© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι στο βουνό και δίπλα στη μοναχή Καλλινίκη
Istorima Code
24028
Story URL
Speaker
Χρήστος Δασκαλάκης (Χ.Δ.)
Interview Date
03/04/2023
Researcher
Ευαγγελία Θεοδωρίδη (Ε.Θ.)
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πώς ονομάζεσαι;
Ονομάζομαι Δασκαλάκης Χρήστος.
Τέλεια, καλησπέρα, Χρήστο. Σήμερα είναι 4 Απριλίου του 2023, κι είμαι εδώ με τον Χρήστο, στην Αθήνα. Εγώ είμαι η Βάλια Θεοδωρίδη, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε! Θα ήθελες έτσι να μας πεις κάποια πρώτα πράγματα, περιληπτικά, για το τι κάνεις τώρα; Έτσι λίγο να μπούμε στο κλίμα στην αρχή.
Αυτήν την περίοδο, τα τελευταία μάλλον χρόνια, κατ' επέκταση και τη συγκεκριμένη περίοδο, κάνω αυτό που ονειρευόμουνα πάντα να κάνω από παιδί, γράφω, γράφω είτε είναι ποίηση, είτε είναι παιδική λογοτεχνία, είτε είναι ενήλικη λογοτεχνία, που θα είναι και το τελευταίο μου βιβλίο, που θα είναι για μεγάλους. Οπότε είμαι σε αυτήν τη φάση τη δημιουργική και έχω τη χαρά και την τύχη να βλέπω πολλά παιδιά, να επισκέπτομαι πολλά σχολεία και να προσπαθώ μέσα από τις ιστορίες μου και τις προσωπικές μου εμπειρίες να βοηθώ, εντός εισαγωγικών, τα παιδιά που νιώθω ότι έχουν ανάγκη ή τα παιδιά που νιώθω ότι έχουν στερηθεί πράγματα τα οποία, ίσως, να στερήθηκα κι εγώ στην παιδική μου ηλικία.
Πολύ ωραία. Ευχόμαστε, λοιπόν, όλα τα βιβλία να είναι καλοτάξιδα και μακάρι και να μην είναι και το τελευταίο!
Μακάρι!
Μακάρι! Λοιπόν, θα 'θελα τώρα να μου πεις από πού κατάγεσαι, γιατί είμαστε στην Αθήνα, αλλά είμαστε και συγχωριανοί, ας τους πούμε κάπως.
Πολύ σωστά. Κατάγομαι από το νησί της Ύδρας. Ένα νησί στο οποίο, αν και οι δύο γονείς μου είναι από εκεί, εγώ άραξα σε αυτόν τον βράχο στην ηλικία των 5 ετών. Μέχρι την ηλικία των 5 ετών ζούσα στον Πειραιά και μεγάλωνα με μια διαφορετική οικογένεια από τη βιολογική μου, για διάφορους λόγους, που δεν χρήζουν σημασίας αυτήν τη στιγμή. Στην ηλικία, λοιπόν, των 5 ετών συνάντησα τους βιολογικούς μου γονείς, οι οποίοι είναι και στην Ύδρα, κι έτσι για πρώτη φορά στη ζωή μου μπήκα σ' ένα πλοίο και μεταφέρθηκα σε έναν καινούργιο τόπο, τελείως διαφορετικό από τον τόπο στον οποίο είχα μεγαλώσει, σ' ένα τόπο πολύ μικρό, σ' ένα νησί, ανακαλύπτοντας ότι αυτό θα είναι το καινούργιο μου σπίτι, ανακαλύπτοντας ότι έχω καινούργια μαμά, καινούργιο μπαμπά, γιαγιά, παππού, ξαδέλφια, θείους και τα λοιπά. Και όλο αυτό δεν σου κρύβω ότι ήταν μια τεράστια έκπληξη για μένα, γιατί από εκεί που μεγάλωνα σε μια γειτονιά του Πειραιά, μέσα σε ήχους διαφορετικούς, από τα αυτοκίνητα, από το λιμάνι του Πειραιά, που είναι πολύβουο, και όντας πρωταγωνιστής στη ζωή των ανθρώπων που με μεγάλωναν, δυο υπέροχων ανθρώπων, που δεν μπόρεσαν ποτέ να κάνουν παιδιά, βρέθηκα να είμαι σε μια καινούργια οικογένεια, σε ένα τελείως διαφορετικό σπίτι. Στην απόλυτη ησυχία, θα έλεγα, από τη φασαρία του Πειραιά στην ηρεμία της Ύδρας, και εκεί έπρεπε σαν παιδί να προσαρμοστώ και να προσπαθήσω να επιβιώσω στην καινούργια πραγματικότητα. Καταλαβαίνεις ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί οι εικόνες ήταν τελείως ξένες σε μένα, όπως ξένα ήταν και τα καινούργια οικεία, εντός εισαγωγικών, πρόσωπα. Οπότε, από κει που ήμουνα, μεγάλωνα σ' ένα μέρος που ήταν flat και η μετακίνηση γινόταν με τις ρόδες, βρέθηκα σε έναν τόπο που έπρεπε να ανηφορίσω τετρακόσια σκαλοπάτια για να φτάσω σπίτι, να χαιρετώ ανθρώπους που με κοίταζαν περίεργα, γιατί ήμουνα καινούργια άφιξη από το πουθενά. Και θυμάμαι έτσι πολύ έντονα να περπατάω στον δρόμο ως παιδί και να κοιτάζω, να προσπαθώ να παρατηρήσω τους ανθρώπους, τα σπίτια, τις καινούργιες εικόνες που ξεδιπλώνονταν μπροστά μου και θυμάμαι τα κουρτινάκια στα παράθυρα να πηγαίνουν στο πλάι, με τις γιαγιάδες από πίσω να κρυφοκοιτάνε, για να κουτσομπολέψουν μετά ποιος περνάει, ποιο είναι αυτό το παιδί, που από το πουθενά εμφανίζεται στο νησί μας σαν από μηχανής θεός, στην ηλικία των 5 ετών. Οπότε, αυτό σήμαινε φυσικά και καινούργιο σχολείο. Με παιδιά που είχαν μεγαλώσει τελείως διαφορετικά από μένα. Και αυτή, θα έλεγα, ήταν η αφετηρία της ζωής μου, η οποία ήταν αρκετά πολύπλοκη και δύσκολη.
Τι εννοώ; Πέρα από το σπίτι που είχαμε στη χώρα, μέσα στη χώρα, το οποίο ήταν ένα σπίτι το οποίο αγαπούσα πάρα πολύ, το πρώτο μας σπίτι. Ένα υπέροχο πετρόκτιστο σπίτι, που είχε χτιστά κρεβάτια, ήταν χτιστός ο καναπές, χτιστή η μικρή βιβλιοθήκη μας, το ψυγείο ήταν μέσα σε μια χτιστή καμάρα. Ήταν ένα κουκλόσπιτο, που ήταν συνέχεια γεμάτο από ανθρώπους. Είχαμε πολλές επισκέψεις στο σπίτι μας. Οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ κοινωνικοί, δεχόμασταν κόσμο και πηγαίναμε κι εμείς πολύ συχνά έξω. Και πάντα εγώ ήμουν το καινούργιο, ήμουν ένα αξεσουάρ που με μετέφεραν δεξιά-αριστερά και πάντα προκαλούσα το ενδιαφέρον, από την άποψη ότι έπρεπε οι γονείς μου να εξηγούν πώς βρέθηκα στα χέρια τους στην ηλικία των 5 ετών, πράγμα που με έκανε πάντα να νιώθω άβολα, με αποτέλεσμα η μοναδική μου φωλιά να είναι το σπίτι μας, το οποίο ήταν τετρακόσια σκαλοπάτια ψηλά, όπως προείπα, στα τελευταία σπίτια της Ύδρας. Όταν, λοιπόν, η μητέρα μου με έστελνε να πάρω ψωμί, έπρεπε να κατέβω τετρακόσια σκαλοπάτια και να ανέβω τετρακόσια σκαλοπάτια, και θυμάμαι ότι όταν πήγαινα στον φούρνο, που ήταν κάτω στο λιμάνι του νησιού, μου άρεσε πάρα πολύ εκεί, γιατί ήμουνα στο κέντρο του λιμανιού, δίπλα στη θάλασσα, μέσα σε όλες αυτές τις μυρωδιές του φούρνου, το ψωμί, τα κουλουράκια, τα γλυκά. Και αν ήταν στο χέρι μου θα ήθελα να μείνω για ώρες εκεί, διότι σκεφτόμουν πόσο δύσκολη ήταν η ανάβαση. Ανέβαινα, λοιπόν, με το ψωμί ανά χείρας. Έμπαινα σε ένα σπίτι που ναι μεν ήταν φιλόξενο, αλλά δεν έπαυε να είναι ξένο για μένα, διότι ήταν ένα σπίτι στο οποίο δεν είχα μεγαλώσει από την ηλικία του πρώτου μήνα, ας πούμε. Στη συνέχεια λοιπόν, αποκτήσαμε και ένα δεύτερο σπίτι, το εξοχικό μας σπίτι, το οποίο βρισκότανε μια ώρα περπάτημα από το σπίτι της χώρας, από την πόλη της Ύδρας. Ήταν ένα σπίτι το οποίο ονειρεύονταν πάντα οι γονείς μου. Ήταν ψηλά πάνω στην κορυφή του λόφου και το οποίο επισκεπτόμασταν κάθε Σαββατοκύριακο στις αρχές. Μετά, όμως, η παραμονή μας εκεί έγινε σχεδόν μόνιμη, δηλαδή όταν οι γονείς μου δεν είχαν δουλειά, τους άρεσε πάρα πολύ να μένουμε σε αυτό το σπίτι. Το μόνο αρνητικό σε αυτήν την περίπτωση ήταν ότι οι γονείς μου δεν σκέφτονταν ποτέ ότι έπρεπε να πάω σχολείο, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να ξυπνάω κάθε μέρα στις 6 το πρωί, είτε είχε ζέστη, είτε είχε κρύο, είτε ήμουν άρρωστος, είτε δεν ήμουν, να κουβαλάω αυτήν την τσάντα, με τα τόσα βιβλία και αυτό το βάρος, να κατεβαίνω στη χώρα, να πηγαίνω στο σχολείο και να χρειάζεται να ανηφορίζω πάλι πάνω στο βουνό. Μία ώρα περπατήματος να πάω, μία ώρα περπατήματος να γυρίσω. Θυμάμαι ότι όλο αυτό δεν μου άρεσε καθόλου και δεν σου κρύβω ότι αισθανόμουν πολύ αμήχανα, διότι θυμάμαι τους συμμαθητές μου να σχολάνε από το σχολείο και να πηγαίνουν στο ζεστό τους σπιτικό, να ανταλλάσσουν επισκέψεις, να παίζουν. Εγώ, όμως, έπρεπε να πάρω τα πράγματά μου και ν' ανεβώ πάνω ψηλά στο βουνό, απομονωμένος, γιατί εκεί δεν υπήρχε κανένα άλλο σπίτι που να ζούσαν οι ένοικοί του συνέχεια. Μόνο οι γονείς μου. Γιατί σε αυτήν την περιοχή, που ονομάζεται Άγιος Νικόλαος, υπάρχουν συνολικά εννέα σπιτάκια. Ένα από αυτά τα εννέα σπιτάκια ήταν το δικό μας. Τα υπόλοιπα οκτώ τα επισκεπτόντουσαν μόνο κάποια Σαββατοκύριακα. Εμείς μέναμε σχεδόν, σχεδόν μόνιμα. Και όταν είχε χειμώνα, θυμάμαι, και έβρεχε και ο δρόμος ήταν λασπωμένος, φορούσα ένα ζευγάρι αρβύλες, που ήταν τα χαρακτηριστικά παπούτσια που φοράς όταν έχεις ασχολίες στη φύση, στο βουνό. Κατέβαινα έξω από το σπίτι της χώρας και εκεί μέσα σε μια τρύπα –οι γονείς μου επειδή ήμουνα μικρός ή για τον οποιοδήποτε άλλο λόγο, δεν γνωρίζω– δεν μου έδιναν το κλειδί του σπιτιού, οπότε μου έκρυβαν ένα ζευγάρι αθλητικά, έκρυβα μάλλον εγώ, με υπόδειξη των γονιών μου, μέσα σε μια τρύπα σε έναν τοίχο. Μόλις κατέβαινα από το βουνό, στεκόμουν στο σκαλοπάτι, έβγαζα τις λασπωμένες αρβύλες, έβαζα, έβγαζα απ' την τρύπα τα αθλητικά, τα φόραγα, έβαζα ξανά στην τρύπα τις αρβύλες, κοινώς τις έκρυβα, τις φύλαγα, τα φόραγα και πήγαινα στο σχολείο προσποιούμενος ότι έρχομαι και εγώ στο σχολείο από το σπίτι που είναι λίγο πιο πάνω. Έκρυβα ότι έρχομαι από τόσο μακριά, διότι δεν μπορούσα να κατανοήσω ποιος ο λόγος που οι γονείς μου πρέπει να μένουν τόσο μακριά, όταν είχαμε το άλλο σπίτι δίπλα στη χώρα και στην κυριολεξία 4 λεπτά περπάτημα από το σχολείο μου, οπότε αισθανόμουν πάρα πολύ μειονεκτικά σε σχέση με τους συμμαθητές μου. Μόλις, λοιπόν, σχολούσα, έπρεπε να ξαναπάω στο συγκεκριμένο σημείο, να βγάλω απ' την τρύπα τις αρβύλες, να τις φορέσω, να βάλω στην τρύπα τα αθλητικά για την επόμενη μέρα και να ξεκινήσω να περπατάω στον λασπωμένο δρόμο, που μπορεί και να έβρεχε[00:10:00], μια ώρα περπάτημα μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου. Εκεί, σε αυτό το μικρό σπίτι, παρόλο που οι αναμνήσεις δεν ήταν οι καλύτερες που θα μπορούσα να έχω, για κάποιο λόγο αυτή η απλότητα του τοπίου με έκανε να αισθάνομαι μια θαλπωρή. Σε αυτό το μικρό σπιτάκι δεν είχα δωμάτιο. Έμπαινες μέσα στο σαλόνι και –ας το ονομάσουμε σαλόνι– στο καθιστικό μάλλον, που ήτανε η κύρια είσοδος. Υπήρχε ένα τραπέζι, ένα τζάκι και ένας πέτρινος καναπές. Ο πέτρινος καναπές ήταν το δικό μου κρεβάτι. Στα δεξιά υπήρχε το δωμάτιο των γονιών μου, που υπήρχε η στέρνα και το ψυγείο, και συνέχεια του καθιστικού, δίπλα στον χτιστό καναπέ που κοιμόμουν εγώ, ήτανε η κουζίνα. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχαμε. Οπότε το ψυγείο ήτανε με μπουκάλα του γκαζιού, το ίδιο και το γκάζι, δηλαδή η συσκευή που μαγειρεύαμε. Νερό φυσικά δεν είχαμε, είχαμε όμως μια στέρνα, οπότε περιμέναμε και παρακαλάγαμε πότε θα βρέξει για να έχουμε νερό. Το νερό ήταν μια πονεμένη ιστορία, πρέπει να σου πω, διότι, όταν ξυπνάς τον χειμώνα 6 η ώρα το πρωί, πρέπει –τι έπρεπε να κάνω λοιπόν τώρα– έπρεπε να σηκωθώ 6 η ώρα το πρωί, σε ένα κρύο σπίτι, πάνω στην κορφή, στην κυριολεξία στην κορφή, όπου θυμάμαι τον αέρα να λυσσομανά απέξω, να μπαίνει μέσα απ' την καπνοδόχο και να δημιουργεί έναν θόρυβο που νόμιζες ότι ήσουνα στη μέση μιας ανοιχτής θάλασσας. Ξυπνούσα, λοιπόν, στο παγωμένο δωμάτιο, διότι το τζάκι που είχαμε ανάψει το προηγούμενο βράδυ φυσικά είχε σβήσει, η φωτιά είχε σβήσει, και έπρεπε να βγω έξω, στο μικρό πευκάκι που υπήρχε στην αυλή, που στον κορμό της ήταν δεμένη η παραδοσιακή τσίγκινη βρύση, την οποία τη γεμίζαμε νερό από τη στέρνα. Άνοιγα, λοιπόν, το μικρό βρυσάκι. Και θυμάμαι να ρίχνω το νερό στο πρόσωπό μου και ήταν σαν να σπάει το πρόσωπό μου σε χίλια κομμάτια, ήταν τόσο, ήτανε πάγος. Φυσικά, για να πλύνουμε τα χέρια, το πρόσωπό μας, είχαμε το παραδοσιακό πράσινο σαπούνι. Όταν δε έπρεπε να κάνουμε μπάνιο, έπρεπε να βγάλουμε πάλι νερό από τη στέρνα, αν ήταν καλοκαίρι, έχει καλώς, αν ήταν χειμώνας, έπρεπε να το ζεστάνουμε στο γκάζι, να το πάρουμε, να πάμε στο πίσω μέρος του σπιτιού, να μπούμε μέσα σε μια λεκάνη, να βάλουμε το νερό σε έναν μεγαλύτερο κουβά και με ένα μπρίκι να αδειάζουμε το νερό πάνω από το κεφάλι μας. Διαδικασία επίσης επώδυνη, την οποία επίσης δεν μπορούσα να αποδεχτώ, γιατί μεγαλωμένος μέχρι την ηλικία των 5 στον Πειραιά, με όλες τις ανέσεις, σε μια οικογένεια που πραγματικά με είχε σαν πριγκιπόπουλο, καταλαβαίνεις πόσο περίεργο ήταν να βρεθώ σε μια καινούργια συνθήκη, όχι καλύτερη, όπως θα έπρεπε να είναι, επιστρέφοντας σε βιολογικούς μου γονείς, αλλά κατά πολύ χειρότερη, σε πρωτόγνωρες συνθήκες, που σίγουρα δεν ταίριαζαν με το μεγάλωμα ενός παιδιού. Όταν δε ερχόταν το καλοκαίρι, είχαμε τη ζέστη. Μέχρι να κλείσουν τα σχολεία, πάλι το βαρύ σακίδιο στην πλάτη και επιστροφή στη χώρα, στάση για το άλλαγμα των παπουτσιών, σχολείο και επιστροφή στο βουνό. Απόρροια όλης αυτής της δύσκολης μετάβασης από τον έναν τόπο στον άλλο, ήτανε ότι ήμουνα παιδάκι το οποίο άρχισε να παίρνει κιλά, με αποτέλεσμα το σχολείο να με φωνάζουν «χοντρό», «χοντρό και άσχημο», το οποίο ήρθε να προστεθεί στις ήδη δύσκολες συνθήκες στις οποίες μεγάλωνα στο νησί. Και ήταν πάντα περίεργο στο μυαλό μου ότι εφόσον περνούσα τόσο καλά στη μεγάλη πόλη, με τους ξένους ανθρώπους, τώρα που ήρθα στους βιολογικούς μου γονείς, γιατί περνάω χειρότερα; Γιατί οι συνθήκες δεν είναι πιο όμορφες; Οι συνθήκες δεν ήταν πιο όμορφες διότι ήμουνα σε ένα μέρος στο οποίο οι άνθρωποι δεν είχαν γνώσεις για το πώς μεγαλώνεις ένα παιδί, δεν είχαν γνώση για το τι χρειάζεται ένα παιδί, με αποτέλεσμα αυτή η διαφορά στα μάτια μου να είναι τεράστια. Συνέπεια όλου αυτού του πράγματος ήταν να 'μαι ένα παιδί που δεν είχε φίλους, δεν