The Amazing Race: Bungee Jumping στον Ισθμό της Κορίνθου
Segment 1
Τα επαγγελματικά βήματα πριν το Bungee Jumping και η δημιουργία του Ζulu Bungy στον Ισθμό της Κορίνθου
00:00:00 - 00:26:47
Partial Transcript
Κύριε Σωτήρη, καλησπέρα σας. Καλησπέρα. Είναι 31 Μαΐου και βρισκόμαστε στην Κόρινθο. Εγώ είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Και σήμερα είστε…φοβόμαστε αυτό, γιατί ο φόβος, όπως λέω εγώ πολύ συχνά, είναι κάτι το οποίο σε καταβάλλει και αν σε καταβάλει τότε μάλλον σ’ έχει κερδίσει.
Lead to transcriptSegment 2
Η επιτυχία του Zulu Bungy και η συνεισφορά του στην ενίσχυση του τουρισμού
00:26:47 - 00:43:27
Partial Transcript
Θέλω τώρα να θυμηθείτε μερικές στιγμές έτσι που σας έχουν μείνει στη μνήμη ανεξίτηλες. Λοιπόν, πρώτον, δε θα ξεχάσω ποτέ, ήμαστε μια μέρα σ…πιθανόν και σε άλλες ζωές ανθρώπων να συμβούν τα ίδια και πιθανόν πολύ καλύτερα ακόμα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Εγώ ευχαριστώ.
Lead to transcriptSegment 1
Τα επαγγελματικά βήματα πριν το Bungee Jumping και η δημιουργία του Ζulu Bungy στον Ισθμό της Κορίνθου
00:00:00 - 00:26:47
[00:00:00]Κύριε Σωτήρη, καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Είναι 31 Μαΐου και βρισκόμαστε στην Κόρινθο. Εγώ είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Και σήμερα είστε ο αφηγητής μας. Θα μας ταξιδέψετε σε καταστάσεις μαγικές, μπορώ να πω. Κινηματογραφικές, για την ακρίβεια.
Έχουμε αρκετά να πούμε.
Ωραία. Λοιπόν. Θέλετε να ξεκινήσετε έτσι με τη ζωή σας, να πείτε κάποια πράγματα;
Οκ. Λοιπόν, θα ξεκινήσω λίγο πιο νωρίς από τη δική μου γέννηση. Το 1955 ο πατέρας μου ο Ηλίας Παύλου φεύγει από το Δερβένι Κορινθίας, σε δύσκολους καιρούς και φτώχιες, μετανάστης στην Αυστραλία. Πάει εκεί να φτιάξει τη δική του ζωή, να παντρέψει τις αδερφές του και να βοηθήσει στο σπίτι του σε δύσκολους καιρούς. Την ίδια ώρα, η Ζωή Παύλου, μέλλουσα γυναίκα του, αφού έχουν δουλέψει μαζί για πολύ λίγο σε αγροτικά προϊόντα… Ο πατέρας ήταν οδηγός, η μητέρα μάζευε κεράσια. Είχαν βρεθεί μεταξύ τους, είχαν αλλάξει βλέμματα. Καλεί, λοιπόν, ο πατέρας στην Αυστραλία τη μητέρα σε γάμο, να παντρευτούν. Η μητέρα δέχεται. Ξεκινάει, λοιπόν, με το πλοίο «Πατρίς» –το οποίο είναι αυτό της ταινίας του Βούλγαρη, οι «Νύφες»–, όπως μαζί με άλλες νύφες, λοιπόν, να πάνε στην Αυστραλία να παντρευτούν τους εκεί συζύγους. Όπερ και εγένετο. Το 1960 γεννιέται ο αδερφός μου Παναγιώτης και το 1967 στο «Carlton Ηotel» νοσοκομείο, hospital, γεννιέμαι εγώ, στη Μελβούρνη Αυστραλίας. Δεν πρόλαβα παρά να κρατήσω μόνο το διαβατήριό μου. Όταν ήμουνα περίπου δύο ετών όλη η οικογένεια μετακινείται από την Αυστραλία στο Δερβένι Κορινθίας, πάλι με το «Πατρίς». Τριάντα μέρες ταξίδι στη θάλασσα μέχρι να φτάσουν τον γύρο της Αφρικής. Οπότε βρίσκομαι να προσγειώνομαι από την Αυστραλία στο Δερβένι Κορινθίας. Μετέπειτα, όπως αντιλήφθηκα, αυτά τα χρόνια θα ήταν τα πιο όμορφα της ζωής μου, κάποια από τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου. Μεγάλωσα, λοιπόν, δίπλα στη θάλασσα, κάνοντας μπάνιο από τον Μάιο και τελειώνοντας τον Οκτώβριο. Παίξαμε με ποδήλατα, ξέγνοιαστα χρόνια μέσα στη φύση. Κάτι το οποίο –και στο τέλος θα καταλάβετε, στο τέλος της ιστορίας– άρχισε να μου δίνει κάποια εργαλεία τα ονομάζω εγώ. Για παράδειγμα, εγώ από μικρός, λοιπόν, φαινόμουν ότι κάπως με είχαν επιλέξει για κασκαντέρ. Γιατί; Γιατί ήμουνα πιο μικρόσωμος, γιατί ήμουνα πιο ευλύγιστος; Άρα, λοιπόν, εγώ δοκίμαζα τις πρώτες κωλοτούμπες με τις σαμπρέλες στη θάλασσα, εγώ δοκίμαζα τα πατίνια που μόνοι μας φτιάχναμε και μπαίναμε μετά και τρώγαμε τούμπες στα βάτα. Εγώ ήμουν αυτός που με τα ποδήλατα έκανε τα πιο τρελά κόλπα. Μέσα απ’ το παιχνίδι, λοιπόν, άρχισα να μαθαίνω πράγματα, και όντας βοηθός του πατέρα, που ήταν τεχνίτης σιδήρου, και του αδερφού μου, που ήταν καλός μάστορας. Άρα, λοιπόν, σαν βοηθός κι εγώ ξεκίνησα, λοιπόν, να μ’ αρέσουνε και οι κατασκευές. Και όλο αυτό σιγά σιγά μέσω του παιχνιδιού άρχισε να μου δίνει πέντε πράγματα που με ενδιέφεραν. Το 1979, μετά από δέκα χρόνια περίπου στο Δερβένι, 11- 12 ετών εγώ, φεύγει πάλι η οικογένεια και ανεβαίνουμε στην Αθήνα, στον Κολωνό, μία φτωχή συνοικία τότε, 1979. Δε θα ξεχάσω τη πρώτη, δεύτερη μέρα που ήμουνα εκεί, βγαίνω να πάω στην αλάνα να παίξω ποδόσφαιρο με όλα τα άλλα παιδιά εκεί της Αθήνας. Και ξαφνικά, αντιλαμβάνομαι ότι, ενόσω ήμουνα σε μια απ’ τις πιο φτωχές συνοικίες της Αθήνας,, τα δικά μου παπούτσια ήταν τα πιο φτωχά απ’ τα παπούτσια των φτωχών παιδιών που παίζανε ήδη ποδόσφαιρο. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ότι βλαχάκι, λοιπόν, εγώ απ’ το Δερβένι έπρεπε κάπως να μπω μέσα σ’ όλη αυτή την κοινωνία, μαθημένος αλλιώς. Οπότε, λοιπόν, να το πρώτο εργαλείο. Επειδή, λοιπόν, ήμουνα πολύ καλός στο ποδήλατο και έκανα διάφορα κόλπα, σούζες, τέτοια πράγματα, ξαφνικά άρχισε να με επιλέγουν για φίλο διάφοροι άλλοι εκεί πιτσιρικάδες και ξαφνικά με ’καναν αρχηγό γιατί έκανα πολλά κόλπα. Άρα, λοιπόν, μπήκα στην κοινωνία της Αθήνας. Παράλληλα, είχα την τύχη πολύ νωρίς, μετά από ένα χρόνο περίπου, να μπω στη μικρή μπάντα του Δήμου Αθηναίων. Δε θα ξεχάσω τον μαέστρο μου από την Κεφαλονιά, ο κύριος Καρύδης, να με ρωτάει τρεις φορές: «Παιδί μου, τι όργανο θέλεις να μάθεις;». «Τύμπανα», να του λέω εγώ. Δεύτερη ερώτηση, η ίδια απάντηση. Τρίτη ερώτηση, η ίδια απάντηση, στην τέταρτη ερώτηση με είχε κατατάξει στα τύμπανα. Ξεκινάω, λοιπόν, να πηγαίνω στη μικρή μπάντα του Δήμου Αθηναίων. Απλά εκεί υπήρχε κάτι καλό. Σε κάθε πρόβα που έκανες μέσα στην εβδομάδα, αλλά και σε κάθε εκδήλωση που πήγαινες, είτε ήταν Χριστούγεννα είτε γιορτές και τα λοιπά, όπου[00:05:00] παίζαμε σε διάφορους διάσημους, όπως πρωθυπουργούς των χωρών και τα λοιπά, πληρωνόσουν. Έπαιρνες κάποια λίγα χρήματα απ’ τον Δήμο Αθηναίων. Έτσι, λοιπόν, σιγά σιγά ξεκίνησα εγώ, γιατί μετά από μία ερώτηση στον πατέρα μου: «Πατέρα, θέλω να μου πάρεις κι εμένα Adidas, όπως έχουν τα παιδιά στην αλάνα», και μου είπε: «Παιδί μου, εμείς δεν έχουμε χρήματα να πάρουμε τέτοια παπούτσια», από εκεί, λοιπόν, κατάλαβα από πολύ μικρός, ότι αν θέλω κάτι να πάρω, εγώ μάλλον πρέπει να δουλέψω μόνος μου να το πάρουμε. Τότε μου φαινόταν σαν παιχνίδι, βέβαια, αλλά όπως αποδείχθηκε ήταν κάποια από τα εργαλεία, όπως προείπα, που μάζευα. Παράλληλα, ξεκινώντας να πάω στο Τεχνικό Λύκειο στην Ακαδημία Πλάτωνος, άρχισα να κάνω εργαστήρια μέσω του Τεχνικού Λυκείου, ώστε να μαθαίνω πώς να λειτουργώ κάποια από τα βασικά εργαλεία για σίδερο ή για ξύλο και τα λοιπά. Την ίδια ώρα, βέβαια, όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας, ήθελα να αγοράσω το πρώτο μηχανάκι. Βέβαια, λεφτά από πουθενά δεν μπορούσα να πάρω, οπότε αναγκαζόμουν, εφόσον κάθε καλοκαίρι είχαμε διακοπές από το σχολείο, να ξεκινήσω να κάνω καλοκαιρινές δουλειές. Πέρασα από αρκετές. Έγινα πιτσαδόρος, σουβλατζής. Παράλληλα, όμως, χόρευα και brake dance, γιατί μου άρεσε. Επίσης, λοιπόν, βγαίναμε με μπουλούκια και πηγαίναμε σε διάφορες άλλες πόλεις, όπως το Αίγιο, στα Γιάννενα, και χορεύαμε βγάζοντας το χαρτζιλίκι μου. Στο τέλος, πήρα το μηχανάκι μόνος μου. Βέβαια, σε μία από τις δουλειές –δε θα το ξεχάσω– φτιάχναμε καπάκια από χρώματα, πλαστικά χρώματα και τα λοιπά. Θυμάμαι ότι από τα δέκα άτομα μέσα οι οχτώ είχαν κομμένα δάχτυλα. Κάποιος, λοιπόν, μάστορας λέγοντάς μου στο διάλειμμα: «Παιδάκι μου, σήκω φύγε από δω πέρα! Κάνε κάτι, φύγε από δω!». Καταλαβαίνοντας, λοιπόν, ότι μεγαλώνοντας δεν είχα και πολλές προϋποθέσεις σε μια φτωχή συνοικία. Οι μισοί μου γνωστοί, ούτως ή άλλως, είχαν φύγει από μηχανάκια και οι άλλοι μισοί είχανε φύγει από ναρκωτικά. Δύσκολα χρόνια. Οπότε το 1985, παρασυρμένος και από κάποιους άλλους γνωστούς μου, δίνω εξετάσεις στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών του Ναυτικού. Δεκαεφτά μισό περίπου. Πετυχαίνω και 09/09/1985 περνάω την πύλη του Πολεμικού ναυτικού στον Πόρο, των μονίμων υπαξιωματικών. Βέβαια, το στομάχι μου, όταν πέρασα την πύλη, κάπως κοντοστάθηκε. Βέβαια, δεν έδωσα τόσο σημασία τότε. Αργότερα έμαθα να δίνω σημασία σε τέτοιου είδους καλέσματα του ενστίκτου μου. Μπαίνοντας, λοιπόν, στον προαύλιο χώρο της σχολής στον Πόρο, αφού μας είχανε δώσει ένα σαντουιτσάκι και μία πορτοκαλάδα για να μας καλοπιάσουν, κοιτάω, βλέπω την πρώτη ταμπέλα και έλεγε: «Δόκιμοι, τρέχετε!». Ρωτάω τον διπλανό μου, του λέω: «Τι εννοεί;». Μου λέει: «Τρέχουμε!». Ξεκίνησε, λοιπόν, η καριέρα μου το 1985 στον Πόρο. Τρέχοντας πηγαίναμε για φαγητό, τρέχοντας στις κωπηλατικές, τρέχοντας στα μαθήματα. Το 1986 περνάω πλέον στον στόλο. Και ξεκίνησα στα αντιτορπιλικά. Στα αντιτορπιλικά γρήγορα κατάλαβα ότι άρχισα να βαριόμουν, δε συνέβαινε κάτι το οποίο εμένα με εξίταρε. Οπότε ξεκίνησα να ψάχνω περίεργα σχολεία, τα οποία θα με πήγαιναν σε άλλα μονοπάτια μέσα στο Πολεμικό Ναυτικό. Επιλέγω, λοιπόν, και ξεκινάω το σχολείο υποβρυχίων για μονίμους υπαξιωματικούς. Μετά από έξι μήνες είχα μπει στο πρώτο υποβρύχιο. Μεγάλο μάθημα το υποβρύχιο. Κάποια από τα εργαλεία, δηλαδή, που αργότερα θα μου φαινόντουσαν πάρα πολύ χρήσιμα, τα απέκτησα εκεί. Πρώτον, να πειθαρχώ. Δεύτερον, να αντιλαμβάνομαι τις εντολές. Τρίτον, να καταλάβω ότι κανείς δε νοιάζεται για μένα. Η μητέρα ήταν πολύ μακριά. Εκεί, λοιπόν, άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν είχα πρόβλημα ούτε στα υποβρύχια. Ένιωθα πάρα πολύ άνετα, οπότε ξεκίνησα τα σχολεία, συνέχισα τα σχολεία. Ξεκινάω, κάνω ένα σχολείο, το λεγόμενο αυτοδυτών των υποβρυχίων, που σημαίνει ότι εάν σε περίπτωση που ένα υποβρύχιο θα έμενε από βλάβη, θα έπρεπε εγώ να φορέσω στολή δυτών και να ανασύρω όλους τους μόνιμους στην επιφάνεια. Μετά συνεχίζω, πάω στη Γερμανία όπου εξειδικεύτηκα περαιτέρω πάνω σ’ αυτό, και στο τέλος πέρασα και το σχολείο αυτοδυτών στις ομάδες υποβρυχίων καταστροφών του Πολεμικού Ναυτικού. Εντέλει, κατάλαβα ότι είχα φτάσει στο όριο. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνω. Και όπως είπα και στην αρχή, όταν άρχιζα και βαριόμουνα κάτι, όταν ένιωθα ότι δε με γέμιζε, ήθελα να μετακινηθώ. Όπερ και εγένετο. Το 1991, λοιπόν, δηλώνω παραίτηση και φεύγω από το Πολεμικό Ναυτικό. Το 99%[00:10:00] των ανθρώπων μέσα στο πολεμικό ναυτικό των γονέων μου μού λέγαν: «Τρελός είσαι; Πού πας, παιδί μου, αφήνεις μια καριέρα!». Το 1% ήταν κάποιοι περίεργοι τύποι στις γωνίες, όπου μου έλεγαν: «Φύγε, φίλε, και ας πουλάς κουλούρια στην Ομόνοια!». Εγώ άκουσα το 1% και, όπως αποδείχθη, είχα δίκιο. Φεύγοντας, λοιπόν, και καθήμενος με την τότε κοπέλα μου σ’ ένα καφέ στο Περιστέρι μάς κάνει μία ερώτηση μία κοπέλα εκεί που το είχε το καφέ. Λέει: «Μα δεν ανοίγετε και εσείς κάνα καφέ;». Και λέω εγώ με την κοπέλα μου, την κοιτάω και της λέω: «Θέλεις;». Μου λέει: «Θέλω». Και ξεκινάμε, λοιπόν, και ανοίγουμε το πρώτο μας μικρό καφέ στο Αιγάλεω. Παράλληλα, είχα προχωρήσει και στη μουσική. Ήμουν σε διάφορες μπάντες της Αθήνας, κάποιες από αυτές πήγαν αρκετά καλά, ήμουνα έτοιμος να γράψω δίσκο με κάποιους πιο γνωστούς. Και την ίδια ώρα είχα ανοίξει και το μαγαζί, όπου άρχισα να καταλαβαίνω ότι μου άρεσε πάρα πολύ η επικοινωνία με τους ανθρώπους και το σέρβις. Το 1993, βέβαια, κατάλαβα ότι στη Θηβών δε θα έχω πολλές δυνατότητες περαιτέρω. Ήδη τα πρώτα franchise τύπου εστίασης είχαν ανοίξει και είχα αντιληφθεί κι εγώ επιχειρηματικά ότι, αν δεν αναπτυχθείς ραγδαία, θα κλείσεις. Κι έτσι, απεμπλέκομαι και από το καφέ στο Αιγάλεω, συνειδητοποιώντας δε ότι έχω δουλέψει ήδη κοντά στα δεκαπέντε, δεκαέξι χρόνια και λέω: «Θα ξεκουραστώ λίγο!». Την ίδια ώρα ότι είχε βγει στην επιφάνεια και στην τηλεόραση το snowboard, σανίδα στο βουνό. Οπότε, λοιπόν, μαζί μ’ ένα φίλο επιλέγω, αφού είχα πουλήσει το μαγαζί και είχα βγάλει κάποια χρήματα, να περάσω μία ολόκληρη σεζόν στην Αράχοβα κάνοντας μόνο snowboard, για να ξεκουραστώ από όλα τα υπόλοιπα χρόνια που δούλευα. Όπερ και εγένετο. Επάνω, λοιπόν, εγώ. Δε θα ξεχάσω να πηγαίνουμε καθημερινές από το πρωί στις οχτώ, γιατί μας ενδιέφερε το άθλημα ως επί το πλείστον. Και τα Σαββατοκύριακα, που γέμιζε το χιονοδρομικό από πολλούς, πιο απλούς, εμείς καθόμασταν στο σπίτι ή πηγαίναμε στην Αθήνα. Μία χρονιά, δεύτερη χρονιά το ίδιο μοτίβο. Είχα ξεκινήσει και ασχολιόμουν πιο πολύ με το snowboard, και ξαφνικά, μία ωραία μέρα, όπως ήμασταν με τον φίλο μου στα κελάρια και πηγαίνοντας στο συνδετικό στη Φτερόλακκα, βλέπουμε μπροστά μας έναν τηλεσκοπικό γερανό μ’ ένα κλουβί να κρέμεται. Τον κοιτάω, με κοιτάει, του λέω: «Τι είναι αυτό;». Μου λέει: «Δεν ξέρω». Του λέω: «Θέλεις να πάμε να δούμε;». Μου λέει: «Πάμε!». Ισιώνουμε τα σανίδια και μπαίνουμε με εξήντα χιλιόμετρα στο ρεσεψιόν το υποτυπώδη του bungee jumping. Είναι πραγματικό γεγονός. Μπαίνω με το snowboard μέσα στον υποτυπώδη χώρο, χιόνι παντού, και ρωτάω τον μετέπειτα συνεταίρο μου μια ερώτηση. Του λέω: «Μπορώ να κάνω το πρώτο μου άλμα με το σανίδι στα πόδια, το snowboard;». Και βέβαια, ο Ελληνοελβετός τότε Ανδρέας Κοκκίνης μού απαντάει άμεσα: «Βεβαίως!». Ανεβαίνουμε πάνω. Μην ξεχνάμε ότι είμαστε στα 2.200 μέτρα, συν 70-100 που ήταν ο γερανός. Βλέπαμε όλες τις κορυφές από πάνω. Σαφώς φοβισμένος κι εγώ, ρωτάω τον μετέπειτα συνεταίρο μου δύο ερωτήσεις. Πρώτη ερώτηση: «Όλα καλά;». «Όλα καλά!». Δεύτερη ερώτηση: «Όλα καλά;». «Όλα καλά!», μου λέει. Τρία, δύο, ένα go και φεύγω! Φεύγοντας, ο φωτογράφος, ο οποίος ήταν επάνω από το κλουβί, τραβάει την πρώτη φώτο, και έτσι η πρώτη φώτο βγαίνει στα πρώτα περιοδικά της Αθήνας τότε, του κυρίου Κόκκορη Με πηχυαίο τίτλο: «Μαμά, πετάω!». Εξαιρετικές. Όταν τελειώνω το άλμα, κατεβαίνω από το κλουβί και με ρωτάει ο συνέταιρός μου: «Το καλοκαίρι», μου λέει, «τι κάνεις;». Και εγώ άμεσα απαντάω: «Τίποτα». Μου λέει: «Θέλεις να δουλέψεις μαζί μου;». Του λέω: «Βεβαίως!». Εδώ να πούμε ότι να ένα από τα εργαλεία π.χ. που είχα μάθει στο Πολεμικό Ναυτικό, στο οποίο εκπαιδεύτηκα να μιλάω Αγγλικά, λόγω του ότι ήμουν τηλεγραφητής και υπεύθυνος επικοινωνίας. Άρα, λοιπόν, μιλούσα από τότε Αγγλικά. Ο τότε εταίρος μιλούσε μόνο Αγγλικά και αυτός, οπότε μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Όπερ και εγένετο, την επόμενη χρονιά έρχεται ο κύριος Κοκκίνης και ξεκινάμε στην Αθήνα να κάνουμε τα πρώτα event bungee jumping. Είχε προηγηθεί το πρώτο άλμα στην Ελλάδα το 1992, μ’ έναν από τους πελάτες, τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, μετέπειτα νομάρχη. Και ξεκινάμε, λοιπόν, υπό τη σκέπη διάφορων εταιρειών πιο μεγάλων από τη δικιά μας –όπως ήταν η F-Zein, η Trekking Hellas– να κάνουμε διάφορα event σ’ όλη την Ελλάδα σαν αιχμή