© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Η κυρία Βασιλική Ευστρατιάδου εδώ και χρόνια διασώζει τη μικρασιατική ιστορία της Κορινθίας
Istorima Code
24021
Story URL
Speaker
Βασιλική Ευστρατιάδου - Δημητροπούλου (Β.Ε.)
Interview Date
21/03/2023
Researcher
Κυριακή Θεοδώρου (Κ.Θ.)
[00:00:00]
Καλησπέρα, είμαι η Κυριακή Θεοδώρου, ερευνήτρια στο Istorima, και είμαι εδώ μαζί με την κυρία Βασιλική Ευστρατιάδου, στο σπίτι της στην Κόρινθο. Κυρία Ευστρατιάδου, ευχαριστώ πάρα πολύ που δεχτήκατε την πρόσκλησή μου.
Χαρά μου. Χαρά μου.
Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Δεν μου αρέσει να μιλάω και τόσο για τον εαυτό μου, αλλά με υποχρεώνετε τώρα! Ναι, είμαι η Βασιλική Ευστρατιάδου, Δημητροπούλου στο σύζυγο. Γεννήθηκα στην Κόρινθο το 1942, από γονείς εξ Ανατολικής Θράκης και από Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας μου από Κωνσταντινούπολη, η μητέρα μου από Ανατολική Θράκη, που έφθασαν εδώ το ’22, στην Ελλάδα. Εδώ ήταν ο προσφυγικός συνοικισμός της Κορίνθου, όπου ζούσαν οι παππούδες μου, από την πλευρά της μητέρας μου, γιατί από την πλευρά του πατέρα μου έμειναν στην Αλεξανδρούπολη. Ξεκίνησα εδώ το δημοτικό σχολείο, το 4ο Δημοτικό Σχολείο της συνοικίας, του συνοικισμού δηλαδή. Ένα κτίριο που έγινε το ’32 -’36, τότε που έγιναν σε όλη την Ελλάδα τα πέτρινα σχολεία, τα δημοτικά και γυμνάσια, κυρίως τα δημοτικά επί υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου. Και κατόπιν ακολούθησα τον πατέρα μου στις μεταθέσεις του στον Έβρο, όπου ήταν η θέση του. Μετά το ’40 και τα λοιπά και την Κατοχή. Έτσι, διαδοχικά, έβγαλα την πρώτη τάξη στην Κόρινθο, τη δευτέρα στην Αλεξανδρούπολη, την τρίτη στην Ορεστιάδα, την τετάρτη επανήλθαμε Κόρινθο με μετάθεση πλέον, και μετά πέμπτη και έκτη στο μονοθέσιο δημοτικό σχολείο Καλεντζίου Κορινθίας. Εν συνεχεία, φοίτησα στο γυμνάσιο θηλέων Κορίνθου. Με εξετάσεις το ’60 πέρασα στην Παιδαγωγική Ακαδημία τη Μαράσλειο, στο τμήμα θηλέων. Και κατόπιν, αφού τελείωσα, με άριστα –δεν έχει σημασία, τέλος πάντων αυτά δεν χρειάζονται–, εργάστηκα 2 χρόνια περίπου στα ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας, διότι δε διοριζόμεθα αμέσως τότε. Κατόπιν διορίστηκα το ’64 το Δεκέμβριο στην περιφέρεια Σικυώνος. Αμέσως, χωρίς να έχω πάρει οργανική θέση, τοποθετήθηκα σε διάφορα σχολεία της περιφερείας, ανάλογα με τις ανάγκες. Λόγου χάρη, στο 2ο Δημοτικό Σχολείο του Κιάτου. Εν συνεχεία στα Γελινιάτικα την άνοιξη. Στο Παναρίτι το επόμενο φθινόπωρο. Εν συνεχεία στο Δερβένι. Κατόπιν στο Κλημέντι, μία χρονιά. Μου πήραν με ένσταση τη θέση, μια κυρία που ήθελε την περιοχή αυτή, το Κλημέντι. Ξαναέμεινα στη διάθεση, όταν τελείωσε το έτος, και την άλλη χρονιά πήρε οριστική θέση στο Σοφικό Κορινθίας. Έκτοτε είμαι στην περιοχή της Κορινθίας, στην περιφέρεια Κορινθίας. Το ’71-’73 έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη διετή μετεκπαίδευση, πάλι στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ, το ’67 παντρεύτηκα με συνάδελφο εξ Αρκαδίας, τον Παναγιώτη Δημητρόπουλο. Είχα κάνει τα δυο παιδάκια μου μέχρι τότε και επανήλθα από τη μετεκπαίδευση. Ένα χρόνο… τρία χρόνια έμεινα στο Γραφείο Επιθεωρήσεως Δημοτικής Εκπαιδεύσεως στην Κόρινθο και κατόπιν με μετάθεση στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Κορίνθου, απ’ όπου και είχα ξεκινήσει την πρώτη δημοτικού, δηλαδή, στον προσφυγικό συνοικισμό της Κορίνθου. Ήταν μεγάλο το κτίριο, δωδεκαθέσιο το σχολείο. Είχε περίπου 300 παιδιά το δημοτικό. Και αργότερα, με φροντίδες εδώ του συνοικισμού και όλων μας, καταφέραμε και ιδρύθηκε και γυμνάσιο στην περιοχή, διότι μέχρι τότε τα παιδιά του συνοικισμού, όπως και εγώ όταν ήμουνα παιδί, πηγαινοερχόμασταν στα σχολεία, τα γυμνάσια και λύκεια μετέπειτα –παλιά ήταν το εξατάξιο γυμνάσιο όπως ξέρετε–, πηγαινοερχόμασταν στην Κόρινθο. Συγκοινωνία αστική δεν υπήρχε, με τα πόδια. Όπως και παιδιά από τα Ίσθμια, από την Κυρά Βρύση, με τα πόδια στην Κόρινθο, και παιδιά από την Αρχαία Κόρινθο και τα λοιπά. Έτσι ήταν τότε οι συνθήκες. Έτσι, λοιπόν, καταφέραμε