© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Μάριος Ατζέμης: Ημερολόγια ενός χρήστη - «επόμενος σταθμός: Ομόνοια»
Istorima Code
24170
Story URL
Speaker
Μάριος Ατζέμης (Μ.Α.)
Interview Date
28/04/2023
Researcher
Χριστίνα Μαργιώτη (Χ.Μ.)
[00:00:00]Καλησπέρα. Πώς ονομάζεσαι;
Καλησπέρα, ονομάζομαι Μάριος Ατζέμης.
Είμαι η Χριστίνα Μαργιώτη. Είναι 29 Απριλίου. Είμαστε με τον Μάριο Ατζέμη στο Μεταξουργείο και ξεκινάμε. Θέλεις να μας πεις δυο πράγματα για τη ζωή σου;
Ναι. Λοιπόν, γεννήθηκα στις 6 Δεκεμβρίου του ’74, τη μέρα του Αγίου Νικολάου. Και πάντα έκανα ένα αστείο, ότι η μητέρα μου μισούσε τον πατέρα μου, γι' αυτό του έκανε το χειρότερο δώρο στη μέρα της γιορτής του, γιατί τον λέγανε Νίκο. Μια από τις πρώτες μνήμες της παιδικής ηλικίας, ήταν όταν συνειδητοποίησα ότι είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, μάλλον όταν συνειδητοποίησα ότι είμαι εγώ αυτό που βλέπω. Γύρω στα 3-4 πρέπει να 'ταν αυτό. Θυμάμαι ότι δεν μου άρεσε αυτό που είδα. Ο ψυχαναλυτής μου όταν του είπα αυτό το πράγμα, μου είπε ότι είναι κάτι σύνηθες. Μια άλλη μνήμη, είναι εκείνος ο σεισμός που πρέπει να έγινε το ’81, που ταρακούνησε την Αθήνα. Ήτανε βράδυ. Εγώ ήμουνα ντυμένος ως κουνέλι, από μία παιδική πυτζάμα που είχανε στείλει συγγενείς από την Καλιφόρνια. Θυμάμαι να με σηκώνουν και ντυμένο ως κουνέλι –γαλάζιο κουνέλι, αν μπορώ να θυμηθώ καλά–, ήμασταν στο σεατάκι του πατέρα μου. Βρεθήκαμε στο αυτοκίνητο, δηλαδή, σε dt, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε μία γεμάτη από αυτοκίνητα Πατησίων, με κόρνες να σφυρίζουνε, ανθρώπους να ουρλιάζουνε. Κάπου πρέπει να είχε πιάσει και μία φωτιά ή εμένα μου φάνηκε έτσι, γιατί έβλεπα λάμψεις, λάμψεις πυρκαγιάς, με τελικό προορισμό το Κολλέγιο Αθηνών, όπου εργαζόταν ο πατέρας μου, γιατί ήτανε κτίρια τα οποία άντεχαν στους σεισμούς, φτιαγμένα από πέτρα. Παιδική ηλικία ήτανε γεμάτη από κάποιες αφηγήσεις που τις συνειδητοποίησα αργότερα, αλλά μου ενσταλάξανε μέσα μου ένα περίεργο συναίσθημα απώλειας και ένα περίεργο συναίσθημα συγκεκριμένης απώλειας ενός χαμένου παραδείσου. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, τη μητέρα του πατέρα μου, που τη λέγανε Ελπίδα, να περιγράφει το πώς έβλεπε το σπίτι της στις φλόγες, όσο αυτή ήτανε μικρό κοριτσάκι σε μία βάρκα στη Σμύρνη, πηγαίνοντας για ένα καράβι που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα. Τόσο μικρός εγώ δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ακριβώς τι έλεγε η γιαγιά μου. Υπήρχε, επίσης, συνέχεια το αφήγημα του χαμένου παραδείσου της Αιγύπτου. Όλοι οι συγγενείς μου, και οι φίλοι τους, και φυσικά οι γονείς μου ήταν άνθρωποι που είχανε γεννηθεί στην Αίγυπτο, στην ελληνική παροικία της Αιγύπτου, στην Αλεξάνδρεια, στο Σουέζ, στο Πόρτο Φικ, στην Ισμαηλία, στο Κάιρο. Είχα πολλές διηγήσεις για τη μάχη του Ελ Αλαμέιν που πήραν μέρος οι συγγενείς μου και μάλιστα παρασημοφορήθηκαν, για το πώς χτίστηκε η διώρυγα του Σουέζ...
Θυμάσαι κάποια από αυτές τις αφηγήσεις;
Θυμάμαι κάπως ότι η διώρυγα του Σουέζ και όλο αυτό που συνέβαινε εκεί ήταν λιγάκι η Γη της Επαγγελίας, γιατί είχανε βρει δουλειά χρήματα. Για τη μάχη του Ελ Αλαμέιν δεν θυμάμαι και πάρα πολλά πράγματα απ' τον συγκεκριμένο θείο που πολέμησε εκεί, γιατί δεν μιλούσε γι' αυτό. Ήτανε λαλίστατος για τη μετέπειτα ζωή του στην Καλιφόρνια, που έκανε καριέρα σαν μικροβιολόγος, αλλά εγώ έμαθα ότι πολέμησε εκεί από άλλους συγγενείς, όχι από τον ίδιο. Και μάλιστα υπήρχε και ένα παράσημο που κάποια στιγμή το είδα να το έχει από κει, και ένα τύπου δίπλωμα ότι «αναγνωρίζουμε την προσφορά στο Ελ Αλαμέιν» και σ' αυτά. Ναι, η Αίγυπτος γενικά ήτανε κάτι το οποίο επανερχότανε. Στο σπίτι τρώγαμε και φαγητό που ήτανε κατευθείαν από αυτή την κουζίνα και οι γονείς μου όποτε δεν ήθελαν να καταλάβω τι λέγανε, μιλούσαν μεταξύ τους Αραβικά. Αυτό το θυμάμαι από πολύ μικρός. Υπήρχε ένας –κοιτώντας πίσω το καταλαβαίνω–, ένας μη προσγειωμένος θρήνος, ένα πένθος για όλα αυτά που χαθήκανε από μία πατρίδα που την αντιλαμβάνονταν ως παράδεισο και από μία πατρίδα που καταλήξανε, όπως ήτανε το σημερινό ελληνικό κράτος, η Ελλάδα, την οποία δεν την αντιλαμβάνονταν σαν παράδεισο. Θυμάμαι τις διηγήσεις για το πώς τους υποδέχθηκαν εδώ, για τις ερωτήσεις που τους κάνανε Η υποδοχή δεν ήτανε θερμή για τους Έλληνες της Αιγύπτου, ας το πούμε έτσι. Θεωρήθηκε, κλασικά, όπως το ακούμε και στις μετέπειτα περιόδους των μεταναστευτικών κυμάτων που αντιμετωπίζει αυτή η χώρα, ότι θα 'ρθουν να τους πάρουν τις δουλειές. Με τη διαφορά ότι οι Αιγυπτιώτες Έλληνες θα παίρναν, ας πούμε, τις δουλειές που είχανε κάποιο prestige, κάποιο status. Όχι τις δουλειές που σήμερα ο λαϊκίστικος εθνικισμός περιγράφει ότι χάνονται από τους Έλληνες. Θυμάμαι ότι ρωτούσαν τους γονείς μου, αν είναι μουσουλμάνοι, αν τρώνε χοιρινό, αν πλένονται, αν μιλάνε Ελληνικά, τέτοια πράγματα. Αντίστοιχα όμως, υπήρχε μια σαφής υποτίμηση των Ελλήνων της Αφρικής προς τους Έλληνες της Παλαιάς Ελλάδας, όπως τους αποκαλούσαν, τους παλαιούς Ελλαδίτες ή παλιο-Ελλαδίτες. Τους θεωρούσαν αρκετά αμόρφωτους, αρκετά άξεστους. Τους ξένιζε πάρα πολύ ο τρόπος που συμπεριφερόντουσαν στα ζώα, ο τρόπος που συμπεριφερόντουσαν στο πράσινο, στο πόσο επιθετικοί ήτανε στο αστικό πράσινο και ο τρόπος που οδηγούσανε. Αυτά τα θυμάμαι να τα λένε συγγενείς και φίλοι ξανά και ξανά σε οικογενειακά τραπέζια. Ο πατέρας μου πάντως, πάντα έλεγε ότι πατρίδα μας είναι η Αίγυπτος, δεν είναι η Ελλάδα, και ότι η δικιά του πατρίδα ήταν η Αλεξάνδρεια. Η Αλεξάνδρεια έπαιρνε μια μορφή μυθικής διάστασης στα δικά μου παιδικά μάτια και αυτιά, σαν ένα –πραγματικά–, σαν ένας κοσμοπολίτικος παράδεισος γεμάτος τέχνες και πολιτισμό. Στην πραγματικότητα, μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι όλα αυτά δεν είναι ακριβώς έτσι εξιδανικευμένα. Υπάρχουνε πολλές πλευρές, αλλά αυτό επικράτησε στην παιδική μου ηλικία. Μία φανταχτερή μητρόπολη ήταν η Αλεξάνδρεια, πολυπολιτισμική, με ανθρώπους που μιλούσαν πολλές γλώσσες, είχαν καλές δουλειές, και τις Κυριακές απολαμβάνανε μία βόλτα στην οδό Μέμφιδος –αν θυμάμαι καλά, ήταν η παραλιακή–, Ρουμεμφίς; Τελοσπάντων, εγώ μεγαλώνω και κάπου στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού–
Πριν περάσουμε εκεί, θες να μας πεις δυο λόγια για τους γονείς σου;
Ναι.
Πώς θα τους περιέγραφες;
Ναι
Και τι δουλειά κάνανε;
Ναι, σωστά. Ο πατέρας μου ήταν μία πάρα πολύ αυστηρή μορφή. Ήταν καθηγητής Αγγλικών και Γαλλικών. Ανέλαβε επικεφαλής του τμήματος Αγγλικών του Κολλεγίου Αθηνών κάποια στιγμή και στα μετέπειτα χρόνια, διευθυντικές θέσεις στο Γυμνάσιο. Ήταν μια φιγούρα που προκαλούσε τρόμο όχι μόνο στους μαθητές του, αλλά και σε μένα τον ίδιο. Η μητέρα μου ήτανε μία παιδικόμορφη γυναίκα. Ήταν σαν να μην είχε ενηλικιωθεί ποτέ. Ένα κορίτσι που έχασε τον πατέρα της, τον παππού μου, που δεν γνώρισα ποτέ, τον Γιώργο, που καταγόταν από την Κάσο. Τον έχασε σε πολύ μικρή ηλικία. Η επίσημη εκδοχή ήταν από καρδιά. Εγώ άλλα πράγματα έμαθα μεγαλώνοντας. Ας σεβαστούμε και τη μνήμη του εκλιπόντος να μην τα πούμε, αλλά εξηγεί και πολλά πράγματα για μένα όλο αυτό. Ας το πούμε ότι ο παππούς ήταν μερακλής, ας το πούμε έτσι. Και παντρεύτηκε τον πατέρα μου, τον γνώρισε σ' ένα σχολείο που δουλεύανε μαζί, στο Κάιρο, αν δεν κάνω λάθος, ελληνικό σχολείο του Καΐρου. Ξεχνάω το όνομά του αυτή τη στιγμή. Αλλά παντρεύτηκαν στην Ελλάδα, μετά που έγινε η εθνικοποίηση του Νάσσερ και αναγκάστηκε ένα πολύ μεγάλο μέρος, η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού των Ελλήνων Αιγυπτιωτών έφυγε αρχές δεκαετίας '60. Παντρεύτηκαν στην Αθήνα. Τελοσπάντων, η μητέρα μου ήταν μια καταπιεσμένη γυναίκα, ο τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των γονιών μου ήταν: ο πατέρας μου φώναζε και η μητέρα μου έκλαιγε. Αυτό ήτανε το οποίο εγώ εισέπραττα ολοένα και παραπάνω. Μεγαλώνοντας καταλάβαινα… Τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, δηλαδή τα πρώτα χρόνια του Δημοτικού μπορώ να το πω ότι ήταν ευτυχισμένα. Πήγαινα και σ’ ένα πάρα πολύ φανταχτερό Δημοτικό. Το Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών, στην Κάντζα, που είχε πολύ μεγάλες αίθουσες, ένα δάσος, γήπεδα ποδοσφαίρου, μπάσκετ, αίθουσες με κομπιούτερ –και μιλάμε για αρχές [00:10:00]δεκαετίας '80–, δύο βιβλιοθήκες ουσιαστικά, μία για τα μικρότερα παιδιά και μία για τα μεγαλύτερα. Σαν κτίριο ήταν κάτι πραγματικά που το χαιρόσουν σαν παιδί, εκεί να είσαι και πρόσφερε και κάποιες δυνατότητες. Να σημειώσω ότι από πάρα πολύ νωρίς εξοικειώθηκα με τον έντυπο λόγο. Διάβαζα πολλά βιβλία. Πάντα μου ελέγαν γονείς και συγγενείς ότι διαβάζω και παραπάνω από όσο πρέπει για την ηλικία μου, και κάποια ονόματα που δεν τα εγκρίνανε, ας πούμε. Αυτό που θυμάμαι πάντως είναι ότι ήδη από τη δευτέρα Δημοτικού εγώ έχω ανακαλύψει έναν φακό, ο οποίος στερεώνεται πάνω στο βιβλίο, και όταν οι υπόλοιποι κοιμούνται, εγώ διαβάζω βιβλία τα βράδια. Νομίζω ότι αυτό σχετίζεται και με τη μυωπία που ανέπτυξα αργότερα. Τα βιβλία που διάβασα κατά καιρούς… Εντάξει, πέρασα πολύ γρήγορα από τα παιδικά παραμύθια, και τα παιδικά αφηγήματα, και όλη αυτή την ελληνική πεζογραφία, ας πούμε, που απευθύνεται σε ανηλίκους –Άλκη Ζέη, Ζωρζ Σαρρή, ας πούμε–, πέρασα πάρα πολύ γρήγορα στον Edgar Allan Poe, στον Sir Arthur Conan Doyle, στον John Steinbeck, στον Jack London. Διάβασα πάρα πολλά αστυνομικά, Raymond Chandler, πού ήταν ο αγαπημένος μου... Στο Γυμνάσιο μετά ξεκινάω και διαβάζω και τα πρώτα underground πράγματα, το Bright Lights, Big City του Jay McInerney που έχει γίνει και ταινία με τον Michael J. Fox –εκτεταμένη χρήση κοκαΐνης στο βιβλίο αυτό–, το Less than Zero του Bret Easton Ellis, το Λιγότερο από Μηδέν. Tα ίδια κι εκεί. Αυτά μου εξάψαν φοβερά τη φαντασία μου. Θυμάμαι ότι διάβασα τους πρώτους beatniks. Ο συγγραφέας που με συγκλόνισε ήταν ο John Steinbeck. Aλλά πριν πάμε σ’ αυτά, να πω ότι οι τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, που αντιλαμβάνομαι ότι κάτι πάει έντονα λάθος στην οικογένεια και το ερώτημα είναι: «Γιατί βλέπω ευτυχισμένες άλλες οικογένειες, ευτυχισμένα παιδάκια και η δικιά μας δεν είναι αυτό; Γιατί υπάρχει όλο αυτό το πράγμα με τις φωνές, και τα κλάματα, και, και, και;». Εγώ ξεκινάω κάποιου είδους, ας την πούμε, ήπια παραβατική συμπεριφορά, το οποίο εκδηλώνεται με κάποιες καταστροφές στο Δημοτικό, κάποια σπασμένα τζάμια, κάποια πράγματα που κάναμε μαζί με άλλα παιδάκια... Θυμάμαι, επειδή η μητέρα μου ήταν πολύ προσκολλημένη στη θρησκεία και στις εκκλησίες, μ’ έχει πάει κάποια στιγμή στον Άγιο Βασίλειο στα Εξάρχεια, πρέπει να 'ναι 1985 που πρέπει να 'γιναν τα εκτεταμένα επεισόδια για τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά από τον αστυνομικό Μελίστα. Και θυμάμαι ότι βλέπω μία ομάδα από ανθρώπους με λοφία κυρίως, να καταδιώκεται από μία διμοιρία των ΜΑΤ, πράγμα το οποίο σαν θέαμα με εντυπωσίασε πάρα πολύ και επίσης αισθάνθηκα και μία ταύτιση προς τους καταδιωκόμενους. Στην πέμπτη ή στην έκτη Δημοτικού ήμασταν καλεσμένοι σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο που είχαν κάποιοι οικογενειακοί φίλοι στην Κινέτα, όπου εκεί ήταν η χαρά του παιδιού, είχα βρει άλλα παιδιά, τα οποία παίζαμε προκαλώντας και κάποιες, ας πούμε, και κάποιες καταστροφές και κάποια όχληση γενικά στον χώρο. Και ένας από αυτούς τους παιδικούς μου φίλους έχει τη φαεινή ιδέα να μας προτείνει το εξής: Επειδή καθόμασταν σε ένα μεγάλο πασχαλινό τραπέζι, να βάλουμε μπύρα στα ποτήρια μας και να την καλύψουμε με coca-cola ώστε να μεθύσουμε, πράγμα το οποίο το κάναμε. Γίναμε, από ό,τι καταλαβαίνεις, πολύ γρήγορα αντιληπτοί, αλλά είχαμε γίνει και κουδούνι παράλληλα, οπότε αυτό είναι το πρώτο μου μεθύσι, και μιλάμε για πέμπτη-έκτη Δημοτικού. Και θυμάμαι μια κυρία, έτσι, με εκείνο μάλιστα το χαρακτηριστικό χτένισμα των 80s, που ήταν κάπως σαν αμπαζούρ το κεφάλι της, να λέει στη μητέρα μου: «Πω πω -λέει-, τι έκανε ο γιος σας; Έβαλε μπύρα με coca-cola; Αυτό το κάνουν οι ναρκομανείς». Και εγώ σκέφτηκα ότι αυτοί οι ναρκομανείς πρέπει να περνάνε πάρα πολύ καλά, αν το κάνουν αυτό το πράγμα. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι οι γονείς μου με απομακρύνανε στο δωμάτιο, για να ξενερώσω στην πραγματικότητα και εγώ ήμουνα ξαπλωμένος σε ένα ωραίο δωμάτιο ξενοδοχείου, σε ένα κρεβάτι ακριβώς δίπλα στη θάλασσα και ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων σκέφτηκα ξανά και ξανά ότι είναι κουλ να γίνεις ναρκομανής, είναι ωραίο, περνάς καλά.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια υπήρχαν κάποιες μετακομίσεις. Αλλάζαμε σπίτια συχνά. Εγώ γεννήθηκα στη Βικτώρια, πήγαμε στο Χαλάνδρι, ξαναφύγαμε μετά στους Αμπελόκηπους, μέχρι... Στους Αμπελόκηπους είναι και τα πιο δυστυχισμένα εφηβικά χρόνια. Πάμε από τέλη έκτης Δημοτικού και καθόμαστε μέχρι και τις αρχές της δευτέρας Λυκείου. Δηλαδή, αν μπορούμε να το τοποθετήσουμε χρονικά, είναι μεταξύ '85-'86 με '91. Εκεί είναι σαφές ότι ο πατέρας μου έχει κάποια θέματα στη δουλειά του, έχει κάποια συγκρούσεις με ανώτερα στελέχη. Αν θυμάμαι καλά, με τον τότε Πρόεδρο του Κολλεγίου, ο οποίος είναι ένας Αμερικάνος, και όλη αυτή η ένταση ξεσπάει σπίτι. Δεν θέλω να γίνω πιο περιγραφικός σ' όλο αυτό, αλλά μιλάμε για μία κόλαση. Εγώ συνεχίζω να διαβάζω κρυφά τα βράδια χωρίς εκείνο τον φακό πλέον. Είναι πιο δύσκολο να με ελέγξουνε. Έχω πολύ χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα. Έχω δεχτεί ένα ανελέητο bullying στην τρίτη Γυμνασίου, και στην πρώτη Λυκείου πλέον εμφανίζομαι εγώ και κάποιοι φίλοι μου ντυμένοι στα μαύρα, με flights, με αρβύλες και ξεκινάμε να κατεβαίνουμε και να συχνάζουμε στην πλατεία Εξαρχείων. Μιλάμε τώρα για μία πλατεία Εξαρχείων η οποία είναι ένα setting, είναι ένα περιβάλλον που είναι αρκετά διαφορετικό, ρε παιδί μου, από το τώρα ή–
Μπορείς να μας το περιγράψεις;
Ναι, κοίτα, είναι μία «εϊτίλα» πρώτα απ’ όλα, έχει έναν απόηχο τον 80s, δηλαδή αισθητικά είναι και σαν να βλέπεις μία ταινία του Δαλιανίδη, ας πούμε. Ρε παιδί μου, βλέπεις πειραγμένα παπάκια, πολλά λοφία, τυπάκια με μακρύ μαλλί, με χαίτη, χεβιμεταλλάδες με κονκάρδες να κυκλοφορούν με κασκόλ ομάδων. Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποιους αεκτζήδες που είχανε κρεμασμένο χρυσό δικέφαλο από τον λαιμό τους να πλακώνονται με αντιπάλους οπαδούς, που, ξέρεις, είχανε τριφύλλι ή κάτι τέτοιο. Υπήρχαν κάποια πολύ ωραία μπαρ τα οποία βάζανε πολύ γερή μουσική, δηλαδή punk, ανεξάρτητο rock, garage punk... Υπήρχε η «Ίρις» πάνω στην πλατεία Θεμιστοκλέους και κάτι –πάντα μπερδεύω αυτόν τον δρόμο–, υπήρχε το «Άλλοθι» που πρέπει να είναι το σημερινό "Nosotros", άμα δεν κάνω λάθος. Πιο πάνω στον πεζόδρομο της Μεθώνης υπήρχε –και πάλι αν δεν κάνω λάθος, γιατί η μνήμη μου δεν είναι πολύ καλή–, υπήρχε η «Οκτάνα». Εκεί πηγαίνανε πιο πολύ ροκαμπιλάδες και πιο ανεξάρτητο ροκ. Πάντως εκεί πέρα εγώ ήρθα σε επαφή με πάρα πολλά μουσικά ρεύματα. Δεν ήταν μόνο, ρε παιδί μου, το heavy metal, το punk, ας πούμε, όπως το ξέρουμε. Ήταν τα συγκροτήματα, ξέρω γω, όπως οι Pixies, οι Jesus and Mary Chain, οι Jane’s Addiction, οι Butthole Surfers, συγκροτήματα που δεν τα άκουγες καθόλου στο mainstream. Βγαίνανε κάποια περιοδικά πολύ καλά για την εποχή όπως το «ποπ και ροκ» που διάβαζες μέσα γι' αυτά τα συγκροτήματα, στη στήλη των δισκο-κριτικών. Ακόμα το CD δεν έχει κυριαρχήσει. Υπάρχει βινύλιο. Υπήρχε ένα επίσης δισκάδικο κοντά στο «AN». Στο «ΑΝ» παρεμπιπτόντως, πήγα στην πρώτη μου συναυλία Panx Romana, Σεπτέμβριος του ’89. Έπεσε και πολύ ξύλο παρεμπιπτόντως. Και εκεί είδα και τις «Τρύπες» πολλές φορές και άλλα συγκροτήματα. Τις Τρύπες στην αρχή τους, πριν γίνουνε ιδιαίτερο όνομα. Θυμάμαι μάλιστα και μία συναυλία που λιποθύμησε ένας απ' αυτούς –τώρα για ποιους λόγους δεν το ξέρει κανένας– και λέει ο Αγγελάκας: «Παιδιά -λέει-, πάμε να φύγουμε, έχει πολλή κάπνα εδώ μέσα». Η αλήθεια είναι πως το «ΑΝ» δεν εξαέριζονταν καλά. Αυτό είναι αλήθεια. Και σε εκείνη τη συναυλία έπεσε ξύλο επίσης. Γενικά τα Εξάρχεια, ρε παιδί μου, για μένα, παιδί του Κολλεγίου Αθηνών, ας πούμε, σε μία μεσοαστική οικογένεια, μου φαινόντουσαν κάπως εξωτικά. Ήταν λίγο εξωτικοποιημένα στα τότε μάτια μου. Αλλά εγώ ξεκίνησα να έχω και κάποια σχέση με τις πολιτικές ομάδες εκεί και να κατεβαίνω και σε διαδηλώσεις, και σε διάφορες άλλες, ας πούμε, μη περιγράψιμες καταστάσεις, ας το θέσουμε έτσι.
Εννοείς του αναρχικού χώρου;
Εννοώ του αναρχικού χώρου, ναι, ναι. Παράλληλα–
Για την κουλτούρα αυτήν έχεις να μας πεις κάτι; Σε εκείνη τη δεκαετία, δηλαδή early 90s, late 80s.
Κοίτα, μιλάμε πρώτα απ' όλα για late 80s, ναι, και early 90s μετά. Είναι κάτι το διαφορετικό. Είναι διαφορετικό και το πολιτικό [00:20:00]πλαίσιο, και το κοινωνικό πλαίσιο. Η ελληνική κοινωνία, ας πούμε, έχει ζήσει 2 δεκαετίες ΠΑΣΟΚ. Υπάρχει μία αίσθηση αφθονίας. Εντάξει, αυτό πρέπει να το βάλουμε στην εξίσωση. Δεν ξέρω τι να πρωτοπώ, για να 'μαι ειλικρινής. Δεν πέφτω στη λούμπα να πω αυτό το πράγμα που παθαίνουμε εμείς οι μεσήλικες, ότι τότε ήτανε γνήσια τα πράγματα και καλά. Σε καμία περίπτωση δεν το πιστεύω αυτό. Υπάρχει έντονος –πιστεύω τώρα κοιτώντας πίσω– ο απόηχος των δεκαετιών που η Ελλάδα δεν έζησε ως έπρεπε, των 60s και των 70s, ας πούμε, ρε παιδί μου. Γιατί εμείς είχαμε δικτατορία, και πιο πριν μαύρη Δεξιά, και πιο πριν τα ξέρουμε, εντάξει; Υπάρχει, λοιπόν, αυτό. Ήτανε σαν να έβλεπα μία αγωνιώδη προσπάθεια επαναβίωσης διαφόρων ρευμάτων, των beatniks, των hippies, όλης της έκρηξης του punk, του αμερικανικού punk επίσης, που ήτανε διαφορετικό από το αγγλικό και στο στυλ, και στην αισθητική, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις και στη φιλοσοφία. Υπήρχε, ας πουμε, ένα ρεύμα που λεγόταν straight edge του hardcore punk, που υποστήριζε την απόλυτη νηφαλιότητα, «επειδή το κίνημα -λέγανε- έχει καταστραφεί από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, εμείς δεν πίνουμε τίποτα», το οποίο straight edge υπάρχει ακόμα. Αν θυμάμαι καλά, αυτό ήταν μια καθαρά αμερικανική επιρροή. Η επιρροή που ερχόταν από την Αγγλία ήταν "sex and drugs and rock 'n roll", δεν υπήρχε αυτό. Κοίτα, μια που φτάνουμε και στο αγαπημένο μου τέτοιο, το ζήτημα με τα ναρκωτικά, να πούμε ότι και η πλατεία τότε, ρε παιδί μου, είχε σε κάποιες... Ήτανε λίγο χωρισμένο το πώς γινότανε όλο το νταραβέρι στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου. Όχι στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου, στον πεζόδρομο της Τσαμαδού–
Τοσίτσα, εκεί.
Όχι, όχι, όχι, όχι, πάνω στην πλατεία. Τσαμαδού, Στέκι Μεταναστών το σημερινό, κηπάκι της Τσαμαδού εκεί. Αυτά δεν υπάρχουν τότε. Είχαν πιάσει τα πόστα δυο-τρεις, έτσι, λούμπεν ποινικοί θα τους έλεγα εγώ τώρα, θα τους χαρακτήριζα. Ο ένας είναι εν ζωή, οπότε δεν θέλω να πω ούτε το ψευδώνυμό του, γιατί είναι γνωστό ψευδώνυμο. Ο άλλος όμως που δεν είναι εν ζωή, λεγόταν «Κώστας, ο Τρικαλινός», λόγω της καταγωγής του. Τελοσπάντων, ήταν δύο θηριώδεις τύποι ντυμένοι με αισθητική σκυλάδικου, δηλαδή με αλυσίδες χρυσές τώρα, και μπορντό σακάκια, οι οποίοι σπρώχνανε κατεργασμένη κάνναβη, το λεγόμενο "choco", τη σοκολάτα, το μαύρο. Αυτοί οι τύποι κάνανε τσαμπουκάδες στην απέναντι πλευρά της πλατείας που ήταν η Εμμανουήλ Μπενάκη και που κατά διαστήματα σκάγανε άνθρωποι που σπρώχνανε πρέζα. Αυτό θυμάμαι. Δηλαδή, θυμάμαι να έρχεται ένα αυτοκίνητο με κάτι τύπους μέσα και να περικυκλώνεται αυτό το αυτοκίνητο εμφανέστατα από χρήστες ηρωίνης, και να έρχονται αυτοί οι δύο, και όπως βλέπεις σε ταινίες, που βλέπεις σε κάτι καρτούν τα χέρια να γίνονται σαν μύλος και να πετάγεται κόσμος... Τελοσπάντων, να δέρνουνε τον κόσμο, ρε παιδί μου. Υπήρχε ένας τσαμπουκάς, δηλαδή, ανάμεσα στη διακίνηση ηρωίνης και στη διακίνηση της κάνναβης τότε. Αυτό το θυμάμαι ξεκάθαρα. Και θυμάμαι και αυτούς τους δύο να κυνηγάνε τους χρήστες να τους πλακώνουν στο ξύλο, ότι «μην ξαναπατήσεις εδώ. Δεν θα το ξανακάνεις αυτό το πράγμα». "Karma is a bitch", αυτός που είναι εν ζωή έχει πέσει στην πρέζα πάντως, θέλω να πω. Και κάτι γραφικές κινητοποίησεις θυμάμαι του τοπικού αστυνομικού τμήματος που για έναν άνθρωπο, για έναν απ' αυτούς τους δύο κατεβάσανε δύο διμοιρίες ΜΑΤ! Κάτι τέτοιο λέμε τώρα. Χωρίς πλάκα, δηλαδή αυτό είχε γραφτεί και στα underground έντυπα της εποχής, ας πούμε. Τελοσπάντων δεν ήταν μόνο αυτά τα Εξάρχεια. Υπήρχανε θέατρα, υπήρχαν προβολές κινηματογράφου, πολύ ζωντανές συζητήσεις μεταξύ των ανθρώπων εκεί. Δεν ήτανε μόνο ναρκωτικά, "sex, drugs and rock n' roll". Κάθε άλλο. Μπορώ να σου πω ότι τότε αυτά μπορεί να φαινόντουσαν πιο πολύ σε κάποιον περαστικό από την πλατεία, αλλά η δραστηριότητα των Εξαρχείων ήταν πολύ διαφορετική, και είχε και ένα πολύ καλλιτεχνικό επίκεντρο. Μια μουσική σκηνή ξεπήδησε από κει, ένα συγκεκριμένο στυλ γραφής. Υπήρχαν βιβλιοπωλεία, όπως ο «Ελεύθερος Τύπος» και η «Κομμούνα» τότε. Υπήρχαν πολιτισμικοί σύλλογοι, υπήρχαν πολύ έντονες συζητήσεις. Δηλαδή, δεν θέλω να ρίξουμε την εικόνα μόνο στο λούμπεν ή στο παραβατικό. Αλλά επιμένω στο ότι πολλά συνθήματα στους τοίχους, ακόμα και το αισθητικό της υπόθεσης, το πώς ήταν οι άνθρωποι ντυμένοι, το ότι υπήρχε ένα δισκάδικο "Nouvelle Vague" λεγόταν –αν δεν κάνω λάθος και πάλι, γιατί, ξαναλέω, η μνήμη μου δεν είναι καλή–, το όποιο επικεντρωνόταν στην ψυχεδέλεια, και στο underground, και στο space rock της δεκαετίας '60-'70. Υπήρχε στα δικά μου μάτια –ξανακοιτώντας εκείνη την περίοδο– μία αγωνιώδης προσπάθεια μετεμφύτευσης αυτών των κινημάτων που βρισκόντουσαν στην Αμερική και στην Αγγλία, μετεμφύτευσης στην Ελλάδα των 80s, γιατί θεωρώ ότι υπήρχε χώρος τότε κάπως αυτά να ανθίσουν. Πριν δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό το πεδίο από όλες τις πλευρές. Ακόμα και τα συνθήματα που είχανε να κάνουνε με τη χρήση ουσιών, δηλαδή –δεν θυμάμαι τι έλεγε–, "don't drink and drive, take LSD and fly", "don't step on the grass, smoke it", ήταν συνθήματα που είναι κατευθείαν απ' τα 60s, απ' την Καλιφόρνια, ας πούμε. Υπήρχε, λοιπόν, κάπως αυτό. Τώρα συνειδητοποιώ, λέγοντάς σου όλα αυτά τα πράγματα, ότι και σ' αυτούς τους ανθρώπους εκεί υπήρχε μία αίσθηση χαμένου παραδείσου. Δηλαδή: «Γιατί να μην είμαστε στην Καλιφόρνια του ’68;». Το καλοκαίρι του ‘69 ήταν το Woodstock, αν δεν κάνω λάθος. «Γιατί να μην ήμασταν στον Μάη του '68; Γιατί να μην ήμασταν εκεί και εδώ, και να 'μαστε σε μία -ξέρεις- τσιμεντένια ζούγκλα της Αθήνας στα τέλη των 80s». Ίσως και αυτό τελικά να με τράβηξε πολύ εκεί. Επίσης ήμουν νέος, έβραζε πολύ το αίμα μου, η κατάσταση στο σπίτι ήταν ασφυκτική και εκεί αισθανόμουν ότι μπορώ να αναπνεύσω.
