Υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο: Ο Γιώργος Βασιλογιάννης αφηγείται
Segment 1
Σύντομο βιογραφικό, παιδικά χρόνια και Κατοχή
00:00:00 - 00:19:48
Partial Transcript
Καλημέρα σας. Καλημέρα σας δεσποινίς. Θα μας πείτε το όνομά σας; Γεώργιος Βασιλογιάννης. Πολύ ωραία. Σήμερα είναι Παρασκευή, 10 Μαρτίο…τοτε έμεινα εδώ. Το τραύμα πώς το αποκτήσατε; Πολύ… Ήταν κάτι θρυαλλίδια από πέτρες, από σφαίρες. Τέλος πάντων, αυτά είναι μικροπράγματα.
Lead to transcriptTags
Segment 2
Μνήμες από τον Εμφύλιο
00:19:48 - 00:35:45
Partial Transcript
Τι άλλο θυμάστε από τις μάχες που περάσατε; Τις μάχες... Τρομερές μάχες. Εκ του συστάδην δηλαδή. Αυτοί είχανε πολύ ο πλισμό. Είχανε πολύ ο…χετε σεβασμό προς τους ανωτέρους σας, προς τους μεγαλυτέρους σας. Μόνο αυτό έχω να σας πω. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Παρακαλώ, παρακαλώ.
Lead to transcriptTags
[00:00:00]Καλημέρα σας.
Καλημέρα σας δεσποινίς.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Γεώργιος Βασιλογιάννης.
Πολύ ωραία. Σήμερα είναι Παρασκευή, 10 Μαρτίου 2023, είμαι με τον κύριο Γιώργο Βασιλογιάννη, βρισκόμαστε στο Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας, εγώ ονομάζομαι Ελπίδα Σιάχου, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Kύριε Γιώργο, θα μας πείτε λίγα λόγια για σας;
Εγώ γεννήθηκα στο χωριό Κόνισκα, ένα ορεινό χωριό, το 1926. Μέχρι το 1938, όταν τελείωσα το Δημοτικό και έφυγα και πήγα στην Πελοπόννησο, στο Αίγιο. Ήμουνα καλός μαθητής στο Δημοτικό. Λοιπόν, και ο δάσκαλος κάλεσε τον πατέρα μου και του λέει: «Ο Γιώργος είναι καλός. Να τον στείλεις στο Γυμνάσιο». Το Γυμνάσιο τότε, ήταν πολύ δύσκολο από τα ορεινά χωριά να έρχονται εδώ, διότι χρειαζόταν να δώσουμε εξετάσεις, να ‘ρθουμε να δώσουμε εξετάσεις στο Γυμνάσιο, αν πετύχουμε ή όχι. Μετά, να βρούμε ένα δωμάτιο να μένουμε, να αγοράζουμε τα βιβλία, να πληρώνουμε εγγραφές. Τότε δεν ήταν η δωρεάν παιδεία. Ήταν πολύ δύσκολο. Δηλαδή να σας πω ότι από τα σαράντα παιδιά που ήταν στο σχολείο στην τάξη μου, ζήτημα αν τα πέντε αν πήγαν στο Γυμνάσιο. Για κορίτσια δεν συζητάμε. Για αγόρια. Εγώ έφυγα, πήγα στην Πελοπόννησο υπάλληλος σε ένα κατάστημα. Μέχρι το 1940-'41 που πιάστηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς στην Αλβανία. Το κατάστημα το οποίο εργαζόμουνα, είχε εμπορεύματα εισαγωγής από τα ευρωπαϊκά κράτη και περισσότερο ξυλεία. Με την κήρυξη του πολέμου, πλέον οι μεταφορές σταμάτησαν και σταμάτησε και η εργασία μου. Ασχολούμουν τότε σαν μικροπωλητής με ψιλικά, με άλλα πράγματα, λοιπόν, για να συντηρούμαι. Το 1944, δυστυχώς, τον Οκτώβριο, 15 Οκτωβρίου, πέθανε ο πατέρας μου σε ηλικία 56 χρονών. Ήμουνα υποχρεωμένος να έρθω στο χωριό διότι είχα τρεις αδερφές και έναν αδερφό ο οποίος ήταν στη χωροφυλακή και ήμουνα σαν προστάτης της οικογένειας. Κάθισα λίγο διάστημα, κατόρθωσα και πάντρεψα μία αδερφή μου και μετά έφυγα πάλι για την Πελοπόννησο και εργαζόμουνα σαν μικροπωλητής στο νομό Αχαΐας με έναν ξάδερφό μου. Ήρθε η ώρα όμως που επιστρατεύτηκα και πήγα –τότε ήταν ο Εμφύλιος πόλεμος– και πήγα στρατιώτης. Τώρα, να σας πω τώρα, δεν σας είπα για τη ζωή μου στο χωριό και μετά συζητάμε για τα υπόλοιπα. Ήταν πολύ δύσκολη. Δεν υπήρχαν συγκοινωνίες, δεν υπήρχε ηλεκτρικός φωτισμός. Γενικά δηλαδή ήτανε μία κατάσταση που εν συγκρίσει με τη σημερινή ζωή των νέων και γενικά των ανθρώπων, ήταν άθλια. Το ψωμί μας ήταν το καλαμπόκι. Το σιταρένιο το ψωμί ήταν πολυτέλεια. Βρισκόμασταν, η επικοινωνία γινόταν με τα μουλάρια. Έξι ώρες πορεία από το χωριό να έρθουν εδώ, να πουλήσουν ορισμένα προϊόντα που παρήγαγαν και να αγοράσουν τα χρειώδη. Ο κόσμος ασχολείτο με την γεωργία και κτηνοτροφία. Λέω κτηνοτροφία διότι ήταν απαραίτητη η κτηνοτροφία, γιατί πέρα των κτηνοτροφικών προϊόντων ήταν και η κοπριά. Η κοπριά των ζώων, η οποία ήταν σαν είδος λίπασμα. Διότι εάν δεν υπήρχε αυτή η κοπριά, ήταν άγονο το μέρος, δεν παρήγαγε τίποτα. Καταλάβατε; Τι άλλο να σας πω; Στο χωριό μου… Ήταν μεγάλο το χωριό. Είχε άνω των χιλίων πεντακοσίων κατοίκων. Το 90%, το 10% ήταν εκείνο που κάπως ευημερούσε. Ήταν επαγγελματίαι, πολλοί επαγγελματίαι, ήταν πολλά καταστήματα. Επαγγέλματα ράφτες, τσαγκάρηδες γιατί τότε δεν υπήρχαν έτοιμα ενδύματα, έτοιμα