Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
«Για μένα ήτανε η Νεολαία Λαμπράκη μια δεύτερη Ε.Π.Ο.Ν.»: Ο Παναγιώτης Λυκουρέσης αφηγείται (Μέρος Α')
Segment 1
Οικογενειακή ιστορία, ένταξη στην Ε.Δ.Α. και στην Νεολαία Λαμπράκη και οι κινητοποιήσεις της εποχής
00:00:00 - 00:16:05
Partial Transcript
Είναι 19 Απριλίου, βρισκόμαστε στην Πάτρα με τον κύριο Παναγιώτη Λυκουρέση, είμαι ο Αλέξανδρος Γιαννάκενας και είμαι ερευνητής στο Istorim…ταν εργολάβος ελαιοχρωματιστής και ήμουνα μαθητούδι μαζί του. Μετά προχώρησα, έγινα βοηθός, άλφα βοηθός και μετά τεχνίτης ελαιοχρωματιστής.
Lead to transcriptSegment 2
Σύλληψη και φυλάκιση για αφισοκόλληση επί Αποστασίας
00:16:05 - 00:25:02
Partial Transcript
Μεσολάβησε η Αποστασία. Σκοτώθηκε ο Σωτήρης ο Πέτρουλας, μαθαίνουμε για τον θάνατό του και ανεβαίνω εγώ, ο Κώστας [...] στην Αθήνα. Πάμε στα… Πάτρα, μεσολάβησε, όπως σου είπα, η Αποστασία και δίναμε μάχη κάθε μέρα με συλλαλητήρια και λοιπά, ώσπου έφτασε η ιστορία της Δικτατορίας.
Lead to transcriptSegment 3
Η δράση των Λαμπράκηδων, το Πραξικόπημα, η παράδοση στην Ασφάλεια και η αντιδικτατορική δράση στη συνέχεια
00:25:02 - 01:01:17
Partial Transcript
Πριν φτάσουμε στην Δικτατορία– Ναι. Εσείς εδώ στην Πάτρα ζήσατε και τη δολοφονία του Πέτρουλα και τις διαδηλώσεις για την προίκα της Σοφία…ργαλάς. Αυτό πώς διέρρευσε σαν πληροφορία ότι ειπώθηκε; Ειπώθηκε στα Στρατοδικεία. Α, στα Στρατοδικεία. Ναι, στα Στρατοδικεία ειπώθηκε.
Lead to transcriptSegment 4
Μεταπολιτευτική συνδικαλιστική δράση και ένταξη στην ανανεωτική Αριστερά - εργατικές διεκδικήσεις και απόλυση
01:01:17 - 01:11:13
Partial Transcript
Οπότε μετά την πτώση της Χούντας, απ’ ό,τι κατάλαβα, συνεχίσατε μέσα από τις γραμμές του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού– Μέσα απ’ τις γραμμές– Να έχετε… τα παραπέτια που βάζανε τα αναψυκτικά, τα τελάρα, «για να κάνεις τη δουλειά». Δεν δέχτηκε. Μάλιστα. Αυτός είναι ο Γιώργος ο Βουρλιόγκας.
Lead to transcriptSegment 5
Κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, δίκη και μετέπειτα ανατροπή συντηρητικής συνδικαλιστικής ηγεσίας στην Γ.Σ.Ε.Ε
01:11:13 - 01:17:41
Partial Transcript
Είχατε πει επίσης ότι είχατε εμπλοκή και στο αντιρατσιστικό όταν είχαν πρωτοέρθει οι πρώτοι πρόσφυγες στην Πάτρα– Ναι, ναι, ναι– Τη δεκαετ…ι. Θες να τη φέρω καμιά μέρα, να τη βγάλεις φωτοτυπία– Χρήσιμη– Χρειάζεται κι αυτή; Άμα θέλετε, προαιρετικό είναι. Ε, εντάξει, εντάξει.
Lead to transcriptSegment 1
Οικογενειακή ιστορία, ένταξη στην Ε.Δ.Α. και στην Νεολαία Λαμπράκη και οι κινητοποιήσεις της εποχής
00:00:00 - 00:16:05
[00:00:00]Είναι 19 Απριλίου, βρισκόμαστε στην Πάτρα με τον κύριο Παναγιώτη Λυκουρέση, είμαι ο Αλέξανδρος Γιαννάκενας και είμαι ερευνητής στο Istorima. Κύριε Λυκουρέση, θα θέλατε να μας πείτε αρχικά για την καταγωγή σας, την οικογένειά σας;
Η καταγωγή μου... Εγώ γεννήθηκα στην Πάτρα, αλλά η καταγωγή μου είναι νησιώτης. Ζακύνθιος. Και ο πατέρας μου και η μάνα μου. Από διαφορετικά χωριά της Ζακύνθου. Ο πατέρας μου από την Λιθακιά, Λαγανά, και η μάνα μου από το Κερί Ζακύνθου. Εκεί που ’ν’ τα πετρέλαια σήμερα! Γεννήθηκα στην Πάτρα το 1948. Γεννήθηκα εδώ, στην Μέση Αγυιά και σαράντισα, με πήρε η μάνα μου σαράντα ημερών και με σαράντισε στον Άγιο Νικόλα Πατρών. Κι εκεί εμέναμε στο Βλατερό, Δερβενακίου, μεταξύ Αράτου και Ζαΐμη. Ήμαστε πέντε παιδιά, το πρώτο αγόρι πέθανε γύρω στα 5 ετών από πνευμονία και ήμαστε δυο κορίτσια μετά και δυο αγόρια. Εγώ ήμουνα ο μικρότερος της οικογένειας. Μεσολαβούσε ο Παυλάκης που πέθανε, η Ζωή, δεν είν’ κι αυτή στη ζωή σήμερα, η Αντωνία, ο Πέτρος, που ζει, η Αντωνία δεν ζει, κι εγώ. Σήμερα είμαστε δυο παιδιά απ’ τα πέντε, που ζούμε, εγώ και ο αδερφός μου ο Πέτρος. Ο οποίος έχουμε διαφορά δέκα χρόνια. Είναι μεγαλύτερος, είναι ο τρανός, που λέμε.
Οι γονείς σας περίπου με τι ασχολούνταν;
Ο πατέρας μου ήτανε δημοδιδάσκαλος. Και πέρασε στο Ε.Α.Μ., στην Αντίσταση. Στην πορεία παραδώσανε τα όπλα, πέρασε πάλι στο βουνό–
Με την Βάρκιζα.
Με την Βάρκιζα. Συνελήφθη μαζί με τον αδελφό του, τον Διονύση, Γιώργο, τον έχει εκεί ένα μνημείο στην Κεφαλονιά απ’ τους εκτελεσθέντες, τον έχει γράφει, τον γράφει Γιώργο Λυκούρεση, αλλά δεν είναι έτσι. Λέγεται Διονύσης, λεγότανε, Λυκούρεσης. Τον οποίον, τον αδερφό του τον εκτελέσανε το ’51 στην Κεφαλονιά, με τις τελευταίες εκτελέσεις που κάνανε, 19 χρονών παιδί.
Κατάλαβα.
Ο πατέρας μου συνελήφθη, δικάστηκε κι αυτός εις θάνατον, αλλά τότε υπήρχε μια αυτή –πώς να το πω, διάταξη να το πω;– απ’ το Παλάτι, απ’ την Φρειδερίκη, γιατί αυτή έκανε κουμάντο, ότι όποιος είναι δικασμένος σε θάνατο και περάσουνε πέντε χρόνια και δεν έχει εκτελεστεί, έρχεται στα ισόβια. Υπήρχε κάποιος νόμος τότε, δεν ξέρω τι, διάταξη ήταν της Φρειδερίκης αυτή; Ε, είχε κάνει φυλακές Κέρκυρα, Αίγινα και λοιπά και τελευταία, επειδή ήτανε φυματικός, τα τέσσερα τελευταία χρόνια πριν βγει από τη, πριν αποφυλακιστεί, ήτανε στο «Σωτηρία» κρατούμενος.
Στο σανατόριο.
Στο σανατόριο. Στο νοσοκομείο. Και το ’64, τις δεύτερες εκλογές που βγήκε ο Γεώργιος ο Παπανδρέου, τους απελευθέρωσε, σαν πολιτικούς κρατούμενους. Εμένα, στο διάστημα αυτό, δεν μου επέτρεπαν, επειδή ήμουνα ανήλικος, να πάω να τονε δώ και τον εγνώρισα τον πατέρα μου το ’64. Λοιπόν, επειδή ήμουνα κι εγώ στην οικογένεια και μεγαλώνοντας, ας πούμε, σαν παιδί έβλεπα ότι υπάρχει το πρόβλημα αυτό στην οικογένεια, ήμουνα μαθητής στο Δημοτικό, πήγαινα στο 7ο Δημοτικό Σχολείο, που ’τανε, στεγαζόταν Κανακάρη και Αράτου –εκεί στεγαζόταν κι άλλο σχολείο, το 18ο– κι όταν, γιατί πηγαίναμε μία πρωί εμείς, μία απόγευμα, γιατί ήτανε δύο σχολεία. Κι όταν ήμουνα απογευματινός, το πρωί ήμουνα μικροπωλητής εγώ, πούλαγα κουλούρια, κουλουροποιός, γιατί υπήρχε φτώχεια στην οικογένεια, οι αδερφές μου δουλεύανε η μία στην «Πατραϊκή» και η άλλη στου Μαραγκόπουλου. Η Ζωή, που ήτανε πρώτη απ’ τα παιδιά παντρεύτηκε στα 16 της χρόνια με τον Παναγιώτη τον Ζαχαράτο. Αυτός πήγε φαντάρος και είχε δυο παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. Όπου πουλούσα κουλούρια και ό,τι έβγαζα, ας πούμε, την εποχή εκείνη, τη μια βδομάδα, μάλλον τις δυο βδομάδες του μήνα που πούλαγα κουλούρια, πήγαινα στο σπίτι τα χρήματα. Το 1962, Πρωτοχρονιά, το θυμάμαι λες κι είναι τώρα, γινότανε μια γιορτή των, απ’ τους ΕΔΑΐτες με παιχνίδια για τα παιδιά τους. Τότε η Ε.Δ.Α. είχε γραφεία Μαιζώνος, πριν βγούμε στην Αγίου Νικολάου. Στο αριστερό μας χέρι και από κάτω ήτανε πρατήριο του Λαδόπουλου με χαρτί. Πρατήριο του Λαδόπουλου με χαρτί, που πούλαγε χαρτί. Ε, επήγα κι εγώ σαν παιδί, ανέβηκα μ’ ένα κασελάκι που γυάλιζα παπούτσια. Είδα κόσμο εκεί κι ανέβηκα πάνω, είχα ακούσει για την Αριστερά και δεν μου ’κανε καμία εντύπωση αν έβλεπα τους ασφαλίτες απέναντι που φυλάγανε. Ανέβηκα πάνω, μου συμπεριφέρθηκαν πολύ ωραία, γυάλισα σε πολλούς παπούτσια, τα παπούτσια τους, έβγαλα μεροκάματο δηλαδή και στο τέλος μου ’πανε να τραβήξω έναν κλήρο να δω τι δώρο θα μου τύχει. Και μου ’τυχε ένα μπλουζάκι, όπως είναι αυτό εδώ τώρα, με τρία κουμπάκια. Ε, με χαιρετήσανε, μου δώσανε κουραμπιέδες, μου δώσανε μελομακάρονα, πάντως μου φέρθηκαν σαν να ήμουνα παιδί δικό τους. Τελείωσε η γιορτή, έφυγα κι εγώ, πήγα στο σπίτι με καμιά πενηνταριά δραχμές από το, είσπραξη, χαρές η μάνα μου. Εν πάση περιπτώσει, μετά από οκτώ μέρες, σου ’χω δώσει φωτογραφίες–
Ναι, ναι, ναι, ναι.
Τη γιορτή. Μετά από οκτώ μέρες με βρίσκει ο Πέτρος ο Κομματάς, ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς κι αυτός. Και από δω μ’ έχει, από κει μ’ έχει, μπαίνω στην Ε.Δ.Α., στην Νεολαία της Ε.Δ.Α., που ’μαστε τότε γύρω στα τριάντα άτομα. Μετά από έναν μήνα μου λέει, μου λένε –ο Πέτρος ο Κομματάς ήτανε γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής της Νεολαίας Ε.Δ.Α. και ο Κώστας, που ασχολιότανε με ψάρια εκεί στην Ιχθυόσκαλα, είχε και καΐκι εκεί, είχε και ψαράδικα εδώ στην Πάτρα– ότι γίνομαι μέλος της Επιτροπής Πόλης. Εγώ μόλις έβγαλα το Δημοτικό πήγαινα τεχνική σχολή, στην «Λεύκιππο». Η «Λεύκιππος» στεγαζόταν Μαιζώνος και Γούναρη γωνία. Πήγαινα Πρώτη, Πρώτη τάξη Τεχνικής Σχολής, πήγαινα για μηχανικός, με το σκεπτικό να πάρω το πτυχίο, να βγάλω φυλλάδιο και να μπαρκάρω για καράβια, να γίνω ναυτικός. Γιατί είχα πρότυπο τότε τον Αντώνη τον Αμπατιέλο.
Τον συνδικαλιστή–
Τον συνδικαλιστή στο Ναυτικό Κίνημα, στο Ν.Α.Τ., ο οποίος Αμπατιέλος αυτός οργάνωσε το Ναυτικό Κίνημα. Ήτανε και μηχανικός στο επάγγελμα. Τον είχα πρότυπο. Στην πορεία ανάλαβα υπεύθυνος σ’ όλα τα νυχτερινά Γυμνάσια της Πάτρας και στις Τεχνικές Σχολές, νυχτερινές. Ήτανε βαριά η ιστορία αυτή για μένα. Έπεσα αμέσως στα βαθιά. Δεν είχα πέντε μήνες στην Νεολαία που ’χα.
Πώς λειτουργούσε περίπου αυτό το κίνημα των νυχτερινών σχολείων;
Θα σας πω. Στην «Λεύκιππο» που πήγαινα, στις τέσσερις τάξεις, Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, έφτιαξα πυρήνες. Δηλαδή ανά τέσσερα-πέντε άτομα στην κάθε τάξη. Οργανωμένοι, οργανώθηκαν στην Νεολαία. Το ίδιο έγινε και στην, στου «Λούντζη», το ίδιο έγινε και στον «Πρωτέα», το ίδιο έγινε και στην «Τριάντειο Τεχνική Σχολή». Εκεί μεσολαβεί το ’63 που έγιναν τα γεγονότα στην Κύπρο και κάναμε συλλαλητήρια εδώ στην Πάτρα. Όλος αυτός ο πυρήνας που υπήρχε, ο μηχανισμός, στις τάξεις στις τεχνικές σχολές παρέσερναν και τους υπόλοιπους και κάναν τα συλλαλητήρια, δηλαδή νεολαία πολλή το Κυπριακό τότε. Αφού γυρίσαμε την Πάτρα, καταλήξαμε στην Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, την πρώην Πλατεία Όλγας. Απέναντι απ’ την Πλατεία Όλγας υπήρχε μια σχολή των παπάδων. Εκεί είναι που είναι το, αυτά που πουλάνε έτοιμα φαγητά.