Δεν ξέρω πώς –χωρίς να τα συνδέσουμε όλα αυτά που συζητάμε τώρα–, πώς περνάμε στη χρήση ουσιών που έκανα –ομολογουμένως για πρώτη φορά– σ' αυτή την περιοχή. Αλλά θεωρώ ότι στην περίπτωσή μου, όπως και στην περίπτωση πολλών άλλων ανθρώπων, σε όποια περιοχή και να 'μασταν θα γινόταν αυτό. Δεν έχει σημασία η περιοχή, έχει σημασία μερικές φορές η διαθεσιμότητα, ας πούμε. Θυμάμαι ότι κάπνισα το πρώτο τσιγάρο κάνναβης, ας πούμε, στον λόφο του Στρέφη, που ήταν αγαπημένο μέρος να πηγαίνω με τους φίλους μου και να βλέπουμε την Αθήνα από ψηλά. Και θυμάμαι, η πρώτη μου επαφή με τα ψυχεδελικά πρέπει να ήτανε ή στη δευτέρα ή στην τρίτη Λυκείου, όπου παίρνω το πρώτο μου τρυπάκι, LSD δηλαδή, εντάξει.
Τι χρονολογία;
’91-‘92; Εκεί πάντως είναι αυτό. Εντάξει τώρα, εντάξει, εκεί κατά τη λαϊκή έκφραση, «μου έφυγε ο κώλος», έκανα τούμπες. Αλλά ήταν μία ευχάριστη εμπειρία, μία πολύ δυνατή εμπειρία και ευχάριστη. Δεν είχα, ας πούμε, ένα κακό trip ή να βλέπω διαβόλους να με καταδιώκουνε.
Το θυμάσαι;
Το θυμάμαι, το θυμάμαι, πώς δεν το θυμάμαι; Δεν ξεχνιούνται αυτά. Κοίτα, δεν είχα... Θυμάμαι ότι αυτό το χαρτάκι πάνω είχε ζωγραφισμένο έναν λωτό. Έτσι λεγότανε κιόλας, "Blue Lotus", «Λωτός», κάπως έτσι. Θυμάμαι ότι επειδή αυτά είχανε μέσα και στρυχνίνη εκτός από LSD, θυμάμαι αυτό το έντονο, την έντονη κάψα στο σώμα, που σου φέρνει η στρυχνίνη. Yπήρχανε οπτικοακουστικές, ας πούμε, παραισθήσεις, όχι κάτι το πολύ έντονο, αλλά υπήρχανε πολύ έντονα χρώματα ίσως, μία διαφορετική αντίληψη του χώρου και του χρόνου. Αυτό. Θυμάμαι ότι περπάτησα από το κέντρο, κατέληξα σε μία συναυλία στη Βίλα Αμαλίας, που γινόντουσαν από κάποια τότε punk συγκροτήματα της εποχής και περπάτησα μετά μέχρι το Χαλάνδρι, μέχρι το σπίτι μου. Πολύ χαλαρά κιόλας, δηλαδή, θα μπορούσα να ξαναπάω πίσω. Τώρα αν πάμε στα επόμενα χρόνια, εγώ θυμάμαι πολλούς ανθρώπους, ας πούμε, που πειραματιστήκανε μ' όλα αυτά τα πράγματα, αλλά πολύ λίγοι κολλήσανε γενικά σε κάτι συστηματικό. Μέσα σ' αυτούς... Πολύ λίγοι σε σχέση με το πόσους είδα να πειραματίζονται, εντάξει; Οπότε, ξέρεις τώρα, το αφήγημα ότι άμα δοκιμάσεις ναρκωτικά ή κακές γειτονιές κι [00:30:00]αυτά… Αυτά δεν τα ακούω καθόλου εγώ. Είναι πλέον και μέρος της δουλειάς μου να μην τα ακούω καθόλου, και μπορώ να το αποδείξω, αλλά το έβλεπα και τότε, ρε παιδί μου. Απ' αυτούς τους ανθρώπους που πειραματιστήκαμε τότε, κάποιοι στην πορεία αναπτύξαμε κάποιους εθισμούς, κάποια εξαρτητική συμπεριφορά, η οποία κορυφώθηκε με την προβληματική χρήση των λεγόμενων σκληρών ναρκωτικών, και γι' αυτό για μένα δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν ούτε… Τελοσπάντων. Θυμάμαι όμως ότι τελειώνοντας το σχολείο ως ένας άνθρωπος που ήταν σ' ένα περιβάλλον που η πλειονότητα των συμμαθητών του είχε φοβερά υψηλούς στόχους, σπουδές στα ελίτ ιδρύματα της Αμερικής και της Αγγλίας, ανάληψη ευθυνών από πολύ νωρίς, ανάληψη μεγάλων περιουσιών από πολύ νωρίς. Μιλάμε για το Κολλέγιο Αθηνών, ε; Εγώ ήμουν ένα παιδί που δεν είχε φιλοδοξίες, και αν είχε, δεν ήξερε πώς να τις πραγματώσει. Και σίγουρα επίσης, οι φιλοδοξίες μου δεν ήτανε το να κάνω μια επιχείρηση, να βγάλω εκατομμύρια κι όλα αυτά. Ήμουνα πολύ μακριά από όλο αυτό το πράγμα. Όχι ιδεολογικά –τότε το είχα ιδεολογικοποίησει–, ιδιοσυγκρασιακά. Και μεγαλωμένος σ' ένα χαοτικό συγκρουσιακό περιβάλλον, δεν είχα καν τη συγκρότηση να συστηματικοποιήσω μία προσπάθεια, για να στραφώ προς τα εκεί. Τελοσπάντων, όλα αυτά στα λέω, για να σου πω ότι από το '94-'95 και μετά, η λήψη ψυχοδραστικών ουσιών παίρνει έναν συστηματικό χαρακτήρα στη ζωή μου, δηλαδή έναν χαρακτήρα καθημερινότητας. Μιλάμε για μία εποχή που για κάποιους λόγους, οι οποίοι δεν έχει κανένα νόημα να αναλυθούν εδώ, η διαθεσιμότητα της κάνναβης είναι, ας πούμε, τεράστια σε σχέση με το... Και επίσης σ' εκείνη την περίοδο εγώ δεν πατάω πια στα Εξάρχεια. Δεν έχω πια κάτι μ' αυτόν τον χώρο, δεν τον αντιλαμβάνομαι, δηλαδή, κοινωνικά, πολιτικά ή κάτι τέτοιο, κοντά μου. Ξεκινάμε με κάποιους φίλους μου σ' εκείνη την περίοδο, λοιπόν, να κάνουμε καθημερινή χρήση κάνναβης. Κάπως έτσι είναι και η περίοδος που ανθίζουν πάρα πολύ τα rave parties, αυτή η συγκεκριμένη υποκουλτούρα του clubbing. Έχουν ανοίξει ιστορικά club στην Αθήνα τότε. Δεν έχει σημασία να τα αναφέρουμε αυτά. Ας μιλήσουνε καλύτερα οι άνθρωποι που τα φτιάξανε. Και δοκιμάζουμε όλη αυτή τη γκάμα των recreational, ας πούμε, drugs , όπως είναι το MDMA, το ecstasy σε χάπι, η κεταμίνη, η κοκαΐνη. Αισθάνομαι ότι αλλάζει λίγο η πίστα με την κόκα, γιατί είναι σκόνη.
Τι χρονολογία–
20 χρόνων πρέπει να 'μαι, '95. Είναι πάρα πολύ ακριβή, για την τότε τσέπη μου επίσης, και δεν είναι και τόσο εύκολα, δεν μπορώ να τη βρω και τόσο εύκολα, αλλά γίνεται μία εισαγωγή στις σκόνες, ρε παιδί μου, όπου καταλαβαίνεις ότι σοβαρεύει το πράγμα εκεί. Θυμάμαι ολόκληρα πάρτυ Πρωτοχρονιάς που ήμαστε όλοι, ας πούμε, σ' αυτό. Απ' το '95 επίσης ξεκινάνε κάποια ταξίδια που είναι κάπως στοχευμένα σ' αυτό. Δηλαδή, ξεκινάμε interrail με φίλους. Interrail, γι' αυτούς που μας ακούνε, για τους νεότερους, ήταν ένα πράγμα που τότε με 100 χιλιάρικα –το οποίο ήταν ένα αστείο ποσό γι' αυτό που σου προσέφερε, 98.000 για την ακρίβεια, δραχμές μιλάω–, έπαιρνες ένα εισιτήριο που σου έδινε πρόσβαση για έναν μήνα σε όλα τα τρένα της Ευρώπης. Οπότε μπορούσες να ταξιδέψεις όσο μπορούσες, ας πούμε, στην Ευρώπη, plus Morocco από Ευρώπη. Από Ισπανία, δηλαδή, με καράβι, στο κάλυπτε αυτό το τέτοιο. Τελοσπάντων, την πρώτη χρονιά ο απώτερος προορισμός ήταν το Άμστερνταμ, όπου για πρώτη φορά είδα –20 χρόνων–, όπου για πρώτη φορά είδα ένα καθεστώς νομιμότητας αυτών των πραγμάτων. Το Άμστερνταμ και την Ολλανδία τις επόμενες δεκαετίες τις επισκέφτηκα πολλές φορές, και τώρα τελευταία για δουλειά, για πράγματα που σχετίζονται με τη δουλειά μου. Και είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ας πούμε, τώρα που το συζητάμε, το πώς ήταν το '95 που το πρωτοείδα, που υπήρχαν εκτεταμένες πιάτσες σκληρών ναρκωτικών ουσιών, κρακ και πρέζας, δηλαδή στον δρόμο, και πώς με μία πετυχημένη κοινωνική πολιτική για τα ναρκωτικά, αυτό το πράγμα, και προς όφελος των κατοίκων και προς όφελος των ίδιων των χρηστών, έχει μαζευτεί. Είναι εντυπωσιακό το παράδειγμα του Άμστερνταμ. Εγώ θυμάμαι ότι επειδή δεν είχα πέσει ακόμα στην πρέζα τότε, περνώντας από μία πλατεία, την Dam Platz τότε, που τώρα είναι τουριστικό αξιοθέατο, δηλαδή, παιδάκια περνάνε με ποδηλατάκια χαρούμενα... Τότε δεν ήταν έτσι, και μπορούσες να βρεις ό,τι ναρκωτικό ήθελες εκεί πάνω. Εγώ φοβήθηκα όταν πέρασα από τη Dam Platz. Μου ήτανε ξένο το θέαμα πολλών μαζεμένων ανθρώπων να κάνουνε υπαίθρια χρήση, να βαράνε ενέσεις, να καπνίζουνε κρακ, κάποιοι να μην είναι σε καλή κατάσταση, ρε παιδί μου, κάποιοι να φαίνονται και επιθετικοί. Ξέρεις, και εμείς πιτσιρίκια, τουρίστες τώρα... Θυμάμαι ότι ένας φίλος έφαγε κάτι κλωτσιές στα καλά καθούμενα –ναι, ναι, ναι, ναι, ναι–, το οποίο μας προκάλεσε ένα τεράστιο σοκ, γιατί κάποιοι τύποι τώρα, κάτι δίμετρα γομάρια, από κάποια βόρεια χώρα –δεν ήταν Ολλανδοί αυτοί– δεν ξέρω τι φρίκη είχαν φάει με αυτά που είχαν κατεβάσει, μας την πέσανε στον δρόμο, επειδή τους κοιτάξαμε απλά. Εγώ από πολύ μικρός ήμουνα πολύ γρήγορος, κάτι το οποίο με έσωσε και στη μετέπειτα ζωή μου στις πιάτσες. Ένας απ' τους φίλους μου έφαγε κάτι κλωτσιές στην πλάτη. Ήτανε σοκ η πρώτη εμπειρία με μια ανοιχτή σκηνή ναρκωτικών, με την πιάτσα δηλαδή. Τώρα που το συζητάμε, το συνειδητοποιώ ότι ήταν στο Άμστερνταμ, όχι στην Ομόνοια. Και είναι εντυπωσιακό πώς όλο αυτό μαζεύτηκε μετά. Το '96 ο απώτερος προορισμός του interrail μας, ήταν το Μαρόκο, το οποίο ήταν, ας πούμε, ένα... Πρώτη φορά που πήγα και σε άλλη ήπειρο, στην Αφρική, και το ταξίδι ήταν σχεδιασμένο πάνω στην εύρεση κατεργασμένης κάνναβης, τελοσπάντων. Το '97 μπορέσαμε και πήγαμε μαζί με έναν άλλο φίλο, τον τότε –και ίσως και τώρα– κολλητό μου, πήγαμε στο Μεξικό. Εκεί βρεθήκαμε τώρα σε πολύ πρωτόγνωρα σκηνικά για ανθρώπους 22 χρονών, και βρεθήκαμε και σε κάποια μέρη όπως το Σαν Χοσέ Πασίφικο που είναι ένα μέρος όπου βγαίνουνε τα λεγόμενα μαγικά μανιτάρια. Τόπος προσκυνήματος των Ινδιάνων, των φυλών των ανθρώπων, των Native Americans. Ένα μέρος που, εντάξει τώρα, είναι παραμυθένιο σαν τοπίο. Είναι απερίγραπτο, αλλά αυτό το ταξίδι συνδυάστηκε, ας πούμε, για τη δικιά μου, για μένα, με κατάχρηση ψυχεδελικών και κατάχρηση κοκαΐνης.
