© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Καλημερίζοντας καθημερινά τον Σολωμό
Istorima Code
24315
Story URL
Speaker
Αικατερίνη Δεμέτη (Α.Δ.)
Interview Date
08/05/2023
Researcher
Ιωάννης Πορφύριος Καποδίστριας (Ι.Κ.)
[00:00:00]Είμαι ο Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας από το Istorima. Είναι 9 Μαΐου 2023 και βρίσκομαι μαζί με τη διευθύντρια του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων Κατερίνα Δεμέτη στο σπίτι της στη Ζάκυνθο. Καλησπέρα, κυρία Κατερίνα.
Καλησπέρα, Ιωάννη-Πορφύριε. Καλώς ήρθες στο σπίτι, το σπίτι που το γνωρίζεις και χαίρομαι πάρα πολύ που συμμετέχω κι εγώ σε αυτή τη μεγάλη δράση που κάνει το Istorima.
Θέλετε να συστηθείτε λίγο στους ακροατές μας;
Ναι. Είμαι Ζακυνθινή, γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Ζάκυνθο. Σπούδασα, στα νεανικά μου χρόνια, μετά τις εγκύκλιες σπουδές, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο ΑΠΘ, Ιστορία-Αρχαιολογία. Πήρα ειδικότητα Αρχαιολογία. Και τώρα, στα όψιμά μου χρόνια, κάνω ένα μεταπτυχιακό στη Δημόσια Ιστορία. Η επαγγελματική μου ιδιότητα είναι, όπως ανέφερες, διευθύντρια του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων. Και σαν αρχαιολόγος έχω εργαστεί σε ανασκαφές και τα τελευταία τριάντα χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, στη Ζάκυνθο, όπου εδώ μεγάλωσα τα παιδιά μου και βρίσκομαι ακόμα εν ενεργεία.
Τι σας έκανε να ακολουθήσετε την Αρχαιολογία;
Με έκανε να ακολουθήσω την Αρχαιολογία η οικογενειακή παράδοση. Ο πατέρας μου, Γιάννης Δεμέτης, ήτανε για τριάντα οχτώ χρόνια διευθυντής-επιμελητής στο Μουσείο Σολωμού. Εγώ, λοιπόν, σαν παιδάκι, θυμάμαι τον πατέρα μου δίπλα από το άγαλμα του Σολωμού. Θυμάμαι τα βράδια της Ανάστασης να κάνουμε οικογενειακά Ανάσταση στο μπαλκόνι του Μουσείου, βλέποντας τον Δεσπότη να λέει το Αναστάσιμο Ευαγγέλιο και να φέρνουνε το Άγιο Φως από τη Μητρόπολη, κάτω από το Μουσείο, πάνω στο πάρκο. Και φυσικά, όλα μου τα σχολικά χρόνια να έχω ένα βιβλίο από τη Βιβλιοθήκη του Μουσείου, που είναι αρκετά μεγάλη, και να εμπνέομαι, να επηρεάζομαι, να λύνω απορίες. Με αποτέλεσμα να θέλω κι εγώ να βρεθώ σε αυτό τον χώρο, όπως λέμε φατσιναρισμένη, δηλαδή μπολιασμένη στη Ζάκυνθο, από την αγάπη του πατέρα μου για τη λαογραφία και την Ιστορία του νησιού και να γίνω κι εγώ αρχαιολόγος. Έτσι, λοιπόν, η σχέση μου με το Μουσείο Σολωμού είναι μια σχέση οικογενειακή. Είναι, σαν να έλεγα, το δεύτερό μου σπίτι. Εκεί, λοιπόν, μεγάλωσα από παιδάκι και εκεί η τύχη και η συγκυρία με έχουν φέρει σήμερα να εργάζομαι και από το 2007 να έχω αναλάβει τη θέση της διευθύντριας, ενώ σαν μόνιμη εργαζόμενη είμαι από το 2000, είκοσι τρία χρόνια δηλαδή. Και πριν από το 2000 πάλι, έκανα για πρώτη φορά, με το που τελείωσα το πανεπιστήμιο, το 1989, έκανα την καταγραφή του μουσειακού υλικού του Μουσείου Σολωμού σε ένα πρόγραμμα που είχε βγάλει το Τμήμα Λαϊκής Τέχνης του Υπουργείου.
Οπότε, καταλαβαίνω ότι οι καταβολές σας ήτανε για να είστε εκεί που είστε τώρα. Πώς θυμόσαστε τον εαυτό σας σαν παιδάκι μέσα στο Μουσείο;
Σαν παιδάκι, θυμάμαι ότι τα καλοκαίρια, αντί να παίζω στην πλατεία, όπως κάνανε οι άλλοι μου συμμαθητές, οι άλλες μου φίλες, εγώ βοηθούσα τον μπαμπά μου μέσα στο Μουσείο, γιατί ήταν μόνος του. Ξεκινούσε τότε η Ζάκυνθος να έχει τον τουρισμό, δεκαετία του ’80. Το Μουσείο Σολωμού, με τα χειρόγραφα και το μαυσωλείο, το μοναδικό μαυσωλείο στην Ελλάδα, είχε αρκετή επισκεψιμότητα, μεγάλη επισκεψιμότητα, οπότε ο μπαμπάς ήθελε χέρια. Θυμάμαι, λοιπόν, μια ζωή να κάθομαι στο παλιό Μουσείο, πριν γίνει η επέκτασή του τώρα, που ήτανε οι μισές σχεδόν αίθουσες απ’ ό,τι είναι σήμερα, σε μια καρέκλα στην αίθουσα Κολυβά και να προσέχω τις εικόνες της συλλογής Κολυβά. Είχα το βιβλίο μου και παράλληλα παρακολουθούσα τους επισκέπτες. Μου κάνανε ερωτήσεις βέβαια, μου άρεσε να απαντάω στις ερωτήσεις τους, όταν ήξερα αυτά που μου λέγανε. Αλλά αυτά τα οποία δεν τα γνώριζα, ήταν μια ευκαιρία να ψάξω περισσότερο σε βιβλία, να ρωτήσω τον μπαμπά μου και με αυτό τον τρόπο να γνωρίσω ακόμα περισσότερο και το Μουσείο, αλλά και την Ιστορία της Ζακύνθου. Η ιστορία, όμως, της σχέσης μου με το Μουσείο πηγαίνει ακόμα πιο παλιά, γιατί ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης, ήτανε αυτός ο εργολάβος που μετά τον σεισμό του 1953, σε σχέδια Αντωνίου Κιτσίκη, είχε αναλάβει να φτιάξει την εργολαβία του Μουσείου. Άρα, λοιπόν, ο παππούς μου ο Κώστας ήταν εκείνος ο οποίος πρώτος είχε την παρουσία του μέσα σε αυτό τον χώρο που βρίσκομαι σήμερα. Στη συνέχεια, η μητέρα μου, πριν πάει ο μπαμπάς μου, σαν εποχιακή υπάλληλος, τα καλοκαίρια, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών περίπου, την είχαν πάρει για να προσέχει τα εκθέματα. Και μετά, ο πατέρας μου διορίστηκε εκεί και ανέλαβε τη θέση του επιμελητή. Όπου, βέβαια, τότε τα ωράρια ήταν τελείως διαφορετικά και καθόριζαν και το οικογενειακό πρόγραμμα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο μπαμπάς ήταν στο Μουσείο κάθε μέρα, εκτός από Τετάρτη και Κυριακή απόγευμα. Τετάρτη και Κυριακή απόγευμα, τα καλοκαίρια, ήταν, λοιπόν, οι μέρες που κάναμε τα μακρινά μας μπάνια. Πηγαίναμε συνήθως στο Βασιλικό, οικογενειακά, και κάναμε μπάνιο στη θάλασσα. Το λέω αυτό γιατί το Μουσείο ήταν ανοιχτό όλη μέρα. Η ζωή του πατέρα μου, λοιπόν, ήταν μέσα στο Μουσείο και κατά συνέπεια, κι εμάς των παιδιών. Και τώρα συνεχίζεται αυτή η σχέση, με τη δική μου την εργασία, αλλά και την εργασία του αδελφού του Μιχάλη, ο οποίος και αυτός εργάζεται στο Μουσείο και είναι επιμελητής εκεί. Φροντίζει, δηλαδή, από την καθαριότητα του Μουσείου, μέχρι τα εισιτήρια, μέχρι ό,τι χρειάζεται το κτίριο σαν συντήρηση, είναι στον Μιχάλη. Εγώ έχω αναλάβει το κομμάτι το επιστημονικό και της εξωστρέφειας του Μουσείου.
Εκτός, όμως, από το έργο σας στο Μουσείο, που θα μας το αναλύσετε μετά, έχετε υπάρξει και σε άλλα μουσεία.