του δόρατος των event για μεγάλες εταιρείες τηλεφωνίας και τα λοιπά[00:15:00]. Πράγματι, τότε οι πρώτοι οικείοι μου μού έλεγαν: «Σωτήρη, αυτό δεν είναι δουλειά, αυτό είναι για να δουλεύεις δυο-τρεις φορές το καλοκαίρι. Καλύτερα να ξεκινήσεις να κάνεις κάτι στη ζωή σου, γιατί μάλλον δε θα μπορέσει να σε ζήσει αυτό». Βέβαια, εγώ είχα άλλη άποψη –και όπως αποδείχτηκε, ευτυχώς που τη κράτησα– κι έλεγα ότι: «Εγώ αυτό θα το κάνω γνωστό στην Ελλάδα και θα καταφέρει αυτό να με ζει, χωρίς να κάνω κάτι άλλο». Ξεκινάμε, λοιπόν, μία περίοδο όπου ο συνεταίρος ήταν στην Ελβετία, όπου πήγαινα και εγώ πολύ συχνά λόγω του ότι να πάλι το εργαλείο του snowboard. Εκεί είχαμε ένα open ice bar, το οποίο ήταν στα 3.000 μέτρα και έπρεπε να πας και να φύγεις με το snowboard. Ήταν σαν τα πόδια σου. Oπότε είχα ήδη βγει στο εξωτερικό και είχα αρχίσει και έβλεπα οργάνωση του εξωτερικού και πώς αυτή λειτουργεί μαζί με τη διασκέδαση και με κάποια αθλήματα, όπως ήταν το snowboard, το σκι ή και μετέπειτα το bungee jumping. Την ίδια ώρα δεν είχα αφήσει τα uppercussion. Ξεκίνησα και έπαιζα σε διάφορα μαγαζιά της Αθήνας, γνωστά τότε, έτσι ώστε να καταφέρω να μην πιάσω κάποια άλλη δουλειά για να καταφέρω να αρχίσω να διαδίδω το bungee jumping, όπως έπρεπε, και να το κάνω πλέον κανονική μου δουλειά. Άρα, λοιπόν, ξεκίνησαν τα καλοκαίρια μας. Το πρώτο καλοκαίρι πήγαμε στο Punda Beach στην Πάρο, όπου βάλαμε τον πρώτο γερανό εκεί, πάνω από πισίνα. Και εκεί κατάλαβα ότι η διασκέδαση τύπου bar μαζί με το bungee jumping είναι κάτι ξεχωριστό απ’ το να κάνεις ένα απλό event κάπου. Ήταν η πρώτη χρονιά. Ακολούθησαν τουλάχιστον άλλες τρεις, τέσσερις στην Ίο, στις Κυκλάδες, όπου συνέβη το ίδιο σκηνικό. Τρεις χιλιάδες άτομα κάθε μέρα παρακολουθούσαν άτομα να κάνουν bungee jumping και να πιάνουνε νερό στην πισίνα μπροστά τους. Παράλληλα, το 1998 ήδη με ρωτάει ο τότε εταίρος μου: «Ξέρεις αν κάποιος αυτή τη στιγμή εργάζεται στον Ισθμό της Κορίνθου για bungee jumping;». Λέω: «Δεν έχω ιδέα». Και μου λέει: «Πρέπει να ξεκινήσουμε να το ψάχνουμε». Μου μπήκε λοιπόν το μικρόβιο, και έτσι, από εκείνη τη στιγμή και για πέντε χρόνια, όπως απεδείχθη, ξεκίνησα τον χειμώνα να προσπαθήσω να πείσω, σε εισαγωγικά, τον δημόσιο τομέα να αδειοδοτήσει τον Ισθμό της Κορίνθου για να βάλουμε το bungee jumping εκεί. Άρα, λοιπόν, μαζεύοντας χρήματα από τις Κυκλάδες ουσιαστικά και επενδύοντάς τα στον χρόνο μας για να πάρουμε τον Ισθμό, το 2002 καταφέραμε να πάρουμε το ΟΚ από την εταιρεία διαχείρισης Ισθμού Κορίνθου. Ένα πρώτο ΟΚ και για έξι μέρες event για να δουν και αυτοί ποιοι είμαστε και πώς κάνουμε αυτή τη δουλειά. Το 2003 πήραμε την πρώτη άδεια λειτουργίας στον Ισθμό της Κορίνθου και από εκεί αρχίζει ένα amazing race. Είχαμε βρει τον χώρο μας πλέον, δε χρειαζόταν να μετακινηθούμε από πουθενά και αρχίσαμε σιγά σιγά να διαδίδουμε και να κάνουμε γνωστό αυτό το event σ’ αυτόν τον υπέροχο προορισμό. Το 2006 καταφέραμε να εντάξουμε το bungee jumping μέσα στον τουρισμό περιπέτειας. Μέχρι πρότινος δεν υπήρχε κάτι τέτοιο. Για μας ήταν ένα μεγάλο βήμα. Σιγά σιγά ο τουρισμός άρχισε να μας αναγνωρίζει, το event γινότανε γνωστότερο. Το 2006 με παίρνει τηλέφωνο ένας φίλος μου και μου λέει: «Αύριο θα έρθουν κάποιοι κύριοι. Ό,τι σου πουν, πες ναι!». Την επόμενη μέρα έρχονται τέσσερα άτομα, μας βάζουν να υπογράψουμε ένα εμπιστευτικό κείμενο τριάντα σελίδων ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη δουλειά που θα επακολουθήσει. Υπογράφουμε και μετά αντιλαμβανόμαστε, αφού έχουμε πάρει το όνομα του σκηνοθέτη και γκουγκλάροντάς το στο Ίντερνετ, βλέπουμε τρία εκατομμύρια κλικ επάνω του. Ήταν o Jerry Bruckheimer και το «The amazing race» από το Χόλυγουντ. Ήταν η πρώτη εκπομπή το 2006. Μετά επακολούθησαν όλα τα reality show adventure type στον κόσμο. Αυτή ήταν η μητέρα των φιλμ τέτοιου είδους από έναν επιτυχημένο σκηνοθέτη του Χόλιγουντ που έχει σκηνοθετήσει τον Johnny Depp και τους «Πειρατές της Καραϊβικής» και τα λοιπά. Και ακόμα και τώρα παραμένει ένας από τους κορυφαίους. Εκεί, λοιπόν, κατάλαβα το εξής. Αυτοί ήταν πάρα πολύ demanding, πάρα πολύ απαιτητικοί. Μιλάμε για Χόλυγουντ. Εγώ σαν μάνατζερ τότε με εξώθησε στα όριά μου, αλλά αντιλήφθηκα ότι αν θέλεις να γίνεις νούμερο ένα, πρέπει να μάθεις να εργάζεσαι με τους νούμερο ένα. Όπερ και εγένετο[00:20:00]. Το event πήγε θαυμάσια το 2006 και από κει ξεκινάει πλέον η προβολή του «Zulu bungy», του project μου, σε όλον τον κόσμο. Είχε φύγει από τα στενά όρια της Ελλάδας πλέον. Η συγκεκριμένη εκπομπή είχε εκατομμύρια viewers σε όλες τις αγγλόφωνες χώρες του κόσμου: Αυστραλία, Νότιο Αφρική, Καναδά, Αμερική. Και εκεί κατάλαβα ότι για να φτάσω μέχρι εδώ, έπρεπε όλη αυτή η ιστορία και όλα αυτά τα εργαλεία που είπα πριν να δουλέψουν από κοινού. Μόνο έτσι γίνονται τέτοιες δουλειές. Συνεχίζω. Κάθε χρόνο