Λίγο καιρό μετά μπαίνω στον στρατό. Το ταξίδι αυτό, δηλαδή, έγινε τον Αύγουστο του '97, τον Μάρτιο του '98 ήμουνα στον στρατό. Ήταν τεράστιο σοκ για μένα, δεν τον γούσταρα καθόλου τον στρατό. Τελοσπάντων, μην στα πολυλογώ, μου λέει, στην πρώτη άδεια ορκομωσίας ένας εκεί Θεσσαλονικιός, από ένα λαϊκό προάστιο της Θεσσαλονίκης –δεν θυμάμαι ποιο–, μου λέει: «Θα κατέβω μαζί σου στην Αθήνα, γιατί θέλω να ψωνίσω πρέζα», και του λέω: «Κατέβα». Εγώ είχα και ένα δικό μου διαμέρισμα κάπου, μακριά απ' τους γονείς μου, και κατεβήκαμε μαζί. Πήγαμε στη Ζήνωνος. Και αυτή ήταν η πρώτη φορά που έκανα ηρωίνη. Δεν μπορώ να τη ξεχάσω αυτή τη φορά για διάφορους λόγους, αλλά θυμάμαι ότι αφότου με άφησε η όλη εμπειρία, ήμουν άρρωστος για πολλές μέρες, δηλαδή, είχα έντονες στομαχικές διαταραχές, έκανα έντονους εμετούς. Γενικά δεν την πάλευα, ρε παιδί μου. Ήταν σαν να δηλητηριάστηκα. Αλλά δυστυχώς κάπου μέσα μου ήξερα –αυτό μου άρεσε όμως στην αρχή–, κάπου μέσα μου ήξερα ότι την έχω πατήσει. Αυτό συνεχίστηκε μετά στον στρατό, για λόγους που επίσης εγώ δεν θέλω να αναλύσω αυτή τη στιγμή. Η διαθεσιμότητα στους δρόμους της Αθήνας και σε κάποια Δυτικά Προάστια από το '98-'99, της ηρωίνης και μετέπειτα και της κόκας έγινε ασύγκριτη σε σχέση με παλιότερα, έγινε ασύγκριτη σε σχέση με τα 80s ή με τις αρχές των 90s. Μπορούσες να προμηθευτείς εύκολα και φθηνά. Βγαίνοντας από τον στρατό πλέον είμαι αυτό που λέμε, πρεζάκι, δηλαδή η [00:40:00]ηρωίνη έχει αντικαταστήσει όλα τα υπόλοιπα, όλες τις υπόλοιπες ουσίες που έκανα. Και δεν με ενδιαφέρει πλέον και η κάνναβη ή η κόκα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα πράγμα, θυμάμαι να βγαίνω απ' τον σταθμό Λαρίσης... Κοίτα, ο στρατός ήταν για μένα μία πολύ άσχημη εμπειρία και για πολλούς άλλους. Εντάξει τώρα, εγώ πήγα στα τεθωρακισμένα, με βάλανε άνθρωπο με μυωπία 5,5 και 6,5, πυροβολητή στα τανκς. Ήθελα να 'ξερα ποιος φωστήρας το 'κανε αυτό! Στα Leopard, στο Λιτόχωρο, σε μία ταξιαρχία τεθωρακισμένων τώρα, σε συνθήκες… Ντάξει, βέβαια, άκουγα και άλλους ανθρώπους που ερχόντουσαν με μετάθεση απ' τον Έβρο και λέγανε ότι το Λιτόχωρο είναι παράδεισος, και σκεφτόμουνα: «Πώς είναι δηλαδή ο Έβρος, αν εδώ είναι παράδεισος;». Να σημειώσω, δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο όμορφο ήταν εκεί το τοπίο. Ήμασταν κάτω απ' τον Όλυμπο. Ο αέρας ήταν καταπληκτικός! Πιο κάτω είχε θάλασσα, στην Πλάκα Λιτοχώρου. Το τοπίο του Ολύμπου είναι από τα πιο επιβλητικά πράγματα, τοπία, βουνά που έχω δει. Έχω ταξιδέψει αρκετά γενικά. Είναι ένα πανέμορφο μέρος, αλλά είχες φάει μεγάλο πακέτο αν ήσουνα μαυροσκούφης εκεί, όπως ήμασταν εμείς. Τελοσπάντων, θυμάμαι να βγαίνω απ' τον στρατό... Κάναμε και έναν μήνα φυλακή, ας πούμε. Έκανα, δηλαδή, έναν μήνα φυλακή για διάφορα παραπτώματα. Έπρεπε να έχω κάνει πολύ παραπάνω. Περάσαμε και μια ένορκη διοικητική εξέταση για να περάσουμε στρατοδικείο. Δεν θέλω να αναφέρω το γιατί, δεν σχετίζεται με ναρκωτικά πάντως αυτό που κάναμε, ήταν κάτι σαν ανταρσία. Δεν πέτυχε όμως μέσα σ' αυτό το... Μας μαζέψανε πολύ γρήγορα και έγινε χαμός. Θυμάμαι να βγαίνω απ' τον σταθμό Λαρίσης και έχω απολυθεί, εντάξει; Κατεβαίνω. Είναι τώρα, είναι τέλη του ‘99, αλλά κάνει ζέστη. Δεν έχει μπει ακόμα χειμώνας. Πρέπει να είναι Οκτώβριος-Νοέμβριος, αλλά κάνει ζέστη. Είμαι με κοντομάνικο, το θυμάμαι αυτό. Και έχω αυτό το πράγμα, αυτόν τον σάκο, τον στρατιωτικό, που λέγεται «λουκάνικο» στη γλώσσα τη στρατιωτική, και σκέφτομαι: «Μάριε, τώρα πρέπει να σταματήσεις αυτό το παιχνίδι με την πρέζα». Γιατί, ας πούμε, στον στρατό δεν είχα τη δυνατότητα να έχω καθημερινή επαφή, αλλά και στερητικά είχα βγάλει, και είχα καταλάβει για τι πράγμα μιλάμε. Είχα καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Πέθανε και κόσμος, όχι σε μας, σε άλλα στρατόπεδα ακούγαμε από ανθρώπους που τους ξέραμε από δοσοληψίες, ας πούμε, ότι πεθαίνανε. Δηλαδή, έβλεπες ότι είναι κάτι σοβαρό, ρε παιδί μου. Δεν είναι κάτι που παίζεις, δεν είναι το εκστασάκι που τρως στο κλαμπ. Και έλεγα στον εαυτό μου: «Πρέπει να αντισταθείς. Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό. Θα φας μεγάλο πακέτο», όλο το αφήγημα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα πράγμα. Όπως τα 'λεγα αυτά στον εαυτό μου, το σώμα μου με το «λουκάνικο» που ζύγιζε δεν ξέρω πόσα κιλά, με έβγαλε στην Ομόνοια. Όπου και έκανα χρήση απ' ό,τι καταλαβαίνεις. Εκεί ξεκινάει μια άλλη πίστα. Εκεί είναι η περίοδος... Εγώ θα την έλεγα «μήνα του μέλιτος» με την ηρωίνη σε εκείνη τη φάση.
'90;
Όχι, '99. Γιατί, σου επαναλαμβάνω, στον στρατό ήταν αποσπασματική χρήση. Αρκετή μερικές φορές για να βγάλεις ένα ψιλοστερητικό, αλλά δεν συγκρίνεται με το να μένεις στην Αθήνα και να μπορείς να κατέβεις κάθε μέρα και να πάρεις όσο γουστάρεις. Και υπάρχει αυτό που λέμε, ρε παιδί μου, εμείς που έχουμε αυτή την εμπειρία, ο «μήνας του μέλιτος». Ο μήνας του μέλιτος δεν κρατάει έναν μήνα. Κρατάει ένα χρονικό διάστημα που όλα είναι ροζ, δηλαδή είναι ένα διάστημα που οι συγκυρίες... Υπάρχει διαθεσιμότητα, έχεις λεφτά, πίνεις καθημερινά, ακόμα δεν μπορούν να σε πάρουν χαμπάρι. Δεν μιλάμε για βελόνι τώρα, μιλάμε για μυτιές. Καθαρά ρούχα, τα κιλάκια σου ακόμα, δεν φαίνεσαι κάπου. Δεν σε πειράζει ιδιαίτερα όλο αυτό. Μόνο ένα πολύ εκπαιδευμένο μάτι σε εκείνη τη φάση μπορεί να το πιάσει ότι κάτι πάει λάθος. Νομίζω πως οι γονείς μου ήταν και χαρούμενοι που δεν βρώμαγε πια το δωμάτιό μου χασίσι, ας πούμε, και ξέρεις, «το παιδί πάει καλά επιτέλους». Τελοσπάντων, ο «μήνας του μέλιτος» τελείωσε, γιατί οι μήνες του μέλιτος τελειώνουν γενικά, έχουν αυτή την τάση. Εγώ προσπαθώ να πάρω ένα πτυχίο τότε, που το είχα αφήσει στη μέση, Κοινωνιολογίας απ’ το Deeree, το οποίο είναι στην Αγία Παρασκευή. Τελοσπάντων, είναι σαφές, ρε παιδί μου, μέχρι το 2002, ότι εγώ δεν μπορώ να το πάρω αυτό το πτυχίο. Δηλαδή, έχει αναπτυχθεί ένα πράγμα το οποίο από την πλευρά μου είναι μία αλλοπρόσαλλη και βίαια συμπεριφορά, θα την έλεγα, χωρίς να θέλω να δώσω άλλες λεπτομέρειες πάνω σ' αυτό. Μία κατάθλιψη επίσης, ακινητοποιητική κατάθλιψη και το μόνο πράγμα που με βγάζει απ' αυτή την κατάθλιψη και με κινητοποιεί είναι η πρέζα. Αυτό όμως σ' εκείνη τη φάση ήτανε φαύλος κύκλος. Δεν πάει κάπου, και σίγουρα δεν πάει στο να πάρεις πτυχίο, ok;
Τελικά η πρώτη επαφή με οποιαδήποτε θεραπευτική αντιμετώπιση –ας το πούμε έτσι– για όλα αυτά –τώρα πάλι κοιτώντας πίσω–, αυτό που έζησα σε μία ιδιωτική κλινική και μετά με ιδιώτη ψυχίατρο που μου 'δινε ανταγωνιστική ουσία, την ναλτρεξόνη –Nalorex είναι το εμπορικό όνομα– που σου μπλοκάρει τους νευροδιαβιβαστές σου, ας πούμε, και δεν μπορείς να την ακούσεις, δεν μπορείς να μαστουρώσεις από την πρέζα, κάθε άλλο παρά θεραπευτική διαδικασία είναι. Είναι μια παρέμβαση στην κρίση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μείωση βλάβης, αυτό που κάνω σήμερα. Αλλά τώρα, θεραπευτική διαδικασία, και ειδικά ιδιωτικά, μια κλινική που ήτανε βδέλλες, σου χρεώνουν και τον αέρα που αναπνέεις, ας πούμε–
Εσύ πώς βρέθηκες εκεί;
Κατόπιν δικού μου αιτήματος στους γονείς μου, γιατί το είχε κάνει ένας φίλος μου αυτό πιο πριν.
Πώς τους το 'πες;
Ότι έχω μπλέξει άσχημα. Μα με βλέπανε πρώτα απ' όλα. Κοιμόμουνα όλη τη μέρα, τους έκλεβα λεφτά, δεν εμφανιζόμουνα ποτέ στη σχολή μου, ο κοινωνικός μου κύκλος από κει που έβγαινα με τον τάδε και την τάδε, ήταν άνθρωποι που παίρναν τηλέφωνο, ας πούμε –υπήρχαν και σταθερά τότε–, και ακουγόντουσαν όχι καλά. Υπήρχαν όλα αυτά τα σημάδια.
Πώς αντέδρασαν;
Κοίτα, οι γονείς μου γενικά ήταν σε μία μόνιμη άρνηση με όλα αυτά τα πράγματα, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, αλλά όταν πήγα και τους είπα ότι «κοιτάξτε, ο τάδε, ο φίλος μου ο τάδε έμπλεξε και ξέμπλεξε με αυτόν τον τρόπο και θέλω να κάνω και εγώ το ίδιο», κατέληξα σ' αυτή την κλινική, ok; Καλά εντάξει, εκεί μέσα, τι να λέμε δηλαδή; Με μπουκώσανε με... Πραγματικά το κοκτέιλ που μου δώσανε εκεί μέσα νομίζω πως ήταν σχεδόν επικίνδυνο. Χωρίς κάποια καρδιολογική εξέταση τόσα πολλά κατασταλτικά του ΚΝΣ, ας πούμε, και τόσα πολλά ψυχοφάρμακα και, και, και, και, και... Τελοσπάντων πέρασε αυτό, ρε παιδί μου, κάθισα 10 μέρες εκεί μέσα ως φυτό. Έχω και κάποιες εικόνες από την όλη φάση. Έχω κάποιες εικόνες να περιφέρομαι στον διάδρομο και να μου ζητάνε κάτι ταλαίπωροι τσιγάρο, ξέρω γω, ρε παιδί μου, ή επειδή απαγορευόταν τα κινητά, υπήρχε κάτι σαν ημιυπόγειο. Τα πρεζάκια ήτανε στον 1ο όροφο, οι αλκοολικοί στο ισόγειο και οι άνθρωποι με τις ψυχικές ασθένειες ήταν στο ημιυπόγειο. Και πήγαινες στο ημιυπόγειο να κάνεις τηλέφωνο –τώρα μιλάμε για επίπεδο τηλεφώνου με κέρμα, ούτε καν με κάρτα– και υπήρχανε κάτι κλουβιά εκεί πέρα. Υπήρχαν μέρη που έβλεπες ανθρώπους πίσω από κάγκελα κανονικά. Άκουγες φωνές... Αλλά όλα αυτά μου έχουν μείνει ως ένα όνειρο, ως ένα κακό όνειρο, αλλά ως ένα όνειρο. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι μία μέρα κάνανε κάποιου είδους ανακαίνιση στον διάδρομο που ήμουνα και τον βάφανε. Και μου 'χει μείνει πολύ έντονα η αίσθηση που σου προκαλούν όλα αυτά τα κατασταλτικά ψυχοφάρμακα και η γεύση που έχεις στο στόμα σου, με την τόσο έντονη μυρωδιά μπογιάς. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ από κει μέσα. Τελοσπάντων, βγήκα από κει. Κάπως πήγαινα σε έναν ψυχίατρο στο Κολωνάκι –πολύ ακριβός–, που μου 'δινε αυτή την ανταγωνιστική ουσία. Αυτό κατέληξε… Πήρα πτυχίο. Ας πούμε, η λειτουργικότητά μου ως ένα βαθμό επανήλθε. Μέχρι του σημείου που μια που μου είχανε βάλει φίμωτρο για ηρωίνη, και μια που πλέον με εμπιστευόταν το περιβάλλον μου στο να έχω πρόσβαση σε χρήματα, το έριξα στην κόκα. Τόσο απλά. Και στο αλκοόλ, δηλαδή ok. Έναν χρόνο μετά από όλο αυτό το αλισβερίσι που σου περιγράφω, μου ανακοινώνει με στόμφο εκείνος ο τύπος, ο ψυχίατρος που ήταν στο Κολωνάκι, ότι μπορούμε να σταματήσουμε την ανταγωνιστική ουσία, μπορούμε να σταματήσουμε το φάρμακο. Και λέω εγώ από μέσα μου: "Tell me about it...". Mάλιστα! Και το σταματάμε. 2 ή 3 μέρες μετά πήγαινα κάπου, δεν θυμάμαι πού πήγαινα.