Βέβαια. Έχω υπάρξει και στο μουσείο το Μεταβυζαντινό, το Μουσείο Ζακύνθου που λέμε τώρα. Εκεί εργάστηκα αμέσως μόλις τελείωσα το πανεπιστήμιο. ’85 με ’89 σπούδασα στη Θεσσαλονίκη. Ήρθα, λοιπόν, στη Ζάκυνθο και με ωρομίσθιες συμβάσεις των άνεργων αρχαιολόγων εκείνη την εποχή, εργάστηκα στο μουσείο για αρκετά χρόνια τα καλοκαίρια, αλλά και με ανάθεση έργου. Τότε ήταν συμβάσεις για τους άνεργους αρχαιολόγους για να κάνουνε συγκεκριμένες εργασίες μέσα στην έκθεση. Κάναμε, λοιπόν, έκανα τότε την καταγραφή των εικόνων, που δεν είχε γίνει άλλη φορά. Το Μουσείο Ζακύνθου περιλαμβάνει τις εικόνες που διασώθηκαν μετά την καταστροφή του Αυγούστου του ’53. Αυτές οι εικόνες, λοιπόν, δεν είχαν καταγραφεί, οπότε τότε, για πρώτη φορά, έκανα την καταγραφή και τακτοποίησα τις αποθήκες του Μουσείου Ζακύνθου. Μια εκπληκτική εμπειρία, γιατί βρέθηκα σε επαφή με ένα υλικό το οποίο δεν ήταν αυτό που είχα συνηθίσει να βλέπω μέσα στις αίθουσες της εκπληκτικής Πινακοθήκης που έχουμε στο Μουσείο Ζακύνθου, αλλά ήτανε ένα υλικό σαν να έβγαινε μέσα από τα ερείπια του ’53. Εσταυρωμένοι, αμνοί που τα μέλη ήταν σπασμένα, εικόνες που λείπανε κομμάτια από τα πλαίσια. Ήταν σαν να βρισκόσουν σε ένα ανατομείο. Οπότε, αυτή μου η εμπειρία μου έδωσε μια φοβερή αίσθηση για το πόσο πλούσια ήταν η Ζάκυνθος πριν από τον σεισμό του ’53. Άρχισα, δηλαδή, να εργάζομαι σε ένα παράλληλο σύμπαν. Δεν ήταν, δηλαδή… Αυτό που έβλεπα και οι φορτισμένες συναισθηματικά εικόνες από τη λατρεία των ανθρώπων που πέρασαν βλέποντας και λατρεύοντας αυτά τα αντικείμενα, μου έδιναν κι εμένα μια [00:10:00]φοβερή ενέργεια ότι αυτό που κάνω είναι πάρα πολύ σημαντικό και είναι ευλογημένο. Και θέλω να πω ότι αισθάνθηκα ότι πέρασα πάρα πολύ ωραία στο Μουσείο Ζακύνθου. Σχεδίασα μια κάρτα καταγραφής, η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, ότι το αντικείμενο του Μουσείου θα πρέπει να έχει μια ταυτότητα μοναδική, δηλαδή μια κάρτα που να μην έχει μόνο την περιγραφή, τις διαστάσεις και τη φωτογραφία, αλλά να ακολουθεί το αντικείμενο από το εργαστήριο συντήρησης, γιατί τότε είχα την τύχη να βρίσκομαι στο Μουσείο μια εποχή που υπήρχε εργαστήριο συντήρησης. Δυστυχώς, τώρα έχει κλείσει. Ήταν ένα δραστήριο εργαστήριο, το οποίο το είχε πρωτοφτιάξει και το είχε ζωντανέψει η Μαρία η Ρουσσέα, η πολύ σημαντική Ζακυνθινή ζωγράφος που έχουμε. Στη συνέχεια, σε αυτό το team ήτανε ο Σταμίρης ο συντηρητής, ήταν ο Αντώνης ο Ραζής ο συντηρητής, ήτανε η κόρη της κυρίας Ρουσσεά, η Μαρίνα-Σίσσυ Ραζή, η οποία κι αυτή εργάστηκε αρκετά χρόνια σαν συντηρήτρια στο Μουσείο. Κάποιοι ήταν εμπειροτέχνες, κάποιοι είχαν τελειώσει σχολές συγκεκριμένες. Οπότε, κι εγώ ήθελα το έργο που κατέγραφα να έχει μια ταυτότητα, που ξεκίναγε από αυτό το εκπληκτικό εργαστήριο συντήρησης και περνούσε από την έκθεση, είτε στη μόνιμη έκθεση είτε συμμετείχε σε περιοδικές εκθέσεις και στη συνέχεια μπορούσε να ξεκουραστεί μέσα στην αποθήκη. Σε μια αποθήκη τακτοποιημένη, η οποία θα μπορούσε μετά να ξανασυμμετάσχει σε μια άλλη περιοδική έκθεση, σε κάποιο άλλο μέρος της Ελλάδας. Είχα την τύχη να εργαστώ σε εποχές που τα αντικείμενα του Μουσείου Ζακύνθου έφτασαν μέχρι τη Νέα Υόρκη. Και μια πάρα πολύ σημαντική εμπειρία ήτανε η έκθεση –το 1992, αν δεν κάνω λάθος– των εικόνων που είχαμε στις αποθήκες, μαζί με τις φωτογραφίες του Μανόλη του Χατζηδάκη. Ο οποίος διέσωσε τις εικόνες το 1953 με την Ομάδα τη Σωστική που είχε έρθει στη Ζάκυνθο και είχε φωτογραφήσει τα μνημεία, τα οποία βρίσκονταν σε ερειπιώδη κατάσταση. Διέσωσε αρκετές εικόνες μέσα από αυτό τον –θα έλεγα– ορυμαγδό. Και στην έκθεση, λοιπόν, που κάναμε στο Μουσείο Ζακύνθου, παρουσιάσαμε τα μνημεία φωτογραφημένα από τον Χατζηδάκη, τη φωτογραφία του «σήμερα», όπου στη θέση των μνημείων ήταν κάτι άλλο –μπορεί να είναι ένα μανάβικο, μπορεί να είναι η Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, μπορεί να είναι μια οικία– και ήταν το «πριν» του σεισμού και το «σήμερα». Αυτό ήτανε πάρα πολύ σημαντικό για μένα, γιατί πάλι αισθανόμουν ότι κουβαλάω μια πολύ μεγάλη κληρονομιά. Αυτή που δεν τη βλέπω γύρω μου τώρα, περπατώντας στην πόλη, αλλά είναι μια εν δυνάμει κληρονομιά, οπότε εγώ έχω σαν έργο μου αυτή την κληρονομιά να τη διαφυλάξω και να την αναδείξω. Και αυτά τα οποία δεν βλέπουμε σήμερα γιατί έχουν χαθεί να μην πούμε ότι έχουν ξεχαστεί, αλλά ήταν ένα στοίχημα με τη μνήμη να μπορέσεις αυτά να τα διατηρήσεις μέσα από κείμενα, μέσα από την τεκμηρίωση των σπαραγμάτων αυτών των αντικειμένων. Οπότε, ήταν πολύ σημαντική η εμπειρία μου στο Μουσείο Ζακύνθου. Σε αυτές τις εκθέσεις. Αυτό, λοιπόν, ήταν το Μουσείο Ζακύνθου και εκεί θα πω ότι είχα τη χαρά να συνεργαστώ με μια κραταιά γυναίκα, τη Ζωή τη Μυλωνά, η οποία ήταν διευθύντρια στο Μουσείο Ζακύνθου. Ένας άνθρωπος γεμάτος πάθος, όπου πολλές φορές με στενοχωρούσε, αλλά μου έδινε και πολλά μαθήματα για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζω τη δουλειά μου, αφήνοντας το συναίσθημα πίσω και βάζοντας μπροστά περισσότερο το επαγγελματικό κομμάτι. Γιατί, όπως ανέφερα πριν, το Μουσείο Σολωμού ήτανε σαν ένα δεύτερο σπίτι. Το Μουσείο Ζακύνθου ήταν ένα τεράστιο παλάτι –το έβλεπα–, γεμάτο θησαυρούς. Είχα την τύχη να βρίσκομαι στα πιο απόκρυφα σημεία αυτού του παλατιού και η Ζωή μου έβαζε, κατά κάποιο τρόπο, κουνώντας μου το χέρι, τα όρια για το πώς ένας αρχαιολόγος θα μπορούσε πιο σωστά να διαχειριστεί το υλικό που έχει στα χέρια του. Της χρωστάω πάρα πολλά. Και υπάρχει και ένα ακόμα μουσείο στη Ζάκυνθο, το οποίο, έτσι, έδωσε πάρα πολύ μεγάλη… Έχει μια πολύ ξεχωριστή θέση μέσα στην καρδιά μου και εργάστηκα σε αυτό αρκετά. Είναι το μουσείο για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, το οποίο είναι ένα μουσείο μνήμης κι αυτό, γιατί σε αυτό το μουσείο, το οποίο είναι Δημοτικό, έχουν μεταφερθεί το κληροδότημα της Ευθαλίας Ξενόπουλου-Νάτσιου προς τον Δήμο Ζακύνθου. Όλα, δηλαδή, το υλικό που είχε μείνει στο περιοδικό της «Διαπλάσεως των Παίδων», μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο. Οπότε, εγώ κλήθηκα από την τότε Δημοτική Αρχή, που ήτανε του Τσαγκαρόπουλου, να κάνω μία καταγραφή σε αυτό το υλικό. Με αποτέλεσμα να έρθω σε επαφή με τον μικρόκοσμο ενός πολύ σπουδαίου συγγραφέα, ενός πολύ σπουδαίου ανθρώπου, αλλά κυρίως να γνωρίσω τον τρόπο με τον οποίο μια εργατική μέλισσα –μέλισσα ήτανε ο Ξενόπουλος– ασχολιότανε με τα γράμματα, ασχολιότανε με το να δίνει συμβουλές στα παιδιά του, ασχολιότανε με το να διορθώνει άπειρες ώρες τις συνεργασίες του περιοδικού και να γράφει και τα δικά του έργα. Ήταν ένας εργάτης της πένας. Οπότε, αυτή η εμπειρία μου ήταν πάρα πολύ σημαντική. Γιατί κι εγώ, περνώντας τα χρόνια και αρχίζοντας να ασχολούμαι με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές –καθότι στο πανεπιστήμιο δεν υπήρχαν ακόμα όταν εγώ φοιτούσα. Βλέποντας, όμως, στην πορεία της ζωής μου –όπως για παράδειγμα στην κάρτα που σχεδίασα για το Μουσείο Ζακύνθου– πόσο χρήσιμος ήταν ο υπολογιστής, γιατί όλα είχαν περαστεί ηλεκτρονικά πλέον τα αντικείμενα στο Μουσείο Ζακύνθου, με βάση αυτή την ταυτότητα που σχεδίασα, μέσα από την καταγραφή του αρχείου του Μουσείου Ξενόπουλου είδα πόσο σημαντικό είναι ένας άνθρωπος με μια πένα να κάνει όλα αυτά που τώρα μας βοηθάει ο υπολογιστής με τα κουμπιά, με τα πλήκτρα, με τα εργαλεία που έχουμε. Οπότε, ήταν κάτι το εντυπωσιακό για μένα και ήτανε πολύ ωραίο, γιατί ήρθα σε επαφή με τα χειρόγραφα των βιβλίων που σαν παιδάκι διάβαζα όταν έκανα τη φύλαξη στο Μουσείο Σολωμού –τη «Στέλλα Βιολάντη», τη «Μαργαρίτα Στέφα». Είναι σημαντικό το ότι έβλεπα χειρόγραφα έβλεπα τα θεατρικά προγράμματα, οπότε η διάσωση του υλικού αυτού ήταν για μένα μια συνέχεια αυτού που είχα κάνει στο Μουσείο Ζακύνθου και αυτού το οποίο ήταν και η πρώτη μου δουλειά στο Μουσείο Σολωμού.
