© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Η ιστορία του «Πειρατή» της Ύδρας

Istorima Code
24226
Story URL
Speaker
Παναγιώτης Μπούχλας (Π.Μ.)
Interview Date
06/05/2023
Researcher
Άλκηστις Καλλιόπη Μπουτσιούκου (Ά.Μ.)
Ά.Μ.:

[00:00:00]Καλημέρα, η μέρα είναι Κυριακή 07/05/2023, είμαι η Άλκηστις Μπουτσιούκου, ερευνήτρια από το Ιstorima, και βρισκόμαστε στην Ύδρα μαζί με τον κύριο Τάκη Μπούχλα. Πείτε μας λίγα λόγια για σας.

Π.Μ.:

Ναι. Εγώ ξεκίνησα… είμαι από την Ύδρα, μεγάλωσα και στην Ύδρα. Και εδώ γνώρισα και τον Μενέλαο, με τον οποίο ξεκινήσαμε το–

Ά.Μ.:

Να πούμε ότι είστε ο ιδιοκτήτης–

Π.Μ.:

Τώρα, ναι, του «Πειρατή» αυτή τη στιγμή. Πρώτα είχα ένα μικρό ποσοστό, γιατί ξεκίνησα με το Μενέλαο, ο οποίος τον γνώρισα… δουλεύαμε μαζί στον «Κάβο», στον περίφημο «Κάβο» της Ύδρας, την ντίσκο την εποχή του ’75. Μόλις είχα απολυθεί και εγώ, είχα γνωριστεί με τον Μενέλαο και δουλέψαμε ένα καλοκαίρι μαζί και από εκεί ο Μενέλαος έψαχνε να βρει να ανοίξει κάτι δικό του. Και γνωρίστηκε με ένα φίλο του, που είχανε γνωριστεί και από Αγγλία μαζί, τον Αλέξη τον Πετρόπουλο, και συμφώνησαν να πάρουνε αυτό το μαγαζί, τον «Πειρατή» εδώ, βρήκανε, το οποίο το είχε υπενοικιάσει η Μπράντλει, μια κυρία που είχε καφετέριες και εστιατόριο, και είχε υπενοικιάσει και αυτό το μαγαζί.

Ά.Μ.:

Και πώς λειτουργούσε;

Π.Μ.:

Σαν κάβα, το οποίο, επειδής ήτανε γωνία και απόμερο λίγο από την παραλία, δηλαδή δεν περνάγαν οι τουρίστες ακριβώς μπροστά, περνάγανε παραλιακά, δεν το είχε πάρει κανένας, να το κάνει τουριστικό κάτι. Και ήταν έτσι απόμερο και το πήρε η κυρία Μπράντλει και το έκανε κάβα, κάβα, έτσι, τίποτα το σπουδαίο δεν ήτανε τότες. Κι έτσι όπως συμφώνησε ο Μενέλαος με την Μπράντλει και ο Αλέξης ο Πετρόπουλος και το υπενοικιάσανε, να το δούνε για 1-2 χρόνια και ξεκίνησε ο «Πειρατής» να φτιάχνεται. Μου λέει κι ο Μενέλαος; «Θέλεις να έρθεις κι εσύ μαζί μας; Κάνουμε αυτό και αυτό. Φτιάχνουμε, παίρνουμε ένα μαγαζί για να…» Λέω: «Εντάξει. Θα δοκιμάσω ένα καλοκαίρι». Έβαλα κι εγώ κάποια λεφτά, τα πιο λίγα δηλαδή, και το ξεκινήσαμε και το φτιάξαμε. Το φτιάξαμε ωραίο μέσα με, ξέρεις, λίγο εγγλέζικο στιλ. Και ο «Πειρατής» μάς ήρθε έτσι, ήρθε και του Μενέλαου η ιδέα, επειδή είμαστε στην Ύδρα, σαν πειρατικό νησί λίγο, λέει: «Να το βγάλουμε “Πειρατή”». Και το βγάλαμε έτσι, και όπως πέτυχε και το όνομα. Και ο Πετρόπουλος πήγαινε Αγγλία και είχε πάει και είχε φέρει πολλά πράγματα από Αγγλία, πίνακες, για να… καθρέφτες παλιούς, έτσι λίγο να μοιάζει με τα μπαρ και είχε φέρει πράγματα διάφορα. Να βάλει κουρτίνες στις πόρτες βαριές, να φαίνεται λίγο πειρατικό το στυλ. Και το ξεκινήσαμε. Ξεκινήσαμε το ’76.

Ά.Μ.:

Τι μήνα;

Π.Μ.:

Δεκέμβριο, Χριστούγεννα ανοίξανε. Και την πρώτη μέρα που ανοίγει, γίναν τα εγκαίνια, εγώ είχα πάει Αθήνα για κάποια δουλειά και δεν πρόλαβα να έρθω στα εγκαίνια. Έχασα το… δεν ήταν και τα καράβια όπως είναι τώρα το flying, ήταν λιγοστά, και το έχασα και ήρθα την άλλη μέρα. Το οποίο… μου είπαν ότι έγινε χαμός, το πρώτο βράδυ, άνοιγμα του «Πειρατή» και έγινε χαμός κι έτσι. 

Ά.Μ.:

Με Υδραίους;

Π.Μ.:

Με Υδραίους και είχε πολλούς ξένους οι οποίοι μένανε μόνιμα εδώ, οι πιο πολλοί. Ερχόντουσαν, καθόντουσαν δύο μήνες, τρεις μήνες, ακόμα και το χειμώνα γινότανε… είχε κέφι, με πολλούς ξένους. Ήτανε φτηνή η Ύδρα, τα δωμάτια δεν ήτανε η ακρίβεια, ξέρεις, τα σπίτια τα νοίκιαζαν με φτηνά ενοίκια και τα νοίκιαζαν για πολύ καιρό οι ξένοι που μένανε εδώ. Και ήτανε διάφοροι που είχανε λεφτά κι είχαν έρθει και μένανε, τους άρεσε. Είχε ένα κλίμα… είχε 50, ξέρω γω, ξένους που μένανε μόνιμα εδώ το χειμώνα και κάνανε όλοι αυτοί παρέα μαζί.

Ά.Μ.:

Ήταν μια κοινότητα.

Π.Μ.:

Ναι, σαν μια κοινότητα και μαζευόντουσαν πολύ στον «Πειρατή». Γι’ αυτό καθόμαστε και χειμώνα καθόμαστε και ανοίγαμε. Και είχαμε δουλειά. Και μαζί με αυτά, ήμαστε και εμείς νέοι, μαζεύονταν και η νεολαία της Ύδρας. Ήτανε ένα καινούριο ξεκίνημα. Ήταν παλιά η «Λαγουδέρα», που την είχε ο Μπάμπης ο Μωρές, αλλά αυτός ήταν σαν να είχε παλιώσει τώρα, ξέρεις, ο άνθρωπος. Εμείς ήμαστε η νεολαία που ξεκινάγαμε με καινούργιο κέφι. Ο Μενέλαος ήξερε μουσικές ροκ και ήξερε τα τραγούδια όλα, είχε συμπάθεια, από Αγγλία που ήτανε. Είχαμε φέρει διάφορους δίσκους. Μετά, με φίλες Αμερικάνες που είχαμε γνωρίσει εδώ μας είχανε φέρει διάφορους, διάφορους δίσκους, οι οποίοι κάνανε 6 μήνες να έρθουν στην Ελλάδα. Ακούγαμε μουσικές, το «Hotel California», Dj K, ξέρεις, όλες αυτές τις μουσικές, είχαμε κάποιους δίσκους, 10 δίσκους, που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα ακόμα και τους ακούγανε στον «Πειρατή», γιατί μας τα είχανε φέρει κοπέλες από την Αμερική, μόλις είχανε βγει εκεί. Κι έτσι ξεκινήσαμε και ανέβαινε το μαγαζί.

Ά.Μ.:

Από την αρχή έγινε, σχεδόν από την αρχή έγινε στέκι;

Π.Μ.:

Από την αρχή έγινε στέκι.

Ά.Μ.:

Δε δυσκολευτήκατε;

Π.Μ.:

Δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου, ανέβαινε το μαγαζί. Μετά, είχε γνωριμίες και ο Μενέλαος από Αθήνα, διάφορους ανθρώπους από το Κολωνάκι, το γνώριζαν και αρχίζανε και ερχόντουσαν εδώ, τους άρεσε το μπαρ. Καθόντουσαν και χειμώνα παραπάνω και ερχόταν δηλαδή, όλο έβλεπες ένα λιμάνι γεμάτο με κότερα και περνάγανε όλοι από τον «Πειρατή». Ήταν η εποχή, η εποχή μας, δηλαδή.

Ά.Μ.:

Λειτουργούσατε από το πρωί;

Π.Μ.:

Όχι λειτουργούσαμε μόνο βράδυ, σαν μπαρ, δεν το είχαμε πρωινά. Και αυτά. Το πρωί ξυπνάγαμε, κατεβαίναμε, δεν είχαμε πού να πάμε, παίρναμε καφέ από τον Τάσο, καθόμαστε εμείς και μαζευόμαστε όλοι οι φίλοι, μαζευόμαστε στον «Πειρατή» και καθόμαστε μια παρέα 15-20 άτομα, παίρναμε καφέ από αλλού και καθόμαστε εδώ. Καθαρίζαμε το μαγαζί, το ετοιμάζαμε, το φτιάχναμε ή πηγαίναμε παρέα για φαγητό, Βλυχό και αυτά. Στο Βλυχό δεν υπήρχε τίποτα, ήταν η Μαρίνα, ήτανε κι ανοίγανε σαν… έπιανε ο άντρας της ψάρια, την παίρναμε τηλέφωνο, «Να έρθουμε;», και πηγαίναμε εκεί όλη η παρέα και τρώγαμε, ξέρεις, κάναμε την πλάκα μας και γυρίζαμε. Και ξεκινάγαμε το βράδυ. Που να φανταστείς τώρα, παγάκια που δεν υπήρχανε, είχαμε ένα ψυγείο, καταψύκτη, και τα φτιάχναμε στα πλαστικά τα παλιά αυτά εκεί. Τώρα δεν προλαβαίνουμε να βγάζουμε σακούλες! Και γινότανε έτσι ο χαβαλές, ξέρεις, μια φιλική κατάσταση ήταν όλη.

Ά.Μ.:

Και έχει κρατηθεί και μέχρι σήμερα αυτό το–

Π.Μ.:

Και έχει κρατηθεί και μέχρι σήμερα. Μετά, μετά από δύο χρόνια ψιλοτσακωθήκανε, δεν τα πηγαίνανε και καλά. Ο Μενέλαος ήτανε λίγο je m'en fous, ο άλλος ήθελε, ήταν πιο οικονομολόγος.

Ά.Μ.:

Η δική σας στάση;

Π.Μ.:

Η δικιά μας, ήμουνα ο μικρός της παρέας, με περνάγανε και 10 χρόνια αυτοί και εγώ, ξέρεις, αυτοί είχανε βάλει τα λεφτά, αυτοί κανονίζανε, εγώ ήμουνα σαν βοηθός, δούλευα εκεί, εδώ. Κι είχα και αυτό το ένα μικρό ποσοστό. Μετά, μόλις… τσακωθήκαν μετά από δυο χρόνια, χωρίσανε. Ξέχασα να σου πω ότι μόλις ανέβηκε το μαγαζί και έβλεπε ότι δούλευε καλά, η κυρία που μας το είχε επινοικιάσει μόλις είδε έτσι, ζήταγε κάποια λεφτά παλαβά, παραπάνω. Αναγκαστήκαμε να της τα δώσουμε, για να μη χάσουμε το μαγαζί. Της τα δώσαμε, δουλεύαμε και δίναμε, ξέρεις. Ήτανε και δεν είχαμε και λεφτά, δεν είχανε μείνει και λεφτά. Και σιγά σιγά της τα δώσαμε, ξεχρεώσαμε. Μετά έφυγε και ο Αλέξης, πήρε και αυτός λεφτά παραπάνω, αυτός που είχε βάλει τα πιο πολλά λεφτά. Κι εκεί έμεινα εγώ και ο Μενέλαος. Και ξεκινήσαμε μαζί, ξεκινάγαμε μαζί μετά. Εδώ, μαζί μέναμε, νοικιάζαμε σπίτι μαζί, μέναμε μαζί και ήμαστε εδώ σαν αδέρφια.