[00:50:00]Είχε γίνει το μετρό πλέον, περιμένουμε και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μιλάμε για... Ναι, βέβαια, μιλάμε για το καλοκαίρι εκείνο «του θριάμβου»! Εuro που το πήρε η Ελλάδα και Ολυμπιακοί Αγώνες, βέβαια, βέβαια. Σ' αυτό, λοιπόν, εγώ, το πανηγυρικό κλίμα είπα να το γιορτάσω. Κατεβαίνω, λοιπόν, στο τότε, ας πούμε, καινούργιο –το μετρό πρέπει να 'χε γίνει απ' το 2000, αν θυμάμαι καλά–, τελοσπάντων, είμαι στο βαγόνι του μετρό και πηγαίνω κάπου. Σίγουρα δεν πηγαίνω στην Ομόνοια πάντως. Ακούγεται απ' τα μεγάφωνα: «Επόμενος σταθμός Ομόνοια». Αν ξέρεις τα κουδουνάκια του Pavlov, αυτό ήταν το κουδουνάκι το δικό μου. Βγήκα αυτόματα, έχοντας εν γνώση μου ότι δεν παίρνω αυτό το φάρμακο που μου μπλοκάρει τους νευροδιαβιβαστές και πήγα και έκανα χρήση. Και ξεκινάει άλλος ένας «μήνας του μέλιτος» εκεί, όπου έχω πρόσβαση στα χρήματα της οικογένειας, γνωρίζω και κάποιους ανθρώπους που, ξέρεις, αποδειχτήκανε χρήσιμοι στην προμήθεια ουσιών, και ξεκινάει ένα πάρτι με πρέζα και κόκα μαζί. Αλλά μιλάμε για υπερβολές, ok; Παράλληλα έχω γνωρίσει μια κοπέλα και έχουμε και τη φαεινή ιδέα να συζήσουμε μαζί, δηλαδή ξέρεις, "what can possibly go wrong?". 2 χρόνια μετά... Είμαστε στο 2006-2007 εκεί. Εγώ δουλεύω και σε μια πολυεθνική, με κοστούμι, γραβάτα... Έχω αδυνατίσει εμφανώς. Είναι η μύτη μου συνέχεια κόκκινη εμφανώς. Κάτι πάει λάθος στη συμπεριφορά μου εμφανώς, αλλά και πάλι κανείς δεν μπορεί να το αποδείξει. Δηλαδή, θυμάμαι με τι χαρακτηριστική άνεση περνούσα με τον δερμάτινο χαρτοφύλακά μου και ένα αξιοπρεπές κοστούμι και γραβάτα ανάμεσα σε αστυνομικούς, ας πούμε, με 2-3 διαφορετικές σκόνες πάνω μου ή με μία ποσότητα κάνναβης που ήτανε για μένα, αλλά μπορεί να με έμπλεκε στο δικαστήριο. Και γίνεται μία περίεργη συγκυρία. Είναι αυτό, ρε παιδί μου, που λένε, «όσα δεν φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η στιγμή». Σε εκείνη τη φάση έχω δύο ή τρεις βασικούς προμηθευτές, και μέσα σε πολύ μικρό διάστημα, σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, αυτοί οι άνθρωποι συλλαμβάνονται. Ο ένας έχει πάει για μία δουλειά καταφανέστατα παράνομη μακριά από την Αθήνα. Και τον πιάνουν εκεί, μακριά από την Αθήνα. Ο άλλος έχει πάει κάπου με την κοπέλα του –δεν θυμάμαι τι– σ' ένα νησί, και ο τρίτος στην Αθήνα. Οπότε εγώ χάνω τους προμηθευτές μου, οπότε παθαίνω ντουβρουτζά. Και πού ξανακατεβαίνω; Στην Ομόνοια. Η Ομόνοια όμως τότε, το 2006-2007 έχει αλλάξει εντελώς απ' αυτό που θυμόμαστε το 2004. Το setting στις πιάτσες είναι κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί ξανά σ' αυτό που συζητάμε στο κεφάλαιο «ναρκωτικά στην Ελλάδα«. Είναι ένα turning point αυτό, το οποίο έχει καταγραφεί ελάχιστα σε έρευνες. Υπάρχει μία έρευνα, για όσους θέλουνε να τη δουν, που λέγεται «Ήπια αστυνόμευση εξαρτημένων», από μία κοινωνιολόγο, η οποία έρευνα κάποτε υπήρχε στο site του ΟΚΑΝΑ –δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα– σε pdf. Σ' αυτή την έρευνα καταγράφεται και αποδεικνύεται, εξηγείται μάλλον, για ποιους λόγους, ότι απ' το 2006 έχουμε μία ριζική διαφοροποίηση στην ανθρωπογεωγραφία των ανθρώπων που διακινούνε παράνομες ουσίες στο κέντρο της Αθήνας και για πρώτη φορά –μα για πρώτη-πρώτη φορά– έχουμε στον δρόμο διαθέσιμη κοκαΐνη 24/7, διαθέσιμη κάνναβη 24/7, και διαθέσιμη ηρωίνη 24/7 σε πολύ φθηνές επίσης τιμές. Όχι το καλύτερο staff του κόσμου, το αντίθετο. Αλλα διαθέσιμα αβέρτα. Και σχηματίζεται ένα «τρίγωνο του διαβόλου» μεταξύ Πειραιώς, Μενάνδρου και Γερανίου και Πλατεία Θεάτρου, όπου μιλάμε για μία εικόνα πιάτσας που εγώ σαν χρήστης από το ‘98, ας πούμε, που πρωτοκατεβαίνω στη Ζήνωνος, έχοντας περάσει άπειρα βράδια μεταξύ 2000-2002 στην Ομόνοια, δεν το έχω ξαναδεί. Και δεν υπάρχει, δεν είναι ότι δεν το έχω ξαναδεί. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Αυτό είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, ok; Οι οποίοι δεν υπάρχει κάποια σκοπιμότητα να τους αναλύσουμε τώρα, αλλά το αποτέλεσμα, το impact, ας πούμε, είναι εντυπωσιακό. Η εισαγωγή μου στις ενέσεις –ενώ έχω ρίξει 1-2 ενέσεις, ας πούμε, πρέζας παλιότερα και δεν ενθουσιάστηκα καθόλου, και επίσης τις σιχαινόμουνα και τις ενέσεις– η εισαγωγή μου, λοιπόν, στις ενέσεις γίνεται όταν κυκλοφορεί η πληροφορία ότι η τάδε ομάδα διακινητών –δεν θα ονοματίσουμε ούτε εθνικές τώρα ταυτότητες, ούτε ονόματα, αλλά είναι συγκεκριμένη εθνική ομάδα αυτή που το κάνει αυτό, και έχουν συγκεκριμένο πόστο, στη Γερανίου– οι συγκεκριμένοι, λοιπόν, διακινητές έχουνε μία αξιοπρεπή κοκαΐνη, η οποία είναι δυναμίτης, άμα τη σουτάρεις. Εγώ δεν έχω ξανακούσει μέχρι τότε ότι μπορείς να το κάνεις αυτό και ότι έχει συγκεκριμένο τρόπο. Και έτσι κολλάω με το «βάρεμα», με τις ενέσεις. Όπως και πάρα πολύς άλλος κόσμος, ο όποιος πιο πριν δεν είχε τέτοιες εμπειρίες. Ξεκινάμε να μοιραζόμαστε σύνεργα χρήσης πλήρως απληροφόρητοι για τα λοιμώδη νοσήματα. Και σε εκείνη τη φάση κολλάμε όλοι ηπατίτιδα C, ας πούμε, αυτό. Η οποία στις διηγήσεις μεταξύ μας, στις αναφορές μάλλον μεταξύ μας –εννοώ των ανθρώπων που συναθροίζονται σ' αυτό το γεωγραφικό σημείο απ' το πρωί ως το βράδυ, μέχρι το άλλο πρωί, για μέρες, για βδομάδες, για μήνες ολόκληρους ψάχνοντας για ένα «βάρεμα»–, οι διηγήσεις μεταξύ μας για την ηπατίτιδα C είναι κάτι του τύπου σαν ανεμοβλογιά, ρε παιδί μου, σαν παιδική ασθένεια. Δεν δίνουμε καμία σημασία στο αν κάνει κάτι ή δεν κάνει κάτι, κι αυτά. Και επίσης υπάρχουν και κάποιοι μύθοι, ας πούμε, στις πιάτσες για το πώς απολυμαίνεται η βελόνα σου και η σύριγγα. Τώρα μιλάμε για αστεία πράγματα, τα οποία μας κοστίσανε. Μας κοστίσανε. Επίσης πρέπει να σημειώσω το εξής: Από το 2006 μέχρι το '09, που μπαίνω στο ΚΕΘΕΑ, στην Παρέμβαση, για να μπω κοινότητα, δεν είδα ούτε μία φορά σε όλα αυτά τα χρόνια που ήμουνα στο συγκεκριμένο σημείο, να περάσει μία ομάδα streetwork, να μοιράσει ενέσιμο υλικό, να μοιράσει φαγητό. Είδα κάποιους που δίνανε –που δεν ήταν υπηρεσίες για χρήστες–, είδα να περνάνε να δίνουμε φαγητό, ας πούμε, μερικές φορές. Είδα να περνάνε να δίνουνε μπουκαλάκια νερό. Είδα κάποιους απατεώνες που δίνανε φαγητό και κάναν κήρυγμα για τον Ιησού, με σκοπό να προσελκύσουνε κόσμο μέσα στα ιδιωτικά μαγαζάκια τους, ας πούμε. Μιλάμε για επικίνδυνους απατεώνες, οι οποίοι υπάρχουν ακόμα και τώρα, και παρουσιάζουν και φιλανθρωπικό έργο. Τελοσπάντων, αυτούς όλους τους γνώρισα από κοντά, όπως κατάλαβα και πολλά πράγματα για το πώς λειτουργούν τα παράνομα κυκλώματα, που δεν θα επεκταθούμε. Πρέπει να είναι κάποιος εντελώς αφελής για να μην καταλάβει πέντε βασικά πράγματα για το τι συμβαίνει. Τελοσπάντων, δεν είδα ούτε μία φορά επαγγελματίες του πεδίου, ρε παιδί μου. Η έννοια «μου μοιράσανε σύνεργα χρήσης» ή κάτι, ήταν άγνωστη. Μία φορά, ένα βράδυ είδα έναν άνθρωπο που είχε ένα σακουλάκι, που μου 'πε ότι του το έδωσε μία μη κυβερνητική, ας πούμε. Αυτό. Που είχε μέσα κάποια υποτυπώδη σύνεργα χρήσης, ok. Σε εκείνη τη φάση εγώ εμφανισιακά και ψυχολογικά έχω εξαθλιωθεί,ok; Δηλαδή το βελόνι είναι πολύ φθοροποιό για το ανθρώπινο σώμα. Μου 'χουνε πέσει τα δόντια μου, είμαι πάρα πολύ αδύνατος. Δεν φροντίζω καθόλου τον εαυτό μου. Έχω αποδιοργανωθεί πλήρως. [01:00:00]Και κάποια στιγμή συμβαίνει το εξής: Ξέρω έναν άστεγο, τον Νίκο. Παλιό πρεζάκι ο Νίκος στους δρόμους, τον ήξερα since forever, ας πούμε, από τότε που μπήκα σ' αυτό το παιχνίδι. Και επειδή έχει γίνει κάποια επέλαση της αστυνομίας, έτσι για το ξεκάρφωμα στο συγκεκριμένο σημείο –τονίζω Μενάνδρου-Γερανιού, εκεί–, μου λέει: «Λίγο πιο κάτω στη Μενάνδρου υπάρχει ένα τώρα κτίριο, που είναι δημόσια υπηρεσία». Τώρα αυτό είναι για γέλια και για κλάματα, δηλαδή μπαινοβγαίνουν δημόσιοι υπάλληλοι εκεί μέσα. Και έχει έναν ημιώροφο, τον οποίο εμείς τον έχουμε κάνει τεκέ τον ημιώροφο, με πεταμένες σύριγγες κάτω, με ανθρώπους να περνάνε και να μην τολμάνε να μας κοιτάξουν στα μάτια. Θυμάμαι κάποιες πιο ηλικιωμένες γυναίκες είχαν το θάρρος να μας πούνε: «Φύγετε από δω, ρε αλήτες», αυτά. Και τους λέγαμε: «Αφήστε μας ήσυχους» ξέρεις, κάτι τέτοια. Τελοσπάντων σε εκείνον τον ημιώροφο πάμε να κάνουμε χρήση ενέσιμη και απέναντί μου υπάρχει ένας καθρέφτης. Και γυρνάω ψάχνοντας να βρω μία φλέβα που να μου δίνει αίμα, γιατί είναι πολύ ταλαιπωρημένες οι φλέβες μου και κοιτάω το είδωλό μου πάλι στον καθρέφτη. Και πάλι δεν μου άρεσε αυτό που είδα, γιατί είδα έναν άνθρωπο ξεδοντιασμένο, σε ελεεινή κατάσταση. Αυτό. Θυμάμαι ένα τρύπιο παντελόνι από καψίματα τσιγάρου με αίματα πάνω απ' τα βαρέματα, ένα πολύ βρώμικο πουκάμισο, μακριά λιγδωμένα μαλλιά. Παίρνω μία απόφαση και απευθύνομαι... Επειδή τότε νοίκιαζα ένα διαμέρισμα πάλι στα Εξάρχεια, που έμενα με εκείνη την κοπέλα, η οποία μετά έφυγε όμως, φυσικά. Πήγα σε ένα πρόγραμμα που υπήρχε εκεί κοντά, ρε παιδί μου, σαν συμβουλευτικός σταθμός και απευθύνθηκα εκεί. Δεν είχα ιδέα για τα θεραπευτικά μοντέλα, ok; Δεν είχα ιδέα πώς κάποιος αντιμετωπίζει την εξάρτηση, ok;
Συγνώμη που σε διακόπτω. Μου είχες πει κατά τη διάρκεια της προσυνέντευξης, ότι σ' εκείνη τη στιγμή που ήσουνα μπροστά από τον καθρέφτη θυμήθηκες μία βόλτα που είχες βγει με τη μαμά σου, που σας προσέγγισε κάποια χριστιανή κυρία απ' ό,τι κατάλαβα.
Ναι, το 'χα ξεχάσει τώρα αυτό. Είναι εντυπωσιακό. Ναι, ρε παιδί μου. Η μητέρα μου, όπως σου είχα πει, είχε τέτοιο… Έχεις πολύ καλή μνήμη πάντως, εγώ το είχα ξεχάσει εντελώς. Μέσα στα tour που με πήγαινε η μάνα μου στις εκκλησίες, ας πούμε, πρέπει να 'μασταν σε μία εκκλησία στην Αιδηψό, γιατί πηγαίναμε εκεί για διακοπές, και ήτανε μία κυρία. Τώρα εντάξει, καταλαβαίνεις σε τι φάση ήταν η κυρία, ας πούμε, μαυροντυμένη θείτσα, 100 χρόνων, χριστιανή φανατική, από –φαντάζομαι– την Αιδηψό, κάποιο χωριό της Εύβοιας, κάτι τέτοιο. Και είχε ένα βιβλίο, το οποίο το είχε γράψει ο αρχιμανδρίτης τάδε –ξέρω γω ή κάτι τέτοιο–, που έγραφε κάπου για τοξικομανείς και είχε έναν σκελετό απέξω, έναν σκελετό σε ένα φέρετρο απέξω. Τελοσπάντων, το βιβλίο ήταν μία προπαγάνδα κατά των ναρκωτικών, ρε παιδί μου, αυτό ήταν. Γραμμένο από έναν αρχιμανδρίτη. Για γέλια και για κλάματα αυτά τα πράγματα. Το θέμα είναι ότι εγώ ήμουνα έκτη Δημοτικού- πρώτη Γυμνασίου κάπου εκεί. Και η περιγραφή, μέσα στην περιγραφή που έκανε έτσι πολύ γλαφυρά ο κύριος αρχιμανδρίτης, ήταν ότι ο τοξικομανής είναι στο δωμάτιό του και απελπισμένος βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, όπως έχει καταντήσει, και κλαίει. Αυτό. Αυτό το θυμήθηκα, ναι, όταν είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, δηλαδή μου φάνηκε κάπως, ας πούμε... Ένας ψυχαναλυτής θα μπορούσε να πει πολλά και για τους καθρέφτες, και για το είδωλο, και για το πώς μου φάνηκε, και για το αν ήταν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, δεν ξέρω και γω τι. Απλά εγώ εκείνη τη στιγμή, σε συνδυασμό με την κατάσταση που αισθανόμουνα μέσα μου και έξω μου –γιατί όταν οι παραστάσεις σου είναι καθημερινά αυτό το setting και η φρασεολογία σου έχει περιοριστεί στο «πόσο;», «τόσο», «δώσε μου αυτό», «ποιος έχει καλή;», «ποιος αυτό;», «ποιος εκείνο;»–, δεν είσαι και ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Το λέω πολύ κομψά. Ok. Κάπως, μέσα στο φλας μου εκείνη τη στιγμή είπα ότι «κοίτα, το 'παθες αυτό, ρε παιδάκι μου, το πράγμα, αυτό που διάβαζες, ας πούμε, από ένα γελοίο χριστιανικό φυλλάδιο». Ναι, τελοσπάντων ρε παιδί μου, αλλά σου λέω αυτό κολλάει πολύ με το γεγονός ότι εγώ δεν ήξερα τη θεραπευτική αντιμετώπιση της εξάρτησης και βρέθηκα σε ένα πλαίσιο, ας πούμε, που... Εγώ δεν θέλω να πω και πολλά τώρα, γιατί είμαι επαγγελματίας πλέον στο πεδίο. Εγώ το θεωρώ εξαιρετικά λανθασμένο και εξαιρετικά κακοποιητικό, ok; Δεν θέλω να πω πολλά. Και αυτό το κατάλαβα και αργότερα, αλλά επίτρεψέ μου να μην πω πολλά πράγματα σ' αυτή τη φάση, ρε παιδί μου. Τώρα μιλάμε για ένα πράγμα που εντάξει τώρα, ας πούμε... Ας μου βρει κάποιος μία επιστημονική απόδειξη, ότι αυτό το πράγμα δουλεύει. Δηλαδή να σκάβεις, να βρίζεσαι, να... Φοβερά πράγματα. Τελοσπάντων, εγώ βγήκα από κει μέσα. Μια βδομάδα πριν βγω από κει έχω γράψει κάποια πράγματα γι' αυτές τις εμπειρίες μου σ' αυτή την κοινότητα. Ζούμε στην Ελλάδα, ξέρεις, κάποιος θα με ακούσει, θα διεγερθούνε πάθη τώρα, ας πούμε. «Τι είπε πάλι αυτός; Πώς τολμάει; Ποιος είναι αυτός;»... Ξέρεις. Και τώρα φτάνουμε λίγο και στην ουσία των πραγμάτων, γιατί, ξέρεις, πρώτα απ' όλα να πούμε ότι τα θεραπευτικά μοντέλα δεν είναι όλα τα ίδια και ότι σε κάποιους δουλεύει αυτό το μοντέλο. Δηλαδή, σε κάποιους πιάνει και σε κάποιους δεν πιάνει. Εμένα το πρόβλημά μου είναι να μην εμφανίζεται κάτι ως η απόλυτη αλήθεια. Ok; Και να υπάρχει μία δέσμη υπηρεσιών και διαφορετικών προσεγγίσεων χωρίς, ας πούμε, στείρους ανταγωνισμούς και τοξικές αντιπαραθέσεις, γιατί στην Ελλάδα το έχουμε αυτό. Και, ξέρεις, αυτό αντανακλάται στους ανθρώπους που πάνε στη θεραπεία. Γίνονται θύματα αυτής της τοξικής αντιπαράθεσης.