αισθανόταν αποδεκτός και δεν είχε πού να επικοινωνήσει όλα αυτά που του συνέβαιναν. Διότι οι γονείς μου ήταν πάρα, πάρα πολύ καλοί με όλο τον κόσμο, με τη μόνη διαφορά ότι η μητέρα μου ήταν πάρα, πάρα, πάρα πολύ κακή και κακοποιητική προς εμένα. Αυτό ήταν γνωστό σ' όλη τη γειτονιά, αλλά επειδή ο μπαμπάς μου ήταν αρκετά δυνατός, κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει παράπονο. Θυμάμαι, δηλαδή, πήγαινα στο ψιλικατζίδικο της κυρίας Μαριγούλας, όταν ήμασταν στο σπίτι κάτω στη χώρα τώρα, που ήτανε ένας χώρος στέκι, θα έλεγα, για τους ανθρώπους της γειτονιάς. Το ψιλικατζίδικο της κυρίας Μαριγούλας, η οποία ήταν μια απίστευτη μορφή στις πάνω γειτονιές, είχε από φακή και φασόλια χύμα, τυρί μέσα από το ξύλινο βαρέλι, κρασί, σαρδέλες, ασπιρίνες, γλυκά, συγγνώμη, όχι γλυκά, σοκολάτες, σοκοφρέτες, γλυκίσματα για μας τα παιδιά, ελιές. Και πολλές φορές οι άνθρωποι, οι εργάτες συνήθως που ήταν στην περιοχή και έκαναν διάλειμμα το μεσημέρι, πήγαιναν όλοι στην κυρία Μαριγούλα να πιούνε μία παγωμένη μπίρα ή να πιουν λίγο κρασί τον χειμώνα. Εκεί, λοιπόν, πήγαινα εγώ, με έστελνε η μητέρα μου, όταν χρειαζόμασταν κάτι που έλειπε εκείνη τη στιγμή από το σπίτι. Έφευγα, λοιπόν, από το σπίτι και από τις κακοποιητικές συμπεριφορές, πήγαινα στην κυρία Μαριγούλα και, όπως συνέβαινε και με τον φούρνο, ήθελα να κάτσω όσο το δυνατόν περισσότερο. Η κυρία Μαριγούλα ήξερε τι συμβαίνει, όχι με λεπτομέρειες, αλλά ένιωθε την ατμόσφαιρα που υπήρχε στην οικογένειά μου και πάντα θα μου έδινε μια καραμέλα γάλακτος, ας πούμε, για δώρο, πάντα θα προσπαθούσε να με κρατήσει λίγο παραπάνω δίπλα της, θαρρείς και ένιωθε ότι ήθελα να μείνω λίγο παραπάνω εκεί. Οπότε έχω πολύ ξεκάθαρα την εικόνα αυτού του χώρου σαν έναν χώρο προστασίας για μένα, σαν μια αγκαλιά, σαν ένα... ξέχασα τη λέξη. Όχι, σαν ένα... Καταφύγιο! Αυτή είναι η λέξη. Σαν το καταφύγιό μου. Οπότε θυμάμαι πολύ καλά τα τσουβάλια με τα όσπρια, το ψυγείο το παλιό με τα τυριά στα ράφια, το αλάτι Κάλας, το κρασί Κουρτάκη, η ρετσίνα, πίσω στον πάγκο της που έκοβε το ψωμί για να το τρατάρει μαζί με το κρασί ή την μπίρα που έδινε στους εργάτες που έκαναν διάλειμμα. Ήταν ένας υπέροχος μικρόκοσμος ο οποίος με μάγευε, αλλά που πάντα κρατούσε λίγο, γιατί έπρεπε να πάρω αυτά που είχα αγοράσει και να επιστρέψω στο σπίτι. Μέσα σε όλη αυτή τη δυσκολία, λοιπόν, που συνέβαινε, προσπαθούσα να βρω τα θετικά. Και δεν ολοκλήρωσα πριν κάτι που ήθελα να πω, ότι αυτό το σπιτάκι στον Άγιο Νικόλα, το εξοχικό πάνω στην κορφή, παρόλο που δεν πέρναγα καθόλου καλά εκεί, για κάποιο λόγο, επειδή ήτανε μικρό σε μέγεθος, μου θύμιζε τον εαυτό μου. Και σκεφτόμουν: «Μπορεί αυτό το σπίτι να είναι μικρό, αλλά μικρός είμαι κι εγώ. Άρα λοιπόν, δεν φταίει το σπίτι που εγώ δεν περνάω καλά μέσα του. Το σπίτι, ένα μικρό σπιτάκι, που τόσο μπορεί να προσφέρει, τόσο προσφέρει». Και τότε, αλλά και τώρα, διότι το διατηρούμε αυτό το σπιτάκι, το αγαπώ πάρα πολύ. Είναι ένα σπίτι που είναι σαν κουκλόσπιτο. Για μένα είναι ένα παιχνίδι. Έχει μια υπέροχη βεράντα, που ακριβώς από κάτω είναι η παραλία της Λιμιόνιζας, στην οποία πηγαίναμε πολύ συχνά με τους γονείς μου για να ψαρέψουμε. Είχαμε μια ψαρόβαρκα.
Κατεβαίναμε, λοιπόν, από την πίσω πλευρά του νησιού τώρα, στην παραλία της Λιμνιόνιζας, 25 με μισή ώρα περπάτημα από το σπιτάκι μας στην κορυφή, και εκεί είχαμε μια ψαρόβαρκα. Την είχαμε μόνιμα αραγμένη εκεί. Τα καλοκαίρια, λοιπόν, πηγαίναμε πολύ συχνά για ψάρεμα. Μαζί με τους γονείς μου μπαίναμε στην ψαρόβαρκα, ο μπαμπάς μου έκανε ψαροντούφεκο κι εγώ με τη μητέρα μου, μας έβγαζε ο μπαμπάς έξω σε ένα κομμάτι στεριάς, και μαζεύαμε αλάτι, κρίταμι, κάππαρη, πεταλίδες, θρουμπίλια και καβούρια. Εκείνη η στιγμή ήταν για μένα ένα διάλειμμα και σαφώς μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα. Θυμάμαι να κρατάει η μαμά μου μια τσάντα στο χέρι και ένα μαχαίρι και εγώ επίσης μια τσάντα και ένα μαχαίρι. Ξεκινούσαμε, λοιπόν, να μαζεύουμε αλάτι. Πηγαίναμε στα αυλάκια που είχε πάει το θαλασσινό νερό και είχε δημιουργήσει το αλάτι, το μαζεύαμε με τις χούφτες μας, το βάζαμε στην τσάντα, το πηγαίναμε στο σημείο που θα μας παραλάμβανε ο μπαμπάς μας μετά, ο μπαμπάς μου μετά, και συνεχίζαμε με τα υπόλοιπα που είχαμε να μαζέψουμε. Μαζεύαμε πεταλίδες και θρουμπίλια, κρίταμι και κάππαρη, τα οποία πάντα φυτρώνουν δίπλα στη θάλασσα, αλλά το πιο αγαπημένο μου είναι να κυνηγάω καβούρια. Η μαμά μου ήταν πολύ κα[00:20:00]λύτερη σαφώς σ' αυτό. Προσπαθούσα να τη φτάσω, δεν τα κατάφερνα. Είχα, λοιπόν, ένα μαχαίρι και προσπαθούσα να βρω και εγώ να καρφώσω, να καμακώσω κάποιο από τα σωστά καβούρια, τα βασιλικά καβούρια που λέμε, τα άγρια, τα μεγάλα, τα οποία πολύ σύντομα, μόλις επιστρέφαμε στο σπίτι, θα γινόντουσαν πιλάφι. Έτσι και γινόταν. Επιστρέφαμε, λοιπόν, πίσω στην παραλία της Λιμιόνιζας, με τον μπαμπά μου να έχει πιάσει από ένα χταπόδι μέχρι ψάρια, μέχρι και αστακό είχε πιάσει κάποια στιγμή, και με εμάς να έχουμε μαζέψει όλα αυτά τα υπέροχα αγαθά της φύσης. Πολλές φορές επίσης μαζεύαμε αχινούς. Και επειδή οι αχινοί είναι ένα αρκετά δύσκολο πράγμα λόγω των αγκαθιών τους, αυτό που κάναμε ήταν το εξής, είτε τους μαζεύαμε με μια απόχη, πλησίαζε δηλαδή η βάρκα έξω, στη στεριά, απλώναμε την αποχή και προσπαθούσαμε να ξεχωρίσουμε τους σωστούς αχινούς, όπου οι σωστοί αχινοί είναι αυτοί που έχουν τα πιο κοντά αγκάθια και οι οποίοι πάντα πάνω τους θα έχουν κάτι, ένα κομμάτι από φύκι, ένα βοτσαλάκι, ένα όστρακο, πάντα έχουν κολλημένο κάτι πάνω τους. Όσα από αυτά τα υπέροχα πλάσματα δεν έχουν κάτι κολλημένο πάνω τους, δεν είναι από αυτά που τρώγονται. Έτσι λοιπόν με την απόχη μέσα από τη βάρκα προσπαθούσαμε να πιάσουμε το σωστό είδος αχινού. Ένας άλλος τρόπος που με μάγευε ήταν ότι παίρναμε μια τρίαινα, ένα καμάκι δηλαδή με τα τρία μεταλλικά στοιχεία στην άκρη, τοποθετημένο σε ένα μακρύ ξύλο, σαν ξυλόσκουπο, το τυλίγαμε με ένα δίχτυ και το βάζαμε μέσα στη θάλασσα, ώστε ο αχινός με τα αγκάθια του να πάει να γαντζωθεί πάνω στο κομμάτι από το δίχτυ. Μόλις τον πιάναμε, βάζαμε το καμάκι μέσα στη βάρκα, το ξετυλίγαμε από το δίχτυ και συνεχίζαμε το ψάρεμα. Καταλήγαμε, λοιπόν, στο σπίτι με όλα αυτά τα υπέροχα αγαθά. Όταν το ψάρεμα γινόταν από τη χώρα, όταν δηλαδή είχαμε μεταφέρει την ψαρόβαρκα από την παραλία της Λιμιόνιζας στο πίσω μέρος της Ύδρας, στη χώρα, στο κεντρικό λιμάνι, θυμάμαι πάντα να φεύγουμε από τη βάρκα με πάρα πολλές τσάντες με πράγματα, δηλαδή ψάρια, κρίταμι, κάππαρη, πεταλίδες, θρουμπίλια, καβούρια, αχινούς, και να καταλήγουμε στο σπίτι μας με τα μισά από αυτά, διότι, θυμάμαι, πάντα οι γονείς μου έκαναν στάση σε κάποια σπίτια, σε κάποια σπίτια που εγώ δεν καταλάβαινα γιατί τους τα δίνουμε. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα ότι ήταν άνθρωποι που δεν είχαν χρήματα, άνθρωποι ηλικιωμένοι, οι οποίοι δεν είχαν σχεδόν κανένα να τους φροντίσει, κι έτσι οι γονείς μου έκαναν μοιρασιά την πραμάτεια μας, την ψαριά μας σε τέσσερα κομμάτια, δίναμε τα τρία σε τρία διαφορετικά σπίτια και το ένα έφτανε πάντα σπίτι μας. Δεν σου κρύβω ότι θύμωνα με αυτή τη μοιρασιά, γιατί έλεγα: «Ταλαιπωρήθηκα τόσο πολύ. Έμεινα τόσες ώρες σε μια βάρκα δίπλα σε δυο ανθρώπους που δεν τους αισθάνομαι γονείς μου γιατί δεν μεγάλωσα μαζί τους, δίπλα σε μια μητέρα που ήταν κακοποιητική απέναντί μου, κάτω απ' τον ήλιο, σε μια συνθήκη που δεν μου άρεσε και δεν μου ήταν καθόλου οικεία, και έπρεπε να δώσουμε τώρα αυτά τα πράγματα στους ξένους;». Μου πήρε πολλά χρόνια να καταλάβω πόσο σημαντικό ήταν το μοίρασμα. Διαπίστωση η οποία, όμως, με πλήγωνε εξίσου πάρα πολύ και με πληγώνει, γιατί συνειδητοποίησα ότι οι γονείς μου μοίραζαν πολύ απλόχερα με τους άλλους τα υπάρχοντά τους, αλλά ποτέ δεν έδιναν κάτι σε μένα. Παρ' όλα αυτά όλη αυτή η διαδικασία ήταν ένα υπέροχο μάθημα. Κανείς από αυτούς τους ανθρώπους στους οποίους δίναμε, μοιράζαμε τα υπάρχοντά μας δεν είναι στη ζωή αυτήν τη στιγμή. Γιατί αυτό συνέβαινε όχι μόνο όταν πηγαίναμε για ψάρεμα, συνέβαινε και τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, που αγοράζαμε κρέας και οι γονείς μου πάλι μοίραζαν ό,τι αγοράζαμε σε τέσσερα κομμάτια. Αλλά αν μη τι άλλο χαίρομαι γιατί έμαθα μέσα από αυτή τη συνθήκη πόσο σημαντικό πράγμα είναι να μοιράζεσαι, πόσο σημαντικό πράγμα είναι να εκτιμάς τα γηρατειά, πόσο σημαντικό πράγμα είναι να μην κοιτάς τον εαυτό σου ή τη δική σου καλοπέραση, να σκέφτεσαι ότι υπάρχουν και άλλοι δίπλα σου, που μπορεί να περνάνε ίσως χειρότερα. Μεταξύ μας χειρότερα από μένα δεν περνούσαν, ως παιδί, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Μέσα σ' όλο λοιπόν αυτό το πράγμα που συνέβαινε στη ζωή μου, για να μη λέμε μόνο τα δυσάρεστα, υπήρχε και ένας φάρος. Ένας φάρος της ζωής μου. Αυτός ο φάρος ζούσε, ήταν ένα άτομο, ένα υπαρκτό άτομο και ζούσε σε ένα μοναστήρι. Στην Ύδρα, όπως είναι γνωστό, έχουμε περίπου 360 εκκλησίες και περίπου 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7 μοναστήρια. Σε ένα από αυτά τα επτά μοναστήρια, στη μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Ζούρβα, υπήρχε ο δικός μου άγγελος. Ο δικός μου φάρος. Λεγόταν Καλλινίκη, η αδελφή Καλλινίκη. Ήτανε μια εκ των δώδεκα μοναχών που ζούσαν σε εκείνο το μοναστήρι. Σ' εκείνο το μοναστήρι πηγαίναμε να περάσουμε τις γιορτές του Πάσχα κάθε χρόνο, πολλές φορές πηγαίναμε και κάποια καλοκαίρια. Οι μοναχές, και ιδιαίτερα η αδελφή Καλλινίκη, η οποία ήταν η πιο νέα, ένιωθαν ότι η σχέση με τους γονείς μου και ιδιαίτερα με τη μητέρα μου δεν ήταν καθόλου καλή, έβλεπαν πόσο αδιάφορη είναι η μητέρα μου, και το κύριο μέλημά τους ολωνών, κυρίως της Καλλινίκης, ήταν να με απομακρύνει από τα χέρια της. Η αδελφή Καλλινίκη, λοιπόν, έβρισκε πάντα τον τρόπο και μια καλή δικαιολογία για να με απομακρύνει από τη μητέρα μου, τη μια για να πάμε να βγάλουμε νερό από τη στέρνα, την άλλη για να πάμε να ταΐσουμε τις κότες, την άλλη για να πάμε να ποτίσουμε το περιβόλι, την άλλη για να πάμε να ψάλλουμε ή να πάμε ν' ανάψουμε το καντηλάκι στο κοιμητήριο. Η Καλλινίκη στα μάτια μου ήταν πραγματικά ένας άγγελος, όχι ξανθός, μελαχρινός. Ήταν πάρα πολύ ψηλή. Ήταν νέα. Είχε ένα υπέροχο πρόσωπο, με το υπέροχο μαντίλι της να κρύβει το μέτωπό της, το μαντίλι αυτό έφτανε μέχρι το πάνω μέρος των φρυδιών και άφηνε ακάλυπτο μόνο από τα φρύδια μέχρι το σαγόνι. Όλο το υπόλοιπο ήταν τυλιγμένο με το μαύρο ύφασμα. Όπως μαύρο φυσικά ήτανε και το ράσο που την κάλυπτε από την κορυφή μέχρι και τα νύχια του ποδιού της. Ήταν αδύνατη και ψηλή, με αποτέλεσμα να μοιάζει στα μάτια μου ακόμα πιο επιβλητική και όμορφη. Οπότε δίπλα της ένιωθα είτε σαν μικρός αδελφός είτε σαν μαθητής, με την Καλλινίκη να είναι δασκάλα μου. Αυτό που έκανε η Καλλινίκη πολύ έντεχνα, χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, ήταν ότι προσπαθούσε να μου αναπτύξει ένα ενδιαφέρον για το διάβασμα. Στη ζωή μου, χάρη στην Καλλινίκη, διάβασα άπειρους βίους αγίων. Κάθε Πάσχα που πηγαίναμε στο μοναστήρι, μου έδινε να διαβάζω έναν βίο αγίου. Αφού τον διάβαζα, μου έδινε να απαντήσω, μου έδινε ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο έπρεπε να απαντήσω. Αν απαντούσα σωστά, κέρδιζα το βιβλιαράκι με τον βίο του αγίου. Τη δεύτερη χρονιά ξεκίνησε να μου δίνει να διαβάζω βιβλία εφήβων. Η Καλλινίκη ήταν αυτή που μου έδωσε να διαβάσω την «Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά», το «Μικρό σπίτι στο λιβάδι», τον «Γύρο του κόσμου σε ογδόντα μέρες», τη «Μικρή πριγκίπισσα», που ήταν ένα βιβλίο που με συγκλόνισε και που έχει γίνει και ταινία. Και αφού τα διάβαζα έπρεπε φυσικά να απαντώ στο πολύτιμο ερωτηματολόγιό της. Αυτό ήταν η μια δραστηριότητα. Η αγαπημένη μου δραστηριότητα ήταν να πηγαίνουμε στον κήπο. Ο κήπος βρισκόταν στους ξενώνες, δίπλα στους ξενώνες. Στον ξενώνα ζούσαμε εμείς με τους γονείς μου. Έξω από το δωμάτιό μου υπήρχε επίσης μια τσίγκινη βρύση, σαν κι αυτή που είχαμε στερεωμένη στο μικρό πεύκο, πάνω στο σπιτάκι του Αγίου Νικολάου. Για κάποιο λόγο, όμως, τη βρύση του μοναστηριού την αγαπούσα περισσότερο. Ίσως επειδή πηγαίναμε εκεί Πάσχα ή καλοκαίρι και ο καιρός ήταν λίγο πιο θερμός, με αποτέλεσμα το νερό να μη σπάει το πρόσωπό μου. Όλη η επιφάνεια της βεράντας έξω από τον ξενώνα ήταν μια στέρνα. Η διαδικασία, λοιπόν, ήταν ως εξής, εγώ έπρεπε να γεμίσω με το κουσί το ποτιστήρι, να πάω στο χείλος της βεράντας, να σκύψω και να δώσω το ποτιστήρι στην Καλλινίκη, που ήτανε ένα μέτρο πιο κάτω στο έδαφος, στο περιβόλι, να ποτίσει τα λουλούδια, να απλώσει το χέρι της προς τα πάνω, να το ξαναπιάσω, να το ξαναγεμίσω και ούτω καθεξής. Κατά τη διαδικασία αυτή, η Καλλινίκη είτε μου μάθαινε προσευχές είτε μου έλεγε πάρα παραβολές, ιστορίες οι οποίες πάντα είχαν ένα ηθικό δίδαγμα. Ιστορίες