Ναι, ναι, ναι.
Υπήρχε σχολή και μετά την πήγαν στο Χαλάνδρι. Ιερωμένων.
Ιερατική.
Ιερατική Σχολή. Και αυθόρμητα, πρέπει να πει κάποιος δυο κουβέντες, να δώσει έναν χαιρετισμό. Και αυθορμήτως, μπροστά μου είναι ο Ορέστης ο Σκαλτσάς, μαθητής τότε στο Γυμνάσιο, τον παίρνουμε στον ώμο μας εγώ και ο Κώστας [...], θυμάμαι έτρεμαν τα πόδια του και τα χέρια του τού Ορέστη, και όμως τα κατάφερε! Και ακούμε απέναντι, που ήτανε η σχολή, τώρα, η ιερατική, όλοι οι παπάδες στα παράθυρα και ένα τρομερό χειροκρότημα. Υπήρχε ησυχία, έβγαλε λόγο, έκανε χαιρετισμό ο Ορέστης ο Σκαλτσάς. Ε, μετά σκοτώθηκε ο Λαμπράκης το ’63, στην πορεία εδιαλύσαμε την Νεολαία της Ε.Δ.Α. και έγινε η Νεολαία Λαμπράκη, που εγώ μειοψήφησα, να μη γίνει η διάλυση της Νεολαίας Ε.Δ.Α., να υπάρχει, και να υπάρχει και η Νεολαία Λαμπράκη, με τη μόνη διαφορά όποιος φτάνει απ’ την Νεολαία Λαμπράκη και γίνεται, πολιτικοποιείται πλέον και κομματικοποιείται, να περνάει στην Νεολαία της Ε.Δ.Α. Αυτή ήτανε η άποψή μου εμένα τότε. Εν πάση περιπτώσει, μειοψήφησα εγώ στην Επιτροπή Πόλης, ήμουνα εγώ και άλλοι τρεις. Ήμουνα στο Κεντρικό, στο Συμβούλιο της Νεολαίας Λαμπράκη εδώ στην Πάτρα, ήταν 27μελές, έπαιρνα μέρος εκεί, [00:10:00]έγινε η πρώτη πορεία επί Λαμπράκη, πριν σκοτωθεί, και ανεβήκαμε γύρω–
Η Πορεία Ειρήνης;
Η Πορεία Ειρήνης με τον Λαμπράκη, ζούσε. Και ήταν το ξεκίνημα από το, απ’ το Πεδίο του Άρεως για τον Τύμβο. Ε, ανεβήκαμε στο πούλμαν εδώ από την Πάτρα, οι νεολαίοι –ήταν τα δύσκολα χρόνια τότε– και μόλις φτάσαμε στο Πεδίο του Άρεως, στο Μεταξουργείο μάλλον, κατεβήκαμε εκεί στη, σε ένα καμπαρέ του Κατελάνου, που λεγότανε «Χαβάη». Οι Κατελαναίοι ήσαντε δυο αδέρφια, μαφία την εποχή εκείνη, και μόλις μας είδανε η Αστυνομία –ήσαντε κι άλλοι και από άλλες πόλεις, και Αθηναίοι ήσαντε– αλλά, έρχεται η Αστυνομία με κάτι αύρες, ξεπήδησαν αστυνομικοί και άρχισε το ξύλο. Οι Αθηναίοι που ξέραν τα κατατόπια λακίξανε από δω κι από κει, στα στενά. Εμείς πού να... Απ’ την επαρχία φάγαμε το ξύλο της αλεπούς! Εν πάση περιπτώσει. Έγινε η πορεία. Μόνος του ο Λαμπράκης με κάναν δύο ακόμα. Όταν σκοτώθηκε, λοιπόν, κάναμε τη δεύτερη Πορεία Ειρήνης. Είχαμε οργανωθεί εδώ, ανεβήκαμε γύρω στα δεκαπέντε πούλμαν απάνω για την πορεία. Που θα ξεκίναγε απ’ τον Τύμβο, απ’ τον Τύμβο, προς το Πεδίον του Άρεως, ο τελειωμός. Έγινε η πορεία όμορφα κι ωραία, παρόλο που την είχε απαγορέψει ο Γιώργος ο Παπανδρέου. Ήτανε κυβέρνηση τώρα, το ’64. Έγινε η πορεία, κατεβήκαμε στην Πάτρα, μεσολαβήσανε τα Ιουλιανά, το ’65, μεσολάβησε το συνέδριο, τον Μάιο, των Λαμπράκηδων, μεσολάβησε το συνέδριο των Λαμπράκηδων, και ήμαστε από δω απ’ την Πάτρα δώδεκα αντιπρόσωποι. Μεταξύ αυτών ήμουνα κι εγώ. Βγάλαμε το καινούργιο Κεντρικό Συμβούλιο. Εγώ υπήρξα αναπληρωματικός, εξελέγην αναπληρωματικός. Ήταν τότε ο Παπαγιαννάκης, ήτανε Πάγκαλος, ήτανε ο Γρηγόρης ο Γιάνναρος, ο Γιωτόπουλος, ο Χριστοφιλόπουλος, πολλά παιδιά της εποχής εκείνης. Εν πάση περιπτώσει, εγώ στο συνέδριο ήθελα να μιλήσω, αλλά απλώς έκανα ερώτημα. Γιατί Κυριακή πρωί που ξημέρωσε και μέναμε στο ξενοδοχείο, κατέβηκα, πήρα την «Αυγή» στα χέρια μου και έγραφε με κεφαλαία γράμματα η πρώτη σελίδα η «Αυγή» την πτώση του Μπεν Μπέλα στην Αλγερία. Λοιπόν, πήγα στο συνέδριο, έφτασε η σειρά μου να μιλήσω, τότε λεγόμαστε «φίλοι», δεν ήμαστε «σύντροφοι», ήταν απαγορευτικό τότε, το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν εκτός νόμου, λέω: «Φίλοι, αυτά που ήθελα να πω με κάλυψαν οι προηγούμενοι ομιλητές. Εκείνο που έχω να πω, μάλλον να κάνω μια ερώτηση στο προεδρείο», στο προεδρείο ήταν απάνω και ο Θεοδωράκης, ο Μίκης, γιατί ήτανε πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη και γραμματέας ήταν ο Τάκης ο Μπενάς, «είναι αυτό εδώ. Η «Αυγή» σήμερα γράφει την πτώση του Μπεν Μπέλα στην Αλγερία. Εάν γίνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, με κυβέρνηση Παπανδρέου, Γιώργη Παπανδρέου, πώς θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση; Τι θα κάνουμε; Θα βγούμε στους δρόμους, στα πεζοδρόμια; Με τι θα συγκρουστούμε με το κατεστημένο, ας πούμε;». Ε, και στο κλείσιμό του ο Μίκης μου λέει: «Φίλε Παναγιώτη, αν εσύ είσαι δειλός, να την κρατήσεις τη δειλία για τον εαυτό σου και μην την σπείρεις στους άλλους». Εντάξει. Μετά απ’ αυτό, γιατί τότε ο Ηλίας ο Ηλιού, ο μακαρίτης, κάτι ήξερε η Ε.Δ.Α., το Εκτελεστικό Γραφείο της Ε.Δ.Α. και η Διοικούσα Επιτροπή ότι κάτι μαγειρεύεται με το Παλάτι για αποστασίες και λοιπά. Και το ’χε πει και σε συγκέντρωση εδώ στην Πάτρα ο Ηλίας Ηλιού, ότι το Παλάτι μαγειρεύει πραξικόπημα να κάνει. Εν πάση περιπτώσει, έρχομαι εδώ στην Πάτρα, ερχόμαστε εδώ στην Πάτρα, κάναμε διάφορες δουλειές οργανωτικές και μετά από δεκαπέντε μέρες, είκοσι μέρες, ο ίδιος ο Θεοδωράκης κατεβαίνει με μια «Citroen» μεγάλη, την εποχή εκείνη, που, αυτές που ανεβαίνανε, μυστικά, είχε πάρει τηλέφωνο, γιατί εμείς στεγαζόμαστε, είχαμε ξεχωριστά γραφεία απ’ την Νεολαία… απ’ την Ε.Δ.Α., τους μεγάλους. Είχαμε γραφεία στην Περιηγητική Λέσχη, Κορίνθου και Αγίου Νικολάου. Ήταν η Περιηγητική Λέσχη και τώρα είναι οι σχολές του «Βέργη», του «Βεργή», πώς λέγεται. Εν πάση περιπτώσει, σκοτώθηκε ο Λαμπράκης, γίνανε, έγινε η Νεολαία Λαμπράκη και έρχεται ο Θεοδωράκης, μετά απ’ το συνέδριο, να μου πει: «Συγχαρητήρια, πλέον δεν ανήκεις στην Νεολαία Λαμπράκη, τώρα ανήκεις στην Νεολαία της Ο.Κ.Ν.Ε.». Ε, εντάξει, πέρασα πλέον στην Ε.Δ.Α., στους μεγάλους, οργανώθηκα στο συνδικαλιστικό κομμάτι, γιατί πλέον, μετά τη διαγραφή μου, μεσολάβησε, δεν ξέρω αν το ’χω πει αυτό, αλλά όταν πήγαινα τεχνική σχολή στην Τρίτη τάξη, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, το ’64, επειδή έβλεπε ότι το κίνημα των Λαμπράκηδων ανεβαίνει, και το ’βλεπαν και οι πρεσβείες αυτό το πράγμα, για μένα ήτανε η Νεολαία Λαμπράκη μια δεύτερη Ε.Π.Ο.Ν., έβγαλε μια εγκύκλιο 1010, που έλεγε ότι όποιος μαθητής, είτε είναι ημερήσιο Γυμνάσιο είτε νυχτερινό Γυμνάσιο είτε τεχνική σχολή, διαγράφεται και μπορεί να βγάλει το Γυμνάσιο στην περιφέρεια. Δηλαδή ή στο Αγρίνιο ή στον Πύργο, στον Νομό Ηλείας. Διαγράφτηκα εγώ από κει και μαζί με μένα σ’ όλη την Ελλάδα ήσαντε άλλοι τέσσεροι. Εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να πάω πουθενά αλλού. Γιατί ούτε τεχνική σχολή υπήρχε στο Αγρίνιο ούτε στην Ηλεία. Και μάλιστα παιδιά απ’ το Αγρίνιο ερχόσαντε εδώ, πηγαίναν τεχνική σχολή, νοικιάζανε μια χαμοκέλα, που λέγαμε την εποχή εκείνη, ένα δωματιάκι, ας πούμε, και κάναν δουλειές του ποδαριού προκειμένου να ανταποκριθούνε στην καθημερινότητα. Και το βράδυ πήγαιναν τεχνική σχολή να πάρουν ένα πτυχίο. Διαγράφτηκα από κει. Και μετά πέρασα στην οικοδομή. Σαν ελαιοχρωματιστής. Με πήρε ένας φίλος, της Ε.Δ.Α. τότε, ο Δημήτρης, που ήταν εργολάβος ελαιοχρωματιστής και ήμουνα μαθητούδι μαζί του. Μετά προχώρησα, έγινα βοηθός, άλφα βοηθός και μετά τεχνίτης ελαιοχρωματιστής.
Μεσολάβησε η Αποστασία. Σκοτώθηκε ο Σωτήρης ο Πέτρουλας, μαθαίνουμε για τον θάνατό του και ανεβαίνω εγώ, ο Κώστας [...] στην Αθήνα. Πάμε στα κεντρικά των Λαμπράκηδων. Φεύγοντας, μας λέει ο Τάκης ο Μπενάς, που ’τανε γραμματέας: «Παιδιά, πριν φύγετε να πάρετε υλικό, αφίσες με τον Πέτρουλα, να τις κολλήσετε στην Πάτρα». Εμείς έχουμε πάει με το Κ.Τ.Ε.Λ. Δεν υπήρχαν αμάξια τότε Ι.Χ. και... Πάμε με το Κ.Τ.Ε.Λ., γυρίζουμε, πάμε στο τυπογραφείο και μία-μία αφίσα του Πέτρουλα την βάζαμε πόστα. Το μελάνι ήταν φρέσκο και θυμάμαι ότι τα δακτυλικά μου αποτυπώματα βρίσκονταν απάνω στη φωτογραφία, στην αφίσα. Ερχόμαστε στην Πάτρα… Α, πριν έρθουμε στην Πάτρα παίρνουμε τηλέφωνο και λέμε: «Να μείνει ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε πίσω, την τάδε ώρα θα ’μαστε στην Πάτρα για να κάνουμε αφισοκόλληση με τη φωτογραφία του Πέτρουλα». Ξέχασα να πω ότι είχαμε φτιάξει στους Λαμπράκηδες θυμάμαι μια ομάδα κρούσης, «ταλιμπάν», γιατί υπήρχε τρομοκρατία και έπρεπε να σπάσουμε την τρομοκρατία. Την πρώτη κουβέντα δεν την είπε ο Γιώργος ο Παπανδρέου «τρομοκρατήστε τους τρομοκράτες», την είπε ο Ηλίας ο Ηλιού. Να λέμε την αλήθεια. Δεν την είπε, μετέπειτα την είπε ο Γιώργης ο Παπανδρέου «τρομοκρατήστε τους τρομοκράτες». Πιο μπροστά την είχε πει ο Ηλίας ο Ηλιού. Κι εμείς είχαμε φτιάξει έναν πυρήνα από σκληρά παιδιά «ταλιμπάν», που δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Γέμισε όλη η Πάτρα από αφίσες. Δίχως να μας πιάσει κανένας απ’ την Ασφάλεια, δίχως τίποτα, πήγαμε πέντε άτομα κατηγορούμενοι, εγώ, ο αδερφός του Μόσχου, του Γιώργου, ο Μάκης, ο Σωτήρης ο [Δ.Α.], ο Νίκος και κάποιος άλλος. Εν πάση περιπτώσει, μας πήγανε στην Ασφάλεια, μας πήρανε τα δακτυλικά αποτυπώματα, μας βγάλανε φωτογραφίες, εγώ θυμάμαι έχω το 2024, η φωτογραφία μου, πολιτικός, όχι ποινικός.
Ναι, ναι, ναι.