και ιδρύθηκε και γυμνάσιο στην περιοχή της συνοικίας. Στεγάστηκε στο ίδιο σχολείο, στο ίδιο κτίριο που ήταν το δημοτικό. Το πρωί κάναμε εμείς μάθημα και το απόγευμα έκανε το γυμνάσιο. Το σημαντικό όμως ήταν ότι ιδρύθηκε. Μετά, με πολλές προσπάθειες πολλών κατοίκων, εκ των οποίων και εμείς πρωτοστατούσαμε με το σύζυγο, όπως και πάρα πολλοί από εδώ από τη συνοικία, κατορθώσαμε και εξασφαλίστηκε, αγόρασε το κράτος οικόπεδο, λίγο πιο έξω από την συνοικία, και χτίστηκαν και ωραία κτίρια, το γυμνάσιο και το λύκειο αργότερα. Επομένως, εγώ μεγάλωσα στον προσφυγικό συνοικισμό της Κορίνθου. Στην Κόρινθο, αγαπημένη μου Κυριακή, το 1922-’23 έφθασαν 2.700 πρόσφυγες, όταν η πόλις είχε 5.000 κατοίκους. Κατ’ αρχάς στεγάστηκαν, όπως θα ξέρετε κι εσείς, όπου υπήρχε χώρος. Αποθήκη, στάβλος, ένα δωμάτιο, μια αυλή, ακόμα και τα κοτέτσια, που λέει ο λόγος, τα έκαμαν κατοικίες για να εξυπηρετηθούν οι άνθρωποι. Αργότερα, με χρήματα της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, το ’27-’28, το κράτος αγόρασε αυτή την περιοχή, έξω από την πόλη, πάνω από το σιδηροδρομικό σταθμό, η οποία ήταν μια άνυδρη, αμμώδης και ελαφρά επικλινής περιοχή. Και αφού έγινε σχέδιο πόλης, χτίστηκαν τα σπιτάκια, τα «μπαγδαντί», όπως τα έλεγαν τότε. Δηλαδή χτισμένα ήταν με δοκάρια ξύλινα επάνω σε 1 μέτρο, με πέτρα κτισμένα η θεμελίωση και 1 μέτρο πάνω από τη γη, και τα υπόλοιπα με πήχες, οι τοίχοι που μετά επιχρίστηκαν με σοβά, εσωτερικά και εξωτερικά, και κεραμίδια. Αυτή η κατασκευή ήταν γρήγορη, ήταν –πώς να το πούμε;– με καλές συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας. Ήταν πιο υγιεινή και πιο γρήγορες στο να τελειώσουν οι οικοδομές αυτές, για να στεγαστούν οι άνθρωποι. Πραγματικά το ότι στεγάστηκαν οι άνθρωποι σε αυτά τα έστω μικρά σπιτάκια, «Καμαρούλα μια σταλιά, δύο επί τρία» που λέει και το τραγούδι, ήταν μια –πώς να το πω;– αλλαγή στη ζωή τους τη δύσκολη, που πέρασαν τα πρώτα χρόνια από το ’22 ως το ’28. Άρχισαν να αποκτούν κάποια αξιοπρέπεια. Στεγάστηκαν, επιτέλους, σε ένα σπίτι που τους ανήκε. Δεν εξαρτώντο, ούτε ήταν σε σκηνές, σε παράγκες, όπως κάθισαν την πρώτη εποχή που έφθασαν το καλοκαίρι του ’22, το φθινόπωρο όλο του ’22. Εδώ που είναι τώρα το νοσοκομείο Κορίνθου ήταν οι παράγκες οι λεγόμενες. Υποχρεωτικά στεγάστηκαν και εκεί. Σκηνές στα λεγόμενα Περιβολάκια σήμερα, στο Φλοίσβο της Κορίνθου. Ό,τι γίνεται πάντα σε τέτοιες καταστάσεις με τέτοιο μεγάλο αριθμό προσφύγων. Ήταν πραγματικά δυσβάσταχτο και για τη χώρα να αντιμετωπίσει τόσο πλήθος ανθρώπων. Και ανθρώπων ταλαιπωρημένων, εξαθλιωμένων και ψυχολογικά από όσα έζησαν κατά το διωγμό και από όσα άφησαν εκεί. Το λέω και ανατριχιάζω, πολλοί πενθούντες, διότι δεν έφθασαν όλα τα μέλη της οικογένειας… Ξέρετε και από την ιστορία ότι κρατήθηκαν από 18 ως 45 ετών όλοι οι άντρες ως αιχμάλωτοι πολέμου. Δηλαδή και αυτοί ακόμα που διεσώθησαν –και γιατί και πολλοί Μικρασιάτες συμμετείχαν και στη Μικρασιατική Εκστρατεία– όσοι λοιπόν διασώθησαν από τον πόλεμο, όταν πήγαιναν να φύγουν τους άρπαζαν, με διαταγή του Νουρεντίν Πασά, στα λιμάνια της Σμύρνης και τα λοιπά, και κρατήθηκε όλο το άνθος των ανδρών. Οπότε εδώ έφθασαν, κυρίως, χήρες ή γυναίκες χωρίς άντρες που δεν ήξεραν αν ο άνδρας τους ζει και πού βρίσκεται, γέροντες και μικρά παιδιά. Επομένως, και ο συνοικισμός εδώ, ενθυμούμαι και εγώ παλιά σαν μικρό κοριτσάκι εγώ στην εκκλησία… γιατί εμένα ο παππούς μου, είναι ο ιερέας αυτός που βλέπετε, ήταν παπάς σ’ αυτή την εκκλησία του συνοικισμού, η οποία και η εκκλησία ήταν παράγκα. Όπως έχτισαν δηλαδή τα σπιτάκια, τα μπαγδαντί, έκαμαν και μια εκκλησία, παράγκα, για τις θρησκευτικές ανάγκες των ανθρώπων. Έβλεπα τις περισσότερες γυναίκες μέσα στη συνοικία, φορούσαν μαύρη μαντήλα. Ήταν χήρες οι περισσότερες. Συνοδεύονταν από μικρά παιδιά και από γέροντες, γονείς και πεθερικά. Ή έρημους γέροντες ή έρημα παιδιά, τα οπ[00:10:00]οία ήταν ανίψια, ήταν γειτονοπούλα, που τα πήραν υπό την προστασία τους. Είχαμε και τέτοια φαινόμενα στη συνοικία, απ’ ό,τι έμαθα κι όσο μεγάλωνα κι εγώ.