Εγώ, αυτό που αξίζει να πω σ' αυτή τη φάση είναι ότι μία εβδομάδα πριν βγω από κει μέσα, πέθανε η μάνα μου. Ok; Υπήρχε μία, ας πούμε, έτσι, συγκλονιστική τελευταία στιγμή που έζησα. Η μητέρα μου πεθαίνει στο «Σωτηρία». Έχει πάθει διαδοχικά εγκεφαλικά και έναν, έτσι, εκφυλισμό των λειτουργιών της γενικότερα και σβήνει, διασωληνωμένη κιόλας. Θυμάμαι και ένα πράγμα στο πρόσωπό της, τελοσπάντων με υποστήριξη οξυγόνου, δεν τις ξέρω αυτές τις έννοιες. Και μπορώ εγώ, επειδή είμαι μεγάλος ιεραρχικά στην κοινότητα, πλέον έχω παλιώσει –εκεί πέρα υπάρχει πολλή ιεραρχία και το «παλιός, νέος», ομάδες εργασίας επίσης, ξέρεις, τέτοια πράγματα–, παίρνουμε το βαν μαζί με ένα άλλο παιδί, που ήταν ο οδηγός του βαν και πάμε στο «Σωτηρία», ξέρω γω, 23:00-00:00 το βράδυ, γιατί η μάνα μου πεθαίνει. Μπαίνω στο δωμάτιο και μου λέει ο πατέρας μου, ο οποίος γενικά στη ζωή του ήταν πολύ loud, πολύ φωνακλάς, αλλά σε εκείνη τη φάση, όπως ακριβώς μου είχε ανακοινώσει ότι πέθανε η μητέρα του, η γιαγιά μου, όταν ήμουν 8 χρόνων, το έκανε και για τη μητέρα μου: Με μία ήσυχη, πένθιμη, σοβαρότητα, σχεδόν ψιθυριστά. Μου είπε... Όταν ο πατέρας μου δυσκολευόταν συναισθηματικά, μιλούσε Αγγλικά. Οπότε μου το είχε πει και στο τηλέφωνο αυτό, γιατί με είχε πάρει στην κοινότητα, να μου πει να έρθω, μου είχε πει: "It's a countdown", «είναι η αντίστροφη μέτρηση», ας πούμε. Και μου είπε εκεί μέσα, θυμάμαι, στο «Σωτηρία»: «Έχει να ανοίξει τα μάτια της 3 μέρες». Και πήγα εγώ κοντά στη μητέρα μου και της είπα: «Είμαι το παιδί σου, ο Μάριος». Και άνοιξε τα μάτια της. Με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα και τα ξανάκλεισε. Εγώ γύρισα στην κοινότητα. Το πρωί είχε πεθάνει. Η πρώτη, ας πούμε, εικόνα από τον έξω κόσμο, πριν καν βγω από την κοινότητα, ήταν η κηδεία της μάνας μου, ok; Κοίτα, μετά ξεκινάει… Υπάρχουνε κάποιες οριακές εμπειρίες στη ζωή ενός ανθρώπου. Για μένα από κει και πέρα ξεκινάει μία δυσθεώρητη κόλαση, η οποία όμως χωρίζει τη ζωή μου στο πριν και στο μετά, ας πούμε. Τουλάχιστον εγώ το έχω συμβολοποιήσει έτσι για να το αντέξω, και για να μπορώ να του δώσω κάποιο νόημα, γιατί είμαι άνθρωπος που δυσκολεύεται στη νοηματοδότηση των πραγμάτων, όπως και για να του δώσω και μία... Να μου δώσω και για πρώτη φορά μία συνεκτική εσωτερική αφήγηση. Οπότε το βλέπω «το πριν και το μετά». Σε εκείνη τη φάση είναι η διαχωριστική γραμμή του πριν με του μετά.
Ο θάνατος της μητέρας σου.
Είναι ο θάνατος της μητέρας και ό,τι επακολούθησε.
Δεν είναι μόνο ο θάνατος της μητέρας. Είναι ότι βγαίνω από κει μέσα, απ' αυτό το θεραπευτικό πλαίσιο και αναρωτιέμαι αν αυτό είναι θεραπεία. Και υποτροπιάζω μετά από 2-3 μήνες, συν [01:10:00]πολλές άλλες μαλακίες που γίναν τότε. Συγνώμη για την έκφραση, αλλά γίνεται αυτό με την υποτροπή και γυρνάω σπίτι μου, γιατί μένω με τον πατέρα μου, ο οποίος γενικά έχει σαλτάρει σε εκείνη τη φάση. Έχει μαζέψει, έχει κάνει το δωμάτιο του σπιτιού, όλα τα δωμάτια, αποθήκη. Έχει βγάλει πράγματα από τις ντουλάπες. Έχει βγάλει πράγματα απ' τις αποθήκες. Τα έχει απλώσει όλα στο σπίτι. Έχει φέρει πράγματα των γονιών του που ήταν σε μια αποθήκη –των γονιών του απ' την Αλεξάνδρεια που είχαν πεθάνει στα 80s, το 1983 πέθανε ο παππούς και η γιαγιά– και εγώ πλέον κοιμάμαι σε έναν καναπέ στο σαλόνι. Δεν υπάρχει χώρος να... Και στο σπίτι περιφέρεται και μία αποκλειστική νοσοκόμα, που πρόσεχε τη μαμά μου, μάρτυρας του Ιεχωβά, μια αντιπαθέστατη και κακάσχημη κυρία, η οποία βλέπει την επιστροφή μου από την κοινότητα –το βλέπω στα μάτια της– ως κάτι πολύ απειλητικό και έχει κάποια σχέδια. Έχει κάποια σχέδια προφανώς για τον πατέρα μου, και προφανώς και για κάποια χρήματα που θέλει να πάρει από όλο αυτό.
Κατά τη διάρκεια της προσυνέντευξης πάλι μου μίλησες για μία τάση των γονιών σου να μαζεύουν τα πράγματα σε κούτες.
Ναι, ψυχαναγκαστικός αποθησαυρισμός, δεν είναι ενδιαφέρον; Κοίτα, αυτό υπήρχε και πριν, όντως, αλλά σε εκείνη τη φάση που 'χει πεθάνει η μαμά, ο πατέρας μου παθαίνει, ρε παιδί μου… Δηλαδή, αυτό γίνεται… Αλλά έχω μεγαλώσει σε ένα σπίτι, όντως, που πράγματα πρώτης ανάγκης –πρόσεξέ με τώρα–, δηλαδή πιάτα, ποτήρια, σεντόνια, μαξιλάρια βρίσκονται είτε σε κούτες, είτε σε μπαούλα, είτε σε βαλίτσες. Εμένα αυτό τι μου δείχνει κοιτώντας πίσω, ρε παιδί μου; Ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι έτοιμοι για τον επόμενο ξεριζωμό, ότι περιμένουν ότι κάποιος θα τους πει: «Από δω θα πάρετε...», ξέρεις, «θα φύγετε» τελοσπάντων. Και μου θυμίζεις τώρα τον τρόπο που φύγαμε πρώτη φορά από το Χαλάνδρι. Τρίτη με έκτη Δημοτικού που μέναμε στο Χαλάνδρι, ο λόγος που φύγαμε από κείνο το σπίτι είναι ότι μας κάνανε έξωση για ιδιοκατοίκηση. Η κόρη του ιδιοκτήτη παντρευόταν, θα έμενε με τον άντρα της εκεί και ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν νομοταγέστατος, ήταν ένας άνθρωπος που ακολουθούσε με θρησκευτική ευλάβεια τους κανόνες που τους επιβάλλει το περιβάλλον και ο νόμος, δηλαδή παντού, στην οδήγηση, στη δουλειά του δεν παρέκκλινε στο ελάχιστο, «τον έγραψε» –κατά τη λαϊκή έκφραση– τον ιδιοκτήτη και δεν έφευγε απ' το σπίτι! Κι όλα αυτά εγώ τα έμαθα από επιστολές που βρήκα μετά που πέθανε ο πατέρας μου, στο προσωπικό του αρχείο, σε μια βιβλιοθήκη του. Και αναγκάζεται ο ιδιοκτήτης να μας κάνει έξωση με δικαστικό επιμελητή, όπως ήρθε και το θυροκόλλησε κιόλας, γράφοντας μία επιστολή στον πατέρα μου ότι «Κύριε Ατζέμη, εσείς που είστε τόσο σοβαρός άνθρωπος, δεν μπορώ να καταλάβω… Με έχετε εξωθήσει αυτή τη στιγμή να το κάνω αυτό και δεν ήθελα να φτάσουμε ως εκεί, και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν φεύγετε και σας το έχω πει τόσο καιρό πριν». Όλο αυτό. Θυμήθηκα τώρα ότι γυρνάω απ' το σχολείο και για κάποιον λόγο έχει γυρίσει και ο πατέρας μου νωρίς, γιατί έκανε ιδιαίτερα μαθήματα μετά, οπότε γύρναγε αργά –ή τουλάχιστον έτσι έλεγε–, και το συζητάνε με τη μάνα μου αυτό. Από κει –και έκανες πολύ καλά που μου το θύμισες αυτό– ξεκινάει μία πάρα πολύ δυστυχισμένη περίοδος. Είναι σαν κάπου εκεί συμβολικά, να τελειώνει λίγο η παιδική ηλικία.
Τι χρονολογία;
Είμαι έκτη Δημοτικού, ήμουνα '85. Ναι, '85. Σε συνδυασμό με το ότι προφανώς γίνανε κάποια triggers μ' αυτή την έξωση και με τα επαγγελματικά προβλήματα που είχε ο πατέρας μου, ξεκινάει κάτι που είναι αβίωτο από δω και πέρα, το οποίο δεν θέλω να το περιγράψω, αλλά είναι πράγματα τα οποία, ας πούμε.. Δεν γίνεται να μεγαλώνει ένα παιδί έτσι. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα.
Εν τέλει, το σπίτι απ' το οποίο σας έκαναν έξωση, είναι το ίδιο σπίτι;
Όχι, παραλίγο. Είναι αστεία ιστορία. Είναι περίεργη ιστορία. Οι γονείς μου βρήκανε ακριβώς στη διπλανή πολυκατοικία απ' αυτό που μας διώξανε, που είναι δύο πολυκατοικίες που μοιράζονται και τον ίδιο κήπο. Είναι σαν ένα συγκρότημα πολυκατοικιών. Βρήκανε στη «δίδυμη αδελφή» της πολυκατοικίας, αυτή, το διαμέρισμα που αγοράσαμε. Οπότε επιστρέψαμε εκεί. Ο πατέρας μου πεθαίνοντας μάλιστα μου είπε, επειδή ήξερε ότι είχα ξαναπέσει, ας πούμε, στην πρέζα και σ’ όλα αυτά, και μου 'λεγε ότι «Κοίτα, μη σταματήσεις να παλεύεις γι' αυτό που παλεύεις. Και παρεμπιπτόντως, μην διανοηθείς να πουλήσεις το σπίτι. Θα πρέπει να κρατήσεις το σπίτι πάση θυσία!». Το σπίτι γι' αυτούς τους ανθρώπους, με την αφήγηση όλων αυτών των ξεριζωμών και αν υφίσταται αυτό που λέγεται διαγενεακό τραύμα… Δηλαδή, σκέψου ότι ο πατέρας μου ήταν ο γιος μιας γυναίκας, που τη διώξανε από τη Σμύρνη πιτσιρίκα, που καιγόταν το σπίτι της. Δεν είναι απλά ότι τους διώξαν, τους είπαν: «Φύγετε», τους διαλύσανε στη Σμύρνη, ας πούμε, ρε παιδί μου. Τους κάψαν τη ζωή τους. Και πού πήγανε στην Αλεξάνδρεια και τους διώξανε και από κει! Κάτι σου κάνει όλο αυτό. Και η μητέρα μου, βαθιά στο γενεαλογικό δέντρο, ο πατέρας της ήτανε ναι μεν ένας Έλληνας της Αφρικής, Αίγυπτο και Νότια Αφρική, ήταν ο παππούς μου, που δεν γνώρισα, ο Γιώργος, αλλά κρατούσε από μία οικογένεια Κασιωτών και από ξαδέρφια μου έχω δει από την Κάσο –εγώ δεν έχω πάει ποτέ στην Κάσο– ότι είχανε πάντα οι άντρες της εποχής, ή οι οικογένειες της εποχής –τώρα λέμε 19ο, αρχές 20ου–, είχανε πάντα τις βαλίτσες τους έτοιμες να φύγουνε. Αυτό εξηγεί πολλά. Πρέπει να σου πω ότι επειδή εγώ ταξιδεύω πολύ συχνά για επαγγελματικούς λόγους –τα οικονομικά μου δεν το επιτρέπουν για ψυχαγωγικούς, αλλά ταξιδεύω πολύ για επαγγελματικούς–, έχω μια βαλίτσα η οποία είναι πάντα δίπλα στο κρεβάτι μου.