Η πρώτη μου δουλειά στο Μουσείο Σολωμού ήταν, σαν πτυχιούχος αρχαιολόγος, να κάνω την καταγραφή του υλικού. Την καταγραφή όχι σε υπολογιστή, σε χειρόγραφες καρτέλες, τις οποίες είχε στείλει στο Μουσείο το Υπουργείο Πολιτισμού και ήταν οι καρτέλες που είχε σχεδιάσει το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα. Γιατί ήταν εποπτευόμενο από το Τμήμα Λαϊκού Πολιτισμού του Υπουργείου. Οπότε, εγώ έπρεπε να καθίσω να δω σε τρία διαφορετικά μουσεία, στο ξεκίνημα, αν θέλεις, της καριέρας μου, πώς είναι η καταγραφή του υλικού αυτού της Ζακύνθου, η οποία είχε καταστραφεί το ’53, αλλά ήταν αντικείμενα τα οποία είτε έρχονταν από την Αθήνα –βλέπε Μουσείο Ξενόπουλου, το αρχείο της Ευθαλίας– είτε οι αποθήκες του Μουσείου Ζακύνθου που δεν είχαν ποτέ τακτοποιηθεί είτε δωρεές στο Μουσείο Σολωμού, το οποίο στήθηκε, όπως λέει [00:20:00]στην είσοδο του Μουσείου η πινακίδα, «για να στεγάσει μνήμες της τοπικής Ιστορίας». Και ήταν δωρεές από διάφορες οικογένειες που ήθελαν να μην αφήσουνε να χαθεί το όνομα της οικογένειάς τους, οπότε δώριζαν στο Μουσείο Σολωμού αυτά τα αντικείμενα. Αυτή, λοιπόν, η εμπειρία μου της καταγραφής αυτών των αντικειμένων, αυτών των συλλογών από τα τρία μουσεία, Μουσείο Ζακύνθου, Μουσείο Ξενόπουλου και Μουσείο Σολωμού, μου έδωσε μία… αν θέλεις, με σημάδεψε και με έκανε, σαν άνθρωπο, να μη θέλω να πετάξω τίποτα. Με αποτέλεσμα, και στην πρόσφατη μετακόμιση που έκανα πριν από ένα χρόνο, η οικογένειά μου, πραγματικά, να παραληρεί με το πόσα πολλά πράγματα είχα μαζέψει. Αισθανόμουνα ότι ήμουνα αυτός ο οποίος έπρεπε και το παραμικρό χαρτάκι που βλέπω να του δώσω μια αξία, να το κρατήσω, να το θησαυρίσω, γιατί μπορεί κάποια στιγμή, μελλοντικά, κάποιος να το πάρει σαν ένα ίχνος, το οποίο θα του δώσει μια πληροφορία, ένα σημάδι για κάτι. Σαν τα σημάδια που αναζητούσα εγώ μέσα στον Ξενόπουλο ή σαν τα σημάδια που αναζητούσα εγώ πίσω από τα πλαίσια του Μουσείου, των εικόνων του Μουσείου Σολωμού. Που ανακάλυψα, για παράδειγμα, στο πορτρέτο του Έκτορα Σιγούρου, ανακάλυψα την υπογραφή του Αναστάσιου Βλάχου. Ο οποίος Αναστάσιος Βλάχος είναι ένας σπουδαίος ξυλόγλυπτης, ο οποίος έχει κάνει τα έπιπλα της συλλογής Κολυβά. Πού να φανταστεί κανείς ότι ο Βλάχος είναι ο ίδιος που έχει φτιάξει το πλαίσιο του Σιγούρου, ένα πλαίσιο το οποίο κανείς δεν είχε πει ότι είναι δικό του. Ή να αναγνωρίσω ότι στη συλλογή κοστουμιών της δωρεάς Κολυβά, είναι αυτά, από τα γράμματα που γράφουνε στις λεζάντες των υδατογραφιών, ότι αυτά τα γράμματα, αυτός ο γραφικός χαρακτήρας είναι του Χρήστου Ρουσσέα. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν ήτανε μέσα στις πληροφορίες των αντικειμένων που είχαν έρθει στο Μουσείο, στη συλλογή Κολυβά. Δεν είχε πει κανείς ότι αυτά είναι του Ρουσσέα. Οπότε, η ανακάλυψη ότι αυτά είναι του Ρουσσέα και στη συνέχεια, με δημοσίευση σε μια εξαιρετική έκδοση που είχε κάνει η Νομαρχία Ζακύνθου «Ζάκυνθος-Πούλια» των ζακυνθινών τοπικών ενδυμασιών. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να δημοσιεύσω για πρώτη φορά ότι αυτά τα τοπικά κοστούμια είναι αντίγραφα από τα έργα του Διονυσίου Καλλιβωκά, τα οποία είχαν δημοσιευθεί στο χρονικό του Διονύσιου Βαρβιάνη και τα οποία ο Χρήστος Ρουσσέας τα είδε, τον εντυπωσίασαν και στη συνέχεια τα ζωγράφισε. Αυτές, λοιπόν, οι μικρές ανακαλύψεις, τα μικρά ίχνη που με οδηγούσαν από το ένα στο άλλο, ήτανε για μένα πάρα πολύ σημαντικά πράγματα. Και φυσικά, το ότι μου άρεσε πάρα πολύ να έρχομαι σε επαφή με κάποιους ανθρώπους κάποιας ηλικίας, που ήταν πολύ γενναιόδωροι και οι οποίοι, πραγματικά, μου δώσανε την ευκαιρία να κάνω εργασίες και να ψάχνω περισσότερο κάποια πράγματα και να βελτιώνω και εγώ το δικό μου το γραπτό, τον δικό μου τρόπο σκέψης και να βαθαίνω περισσότερο σε αυτό το οποίο υπηρετώ. Δύο ονόματα θα αναφέρω, που μου δώσαν αυτή την ευκαιρία. Ο ένας είναι ο Διονύσης ο Σέρρας, ο οποίος, μέσα από το περιοδικό «Επτανησιακά Φύλλα», μου έδωσε την ευκαιρία να δημοσιεύσω διάφορες εργασίες για το υλικό που κάθε φορά, τότε, δούλευα. Για τα γράμματα του Γρηγορίου Ξενόπουλου προς την κόρη του, την Ευθαλία, να κάνω μεταφράσεις από τα γαλλικά ποιημάτων του Διονύση Ρώμα και άλλες εργασίες. Να κάνω τη μετάφραση μιας διάλεξης της Μαριέττας Γιαννοπούλου-Μινώτου, που είχε δοθεί στον ραδιοφωνικό σταθμό του Μπάρι. Αυτά με βοηθούσαν να γνωρίζω καλύτερα τα πρόσωπα, το υλικό των μουσείων. Γιατί δεν θα έλεγα μόνο Μουσείο Σολωμού. Είναι από όλα τα ζακυνθινολατρικά θέματα, τα οποία έχω ασχοληθεί κατά καιρούς. Και είναι σημαντικό το ότι ο Διονύσης ο Σέρρας μου έδωσε αυτό το βήμα, το γραπτό, οπότε κι εγώ είχα την ευκαιρία να καθίσω, να μελετήσω σοβαρά περισσότερο. Βέβαια, είχα το άγχος των πρώτων δημοσιεύσεων, αλλά ήταν σημαντικό, γιατί έβλεπα ότι μόνο με αυτό τον τρόπο μαθαίνω. Και ο άλλος είναι ο Διονύσης ο Μουσμούτης, ο οποίος, μέσα από μια εξαιρετική προσπάθεια που είχε κάνει, το ζακυνθινό λαογραφικό περιοδικό «Ζάκυνθος» –ήταν ένα είδος ημερολογίου, όπως το «Ημερολόγιο των Αθηνών» που έβγαζε ο Καιροφύλας, αλλά για τη Ζάκυνθο, όπου ήταν εργασίες ερευνητών, μελετητών γύρω από τη Ζάκυνθο και είχα την ευκαιρία και εκεί να γράψω διάφορες εργασίες. Ήταν η εποχή τότε που εργαζόμουν στο Μουσείο Ξενόπουλου, οπότε, για δύο-τρία συνεχόμενα τεύχη, έγραψα την εμπειρία μου απ’ αυτή την εργασία στο Μουσείο Ξενόπουλου. Και να μην ξεχάσω ότι μέσα στην πορεία μου ήταν και διάφορες διαλέξεις, όπου εκεί, ένας άλλος πολύ δραστήριος Ζακυνθινός, ο πατέρας Παναγιώτης Καποδίστριας, μέσα από το Κέντρο Λόγου-Τέχνης «Αληθώς» στο Μπανάτο, μου έδινε την ευκαιρία, κατά καιρούς, είτε επετειακά να κάνω κάποιες ομιλίες, με θέμα, για παράδειγμα, τις εικόνες του Πάθους, με θέματα από το Θείο Πάθος, τα