σιγά σιγά όλο και περισσότερα φιλμ έρχονταν. Όλο και περισσότερη προβολή, όλο και περισσότερα δημόσια και γνωστά άτομα λάμβαναν μέρος. Με αποτέλεσμα σιγά σιγά ο δημόσιος τομέας, από εκεί που είχε προβλήματα στην αρχή με εμένα και με τη διεργασία και με τη λειτουργία, ξαφνικά άρχισε να μας αναγνωρίζει και να αντιλαμβάνεται ότι είναι πάρα πολύ καλό για το κοινό και πάρα πολύ καλό για τον όλο τουρισμό της περιοχής. Άρα, λοιπόν, αυτό που θέλω έτσι να διακόψω, αυτό είναι μια γρήγορη διαδρομή από πού ξεκίνησε και πού έχει φτάσει και πού συνεχίζει ακόμα και σήμερα. Αυτό που θέλω να πω περισσότερο είναι ότι η συγκέντρωση δεξιοτήτων, μέσα από διάφορες εργασίες και λαμβάνοντάς τις σαν παιχνίδι ή σαν μέρος της καθημερινότητας, σε οπλίζει στο τέλος με δεξιότητες οι οποίες, εάν θέλεις να κάνεις κάτι ξεχωριστό στη ζωή σου, σου είναι αναγκαίες. Όλες αυτές λειτουργούν προσθετικά και στο τέλος αντιλαμβάνεσαι ότι χωρίς πολύ κόπο από σένα, μπορείς να κάνεις πράγματα τα οποία κάποιοι θεωρούν πολλά. Δεν είναι. Είναι πράγματα τα οποία τα μάζευες εάν σου άρεσε η πληροφορία. Θα ξαναγυρίσω λίγο πίσω, ας πούμε. Δε θα ξεχάσω στο Δερβένι Κορινθίας όταν ήμουνα, ότι δεν μπορούσα να φάω το φαγητό μου χωρίς να διαβάζω κάτι δίπλα μου. Είτε ήταν Μίκυ Μάους, είτε ήταν η Αγία Γραφή, είτε ήταν τα μαθηματικά της επόμενης ημέρας. Αυτή, λοιπόν, η τάση το να μαθαίνω συνέχεια –κάτι το οποίο το κρατάω και μέχρι ακόμα– μου έδωσε σιγά σιγά την πληροφορία. Γιατί ένα απ’ τα πιο άσχημα πράγματα που μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο είναι η άγνοια. Η άγνοια είναι άσχημο πράγμα και πρέπει να καταφέρνουμε να βγαίνουμε μέσα απ’ την άγνοια, και μέσω πληροφορίας και αγάπης για το τι κάνουμε να πηγαίνουμε τον εαυτό μας πρώτα, και παράλληλα τον κόσμο, λίγο πιο μπροστά. Άρα, λοιπόν, νομίζω, ότι τίποτα απ’ ό,τι έχουμε κάνει δεν πάει χαμένο. Όλα όσα έχουμε κάνει κάποια στιγμή συγκλίνουν, μας χρειάζονται και μας φτάνουν αρκετά ψηλά σε οτιδήποτε κάνουμε. Κάτι το οποίο, επίσης, καταλαβαίνετε απ’ την πάνω αφήγηση είναι ότι, εάν κάτι σε κρατάει στάσιμο, εάν κάτι σου δείχνει ότι αν μπω σε αυτό το λούκι δε θα βγω εύκολα, τότε καλό είναι να φεύγεις, να φεύγεις, κι ας νιώθεις λίγο να παραπατάς. Έτσι κι αλλιώς, η παροιμία λέει ότι: «Εάν κάνεις το βήμα, χάνεις για λίγο την ισορροπία σου. Εάν δεν κάνεις το βήμα, χάνεις τον εαυτό σου». Άρα, λοιπόν, η αναζήτηση πληρότητας σ’ αυτό που κάνεις είναι το ζητούμενο. Γιατί; Γιατί αν βρεις αυτό που σου αρέσει να κάνεις, ήδη έχεις καταφέρει πρώτον να σε ζει οικονομικά, έχεις καταφέρει να σε κρατάει σε καλή φυσική κατάσταση. Βλέπε αθλήματα. Έχεις καταφέρει να σου δίνει γνώση η οποία δεν έχει όριο. Όπως είναι τα μαθηματικά, όπως είναι η μουσική. Έχεις, λοιπόν, ασχολίες, οι οποίες τρέφουν τη δημιουργία σου, τη δημιουργικότητά σου, όπως είναι η ζωγραφική. Μ’ αρέσει να φτιάχνω πορτρέτα. Αυτό τρέφει τη δημιουργικότητά μου. Τέλος, καλό θα είναι να έχουμε κι ένα χόμπι, όπως το ονομάζω εγώ, το οποίο φτιάχνει το mindset, την κατάσταση, δηλαδή, του εγκεφάλου μας. Είμαστε φτιαγμένοι για να λειτουργούμε σε πράσινη, σε πράσινη ενέργεια στον εγκέφαλό μας. Επειδή παίρνουμε πάρα πολλά σκουπίδια, πρέπει να μπορούμε να τα αποβάλλουμε και να σκεφτόμαστε [00:25:00]ομαλά, συγκεντρωμένοι πάνω σ’ αυτά που θέλουμε να κάνουμε. Αυτό είναι κάτι το οποίο το έχουμε ανάγκη και μόνο μέσω διαφόρων ασχολιών, οι οποίες μας αρέσουν, μπορούμε να το καταφέρουμε. Είπα ήδη τουλάχιστον τέσσερα-πέντε χόμπι τα οποία πρέπει να έχεις ώστε να καταφέρνεις μέσω παιχνιδιού να προχωράς σ’ αυτή τη ρουτίνα και να και να νιώθεις καλά. Τέλος, όταν φτάσεις κι αυτό το amazing race έχει πλέον κατασταλάξει μέσα σου και έχεις πλέον πάρει πάρα πολλή γνώση και εμπειρία απ’ όλα αυτά, είναι η ώρα να αρχίσεις να δίνεις αυτή τη γνώση. Η γνώση κρατημένη στη τσέπη μας είναι μηδέν. Η γνώση η οποία μπορείς να μεταδώσεις και η εμπειρία, αν μη τι άλλο μπορεί να σώσει κάποιους, μπορεί να τους επηρεάσει. Και αυτό είναι κάτι το οποίο στη σημερινή εποχή νομίζω ότι είναι πάρα πολύ σοβαρό, και ευχαριστώ τον Θεό που ακόμα είμαι σε μία θέση να έρχομαι σε επαφή καθημερινά με νέους ανθρώπους. Και έτσι, λοιπόν, μέσα απ’ το δικό μου μετερίζι, ας πούμε, να μπορώ να κάνω έναν σωστό επηρεασμό νέων ανθρώπων επάνω σε όλα αυτά που είπα. Ας μη φοβόμαστε να μαθαίνουμε. Ας μη φοβόμαστε να κάνουμε λάθη, ας μη φοβόμαστε να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Ας μη φοβόμαστε να ψάχνουμε αυτό που αγαπάμε. Ας μην το φοβόμαστε αυτό, γιατί ο φόβος, όπως λέω εγώ πολύ συχνά, είναι κάτι το οποίο σε καταβάλλει και αν σε καταβάλει τότε μάλλον σ’ έχει κερδίσει.
Segment 2
Η επιτυχία του Zulu Bungy και η συνεισφορά του στην ενίσχυση του τουρισμού
00:26:47 - 00:43:27
Θέλω τώρα να θυμηθείτε μερικές στιγμές έτσι που σας έχουν μείνει στη μνήμη ανεξίτηλες.