Μίλησέ μου λίγο για σήμερα. Τι κάνεις; Πού δουλεύεις πρώτα απ' όλα;
Κάτι αφήσαμε στη μέση, την περίοδο της καταστροφής, και θα φτάσουμε. Η περίοδος της καταστροφής μας φτάνει και πού δουλεύω σήμερα. Τελοσπάντων. Αυτά απ' την πλευρά μου είναι χιλιοειπωμένα και σε άλλες, ας πούμε, συνεντεύξεις και σε κείμενα και, και, και. Αξίζει να πούμε ότι μία εβδομάδα πριν βγω από την κοινότητα, πεθαίνει η μητέρα μου. Κάνω υποτροπή και την ίδια βραδιά που κάνω υποτροπή, χωρίς ο πατέρας μου να το ξέρει, πηγαίνω εγώ να κοιμηθώ σε εκείνο το ράντζο στο σπίτι που με έχει βάλει, στο σαλόνι, και παθαίνει κάτι στην καρδιά του. Τον κουβαλάω με ασθενοφόρο ξημερώματα στο «Γεννηματάς», όπου διαπιστώνεται ότι πρέπει να κάνει τετραπλό bypass και πρέπει να το κάνει άμεσα για να μην πεθάνει. Εγώ σταματάω να κάνω ξανά ναρκωτικά σ' εκείνη την περίοδο. Φροντίζω τον πατέρα μου και αφότου γίνεται η εγχείρησή του, το βρίσκω φοβερά έξυπνη ιδέα εγώ να κάνω χρήση με έναν φίλο μου και να σκάσω μπροστά σε όλους τους συγγενείς και φίλους στο «ΙΑΣΩ» και να βαράμε ντάγκλες κανονικά, να έχουμε γονατίσει, ας πούμε, περιμένοντας τον μπαμπά να βγει από το κρεβάτι. Γυρνάμε σπίτι, βλέπω ότι ο πατέρας μου πρέπει να παίρνει πλέον ένα κάρο φάρμακα και ένα καρό αντιπηκτικά. Εγώ ξανα-βυθίζομαι στη χρήση. Και ένα πρωινό, Κυριακή στις 19 Σεπτεμβρίου, εκείνη η μάρτυρας του Ιεχωβά έρχεται κάτω απ' το σπίτι και χτυπάει έντονα το κουδούνι. Εγώ είμαι κατά τη λαϊκή έκφραση «κάγκελο». Δεν μπορώ να κουνηθώ απ' αυτά που έχω πάρει. Σηκώνεται ο πατέρας μου να ανοίξει –και λέω: «Θα σηκωθεί ο πατέρας μου να ανοίξει»–, σηκώνεται ο πατέρας μου να ανοίξει και ακούω ένα μπαμ. Κάποια ζαλάδα τού έφερε μία πολύ άσχημη πτώση. Έχει πέσει με την πλάτη και έχει σπάσει το κεφάλι του, κυριολεκτικά. Όπου εγώ τον βρίσκω σε μία λίμνη αίματος, τον σηκώνω, και θυμάμαι ότι ξέρασε αίμα πάνω μου. Καταφέρνει και μπαίνει, τον βάζω στο κρεβάτι του. Έρχεται κι αυτή η τύπισσα πάνω... Δεν θέλω να σχολιάσω γι' αυτήν, πραγματικά. Ακόμα και σ' εκείνη τη στιγμή πάντως, εκεί ξεκινάει και η ενηλικίωσή μου εμένα. Ακόμα και σε εκείνη τη στιγμή αυτή η τύπισσα κοιτούσε να δει πώς θα φάει και πόσο θα φάει από όλη αυτή την ιστορία. Καταλήγουμε στον «Ευαγγελισμό» να τον τσουλάω πάνω σ' ένα φορείο, να γίνεται πανικός εκείνη τη μέρα στην εφημερία του «Ευαγγελισμού». Είναι ξημερώματα πλέον Δευτέρας. Βρίσκουμε έναν μαγνητικό, αξονικό –δεν θυμάμαι– τομογράφο. Ο γιατρός μού λέει: «Κοίτα, φίλε», μου λέει… Εγώ φαίνομαι και πρεζάκι από χιλιόμετρα, εντάξει; Οπότε ο γιατρός μού το λέει και λίγο μάγκικα όλο αυτό, γιατί για κάποιον λόγο, ξέρεις, δεν εμπνέεις κάποιον σεβασμό ή σοβαρότητα –[01:20:00]πολύ κακώς κατά τη γνώμη μου– στους ανθρώπους. Και μου κλείνει κάπως το μάτι ο γιατρός και μου λέει ότι «κοίτα φίλε, τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Δηλαδή, δεν τη γλιτώνει». Εγώ κινητοποιώ πολλούς γνωστούς και φίλους που έχω, συμμαθητές απ' το Κολέγιο, για τον πατέρα μου, αλλά όλοι συνηγορούν ότι «κοίτα, μετράει ώρες». Ο πατέρας μου πεθαίνει το απόγευμα της 26ης ή της 27ης Σεπτεμβρίου του 2010. Εγώ παθαίνω το πρώτο μου overdose –δεν έχω ξαναπάθει κάτι τέτοιο– εκείνο το βράδυ. Κατορθώνω και γυρνάω σπίτι μου και καταρρέω έξω από την πόρτα του σπιτιού. Χτυπάω και λίγο το πρόσωπό μου πάνω στο πόμολο, με βρίσκει ο γείτονας την επόμενη μέρα, με ξυπνάει και σέρνομαι σε μία καρέκλα, στην οποία πρέπει να κοιμόμουνα 2 μέρες. Ξυπνάω από ένα έντονο κουδούνι πάλι. Από κάτω είναι μια φίλη μου, γιατί έχουν περάσει 2 μέρες και είναι η κηδεία του πατέρα μου και εγώ δεν έχω πάει. Και έχει έρθει στο σπίτι να δει αν ζω. Βλέπω στο κινητό μου δεν ξέρω πόσες αναπάντητες. Ξέρεις, είναι ένα τέτοιο πράγμα. Φοράω ένα κουστούμι που βρίσκω μπροστά μου, το οποίο πλέει πάνω μου, και εμφανίζομαι και στην κηδεία του πατέρα μου σερνάμενος κυριολεκτικά. Τελειώνει όλο αυτό. Έχουνε πέσει μετρητά στα χέρια μου με τον θάνατό του. Ξεκινάει μία άγρια περιόδος χρήσης, ρε παιδί μου. Δεν υπολογίζω τίποτα. Κάποια στιγμή, ενώ γίνονται πάρα πολλά πράγματα, τα οποία δεν έχει και νόημα τώρα να τα αναφέρω, αλλά τονίζω, σε εκείνη τη φάση εγώ είμαι σαν το πληγωμένο ζώο, που έχουν μαζευτεί από πάνω του κοράκια. Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να φάνε ένα κομμάτι μου. Έχουνε γίνει αίσχη, δηλαδή, σε εκείνη τη φάση. Τα περισσότερα απ' αυτά τα χρήματα που μου φάγανε τότε, τα 'χω πάρει πίσω. Και δεν ήταν για τα χρήματα η όλη η κατάσταση, ήταν για το τι είδους άνθρωπος είσαι όταν κάποιος βλέπεις ότι κυριολεκτικά πεθαίνει σε εκείνη τη φάση ή δεν την παλεύει. Άσ' το «πεθαίνει», ας μη γίνουμε τόσο μελοδραματικοί. Δηλαδή, είναι στην ενέσιμη χρήση, ο άλλος έχει μείνει 50 κιλά, του 'χει μισο-σαλέψει επίσης απ' όλα αυτά που έχει ζήσει, τα οποία είναι σκληρά πράγματα όλα αυτά. Εγώ θυμάμαι στον «Ευαγγελισμό», να προχωράω, να πηγαίνω να βαράω ενέσεις στις τουαλέτες για να πάω στο δωμάτιο του πατέρα μου, ας πούμε, και να παραπατάω πάνω στα ράντζα και στους τοίχους και να είναι κάτι μπάτσοι και να με δείχνουν και να γελάνε, ότι «κοίτα το πρεζάκι -ξέρω γω- που σέρνεται». Ναι, τι είδους άνθρωπος είσαι ρε συ, όταν πας να δαγκώσεις αυτόν εκείνη τη στιγμή, και με τον μανδύα του οικογενειακού φίλου, ή του κολλητού, ή του οτιδήποτε, γιατί γίνανε αυτά τα πράγματα... Τι είδους άνθρωπος είσαι; Η απάντηση μού έχει δοθεί στο τι είδους άνθρωπος είσαι. Τότε εγώ ενηλικιώθηκα πάντως. Ζούσα σε τέτοια φούσκα! Ήμουνα τόσο προστατευμένος από όλο αυτό το κατακρεουργητικό περιβάλλον, αλλά ήμουνα κι εγώ μέρος του! Και δεν είχα ζήσει την πραγματική ζωή. Παρόλο που ήμουνα μπλεγμένος από μικρός στα underground με τα Εξάρχεια και όλα αυτά, και μετά με τα drugs και μ' όλα αυτά τα ταξίδια. Zούσα σ' ένα bubble, σε μία φούσκα. Tο γεγονός ότι δεν είχα πάρει και ποτέ τη ζωή μου στα χέρια μου, για να δω πώς είναι η πραγματική ζωή, πώς είναι να παλεύεις για τα δικά σου χρήματα, πώς είναι να αντιμετωπίζεις εξωφρενικές καταστάσεις από δω κι από κει, με ανθρώπους που δεν θα μπορείς μετά να πας να κρυφτείς στη μάνα σου και στον πατέρα σου, και στην μεσοαστική σου ευμάρεια, ας πούμε, στο Χαλάνδρι. Δεν τα 'χα δει όλα αυτά καθόλου. Ντρέπομαι που το λέω τώρα, πολύ. Εγώ θεωρώ ότι ενηλικιώθηκα τότε, στα 35 μου, 36 μου, πόσο ήμουνα τότε.
Τέλος πάντων, τελευταία πράξη του δράματος είναι ότι τον Μάιο του '11 μία φίλη μου, η ίδια που βάραγε το κουδούνι για να πάω στην κηδεία του πατέρα μου, με έχει φωνάξει στα Χανιά για να κάνουμε μαζί Πάσχα. Εγώ βγαίνω στο κατάστρωμα του πλοίου και όταν κατεβαίνω στα Χανιά, με έχει δει ο ήλιος και έχω βγάλει ανάγλυφα κόκκινα πράγματα στο πρόσωπό μου, αλλά είναι κάτι πολύ περίεργο σαν δερματική αντίδραση, τα οποία ξεφλουδίζουνε. Σημειωτέο ότι έχω μοιραστεί πολλές φορές σύνεργα χρήσης και το ξέρω. Γκουγκλάρω «τι είναι αυτό» και μέσα στις ενδείξεις, το τελευταίο στη λίστα έλεγε ότι ενδέχεται να είναι σμηγματορροϊκή δερματίτιδα χωρίς ιστορικό δερματίτιδας, λόγω HIV λοίμωξης. Εγώ το διαβάζω αυτό και λέω: «Αυτό είναι. Την πάτησα». Ήμουνα σίγουρος ότι έχω κολλήσει. Γυρνάω στην Αθήνα μετά το Πάσχα εκεί στα Χανιά –που ήταν πολύ ωραίο παρεμπιπτόντως σαν Πάσχα– και κάνω τεστ. Και βγαίνω θετικός. Και θυμάμαι τη γιατρό εκεί πέρα να μου λέει –την παθολόγο, μία εξαιρετική κυρία, συνεργαζόμαστε και τώρα επαγγελματικά–, να μου λέει: «Καθίστε, κύριε Ατζέμη». Και λέω: «Για να με λέει αυτή "κύριο" -στην εμφάνιση που ήμουνα σε εκείνη τη φάση- σκέψου τι θα μου ανακοίνωσει». Και μου λέει: «Ναι, ξέρετε, δυστυχώς το HIV είναι θετικό». Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να ακούσω μετά τι μου έλεγε. Έβλεπα τα χείλια της να κουνιούνται, αλλά υπήρχε ένας βόμβος, μια εμβοή στο κεφάλι μου. Θυμάμαι ότι έκανα μία κάπως ηλίθια ερώτηση, του τύπου «πόσος καιρός μου μένει;». Δεν ήμουνα ιδιαίτερα... Ήξερα ότι δεν πεθαίνεις ακριβώς από όλο αυτό, αλλά δεν ήμουν ιδιαίτερα πληροφορημένος. Μου προκαλούσε τεράστιο τρόμο η ιδέα του HIV. Είμαι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε στα 80s, που επικράτησε πανικός και ομίχλη, ας πούμε, με το συγκεκριμένο θέμα. Πεθαίνανε οι άνθρωποι σαν τις μύγες. Θυμάμαι τα πρώτα τηλεοπτικά σποτ με τον χάρο που βγαίνει με το δρεπάνι «AIDS. Σκοτώνει», αυτό, εκείνο. Υπήρχε μία διαφήμιση πρόληψης υποτίθεται για το AIDS, μ' αυτούς τους χάρους κι αυτά, μας είχε έρθει απ' την Ιταλία, ‘85-'86 πρέπει να 'ταν αυτό, που έδειχνε μία παρέα νέων σε μία καβάτζα να μοιράζεται σύριγγες και μετά όσοι την μοιραζόντουσαν σ' αυτό το spot, άλλαζε το χρώμα τους στο spot, δηλαδή ότι τους σκέπασε το πέπλο του χάρου, ας πούμε, κάπως έτσι. Θυμάμαι διάφορα πράγματα από τα 80s για το AIDS. Και αυτά όλη μου τη γενιά, και πριν από μένα, ανθρώπους, γενιές προ από μας και μετά από μας, κάπως τις έχει διαποτίσει, ρε παιδί μου, ότι HIV=AIDS=θάνατος. Το πρώτο πράγμα που μου 'πε ο κολλητός μου, αυτός που είχα πάει στο Μεξικό τότε, είναι ότι... Είναι αυτό: «Αν ήτανε τωρα 80s, θα ήσουνα καταδικασμένος. Τώρα ζεις». Εκείνη η κυρία, η εξαιρετική αυτή παθολόγος με διασύνδεσε με μία μονάδα ειδικών λοιμώξεων, έτσι λέγονται τα HIV clinics στην Ελλάδα. Η γιατρός εκεί πέρα μου ανακοίνωσε το εξής: «Κύριε Ατζέμη, είστε εξαρτημένος, άρα συνειδησιακά διαταραγμένος, άρα εγώ δεν πρόκειται να σας ξεκινήσω αγωγή, γιατί τα αντιρετροϊκά φάρμακα θέλουν αυστηρή συμμόρφωση. Kι εσείς δεν θα μπορέσετε να συμμορφωθείτε». Όταν εγώ έγινα πιο επίμονος, αυτή η κυρία μου απάντησε ότι «εγώ δεν είμαι σαν τους ντίλερ σου που έχουν τα μαγικά χαπάκια, να στα δώσω για να γίνεις καλά. Θα πας, λοιπόν -μου λέει-, σε ένα πρόγραμμα απεξάρτησης και μετά από 1 με 2 μήνες αποχής που θα είσαι εκεί, θα με πάρει ο καθ' ύλην αρμόδιος -έτσι τον αποκάλεσε- και θα μου διαβεβαιώσει ότι μπορώ να ξεκινήσω την αγωγή σε σένα». Εμένα αυτό σ’ εκείνη τη φάση μου φάνηκε ανυπέρβλητο. Δεν μπορούσα ούτε τα ναρκωτικά, ας πούμε, να κόψω, άρα τι θα γινότανε; Επίσης οι εξετάσεις που έκανα, αν και ήμουνα κοντά στον έναν χρόνο οροθετικός –το 2010 πρέπει να 'χα κολλήσει, κάπου μετά απ' αυτό που έγινε με τον πατέρα μου, εκείνο το καλοκαίρι, καλοκαίρι του '10– το ανοσοποιητικό μου είχε πατώσει. Ήμουν αρκετά κοντά στο να αρρωστήσω, στο να εκδηλωθεί το σύνδρομο. Δεν θέλω να μιλήσω με ιατρικούς όρους τώρα και να λέω πράγματα που δεν θα τα καταλάβει κανένας ή θα πρέπει να τα γκουγκλάρει –κι εγώ the hard way τα έμαθα–, αλλά μου το είπε και εκείνη η γιατρός: «Μπορεί να νοσήσεις». Εικάζω –εντάξει είναι ηλίου φαεινότερο, ρε παιδί μου– ότι ήταν επειδή λόγω της ζωής που έκανα. Τόση πολλή ενέσιμη χρήση, καθόλου ή πολύ κακό φαγητό, καθόλου ή πολύ λίγος ύπνος, καθόλου ή πολύ λίγο νερό, πολύ κακή υγιεινή, πολύ κακή στοματική υγιεινή. Όλα αυτά προφανώς έχουν μία αντανάκλαση στο ανοσοποιητικό σύστημα και χωρίς να είσαι οροθετικός. Φαντάζομαι ότι με την HIV λοίμωξη αυτό έφτασε σε επικίνδυνα σημεία. Με τη βοήθεια κάποιων φίλων μετοίκησα από κείνο το σπίτι. Με φιλοξενήσανε κάπου. Με πηγαινοφέρνανε στις ομάδες του «18 άνω» της «Αρωγής», κατάφερα να μπω στο κλειστό. Πριν μπω στο κλειστό, ξεκίνησα φάρμακα. Τη διαβεβαίωσε ο Διευθυντής τότε του «18», ο κ. Κυρούσης, ψυχίατρος, να ξεκινήσω φάρμακα. Στην κοινωνική επανένταξη γνώρισα την κυρία Μάτσα, την Κατερίνα Μάτσα. Σχηματίστηκε μία ομάδα που [01:30:00]λεγόταν «συλλογικές δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης του "18 άνω"». Εκεί άρχισα εγώ να γράφω κείμενα και να κάνω coming out, σαν οροθετικός πλέον, πρώην χρήστης. Nα τονίσω ότι είναι ένα context όπου έχει γίνει όλο αυτό με τις κοπέλες που τους κάνανε υποχρεωτικό τεστ HIV.