ζακυνθινά. Ή να κάνω μια διάλεξη με θέμα τους Ζακυνθινούς εικαστικούς και το έπος του ’40, όπου και εκεί πάλι παρουσίαζα πρωτότυπο υλικό από τη δωρεά της Μαρίας της Ρουσσέα στο Μουσείο Σολωμού. Ή θέματα που είχανε σχέση με τον Ελ Γκρέκο, όταν ήταν η επέτειος από τα –δεν θυμάμαι πόσα χρόνια από τον θάνατό του. Τα τετρακόσια. Τετρακόσια χρόνια, ναι, από τον θάνατό του. Ήταν μια ευκαιρία να έχω και μια δημόσια παρουσία. Και πολύ πιο εντατικά, βέβαια, από τότε που εργάστηκα πλέον στο Μουσείο Σολωμού, θεσμοθέτησα σαν εορτασμό του Μουσείου την Παγκόσμια Ημέρα Μουσείων, η οποία γινόταν τα προηγούμενα χρόνια στην υπόλοιπη Ελλάδα και στην Ευρώπη, αλλά στη Ζάκυνθο δεν είχε ξαναγίνει. Οπότε, ήταν μία ευκαιρία η 18η Μαΐου να είναι για μένα μια μέρα που θα έβαζα το Μουσείο Σολωμού να φορέσει τα γιορτινά του, να συμμετέχει στις θεματικές δράσεις του Υπουργείου Πολιτισμού και παράλληλα να έχω κι εγώ μια ευκαιρία να παρουσιάζω αυτά τα πρωτότυπα, θα έλεγα, τα διεπιστημονικά θέματα και τις οπτικές που με ενδιέφερε γύρω από το υλικό που δούλευα καθημερινά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, από τις πρώτες Ημέρες Μουσείων που είχαμε γιορτάσει, ήτανε η μέρα που είχαμε κάνει το αφιέρωμα στον Γεώργιο Καστριώτη, τον γλύπτη, ο οποίος έχει φτιάξει το γλυπτό που είναι στην πλατεία Σολωμού, το «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη», που παρουσιάζει την Ελευθερία σαν μια γυναίκα η οποία βγαίνει μέσα από τα κόκκαλα που έχει φτιάξει ο γλύπτης. Ο Καστριώτης ήταν μαθητής του Μπουρντέλ, που ήταν μαθητής του Ροντέν. Και ήταν μεγάλη τύχη αυτό το γλυπτό, με τις ενέργειες της Κύρου, να έρθει στη Ζάκυνθο και να κοσμεί την πλατεία Σολωμού. Οπότε, τότε εμείς είχαμε υιοθετήσει, σαν Μουσείο, αυτό το γλυπτό και η Ανδριανή Μαρούλη με τη Σχολή χορού της, μια πολύ σημαντική χορογράφος της Ζακύνθου και δασκάλα χορού, είχε ζωντανέψει το άγαλμα με μια κοπέλα, με μια χορεύτρια, η οποία ανέλαβε να κάνει την Ελευθερία, το γλυπτό δηλαδή, και ζωντάνεψε μέσα σε μια αξιομνημόνευτη βραδιά στο Πνευματικό Κέντρο Ζακύνθου, όπου εκεί ήταν πραγματικά σαν ζωντάνευαν [00:30:00]τα γλυπτά του Καστριώτη. Αυτές ήταν από τις πιο ωραίες Ημέρες Μουσείων, θυμάμαι, στα πρώτα χρόνια. Αυτό γινόταν κάθε χρόνο και έτσι, τώρα, και με τη χρήση της τεχνολογίας, η οποία έχει μπει στη ζωή μας πάρα πολύ, έχει μπει μέσα στη δουλειά μου πάρα πολύ, βλέπουμε ότι αυτό γίνεται παντού, σε όλο τον κόσμο. Αλλά νιώθω ότι ανοίξαμε ένα δρόμο, χαράξαμε ένα δρόμο σαν Μουσείου Σολωμού μέσα από αυτές τις εκδηλώσεις.
Για να έχουν και μια εικόνα λίγο οι ακροατές μας, μπορείτε να μας κάνετε μια πιο μικρή ξενάγηση για τα δύο μουσεία, το Μουσείο Ζακύνθου και το Μουσείο Ξενόπουλου, και μια λίγο πιο εκτενή ξενάγηση για το Μουσείο Σολωμού;
Ναι. Το Μουσείο Ξενόπουλου είναι ένα μουσείο το οποίο είναι φτιαγμένο στη θέση που ήταν προσεισμικά το σπίτι του λογοτέχνη. Και το σπίτι και ο κήπος του. Και μάλιστα ο φοίνικας που είναι στην είσοδο του Μουσείου, είναι ο ίδιος φοίνικας που έβλεπε ο Γρηγόριος όταν ήταν παιδάκι. Λοιπόν, είναι φτιαγμένο… Είναι διώροφο, στο ισόγειο στεγάζεται η Βιβλιοθήκη η εθελοντική για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και στον πάνω όροφο είναι μια αναπαράσταση ενός δωματίου, όπου έχει τα προσωπικά αντικείμενα –όσα είχαν διασωθεί– του Ξενόπουλου –το κρεβάτι του, τη σιφονιέρα του, κάποια ρούχα του. Και φυσικά, είναι και το γραφείο στο οποίο φυλάσσεται το αρχείο του. Το αρχείο του περιοδικού της «Διαπλάσεως». Γιατί και το Μουσείο Σολωμού έχει ένα πάρα πολύ σημαντικό αρχείο του Ξενόπουλου, τη δωρεά του Σταματίου Δέγλερη. Και μήπως θα έλεγα ότι είναι και περισσότερα αυτά που βρίσκονται στο Μουσείο Σολωμού από τον Ξενόπουλο. Στο Μουσείο Ξενόπουλου είναι κυρίως το αρχείο το οποίο έχει αυτά που είχαν διασωθεί από τη «Διάπλαση των Παίδων». Έχω την χαρά και την τιμή να είμαι Αντιπρόεδρος του Συλλόγου των Φίλων της Ξενοπουλείου Βιβλιοθήκης, οι όποιες εκλογές έγιναν πρόσφατα. Και μετά από πάρα πολλά χρόνια, σχεδόν δύο δεκαετίες, ξαναγύρισα στον ίδιο χώρο και πρέπει να πω ότι είμαι πάρα πολύ συγκινημένη, όταν το Μουσείο έχει γίνει ένα φυτώριο για παιδιά, μικρά, και του Δημοτικού, αλλά και του Γυμνασίου. Έχουν γνωρίσει τον λογοτέχνη και έχουν γνωρίσει και την παιδική λογοτεχνία μέσα από την αξιολογότατη δράση των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας –κυρίως– και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου έχουν δουλέψει όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς ούτε ένα ευρώ από κανέναν, και το έχουν κάνει ζωντανό κύτταρο της νεανικής γειτονιάς, θα έλεγα, των νέων. Χωρίς, δυστυχώς, να έχει κερδίσει αυτά τα οποία θα πρέπει να έχει ένα Δημοτικό μουσείο, δηλαδή να έχει ένα κανονικό ωράριο λειτουργίας, να έχει υπαλλήλους, τουλάχιστον δύο, που θα το διατηρούν ανοιχτό. Είναι ένα μουσείο το οποίο στηρίζεται στον εθελοντισμό των δασκάλων και των καθηγητριών, οι οποίες –και των γονιών βέβαια– οι οποίες θέλουν να το κρατήσουν ανοιχτό. Αυτό αφορά τη Βιβλιοθήκη την παιδική. Γίνονται πολλές δράσεις κάθε μήνα. Ο Σύλλογος των Φίλων της Ξενοπουλείου Βιβλιοθήκης κάνει δράσεις μέσα στον χώρο του Μουσείου και έρχονται παιδιά και γνωρίζουν λογοτέχνες, κάνουνε προγράμματα που έχουν να κάνουν με τις αξίες. Κάνουνε εκδηλώσεις και έξω από το Μουσείο. Στον λόφο του Στράνη, θα γίνει μια εκδήλωση 28 Μαΐου για τις αξίες και εκεί θα παρουσιαστούνε θέματα τα οποία, επειδή είναι απευθύνονται σε μικρότερα παιδιά, έχουμε την ελευθερία να χρησιμοποιούμε και περισσότερο τις χειροτεχνίες και αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Και εγώ συγκινήθηκα που μετά από τόσα χρόνια βρέθηκα σε αυτό τον χώρο που το είχα καταγράψει αυτό το υλικό. Στον