Λοιπόν, πρώτον, δε θα ξεχάσω ποτέ, ήμαστε μια μέρα στον Ισθμό και έρχεται μία μητέρα, Κορίνθια κιόλας, με δύο γιους. Ο ένας γιος ήταν 16 ετών, ο άλλος ήταν 17 ετών. Υπογράφει η μητέρα, πληρώνει και για τους δύο. Κατεβαίνει πρώτα ο δεκαεπτάχρονος, ενόσω τους ετοιμάζαμε καταλάβαμε ότι ο δεκαεξάχρονος ήταν πολύ άτακτος και μίλαγε πάρα πολύ άσχημα στη μητέρα του, πολύ άσχημα. Δηλαδή την προσέβαλλε μπροστά στα μάτια μας, της φώναζε, της μίλαγε πάρα πολύ άσχημα. Μας έκανε πάρα πολύ κακή εντύπωση. Δεν είπαμε τίποτα. Κατεβαίνουμε όλοι μαζί, λοιπόν, να κάνουν άλμα τα δύο παιδιά. Πηδάει ο δεκαεπτάχρονος πρώτος, κανένα πρόβλημα, τρία, δύο, ένα, gο. Κάνει φοβερό άλμα. Έρχεται η ώρα, λοιπόν, του μικρού που ήταν πολύ ζωηρός και κακότροπος. Και τον βάζουμε στη πλατφόρμα, προχωράμε μπροστά, καθόμαστε στην άκρη και όπως κάνουμε συνήθως του λέμε: «Είσαι έτοιμος;». Ξεκινάμε να μετράμε: «Τρία, δύο, ένα, go!», ο μικρός τίποτα. Δεν έφευγε. Λέμε: «ΟΚ, πάμε να ξαναμετρήσουμε άλλη μια. Τρία, δύο, ένα, go!». Τίποτα ο μικρός, δεν έφευγε με τίποτα. Το παίρνει χαμπάρι η μάνα από πίσω και αρχίζει και του βάζει χέρι η μάνα τώρα. Λέει: «Πήδα, μωρή κότα! Πήδα, ρε!», του λέει. «Δεν μπορώ!», της λέει. Άρχισε να τη βρίζει τη μάνα του. Τίποτα ο μικρός να μην μπορεί να φύγει με τίποτα. Στο τέλος, του λέει η μάνα του: «Πήδα ρε», του λέει, «γιατί άμα δεν πηδήξεις εσύ, θα φορέσω εγώ τις ζώνες και θα πηδήξω εγώ», του λέει. Η μαμά ήταν μια μαμά 55 ετών, μια μεσαία-κανονική μαμά της Κορίνθου. Κοιταζόμαστε με τον συνάδελφό μου, λέμε: «Ρε λες;». Γυρίζει, λοιπόν, πίσω. Αρνείται, λοιπόν, ο μικρός, δεν μπορεί να πηδήξει, φοβάται πάρα πολύ. Βγαίνει έξω και λέει η μάνα: «Βάλτε μου εμένα τις ζώνες, θα πηδήξω εγώ!». Της λέμε: «Σίγουρα, κυρία μου;». «Βεβαίως», λέει, «θα πηδήξω εγώ». Βγαίνει μπροστά η μητέρα να μην πολυλογώ. Μετράμε: «Τρία, δύο, ένα, go!». Και πηδάει η μάνα, κάνει ένα φοβερό άλμα η κυρία. Τη γυρίζουμε στη πλατφόρμα. Ο μικρός έχει βάλει την ουρά κάτω από τα σκέλια. Δε μιλάει καθόλου πλέον, έχει αλλάξει τελείως συμπεριφορά. Φεύγουν απ’ το μαγαζί. Μετά από μια εβδομάδα, σταματάει ένα αυτοκίνητο μπροστά απ’ το μαγαζί, κατεβαίνει η μητέρα μόνη της. Έρχεται σ’ εμένα, μου λέει: «Κύριε Παύλου, να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ». Της λέω: «Γιατί κυρία μου, τι κάναμε;». Μου λέει: «Από την ώρα που αυτός δεν πήδηξε κι εγώ πήδηξα, έχει αλλάξει όλη η συμπεριφορά του. Με σέβεται, δε με βρίζει πλέον και μπορώ και τον κάνω ό,τι θέλω! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!». Αυτό ήτανε μία από τις ιστορίες που δε θα ξεχάσω ποτέ. Επίσης, μία ιστορία που δε θα ξεχάσω ποτέ. Εγώ το είχα ονομάσει «Zulu bungy» το μαγαζί για λόγους μάρκετινγκ, γιατί ήταν εύκολο να γίνει spelling στα Αγγλικά, δημιουργούσε μία ατμόσφαιρα, είχε χρώμα και έμοιαζε να μπορεί να γίνει ένα καλό όνομα για το bungee jumping. Σαφώς, δεν είχα υπόψη μου πού θα φτάσει αργότερα το λογότυπο. Κάποια στιγμή παίρνουμε ένα e-mail, κοντά στο 2010, όπου είναι ένας δικηγόρος από το Λονδίνο, ο οποίος μας γράφει εμμέσως πλην σαφώς ότι εκπροσωπώ τον Βασιλιά Ζουλού Κβάναταλ από τη φυλή των Ζουλού. Και λέει ότι[00:30:00]: «Έχουμε μάθει ότι χρησιμοποιείτε το όνομά μας για λόγους εμπορικούς και σας παρακαλούμε πάρα πολύ σταματήστε να χρησιμοποιείτε αυτό το όνομα για να πουλάτε προϊόντα με το όνομά μας». Σαφώς απαντήσαμε ότι δεν πουλάμε πράγματα και προϊόντα από τη φυλή Ζουλού, αλλά για μένα ήταν μια πάρα πολύ καλή ιστορία γιατί μου είχε δείξει ήδη ότι το όνομα είχε αρχίσει και είχε ταξιδέψει και ήδη είχε πάει στη South Africa, στη Νότια Αφρική.