Ά.Μ.:

Να πούμε λίγα λόγια για το Μενέλαο, πώς ήταν σαν προσωπικότητα;

Π.Μ.:

Ο Μενέλαος ήταν σαν Ζορμπάς, ο Ζορμπάς της εποχής του, ήτανε πολύ ομιλητικός, είχε… σαν ηθοποιός λίγο, είχε και την πλάκα του, ήταν αγαπητός, δηλαδή τον συμπαθούσες αμέσως μόλις τον έβλεπες και καθόσουνα στην παρέα. Είχε και χιούμορ, ήτανε ένας άνθρωπος γεννημένος για αυτή τη δουλειά εγώ νομίζω. Και τον αγαπάγαν όλοι και αυτόνε, ξέρεις, αμέσως γινότανε φίλος σου. Κι έτσι κρατήσαμε το μαγαζί για χρόνια μαζί και πήγαινε, περνάγανε τα χρόνια και περνάγανε τα χρόνια και ήτανε… πάντα δούλευε ο «Πειρατής». Ο Μενέλαος ήτανε και λίγο je m'en fous με τα λεφτά. Δεν έδινε και μεγάλη σημασία, ο Μενέλαος ήτανε ο έξω που μίλαγε, εγώ ήμουνα πίσω από το μπαρ, της δουλειάς. Μου άρεσε η τακτοποίηση μ’ άρεσε να προσέχω και το μαγαζί. Ήτανε δυο άνθρωποι, ο ένας ήτανε στο μέσα σημείο που ήτανε της δουλειάς, ο Μενέλαος ήτανε για να μιλάει. Και έτσι περνάγανε τα χρόνια και δούλευε ο «Πειρατής». Μετά είχαμε κάτι… να πω για τους ιστιοπλόους όταν ξεκινήσανε, από τα πρώτα χρόνια που ξεκινήσανε, στην αρχή π[00:10:00]ήγαιναν στον Όμιλο, μόλις είχε ξεκινήσει και κάνανε αυτούς τους αγώνες, τους ιστιοπλοϊκούς, μετά–

Ά.Μ.:

Πότε γινόντουσαν, ποια εποχή;

Π.Μ.:

Είχανε ξεκινήσει πριν απ’ το… το 70; Αλλά, ξέρεις, δεν ήτανε τόσο πολύ, πολλά κότερα και–

Ά.Μ.:

Και ποιους μήνες;

Π.Μ.:

Ήτανε Μάρτιο, ξεκινάνε τη σεζόν 25 Μαρτίου, εκεί, και την κλείνουνε 28 Οκτωβρίου. Δηλαδή ανοίγανε τη σεζόν, ερχόντουσαν αυτοί ένα Σαββατοκύριακο, το οποίο ξεκίνησε εδώ με χαβαλέ, μες στον «Πειρατή». Γινότανε χαμός, μπουγελώματα, δηλαδή μια φορά μάς κλείσανε το μαγαζί από τις 12 η ώρα, από τα… πετάξανε κάτι μπουγέλα με νερό. Γιατί γελάγανε, κάνανε πλάκα ο ένας στον άλλονε και πήγανε στα μηχανήματα και σταμάτησε η μουσική. Αλλά πάντα αυτοί ερχόντουσαν και κάνανε ένα μεγάλο χαβαλέ, δηλαδή δυο βραδιές το κλείνανε το μαγαζί μόνοι τους. Άλλη μια φορά είχανε φέρει κάτι διαφημιστικά, κάτι σαμπουάν και τέτοια, και ξεκινάνε εκεί που είχανε μαζευτεί, είχε γεμίσει το μαγαζί και ξεκινάει ένας –μάλιστα ήταν ο Γιάννης, ένα παιδί που ερχότανε έχουνε σπίτι κι εδώ, ξεχνάω το όνομα τώρα– με τον αδερφό του, ξεκινήσανε για χαβαλέ, έτσι για πλάκα, να ρίξει σαμπουάν στο κεφάλι του ο ένας, ξεκινάει κι ο άλλος και αρχίζει και πιάνουν όλοι κι αρχίζουν ρίχνουν, ο ένας έριχνε σαμπουάν στα κεφάλια του αλλουνού και βλέπεις ένα μαγαζί γεμάτο με κεφάλια από σαπουνάδα. Πρώτη φορά καθαρίστηκε ο «Πειρατής», το πρωί που το καθαρίζαμε γυάλισε κάτω, γιατί είχε πέσει όλο αυτό το σαπούνι κάτω και έλαμψε ο «Πειρατής».  Το πρωί το πλέναμε με μάνικα, δηλαδή μπαίναμε μέσα με μάνικα για να καθαρίσει. 

Ά.Μ.:

Εσείς πώς αντιμετωπίζατε αυτά τα περιστατικά, δηλαδή ενοχλούσασταν και λίγο ή ήτανε όλα εντάξει;

Π.Μ.:

Κοίταξε, απάνω στο γλέντι ήταν κι η δουλειά τέτοια, που περίμενες να κάνεις κέφι, να έχει κέφι το μαγαζί. Αυτή ήταν η δουλειά σου τώρα, να έχει κέφι το μαγαζί. Εντάξει, όταν γινόντουσαν σπασίματα και τσακωμούς, γιατί γινόντουσαν τέτοια στην αρχή, ερχόντουσαν πολλοί Υδραίοι, ήταν άλλη εποχή, λέγανε «Να μας βάλεις ελληνική μουσική». Εμείς εδώ δεν είχαμε ελληνική μουσική. Στην αρχή είχαμε μόνο ροκ. Και τσαντιζόντουσαν.

Ά.Μ.:

Γενικά νομίζω δεν έχει παίξει. Έχει παίξει ελληνική μουσική;

Π.Μ.:

Μετά, μετά από χρόνια, ενδιάμεσα ήτανε κάποιες δεκαετίες που βάζαμε και λίγο. Δηλαδή μη φανταστείς! Βάζαμε λίγα, 3-4 τραγούδια δηλαδή. Ήτανε, ξέρεις, περνάγανε οι δεκαετίες κι ήτανε της μόδας και τα λαϊκά. Ενδιάμεσα εκεί, όταν ήτανε γεμάτο το μαγαζί για να γίνεται λίγο χαβαλές βάζαμε και ελληνικά. Κι ήτανε της μόδας εκείνη την εποχή, χορεύανε, κάνανε, σηκωνόντουσαν απάνω στο μπαρ να χορέψουνε, γινόντουσαν τέτοια. Τις περισσότερες φορές ανεβαίνανε στο μπαρ και χορεύανε. Μόλις γέμιζε κάτω, ανεβαίναν απάνω στο μαγαζί, στο μπαρ και χορεύανε, έβλεπες στη σειρά το μπαρ γεμάτο και χορεύαν απάνω στο μπαρ. Μια φορά, μας είχε φύγει και ένας, είχε πέσει και δεν έπεσε κάτω, τον κρατήσαν οι υπόλοιποι, ήταν τόσο γεμάτο το μαγαζί, που τον ξανασηκώσανε και τον ερίξανε απάνω στο μπαρ, τον εσηκώσανε. Γινόντουσαν τέτοια. Στη διάρκεια, με τα χρόνια, ξέρεις, σκεφτόμασταν να το ανοίγαμε και το πρωί. Αλλά λέγαμε: «Ποιος θα το δουλέψει τώρα;» Εμείς ξενυχτάγαμε. Να πας να κοιμηθείς στις 4 και στις 5, πώς να σηκωθείς τώρα το πρωί να το κάνεις έτσι, να το κάνεις πρωινό; Αλλά βλέπαμε που μαζευόμαστε το πρωί όλοι οι φίλοι, ερχόμαστε εδώ και παίρναμε καφέδες και τα πάντα από τα άλλα μαγαζιά. Όλο το λέγαμε αλλά δεν το κάναμε. Μέχρι κάποια στιγμή, μετά από χρόνια όμως, μετά από 20 χρόνια–

Ά.Μ.:

Δηλαδή ποια χρονιά;

Π.Μ.:

Το ’95; Η δεκαετία του ’80 ήταν η πιο καλή του «Πειρατή». Ήτανε… ακόμα ήμαστε νέοι, είχε κέφι, μαζευόντουσαν. Σιγά σιγά ανοιγόντουσαν κι άλλα μαγαζιά και άρχιζε και χώριζε ο κόσμος λίγο, πήγανε κι από εδώ, πήγανε κι από εκεί, ξέρεις, γινόντουσαν. Δεν είναι κι εύκολα να κρατήσεις ένα μαγαζί επί χρόνια τώρα, 15 και 20 χρόνια, να είναι πάντα… Ξέρεις, είναι δύσκολο, γιατί δεν έχεις αντοχές, μεγαλώνεις, αλλάζουν τα πράγματα. Κι επίσης, την εποχή του ’80 ήτανε αλλιώς ο κόσμος. Έβλεπες κοπέλες τώρα, πώς βγαίνετε εσείς έξω και ξενυχτάτε; Δεν υπήρχαν. Υπήρχανε λίγες κοπέλες Ελληνίδες, που ερχόντουσαν απ’ την Αθήνα και ήτανε πιο απελευθερωμένες. Όπως ερχόντουσαν στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τι γίνεται; Έρχονται και το χειμώνα Σχολή Καλών Τεχνών, ερχόντουσαν 15-20 παιδιά, για μια βδομάδα να κάνουνε την εργασία τους και έβλεπες, αυτή η γενιά ήταν διαφορετικοί. Δηλαδή κατεβαίνανε, ντυνόντουσαν έξαλλα, κατεβαίνανε στον «Πειρατή», χορεύανε, κάνανε. Ενώ οι ντόπιοι βγαίνανε μόνο τα παιδιά, τα κορίτσια ήντουσαν πιο μαζεμένα, δεν τους άφηναν να βγουν έξω να γλεντήσουνε. Πώς άλλαξε η εποχή; Το ’80 η εποχή ήτανε κάπως έτσι, έβλεπες μόνο ξένο κόσμο να γλεντάει και να ξενυχτάνε. Αλλά σιγά σιγά, μετά το ’90, άρχιζε και η ελευθερία και στα κορίτσια, ξέρεις. Και προχώραγε. Μετά, το ’95, βρήκαμε ένα ζευγάρι και το δώσαμε και άνοιγε το πρωί, έτσι ξεκίνησε. Το κρατήσανε αυτά τα παιδιά, ένα ζευγάρι, η Εύα και ο Πέτρος. Κι εγώ μεγάλωσα και λέω στα 48 μου: Τι κάνω τώρα εδώ; Έβλεπα τα παιδιά μου να έρχονται και η ηλικία των παιδιών μου να έρχονται μες στον «Πειρατή» να γλεντάνε και λέω… είχα κουραστεί κι εγώ το ξενύχτι, δεν μπορούσα πια και το σταμάτησα και άρχισα… λέω: Τι θα κάνω; Πρέπει να πάρω το πρωινό. Και έτσι πήρα το πρωινό εγώ και ξεκίνησα το πρωινό σιγά σιγά. Και το εξελίξαμε, μετά σιγά σιγά εξελίχθηκε, το φτιάξαμε. Γιατί στην αρχή δεν ήξερα πώς θα το δουλέψω. Δεν είχαμε και το μαγαζί απάνω, κουζίνες και τέτοια. Είχαμε ό,τι ήτανε κάτω, στο ψυγείο, λίγοι μεζέδες και τέτοια πράγματα. Και το ξεκινήσαμε έτσι. Μετά, αποχώρησε κι ο Μενέλαος το 2005. Είχαμε κάνει κάτι αλλαγές, το 2000 είχαμε καμία αλλαγές–

Ά.Μ.:

Δηλαδή;

Π.Μ.:

Γιατί είχε πέσει λίγο ο «Πειρατής», ήτανε το «Αmalour», είχε ανοίξει, ήταν το [Δ.Α.], και αρχίσανε… Κι είχε πέσει λίγο η δουλειά του «Πειρατή» και έπρεπε να κάνουμε μια αλλαγή. Δεν είχαμε κάνει αλλαγές, να του αλλάξουμε λίγο τη μορφή από ό,τι το… από τότες που το είχαμε φτιάξει. Και το 2000 κάναμε μια γερή αλλαγή και ξανανέβηκε πάλι, ζωντάνεψε πάλι. Και παίζανε και ελληνικά λίγο περισσότερα, ήταν η εποχή τέτοια. Αλλά μετά το 2005 ο Μενέλαος είχε κάνει 3 γάμους και, ξέρεις, είχανε δυσκολέψει τα πράγματα και γι’ αυτόνε, είχανε ακριβύνει εδώ, και τα νοίκια και τα σπίτια και όλα. Και αποφάσισα να το πάρω εγώ. Είχε αφήσει κάποια χρέη, είχανε μαζευτεί χρέη και συμφώνησα να πληρώσω εγώ τα χρέη, να του δώσω και κάποια λεφτά και να μείνει το μαγαζί σ’ εμένανε. Εγώ που είχα το πιο μικρό ποσοστό, σιγά σιγά, ήμουνα κι ο πιο μικρός τότε, έχει μεγαλώσει κι ο Μενέλαος, είχε κουραστεί κι ήθελε να αποσυρθεί… Κι έτσι πήραμε το μαγαζί το 2005. Το ξεκινήσαμε τον πρώτο χρόνο, έτσι, απλά με λίγους μεζέδες, καφέδες, αυτά τα στάνταρ. Και μετά του έκανα μία ανακαίνιση, φτιάξαμε τις τουαλέτες, έφτιαξα την κουζίνα απάνω. Κι άρχιζε κι ανέβαινε και το πρωινό. Ήρθε η γυναίκα μου, τα παιδιά είχανε μεγαλώσει, βοηθάγανε. Η Γουέντι ξεκίνησε την κουζίνα, έκανε ωραία φαγητά, ωραίους μεζέδες κι άρχισε και το πρωινό να πηγαίνει όμορφα. Κι έτσι είχαμε, σαν να είχαμε δυο μαγαζιά, ένα το πρωί, ένα το βράδυ. Μετά ξεκίνησε ο γιος μου να κρατάει το βραδινό. Μετά παντρεύτηκε κι αυτός και η γυναίκα του, Αμερικάνα, κι αυτή της άρεσε. Ξέρεις, αρχίσανε και το αλλάξανε και το πήγανε προς το κοκτέιλ. Φτιάξανε ωραία κοκτέιλ, βρήκανε κοκτέιλ δικά τους και φτιάχνανε. Έγινε ένα μαγαζί πιο πολύ νωρίς, ξέρεις, 6:00 με 12:00, 6:00 με 1:00, να δίνεις μόνο κοκτέιλ και να μη γίνεται αυτός ο χαβαλές που υπήρχε μέσα. Να γεμίζει το μαγαζί έξω και να είναι πιο ήρεμα– 

Ά.Μ.:

Πιο παρεΐστικα.