οι οποίες ήθελαν πάντα τον ήρωα να βγαίνει νικητής, παρά τις όποιες δυσκολίες είχε περάσει στη ζωή του. Τότε δεν καταλάβαινα τι έκανε η Καλλινίκη. Τώρα καταλαβαίνω πολύ καλά τι έκανε. Μαζί με την Καλλινίκη πήγα για πρώτη φορά στο κοιμητήριο, στο νεκροταφείο κοινώς. Το νεκροταφείο βρισκόταν περίπου 30 μέτρα μακριά από τον ξενώνα μας. Υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να φοβόμουν, που ήταν τα μνήματα και τα κασελάκια τόσο κοντά. Είχα την τύχη, όμως, να το επισκεφτώ, από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο μοναστήρι ως παι[00:30:00]δί, μαζί της και να συνειδητοποιήσω ότι μερικές φορές οι νεκροί είναι πιο φιλικοί από τους ζωντανούς. Την πρώτη φορά που πήγα μαζί της εκεί και είδα τα χιλιάδες, μάλλον τα δεκάδες κασελάκια, με ένα όνομα γραμμένο πάνω τους, τη ρώτησα: «Τι είναι όλο αυτό;» και μου λέει: «Εδώ είναι οι άνθρωποι που δεν είναι πια κοντά μας, που έχουν φύγει από τη ζωή», και λέω: «Χωράνε εδώ; Είναι πολύ μικρό -της λέω- εδώ δεν χωράει τίποτα από τα υπάρχοντά τους!» και μου λέει: «Πολύ σωστά, Χρήστο, γιατί όταν φεύγουμε δεν παίρνουμε τίποτα απολύτως μαζί μας», «Μα -λέω- εδώ δεν χωράει ούτε καν η οδοντόβουρτσά τους», «Σωστά -μου λέει- ούτε αυτή θα πάρουμε μαζί μας, γιατί σημασία έχει τι θα αφήσουμε πίσω μας, γιατί μαζί μας σίγουρα δεν θα πάρουμε τίποτα». Το βρήκα πάρα πολύ άδικο εκείνη τη στιγμή. Τώρα συνειδητοποιώ πόσο σημαντικό είναι. Η κατάσταση μέσα στο μοναστήρι ήταν για μένα σαν να πηγαίνω, ας το πούμε, ένα ταξίδι στον παράδεισο. Το μοναστήρι έχει τη μορφή ενός κάστρου. Τείχη περιμετρικά και στο κέντρο μια εκκλησία. Στις δύο πλευρές αυτού του κάστρου, την αριστερή, ας πούμε, και τη δεξιά, ήταν τα δωμάτια των μοναχών, που τα ονομάζουμε «κελιά». Το κάθε κελί είχε μέσα ένα μονό κρεβάτι, ένα πολύ μικρό τραπεζάκι, μία καρέκλα, έναν καλόγερο, για να βάζουν τα ράσα τους, και ένα μικρό έπιπλο με συρτάρια, για να βάζουν τα ρούχα τους. Τίποτα παραπάνω. Υπήρχε, λοιπόν, ένας μακρύς διάδρομος, όπου στα δεξιά ήταν αριθμημένα ένα ένα τα κελιά, από το 1 μέχρι το 7, για παράδειγμα. Οι μοναχές ξυπνούσαν το πρωί, πήγαιναν στη Θεία Λειτουργία, στη συνέχεια έτρωγαν το πρωινό τους, στη συνέχεια έπρεπε να βγουν να κάνουν τις δουλειές που κάθε μοναχή είχε, γιατί η κάθε μοναχή πρέπει να σου πω ότι είχε και μια ιδιότητα. Η Καλλινίκη, για παράδειγμα, είχε την ιδιότητα, η δουλειά της, μάλλον, ήταν να ψέλνει και να ασχολείται με τον κήπο. Υπήρχε η μοναχή η οποία ήτανε εξειδικευμένη στο μαγείρευμα. Αυτή ήταν η αδελφή Ειρήνη. Υπήρχε η μοναχή η οποία ήταν υπεύθυνη για τις κότες. Αυτή ήταν η αδελφή Συγκλητική. Υπήρχε η μοναχή η οποία ήταν υπεύθυνη για τα ψώνια. Αυτή ήταν η αδελφή Δανιηλία. Θα επιστρέψω στην αδελφή Δανιηλία. Υπήρχε η μοναχή η οποία ήταν υπεύθυνη για το πλυσταριό. Αυτή ήτανε η αδελφή Αρχοντία. Η κάθε μοναχή, λοιπόν, είχε τη δική της ιδιότητα, τη δική της δουλειά. Η αδερφή Δανιηλία είχε την πιο ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, διότι ερχόταν ένας κύριος με τα μουλάρια του, με τα ζώα του, νομίζω μια φορά την εβδομάδα, έπαιρνε την αδελφή Δανιηλία, καβαλούσαν και οι δύο ο καθένας σε ένα ζώο και ξεκινούσαν από στεριάς τη διαδρομή από το μοναστήρι μέχρι τη χώρα διάρκειας τρεισήμισι ωρών. Η αδελφή Δανιηλία έμενε τότε στο Μετόχι του νησιού, που Μετόχι είναι το σπίτι το οποίο ανήκει στην εκάστοτε μονή και στο οποίο φιλοξενούνται οι μοναχές, αν χρειαστεί για κάποιο λόγο να έρθουν στην πόλη, είτε για ψώνια είτε για να επισκεφτούν κάποιο γιατρό, καθόταν λοιπόν εκεί η αδελφή Δανιηλία για περίπου δύο με τρεις ημέρες να μαζέψει όλα τα ψώνια που είχαν ανάγκη για το μοναστήρι, και μετά ο ίδιος ο κύριος, ο κύριος Θανάσης συγκεκριμένα με τα ζώα του, με πολύ περισσότερα ζωά αυτή τη φορά, γιατί ερχόταν με δύο για να πάρει την αδερφή Δανιηλία, ένα για εκείνον και ένα για κείνη, και γύρναγαν με τουλάχιστον έξι ζώα, όπου τα δύο ήταν για να καβαλήσουν και να επιστρέψουν ασφαλείς οι δύο άνθρωποι και τα υπόλοιπα τέσσερα ήταν για να φορτωθούν όλα τα αντικείμενα που χρειαζόταν η μόνη για να περάσει τις υπόλοιπες ημέρες. Και αυτό μου άρεσε πάντα, γιατί η αδελφή Δανιηλία είχε την ευκαιρία κάθε εβδομάδα σχεδόν να φεύγει από το μοναστήρι και να αλλάζει παραστάσεις. Άσε δε που όταν γύργαγε απ' τα ψώνια, πάντα θα είχε μια μικρή έκπληξη για μένα, που πάντα θα μου την έδινε κρυφά από τους γονείς μου. Και που πάντα θα ήταν ένα γλύκισμα. Τη ζήλευα πάρα πολύ την αδελφή Δανιηλία, γιατί ήτανε πάρα πολύ ζωντανή, είχε πάρα πολύ χιούμορ και επίσης θεωρώ ότι ήτανε ο φύλακας άγγελος της Καλλινίκης αυτή τη φορά. Επειδή η Καλλινίκη ήταν η πιο νέα μοναχή, όλοι την αγαπούσαν πάρα πολύ και την προστάτευαν, κυρίως όμως η αδερφή Δανιηλία. Αφού, λοιπόν, τελείωναν τις δουλειές τους τις πρωινές, ερχόταν η ώρα του μεσημεριανού. Τρώγαμε, λοιπόν, όλοι μαζί και αμέσως μετά αποσυρόμασταν στα δωμάτιά μας. Οι μοναχές στα κελιά, εμείς στον ξενώνα. Το απόγευμα συνεχίζανε οποιαδήποτε δουλειά είχαν αφήσει στη μέση ή δεν είχαν προλάβει να τελειώσουν, και φυσικά η δουλειά της Καλλινίκης με εμένα ήταν να ποτίσουμε τον κήπο κάθε απόγευμα. Να πάμε, επίσης, να ανάψουμε το καντηλάκι στον Άγιο Γιάννη, ένα μικρό εκκλησάκι έξω από το μοναστήρι, έξω από τα όρια του κάστρου, εντός εισαγωγικών, και φυσικά κάθε βράδυ να ανάψουμε το καντηλάκι στο κοιμητήριο. Διαδικασία η οποία με έκανε να πάψω να φοβάμαι τα κοιμητήρια ή τους νεκρούς. Δεν φοβήθηκα ποτέ τότε, δεν φοβάμαι ούτε τώρα. Η πιο μαγική στιγμή στο μοναστήρι, την οποία θα ήθελα να σου πω, ήταν η στιγμή του Απόδειπνου. Σκηνή πολύ εντυπωσιακή, που την καταγράφω και στο καινούργιο μου βιβλίο. Ένα βιβλίο που αναφέρεται αποκλειστικά στη ζωή μου στο μοναστήρι. Γιατί ήταν ο δικός μου μοναδικός τρόπος να κρατήσω ζωντανή αυτήν τη μνήμη. Και ζωντανές αυτές τις στιγμές που σε λίγο δεν θα υπάρχουν γύρω μας. Αφού τελείωναν οι απογευματινές δουλειές και ερχόταν η ώρα του βραδινού δείπνου, αμέσως μετά ήταν η ώρα του Απόδειπνου. Ο Απόδειπνος ήταν μια τελευταία προσευχή μετά το δείπνο. Ήταν η στιγμή της προσευχής και της συγχώρεσης. Τι συνέβαινε τότε; Η Ηγουμένη, η Θέκλα, η οποία είναι ακόμα εν ζωή, καθόταν μαζί με τους επισκέπτες της, όποιοι και αν ήταν αυτοί, στην προκειμένη περίπτωση εμείς, εγώ με τους γονείς μου, και συζητούσαμε μετά το φαγητό, μέχρι οι υπόλοιπες μοναχές και η μητέρα μου μαζί, που πήγαινε να βοηθήσει, να πλύνουν τα πιάτα. Μόλις, λοιπόν, έβγαινε η αδελφή Φεβρωνία στη μικρή πόρτα της κουζίνας, δίνοντάς μας το σήμα ότι το πλύσιμο των πιάτων τελείωσε, με έστελνε η Ηγουμένη να χτυπήσω την καμπάνα τρεις φορές. Αυτό γινόταν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ηλεκτρικό ρεύμα στο μοναστήρι δεν υπήρχε. Όπως φυσικά δεν υπήρχε και τηλέφωνο και νερό. Όλα ήταν από τη στέρνα, όλα από τη φύση. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, λοιπόν, βλέποντας μόνο τ' αστέρια, χτυπούσα την καμπάνα τρεις φορές. Καθισμένοι όλοι μας στη μεγάλη κεντρική αυλή, έξω από την εκκλησία, και ξαφνικά από τα διαφορετικά σημεία του μοναστηριού, έβλεπες τις μαύρες φιγούρες να πλησιάζουν στην κεντρική αυλή, να έρθουν κοντά μας, να ενωθούν μαζί μας για να ξεκινήσει η διαδικασία του Απόδειπνου. Και αυτό σαν εικόνα ήταν κάτι μαγικό, γιατί το μόνο που έβλεπες είναι τα μαύρα ράσα των μοναχών και το μοναδικό που άκουγες ήταν τα τζιτζίκια, αν ήταν καλοκαίρι, και το θρόισμα από το ύφασμα των ρούχων των μοναχών. Έφταναν λοιπόν όλες δίπλα μας, συσπειρωνόμαστε σαν μια αγκαλιά και ξεκινούσαμε να λέμε τη Λειτουργία του Αποδείπνου, που ήταν και η μοναδική λειτουργία η οποία γινόταν εκτός Εκκλησίας, γιατί όλες οι άλλες –Όρθρος, Εσπερινός, οι Ώρες– γινόντουσαν μέσα στην Εκκλησία, αυτό γινόταν έξω από την Εκκλησία. Ήταν, λοιπόν, η στιγμή που προσευχόντουσαν οι μοναχές για να ζητήσουν συγχώρεση για οτιδήποτε συνέβη μέσα στη διάρκεια της ημέρας. Γι' αυτόν τον λόγο, και μόλις τελείωνε αυτή η διαδικασία, αυτή η λειτουργία, ας την ονομάσουμε, η μία μοναχή μετά την άλλη έσκυβε μπροστά στην άλλη και έλεγε: «Συγχωρέστε με». Μετά η μία έσκυβε μπροστά στην άλλη, σαν μετάνοια, δηλαδή έγερνε το σώμα της, έσπαγε τη μέση της, το σώμα της στα δύο, μπροστά στην άλλη μοναχή και έλεγε: «Συγχωρέστε με, συγχωρέστε με, συγχωρέστε με, συγχωρέστε με, συγχωρέστε με». Μέσα, λοιπόν, στο απόλυτο σκοτάδι, κάτω από τα αστέρια, άκουγες το θρόισμα από τα ράσα και γυναικείες φωνές να λένε η μία στην άλλη: «Συγχωρέστε με, συγχωρέσ[00:40:00]τε με, συγχωρέστε με, συγχωρέστε με». Και αφού τελείωναν τη συγχώρεση μεταξύ τους, ερχόντουσαν και σε εμάς. Θυμάμαι πόσο ντρεπόμουν που έβλεπα την Καλλινίκη, και τις άλλες μοναχές σαφώς, αλλά κυρίως την Καλλινίκη, να σπάει στα δύο μπροστά μου, να κάνει μετάνοια και να μου λέει: «Συγχωρέστε με». Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Αλλά αυτό τελικά είναι το μεγαλείο της ψυχής και της ταπεινότητας, να ζητάς συγχώρεση ακόμα και από τον πιο μικρό. Αυτή η περίοδος της ζωής μου ήταν λοιπόν από τις πιο όμορφες, ίσως η πιο όμορφη όλης της ζωής μου, γιατί στο μοναστήρι έμαθα πόσο σημαντικό πράγμα είναι να κάνεις υπομονή, αυτό με συμβούλευε και η αδελφή Καλλινίκη, πόσο σημαντικό είναι να βοηθάς, πόσο σημαντικό είναι να είσαι δίπλα στη φύση. Θυμάμαι μου έλεγε: «Πρέπει να ξεχορταριάσουμε τον κήπο. Πρέπει να βοηθήσουμε τα μικρά χορταράκια να ζήσουν. Καθετί είναι δημιούργημα του Θεού. Καθετί έχει δικαίωμα να ζήσει». Στην αρχή δεν μου άρεσε, βαριόμουνα. Μετά όμως συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό πράγμα είναι τελικά να σκύβεις ακόμα και μπροστά στο πιο μικρό χορταράκι και να το βοηθάς να ζήσει. Οι αναμνήσεις από το μοναστήρι είναι άπειρες. Θυμάμαι πηγαίναμε και μαζεύαμε άγριες αγκινάρες. Φύτρωναν σ' ένα συγκεκριμένο σημείο ακριβώς πάνω από το μοναστήρι. Οι άγριες αγκινάρες είναι κοινώς οι αγκινάρες που βλέπουμε, που πουλάνε και στα κατεψυγμένα είδη, αλλά οι άγριες είχαν αγκάθια, όπως σχεδόν ο αχινός. Και φορούσαμε ειδικά γάντια για να τις κόψουμε, γάντια χοντρά, και ειδικά γάντια για να τις καθαρίσουμε με ένα ειδικό χοντρό ψαλίδι. Μαζεύαμε σπέντζες, αυτά τα υπέροχα λευκό με κίτρινο άνθος λουλούδια που είναι αυτή την εποχή και που τώρα τις πουλάνε πολύ ακριβά στη λαϊκή. Στην περιοχή της Ζούρβας, ακριβώς πάνω από το μοναστήρι, έβγαιναν χιλιάδες και ήταν θαρρείς και ο τόπος ήταν ευλογημένος και η φύση και έβγαζε λουλούδια που μύριζαν, δεν ξέρω, θυμίαμα. Πηγαίναμε και ανάβαμε το καντηλάκι στον Άγιο Γιώργη, που ήταν περίπου 15 λεπτά περπάτημα από το μοναστήρι. Ανάβαμε το θυμιατό. Θυμάμαι ερχόταν το Πάσχα ένας ιερέας, μοναχός-ιερέας, από το Άγιο Όρος, ο Πατέρας Παΐσιος, τον οποίο περιμέναμε με μεγάλη ευλάβεια και ο οποίος ήταν έτσι πολύ ταπεινός, και θυμάμαι κάποια στιγμή που πήγα για να ξέρω να εξομολογηθώ δίπλα του, παρά το δέος που ένιωθα, μου είπε: «Εγώ σπούδασα μαθηματικός. Αλλά πάντα μέσα μου ήξερα ότι κάτι άλλο με τραβάει», κι όταν μου το έλεγε αυτό αισθανόμουν πάρα πολύ ωραία, γιατί στο σχολείο με ρωτούσαν: «Τι θέλω να γίνω» κι εγώ δεν ήξερα. Ήξερα βασικά ότι θέλω να γίνω συγγραφέας, αλλά ντρεπόμουν να το πω, γιατί όταν το είχα πει κάποια στιγμή με κορόιδευαν. Και έλεγα στον Πατέρα Παΐσιο: «Μα γιατί πρέπει όλοι μας να ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε; Γιατί είμαι υποχρεωμένος, αφού είμαι ακόμα μαθητής του δημοτικού, να ξέρω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου; Γιατί οι δάσκαλοι δεν με προστατεύουν; Γιατί οι δάσκαλοι δεν λένε στους συμμαθητές μου να μη με κοροϊδεύουν, επειδή εγώ δεν ξέρω τι θέλω να κάνω ή επειδή αυτό που λέω δεν τους αρέσει, τους είναι ξένο;» και μου έλεγε: «Μη στεναχωριέσαι. Κι εγώ σπούδασα κάτι, αλλά τελικά με τράβηξε κάτι άλλο που αγαπάω πιο πολύ». Θυμάμαι έλεγα στην Καλλινίκη, από τότε που ήμουν περίπου 8-10 ετών, να της λέω ότι θέλω να γίνω ιεραπόστολος, γιατί της έλεγα: «Θέλω να βοηθήσω τα άλλα παιδιά, τα παιδιά στην Αφρική, που ακούω στο ραδιόφωνο του μπαμπά ότι πεθαίνουν συνεχώς». Της έλεγα: «Να πάω εκεί να βοηθήσω» και μου έλεγε: «Όχι, μπορεί να μη χρειαστεί ποτέ να πας εκεί. Μπορεί να βρεις έναν άλλο τρόπο να βοηθήσεις τα παιδιά». «Μα -της έλεγα- πόσο να περιμένω;». «Να περιμένεις μέχρι να μεγαλώσεις». «Μα -της λέω- όταν μεγαλώσω, θα έχουν πεθάνει χιλιάδες παιδιά μέχρι τότε. Δεν μπορώ να περιμένω!». Και μου έλεγε: «Όχι, θα κάνεις υπομονή. Θα προσπαθείς να είσαι καλό παιδί, να 'σαι καλός με τους ανθρώπους, να 'σαι ευγενικός, να διαβάζεις, να 'σαι σωστός και να δεις που θα βρεις έναν τρόπο να 'σαι κοντά στα παιδιά». Και να που τώρα έχει βρεθεί ο τρόπος να είμαι κοντά στα παιδιά. Γι' αυτό και σου λέω ότι αυτή η γυναίκα ήταν ο φάρος και ο φύλακας άγγελός μου, που μου έλεγε πράγματα που ούτε καν υποψιαζόμουνα ότι θα βγουν αληθινά.