Διαβάζοντας μερικές από τις κριτικές, μερικά από τα σχόλια που σας έχουν κάνει οι άνθρωποι που σας έχουν επισκεφτεί, βλέπουμε ότι όλοι, πέρα από την εμπειρία, πολλοί στέκονται στην εξυπηρέτηση και στο κλίμα που έχετε. Όχι απλά φιλική διάθεση, σαν οικογένεια πολλοί σας νιώθουν. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
Νομίζω ότι και στα προηγούμενα λεγόμενα έθεσα τη λέξη αγάπη γι’ αυτό που κάνεις. Λοιπόν, όταν αγαπάς αυτό που κάνεις, είναι σαν να μην έχεις δουλέψει ούτε μια μέρα. Είναι σαν να μην έχεις δουλέψει ποτέ καμία υπερωρία, και σαφώς μπορείς και δίνεις το σέρβις σε ανάλογη ποιότητα. Βέβαια, συνέβη και κάτι το οποίο άλλαξε την προοπτική μου, ως προς τη συνειδητή, ας πούμε, πλέον εμπειρία ως προς αυτό. Κάποια στιγμή, δε θυμάμαι ακριβώς, το 2006-2007, έρχονται δύο πελάτες στο μαγαζί, δύο μέτρα και οι δυο, ογκοδέστατοι, σαν bodybuilders, και πάω να τους μιλήσω. Τους λέω: «Γεια σας, τι κάνετε;». Μου λένε: «Καλά. Τι κάνετε εσείς; Ευχαριστώ». Μιλάγανε τόσο σιγά, ήταν τόσο μαλακοί. Ενώ ήταν το παρουσιαστικό τους θηρία, οι ίδιοι φαινόντουσαν τόσο καλλιεργημένοι. Οπότε μου έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση. Λέω: «Συγγνώμη, τι είστε εσείς;». Τότε μου λένε, λοιπόν, ότι ανήκουνε σε μία κάστα βουδιστική, η οποία μάλιστα έχει και έδρα στο Άνω Ξυλόκαστρο, θιβετιανού βουδισμού. Κάποια στιγμή ήρθε, λοιπόν, ο γκουρού αυτής της κάστας, ο Λάμα Όλε Νύνταλ, Δανός. Και κάνοντας άλμα, όταν τελειώνει πιάνει εμένα και τον συνεταίρο μου και μας λέει: «Ξέρετε τι κάνετε εδώ;». Λέμε εμείς: «Bungee jumping». Λέει: «Όχι παιδιά, δεν κάνετε μόνο bungee jumping. Εδώ ανοίγετε το μυαλό των ανθρώπων. Ανοίγετε τις πιθανότητες των ανθρώπων και τους κάνετε να γελούν και να περνάνε ευχάριστα. Αυτό δεν είναι καθόλου απλό, και σας παρακαλώ συνεχίστε να κάνετε αυτό που κάνετε με ασφάλεια και μην αλλάξετε τίποτα». Εκεί, λοιπόν, κατάλαβα ότι όχι απλά δίνουμε διασκέδαση στον κόσμο, αλλά τους ανοίγουμε έναν καινούριο κόσμο, ο οποίος στην αρχή δείχνει αδύνατον και μετά είναι δυνατόν μέσα σε δύο- τρία δεύτερα από τη στιγμή της απόφασης, ώστε να κάνει αυτή τη δράση. Και αυτό λειτουργεί έτσι σ’ όλες μας τις φοβίες. Άρα, λοιπόν, αρχίσαμε και άρχισα αντιληπτά και συνειδητά να επικοινωνώ αυτό με τον κάθε πελάτη. Αυτό, λοιπόν, έγινε αποδεκτό και παραδεκτό, και ξαφνικά άρχισε να δουλεύει τόσο όμορφα αυτό με ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο. Και έτσι γίνεται αυτό που με ρώτησες. Η υπηρεσία έχει υπερβεί πλέον την απλή υπηρεσία σαν ένα οποιοδήποτε μαγαζί, γιατί συνειδητά από κάποιους ανθρώπους δίδεται στον κάθε άνθρωπο που το δοκιμάζει η κατανόηση και ο χρόνος που χρειάζεται, ώστε να εξηγήσει ποιες είναι οι δυνατότητες περαιτέρω απ’ αυτό που έκαναν στον Ισθμό. Από εκεί προέρχεται, λοιπόν.
Πώς νιώθετε τώρα για αυτή την τεράστια ανάπτυξη που έχετε φέρει, όχι μόνο στον τουρισμό της πόλης μας να το πω, του νομού μας, της χώρας μας. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
Καταρχήν, νιώθω δικαιωμένος πρώτα απ’ όλα. Γιατί; Γιατί μεγάλωσα με τις αρχές από την οικογένειά μου, ότι: «Να γίνεις ένας χρήσιμος άνθρωπος για την κοινωνία». Ήταν μία από τις ατάκες των γονέων μου, την οποία ακολούθησα και ακολουθώ. Και δεν χάνω ευκαιρία, μιας και εγώ ο ίδιος Κορίνθιος, σε καθημερινή βάση να πλασάρω, σε εισαγωγικά, τον όμορφο τόπο μας, με τους όμορφους ανθρώπους μας, με τα όμορφα φαγητά μας, με την όμορφη φιλοξενία μας. Και αυτό είναι κάτι το οποίο δεν νομίζω να έχει, δε νομίζω να έχει τέλος και έτσι γίνεται. Αυτό, αυτό νιώθω. Δε νιώθω κάτι παραπάνω, νιώθω ότι απλά στο δικό μου περιβάλλον[00:35:00] και στο δικό μου expertise κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ και με χαρά. Και σαφώς, όπως σου είπα και πριν, προσπαθώ και μέσα από τα ταξίδια μου στο εξωτερικό να εντάσσω πράγματα τα οποία βλέπω όμορφα στο δικό μας περιβάλλον. Κι έτσι να μπορέσω να έχουμε, ας το πούμε, μου αρέσει να ανταγωνίζομαι στον τουρισμό στα ίσα με πολύ μεγάλες χώρες. Γιατί νομίζω ότι έχουμε τις δυνατότητες, όχι μόνο η δικιά μου δουλειά κι εγώ, αλλά και όλοι οι Κορίνθιοι και γενικότερα όλοι οι Έλληνες. Πιστεύω ότι όπου το ελληνικό δαιμόνιο εμπλέκεται, με σωστό σύστημα, γίνονται θαύματα. Και τέλος να πω ότι, μιας και ήρθαμε μέχρι εδώ, ότι μετά από πολλά ταξίδια κατάλαβα ότι μας λατρεύουν στο εξωτερικό. Λατρεύουν την ιστορία μας, λατρεύουν τα πράγματα που έχουμε διδάξει σε όλο τον ευρωπαϊκό και δυτικό κόσμο. Αλλά όταν δουν και έναν σύγχρονο Έλληνα ο οποίος παίρνει αυτή τη σκυτάλη, θα έλεγα, και την πάει πιο μακριά, τότε, σε εισαγωγικά, υποκλίνονται μπροστά μας και είναι έτοιμοι και να έρθουν για να μας επισκεφτούν και να μας ακούσουν και να περάσουν εξαιρετικά. Αυτό είναι το απόσταγμα θα έλεγα της καριέρας μου και θα συνεχίσω να το κάνω όσο μπορώ.
Θα γυρίσουμε τώρα λίγο πίσω στα άλματα. Θέλω να μου πείτε από ποια μέρη έχετε κάνει άλματα και πόσα άλματα έχετε κάνει; Αν μπορείτε να μετρήσετε, φυσικά.
Καταρχήν, τα περισσότερα που έχω κάνει ήταν σε δικά μου project, γιατί δεν είχα και πάρα πολύ χρόνο μέσα στη λειτουργία να επισκέπτομαι το εξωτερικό. Παρ’ oλ’ αυτά, έχω κάνει δύο άλματα, ένα στην Ελβετία αρκετά μεγάλο, είναι διακόσια μέτρα από ένα φράγμα που υπάρχει εκεί, και έχω κάνει και ένα άλμα στην Ουαλία σ’ ένα φιλικό bungee. Τα υπόλοιπα είναι εδώ στην Ελλάδα και o Iσθμός της Κορίνθου, κατ’ εμέ, είναι και το άλμα των ονείρων μου και παραμένει. Όσο για την ερώτηση, πόσα άλματα έχω κάνει, είναι μια κοινή ερώτηση που μου γίνεται. Εγώ λέω ότι μετά από κάποιοn αριθμό, σταμάτησα να μετράω, άρα δεν μπορώ να πω. Σίγουρα είναι πάνω από πεντακόσια, χίλια. Δεν ξέρω πλέον και δεν το εξετάζω. Σαφώς αυτό που εξετάζουμε είναι το πώς θα δώσουμε εμείς αυτή την εμπειρία όσο το δυνατόν καλύτερα σε ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν ξαναλάβει μέρος σ’ αυτό. Για μένα είναι αυτό που με εξιτάρει πλέον και είναι στα πλαίσια που, όπως είπα και πριν, της μετάδοσης της γνώσης και της μετάδοσης της ικανότητας των ανθρώπων να ξεπερνάνε τις φοβίες τους και τους εαυτούς τους.
Συνήθως έρχονται ξένοι ή Έλληνες;
Είναι 50- 50 θα έλεγα. Όταν το καλοκαίρι έχουμε λίγο περισσότερους τουρίστες και ξένους, αλλά τον χειμώνα έρχονται Έλληνες κανονικά. Θα ‘λεγα 50- 50, είναι μιξ.