Π.Μ.:

…πιο ήσυχα και πιο όμορφα, ξέρεις. Και κάπου κάπου κάνουν τα πάρτι τους, κάνουν πάρτι, κι έτσι είμαστε ευχαριστημένοι.[00:20:00]

Ά.Μ.:

Οι μπλούζες;

Π.Μ.:

Οι μπλούζες, τις είχαμε ξεκινήσει από την αρχή με τον Μενέλαο, από τον πρώτο χρόνο. Οι πρώτες μπλούζες που τυπώσανε τις τυπώσανε, τις είχε πάρει ο Αλέξης και τις είχε πάει Αγγλία και τις τύπωσε με τη στάμπα.

Ά.Μ.:

Μαύρες ήτανε;

Π.Μ.:

Όχι, μπεζ με τη στάμπα του πειρατή. Ξέχασα να σου πω. Όταν ξεκινήσαμε, υπήρχε ένας, ο Καρδαμάτης εδώ, ένας καλλιτέχνης γέρος, μεγάλος σε ηλικία, αλλά ήταν καλλιτέχνης και γνώριζε πολύ κόσμο. Λοιπόν, είχε φέρει κάποιον ζωγράφο Γερμανό και έμενε μαζί του και τον μάθανε ζωγραφική. Ήταν φοβερός αυτός ο άνθρωπος και ήρθε και μας σχεδίασε –έχει ακόμα– και μας σχεδίασε του «Πειρατή», τρεις πειρατές και μια πειρατίνα. Δηλαδή, εγώ, ο Μενέλαος, ο Αλέξης και μια πειρατίνα, η οποία ήτανε λίγο… μια κοπέλα που είχε ο Αλέξης Πετρόπουλος, μια φιλενάδα που είχε την εποχή εκείνη. Και το έκανε σε αυτό το στυλ λίγο. Ένα τιμόνι και τρεις πειρατές και η κοπέλα κάτω και ζωγράφισε εδώ. Που έμεινε για πολλά χρόνια αυτή η στάμπα.

Ά.Μ.:

Το έχετε κάπου;

Π.Μ.:

Το έχουμε κάπου, ναι. Μετά αλλάζαμε, βάζαμε χρονολογίες, «Πειρατής 15 χρόνια», «Πειρατής 20 χρόνια», «20 years after», «25 years after», ξέρεις, κάτι τέτοια. Μετά, όταν το πήραμε εμείς, αλλάξαμε λίγο την πρόσοψη του καταλόγου και κάναμε ένα κεφάλι σκελετού με τα ακουστικά, που ήταν ωραία, ήταν έξυπνο αυτό. Και αντί για κόκαλα δηλαδή είχε από τη… που παίζει μουσική, από τα βινύλια τα, ξέρεις… 

Ά.Μ.:

Του πικάπ τη βελόνα.

Π.Μ.:

…του πικάπ τη βελόνα. Έτσι και μας άρεσε αυτό και κρατήσαμε αυτό, αλλά υπάρχει και το του Πειρατή, το παλιό, η στάμπα. Αυτά είναι αθάνατα, δεν μπορώ να τα… δεν τα αλλάζω αυτά. Μια φορά ήρθανε και μου κλέψανε την ταμπέλα του Πειρατή απέξω, που ήτανε… μας την είχε σχεδιάσει αυτός ο τύπος ο Γερμανός, ο Πίτερ. Και όπως καθόμουνα το πρωί, έπινα καφέ, δεν είχα καταλάβει και κάνω έτσι και βλέπω, «Κάτι λείπει εδώ», λέω. «Η ταμπέλα του Πειρατή!» Εκεί τρελάθηκα. Το έχω σαν ενθύμιο τώρα εγώ αυτό το πράγμα. Κι είχαν έρθει μια φλοτίλα με 20 σκάφη, Γάλλοι, οι οποίοι είχανε σουρώσει εδώ και την κλέψαν. Και πάω στο Λιμεναρχείο, λέω: «Δε θα αφήσετε να φύγει κανέναν από δω αν δεν βρεθεί η ταμπέλα». Ρωτάγαμε κάποιους, κάνανε ότι δεν ξέραν τίποτα και πάμε και ξυπνάμε τον υπεύθυνο τον γκρουπιέρη που ήταν αυτός. Σηκώθηκε αυτός ζαλισμένος, μεθυσμένος, λέω έτσι κι έτσι, «Μου κλέψατε, πρέπει να την έχετε πάρει εσείς». Λέει: «Να πάω να ψάξω». Πήρα κι ένα λιμενοφύλακα μαζί μου εγώ. Και μόλις μας είδανε, έτσι, πώς άρχιζε και σοβάρευε το πράγμα, λένε: «Να, βρήκαμε, είναι αυτή;» Και, πράγματι, βγάλανε από μέσα και μας τη δώσανε κι εκεί ησύχασα δηλαδή, την ξανακρέμασα. Και μετά μου φέρανε και κάτι όπλα, παλιά πειρατικά τα οποία δεν ήτανε και δικά μας, τα είχανε κλέψει από άλλο μαγαζί. Ναι, εκεί ήτανε ένα σοκ για μένανε, γιατί αυτή την ταμπέλα την έχω σαν ενθύμιο δηλαδή.

Ά.Μ.:

Με το μαγαζί δεθήκατε σιγά σιγά ή από την αρχή υπήρχε αυτή η αγάπη που νιώθω ότι έχετε;

Π.Μ.:

Ναι, δεθήκαμε, δηλαδή και εγώ κι ο Μενέλαος ταιριάζαμε πολύ μαζί. Τον έβλεπα και σαν αδερφό μου. Ήξερε περισσότερα πράγματα, είχε ζήσει εξωτερικό. Εγώ ήμουνα παιδί του νησιού. Δεν είχα κάνει και πολλά πράγματα. Στο στρατό… είχα ταξιδέψει 2-3 χρόνια, που ήμουνα στα 18 μου, είχα πάει όπως φεύγαν όλοι από το νησί να πάνε να ταξιδέψουνε, όλοι γινόντουσαν ναυτικοί, είχα κάνει κι εγώ αυτό, αλλά δεν μου άρεσε. Και μόλις δούλεψα στον «Κάβο» και γνώρισα και το Μενέλαο, είχαμε το μαγαζί, μετά ήτανε η ρουτίνα, ξέρεις. Έβγαζα τα λεφτά μου, δουλεύαμε ωραία, είχαμε ωραίες στιγμές, ωραίες παρέες. Γνωρίζεσαι, όλοι έρχονται από… όλη η Αθήνα μαζευόταν εδώ, ειδικά τις Απόκριες. Μόλις είχανε Απόκριες, δεν είχανε και τα flying dolphin να πάνε σε μακρινά, Κυκλάδες, δεν υπήρχανε να μπορούν να πάνε εύκολα στις Κυκλάδες για δυο μέρες και τρεις. Ήταν ακόμα… ήτανε η Μύκονο, ήταν η Σαντορίνη, αλλά ακόμα ήτανε… Κι ο περισσότερος κόσμος το ’76, όλοι αυτοί που ξεκινήσανε τη Μύκονο είχανε περάσει από την Ύδρα, αλλά επειδής ήτανε κλειστό το μέρος και δεν μπορούσανε να κάνουνε ούτε φασαρίες μεγάλες, πάντα μας κυνηγάνε με τις μουσικές, δεν άφηναν το νησί να εξελιχθεί, να έχουνε αυτή την ελευθερία. Ενώ η Μύκονος είχε τις ωραίες πλαζ, γινόντουσαν τα πάρτι και εκεί ξεκίνησε ο κόσμος και πήγανε προς τα εκεί. Τράβηξε δηλαδή όλο τον κόσμο που ήταν πιο προχωρημένοι από Αθήνα, που γνωρίζανε από club, από γλέντια, από τέτοια, πήγανε προς τη Μύκονο, αλλά εμείς μείναμε σταθεροί.

Ά.Μ.:

Πριν ήτανε η Ύδρα.

Π.Μ.:

Ήτανε η Ύδρα. Δηλαδή Απόκριες έβλεπες τέσσερις μέρες στον «Πειρατή» να μην πέφτει καρφίτσα, δηλαδή να γλεντάνε μέχρι το πρωί, χαμός. Κάποια φορά, κάποια εποχή είχε… δεν είχε flying από κακοκαιρία και είχανε μείνει και τους είχαν τελειώσει τα λεφτά. Και τους δίναμε ποτά με κάποιες… δηλαδή κάτι για το… λίγο, έτσι, για τα έξοδά μας δηλαδή. Και τα μαγαζιά τούς σερβίρανε και στο «Ντούσκο» στην ταβέρνα πηγαίνανε και τρώγανε με τα μισά λεφτά, γιατί τους είχαν τελειώσει τα λεφτά οι άνθρωποι και δεν μπορούσανε να φύγουν. Ήτανε τέτοια, ξέρεις, η Ύδρα ήτανε η εποχή στην αρχή ήτανε ακόμα ένα παρθένο μέρος που ανέβαινε. Ήτανε κοντά στην Αθήνα κι ήτανε και η Σπέτσες, δούλευε πολύ και οι Σπέτσες. Αλλά οι Σπέτσες είχαν τα καλοκαίρια περισσότερα… ήτανε πιο στρωτό νησί, πιο εύκολο οι Σπέτσες, ήτανε και γραφικό κι  αυτό, στα σπίτια τους έτσι, είχανε περισσότερο κόσμο από μας. Μόλις βγάλανε τα μηχανάκια και το θόρυβο εξαφανίστηκε κι ο κόσμος από εκεί. Κι έτσι ερχόντουσαν στην Ύδρα πάλι πιο πολύ, που ήτανε γραφική και είχε αυτή την ομορφιά. Και η Ύδρα τι έχει; Έχει αυτό το πέταλο που είναι 5-6 μαγαζιά, το περπατάς και πας από το ένα στο άλλο. Έχει κέφι το ένα, πας στο ένα, μετά, πιο μετά ξεκινάει το άλλο, ξεκινά, πας και στο άλλο μαγαζί. Ξέρεις, κάνεις αυτό τον κύκλο και μέχρι το πρωί τα έχεις δει όλα, τα έχεις αλλάξει όλα τα μαγαζιά. Δεν είναι ούτε να θέλεις αυτοκίνητο ούτε μακρινές αποστάσεις, είναι όλα κοντά, γι’ αυτό το γλέντι γίνεται, τρέχει ο καθένας να βρει τελευταία πού είναι μαζεμένοι όλοι να τελειώσει, δηλαδή, το πρωινό εκεί που έχει τον περισσότερο κόσμο.