Ποια ήτανε η πρώτη φορά που τη γνώρισες; Τι ηλικία είχες τότε; Τη θυμάσαι εκείνη τη μέρα που την είδες πρώτη φορά;
Πρέπει να ήμουνα... πρέπει να ήμουνα 8 ετών και θυμάμαι τα λαμπερά της μάτια, τα μάτια της. Τα μάτια της ήτανε μπλε, έτσι τη θυμάμαι! Το πρόσωπό της αλαβάστρινο, ψηλή και επιβλητική, με ένα υπέροχο χαμόγελο. Έγινε η δασκάλα, η αδελφή, η φίλη, η μάνα που θα ήθελα να είχα. Οπότε καταλαβαίνεις, για ένα παιδάκι κακοποιημένο στο καινούργιο περιβάλλον που ήρθε να ζήσει, πώς αυτός ο άνθρωπος, που του χαμογέλασε και το αγκάλιασε για πρώτη φορά, προσπάθησε να καταλάβεις πώς μπορεί να με έκανε να νιώσω! Να φανταστείς ότι βρήκαμε μια μπάλα στην αποθήκη και ερχόταν κρυφά από όλους, και από την Ηγουμένη, και έπαιζε ποδόσφαιρο μαζί μου. Απλά για να με κάνει να μη νιώθω διαφορετικός. Απλά για να με κάνει να νιώσω ότι είμαι κι εγώ ένα παιδί που αξίζει να έχει ένα παιχνίδι, γιατί παιχνίδια στο σπίτι μου δεν είχαμε, πρέπει να σου πω. Δεν είχαμε τίποτα στο σπίτι, σε σημείο που νόμιζα ότι είμαστε η πιο φτωχή οικογένεια του νησιού. Μου πήρε πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι δεν ήμαστε η πιο φτωχή οικογένεια του νησιού και ότι απλά οι γονείς μου αδιαφορούσαν, όπως, δυστυχώς, εκείνα τα χρόνια αδιαφορούσαν και άλλοι γονείς για τα παιδιά τους. Απλά, ίσως, οι δικοί μου να αδιαφορούσαν λίγο περισσότερο. Το ίδιο αδιαφορούσαν και οι δάσκαλοι, πρέπει να σου πω. Ήμουν από τους άτυχους που πρόλαβαν την εποχή που ο δάσκαλος είχε μια βέργα και χτύπαγε τον μαθητή στο χέρι. Θυμάμαι τους συμμαθητές μου να με κοροϊδεύουν στην αυλή του σχολείου «χοντρό και άσχημο», να με σπρώχνουν. Θυμάμαι να θέλω να αυτοκτονήσω. Το έλεγα στην Καλλινίκη και μου έλεγε: «Όχι, όχι! Θα ζήσεις». Θυμάμαι να θεωρώ τον θάνατο μια λύτρωση. Θυμάμαι τους δασκάλους μου να βλέπουν τι γίνεται και κανείς να μη με υπερασπίζεται, κανείς να μη λέει: «Όχι», γιατί πάντα ήμουνα το παιδί το διαφορετικό, που μεγάλωσε χωρίς την οικογένειά του, που, που, που.
Και δεν σου κρύβω ότι περίμενα τη στιγμή που θα μεγαλώσω και θα σηκωθώ να φύγω από την Ύδρα και δεν θα γυρίσω ποτέ, ποτέ, ποτέ ξανά πίσω. Προτιμούσα ή να πεθάνω ή να μη γυρίσω ποτέ ξανά σ' αυτό το νησί, γιατί ήταν, και είναι, ένα νησί πάρα πολύ δύσκολο. Λιγότερο αυτές τις μέρες στην εποχή μας, αλλά πάρα πολύ δύσκολο τότε.
Δηλαδή;
Δηλαδή ήταν ένα νησί με ανθρώπους που ναι μεν ο ένας ασχολιόταν με τον άλλον, αλλά μόνο μέσα στα πλαίσια του κουτσομπολιού. Αν έβλεπαν ότι η μητέρα μου με βασανίζει, θα το κουτσομπόλευαν, αλλά ποτέ δεν θα της έλεγαν: «Τι κάνεις εκεί; Ασ' το παιδί». Θα έβλεπαν έναν πατέρα να χτυπάει ή να βιάζει την κόρη του, πράγμα το οποίο είχε συμβεί στο νησί μας, και θα τον κουτσομπόλευαν, αλλά κανείς δεν θα έλεγε στην αστυνομία: «Κοιτάχτε τι κάνουνε! Πηγαίντε!» ή να πήγαιναν να τον εμποδίσουνε. Πάντα, λοιπόν, όλοι ήξεραν τι γίνεται και χρησιμοποιούσαν αυτήν την πληροφορία μόνο για να κουτσομπολέψουν. Ποτέ, πότε για να προσφέρουν βοήθεια. Έζησα, λοιπόν, αυτό το πράγμα στο πετσί μου όλα αυτά τα χρόνια, νομίζοντας ότι αυτό είναι το φυσιολογικό. Νόμιζα ότι το να με χτυπά η μητέρα μου καθημερινά είναι φυσιολογικό, ότι έτσι συμβαίνει σε όλα τα σπίτια. Νόμιζα ότι το να πηγαίνω, να περπατάω μέσα στη ζέστη, στη βροχή μια ώρα, έτσι συμβαίνει, έτσι είναι. Έτσι ίσως να είναι, γιατί είμαστε πολύ φτωχοί, γιατί σου λέω έτσι νόμιζα ότι συμβαίνει. Και επειδή οι ρίζες των παππούδων μου ήταν κάπως έτσι φτωχικές, δηλαδή ο παππούς μου ήταν αγρότης, ο μπαμπάς της μητέρας μου, ζούσε μαζεύοντας ρετσίνα από τα πεύκα. Δηλαδή σηκωνότανε πολύ πρωί, πήγαινε, χάραζε ένα αυλάκι στο πεύκο, έβαζε ένα τσίγκινο δοχείο να ρέει το ρετσίνι από την πληγή του πεύκου και μετά από ώρες πήγαινε και το μάζευε, για να το πουλήσει και να το χρησιμοποιήσουν στη δημιουργία μούστου και κρασιού στη συνέχεια. Η γιαγιά μου δούλευε σαν υπηρέτρια σε ένα πολύ πλούσιο σπίτι του νησιού. Ο μπαμπάς μου –αυτά από τη μεριά της μητέρας μου– ο μπαμπάς μου ήταν ορφανός από την ηλικία των 5 ετών. Πολύ φτωχή οικογένεια επίσης. Οπότε, για κάποιο τρόπο, λόγο μάλλον, νόμιζα ότι αυτό μου αξίζει και εμένα. Είμαι σε μια οικογένεια που είναι πολύ φτωχή και δύσκολη. Οπότε, παρατηρούσα καθετί γύρω μου και προσπαθούσ[00:50:00]α να το αποκωδικοποιήσω, προκειμένου να δικαιολογήσω τη δική μου περίεργη ζωή.
Δεν έβλεπα μόνο τα κακά, βέβαια. Έβλεπα και τα καλά. Έβλεπα αυτό που σου είπα που έκαναν οι γονείς μου, με τους ανθρώπους που στήριζαν. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά μια εικόνα έτσι χαράς, που υπάρχει μια περιοχή στην Ύδρα που λέγεται Καλά Πηγάδια. Ονομάζεται έτσι γιατί υπάρχουν δύο τεράστια πηγάδια. Η γιαγιά μου, η μητέρα του μπαμπά μου, με την κόρη της, τη θεία μου, μαζί με μένα και τα ξαδέλφια μου από την ίδια μεριά, από τη μεριά του μπαμπά μου, θυμάμαι ότι παίρναμε μεγάλα, τεράστια μπετόνια και πηγαίναμε να πάρουμε δροσερό νερό από τα Καλά Πηγάδια. Παίρναμε, λοιπόν, εμείς τα παιδιά από ένα μπετόνι, ένα κόκκινο μπετόνι, ένα πορτοκάλι μπετόνι, ένα μπλε μπετόνι, ένα πράσινο μπετόνι, κατεβαίναμε ένα τσούρμο παιδαρέλια μαζί με τη θεία μου και με τη γιαγιά, μερικές φορές, με τα μεγάλα μας μπετόνια, φτάναμε στα Καλά Πηγάδια, γέλια εγώ με τα ξαδέρφια μου, χαρά! Πάντα ήμουνα χαρούμενος, πρέπει να σου πω, μακριά από τους γονείς μου. Οπότε εκείνες τις στιγμές ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος, γιατί βγάζαμε το νερό από το πηγάδι με το κουσί, βρέχαμε ο ένας τον άλλον, γελάγαμε, γυρίζαμε μούσκεμα. Και αφού γεμίζαμε τα μπετόνια, ξεκινάγαμε να ανεβαίνουμε γύρω στα εξήντα σκαλοπάτια, μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι της θείας μας. Αλλά αυτό μας βοήθησε να μάθουμε και να εκτιμήσουμε πόσο σημαντικό πράγμα είναι το νερό, για παράδειγμα. Όπως από πρώτο χέρι είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύτιμο είναι το ψωμί που έπρεπε να το φέρω σπίτι ανεβαίνοντας τριακόσια σκαλοπάτια. Αυτά ήταν πράγματα που με βοήθησαν προσωπικά και είναι μνήμες που έχω από το νησί, οι οποίες είναι θετικές, γιατί σε έναν τόπο δεν μπορείς να έχεις μόνο θετικά πράγματα. Έχεις να θυμάσαι και αρνητικά πράγματα, αναλόγως πάντα την πορεία της δικής σου προσωπικής, της δικής σου προσωπικής πορείας, τη ροή της δικής σου προσωπικής πορείας. Ναι, κάπως έτσι.