2024. Την άλλη μέρα ήρθαν να μας πάρουν αυτόφωρο. Εμείς το διάστημα αυτό μέσα στα κρατητήρια, θυμάμαι στα υπόγεια της Ασφάλειας, Κανακάρη, στην Κανακάρη που ήτανε, τους απαιτήσαμε να φέρουνε κουρέα να ξυριστούμε, παιδιά ήμαστε, να κουρευτούμε και λοιπά, να μην πάμε να μας δει το δικαστήριο λες και είμαστε αλήτες! Φωνάζαμε συνθήματα: «Δεν περνάει ο φασισμός», «1-1-4», «Ο Λαμπράκης ζει». Την άλλη μέρα θέλανε να μας πάνε αυτόφωρο. Να μας πάνε αυτόφωρο και ξεκίνησαν να μας πάνε με τα πόδια και με χειροπέδες, δεμένοι ο ένας στον άλλονε. Εμείς δεν θέλαμε να πάμε έτσι. Θέλαμε να πάμε ή με ταξί και να το πληρώσουμε εμείς ή να βάλει η Ασφάλεια υπηρεσιακά αμάξια να μας πάνε στον εισαγγελέα. Αυτοί, προκειμένου να δείξουν ότι εμείς ήμαστε τίποτα τυχοδιωκτικά στοιχεία ή αλητεία και λοιπά ή κλέφτες ή ναρκομανείς, θέλανε να μας πάνε με τα πόδια. Δεν τους έγινε το χατίρι, γιατί βγαίνοντας από την Ασφάλεια και πιάσαμε την Κανακάρη αριστερά για να πάμε στα δικαστήρια αρχίσαμε τα συνθήματα, για να ξέρει ο κόσμος ποιοι είμαστε. Ότι είμαστε πολιτική νεολαία, κομματική νεολαία, Νεολαία Λαμπράκη. Και μόλις είδαν αυτοί, οπισθοχώρησαν. Κι έφεραν ταξί και μας πήγανε. Και τα πλήρωσαν αυτοί τα έξοδα. Ε, όταν έγιναν τα εγκαίνια του Λαμπρά… Οι Λαμπράκηδες, τα εγκαίνια η Λέσχη των Λαμπράκηδων στην Κορίνθου και Αγίου Νικολάου, εκείνη την ημέρα εγράφτηκαν 2.500 άτομα! Δηλαδή είχε κλείσει η Κορίνθου, είχε κλείσει, είχε κατέβει ο Μίκης Θεοδωράκης στα εγκαίνια. Και μετά κάναν και συνεστίαση στην «Παλιά Πάτρα», που ’ταν στην Ηλείας, με μουσική και λοιπά. Είχε και πιάνο μέσα το μαγαζί και έπαιξε και ο Μίκης πιάνο με τραγούδια, τότε τα τραγούδια του Μίκη, Ρωμιοσύνη και λοιπά. Λοιπόν, 2.500 άτομα και με ταυτότητα, με ταυτότητες ότι είσαι στην Νεολαία Λαμπράκη, Δημοκρατική Κίνηση Νέων Λαμπράκη, το όνομά σου και η φωτογραφία σου. Οργανώθηκε, που λες, η Νεολαία, ήμαστε γύρω στα 5.500 μέλη, μέχρι το ’67 που έγινε η Δικτατορία. Πολλά παιδιά, επώνυμα[00:20:00] παιδιά. Να σου πω ότι ήτανε ο [...] ο τελευταίος, του Διονύση ο γιος, του Διονυσάκη του δικηγόρου, του ποινικολόγου, αυτός που πέθανε τελευταία, στην Νεολαία Λαμπράκη; Πολλά παιδιά, πολλά παιδιά, ο Βασίλης ο Λαδάς, ο Νίκος ο Κατριβέσης, που ’ναι καθηγητής στην Θεσσαλονίκη, δεν ξέρω σε ποιο τμήμα είναι εκεί, ποια ειδικότητα έχει, ήτανε ο Αντρέας ο Παναγόπουλος, ο, το πιανόργανο, μουσικός, πολλά παιδιά, δεν μπορώ να πρωτοθυμηθώ.
Κατάλαβα.
Εκτός από Βελόπουλο Γιάννη, Κατσιγιάννη και άλλα παιδιά. Ε, τότε με την ιστορία του Πέτρουλα, με τις αφίσες, δικαστήκαμε τρία άτομα απ’ τα έξι. Δικαστήκαμε με έξι μήνες, όχι δικαστήκαμε με εννιά μήνες πρωτόδικα, και μετά γίνεται Εφετείο και πάμε στο Εφετείο, αθωώθηκαν οι τρεις πρωτόδικα, δικαστήκαμε οι τρεις με εννιά μήνες, και πάμε στο Εφετείο και μας φέρανε, τον έναν τον έφερε, τον Μάκη τον Μόσχο τον έφεραν στους έξι μήνες, εμάς τους άλλους δύο μας έφεραν στους πεντέμισι μήνες, με το σκεπτικό ποιο; Άμα δικάζεσαι και πας σε αγροτικές φυλακές ανηλίκων, άμα είσαι δικασμένος πάνω από έξι μήνες, η φυλακή που κάνεις μία μέρα πιάνεται για δύο. Γιατί είναι αγροτικές φυλακές, κάνεις δουλειά. Ενώ όσοι είναι κάτω από έξι μήνες δεν πιάνεται η μία μέρα για δύο, πάει για πεντέμισι μήνες. Ο Μάκης έφυγε στους τρεις μήνες. Εγώ έφυγα, την πλήρωσα τη φυλακή, ο μάστοράς μου ο [...] έκανε έρανο και μάζευε κάποια λεφτά και ήρθε και, στην Κασσαβέτεια και με πήρε. Εκεί στην Κασσαβέτεια δημιουργείται ένα πρόβλημα μ’ εμένα, με τον αρχιφύλακα της φυλακής, γιατί εγώ δεν έβγαινα να πάω στη δουλειά. Άσε που μας πήρανε κάτι βιβλία που μας είχανε δωρίσει απ’ τις φυλακές ανηλίκων της Βουλιαγμένης, γιατί όταν φύγαμε μεταγωγή απ’ την Πάτρα, από δω απ’ τις ιταλικές φυλακές Ρήγα Φεραίου–
Ναι–
Μας πήγανε φυλακές Βουλιαγμένης. Εκεί γνωρίσαμε τον [...], ο οποίος έχει κάνει και γραμματέας στο Υπουργείο Πολιτισμού, ήτανε Λαμπράκης την εποχή εκείνη. Και ήτανε κρατούμενος και αυτός, ο αδερφός του όμως δεν ήτανε κρατούμενος, ήρθε και μας έκανε επισκεπτήριο και φεύγοντας μεταγωγή, φύγαμε γύρω στα δεκαπέντε άτομα, μαζευτήκανε κι οι άλλοι και μας έδωσε κάτι βιβλία. Αυτά τα βιβλία που μας έδωσε, στις φυλακές της Κασσαβέτειας μας τα κράτησαν. Δεν μας τα ’διναν να τα διαβάσουμε. Και εγώ πήγα στον γιατρό προκειμένου να βγω αναρρωτική, να πάρω άδεια, να μην πάω για δουλειά και λοιπά και λοιπά και λοιπά. Έρχεται ο αρχιφύλακας, ένας […] απ’ το Ναύπλιο, παλιά καραβάνα αυτός. Αφού έγινε ιστορία, μου λέει: «Για δεν πας για δουλειά;». Του λέω «Δεν πάω για δουλειά, γιατί δεν δικαιούμαι τη μία μέρα για δύο. Γιατί να πάω για δουλειά; Είναι προαιρετικό;». «Προαιρετικό» μου λέει «είναι». Και κει, πάνω στη κόντρα που έχουμε κι αυτά, μου δίνει μια σπρωξιά, πέφτω κάτω και βγάζει το περίστροφο και μου λέει την εξής κουβέντα: «Μωρή κουφάλα, εγώ έχω δαμάσει στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος και δεν θα γαμήσω εσένα;». Ο διευθυντής της φυλακής, ένας Παπαγεωργίου ονόματι, παιδαγωγός έπεται, πήγαμε σ’ αυτόνε, μου λέει: «Παιδί μου, γιατί τα κάνεις αυτά;». «Τι κάνω;» λέω. «Δικαιούμαι τη μία μέρα για δύο;». «Όχι», μου λέει, «δεν τη δικαιούσαι». «Γιατί;». «Γιατί είχες δικαστεί κάτω από 6 μήνες». «Και τι πρέπει να κάνω;», του λέω. Μου λέει: «Δεν γίνεται τίποτα. Αυτός είναι ο νόμος» μου λέει «και ο κανονισμός της φυλακής». Εν πάση περιπτώσει, να μη σ’ τα πολυλογώ, κάνω απεργία πείνας, με βάλανε στο πειθαρχείο, μια μέρα να τρώω, αυστηρά δηλαδή, μια μέρα να τρώω και μια μέρα... Τη μέρα που φέρναν το φαγητό εγώ δεν το ’παιρνα, απεργία πείνας. Με πάνε πάλι στον διευθυντή, μου λέει: «Γιατί κάνεις απεργία πείνας;». Του λέω: «Να μας δώσετε τα βιβλία που μας πήρατε. Να μας δώσετε τα βιβλία που μας πήρατε». Εν πάση περιπτώσει, μας τα ’δωσε τα βιβλία. Εν τω μεταξύ, στη φυλακή στην Κασσαβέτεια ναι μεν υπήρχανε θάλαμοι, αλλά εμάς μας είχανε πάει σ’ ένα κτίριο καινούργιο, που το ισόγειο ήσαντε πολιτικοί και Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι δεν έπαιρναν όπλο και δικαζόσαντε κάθειρξη πεντέμισι χρόνια. Κρατάγανε ακεραιότητα, δηλαδή πώς να σ’ το πω. Και από πάνω ήσαντε «λογοτιμήτες», νεολαίοι που ’χανε κάνει φόνο, είχανε δείξει καλή διαγωγή και τους έδιναν το αστέρι εδώ «λογοτιμήτες», που είχαν το δικαίωμα να βγαίνουν έξω, στον Βόλο. Είχαν το δικαίωμα να βγαίνουν στον Βόλο. Ε, ήρθε η σειρά, αποφυλακίστ… πλήρωσε τη φυλακή ο Κορμπάκης, μια ωραία πρωία τονε βλέπω, έτρεχε στα δικαστήρια του Βόλου να πληρώσει, μετά ήρθε απάνω στις φυλακές και το μεσημεράκι φύγαμε, πήρα το αποφυλακιστήριο και φύγαμε. Ήρθαμε στην Πάτρα, μεσολάβησε, όπως σου είπα, η Αποστασία και δίναμε μάχη κάθε μέρα με συλλαλητήρια και λοιπά, ώσπου έφτασε η ιστορία της Δικτατορίας.
Segment 3
Η δράση των Λαμπράκηδων, το Πραξικόπημα, η παράδοση στην Ασφάλεια και η αντιδικτατορική δράση στη συνέχεια
00:25:02 - 01:01:17
Πριν φτάσουμε στην Δικτατορία–
Ναι.
Εσείς εδώ στην Πάτρα ζήσατε και τη δολοφονία του Πέτρουλα και τις διαδηλώσεις για την προίκα της Σοφίας και τη δολοφονία του Κερπινιώτη, του ΕΔΑΐτη;
Ναι, αυτά είναι πιο μπροστά. Πολύ πιο μπροστά.
Περίπου πώς–
Αυτό ήτανε η δολοφονία του Κερπενιώτη, του Διονύση του Κερπενιώτη. Αυτός έμενε Σανταρόζα, εκεί τώρα που γίνεται το κτίριο του Κ.Τ.Ε.Λ., το καινούργιο, πίσω. Σανταρόζα, αυτή, εκεί, στους «Μύλους του Αγίου Γεωργίου». Ο Διονύσης πήγε στρατιώτης στο Κέντρο της Τριπόλεως, κανονικά τη θητεία του, εκεί τον πήρανε, στο Κέντρο. Μεσολάβησαν οι εκλογές του ’61, ο Κερπενιώτης ήτανε στρατιώτης. Έχει ορκιστεί και έχει πάρει άδεια και ήρθε στην Πάτρα. Και ανέβηκε στα γραφεία της Ε.Δ.Α. στην Μαιζώνος με στρατιωτικά. Η Ασφάλεια πάντα παρακολουθούσε απέναντι. Απέναντι ήτανε, πολλά μαγαζιά ήτανε και εμπορικό και ήτανε το καφεκοπτείο, δεν θυμάμαι τώρα το όνομα, ένα καφεκοπτείο που το ’χε μια ξανθιά, έτσι, γυναίκα κοντή. Εκεί, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ήτανε η Ασφάλεια εκεί. Και παρακολουθούσε. Είδανε ότι ο Διονύσης ανέβηκε απάνω, μάθανε ότι ψήφισε Ε.Δ.Α. στον Νομό Αχαΐας και γυρίζοντας στην Τρίπολη, μετά από έναν μήνα τον έφαγαν. Στη σκοπιά. Ένας αρχιλοχίας. Εγώ το ’62 οργανώθηκα. Αλλά ήμουνα και στην κηδεία του, γιατί το ’62 τον σκότωσαν, και ήμουνα και στα μνημόσυνα, στο μνημόσυνο. Μετά, τι άλλο με ρώτησες, για...
Τις κινητοποιήσεις που κάνατε για την προίκα της Σοφίας τότε–
Α! Αυτό ήταν μεταξύ ’62-’63. Δωρεάν παιδεία, συλλαλητήρια επί 40 μέρες. Τότε θυμάμαι πουλούσα κουλούρια. Ο Γιάννης ο Βελόπουλος ήτανε φοιτητής στην Νομική και είχε έρθει στην Πάτρα και μας έλεγε, σε μένα, να πω στον Βασίλη τον Λαδά ή στον Παναγόπουλο ή στον Νίκο τον Αντωνόπουλο, τον «Νικολάρα» που λέγανε, είχε κάνει και αντιδήμαρχος Οικονομικού με τον Καράβολα, ποια πορεία θα πάρουν, ποια κατεύθυνση. Μία μου λέγαν να του πω στην Νομαρχία, την παλιά Νομαρχία, Πατρέως, μία εκεί, μία στην Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, μια Αγίου Ανδρέου, συλλαλητήρια κάθε μέρα, χιλιάδες μαθητές! Χιλιάδες μαθητές! Αυτό κράτησε γύρω στο… τριανταπέντε, σαράντα μέρες. Είχε, η Πάτρα είχε τότε φουντώσει από κινητοποιήσεις, από μαθητές. Χειροκροτήματα απ’ τους καταστηματάρχες, πολλά χειροκροτήματα. «Μαζί σας παιδιά», συμπαράσταση και το ένα και το άλλο. Αυτά. Λοιπόν;
Από την Ασφάλεια που παρακολουθούσε την Νεολαία Λαμπράκη κάποιο περιστατικό, από τα φακελώματα και τα λοιπά;
Φακελώματα είχαμε–
Εκείνα τα χρόνια–
Είχαμε κάθε μέρα.