υποδήματα. Όλα γίνονταν στο χέρι. Λοιπόν, και υπήρχαν πάρα πολλοί επαγγελματίαι και πολλοί σιδηρουργοί οι οποίοι έφτιαχναν τα εργαλεία. Τότε η καλλιέργεια δεν γινόταν με μηχανικά μέσα. Ήταν με τα χέρια και με τα παραδοσιακά εργαλεία. Και ήταν δε η ζωή κάπως πολύ δύσκολη. Μετά όμως δημιουργήθηκε ένα αντάρτικο με την προοπτική να γίνει αντίσταση εναντίον… Ξέχασα να πω ότι όταν τελείωσε ο πόλεμος στην Αλβανία, ήρθαν οι Ιταλοί στην Ελλάδα και μετά και οι Γερμανοί. Μας επιτέθηκαν και οι Γερμανοί. Ήταν και οι Γερμανοί. Εδώ στο Θέρμο υπήρχε ένα τμήμα Ιταλών. Βεβαίως οι Ιταλοί ήταν άνθρωποι πιο καλύτεροι από τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί ήταν πιο βάρβαροι. Μετά αναπτύχθηκε όμως ένα αντάρτικο σαν αντίσταση εναντίον του εχθρού, το λεγόμενο ΕΑΜ, Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το οποίο στην ουσία ήταν παρακλάδι του ΚΚΕ. Ο κόσμος όμως δεν το ήξερε αυτό το πράγμα, και ειδικά οι νέοι, και το πλαισίωσαν για να πολεμήσουν τους Γερμανούς. Φούντωσε πολύ το αντάρτικο. Σχεδόν όλη η ορεινή Ελλάδα ήταν… Το κατέλαβαν οι αντάρτες αυτό. Λοιπόν, μετά δημιουργήθηκαν… Ο στ[00:05:00]ρατός δημιούργησε κάτι τάγματα δημοσυντήρητα, όπως ήταν του Γανωμένου παραδείγματος χάρη, και στην ουσία για να υποστηρίξουν το στρατό, αλλά επέφεραν μεγάλες ζημιές. Η συμπεριφορά τους… Η δύναμις αυτή αποτελείτο από κατάδικους των φυλακών και από στοιχεία πολύ εγκληματικά και κάνανε πολύ μεγάλη ζημιά. Και θα σας απαντήσω για το ζήτημα με τα κεφάλια αυτά. Αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι σφαγιάσθησαν δεν ήτανε… Εσφαγιάσθησαν κατά τη γνώμη των δικών τους που διέδωσαν ότι ήταν συμμορίται, αντάρτες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απλοί πολίτες. Τους βρήκαν στο δρόμο, τους εκτελέσανε, τους κόψανε τα κεφάλια και τα φέρανε στην πλατεία και τα στήσανε, οι λεγόμενοι Γανωμεναίοι. Αυτή είναι η ιστορία των κεφαλιών. Μετέπειτα όμως τους διέλυσε ο στρατός. Τους διέλυσε. Δεν σας είπα όμως ότι δεν ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Έγιναν δύο εμφύλιοι πόλεμοι. Ο πρώτος έγινε το 1944 στην Αθήνα. Τότε οι σύμμαχοι, οι Άγγλοι, ήρθαν στην Ελλάδα και είχε γίνει μία κυβέρνηση εθνικής ενότητος στο Λίβανο. Συμμετείχαν δε σε αυτό, πέραν των Ελλήνων πολιτικών, ήταν και έξι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ τότε είχε φουντώσει πάρα πολύ στην Ελλάδα. Ήταν μία πολύ ισχυρή δύναμις. Λοιπόν, τότε πλέον είδαν λοιπόν οι αυτοί του ΕΑΜ, η κυβέρνηση, παραιτήθησαν από υπουργοί και δημιουργήθηκε ένα χάσμα. Προσπάθησαν να γίνει λοιπόν η συμφιλίωσις, δεν έγινε. Έγινε ένα μεγάλο συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος με χιλιάδες Αθηναίους και δυστυχώς η αστυνομία έβαλε πυρ και σκότωσε πάρα πολλούς. Εκείνο ήταν το έναυσμα να δημιουργηθεί ο εμφύλιος πόλεμος, που διήρκεσε πλέον πέραν του ενός μηνός στην Αθήνα. Κατεστάλη βέβαια το κίνημα αυτό και επήλθε μία ομαλότητα. Μετέπειτα άρχισε το δεύτερο, μετά το… Από το ‘46 και μετά άρχισε η δημιουργία του δεύτερου αντάρτικου. Έγινε, ξεκίνησε από το Λιτόχωρο της Μακεδονίας. Επιστρατεύτηκαν πάρα πολλοί και… Αλλά δεν σας είπα όμως, το διάστημα αυτό όμως που έγινε η συμφωνία, η Συμφωνία της Βάρκιζας η λεγόμενη, δεν κατόρθωσαν λοιπόν να γίνει ειρήνη στον κόσμο εδώ. Υπήρχε μία αντιπαλότις γιατί γίνανε και εγκλήματα εκατέρωθεν. Και από το ένα στρατόπεδο και από το άλλο. Και τα μίση αυτά δημιούργησαν πάρα πολλές δυσκολίες. Εξορίες, στρατοδικεία και λοιπά. Και άρχισε το αντάρτικο μετά λοιπόν με διαταγή, δεν ξέρω τίνος ήταν, του Ζαχαριάδη του αρχηγού, και βγήκαν στο κλαρί πάλι. Δημιουργήθηκε ένα μεγάλο αντάρτικο για το δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Λοιπόν, πιάσανε τα βουνά όλα, επιστρατεύανε με τη βία νέους ανθρώπους και λοιπά και έγινε ένα τμήμα, ένα μεγάλο πενήντα-εξήντα χιλιάδων. Οπότε ήταν μία ισχυρή δύναμις. Τότε η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη. Υπήρχε κίνδυνος να επικρατήσουν αυτοί. Επενέβησαν τότε οι Αμερικάνοι, μας βοήθησαν και έτσι τελείωσε ο πόλεμος το 1949, τέλος του 1949. Μετέπειτα εγώ ήρθα εδώ, πήγα πάλι στη δουλειά μου. Λοιπόν, εργαζόμουν σαν μικροπωλητής πέρα στην Αχαΐα. Το 1948 όμως επιστρατεύτηκα και έπεσα πάνω στον