Πώς ήταν η ζωή στην Ύδρα τότε, όταν κατέβαινες κάτω, ας πούμε, στη χώρα, στο λιμάνι, πώς τους έβλεπες τους ανθρώπους εκεί;
Εγώ βασικά φοβόμουνα. Ήμουνα παιδί φοβισμένο. Θα έλεγα ήμουνα παιδί των σπηλαίων. Οπότε κατεβαίνοντας στο λιμάνι, επειδή μέναμε πολύ ψηλά, τετρακόσια σκαλοπάτια απ' το σπίτι μας στη χώρα και μια ώρα περπατήματος στο σπίτι πάνω στο βουνό, το να κατεβαίνω εγώ στη χώρα ήταν σαν να βρίσκομαι στον πολιτισμό. Ήταν, δηλαδή, κάτι... αισθανόμουνα ότι έχω βγει από μια τρύπα. Με πήγαινε η μητέρα μου, ας πούμε, να αγοράσουμε παπούτσια στον κύριο Ρίζο, ένας κύριος που δεν υπάρχει πια και απ' τον οποίο περνούσαμε όλοι οι φτωχοί, εντός εισαγωγικών, ν' αγοράσουμε παπούτσια, γιατί δεν είχε αυτά τα μοντέρνα, είχε τα πιο παραδοσιακά, τα πιο απλοϊκά, και αισθανόμουνα ότι ήμουν σε λούνα παρκ. Ή όταν πηγαίναμε να πάρουμε τα σχολικά μας από το «Ρόδι», το κατάστημα που υπάρχει ακόμα και τώρα, αλλά από τότε ήταν στο επίκεντρο της σχολικής σεζόν, πάλι αισθανόμουν ότι ήμουνα σε λούνα παρκ. Μπορεί ποτέ να μην κέρδισα ή να μην απέκτησα ένα παιχνίδι απ' το λούνα παρκ, αλλά τουλάχιστον μπορούσα να είμαι παρατηρητής. Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι ότι ο κόσμος ήτανε συνέχεια στις ταβέρνες. Θυμάμαι πολύ συχνά με την οικογένειά μου, με τον μπαμπά μου, επειδή ο μπαμπάς μου ήταν και στον δήμο, όπως και ο παππούς, μετά το δημοτικό συμβούλιο πηγαίναν όλοι για φαγητό και καλούσαν μαζί κάποιοι και τις γυναίκες τους. Κατεβαίναμε, λοιπόν, και εμείς από τα τετρακόσια σκαλοπάτια να πάμε στο λιμάνι να πάμε στην ταβέρνα. Και πάντα είχαμε ένα μεγάλο τραπέζι, το πιο μεγάλο τραπέζι, γιατί εκεί ήταν ο δήμαρχος και όλοι οι δημοτικοί σύμβουλοι, οπότε ήμασταν το πιο κεντρικό τραπέζι και το τραπέζι που όλοι κοιτούσαν. Και πάντα θυμάμαι και έλεγα: «Μα ο μπαμπάς μου πού βρίσκει τόσα χρήματα και πάντα βγάζει ένα μάτσο από χαρτονομίσματα από την τσέπη του, αφού είμαστε φτωχοί». Αφού δεν μου έχουν πάρει ποτέ ένα παιχνίδι, αφού δεν μου κάνει ποτέ γενέθλια, αφού δεν έχουμε φτιάξει ποτέ χριστουγεννιάτικο δέντρο, γιατί τίποτα από αυτά δεν είχαμε κάνει, και έλεγα: «Μα είμαστε πολύ φτωχοί, πού βρίσκει ο μπαμπάς μου τα λεφτά συνέχεια και είμαστε συνέχεια έξω;». Θυμάμαι, λοιπόν, πόσο υπέροχα φωταγωγημένο ήταν το λιμάνι. Θυμάμαι τα λαμπιόνια κατά μήκος του λιμανιού, τα καρό τραπεζομάντιλα, τους ανθρώπους που ήταν πάρα πολύ φιλικοί μαζί μας, γιατί ήμαστε, όπως είπα, το τραπέζι του δημάρχου, που πάντα ο δήμαρχος, ο μπαμπάς μου, και οι υπόλοιποι δημοτικοί σύμβουλοι ήθελαν να κάνουν καλό στο νησί, βοηθούσαν τους ανθρώπους, έκαναν καλό και οι άνθρωποι τους σέβονταν και τους είχαν σε μεγάλη υπόληψη, και έτσι λιγάκι ένιωθα ότι έμπαινα και εγώ μέσα σε αυτό, στη δεσμίδα φωτός και λιγάκι φωτιζόμουνα. Φοβισμένος μεν και ευνουχισμένος, αλλά αισθανόμουν ότι ήμουν λίγο ορατός επιτέλους. Πρώτη φορά στη ζωή μου μου μιλούσαν άνθρωποι, μου έλεγαν: «Είσαι καλά, Χρηστάκη; Πώς είσαι, καλά;». Ή θυμάμαι πολλές φορές, τις περισσότερες φορές μάλλον, πηγαίναμε για φαγητό είτε στο Καμίνι, στην ταβέρνα του Μαυρομάτη, που ήτανε τότε αυτό το χρωματιστό σπίτι που είναι κάτω στο Λιμανάκι του Καμινιού, που ήτανε κόκκινο της ώχρας και πορτοκάλι της ώχρας. Ήταν ταβέρνα αυτό. Κάποιες άλλες φορές πηγαίναμε στον Βλυχό, ένα προάστιο του νησιού, και θυμάμαι ο μπαμπάς μου είχε έναν βοηθό τότε, τον Λευτέρη, ο οποίος υπάρχει ακόμα. Ένας πανύψηλος, στα μάτια μου ήτανε γίγαντας, ο οποίος είτε όταν πηγαίναμε είτε όταν γυρίζαμε από τον Βλυχό, γιατί ήτανε απόσταση μισής ώρας αυτό το προάστιο του Βλυχού μέχρι το λιμάνι της Ύδρας, με έπαιρνε στην πλάτη του. Κι εγώ θυμάμαι ότι ανεβασμένο δεν μ' είχε πάρει ποτέ ξανά κανείς στην πλάτη του! Ο Λευτέρης, λοιπόν, σαν γίγαντας με έπαιρνε στην πλάτη του και αισθανόμουνα ότι μπορούσα να δω τον κόσμο από ψηλά. Αισθανόμουν για πρώτη φορά ότι ήμουν ακόμα πιο ψηλά και από τη μητέρα μου, άρα ότι ήμουνα σε θέση ισχύος. Πηγαίναμε λοιπόν στο λιμανάκι του Βλυχού, στην ταβέρνα της κυρίας Μαρίνας, που ακόμα λειτουργεί και ακόμα είναι εν ζωή και ακόμα το τρέχει η ίδια. Και θυμάμαι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούσα μερικές φορές και να ξεφύγω από το τραπέζι και να προσπαθήσω να κυνηγάω τα βατράχια που έβγαιναν εκείνη την ώρα, το βράδυ, έξω και έτρεχαν δεξιά αριστερά. Αυτή ήταν, επίσης, μια στιγμή ευτυχίας, γιατί έφευγα απ' τον κόσμο των μεγάλων, που ήταν απειλητικός για μένα, και ασχολιόμουν ξανά με τη φύση, με την κυρία Μαρίνα. Και επειδή ήμουνα ο γιος του Δασκαλάκη, πάντα οι υπόλοιποι με ρωτούσαν αν θέλω κάτι, μου ρωτούσαν αν είμαι καλά, μου χάιδευαν το κεφάλι και έτσι έπαιρναν λίγο, λίγη από την αγάπη που είχα στερηθεί από το σπίτι μου. Κάπως έτσι θυμάμαι τη ζωή στην Ύδρα, με φωτάκια, με ταβέρνες, με κόσμο που έβγαινε, με τους ανθρώπους, τους άρχοντες του νησιού να έχουν τον σεβασμό που τους αξίζει και εκείνοι να προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στη θέση που έχουν. Θυμάμαι, ο μπαμπάς μου, λίγο πριν έρθω εγώ στη ζωή, είχε ένα σκάφος το οποίο μετέφερε τους τουρίστες από τα μεγάλα κρουαζιερόπλοια, που δεν χωρούσαν να μπουν στο λιμάνι, μέχρι το λιμάνι, δηλαδή ερχόταν το κρουαζιερόπλοιο, άραζε έξω από το λιμάνι και έπρεπε με κάποιο τρόπο οι επισκέπτες να βγουν από το κρουαζιερόπλοιο και να βγουν έξω στο λιμάνι, στην Ύδρα. Ο μπαμπάς μου, λοιπόν, είχε ένα σκάφος και έκανε αυτή τη δουλειά. Και είχε πλάκα ότι συναντούσε διάφορους ανθρώπους και κάποια στιγμή γυρίστηκε μια ελληνική ταινία στην Ύδρα, το «Γοργόνες και μάγκες» και ο μπαμπάς μου έπαιξε σ' αυτήν την ταινία, με το σκαφάκι του, που μετέφερε τη Μαίρη Χρονοπούλου στην προβλήτα. Και πάντα θυμάμαι ως παιδί όταν βλέπαμε την ταινία, έλεγε ο πατέρας μου: «Να, να, να, εκεί είμαι». Και είναι αστείο γιατί ίσως να ήμασταν το πρώτο σπίτι στο νησί που είχαμε έγχρωμη τηλεόραση. Οι τηλεοράσεις τότε ήταν ασπρόμαυρες. Κατά έναν περίεργο τρόπο, παρόλο λοιπόν που νόμιζα ότι ήμασταν πολύ φτωχοί, είχαμε στο σπίτι μου τρεις τηλεοράσεις, μία έγχρωμη Samba, έτσι λεγόταν η εταιρεία, μια ασπρόμαυρη, Samba επίσης. Η μία τηλεόραση κάτω από την άλλη, στην κτιστή βιβλιοθήκη, ας πούμε, που σου είπα, που ήταν όλη από πελεκητή πέτρα, υπήρχε ένα ράφι που ήταν η μεγάλη έγχρωμη τηλεόραση και από κάτω, στο δεύτερο ράφι, υπήρχε η μικρή η ασπρόμαυρη. Δεν ξέρω γιατί! Είχαν και οι γονείς μου μια ασπρόμαυρη, πάλι Samba, αλλά όχι τόσο σύγχρονη, στην κρεβατοκάμαρά τους. Η τηλεόραση ήταν για μένα καταφύγιο. Ο μπαμπάς μου είχε φέρει τις τηλεοράσεις Samba, τις καινούργιες, τις μοντέρνες, την έγχρωμη και την ασπρόμαυρη που είχαμε στο σαλόνι από τη Γερμανία. Γι' αυτό και σου λέω ότι ήμαστε οι πρώτοι που είχαμε έγχρωμη τηλεόραση στο νησί. Πάλι δεν μπορούσα να καταλάβω πώς την είχαμε αποκτήσει. Το έμαθα αργότερα ότι την είχε φέρει από τη Γερμανία ο μπαμπάς. Οπότε λίγο οι ελληνικές ταινίες, λίγο οι ξένες ταινίες ήταν ένας τρόπος να ονειρεύομαι και να μαθαίνω ότι υπάρχει και ένας άλλος κόσμος εκεί έξω, τον οποίο θα ήθελα πάρα πολύ να ανακαλύψω, όπως έγινε μετά από πάρα, πάρα, πάρα πολλά χρόνια. Η συντροφιά μου, λοιπόν, ήταν η τηλεόραση, όταν η μητέρα μου το επέτρεπε. Και μιας και δεν είχα φίλους και αδέλφια, ήταν μονόδρομος το να ξεκινάω, να ξεκινήσω να έχω φανταστικούς φίλους. Αυτό με οδήγησε και στη συγγραφή αργότερα. Μιας και δεν είχα φίλους, κανείς δεν έκανε παρέα μαζί μου, κανείς δεν με καλούσε στα γενέθλια, άρχισα να έχω φανταστικούς φίλους. Έφτιαχνα τις δικές μου ιστορίες, κρυφά από τη μαμά μου. Έκρυβα το τετράδιο που έγραφα τις ιστορίες μου και ονειρευόμουν ότι κάποια στιγμή θα γίνω συγγ[01:00:00]ραφέας. Με παράπονο λέω ότι κανένας καθηγητής δεν με παρότρυνε. Απεναντίας, υπήρχε ένας ρατσισμός στο σχολείο για τα παιδιά που ήταν διαφορετικά. Η διευθύντρια, θυμάμαι μια διευθύντρια, η οποία ακόμα είναι εκπαιδευτικός στην Ύδρα, θυμάμαι ότι έβλεπε τους συμμαθητές μου να με κοροϊδεύουν, να με πειράζουν και αντί να τιμωρήσει αυτούς, τιμωρούσε εμένα. Και πάλι έκανα υπομονή. Και πάλι ήθελα να πεθάνω, να αυτοκτονήσω, και πάλι σώθηκα χάρη στη φωνή της Καλλινίκης, που υπήρχε στο αυτί μου και μου έλεγε: «Κάνε λίγη υπομονή, κάνε λίγη υπομονή». Άρα λοιπόν, τα χρόνια στην Ύδρα ήταν λίγο δύσκολα για τα παιδιά που είχαμε μεγαλώσει με έναν διαφορετικό τρόπο, με έναν δύσκολο τρόπο, διότι στο σχολείο οι πόρτες κλειστές, στο σπίτι οι πόρτες κλειστές. Δεν έβρισκες λόγο να ζήσεις. Οι άνθρωποι τριγύρω, όπως σου είπα, νοιαζόντουσαν μόνο για να μεταφέρουν το κουτσομπολιό σε σχέση με αυτό που συνέβαινε στη ζωή σου, αλλά ποτέ δεν είχαν προσφερθεί να βοηθήσουν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν μεγάλωσα σε ένα νησί το οποίο ήταν πανέμορφο, με κάποιους ανθρώπους που ήταν πάρα πολύ καλοί, πάρα πολλοί αθώοι. Συνήθως άνθρωποι αμόρφωτοι, οι οποίοι όμως είχανε μια μορφωμένη ψυχή, που ήταν πολύ ευγενικοί, οι οποίοι δούλευαν με τα μουλάρια τους, στο ψάρεμα, στους κήπους τους, στην οικοδομή. Προσπαθούσαν να είναι σωστοί απέναντι στην οικογένειά τους, να της προσφέρουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Αυτό το έβλεπα, αλλά δεν μπορούσε να μου προσφέρει τίποτα εμένα. Προσέφεραν στους άλλους, όχι σε μένα, αλλά δεν έπαυε να υπάρχει και ήταν πολύ όμορφο και τώρα ως μεγάλος συνειδητοποιώ πόσο υπέροχο είναι αυτό το πράγμα. Και παρά τις δυσκολίες τις προσωπικές, της δικής μου προσωπικής ζωής, έζησα πράγματα τα οποία δεν θα μπορούσα να ξαναζήσω και τα οποία πάνε να εξαφανιστούν. Οι μοναχές, τα μοναστήρια, το να είσαι παπαδοπαίδι, το να ξέρεις τόσες προσευχές, να διαβάζεις τα βιβλία της εκκλησίας απέξω, το σχολείο με αυτή τη μορφή, οι γνωριμίες, οι άνθρωποι, οι σοφοί άνθρωποι της εποχής εκείνης εξαφανίζονται. Οπότε νιώθω τυχερός που παρά τις δυσκολίες εγώ μπόρεσα να τους γνωρίσω, να ζήσω μαζί τους, να μάθω από αυτούς και τελικά να βοηθηθώ εκ των υστέρων από τη ζωή τους και από τη δράση τους.
Θα μπορούσα τώρα, δεν ήθελα να σε διακόψω, γιατί μιλούσες πάρα πολύ ωραία και δεν ήθελα να χάσεις τον ειρμό σου, να σου κάνω κάποιες επιπλέον ερωτήσεις και εγώ; Θα σε πάω τώρα λίγο πίσω. Δεν ξέρω αν το θυμάσαι, γιατί ήσουνα τότε και μικρός, θυμάσαι εκείνη τη μέρα που έφτασες στην Ύδρα;
Θυμάμαι, θυμάμαι... θα σου πω τι θυμάμαι. Θυμάμαι να μπαίνω στο ιπτάμενο δελφίνι, να κάθομαι στο πίσω μέρος του πλοίου, αυτού του πλοίου, του συγκεκριμένου πλοίου, να βλέπω τη θάλασσα, τα απόνερα να εξαφανίζονται πίσω μου και το πλοίο να πηγαίνει μπροστά, φυσικά, και εγώ να λέω: «Μα γιατί τα απόνερα πάνε πίσω και το πλοίο πάει μπροστά; Κάτι είναι λάθος. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Πίσω είναι το σπίτι μου». Θυμάμαι, λοιπόν, να κατεβαίνω στην Ύδρα, να φτάνει το πλοίο στο λιμάνι, να κατεβαίνω στο λιμάνι, να βλέπω έναν τελείως άγνωστο κόσμο, τόπο μάλλον, πολύ καθαρό και γκρίζο, γιατί στην Ύδρα επικρατεί το γκρίζο, και να μην ξέρω τι μου είχε συμβεί, και το πλοίο αυτό μετά να φεύγει από την προβλήτα και να εξαφανίζεται. Κι εγώ να σκέφτομαι: «Αυτό το πλοίο φεύγει και δεν με παίρνει πια μαζί. Τώρα καλή τύχη». Αυτό θυμάμαι.
Ταξίδευες μόνος σου;
Με τους γονείς μου, με τους βιολογικούς μου γονείς.
Άρα δεν σας περίμενε κάποιος στο λιμάνι; Προχωρήσατε–
Προχωρήσαμε προς το σπίτι.
Αυτή τη διαδρομή τη θυμάσαι;
Όχι, είναι κάποια πράγματα που νομίζω έχουν σβηστεί επί τούτου από τη μνήμη μου. Σαν να έχουν διαγραφεί, γιατί δεν... Ήτανε, φαντάσου ότι όταν η βιολογική μου μητέρα με έδωσε στους ξένους ανθρώπους, για διάφορους χ λόγους, ένιωσα την πρώτη απόρριψη, από τη βιολογική μου μητέρα. Όταν οι γονείς μου ήρθαν να με πάρουν πίσω από την άλλη οικογένεια, με την οποία μεγάλωνα πέντε χρόνια, ένιωθα μια δεύτερη απόρριψη, από την οικογένεια που με μεγάλωνε μέχρι τότε. Διότι δεν καταλάβαινα ότι έπρεπε να με δώσουν. Νόμιζα ότι δεν με θέλουν πια και με δίνουν κάπου αλλού. Που απλά αυτό το κάπου αλλού ήταν οι βιολογικοί μου γονείς. Οπότε ήμουνα παιδί που μεγάλωσε μέχρι τα 5 του με δύο τεράστιες απορρίψεις, οπότε εκείνη την ώρα κλειδώνεις και δεν θες να σκέφτεσαι. Είσαι ένα πρόβατο που πηγαίνει προς τη σφαγή. Στην κυριολεξία, χωρίς ίχνος υπερβολής αυτό που σου λέω. Πήγαινες κατευθείαν στη σφαγή.
Σου είχαν μιλήσει για την Ύδρα ή δεν ήξερες τίποτα;
Νομίζω πως δεν ήξερα τίποτα, δεν έχω κανένα στοιχείο, καμία μνήμη, καμία μνήμη από αυτό.
Οπότε το νησί ήταν κάτι εντελώς καινούργιο.
Τελείως καινούργιο.
Τι ήταν το πρώτο πράγμα που σου έκανε εντύπωση όταν κατέβηκες στο λιμάνι; Το γκρι αυτό που είπες το χρώμα;
Το γκρι. Το γκρι πλακόστρωτο, που ήτανε, επειδή δεν είχα συνηθίσει να βλέπω πλακόστρωτο στον Πειραιά, αυτά τα κενά μεταξύ των πετρών ήταν περίεργο, κυρίως γιατί δεν μπορούσα να το περπατήσω, όπως καταλαβαίνεις. Εννοώ δεν ήτανε οικείο στο πόδι μου, στην πατούσα μου. Είχα συνηθίσει να είμαι με το αυτοκίνητο ή το μηχανάκι του νονού μου και στην άσφαλτο. Ξαφνικά βρέθηκα σε άπειρα σκαλοπάτια και πλακόστρωτο. Δεν είχα ξανανέβει στη ζωή μου σκαλοπάτια, τετρακόσια σκαλοπάτια!
Και μετά θα ήθελα να σε ρωτήσω εάν αυτό, μου είπες ότι πήγατε στο σπίτι που είναι, ας πούμε, στη χώρα, ήξερες καθόλου ότι υπήρχε και το άλλο σπίτι;
Το άλλο σπίτι το φτιάξαμε μετά, αφού είχα πάει, ξεκίνησε να οικοδομείται. Το ξεκινήσαμε από το μηδέν, όταν εγώ ήμουνα ήδη στο νησί.
Και τώρα κάτι άλλο, που ας πούμε μου κινεί την περιέργεια εμένα και ίσως θα ήταν ωραίο να ειπωθεί, πώς επικοινωνούσατε, όταν μένατε πάνω στο βουνό; Πώς επικοινωνούσατε, γιατί μένατε μέρες εκεί.
Μέναμε μέρες. Δεν υπήρχε τηλέφωνο, δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Είχαμε μια λάμπα –παρένθεση αυτό– είχαμε μια λάμπα που μου άρεσε πάρα πολύ, λεγόταν Lux. Είχε αμίαντο, και αυτό το αμίαντο, με το τρομπάρισμα του αέρα και με οινόπνευμα, έριχνες οινόπνευμα στον ιμάντα αυτόν, στο φιτίλι, ας το ονομάσουμε, σ' αυτό εκεί το πράγμα, που ήταν μια μπάλα, σαν ξεφούσκωτο μπαλόνι, που λεγόταν αμίαντο. Έβαζες ένα σπίρτο να πάρει φωτιά και με μια τρόμπα που υπήρχε ενσωματωμένη σ' αυτή τη λάμπα έδινες πίεση και με την πίεση αυτή δυνάμωνε αυτό το φως, και αυτό το μπαλόνι, το αφούσκωτο μπαλόνι φτιαγμένο από αμίαντο γινότανε μια πύρινη μάζα που φωταγωγούσε όλο το δωμάτιο. Αυτό σε σχέση με τον ηλεκτρισμό. Τηλέφωνο δεν υπήρχε φυσικά, ρεύμα, διότι δεν είχαμε εμείς, δεν είχε κανένας άλλος, ούτε το μοναστήρι, γιατί υπήρχε κι ένα μοναστήρι εκεί δίπλα στα εννιά σπίτια, του Αγίου Νικολάου, εξού και η ονομασία. Δεν ήταν το αγαπημένο μου μοναστήρι, οπότε και γι' αυτό δεν το αναφέρω και πολύ. Τηλέφωνο, λοιπόν, δεν υπήρχε. Υπήρχε όμως τηλέφωνο στο μοναστήρι. Μπορεί το μοναστήρι να μην είχε ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά είχε τηλέφωνο. Αν λοιπόν κάτι συνέβαινε, πηγαίναμε στο μοναστήρι και παίρναμε τηλέφωνο να ρωτήσουμε αν είναι καλά οι υπόλοιποι συγγενείς, οι γιαγιάδες και τα λοιπά.