Πώς το ζούσατε αυτό το καθημερινό με την παρακολούθηση και το–
Το καθημερινό, να σου πω, να σου πω πώς το ζούσαμε κάθε μέρα. Όταν είχαμε την Λέσχη Λαμπράκηδων στην Κορίνθου και Αγίου Ανδρέου, Αγίου Ανδρέου και Αγίου Νικολάου, απέναντι ήτανε μια μπιραρία «Ο Έλατος». Γωνία απέναντι, Αγίου Νικολάου στη γωνία, ήταν ο «Έλατος», τώρα είναι υποδήματα, ένα μαγαζί, κάτω απ’ την Σχολή του «Λούντζη». Όχι, όχι, όχι. [Δ.Α.] το μυαλό μου τώρα. Ναι, κάτω απ’ την Σχολή του «Λούντζη». Κορίνθου. Κάτω απ’ την Σχολή του «Λούντζη». Ήταν εκεί πέρα «Ο Έλατος». Εκεί είχανε πιάσει ένα τραπεζάκι οι ασφαλίτες, τρεις-τέσσεροι, σε καθημερινή βάση. Ένα τραπεζάκι εκεί… Εγώ το ’βλεπα αυτό και κάπου δεν μου άρεσε, γιατί καθημερινά ερχόσαντε παιδιά, νεολαίοι και κάνανε παράπονα, πηγαίνανε στα σπίτια τους, βρίσκανε τους γονείς τους και τους λέγανε: «Ο γιος σας έχει αυτό και αυτό κάνει, πάει στην Νεολαία Λαμπράκη, θα του κάνουμε φάκελο» και το ’να και τ’ άλλο και λοιπά [Δ.Α.]. Πολλούς τους λέγανε, τους δίναν ένα χαρτάκι και τους λέγανε: «Αύριο θα ’ρθείτε στο 9 Γραφείο στην Ασφάλεια. Σας θέλει ο προϊστάμενος». Το 9 Γραφείο υπήρχε στην Ασφάλεια. Το 1 Γραφείο, το 2 Γραφείο. Το 9 Γραφείο έγραφε απέξω «9 Γραφείο Κ.Υ.Π.», Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών. Δεν έγραφε Κρατική Ασφάλεια. Η σημερινή Κρατική Ασφάλεια, που είναι εδώ στην Ασφάλεια, ήτανε τότε η Κ.Υ.Π. Τι να κάνω, τι να κάνω, τι να κάνω; Λέγαμε: «Τι να κάνουμε, ρε παιδιά; Τι να κάνουμε;». Λέω: «Έτσι είναι; Κάτσε, να τους προκαλέσουμε κι εμείς». Και παίρνω την «Αυγή». Και όπως καθόσαντε αυτοί εκεί και βλέπανε προς τα δω, κάθομαι κι εγώ από δω, με βλέπανε, με τον τίτλο της «Αυγής» μπροστά, έτσι, την κοιτάγανε. Πέφτει κάποιο τηλέφωνο και έρχεται ο προϊστάμενος του 9 Γραφείου, ονόματι Γώγος, πατέρας[00:30:00] του Γώγου, του αυτουνού που έβγαινε στις τηλεοράσεις με τα εμβόλια και λοιπά;
Ναι, ναι, ναι.
Πατέρας του. Και βλέπω την κίνηση, που τους κάνει ένα νεύμα τέτοιο. «Σηκωθείτε να φύγουμε». Ε, μετά σταματήσανε οι παρακολουθήσεις αδιάκριτα. Διακριτικά, περατζάδες κάνανε μόνο, δεν είχανε, δεν ήσαντε στάσιμοι, περατζάδες. Μόνο περατζάδες. Περατζάδες που κάνανε δεν μπορούσες να τους πεις τίποτα. Λοιπόν, κι ένα περιστατικό, μετά έχουμε φύγει και έχουμε πάει στην, η Λέσχη την έχουμε μεταξύ στην Πατρέως, μεταξύ Μαιζώνος και Πατρέως την Λέσχη. Απέναντι από τον παλιό «Γλαύκο». Ο «Γλαύκος» ξέρεις τι ήτανε, η ηλεκτροδότηση που είχαμε εδώ στην Πάτρα–
Ναι, ναι, το εργοστάσιο–
Ναι, «Γλαύκος». Κει ήταν τα... Στον δεύτερο όροφο. Πρώτο όροφο ήταν ένας δικηγόρος δεξιότατος, κατέβαινε κάθε τόσο και γιατί κάναμε φασαρία. Εμείς δεν κάναμε φασαρία, απλώς είχαμε ένα πινγκ πονγκ, είχαμε το σκάκι μας, είχαμε το τάβλι μας και καμιά φορά είχαμε, [Δ.Α.]... Εν πάση περιπτώσει, στην Πατρέων, μετά που πήγαμε στην Βότση, και εκεί μας βρήκε η Δικτατορία, Βότση και Ρήγα Φεραίου, ένα περιστατικό με τον Μάκη τον Μόσχο, τον αδερφό του Γιώργου. Ο Μάκης δούλευε σιδεράς. Μπαλκόνια, τέτοια, σίδερα. Και τότε δουλεύανε πρωί και απόγευμα τα παιδιά. Δεν υπήρχε, υπήρχε το μεσημέρι να σταμάταγες, μετά πήγαινες πάλι για δουλειά. Ο Μάκης, τονε βλέπω που έρχεται στα γραφεία στην Βότση, με ένα μισ... μ’ ένα μισόκιλο ψωμί που μέσα έχει λάδι, έχει ντομάτα, έχει τυρί φέτα και κάτι σαν σαλάμι. Και ερχότανε τρώγοντας, από πάνω απ’ τα Εβραιομνήματα. Φραντζόλα ολόκληρη. Ανεβαίνει, τα 'λεγε κάπως σαν μάγκικα ο Μάκης την εποχή εκείνη: «Αδερφάκι μου, να σου πω». «Τι έγινε, ρε Μάκη;» του λέω. Μου λέει: «Κοίταξε να δεις, τι θα κάνουμε με αυτούς τους πούστηδες» μου λέει «από κάτω που είδα;» μου λέει. «Τι έγινε;». «Η ώρα είναι 8:30» μου λέει «και ακόμα είναι εδώ; Τι θα γίνει μ’ αυτούς;». «Τι να γίνει, ρε Μάκη;» του λέω, «μη δημιουργούμε καταστάσεις τέτοιες. Αφορμή ζητάνε αυτοί, να μας πάνε» του λέω «για κανένα παράπτωμα, αντίσταση κατά της αρχής, εξύβριση και το ’να και τ’ άλλο» του λέω. «Πάμε στα δικαστήρια και δικαζόμαστε», του λέω. «Κι αυτά όλα, τις αποφάσεις, πάνε στην Πρεσβεία την Αμερικάνικη και λένε ότι αυτοί πάνε να ανατρέψουνε την κυβέρνηση, το καθεστώς». «Δεν ξέρω τι μου λες» μου λέει, κατεβαίνει ο Μάκης, του λέω: «Πού πας; Έλα δω, ρε», του λέω, «μη δημιουργήσεις πρόβλημα». «Έλα, μωρέ, κοντά», μου λέει και πάει και τους λέει: «Ρε, τι ώρα είναι; Είναι 9:00 η ώρα, το μεροκάματο το βγάλατε. Άι γαμηθείτε από δω!». Έτσι όπως σ’ το λέω, Αλέξανδρε, «άι γαμ...», ήτανε τέτοιος ο τύπος, στο μάγκικο. Ο οποίος Μάκης ήτανε στην ομάδα κρούσης.
Κατάλαβα. Και τι έγινε μετά που τους το είπε αυτό;
Τίποτα. Το βουλώσανε και φύγανε. Σου λέει–
Α έπιασε!
«Θα γίνει αρπαγή» σου λέει «εδώ τώρα. Θα σκοτωθούμε, θα γίνει σύρραξη. Θα γίνει σύρραξη». Αυτά. Και πολλά τέτοια. Πολλά. Άσε που ’χανε βγάλει για τις κοπέλες, τις Λαμπράκισσες, ότι… Είχανε βγάλει ένα αυτό ότι αυτές που φορούνε μαύρες κάλτσες είναι Λαμπράκισσες, είναι πουτάνες και λοιπά και λοιπά. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα σ’ εμάς. Οι κοπέλες, ήμασταν σαν αδέρφια όλοι. Αδερφές μας τις βλέπαμε. Κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι. Εγώ θυμάμαι του μακαρίτη του Τάκη του Μπακόπουλου, που ’χε κάνει και αντιδήμαρχος επί Άννινου, παλιός κομμουνιστής ΕΔΑΐτης, μετά είχε τρία παιδιά, δυo κόρες και ένα αγόρι, τον Σταυράκη. Ο Σταυράκης ήταν μικρότερος. Η Νικολίτσα, που ’μαστε μαζί αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Λαμπράκηδων ήταν η πρώτη και η Ελένη πηγαίναμε μαζί στο Δημοτικό, στο 7ο. Κοιμόμουνα με τα κορίτσια στο σπίτι του, με είχε σαν παιδί του. Καταλαβαίνεις τι γίνεται. Και με την Φωφώ, τη γυναίκα του Γιώργου του Μόσχου.
Ναι, ναι, ναι.
Και αυτή Λαμπράκισσα, η αδερφή της η Κική, δεν ξέρω αν την έ... όλο το σόι το Βαρδακ… απ’ τους Βαρδάκηδες, Βαρδάκη λέγεται στο γένος η Φωφώ, όλοι Λαμπράκηδες. Τι να σου πω… Κι όποιος ερωτευότανε, ας πούμε, την παντρευόταν την κοπέλα, όπως ο Μίχος. Ένας Μίχος που είχαμε στην Νεολαία, παντρεύτηκε, ερωτεύτηκε το παιδί, παντρεύτηκε την... έχει παιδιά, πέθανε, εν τω μεταξύ. Θεός σχωρέσ’ τον. Λοιπόν, μεσολαβεί η Δικτατορία, συλλαλητήρια για την Αποστασία και λοιπά κάθε μέρα, κάθε μέρα συλλαλητήρια, σκλήρυνε και τη στάση της η Νέα Δημο… η Ε.Ρ.Ε. την εποχή εκείνη και τον Μάη πηγαίναμε για εκλογές. Του ’67.
Του ’67.
Αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, της Ε.Ρ.Ε. είναι ο Παναγιώτης ο Κανελλόπουλος. Υπήρχε μια τρομοκρατία την εποχή εκείνη, περισσότερο από το ’61-’62. Κυκλοφορούσαν στις πόλεις νεολαίοι της Ε.Ρ.Ε., με πούλμαν, διάφορες πόλεις, περάσαν από την Κόρινθο, πήγανε Πύργο, πήγαν Καλαμάτα, τα «Πούλμαν της Αληθείας» λέγανε την εποχή εκείνη, τα ’χαν ονομάσει, και εμείς τα λέγαμε «Τα Πούλμαν της Αλητείας». Δηλαδή σταματάγανε σε κάθε πόλη και δημιουργούσαν καταστάσεις. Μεγάλες καταστάσεις. Τρομοκρατία. Ε, στο [Δ.Α.] υπήρξε η Δικτατορία... Θυμάμαι την Δικτατορία, ξημέρωνε Παρασκευή. Μια βδομάδα πριν το Πάσχα. Εγώ, επειδή δούλευα στην οικοδομή και σηκωνόμουνα νωρίς να πάω στην οικοδομή, να ’μαι στις 7:00 η ώρα εκεί, γιατί ήτανε άνοιξη πλέον, είχε μεγαλώσει η μέρα και πιάναμε δουλειά στις 7:00 η ώρα. Έμενα Παντοκράτορος και Λόντου. Παντοκράτορος και Λόντου. Μπουκαούρη έμενε ο διοικητής Ασφαλείας, ο Ηλιόπουλος, πεθερός του Φλωράτου. Ο Φλωράτος έχει πάρει, είχε πάρει την κόρη του Ηλιόπουλου. Τον είδα πρωί-πρωί, πήγαινε στις 8:00 η ώρα για δουλειά, τον είδα 6:30 η ώρα και έτρεχε για την Ασφάλεια. Λέω: «Κάτι συμβαίνει». Πάω στην οικοδομή, δουλεύαμε τότε στην πλατεία Όλγας, Αράτου γωνία, του Παρθενόπουλου την πολυκατοικία. Και απέναντι, επί της Ρήγα Φεραίου ήταν το Φρουραρχείο. Το Φρουραρχείο. Λέει ο μάστορας, έρχεται ο Κορμπάκης, λέει: «Μάγκες, Δικτατορία». Μουσικές, άκουσα εμβατήρια, παίρνω χαμπάρι εγώ, φεύγω, πάω στο σπίτι, γιατί πηγαίναμε με τα ρούχα της δουλειάς τώρα, έτσι;
Ναι, ναι, ναι.
Αλλάζαμε στην οικοδομή, πάω στο σπίτι, παίρνω τα κλειδιά απ’ τα γραφεία, και τρέχω κάτω, κατά τις 8:30 η ώρα, έχει μεσολαβήσει 8:30 η ώρα, 8:45, και κατεβαίνω στην Βότση, ανοίγω τα γραφεία, ανεβαίνω απάνω, ό,τι χαρτιά έβρισκα μπροστά μου, απ’ τα γραφεία μέσα, άνοιγα και λοιπά, τηλέφωνα, τα πάντα, μετά, ήταν το κτίριο αυτό το, τα γραφεία είχανε τούρκικη τουαλέτα. Πάω εκεί, βάζω φωτιά και να τα σπρώχνω και μ’ ένα σκουπόξυλο, να τραβάω το καζανάκι. Αυτοί έχουνε πάει και στα γραφεία της Ε.Δ.Α., που ’χαν ανοίξει, αλλά αυτοί δεν κάψανε τίποτα οι μεγάλοι.
Δεν προλάβανε;
Δεν ξέρω, δεν προλάβανε; Δεν προλάβαν, δεν ξέρω. Και έρχονται στα γραφεία από κάτω, ήταν ένας που ήτανε σαν φαναρτζής, υδραυλικός, κάτι τέτοιο, ήτανε, είχε νοικιάσει το μαγαζί από κάτω και του λένε... «Κάποιος έχει ανέβει απάνω» τους λέει. Και αρχίζουν να σπάνε την πόρτα. Σπάσανε την πόρτα. Άκουγα εγώ τη βαβούρα από πάνω μου ότι σπάνε την πόρτα, μ’ έχουνε καταλάβει, τα ’χω κάψει, τότε δεν υπήρχανε πολυκατοικίες, υπήρχανε σπίτια με ταράτσες.
Ναι, χαμηλά.