Μάλιστα. Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια εδώ στη συνοικία;
Τώρα μπορεί να μην ταιριάζει αυτό, αλλά ίσως επειδή είναι τα παιδικά χρόνια, ήταν πάρα πολύ όμορφα. Δεν μπορούσα να καταλάβω, ακριβώς, το μέγεθος του πόνου που έκρυβε κάθε οικογένεια, γιατί εγώ είχα και τους δύο μου γονείς. Είχα, επίσης, την αγκαλιά του παππού και της γιαγιάς. Και έτσι μεγάλωσα σε πολύ καλά παιδικά χρόνια. Φυσικά, κάποια από τα κορίτσια, γειτονοπούλες, ήταν ορφανές. Πολλά παιδιά δηλαδή ήταν ορφανά. Και στο σχολείο κάποιων οι γονείς, οι παππούδες δεν είχαν έρθει, κάποιων οι γονείς είχαν σκοτωθεί το ’40 στον πόλεμο ή στον εμφύλιο και έτσι είχαμε και παιδάκια ορφανά. Αλλά η ζωή ήταν ήρεμη, απλή, υπήρχε πολλή αγάπη μεταξύ των κατοίκων, των γειτόνων, αλληλοβοηθούνταν. Φυσικά όμως πρέπει να ξέρετε ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Γιατί; Γιατί η Κόρινθος δεν είχε εργοστάσια, όπως είχε ο Πειραιάς, η Αθήνα, ο Βόλος, η Καβάλα, η Πάτρα. Οπότε με τι να ασχοληθούν τώρα οι άνθρωποι αυτοί; Ιδιαίτερα… καλά, οι άνδρες, οι περισσότεροι άνδρες, όσοι διεσώθησαν, έγιναν εργάτες στο λιμάνι, εργάτες στις όποιες οικοδομές μπορεί να γίνονταν τότε ή ασχολήθηκαν με την αμπελοκαλλιέργεια, που εδώ πέρα ευδοκιμούσε. Και επειδή πολλοί προήρχοντο από την περιοχή της Ερυθραίας απέναντι από τη Χίο, που είχε και εκεί σταφιδοκαλλιέργεια, στο Βιλαέτι της Σμύρνης τα χωριά όλα αυτά, τα Καράμπουρνα όπως τα λέμε, που είναι σαν ένα νεφρό, σαν ένα φασόλι αυτή η χερσόνησος της Ερυθραίας όλης. Ήταν και εκεί σταφιδοκαλλιεργητές. Όταν, λοιπόν, ήρθαν αυτοί οι άνθρωποι εδώ, μου έλεγε ο κυρ Νίκος ο Ασλάνης, ένας γέροντας, «Παιδί μου, ήτανε και φθινόπωρο. Μας τάισαν την πρώτη ημέρα με το καζάνι από τη μητρόπολη, μετά ο δήμος. Και τους λέμε: “Εμείς θέλουμε δουλειά. Δεν θέλουμε να τρώμε τσάμπα”. Και μας πήραν εργάτες στα κτήματα. Ήταν η εποχή του τρύγου, όποτε ήθελαν χέρια εργατικά. Πήγαμε κι εμείς. Και τι να σου πω, κορίτσι μου; Εδώ τα σταφύλια, γιατί είναι εύφορη περιοχή, ήταν πολύ μεγάλα και όπως τα έκοβαν, τα άπλωναν επάνω στο αλώνι για να στεγνώσουν να γίνουν σταφίδα και κάναν 15 μέρες και μαύριζε η σταφίδα. Εμείς στον τόπο μας το κάναμε αλλιώς και λέω “Αφεντικό, μπορώ, σε παρακαλώ, να φέρω και τη γυναίκα μου αύριο να με βοηθήσει, να το κάνουμε όπως το κάναμε στο χωριό μου και να πάω να πάρω και ποτάσα;” “Για να δούμε πώς το κάνατε εσείς στο χωριό”, μου είπε», λέει, « εδώ ο άνθρωπος αυτός. Και πήγα, αγόρασα ποτάσα, την ανέμειξα με νερό, ήρθε και η κυρία Μαρία, η γυναίκα μου. Το σχίσαμε το τσαμπί σε δύο κομμάτια, τρία οπότε λέπτυνε, το βουτούσαμε στην ποτάσα και μετά τα απλώναμε ένα, ένα, ένα, ένα. Όχι το ένα πάνω στ’ άλλο. Και σε 5 μέρες στέγνωσε η σταφίδα και έγινε ξανθή, όμορφη και μετά γίναμε δυσεύρετοι εργάτες στον τρύγο». Γιατί ο κάθε άνθρωπος αναδεικνύεται και από το τι κουβαλάει μαζί του. Και έτσι η αξιοπρέπεια που είχαν, που τους δυσκόλευε να τρώνε χωρίς να εργάζονται φαγητό, βρήκε διέξοδο στην εργατικότητά τους, στις τεχνικές γνώσεις που είχαν γύρω από την αμπελοκαλλιέργεια. Και εν συνεχεία, επειδή σας είπα ότι εδώ η περιοχή όλη ήταν αμμώδης και