Και πώς μαθαίνατε τις ειδήσεις γενικά; Τι συνέβαινε στον κόσμο;
Με ραδιόφωνο, με ραδιόφωνο! Ήταν μια αγαπημένη διαδικασία. Δεν υπήρχαν, μάλλον δεν ξέρω, υπήρχαν ελάχιστοι σταθμοί στα fm, οπότε ακούγαμε τα ερτζιανά, το ραδιόφωνο το θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν ένα Sanyo ραδιοφωνάκι με την κεραία. Το ραδιοφωνάκι του μπαμπά μου, το οποίο ήταν πάντα δίπλα στον μπάουλο, το μπαούλο ήταν δίπλα στο κρεβάτι του στην κρεβατοκάμαρα, και σε μόνιμη βάση το ραδιόφωνο ήτανε εκεί, μέχρι που ερχόταν το απόγευμα και μεταφερόταν πάνω στο τραπέζι. Στο τραπέζι την ώρα που παίζαμε, που έπαιζαν οι γονείς μου μπιρίμπα, και εκεί ακούγαμε μουσική, δεύτερο ή τρίτο πρόγραμμα. Το ραδιόφωνο ήταν η επαφή μας με τον έξω κόσμο, δηλαδή θεωρούσα προσωπικά ότι ήταν κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Ένιωθα ότι είναι εξωγήινος αυτό το πράγμα, γιατί μπορούσε να κάνει κάτι μαγικό. Μπορούσα μέσα από το ραδιόφωνο να ακούσω τραγούδια, να ακούσω έναν άνθρωπο να μιλάει, να μάθω για τα παιδιά στην Αφρική που πεθαίνουν. Οπότε περίμενα τη στιγμή που θα ακούσω το πρωί τον μπαμπά να ανοίξει το ραδιόφωνο. Και περίμενα φυσικά και το απόγευμα που θα το 'παιρνε ο μπαμπάς στο μπαούλο δίπλα στο κρεβάτι του, θα το έφερνε πάνω στο τραπέζι και θα το άνοιγε. Πάντα ένας σταθμός, εκτός αν η μαμά μου πήγαινε και πείραζε λιγάκι και πήγαινε σ' έναν άλλο σταθμό. Εγώ δεν το άνοιγα ποτέ, δεν το πείραζα ποτέ. Το ραδιόφωνο, λοιπόν, αυτό το Sanyo, στεναχωρήθηκα πάρα πολύ, όταν κάποια στιγμή ως μεγάλος –γιατί ο μπαμπάς μου το είχε πάρα πολλά χρόνια, δεν ξέρω, δεκαπέντε χρόνια το είχε;– όταν εγώ είχα φύγει απ' την Ύδρα και επέστρεψα, νομίζω, μπορεί και παραπάνω να το είχε ο μπαμπάς μου το ραδιόφωνο, και δεν υπήρχε πια, είχε χαλάσει. Παρ' ό[01:10:00]λα αυτά ο μπαμπάς έχει ακόμα ραδιοφωνάκι. Δεν είναι Sanyo, αλλά υπάρχει ακόμα ένα μαύρο, μικρό, περίπου 20 εκατοστά σε μήκος, κατάμαυρο, με την υπέροχη μεταλλική του κεραία. Ήταν από μόνο του ένα... ήταν το μοναδικό στοιχείο πολιτισμού που είχαμε στο σπίτι.
Και κάτω από αυτήν τη λάμπα, που μου είπες πριν, διάβαζες και τα μαθήματά σου;
Κάτω από αυτήν τη λάμπα διάβαζα τα μαθήματα του σχολείου. Και ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος όταν είχαμε επισκέπτες στο σπίτι στο βουνό, πάνω στο βουνό, γιατί υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που ερχόντουσαν για κυνήγι, έρχονταν να μαζέψουν χόρτα, γιατί ξέρεις, να κάνω μια παρένθεση, ενώ η θάλασσα μας έδινε τόσα πολλά πράγματα που σου περιέγραψα, το βουνό μας έδεινε τα εξής: χόρτα, σαλιγκάρια, μανιτάρια, κυνήγι, ο μπαμπάς μου κυνηγούσε πέρδικες και λαγούς, και καλογεράκια, που ήταν ένα ιδιαίτερο χορταρικό που λίγοι άνθρωποι το ξέρουν, το οποίο είναι μαγικό και έκανε το ζουμί κατακόκκινο, μόλις έσταζες μερικές σταγόνες λεμονιού πάνω του. Οπότε είχαμε πολλούς επισκέπτες τις απογευματινές ώρες, γιατί ερχόντουσαν για να μαζέψουνε επίσης χόρτα, μανιτάρια, καλογεράκια και τα λοιπά. Και χαιρόμουν τη στιγμή που ερχόταν το βράδυ, είχαμε επισκέπτες, ανάβαμε τη λάμπα τη Lux, οι γονείς μου έπαιζαν χαρτάκια, συνήθως έπαιζαν ξερή τα πρώτα χρόνια, αργότερα έπαιζαν μπιρίμπα, και εγώ μπορούσα να βγάλω κρυφά το τετράδιό μου, το οποίο προσποιόμουν ότι ήταν το τετράδιο του σχολείου, αλλά ήταν ένα τετράδιο ουδέτερο, στο οποίο εγώ έγραφα στιχάκια. Και μπορεί μέσα στο δωμάτιο, σε εκείνο το δωμάτιο, να γίνεται η απίστευτη, σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο, με το τζάκι δίπλα, να υπάρχει απόλυτη βαβούρα και τα γέλια και φασαρία, και εγώ να κάθομαι πάνω στον χτιστό καναπέ και να νιώθω ότι είμαι τελείως μόνος μου και να γράφω ποιηματάκια.
Σε τι ηλικία είχες ξεκινήσει να γράφεις;
Ξεκίνησα να γράφω περίπου πέμπτη, έκτη δημοτικού.
Και θα σε πάω τώρα πάλι λίγο πίσω, ήταν μια παρένθεση και αυτό. Ας πούμε, όταν υπήρχανε γιορτές, πέρα από το Πάσχα, που μου είπες ότι πηγαίνατε στο μοναστήρι της Ζούρβας, ας πούμε τα Χριστούγεννα, τις Απόκριες, που γινόταν γλέντι τεράστιο κάτω στο λιμάνι, είτε στα Μιαούλεια, που επίσης τότε γινότανε, όχι όπως τώρα, αλλά γινόταν μια έτσι πομπή, μια αναπαράσταση, εσείς κατεβαίνατε κάτω; Το είχες ζήσει αυτό ως παιδί, ως έφηβος;
Δεν το είχα ζήσει, δεν το είχα ζήσει γιατί οι γονείς μου γενικά ήταν άνθρωποι πάρα πολύ σεμνοί και μαζεμένοι και δεν τους άρεσαν οι γιορτές. Δεν γιορτάζαμε, όπως σου είπα, ούτε καν τα γενέθλιά μου στο σπίτι. Οπότε δεν είχαμε... Δεν έχω τέτοιες αναμνήσεις, από γιορτές ή από απόκριες. Δεν ντυνόμουνα φυσικά γιατί δεν ενδιέφερε τους γονείς μου να μου πάρουν στολή. Μια γιορτή που θυμάμαι ήταν η γιορτή του Αγίου Νικολάου. Ο μπαμπάς μου όταν είχε αυτό το σκάφος που σου είπα, κινδύνεψε να συγκρουστεί σε κάτι βράχια. Από θαύμα μόνο του γύρισε το τιμόνι προς την ανοιχτή θάλασσα και σώθηκε. Τα βράχια στα οποία θα έπεφτε το σκάφος του, πάνω σ' αυτά τα βράχια υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι, ο Άγιος Νικόλας. Πολύ μικρό εκκλησάκι, στην πίσω πλευρά του νησιού. Από εκείνη τη χρονιά και για τα επόμενα σίγουρα τριάντα χρόνια ο μπαμπάς μου κάθε χρόνο έκανε μια λειτουργία. Οπότε ναυλώναμε μία μεταφορική βάρκα, μεγάλη, γιατί η δική μας ήταν ψαρόβαρκα. Αποβραδίς φτιάχναμε τυροπιτάκια, κεφτεδάκια, ό,τι μπορείς να φανταστείς, σαλάτες και τα λοιπά, φορτώναμε τη μεταφορική αυτή βάρκα, όλους τους φίλους του μπαμπά, συγγενείς, γιαγιάδες, ξαδέλφια, και πηγαίναμε μονοήμερη εκδρομή εκεί, σε αυτά τα βράχια πάνω στα οποία ήταν το μικρό, πάρα πολύ μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Όταν εννοώ μικρό, εννοώ ότι πρέπει να χωρά μετά βίας επτά οκτώ άτομα, όρθια και κολλητά. Αυτό ήταν μια υπέροχη γιορτή και τη θυμάμαι με πάρα πολλή νοσταλγία και αγάπη, γιατί ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να είναι απασχολημένοι οι γονείς μου, η μητέρα μου βασικά και να μην ασχολείται με μένα. Μου άρεσε που ξυπνούσαμε πρωί. Που παίρναμε τα κοφίνια, που είχαν μέσα όλα αυτά τα καλούδια, νερό, κρασί, το πρόσφορο, κατεβαίναμε στο λιμάνι, η ώρα 06:30 το πρωί, όλοι μας, και ο ιερέας μαζί, ο ψάλτης, γινόμαστε μια παρέα, μπαίναμε μέσα στη βάρκα, πηγαίναμε εκεί, ανάβαμε τα καντήλια, τα καντηλάκια τα μικρά, χτυπάγαμε την καμπάνα, βάζαμε το καρπούζι, γιατί γινόταν πάντα καλοκαίρι, το καρπούζι μέσα στη θάλασσα, για να παραμένει δροσερό. Φυσικά κουβαλάγαμε πάγο, για να διατηρηθούν κρύες οι μπίρες που είχαμε κουβαλήσει, ή το κρασί, το λευκό κρασί. Κι αφού γινόταν η λειτουργία, μπαίναμε ξανά στο καραβάκι και πηγαίναμε σε μια αμμουδιά. Σε μια αμμουδιά που είχε πεύκα. Όλα αυτά απ' την πίσω μεριά του νησιού. Και εκεί ξεκινούσε η γιορτή. Τρώγαμε, πίναμε, γελάγαμε, τραγουδάγαμε και γυρνάγαμε όλοι μαζί κουρασμένοι και χορτασμένοι το απόγευμα. Ήταν μια μονοήμερη που κράτησε τουλάχιστον για τριάντα, ίσως και σαράντα χρόνια. Αυτή ήταν η μοναδική γιορτή που θυμάμαι πολύ έντονα και την έζησα στο πετσί μου, γιατί γινόταν κάθε χρόνο αδιάκοπα.
Εσύ εκείνη την ώρα τι έκανες, όταν οι μεγάλοι γλεντούσαν κι αυτά;
Επειδή είχαμε τα ξαδέρφια μου μαζί, ήμουν με τα ξαδέρφια μου. Βοηθούσα στην εκκλησία, όσο γινόταν η διαδικασία της εκκλησίας, δηλαδή άναβα το θυμιατό, κρατούσα το κεράκι του ιερέα, όταν έκλειναν την Ιερά Πύλη. Κάναμε μπάνιο με τα ξαδέλφια μου, ήταν η μοναδική φορά που μπορούσα να κάνω μπάνιο με τα ξαδέρφια μου, γιατί όταν επισκεπτόμασταν τη θάλασσα με τους γονείς μου, την επισκεπτόμασταν μόνο για να πάμε στην ψαρόβαρκα και να ψαρέψουμε. Ήταν το αγαπημένο χόμπι του μπαμπά μου. Ποτέ για να πάμε για μπάνιο. Ήταν πολύ αστείο να έχεις μια ψαρόβαρκα και να μην πήγαινες ποτέ, μα ποτέ για μπάνιο. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που μπαίναμε σε μια βάρκα, μια τουριστική βάρκα αυτή τη φορά βέβαια, μια μεταφορική, και μπορούσα ελεύθερος να κάνω μπάνιο, γιατί, όπως σου είπα, μετά τη Θεία Λειτουργία πηγαίναμε σε μια παραλία γεμάτη πεύκα και όλα τα μικρά ήμασταν ελεύθερα να κάνουμε ό,τι θέλουμε, οπότε φορούσα το μαγιό μου και έκανα μπάνιο σαν να έκανα μπάνιο για πρώτη φορά στη ζωή μου. Άρα, λοιπόν, καταλαβαίνεις ότι στη διάρκεια του καλοκαιριού έκανα ένα μπάνιο μόνο. Από μπάνιο και όχι επειδή πηγαίναμε για ψάρεμα και μπορεί να βούταγα και να ξανάβγαινα χωρίς να παίξω και χωρίς να κάτσω στην παραλία, αλλά παρ' όλ' αυτά το θυμάμαι με πάρα πολλή αγάπη, ίσως γιατί ήταν η μοναδική φορά που 'κανα μπάνιο σαν παιδί και έπαιζα με τα βότσαλα.
Μου είχες πει, όταν είχαμε μιλήσει την πρώτη φορά, ότι πηγαίνατε κιόλας και με την οικογένεια νομίζω της μαμάς σου και θερίζατε.
Ναι, πηγαίναμε και θερίζαμε! Μία από τις συνήθειες, η οικογένειά μου... Η μαμά μου, λοιπόν, έχει πέντε αδελφές, είναι πέντε αδελφές. Οι τέσσερις από αυτές είχανε συζύγους οι οποίοι είχαν σχέση με την αγροτική ζωή. Ένας θείος μου, ο αγαπημένος, από τους αγαπημένους μου, ο θείος μου ο Ηλίας, είχε κάποια χωράφια λίγο πιο έξω από την Ύδρα, τα οποία τα φύτευε σιτάρι. Και όταν ερχότανε η εποχή του θερίσματος, πηγαίναμε όλοι μαζί οικογενειακώς. Βάζαμε ψωμί, τυρί και ντομάτα σε ένα κομμάτι ύφασμα. Ήταν για το κολατσιό μας, παίρναμε τα δρεπάνια μας, πηγαίναμε στα χωράφια, τα οποία ήταν κατάξανθα και θυμάμαι εγώ ήμουνα μικρός και τα στάχυα μού πήγαιναν μέχρι τη μέση. Ήταν μια εικόνα άκρως ποιητική, άκρως κινηματογραφική θα έλεγα. Και θυμάμαι τις αδελφές της μητέρας μου και τη μητέρα μου να θερίζουν. Και εμείς – όταν θερίζεις, αφήνεις το δεμάτι σου, όπως ονομάζεται, κάτω σε ένα σημείο, και εμείς τα παιδιά το παίρναμε, τα παίρναμε, για να μη χάνουν χρόνο οι μεγάλοι, και τα συγκεντρώναμε σε ένα άλλο σημείο, εκεί που μαζευόταν όλη η σοδειά. Οπότε θέριζες, έδενες το ματσάκι σου και το άφηνες δίπλα σου και η δουλειά των μικρών ήταν να το πάρει από δίπλα από τον ενήλικα και να το πάει στον τόπο συλλογής. Και ήταν πραγματικά μαγική αυτή η διαδικασία. Θυμάμαι τον ήλιο, θυμάμαι τα τζιτζίκια, θυμάμαι να τρώμε, να απλώνουμε, ν' ανοίγουμε το πανί, να το απλώνουμε πάνω στα σπαρτά, να κόβουμε το ψωμί το ζυμωτό, το τυρί, την ντομάτα και να τρώμε και να θυμάμαι ότι αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή ευτυχισμένος για κάποιο λόγο. Ήμουν ευτυχισμένος γιατί ήμουν μέσα στη φύση. Ήμουν ευτυχισμένος γιατί κανείς δεν ασχολιόταν μαζί μου πάλι, πάλι ήταν απασχολημένοι οι γονείς μου, αλλά αισθανόμουνα όμορφα γιατί ένιωθα ότι: «Α! Έτσι είναι η οικογένεια; Έτσι είναι να έχεις μεγάλη οικογένεια; Μαζεύεστε όλοι γύρω από ένα κομμάτι ψωμί και το μοιράζεστε και γελάτε και λέτε τα νέα σας;». Ήταν μαγική αυτή η διαδικασία. Γι' αυτό και ακόμα όταν βλέπω θέρος, όταν βλέπω στάχυα από live, στην πραγματικότητα, σ' ένα χωράφι, στις διακοπές μου μέχρι στην τηλεόραση, νομίζω ότι μπαίνει το καλοκαίρι μέσα μου, γιατί μου φέρνει στο μυαλό όλη αυτήν την υπέροχη ανάμνηση. Μια άλλη αγαπημένη συνήθεια ήταν το καλοκαίρι που μαζευόμασταν πάλι οι τέσσερις αδελφές της μαμάς μου και πηγαίναμε στο Κλιμάκι, ένα μέρος στο πίσω μέρος της Ύδρας, από το οποίο έχει καταγωγή ο παππούς μου, είχε μεγαλώσει εκεί σε ένα σπιτάκι στο βουνό, στη μέση του πουθενά, και σαν ανάμνηση προς τιμή του παππού μου που είχε μεγαλώσει εκεί, είχαν αποφασίσει οι κόρες του να πηγαίνουμε μια φορά τ[01:20:00]ο καλοκαίρι και να καθόμαστε εκεί πέντε ημέρες. Οπότε όλοι οι γαμπροί ήταν υποχρεωμένοι να κανονίζουν τις δουλειές τους, ούτως ώστε να μπορούν και να είναι ελεύθεροι για πέντε ημέρες, να φορτώνουμε τα ζώα, γιατί αυτοί οι τέσσερις θείοι μου που ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες είχαν και ζώα, τα φορτώναμε, όταν λέω ζώα, εννοώ γαϊδάρους και μουλάρια ή φοράδες και άλογα, τα φορτώναμε λοιπόν με τα καλούδια μας και πηγαίναμε και μέναμε στις αυλές δυο σπιτιών, που δεν μας άνηκαν, πάνω στη θάλασσα. Ήταν κλειδωμένα τα σπίτια, δεν μπορούσαμε να μπούμε μέσα και κάναμε κάτι σαν κάμπινγκ, ας το ονομάσουμε. Δηλαδή το κάθε σπίτι, ήταν δυο σπίτια αυτά, τα οποία μάλιστα λεγόντουσαν «δίδυμα σπίτια», γιατί ανήκαν σε έναν άνθρωπο που είχε χτίσει δύο μικρές βίλες ακριβώς το ίδιο. Η μία βίλα είχε γκρεμιστεί τελείως, είχε μόνο ερείπια, η άλλη ήτανε λίγο πριν γκρεμιστεί. Κλειδωμένη. Όμως, το κάθε αυτό σπιτάκι, η κάθε βίλα, ας την ονομάσουμε, ήταν έτσι πολύ όμορφη αρχιτεκτονικά, είχε μια πολύ μεγάλη αυλή, flat με πλάκες. Εκεί κατασκηνώναμε, κοιμόμασταν στρωματσάδα όλοι κάτω, κουβαλάγαμε τις κουβέρτες μας, τα σεντόνια μας, τα παπλώματά μας, ήταν καλοκαίρι βέβαια, αλλά το βράδυ είχε υγρασία και λίγη παγωνιά, και κοιμόμασταν κοιτώντας τα αστέρια. Επίσης μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου αυτή, γιατί πάλι ήμουν με τα ξαδέλφια μου, τα παιδιά των αδελφών της μαμάς μου, όποτε μαζευόμασταν αρκετά παιδιά. Και θυμάμαι ότι διάβαζα Μίκυ Μάους. Δεν τα αγόραζα εγώ, δεν μου αγόραζε η μαμά μου. Είχαν, όμως, τα ξαδέλφια μου, όποτε έπαιρνα από τα ξαδέρφια μου τα Μίκυ Μάους, έπαιρνα ένα τεύχος και καθόμουνα μόνος μου σε ένα πεύκο. Τη θυμάμαι σαν τώρα αυτή τη στιγμή, να είμαι μόνος μου στη σκιά ενός πεύκου, να βλέπω έτσι πιο χαμηλά, πιο κάτω όλη την οικογένεια να κάθεται, να κάνει τα δικά της εκεί στην αυλή του σπιτιού και στον περίγυρο και εγώ να είμαι μόνος μου, ήρεμος, κάτω από τη σκιά ενός πεύκου να διαβάζω Μίκυ Μάους. Και το βράδυ πάλι να ξαπλώνουμε όλοι μαζί, να μαγειρεύουμε, ανάβαμε φωτιά για να μαγειρέψουμε! Ανάβαμε φωτιά. Είχαμε κουβαλήσει τα μαυρισμένα μας καζάνια, τα οποία ήταν απέξω κατάμαυρα, πίσσα, και μέσα ολοκάθαρα, και πάντα μου έκανε εντύπωση και έλεγα: «Μα πώς το φαγητό μας βγαίνει καθαρό;». Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι η μαυρίλα από τα ξύλα ήταν μόνο απέξω. Μαγειρεύαμε λοιπόν, ανάβαμε φωτιά, μαζεύαμε, συλλέγαμε ξύλα εμείς οι μικροί, οι γυναίκες βάζανε, η μαμά μου και οι θείες μου, τη φωτιά, μαγειρεύαμε τα ψάρια. Μπορεί να είχαμε μαζέψει, να είχαμε ψαρέψει, να είχε ψαρέψει ο μπαμπάς μου συγκεκριμένα, που έκανε ψαροντούφεκο, ή τα πράγματα που είχαμε κουβαλήσει από τη χώρα με τα μουλάρια, γιατί, όπως σου είπα κουβαλάγαμε πολλά πράγματα και τρόφιμα και πάγο φυσικά. Μαγειρεύαμε, τρώγαμε όλοι μαζί στα πλαστικά, όχι πλαστικά μιας χρήσης, απλά πλαστικά πιάτα που είχαμε κουβαλήσει. Και δεν είχαμε να κάνουμε τίποτα, καμία δουλειά. Το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν, επειδή οι θείοι μου είχαν πάρα πολλά ζώα και ήταν όλα δεμένα στους κορμούς των δέντρων, με αρκετό σχοινί ελεύθερο, για να μπορούν να τρώνε και να πηγαίνουν σε σκιά, να τους αλλάζουμε θέση κάθε λίγο και λιγάκι, να είναι και σε άλλο σημείο, γιατί ο ήλιος άλλαζε. Η μοναδική, λοιπόν, δουλειά που είχαμε να κάνουμε όλοι μας, κυρίως εμείς τα παιδιά, ήταν να προσέχουμε τα ζωάκια, να τους αλλάζουμε σημείο, να μην τα πιάνει ο ήλιος και να 'ναι και σε άλλο σημείο, ώστε να έχουνε και άλλη τροφή. Αλλά ναι, αυτό το να κοιμάσαι στη μέση του πουθενά δίπλα στη θάλασσα, κάτω από τα αστέρια, στρωματσάδα, όλοι σαν οικογένεια, ήταν κάτι μοναδικό. Και ομολογώ ότι δεν το 'χω ζήσει, δεν έχω ξανακάνει κάμπινγκ στη ζωή μου. Αυτό το έθιμο, ας το ονομάσουμε, κράτησε περίπου, όχι πολύ, γιατί ο παππούς μου είχε γεράσει και δεν μπορούσε πια, πέντε με έξι χρόνια, αλλά ήταν κάτι μαγικό.