Χαμηλά σπίτια. Και ακούω που ανεβαίνουν τη σκάλα, την ξύλινη. Εγώ έχω βγει από κει μεριά, περνάω το πρώτο λιακωτό, περνάω το δεύτερο, περνάω το τρίτο και φτάνω στο τέταρτο, που είναι στην Παντανάσσης. Επάνω έχει πόρτα η ταράτσα. Κατεβαίνει για το σπίτι, το εσωτερικά. Ευτυχώς που ήταν ανοιχτή. Και βγαίνω στο σπίτι του Ψαλλίδα του Νίκου, που αυτοί είχανε, παλιοί τζαμάδες, είχανε στην Αγίου Ανδρέου τζαμάδικο. Απέναντι από την τράπεζα την «Αγροτική» είχανε. Μεγάλο κατάστημα. Καθρέφτες φτιάχνανε, τζάμια φτιάχνανε, για πολυκατοικίες, για σπίτια και το ’να και τ’ άλλο. Την αδερφή του Νίκου του Ψαλλίδα, αυτοί ήτανε κάνα δυο τρία αδέρφια και είχανε και βίλα στα Αραχωβίτικα, την είχε παντρευτεί ο Μήτσος ο Κορμπάκης, ο μάστοράς μου. Με ήξεραν, γιατί είχε μεσολαβήσει και κάτι δωματιάκια είχαμε φρεσκάρει, εκεί, των παιδιών τους και λοιπά, και με ήξερε ο Νίκος. «Τι έγινε;», μου λέει. «Δικτατορία» του λέω. Την κοπάνησα κι έφυγα. Πάω σπίτι, το δικό μου, αλλάζω κανονικά, βγάζω τα ρούχα της δουλειάς. Από δω μ’ έχεις, από κει μ’ έχεις. Πού να κρυφτώ τώρα; Βρίσκω έναν φίλο, Λαμπράκης κι αυτός, ο Θόδωρος [...]: «Ανέβα στο μηχανάκι μου», είχε μηχανάκι αυτός, «ανέβα στο μηχανάκι» μου λέει «να πά’ να δούμε τι γίνεται εκεί, στα γραφεία της Ε.Δ.Α.». Κατεβαίνουμε Κολοκοτρώνη για να μπούμε στην Μαιζώνος. Έχουν ένα μεγάλο φορτηγό οι ασφαλίτες και πετάνε από τον πρώτον όροφο που είχαν τα γραφεία, πετάνε καρέκλες, γραφεία, ό,τι βρίσκαν τα πετάγανε μες στο φορτηγό. Από πάνω, κάτω, μες στο φορτηγό, πάνω, στην καρότσα. Εν τω μεταξύ, μόλις πλησιάζουμε προς τα γραφεία, πάνω στο μηχανάκι εγώ, μας βλέπει ο ασφαλίτης και να φωνάζει: «Πιάστε τους! Πιάστε τους!», αλλά εμείς φύγαμε, ας πούμε. Παρασκευή πρωί τώρα, έτσι; Βραδιάζει, Παρασκευή βραδιάζει και πάω και κοιμάμαι στην πολυκατοικία που δουλεύαμε. Αράτου και Ρήγα Φεραίου, απέναντι απ’ το Φρουραρχείο. Οικοδομή τώρα, ε; Έχω πάρει κάτι πόρτες, πόρτες δωματίων, τις έχω βγάλει, τις έχω στρώσει εκεί, αλλά πού να κοιμηθείς; Μέχρι να ξημερώσει και να ακούω την «Ford», την αμερικάνικη «Ford» του Στρατού να κατεβάζουνε και να παίρνουν και να κάνουν και να ράνουνε, όλη τη νύχτα. Παρακολουθούσα. Ξημερώνει, μόλις ξημέρωσε, βγαίνω εγώ από την οικοδομή, έρχεται και ο εργοδηγός, ένας Ντάβαρης που ’χε κάτι λαμαρίνες[00:40:00] γύρω-γύρω για να κλείσει το, την οικοδομή σαν, να μην μπαίνει κανείς μέσα, και μόλις με βλέπει άρχισε κι αυτός να φωνάζει: «Πιάστε τον, πιάστε τον». Μετά πήγα σπίτι μου, ο πατέρας μου ήταν στο κρεβάτι κατάκοιτος, λόγω φυματίωσης, λέω: «Μάνα, τι έγινε;». Μου λέει: «Ήρθαν εδώ, σου πήραν όλα τα βιβλία, όλους τους δίσκους του Θεοδωράκη και ό,τι υπήρχε σ’ τα πήρε η Ασφάλεια. Και μου είπαν να πας να παρουσιαστείς». Σάββατο. Μέρα Σάββατο. Την άλλη μέρα ξημέρωνε Κυριακή των Βαΐων. Εντάξει, επικοινωνώ με έναν φίλο δεξιό, που ’τανε και φίλος του πατέρα μου, δεξιό, και ήταν ανάπηρος πολέμου και είχε περίπτερο. Και μου λέει: «Πήγαινε στον Σταύρο, πες του ότι είμαι πατέρας σου, ότι είσαι γιος μου, και θα τα κανονίσει αυτός». Δεξιότατος αυτός, έτσι; Εδώ πιο πέρα έμενε. Είχε δυο κόρες, οι οποίες δουλεύανε κι αυτές στο περίπτερο στην Ερμού, πριν βγούμε στην Μαιζώνος. Υπήρχε ένα περίπτερο, κατεβαίνοντας στην Ερμού αριστερά, αριστερά υπήρχε ένα περίπτερο τότε. Πριν βγούμε στην Μαιζώνος, αριστερά, επί της Ερμού. Λοιπόν, του λέω, πάω, του χτυπάω την πόρτα, ανοίγει, του λέω: «Είμαι ο γιος του τάδε. Θέλω να με φιλοξενήσεις». Το δωμάτιό μου, το κρεβατάκι μου και λοιπά. Ξημερώνει Κυριακή των Βαΐων, φεύγω από κει και περνάω απ’ το σπίτι απάνω. Στην Λόντου, Παντοκράτορα. Μεσημεράκι ήτανε, λέω: «Μάνα, τι έγινε;». «Μόλις φύγανε» μου λέει «και είπανε του πατέρα σου ‘‘μπαρμπα-Γιάννη, πες του να παραδοθεί, αλλιώς θα πάρουμε εσένα’’». Εγώ τώρα, μόλις μου ’πε αυτήν την κουβέντα η μάνα μου, ο πατέρας μου τώρα, ώσπου να τον κατεβάσουνε κάτω θα ’χε πεθάνει. «Καλά», της λέω, «ειδοποίησε τον Πέτρο» της λέω, τον αδερφό μου. Η αδερφή μου ήταν στην Γερμανία, η Αντωνία, η άλλη ήταν στην Αθήνα παντρεμένη, και η άλλη, η Αντωνία Γερμανία, παντρεμένη κι αυτή με Γερμανό. Λοιπόν, «ειδοποίησε» του λέω «και τη νύφη μας», ήταν αρραβωνιασμένος τότε ο αδερφός μου, «να το συζητήσουμε». Ε, μόλις έχει σουρουπώσει πάω στο σπίτι, καθόμαστε εκεί, συζητάμε, λέω: «Ετοίμασέ μου τα ρούχα μου, κουβέρτες μου, σεντόνια μου, ό,τι είναι», φτιάχνω ένα δέμα, άρχισε τα κλάματα η μάνα μου. «Πού θα πας; Θα σ’ εξαφανίσουνε.», το ’να, τ’ άλλο, «είχα τον πατέρα σου, τώρα θα ’χω σένα». Εν πάση περιπτώσει, την άφησα λιποθυμισμένη. Και παίρνω τα μπογαλάκια μου και πάω στην Ασφάλεια. Ο Ηλιόπουλος, που ήτανε διοικητής, τον έχουν αλλάξει. Μέσα σε μισή ώρα τον αλλάξανε. Βάλαν έναν […] απ’ τον Αϊ-Διονύση. Ένα φασισταριό μεγάλο. Γιατί ο Ηλιόπουλος ήτανε δημοκρατικός άνθρωπος. Να λέμε την αλήθεια και να ’μαστε και αντικειμενικοί. Ήτανε με τον γερο-Παπανδρέου. Λοιπόν, πάω στην Ασφάλεια, πάω εκεί στον αξιωματικό υπηρεσίας, τον αρχιφύλακα, μου λέει: «Ποιος είσαι εσύ;». «Παναγιώτης Λυκουρέσης» του λέω, «με ζητάτε». «Α» μου λέει, ειδοποιούνε το 9 Γραφείο, έρχεται από κει ο […] και ο Αδαμόπουλος, μαζί με τον διοικητή. Έχει στα χέρια του έναν χάρακα, μου λέει ο αξιωματικός υπηρεσίας: «Βγάλ’ τη ζωστήρα σου και βγάλε και τα κορδόνια σου». Με ψάξανε στις τσέπες, ψάξανε τον μπόγο που είχα κοντά, έρχεται με τον χάρακα και τονε βάζει εδώ μπροστά, και μου λέει: «Είσαι μάγκας, ρε;» μου λέει, «είσαι τόσο πολύ γαμιάς;». Σ’ αυτό το στιλ, όπως σ’ το λέω! Δηλαδή όπως σ’ το λέω, έτσι μου τα ’λεγε. Μου βάζει τον χάρακα: «Βγάλ’ την πούτσα σου, τον πούτσο σου, ρε» μου λέει «έξω, να δούμε πόση μεγάλη την έχεις». «Κύριε διοικητά», του λέω, «τι πράγματα είναι αυτά; Με συγχωρείτε» του λέω, «τι πράγματα είναι αυτά; Ούτε τον γαμιά έχω κάνει» του λέω «εγώ ούτε γαμιάς έχω υπάρξει ούτε τίποτα». «Βγάλ’ τονε, ρε», μου λέει «να δούμε πόσο μεγάλη την έχεις» μου λέει, «που ’χες πει ότι θα γαμήσεις τον Καραμανλή» τον Κώστα, που ’χε φύγει με το όνομα «Τριανταφυλλίδης». Ειπώθηκε αυτή η κουβέντα σε ένα καφενείο στον Παντοκράτορα. Και αμέσως πήγε η ρουφιανιά.
Και μπήκε στον φάκελο.
Και μπήκε στον φάκελο. Άσε που δεν μου δίνανε, λόγω κοινωνικών φρονημάτων ούτε ένα να βγάλω φυλλάδιο ούτε να βγάλω άδεια για μηχανάκι. Πήγα στον Αδαμόπουλο κάποτε να βγάλω άδεια για μηχανάκι: «Τι θέ’, μωρή κουφάλα;», γιατί έτσι μίλαγε αυτός, ήταν σκληρός αυτός, «τι το θες, μωρή κουφάλα», μου λέει, «για να μετακινείσαι» μου λέει «να πας να γράφεις γράμματα στους τοίχους;». Τέτοια πράγματα. Τέτοια πράγματα. Ε, μετά κάθισα δυο μέρες στην Ασφάλεια, η Ασφάλεια εκεί, ο Στρατός είχε μέσα γραφείο μ’ έναν, μ’ έναν ταγματάρχη και έναν λοχαγό και έναν αρχιλοχία, τον οποίον τα φάγαν κάπου στην Μέση Ανατολή αυτόν. Ναι, γιατί είχε μεσολαβήσει και στην Κύπρο και μετά το ’σκασε για την Μέση Ανατολή. Τον εφάγαν κάπου έξω τον αρχιλοχία. Λοιπόν, και να, με πάνε στον ταγματάρχη, μου λέει: «Κοίταξε να δεις, παιδί μου», μου λέει, «είσαι νέος στην ηλικία. Δεν ξέρω πού θα πας» μου λέει «και πού θα καταλήξεις. Εγώ σου προτείνω να κάνεις μια δήλωση να αποκηρύξεις την Ε.Δ.Α., τους Λαμπράκηδες και τας παραφυάδας αυτού» που λέγαν αυτοί και λοιπά «και να πας στο σπίτι σου». Μπροστά τώρα ο [...] και ο Αδαμόπουλος με τον ταγματάρχη, είχανε γραφείο μέσα στην Ασφάλεια. Εν τω μεταξύ, εγώ κάπνιζα από τότε, μου λέει ο [...] μου λέει: «Θες τσιγάρο;». Του λέω: «Ναι». Μου δίνει τσιγάρο και μου δίνει και τα σπίρτα για να ανάψω το τσιγάρο. Μου δίνει τα σπίρτα να ανάψω μόνος μου το τσιγάρο, γιατί αυτοί τότε παρακολουθούσανε ψυχολογικά να δεις πού βρίσκεσαι, ανάβοντας το τσιγάρο αν τρέμουν τα χέρια σου. Εμείς τα ’χαμε κάνει μαθήματα με τον Μανώλη τον Γλέζο αυτά. Συνωμοτικά, δηλαδή σχολή συνωμοτική. Εγώ ατάραχος, παίρνω τα σπίρτα κανονικά, ανάβω το τσιγάρο, ούτε να τρέμουν τα χέρια μου, τους είχα γραμμένους στα αρχίδια μου. Λέω: «Ό,τι γίνει τώρα, εντάξει». Του λέω του ταγματάρχη, του λέω: «Κύριε ταγματάρχα», του λέω, «συμφωνώ μ’ αυτό που μου λέτε. Αλλά δεν είναι καλύτερα», του λέω, είχα ακούσει, όμως, τις προγραμματικές δηλώσεις εγώ του Κόλλια, του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον είχε κάνει πρωθυπουργό, ότι δεν υπάρχουνε κόμματα, ούτε Ένωση Κέντρου, ούτε Ε.Ρ.Ε., ούτε τίποτα, εκτός νόμου όλα. Του λέω: «Κοιτάξτε να δείτε, κύριε ταγματάρχα, σε αυτό που μου λες έχεις δίκιο», του λέω, «αλλά με τη μόνη προϋπόθεση για να υπογράψω» του λέω «και να πω ότι η Ε.Δ.Α. είναι αντεθνικό κόμμα, να μου φέρετε και έναν κεντρώο» του λέω «και έναν της Ε.Ρ.Ε. να υπογράψουν και αυτοί ότι αποκηρύττουν την Ένωση Κέντρου και την Ε.Ρ.Ε.». Πετάγεται ο Αδαμόπουλος: «Τι λες, μωρή κουφάλα;». Και δίνει μια στο γραφείο. «Σας δουλεύει, κύριε ταγματάρχα», να του λέει. Εκεί έμεινε, βράδιασε και την άλλη μέρα το πρωί με πήρανε με την «Ford» και με πήγανε στο Κ.Ε.Τ.Ε.