πάνω όροφό του, σας είπα ότι είναι το μουσείο, το κυρίως μουσείο, και ελπίζω και εύχομαι να μπορέσει αυτός ο χώρος να ανοίξει όπως πρέπει και να μη στηρίζεται μόνο στους εθελοντές, να μη στηρίζεται μόνο σε εμάς τους εθελοντές. Το Μουσείο Ζακύνθου είναι μια εκπληκτική πινακοθήκη. Είναι ένα από τα πιο ωραία μουσεία της Ελλάδας, νομίζω, και της Ευρώπης, από την άποψη του περιεχομένου, γιατί συνδυάζει αυτό το πάντρεμα που έχει η Δυτική τέχνη με την τέχνη της Κρητικής σχολής στα Ιόνια νησιά και φαίνονται τα έργα τα οποία έχουν επιδράσεις από την ιταλική Αναγέννηση. Είναι οι δύο σημαντικές αίθουσες του Καντούνη και του Κουτούζη, όπου μιλάμε για έργα πραγματικά αναγεννησιακά, ο επτανησιακός Νατουραλισμός όλα αυτά τα χρώματα τα οποία μας θυμίζουν εικόνες της Δύσης. Μας εντυπωσιάζουν οι διαστάσεις των έργων και συνειδητοποιούμε πόσο μεγάλες ήτανε η ζακυνθινές εκκλησίες, δεν μιλάμε για μικρά εκκλησάκια. Τα έργα από τους Αγίους Πάντες, για παράδειγμα, είναι έργα τα οποία είναι γιγαντιαίων διαστάσεων. Ή οι Εσταυρωμένοι. Μιλάμε για εκκλησίες οι οποίες ήταν τεράστιες. Και αν κρίνουμε από την καλλιτεχνική αξία αυτών που έχουν απομείνει, αντιλαμβανόμαστε ότι η Ζάκυνθος θα ήτανε ολόκληρη ένα μουσείο, σαν τη Φλωρεντία, κάπως έτσι τη φαντάζομαι. Οπότε, είναι πάρα πολύ λυπηρό το να σκέφτεται κανείς ότι όλος αυτός ο πλούτος κάηκε το ’53. Επίσης, το Μουσείο Ζακύνθου έχει μια εξαιρετική αποτοιχισμένη εκκλησία από τον Άγιο Ανδρέα Μεσοβουνίου Βολιμών. Αυτές οι τοιχογραφίες, πραγματικά, αποτυπώνουν εξαιρετικό καλλιτέχνη. Σε ένα ξωκκλήσι μέσα, χαμένο, στην ορεινή Ζάκυνθο, που πραγματικά δεν υπήρχε τρόπος να μεταβεί κάποιος εκεί. Κι όμως, ανακαλύπτεις θησαυρούς. Είναι πολύ σημαντικό να επισκέπτονται οι άνθρωποι το Μουσείο Ζακύνθου, γιατί πραγματικά, λόγω και της διάστασης, έχει μεγάλους χώρους. Είναι στημένο από τον Μανόλη τον Χατζηδάκη, να μην το ξεχνάμε αυτό, από έναν σημαντικό βυζαντινολόγο. Είναι ένα μουσείο το οποίο έχει έναν πλούτο που δεν μπορείς να το βρεις αλλού. Και εικόνες από τη Φανερωμένη, οι οποίες εκτίθενται με τα απομεινάρια της πυρκαγιάς πάνω στους πολύ σημαντικούς προφήτες, που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τον μανιερισμό του Μιχαήλ Αγγέλου, πραγματικά, κάνουν τον επισκέπτη του Μουσείου να αναλογιστεί για το τι πραγματικά είχε η Ζάκυνθος. Ή τα αργυρά, η συλλογή με τα αργυρά του Μουσείου, με τα λυχνάρια, με τα καντήλια, με τους δίσκους, που υπάρχει ο δίσκος από τη Φανερωμένη, που είναι κι αυτός μισολιωμένος, που τον τράβηξαν μέσα από τις φλόγες και τώρα εκτίθεται στο Μουσείο. Και φυσικά, η περίφημη «Λιτανεία» του Κοράη –«του Αγίου Χαραλάμπη»– που βλέπεις εκεί ένα πρωτότυπο θέμα να απεικονίζεται σ’ ένα έργο τόσο μεγάλης διάστασης. Η λιτανεία, μια κοσμική εικόνα σε ένα ναό, τον οποίο τώρα βλέπουμε να παρουσιάζει όλες τις κοινωνικές τάξεις, με τα ρούχα της εποχής, με τις συντεχνίες. Είναι πολύ σημαντικό έργο, από τα πιο γνωστά. Στην πρώτη αίθουσα βλέπουμε τα δυο τέμπλα, του Παντοκράτορα και του Αγίου Δημητρίου του Κόλα, με εκπληκτικές εικόνες. Είχαν την τύχη να μην καούν αυτές οι εκκλησίες. Γκρεμίστηκαν βέβαια, αλλά το ότι δεν κάηκαν, μας έδωσε την… διαφύλαξαν αυτά τα σημαντικά τέμπλα και δείχνουν [00:40:00]πόσο σπουδαία ήταν και η ζακυνθινή ξυλογλυπτική. Οι νταγιαδώροι ήτανε μάστορες, όπως ήτανε η ζωγράφοι, Καντούνης, Κουτούζης, Δοξαράς πιο πριν, Παζηγέτης, Κοράης, πάρα πολύ σπουδαίοι ζωγράφοι. Και μετά, από τους νεότερους, μπορούμε να μιλήσουμε για τον Πελεκάση και για πολλούς άλλους. Επίσης, ένα σημαντικό έκθεμα του Μουσείου Ζακύνθου είναι η μακέτα του Γιάννη του Μάνεση, ο οποίος παρουσιάζει σε μικρογραφία την παλιά πόλη της Ζακύνθου και η μικρογραφία είναι ένα προς πενήντα νομίζω και –ένα προς πενήντα ή ένα προς εκατό; Δεν θυμάμαι ακριβώς, μπορούμε να το ψάξουμε αυτό, να μπει σωστά. Αλλά δείχνει την πόλη την προσεισμική, με τα στενά τα δρομάκια, με τις εκκλησίες, με το λιμάνι, φαίνεται η πλατεία Σολωμού από τη μία πλευρά, από την άλλη πλευρά του λιμανιού φαίνεται ο ναός του Αγίου Διονυσίου, ο οποίος ήταν χτισμένος σε σχέδια Αναστασίου Ορλάνδου. Είναι, δηλαδή, πραγματικά, η μικρογραφία της προσεισμικής Ζακύνθου. Και για τα δύο τέμπλα, για τις εικόνες του Καντούνη και του Κουτούζη, για τη «Λιτανεία» του Κοράη, για τους Εσταυρωμένους και για τις εικόνες που είναι με θέματα, πραγματικά, σουρεαλιστικά, όπως το θέμα με την εικόνα που παρουσιάζει τον Ιωνά που τον ξεβράζει το κήτος, αξίζει να το επισκεφτεί κανείς. Και χάρηκα, πραγματικά χαίρομαι που έχω ζήσει χρόνια μέσα σε αυτό το Μουσείο. Μου άφησε πολύ σημαντικά ίχνη. Και τέλος, το Μουσείο Σολωμού. Από εκεί ξεκινάμε και εκεί τελειώνουμε με τα μουσεία. Έχει το μοναδικό μαυσωλείο, στο ισόγειο, στην Ελλάδα, που είναι ο τάφος του εθνικού ποιητή και ο τάφος του Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου του Κάλβου, της Καρλόττας Αυγούστα Ουάνταμς. Το Μουσείο Σολωμού χτίστηκε στη θέση που ήτανε ο ναός του Παντοκράτορα, που ανέφερα πιο πριν. Το οικόπεδο παραχώρησε η Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και οι άνθρωποι που συνέστησαν το Σωματείο «Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων» θέλησαν να διατηρήσουν κάτι από την αγάπη, τον πλούτο, τη σημαντική τέχνη που είχανε τα Επτάνησα, μέσα σε αυτό το Μουσείο, που είναι κέλυφος της τοπικής Ιστορίας και όχι μόνο του Σολωμού. Το «επιφανών» σημαίνει ανθρώπων που ξεχώρισαν για την προσφορά τους στις επιστήμες, στις τέχνες, στη λογοτεχνία, άνθρωποι οι οποίοι ήτανε –εντός εισαγωγικών– ιδιαίτεροι, περίεργοι. Όπως ήταν ο Ιωάννης Τσακασιάνος, ο σατιρικός ποιητής. Περίεργος με την έννοια ότι τσίγκλαγε όλους τους άλλους μέσα από αυτά που έγραφε, δεν ήταν καθόλου περίεργος, αλλά