Πολύ ωραία αυτή η σκηνή! Μου άρεσε κι εμένα πολύ!
Ήταν πολύ όμορφα!
Τώρα θα σε πάω λίγο πιο πέρα και θα ήθελα να μου πεις, αν το θυμάσαι βέβαια αυτό, ποιο ήτανε το πρώτο βιβλίο που σου έδωσε η Καλλίνικη και ποια ήταν η πρώτη προσευχή που σου έμαθε;
Η Καλλινίκη αρχικά τα πρώτα βιβλία που μου έδωσε ήταν Βίοι Αγίων. Δεν θυμάμαι ποιος βίος, ποιον βίο αγίου μου είχε δώσει πρώτο, γιατί μου έδινε πολλούς, όταν σου λέω πολλούς, μπορεί να τους έχω διαβάσει και όλους όσους υπάρχουν. Η πρώτη προσευχή που μου έμαθε λεγόταν «Το εν παντί καιρώ», που έλεγε: «Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα εν ουρανώ και επί γης, προσκυνούμενος και δοξαζόμενος Χριστός ο Θεός, ο μακρόθυμος, ο πολυέλαιος, ο πολυέσπλαχνος, ο τους δικαίους αγαπών και τους αμαρτωλούς ελεών, ο πάνταν καλών προς σωτηρία»... μπλα μπλα, μπλα μπλα. Χάνομαι λίγο, έχω πολλά χρόνια. Ήταν η μοναδική πορσευχή, επειδή διάβαζα και έψελνα μαζί της, με είχε πάντα στο δεξί ψαλτήρι, είχα μάθει από πολύ μικρή ηλικία, από τα 8 μου σχεδόν, να διαβάζω τα εκκλησιαστικά βιβλία με απίστευτη άνεση. Και να κατανοώ από κάποιο σημείο κι ύστερα. Το «Εν παντί καιρώ» ήταν η μοναδική προσευχή που ταίριαζε σε μένα, γιατί έλεγε ότι σε ό,τι καιρό κι αν κάνει, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, εσύ είσαι εδώ για μένα, για όσους έχουν ανάγκη, για τους κατατρεγμένους, είσαι εδώ, με ακούς, με φυλάς. Και επειδή εγώ το είχα απίστευτη ανάγκη αυτό, ένας άνθρωπος να είναι εκεί για μένα, αυτή η προσευχή ήρθε και έδεσε. Και στον Απόδειπνο, που πρωταγωνιστούσε αυτή η προσευχή, συνέβαινε το εξής: οι μοναχές, όπως σου είπα, το Απόδειπνο γινότανε έξω, και οι μοναχές, επειδή ήταν, είχε πάρα πολύ μικρή διάρκεια αυτή η λειτουργία, αυτή η προσευχή, ας το ονομάσουμε, δεν χρειαζόντουσαν βιβλία οι μοναχές να διαβάσουν, όπως στον Εσπερινό, ας πούμε. Ήτανε σύντομο και το ξέρανε όλο απέξω. Όταν ερχότανε η ώρα του «Εν παντί καιρώ», υπήρχαν μοναχές που έλεγαν το «Εν παντί καιρώ». Δεν είχαν συγκεκριμένο μοτίβο, καθεμία έλεγε και κάτι, όπως τους ερχόντουσαν, αλλά σε πλήρη αρμονία. Όταν ένιωθα ότι ήταν η στιγμή της Καλλινίκης να το πει, η Καλλινίκη δεν το έλεγε. Υπήρχε ένα κενό και εκεί καταλάβαινα ότι έπρεπε να το πω εγώ. Κρατιόταν και δεν το έλεγε για να το πω εγώ. Και πριν το πεις το «Εν παντί καιρώ», σε όλες του τις εκφάνσεις, σε όποια λειτουργία κι αν λεγόταν, πρωί, απογευματινή, βραδινή, έπρεπε πριν να πεις σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον», οπότε η μία μοναχή έλεγε δέκα φορές, η άλλη δέκα, η άλλη δέκα, η άλλη δέκα και ξεκινούσε η προσευχή, το «Εν παντί καιρώ». Οπότε εγώ περίμενα, δέκα φορές η αδερφή Φεβρωνία, δέκα φορές η αδερφή Συγκλιτική, δέκα φορές η αδερφή Φεβρωνία, δέκα φορές η αδερφή Αρχοντία και τώρα να δω, θα το πούνε; Και το λέγαν, το έλεγε μια άλλη και έλεγα: «Αχ, το έχασα!». Και κάποιες φορές υπήρχε ένα κενό και έλεγα: «Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα εν ουρανώ και επί γης». Ξεκινούσα εγώ μες το σκοτάδι και αισθανόμουν ότι κάνω κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Ένιωθα ότι γινόμουνα ένα με τον νυχτερινό ουρανό.
Κάποια άλλη ανάμνηση, έτσι που έχεις πολύ χαρακτηριστική απ’ το μοναστήρι;
Θυμάμαι ένα βράδυ την ώρα που έπλεναν τα πιάτα οι μοναχές με τη βοήθεια της μαμάς μου, οι μοναδικοί επισκέπτες του μοναστηριού, συγγνώμη, ήμουνα εγώ, η μαμά μου και ο μπαμπάς μου. Άρα, λοιπόν, η μαμά μου ήταν στο πλύσιμο των πιάτων και ο μπαμπάς μου με εμένα καθόμασταν με την Ηγουμένη. Η Ηγουμένη καθόταν πάντα να κάνει παρέα στον καλεσμένο. Κάποιες βραδιές η Ηγουμένη πήγαινε στο δωμάτιό της, που ήτανε δίπλα στο Αρχονταρίκι, το Αρχονταρίκι είναι το σημείο που φιλοξενούν τους επισκέπτες και τους δίνουν, τους προσφέρουν καφέ, και έπαιρνε ένα βιβλίο με βίους αγίων. Χοντρό βιβλίο, όχι οι βίοι αγίων που μου έδινε η αδερφή Καλλινίκη, που ήταν λεπτά, πολύ λεπτά βιβλιαράκια με περίπου δεκαπέντε είκοσι σελίδες, πολύ μικρά. Σαν κι αυτό εκεί που βλέπεις το βιβλιαράκι. Αυτό της Ηγουμένης ήταν βαρύ, δερματόδετο, και είχε βίους αγίων πιο δύσκολους, αν θέλεις. Και με μεγαλύτερη λεπτομέρεια γραμμένους. Κάποια στιγμή λοιπόν μας διάβασε, μέχρι να τελειώσουν το πλύσιμο και να πάμε στη Λειτουργία του Απόδειπνου, τον βίο του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη. Εκείνο το βράδυ έβαλα τα κλάματα. Μπροστά στη Θέκλα και τον μπαμπά μου, και το γράφω και στο βιβλίο μου αυτό το περιστατικό. Ήταν τόσο συγκινητικός αυτός ο βίος! Ήταν για έναν άγιο ο οποίος, ήταν για τον Ιωάννη, ο οποίος ήταν παιδί ενός πολύ πλούσιου στρατιωτικού. Ο οποίος για κάποιο λόγο του άρεσε η απλή, μοναχική, ασκητική ζωή. Γνωρίζει έναν μοναχό, που περνούσε από την πόλη του, προκειμένου να πάει σε έναν άλλον τόπο, να προσκυνήσει σε ένα μοναστήρι, και του ζητά να τον πάρει μαζί του, και του λέει: «Δεν μπορώ να σε πάρω. Είσαι ακόμα 17 χρόνων, ας πούμε», λέει: «Σε παρακαλώ», του λέει: «Άσε με να γυρίσω και αν το θες ακόμα, μπορεί να το σκεφτώ και να σε πάρω». Πάει αυτός ο μοναχός στον άλλο τόπο, κάνει το προσκύνημα, γυρίζει για να πάει πίσω στο δικό του μοναστήρι και πέρασε ξανά από την πόλη του Ιωάννη. Τον παρακάλεσε τόσο σθεναρά ο Ιωάννης που του λέει: «Ok, μπορείς να έρθεις. Μάζεψε τα πράγματά σου και σε μισή ώρα σε περιμένω στο λιμάνι». Ο Ιωάννης πάει στα πράγματά του, τίποτα, δυο αλλαξιές και το μοναδικό πράγμα που πήρε μαζί του ήταν ένα Ευαγγέλιο, γιατί στα γενέθλιά του είχε ζητήσει από τους γονείς του ένα Ευαγγέλιο, και φυσικά οι γονείς του, ως πολύ εύποροι, του έδωσαν το πιο ακριβό, με ζαφείρια πάνω και χρυσό. Το πήρε και αυτό μαζί, γιατί ήταν το Ευαγγέλιο, κάτι ιερό. Δεν το πήρε γιατί είχε αξία. Και πάει στο μοναστήρι μαζί με τον μ[01:30:00]οναχό, πήγε δηλαδή στο μοναστήρι του μονάχου. Εκεί ξεκίνησε προσευχή, νηστεία. Έβλεπε ο Ηγούμενος πόσο πολύ το ήθελε και πόσο καλός ήταν και αμέσως τον χειροτόνησε. Όμως, ο σατανάς ερχότανε και του έβαζε σκέψεις, του 'φερνε συνέχεια τους γονείς του στο μυαλό του, για να τον δελεάσει και να φύγει. Βλέποντάς τον ο Ηγούμενος να βασανίζεται, του είπε: «Πήγαινε να δεις τους γονείς σου και επιστρέφεις». Πήρε ξανά ο Ιωάννης τα πράγματά του, πήρε το Ευαγγέλιο και γύρισε στην πόλη του. Πάει έξω από την έπαυλη των γονιών του. Ντυμένος ασκητικά, αδυνατισμένος, παραμορφωμένος από τη νηστεία και την ταλαιπωρία της ασκητικής ζωής, γιατί ήταν πολύ εγκρατής. Και οι φύλακες δεν τον γνώρισαν. Του είπαν: «Φύγε από δω, ζητιάνε, φύγε από δω!», τους λέει: «Σας παρακαλώ, αφήστε με. Φωνάξτε την κυρία να με δει», λέει: «Η κυρία δεν μπορεί να σε δει! Πώς να σε δει έτσι όπως είσαι χάλια;», τους λέει: «Σας παρακαλώ!». Πάνε, φωνάζουν τον μπαμπά του, βλέπει ο μπαμπάς του έναν αλήτη, δεν τον γνώρισε και λέει: «Αυτός εδώ ο ζητιάνος θέλει να τον αφήσουμε να μείνει, να του χτίσουμε ένα καλύβι μέσα στον κήπο να μείνει. Φτιάχτε το!» λέει ο πατέρας του. Έμενε, λοιπόν, ο Ιωάννης σ' ένα καλυβάκι στην άκρη του κήπου του σπιτιού. Περνούσε από μπροστά του η μητέρα του κάθε φορά και ο πατέρας του και δεν τον αναγνώριζε. Μάλιστα η μητέρα του όταν περνούσε απέξω, έλεγε στους φρουρούς: «Πείτε του θα περάσω σε λίγο. Μην τυχόν κι είναι έξω και τον δω, γιατί τρομάζω από την άσχημη όψη του». Όλα αυτά ο Ιωάννης δεν τους κρατούσε κακία. Του αρκούσε να βλέπει τους γονείς του ότι είναι καλά και να ξορκίζει τους δαίμονες. Βλέπει όνειρο, όμως, ο Ιωάννης ότι σε τρεις μέρες θα πεθάνει, ο Θεός τον ήθελε κοντά του. Και λέει στους φρουρούς: «Θέλω μια χάρη. Θέλω να δω την κυρία σας». Του λέει: «Αποκλείεται, ξέρεις ότι η κυρία απεχθάνεται να σε βλέπει, δεν μπορεί καν να σε αντικρίσει στα μάτια έτσι όπως είσαι», «Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ!», από τα πολλά παρακάλια πάει ο φρουρός και λέει: «Θέλει να σας δει». Λέει η μητέρα: «Δεν θέλω να τον δω, ανατριχιάζω, τρομάζω! Δεν θέλω να τον δω αυτόν τον ζητιάνο». Αναγκάζεται να τους πει ο Ιωάννης ότι σε τρεις μέρες θα πεθάνει και θέλει, πριν πεθάνει, να ευχαριστήσει την κυρία, που τον άφηνε τόσα χρόνια να μένει μαζί της. Πάει ο φρουρός, το λέει στην κυρία και λέει η κυρία: «Ok, να τον φέρετε μέσα, αλλά να του πείτε να κουκουλωθεί. Δεν μπορώ να βλέπω την όψη του καθόλου». Κουκουλώνεται, λοιπόν, ο Ιωάννης, μόνο τα μάτια του άφησε έξω, παίρνει τυλιγμένο στο ύφασμα αυτό που το είχε το Ευαγγέλιο και πάει στη μητέρα του. Της λέει: «Θα 'θελα να σας ευχαριστήσω που τόσα χρόνια -νομίζω τρία χρόνια περίπου έμεινε στον κήπο εκεί;- τόσο καιρό, εν πάση περιπτώσει, με φιλοξενείτε, μου δίνετε ένα κομμάτι ψωμί και με αφήνετε να ζω στη γη σας. Επειδή όμως εγώ φεύγω, θέλω να ζητήσω δυο χαρές. Πρώτον, όταν πεθάνω, να με θάψετε στην καλύβα». Λέει ο φρουρός και η μητέρα: «Μα συγγνώμη -από μέσα τους- πού νόμιζε ότι θα τον θάβαμε; Σε παλάτι τον ζητιάνο;». «Εντάξει -του λένε- και το επόμενο;», λέει: «Θέλω να δεχτείτε αυτό το δώρο για να σας ευχαριστήσω». Το παίρνει ο φρουρός και το αφήνει κάτω, τυλιγμένο το Ευαγγέλιο. «Άντε, φύγε τώρα, πήγαινε στο καλύβι σου». Φεύγει από το δωμάτιο, πάει η μάνα του με τα ακροδάχτυλα, γιατί το σιχαινότανε, ν' ανοίξει να δει τι πράγμα είναι αυτό τώρα. Το ανοίγει και βλέπει το Ευαγγέλιο. Φωνάζει στον σύζυγό της: «Τρέχα! Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη! Αυτός εδώ πέρα ο άνθρωπος βρήκε το Ευαγγέλιο, μάλλον τον ξέρει! Μάλλον τον ξέρει, είτε το 'κλεψε ή τον ξέρει, κοίταξε! Πάμε να ρωτήσουμε για το παιδί μας», και φεύγει όπως είναι. Πατάει στα χώματα του κήπου, γιατί πάντα πέρναγε στην πλάτη, σε ξύλινο κουβούκλιο, στην πλάτη των φρουρών, και μπαίνει μέσα στην καλύβα, και λέει ο Ιωάννης: «Είχε ο γιος σας ένα σημάδι στο πόδι; Μια ελιά κάτω από το γόνατο;», λέει η μητέρα: «Ναι!», σηκώνει το ρούχο και δείχνει το σημάδι. Ορμάει η μητέρα, τον αγκαλιάζει κι εκεί ξεψύχησε. Και θυμάμαι αυτήν την ιστορία και θυμάμαι την ιστορία αυτή και τότε είχα βάλει τα κλάματα, γιατί αισθάνθηκα τη δικαίωση αυτή, το να είσαι εκεί και να περνάς απαρατήρητος και να μη σε θέλουνε και, και, και, και... Και το γεγονός ότι δεν μίσησε τη μητέρα του που τον απαξιούσε να τον δει, τον θεωρούσε ζητιάνο, μου έδωσε μεγάλη δύναμη για να μπορώ και εγώ να συγχωρώ και να μην κρατήσω κακία σε κανέναν από τους ανθρώπους που μου συμπεριφέρθηκαν άσχημα σαν παιδί. Αυτήν την ιστορία θυμάμαι στο μοναστήρι. Ήταν βράδυ, πριν τον Απόδειπνο, κάτω από τα αστέρια, με τη λάμπα πετρελαίου η μοναχή να το διαβάζει. Ένα δώρο Θεού.