Σ. Έφαγα δυο φάλαγγες κει πάνω, να τους πω πού έχω τα όπλα. Με αυτό το σκεπτικό την κάναν την Δικτατορία αυτοί, ότι οι Λαμπράκηδες έχουνε όπλα και επειδή ήταν ανεβασμένο το κίνημα των Λαμπράκηδων, όταν σου λέω 5.500 μέλη στην Πάτρα, σκέψου σε άλλες πόλεις τι γινότανε. Είχανε τον φόβο, είχανε δύναμη οι Λαμπράκηδες την εποχή εκείνη, γιατί κάναμε πολλά πράγματα, βοηθάγαμε τα χωριά, ανοίγαμε βρύσες, εδώ στις γειτονιές φτιάχναμε βρύσες, περιποιόμασταν τα γεροντάκια, είμαστε, πώς να σ’ το πω, δηλαδή όπως είναι η «Βοήθεια στο Σπίτι» σήμερα, έτσι κάναμε οι Λαμπράκηδες την εποχή εκείνη. Πηγαίναμε στο Δασύλλιο, σκοτώναμε τις κάμπιες. Στο Δασύλλιο σκοτώναμε τις κάμπιες. Λοιπόν, και μου ζητάγαν πού έχω τα όπλα. «Ποια όπλα, ρε;», τους λέω, «με δουλεύετε; Τι όπλα; Εμείς είμαστε ξεκάθαροι. Είμαστε, είμαστε μια οργάνωση που ο αρχηγός της οργάνωσης αυτής, που τονε φάγατε, εν ψυχρώ, ήτανε ειρηνιστής. Ήτανε με τον Ράσελ. Του λέγαμε τέτοια πράγματα. Κι εσείς μου λέτε για όπλα; Είμαστε φιλειρηνικοί άνθρωποι. Τίποτα, έχουμε το καταστατικό μας, έχουμε το πρόγραμμά μας και βαδίζουμε ειρηνικά. Εσείς μας δημιουργείτε προβλήματα. Με ποιο σκεπτικό; Ότι έχουμε όπλα; Τα οποία τα μεταφέρετε και τις δίκες που έχουμε περάσει, τις καταδικαστικές, τις παρουσιάζετε στην Πρεσβεία την Αμερικάνικη για να πείτε ότι οι Λαμπράκηδες είναι μια οργάνωση αντεθνική;». Μου λέει: «Τι είναι αυτά τα πράγματα;». Με πήραν, μου κάνανε κάνα δυο φάλαγγες, με κρατήσανε σαράντα οχτώ μέρες συγκεκριμένα, και μετά με αφήσανε να δίνω «παρών» μια φορά, δυο φορές την ημέρα, μία πρωί, μία απόγευμα. Δηλαδή αν πήγαινα να, η δουλειά ήτανε στα Μποζαΐτικα, έπρεπε να πάρω άδεια από δω, να ειδοποιηθεί και η Χωροφυλακή, γιατί ήταν η Χωροφυλακή στο προάστιο. Στο προάστιο είχαν, δεν ήταν η Αστυνομία Πόλεων, απ’ το Νοσοκομείο τον «Άγιο Αντρέα» και πέρα ήταν η Χωροφυλακή. Λοιπόν, να δώσουνε σήμα αυτοί ότι θα δουλεύω εκεί. Να ξέρουν πού δουλεύω, τι ώρα γυρίζω, τι ώρα πάω σπίτι μου, το απόγευμα πάλι «παρών» και λοιπά. Λοιπόν, το ’63 με τις εκλογές, το ’64 με τις δεύτερες εκλογές του Παπανδρέου, ήμουν αντιπρόσωπος στην Εγλυκάδα. Εκεί είναι [00:50:00]ένας φούρναρης παρακρατικός, Χίτης, Χωροφυλακή, Τμήμα Χωροφυλακής. Και ήμουνα αντιπρόσωπος εκεί. Είχα την κονκάρδα εδώ της Ε.Δ.Α. στο πέτο και από το πρωί μου ’χανε κηρύξει κάτι εκεί Χίτες τον πόλεμο. «Θα σε σκίσουμε, θα σε κάνουμε, θα σε φτιάξουμε, θα σε ράνουμε» και λοιπά. Τελειώνει η εκλογική διαδικασία, αυτοί είχανε καταγράψει ποιοι ψηφίζουν Ε.Δ.Α. και λοιπά κι ήτανε είκοσι δύο άτομα. Και βγήκανε είκοσι έξι! Το αντιλήφθηκαν αυτοί, κάποιος τους το σφύριξε ότι είναι είκοσι έξι της Ε.Δ.Α., τόσοι του Παπανδρέου, τόσοι της Ε.Ρ.Ε. και λοιπά και αρχίσανε απέξω να μου λένε: «Θα σου δείξουμε, θα σε φτιάξουμε, θα σε κάνουμε». Εν τω μεταξύ, ήμουνα κι εγώ προκλητικός, τους έκανα έτσι εδώ με το δάχτυλό μου, στα αρχίδια. Εν πάση περιπτώσει, να μη σ’ τα πολυλογώ, για καλή του ώρα ο δικαστικός αντιπρόσωπος, ένας νεαρός, σαραντάρης την εποχή εκείνη, απ’ την Αθήνα, άσε που την πέσανε και στον δικαστικό να τον φάνε, αν δεν ήτανε ο δικαστικός να πάρει τηλέφωνο απ’ το σχολείο της Εγλυκάδος τον εισαγγελέα υπηρεσίας μπορεί να ’μαστε και οι δύο εξαφανισμένοι. Ήρθε ο εισαγγελέας με το «100» της εποχής εκείνης, το «Ζέφυρος», και μας πήρανε με τον εισαγγελέα και φύγαμε. Αυτός πήγε στο ξενοδοχείο του με τον σάκο και λοιπά και εγώ πήγα σπίτι μου. Θα μας σκοτώνανε και τους δύο. Μιλάμε τέτοια πράγματα.
Το παρακράτος.
Το παρακράτος. Κάτι άλλο που δεν είπαμε;
Οπότε αυτά στην Χούντα, που σας έχουνε συλλάβει και τα λοιπά. Μετά για την αντιδικτατορική σας δραστηριότητα εν μέσω της Δικτατορίας;
Α, για την αντιδικτατορική δραστηριότητα. Έγινε η διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος το ’68. Εγώ πέρασα στο Εσωτερικό.
Εσείς πώς το ζήσατε αυτό; Πότε πρωτοακούσατε εδώ στην Πάτρα ότι διασπάται το Κομμουνιστικό Κόμμα; Πώς έφτασαν σ’ εσάς τα γεγονότα;
Από τον σταθμό «Φωνή της Αλήθειας».
Που ήταν στην Ρουμανία.
Που ήταν στην Ρουμανία. Είχε έδρα στην Ρουμανία. Έγινε η διάσπαση και λοιπά. Εν τω μεταξύ, βγήκανε και κρατούμενοι απ’ τα νησιά που κάναν δήλωση και εκεί στην εξορία έγινε μάχη μεταξύ των σταλινικών και των αναθεωρητικών και στη μάχη που έγινε ήταν και ο Σταθάτος ο Τάκης, αν θυμάσαι τον Τάκη τον Σταθάτο...
Ναι, που έμεινε στο Κ.Κ.Ε.
Μετά πέρασε στο Κ.Κ.Ε. Ήταν ανανεωτικός ο Τάκης. Ο Τάκης στην Γυάρο έβγαλε σουγιά, τους είπε: «Τι πράγματα είναι αυτά που κάνετε;». Πέρασε κατευθείαν στην ανανεωτική Αριστερά ο Τάκης. Δεν το δέχτηκε αυτό. Με τίποτα. Και υπερτερούσανε οι ανανεωτικοί. Μέχρι την τελευταία στιγμή υπερτερούσαν οι ανανεωτικοί. Μετά που έγινε η Μεταπολίτευση και πέσανε οι μηχανισμοί του Κ.Κ.Ε., Πέτρος Βέργος εδώ στην Πάτρα, σαν επικεφαλής από πάνω της περιοχής εδώ. Δεν με είχε πλησιάσει εμένα ο Βέργος και με ήθελε να με κάνει και επαγγελματικό στέλεχος να οργανώσω την Νεολαία; Δεν δέχτηκα. Μέχρι ο Φαράκος ήρθε. Ο Φαράκος ήτανε φίλος του πατέρα μου, είχανε κάνει μαζί φυλακή στην Κέρκυρα. Και μάλιστα μου ’χε πει «Θα τρίξουν τα κόκαλα του πατέρα σου». Πέθανε το ’73 ο πατέρας μου. Τώρα μιλάμε για την Μεταπολίτευση. Όσον αφορά τώρα τη δράση την αντιστασιακή τη δική μου. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν ότι είχα βγάλει κάτι τρικάκια, μόνος μου, απ’ τη μια μεριά ήτανε «Κάτω η Χούντα. Κάτω οι στρατοκράτες», είχα πάρει μια σαμπρέλα μεγάλη από τρακτέρ, την είχα κόψει με τα γράμματα κομματάκια κομματάκια, είχα βάλει σε ένα τραπέζι έτσι εδώ, πέρναγα με μελάνι, είχα κόψει τα χαρτάκια τα άσπρα. Όπως είχα το μελάνι ακούμπαγα απάνω κι έβγαζα, απ’ τη μια μεριά, τ’ άφηνα να στεγνώσει και από την άλλη μεριά «Κάτω η Χούντα. Κάτω οι στρατοκράτες». Και κυκλοφορούσα, μετά το «παρών», πήγαινα Αγίου Νικολάου, ήταν Απόκριες θυμάμαι, είχα σκίσει την τσέπη τη μία του παντελονιού και είχα φτιάξει τα τρικάκια αυτά και τα πέταγα, μία-μία στην Αγίου Νικολάου. Έγινε σούσουρος. Τα βρήκανε και το πρωί οι οδοκαθαριστές, είχε γίνει σούσουρο. Γίνανε συλλήψεις, γίνανε συλλήψεις, δεν βρήκανε στοιχεία και κάνα δυο φορές, εδώ στο γήπεδο της «Παναχαϊκής» είναι η πλατεία, στο κάτω μέρος της πλατείας, εδώ ήταν το τέρμα του «1»–
Ναι.
Δεν ήτανε πέρα–
Κατάλαβα.
Εδώ ήτανε. Και θυμάμαι δυο φορές που έπαιζε η «Παναχαϊκή», Α’ Εθνική την εποχή εκείνη, πριν σχολάσει το γήπεδο, οι οδηγοί που ήσαντε παρκαρισμένοι απ’ το Κ.Τ.Ε.Λ. τα λεωφορεία και οι εισπράκτορες –είχε εισπράκτορες τότε στο πίσω μέρος, με μια δραχμή ήταν, οκτώ δεκάρες, κάτι τέτοιο το εισιτήριο– και περιμέναν τώρα να σχολάσει το γήπεδο δέκα πούλμαν. Να τους πάρει να πάνε στην Πάτρα. Ερημιά, ψυχή δεν υπήρχε. Όλοι ήσαντε στο γήπεδο οι εισπράκτορες, στην πόρτα, γιατί τελευταίο δεκάλεπτο οι πόρτες της Παναχαϊκής άνοιγαν.
Κατάλαβα.
Και για να φύγει ο κόσμος, περισσότερο, να μην πέσει ο ένας απάνω στον άλλον. Και πήγα κι έβαζα τρικάκια τέτοια στην εξάτμιση πίσω. Και όταν έβαζε μπροστά το λεωφορείο, με το που έβαζε μπροστά «μπουβ» πεταγόσαντε πίσω. Μάχες μιλάμε! Αυτή ήτανε η αντίσταση η δική μου. Από κει και πέρα, δεν έκανα τίποτα άλλο, γιατί, Αλέξανδρε, δεν υπήρχε εμπιστοσύνη. Δεν ήξερες πού θα πέσεις. Δεν ήξερες πού θα πέσεις. Ε, και είναι και μια άλλη αυτή, αντίσταση, που σπάγαμε τις πινακίδες με το πουλί. Τις καταστρέφαμε. Και στην Αγίου Νικολάου τέρμα στις σκάλες, που είχανε μια μεγάλη πινακίδα με το πουλί και με φώτα και λοιπά κάνα δυο φορές την είχαμε σπάσει, εγώ κι ένας άλλος.
Όταν λέτε εσείς και άλλος, ήσασταν ενταγμένοι κάπου–
Όχι, όχι, φίλοι ήμαστε, Λαμπράκηδες, από παλιά νεολαίοι–
Που εξακολουθούσατε–
Μπράβο, που ο ένας ήξερε τον άλλονε. Ο ένας ήξερε τον άλλονε ότι δεν θα υποκύψει, σε περίπτωση που γίνει μια σύλληψη στον ένανε. Δεν θα ξεράσει τον άλλον. Αυτό μόνο. Από οργάνωση και λοιπά όχι. Γιατί δεν υπήρχε εμπιστοσύνη. Δεν ήξερες τι θα σου ξημερώσει.
Την πτώση της Χούντας πότε την, πώς την θυμάστε; Πότε ακούσατε γι’ αυτό εδώ στην Πάτρα;
Την πτώση της Χούντας. Ήμουνα με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ήμουνα εδώ στην Πάτρα εγώ, στο Παράρτημα. Γιατί ακούγαμε απ’ το ράδιο ότι θέλουν συμπαράσταση, φωνάζαν και τους εργάτες, οικοδόμους και λοιπά. Εν τω μεταξύ, κάπως είχανε καλμάρει τα πράγματα το ’73 εδώ. Είχανε λιγοστέψει οι συλλήψεις, το ’να τ’ άλλο.
Με το πείραμα Μαρκεζίνη.
Ναι, μπράβο. Είχανε λιγοστέψει και υπήρχε κάποια... όχι ελευθερία, υπήρχε μια κυκλοφορία, ούτε άνετη, αλλά ούτε και... Κυκλοφορούσαμε. Και βρεθήκαν παιδιά οικοδόμοι, πήγαμε κάτω, συμπαρασταθήκαμε και στο συλλαλητήριο που έγινε βάσει του, απάνω με το Πολυτεχνείο, κάναμε κι εδώ συγκέντρωση. Και ξεκίνησε απ’ το Παράρτημα, εκεί είχα συναντήσει τις μέρες αυτές, γιατί κράτησε μια βδομάδα αυτή η ιστορία εδώ στην Πάτρα, είχα συναντήσει τον Στεφανόπουλο τον Κώστα, τον πρώην πρόεδρο της Δημοκρατίας, έναν σταφιδέμπορα, τον Σαρμά, είχε κάνει και πρόεδρος στην «Παναχαϊκή», τον Παύλο τον Μαρινάκη, για να ’μαι ειλικρινής, τον Βλάση τον Βελόπουλο και κάναν δυο άλλους, δεν θυμάμαι ακριβώς. Ε, μόλις κάναμε την πορεία, ξεκινήσαμε και πηγαίναμε Μαιζώνος και μετά γυρίσαμε Κορίνθου, Γούναρη και Κορίνθου, να καταλήξουμε πάλι στο Παράρτημα, η Ασφάλεια δεξιά αριστερά στα πεζοδρόμια, να μου κάνει ο Αδαμόπουλος «θα σου γαμήσω την οικογένεια», σε αυτό το στιλ, «θα σε σκίσω πούστη, θα σε γαμήσω», να μου κάνει τέτοια πράγματα. Στρίβοντας στην Κορίνθου, εγώ έχω τη σημαία την ελληνική, την κρατάω τη σημαία την ελληνική, και μετά στην Δημοτική Βιβλιοθήκη την παραδίδω σε έναν οικοδόμο. Στρίβοντας, λοιπόν, ανεβαίνοντας την Γούναρη και στρίβοντας Κορίνθου, βλέπω τον Παπαγιαβή.
Τον δικηγόρο και βουλευτή, ναι, ναι–
Τον Παπαγ… τον πρώην και υφυπουργό, τι ήταν, είχε κάνει και υφυπουργός. Μόλις τονε βλέπω, τρομοκρατία, Ασφάλεια και λοιπά, λέω: «Ευκαιρία είναι, Παναγιώτη, να τον πιάσεις, να τον βάλεις στον ώμο σου» και όπως έτσι έγινε, τον παίρνω με έναν άλλο, τον βάζω στον ώμο: «Δημοκρατία», «Δεν περνάει ο φασισμός», τέτοια πράγματα, «κάτω η Χούντα», «κάτω εκείνο», «κάτω τ’ άλλο» και λοιπά και έκανε ο Παπαγιαβής το χέρι του έτσι.
Το σήμα της νίκης–
Το σήμα της νίκης. Λοιπόν αυτό, ο Βλάσης ο Βελόπουλος δεν μου το συγχώρεσε. Με την καλή έννοια έτσι; «Εσύ ήσουνα αιτία, ρε», μου λέει, «που έγινε υπουργός ο Παπαγιαβής». Με την κίνηση αυτήν που έκανα.
Ναι, ναι, ναι.
Του λέω: «Βλάση μου, αυτό έπρεπε να κάνω». Μου λέει: «Σε καταλαβαίνω», μου λέει, «στην πλάκα σ’ το λέω, στην πλάκα σ’ το λέω». Η κίνηση αυτή! Ε, πήγε, πήγε κατηγορούμενος στο Στρατοδικείο ο Παπαγιαβής, μαζί με τον Γεωργόπουλο, πώς τον λέμε τον δικηγόρο που πέθανε τώρα, που ήταν και βουλευτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Ναι, ναι, κάπου το είδα αυτό.
Ναι, ναι, πήγανε κατηγορούμενοι κι αυτοί, κι αυτός, ο Νίκος ο Αντωνόπουλος, ήτανε κι αυτός στην πορεία, εγώ δεν πήγα κατηγορούμενος, εν πάση περιπτώσει, είχαν τον σκοπό τους [01:00:00]αυτοί για να μην στέλναν κατηγορούμενους. Α! Ξέχασα να σου πω ότι εδώ στην Πάτρα, και γενικά σε άλλες πόλεις, απ’ ό,τι θυμάμαι, η Νεολαία δεν πειράχτηκε.
Λόγω του ότι δεν είχαν τα χαρτιά;
Όχι δεν ήταν μόνο αυτό, επειδή έκαψα εγώ τα χαρτιά. Επειδή είχε κυκλοφορήσει ο Γεωργαλάς...
Ο προπαγανδιστής.
Ο προπαγανδιστής απ’ το Κ.Κ.Ε. πέρασε από κει μεριά, είχε κυκλοφορήσει: «Μην πειράχτε την Νεολαία». Είχε πει του Παπαδόπουλου, είχε εισηγηθεί «να μην πειραχτεί η Νεολαία. Γιατί θα ’ναι εις βάρος μας. Γιατί δεν ξέρουν μέχρι πότε θα επικρατήσουμε το κίνημα», που το λέγαν αυτοί «η Επανάσταση». «Δεν ξέρουμε πότε θα επικρατήσουμε, ποια χρονολογία, πόσα χρόνια θα κάνουμε, γιατί άμα τους πάμε εξορία ή φυλακές, ο Παναγιώτης ο Λυκουρέσης, παραδείγματος χάρη, που ήτανε με το κασελάκι και κουλουροποιός και λοιπά, θα βγει στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Γιατί μέσα αυτοί κάνουνε σεμινάρια, κάνουνε μαθήματα στις φυλακές, κάνουν εκείνο, κάνουν το άλλο και βγαίνουνε στελέχη. Αυτό πρέπει να το κατα...». Το ’χε πει ο Γεωργαλάς.
Αυτό πώς διέρρευσε σαν πληροφορία ότι ειπώθηκε;
Ειπώθηκε στα Στρατοδικεία.
Α, στα Στρατοδικεία.
Ναι, στα Στρατοδικεία ειπώθηκε.
Segment 4
Μεταπολιτευτική συνδικαλιστική δράση και ένταξη στην ανανεωτική Αριστερά - εργατικές διεκδικήσεις και απόλυση
01:01:17 - 01:11:13
Οπότε μετά την πτώση της Χούντας, απ’ ό,τι κατάλαβα, συνεχίσατε μέσα από τις γραμμές του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού–
Μέσα απ’ τις γραμμές–
Να έχετε συνδικαλιστική δραστηριότητα.
Ναι, μέχρι τη, συνδικαλιστική δραστηριότητα, είχαμε συνδικαλιστική οργάνωση το Α.Ε.Μ. Αντιδικτατορική Εργατικό Μέτωπο. Είχαμε οργανωθεί, είχαμε σωματεία, όχι αποκλειστικά την πλειοψηφία, αλλά είχαμε, σε κάθε σωματείο είχαμε και σύμβουλο, σύμβουλο. Και είχαμε στους ελαιοχρωματιστές, είχαμε στους μπετατζήδες, είχαμε αυτό, βγάζαμε τους αντιπροσώπους μας και είχαμε καθοδήγηση τον Χατζησωκράτη, ερχότανε κάθε τόσο, είχαμε γραφεία δικά μας, ήμουνα στο Α.Ε.Μ. εγώ, ο Ρώρος, ο Γιώργος ο Βουρλιόγκας. Έχεις ακούσει για τον Γιώργο τον Βουρλιόγκα;
Δεν τον έχω ακούσει, όχι.
Πολεμιστής στην Κύπρο ήταν το παιδί, «Ρηγάς», κουμπάρος με τον Γιώργο τον Μόσχο. Είχαμε πολλά παιδιά. Ο Ρώρος ήτανε πρόεδρος στην μπίρα κάτω, στο Κουτί. Στην «Lowenbrau».
Στην Βιομηχανική Περιοχή–
Ναι, ναι, μετά άνοιξε, έβγαλε ένα σαν εργοστάσιο, σαν επιχείρηση με σακούλες, του ’χαμε βγάλει το παρατσούκλι «σακουλά» και μετά ασχολήθηκε... Ο Γιώργος ο Βουρλιόγκας ήτανε πρόεδρος στο, στην «Coca-Cola», στα 3, στην «3Ε». Είχα πάει κι εγώ ένα διάστημα, με είχε στείλει το κόμμα, αλλά μετά την Μεταπολίτευση, το ’80 πήγα εγώ, κάθισα τρία χρόνια σαν συμβασιούχος, μετά μονιμοποιήθηκα. Μας είχε στείλει το κόμμα για να οργανώσουμε το σωματείο, γιατί το σωματείο το ’χανε, είχε κάνει απολύσεις ο Καραγιάννης, που ήτανε διευθυντής στην «3Ε», πριν φτιάξουν το καταστατικό. Το ’χανε καταθέσει το καταστατικό, όμως, τα παιδιά. Ήτανε, έκανε απολύσεις. Τις απολύσεις που έκανε, λοιπόν, ο διευθυντής της «Coca-Cola», μετά από ένα χρονικό διάστημα έγινε το δικαστήριο και μονιμοπ… δηλαδή επανήλθαν οι απολυθέντες, που ήσαντε οι ιδρυτές του καταστατικού και του σωματείου και πήραν και το καταστατικό και πορεύτηκε το σωματείο κανονικά. Το ’80 έγινε αυτό. Το ’81 πήγα εγώ πέρα, το ’80 πήγα κι εγώ, μετά την ίδρυση του σωματείου, να βοηθήσω τον Γιώργο τον Βουρλιόγκα. Η εμπειρία η συνδικαλιστική που είχα εγώ και σαν μεγαλύτερος και λοιπά, οργανώσαμε το σωματείο, έφτασε σε σημείο 200 άτομα που ήταν στην επιχείρηση μαζί με το διοικητικό προσωπικό, εκτός από παραγωγή, χειριστές κλαρκ και λοιπά, ήταν 220 άτομα. Λοιπόν, έγινε το σωματείο, δούλεψα εγώ συμβασιούχος για τρία χρόνια, το ’83, και μετά έφυγε ο Καραγιάννης, τον διώξαν τον Καραγιάννη τον διευθυντή κι ήρθε προσωρινά ένα παιδάκι που είχε σχέση με το Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού, ο Αταριάν, ε... πες το! Η καταγωγή...
Αρμένικη;
Αρμένικη, ναι. Και είχε φιλία με τον Γιώργο τον Μό… Όχι με τον Γιώργο τον Βουρλιόγκα, με τον κουνιάδο του Γιώργου του Βουρλιόγκα, τον Αλεξόπουλο τον Μίμη, που ήτανε καθηγητής και ήτανε και κάποτε διευθυντής στην «Αυγή». Με αυτόν είχαμε επαφές. Και μ’ έκανε μόνιμο. Πηγαινοερχόταν το παιδί. Διευθυντής παραγωγής στην Αθήνα, στο εργοστάσιο της Αθήνας, και καθότανε για τρεις μέρες στην Πάτρα, ας πούμε, πέρα δώθε, ώσπου να βρει ο κατάλληλος. Ήρθε μετά ο... τώρα σου μιλάω το ογδόντα… περίοδο ’80 μέχρι ’86, έτσι; Μετά ήρθε ένας απ’ την Καλαμάτα, σπουδαγμένος στην Αμερική, δεν θυμάμαι το όνομά του, πρακτοράκι δηλαδή, πρακτοράκι με λίγα λόγια, και ανέλαβε τη διεύθυνση. Είχα μονιμοποιηθεί. Και το ’83, το ’86, με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, που είχε κάνει ο Ανδρέας ο Παπανδρέου, δηλαδή, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου ήταν η εξής: απαγορεύεται, και αυτό το είχε εισηγηθεί ο Σημίτης, ήταν Υπουργός Συντονισμού, τι ήτανε τότε, Οικονομικών, κάτι τέτοιο, το είχε εισηγηθεί για δύο χρόνια, να μην παίρνει ο εργαζόμενος αύξηση, καμία αύξηση, όχι μόνο στον δημόσιο, και στον ιδιωτικό τομέα. Και είχε πει ο Παπανδρέου ο Αντρέας, με νόμο, ότι όποιος δώσει αύξηση στο προσωπικό του, είτε βιομήχανος είτε επιχείρηση μικρή, θα έχει 500 εκατομμύρια πρόστιμο ελληνικά. Και εμείς κάναμε μια απεργία 68 μέρες. Όλα τα, όλα τα εργοστάσια της «Coca-Cola». Εκεί απολύθηκε ο Βουρλιόγκας, τον πήγανε με το άρθρο 15. Ο Γιώργος ήτανε στην Αθήνα και διαπραγματευόταν με την εταιρεία και τους άλλους προέδρους τι θα κάνουνε και εδώ υπήρξαν έξι απολύσεις. Στις έξι απολύσεις αυτές ήμουνα κι εγώ. Και μόλις κατέβηκε με το Κ.Τ.Ε.Λ. που είχε πάει το παιδί απάνω στην Αθήνα, στα κεντρικά τα «3Ε», κατέβηκε εδώ στα διόδια, απέναντι ήταν το εργοστάσιο, του λέει ο αντιπρόεδρος, ο Δεληγιάννης, του λέει: «Αδερφέ, μας φάγανε» του λέει. «Τι έγινε;». «Έξι απολύσεις». «Ποιοι και ποιοι;». «Ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε». Και μπαίνει μες στο εργοστάσιο, γιατί είμαστε απέξω εμείς όλοι, εγώ ήμουνα σπίτι, γιατί ήμουνα νυχτερινός εκεί, με σκηνές, είχα πάει να ξεκουραστώ λιγάκι, να κάνω κι ένα ντους, ήτανε καλοκαίρι. Θυμάμαι μου χτυπήσαν το κουδούνι, δεν άνοιξα εγώ γιατί δεν ήξερα ποιος είναι, και άκουσα το θυροκόλλημα, την απόλυσή μου. Απ’ τον δικαστικό επιμελητή. Λοιπόν, και μπαίνει μέσα ο Βουρλιόγκας, πάει στον προσωπάρχη, έναν, που ήτανε και διευθυντής στο Ε.Β.Ο. κάποτε, Κουράκος ονόματι, και παίρνει το ταπέτο που ήταν απέξω από το γραφείο του και μπαίνει μέσα, του λέει: «Μωρή κουφάλα, εσύ κάνεις τις απολύσεις;». Προσωπάρχη τώρα, έτσι; Και τον πλακώνει και τον πήγανε με το άρθρο 15, γιατί η εργατική νομοθεσία έλεγε ότι άμα απειλήσεις ή χειροδικήσεις στον εκπρόσωπο της εταιρείας, απολύεσαι. Και τον πήγανε με το άρθρο 15, έγινε το δικαστήριο εδώ, με έναν παλιό πρωτοδίκη, τον παλαιότερο πρωτοδίκη, τον εκπρόσωπο των βιομηχάνων που ήταν ο Δούρος απάνω κι έναν εκπρόσωπο του Εργατικού Κέντρου. Δύο-ένα. Απόλυση. Κάναμε γενικές συνελεύσεις εκεί, μας βγάλανε γύρω στα πέντε δικαστήρια παράνομη και καταχρηστική την απεργία, γιατί κάθε απεργία πηγαίναμε και με άλλα αιτήματα. Όταν έβγαινε παράνομη και καταχρηστική, πηγαίναμε με άλλα αιτήματα. Και δικηγόρο είχαμε τον Γιώργο τον Κατσιγιάννη. Τον Γιώργο τον Κατσιγιάννη είχαμε νομικό σύμβουλο. Τελικά, ήτανε Πανταζής ο Νομάρχης τότε, την εποχή εκείνη, ένας Πανταζής, κολλητός του Αντρέα του Παπανδρέου, και κάνανε μια σύσκεψη στην Νομαρχία, εταιρεία, σωματείο και η Νομαρχία. Και καταλήξανε να σταματήσει η απεργία, ήμαστε έξι απολυμένοι, να πάρουν τους πέντε και να αφήσουν εμένα απέξω. Εκάναμε γενική συνέλευση και τους λέω: «Συνάδελφοι, προχωράτε όπως είσαστε, δεν διεκδικώ την επαναπρόσληψή μου, θα πάω στα δικαστήρια», ας πούμε. Στα δικαστήρια δεν μπορούσα να πάω, γιατί ήταν απόλυτο ότι δεν θα το κερδίσω, δουλειά είχα εγώ σαν ελαιοχρωματιστής, έπαιρνα δουλειές δικές μου την εποχή εκείνη, ανεξάρτητα αν με πήγε το κόμμα πέρα. Έπαιρνα δουλειές δικές μου και πήρα και τον Βουρλιόγκα στην οικοδομή, τον Γιώργο, βοηθό ελαιοχρωματιστή. Μετά, κάθισε ένα χρονικό διάστημα, μετά πήγε κι αυτός στην μπίρα, κάτω. Και από κει πήρε και σύνταξη το παιδί. Ο Βουρλιόγκας είναι ήρωας. Θυμάμαι που η εταιρεία του πέταξε μπλοκάκι, μπροστά στα μάτια μου, ο γενικός προσωπάρχης, Νικολάου απ’ την Αθήνα, ονόματι, και του λέει: «Βάλε όποιο νούμερο θέλεις». Μπλοκ επιταγών. Δηλαδή και δέκα εκατομμύρια να ’βαζε θα τα ’παιρνε, προκειμένου να σπάσει στην απεργία. Με τίποτα. Και αυτά τα παιδιά είναι στο περιθώριο, έτσι; Στελέχη του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού... Αλέξανδρε, αυτά που σου λέω–
Ναι, ναι.
Σ’ τα λέω με πόνο ψυχής. Σ’ τα λέω με πόνο ψυχής. Και δεν βρέθηκε κανένας απ’ αυτούς, που τράβαγε ολόκληρη κατάσταση, συμβασιούχος, δεν μονιμοποιήθηκε στην μπίρα κάτω, δεν μονιμοποιήθηκε, συμβασιούχος ήτανε, πήγαινε κάθε [01:10:00]οκτάμηνο να μαζέψει τα ένσημά του και να βγει στη σύνταξη. Και ήμαστε κυβέρνηση και κανένας από αυτούς τους δικούς μας, ας πούμε, να του πει: «Ξέρεις τίποτα, πάρε εκείνο» το σεμινάριο, ξέρω γω, πώς στα διάολο τα λέμε, ας πούμε.
Ναι, ναι, ναι.
Πουθενά! Πουθενά. Άστε το. Γιατί; Γιατί είναι ενάντια στους μηχανισμούς. Μπροστά μου, στα μάτια μου. Και μετά, αφού δεν δέχτηκε, του κάναν άλλη πρόταση. Του λένε: «Θα σου δώσουμε, θα σου ανοίξουμε δυο πρατήρια δικά μας, με περιεχόμενο δικό μας, θα σ’ τα γεμίσουμε μέσα», ξέρεις, αυτά τα πρατήρια που κάνουνε διανομές στα μαγαζιά–
Ναι, ναι, ναι.
Έτσι; Γιατί γινόντουσαν διανομές τότε. Υπήρχανε πρατηριούχοι. Πώς είναι σήμερα ο πρόεδρος του «Προμηθέα», ο… πώς τονε λέμε; Τέλος πάντων, δεν τον θυμάμαι, τ’ όνομά του–
Τέλος πάντων, εντάξει–
Πρατηριούχοι, όπως είναι ο Κυριαζής, όπως είναι κάτι άλλοι και λοιπά. Λοιπόν, «θα σου ανοίξουμε δυο πρατήρια, θα σου δώσουμε και δυο αμάξια δικά μας», ξέρεις, από κείνα με τα παραπέτια που βάζανε τα αναψυκτικά, τα τελάρα, «για να κάνεις τη δουλειά». Δεν δέχτηκε.
Μάλιστα.
Αυτός είναι ο Γιώργος ο Βουρλιόγκας.
Segment 5
Κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, δίκη και μετέπειτα ανατροπή συντηρητικής συνδικαλιστικής ηγεσίας στην Γ.Σ.Ε.Ε
01:11:13 - 01:17:41
Είχατε πει επίσης ότι είχατε εμπλοκή και στο αντιρατσιστικό όταν είχαν πρωτοέρθει οι πρώτοι πρόσφυγες στην Πάτρα–
Ναι, ναι, ναι–
Τη δεκαετία του ’90–
Ναι, ναι–
Και υπήρξαν και κάποιες ιστορίες εκεί.
Ναι, ναι, ιστορίες, ναι. Υπήρχαν ιστορίες, μεγάλες ιστορίες εκεί. Μεγάλες, κάθε μέρα συλλαλητήρια με τους... Ναι. Και τους πηγαίναμε και φαγητά, πηγαίναμε ρούχα, σε παραπήγματα, τους δίναμε μπαλέτες να φτιάξουνε αυτά και βοηθήσαμε οι οικοδόμοι την εποχή εκείνη πολύ σε αυτό το πράγμα, ας πούμε.
Εκεί, από το ’96 και έκτοτε; Τέλη δεκαετίας ’90; Περίπου πότε;
Εκεί, εκεί, εκεί στις αρχές.
Αρχές.
Που ήσαντε όλη η ιστορία εκεί, με Αστυνομίες, με Χρυσαυγίτες, μάχες με τους Χρυσαυγίτες, χίλια δυο πράγματα. Ναι. Τέτοια πράγματα.
Από εκείνη την περίοδο ποια ήταν τα πιο χαρακτηριστικά, έτσι, επεισόδια, ας πούμε, που θυμάστε σαν ακτιβιστής;
Θυμάμαι είναι ένα βράδυ, να βρέχει ο Θεός με τον Θεό, να βρέχει ο Θεός με τον Θεό, και να έχουμε πιάσει Ηρώων Πολυτεχνείου, Όθωνος Αμαλίας, πορεία δίχως ομπρέλες μες στη βροχή. Και εκεί είχε μεσολαβήσει και το Κ.Κ.Ε., μην το βγάζουμε απέξω, είναι άδικο αυτό. Είχε παίξει και ρόλο σημαντικό και το Κ.Κ.Ε. Και κάναμε πορεία, η Ασφάλεια μας κυνήγαγε, εν πάση περιπτώσει, υπήρχανε παιδιά που φύγανε Ολλανδία και τέτοια και μας παίρνανε τηλέφωνο. Μας παίρνανε τηλέφωνο. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι. Δεν μας ξεχάσανε.
Μάλιστα.
Μας παίρνανε: «Σύντροφε» κι έτσι, σπαστά που τα λέγαν τα Ελληνικά, «σύντροφε Παναγιώτη» και λοιπά, «είμαι εδώ Ολλανδία με τους δικούς μου», το ’να, τ’ άλλο και λοιπά. «Ποιος είσαι;» να λέω εγώ. «Ο τάδε». Αυτά. Έγινε εδώ.
Μάλιστα. Αυτό την περίοδο πριν δημιουργηθεί ο καταυλισμός στην οδό Ευρώτα ή και κατά τη διάρκεια;
Όχι, είχε δημιουργηθεί ο καταυλισμός. Ναι, είχε δημιουργηθεί ο καταυλισμός.
Είχατε πει ότι είχατε και μια δικαστική εμπλοκή τότε με το μεταναστευτικό, τέλη δεκαετίας ’90.
Ναι, ναι, είχαμε. Μας είχανε πάει κατηγορούμενους η Ασφάλεια. Ήτανε η ιστορία τότε που… Για αντίσταση κατά της Αρχής μας είχανε πάει.
Τι είχε συμβεί;
Είχε συμβεί το εξής πράγμα, ότι είχανε επέμβει στα καταλύματα των προσφύγων και έγινε κατά κάποιον τρόπο σαν σκούπα.
Στην οδό Ευρώτα ή–
Στην οδό Ευρώτα. Σκούπα και εκεί παρεμβήκαμε εμείς και δημιουργήθηκε ένα επεισόδιο, μεγάλο επεισόδιο: «Τι πράγματα είναι αυτά;» και «γιατί τα κάνετε αυτά;», «αφού όλοι προερχόμαστε απ’ τον ίδιον Θεό, απ’ τον ίδιον πατέρα και είναι όλοι αδέρφια μας, γιατί αυτός ο ρατσισμός;». Ε, και αυτοί μας πήγανε για τρία αδικήματα. Διατάραξη κοινής ειρήνης και αντίσταση κατά της Αρχής, γιατί εμείς τους λέγαμε: «Εσείς τα διαλύετε, αύριο το πρωί θα φέρουμε άλλα εμείς». Ήδη φέρναμε εκείνη την ώρα. Αθωωθήκαμε. Ήμουνα εγώ, ο Μιχάλης ο Σιδηρόπουλος και κάνα τριάρι άλλοι, άγνωστοι προς εμένα.
Ναι, ναι.
Μάλλον προέρχονταν τα παιδιά από τους αντιεξουσιαστές. Γιατί παίξανε ρόλο και τα παιδιά αυτά. Πηγαίνανε και τρόφιμα τα παιδιά αυτά και χρήματα δίνανε, να τα λέμε όλα, να τα λέμε όλα. Δεν ήμαστε μόνο μόνοι μας.
Έτσι.
Αθωωθήκαμε, πάντως. Από κει και πέρα δεν υπήρχε κανένα άλλο επεισόδιο. Υπήρχαν και αντιδράσεις.
Μάλιστα.
Ήταν ο Λαϊνιώτης ο Γιάννης, που κατεβαίνει υποψήφιος, απ’ ό,τι έχω μάθει, με τον Βελόπουλο εδώ στον Νομό Αχαΐας, και η γυναίκα του ήταν υποκινήτρια σε όλη αυτήν την κατάσταση. Η γυναίκα του Γιάννη του Λαϊνιώτη.
Με το «Η Πόλις Εάλω» και αυτόν τον σύλλογο;
Ναι, μπράβο. Μπράβο, μπράβο, μπράβο. Και έτσι είχαν ξεσηκώσει και τους κατοίκους εδώ στην περιοχή. Εκεί δημιουργείται… Αλλά πολλοί κάτοικοι της περιοχής ήτανε υπέρ των μεταναστών. Ασχέτως αν ξέφυγε μετά η ιστορία και τα παιδιά από αντίδραση δημιουργούσανε καταστάσεις, οι μετανάστες.
Ναι, κατάλαβα. Μάλιστα.
Άλλο.
Έχετε κάτι άλλο, κάποιο άλλο θέμα που δεν θίξαμε;
Τι να θυμηθώ; Τι να θυμηθώ;
Όχι, και με την προσυνέντευξη όσα μου ’χατε πει τα έχουμε πιάσει–
Τα;
Και με την προσυνέντευξη όσα μου ’χατε πει τα έχουμε πιάσει. Ε, δεν νομίζω να αφήσαμε κάτι απέξω.
Τι να αφήσουμε… τι να αφήσουμε. Δεν θυμάμαι άλλα. Ε, τη δικτατορία έγινε αυτό.
Ναι, ναι.
Με την Μεταπολίτευση έγινε αυτό. Εντάξει. Α! Για το Εργατικό Κέντρο.
Για το;
Το Εργατικό Κέντρο. Τότε το συνδικαλιστικό κίνημα–
Για πείτε μου.
Το ’80. Έχουνε γίνει οι αρχαιρεσίες το ’80 στο Εργατικό Κέντρο Πάτρας, έχουμε βγάλει έναν στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εργατικού Κέντρου και έναν αντιπρόσωπο στην Γ.Σ.Ε.Ε. Ο ένας αντιπρόσωπος στο Εργατικό Κέντρο, στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εργατικού Κέντρου ήταν ο Τσιτσάρας, προερχόμενος απ’ τους ξενοδοχοϋπάλληλους. Εγώ αντιπρόσωπος στην Γ.Σ.Ε.Ε. Φυσικά, προερχόμουνα από το, από το συνδικαλιστική οργάνωση του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού και αυτός το ίδιο. Λοιπόν, το ’81 έγινε, πριν γίνει κυβέ… είχε γίνει κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήμουνα αντιπρόσωπος στην Αθήνα, εκ μέρους του Εργατικού Κέντρου της Πάτρας στην Γ.Σ.Ε.Ε. Και εκεί έγινε η ψηφοφορία, το συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε. και ρίξαμε τον Ραυτόπουλο, ρίξαμε τον Καρακίτσο με τον Παπαγεωργίου. Και είχε αναλάβει ο Ραυτόπουλος–
Του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ναι. Με, και με συνεργασία με την Ε.Σ.Α.Κ., την εποχή εκείνη τη συνδικαλιστική οργάνωση του Κ.Κ.Ε και με τη συνδικαλιστική οργάνωση τη δική μας που είχαμε κάνει. Και είχαμε φτιάξει μια Γ.Σ.Ε.Ε. προοδευτική και πήγαινε κανονικά, όμορφα κι ωραία. Αυτά.
Μάλιστα. Κύριε Λυκουρέση, σας ευχαριστώ πολύ!
Κι έχω και μια φωτογραφία τότε με, αντιπρόσωπος στην Γ.Σ.Ε.Ε.
Μάλιστα!
Σε νεανική ηλικία, έτσι;
Κατάλαβα. Εννοείται, εννοείται.
Θες να τη φέρω καμιά μέρα, να τη βγάλεις φωτοτυπία–
Χρήσιμη–
Χρειάζεται κι αυτή;
Άμα θέλετε, προαιρετικό είναι.
Ε, εντάξει, εντάξει.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Παναγιώτης Λυκουρέσης προέρχεται από αριστερή οικογένεια, με δράση στο Ε.Α.Μ. Ο ίδιος έκανε πληθώρα χειρωνακτικών εργασιών ήδη από την παιδική του ηλικία, εντάχθηκε αρχικά στην Νεολαία της Ε.Δ.Α. και στη συνέχεια αποτέλεσε μαχητικό στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη στην Πάτρα. Έλαβε μέρος στο κίνημα των νυχτερινών σχολείων, τις διαδηλώσεις για το Κυπριακό, τα Ιουλιανά και άλλα, ενώ φυλακίστηκε για παράνομη αφισοκόλληση μετά τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα. Συνελήφθη εκ νέου κατά τη διάρκεια της Χούντας και έλαβε μέρος σε αντιδικτατορικές δράσεις. Ενεργός στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς από την Μεταπολίτευση κι εφεξής, συμμετείχε στους συνδικαλιστικούς αγώνες των βιομηχανικών εργατών, με αποτέλεσμα και την απόλυσή του, καθώς και στο αντιρατσιστικό κίνημα της Πάτρας.
Narrators
Παναγιώτης Λυκουρέσης
Field Reporters
Αλέξανδρος Γιαννάκενας
Historical Events
Tags
Interview Date
18/04/2023
Duration
77'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Παναγιώτης Λυκουρέσης προέρχεται από αριστερή οικογένεια, με δράση στο Ε.Α.Μ. Ο ίδιος έκανε πληθώρα χειρωνακτικών εργασιών ήδη από την παιδική του ηλικία, εντάχθηκε αρχικά στην Νεολαία της Ε.Δ.Α. και στη συνέχεια αποτέλεσε μαχητικό στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη στην Πάτρα. Έλαβε μέρος στο κίνημα των νυχτερινών σχολείων, τις διαδηλώσεις για το Κυπριακό, τα Ιουλιανά και άλλα, ενώ φυλακίστηκε για παράνομη αφισοκόλληση μετά τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα. Συνελήφθη εκ νέου κατά τη διάρκεια της Χούντας και έλαβε μέρος σε αντιδικτατορικές δράσεις. Ενεργός στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς από την Μεταπολίτευση κι εφεξής, συμμετείχε στους συνδικαλιστικούς αγώνες των βιομηχανικών εργατών, με αποτέλεσμα και την απόλυσή του, καθώς και στο αντιρατσιστικό κίνημα της Πάτρας.
Narrators
Παναγιώτης Λυκουρέσης
Field Reporters
Αλέξανδρος Γιαννάκενας
Historical Events
Tags
Interview Date
18/04/2023
Duration
77'