είχε ένα απίστευτο χιούμορ. Όπως ο Σουρής, ας πούμε, εμείς είχαμε τον Τσακασιάνο. Το σημαντικό σε αυτό το μουσείο είναι τα χειρόγραφα του εθνικού ποιητή, τα οποία ήρθανε στη Ζάκυνθο το 1902, στις γιορτές που γίνανε για τα εκατόχρονα του Σολωμού, τα οποία γίνανε με κάποια καθυστέρηση, λόγω του ατυχούς πολέμου που έγινε με την Τουρκία, και τότε δωρήθηκαν στη Ζάκυνθο από την Ασπασία Σορδίνα Ρίγκλερ, την αδελφή της γυναίκας του Ιάκωβου Πολυλά, του επιστήθιου φίλου του Σολωμού, η οποία τα δώρισε στο νησί μας. Αυτά, λοιπόν, τα χειρόγραφα ακολούθησαν την ιστορία που ακολούθησε η Ζάκυνθος τα τελευταία εκατό χρόνια. Μετά το 1902 ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στην ιστορία τους ήταν, όταν ήρθαν το ’40 οι Ιταλοί κατακτητές, στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, προσπάθησαν οικειοποιηθούν και να τα πάρουν μαζί τους στην Ιταλία. Τότε, για πρώτη φορά, ένας από τους ανθρώπους που θεωρείται ψυχή του Μουσείου Σολωμού, ο Νικόλαος Βαρβιάνης, δεν τους αποκάλυψε πού ήταν τα χειρόγραφα –γιατί μέχρι τότε φυλάσσονταν στην αγγλική Τεκτονική στοάς «Αστήρ της Ανατολής», μέχρι να γίνει μουσείο. Τότε, ο Βαρβιάνης τα πήρε και τα έθαψε μέσα σε νταμιτζάνες από οινόπνευμα στο κτήμα του στο Καλουπάκι και δεν μπόρεσαν να τα πάρουνε μαζί τους στην Ιταλία. Ο ίδιος άνθρωπος, μέσα από τα ερείπια και τις φλόγες του 1953, τα διέσωσε δεύτερη φορά και μάλιστα έχουν αποτυπωθεί και φωτογραφίες με το Βαρβιάνη μέσα στα ερείπια, που προσπαθεί να διασώσει ό,τι μπορεί να διασώσει. Αυτές τις φωτογραφίες μπορείτε να τις δείτε στις σκάλες του Μουσείου Ζακύνθου, μαζί με φωτογραφίες ασπρόμαυρες από τα προσεισμικά μνημεία.
Και ο επόμενος σταθμός στην ιστορία των χειρογράφων ήταν το 1998, όταν με ένα πρόγραμμα στην «Κοινωνία της πληροφορίας» καταφέραμε –ξεκίνησε το 1998, αλλά το 2004 ολοκληρώθηκε– καταφέραμε να ψηφιοποιήσουμε τα χειρόγραφα του Σολωμού και μέσα από ένα σύγχρονο για την εποχή του σάιτ να τα ανεβάσουμε και να μπορεί κανείς, τεκμηριωμένα από τη σολωμίστρια Αικατερίνη Τικτοπούλου, την καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, να μπορεί κάποιος να τα ξεφυλλίσει, να διαβάσει την τεκμηρίωσή τους και μέσα από ένα αναλυτικό βιογραφικό του Σολωμού, να γνωρίσει τον ποιητή, τη ζωή του, το έργο του. Και το σημαντικό με αυτό το σάιτ είναι ότι οι πληροφορίες είναι ελεύθερες, είναι ξεκλείδωτες, οπότε μπορεί κάποιος να πάρει στοιχεία και να τις χρησιμοποιήσει. Ειδικά οι φοιτητές, οι μαθητές, να κάνουν τις εργασίες τους με υλικό, το οποίο είναι τεκμηριωμένο σωστά, ψαγμένο σωστά για τον Σολωμό. Αυτό ήταν από τις μεγαλύτερες χαρές που είχα, γιατί μέσα από τη σύγχρονη τεχνολογία μπορείς πλέον να ταξιδέψεις και να επικοινωνήσεις τα μουσεία σου σε όλο τον κόσμο. Από την ψηφιοποίηση των χειρογράφων του Σολωμού μέχρι τη σέλφι που μπορεί να ανεβάζουμε όταν στήνουμε μια έκθεση και να τις βάζουμε στο Ίνσταγκραμ του Μουσείου και στα σόσιαλ μίντια, το φέισμπουκ και το σάιτ του, όλα αυτά μας δίνουμε μια πολύ σημαντική επικοινωνία με το κοινό. Και αυτό το οποίο χαρήκαμε πάρα πολύ με τον συνεργάτη μου, τον Ιωάννη-Πορφύρη Καποδίστρια, ο οποίος έχω τη χαρά να είναι τώρα απέναντί μου, κάναμε και αρκετές ψηφιακές εκθέσεις, οι οποίες, στο διάστημα της καραντίνας, δεν έκλεισαν το Μουσείο, αλλά το διατήρησαν ανοιχτό για τον κόσμο που το αγαπούσε και το αγαπάει και το στηρίζει πάντα και μέσα από το ταλέντο και την αγάπη που εμφυσεί κάποιος για αυτό το Μουσείο, γνωρίζει ακόμα καλύτερα το περιεχόμενό του. Το κάνει ανοιχτό, το κάνει διαθέσιμο μέσα από πολύ σημαντικές εκθέσεις που έχουμε κάνει, αυτό, όπως την έκθεση της Μαρία Ρουσσέα, την προηγούμενη, που ήταν αναδρομική, την έκθεση της Ελένης της Γούναρη, την έκθεση του Διονύση του Παπαδάτου. Έχουμε κάνει μια προσπάθεια Ζακυνθινοί να εκφράζονται μέσα από τους χώρους μας με τα έργα τους και να συνομιλούν με τον Σολωμό. Η τεχνολογία, όμως, μας έφερε κοντά και με τα άλλα μουσεία, τα μουσεία της περιφέρειας Ιονίων Νήσων. Και έτσι, έχουμε την πολύ μεγάλη χαρά –έχω τη μεγάλη χαρά– να πω ότι το Μουσείο Σολωμού συμμετέχει στο Δίκτυο Μουσείων Ιονίων Νήσων, στο οποίο είμαι αναπληρώτρια συντονίστρια. Έχω ψηφιστεί από τους συναδέλφους των μουσείων των υπόλοιπων νησιών. Και μέσα από αυτή την εμπειρία, είχαμε τη χαρά το 2021 να κάνουμε μια μεγάλη ψηφιακή έκθεση με θέμα «Επτανησιακός πολιτισμός: από το χθες στο σήμερα», όπου με τα μουσεία του Δικτύου μπορέσαμε, μέσα από ένα πρόγραμμα που καταθέσαμε στο Υπουργείο Πολιτισμού, να εκθέσουμε σημαντικά αντικείμενα των μουσείων των νησιών μας, τα οποία συνομίλησαν με σύγχρονους εικαστικούς και μουσικούς, οι οποίοι έφτιαξαν σύγχρονα έργα τέχνης. [00:50:00]Η Λένα η Γούναρη, η Στεφανία η Στρούζα, ο Αυλάμης, ο κύριος Αυλάμης, ο Αλέξης ο Αυλάμης, ο κύριος Μίαρης μουσική, ο τζαζίστας, ο Ζακυθινός, ο κύριος Κλαμπάνης. Έχουνε συνομιλήσει με το υλικό του Μουσείου Σολωμού, του Κοργιαλενείου Ιδρύματος, της Δημοτικής Πινακοθήκης της Κέρκυρας, του Μουσείου Γρηγορίου Ξενόπουλου και άλλων μουσείων, όπως το Μουσείο Σιναράδων στην Κέρκυρα. Όλα αυτά τα μουσεία συνενώθηκαν σε ένα δίκτυο και είναι πολύ σημαντική η εμπειρία μας από τη συμμετοχή σ’ αυτό. Και το αποτέλεσμα ήταν να γνωρίσω κι εγώ σημαντικούς συναδέλφους, να κάνουμε πάρα πολύ ωραίες δουλειές και θεωρώ ότι έχουμε μια πορεία. Η δικτύωση των μουσείων δεν αφορά μόνο τα μουσεία τα τοπικά, αλλά αφορά και τα μουσεία της περιφέρειας και τα μουσεία της Ελλάδας. Γιατί το σημαντικό, μέσα από το δίκτυο και μέσα από το σάιτ που έχουμε φτιάξει, είναι ότι είναι η πύλη για να επισκέπτεσαι, όχι μόνο τα δικά μας τα μουσεία, όχι μόνο τα μουσεία της περιφέρειας, αλλά και τα ίδια μας τα νησιά. Είναι πύλη για να περνάς από τη Δημοτική