Έχει τύχει αρκετές φορές να κάνουν πίσω;
Το 1% κάνει πίσω.
Μόνο το 1%;
Ναι, το 1% κάνει πίσω, γιατί και εμείς δεν πιέζουμε σαφώς ποτέ φυσικά. Λίγο μόνο ψυχολογικά, θα έλεγα, ώστε να πάρει βήμα. Οπότε, ναι, στους εκατό ο ένας κάνει πίσω.
Και θέλω τέλος να μου πείτε την εκπαίδευση που έχετε.
Ναι, η εκπαίδευση ήταν ένα συνονθύλευμα, θα έλεγα. Βασικά, η βασικότερη εκπαίδευση θα έλεγα εγώ ότι την πήρα από το Πολεμικό Ναυτικό και τις Ειδικές Δυνάμεις εκεί, που με ανάγκασαν, σε εισαγωγικά, να είμαι ακριβής. Να είμαι ακριβής στους όρους κάθε κατάστασης, στα specs στα λεγόμενα –πώς λέγονται τα specs;–, οι νόρμες του καθετί που κάνεις και να μπορείς να αντιλαμβάνεσαι την επικινδυνότητα κάθε φορά σε οτιδήποτε σ’ αυτό εμπεριέχεται. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Μου λένε: «Μα δε φοβάστε;», και τα λοιπά. Υπενθυμίζω ότι κάποιος που οδηγάει πούλμαν έχει πενήντα άτομα στην ευθύνη του, κάποιος που οδηγάει ένα τρένο έχει πεντακόσια άτομα ή ένα πλοίο ή ένα αεροπλάνο. Ένας ταξιτζής. Άρα, λοιπόν, ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού, αλλά όπου ο κίνδυνος σταθμίζεται απ’ τους παράγοντες, ο κίνδυνος ελαχιστοποιείται. Άρα, λοιπόν, εγώ και προτρέπω –επειδή είναι και το expertise μου– τους απλούς ανθρώπους να ανησυχούν περισσότερο μες την καθημερινότητά τους σε πράγματα τα οποία φαντάζουν απλά, παρά στα πράγματα τα οποία, μετά από ψάξιμο, πάνε και τα ενεργούν και είναι κάτω σαφώς από επίβλεψη επαγγελματιών.
Τι φοβάστε στη ζωή σας;
Φοβάμαι τα προσωπεία, φοβάμαι τους ανθρώπους οι οποίοι παρουσιάζονται αλλιώς και μετά από λίγο καιρό αλλάζουν. Επειδή κι εγώ έχω φάει αρκετές σφαλιάρες, θα έλεγα, πιστεύοντας ανθρώπους. Δεν χάνω παρ’ όλ’ αυτά την εμπιστοσύνη μου και την ανοιχτότητά μου σε οποιονδήποτε νέο άνθρωπο. Παρ’ ολ’ αυτά, νομίζω ότι αυτό[00:40:00] είναι το μόνο που με απασχολεί. Δηλαδή θα πω μια της, μια ατάκα της Μπριζίτ Μπαρντό εδώ ότι: «Γνώρισα τους ανθρώπους και αγάπησα τα ζώα».
Πολύ ωραία. Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Δεν ξέρω τώρα, έχουμε καλύψει ότι… Βασικά, θα ήθελα άλλη μία φορά να πω αυτά τα δύο-τρία πραγματάκια, ότι οι νέοι άνθρωποι ως επί το πλείστον ας μην ακούνε τις δεύτερες σκέψεις τους. Ας εμπιστεύονται το ένστικτό τους, ας προσπαθούν να γίνονται γνώστες του αντικειμένου και ας ρισκάρουνε όσο το περισσότερο γίνεται. Μόνο μέσω εξόδου από τη ζώνη ασφάλειας κάνουμε καινούρια πράγματα. Τέλος, θα ήθελα να πω ότι οι επιρροές θα πρέπει να είναι από βασικές αρχές, οι οποίες εδώ στην Ελλάδα υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα, οι οποίες είναι ανεκτίμητη περιουσία στην τσέπη μας και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή. Όπως είναι η αξιοπρέπεια και άλλες τέτοιες αρετές. Θα έλεγα, λοιπόν, όσο το δυνατόν σε νέους ανθρώπους, να ψάχνουν λίγο περισσότερο τα πράγματα και να βρίσκουν masters και ανθρώπους στους οποίους επηρεάζονται, οι οποίοι έχουν βάθος, έχουν πράγματα να πουν και σαφώς θα τους πάνε πιο μπροστά και δε θα τους γυρίσουνε πίσω.
Οπότε εκτός από master jumper είστε και master της ζωής, έτσι;
Ναι, αυτό είναι αυτό που είπα και πριν. Ότι μετά από κάποια ηλικία νομίζω ότι αυτός είναι ο ρόλος κάθε ανθρώπου. Πρέπει να μεταβιβάζουμε τη γνώση μας. Ειδάλλως δεν έχει καμία δυνατότητα και πάει χαμένη. Άρα, λοιπόν, όσο περισσότερο μεταδίδουμε τη γνώση και την εμπειρία… Εγώ τις λέω μπανανόφλουδες, τις οποίες έχουμε πατήσει και προσπαθούμε να προφυλάσσουμε άλλους, οι οποίοι μπορεί να τις πατήσουνε έτσι ώστε να δώσουμε έναν καλύτερο βατήρα για τη νεολαία. Γιατί η νεολαία είναι το μέλλον και είναι οι άνθρωποι αυτοί που θα μας πάνε πιο μπροστά. Και εύχομαι σαν ανθρωπότητα όλες οι αξίες που αξίζουνε να πάνε μπροστά, αντικειμενικά και αξιοκρατικά και όχι το κακό, η κακή επιρροή που είναι δίπλα μας. Απλά είναι θέμα επιλογών, αν θα διαλέξουμε το μαύρο μονοπάτι ή το άσπρο μονοπάτι.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, ανυπομονώ να πάρω τις φωτογραφίες ώστε να τις δει και ακόμη περισσότερος κόσμος.
Το αρχείο μου θα είναι στη διάθεσή σας, το φυλάω αρκετά χρόνια. Και εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη και γενικότερα που μου δόθηκε άλλη μια φορά βήμα, όπως είπα με την τελευταία μου πρόταση, να επικοινωνήσω το πώς συνέβησαν τα πράγματα στη ζωή μου και ότι πολύ πιθανόν και σε άλλες ζωές ανθρώπων να συμβούν τα ίδια και πιθανόν πολύ καλύτερα ακόμα.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ.
Photos

Zulu Βungy

Εγκαταστάσεις Zulu Βungy
Summary
Σωτήρης Παύλου: ο άνθρωπος των πιο extreme από τα extreme sports, εκείνος που έφερε και διέδωσε το bungee jumping στην Ελλάδα. Μιλά για το δικό του amazing race, όταν κατάφερε να φτιάξει τo «Zulu Βungy», ένα από τα θεαματικότερα κέντρα bungee jumping στον Ισθμό της Κορίνθου.
Narrators
Σωτήρης Παύλου
Field Reporters
Κατερίνα Μανιά
Tags
Interview Date
30/05/2023
Duration
43'
Summary
Σωτήρης Παύλου: ο άνθρωπος των πιο extreme από τα extreme sports, εκείνος που έφερε και διέδωσε το bungee jumping στην Ελλάδα. Μιλά για το δικό του amazing race, όταν κατάφερε να φτιάξει τo «Zulu Βungy», ένα από τα θεαματικότερα κέντρα bungee jumping στον Ισθμό της Κορίνθου.
Narrators
Σωτήρης Παύλου
Field Reporters
Κατερίνα Μανιά
Tags
Interview Date
30/05/2023
Duration
43'