Ά.Μ.:

Τα σκαλάκια του «Πειρατή» εγώ τα έχω ακούσει σαν–

Π.Μ.:

Τα σκαλάκια, να σου πω τι γινότανε εκεί. Όταν πήραμε τον «Πειρατή», ο φούρνος τώρα δίπλα ήταν εστιατόριο, έτσι; Λοιπόν, το εστιατόριο από τις κολόνες που έχουμε εμείς, η κάτω μεριά του «Πειρατή», η τέντα ήτανε του εστιατορίου. Δεν είχαμε να κάνουμε εμείς, δεν είχαμε τραπέζια. Εμείς είχαμε ξεκινήσει και πήραμε βαρέλια αντί για τραπέζια, βαρελάκια μικρά και καρέκλες ξύλινες, σκαμπό ξύλινα, πειρατικά τα είχαμε φτιάξει όλα, στο στυλ του «Πειρατή». Γι’ αυτό είχαμε μόνο τα σκαλοπάτια, γεμίζανε τα τραπέζια τα λίγα και έπρεπε να κάτσουνε στα σκαλοπάτια του «Πειρατή» κι έτσι καθόντουσαν και γινότανε δηλαδή. Ήσουνα σε ένα ύψωμα, έβλεπες όλο το χαβαλέ που γίνεται και καθόντουσαν στα σκαλοπάτια. Γεμίζανε, γιατί δεν είχανε να απλωθούν να πάνε κάτω. Ήταν άλλο μαγαζί το άλλο, ήταν το εστιατόριο. Και έτσι ήτανε μέσα και έξω. Το καλοκαίρι καθόντουσαν έξω και έβλεπες έναν «Πειρατή» γεμάτο, αλλά ήταν ο μισός απ’ ό,τι είναι τώρα. Κι ήτανε… πώς βλέπεις το «Αmalour», έτσι; Το «Amalour» δεν είναι ένα μικρό μαγαζάκι; Και ο κόσμος… όσο κόσμο βλέπεις τόσο πιο πολύ θέλουν να μαζεύονται. Σου λέει: «Τι γίνεται εκεί;» Ο ένας θέλει να κοιτάει τον άλλον, ο χαβαλές που γίνεται. Και στο «Αmalour» κάθονται απέναντι, στα σκαλοπάτια του Μαυρουδάκου, γιατί δεν υπάρχει χώρος, έχει λίγα τραπεζάκια. Είναι και αυτό ένα μαγαζάκι όμορφο και έχει τις ωραίες μουσικές κι ο κόσμος ψάχνει να βρει να κάτσει κάπου. Κάθεται έτσι, τους αρέσει, δηλαδή δε σε νοιάζει να έχεις το τραπέζι, θες να δεις το κέφι που γίνεται και κάθεσαι όπου να ’ναι. Έτσι ήτανε κι ο «Πειρατής» εκείνη την εποχή. Γι’ αυτό λέγανε τα σκαλοπάτια του «Πειρατή» ήτανε γεμάτα, γιατί δεν το είχαμε όλο το… όλη την πλατεία δικιά μας, ήταν η μισή. Και τα σκαλοπάτια ήταν σαν να κάθεσαι στο τραπέζι σου, παίρνανε από ένα ποτό και καθόντουσαν και χορεύανε και στη μέση εκεί στα όρθια. Ναι, άλλα τώρα να σου πω δεν μου έρχονται. Να μιλήσουμε για τον Eric Clapton. Όταν πρωτοανοίξαμε, μετά από ένα χρόνο, δύο, έναν Οκτώβριο βλέπουμε και έρχεται ένα κότερο και μου λέει ο Μενέλαος, που γνώριζε από μουσικές και όλους αυτούς, μου λέει: «Έχει έρθει ο Eric Clapton». Εγώ πού να ξέρω Eric Clapton και τέτοια! Λέω: «Ωραία». Πάμε με το Μενέλαο, πήγαμε και τον γνωρίσαμε. Ήτανε καλοδεχούμενος, μας έβαλε στο σκάφος μέσα που είχε έρθει. Και είχε νοικιάσει ένα ελληνικό σκάφος, από δω, το οποίο είχε… το πλήρωμα ήταν Έλληνε[00:30:00]ς. Και μπήκαμε μέσα, είχε έρθει με τη γυναίκα του, την κοπέλα του, και παραξενευτήκαμε γιατί μέσα όλα τα κάδρα ήτανε σε στυλ Μίκυ Μάους φτιαγμένα. Ξέρεις, Μίκυ Μάους στυλ. Κάθισε δυο μέρες, είχε έρθει και στο μαγαζί, μας γνώρισε, μιλάγαμε και μας αφιέρωσε και ένα εξώφυλλο που είχαμε, μας αφιέρωσε κάτι, ένα δικό του μας έγραψε και το έχουμε ακόμα εδώ και το έχουμε κρεμάσει. Μετά ήταν ο Κοέν. Ο Κοέν εκείνη την εποχή ερχότανε, δεν τον βλέπαμε κι εμείς σαν φίρμα μεγάλη όπως είναι τώρα. Ερχότανε όπως ήταν όλοι οι ξένοι που κατεβαίνανε, έκανε παρέα με όλους αυτούς τους ξένους, την εποχή του ’80 μιλάω. Ήταν πάντα σοβαρός και ερχόταν, ερχόταν με φίλους, το μαγαζί γεμάτο, τον βλέπαμε κι εμείς σαν πελάτη. Εντάξει, τον σεβόσουν γιατί δε σου έδινε κανένα δικαίωμα, τίποτα, γιατί ήντουσαν κι άλλοι ξένοι που πίνανε, μεθάγανε. Ξέχασα να σας πω, την εποχή του ’80 στην αρχή, που υπήρχαν όλοι αυτοί οι ξένοι, πίναν οι περισσότεροι πολύ, παρέες κάνανε, μιλάγανε και… μιλάγανε. Λοιπόν, ερχόντουσαν στον «Πειρατή», αφού γεμίζαμε, μερικά βράδια δεν είχε πολύ κόσμο και ερχόντουσαν δυο τρεις παρέες από αυτούς. Και στο τέλος καθότανε μια παρέα. Λοιπόν, με κρατάγανε μέχρι τις 4 το πρωί, ήμουνα πίσω από το μπαρ όρθιος, κόντευα να πέσω κάτω και πίνανε και μιλάγανε και πίνανε κι έλεγα: Πότε θα φύγω να πάω, να κλείσει ο «Πειρατής» να ησυχάσω, να πάω να κοιμηθώ; Γινόντουσαν τέτοια πράγματα, εντάξει.

Ά.Μ.:

Μεγάλους τσακωμούς, καυγάδες να είχανε γίνει στο μαγαζί ή προλαβαίνατε;

Π.Μ.:

Τα προλαβαίναμε, είχα γίνει. Και πήδαγα από το μπαρ, κι ήμουνα και ψηλός. Πιο πολύ γινόντουσαν φασαρίες με τους ντόπιους, γιατί τα παιδιά δεν μιλάγανε εγγλέζικα. Ούτε εγώ δε μίλαγα εγγλέζικα εκείνη την εποχή, μετά τα ’μαθα σιγά σιγά. Πίνανε και κοιτάγανε… ήτανε της μόδας ο τσακωμός δηλαδή. Ψάχναν να βρουν αφορμή να τσακωθούνε. Και πάντα πήδαγα το μπαρ, να τους χωρίσω. Μπαρ είναι, γινόντουσαν φασαρίες, και για κοπέλες και αναμεταξύ τους.

Ά.Μ.:

Ότι τι μπορεί να ήταν ο λόγος; «Γιατί με κοίταξες έτσι; ή «Γιατί…»;

Π.Μ.:

Να σου πω κάτι, μια περίπτωση τώρα να πεθάνεις στο γέλιο. Λοιπόν, γίνεται μια φασαρία απέξω. Χτυπάνε έναν άνθρωπο, έναν ξένο, που ήτανε ψιλοσουρωμένος αυτός. Και βγαίνουμε έξω, κι εγώ κι ο Μενέλαος, τους χωρίζουμε και του μιλάει ο Μανέλαος, «Τι είναι…» Και έλεγε ένας Υδραίος δικός μας –να το πω τώρα;– «Μας έβρισε την Ελλάδα, είπε “Γαμώ την Ελλάδα”». Και πήγε να τον δείρει και του πέσανε κι άλλοι απάνω. Του λέω: «Τι… είπες τίποτα;» «Όχι, έχω χάσει το κλειδί κι έλεγα “Where is my fucking key?”» Kι ο άλλος τον εβάραγε γιατί νόμιζε ότι έβρισε την Ελλάδα! Λοιπόν, κάτι πράγματα παλαβά, τέτοια. Άλλες φορές, ναι, ναι… Ήταν εκείνη την εποχή, είχε περισσότερες φασαρίες, γέμιζε το μαγαζί, ήταν η νεολαία, μεθάγανε και ψάχνανε, ξέρεις, ψάχνανε, πάντα ψάχνανε να τσακωθούνε για το τίποτα. Και οικοδόμοι και οι ψαράδες που ερχόντουσαν, είχε πιο πολλή νεολαία απ’ αυτά τα παιδιά. Και τα συζητάγανε την άλλη μέρα στην οικοδομή και το είχανε σαν καμάρι. «Πήγαμε στον “Πειρατή” και τον σπάσαμε», «Πλακώσαμε αυτόνε», «Πλακώσαμε τον άλλονε», ξέρεις. Είχε κάτι πράγματα άλλης εποχής, που πια αυτά δεν υπάρχουνε, δεν γίνονται. Γίνονται κάτι τσακωμοί, αλλά από άλλα πράγματα τώρα, από άλλα θέματα.

Ά.Μ.:

Κι εσείς έπρεπε εκεί να γίνετε απότομος; Αυτό ήτανε του χαρακτήρα σας ή δε σας άρεσε;

Π.Μ.:

Δε μ’ αρέσει εγώ να μαλώνω ποτέ, δεν μ’ άρεσε να μαλώνω, τους χώριζα πιο πολύ, σταμάταγαν. Μια φορά μου δαγκώσανε και το δάχτυλο. Ήρθε ένας μεθυσμένος, δυο μεθυσμένοι και αρχίζανε, ψάχνανε αφορμή να τσακωθούνε. Λέω: «Σας παρακαλώ, παιδιά, έξω» κι έτσι. Και ο ένας το παίζε και λίγο μάγκας κι αυτό. Και πιαστήκαμε στα χέρια, έξω από τον «Πειρατή», και τι κάνει αυτός; Τον πιάνει ένας, τον ένανε τον τραβάει, κι εγώ, ήτανε ο Ηλίας Πελεκάνος –του Πελεκάνου ο μπαμπάς, που ερχόταν κάθε βράδυ, ήμαστε εδώ, ήμαστε μια παρέα μεγάλη–, με τράβαγε κι εμένα αυτός, πετάχτηκε και με τράβαγε. Λοιπόν, μας χώρισαν. Αυτή τη στιγμή, εμένα αυτός μου είχε δαγκώσει το δάχτυλο και το τράβαγε. Και του έλεγα: «Πελεκάνε, μη με τραβάς, θα μου ξεριζώσεις το δάχτυλο, μου ’χει δαγκώσει το δάχτυλο», του λέω, «μη με τραβάς!» Ξέρεις, με το τράβηγμα που έκανε, δε με είχε δει ο άνθρωπος ότι με είχε δαγκώσει εμένα ο άλλος, και ο άλλος το ίδιο από εκεί. Κάποια στιγμή με άφησε, μου το είχε κόψει το χέρι εδώ πέρα, αίματα. Όρμηξα μετά, ξέρεις να τον εδείρω κι εγώ απ’ τα νεύρα μου αυτά, τελικά μας χωρίσανε, φύγανε, έφυγα κι εγώ. Ο Μενέλαος είχε φύγει με μια γκόμενα που είχε τότε, είχα μείνει μόνος μου κι όπως ανέβαινα με ένα φίλο μου να με πάει να μου το δέσει στο σπίτι του, δεν είχαμε κι εδώ τίποτα, με βρήκε ο Μενέλαος. Μου λέει: «Τι έπαθες; Πού πας;» Του λέω έτσι κι έτσι, «Πού είσαι; Με παράτησες και κόντεψαν να μου φάνε το δάχτυλο!» του λέω. Γινόντουσαν τέτοια πράγματα, ξέρεις, της εποχής, ήταν του ’80 η εποχή, οι φασαρίες ήτανε γελοίες δηλαδή. Η αστυνομία τούς λέγαμε «Ελάτε» και κοιτάγανε και κάνανε την παλαβή αυτοί, να έχουνε την ησυχία τους, λέει «Τι να πάμε να μπλέξουμε εμείς με τέτοιες φασαρίες;» Δε γινότανε σοβαρά σοβαρά πράγματα, τσακωμοί από μεθύσια.

Ά.Μ.:

Υπήρχαν και τα love story. 

Π.Μ.:

Love story, υπήρχαν και τα love story, βεβαίως. Άλλη μια φορά, είχαμε ένα φίλο, που ήταν αυτός… ήταν λίγο παιδαράς, ήταν λίγο νευρικός. Ήταν ένα Πάσχα, ήταν γεμάτο το μαγαζί, είχε γνωρίσει μια κοπέλα και καθόταν στο μπαρ. Και φεύγει αυτός να πάει στην τουαλέτα και όπως γυρίζει έχει έρθει ένας, το παίζει λίγο γκομενιάρης αυτός και πάει κάθεται εκεί. Μόλις τονε βλέπει, αρχίσαν οι μπουνιές, φύγανε τραπέζια, φύγανε καρέκλες. «Σταμάτα» να του φωνάζω εγώ, δεν πρόλαβα να πηδήξω. Του είχε ρίξει μια μπουνιά, ένα μαγαζί λες και έβλεπες σαλούν καουμπόικο. Ένας έφαγε μια καρέκλα στο κεφάλι, τέτοια, ξέρεις. Αλλά ευτυχώς δεν είχαμε σοβαρά σοβαρά φασαρίες. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια μπορούσε να είχε γίνει και κάτι. Άλλη μια φορά κράτησα ένανε. Είχε τσακωθεί με κάποιον κι είχε πάρει ένα τασάκι μεγάλο γυάλινο και το είχε, πίσω από την πλάτη του και ήθελε να του το ρίξει του αλλουνού στο κεφάλι. Δηλαδή, άμα του το είχε ρίξει θα τον είχε σκοτώσει. Ή πάλι ένας… οι Εγγλέζοι ήτανε πιο πολύ έτσι που είναι… Είχε πάρει ένα μπουκάλι της μπύρας και τσακωνόταν με κάποιονε, πάλι από χαζομάρες, από μεθύσια, και πήγε να του το χτυπήσει, να τον χτυπήσει στο κεφάλι. Τα προλάβαινα, είναι μικρό το μαγαζί, τα βλέπεις, τρέχεις και τα προλαβαίνεις και τους σταματάς.

Ά.Μ.:

Έπρεπε να προσέχετε και τι συμβαίνει συνέχεια.