άνυδρη, κυρίως ήταν –πώς να το πούμε;– για να βόσκουν πρόβατα, δεν είχε δάσος, δεν είχε τίποτα, απλώς θαμνώδης και με χόρτα, βοσκοτόπια, ας το πούμε έτσι… Πολλοί εντόπιοι Κορίνθιοι, γιατί οι πρόσφυγες δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν, όπως καταλαβαίνετε, χωράφια και τα λοιπά, πήραν πρόσφυγες εργάτες με την εξής συμφωνία: «Θα καλλιεργήσεις αυτή την έκταση, θα την φυτέψεις και όταν θα ’ρθει σε χρόνο παραγωγής και θα αρχίσει να αποδίδει, θα μοιραστούμε. Αν είναι πέντε στρέμματα δυόμισι θα κρατήσω εγώ, που είναι δικό μου το χωράφι, και δυόμισι με συμβόλαιο θα το πάρεις εσύ, ως καλλιεργητής». Έτσι, λοιπόν, με την εργασία τους, χωρίς να πληρώσουν χρήματα, σε λίγα χρόνια η περιοχή γύρω από τον συνοικισμό όλη φυτεύτηκε με αμπέλια, με σταφίδα. Κυρίως σταφίδα. Η πρώτη σταφίδα που έμπαινε, συγγνώμη, στην Αθήνα, στην αγορά της Αθήνας, ήταν της Κορίνθου. Από το συνοικισμό της Κορίνθου, η οποία περιοχή είναι αμμώδης και για αυτό γίνεται πιο γρήγορα από την περιοχή της Βόχας, που έχει πολύ παχιά χώματα και νερό και αργούν περισσότερο τα σταφύλια να ωριμάσουν. Κι έτσι οι άνθρωποι αυτοί στάθηκαν στα πόδια τους σαν αμπελοκαλλιεργητές, σταφιδοπαραγωγοί. Όπως σας είπα, κάποιοι που δεν ασχολούνταν με αυτό εργάστηκαν στο σταθμό, εργάστηκαν στο λιμάνι, εργάστηκαν σε οικοδομικές εργασίες. Και φυσικά όσοι ήταν στην πατρίδα τους τεχνίτες… Ας πούμε, μου έλεγε ένας κύριος εδώ –ο κύριος πώς λεγότανε;– ο Αγγελαδάκης, «Ο Μαλετζόπουλος», μου λέει, «έφερε στην Κόρινθο για πρώτη φορά τη βανίλια και τα λουκούμια. Δεν την ήξεραν εδώ. Αυτός είχε έρθει από την Μικρά Ασία και είχαμε μεγάλα καζάνια και φτιάχναμε τη βανίλια και μετά το χαλβά και τα λοιπά, και τον μοιράζαμε και στα άλλα καταστήματα, ζαχαροπλαστεία της περιοχής». Άλλος ήταν ράφτης. Αυτός ασχολήθηκε με το να ράβει. Σιγά σιγά, σιγά σιγά, δηλαδή, όσοι ήξεραν μία τέχνη, άρχισαν να εργάζονται την τέχνη τους. Στην αρχή τίποτα δεν ήταν εύκολο, όπως καταλαβαίνετε, ούτε η αποδοχή ήτανε θετική. Συμβαίνει αυτό. Φόβισε το μεγάλο πλήθος, φόβισε η διαφορετική ενδυμασία, φόβισε το ότι μερικοί μιλούσαν μόνο τούρκικα, γιατί υπήρχαν και περιοχές εκεί που ήταν αμιγώς στα χωριά, κυρίως αυτοί που ήρθαν το ’24 από την Κιλικία, από την Καππαδοκία, με την ανταλλαγή. Και μάλιστα οι εδώ των παραλίων έλεγαν «Αυτός είναι από τα βάθη της Ανατολής». Δηλαδή υπήρχαν διαφορές ακόμα και ανάμεσα στους πρόσφυγες. Δεν είχαν ομοιογένεια όλοι. Κάποιοι ήταν από τα παράλια, ήταν διαφορετικοί. Κάποιοι από μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Προύσα, η Νικομήδεια, η Σμύρνη φυσικά, το Αϊδίνι, το Αϊβαλί, η Κωνσταντινούπολη, αυτοί ήταν αστοί, αστικό περιβάλλον. Αλλά υπήρχαν και άλλοι που ήταν από χωριά, που ήταν μισό χωριό Τούρκοι, μισό ελληνικό, οπότε μιλούσαν και τούρκικα. Πολλοί μόνο τούρκικα. Και όλα αυτά φυσικό είναι να φόβισαν τους ανθρώπους, τους εντόπιους, και κράτησαν μια απόσταση ασφαλείας. Κάποιοι τους είπαν και Τουρκόσπορους κάποιοι τους είπαν και Τούρκους. Ξέρετε τώρα, ο ξένος ξενίλα μυρίζει και όπως λέγανε οι ίδιοι οι πρόσφυγες και τραγουδούσαν: «Ξένος ήμουν στην ξένη γη και στην πατρίδα ξένος».