Πινακοθήκη της Κέρκυρας, για παράδειγμα, στην Πινακοθήκη την Εθνική που είναι στην Αθήνα, σου δίνει αυτή τη δυνατότητα. Και όλα αυτά μέσα από την πολύ καλή συνεργασία με το Τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου, τον καθηγητή, τον Αντρέα Γιαννακουλόπουλο, τη Ρουμπίνη την Οικονομίδη, τον κύριο Περγαντή, έχουμε συνεργάτες πάρα πολύ σημαντικούς. Και όλα αυτά τα οφείλουμε στη νέα τεχνολογία, η οποία μας δικτυώνει, μας κάνει να έχουμε λιγότερο εγωισμό. Δεν είμαστε πλέον μόνο εμείς, βλέπουμε ότι γίνονται σημαντικές δουλειές και αλλού και αυτό είναι κάτι το οποίο μας γεμίζει ιδιαίτερη χαρά. Ένα πράγμα το οποίο, τα τελευταία χρόνια, με έκανε να συγκεντρώσω όλη την εμπειρία που είχα από τα μουσεία στα οποία είχα εργαστεί όλα αυτά τα χρόνια και εργάζομαι, είναι ένα πρόγραμμα το οποίο κατέθεσε στο Επιμελητήριο Ζακύνθου –Ευρωπαϊκό–, το οποίο είναι η ανασύσταση της προσεισμικής Ζακύνθου μέσα από μια εφαρμογή σε κινητά τηλέφωνα και σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, αλλά είχε σχεδιαστεί αρχικά για κινητά τηλέφωνα. Χαίρομαι, λοιπόν, που συμμετείχα σε αυτό το έργο της προσεισμικής Ζακύνθου, η οποία έρχεται μέσα στα κινητά μας. Όπου μέσα από αυτή την εμπειρία που είχα από τη δουλειά μου στα τρία μουσεία του νησιού, μπορούσα να επιλέξω υλικό και να τεκμηριώσω μνημεία, τα οποία πλέον περνάς μπροστά τους και έχεις τη φωτογραφία τους την προσεισμική και τις πληροφορίες σου μέσα από αυτό που βλέπεις και αυτό το κείμενο που διαβάζεις. Είναι μια περιήγηση στο παρελθόν. Και το λέω αυτό γιατί πραγματικά η δουλειά μας έχει αλλάξει πάρα πολύ μέσα από την τεχνολογία. Όμως, αυτή δεν παύει να είναι ένας αποθέτης. Η τεχνολογία χωρίς τη γνώση, χωρίς την επαφή τη διαπροσωπική με τους ανθρώπους, χωρίς την έμπνευση, δεν σου αφήνει από μόνη της κάτι. Οπότε, στηριζόμαστε σε πολλά πράγματα σε αυτήν. Μπορούμε τώρα με το κινητό μας να περιηγηθούμε τη Ζάκυνθο και να βλέπουμε τι παιχνίδια μπορούμε να κάνουμε με τον Διονύσιο Ρώμα για παράδειγμα και τη Φιλική Εταιρεία, αλλά εκτός από αυτό, εκείνο που μας μένει από την βόλτα μας και την επίσκεψή μας στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου των Φιλικών είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να μας το στερήσει και δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Ευτυχώς, ζούμε σε ένα νησί που το κλίμα του είναι ήπιο και μπορούμε να το χαιρόμαστε πολλές εποχές του χρόνου. Λίγες μόνο μέρες είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας. Και μπορούμε, μέσα από αυτό το υλικό και μέσα από αυτή την επίσκεψη σε αυτούς τους χώρους, να γνωρίζουμε ακόμα περισσότερο την Ιστορία μας. Η σύγχρονη τεχνολογία μας βοηθάει πάρα πολύ σε αυτό.
Είχα σκοπό να σας ρωτήσω για τους σταθμούς του Μουσείου και όλο αυτό το έργο που έχετε κάνει στην καριέρα σας και μου τα απαντήσετε όλα αυτά, το αναφέρατε. Θα ’θελα λίγο να σταθούμε στην καραντίνα. Είναι μια ερώτηση που την κάνουμε γενικά, για να καταλάβουμε αυτό το γεγονός που το ζήσαμε όλοι, πώς το έζησε ο καθένας. Εσείς πώς το ζήσατε; Και –επειδή το ξέρω εκ των έσω– πώς ήταν και η επέτειος του ’21, που ήταν μέσα σε μια καραντίνα και έπρεπε με κάποιο τρόπο να φανεί και το έργο του εθνικού ποιητή.
Η καραντίνα ξεκίνησε λίγο άγρια θα έλεγα. Είχαμε προγραμματίσει να κάνουμε την τελευταία εκδήλωση παρουσίασης των έργων του Παύλου Καρρέρ στο Πνευματικό Κέντρο. Μια δουλειά που την κάναμε με τον πιανίστα Διονύση Σεμιτέκολο και σε συνεργασία με τον Γιάννη τον Καποδίστρια, ο οποίος ψηφιοποίησε, μαζί μ’ εμένα, ψηφιοποιούσαμε τις παρτιτούρες του Καρρέρ που είχαμε στο αρχείο του Μουσείου και αυτό το υλικό το παρουσιάσαμε σε οχτώ ή εννιά, αν δεν κάνω λάθος, εκδηλώσεις στο Πνευματικό Κέντρο, όπου τα έργα από το αρχείο του Μουσείου παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στον κόσμο. Μια πάρα πολύ σημαντική δουλειά. Οι παρτιτούρες από τα ντουλάπια βγήκαν έξω, ακούστηκαν από τον κόσμο χορεύτηκαν οι χοροί του Καρρέρ. Η τελευταία, λοιπόν, προγραμματισμένη εκδήλωση που είχε γίνει στο Πνευματικό Κέντρο δεν έγινε ποτέ. Έπεσε η αυλαία, θα έλεγα. Έπεσε η αυλαία μιας προσπάθειας και μιας εποχής και τώρα είχε έρθει μια καινούρια εποχή. Στην καραντίνα, λοιπόν, θα έλεγα ότι, όπως οι άλλοι θα λέγανε: «Μένουμε σπίτι» και μένανε σπίτι, εγώ έμενα στο σπίτι του Μουσείου. Δεν έφυγα καμιά μέρα. Γιατί η καραντίνα συνέπεσε με το έτος προετοιμασίας του ’21 και σαν μουσείο το οποίο είναι ο θεματοφύλακας του εθνικού ποιητή, του συγγραφέα, συνθέτη του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» και όλου του έργου του Σολωμού που σχετίζεται με την Ελληνική Επανάσταση –«Ελεύθεροι, πολιορκημένοι» και λοιπά– έπρεπε να είμαι εκεί για να μπορώ να βοηθάω και να δίνω υλικό στους ερευνητές, οι οποίοι ετοίμαζαν πολλά σημαντικά, μεγάλα έργα για την επόμενη χρονιά. Σε συνεργασία με τον συνεργάτη μου, τον Ιωάννη-Πορφύριο Καποδίστρια, κάναμε τέσσερις ψηφιακές εκθέσεις, οι οποίες κράτησαν το υλικό του Μουσείου σε επαφή με τον κόσμο του και παράλληλα σχεδιάσαμε μια αφίσα η οποία ταξίδεψε το υλικό του Μουσείου για το ’21. Με ένα μικροσάιτ στο βασικό σάιτ του Μουσείου, ξεκινήσαμε να κάνουμε δράσεις. Οι Ζακυνθινοί οι οποίοι ήταν τα μεγάλα πρόσωπα γύρω από τον Σολωμό, δηλαδή γύρω από την Επανάσταση, γύρω από το ’21. Οι σημαντικοί δημιουργοί οι οποίοι παρουσίασαν ένα έργο το οποίο ήταν κοντά στον ποιητή και σχετιζόταν και με την Επανάσταση και δώσαμε μια ευκαιρία όλο αυτό το υλικό, που είχαμε φωτογραφίες, μουσική, πίνακες στο Μουσείο, μέσα από τα σόσιαλ μίντια να φανεί προς τα έξω. Ήταν μια καλή ανάπαυλα από την πολύ μεγάλη επαφή με τον κόσμο τον δια ζώσης, για να μας δώσει την ευκαιρία να ανασυγκροτηθούμε και να αναζητήσουμε τρόπους επικοινωνίας. Αυτό το κομμάτι ήταν πραγματικά πολύ καθοριστικό γιατί μας έδεσε περισσότερο, όσοι κρατήσαμε το Μουσείο κλειστό για τον κόσμο, ανοιχτό όμως στους ανθρώπους που παρακολουθούσαν το έργο μας. Και από την άλλη δοκιμαστήκαμε για το πόσο πολύ το αγαπάμε και πόσο πολύ όλα αυτά τα προβλήματα που μας ταλαιπωρούν καθημερινά, από διάφορες αναποδιές που μπορεί να συμβαίνουν, πώς μπορούμε αυτά να τα ξεπερνάμε, γιατί αυτό [01:00:00]το οποίο βασικά είναι εκείνο που έχουμε μέσα μας, είναι η μεγάλη μας αγάπη, γιατί έχει περάσει πλέον στο DNA μας το να είμαστε δημιουργικοί και αποδοτικοί μέσα σε ένα τέτοιο χώρο. Είναι ένας χώρος που σε εμπνέει. Όταν, ας πούμε, ξυπνάς το πρωί και βλέπεις, έτσι, το πρώτο που βλέπεις μπροστά σου είναι ο Διονύσιος Σολωμός στην είσοδο του Μουσείου, στο εκπληκτικό άγαλμα του Γεωργίου Βρούτου. Αυτό το άγαλμα, το οποίο είναι φτιαγμένο για να είναι σε υπαίθριο χώρο, γιατί ήταν αυτό το οποίο έφτιαξε ο γλύπτης για να τοποθετηθεί στην πλατεία Σολωμού και τοποθετήθηκε το 1902. Ήταν εκεί μέχρι το 1953 και έπεσε και έσπασε και τώρα βρίσκεται το αντίγραφό του. Όταν βλέπεις, λοιπόν, αυτό το άγαλμα, το οποίο ήτανε για να φαίνεται σε ένα κεντρικό σημείο, να το βλέπεις και να σου λέει: «Καλημέρα», αυτό από μόνο του σου δίνει μια άλλη ενέργεια, μια άλλη δυναμική. Οπότε, ξεχνάς ό,τι μπορεί να σε απασχολεί, όποιες μικρές, καθημερινές δυσκολίες μπορεί να έχεις στον χώρο της δουλειάς σου ή προσωπικά και να λες: «Εγώ θα συνεχίσω». Στην καραντίνα, λοιπόν, είχαμε την πολύ μεγάλη ευκαιρία, όταν τα παιδιά κάναν τα μαθήματά τους διαδικτυακά, μέσα από την επικοινωνία που κάναμε με τα σόσιαλ μίντια να ελκύσουμε σχολεία για να κάνουνε επισκέψεις στο Μουσείο διαδικτυακές. Κάναμε, λοιπόν, μαθήματα, ξεναγήσεις στο Μουσείο με το Webex στα σχολεία τα οποία δήλωναν συμμετοχή και ήταν πραγματικά μια ιδιαίτερη εμπειρία αυτό, το να κάνεις τι; Να κάνεις ξενάγηση μέσα σε μια διαδικτυακή τάξη. Αυτό μου έδωσε άλλη σκέψη για το πώς θα αντιμετωπίσω το υλικό μου, έβαλα πιο πολλή εικόνα και ήταν πολύ ωραίο όταν μετά, τα ίδια παιδιά, τα οποία παρακολούθησαν τα μαθήματα τα διαδικτυακά, ήρθαν μετά το τέλος της καραντίνας στο Μουσείο, για να επισκεφτούν το Μουσείο και δια ζώσης. Εκεί φτιάξαμε φιλίες, τα παιδιά έφτιαχναν, από το υλικό το οποίο βλέπανε στις διαδικτυακές ξεναγήσεις, έργα, μας τα στέλνανε, τα ψηφιοποιούσαμε, τα ανεβάζαμε στο σάιτ του Μουσείου. Υπήρχε, δηλαδή, μία μεγάλη κινητικότητα. Η οποία, ακόμα και τώρα, θέλω να πω ότι μπορεί για τον περισσότερο κόσμο να λέμε ότι η καραντίνα μας έκανε μια παύση στη ζωή μας, εγώ θα έλεγα ότι η καραντίνα για μένα ήταν ένα διάστημα, το οποίο μου έκανε πολύ περισσότερη… είχα περισσότερο χρόνο να ασχοληθώ με τα ουσιαστικά, με αυτά που αγαπάω και εκτίναξε τη δραστηριότητα του Μουσείου Σολωμού όπως δεν είχε εκτινάξει πριν. Γι’ αυτό κιόλας είχαμε, μετά το ’21, και την ευκαιρία να καταθέσουμε δύο προγράμματα πολύ σημαντικά στο Υπουργείο Πολιτισμού. Πήραμε ένα πολύ σημαντικό συνέδριο, «Η Ζάκυνθος και το ’21», το οποίο το κάναμε στο Μουσείο. Το άλλο που σας ανέφερα πριν για την ψηφιακή έκθεση με το Δίκτυο Μουσείων, την κατέθεσε την πρόταση το Μουσείο Σολωμού. Είχαμε δηλαδή πραγματικά, έτσι, αλλάξει τον τρόπο που βλέπαμε τα πράγματα. Η τεχνολογία βοήθησε πάρα πολύ. Και –για να μιλήσω για το προσωπικό μου θέμα– εγώ ξεκίνησα ένα μεταπτυχιακό –διδακτορικό, είναι η γλώσσα λανθάνουσα, γιατί είναι το επόμενο βήμα που σκέφτομαι, γι’ αυτό μου ξέφυγε. Ένα μεταπτυχιακό στη Δημόσια Ιστορία, όπου εκεί, πραγματικά, μέσα από τον υπολογιστή του σπιτιού, είδα πόσο πολύ η τεχνολογία στην εποχή μας –μπορεί για σας τους νέους να μην είναι τόσο εύκολο, γιατί μετά με τους υπολογιστές γεννιόσαστε. Για μένα, που δεν είχαμε υπολογιστή, αυτό το οποίο κάνω τώρα, δηλαδή ότι σπουδάζω κάτι από μακριά, δεν είναι η εξ αποστάσεως, μόνο, γνώση που μπορείς να πάρεις. Είναι κυρίως το πώς η επιστήμη προχωράει, η επιστήμη έχει καινούρια πράγματα που δίνει και, για να ευλογήσω και τα γένια μου, το μάθημα, το τελευταίο, δηλαδή, που μελετάω τώρα, η Ψηφιακή Δημόσια Ιστορία, είναι το πώς η ζωή μας –να μη μιλήσουμε μόνο για τον πολιτισμό, να μη μιλήσουμε μόνο για τα μουσεία– πώς η ζωή μας έχει γίνει ψηφιακή. Εκεί, λοιπόν, οι άνθρωποι του πνεύματος οφείλουν να βάλουν κάποιες αντιστάσεις. Οφείλουνε στην ιοποίηση και στην ενεστωτοποίηση του παρελθόντος να υψώσουμε κάποιες αντιστάσεις. Και επειδή κιόλας αυτό το οποίο κάνουμε τώρα είναι, στην ουσία, μια προφορική ιστορία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλα αυτά προέρχονται από ανθρώπους που έχουν ζήσει κάποια πράγματα. Δηλαδή, τη μνήμη μας δεν πρέπει να την αφήνουμε στα χέρια κάποιων άλλων που μπορούνε, με πολύ εύσχημο τρόπο, να τη διαστρεβλώσουνε. Πρέπει να καταγράφουμε με την τεχνολογία τη μνήμη μας, την ιστορία μας, αυτά τα οποία έχουμε ζήσει ο καθένας. Και να γίνεται αυτό όσο το δυνατόν πιο άμεσα, γιατί αυτά φεύγουνε, περνάνε, τα ξεχνάμε, τα λησμονάμε. Άρα, λοιπόν, το παρελθόν πρέπει να γίνεται παρόν, γιατί αν δεν το κάνουμε αυτό, όπως αυτή την εμπειρία που είχα εγώ, για παράδειγμα, μέσα στα μουσεία που κατέγραψα, έτσι και όλα αυτά θα χαθούν. Είναι μια σύγχρονη καταγραφή. Είναι ένας σύγχρονος τρόπος καταγραφής αυτό το ψηφιακό μέσο που μας δίνει την ευκαιρία. Και μπράβο στο Istorima που το έχει ενεργοποιήσει, γιατί ενεργοποιεί πάρα πολύ κόσμο να σκεφτεί με αυτό τον τρόπο και να αναπολήσει πράγματα σημαντικά για τη ζωή του.
Θα ήθελα να κλείσω με μία ερώτηση λίγο πιο βαθιά. Πώς είναι να καλημερίζεις κάθε πρωί τον Σολωμό και τον Κάλβο;
Αυτό είναι… είναι μεγάλη τύχη. Είναι μεγάλη ευλογία. Είναι μεγάλη ευθύνη. Είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.
Εγώ ευχαριστώ.