Π.Μ.:

Βέβαια, βέβαια. Άσε που κρεμάγαμε σημαίες και όλοι θέλανε να κατεβάσουν τη σημαία, να την πάρουνε. Άλλη μια φορά πήγαν να μας πάρουν τον πειρατή, που έχουμε μέσα ολόκληρο πειρατή. Δεν ήμουν αυτή την εποχή εγώ, ήτανε ο γιος μου βράδυ. Μου λέει: «Μπαμπά, τον προλάβαμε». Με τον κόσμο που είχε, τον τραβάγανε και δεν είχανε πάρει είδηση ότι τραβάνε τον πειρατή, νομίζανε πως ήταν κάποιος άνθρωπος! Ξέρεις, με τη βαβούρα, με τη φασαρία, να έχεις να κάνεις. «Τον προλάβαμε», λέει, «στην πόρτα, πήγανε να μας πάρουνε τον πειρατή». Και οι πιο πολλοί ήτανε από φλοτίλες που έρχονται, που είναι όλοι μαζί και κάνουν πλάκα, πίνουν, ότι «Πήραμε τον πειρατή» ή “Πήραμε τη σημαία του «Πειρατή», την κερδίσαμε”. Τέτοια πράγματα, δηλαδή, κάνανε.

Ά.Μ.:

Να σας έχουνε πει ότι γνωρίστηκαν εκεί ζευγάρια και να έχουν μείνει μαζί;

Π.Μ.:

Βεβαίως, γνωρίστηκαν. Έρχονται παιδιά από την εποχή του ’80 και έρχονται και τους έχει μείνει αξέχαστη… Η δεκαετία του ’80 ήταν η καλύτερη, η καλύτερη γιατί ήτανε οι συγκυρίες έτσι, έτσι; Ήταν η εποχή, η απελευθέρωση λίγο του κόσμου, το έξω. Έβλεπες πώς πίνανε κι ο κόσμος, πίνανε μπουκάλια, πίνανε σφηνάκια. Είχαμε κάτι τρελοκομεία κι εδώ που δουλεύανε. Ερχόντουσαν, ανεβαίνανε… Στην αρχή είχαμε καναπέδες απέναντι, εκεί που είναι ο πίνακας ο μεγάλος, είχαμε καναπέδες σταθερούς και τραπέζια μπροστά στη σειρά κι είχαμε κι ένα πεζουλάκι λίγο πιο κάτω, εκεί που είναι ένα παραθυράκι που έχουμε τα ρούχα τώρα. Εκεί ανέβαινε ένας απάνω, χόρευε κι έλεγε: «50 σφηνάκια B52». Ήτανε της μόδας το B52. «50;» Άντε να βάλεις. «Κέρασε 70!» «Ρε», του λέω, «είσαι τρελός; Δεν μπορώ άλλο, κουράστηκα», του έλεγα, φώναζα. Να τους φτιάχνεις τώρα 50 και στη σειρά τέτοια πράγματα, σφηνάκια και…! Αλλά έπινε ο κόσμος πάρα πολύ. Και θέλω να σου πω, έχουνε έρθει πολλοί μετά από χρόνια και τους θυμάμαι, άλλους τους θυμάμαι το πρόσωπό τους, άλλους όχι. Μου λέει: «Εδώ γνώρισα και τη γυναίκα μου». «Σοβαρά;» του λέω. «Τώρα;» «Χώρισα», μου λέει, «πάλι, αλλά…» «Κάτσε», του λέω, «να γνωρίσεις κι άλλη!» Δηλαδή, όλη είναι η εποχή του ’80 ήταν η καλύτερη, μέχρι το ’90 ήτανε η καλύτερη εποχή. Δηλαδή όλος ο κόσμος που ερχόταν από Αθήνα, παιδιά από Κηφισιά που ερχόντουσαν και δουλεύανε εδώ, όχι μόνο στον «Πειρατή», και στα χρυσοχοεία και σε όλα τα… Ήταν η καλύτερη εποχή που πέρασε η Ύδρα.[00:40:00]

Ά.Μ.:

Διασκεδάζατε κι εσείς μαζί, παρ' όλη την κούραση;

Π.Μ.:

Διασκεδάζαμε. Το καλό μ’ εμένανε, απέφευγα το ποτό, γιατί πάντα με πείραζε. Άμα έπινα, μόλις ξάπλωνα μου ερχόντουσαν όλα ζαλάδες και έπρεπε να κάνω εμετούς και τέτοια, και απόφευγα να πίνω και έτσι τη γλίτωσα. Και μου λένε όλοι: «Πρώτη φορά έχουμε δει μπάρμαν 40 χρόνια και να μην πίνει», γιατί οι πιο πολλοί γινόντουσαν ψιλοαλκοολικοί εδώ πέρα που δουλεύανε. Ναι, με κράτησε αυτό.

Ά.Μ.:

Και μπορούσατε να έχετε την εποπτεία όλου του μαγαζιού.

Π.Μ.:

Ναι, μα άμα δουλεύεις, και δεν σταμάταγα κι εγώ, γέμιζε το μαγαζί, δεν μπορούσα να σταματήσω, όλο δούλευα, να κάτσω να πιώ. Μπορεί να έπινες και… να έπινα και 5-6 ουίσκι και δεν τα καταλάβαινα, γιατί ήσουνα στο όρθιο και δούλευες και δεν σε πιάνανε να μεθύσεις. Και, ναι, προσέχαμε και τον «Πειρατή» λίγο. Τι γίνεται, ξέρεις, για φασαρίες, εντάξει. Ήτανε–

Ά.Μ.:

Άλλους διάσημους να θυμάστε που έχουνε επισκεφτεί το μαγαζί, ηθοποιοί, καλλιτέχνες;

Π.Μ.:

Έλληνες ηθοποιοί έχουν περάσει πολλοί από εδώ. Δεν τους θυμάμαι τα ονόματά τους να σου πω τώρα την αλήθεια, αλλά ερχόντουσαν πάρα πολλοί, περνάγανε τη δεκαετία του ’80, ε και μετά. Ο Μπίλι Μπο ερχότανε, το μοντέλο, που ερχόντουσαν πολύ Σαββατοκύριακο εδώ, με όλα τα μοντέλα και με τους… πώς τους λένε, Ψινάκης μαζί, ερχόντουσαν συχνά αυτοί. Περνάγαν από Ύδρα και πηγαίναν και Μύκονο.

Ά.Μ.:

Υπήρχε αυτό το πράγμα έχω καταλάβει, η φήμη του «Πειρατή», ότι πρέπει να περάσεις κι από–

Π.Μ.:

Απ’ τον «Πειρατή».

Ά.Μ.:

Αυτό πώς το χτίσατε;

Π.Μ.:

Το χτίσαμε έτσι όπως σου λέω εγώ, σιγά σιγά απ’ την αρχή. Δεν ανοίξαμε να βγάλουμε λεφτά. Το άνοιγμα είναι να έχουμε μια δουλειά. Και με τα κορίτσια, ξέρεις, γινόταν… Δηλαδή, είχαμε το μαγαζί και είχαμε όλους τους άλλους σαν μια μεγάλη παρέα, ήταν οι ίδιοι και οι ίδιοι και αρχίζει όλη η Αθήνα. Μετά με τον Μενέλαο και με τον «Πειρατή» ερχόντανε πολλοί. Όλα τα κότερα που υπήρχαν την εποχή του ’80 ερχόντουσαν, είχανε γίνει φίλοι με το Μενέλαο, φίλοι μ’ εμάς, βλέπανε, ξέρεις, είχανε ένα δικό τους μαγαζί. Ήταν η εποχή αυτή που ερχόντουσαν και καθόντουσαν και χειμώνα. Ερχόντουσαν και χειμώνα πολλοί, καθόντουσαν 3 μήνες εδώ με τα κότερά τους. Ήταν ο Αλέκος Κοτζαμάνης, ο Καρέλλας ο Νίκος και πολλοί άλλοι φίλοι τους. Ο Κόκκαλης στην αρχή, προτού γίνει τόσο διάσημος. Ερχόταν εδώ παρέα με τους ανθρώπους που σου λέω. Κι έτσι έγινε, σιγά σιγά.

Ά.Μ.:

Από στόμα σε στόμα;

Π.Μ.:

Ναι, από στόμα σε στόμα, ερχόντουσαν εδώ, ερχόντουσαν σ’ εμάς, ερχόντουσαν στον «Πειρατή», γλεντάγανε και πέρναγαν ωραία στον «Πειρατή» το ’80.

Ά.Μ.:

Ήταν η εμπειρία, ότι άμα είχες έρθει ήθελες να ξαναπάς.

Π.Μ.:

Θα έρθουνε εδώ, θα έρθεις στο Πειρατή, δεν υπήρχανε… Το «Αmalour» το είχε ο Μπιλ, ένας Εγγλέζος, που το είχε ανοίξει και είχε τον κόσμο τους ξένους, τους μάζευε για κοκτέιλ. Και αυτός την παρέα του μάζευε εκεί. Και ήμαστε εμείς. Ο Μπάμπης ο Μωρές… σου ’πα, είχε περάσει εποχή που το είχε υπενοικιάσει κι αυτός. Πηγαίνανε και στη «Λαγουδέρα», αλλά το γλέντι ήτανε στον «Πειρατή». Πρώτα θα περνάγαν από δω και μετά θα πηγαίνανε οπουδήποτε αλλού. Κι έτσι έγινε σιγά σιγά και κράτησε και τόσα χρόνια. Ξέρεις, γιατί άλλα ανοίγουνε και κλείνουνε. 

Ά.Μ.:

Ναι.

Π.Μ.:

Ή άλλα ανοίγανε καφετέριες. Δεν είναι και καφετέριες πιο πολύ από μας; Ο «Πειρατής» έμεινε γιατί εδώ γινόντουσαν τα γλέντια, εδώ περνάγανε καλά, εδώ γινόντουσαν τα γκομενιλίκια τους, εδώ γνωριζόντουσαν με τις κοπέλες. Και έτσι νομίζω έμεινε.

Ά.Μ.:

Εσείς τη γυναίκα σας κι εσείς εδώ τη γνωρίσατε;

Π.Μ.:

Κι εγώ εδώ τη γνώρισα.

Ά.Μ.:

Για πείτε.

Π.Μ.:

Είχε έρθει… είχε γνωρίσει την οικογένεια ο Μενέλαος, στην Αγγλία που ήτανε, τη μητέρα της, την αδερφή της. Και μόλις άνοιξε το μαγαζί, έγραφε κάρτες, έστελνε, ξέρεις, και λέει: «Άμα έρθετε Ελλάδα, είμαι στην Ύδρα, έχω ανοίξει ένα μαγαζί». Και έτσι ήρθανε για τρεις μέρες, τέσσερις, η Γουέντι, η αδερφή της και μια φίλη τους, ένα μοντέλο, με ένα κότερο ενός φίλου τους που είχε έρθει από Αγγλία στην Ελλάδα και λέει: «Θα πάμε Ύδρα, Σπέτσες, Σαρωνικό, θέλετε να έρθετε;» «Θα πάμε κι απ’ την Ύδρα να δούμε το Μενέλαο», λέει. Κι είχαν έρθει παρέα κι έτσι γνωρίστηκα με τη Γουέντι.

Ά.Μ.:

Ήτανε κεραυνοβόλος ο έρωτας;

Π.Μ.:

Κεραυνοβόλος, να σου πω, ναι. Καλά, δεν περίμενα ότι θα παντρευτώ και θα κάνουμε παιδιά, πού να φανταστείς τώρα; Ξέρεις, ήταν… κι εγώ ήμουνα 23 χρονών τότες, ήτανε κούκλα κι εγώ ωραίο παιδί, είδε ο ένας τον άλλονε, δεν μιλάγαμε τη γλώσσα, είχαμε διερμηνέα τον Μενέλαο. Και κάτσανε τέσσερις πέντε μέρες και μετά φύγανε.

Ά.Μ.:

Έπρεπε να γυρίσει πού;

Π.Μ.:

Έπρεπε να γυρίσει, δούλευε μοντέλο εκείνη την εποχή και πήγαινε Ιταλία πιο πολύ και Αγγλία. Και μου τηλεφώναγε, «Θα ξανάρθω». Ξαναήρθε, ξαναέφυγε, ξαναήρθε, μετά ήρθε ένα καλοκαίρι και κάθισε. Είχε κουραστεί, δεν ήθελε κι άλλο να δουλεύει και να τρέχει, ξέρεις, είχε βαρεθεί. Και μετά, ενδιάμεσα, ήρθε και το παιδί, άξαφνα. Και λέμε τώρα: «Τι κάνω;» Και δεν παντρευτήκαμε κι αμέσως, παντρευτήκαμε στο δεύτερο παιδί, μετά από 7 χρόνια, όταν είχε μείνει έγκυος με τη Ζάρα, κάναμε το γάμο στην Αγγλία, πολιτικό. 