Εσείς θυμάστε πρόσφυγες, προσφυγοπούλες εδώ στο συνοικισμό;
Ναι, ναι, βεβαίως, βεβαίως. Όχι πολύ, δηλαδή η πρώτη γενιά που ήρθε, ας πούμε η μητέρα μου, ο πατέρας μου, όλη αυτή η γενιά, ήρθαν μικρά παιδιά 7-8 ετών. Ζούσαν όμως ακόμα και μερικοί γονείς. Γνώρισα και γέροντες όταν ήμουν εγώ παιδί ακόμα. Είχαμε πάρα πολλούς. Την κυρά-Ραλλιώ, την κυρά-Ανέτα. Ήταν ηλικιωμένες κυρίες οι οποίες ναι μεν φορούσαν μαύρα πάντα, αλλά ήταν αξιοπρεπείς. Αυτές, κυρίως, δεν έβγαιναν ούτε στον περίπατο, μόνο εκκλησία και σπίτι. Βέβαια, γέμισαν αυτά τα αμμώδη εδάφη με κληματαριές, με αγιόκλημα, με λουλούδια, έβαλαν αμέσως σ’ όλους τους τενεκέδες βασιλικά, βιγόνιες, βιολέτες. Εμένα η γιαγιά μου ήταν η διασκέδασή της ήταν το σκαλιστηράκι στην αυλή. Ο κήπος ήταν η διασκέδασή τους. Μοσχοβόλησαν οι αυλές από βασιλικά, φυτεύτηκαν τζιτζιφιές. Η τζιτζιφιά είναι ένα δέντρο το οποίο δεν θέλει πολύ νερό. Και έτσι όλος ο συνοικισμός, κάθε σπίτι, είχε και μια τζιτζιφιά για σκιά. Απλή ζωή. Με αγάπη μεταξύ τους. Να σκεφθείτε ότι, μη έχοντες και χρήματα ούτε για θέρμανση, όσο και να είναι γλυκό το κλίμα, τον χειμώνα κάνει κρύο, πήγαιναν και μάζευαν[00:20:00] μερικές γυναίκες και παιδιά το καρβουνίδι που πέφτει από τη μηχανή του τρένου. Τότε κινούνταν τα τρένα με κάρβουνο και στην αρχή πέφτουν κομματάκια από το κάρβουνο, όταν ανάβει η μηχανή, από τη μία πλευρά και από την άλλη της γραμμής. Πήγαιναν, λοιπόν, και τα μάζευαν αυτά, τα «καρβουνίδια» που τα λέγανε, τα περνάνε στο σπίτι, τα αναμείγνυαν με άχυρο και με λάσπη και κάνανε «πιτούλες», έτσι τα λέγανε, «πιτούλες». Ζυμωμένες με νερό, άχυρο και το καρβουνίδι, αυτό το οποίο το έτριβαν. Τα στέγνωναν το καλοκαίρι στους τοίχους των σπιτιών και το χειμώνα αυτή ήταν η καύσιμη ύλη. Υπήρχε ένας Πόντιος, ο κυρ Παύλος ο μάστορας, Ορκόπουλος, χρυσά τα χέρια του, αυτός έκανε όλους τους κουβάδες, τα ποτιστήρια και έκανε και κάτι μικρές εστίες θέρμανσης όπου έβαζαν μέσα στην αρχή ένα ξυλαράκι, ξέρω γω, κάτι για προσάναμμα και από πάνω έβαζαν αυτή την πιτούλα. Ήταν μια καύσιμη ύλη, ένα κάρβουνο, ας πούμε, που καιγόταν και ζέσταινε το υπόγειο. Που πολλοί χρησιμοποίησαν και το υπόγειο, για δωμάτιο, γιατί δεν επαρκούσε το δωματιάκι το ένα και η κουζίνα και η τουαλέτα. Και ζεσταίνονταν με αυτό, με τη φουφού, έτσι τη λέγανε, φουφού. Ενώ οι Κορίνθιοι, εμάς μας ξένισε το ’50 που ήρθαμε από τον Έβρο, γιατί ο Έβρος έχει πολύ κρύο και εμείς είχαμε σόμπες εκεί και μεταφέραμε και τις σόμπες εδώ, οι Κορίνθιοι είχαν μαγκάλια. Είχαν μαγκάλια ή στα ισόγεια σπίτια τζάκια. Εδώ οι Μικρασιάτες είχαν τις φουφούδες που δεν αγόραζαν καύσιμη ύλη ή την πουλούσαν αυτές που την φτιάχνανε οι γυναικούλες, οι χήρες κυρίως, και αγόραζαν και οι άλλοι. Αυτά ήταν τα πρώτα χρόνια μέχρι και το ’60, τα θυμάμαι πάρα πολύ καλά αυτά. Μετά βέβαια ήρθε ο ηλεκτρισμός, μπήκε το νερό, ενώ, σας είπα, στην αρχή δεν είχε νερό και αναγκάστηκαν οι άνθρωποι με πηγαδάδες και άνοιξαν μέχρι και 40-50 μέτρα βάθος για να βγάλουν νερό. Και μάλιστα υπήρχαν και ανέκδοτα. Σκάβοντας, λέει, ο άνθρωπος κάτω, έλεγε ο άλλος από πάνω –ήταν και μερικοί με χιούμορ– «Τι έγινε; Πού έχεις φτάσει;» «Ως τα 40 μέτρα». «Βρε για κοίτα να δεις μήπως δεις και τον αδερφό μου τον Ιπποκράτη στην Αυστραλία!» Ναι. Και όποιο σπίτι είχε πολύ καλό νερό πηγαδίσιο, πόσιμο, πήγαιναν εκεί οι γειτόνισσες όλες και έπαιρναν το νερό για το σπίτι, για να μαγειρεύουν και να πίνουν. Βεβαίως, περνούσαν μετά τα βυτιοφόρα που πουλούσαν νερό και περνάνε. Και εγώ το θυμάμαι αυτό, μέχρι πολύ αργά αυτό το πράγμα, γιατί και η Κόρινθος κάτω δεν είχε καλό νερό και χρησιμοποιούσε τα βυτιοφόρα.