Το 2012.
Ναι, ναι, ναι, και αυτή η ομάδα εμφανίζεται αρχές του ’13. Δεν είναι η καλύτερη ίσως στιγμή να λέει κάποιος ότι είναι οροθετικός χρήστης, ή πρώην χρήστης, αλλά ίσως είναι και η καταλληλότερη.
Μιλάμε για τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών από τον Λοβέρδο και τον Χρυσοχοΐδη το '12.
Ναι, μιλάμε γι' αυτό. Εγώ είμαι στο κλειστό τότε. Το μαθαίνουμε αυτό από τις ειδήσεις, αλλά γνωρίζω μία κοπέλα μετά που είναι σε θεραπευτικό πρόγραμμα και μου λέει όλη την ιστορία. Μιλάμε για φρικιαστικά πράγματα. Σε εκείνη τη φάση λοιπόν, βγαίνει αυτή η ακτιβιστική ομάδα του «18». Κάπως "the rest is history". Εγώ εκεί κάνω coming out. Με ρώτησες πώς σχετίστηκα, πώς έφτασα σ' αυτή τη δουλειά. Σου είπα ότι δεν είχα ιδιαίτερες φιλοδοξίες ποτέ. Δεν είχα κάποιο συγκροτημένο πλάνο στη ζωή μου σαν άνθρωπος. Ήμουνα λιγάκι «ό,τι βρέξει, ό,τι χιονίσει», ξέρεις, από δω από κει. Με έφεραν όμως όλα αυτά σε επαφή με τη «Θετική Φωνή» και πριν –ξέχασα να στο πω–, πριν μπω στο «18», σαν ωφελούμενος και μετά σαν μέλος. «Θετική Φωνή» είναι ο σύλλογος οροθετικών. Πρέπει να το πούμε αυτό. Μου είπε εκείνος ο κολλητός μου, μετά που μου 'πε: «Στα 80ς, θα 'σουνα καταδικασμένος», «πέρα απ’ το τι θα σου πουν οι γιατροί, πρέπει να βρεις ανθρώπους που ζούνε με το HIV πολλά χρόνια, να τους μιλήσεις να τους πεις: "Τι είναι όλο αυτό; Πώς το ζεις, ρε παιδί μου;"». Κι εγώ γκούκλαρα «σύλλογος οροθετικών». Πώς λέμε σύλλογος με σκλήρυνση κατά πλάκας, ας πούμε; Αυτό. Και μου βγήκε η «Θετική Φωνή». Έτσι ήρθα πρώτη φορά σε… Δεν υπήρχε καν τηλέφωνο τότε, έστελνες ένα μήνυμα, ένα mail και σου απαντούσαν οι ίδιοι. Υπήρχε ένα εκεί σπιτάκι στην Ανάφης ήτανε; Κάπου εκεί. Συναντήθηκα εκεί με έναν άνθρωπο. Μου είπε κάποια πράγματα, του είπα κάποια πράγματα. Ξανα-συναντηθήκαμε μετά. Γνωριστήκαμε γενικά με τον Σύλλογο, με τους ανθρώπους που τον τρέχανε τότε και κάποιοι απ' αυτούς και τώρα. Και αφότου έχω τελειώσει την επανένταξη στο «18» μού γίνεται μία πρόταση να αναλάβω ένα project σαν εργαζόμενος. Και δέχτηκα. Ήτανε περίεργο για μένα, γιατί εγώ ήμουνα, ας πούμε, απολύτως ταυτισμένος με τη στεγνή απεξάρτηση, και το αφήγημα ότι μόνο έτσι κόβεις τα ναρκωτικά, και ότι "this is the way, the highway". Και βρέθηκα σε ένα project μείωσης βλάβης, που είναι μια άλλη αφήγηση. Στην αρχή αισθάνθηκα ότι έχω συμμαχήσει με τον διάβολο. Στην πορεία και εργαζόμενος με πολύ ευάλωτους ανθρώπους, κατάλαβα πάρα πολλά πράγματα για τη χρησιμότητα του τι είναι αυτό, του τι είναι η μείωση βλάβης.
Τι είναι;
Σε ένα θεωρητικό επίπεδο είναι μια στρατηγική για τον περιορισμό των αρνητικών συνεπειών της χρήσης, δηλαδή άμα γκουγκλάρεις, θα σου βγάλει αυτό το ποίημα. Στην πραγματικότητα είναι ότι συναντάς τους ανθρώπους στο σημείο που βρίσκονται, χωρίς ηθικοπλαστικά κηρύγματα. Δεν πας στον δρόμο να δώσεις σύνεργα χρήσης και να του πεις του άλλου: «Γιατί πίνεις;». Προσπαθείς να φτιάξεις έναν δεσμό μαζί του για να μπορέσεις να τον φέρεις σε επαφή με κάποιες υπηρεσίες υγείας ψυχικής και σωματικής, που θα βελτιώσουν άμεσα τη ζωή του. Προσπαθείς να περιορίσεις το HIV και τις ηπατίτιδες. Προσπαθείς να περιορίσεις όλη αυτήν την τρέλα που γίνεται με την παρανομία και το στίγμα. Είναι αδιανόητο ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι στην απεξάρτηση και είναι τόσο υπέρμαχοι το να 'ναι παράνομα τα ναρκωτικά, όταν αυτό είναι το ξεκίνημα, είναι το starting point για τον στιγματισμό και τον εξευτελισμό των ανθρώπων. Οι άνθρωποι που βλέπουμε στους δρόμους, αν είχαμε λιγότερο ποινικές προσεγγίσεις, αν συνειδητοποιούσαμε, όχι εμείς, οι εμπλεκόμενοι φορείς, ότι η πολιτική για τα ναρκωτικά είναι ανθρώπινα δικαιώματα και δημόσια υγεία, και όχι θέμα ποινικής δικαιοσύνης και απαγόρευσης –οι απαγορεύσεις γεννάνε την παραβατικότητα, είναι νόμος αυτό–, τότε θα 'χαμε και πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Κοίτα, είναι μία πολύ μεγάλη συζήτηση αυτή. Εγώ συνειδητοποίησα κάποια πράγματα πάλι the hard way. Φαίνεται ότι είμαι ένας άνθρωπος που δεν μαθαίνει, αν δεν μάθει με τον σκληρό τρόπο. Επειδή αισθάνομαι ότι πρέπει λίγο αυτό να το μαζέψουμε και να το κλείσουμε, το ένα πράγμα που θέλω να τονίσω πάρα πολύ είναι ότι μιλάμε για απεξαρτήσεις, για ναρκωτικά, για χρήση, για το ένα, για το άλλο, στο μυαλό του περισσότερου κόσμου είναι η ιδέα ότι κάποιος πάει σε ένα πρόγραμμα, κόβει, και μετά ζει ζωή χαρισάμενη. Δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Βάσει και των επίσημων στατιστικών οι περισσότεροι άνθρωποι που πάνε στα προγράμματα κάθε χρόνο είναι επανεισαγωγές. Τι σημαίνει αυτό; Ότι έχουνε ξαναπέσει και έχουνε ξανά, και ξανά, και ξανά... Αυτό το αφήγημα που θέλει αυτούς τους ανθρώπους αποτυχημένους και ηθικά μιαρούς είναι κάτι το οποίο μας στοιχίζει σε θανάτους, σε αυτοκτονίες, σε καταθλίψεις, σε, σε, σε... Η χρήση ουσιών, ακόμα και η προβληματική χρήση ουσιών –γιατί γι' αυτό μιλάμε εδώ–, είναι ανθρώπινη συμπεριφορά. Και όλοι αξίζουν πολλές ευκαιρίες, και είναι θέμα δημόσιας υγείας. Δεν μπορείς να θεωρείς τους ανθρώπους που πάνε και ξαναπάνε στα προγράμματα, αποτυχημένους. Είναι ο κανόνας η υποτροπή, όχι το άλλο. Το δεύτερο πράγμα είναι ότι και η «μείωση βλάβης», και εγώ προσωπικά, ούτε ενθαρρύνουμε, ούτε όμως καταδικάζουμε τη χρήση ουσιών. Το βλέπουμε ως κάτι που συμβαίνει, πραγματιστικά. Και από κει και πέρα η δικιά μου αντιμετώπιση… Εγώ δεν είμαι θεραπευτής σε treatment, εγώ είμαι ένας άνθρωπος στη «μείωση βλάβης». Στη μείωση βλάβης, βέβαια, στην Ελλάδα μπορεί να δουλεύεις στη «μείωση βλάβης», αλλά να μην κάνεις practicing μείωση βλάβης, να έχεις μυαλά στεγνής απεξάρτησης, κάτι το οποίο το βλέπω γύρω μου στο πεδίο. Είπαμε ότι συναντάμε τους ανθρώπους εκεί που τους βρίσκουμε, αλλά δεν τους αφήνουμε εκεί που τους βρίσκουμε. Η δικιά μου δουλειά προϋποθέτει να συνοδεύω, να διασυνδέω ανθρώπους σε μονάδες λοιμώξεων που έχουν διαγνωστεί θετικοί, να τους συνοδεύω σε προγράμματα, να τους συνοδεύω σε μια σειρά από υπηρεσίες, να κάνουμε συνεδρίες στη βάση των ομοτίμων. Για να στο μαζέψω όλο αυτό, ούτε η δικιά μου πορεία μετά το «18 και άνω» ήταν ομαλή, αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι. Αντιθέτως, υπήρχαν άνθρωποι και στο επαγγελματικό, και στο κοινωνικό πεδίο που το κατανόησαν αυτό και δεν μου δώσανε μια κλωτσιά να πάω παρακάτω, όταν ήμουνα πεσμένος. Μου δώσαν άλλη μια ευκαιρία και τα πράγματα σ' αυτή την περίοδο που μιλάμε, πάνε μια χαρά. Παραπάνω από μια χαρά. Δηλαδή, εγώ ζω ένα πράγμα που ποτέ δεν το επιδίωξα επαγγελματικά, και μου συνέβη. Βρίσκομαι σε μέρη που δεν θα φανταζόμουνα. Δεν έχει σημασία τώρα να τα ονοματίσουμε. Έχει να κάνει και με τη δουλειά που κάνουμε άνθρωποι σαν και μένα στην Ευρώπη, επειδή στην Ελλάδα έχουμε φάει μία πόρτα ίσα με το μπόι μας, ας πούμε. Οπότε βρήκαμε έναν άλλον τρόπο να μας πάρουν στα σοβαρά στην Ελλάδα. Αν είμαι στη διοίκηση των μεγαλύτερων μη κυβερνητικών οργανισμών στην Ευρώπη και είμαι στο συμβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κοινωνία των Πολιτών για τα ναρκωτικά, για τις πολιτικές για τα ναρκωτικά, somehow θα με πάρουν σοβαρά και στην Ελλάδα. Eμένα αυτή ήταν η –ασυνειδητή και πάλι– στρατηγική μου σε όλα αυτά. Επίσης οι άνθρωποι όταν ακούν αυτές τις ιστορίες έχουνε μία αντίληψη, ότι «έκανες αυτόν τον κύκλο, πέρασες διά πυρός και σιδήρου, και μετά βγήκες νικητής, και δυνατός, και τα πουλάκια κελαηδάνε χαρούμενα στην εξοχή». Δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα, καθόλου έτσι τα πράγματα. Εγώ προσπαθώ να κρατάω τα πόδια μου στο έδαφος, «χαμηλά τη μπάλα» που λέμε, και ό,τι κάνω το πάω day by day. Θα 'τανε ψέμα να πω αν δεν έχω παρορμήσεις να κάνω χρήση. Ο λόγος που τα τελευταία χρόνια ξανα-σταμάτησα είναι καθαρά προσωπικός, δεν έχει να κάνει με καμία ηθική προσέγγιση ή κάτι άλλο. Έχω δει ανθρώπους να κάνουν χρήση και να είναι απολύτως ή ως ένα μεγάλο βαθμό λειτουργικοί, και μάλιστα η μείωση βλάβης στη βάση των ομοτίμων, επιβάλλει τους ανθρώπους που είναι ενεργοί χρήστες να δουλεύουν στο πεδίο γιατί –guess what– έχουν μία προνομιακή αντίληψη των πραγμάτων. Όταν οι άλλοι μιλάνε για το πεδίο, εμείς είμαστε το πεδίο. Όταν οι άλλοι μιλάνε για τις θιγόμενες κοινότητες, εμείς είμαστε θιγόμενες κοινότητες. Και όταν μιλάμε για πολιτικές για τα ναρκωτικά, υπάρχει το εξής παράδοξο, ότι όλοι θεωρούν τον εαυτό τους άξιο και ικανό να εκφέρει γνώμη, εκτός από μας. Και εμάς που το έχουμε ζήσει όλο αυτό και το έχουμε υποστεί, μας θεωρούνε μη ικανούς. Όλα αυτά εμένα, Χριστίνα, είναι πλέον η καθημερινότητά μου. Όλο αυτό το αφήγημα που άκουσες, που μπορεί να είναι και μπερδεμένο ακόμα μέσα μου, δεν είναι –σου λέω– ένα πράγμα που το αντιλαμβάνομαι ούτε γραμμικά ούτε κυκλικά, είναι λίγο το δικό μου μυαλό σε σχήμα πεταλούδας. Παν τα πράγματα πίσω, μπροστά, από εδώ, από κει, μπερδεύονται λίγο. Δεν θεωρώ ότι έχω φτάσει σε κάποιο σημείο, ας πούμε, φώτισης ή τρομακτικής ωριμότητας, αλλά είμαι 48 και έχω να πω το εξής: Όλα αυτά που είπαμε δεν θεωρώ ότι με κάνανε καλύτερο ή χειρότερο άνθρωπο. Ξέρεις τι θεωρώ όμως; [01:40:00]Θεωρώ ότι με εξελίξανε. Με εξελίξανε πάρα πολύ. Και χωρίς όλα αυτά, εγώ δεν ξέρω τι θα ήμουνα σήμερα. Είναι η πρώτη φορά ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια, που εγώ μπορώ να νοηματοδοτήσω τα πράγματα, να ξυπνάω το πρωί και να έχω έναν λόγο να ζω, να έχω έναν λόγο να βγω από ένα δωμάτιο, αντί να μείνω με κλεισμένα τα παντζούρια κοιτώντας το internet, μέχρι να λιώσω μπροστά σε μια οθόνη. Έχω λόγο.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ.