© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Μια απόγονος του Σολωμού στη Βαρκελώνη

Istorima Code
24132
Story URL
Speaker
Φωτεινή Σκανδάμη (Φ.Σ.)
Interview Date
03/04/2023
Researcher
Ιωάννης Πορφύριος Καποδίστριας (Ι.Κ.)
Ι.Κ.:

[00:00:00]Είμαι o Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας από το Istorima, είναι 6 Απριλίου του 2023 και βρίσκομαι στη Ζάκυνθο με την κυρία Κλαίρη Σκανδάμη. Γεια σας, κυρία Κλαίρη.

Φ.Σ.:

Καλησπέρα.

Ι.Κ.:

Χαίρομαι πάρα πολύ που μιλάμε μαζί.

Φ.Σ.:

Κι εγώ πάρα πολύ, ιδιαιτέρως.

Ι.Κ.:

Πείτε μου δύο λόγια για σας.

Φ.Σ.:

Για μένα… Είμαι η Κλαίρη Σκανδάμη. Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά η καταγωγή είναι από τη Ζάκυνθο, κατά τα τρία τέταρτα –για να μην προσβάλουμε και τη μνήμη του παππού, που ήταν από τη Δίβρη της ορεινής Ηλείας. Και έζησα τα παιδικά μου χρόνια, όχι στη Ζάκυνθο, αλλά σε διάφορους τόπους, γιατί ο πατέρας μου ήταν πολιτικός μηχανικός του Δημοσίου και γυρίζαμε από δω κι από κει. Ήρθε εδώ με τον σεισμό, μετά τους σεισμούς του 1953, με την ανοικοδόμηση ήρθε ο πατέρας μου στη Ζάκυνθο. Και εκεί γνωρίστηκαν με τη μαμά μου και παντρεύτηκαν. Και όταν εγώ γεννήθηκα, το ’60, ήταν ακόμα εδώ ο πατέρας μου και δούλευε στη Ζάκυνθο. Οπότε, τα πρώτα πρώτα μου χρόνια είναι συνδεδεμένα, βέβαια, με το νησί. Δηλαδή, τα πρώτα τέσσερα-πέντε χρόνια ήμουνα εδώ. Μετά Αθήνα, Τρίπολη, Καλαμάτα, Πάτρα, σε διάφορα μέρη. Σπούδασα στην Αθήνα, στο Καποδιστριακό –ΕΚΠΑ τώρα– και σπούδασα Ιστορία-Αρχαιολογία και όταν τελείωσα, δούλεψα για ένα διάστημα στο Μουσείο Μπενάκη. Αλλά το 1978, ο πατέρας μου έκανε ένα ταξίδι στην Ισπανία. Όταν ετοιμαζόταν για αυτό το ταξίδι, η μητέρα μου είπε ότι καλό θα ήταν να πάω εγώ στη θέση της, ας πούμε, ως δεύτερο άτομο, ως συνοδός του πατέρα, γιατί ήμουνα κουρασμένη, είχα μελετήσει πάρα πολύ εκείνη τη χρονιά και να πάω εγώ. Πήγα, λοιπόν, στην Ισπανία και ήμουνα ήμασταν στη Σεβίλλη, θυμάμαι, και άκουγα τον κόσμο που μιλούσε ισπανικά. Και μου φάνηκε τόσο όμορφη γλώσσα, τόσο, οι ήχοι τόσο θαυμάσιοι, τόσο τραγουδιστοί. Δεν ξέρω, έτσι, συγκλονίστηκα από τον ήχο αυτής της γλώσσας και είπα τότε ότι: «Εγώ, όταν θα γυρίσω στην Αθήνα, θέλω να μάθω ισπανικά». Και όλοι πέσανε πάνω μου και μου είπανε: «Ισπανικά; Γιατί, παιδί μου, θα μάθεις ισπανικά; Αφού και εμείς, με επτανησιακή, έτσι, κουλτούρα, ιταλικά πρέπει να μαθαίνουμε». Αλλά εγώ επέμεινα και έμαθα ισπανικά, εκείνα τα πρώτα χρόνια του ’80. Και αυτά τα ισπανικά, τελικά, με έφεραν στην Ισπανία. Γιατί σπούδασα όλα τα χρόνια που έπρεπε να σπουδάσω στην Αθήνα, πήρα μια καλοκαιρινή υποτροφία για τη Σαλαμάνκα, που είναι μια πανεπιστημιακή πόλη στην Ισπανία, και όταν γύρισα, έκανα διάφορα ταξίδια στην Ιταλία και εκεί γνώρισα τον άντρα μου, κάποια στιγμή. Αλλά επειδή μιλούσα ήδη ισπανικά, ήταν πολύ εύκολη η συνεννόηση. Και βρεθήκαμε στην Ισπανία τελικά. Αυτό είναι.

Ι.Κ.:

Πώς βρεθήκατε στην Ισπανία δηλαδή; Με ποια αιτία;

Φ.Σ.:

Πώς βρέθηκα στην Ισπανία. Δηλαδή, η τελική μου παραμονή στην Ισπανία;

Ι.Κ.:

Ναι, ναι.

Φ.Σ.:

Ήταν ότι αγάπησα έναν Ισπανό και σκεφτήκαμε: «Τι θα κάνουμε τώρα; Θα ζήσουμε μαζί, δεν θα ζήσουμε μαζί; Θα δουλέψω εγώ, τι δουλειά μπορώ να κάνω στην Ισπανία;». Δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Και κάποια στιγμή που δούλευα εδώ στην Ελλάδα, αλλά δεν ήταν πολύ καλές οι συνθήκες οι επαγγελματικές, έφυγα και έκανα ένα μικρό ταξίδι στην Ισπανία. Και εκεί, σκεφτήκαμε ότι, ναι, μπορούμε να ζήσουμε μαζί και να ζήσουμε κάπως πιο μόνιμα. Λοιπόν, εγώ είχα φίλους Ισπανούς στην Αθήνα. Ένας από αυτούς τους φίλους –έχει πεθάνει, δυστυχώς, τώρα– ήταν ο Πέδρο Ματέο, μεταφραστής του Άγγελου Σικελιανού. Μεταφραστής του Άγγελου Σικελιανού στα ισπανικά και μεγάλος λάτρης του Σικελιανού και όλου αυτού του κομματιού που αντιπροσωπεύει ο Σικελιανός, έτσι, με Δελφικές Εορτές και όλα αυτά. Αυτός, λοιπόν, είχε δημοσιεύσει μεταφράσεις των ποιημάτων του Σικελιανού σε ένα ισπανικό περιοδικό και μου το έδωσε και μου είπε: «Πάρε αυτό το περιοδικό και δώσε το, σε παρακαλώ, σε μια φίλη που είναι στη Βαρκελώνη και διδάσκει ελληνικά». Με αυτό το περιοδικό, λοιπόν, για τον Σικελιανό στα ισπανικά, πηγαίνω στη Βαρκελώνη και το δίνω στην κοπέλα αυτή τότε, Τερέζα Μαραδάν, και της λέω: «Σ’ το στέλνει ο Πέδρο Ματέο». Και έτσι γνωριζόμαστε. Και αυτή μου λέει: «Ξέρεις κάτι; Εγώ έχω αρχίσει τώρα το τμήμα νέων ελληνικών, αλλά είμαι από δω. Εντάξει, ξέρω ελληνικά, αλλά θα ήθελα και κάποιον Έλληνα ή Ελληνίδα να είναι μαζί μου, να με υποστηρίζει λίγο, ξέρεις, στη γλώσσα». Λέω: «Εντάξει, όποτε χρειαστεί». Και έτσι, έγινε η πρώτη επαφή. Μετά εγώ έφυγα. Έφυγα, πήγα, θυμάμαι, τρία χρόνια –όχι τρία χρόνια, τρεις μήνες– στη Γερμανία. Και μετά, ένα καλοκαίρι –του ’91– ήμουνα στην Ιταλία και με παίρνει ο άντρας μου, που είμαστε, έτσι, νιόπαντροι τότε και μου λέει: «Σε ψάχνουνε, πού είσαι;». Εγώ ήμουν μεταξύ Ρώμης-Φλωρεντίας, μουσεία, καταλαβαίνεις, βιβλιοθήκες και τέτοια. Λέω: «Εγώ τώρα είμαι στη Ρώμη». «Έλα, έλα, γρήγορα». «Γιατί;». «Γιατί πρέπει να σου πάρουν συνέντευξη». Τρέχω, λοιπόν, εγώ –τρέχω με το τρένο, εννοείται– και φτάνω στη Βαρκελώνη και κατεβαίνω από το τρένο, πηγαίνω στη σχολή και η διευθύντρια μου πήρε μια συνέντευξη στα ισπανικά, για να δει αν είμαι σε θέση να διδάξω σε ξένους ελληνικά. Και έτσι, άρχισε και η επαγγελματική μου σχέση με την Ισπανία. Δηλαδή το ’91, που μόλις είχα παντρευτεί, άρχισα να δουλεύω στην σχολή ξένων γλωσσών. Αυτό είναι ένας θεσμός πολύ παλιός. Δηλαδή, η δική μας σχολή έκλεισε πέρυσι τα πενήντα χρόνια, αλλά σε όλη την Ισπανία, την επικράτεια, είναι και εκατό χρόνων σχολές. Είναι ένας θεσμός κρατικός και ξεκίνησε, έτσι, με αυτή την ιδέα ότι πρέπει και οι Ισπανοί να μάθουν ξένες γλώσσες, οι οποίοι… Αυτές είναι… ξέρεις τώρα, οι αυτοκρατορικές χώρες –η Αγγλία, η Ισπανία– είναι κάπως αυτάρκεις και δεν μάθαιναν άλλες γλώσσες. Λοιπόν, με τα χρόνια, καλλιεργήθηκε αυτό, ότι έπρεπε και αυτοί οι Ισπανοί να μάθουν και άλλες γλώσσες και δημιουργήθηκε αυτός ο θεσμός των λεγομένων κρατικών σχολών ξένων γλωσσών. Που άρχισαν με τις κλασσικές γλώσσες –αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά– και μετά, έχουν απλωθεί και σε άλλες γλώσσες. Κι έτσι, άρχισα εγώ να δουλεύω εκεί το ’91, σε ένα τμήμα που μόλις είχε φτιαχτεί, μόλις είχε δημιουργηθεί, να διδάσκω νέα ελληνικά σε Ισπανούς. Όχι σε παιδιά όμως, σε ενήλικες. Είναι σχολές ενηλίκων αυτές. Οι οποίες τώρα, ας πούμε, στη δική μας σχολή, τη συγκεκριμένη, έχουμε δεκαπέντε ξένες γλώσσες, δεν είναι μόνο οι κλασσικές.

Ι.Κ.:

Πώς είναι οι Ισπανοί με τα ελληνικά;

Φ.Σ.:

Αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία. Πρώτα απ’ όλα, είναι αυτό που λέμε ότι εμείς δεν είμαστε μόνο τα άτομα που είμαστε –στο εξωτερικό, έτσι; Κουβαλάμε και το βάρος του ονόματος της Ελλάδος. Δηλαδή, όπως μου έλεγαν καμιά φορά: «Αν ήσουνα από κάποια άλλη κοντινή χώρα -πες, ας πούμε, την Πορτογαλία, που και οικονομικά είναι κάπως αντίστοιχη με την Ελλάδα-, δεν θα είχες το ίδιο βάρος που έχεις ως Ελληνίδα». Γιατί Ελληνίδα, [00:10:00]ξέρεις τώρα, για μας είναι, εντάξει, είναι αυτό που είμαστε. Αλλά έξω είσαι η Ακρόπολη, είσαι όλη αρχαία ιστορία, είσαι όλα τα –δεν ξέρω– τα γεγονότα, όλα αυτά που έχει ο κόσμος στο μυαλό του, που ξέρει από την αρχαία Ελλάδα, από αυτά που έχει διαβάσει, που έχει δει, που… Λοιπόν, πηγαίνοντας εκεί, έχεις, λοιπόν, τους Ισπανούς που ξέρουν την αρχαία Ελλάδα, έτσι; Γιατί τώρα δεν υπάρχει τόσο στα σχολεία, αλλά παλαιότερα και αρχαία ελληνικά διδάσκονταν και η Ελλάδα ήτανε, ως πολιτισμός, παρούσα παντού. Αλλά υπάρχει και η Ελλάδα που είναι τα νησιά, η θάλασσα, αυτό το ωραίο, ευχάριστο, ανέμελο κλίμα του καλοκαιριού. Η φιλοξενία η ελληνική, οι Ισπανοί τη θεωρούν κάτι πάρα πολύ σπουδαίο και κάτι που γι’ αυτούς έχει χαθεί, ας πούμε, σιγά σιγά, ενώ ήταν κι αυτοί φιλόξενοι, και τη βρίσκουν εδώ στην Ελλάδα. Το ότι πηγαίνουν σε ένα χωριό και κάποιος τους λέει: «Κάτσε στο καφενείο να πιούμε έναν καφέ» και κάποιος τους κερνάει μια μπύρα. Αυτό, που, εντάξει, εμείς χαμογελάμε ίσως, για αυτούς θεωρείται, έτσι, πολύ σημαντικό. Και γι’ αυτό πολλοί, στην αρχή, όταν εγώ έφτασα εκεί και άρχισα να διδάσκω, οι περισσότεροι μαθητές μας, σπουδαστές μας, ήταν καθηγητές αρχαίων ελληνικών, έτσι; Καθηγητές αρχαίων ελληνικών, που ήθελαν να μάθουν και τη συνέχεια της γλώσσας και πώς έχει εξελιχθεί και αν αυτά τα αρχαία ελληνικά που ξέρουν μπορούν να τους βοηθήσουν στα νέα ελληνικά. Σιγά σιγά, όμως, είδαμε ότι άνοιξε αυτό το πράγμα και υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ίσως τόσο σχέση με την αρχαία Ελλάδα, αλλά έχουν σχέση με πιο πρόσφατα πράγματα δικά μας. Υπάρχει κι αυτό της δικτατορίας και της περιόδου αυτής, δηλαδή ο Φράνκο πέθανε το ’75, εδώ η δικτατορία τελείωσε το ’74, στην Πορτογαλία ανάλογα. Λοιπόν, υπάρχει αυτή η –πώς να πούμε;– συναδέλφωση των νότιων ευρωπαϊκών χωρών, έτσι, που πολλοί άνθρωποι από εκείνα τα χρόνια, που ήταν, δηλαδή, νέοι το ’70-’80, νιώθουν μία συμπάθεια για τον ελληνικό λαό και για όσα συνέβησαν. Και μετά, βέβαια, υπάρχουν όλοι αυτοί που –θα το πω, αλλά είναι αλήθεια, φαίνεται ψέμα, αλλά είναι αλήθεια– που λατρεύουν την ελληνική μουσική. Δηλαδή, πας εκεί και σου λένε: «Ναι, ξέρω ελληνικά γιατί έχω μάθει ελληνικά τραγούδια». Και τα τραγούδια, βέβαια, de gustibus, έτσι; Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Υπάρχουν κάποιοι που ακούνε μουσική που ξέρεις εσύ, εγώ, όλος ο κόσμος, και άλλοι, που ακούνε και άλλους, νεότερους, που δεν τους ξέρουμε. Αλλά, δεν ξέρω, είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο αυτό με την ελληνική μουσική και τα τραγούδια, που αυτοί λένε ότι: «Α, τι ωραία!» και αυτό για μένα, ως καθηγήτρια, μου άνοιξε και άλλους δρόμους. Δηλαδή, πώς να διδάσκεις μέσα από τα τραγούδια. Που δεν είναι και τόσο εύκολο, έτσι; Γιατί και τα τραγούδια πρέπει να προσαρμόζονται στην ύλη. Αλλά τα τραγούδια τα δικά μας, που είναι πολλές φορές μελοποιημένη ποίηση, φέρνουν κοντά τους σπουδαστές και όχι μόνο με μουσική, αλλά και ποίηση, μεγάλη ποίηση. Και αυτό είναι κάτι που, έτσι, και από τις δυο πλευρές, και για μας, ως καθηγητές, και για τους σπουδαστές, νομίζω, είναι σπουδαίο. Μετά είναι, δεν ξέρω, πράγματα που… Πολλοί με ρωτάνε: «Τι έγινε;» λέει, «έχει κρίση», λέει –γιατί, ξέρεις, τώρα οι ξένες γλώσσες, η εκμάθηση ξένων γλωσσών γνώρισε κάποια στιγμή μια πτώση. Αλλά για μας δεν υπήρξε αυτό το φαινόμενο, δηλαδή. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, του προσφυγικού, όπου η Ελλάδα, κακώς, δυστυχώς, ήταν πρωτοσέλιδο, για τους ανθρώπους εκεί ήταν κάτι πολύ οικείο. Δηλαδή, ήταν πάντα μπροστά σου η Ελλάδα, τα ελληνικά, οι Έλληνες –τι να πούμε; Τα σκυλιά, έτσι; Ο Λουκάνικος.

Ι.Κ.:

Η δυσφήμιση δεν παύει να είναι διαφήμιση, δηλαδή.

Φ.Σ.:

Ναι. Ήτανε, τελικά, διαφήμιση και όλοι ήθελαν… Υπάρχει αυτή η ΜΚΟ, "Open Arms", που δέχεται πρόσφυγες και βοηθάει και έχει και ένα πλοίο. Αυτά που ήταν εκεί, και στη Βαρκελώνη έχουν έδρα και τα έβλεπε ο κόσμος κάθε μέρα, μας έφερε κι εμάς κόσμο, με αυτήν την έννοια. Και αυτό είναι κάτι που λες: «Ναι, τώρα, λοιπόν, η Ελλάδα δεν είναι μόνο εκείνο το ένδοξο παρελθόν, αλλά είναι και μια άλλη Ελλάδα, πιο χειροπιαστή, έτσι, πιο πραγματική, πιο σημερινή η Ελλάδα αυτή». Κι αυτό είναι, έτσι, ωραίο για εμάς. Αλλά πάντα βρίσκεται κάτι που και να ενώνει το παρελθόν με το παρόν, με όλα αυτά. Θυμάμαι, είχα έναν μαθητή –τώρα, αυτοί οι μαθητές, λέω, μη νομίζει κανείς ότι είναι παιδάκια, έτσι; Είναι ενήλικες, που σημαίνει ότι καμιά φορά μπορεί να είναι και εβδομήντα χρονών. Είχα, λοιπόν, έναν μαθητή που ήταν καθηγητής αρχαίων ελληνικών. Καθηγητής, πολύ καλός καθηγητής, μεταφραστής αρχαίων συγγραφέων. Και μια μέρα, τον ρώτησα πώς πήγε το ταξίδι στην Ελλάδα. Και μου είπε: «Ένιωσα πάρα πολύ ωραία», μου λέει. «Μπράβο», λέω, «γιατί;». Λέει: «Ξέρεις», μου λέει, «πήγαμε με το αυτοκίνητο και είχε κάποιο πρόβλημα το αυτοκίνητο και πήγα σε ένα συνεργείο να μου το φτιάξουν. Και εκεί που ήμουνα μέσα και περίμενα να μου δώσουν οδηγίες, βγαίνει», λέει, «αυτός από το συνεργείο, ξέρω ’γω, με τη φόρμα και τα λοιπά και μου λέει: “Έλα, κύριος, φέρε το αμάξι”. Και», λέει, «μόλις άκουσα το “αμάξι”, τη λέξη “αμάξι”, ένιωσα», μου λέει, «σαν τον Αχιλλέα». Ο Αχιλλέας στο σημερινό γκαράζ, συνεργείο αυτοκινήτων. Δηλαδή, ότι όλα υπάρχουν ταυτόχρονα σε αυτόν τον τόπο. Αυτά τα βλέπουνε έξω βέβαια, εμείς όχι τόσο. Αλλά είναι συγκινητικά αυτά που πολλές φορές ακούς, πραγματικά.

Ι.Κ.:

Πώς είναι η καθημερινή ζωή στη Βαρκελώνη;

Φ.Σ.:

Η καθημερινή ζωή. Πρέπει να βάλουμε ένα «πριν και μετά τον μαζικό τουρισμό». Δηλαδή, αυτό το «μετά», βέβαια, έγινε σιγά σιγά, έτσι; Δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Αλλά το 1992 έγιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Βαρκελώνης, που έγιναν με μεγάλη επιτυχία, για πολλά πράγματα. Και για τις εγκαταστάσεις, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν αργότερα, και για το ότι η πόλη αναδείχθηκε και έγινε ένα σημείο αναφοράς, και γιατί ξαφνικά, μια πόλη, που δεν ήταν η Μαδρίτη, δεν ήταν το κέντρο, δεν ήτανε το Prado, έτσι; Ήταν μια κάπως πιο επαρχιακή –εντός εισαγωγικών, γιατί δεν μπορούμε να πούμε τη Βαρκελώνη επαρχιακή. Μια πόλη, τέλος πάντων, που δεν είχε το βάρος, το ειδικό βάρος της Μαδρίτης, μπήκε στον χάρτη. Από κει και πέρα, λοιπόν, άρχισαν να έρχονται άνθρωποι για να δούνε τη Βαρκελώνη. Η Βαρκελώνη είχε έναν ιδιαίτερο οικοδομικό σχεδιασμό. Έχει μια Παλιά Πόλη που ήταν περιτειχισμένη, τα τείχη γκρεμίστηκαν, και μετά, έχει μία επέκταση που έχει γίνει βάσει ενός πολεοδομικού σχεδιασμού, με τεράστια οικοδομικά τετράγωνα. Ήταν μια εποχή, δηλαδή, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, που υπήρχε πλούτος και όλοι, έτσι… υπήρχαν σχέδια πώς να γίνει η πόλη, πώς να γίνουν τα κτήρια, πώς να γίνουν οι εκκλησίες, έτσι; Όλοι ξέρουμε τον Gaudí και όλα αυτά. Και η πόλη, λοιπόν, έχει διάφορα πράγματα ενδιαφέροντα να δει κανείς και να την περπατήσει και έχει θάλασσα, βεβαίως, που της δίνει, έτσι, κάτι, ένα διαφορετικό αέρα, είναι κοντά σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και άρχισε να έρχεται κόσμος. Αυτός ο κόσμος, κάποια στιγμή, έγινε ένα βάρος για την πόλη, δηλαδή είναι πάρα πολύς. Είναι, δεν ξέρω, πώς λέμε εδώ ότι στη [00:20:00]Σαντορίνη έρχεται πάρα πολύς κόσμος; Έτσι κι εκεί έρχεται πολύς, πολύς κόσμος και βαραίνει τον κάτοικο, εμάς, που ζούμε εκεί καθημερινά. Όταν έχεις, δηλαδή, δρόμους που είναι γεμάτοι κόσμο ή χάνονται αυτές… μια ταβερνούλα να πας, ένα εστιατόριο που θα πηγαίνεις και θα είναι πλάι σου οι άλλοι, οι γείτονές σου, αυτό χάνεται. Δηλαδή, πραγματικά, είναι κάτι δύσκολο για μας τώρα. Βέβαια, τώρα αυτό, είπα κάτι αρνητικό, αλλά δεν είναι έτσι. Δηλαδή, υπάρχουν πάρα πολλά θετικά πράγματα. Οι υπηρεσίες είναι πολύ καλές και φιλικές προς τον πολίτη, υπάρχουν… δεν ξέρω, εγώ δεν χρησιμοποιώ ποδήλατο, αλλά υπάρχουν ποδηλατόδρομοι παντού. Και τέλος πάντων, η πόλη προσπαθεί –προσπαθούσε τουλάχιστον, μέχρι πρότινος– να βοηθήσει τους πολίτες της. Υπάρχουν σε κάθε γειτονιά ωραίες αγορές, σαν λαϊκές αγορές, αλλά στεγασμένες, που είναι πάλι με ωραία κτήρια, όπου μπορεί να κάνει τα ψώνια του κανείς, ο καιρός είναι καλός σχετικά. Και αυτό, δηλαδή, που ένιωσα εγώ όταν πήγα εκεί και νιώθω συνέχεια, τώρα, τριάντα χρόνια που είμαι εκεί, νιώθω μια οικειότητα, δηλαδή δεν νιώθω ότι… Δεν ξέρω, πιθανώς, αν πήγαινα στη Στοκχόλμη –λέω– να ένιωθα κάπως ξένη, ενώ εκεί νιώθω ότι είμαι αρκετά, έτσι, καλά με τους γύρω μου και ότι οι αντιδράσεις τους μπορεί να είναι προβλεπόμενες από κάποιον Μεσόγειο άνθρωπο και αυτό είναι ωραίο. Είναι μία ήσυχη πόλη, με ήσυχη ζωή. Εκτός από την εποχή που είχαμε το 2017, αν δεν κάνω λάθος, που είχαμε φασαρίες λόγω της… Κάθε τόσο, ας πούμε, αυτό το θέμα αναζωπυρώνεται, που είναι η ανεξαρτησία της Καταλονίας από την υπόλοιπη Ισπανία. Εκείνη η χρονιά ήταν μια δύσκολη χρονιά στην καθημερινότητά μας. Τώρα είμαστε πιο ήσυχοι, εκτός απ’ τις μάζες των τουριστών αυτών.

Ι.Κ.:

Αυτή είναι η καθημερινή σας ζωή στην Ισπανία.

Φ.Σ.:

Στην Ισπανία.

Ι.Κ.:

Και είσαστε τώρα τουρίστρια στη Ζάκυνθο. Τώρα που μιλάμε είναι Καθολικό Πάσχα για τους Καθολικούς, πριν το Ορθόδοξο, και μπορείτε και έρχεστε. Και έρχεστε και το καλοκαίρι.

Φ.Σ.:

Και έρχομαι και το καλοκαίρι, ναι, γιατί έχω αυτή τη δυνατότητα των σχολικών διακοπών, ναι.

Ι.Κ.:

Πώς είναι, λοιπόν, να έρχεστε σαν τουρίστρια και τι διαφορές βρίσκετε και από τα παιδικά σας χρόνια με τώρα;

Φ.Σ.:

Να αναρωτηθώ, βέβαια, μπορεί να είναι κανείς τουρίστας στον τόπο του; Δηλαδή, όταν εγώ έρχομαι εδώ, εδώ στη Ζάκυνθο ή στα μέρη τα γνωστά, δηλαδή στα μέλη στα οποία έχω ζήσει από παιδί ή έφηβη ή αργότερα, δεν νιώθω τουρίστρια. Δηλαδή, νιώθω σαν κάποιον που γυρίζει, γυρίζει στο σπίτι. Από το οποίο έλειψε, έχει λείψει πολύ καιρό, αλλά υπάρχουν πράγματα που αναγνωρίζει. Είμαστε λίγο σαν την «Οδύσσεια», τον Σεφέρη, δεν ξέρω. Λοιπόν, φτάνεις εδώ και εγώ, ας πούμε, κοιτάω κοιτάω το τοπίο. Το τοπίο, για μένα, της Ζακύνθου είναι κάτι πολύ σημαντικό στον ψυχισμό μου, έτσι; Δηλαδή, δεν το ξέρουν οι άλλοι, αλλά είναι οι ελιές, ο κάμπος, οι σταφίδες, τα λουλούδια, δηλαδή, τα… Είναι ένας τόπος όπου βρέχει πολύ, συχνά και γι’ αυτό είναι καταπράσινος. Αυτός ο τόπος, λοιπόν, όπως τον βλέπω εγώ εδώ, γύρω από σπίτι, είναι κάτι το οποίο είμαι εγώ, δηλαδή, αυτός ο τόπος. Γι’ αυτό σ’ αυτόν τον τόπο ποτέ δεν μπορώ να νιώσω τουρίστρια. Όμως, βεβαίως, έρχομαι με μία κριτική ματιά, γιατί ζω τόσα χρόνια στο εξωτερικό και βλέπω, ας πούμε, και λέω: «Κοίταξε, βρε παιδί μου, πώς χτίζουν, τι χτίζουν, τι σκουπίδια που υπάρχουν στον δρόμο». Αυτά, ναι, ίσως… δεν ξέρω πώς θα τα έβλεπα αν ζούσα εδώ καθημερινά και ήταν γύρω μου κάθε μέρα. Εγώ τα βλέπω από καιρού εις καιρόν και τα κρίνω έτσι. Αλλά όχι, δεν νιώθω τουρίστας, νιώθω αυτό, τον τόπο μου που επιστρέφω δηλαδή, τον τόπο μου, ο οποίος ή με καλοδέχεται ή καμιά φορά με κοροϊδεύει κιόλας και μου λέει ότι: «Εσύ έλειπες, εμείς εδώ κάναμε και κάτι αυτό, καλό, κακό, εξαρτάται». Αλλά είναι δύσκολη, έτσι, αυτή η σχέση του ξενιτεμένου, ας το πούμε. Δεν μπορούμε να πούμε, δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ποτέ αυτούς τους ξενιτεμένους μιας άλλης εποχής, που έφυγαν υποχρεωμένοι από οικονομικές δυσχέρειες, που ήταν μακριά, που δεν είχαν όλες αυτές τις τεχνολογικές διευκολύνσεις, που δεν μπορούσαν να επιστρέφουν συχνά ή ποτέ. Εντάξει, δεν μπορώ να συγκριθώ με αυτό. Αλλά πάντα ο ξενιτεμένος, αυτός που ζει έξω, έχει αυτή τη νοσταλγία του τόπου και όταν επιστρέφει έχει αυτή την εξιδανίκευση των χώρων και των τοπίων που βλέπει και τα νιώθει ότι είναι πολύ δικά του, ότι του μιλάνε, ότι είναι διαφορετικά.

Ι.Κ.:

Μου είπατε πριν για τη διδακτική διαδικασία με τα τραγούδια, με την ποίηση, με τη μελοποιημένη ποίηση και τα λοιπά. Η Ζάκυνθος βρίσκει χώρο μέσα στη διδακτική διδασκαλία;

Φ.Σ.:

Τώρα, η Ζάκυνθος πάντα βρίσκει τον χώρο. Απλά, πολλές φορές, ξεκινάω από κάτι απλό, ας πούμε. Ότι τα ελληνικά νησιά είναι θηλυκά, που λήγουν σε -ος. Και εκεί πέρα, ενώ είναι όλα του Αιγαίου, μπαίνει και η Ζάκυνθος του Ιονίου και έτσι έρχεται κάπως. Γιατί το Ιόνιο είναι λίγο άγνωστο στους ξένους. Δηλαδή, οι ξένοι ξέρουν περισσότερο τους αρχαιολογικούς χώρους στην Αθήνα, τα νησιά του Αιγαίου, τα γνωστά, αλλά το Ιόνιο μένει λίγο στην άκρη. Γι’ αυτό πάντα βάζω τη Ζάκυνθο κάπου. Τώρα, βέβαια, η Ζάκυνθος, εκτός από αυτό το λίγο αστείο, είναι ότι είναι η πατρίδα του Σολωμού, η πατρίδα του Κάλβου. Όταν μιλάμε… τώρα, τον Μάρτιο, ας πούμε, 25η Μαρτίου, πάντα λέμε κάτι: «Ξέρετε, η εθνική γιορτή, η Ελληνική Επανάσταση», πάντα εγώ, πλάι στο Μεσολόγγι –επειδή καμιά φορά προσπαθείς, ως καθηγητής στο εξωτερικό, να πιάνεσαι από κάποια πράγματα που οι άλλοι ξέρουν. Και τι μπορεί να ξέρουν; Μπορεί να ξέρουν τον Λόρδο Βύρωνα. Και λες, ας πούμε: «Ξέρετε πού πέθανε ο Lord Byron; Πέθανε στο Μεσολόγγι». Σου λένε: «Μεσολόγγι, Μεσολόγγι», μερικοί το ξέρουν, άλλοι όχι. Και από κει έρχεται η Ζάκυνθος και λες: «Ναι, γιατί ο Σολωμός και ο Εθνικός Ύμνος και το Μεσολόγγι και οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”» και όλα αυτά. Μόνο που πρέπει, όπως το βλέπω εγώ, να μην τα βάλεις, έτσι, υποχρεωτικά αυτά τα πράγματα, αλλά να τα φέρεις όμορφα, να τα δέσεις και να τα δουν οι άλλοι σαν κάτι ενδιαφέρον, σαν κάτι που… «Τι είναι το Ιόνιο πέλαγος; Τι είναι η Ζάκυνθος; Γιατί, ίσως, δεν ξέρουμε πολύ την ιστορία αυτή;». «Εμείς ξέρουμε για την Ελλάδα και τους Τούρκους». «Α, αλήθεια υπάρχουν τα Επτάνησα και υπάρχει η βενετοκρατούμενη Ελλάδα;». Και εκεί προσπαθείς να τα δώσεις έτσι και να δώσεις τη Ζάκυνθο, με τον ιδιαίτερο πολιτισμό της. Ακόμα και τις προάλλες τώρα, έτσι, λίγες μέρες πριν να έρθω, κάναμε ένα μάθημα απλό, που ήταν ένα μάθημα για τα φρούτα. Και λέγαμε, λοιπόν, τα φρούτα, τα μήλα, τα ροδάκινα, τα αυτά… Και μου λένε κάποιοι: «Και σταφύλια. Ναι, ξέρουμε τα σταφύλια». [00:30:00]Και μου λέει κάποιος: «Εγώ ξέρω ότι έχετε και σταφίδες». Ε, αυτό είναι! Μη μου κάνεις μια τέτοια ερώτηση! Με μια τέτοια ερώτηση, λοιπόν, βέβαια, έρχεται η Ζάκυνθος, βέβαια έρχεται όλη η ιστορία για τη σταφίδα –που είναι μια μεγάλη ιστορία της Δυτικής Πελοποννήσου, δική μας, των καραβιών αυτών που έφευγαν για την Αγγλία, της μονοκαλλιέργειας, όλα, όλα αυτά. Και βέβαια, εδώ είμαστε μπροστά σε ένα κτήμα με σταφίδα και πάντα, πάντα θα πω κάτι. Δηλαδή, είναι όλα μαζί, έτσι; Είναι οι μεγάλοι ποιητές, είναι ο τόπος και η ιστορία του, αυτή του βενετοκρατούμενου ελληνισμού, είναι τα προϊόντα αυτά τα ιδιαίτερα. Μετά ξαναγυρίζουμε στα τραγούδια, τη μουσική, την εκκλησιαστική μουσική επίσης. Είναι πολλά πράγματα. Η Ζάκυνθος πάντα, πάντα… Δεν μπορώ, καμιά φορά πρέπει να λέω στον εαυτό μου: «Τώρα σταμάτα, πρέπει να μιλάς και για άλλους τόπους, όχι μόνο για τη Ζάκυνθο». Κι όμως, με ξέρουν πολλοί, δηλαδή, εκεί, γιατί κάποια στιγμή, είπα σε μια μαθήτριά μου, που μετά έγινε μια γνωστή συγγραφέας, της είπα ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο αυτό που οι τουρίστες πιστεύουν ότι είναι, όλα αυτά τα ηλιόλουστα νησιά και οι θάλασσες. Υπάρχει και η Ελλάδα του Θόδωρου Αγγελόπουλου, με τα τοπία στην ομίχλη, με τα χειμωνιάτικα, γκρίζα αυτά τοπία της Μακεδονίας, της Βόρειας Ελλάδας. Κι αυτή το έγραψε σε ένα βιβλίο και, λοιπόν, είμαι γνωστή ως αυτή που έχει φέρει τη Βόρεια Ελλάδα στη Βαρκελώνη, παρά τη δική μου. Αλλά είναι γιατί έτσι έτυχε να γίνει, αλλά η Ζάκυνθος πάντα είναι, πάντα είναι παρούσα. Εγώ χωρίς τον Σολωμό δεν κάνω.

Ι.Κ.:

Για τη δικιά σας σχέση με τον Σολωμό και, γενικότερα, τι λέτε; Τι αποκαλύπτετε στους μαθητές;

Φ.Σ.:

Ελάχιστα, όχι, δεν… Καμιά φορά, κάποιος μπορεί να ξέρει κάτι, δηλαδή κάποιος να έχει έρθει στη Ζάκυνθο, να έχει επισκεφθεί το σπίτι εδώ και να ξέρει τη σχέση και να πει: «Ναι, ναι, αλλά δεν ξέρετε και το άλλο κομμάτι». Εγώ, όμως, προσωπικά, δεν το αναφέρω. Δηλαδή, εμείς μεγαλώσαμε, πάντα εδώ, σε αυτό το σπίτι, αλλά με διδαχές να είμαστε πάντα διακριτικοί –διακριτικές, ως τρεις αδερφές– και να είμαστε μεν περήφανες για τη σχέση, αλλά, πραγματικά, αυτοί είναι οι μεγάλοι άνθρωποι. Εμείς είμαστε τα εγγόνια –μετά από πολλές γενιές. Και δεν πρέπει, δηλαδή, να ψωροπερηφανεύεσαι, δηλαδή, γι’ αυτά.

Ι.Κ.:

Σ’ εμάς, όμως, τι θα αποκαλύψετε;

Φ.Σ.:

Εντάξει, ότι καθόμαστε–

Ι.Κ.:

Όχι, να μας εξηγήσετε, έτσι–

Φ.Σ.:

Ναι, ναι. Ότι τώρα που γίνεται αυτή η μαγνητοφώνηση, καθόμαστε σ’ ένα σπίτι, ένα από τα εξοχικά σπίτια της οικογένειας του Σολωμού, του ποιητή. Διότι, η κόρη του αδερφού του ποιητή παντρεύτηκε τον Νικόλαο Λούντζη και από κει έρχεται η οικογένεια της γιαγιάς μου. Καθόμαστε κάτω από το πορτραίτο του Σολωμού, σε ένα χώρο που φαίνεται ότι και ο ίδιος ο ποιητής αγαπούσε. Είμαστε μερικές γενιές μετά. Δηλαδή, εδώ πίσω, εκεί, αυτό το μικρό αγοράκι στο πορτραίτο ήταν εγγονός του αδερφού του ποιητή, παππούς της γιαγιάς μου. Είναι λίγο περίπλοκο έτσι όπως το είπα, αλλά, εντάξει, σημαίνει ότι υπάρχει μια συνέχεια, την οποία βλέπουμε όπως καθόμαστε στο σαλόνι, βλέπουμε όλα τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο σ’ αυτή την ιστορία και πώς κατεβαίνουν οι γενιές και φτάνουν μέχρι σ’ εμάς. Αλλά αν ο κάθε άνθρωπος δεν έχει τη δική του αξία –όχι την αξία, τη φοβερή αξία ή ένα όνομα καταπληκτικό, αλλά δεν ζει τη ζωή του όπως πρέπει, τι να κάνει και τους λαμπρούς προγόνους; Αλλά, εντάξει, εδώ είμαστε, είναι κάτι το ιδιαίτερο για μας, έτσι, μια κληρονομιά πολύτιμη. Και όταν μπορώ, κάτι λέω στην Ισπανία. Αλλά δεν λέω: «Γεια σας, παιδιά. Είμαι η μικρανιψιά» – όπως λένε εδώ– «του Σολωμού», όχι.

Ι.Κ.:

Επιστρέφω λίγο στη διδασκαλία. Θέλω να μου πείτε λίγο πρακτικά πώς γίνεται, με τα τραγούδια, ας πούμε, που μου είπατε, πώς τα διαλέγετε, πώς το αντιμετωπίζουν. Λίγο πρακτικά, πώς φτιάχνετε τη διαδικασία της εκπαίδευσης.

Φ.Σ.:

Κοίταξε, πρακτικά πώς γίνεται. Όπως σου είπα και πριν, ξεκίνησα πριν τριάντα χρόνια, έτσι; Όταν ξεκίνησα, βέβαια, μιλάμε για εποχές χωρίς υπολογιστές και χωρίς, βασικά, υλικό. Δηλαδή, εμείς μπαίναμε στην τάξη και έπρεπε να αυτοσχεδιάσουμε, διότι δεν υπήρχαν βιβλία ελληνικών για ξένους. Υπήρχαν κάτι εκδόσεις, που τις θυμάμαι ακόμα, γιατί τις έχω, που ήταν δακτυλογραφημένες. Δηλαδή, ναι μεν είχαν εκδοθεί επίσημα, αλλά ήταν δακτυλογραφημένη –δηλαδή ήτανε, πώς χτυπάς το γράμμα στη γραφομηχανή; Αυτές, λοιπόν, οι εκδόσεις ήταν του πανεπιστημίου University Press στη Θεσσαλονίκη και ήταν το μόνο πράγμα που υπήρχε. Τα άλλα ήταν αποκόμματα εφημερίδων, θυμάμαι, που ο πατέρας μου μου έκοβε και μου έστελνε και έγραφε: «Αυτό μπορεί να ενδιαφέρει την Κλαίρη», «αυτό μπορεί να ενδιαφέρει την Κλαίρη». Και από αυτά τα αποκόμματα προσπαθούσα να βγάλω ιστορίες να διδάσκω κάθε μέρα, κάθε βδομάδα. Τα πράγματα από τότε, από το ’91-’92 και τα λοιπά έχουν αλλάξει βέβαια και τώρα υπάρχει και πιο… είμαστε κάπως υποχρεωμένοι να ακολουθούμε, βέβαια, ένα πρόγραμμα. Μετά, υπάρχει και το λεγόμενο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Γλωσσών, που αυτό λέει ποια είναι τα επίπεδα της γλωσσομάθειας. Δηλαδή, αν έχεις ένα Β1, πρέπει να είναι αντίστοιχο σε όλες τις γλώσσες. Δεν μπορείς, δηλαδή, να κάνεις ό,τι θέλεις. Και υπάρχουν τώρα πλέον και πάρα πολλά βιβλία που έχουν βγει, και βιβλία ιδιωτών και προγράμματα ευρωπαϊκά, που έγιναν βιβλία για μουσουλμανόπαιδες, τσιγγανόπαιδες και τα λοιπά, τα οποία βοηθούν κι εμάς, γιατί, πραγματικά, είναι φτιαγμένα για ξένους, για ανθρώπους που δεν είναι Έλληνες στην Ελλάδα, δεν είναι ελληνόπουλα που μαθαίνουν ελληνικά. Και υπάρχουν, βέβαια, και τα βιβλία για τα παιδιά της διασποράς, που υπάρχουν αυτά. Λοιπόν, έχουμε μια βάση. Μ’ αυτή τη βάση, λοιπόν, ξεκινάνε και κάνεις ένα πρόγραμμα –στο μυαλό σου, τις περισσότερες φορές– και λες ότι… Ξέρεις, δηλαδή, τι θα διδάξεις κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς και θα διδάξεις μέχρι να μάθουν και –τι να πω τώρα;– τον Παρατατικό, λέμε. Με αυτό, λοιπόν, το πρόγραμμα, όπως το έχεις φτιάξει στο μυαλό σου, έχεις ορισμένα κείμενα. Από τα κείμενα μιλάς και βγάζεις και συμπεράσματα για γραμματικά φαινόμενα και ιστορίες για την Ελλάδα, για πρόσωπα, για διάφορα πράγματα. Μετά υπάρχουν τα τραγούδια που λέγαμε πριν –ξέρω ’γω, τι να σου πω τώρα; Ένα τραγούδι παλιό που θυμάμαι τώρα, είναι: «Μίλησέ μου, μίλησέ μου, δεν σε φίλησα ποτέ». Ωραία, αυτό το τραγούδι έχει πολλά πράγματα. Έχει, δηλαδή, μία Προστακτική, που είναι –εμείς δεν το ξέρουμε συνειδητά, αλλά αυτό το «μίλησε», είναι το ίδιο με τον Αόριστο του ρήματος μιλώ. Λοιπόν, λες ότι «μίλησε» είναι και ο Αόριστος και «μίλησέ μου» είναι μια Προστακτική. Και έτσι, μιλάς και για το τραγούδι και για την εποχή του και γιατί γράφτηκε. Και επειδή πολλά τραγούδια ελληνικά είναι από ταινίες, μπορείς να βάλεις και την ταινία, μπορείς να δείξεις και μια Αθήνα του ’60 που έχει χαθεί. Και έτσι, να μιλήσεις και για τη γραμματική και για πολιτιστικά, έτσι, θέματα που βγαίνουν μέσα από τα τραγούδια. [00:40:00]Αλλά μη νομίζεις ότι είναι τραγούδια συνέχεια. Όμως, τα τραγούδια –και επιμένουμε σ’ αυτό καμιά φορά, γιατί αν βάλεις κάποιον να διαβάσει, θα διαβάσει με αυτό τον δισταγμό του ξένου, έτσι; Συλλαβιστά, σιγά σιγά. Πες του να το τραγουδήσει. Είναι πιο εύκολο. Πες του να το σιγομουρμουρίζει και να πει: «Μίλησέ μου, μίλησέ μου», έτσι, και να μην τραγουδάει καλά, έτσι; Θα το πει πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι αν τον βάλεις να το διαβάσει ανάγνωση. Λοιπόν, πολλές φορές, τους βάζω και τραγουδάμε, πραγματικά. Δηλαδή λέω: «Και τώρα θα τραγουδήσουμε αυτό το τραγούδι, αυτή τη στροφή». Μια μικρότερη, μεγαλύτερη στροφή. Έχω ένα τραγούδι πάντα που λέω στο πρώτο έτος, είναι ο «Προσκυνητής», που λέει: «Τα βουνά περνάω και τις θάλασσες περνώ». Εκεί βγάζεις πολλά πράγματα για τα ρήματα, για το τι λένε, δηλαδή, πώς μιλάμε, πώς μιλάει κάποιος από ένα άλλο μέρος, τι θέλει να πει. Έχεις πολλά πράγματα. Μετά, δεν ξέρω, εγώ πάντα μου αρέσουν τα μαθήματα που δίνουν πολλά στοιχεία –πολλά στοιχεία… όχι πολλά, διαφορετικά. Παραδείγματος χάρη, μου αρέσουν οι ιστορίες για τα πουλιά. Τα αποδημητικά πουλιά. Τα χελιδόνια, κάποια μεγάλα πουλιά, τους ασπροπάρηδες, που φεύγουν από δω και πάνε στην Αφρική, πάνε στη Μαδαγασκάρη και γυρίζουν. Αυτό, που υπάρχουν και ιστορίες, κείμενα γραμμένα, μιλάς και για τα πουλιά και γραμματικά φαινόμενα βλέπεις και λες και την ιστορία, δηλαδή, και περιβαλλοντική ιστορία. Δηλαδή, ξέρω ’γω, κινδύνους που έχουν αυτά τα πουλιά, πώς –δεν ξέρω– πώς αντιμετωπίζει η πολιτεία αυτά τα θέματα, τις περιοχές Natura, πολλά, πολλά. Τις ανεμογεννήτριες. Να πούμε πολλά θέματα που βγαίνουν. Εμένα μου αρέσουν αυτά, τα πολυδιάστατα πράγματα, όχι τα: «Και τώρα θα μπούμε και θα διαβάσουμε το κείμενο και θα κάνουμε μόνο γραμματική και τελειώσαμε και αντίο». Να ’ναι κάτι πιο, έτσι…

Ι.Κ.:

Άλλοι τίτλοι τραγουδιών και… Όχι, θέλω να μου πείτε κι άλλα παραδείγματα, ας πούμε. Πώς ένα τραγούδι –όπως μου είπατε, το «Μίλησέ μου»– έχει Προστακτική μέσα και είναι και Αόριστος. Άλλα τέτοια παραδείγματα;

Φ.Σ.:

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα, δηλαδή, τώρα. Αλλά, θυμάμαι τώρα, υπάρχει ένα πρόγραμμα που έχει κάνει ένας… δεν είναι βιβλίο, είναι στο διαδίκτυο και λέγεται… Ξέρεις ένα τραγούδι που ήταν από την ταινία «Στέλλα», που έλεγε:  «Εφτά τραγούδια θα σου πω για να διαλέξεις τον σκοπό που θα μου πεις για να σου πω το σ’ αγαπώ»; Έχουν κάνει ένα βιβλιαράκι, ας πούμε, που λέει «Τραγούδια θα σου πω για να κάνουμε γραμματική» και κάθε τραγούδι έχει ένα –πώς το λένε; Μιλάει για ένα γραμματικό φαινόμενο, το οποίο μπορεί να είναι... Τώρα θυμάμαι, ας πούμε, που λέει: «Σ’ αυτή τη γειτονιά, σ’ αυτή τη γειτονιά», είναι για τον Αόριστο. Τέλος πάντων, λέει: «Μεγάλωσα και έζησα και έκανα και πήγα» και όλα αυτά είναι του Αορίστου, ας πούμε. Και κάνεις με αυτό το τραγούδι –είναι του Θεοδωράκη ένα τραγούδι– τον Αόριστο. Μπορεί να είναι ένα τραγούδι –τώρα, ποιο άλλο τραγούδι να σου πω; Να κάνεις, ξέρω ’γω, τη «Συννεφούλα» του Σαββόπουλου και να μιλήσεις και για την άνοιξη –είναι το τραγούδι που λέει: «Συννεφούλα, συννεφούλα, να γυρίσεις σου ζητώ»– και να μιλήσεις για την άνοιξη και να μιλήσεις για τα υποκοριστικά στα ελληνικά. Γιατί τα υποκοριστικά, μέσα στη διδασκαλία των ελληνικών, είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, γιατί εμείς τα χρησιμοποιούμε… δεν είναι μόνο ότι δείχνεις το μικρό, έτσι; Δείχνεις και αγάπη, δείχνεις και το παιδάκι, είναι όλα αυτά τα ουδέτερα. Τα ουδέτερα έχουν σημασία, γιατί σε κάποιον που είναι Ισπανός, Ιταλός, Γάλλος, το ουδέτερο, τι είναι το ουδέτερο, είναι μια μεγάλη ιστορία, που πρέπει να του πεις ότι: «Μη νομίζεις ότι το ουδέτερο είναι κάτι ουδέτερο. Είναι κάτι πραγματικό, είναι αυτό το μικρούλι, που το νιώθεις, έτσι, πολύ με αγάπη κοντά σου. Και οτιδήποτε μπορεί να γίνει -άκι και γινόμενο -άκι, γίνεται ουδέτερο. Και γι’ αυτό μπορεί εμείς να λέμε Ελενάκι, το κοριτσάκι, δηλαδή όλα αυτά, που μπορεί να είναι θηλυκά, αλλά γίνονται ουδέτερα». Λοιπόν, αυτά τα τραγούδια που έχουνε μέσα -ούλα, -άκι και τα λοιπά σου δίνουνε αυτό να μιλάς για τα ουδέτερα. Δεν ξέρω, άλλα τραγούδια που μιλάνε για τον Παρατατικό, δηλαδή: «Έκανα και τότε», «έφτιαχνα». Μετά, τώρα θυμήθηκα ένα τραγούδι. Λέω κι εγώ, πολύ, πολύ μοντέρνα τραγούδια ίσως να μην ξέρω, αλλά είναι μερικά τραγούδια που γράφτηκαν, ας πούμε, από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον στιχουργό, που πραγματικά είναι ποιήματα, έτσι; Γιατί είναι λέξεις που τις έχει σκεφτεί και τις έχει διαλέξει, μια μια, δεν είναι έτσι απλά τα τραγούδια αυτά. Υπάρχουν έτσι πολλά, πολλά τραγούδια από μας βοηθούν. Δεν ξέρω, αν σκεφτώ κάποιο στην πορεία, θα σου ξαναπώ κάποιο.

Ι.Κ.:

Έγινε. Ωραία, βεβαίως. Μέσα στους μαθητές υπάρχει και μία διασημότητα.

Φ.Σ.:

Ναι, αλλά αυτή η διασημότητα –αν μιλάμε για την ίδια.

Ι.Κ.:

Ναι, για να δούμε.

Φ.Σ.:

Η πριγκίπισσα δεν ήρθε στο σχολείο, αλλά ζήτησε, μετά από μια επίσκεψή της στο Μουσείο Μπενάκη–

Ι.Κ.:

Να πούμε και για ποια πριγκίπισσα μιλάμε.

Φ.Σ.:

Ναι, μιλάμε για την πριγκίπισσα Χριστίνα της Ισπανίας, την αδερφή του βασιλιά Φιλίππου τώρα και βέβαια, κόρη της βασίλισσας Σοφίας. Αυτά τα παιδιά, τα παιδιά της βασίλισσας Σοφίας, από μικρά έχουν ακούσει ελληνικά γύρω τους, έτσι; Γιατί οι δύο αδελφές, η Σοφία και η Ειρήνη, μιλούσαν πολύ ελληνικά μεταξύ τους. Λοιπόν, έχουν ακούσματα ελληνικά. Και μετά από μια επίσκεψή της –αυτό θα ήταν το 2002-’03… το ’03, ναι– στο Μουσείο Μπενάκη και που θα της είπαν ότι: «Είδατε αυτά τα πράγματα;». «Ναι, μου άρεσαν πάρα πολύ». «Εσείς μιλάτε ελληνικά;». «Συγγνώμη, αλλά δεν μιλάω ελληνικά. Θα ήθελα». Και της είπαν ότι είμαι εγώ στην Ισπανία και ότι αν ήθελε, να έρθει σε επαφή μαζί μου. Και έτσι, μιλήσαμε και αρχίσαμε να κάνουμε μαθήματα. Κάναμε μαθήματα για αρκετά χρόνια, όσο της επέτρεπαν και οι υποχρεώσεις της, έτσι; Γιατί είναι μια γυναίκα που δουλεύει, πρώτον, εργάζεται, και μητέρα και τότε είχε και επίσημες υποχρεώσεις δηλαδή. Παρόλα αυτά, κάναμε, πρωί πρωί κάναμε μαθήματα. Αφήναμε τα παιδιά στο σχολείο και κάναμε μαθήματα ελληνικών.

Ι.Κ.:

Να μη φανταστούμε ότι πηγαίνατε στο παλάτι και ανοίγανε οι πολλές πόρτες για να μπείτε.

Φ.Σ.:

Όχι, όχι, όχι. Ήτανε απλά τα πράγματα. Είναι μια μοντέρνα γυναίκα, η οποία ζούσε σε ένα μοντέρνο σπίτι στη Βαρκελώνη και εργαζόταν στη Βαρκελώνη, στο Ίδρυμα της Τράπεζας της Καταλανικής, και πήγαινα στο σπίτι και κάναμε μαθήματα εκεί. Ήταν μια, έτσι, ωραία περίοδος και για τις δυο μας, νομίζω. Έχουμε κρατήσει φιλία από τότε. Και πάντα έχει μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα. Προσπαθούσε να έρχεται και αρκετά συχνά, δηλαδή, στην Ελλάδα. Έχει έρθει και στη Ζάκυνθο.

Ι.Κ.:

Με εσάς μαζί;

Φ.Σ.:

Μια φορά που ήμουν κι εγώ, δηλαδή–

Ι.Κ.:

Ναι, ναι, αυτό θέλω να πω. Ήσασταν η δασκάλα-ξεναγός.

Φ.Σ.:

Η δασκάλα-ξεναγός, ναι. Είναι λίγο δύσκολο, βέβαια, να ξεναγείς μια διασημότητα, γιατί δεν σου επιτρέπουν οι συνοδοί, οι φύλακες, οι σωματοφύλακες, η αστυνομία, όλα αυτά, είναι λίγο περίπλοκα όλα αυτά. Αλλά εντάξει, τα καταφέραμε. Να πω κάτι;

Ι.Κ.:

Βεβαίως.

Φ.Σ.:

[00:50:00]Εκτός από τις διασημότητες –που είχα την πριγκίπισσα Χριστίνα, είχα αυτή τη μαθήτριά μου που είναι, έτσι, συγγραφέας γνωστή τώρα… Τελικά, αυτό που μένει είναι η αγάπη όλων αυτών των ανθρώπων για την Ελλάδα. Και για την Ελλάδα και για τον ελληνισμό, ο καθένας έχει ένα κομμάτι διαφορετικό της Ελλάδας μέσα του. Και αυτό, δηλαδή, ως δικό μου βίωμα όλα αυτά τα χρόνια, αυτό που εγώ έζησα και ζω ακόμα, είναι αυτή η αγάπη σε μικρά κομματάκια, που συνθέτουν ένα τεράστιο παζλ φιλελληνισμού. Που είναι αυτοί οι άνθρωποι, που κανείς δεν το σκέφτεται, έτσι, επίσημα, αλλά πραγματικά είναι αυτοί οι άνθρωποι που στηρίζουν την Ελλάδα και που έρχονται κάθε χρόνο, που θα ’ρθουν καλοκαίρι, χειμώνα, με καλό καιρό, με παλιόκαιρο και κάθε φορά που θα γυρίσουν πίσω, θα φέρουν πάλι την ίδια την αγάπη τους αυτή ενδυναμωμένη. Και θα μιλήσουν σε άλλους και θα φέρουν και άλλους. Αυτοί οι άνθρωποι, οι ανώνυμοι δηλαδή, αυτοί είναι που εμένα μου έχουν δώσει ζωή αυτά τα χρόνια, μου έχουν δώσει δύναμη, μου έχουν δώσει ομορφιά, αγάπη. Γιατί και ο άλλος που έρχεται και μαθαίνει ελληνικά στην Ισπανία, δεν μαθαίνει ελληνικά γιατί κάποιος τον υποχρεώνει, έρχεται από απλή αγάπη. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο, όλοι αυτοί οι ανώνυμοι άνθρωποι, αγόρια και κορίτσια, άνδρες και γυναίκες, που ήρθαν όλα αυτά τα χρόνια και έρχονται ακόμα, αυτοί όλοι μαζί είναι ένα σπουδαίο κομμάτι.

Ι.Κ.:

Πόσα χρόνια τώρα;

Φ.Σ.:

Τριάντα ένα έχω συμπληρώσει και τριάντα δύο πάω τώρα. Είναι αρκετά χρόνια. Και είναι χρόνια που έχουν συμβεί πολλά πράγματα, και σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα. Αλλά βλέπεις ότι υπάρχει αυτή η αγάπη που δεν τελειώνει. Είναι κάτι πολύ μοναδικό. Ναι, με συγκινεί, δηλαδή, πάντα αυτό το πράγμα, πάντα. Έχω μια φίλη Μεξικανή, που είναι μεγάλη μεταφράστρια από τα ρωσικά και τα ελληνικά. Και μαζί έχουμε… την έχω βοηθήσει, κατά καιρούς, και έχει μεταφράσει, ας πούμε, τη «Λωξάντρα» της Ιορδανίδου. Και λέω ότι όσες φορές έχουμε παρουσιάσει αυτό το βιβλίο στην Ισπανία, πάντα βλέπεις καινούριους ανθρώπους, που έρχονται και σου λένε: «Αχ, τι ωραίο, τι ωραία είναι αυτή η ιστορία, τι ανθρώπινη! Πόσα πράγματα έχουμε μάθει! Τι χαρά της ζωής αποπνέει» και τα λοιπά. Ξέρω ’γω, ή τους μονολόγους του Ρίτσου, ας πούμε τώρα, που παίρνει αυτά τα πρόσωπα από την αρχαία τραγωδία και τα φέρνει λίγο στην εποχή μας. Αυτά πόσο κοντά έρχονται στους αναγνώστες αυτούς. Που μπορεί να είναι μακρινά πράγματα, έτσι; Κι όμως, αυτοί τα νιώθουν δικά τους πολύ. Είναι συγκινητικό αυτό.

Ι.Κ.:

Είπατε ότι μέσα σε αυτά τα τριάντα ένα χρόνια έχουν συμβεί διάφορα. Δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω για την περίοδο του κορωνοϊού στην Ισπανία. Πώς το ζήσατε από μέσα όλο αυτό;

Φ.Σ.:

Ναι, αυτό ήταν ένα δύσκολο κομμάτι. Και τώρα, βέβαια, που ήταν Μάρτιος, έτσι; Γιατί 13 Μαρτίου κλειστήκαμε όλοι μέσα. Ήτανε δύσκολο, διότι από τη μια στιγμή στην άλλη, χωρίς καμία προειδοποίηση ότι κάτι τόσο φοβερό θα συνέβαινε, κλειστήκαμε. Και στην Ισπανία, πραγματικά, στη Βαρκελώνη –εδώ, αυτό το πρώτο κομμάτι εσείς δεν το ζήσατε τόσο έντονα. Αλλά εκεί, όταν τον Απρίλιο, τον Απρίλιο του ’20, τα νούμερα ήταν χίλιοι νεκροί την ημέρα, αυτό ήταν κάτι… Εκτός από τραγικό, ήταν, γι’ αυτόν που το άκουγε, που το έβλεπε και έβλεπε αυτά τα νοσοκομεία τα υπαίθρια που στήνονταν, έτσι, και άκουγε όλες αυτές οι ιστορίες για τα γηροκομεία. Γιατί και η Ισπανία είναι μια κοινωνία που δεν είναι τόσο, έτσι, οι οικογένειες στενά δεμένες, όπως οι δικές μας εδώ, αλλά είναι πάρα πολλοί άνθρωποι σε γηροκομεία, που πέθαιναν και κολλούσε ο ένας τον άλλον και αυτά ήταν τρομακτικά να τα βλέπει κανείς. Γι’ αυτό λέω, εμείς την πρώτη περίοδο κλειστήκαμε πάρα, πάρα πολύ. Πάρα πολύ στην Ισπανία. Και το θυμάμαι, έτσι, πολύ έντονα αυτό το πράγμα. Και βέβαια, τώρα, για μας, έπρεπε να ανασκουμπωθούμε και να κάνουμε μαθήματα. Όπου κάναμε μαθήματα, δηλαδή γίναμε εξπέρ του Zoom εν μια νυκτί, δηλαδή, και μάθαμε πολλά πράγματα στην ανάγκη. Γιατί δεν μπορούσες ούτε να αφήσεις τους ανθρώπους αυτούς στην τύχη τους και: «Ξέρετε, έχουμε κορωνοϊό, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Και επειδή δεν ήταν παιδιά, να πεις ότι τα παιδιά είναι δύσκολο να τα έχεις στην τάξη –σε αυτή την τάξη που δεν είναι τάξη. Τους μεγάλους είναι λίγο πιο εύκολο. Λοιπόν, συνεχίσαμε και κάναμε μαθήματα. Νομίζω εμείς δυο εβδομάδες περάσαμε χωρίς να κάνουμε τίποτα απολύτως. Μετά, αμέσως–

Ι.Κ.:

Γρήγορα, άμεσα.

Φ.Σ.:

Γρήγορα, άμεσα, άμεσα, ναι. Εμείς δεν μπορούσαμε να βγούμε, δεν είχαμε αυτό που έστελνες μηνύματα και έβγαινες. Δεν βγαίναμε. Όμως, η φύση ανέπνευσε. Αυτό ήταν, δηλαδή, κάτι το καταπληκτικό. Δηλαδή, στη μεγάλη πόλη, τη γεμάτη αυτοκίνητα, γεμάτη καυσαέρια, αυτή η άνοιξη που ήρθε, έτσι, θριαμβική εκείνη τη χρονιά, δηλαδή το ’20, με τα λουλούδια, τα πουλάκια παντού, ήταν μια, έτσι, μια εμπειρία που εξισορρόπησε το δράμα εκείνων των ημερών. Εντάξει, μετά ήταν λίγο πιο εύκολα τα πράγματα, αλλά τους πρώτους μήνες, πραγματικά, μέχρι το καλοκαίρι του ’20, ήτανε δύσκολη η εμπειρία αυτή, του κορωνοϊού. Αλλά εμείς, εγώ προσωπικά, δεν μπορώ να πω ότι… Ήμαστε τρία άτομα στο σπίτι, δεν είχαμε κάτι, έτσι… Έχουμε ένα αρκετά μεγάλο σπίτι. Θέλω να πω, να μην παραπονιόμαστε κιόλας, όταν άλλοι άνθρωποι ζούσαν πολλοί με μικρά παιδιά, με πιο δύσκολες συνθήκες, πολλοί άνθρωποι. Η Ισπανία έδωσε ένα βοήθημα σε όλους όσοι έχασαν τις δουλειές τους, αυτούς στα εστιατόρια και όλα αυτά. Αλλά ήταν κόσμος που τα έφερνε πολύ δύσκολα πέρα, δηλαδή αυτούς… Εκτός από τους θανάτους δηλαδή, είναι και αυτοί που υπέφεραν πολύ εκείνο τον καιρό. Και με την αβεβαιότητα βέβαια, που δεν… Θυμάμαι, όταν πρωτοάνοιξαν τα μπαρ, άνοιγαν κάποιες ώρες, έκλειναν, ξανάνοιγαν, έβαζαν σκοινιά, κορδέλες, για να μην μπαίνει ο κόσμος, διότι κανείς δεν ήξερε κιόλας τι γινόταν. Όλα γινόντουσαν από τη μια μέρα στην άλλη. Ήταν λίγο δύσκολο αυτό. Αλλά μετά, μου είπαν Έλληνες φίλοι, που –εμείς κάθε χρόνο καλούμε κάποιον, συνήθως έναν… γίνεται ένα φεστιβάλ κινηματογράφου, καλούμε έναν ηθοποιό, έναν… Τέλος πάντων, είχε έρθει ένας σκηνοθέτης και μας έλεγε ότι πραγματικά χαιρότανε που μπορούσε να κυκλοφορεί χωρίς να πρέπει να δείχνει το πιστοποιητικό του εμβολιασμού και όλα αυτά. Ήτανε… Εκεί ήτανε πιο απλά τα πράγματα, αλλά βέβαια είχε εμβολιαστεί και περίπου το ενενήντα τοις εκατό του πληθυσμού στην Ισπανία. Αυτά.

Ι.Κ.:

Ξαναγυρίζουμε στη Ζάκυνθο.

Φ.Σ.:

Ναι, βεβαίως.

Ι.Κ.:

Αν θέλετε κι εσείς. Τι θυμόσαστε από τη Ζάκυνθο στα παιδικά σας χρόνια;

Φ.Σ.:

Τι θυμάμαι; Θυμάμαι τον Λαγανά. Ο Λαγανάς είναι μια περίφημη παραλία της Ζακύνθου οχτώ χιλιομέτρων όλος, είναι ένας κόλπος, στην άκρη του είναι τώρα προστατευμένος, είναι οι χελώνες. Τότε τα αυτοκίνητα –όσα υπήρχαν, έτσι; Εντάξει, δεν μιλάμε για το ’30, έτσι; Να πω κι εγώ τώρα… Που τα λέω λες και μιλάμε για προπολεμικά. Μιλάμε για το ’60, όταν ήμουν εγώ μικρή. Αλλά, εντάξει, θέλω να πω δεν υπήρχε, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τη Ζάκυνθο με τα χιλιάδες αυτοκίνητα που υπάρχουν τώρα. Αλλά τα αυτοκίνητα κατέβαιναν μέχρι τη [01:00:00]θάλασσα, μέχρι την άμμο. Και θυμάμαι πάρα πολύ, με πάρα πολλή, έτσι, νοσταλγία εκείνη την εποχή, που κατεβαίναμε οικογενειακά στον Λαγανά, αφήναμε το αυτοκίνητο, παίρναμε τα κουβαδάκια μας, καθόμασταν στην αμμουδιά εκεί, φτιάχναμε τους πύργους, τι κάναμε, και μπαίναμε στη θάλασσα και είναι ρηχά τα νερά, πολύ ρηχά, και ξαπλώναμε στα ρηχά. Ξαπλώναμε μπρούμυτα και ψάχναμε με τα χέρια μας, τα χεράκια μας και βρίσκαμε, λοιπόν, αχιβάδες ζωντανές, τις οποίες ανοίγαμε και τρώγαμε. Αυτό, που νομίζω ότι αν υπάρχει, θα υπάρχει πολύ ελάχιστα. Γιατί δεν ξέρω τι βρωμιά κατεβαίνει πλέον εκεί. Αυτό είναι από τις πιο, έτσι, ωραίες αναμνήσεις που έχω από την… Δηλαδή, οι παραλίες της Ζακύνθου, που μετά, με τα χρόνια, είδαμε να χάνονται. Δηλαδή, εκεί ήταν ο Λαγανάς, που πηγαίναμε, έτσι, και παίζαμε και τα λοιπά. Πιο πέρα, που είναι το Καλαμάκι, θυμάμαι –αργότερα βέβαια, έφηβη– που ήτανε το Βροντόνερο, που πέφτει το νερό από τον Σκοπό, γλυκό νερό, στη θάλασσα. Εκεί πέρα πηγαίναμε νέοι, ήτανε πολύ ήσυχα, ήταν πολύ μοναχικά, μπορούσες να βρεις ένα μέρος να κολυμπήσεις σχεδόν μόνος σου. Υπήρχαν αυτές οι παραλίες, που ήτανε… δεν λέω παρθένες εκατό τοις εκατό, αλλά δεν είχε όλο αυτό το πράγμα που είναι τώρα. Τώρα, οι παραλίες μας είναι γεμάτες, έτσι, ομπρέλες, γεμάτες κόσμο, δεν βρίσκεις μία ακρούλα να καθίσεις. Αυτό το θυμάμαι με πολλή νοσταλγία, έτσι, αυτό το πράγμα της παραλίας, της θάλασσας. Βέβαια, και κάτι άλλο που μου κάνει εντύπωση με τα χρόνια, είναι το πόσα φώτα έχει η Ζάκυνθος. Δηλαδή, τότε κατέβαινες από πάνω, το Ψήλωμα, ο κάμπος δεν είχε όλη αυτή τη φωταγωγία που βλέπεις τώρα. Θα μου πεις: «Καλά, να μην έχει ο κόσμος φώτα στα σπίτια του;». Ναι, να έχει, αλλά υπάρχει, έτσι, δεν υπάρχει κι αυτή, ότι δεν είναι, έτσι, τόσο…

Ι.Κ.:

Είναι το δείγμα της πυκνοκατοίκησης.

Φ.Σ.:

Της πυκνοκατοίκησης, ναι. Δηλαδή, αυτούς τους ουρανούς που βλέπαμε εκείνα τα χρόνια… Εκείνα τα χρόνια οι δικοί μου εδώ, παππούς, γιαγιά –νόνος-νόνα τους λέμε εδώ, ζακυνθινά– έμεναν εδώ, σε αυτό το σπίτι. Ήταν συνταξιούχος ο παππούς μου και είχε ένα ραδιόφωνο και τα βράδια συγκεντρωνόμασταν και ακούγαμε αυτό το ραδιόφωνο, ιστορίες, δηλαδή ό,τι παιζόταν σε αυτό το ραδιόφωνο. Αλλά το πιο ωραίο των καλοκαιριών αυτών ήτανε η εποχή του τρύγου. Εδώ μπροστά είναι εκατό στρέμματα, που ήταν τότε μόνο σταφίδα. Και όταν γινόταν ο τρύγος, ερχόντουσαν να τρυγήσουν άνθρωποι από τα βουνά. Τα βουνά είναι –ήταν τότε– τα πιο φτωχά κομμάτια του νησιού. Πολλοί άνθρωποι έχουν φύγει από κει, είναι στην Αυστραλία, έτσι; Αλλά τότε, όσοι ήταν εκεί, κατέβαιναν για να δουλέψουν στον τρύγο, κατέβαιναν με τα άλογά τους, κατέβαιναν, έτσι, όλοι μαζί, με γυναίκες, άντρες. Και κοιμόντουσαν εδώ έξω και τους θυμάμαι πάντα, έτσι, με μεγάλη, μεγάλη νοσταλγία, γιατί είχαμε και έναν δραγάτη, έτσι, τον αρχηγό αυτών, που ερχόταν από το Γύρι, ορεινό χωριό, ο οποίος έλεγε παραμύθια. Καθόμασταν, λοιπόν, τα βράδια, μετά τον τρύγο, τέλειωνε ο τρύγος, άπλωναν και περίμεναν την επομένη. Και ήταν η στιγμή της ανάπαυλας, της ηρεμίας και αυτός μας έλεγε παραμύθια και ήτανε πάρα, πάρα πολύ ωραίες στιγμές αυτές, με τα παραμύθια του Ντάντου. Δεν ξέρω, ίσως όλα κανείς τα εξιδανικεύει, έτσι, τα παιδικά του χρόνια, αλλά πραγματικά, ήταν μια περίοδος… Έτσι κι αλλιώς, πιστεύω ότι ήταν χρόνια που ήταν, πραγματικά, για όλη την Ελλάδα, χρόνια ηρεμίας και ανάτασης. Γιατί αν σκεφτούμε όλη την ιστορία μας και το τι έχει τραβήξει αυτός ο τόπος –και εδώ, αυτός ο τόπος, ο συγκεκριμένος, ακόμα περισσότερο, με τους σεισμούς, δηλαδή είχε και ένα βήμα παραπάνω. Τα χρόνια αυτά, που είναι το ’60, δηλαδή έχουν τελειώσει οι πόλεμοι, έχει γίνει ο σεισμός, έχει γίνει η ανοικοδόμηση και προχωράμε, ο κόσμος, και σε παγκόσμιο πνεύμα, πίστευε –πιστεύω– ότι όλα θα πάνε καλύτερα, υπήρχε μια ελπίδα, έτσι; Οπότε, πιστεύω ότι όλα ήταν, έτσι, κάπως… Εκτός από τη δική μου εξιδανίκευση, του κάθε μεγάλου που βλέπει τα παιδικά του χρόνια όμορφα, υπήρχε πραγματικά κάτι το όμορφο στην ατμόσφαιρα. Και υπήρχαν, βέβαια, και αυτοί οι άνθρωποι οι παλιοί, οι μεγάλοι τότε, που έλεγαν ιστορίες, που ήξεραν οι ιστορίες. Αυτές οι συγκεντρώσεις με ιστορίες, αυτό, νομίζω, έχει χαθεί λιγάκι τώρα, στις μέρες μας, και αυτό, πραγματικά, ήτανε πολύ ωραίο τότε, πολύ σημαντικό για τα παιδιά. Σπουδαίο δηλαδή. Και μόνο να κοιτάς τον ουρανό τον καλοκαιρινό και να σου δείχνουν τα αστέρια και τους αστερισμούς και όλα αυτά, ήτανε… Το κτήμα, οι σταφίδες, οι ιστορίες των σταφιδιών, ο Σολωμός, όλα μαζί δηλαδή. Είναι αυτές οι ιστορίες, δεν πρέπει να χαθούν αυτές οι ιστορίες που λένε οι άνθρωποι.

Ι.Κ.:

Θα κλείσω, αν μου επιτρέπετε, με μία ερώτηση λίγο πιο βαθιά και πιο εσωτερική. Πώς είναι να ζεις, αρχικά, σε ένα χώρο που βρέθηκε μια τέτοια προσωπικότητα, όπως είναι ο Σολωμός, να είσαι απόγονός του και αν τελικά η δουλειά σας και η δράση σας στην Ισπανία και τα λοιπά είναι σαν να συνεχίζετε το έργο αυτού, δηλαδή το έργο της γλώσσας;

Φ.Σ.:

Ναι. Είναι μια αρκετά βαθιά ερώτηση. Πραγματικά, εδώ ζήσαμε, όπως είπα και πριν, με αυτό, ότι εδώ έζησε ο Σολωμός, αλλά ο Σολωμός δεν είναι τίποτα αν δεν ανοίξει κάποιος ένα βιβλίο να διαβάσει τον Σολωμό. Δηλαδή, δεν μπορείς να σκεφτείς ότι ο Σολωμός είναι ένα πορτραίτο, όπως έχουμε εδώ, ή ένας ανδριάντας. Είναι αυτά που έχει γράψει, δηλαδή αυτά τα οποία είναι κοινά για όλους εμάς, τα γνωστά, τα πιο επικά, τα λιγότερο γνωστά, ο «Διάλογος», όλα δηλαδή. Πραγματικά δηλαδή, πιστεύω ότι εδώ, για να είμαστε λίγο, λίγο αντάξιοι του προγόνου, πρέπει να έχουμε και τα βιβλία. Πρέπει, δηλαδή, να ξέρουμε τι είναι ο «Πόρφυρας», να ξέρουμε γιατί βασανίστηκε για να γράψει τα τρία σχεδιάσματα των «Πολιορκημένων». Δηλαδή, όλα αυτά πρέπει να τα κουβαλάμε μέσα μας. Και βέβαια, θέλοντας και μη, κάτι κουβαλούσα κι εγώ, λοιπόν, φαίνεται, από όλα αυτά και όταν βρέθηκα εκεί… Δηλαδή, οι δικοί μας, οι νόνοι, οι παππούδες, οι γονείς, δηλαδή κι ο πατέρας μου, που δεν ήταν αυτής ακριβώς της οικογένειας, μας εμφύσησαν αυτή την αγάπη για τα γράμματα. Και αυτή την αγάπη για τα γράμματα –που σαφώς είναι ο Σολωμός– και την κουβαλούσα και προσπαθώ κάθε μέρα να τη μεταδίδω. Δηλαδή, τη γλώσσα, ναι, πραγματικά, γιατί αυτή η γλώσσα, όπως μιλιόταν τότε, όπως τη μίλησε ο Σολωμός, τα ελληνικά, τον κόπο και τον πόνο για να τα κάνει εντελώς δικά του και να τα αφήσει στο χαρτί και να περάσουν μετά στις επόμενες γενιές, αυτά μπορείς να τους γυρίσεις την πλάτη; Δεν γίνεται. Δηλαδή, αυτά και τα έχεις μέσα σου, τον Σολωμό με όλη του τη ζωή και το έργο του, και αυτό προσπαθείς, μέσα στις δικές σου δυνατότητες –δεν μπορούμε να συγκριθούμε με τέτοια μεγέθη, αλλά προσπαθώ αυτή τη γλώσσα… Αυτή τη γλώσσα και τι σήμαινε αυτή η γλώσσα. Αυτή η γλώσσα, γιατί να μη νομίζει κανείς ότι: «Α, ναι, τα αρχαία ελληνικά». Τα αρχαία ελληνικά και [01:10:00]όπως έφτασαν μέχρι την κοινή ελληνική και όπως πέρασαν στα βυζαντινά και όπως πέρασαν στη φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησο και όπως ήρθαν απ’ τα εκκλησιαστικά μέχρι τις μέρες μας, μέχρι να τα πιάσει ο Σολωμός και να τα βάλει στο χαρτί, αυτά τα ελληνικά διδάσκουμε. Αυτό είναι, αυτό προσπαθώ, τουλάχιστον, όλα αυτά τα χρόνια να κάνω.

Ι.Κ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Φ.Σ.:

Εγώ ευχαριστώ πολύ.