Μάλιστα. Και οι γυναίκες τι δουλειές κάνανε;
Πολύ ωραία ερώτηση. Δεν υπήρξε δουλειά που δεν έκαμαν οι γυναίκες. Αυτές που εκεί ήτανε κυρίες και αρχόντισσες, χωρίς υπερβολή, μερικές και με δύο υπηρέτριες, που δεν είχε πατήσει το πόδι τους χώμα, γιατί ακόμα και εξυπηρετούντο από Τούρκους να κουβαλήσουν τα ξύλα τους, να τους τα φέρουνε στο σπίτι, τα κάρβουνα, να κάνουν τις βαριές δουλειές, αυτές οι κυρίες αναγκάστηκαν, επειδή η Κόρινθος δεν είχε εργοστάσια… Πώς να ζήσουν τώρα το παιδομάνι που είχαν κοντά τους και τους γέρους, που δεν μπορούσαν να δουλέψουν; Άρχισαν να πλένουν ξένα ρούχα ή πήγαιναν στο σπίτι κάποιου γιατρού, κάποιου δικηγόρου, ενός εύπορου που μπορούσε να τις πληρώσει, και έπλεναν από το πρωί ως το βράδυ ολόκληρη την ημέρα με μουσαμαδένιες ποδιές και γύριζαν το βράδυ στο σπίτι τους. Ή έπαιρναν στο σπίτι τους και έπλεναν, αποκοπή, τα ρούχα του νοσοκομείου της Κορίνθου, της Μητροπόλεως, γιατί είχε και ιερατική σχολή η Κόρινθος, που έβγαιναν παιδιά που γίνονταν ιερείς, οπότε είχε αρκετό μαθητόκοσμο, και του στρατοπέδου. Έγινε επάγγελμα η πλύστρα. Εγώ ενθυμούμαι κυρίες που ήταν σε μια σκάφη, κυρίως ξύλινη νομίζω ή τσίγκινες είχαν, και έβαζαν και μια πλάκα και τις βοηθούσε και η μητέρα τους και βοηθούσαν και οι αδερφές. Γιατί, σας είπα, έπαιρναν αποκοπή τα ρούχα. Και αφού θυμάμαι τις γειτονιές που είχαν σύρματα και κρέμονταν τα σεντόνια κατάλευκα, που είναι σεντόνια από αίματα και από αυτά, καταλαβαίνετε. Αφού σας λέω δεν υπήρχαν τότε πλυντήρια στις υπηρεσίες τις δημόσιες. Και τα σιδέρωναν. Ενθυμούμαι δε και μία κυρία, δύο, που περνούσαν τη λεωφόρο νυν Ιωνίας, τότε Κορίνθου, που τα είχαν σιδερωμένα τα ρούχα, τα είχαν σε πανέρι στο κεφάλι τους –πώς τα στήριζαν δεν ξέρω– και πήγαιναν στητές έτσι, τα πήγαιναν κάτω να τα παραδώσουν σιδερωμένα. Άλλες τώρα δούλεψαν σε ζαχαροπλαστεία, δούλεψαν σε καφενεία, δούλεψαν σε ταβέρνες, δούλεψαν σε εστιατόρια, μαγείρισσες, να πλένουν στην κουζίνα, αυτές τις δουλειές. Άλλες, και μάλιστα μερικές διακρίθηκαν σε ζαχαροπλαστεία, όπως του Τριανταφυλλίδη, που ήταν από την Θράκη ένας κύριος που άνοιξε εδώ στην Κόρινθο, του Μαλτεζόπουλου που σας είπα που έκανε βανίλιες και τα λοιπά και λουκούμια. Το πρώτο εργοστάσιο μακαρονοποιίας έγινε από έναν εδώ κύριο Βερδελή, ο οποίος επειδή έκανε μακαρόνια τον έλεγαν από τότε «ο Μακαρονάς». Είχαμε και τα παρατσούκλια, όπως καταλαβαίνεις. Και πολλές, μη έχοντας άλλη εργασία γίναν υπηρέτριες σε σπίτια Κορινθίων. Πήγαιναν το πρωί, μαγείρευαν, σκούπιζαν, καθάριζαν, έπλεναν, σιδέρωναν και γύριζαν το βράδυ στο σπίτι τους. Και μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό, η μαρτυρία της οικογενείας του δικηγόρου, του Λέκκα, που ήταν μια κυρία από δω, η κυρία Σταυρούλα, Τσολακόπουλου νομίζω, Βογιατζή στο πατρικό, που εργαζόταν στο σπίτι αυτού του κυρίου –η γυναίκα δασκάλα, ο κύριος δικηγόρος– και κάποια στιγμή η κυρία Σταυρούλα λέει στον κύριο Λέκκα: «Κύριε Βαγγέλη, σας παρακαλώ, αυτό το πουκάμισο μην το φορέσετε στο δικαστήριο, γιατί…» Τότε είχαν τα ανδρικά πουκάμισα μπανέλες από κάτω για να στέκονται ίσια οι γιακάδες και είχε τρυπήσει λίγο το πουκάμισο εδώ. Και είχε την τρυπούλα αυτήν, η γυναίκα το είχε μαντάρει και λέει «Μην το βάλετε,» λέει «στο δικαστήριο. Να το φοράτε στο σπίτι, γιατί είναι μανταρισμένο. Εσείς κάνετε», λέει, «αγορεύσεις, να μην πάτε με μανταρισμένο πουκάμισο». Το παίρνει ο άνθρωπος, το κοιτάζει, το φοράει και πάει στο δικαστήριο και τους λέει «Κοιτάτε βρε τι πολιτισμός έχει έλθει. Κοιτάτε», αφού το λέω και ανατριχιάζω, «δεν διακρίνεται το μαντάρισμα από το ύφασμα». Και της φύλαγε τα χέρια της κυρά-Σταυρούλας. Και αυτή η κυρία, έχω και εγώ πετσετάκια της, έπλεκε με το βελονάκι. Όλες, την ελεύθερη ώρα τους, έπλεκαν δαντέλες. Προίκες και προίκες. Άλλες κεντούσαν στη μηχανή. Τότε ήταν πολύ και τ’ ασπροκέντια της μηχανής. Και η μητέρα μου είχε μάθει