τη γκρέμισαν τη γέφυρα, κατάλαβες; Και έκαναν τη γέφυρα, πέρασαν οι Γερμανοί, μετά ήρθαν αυτοί οι άλλοι οι αντάρτες και πήραν τον πρόεδρο και τη γυναίκα του και τους εξαφανίσανε, γιατί; Γιατί κάνανε τη γέφυρα και πέρασαν οι Γερμανοί. Κατάλαβες; Αυτό το θυμάμαι καλά. Έτσι κάνανε.
Η ζωή με τους Γερμανούς πως ήτανε; Γιατί ζούσανε αυτοί οι άνθρωποι εδώ πέρα; Παίρνανε τα αλόγα σας τα βόδια σας όλα αυτά;
Τι μπορούσαν να κάνουμε αγόρι μου; Τι μπορούσαν να κάνουνε οι παππούδες οι πατεράδες μας; Περνούσανε, βγαίνανε. Σαν φάλαγγα περνούσε. Πηγαίνανε, δε καθόντουσαν πολύ, κάμνανε μια στάση να φάνε, είχανε μαγειριά επάνω στα αυτοκίνητα και μετά φεύγανε. Καθόντουσαν κάμποσες μέρες σε ένα μέρος, μετά φεύγανε. Γερμανοί εκτός από τα ζώα, από χωριανούς, δεν [00:30:00]πείραξαν κανέναν. Και οι χωριανοί μας δεν πείραξαν τους Γερμανούς, γιατί αλλού πηγαίνανε και σκότωναν έναν Γερμανό και εκτελούσανε 50 άτομα, όπως έκαναν στο Βατερό. Έβγαλαν… σκοτώσανε έναν γιατρό εκεί κάποιοι άλλοι και πήρανε από το χωριό, μασάνε κάμποσα άτομα, ήταν και του Ηλία ο πατέρας στη γραμμή, τους βάλανε. Βγάζανε και από τις φυλακές μερικούς καταδικασμένους εκεί και τους βάλανε στη γραμμή και έλεγε: «Έναν θα κρατήσουμε, έναν βγάζουμε έναν από τη γραμμή». Έναν κρατούσαν και έναν βγάζαν από τη γραμμή και έτσι βγήκε του Ηλία ο πατέρας από τη γραμμή. Τον έβγαλαν δηλαδή. Τι ήταν; 18-19 χρονών παιδί ήταν, και έτσι τη γλίτωσε ο συμπέθερος. Κατάλαβες; Εδώ πέρα εμείς δε πειράξαμε τους Γερμανούς, άλλοι ήρθαν και γκρέμισαν τη γέφυρα και όχι οι Γερμανοί. Αυτό θυμάμαι μονάχα από τους Γερμανούς. Πώς κρυβόμασταν στον πόλεμο; Τον πόλεμο εκείνον, Γερμανοί-Ιταλοί τον κάνανε, τότες ήμασταν μικρά παιδιά. Μόνο μας παίρνανε και κρυβόμασταν μέσα στα τσαλιά, έκαναν έναν θεμέλιο έτσι, κάμποσο βαθύ, ήρθανε 5 άτομα, ο θείος μου 6, και 6-7 ήμασταν εμείς και καθόμασταν μέσα στα θεμέλια μέσα, επάνω τα κλείσαμε έτσι με ξύλα με τέτοια και θυμάμαι… βάζανε και μια κουρελού κάτι, το βρέχανε, και έλεγαν θα ρίξουν ένα αέριο να σκοτώσουν τον κόσμο μας λέγανε. Τι ήταν αυτά; Βρέχανε και ένα πανί και το βάζανε στην πόρτα στην τρυπά εκεί, για να μην πάρουμε ανάσα και σκοτωθούμε μέσα. Όπως ρίχνουνε τα αέρια που ρίχνουνε και ζαλίζουνε και σε σκοτώνουν, κάτι τέτοιο φαίνεται θα ήτανε. Δε ξέρω παραπάνω. Μετά με τον εμφύλιο… ο εμφύλιος τέλειωσε το ’49. Το ‘49 τέλειωσε, γύρισε ο πατέρας μου, «σώος και αβλαβής» που λένε. Ο καημένος. Στα βουνά επάνω με το μουλάρι να κουβαλάει. Τραυματίες και πυρομαχικά.
Εκείνες οι εποχές ήταν εποχές πείνας.
Πείνας! Πείνας παιδί μου! Ψείρα! Ψείρα. Μετά το ‘50 ήρθε συνεργεία και συνεργεία και ράντιζαν τα σπίτια όλα. Σπίτια, αυλές, αχούρια, όλα τα ραντίσανε και σταμάτησαν. Βλέπεις η ψείρα και τώρα ακόμα υπάρχει, αλλά δεν είναι εκείνο εκεί. Όπως άκουγα μια μέρα που μίλαγε ένας ηλικιωμένος: «Άμα δεν ήταν η ψείρα – λέει – θα μας σκότωναν εμάς λέει οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί. Δε κοιμόμασταν – λέει – γιατί μας έτρωγε η ψείρα. Και δεν κοιμόμασταν και μετά αρχίσαμε να πολεμάμε!»