Τώρα τι να πω άλλο, μετά από αυτό; Κάτι που θα ήθελα να ρωτήσω, πάλι σχετικό με το μοναστήρι και την Καλλινίκη, πότε ήτανε η τελευταία φορά που την είδες;
Η τελευταία φορά που την είδα ήμουν 14 ετών και εκείνη περίπου 45-50. Πέθανε από καρκίνο, ήτανε Πάσχα. Έτσι ξεκινά και το βιβλίο μου. Περιγράφει τη στιγμή που είμαι μέσα στην εκκλησία. Είναι Μεγάλη Τετάρτη, Μεγάλη Πέμπτη, και βλέπω ξαφνικά μια αναμπουμπούλα μέσα στην εκκλησία. Βλέπω τις μοναχές να φεύγει η μία μετά την άλλη. Κάποια στιγμή έρχετε η Ηγουμένη και μου λέει: «Χρήστο, έλα να χαιρετήσεις την Καλλινίκη». Και λέω εγώ, σηκώνομαι να την ακολουθήσω, δεν λες ποτέ όχι στην Ηγουμένη, και λέω: «Να την αποχαιρετήσω; Φεύγει; Δεν μου το είπε! Πού φεύγει χωρίς εμένα; Πού πάει χωρίς εμένα;». Και πήγαμε στα κελιά, στα κάτω κελιά. Έμενε στα κάτω κοιλιά. Για πρώτη φορά μπήκα σε κελί μοναχής, γιατί απαγορευόταν να μπαίνουν κοσμικοί σε κελί μοναχών. Και η Καλλινίκη κοιμότανε, ήταν στο κρεβάτι. Με τη λάμπα πετρελαίου. Θυμάμαι τον καλόγερο και την καρέκλα να δημιουργούν σκιές στον τοίχο. Ήταν μέσα η μητέρα μου και η Ηγουμένη. Με έβαλαν να κάτσω στην καρέκλα δίπλα της και της έπιασα το χέρι για να της το φιλήσω και να πάρω την ευχή της. Η Καλλινίκη σε κώμα. Και θυμάμαι να τους λέω: «Μου έσφιξε το χέρι!» και μου έλεγε η Ηγουμένη: «Μα δεν γίνεται να σου σφίξει, Χρήστο μου, είναι σε κώμα», «Μα το έσφιξε, σας λέω! Το θυμάμαι, το ένιωσα ότι μου το έσφιξε!» και το θυμάμαι να μου σφίγγει το χέρι. Φίλησα το χέρι της και μου λέει: «Πάμε τώρα, πάμε στην εκκλησία». Τελείωσε η λειτουργία του Εσπερινού του Πάσχα, της Μεγάλης Πέμπτης. Πήγαμε για φαγητό. Πλύναμε τα πιάτα, πήγαμε στον ξενώνα. Δεν κάτσαμε μετά το φαγητό με την Ηγουμένη και με τον μπαμπά μου, να μας κάνει παρέα, γιατί η Ηγουμένη έπρεπε να πάει δίπλα στην Καλλινίκη. Είχε αλλάξει όλο το σκηνικό. Εγώ θυμάμαι να κάθομαι έξω από τον ξενώνα, στο πεζουλάκι, περιμένοντας τη μαμά μου να γυρίσει από το πλύσιμο των πιάτων και όταν γύρισε από το πλύσιμο των πιάτων, μου είπε: «Η Καλλινίκη πέθανε». Την επόμενη μέρα πήγαμε στην εκκλησία για την κηδεία. Και ήταν εκεί η αδελφή Παρθενία, η αδελφή Παρθενία ήταν σε καροτσάκι, σχεδόν ανάπηρη, είχε πάθει μαλάκυνση, ας το πούμε, ήταν σαν μωρό, είδα όλη τη λειτουργία της κηδείας, αλλά η Ηγουμένη είπε, επειδή ήξερε την αδυναμία που της έχω, να μη μου επιτρέψουν να πάω στο κοιμητήριο, για να μην τη δω να μπαίνει μέσα στο χώμα, οπότε άφησαν τα δύο παιδιά, εμένα και την αδελφή Παρθενία, που ήταν περίπου 85 χρόνων, στην εκκλησία μόνους μας. Εγώ να φυλάω την Παρθενία. Εγώ 14 ετών. Η Παρθενία να κοιτάει έτσι, να σηκώνει το κεφάλι και να μου λέει: «Πού πήγαν όλοι;». Της έλεγα: «Η αδελφή Καλλινίκη πέθανε», «Α, πέθανε!». Μετά από δύο λεπτά: «Πού πήγαν όλοι;», λέω: «Στο κοιμητήριο, αδελφή Παρθενία. Η αδελφή Καλλινίκη πέθανε», «Α! Πέθανε...». Μετά από λίγο: «Πού πήγαν όλοι;», «Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΑΛΛΙΝΙΚΗ ΠΕΘΑΝΕ» της λέω, «Πέθανε!», και λέω από μέσα μου: «Χριστέ μου, λάθος άνθρωπο πήρες». Το 'χω γράψει ακριβώς όπως το ένιωσα στο βιβλίο. Η ιστορία, το βιβλίο που λέγεται «Καλή νίκη», ξεκινάει με την ημέρα που πέθανε. Ξεκινάει με την ημέρα αυτή στην εκκλησία, που μαθεύτηκε, την επόμενη μέρα στην εκκλησία που θάφτηκε, τελειώνει το πρώτο κεφάλαιο μετά και ξεκινάει από την αρχή της γνωριμίας μας, το πώς πήγα στο μοναστήρι, μπλα μπλα, μέχρι πάλι φτάνει στην τελευταία μέρα της κηδείας της. Ξεκινάει και τελειώνει με την κηδεία της.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που πήγες και στο μοναστήρι;
Όχι, ξαναπήγαμε στο μοναστήρι, αλλά καμία σημασία για μένα, δηλαδή είτε πήγαινα είτε δεν πήγαινα, ήταν άδειο. Και τώρα που πηγαίνω, που υπάρχουν μοναχές, οι τέσσερις από τις δώδεκα, υπάρχει η Θέκλα, που την αγαπώ πολύ και με αγαπάει πάρα πολύ σαν παιδί της και πάντα έχει μια αγκαλιά για μένα. Την τελευταία φορά που πήγα μου είπε: «Α, βρε Χρήστο. Θυμάμαι τη μητέρα σου, που αγαπούσε περισσότερο τον σκύλο σου από σένα», και αισθάνθηκα μια δικαιώση που καταλάβαινε, αλλά που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Αλλά μετά την Καλλινίκη δεν ήταν τίποτα το ίδιο. Αν υπήρχε η Καλλινίκη, θα μπορούσε ίσως να 'χα σωθεί λίγο πιο νωρίς και να 'χα σταθεί στα πόδια μου λίγο πιο νωρίς, αλλά και πάλι, με τη μνήμη της και με τις συμβουλές που κουβαλάω πάντα μαζί μου, κατάφερα να πραγματοποιήσω, εντός εισαγωγικών, όλα αυτά που ονειρευόμουν και όλα αυτά που είχα μοιραστεί μαζί της.[01:40:00]
Άρα και όταν γράφετε τώρα, γράφεις τώρα, συγγνώμη, έχεις μέσα σου όλο αυτό το απόθεμα των αναμνήσεων;
Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, και επειδή αρχίζουν να γίνονται πολλά μετά τον θάνατό της, γι' αυτό και έγραψα αυτό το βιβλίο στη μνήμη της, με όλα αυτά που έμαθα δίπλα της, ούτως ώστε να την έχω συνέχεια μπροστά μου, να βλέπω το εξώφυλλο και να θυμάμαι πόσο σημαντικό πράγμα είναι να προσπαθείς, να κάνεις υπομονή και να είσαι καλός άνθρωπος.
Άρα αυτό θα ήταν και ας πούμε ένα –πώς να το πω τώρα;– μια λεζάντα, ένα μότο της ζωής σου;
Ναι, σίγουρα. Νομίζω ότι τα τελευταία λόγια που έχω καταγράψει στο βιβλίο από αυτήν ήταν –δεν τα θυμάμαι ακριβώς– «Να ονειρεύεσαι. Να συγχωρείς. Να προσπαθείς. Και καλή νίκη». Γι' αυτό και το βιβλίο λέγεται «Καλή νίκη», για να έχει καλή νίκη ο καθένας στον δικό του αγώνα.
Εδώ θα ήθελα να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ. Δεν ξέρω αν θέλεις να προσθέσεις κάτι άλλο, κάποια σκέψη που έτσι σου ήρθε τώρα.
Θα έλεγα μόνο ότι –αυτό που λέω πάντα και στα παιδιά στα σχολεία που πηγαίνω– ότι από όπου και αν είσαι, απ' όπου κι αν προέρχεσαι, από το πιο μικρό νησί, από το πιο μικρό χωριό, να μη σε εμποδίζει αυτό το μικρό να κάνεις μεγάλα όνειρα. Να μη γίνεις κομμάτι του μικρού. Να ονειρεύεσαι κάτι μεγάλο και ας μη γίνει ποτέ. Να μην αφήσεις το μικρό να μπει μέσα στην καρδιά σου και να γίνεις μικρός άνθρωπος. Να προσπαθείς να είσαι μεγάλος άνθρωπος, ακόμα κι αν ξεκίνησες από κάτι πάρα, μα πάρα πολύ μικρό και δύσκολο. Νομίζω και η Καλλινίκη ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος και δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω μεγάλος σαν κι αυτή, αλλά με έμαθε να καταλάβω τι σημαίνει να είσαι μεγάλος άνθρωπος, μεγάλος στην ψυχή και στις αρετές. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι ωραίο να ξέρεις ότι υπάρχει και είναι ωραίο να θες να το κυνηγήσεις. Αυτά.
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Κι εγώ!
Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο και νομίζω ότι μέσα από όλα αυτά, εντέλει αυτό που έχουμε μέσα μας όταν γεννιόμαστε, νομίζω ότι υπάρχει κάτι τέτοιο, ότι σε σένα λειτούργησε και γιατί το πάλεψες και εσύ μέσα από όλα αυτά. Και φυσικά η Ύδρα κιόλας εκείνη την περίοδο, να πούμε κιόλας, ότι ήταν εντελώς διαφορετική ως προς τον τρόπο που ζούσατε εσείς, γιατί είχαν γίνει οι ταινίες, όπως είπες και η ταινία με τον μπαμπά σου.
Εννοείται, εννοείται. Με τον μπαμπά μου.
Με τον μπαμπά σου που είχε πρωταγωνιστήσει. Δεν θυμάμαι τώρα πότε είχε γίνει αυτή...
Δεκαετία του '60.
Πιο παλιά ήτανε, οπότε εκείνη την περίοδο και μετά υπήρχε, ας πούμε, μια άνοδος στο νησί, αλλά υπήρχαν κι άλλες ζωές πίσω, πιο απλές, ας το πούμε, ως προς τον τρόπο της επιβίωσης.
Εννοείται! Όλα τα φωτεινά πράγματα, όπως τότε, έτσι και τώρα, γίνονται μόνο στο προσκήνιο. Πάνω σε σκηνή. Πάνω στο λιμάνι. Πίσω από το λιμάνι, πίσω από τη σκηνή, οι ιστορίες και οι ζωές συνεχίζουν να είναι λιγότερο φωτισμένες. Έτσι γινόταν τότε, έτσι έγινε στη διάρκεια των ταινιών, έτσι είναι και τώρα. Το φως είναι πάντα στη σκηνή. Είναι ωραίο όμως να μαθαίνουμε, να μοιραζόμαστε και να λέμε τι υπάρχει στα σκοτεινά σημεία, γιατί η ιστορία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, συμβαίνει στις σκιές. Τότε γράφεται η ιστορία. Στο φως είναι όλα ελεύθερα, φαίνονται. Η πραγματική ιστορία είναι αυτό που γράφεται στη σκιά.
Κι όλο αυτό που είπες, ότι στο λιμάνι με τα φώτα, τις ταβέρνες, ο κόσμος στα βιβλιοπωλεία.
Αυτό ήταν το τέλειο, αυτό το τέλειο, αυτό ήταν η χαρά. Ίσχυε, αλλά ίσχυε μόνο εκεί. Μόνο στην προβλήτα, μόνο στα φώτα. Μόνο σε αυτό το πρώτο, στο κεντρικό καλντερίμι. Πίσω από το καλντερίμι υπήρχαν οι ζωές των απλών ανθρώπων. Είναι όπως συμβαίνει και στις ταινίες. Στην ταινία βλέπεις μια ωραία ιστορία. Οι πρωταγωνιστές, όμως, της ταινίας είναι απλοί άνθρωποι. Δεν θα μάθουμε ποτέ την αληθινή ιστορία των ηθοποιών. Εμείς βλέπουμε, χειροκροτούμε συγκινιόμαστε, γελάμε με την ιστορία των ανθρώπων στην ταινία. Αυτό δηλαδή που είναι κάτω απ' τους προβολείς και μπροστά στις κάμερες. Το πίσω, το πίσω είναι αυτό που γράφει ιστορία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, γιατί η ιστορία πρέπει να έχει αλήθεια. Και η αλήθεια είναι στις σκιές, τις περισσότερες φορές κρυμμένη, κι αυτήν την αλήθεια πρέπει να τη μεταφέρουμε για να παίρνουν δύναμη και οι άλλοι άνθρωποι, γιατί σε όλους υπάρχει μια κρυμμένη αλήθεια, σε όλους υπάρχουν σκιές και πρέπει οι άνθρωποι να μη φοβόμαστε να την ομολογούμε, διότι με το να τις μοιραζόμαστε νιώθουμε λιγότερο μόνοι μας.
Ποιο μέρος της Ύδρας, για το τέλος, είναι ο αγαπημένος σας; Ποια περιοχή, έτσι ποια γωνιά εκεί πέρα;
Υπάρχει στο σπίτι μας στον Άγιο Νικόλα μία γωνία. Φεύγω από το σπίτι, περπατάω περίπου δέκα λεπτά και πηγαίνω σε μια γωνιά του δρόμου, που από κάτω έχει γκρεμό, σε αυτή, δηλαδή, σε αυτήν τη γωνιά, αν αφεθώ, νομίζω ότι θα πετάξω και θα πετάξω στην ανοιχτή θάλασσα. Εκεί στη γωνία αυτή, όπου είναι μια γωνιά-κορφή, δηλαδή βλέπω μια πλαγιά στα δεξιά μου, μια πλαγιά στα αριστερά μου, πιο χαμηλά, εγώ είμαι σ' ένα ψηλό σημείο. Σε αυτή την κορφή, σε αυτήν τη γωνία, σε αυτήν τη στροφή, που νιώθεις έτοιμος να πετάξεις, νιώθω ελεύθερος. Εκεί κάθε φορά που θα πάω επίσκεψη στο σπίτι μας στον Άγιο Νικόλα, όσο κουρασμένος κι αν είμαι, θα περπατήσω χωρίς λόγο μέχρι αυτή τη γωνιά, μέχρι αυτή τη μικρή, σε αυτό το μεταίχμιο, που βλέπεις και δεξιά και αριστερά, απλά για να νιώσω ελεύθερος. Αυτό είναι το αγαπημένο μου σημείο, εκεί θαρρείς και το αεράκι παίρνει όλες μου τις σκέψεις, όλες τις άσχημες αναμνήσεις που έρχονται στο μυαλό μου, φεύγουν όλα και αισθάνομαι φεύγει το αεράκι, καθαρίζει, παίρνει από τη μια μεριά του κεφαλιού, βγαίνει απ' την άλλη και νομίζω καθαρίζει όλο το σκονισμένο και σκοτεινό τοπίο. Εκεί. Αυτό το σημείο μ' αρέσει. Είναι το δικό μου σημείο.
Χαίρομαι πάρα πολύ! Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Κι εγώ! Ευχαριστώ κι εγώ.
Εύχομαι τα καλύτερα.
Αμήν, για όλους μας, ευχαριστώ!
Να είμαστε όλοι καλά!
Σωστά!
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Εις το επανιδείν!
Ευχαριστώ!