και ακόμα από εκείνα χρησιμοποιώ και εγώ. Έπλεξαν και κέντησαν πάρα πολλές προίκες για όλη την περιοχή. Και για τα κορίτσια τους και για να βγάζουν χρήματα. Και με το βελονάκι. Αυτό το κέντημα που βλέπετε είναι πάνω από 60 ετών. Μου το έκανε δώρο μια κοπέλα στα τελευταία της χρόνια, θα το βάλω στο μουσείο. Εμείς κάθε καλοκαίρι τελείωνε το σχολείο, τα μπάνια στη θάλασσα βεβαίως, γιατί οι πρόσφυγες αγαπούσαν τη θάλασσα και κολυμπούσαν ακόμα και μεγάλης ηλικίας, όταν ήταν των παραλίων, από κει είχαν έρθει, μας έπαιρνε η μητέρα μας ένα κέντημα να κάνουμε. Αυτό που έχω εκεί στο τραπέζι, και άλλα θα σας δείξω, ήταν όλα το καλοκαιρινό εργόχειρο. Ή με έστελνε στη μοδίστρα να μάθω να καρικώνω, να στριφώνω, να αλλάζω γιακάδες. Δεν χαζεύαμε. Επίσης, η θρησκευτική ζωή ήταν πολύ έντονη από τα πρώτα χρόνια εδώ. Αυτοί οι άνθρωποι κρατήθηκαν με την πίστη. Μπορεί να κουβάλησαν μόνο ένα μωρό στην αγκαλιά και στο χέρι ένα μποξά, δηλαδή ένα δεμένο μαντήλι, μια μεγάλη εσάρπα, που μέσα είχαν βάλει δυο εσώρουχα, ίσως κρύψανε και ένα φλουρί στο πόδι τους από κάτω και μια εικόνα. Όλοι τρέξαν πίσω στο σπίτι, υπό την απειλή που έφθαναν οι Τσέτες, οι Τούρκοι ή ο στρατός, και πήραν μία εικόνα. Εκεί στηρίχτηκαν, για[00:30:00]τί η θρησκευτική ζωή, όπως ξέρεις, στο υπόδουλο έθνος είναι που κράτησε τελικά την ταυτότητά μας. Και στα 400 χρόνια της τουρκοκρατίας σε όλη την Ελλάδα και στη Μικρά Ασία 500 χρόνια. Επομένως, η εκκλησία ήταν πάντα γεμάτη. Εγώ θυμάμαι, δε, γριές που έπεφταν με το πρόσωπο και προσκυνούσαν στο Ευαγγέλιο. Όχι εμείς απλώς που κάνουμε έτσι. Κάτω. Και οι μετάνοιες. Αφού έλεγα; «Πώς τα πόδια τους αντέχουν, ρε παιδί μου;» Και μου έλεγαν κάποιοι, ειδικά αυτοί που ήρθαν από την Καππαδοκία, από πίσω από κει, οι οποίοι ήταν τουρκόφωνοι… Διότι, όπως ξέρετε, στην Καππαδοκία είχε επικρατήσει με νομοθεσία να επιλέξουν ή την πίστη ή τη γλώσσα, και αυτοί επέλεξαν να κρατήσουν τη θρησκεία, την πίστη. Μιλούσαν τούρκικα, λοιπόν. Αλλά κράτησαν τη θρησκεία και οι λειτουργίες γίνονταν στα ελληνικά. Αλλά τα Ευαγγέλια, η καθημερινή ομιλία, τα σχολεία τα ελληνικά, ήταν όλα με ελληνικούς χαρακτήρες αλλά σε τουρκική γλώσσα. Η καραμανλίδικη γραφή. Τουρκόφωνοι δηλαδή. Κι όμως αυτοί τη νύχτα σήκωναν τα παιδιά και κάνανε απόδειπνο. Απόδειπνο. Δηλαδή η θρησκευτικότητα αυτών των ανθρώπων, η ευσέβεια και η ευλάβεια δεν υπάρχει.
Ήταν και από τα πρώτα πράγματα που χτίστηκε εδώ στο συνοικισμό, που χτίσανε μάλλον εδώ, τις εκκλησίες.
Ναι, ναι, ναι. Καταρχάς, ήταν η παράγκα που σας είπα, αλλά από το ’55 με προσωπική εργασία, με εράνους μεταξύ τους… Εγώ θυμούμαι και εγώ παιδί με το σχολείο μάς πήγαιναν όλα, και τα παιδάκια του σχολείου, και κουβαλάγαμε ο καθένας ό,τι μπορούσε. Επειδή δεν υπήρχε νερό, είπαμε, τότε, με τα τενεκεδάκια από τα σπίτια κουβαλάγαμε και γεμίζαμε βαρέλια, όλη την εβδομάδα, ώστε την Κυριακή, μετά τη θεία λειτουργία, μαζεύονταν όλοι. Ο εργολάβος είχε προετοιμάσει τα καλούπια για να πέσουν τα μπετά. Και ο εργολάβος ήταν από την πλευρά του Αϊδινίου, ο μπαρμπα-Μήτσος ο Ανδρέου, ένας από τους καλύτερους εργολάβους. Και, μάλιστα, ήθελαν να την κάνουν την εκκλησία βυζαντινού ρυθμού, με τρούλο, αλλά δεν τους άφησε εδώ η μητρόπολη, γιατί ήταν ο Απόστολος Παύλος με τρούλο και τους είπαν «Θα την κάνετε ρυθμού βασιλικής». Μονοκόμματη. Και λέει ο άνθρωπος αυτός, μου το είπε και ο ίδιος, γέροντας πια, «Εγώ έχω έτσι βάλει τον οπλισμό, που όποτε θέλουν μπορούν να πετάξουν τη στέγη και να βάλουν τρούλο». Ναι. Και μικροί, μεγάλοι… έχουμε και φωτογραφίες πολλές στην εκκλησία μας που νέοι, γέροι, κοπέλες, γυναίκες, παιδιά, όλοι κάτι κουβαλούν. Άλλος ανακατεύει τη λάσπη, άλλος με τον τενεκέ το πηγαίνει επάνω, άλλος φέρνει και ρίχνει το χώμα κει που κάνουμε τη λάσπη. Όλες, άλλες οι κυρίες φτιάχνανε την ημέρα εκείνη κεφτεδάκια και τα λοιπά, να φάνε οι εργάτες. Ήταν όλοι μαζί σαν μια οικογένεια.