Ά.Μ.:

Είχε σκεφτεί ότι θα μείνει εδώ στην Ύδρα;

Π.Μ.:

Όχι. Ούτε είχα σκεφτεί εγώ ότι θα κάτσει. Ξέρεις, είναι σαν παραμύθι όλα τα πράγματα, δεν είχα σχεδιάσει κι εγώ, να ετοιμαστώ, να παντρευτώ. Γι’ αυτό ήταν… Είχα και παρέα το Μενέλαο, ο οποίος… περιμέναμε πάντα τα καλοκαίρια μας, να περάσουμε ωραία. Και τα καλοκαίρια περνάνε και τα χρόνια περνάνε και μετά βλέπεις τι έχεις κάνει και λες: «Πώς γίνανε όλα αυτά;» Είναι σαν παραμύθι. Και τα παιδιά.

Ά.Μ.:

Η Ύδρα έχει κάτι το μαγικό στην ενέργειά της.

Π.Μ.:

Κάτι το μαγικό;! Κοίταξε, και η κόρη μου γνώρισε τον άντρα της στον «Πειρατή» και ο γιος μου γνώρισε τη γυναίκα του στον «Πειρατή», δηλαδή όλοι από εδώ, οι γνωριμίες μέσω «Πειρατή». Καταλαβαίνεις πώς γίνεται; Εντάξει, είχανε δεσμούς αλλά, ξέρεις, δεν κρατήσανε οι άλλοι δεσμοί. Μόλις γνωρίσανε και τον άντρα της η Γουέντι τον ερωτεύτηκε αμέσως, παντρεύτηκαν, κι αυτός και αυτή. Και ο Ζευς με τη Φιόνα, έτσι;

Ά.Μ.:

Και η Φιόνα είναι, δεν είναι Ελληνίδα.

Π.Μ.:

Δεν είναι Ελληνίδα, είναι Γερμανοαμερικάνα.

Ά.Μ.:

Και ήρθε πάλι εδώ για διακοπές;

Π.Μ.:

Είχε έρθει με τη μητέρα της δεύτερη χρονιά για διακοπές, εγνώρισε τον Ζευς. Και της αρέσει, της αρέσει εδώ πέρα, της αρέσει. Και είναι και πολύ καλή με το μπαρ, δηλαδή προσέχει πολύ το μπαρ, προσέχει τα κοκτέιλ, το δουλεύουνε πολύ ωραία. Κάναν τα παιδιά τους, εγώ κάνω την μπέιμπι σίτερ με το μικρόνε, μ’ αρέσει πολύ.

Ά.Μ.:

Τον «Πειρατή» τον αγαπήσατε από την αρχή;

Π.Μ.:

Από την αρχή ναι.

Ά.Μ.:

Δηλαδή ξέρατε όμως ότι θα είναι όλη σας η ζωή;

Π.Μ.:

Δεν ήξερα, δεν ήξερα ότι θα ήταν όλη. Και σιγά σιγά το αποκτάς. Κι εγώ βλέπω, λέω: Πιο πολύ η ζωή μου έχει γίνει σ’ αυτό το κτήριο παρά στο σπίτι μου. Γιατί δούλευα ώρες ατελείωτες εδώ. Ειδικά όταν ανοίξαμε και το πρωινό, δούλευα 20 ώρες. Έπρεπε να είσαι, να ελέγχεις τα πράγματα, πάντα. Είμαι κι εγώ… θέλω να τα βλέπω να είναι όλα όμορφα και ωραία και στη σειρά, και ήμουνα πολλές ώρες. Και ο Ζευς ήταν μικρός, φοβόμουνα να τον αφήσω ελεύθερο το βράδυ, να δουλέψει μόνος του, κι ήμουν αναγκασμένος να κάθομαι μέχρι τις 2:00 και τις 3:00 η ώρα. Το πρωί πάλι ξεκίναγα. Δηλαδή ήτανε κάποια χρόνια, ήμουνα και με τα χρέη, έπρεπε να ξεχρεώσω το μαγαζί, και δούλευα πολλές ώρες. Που τώρα λέω: Τέρμα το ξενύχτι, θέλω το πρωί μου και την ησυχία μου.

Ά.Μ.:

Τώρα ξυπνάτε πολύ πρωί.

Π.Μ.:

Λογικό δεν είναι μετά από τόσο ξενύχτι; Ξέρεις, μετά δεν… Λέω: Πώς καθόμουν και δούλευα βράδυ τόσες ώρες; Αλλά όταν είσαι νέος… Και ειδικά αυτές οι δουλειές είναι ωραία να είσαι μέχρι τα 35 σου, 40, στο ξενύχτι. Μετά αρχίζει η κούραση. Ωραία είναι, τα βλέπεις, λες έχει δουλειά, έχει γλέντι, είσαι μες στο γλέντι συνέχεια. Αλλά κι αυτά κουράζουν. Αλλιώς να έρθεις ένα Σαββατοκύριακο και να το ευχαριστηθείς κι αλλιώς να είναι η ζωή σου κάθε μέρα σε αυτή τη δουλειά.

Ά.Μ.:

Σήμερα πια πάλι έχει γίνει αυτό το πράγμα, που έχει συνδεθεί το μαγαζί με τους καλλιτέχνες. Έχει… σαν να ξαναεπιστρέφει αυτό το παλιό κλίμα;

Π.Μ.:

Κοίταξε, γίνεται το… Γίνεται, κοίτα, η γνωριμία μας, και η γυναίκα μου και όλοι μας, έχουμε γνωρίσει και κόσμο από εκείνα τα χρόνια που ερχόντουσαν από παλιά, που ήντουσαν οι καλλιτέχνες αυτοί, ερχόντουσαν από πιτσιρίκια εδώ πέρα. Λοιπόν, ξανάρχονται στον «Πειρατή», μας βλέπ[00:50:00]ουνε σαν οικογένεια, είναι το στέκι τους. Ναι μεν πάνε και σε άλλα μαγαζιά, αλλά θα πάνε «Πειρατή» στην αρχή. Δηλαδή όταν πας σε ένα μέρος και δεν ξέρεις και κανένανε και ξέρεις από ένα μαγαζί, πας εκεί. Μιλάς, τον ρωτάς, τον κάνεις, ξέρεις, σου λέει τα γεγονότα του νησιού. Και έγινε, ναι, και έγινε κι από τους ξένους, τους παλιούς που υπήρχανε και ερχόντουσαν εδώ, ήτανε το κέντρο, δηλαδή «Θα συναντηθούμε στον Πειρατή να πούμε τα καινούργια νέα». Και έτσι νομίζω έμεινε η εποχή, έμεινε η εποχή του ’80. Έδωσε πολλά ο Μενέλαος με το στυλ που είχε. Γιατί τους γνώριζε, έβγαινε για φαγητό, κάνανε πλάκες, γινόντουσαν πλάκες εδώ πολύ. Ήταν αυτό το ελληνικό το παλιό που ακόμα ήτανε, ξέρεις, αρχίζει–

Ά.Μ.:

Υπάρχει οικειότητα με τον κόσμο.

Π.Μ.:

Πολλή οικειότητα, πολλή οικειότητα, ναι.

Ά.Μ.:

Πολύ φιλικά, πολύ.

Π.Μ.:

Φιλικά, δηλαδή ερχόντουσαν εδώ και οι πιο πολλοί… Κι ακόμα και τώρα εγώ έχω πιο πολλούς… έχω φίλους που έρχονται. Είναι οι φίλοι μας. Κι εμένα είναι η ζωή μου, εγώ έχω βγει στη σύνταξη και δουλεύω και δεν μπορώ να κάτσω. Ξυπνάω το πρωί, μου αρέσει. Όλοι μου λένε: «Πώς ξυπνάς το πρωί;» Λέω: «Ξυπνάω, μου αρέσει το πρωί». Κατεβαίνω, ετοιμάζω το μαγαζί, είναι αυτό το μαγαζί που έχω δώσει τη ζωή μου, το οποίο ακόμα τ’ αγαπάω, είναι σαν να είναι το σπίτι μου, το ετοιμάζω, σερβίρω και 10 η ώρα έρχεται η καινούρια γενιά και πιάνει δουλειά. Και κάθομαι εδώ, επιβλέπω λίγο. Πλέον το δουλεύουνε τα παιδιά, μεγαλώσανε, το δουλεύουνε με το δικό τους τρόπο τώρα. Κι εγώ είμαι και επιβλέπω λίγο από μακριά δηλαδή, δεν τους λέω «Γιατί το κάνεις αυτό;», γιατί το κάνουν έτσι. Το κάνουνε γιατί άλλαξε η εποχή. Η εποχή μου τελείωσε. Είναι μια άλλη εποχή. Και παλιά που είχα σταματήσει και ο Ζευς είχε κουραστεί και δεν ήθελε να το κρατήσει πολύ ξενύχτι… Γιατί κι αυτός είχε κουραστεί, γιατί έχει πάει 45, και του αρέσει να έχει το κοκτέιλ, αυτό που δίνουμε και να βγάζουμε τα λεφτά μας και να κλείνει 2:00 η ώρα με 2:30. Κι όποτε θέλουμε, κάνουμε ένα πάρτι, ξενυχτάει. Που εγώ δεν τα θέλω τα πάρτι, γιατί το πρωί που έρχομαι βλέπω ένα χάος εδώ μέσα και πρέπει να τα φτιάξω εγώ και ένας φίλος μου, ο Δημήτρης, που δουλεύουμε μαζί, να τα καθαρίσουμε. Τα ψιλοκαθαρίζουνε και τα παιδιά, αλλά τι να καθαρίσουν τώρα, άμα είσαι όλο το βράδυ και δουλεύεις; Αλλά γίνεται κι αυτό, και τα πάρτι.

Ά.Μ.:

Να πούμε λίγο ακόμα την εικόνα του μαγαζιού. Πώς είναι φτιαγμένος ο χώρος, να τον περιγράψετε εσείς.

Π.Μ.:

Ο χώρος, ναι, είναι ένα μακρόστενο μαγαζί, το οποίο έχει ένα μικρό παράθυρο μέσα που είναι στο δρόμο. Είναι πιο πολύ… ο «Πειρατής» είναι χωμένος, δηλαδή ήταν κι αυτό τυχερό γιατί είναι απόμερο, είναι στην παραλία και απόμερο. Είναι σε μια γωνία.

Ά.Μ.:

Ναι, είναι γωνιακό.

Π.Μ.:

Δηλαδή, αλλιώς θα ήτανε στο κέντρο και να ενοχλούσες δίπλα σου, δεξιά αριστερά, με μουσικές. Γιατί η μουσική, όπως και να θέλεις να τη σταματήσεις, δεν σταματιέται, ενοχλεί τον κόσμο. Ευτυχώς που δεν έχει πολλά σπίτια δίπλα μας και ενοχλούνται λίγοι άνθρωποι, που καταλαβαίνω πως ενοχλούνται, εντάξει, παίζει μουσική, είναι τα μπάσα, είναι όλα αυτά, ανοίγει πόρτα, κλείνει πόρτα, ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να την κρατήσεις. Και το καλό με τον «Πειρατή» είναι ότι είναι απόμερο, στη γωνία, έχεις και επιβλέπεις όλη την παραλία σου, οποίος περνάει και–

Ά.Μ.:

Παρατηρητήριο.

Π.Μ.:

Παρατηρητήριο, και δεν ενοχλείς και πολύ. Είναι σε… Ήρθαν όλα τυχερά, από μόνα τους. Ναι, παλιά δεν είχε… οι τουαλέτες δεν είχανε προθάλαμο, έμπαινες κατευθείαν στων γυναικών και κατευθείαν στων αντρών. Εμείς όταν το πήραμε τώρα, λέμε: «Εντάξει, δεν είναι κι ωραία, ωραία να μπαίνεις και να βγαίνεις και να βλέπεις τον άλλονε». Και το σχεδιάσαμε και φτιάξαμε διάδρομο, μπαίνεις στο διάδρομο και μετά πας στα– 

Ά.Μ.:

Έχει και την πέτρα.

Π.Μ.:

Ναι, έχει και την πέτρα. Παλιά τη σκεπάζαμε, είχαμε ντουλάπια και τέτοια, μετά όταν το πήραμε εμείς, μου λέει ο μηχανικός: «Γιατί τη σκεπάζεις, να την αφήσουμε να φαίνεται ωραία». Κι έτσι, πράγματι, την καθαρίσαμε. Έτσι, ξέρεις.