Εμφύλιο πόλεμο. Έλαβα μέρος σε πολλές μάχες, με προήγαγαν σε Υπαξιωματικό με παράσημα και λοιπά, τα οποία παράσημα δεν έκανα χρήση. Να επαίρομαι και να λέω, να υπερηφανεύομαι ότι έχω παράσημα. Διότι ήταν ένας πόλεμος μεταξύ, αδελφοκτόνος, μεταξύ αδελφών. Κι αυτοί Έλληνες ήταν. Δεν ήταν… Καταλάβατε; Μπορώ να σας πω τώρα ένα τρομακτικό στοιχείο. Σε μία μάχη στη Φλώρινα, μας επιτέθηκαν πέντε-έξι χιλιάδες, οι λεγόμενοι συμμορίται, ενώ λέγεται Δημοκρατικός Στρατός, με προοπτική να καταλάβουν τη Φλώρινα και να κάνουν επιστρατεύσεις. Λοιπόν, απέτυχαν πλέον αλλά με βαριές απώλειες. Μέτρησα εκατοντάδες πτώματα. Μικρά παιδιά, κορίτσια επιστρατευμένα και πήγανε οι μπουλντόζες και τα θάψανε σε ένα κοινό τάφο. Δηλαδή, ο εμφύλιος αυτός πόλεμος ήταν χειρότερος από ότι ήταν από την Αλβανία. Είχαμε πολύ περισσότερα θύματα από ό,τι είχαμε στην Αλβανία. Μετέπειτα άρχισε η ομαλοποίηση της κατάστασης. Ήρθα εδώ μαζί με τον αδερφό μου και ανοίξαμε ένα κ[00:10:00]ατάστημα. Αυτή είναι η ιστορία η δική μου. Και έκτοτε έζησα εδώ. Τώρα ρωτήστε με για τι άλλα πράγματα, για τη ζωή μου. Γενικά εκεί πέρα ήταν πολύ δύσκολη στο χωριό. Όχι μόνο η δική μου. Όλα τα παιδιά, εν συγκρίσει με τα σημερινά, μπορώ να πω ότι ήταν μια αθλιότητα η ζωή μας. Ούτε παιχνίδια, ούτε παπούτσια, ούτε ρούχα. Καταλάβατε; Ούτε γλυκά ούτε απολύτως τίποτα. Παπούτσια παλιά είχαμε και τα μπαλώναμε. Καταλαβαίνετε; Φοράγαμε και γουρουνοτσάρουχα ακόμα. Κρέατα πολύ σπάνια τρώγαμε. Μόνο τα Χριστούγεννα όταν σφάζανε τα γουρούνια. Καταλάβατε; Με λίγα λόγια, στερηθήκαμε. Όχι εγώ, γενικά όλα τα παιδιά, πλην ένα 10% οι οποίοι ήταν συνταξιούχοι, επαγγελματίαι και λοιπά που είχαν το προνόμιο να ζούνε κάπως καλύτερα από μας. Εν συγκρίσει με τη σημερινή κατάσταση της ζωής, ήταν δραματική η κατάσταση, ειδικά των χωριών. Διότι δεν υπήρχε συγκοινωνία. Με τα μουλάρια. Ό,τι γινόταν με τα μουλάρια. Και η μεταφορά των προϊόντων από τα χωριά και η μεταφορά από δω προς τα χωριά, έξι ώρες πορεία. Καταλαβαίνετε τι γίνεται. Πολύ κουραστικό. Τώρα ρωτήστε με τι άλλο θέλετε.
Την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος στην Ελλάδα με τους Ιταλούς–
Ναι–
Εσείς που βρισκόσασταν;
Ήμουνα στο Αίγιο και δίπλα από το μαγαζί που δούλευα ήταν ένα ραδιόφωνο. Τότε το ραδιόφωνο ήταν κι εκείνα σπάνια την εποχή εκείνη. Πολύ λίγοι είχαν ραδιόφωνα. Και ακούσαμε την κήρυξη του πολέμου. Σε λίγο είδαμε τα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν την Πάτρα την ημέρα εκείνη. Άρχισε η επιστράτευσις και φεύγανε ο κόσμος για την Αλβανία. Εγώ έμεινα εκεί στο κατάστημα εκεί με τον πατέρα του αφεντικού μου, γιατί το αφεντικό μου επιστρατεύτηκε και πήγε στην Αλβανία. Και ο πόλεμος τελείωσε τέλος του Μαρτίου του ’41. Διότι μετά μας επιτέθησαν οι Ιταλοί και επενέβησαν λοιπόν, γιατί τα ελληνικά στρατεύματα είχανε πάρα πολλές καλές επιτυχίες, με βαριές απώλειες βέβαια. Ενώ η Ιταλία ήταν μία ισχυρή χώρα, δεν πολεμούσαν όπως πολεμήσαμε εμείς. Το έθνος τότε ήταν ενωμένο. Και όλοι λοιπόν, παρόλο που είχαν τα… Δεν είχαν αρκετά μέσα, κατείχαν πολλές νίκες εναντίον των Ιταλών, μέχρι ένα σημείο που φτάσανε να τους ρίξουν και στη θάλασσα στην Αλβανία, να τους διώξουνε. Αλλά τότε είδανε… Η Ιταλία ήταν σύμμαχος με τη Γερμανία. Υπήρχε τότε μία συμμαχία Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία. Λοιπόν, και όταν είδανε οι Γερμανοί ότι θα γελοιοποιούνταν πλέον η Ιταλία, μας επιτέθησαν από το βόρειο τμήμα της Ελλάδας και μπήκαν μέσα. Και έτσι οι Ιταλοί ήρθαν σαν νικητές πλέον στην Ελλάδα. Το 1943 όμως έγινε μία επανάσταση στην Ιταλία. Ένας στρατηγός Μπαντόλιο –δικτάτορας ήταν Μουσολίνι, ο λεγόμενος Μουσολίνι τότε– έκανε μία επανάσταση εναντίον του. Τον κατήγαγε και τον κρέμασε μάλιστα και τον εκτέλεσε. Από τότε όμως οι Ιταλοί ήταν εχθρική χώρα προς τη Γερμανία. Πολλοί Ιταλοί που φύγανε από τα κέντρα ήρθαν εδώ, προς τα δω, Θέρμο, όλα τα χωριά και πηγαίνανε στα χωριά και δουλεύανε για να ζήσουνε οι Ιταλοί στρατιώτες. Σε αυτό το σημείο φτάσανε. Τέλος, έγινε το ’44, έγινε η απελευθέρωση της Ελλάδας και επηκολούθησαν τα άλλα γεγονότα που σας είπα προηγουμένως. Ρωτήστε με ό,τι άλλο θέλετε.
Εδώ στην περιοχή τι συνέβαινε εκείνη την περίοδο;
Την περίοδο ποια; Της Κατοχής;
Ναι.
Την περίοδο της Κατοχής φτώχεια υπήρχε μεγάλη. Τρόφιμα ήταν πολύ λίγα, γιατί τα τρόφιμα τα παίρνανε οι Γερμανοί και οι Ιταλοί. Διότι υπήρχε ένας νόμος αυτών, των νικητών [Δ.Α.], έπρεπε να συντηρούνται τα κατοχικά στρατεύματα, έπρεπε να συντηρούνται από το κράτος το οποίο κατέχουν. Και επομένως τα περισσότερα τρόφιμα μάς τα παίρνανε αυτοί. Καλλιέργεια όμως μηχανική τότε δεν υπήρχε για να υπάρχει μεγάλη παραγωγή σιταριού και λοιπά και λοιπά, και δεν είχαμε και πολλά. Αλλά και δεν υπήρχε λόγω των γεγονότων ότι το μήνα Οκτώβριο που έγινε ο πόλεμος, οι νέοι άνθρωποι επιστρατεύτηκαν. Αυτοί που θα καλλιεργούσαν τα χωράφια, λοιπόν, επιστρατεύτηκαν και υπήρχαν πολλά χωράφια ακαλλιέργητα. Και μετά το ‘41 υπήρχε η χειρότερη χρονιά που πέρασε η Ελλάδα. Περάσαμε πείνα. Ειδικά στις πόλεις πεθαίνανε κατά εκατοντάδες ο κόσμος από την πείνα. Λοιπόν, εδώ οι περισσότεροι, λόγω που είχαν τα χωραφάκια τους με τα χορταράκια τους με τα λίγα αυτά υπάρχοντα, ψευτοζούσανε και τα λοιπά. Έως ότου πλέον μετά έγινε η απελευθέρωσις. Μας στείλανε ορισμένα τρόφιμα ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, οι Αμερικάνοι και άρχισε σιγά-σιγά να αναπτύσσεται ο κόσμος και να πάμε σε μία ομαλότητα.
Όταν οι Γερμανοί έκαψαν το Θέρμο εσείς πού ήσασταν;
Εγώ ήμουν στην Πελοπόννησο, αλλά πέρασα την άλλη μέρα που, σε δύο μ[00:15:00]έρες πέρασα για από το χωριό και είδα τις καταστροφές εδώ. Όλη η περιφέρεια εδώ, ειδικά το κέντρο του Θέρμου είχε καταστραφεί όλο, τελείως. Μεγάλη καταστροφή. Και αυτό έγινε για αντεκδίκηση, διότι προηγήθη μία μάχη στη Μυρτιά. Τότε εδώ ήταν ο ΕΛΑΣ. ΕΛΑΣ λεγόταν, ήταν ο στρατός του ΕΑΜ τότε. Λοιπόν, έλαβε μία ειδοποίηση από το Αγρίνιο ότι οι Γερμανοί την τάδε ημέρα θα έρθουν, μία φάλαγγα θα έρθουν στο Θέρμο. Πήγαν οι στρατιώτες αυτοί, οι αντάρτες πήγαν και πιάσανε τις στροφές της Γουρίτσας. Ανύποπτοι οι Γερμανοί μπήκαν στον κλοιό και σχεδόν τους εκτέλεσαν όλους τους Γερμανούς. Ένα ή δύο φύγανε. Ύστερα από δύο-τρεις μέρες άρχισε η αντεκδίκηση. Ήρθαν οι Γερμανοί, μεγάλη φάλαγγα και για το σκοπό αυτό κάψανε το Θέρμο και ορισμένα και στην Αγία Σοφία κάτω, στην Μυρτιά. Τότε έγινε η καταστροφή, για τη μάχη αυτή. Συνήθως, πάντοτε οι αντάρτες κάνανε σαμποτάζ στους Γερμανούς, αλλά οι Γερμανοί μετά κάνανε αντεκδικήσεις, καίγανε, εκτελούσανε. Πέρασε πολλά η Ελλάδα. Πάρα πολλά. Πολλές καταστροφές.
Το χωριό σας, την Κόνισκα, το πείραξαν ποτέ;
Το χωριό μου το πείραξαν, θα σας πω. Το 1944 ο πόλεμος, ο ευρωπαϊκός πόλεμος –τότε υπήρχε συμμαχία Ρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας εναντίον της Γερμανίας– ο πόλεμος ήταν αμφίρροπος κατά ένα χρόνο. Μετά επενέβησαν και οι Αμερικάνοι και κάνανε μία απόβαση στη Νορμανδία με πολλές χιλιάδες στρατό, και η Ρωσία και η Ελλάδα από δω, και κατέστειλαν τους Γερμανούς. Καταλάβατε; Κάτι με ρωτήσατε προηγουμένως.
Αν πείραξαν το χωριό σας.
Ναι, λοιπόν, προτού γίνει αυτό, οι Γερμανοί είδαν ότι χάνουν τον πόλεμο και άρχισαν πλέον να ετοιμάζονται για απόσυρση. Και άρχισαν εκστρατείες, διότι τα χωριά όλα κατείχοντο από τους αντάρτες. Ήρθε μία μεγάλη δύναμις εδώ στο Θέρμο και ξεκινάει για την Κόνισκα. Φτάνει στη Μελίγκοβα. Κάποιος από κει τους έριξε κάτι πυροβολισμούς. Ανεβαίνουν στο χωριό, καίνε το χωριό τη Μελίγκοβα και προχωρούν προς την Κόνισκα. Η Κόνισκα, επειδής είχε πολλά στελέχη τότε στο ΕΑΜ, πάρα πολλά, σημαίνοντα, τα οποία… Γιατί με τους Γερμανούς ήταν και οι λεγόμενοι Ράλληδες, τα τάγματα ασφαλείας τα λεγόμενα, και αυτοί ξέρανε περισσότερα πράγματα. Ήρθαν στο χωριό και άρχισαν και το κάψανε. Κάψανε το μισό και σκοπεύαν να κάψουν και το μισό από την πλατεία και κάτω. Έλαβαν όμως διαταγή από την αρχή τους να φύγουνε και φύγανε. Πήγανε Πέρκο, Περίστα, Πλάτανο και κατέβηκαν πάλι στο Θέρμο. Ο σκοπός αυτός ήταν να απωθήσουν τους αντάρτες ούτως ώστε να είναι ελεύθεροι για να φύγουνε και σε λίγες μέρες φύγανε πλέον από την Ελλάδα. Καταλάβατε; Κάψανε το χωριό. Το κάψανε. Και το δικό μου το σπίτι το κάψανε και πολλά σπίτια τα κάψανε.
Υπήρξαν και θύματα;
Θύματα όχι, διότι έφυγε ο κόσμος. Δε θα έμενε ο κόσμος εκεί. Ούτε εδώ έμεινε ο κόσμος τη μέρα που έγινε η… Είχαν φύγει ο κόσμος από εδώ. Βέβαια.
Εσείς από αυτά τα γεγονότα, ή μάλλον από το Αίγιο, πότε γυρίσατε εδώ στο χωριό;
Το ’44, όταν τελείωσε πλέον ο πόλεμος. Αλλά ήταν άρρωστος βαριά ο πατέρας μου και πέθανε σε ηλικία 56 χρονών από νεφρική ανεπάρκεια. Ιατρική περίθαλψη δεν υπήρχε τότε. Ούτε ιατρική, ούτε νοσοκομειακή, ούτε φαρμακευτική όπως είναι σήμερα. Τότε ένας άρρωστος έπρεπε να φέρει γιατρό από το Θέρμο. Να ‘ρθει με ένα ζώο, να τον βάλει καβάλα, να ‘ρθει εκεί, να τον εξετάσει. Και τι να του πει; Τι φάρμακα; Φάρμακα δεν είχε χρήματα να αγοράσει. Ήταν δραματική η κατάσταση. Ο πατέρας μου ήθελε να κάνει αιμοκάθαρση. Μπορούσε να γίνει αιμοκάθαρση στην Κόνισκα; Ούτε στο Αγρίνιο δεν γινόταν η αιμοκάθαρση. Και επομένως ένας Ιταλός γιατρός ήταν εκεί που τον περιέθαλψε λίγο διάστημα αλλά πέθανε. Και αναγκάστηκα να έρθω λοιπόν να συντηρήσω κάπως την οικογένειά μου. Διότι είχα τρεις αδερφές και τη μάνα μου. Έμεινα λίγο διάστημα, πάντρεψα τη μία αδερφή μου και μετά έφυγα πάλι και πήγα πάλι στην Πελοπόννησο και συνέχισα τη δουλειά μου, έως ότου επιστρατεύτηκα. Και μετά που τελείωσε ο πόλεμος, ήμουνα τυχερός δηλαδή που γλίτωσα με ένα πολύ ελαφρό τραύμα, ήρθα στο Θέρμο και ανοίξαμε το μαγαζί εδώ με τον αδερφό μου και έκτοτε έμεινα εδώ.
Το τραύμα πώς το αποκτήσατε;
Πολύ… Ήταν κάτι θρυαλλίδια από πέτρες, από σφαίρες. Τέλος πάντων, αυτά είναι μικροπράγματα.
Τι άλλο θυμάστε από τις μάχες που περάσατε;
Τις μάχες... Τρομερές μάχες. Εκ του συστάδην δηλαδή. Αυτοί είχανε πολύ ο[00:20:00]πλισμό. Είχανε πολύ οπλισμό, γερμανικό οπλισμό, ο οποίος εγκαταλείφθηκε από τους Γερμανούς στα Βαλκάνια. Βουλγαρία, Σερβία και λοιπά. Και εκείνα τα –θα σας πω τώρα σε παρένθεση– ότι τα κράτη αυτά, το 1944 έγινε μία συμφωνία των συμμάχων. Αμερικής με τον… Πρόεδρος ο Ρούσβελτ, Αγγλία ήταν ο Τσόρτσιλ και στη Ρωσία ήταν ο Στάλιν. Στη Γιάλτα συνήλθαν και μοιράσαν την Ευρώπη. Ξέρανε ότι πλέον ο πόλεμος τελειώνει αλλά έπρεπε να κανονίσουν πλέον τι επιρροή θα είχε ο καθένας στον κόσμο πλέον, αλλά ειδικά στην Ευρώπη. Ο Στάλιν απαίτησε όλα τα Βαλκάνια. Από Πολωνία, κάτω Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Σερβία, Βουλγαρία. Και λέει ο Τσόρτσιλ: «Πάρε αυτά άλλα πλην της Ελλάδος». Η Ελλάδα έμεινε στο δυτικό μέτωπο. Καταλαβαίνετε; Και επομένως τώρα τα κράτη αυτά που πήρε ο Στάλιν ήταν πλέον φιλικά προς τους αντάρτες τους δικούς μας απάνω και τους δώσανε πάρα πολλά όπλα γερμανικής κατασκευής, τα οποία ήταν τρομερά όπλα. Και εμάς ευτυχώς επενέβη η Αμερική και μας ενίσχυσε. Ήρθε μάλιστα ο στρατηγός Βαν Φλιτ, ο οποίος επιτελούσε λοιπόν το αυτό και κατορθώσαμε το 1949 που κάναμε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και τελείωσε ο πόλεμος αυτός. Το 1950 πλέον άρχισε ο κόσμος, ομαλή πλέον κατάσταση. Να μετράει τις πληγές του βέβαια και να προσπαθεί να τις επουλώσει. Αυτή ήταν η κατάσταση μέχρι τότε.
Οι άλλες μάχες που δώσατε πού ήταν;
Καστοριά και στα βουνά. Στα βουνά του Γράμμου. Ο Γράμμος τότε κατείχετο από τους αντάρτες. Ο Γράμμος είναι μία μεγάλη οροσειρά, Πίνδος και λοιπά και Γράμμος και τα κατείχαν αυτοί. Και προσπαθήσαμε να τα καταλάβουμε πλέον, να τους εξωθήσουμε. Εκεί κάναμε πάρα πολλές μάχες. Μπορώ να σας πω κι ένα περιστατικό –αν βέβαια σας ενδιαφέρει– προσωπικό. Κάναμε, μέρα 15 Αυγούστου του 1948, κάναμε μία επίθεση να καταλάβουμε κάποιο ύψωμα. Στο λόχο μου είχα και έναν συνάδελφο λοχία από την Πάτρα, ο οποίος έβριζε πολύ την Παναγία, πάρα πολύ. Και του λέω: «Κώστα μη βλασφημάς την Παναγία. Δεν είναι σωστό πράγμα αυτό που κάνεις». Τίποτα αυτός. Καθώς καθόμασταν σε ένα ύψωμα, πιο πάνω ήταν οι αντάρτες και μας χτυπούσαν με τα βλήματα όλμων. Σε μία στιγμή ήρθε ένα, εκεί που καθόμασταν οι δυο μας έρχεται ένα βλήμα όλμου. Ξέρετε, το βλήμα του όλμου είναι μία οβίδα η οποία μόλις σκάσει κάνει μεγάλες καταστροφές. Μόλις το είδαμε την οβίδα, [Δ.Α.] πλέον είπαμε: «Αυτό είναι το τέλος μας». Η οβίδα αυτή όμως δεν εξερράγη, ήταν ελαττωματική. «Αν με ξανά ακούσεις να βλασφημήσω -αυτό ήταν για μένα λέει το θαύμα- εάν με ξανά ακούσεις να βλασφημήσω, με το ίδιο μου το αυτό να με εκτελέσεις» μου είπε. Και πράγματι λοιπόν τήρησε την υπόσχεσή του. Ήταν ένα θαύμα της Παναγίας στις 15 Αυγούστου του 1948. Αυτό το θαύμα θα μου μείνει μα ανάμνηση τρομερή. Μετά κατορθώσαμε τους διώξαμε από το Γράμμο και λοιπά. Είπαμε πλέον ότι ανασάναμε. Η Αλβανία όμως, κράτος μικρό, κομμουνιστικό κράτος, τους λέει: «Εγώ δεν μπορώ να σας κρατήσω εδώ. Πρέπει να σας αφοπλίσω». Διότι φοβόταν μήπως εμείς εισβάλουμε στην Αλβανία εξαιτίας των ανταρτών και φοβήθηκε και λέει: «Εγώ δεν μπορώ να σας κρατήσω. Ή θα αφοπλιστείτε ή θα φύγετε». Βρήκανε μία διέξοδο πλέον και ξαναμπήκαν στην Ελλάδα και καταλάβανε το Βίτσι το λεγόμενο και καθυστέρησαν ένα χρόνο μετά. Οργανώθηκαν και αυτοί. Κάνανε έργα, κάνανε αυτά, οχυρωματικά έργα, και ο στρατός βέβαια τα ίδια. Και μετά, τον Αύγουστο του 1949, οργανώθηκε ο στρατός και κάναμε την εκστρατεία και τους διώξαμε και φύγανε πλέον για την Αλβανία και από εκεί στα διάφορα κράτη της Ευρώπης. Φύγανε όλοι αυτοί οι αντάρτες. Αυτό ήταν το τέλος του πολέμου αυτού. Μάχες πάρα πολλές. Όχι μία και δύο. Πάρα πολλές. Πολλές φορές. Και επικίνδυνες μάχες δηλαδή. Πάρα πολύ επικίνδυνες. Όχι εγώ, αλλά πάρα πολλοί. Σκοτωθήκανε πολλά παιδιά. Πάρα πολλά παιδιά. Θυμάμαι σε ένα μέρος, ενώ είχαμε πέτρες μπροστά μας, φυλαγόμαστε από τις σφαίρες των ανταρτών, διατάζει ο λοχαγός. Εγώ ήμουνα διμοιρίτης τότε σε μία διμοιρία. Σε μία άλλη διμοιρία ήταν ένας Ανυφαντής Χρήστος. Ήταν μόνιμος. Φωνάζει ο λοχαγός: «Βασιλογιάννη, σιγά-σιγά να αποσυρθείτε». Εγώ λοιπόν, καθώς ήμουνα λοιπόν, σιγά-σιγά έρποντας. Ο Ανυφαντής μόλις άκουσε το όνομά του: «Ανυφαντής», σηκώθηκε πάνω: «Διατά[00:25:00]ξτε κύριε λοχαγέ». Νόμισε ότι βρισκόταν σε άλλο χώρο. Μία ριπή λοιπόν τον παίρνει από δω, σκοτώνεται ο άνθρωπος. Τι να τον κάνουμε; Τον πήραν τραβώντας από τα πόδια σιγά-σιγά και τον κατέβασαν κάτω. Τον φορτώσαμε σ’ ένα μουλάρι και τον στείλαμε στην Καστοριά. Όχι αυτόν. Κι άλλα παιδιά σκοτωμένα. Πολλά παιδιά, πάρα πολλά. Αν πάτε στο νεκροταφείο της Φλώρινας, υπάρχει στρατιωτικό νεκροταφείο. Στην Καστοριά πάλι υπάρχει στρατιωτικό νεκροταφείο. Και μάλιστα μία φορά πήγα στην εκδρομή στην Καστοριά με σκοπό να πάω στο νεκροταφείο να δω τα παιδιά εκεί που ήταν θαμμένα. Να τους ανάψω ένα κερί. Αλλά δυστυχώς έπιασε τέτοιος χειμώνας που δεν κατόρθωσα να πάω. Και θέλω να σας πω ότι είναι πολύνεκρη η επίθεση. Περισσότεροι από δεκαπέντε χιλιάδες νεκροί εκατέρωθεν έχουν σκοτωθεί στο δεύτερο εμφύλιο. Καταλάβατε;
Υπήρξαν φορές που φοβηθήκατε για τη ζωή σας;
Αν;
Υπήρξαν φορές που φοβηθήκατε για τη ζωή σας;
Όχι. Είχαμε αποφασιστεί πλέον. Ξέραμε ότι δεν ωφελούσε ο φόβος. Διότι ο φόβος ήταν ένα ανασταλτικό μέτρο να πούμε για τον άνθρωπο. Έπρεπε λοιπόν να το πάρουμε απόφαση ότι κάτι θα συμβεί, βεβαίως. Αφού βλέπαμε πολλά παιδιά σκοτωμένα δίπλα. Δε ξέραμε κι εμείς τη σειρά μας; Τι να φοβηθούμε; Αν φοβόμασταν δε θα φέρναμε και κανένα αποτέλεσμα δηλαδή εδώ που τα λέμε. Βέβαια.
Χάσατε κάποιον φίλο σας συστρατιώτη;
Συστρατιώτη; Πολλά παιδιά. Και ειδικά έναν ανθυπολοχαγό μου. Ένας ανθυπολοχαγός μόνιμος, ο οποίος ήρθε στο λόχο μας. Είχε πατέρα ταξίαρχο και του λέει, επειδής εγώ ήμουνα σε μία επίλεκτη μονάδα, ήταν η 3η Ορεινή Ταξιαρχία, «Ρίμινι» λεγότανε, η οποία ήταν μία ταξιαρχία που είχε ιστορία. Είχε πολεμήσει στο Ρίμινι της Ιταλίας εναντίον των Γερμανών και επέφερε αποτελέσματα καλά. Και θέλει το παιδί αυτό: «Μπαμπά θα με στείλεις στην 3η ταξιαρχία Ρίμινι». «Παιδάκι μου -του λέει- εκεί είναι πόλεμος μεγάλος. Κάτσε, να μην πας». «Όχι, θα πάω εκεί». Ήρθε εκεί πέρα, γνωριστήκαμε. Του λέω: «Μπάμπη, δεν είναι -λέω- πόλεμος όπως γινόταν στην Ιταλία, που είχαμε ένα μέτωπο μπροστά μας. Εδώ ο πόλεμος είναι εκατέρωθεν. Γύρω-γύρω το ύψωμα πού κατέχουμε είναι επικίνδυνο. Μπορεί να σου έρθει… Δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει η επίθεση». Και δυστυχώς το παιδί αυτό, εγώ είχα φύγει από τότε, είχα πάει σε άλλο τομέα και έμαθα μετά ότι ήταν πολλές οι αντάρτισσες, οι κοπέλες ήταν κάπου 50% ήτανε κοπέλες αντάρτισσες. Όταν φτάσανε κοντά στο ύψωμα εκεί που ήταν ο φίλος μου αυτός, λέει: «Παραδινόμαστε. Έλα να μας πάρεις». Αλλά αυτό ήτανε κόλπο. Δεν ήτανε ότι παραδίνονταν, ήταν για να τον σκοτώσουν. Μόλις σηκώθηκε πάνω για να πάει να τους παραλάβει, μία ριπή λοιπόν το σκότωσε το παιδί. Λοιπόν κι άλλα παιδιά. Πολλά παιδιά φίλοι μου. Πάρα πολλοί σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν. Πάρα πολλοί. Και σου λέω ότι θέλησα να πάω στην Καστοριά για να δω τα παιδιά αυτά που ήταν σκοτωμένα, για να πάει να τους ανάψω ένα κερί. Στη Φλώρινα είχα επιθυμία να πάω, δεν πήγα. Κι εκεί είχα πολλά παιδιά σκοτωμένα, που σκοτώθηκαν.
Συνολικά πόσο καιρό κράτησε η στράτευσή σας;
Είκοσι τέσσερις μήνες. Τελείωσε τον Απρίλιο του 1950 και ήρθα εδώ τον Ιούνιο ανοίξαμε το μαγαζί εδώ. Αυτό που είναι τώρα το κουρείο, δίπλα από εκεί ανοίξαμε. Μετά αγοράσαμε το άλλο δίπλα και συνεχίσαμε τις εργασίες μέχρι σήμερα. Μετά παντρεύτηκα, έκανα τρία παιδιά όπως τα ξέρετε και συνεχίζεται η ζωή.
Από όσα ζήσατε τι σας έχει μείνει;
Τι να μου μείνει; Πικρίες. Πολλές πικρίες για το κατάντημα της Ελλάδος. Πολλές πικρίες. Μπορούσαν να αποφευχθούν οι πόλεμοι αυτοί, οι εμφύλιοι. Περισσότερο οι εμφύλιοι πόλεμοι μπορούσαν να αποφευχθούν. Αλλά κομματικά συμφέροντα δυστυχώς και τα μίση τα οποία υπήρχαν δηλητηρίασαν πάρα πολύ τον ελληνικό λαό. Αργήσαμε πάρα πολύ να πούμε. Σας λέω μπορεί και σήμερα να υπάρχουν ακόμη κατάλοιπα του Εμφυλίου πολέμου. Υπήρχαν διακρίσεις τότε μεγάλες. Δηλαδή, τα παιδιά τα οποία ήτανε ανακατεμένα πλέον με τους αριστερούς, τους ΕΑΜίτες και λοιπά, δεν έβρισκαν δουλειά διότι ήταν διαφορετικές κυβερνήσεις. Έως ότου επιτέλους το 1980 και μετά, το ‘75 και ‘80 και λοιπά, άρχισε να ομαλοποιείται η κατάσταση. Βεβαίως, προηγήθηκε η Δικτατορία. Βέβαια, έγινε μία δικτατορία, δεν ξέρω αν σας ενδιαφέρει για τη Δικτατορία. Βέβαια. Το 1967 ορισμένοι συνταγματάρχες, επίδοξοι πραξικοπηματίες –γιατί δεν λέγεται επανάσταση, λέγεται πραξικόπημα αυτό το οποίο κάνα[00:30:00]νε– καταλάβανε την εξουσία με το ζόρι κι έμειναν εφτά χρόνια. Λοιπόν, στα εφτά χρόνια αυτά η Ελλάδα πήγε πολύ πίσω. Όχι μόνο αυτό αλλά κάνανε και μία μεγάλη ζημιά. Κάνανε ένα πραξικόπημα εναντίον της Κύπρου, εναντίον του Μακαρίου και βρήκαν την ευκαιρία οι Τούρκοι, οι οποίοι ήτανε [Δ.Α.] δύναμη, γιατί είχαν ένα 20% πλέον Τουρκοκύπριους εκεί, με το επιχείρημα ότι μπαίνουν μέσα για να προστατεύσουν τη μειονότητά τους, κατέλαβαν την Κύπρο. Και αυτό ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα το οποίο διέπραξαν αυτοί, πέραν των άλλων που διέπραξαν. Τις εξορίες, τις φυλακίσεις και λοιπά και λοιπά και λοιπά. Κι ευτυχώς από τότε και μετά, από το ‘74 και μετά που έγινε… Έχουμε μία ομαλότητα στην Ελλάδα πλέον και μετράμε και επουλώνουμε τις πληγές μας. Τι άλλο έχετε να μου πείτε;
Πιστεύετε ότι αυτά τα γεγονότα που ζήσατε στους πολέμους, στις μάχες και τα λοιπά, σας έχουν σημαδέψει με κάποιο τρόπο;
Αυτό που σας είπα προηγουμένως. Αυτό με σημάδεψε. Ότι κακώς έγιναν αυτά τα πράγματα από κακούς χειρισμούς. Με έχουν σημαδέψει, βεβαίως. Ασφαλώς. Δεν έχω καλές αναμνήσεις. Σαν νέος δεν έζησα τη ζωή που ζουν σήμερα οι σημερινοί νέοι. Καταλάβατε; Με στερήσεις ήτανε. Τα τελευταία χρόνια εντάξει, ομαλοποιήθηκε η κατάσταση, αλλά δεν έχω κάτι καλό να θυμάμαι από αυτή την κατάσταση. Διότι έτυχα σε περίοδο πολλών αναταραχών που έγιναν στην Ελλάδα. Μετά, σας είπα η Ελλάδα, άρχισε λοιπόν η μετανάστευσις. Από το 1950 και μετά που έγινε η απελευθέρωση, άρχισε η μετανάστευσις προς τον Καναδά, την Αυστραλία και Αμερική. Λοιπόν, φύγανε πάρα πολλοί νέοι και οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί εκεί. Δηλαδή άρχισε η αφαίμαξη πλέον των νέων ανθρώπων. Μετά έγινε η μετανάστευση στη Γερμανία. Πήγαν πάρα πολλοί στη Γερμανία. Ειδικά από τη βόρεια Ελλάδα πήγαν εκεί πέρα και οπωσδήποτε ναι μεν βρήκαν εργασία οι άνθρωποι, αλλά εδώ υπήρξαν κενά πολλά. Καταλάβατε γιατί. Είναι πολλές οικογένειες τώρα, πολλά παιδιά τα οποία έχουν χρόνια τώρα στην Αυστραλία χωρίς να έρθουν ποτέ στην Ελλάδα. Καταλάβετε γιατί. Λοιπόν.
Εσείς σκεφτήκατε ποτέ να φύγετε στο εξωτερικό;
Όχι, όχι. Είπα θα στηρίξω στις δικές μου δυνάμεις και θα μείνω εδώ. Γιατί είχαμε και οικονομικές υποχρεώσεις και οπωσδήποτε μπορούσα, καταλάβαινα ότι μπορώ να τα βγάλω πέρα εδώ στην Ελλάδα. Καταλάβατε.
Αν γυρνούσατε το χρόνο πίσω θα προτιμούσατε να μην τα έχετε ζήσει;
Ασφαλώς. Ποιος το ήθελε αυτό το πράγμα; Δεν ήταν κάτι καλό. Δεν ήταν κάτι το καλό. Παιδιά, εμείς σαν παιδιά δεν παίξαμε ποτέ. Δεν είχαμε παιχνίδια, δεν είχαμε ρούχα καλά, δεν είχαμε παπούτσια καλά. Ξυπόλυτοι ήμασταν, γουρουνοτσάρουχα φορούσαμε. Καταλάβετε; Πού να γυρίσω πίσω; Πώς να γυρίσω πίσω; Μετά, τώρα έγιναν οι δρόμοι στα χωριά, αλλά πλέον ο κόσμος άρχισε, άρχισε η αστυφιλία πλέον. Πέραν της άλλης μετανάστευσης άρχισε και η αστυφιλία. Πάρα πολλοί φύγανε για τα αστικά κέντρα. Και σιγά-σιγά, από τα είκοσι δύο χωριά που αποτελείτο ο Δήμος Θέρμου, κανένα χωριό δεν είναι επανδρωμένο κάπως. Δηλαδή πέντε και δέκα κατοίκους το κάθε χωριό. Μόνο το καλοκαίρι πηγαίνουν ορισμένοι. Δηλαδή έχει ατονήσει πλέον αυτά τα χωριά που είναι από εδώ. Μάλιστα.
Το γνωρίζετε ότι είστε από τους λίγους επιζώντες που έχουν πολεμήσει εκείνη την εποχή.
Ναι, ναι. Από τους λίγους, πολύ λίγους. Βεβαίως, ναι.
Πώς αισθάνεστε για αυτό;
Ε τι να αισθάνομαι; Μη νομίζετε ότι είναι και… Ότι χαίρομαι και για αυτό. Ήρθα σε μία ηλικία, οι δικοί μου τώρα οι... Ας πούμε συνάδελφους, να σου πω συνομήλικους, έχουν πεθάνει. Δηλαδή, μπορεί να σας πω τώρα, είχα τριάντα τρία πρώτα ξαδέρφια, ήμασταν τριάντα τρία πρώτα ξαδέρφια και από αυτούς είμαι εγώ και μία κοπέλα που είναι στην Αθήνα. Οι δύο εναπομείναντες, 97 εγώ, 98 εκείνη. Καταλάβατε; Η ζωή τώρα… Ευτυχώς τώρα που μπορώ και βαδίζω κάπως και βγαίνω λιγάκι έξω και πίνω ένα καφέ, αλλά φοβάμαι το τέλος. Δηλαδή, όταν πέσω κάτω τι θα γίνω; Καταλάβετε; Είναι πρόβλημα μεγάλο. Πολύ μεγάλο πρόβλημα. Από υγεία ευτυχώς δεν έχω σοβαρά προβλήματα. Έχω μόνο μία αστάθεια, κάτι ορθοπεδικά, μέση, πόδια και λοιπά. Αλλά γενικά θα διατηρ[00:35:00]ηθώ μέχρι τέλους; Δεν το ξέρουμε το τέλος ποιο είναι. Αυτό είναι.
Θα θέλατε να δώσετε μία συμβουλή σε μας τους νέους ανθρώπους;
Τι συμβουλή να σας δώσω; Να μιμηθείτε τη ζωή τη δική μας; Μόνο να είστε πιστοί στη θρησκεία και στο Θεό και στο Χριστό. Λοιπόν, να πηγαίνετε στην εκκλησία, να σέβεστε τους γονείς σας και όλους τους συνανθρώπους σας και να αγαπάτε τον πλησίον σας «ως εαυτόν» όπως λέει η εντολή του Θεού. Και να είστε πιο συνετοί και να έχετε σεβασμό προς τους ανωτέρους σας, προς τους μεγαλυτέρους σας. Μόνο αυτό έχω να σας πω.
Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Παρακαλώ, παρακαλώ.
Summary
Το 1948 η Ελλάδα υποφέρει από τη μάστιγα του Εμφυλίου Πολέμου. Ο Γιώργος Βασιλογιάννης, ο αφηγητής της ιστορίας, 22 ετών τότε, επιστρατεύεται και ζει από κοντά τη δίνη του πολέμου. Γίνεται υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και παίρνει μέρος σε πολλές μάχες στα βουνά του Γράμμου ζώντας μέχρι και θαύματα. Ο Αφηγητής μάς μιλά παράλληλα για τα φτωχικά παιδικά του χρόνια και για το πώς ο χαμός αγαπημένων συστρατιωτών του τον σημάδεψε για πάντα. Αναμνήσεις πολλές και εικόνες φρικτές που μυρίζουν θάνατο. Με αποτέλεσμα, 74 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, αυτό που μένει από εκείνα τα χρόνια να είναι: «Πικρίες. Πολλές πικρίες για το κατάντημα της Ελλάδος».
Narrators
Γεώργιος Βασιλογιάννης
Field Reporters
Ελπίδα Σιάχου
Topics
Decades
Historical Events
Tags
Interview Date
09/03/2023
Duration
35'
Summary
Το 1948 η Ελλάδα υποφέρει από τη μάστιγα του Εμφυλίου Πολέμου. Ο Γιώργος Βασιλογιάννης, ο αφηγητής της ιστορίας, 22 ετών τότε, επιστρατεύεται και ζει από κοντά τη δίνη του πολέμου. Γίνεται υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και παίρνει μέρος σε πολλές μάχες στα βουνά του Γράμμου ζώντας μέχρι και θαύματα. Ο Αφηγητής μάς μιλά παράλληλα για τα φτωχικά παιδικά του χρόνια και για το πώς ο χαμός αγαπημένων συστρατιωτών του τον σημάδεψε για πάντα. Αναμνήσεις πολλές και εικόνες φρικτές που μυρίζουν θάνατο. Με αποτέλεσμα, 74 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, αυτό που μένει από εκείνα τα χρόνια να είναι: «Πικρίες. Πολλές πικρίες για το κατάντημα της Ελλάδος».
Narrators
Γεώργιος Βασιλογιάννης
Field Reporters
Ελπίδα Σιάχου
Topics
Decades
Historical Events
Tags
Interview Date
09/03/2023
Duration
35'