Εσύ με τις αδερφές σου εκείνο τον καιρό πώς ζούσατε;
Πώς ζούσαμε;
Τι κάνατε; Ποια ήταν η καθημερινότητα σας;
Η καθημερινότητα μας ήτανε… Σαν τη ζωή που κάμναμε. Μικρές ήμασταν. Όπως όλα τα παιδιά και ‘μείς με τα χωράφια, στα σπίτια. Η αδερφή μου πήγε να μάθει λίγο μοδίστρα εγώ πήγα να μάθω λίγο αργαλειό από μια άλλη κοπέλα και η κοπέλα υστέρα πήγε στα βαμβάκια, πέθανε 22 χρονών, 20 χρονών κοπέλα και έτσι… Σπίτι με ένα κέντημα περνούσε η ώρα μας. Σχολείο δε πήγαμε, στα Γυμνάσια και πουθενά. Πού να πάμε; Με τα ποδιά. Συγκοινωνίες δεν υπήρχαν, οι γονείς μας ήταν αγράμματοι, μείναμε και ‘μείς αγράμματοι. Μόνο το Δημοτικό λίγο βγάλαμε. Ήταν η αδερφή μου είχε πολύ καλή φωνή, πολύ καλή φωνή, και ο αδερφός μου ο Βασίλης. Αυτή η αδερφή μου πέθανε στον Μυλότοπο . Εκεί παντρεύτηκε. Άλλη ιστορία είχε εκείνη. Εκείνη είχε αρραβωνιαστεί, ο αρραβωνιαστικός της ήταν φαντάρος, η πεθερά της δεν την ήθελε, ζήλευε πολύ να μη βγει έξω, να μην χτενιστεί, να μην ντυθεί. Μετά κλέφτηκε, έφυγε με έναν άλλο από τον Μυλότοπο. Κατάλαβες; Και μετά… Παντρευτήκαμε, καθένας σε ένα σχολείο πήγε. Η αδερφή μου η άλλη στην Οινόη παντρεύτηκε, ο αδερφός μου έφερε από τον Μυλότοπο γυναίκα, εγώ ήρθα εδώ. Ο Μάρκος πήρε άλλη, μέσα από το χωριό κοντά γειτονιά ήτανε. Αρχίσαν οι παππούδες μετά λίγο-λίγο, προκόψανε, μεγαλώσανε, πήραν τρακτέρ, πήραν κομπίνες κάπως. Εδώ που ήρθα τι εκάναμε; Ο παππούς ο καημένος δούλευε φορτηγά αυτοκίνητα γέμιζαν με άμμο. Πήγαιναν… τα χαράματα ερχόντουσαν οι Κοζανίται. «Γιατί ρε; Πώς ξυπνάτε τόσο νωρίς;», έλεγε ο παππούς, «Άμα ξυπνάς το πρωί η μέρα μπροστά σου είναι, υστέρα – λέει – κουράζεσαι», και όπως λέει και η μάνα σου: «Πάει καλυτέρα πρωί πάρα το απόγευμα». Μετά αρχίσαμε και βάλαμε 30-32 χρόνια καπνά. Καπνά βάζαμε. Κάναμε ένα μικρό καφενείο, με το καφενείο εκεί, και τι δεν γινόταν; Πανηγύρια. Πανηγύρια… Ο παππούς μάζευε καρέκλες, έφερνε όργανα, έκανε πίστα. Το έκλεινε με αντίσκηνα, ήτανε φθινόπωρο, έκανε κρύο… Ήταν των Ταξιαρχών, δεν υπήρχαν καφενεία. Ένα καφενείο είχε εκείνο που είναι διπλά από τον γεωπόνο, τώρα θα πέσει και εκείνο εκεί. Και μετά εμείς, μαζευόντανε από όλη την περιφέρεια κόσμος εδώ. Για το πανήγυρι. Έκλεινε τα αντίσκηνα από τα καπνά, τα έστηνε. Δούλευα στη ΜΟΜΑ. ΜΟΜΑ ερχόντανε 6-7 μήνες, μαγείρευα κάπου 60 άτομα στο καφενείο, πρωί μεσημέρι βράδυ, είχα το καφενείο. Πολύ δουλειά. Πολύ. Και νερά δεν είχαμε. Μετά ήρθε το ρεύμα το ’67-’68; Το ‘67 πήραμε ρεύμα ευτυχώς και πήραμε ένα ψυγείο εκεί, είχαμε μια κάσα έτσι σαν το τραπέζι, παίρναμε πάγο και βάζαμε λεμονάδες, μπύρες, λίγο κρέας αν παίρναμε κάτι τα βάζαμε εκεί, να τα κρατήσουμε λίγο δροσερά. Και μετά με το ρεύμα πήρε ένα ψυγείο με 30 χιλιάρικα, το έφερε από τη Θεσσαλονίκη ο παππούς. Με εκείνα εκεί που δουλεύαμε, μεγάλωσαν τα παιδιά μας, αγόρασε και καμία 45 στρέμματα χωράφια, αγοράσαμε… τα μοιράσαμε στα κορίτσια. Από τον κλήρο τον δικό του, του παππού δεν είχε πολλά χωράφια. Είχε 30 στρέμματα δεν ήτανε; Τα μοίρασε στις αδερφές του, έδωσε το καλύτερο χωράφι, ένα χωράφι που είναι 18 στρέμματα το μοίρασε στις αδερφές του και άλλο κάτι κομμάτια και έτσι και εμείς τα δώσαμε στα κορίτσια μας.
Θα ήθελα να σε γυρίσω λίγο πιο πίσω, με τον παππού πώς γνωριστήκατε, θυμάσαι;
Τον παππού… Ο παππούς ήτανε... Ήμασταν… επειδή ήμασταν κοντοχωριανοί μια φορά πάτησε ένα καρφί αυτός και ήρθε στο χωριό και ο αδερφός μου τον ήξερε και τον έφερε στο σπίτι. Και λίγο τον ήξερα έτσι… τον ήξερα δηλαδή φατσικώς, όχι ότι είχα γνωριμία. Ήρθε εκεί να κάνει μια ένεσα αντιτετανικό – πώς τα λένε αυτά; – μετά ήρθα εγώ εδώ σε ένα γάμο, με είδανε οι γιαγιάδες, οι μάνες του και οι θείες του κλπ., και αυτός απολύθηκε από το στρατό, σου λέει: «Θες ένα κορίτσι να πάρεις; Θα πάρεις από το τάδε το σόι κορίτσι». Το σόι; Ποιανού το σόι; Ήρθε εκεί πέρα σε ένα γάμο στο χωριό, με είδε. Ήρθε από εδώ πέρα, ήρθα εγώ σε ένα γάμο με είδε, παντρευότανε μια… Παίρναμε από ‘δω στα Πετρανά την παίρναμε. Οι γιαγιάδες σου λένε: «Ξέρουμε τους γονείς τους, τους παππούδες», και από ‘κει, υστέρα ήρθε, με ζήτησε και αυτό ήταν. Δεν είχαμε καμία σχέση, δεν γνωριστήκαμε μπροστά. Αυτό ήτανε.
Το γάμο σου τον θυμάσαι;
Τον γάμο μου τον θυμάμαι. Δεν είδα στο καθρέφτη το πρόσωπο μου τι λογιά νύφη ήμουνα; Δεν το είδα. Ήρθαν εκεί με το λεωφορείο, με ντύσανε, με πήρανε και με λέει μια από την Μεσιανή μπροστά από 6-7 χρόνια, «Στο γάμο σου – λέει – ήρθα…», όταν γινόταν ένας γάμος εδώ ερχόντουσαν όλα τα παιδιά από [Δ.Α.] από εδώ γινόταν ένας γάμος, πηγαίναν [00:40:00]να σεργιανίσουν. Και με λέει αυτή η γυναίκα – δε ξέρω αν ζει αν πέθανε – μπροστά από 7-8 χρόνια, ζούσε ο πάππους ακόμα. «Σε θυμάμαι – λέει– ήσουνα πολύ όμορφη νύφη. Ήρθαμε – λέει – με μια βροχή, χειμώνας, λάσπες, κακό. 20 Φεβρουάριου το ‘54. «Ήσουνα – λέει – μια όμορφη νύφη», «Εγώ – λέω – δε κοίταξα στον καθρέφτη, τι λογιά ήμουνα νύφη. Είχαμε καθρέφτη; – λέω – μπορεί να είχαμε κάνα μικρό καθρεφτάκι, αλλά δε πρόλαβα να το κοιτάξω πως ήμουνα. Αυτό είναι…
Η καταγωγή του παππού;
Η καταγωγή του παππού είναι από το Χότζα, και αυτός από ‘κει από την πατρίδα ήρθε ο πατέρας του. Ο πατέρας του είναι από το Χότζα και η μάνα του είναι από το Τσουχούρι. Ο παππούς παντρεμένος ήτανε, είχε πεθάνει η γυναίκα του, η πρώτη γυναίκα του. Δύο φορές παντρεύτηκε, πέθαναν οι γυναίκες του. Μετά πήρε την γυναίκα, τη γιαγιά αυτήν. Αυτή τη γιαγιά που και αυτηνής τον άντρα τον πήρανε στο στρατό και δε γύρισε και έμεινε 12 χρόνια με τα κουνιάδια της, και όταν ήρθαν εδώ πέρα σου λέει… την κάνανε την προξενιά, σου λέει: «Χήρος ο ένας, χήρος και ο άλλος», και έτσι παντρευτήκανε. Και έκαναν 3 παιδιά… 4 κάνανε, το ένα πέθανε 6 χρονών. Το ’39… το ‘34 γεννηθείς, το ‘39 πέθανε. Το έχουμε γραμμένο στον πίνακα που έχω με τους παππούδες. Και έτσι πέθανε και εκείνος. Και η Δέσποινα και η Πολυξένη, του Γρηγόρη η μάνα ήταν η αδερφή του, και ο παππούς, 3 αδέρφια.
Η ζωή με τα καπνά πώς ήταν;
Η ζωή με τα καπνά ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Όλα με τα χέρια. Νερά δεν είχαμε, είχαμε 2 μπάρες, μπάρες μαζεύονταν νερό από τη βροχή. Ένα είχαμε εδώ κάτω στα μνήματα κοντά πιο κάτω και ένα ήτανε που είναι επάνω κει στη γέφυρα δίπλα, δίπλα εκεί είχε μια μπάρα και μια ήτανε στο χωράφι μας, έξω από το χωριό. Και πήγαιναν ο κόσμος με τα κάρα και μπαίνανε μέσα στη λάσπη και παίρνανε νερό, γέμιζαν τα βαρέλια και με τα ζώα, με τα κάρα, κουβαλούσαν τα βαρέλια. Και είχαμε ειδικά ποτιστήρια με ένα ξύλο με μύτη και τρυπούσαμε, έριχναν λίγο και το πατούσαμε εμείς το φυτό μέσα. Έτσι με τα χέρια. Μετά πήραμε τη μηχανή… ποτέ την πήραμε τη μηχανή; Το ’63. ‘62-‘63 πήραμε μηχανή. Πήρε ο θείος ο Βαγγέλης τρακτέρ. Ούτε και τρακτέρ δεν είχαμε. Καθόμασταν τρία άτομα και ένας κάθονταν στη μέση και είχαμε ειδικές κάσες, τα καπνά τα βάζαμε έτσι με τη σειρά όμορφα, τα στοιβάζαμε, να βγαίνει αμέσως, να δίνει στον έναν, να δίνει στον άλλον και έτσι με ευκολία βγήκαμε με τη μηχανή. Να φυτεύουμε. Φυτεύαμε καπνά. Άντε να μάσεις εργάτες, να μάσεις τα καπνά. Τελευταία μέρα που θα πήγαινα στο νοσοκομείο να γεννήσω την Τασούλα. 10 Σεπτέμβριου. Ήρθαμε από τα καπνά τα αφήσαμε μες στο καφενείο, ήρθαμε με εργάτες, εγώ λέω: «Θα πρέπει να πάω στο νοσοκομείο», λέω τον παππού, γιατί με έπιασαν οι πόνοι και έτσι πήγαμε ταξί και πήγαμε γεννήθηκε η Τασούλα. Και η Τασούλα και η Μαίρη, άσε… ιστορίες μεγάλες. Τη Σοφούλα τη γιαγιά σου, τη γέννησα στο χωριό. Πρακτικές μαμές. Ούτε να τα λέμε δεν αξίζει, τα θυμάμαι και τρέμω. Πώς ζήσαμε; Κατάλαβες; Τη Μαίρη ήμουνα στο αμπέλι. Παραλίγο να γεννηθεί στο αμπέλι. Πήγαμε με το κάρο εκεί να τρυγήσουμε, πήρα και τη γιαγιά μαζί μου, ήταν τριών χρονών. Στα αμπέλια με έπιασαν οι πόνοι, τώρα; Κατεβαίνω από την άλλη άκρα, μέχρι τη μέση εκεί πού είναι… του Παύλου εδώ τα κτίρια που είναι, εμείς ήμασταν εκεί ήταν η κουνιάδα μου, της λέω: «Δέσποινα με έπιασαν οι πόνοι». Κατεβαίνω με τη Σοφούλα στο χέρι σιγά-σιγά και ύστερα κατεβαίνει ένα λεωφορείο τοπικό εδώ, λέω… Σταματάει εκεί, σταματάμε, ανεβαίνω εγώ, κατεβαίνει ο παππούς να δώσει τα σταφύλια σε έναν έμπορα. Αλλουνού σταφύλια ήταν, του θείου μας του Πέτρου. Δε προλαβαίνω να τον πω ότι εμένα με έπιασαν οι πόνοι, στέλνουμε από εδώ τον θείο τον Βαγγέλη από ‘δω με τα πόδια, να πάει να πει ο Σάββας για να πάμε στην Κοζάνη. Παραγγέλνει ταξί, ετοιμάζομαι εγώ, πηγαίνω… παραλίγο στο δρόμο θα γινόταν το παιδί. Μόλις το πήγα εκεί, αμέσως το πήρανε, αμέσως! «Σαν και εσένα – λέει – εκατό να έρχονται», «Απ’ το αμπέλι ήρθα – λέω – πώς θα περπατάς στους δρόμους;». Και είχε γεννηθεί ένα παιδί, ούτε 2 κιλά δεν ήτανε. Σαν λαμπογυάλι ήτανε, τόσο ένα μικρούτσικο στη δουλειά. Από δουλειά σε δουλειά, τι θέλεις να γίνει; Αυτά τα έγραψες όλα; Σώπα! Πωπώ τι να πούμε.
Κοιτώντας πίσω γιαγιά σε όλα αυτά. Θα έκανες κάτι διαφορετικό;
Τι να κάνω παιδί μου; Τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τι μπορούσαμε να κάνουμε; Ήρθαμε εδώ πέρα, είχαμε παππού, γιαγιά, ήταν η κουνιάδα μου ελεύθερη, σπίτι δεν είχαμε. Για να παντρευτεί τότες βιαστικά-βιαστικά είχαν ένα μικρό δωμάτιο εκεί… Το θυμάσαι καθόλου το σπίτι μας το παλιό;
Πολύ λίγο.
Μόλις έμπαινες από την εξώπορτα, έμπαινες σε ένα χολ, το σοβάτισαν, μόλις ανάψαν και τη θερμάστρα τα Χριστούγεννα αρραβωνιαστήκαμε, 20 Φεβρουάριου παντρευτήκαμε.
Αυτή ήταν η ζωή τότε.
Έτσι ήταν παιδί μου φτώχεια. Φτώχεια.
Μου είχες πει για ένα ζευγάρι από την Αθήνα που είχαν έρθει να φάνε.
Ναι.
Θα ήθελες να μού πεις λίγο αυτή την ιστορία;
Αυτό ήμουνα μικρή. Ήρθανε στο σπίτι μας, και τους λέει η μάνα μου: «Να σας βάλω να φάτε», από αυτό το φαΐ που είπα στην αρχή. Ε τους έβαλε και φάγανε. Λένε: «Πολύ ωραίο το σπανακόρυζο σας κυρία». Ήτανε… Πεινούσανε οι άνθρωποι. Πείνα! Ήρθανε μια δόση κάτι άλλοι, μικρή ήμουνα, λέει: «Θα μας δώσεις λίγο ψωμί;», η μάνα μου δεν ήτανε και η μάνα μου είχε ένα σεντούκι έτσι και είχε από πάνω και δύο παπλώματα. Λέω: «Το ψωμί μας εδώ μέσα είναι, εγώ δε μπορώ να το σηκώσω», το σήκωσαν με τον ώμο τους το καπάκι, πήραν ένα ψωμί από μέσα, με δώσανε λεφτά. Εγώ τα λεφτά δεν τα ήξερα τι είναι. Τα λεφτά δεν είχα δει και με έδωσαν και λεφτά και χαιρόμουνα, λέω: «Με έδωσαν κάτι οι άνθρωποι και τους έδωσα – λέω – ψωμί», τη μάνα μου, «E άμα τα δώσουμε έτσι ολόκληρα τα ψωμιά, εμείς τι θα φάμε παιδί μου;», λέει. Γιατί ήτανε πολύ δύσκολα τα χρόνια παιδί μου, πεινούσαν οι άνθρωποι. Και μείνανε μερικοί στα χωριά, μείνανε για να φάνε ψωμί. Μόνο και για να φάνε. Σου λέει: «Να μείνουμε εδώ και μόνο να τρώμε λίγο ψωμί που υπάρχει». Στα χωράφια πηγαίνανε, ο κόσμος μάζευε, θερίζανε και αν έπαιρνε ένα στάχι, αν έπεφτε το μαζεύανε οι άνθρωποι, να το πάρουνε για να το μαζέψουνε. Δεν αφήνανε ένα στάχι κάτω. Και τότες δεν υπήρχε έτσι, στάρια όπως είναι τώρα. Τώρα ρίχνουνε λιπάσματα, οργώνονουνε βαθιά, τα ραντίζουνε. Τότε ήταν με τη δύναμη του χώμα θα γινότανε, δεν είχε λιπάσματα και τέτοια φάρμακα, και μάζευαν στάχια. Άλλοι παντρεύτηκαν, μείνανε στα χωριά, πωλούσαν της προίκες τους από τα… φέρνανε ό,τι είχαν μαζί τους τα πουλούσανε για να πάρουν ένα κομμάτι ψωμί, να πάρουν λίγο αλεύρι να φάνε, και έτσι περάσανε οι καημένοι. Πόσοι πεθάνανε έτσι στους δρόμους; Μια φορά το γυρίσαν έργο νομίζω και στην Αθήνα και το απαγορεύσανε. Δηλαδή πέφτανε άνθρωποι από την πείνα, πεθαίνανε στους δρόμους. Και πέσανε στα χωράφια. Δόξα τω Θεώ, στα χωριά δεν πεθάνανε ο κόσμος, μπορούσανε λίγο ή πολύ τα χωράφια τους, από το σπίτι ό,τι κάμνανε, το πλιγούρι τους, το μπαχτσέ τους. [00:50:00]Άντε και μπαχτσέδιαζε, δε μπορούσαν να κάνουν τότες να ποτίσουνε. Ήταν ένα είδος σαν το στάρι, ένα χόρτο το έσπερνε η μάνα μου στο μπαχτσέ, και αυτό ήταν ένα σαν αγκάθι. Και αυτό είχε ένα σπυρί, σαν στάρι λίγο αλλά άσπρο. Το κοπάνιζε αυτό, το κοπανίζανε και το περνούσανε στο νερό μέσα, το στραγγίζανε σε ένα τουρμπάνι μέσα και παίρνανε το ζουμί εκείνο, ήτανε σαν γάλα και έκαμναν φαΐ. Αυτό το λέγαμε στη γλώσσα μας «Κασοφί». Αλλά πώς ήτανε το ελληνικό όνομα; Δε το ξέρω. Αλλά εξαφανίστηκε. Όταν ήρθαμε εδώ, το σπέρνανε και εδώ πέρα αλλά το τρώγανε και πράσινο και σαλάτα και τέτοια. Τα χρόνια εκείνα το κοπάνιζε η μάνα μου και το έβγαλε το ζουμί για να κάνει φαΐ με πλιγούρι.
Μιας και ανέφερες το φαγητό. Οι Φαρασιώτες τι συνταγές φέρατε;
Συνταγές;
Τι ιδιαίτερα φαγητά κάνατε;
Ιδιαίτερα φαγητά; Το ιδιαίτερο φαγητό ήτανε τα απλά φαγητά που ξέρανε. Τα απλά αυτά, με το πλιγούρι. Τι γινόταν με το πλιγούρι; Το πλιγούρι το είχανε το καλύτερο φαγητό, απαραίτητο σε όλα τα σπίτια, θα είχαν το πλιγούρι. Έφτιαξαν τον τραχανά τους μπόλικο. Απ’ το πλιγούρι γίνονταν πολλά φαγητά. Κάμνανε τις «βόμβες» που λένε, «ουν κεφτέ», που κάνανε. Μέσα του γεμίζουν με κιμά, διάφορα μπαχαρικά βάζουνε, το κλείνουνε, το βρέχουν το πλιγούρι, το ζυμώνουνε καλά με λίγο αλεύρι και μέσα λίγο λαδί βάζουνε και κιμά βάζουνε. Αυτό ζυμώνουν, το κάνουν έτσι σαν βόμβα, γεμίζουν μέσα κιμά και το ψήνουνε. Και τα υπόλοιπα φαγητά τους ήτανε το τραχανά, τα φασόλια... Έτσι, γλυκά τέτοια δεν ξέρανε οι δικοί μας να κάνουνε, δεν ξέρανε… Γιατί έκαμνε πορέκια η μάνα μου, γέμιζε ένα φούρνο θα έκαμνε πορέκια, ένα φούρνο θα έκαμνε τσουρέκια – τσουρέκια που λέγαμε – ήτανε με βούτυρο. Το πασάλειβε το ζυμάρι… Με ζάχαρη δεν ήξερε να κάνουνε, τέτοια γλυκά δεν ήξερε και τα κάνανε στο φούρνο. Παλιά είχαμε καπαμάδες, «γάστρες» που λένε. Η γάστρα ήταν ένα… το γεμίζανε, ερχόταν έτσι τρούλος, είχε χερούλια από πάνω και το γέμιζαν στάχτη, είχε ένα στεφάνι και γεμίζανε στάχτη από πάνω και αυτό το ζεσταίνανε με άχυρο. Ρίχνανε άχυρο. Είχε… Ρίχνανε να ζεσταθεί, αφού το ακουμπούσες εκείνο και έκαιγε πια, το έπιανες με ένα ξύλο και έβαζες τα ψωμιά τα ψένανε. Μετά κάνανε φούρνους με ξύλα να κάψουνε, πρώτα είχαν τις γάστρες. Από ‘κει και εγώ ζύμωσα μια φορά και έτσι πήγα να το σηκώσω και έκαψα τα πόδια μου, γιατί ήμουνα μικρή. «Αχ – λέω – ώσπου να ‘ρθει η μάνα μου, να κάνω και ‘γω κάνα ζυμάρι έτσι», και έκαψα τα πόδια μου γιατί εκείνο εκεί καίει, είναι στρογγυλό, μεγάλο. Έπιανε το χέρι σου. Ήμουνα και μικρή και έκαιγα τα πόδια μου.
Τα πορέκια πως τα φτιάχνατε;
Τα πορέκια ήτανε… θα τσιγάριζε το κρεμμύδι καλά. Καλά θα τσιγαριστεί το κρεμμύδι, βάζει μέσα λίγο κόκκινο πιπέρι, λίγο το τυρί να κρυώσει, βάζανε και το τυρί μέσα και το ζυμάρι το κανονικό θα φούσκωνε, το έκαναν μπίλιες μικρές έτσι, όσο μπορείς, θες και μικρότερο και μεγάλο, και το άπλωνε έτσι σαν πιατάκι, το έβαζε σαν μισοφέγγαρο γίνεται αυτό. Και το πατάει γύρω-γύρω και γίνεται το πρέκι. Τώρα τα διαφημίζουν και τα κάναμε πορέκια κάναμε. «Πισία» τα λένε οι Πόντιοι, «πορέκια» τα λέμε εμείς.
Κάποιο άλλο φαγητό το οποίο μαγείρευε η μάνα σου και έχεις να το θυμάσαι;
Μάντις έκοβε, μαντί. Πέτουρα δεν είχε τότες, πέτουρα να κόψουνε έτοιμα πράγματα μακαρόνια, ζυμάρι, φύλο άνοιγε, το έκοβε ψηλά, ψηλά, ψηλά και έκαμνε ματίς. Το έκαμνε σε τετραγωνάκια, το έκαμνε με γιαούρτι. Τα πέτουρα τα στέγνωνε, καλά τα στεγνώνανε, τα γέμιζαν σε ένα κουτί σε μια σακούλα καθαρή. Πέτουρα όλα από τα σπίτια, αγοραστά δεν είχανε τίποτα να παίρνουν. Όλα έτοιμα αυτά, σπιτικά. Και έφτιαχνε, ετοίμαζε για το χειμώνα, έπαιρναν και λίγα φασόλια από το μαγαζί και είχανε τις πατάτες τα βγάζαμε, για μια δόση ήρθανε από το Πλατύ ο θείος μου με τα παιδιά και είχανε μια θεριστική μηχανή. Είχαμε ένα χωράφι μέσα στα σπίτια ανάμεσα, ένα οικόπεδο, και βάλαμε πατάτες. Πάω βγάζω εγώ πατάτες, κάνω ένα πατάτες-φαΐ, ένα γιαχνί. Και έρχεται ο θείος μου, ο μακαρίτης και λέει: «Κοίταξε εδώ – λέει – πώς μοσχοβολάει το φαΐ που κάνουνε». Δηλαδή άλλη γεύση είχε ο τόπος ο δικός μας, εδώ που κάνουν τα φαγητά και άλλη γεύση στο Πλατύ. Το Πλατύ είχε… είναι υγρό το μέρος, έτσι κάμπος δεν είχε τη γεύση αυτή που έχει εδώ στο πετρώδη το μέρος. Κατάλαβες; Και το έλεγε ο μακαρίτης ο θείος μου: «Κοίτα – λέει – πόσο νόστιμο…». Και στρώναμε στην αυλή μέσα, ένα τσούλι και βάζαμε το σουφρά και καθόμασταν να φάμε. Γιατί είχαν έρθει με τη θεριστική, ήτανε ελεύθερος και ο μεγάλος και ο Ιορδάνης φοιτητής ήτανε, και πήγε να περάσει ο Ιορδάνης μετά από την επιτροπή…. ήταν γραμμένος γιατί είχε γεννηθεί στα Πετρανά και περνούσε επιλογή να πάει φαντάρος και τον λέει ο αξιωματικός: «Ποιος είσαι;», «Είμαι ο Iορδάνης Παπαδόπουλος, φοιτητής Θεσσαλονίκης», και τον λέει: «Γιατί ήρθες έτσι; Σαν λερωμένος;». «Απ’ το χωράφι έρχομαι κύριε, δεν είμαι – λέει – από το σχολείο». Κατάλαβες; Ήθελε να τον πει ότι δεν είσαι περιποιημένος. Τι θα πει; Όταν δουλεύει ο άνθρωπος... Δουλεύαν τα παιδιά, με το τρακτέρ και η θεριστική μηχανή τα θέριζε τα δεμάτια και τα έδενε με έναν σπάγκο για ευκολίες. Ακόμα οι κομπίνες δεν είχαν έρθει, κατάλαβες; Και αυτό το θυμάμαι. Τέλος πάντων. Τελειώσαμε; Δε ξέρω, εσύ ξέρεις.
Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι άλλο γιαγιά; Κάτι άλλο που να θυμάσαι, κάτι που να αξίζει να ειπωθεί;
Να ειπωθεί; Τι να πω παιδί μου; Έβλεπα βλέπαμε τους ανθρώπους που περπατούσαν και κάψανε τους Καταφιώτες και περπατούσαν και ερχόντουσαν με τα πόδια μέχρι το χωριό μας και μείνανε καμία δεκαπενταριά οικογένειες. Τελευταία έμενε μια γυναίκα και αυτή πέρσι πέθανε. Δηλαδή τους θυμάμαι. Μαζευόμασταν σαν κορίτσια, παιδιά, όλοι… είχαμε ένα μεγάλο δέντρο κάτω από το χωριό μπαίνοντας και ήτανε της θείας του αδερφού μου η γυναίκα από την Αθήνα, ήρθε με την πείνα με τρεις αδερφές. Και μένανε… και αυτή παντρεύτηκε και μαζί της για να φάνε και οι αδερφές της έμεινε εκεί. Αυτή ήταν πολύ… τραγουδίστρια. Τραγουδούσε πολλά τραγούδια και μαζευόμασταν όλα τα κορίτσι και χορεύαμε. Και βλέπω, το θυμάμαι και αυτό, τους χορούς που κάμνανε. Άλλο τι να θυμηθώ.
Τι μπορείς να μου πεις για τους χορούς αυτούς.
Όλοι οι χοροί μας ήταν όλοι συρτοί και τέτοια, δε ξέραμε. Τραγουδούσαμε… Είχαμε έναν, έπαιζε το ούτι ένας της θείας μου ο άντρας και θυμάμαι ένα τραγούδι του που έλεγε: «Περίμενα – λέει – το καλοκαίρι, το φθινόπωρο…», «Το φθινόπωρο περίμενα – λέει – και το καλοκαίρι ήρθε και πέρασε.» Δεν πρόλαβε να το χαρεί το καλοκαίρι, αλλά το είχε συνδυασμένο ωραίο. Και ‘μείς ήρθε ο Ιούνιος και ακόμα το καλοριφέρ ανάβουμε. Μόνο σήμερα δεν το άναψα και χθες και φόρεσα χοντρό παλτό και πήγα στη λαϊκή . Φέτος καλοκαίρι είδα; Ούτε Μάη.
Αρά δηλαδή με τόση φτώχεια, με τόση πείνα με όλα αυτά, περνούσατε καλά. Βρήκατε κάποιες μέρες…
Βρίσκαμε τις Κυριακές διασκέδαζα. Διασκέδαζα. Είχε καφενεία, μας πήγαινε ο αδερφός μου, πηγαίναμε εκεί πέρα, τελευταία διασκεδάζαμε κιόλας. Έβαζε τα γραμμόφωνα τότες τα τραγούδια. Τραγουδούσε ο αδερφός μου πολύ ωραία, είχε πολύ καλή φωνή και όταν τραγουδούσε τον έβαζαν οι παππούδες «Βασίλη πες μας και άλλο κάνα τραγούδι». Αν τραγουδούσε, ούτε ακουγότανε φωνές και αυτοκίνητα να χαλάσει η φωνή και βγαίναμε έξω από το σπίτι και ακούγαμε τα τραγούδια του. Και [01:00:00]υστέρα έψελνε και ωραία αλλά τώρα πια, γέρασε είναι 91 χρονών. Περάσαμε και καλά, περάσαμε και άσχημα και φτωχικά. Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ που ζήσαμε τόσα, είμαι τώρα 88 χρονών και έχω… και είμαι στα πόδια μου. Ο παππούς μας πέθανε 88 και μισό. Όταν ήρθαν να τον πάρουν από ‘δω το ΕΚΑΒ που έρχεται, τον ρωτάει: «Πόσο είσαι παππού;», «88 και μισό» λέει. Και έπεφτε ένα χιόνι εκείνη την ημέρα, τον πήρανε απ’ εδώ, δυο παλικάρια να τον βάλετε στο ασθενοφόρο και έπεφταν τα χιονιά στο πρόσωπο του.
Γιαγιά, σε ευχαριστώ που μοιράστηκε την ιστορία σου μαζί μας.
Να ‘σαι καλά πουλί μου. Να ‘σαι καλά, να ‘σαι καλά γιαβρί μου, να ‘σαι καλά. Ο Θεός να σε έχει καλά, γερός, τυχερός στη ζωή σου.
Εδώ θα κλείσουμε.
Να χαίρεσαι τη μάνα σου, τον πατέρα σου και όσους αγαπάς. Να ‘σαι καλά.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Η Χριστίνα Ευρενιάδου μιλάει για τις μνήμες της από τον Εμφύλιο, τη Γερμανική κατοχή, τα φτωχικά χρόνια και την ασταμάτητη δουλειά εκείνων των χρόνων.
Narrators
Χριστίνα Ευρενιάδου
Field Reporters
Κοσμάς Χατζηιωαννίδης
Historical Events
Tags
Interview Date
31/05/2023
Duration
61'
Interview Notes
Η αφηγήτρια είναι η προγιαγιά του ερευνητή.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Η Χριστίνα Ευρενιάδου μιλάει για τις μνήμες της από τον Εμφύλιο, τη Γερμανική κατοχή, τα φτωχικά χρόνια και την ασταμάτητη δουλειά εκείνων των χρόνων.
Narrators
Χριστίνα Ευρενιάδου
Field Reporters
Κοσμάς Χατζηιωαννίδης
Historical Events
Tags
Interview Date
31/05/2023
Duration
61'
Interview Notes
Η αφηγήτρια είναι η προγιαγιά του ερευνητή.