Ά.Μ.:

Τον πειρατή ποιος τον έφερε;

Π.Μ.:

Τον πειρατή; Ο πειρατής… ήτανε κάποιες Απόκριες, την εποχή του ’90 πρέπει να ήταν, κι ερχόντουσαν όλοι και μου λέγανε: «Ο πειρατής είναι στον “Ίσαλο”». Λέω «Ποιος πειρατής είναι στον “Ίσαλο”;» «Ρε ο πειρατής είναι στον “Ίσαλο”», μου λέγανε. Δεν είχα καταλάβει, λέω: Τι πλάκα μου λένε, τι κάνουνε; Τελικά τον είχε πάρει ο «Ίσαλος», τον είχε υπενοικιάσει. Μόλις είχανε βγει κι αυτά τα… έτσι, που φτιάχνουνε πειρατές, φτιάχνουνε μαγείρους, φτιάχνουνε διάφορα, από fiberglass είναι. Και τον είχανε πάρει στον «Ίσαλο», για σόου κι αυτοί τον είχανε φέρει. Εμείς μόλις τον είδαμε, ήτανε τέλειος για μας. Και πήγαμε και τον ακριβοπληρώσαμε και τον πήραμε κι έτσι έγινε, ο πειρατής ήρθε σε μας. Ήτανε να έρθει σ’ εμάς, τώρα αυτό το πράγμα στον «Ίσαλο» τώρα τι να ταιριάζει; Ήτανε για 3-4 μέρες στις Απόκριες. Μετά τι να κρατάνε ένα πειρατή; Ήρθε ο πειρατής στο σπίτι του. Έτσι δεν είναι;

Ά.Μ.:

Η μπάρα ήτανε πάντα από εκεί;

Π.Μ.:

Η μπάρα ήταν πάντα από εκεί. Τι είχαμε κάνει; Εκεί που έχουμε τον καφέ τώρα, τη μηχανή του καφέ, εκεί παίζαμε μουσική, εκεί είχαμε τα πικάπ, ο Μενέλαος. Μετά από χρόνια, φέραμε την τζόκει. Λοιπόν, μακρύναμε… όχι, κάναμε στο μέσα μέρος του «Πειρατή» ένα γάμμα για να κάτσει ο D-Jockey να παίζει μουσική μέσα. Το κρατήσαμε κάποια χρόνια, δεν θυμάμαι πόσο, και μετά πάλι, το 2000, το αλλάξαμε πάλι, όταν κάναμε αυτή την ανακαίνιση την καλή. Και το χωρίσαμε, κάναμε… γιατί ήταν όλο πέτρα κάτω που υπήρχε–

Ά.Μ.:

Αυτό είναι επίσης πολύ ωραίο, κανένα άλλο μαγαζί δεν έχει πλακόστρωτο μέσα. 

Π.Μ.:

Ναι, το χωρίσαμε, του αφήνουμε την παλιά πέτρα, τη σηκώσαμε, τη φτιάξαμε, την ισώσαμε, γιατί ήταν όλα ανώμαλα και χάλια. Βάλαμε το μισό, να χορεύουν μέσα, πάτωμα, το άλλο μισό η πέτρα. Είχαμε μεγαλώσει και την μπάρα πάλι μια εποχή, την είχαμε πάει πιο μακριά μέσα. Μετά το 2000, την κόψαμε πάλι και τη φέραμε στο σημείο που ήτανε κι έμεινε αυτό που ήταν από παλιά. Δηλαδή ήταν απ’ την αρχή, απ’ την αρχή που φτιάξαμε τον «Πειρατή» είναι η μπάρα. Μια φορά είχε έρθει μια κοπέλα και χόρευε κι είχε κάτι τακούνια τόσα, μυτερά, κι ήρθε και κάνανε απάνω τη μπάρα όλο τρύπες. Δηλαδή έτσι όπως πάταγε, ήταν τόσο μυτερό κι έκανε… Καλά, μη φανταστείς, γινότανε, αλλά φαινόταν ότι χρειάστηκε μετά να το τρίψουμε, να το φέρουμε, να το γεμίσουμε στόκο πάλι για να το φέρουμε στην ευθεία. 

Ά.Μ.:

Οι dj πότε ξεκίνησαν; Στην αρχή παίζατε εσείς μόνοι σας της μουσική;

Π.Μ.:

Έπαιζε ο Μενέλαος μουσική, γιατί δεν είχαμε και δίσκους πολλούς, πάντα με… μόνο βράδια ανοίγαμε, καθόμαστε. Πού να πάει; Κι αυτός κι εγώ καθόμαστε στο μαγαζί μας, κι ερχόντουσαν οι φίλοι μας και έπαιζε μουσική αυτός, σερβίριζα εγώ κι έτσι. Και σιγά σιγά αλλάζανε τα πράγματα. Dj φέραμε το ’88-’90, εκεί ξεκινήσαμε και φέραμε. Φτιάξαμε και τη γωνία που είναι το μπαρ, εκεί που είναι ο dj τώρα. Αλλά ήτανε εποχές που δεν μπορούσες να βγεις έξω από τον κόσμο, δηλαδή οι σερβιτόροι υποφέρανε να βγούνε. Δηλαδή γέμιζε το μαγαζί, ήθελες να περάσεις με το δίσκο, να βγεις έξω και δεν μπορούσες να περάσεις. Όταν γεμίζει δυσκολεύει. 

Ά.Μ.:

Πάντα είχα αυτή την απορία, πώς οργανώνεται εκείνη την ώρα, ένα τόσο γεμάτο μαγαζί, να πάρουν όλοι το ποτό τους, ας πούμε; Πώς γίνεται αυτό;

Π.Μ.:

Κοίταξε, στην αρχή έρχονται σιγά σιγά. Έχουν πάρει τα ποτά τους. Ήταν εποχές που γεμίζαμε απότομα και δεν προλαβαίνεις, δηλαδή εγώ δεν σήκωνα κεφάλι. Με παρακαλάγανε να πάρουν ένα ποτό, και φίλοι, και κοίταγα κάτω, να μην τους κοιτάξω στα μάτια. Και όλο έφτιαχνα κι όλο έδινα, όλο έφτιαχνα κι όλα έδινα. Δηλαδή πρέπει να έχεις μια ταχύτητα, που την αποκτείς όταν δουλεύεις. Δηλαδή μηχανικά γίνονται, τα μπουκάλια πώς θα πάνε… Δεν είχαμε πολλά κοκτέιλ.

Ά.Μ.:

Εντωμεταξύ, δεν είχατε και τα συστήματα που έχουμε σήμερα.

Π.Μ.:

Δεν είχε τα συστήματα.

Ά.Μ.:

Οπότε πώς ερχόταν η παραγγελία;

Π.Μ.:

Ερχότανε με μπλοκάκι, σ’ την έφερνε μπροστά. Δεν υπήρχαν τα κοκτέιλ. Η μεγαλύτερη καθυστέρηση είναι τα κοκτέιλ. Την εποχή εκείνη που είχαμε 5-6 κοκτέιλ, Αlexander και κάτι άλλα που δεν τα θυμάμαι, όταν μου λέγανε «κοκτέιλ» με πιάναν τα νεύρα. Λέω: «Δεν πίνεις κάτι άλλο; Τι τα θέλεις τα κοκτέιλ;» Δηλαδή ήτανε, είναι μια καθυστέρηση. Όταν είναι ένα γεμάτο μαγαζί και σε παρακαλάνε να τους δώσεις ποτό και δεν προλαβαίνεις, κοιτάς να τους δώσεις κάτι που είναι πιο εύκολο. Ενώ τώρα… τα έχουνε κι έτοιμα τώρα, τα φτιάχνουν τα κοκτέιλ, τα βάζουν στα μπουκάλια κι είναι έτοιμα. Κι εγώ τα περισσότερα δεν τα ξέρω τώρα, το βράδυ πρέπει να είναι τα παιδιά να δουλεύουν εδώ, τα έχω παρατήσει. 

Ά.Μ.:

Παλιότερα ποια ήταν τα ποτά που κυριαρχούσανε;

Π.Μ.:

Ήτανε η βότκα, το ουίσκι πάντα, βότκα, ουίσκι, τεκίλα, η τεκίλα, ήταν εποχές που πίνανε… και το τζιν. Αλλά πιο πολύ ήταν η τεκίλα, η βότκα και το ουίσκι. Τώρα όλα[01:00:00] αυτά τα ουίσκι, τα Johnny και τα Haig, έχουνε βγει τόσα πολλά καινούργια, που λένε «Είναι καπνιστό», «Είναι…», καινούριες μάρκες, τα έχουνε ανακαλύψει τώρα.

Ά.Μ.:

Εμπειρία πάνω σε αυτό ποιος είχε, για τα ποτά και μετά και πώς θα τα φτιάξετε;

Π.Μ.:

Στην αρχή;

Ά.Μ.:

Ναι.

Π.Μ.:

Στην αρχή ο Μενέλαος θα είχε. Αυτός δούλευε στα μπαρ στην Αγγλία και τα ήξερε. Ήταν ένα ουίσκι, το μάθαινες, το τζιν με τόνικ και κάποια κοκτέιλ–

Ά.Μ.:

Και δοσολογίες.

Π.Μ.:

…που είχε φέρει βιβλίο και τα διαβάζαμε στην εποχή. 5-6, μη φανταστείς, βασικά. Μαργαρίτα, Αlexander.

Ά.Μ.:

Το Αlexander τι είναι;

Π.Μ.:

Ήτανε γάλα κακάο και τι βάζαμε μέσα; Και κονιάκ, και κονιάκ νομίζω. Τα έχω ξεχάσει, ναι. Τα χτύπαγες και γινότανε το Αlexander και έβαζες και κανέλα από πάνω λίγο. Οι μαργαρίτες ήτανε σταθερές. Και μετά ξεκινήσανε και τα σφηνάκια, διάφορα σφηνάκια. Τα Β52, που σου έλεγα προηγουμένως, γινότανε χαμός το ’85. Και τώρα, ξέρεις, ο κόσμος προτιμούνε πιο ήσυχα και προτιμούνε κοκτέιλ πιο πολύ. Και τα κοκτέιλ που φτιάχνουνε τώρα τα φτιάχνουνε τόσο τέλεια! Τέλεια, δηλαδή κάθονται με σταγόνες. Τα βλέπω και λέω: «Τι κάνετε ρε;» Εκείνη την εποχή–

Ά.Μ.:

Χημεία.

Π.Μ.:

Χημεία τώρα, ναι, είναι χημεία. Γιατί κι ο κόσμος έχει μάθει και ευχαριστιέται, γιατί οι πιο πολλοί πρώτα δεν τα ξέρανε κιόλας. Ποτό να πιούνε, να μεθύσουνε, να κάνουνε το χαβαλέ τους. Τώρα είναι το κοκτέιλ, που έρχονται ζευγάρια, πίνουνε κοκτέιλ πιο πολύ, γιατί είναι τέλεια. Έχουνε φτιάξει τόσα πολλά κοκτέιλ που θέλεις προσωπικό. Δηλαδή όταν γεμίζει εδώ και δουλεύουνε, είναι τέσσερα άτομα μέσα από το μπαρ, να φτιάχνουνε κοκτέιλ, να ετοιμάζουν. Άσε η προεργασία που γίνεται. Θέλει φρέσκο λεμόνι, να το σουρώσεις, λάιμ. Έχει εμφάνιση τώρα. Κόβουνε κομμάτια από πορτοκάλι, από λεμόνι και τα ξεραίνουνε. Έχουνε μηχάνημα που τα ξεραίνουνε για να τα βάλουνε για εμφάνιση. Παίζει κι αυτό με το μάτι σου. Ή γύρω γύρω στα χείλια στα ποτήρια τι βάζουνε, διάφορα, αλάτια, διάφορα τέτοια.

Ά.Μ.:

Από όλη τη διαδρομή του «Πειρατή», τι σας έχει πιο πολύ στη μνήμη σας, πιο έντονα; Είναι πολλά βέβαια.

Π.Μ.:

Είναι πολλά. Στη μνήμη μου, δηλαδή… Με ρωτάς–

Ά.Μ.:

Τι κρατάτε; Τι αναμνήσεις είναι πιο έντονες;

Π.Μ.:

Ναι, έχω αναμνήσεις πολλές, ξέρεις, έχουνε μείνει. Ναι, οι γνωριμίες. Πρώτα πρώτα, έχω στο μυαλό μου τον Μενέλαο πάντα. Οι γνωριμίες που κάναμε με τον Μενέλαο εκείνη την εποχή, οι ξένοι που περάσανε της εποχής του ’80, οι πιο πολλοί πεθάνανε οι άνθρωποι. Ξέρεις, όταν είναι μεγάλοι σε ηλικία. Και είναι σαν να βλέπω ένα έργο στο σινεμά με όλες αυτές τις αναμνήσεις. Πώς ξεκίνησα, μικρός, τι περάσανε και πώς μεγάλωσαν κι αυτοί που περάσανε από δω, γιατί ήντουσαν πολλοί που μεγαλώσανε στην Ύδρα και μπροστά στα μάτια μου. Χαρακτήρες που γνώρισα. Να σου πω, είμαι ευχαριστημένος εγώ από τη ζωή μου, γιατί ούτε σπούδασα τίποτα ούτε έμαθα τίποτα κι ήμουνα λίγο ένα απλό παιδί. Απλούστατα, πάντα ήθελα να γνωρίζω. Πιτσιρικάδες που ήμουνα, είχα γνωρίσει έναν φίλο μου Θεσσαλονικιό, ξέρεις, έξω απ’ την Ύδρα, ήθελα να γνωριστώ και με άλλα πράγματα, με τράβαγε κάτι. Κι έτσι γνωρίστηκα και με τον Μενέλαο.

Ά.Μ.:

Αυτό που είπατε, χαρακτήρες. Τι σας έμαθε αυτό; Οι διαφορετικοί χαρακτήρες που γνωρίζατε;

Π.Μ.:

Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα. Να γνωρίζεις τους χαρακτήρες, να ξέρεις ποιος είναι ο καλός, ποιος είναι διπρόσωπος. Ξέρεις, εμένα τώρα αν μου πεις στην Ύδρα, όχι μόνο στον «Πειρατή», και στην Ύδρα, ξέρω τους χαρακτήρες απέξω. Έρχονται και με ρωτάνε φίλοι διάφοροι που θέλουν να κάνουν πράγματα: «Τι νομίζεις γι’ αυτό; Τι νομίζεις;» Τους λέω: «Αυτός ο χαρακτήρας είναι έτσι και έτσι». Γιατί είναι σαν να τον έχεις στο σπίτι σου, σαν να έχεις την οικογένειά σου και να βλέπεις το χαρακτήρα της αδερφής σου, του αδερφού σου, ξέρεις, όλους. Έτσι, εγώ–

Ά.Μ.:

Πώς μάθατε να κρίνετε;

Π.Μ.:

Ναι. Και κρίνω, και φυλάγεσαι από άσχημους χαρακτήρες, από καλούς χαρακτήρες, από διπρόσωπους χαρακτήρες. Όλο αυτό μου έχει κάνει ένα μάθημα εμένανε.

Ά.Μ.:

Κι ήταν ο «Πειρατής» το σχολείο, ας πούμε;

Π.Μ.:

Ναι, ήταν ο «Πειρατής» γιατί πάντα περνάγαν από εδώ. Τους έβλεπες πώς φερόντουσαν, ξέρεις, μπορεί να τους καταλάβεις και από τη στιγμή που πάνε να πληρώσουνε.

Ά.Μ.:

Η αγένεια ή–

Π.Μ.:

Κι η αγένεια. Δεν ξέρω, μου έχει κάνει ένα κλικ εμένανε και το βράδυ πάω σπίτι μου, λέω «Αυτός έτσι και έτσι». Έχει πολλούς χαρακτήρες εδώ που δεν είναι και το καλύτερο. Και σαν χαρακτήρες, δηλαδή, το νησί, δεν έχει και τους καλύτερους. Θα μου πεις το κάθε μέρος είναι έτσι. Αλλιώς τα βλέπεις όταν έρχεσαι για λίγο κι αλλιώς είναι να τους ζεις. Και δεν τα μαθαίνεις όταν είσαι παιδί, τα μαθαίνεις στη διάρκεια, μεγαλώνοντας. 

Ά.Μ.:

Ναι, είναι σκληρός τόπος.

Π.Μ.:

Πολύ σκληρός. Πώς παίζονται, και με αστυνομίες και με παπάδες και με διάφορα πράγματα που είναι παντού. Αλλά λέω εγώ… για τον τόπο μου μένω και πώς κατάλαβα και γνώρισα αυτά τα… τους διαφορετικούς χαρακτήρες.

Ά.Μ.:

Οπότε, από όλη αυτή τη διαδρομή, έχετε μην ευχαριστημένος;

Π.Μ.:

Έχω μείνει πολύ ευχαριστημένος. Γιατί έκανα αυτό που ήθελα, αυτό με ευχαριστούσε. Μ’ άρεσε το νησί πάντα. Μπορεί να έχει κόσμο… μου λένε «Είναι ο κόσμος έτσι». Λέω: «Δεν με νοιάζει». Εγώ κοιτάω την εικόνα της Ύδρας και με ευχαριστεί. Μ’ αρέσει η θάλασσα. Έχω ένα εξοχικό στη Δοκό που έχει πολλή ησυχία και μετά από την τρέλα πήγαινα και ησύχαζα, και με τη γυναίκα μου και με τα παιδιά μου. Και τώρα τους αρέσουνε και στα παιδιά μου και στη νύφη μου και πάνε και κάθονται. 

Ά.Μ.:

Να μας πείτε λίγο την εικόνα της Δοκού;

Π.Μ.:

Την εικόνα της Δοκού. Αυτό το σπίτι το απόκτησα από τον παππού. Ένα καλύβι ήτανε, όπως ήτανε και τα υπόλοιπα εκεί. Είχε ο Ραφαλιάς το μεγαλύτερο κομμάτι του Δοκού δικό τους, οι Ραφαλαίοι που έχουν το φαρμακείο, είχαν ένα ωραίο σπίτι και είχανε και λιοτρίβι. Και οι ντόπιοι ήταν οι πιο πολλοί φτωχοί, ψαράδες, κλάδευαν τα δέντρα και τα φέρνανε για τους φούρνους εδώ. Ζούσαν εκεί, ο τοπικός… που ήντουσαν, ντάξει, με τον πόλεμο μπορεί να ήτανε και 50 άτομα, 60.

Ά.Μ.:

Είχε τόσα άτομα;

Π.Μ.:

Με τον πόλεμο, ναι.

Ά.Μ.:

Τώρα δεν υπάρχει κανείς.

Π.Μ.:

Τώρα δεν υπάρχει κανείς, πάμε όπως πάω εγώ. Είναι ο Δασκαλάκης, είναι ο Κυριάκος ο Κοτταράς που έχουνε… Όσοι έχουν σπίτι πάνε. Αλλά το πιο πολύ που με έπιασε και μου άρεσε εμένανε, όταν είχε βγάλει τη σύνταξη ο πατέρας μου και η μητέρα μου, πηγαίνανε, καθόντουσαν, με το παλιό σπίτι, όπως ήταν και του Κοτταρά. Και εγώ, μου μπήκε η μανία να φτιάξω το σπίτι. Πάντα μου άρεσε να φτιάχνω και να δουλεύω. Και πήγαινα και μου άρεσε, και η ησυχία που είχε. Ήταν και το λιμάνι γραφικό, ωραίο λιμάνι, δε σε πιάνουνε φουρτούνες και θάλασσες εκεί και αφήνεις τη βάρκα σου, το σκάφος σου, και έχεις την ησυχία σου. Και είναι και επίπεδα, όμορφα να περπατήσεις να πας. Ήτανε κοντά στη θάλασσα το σπίτι μου και άρχισα και ξεκίνησα και το έφτιαξα. Δεν το άλλαξα, δηλαδή το κράτησα σε χωριάτικο στυλ, απλούστατα είχε ταράτσα που βούλιαζε, ξέρεις, με χώμα και έτσι. Το έκανα με σκεπή εγώ ωραία και είναι ένα σπιτάκι, ένα με δυο δωμάτια, το living room το μεγάλο, κουζίνα και τζάκι, την τουαλέτα, δυο περιβολάκια μικρά και αυτό είναι όλο. Ξέρεις, απλά.

Ά.Μ.:

Και είναι ένα καταφύγιο.

Π.Μ.:

Είναι ένα καταφύγιο για μας. Που αυτό το καταφύγιο πάει κόσμος και τρελαίνεται. Εμείς δηλαδή… πας εκεί και έχεις την ησυχία σου, είσαι κοντά στην Ύδρα, κοντά στην Ερμιόνη, πας ψωνίζεις στην Ερμιόνη και γυρίζεις πάλι στο πουθενά. Εμείς παλιά πηγαίναμε και δεν είχαμε ούτε φώτα, με τις λάμπες και με κεριά. Τώρα έχουμε βάνει ηλιακά και έχουμε την άνεση για το φως.

Ά.Μ.:

Από πόσο χρονών πηγαίνατε; 

Π.Μ.:

Από μωρό. Μωρό; Από παιδί που ήμουνα, μικρός. Καλά, πιο πολύ ξεκίνησα από τα 20. Πιο νωρίς δεν πολυπήγαινα. Πήγαινα με τον μπαμπά, αλλά δεν πηγαίνανε, είχανε σταματήσει, και ο παππούς είχε μεγαλώσει. Γιατί πήγαινε πιο πολύ ο παππούς κι η γιαγιά, είχανε ζήσει εκεί πιο πολύ.

Ά.Μ.:

Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν;

Π.Μ.:

Ο μπαμπάς ήτανε ναυτικός, η μαμά νοικοκυρά με 5 παιδιά.

Ά.Μ.:

Εσείς ποιος είστε;  

Π.Μ.:

Εγώ είμαι ο τελευταίος.

Ά.Μ.:

Πώς ήταν το όνομά τους;

Π.Μ.:

Γεωργία και Σωτήρης. Έχω τον αδερφό μου, με περνάει 14 χρόνια, κι έχω και τρεις αδερφές και εγώ είμαι ο πέμπτος. Και είμαστε αγαπημένοι και μια χαρά όλοι. Ναι, ήτανε ήσυ[01:10:00]χη οικογένεια, δεν είχανε πολλά πολλά.

Ά.Μ.:

Δηλαδή, είχατε δώσει κι εσείς στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων;

Π.Μ.:

 Όχι, όχι, δεν είχα δώσει εγώ, δεν είχα πάει. Ο αδερφός μου είχε περάσει. Εγώ με τα γράμματα… έτρεχα στα βουνά και στις θάλασσες, δεν τα ήθελα πολύ. Το μετάνιωσα μετά αλλά μετά ήταν αργά. Αλλά, εντάξει, είμαι τυχερός που γνώρισα το Μενέλαο, μείναμε εδώ στο μαγαζί και κάθισα και στην Ύδρα, που την αγαπούσα, και είχα και μια δουλειά και έφτιαξα κι αυτό και τα παιδιά.

Ά.Μ.:

Είναι ένας κόσμος κι ο «Πειρατής».

Π.Μ.:

Είναι ένας κόσμος, ναι, είναι ένας κόσμος. Έρχονται παιδιά από παντού, «Έχεις χαιρετίσματα απ’ τον πατέρα μου», «Έχεις…» Λέω: «Ναι, το όνομα ε; Δεν κρατάω ονόματα», του λέω, «φωτογραφία δείξε μου». Και μου δείχνει φωτογραφία, «Έλα ρε», του λέω, «εσύ, ο μπαμπάς σου είναι αυτός;» Πού να συγκρατήσω ονόματα τόσα πολλά; Δηλαδή, χιλιάδες κόσμος, και ακόμα. Μόνο οι σκίπερ που ερχόντουσαν, τα παιδιά, όλα αυτά τα χρόνια που εδώ πρωτοερχόντουσαν, φατσικά τους ξέρω. Άσε που πάμε στην Αθήνα, πήγαινα με τη γυναίκα μου να ψωνίσουμε, έμπαινα σε πολλά μαγαζιά, κάποιος θα υπήρχε μέσα να με γνωρίζει, να τον χαιρετάω, να με χαιρετάει. Και μου έλεγε ο γιος μου: «Πού σε ξέρουνε, ρε μπαμπά, όλοι;» «Ας είναι καλά ο “Πειρατής”!» του έλεγα. Έτσι δεν είναι; 

Ά.Μ.:

Είχατε γίνει διάσημος.

Π.Μ.:

Έγινα διάσημος χωρίς να το θέλω. Διάσημος, εντάξει, τρόπος του λέγειν τώρα. Αυτά όλα τα… είναι κι άλλα, αλλά δεν μου έρχονται τώρα στο μυαλό να σ’ τα πω όλα.

Ά.Μ.:

Τέλεια, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Π.Μ.:

Να είσαι καλά, αγάπη μου! Είχαμε και έναν πολύ καλό φίλο μας, τον Δημήτρη τον Κασούμη, που ήταν η μητέρα του Υδρέισσα. Αυτός ήτανε γεννημένος στην Αμερική, αλλά ερχόταν από μικρή ηλικία στην Ύδρα και του άρεσε πάρα πολύ. Ήταν από τους πρώτους που είχαν έρθει, ξένους, που είχε πάρει το σπίτι που έχουνε οι Παπαδοπούλου με τα μπισκότα, το είχε πάρει με τη γυναίκα του και με τις δυο κόρες και το είχανε φτιάξει. Ήταν η πρώτη πισίνα που έγινε στην Ύδρα. Και ο οποίος στη διάρκεια μετά χώρισε και ερχότανε συχνά στην εποχή του ’80 στον «Πειρατή», είχαμε γίνει φίλοι. Και ήθελε να μας κάνει ένα δώρο. Του έλεγε ο Μενέλαος να μας φτιάξει έναν πειρατή. Αυτός έλεγε: «Εντάξει, κάτι θα φτιάξουμε». Και μια εποχή είχε έρθει και καθότανε στη Σχολή Καλών Τεχνών και μετά μας φώναξε: «Ελάτε να δείτε τι σας έφτιαξα». Και μας έφτιαξε αυτόν τον πίνακα που έχουμε μέσα στον «Πειρατή», μας τον έκανε δώρο την εποχή… το ’77. Και πήραμε αυτόν τον πίνακα που τον έχουμε… είναι φτιαγμένος για τον «Πειρατή». Είναι απάνω στο σημείο.

Ά.Μ.:

Και τι δείχνει;

Π.Μ.:

Και δείχνει μάλλον τη σφαγή της Χίου,  είναι κάτι όπως το εμπνεύστηκε ο ίδιος. Είναι λίγο πειρατικό, με σπαθιά και με… που σφάζονται εκεί και… Είναι ένας ωραίος πίνακας. Και τον υπόγραψε μετά από πολλά χρόνια τον βάλαμε και έβαλε την υπογραφή του. Δυστυχώς πέθανε και αυτός. Είχε κάνει πολύ ωραίους… πολύ ωραίες εκθέσεις. Είναι μια ωραία ανάμνηση κι αυτός ο άνθρωπος, μου έχει μείνει, τον αγάπαγα πάρα πολύ. Αυτά.