Ήταν πολύ σημαντικό δηλαδή για αυτούς να έχουν ένα χώρο;
Ναι, ναι, την εκκλησία τους. Και φυσικά μέσα στέγασαν τις εικόνες που φέρανε από κει. Γιατί τα χωριά, όπως σας είπα, αυτά που είναι παραλιακά, απέναντι απ’ την Χίο, αυτοί μπήκαν στις βάρκες και πέρασαν απέναντι, επομένως πήραν και τις μεγάλες εικόνες. Θα σας παρακαλέσω να ’ρθετε μια μέρα στην εκκλησία, να τις φωτογραφίσετε. Οι εικόνες του ιερού που είναι στο τέμπλο, οι τέσσερες έχουν έρθει από κει. Μεγάλες σαν τις πόρτες. Δεν πήραν από το σπίτι τους πράγματα και πήραν τις εικόνες της εκκλησίας και φέρανε. Άλλος έφερε το Ευαγγέλιο, άλλος έφερε το Δισκοπότηρο. Μέχρι και φαναράκια που είχαν εκεί για τις τελετές. Αυτά κοίταξαν να φέρουνε.
Μάλιστα. Να σας γυρίσω λίγο πίσω.
Ναι.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που σας άκουσα να μιλάτε σε αυτή την εκδήλωση που είχε γίνει για τους Μικρασιάτες του Βέλου.
Του Βέλου, ναι.
Είχατε πει μια ιστορία για μια κυρία πλούσιας, μάλλον, καταγωγής η οποία ντρεπόταν πάρα πολύ–
Ναι. Τη μητέρα της Φρόσως. Αυτή η κυρία ήταν εκεί αφέντρα. Είχε 3 υπηρέτριες από τα νησιά του Αιγαίου. Τώρα δεν θυμάμαι: Νάξο, Πάρο; Γιατί, όπως καταλαβαίνετε, τότε τα νησιά αυτά ήταν πολύ φτωχά. Δεν είχαν τον τουρισμό που έχουν τώρα. Ήταν ξερονήσια. Οι περισσότεροι ζούσαν απ’ το ψάρεμα και τα περιβολάκια τους. Και πάρα πολλές κοπέλες από αυτά τα μέρη έρχονταν και στην Αθήνα, για νταντάδες, για υπηρέτριες, και στη Σμύρνη, δηλαδή στα μέρη εκείνα. Λοιπόν, η κυρία αυτή, Αρχιμήδης λεγόταν ο γιος της. Δεν θυμούμαι τώρα το επίθετο. Θα το θυμηθώ, αλλά δεν το θυμούμαι αυτή τη στιγμή. Όταν είδε την κόρη της να πλένει ρούχα ξένα, δεν ξαναβγήκε από το υπόγειο. Ένιωσε τόσο προσβεβλημένη. «Η κόρη η δικιά μου; Εκεί που την είχαμε και την μεγαλώνανε νταντάδες;» Αισθάνθηκε πολύ άσχημα η γυναίκα. Πάρα πολύ άσχημα. Δεν ξαναβγήκε από το υπόγειο του σπιτιού της. Ναι, μια άλλη κυρία είχε κάνει 9 αγόρια. Ήρθε από την πλευρά της Νικομηδείας αυτή, από το Κοτζέ Νικομηδείας. Αυτοί άνοιξαν τον πρώτο φούρνο εδώ στην συνοικία. Του Νεοκλή του Χαριτωνίδη, αν έχετε ακούσει. Και αυτή η κυρά-Ευδοξία ήταν μια πατριαρχική… σας λέω ότι 9 γιους τώρα, ούτε ένα κορίτσι, και επέβλεπε με το μπαστούνι εκεί ποιος δουλεύει, αν κάνει καλά τη δουλειά του αυτός που φουρνίζει το φαγητό, επιτηρούσε αν είναι ψημένο καλά και το δίνει καλοψημένο. Ήταν το αφεντικό η κυρία Ευδοξία και αυστηρή πάρα πολύ. Αυτοί φέρανε μερικά κοσμήματα, φέρανε τέτοια πράγματα, κάτι παντόφλες κεντητές. Αλλά δεν είχε γίνει το μουσείο, δεν έχει γίνει ακόμα εισέτι το μουσείο. Λάθος του κράτους τόσα χρόνια. Και ένα βράδυ τούς έκλεψαν πολλά πράγματα. Ένας γιος είχε πάει η Γαλλία, άλλος γιος είχε πάει Αμερική. Ήταν εύπορη οικογένεια. Ναι, ήταν και μερικές αρχόντισσες. Φαίνονταν από το ύφος τους, από τον τρόπο που μιλούσαν. Μερικές ήταν και ακατάδεχτες, ήταν έτσι λίγο υπερήφανες. Ναι.
Θυμάστε άλλες τέτοιες φυσιογνωμίες που σας έχουν μείνει έτσι;
Κυριακή μου, κάθε οικογένεια, κάθε άνθρωπος είναι μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Κάθε σπίτι και μια ιστορία. Μάλιστα, είχα κάνει τότε και μια προσπάθεια. Είχα πάρει συνεντεύξεις από όλους σχεδόν τους ηλικιωμένους. Κάποιοι είχαν την ατυχία, 2-3 άτομα, και επί Κατοχής ταλαιπωρήθηκαν, τους πήραν οι Γερμανοί και τους έστειλαν στα εργοστάσια της Γερμανίας και επέζησαν κάποιοι από αυτούς και ξαναγύρισαν. Ένας έφυγε 100 χρόνων, μάλιστα, Μιχαλιός το επίθετό του. Και τι να σας πω! Κάθε σπίτι και μια ιστορία. Και αυτό το υλικό όλο, που είχα ένα κύριο με την κάμερα και τραβούσε και εγώ συνδιαλεγόμουν με τους γέροντες και τις γριούλες από όλα τα μέρη της Μικράς Ασίας. Και όταν του το ζήτησα το υλικό για να το καταγράψουμε, «Θα σ’ το δώσω αργότερα», «Θα σ’ το δώσω αργότερα». Δεν είχε παντρευτεί αυτός, ήταν μεγάλος σε ηλικία, χάθηκε το υλικό. Είμαι πάρα πολύ στενοχωρημένη, διότι είχα συλλέξει, σας λέω, τις ιστορίες από όλη τη Μικρά Ασία. Τέλος πάντων, γίνονται και τέτοια.
Τι σας έλεγαν αυτοί οι άνθρωποι θυμάστε;
Πρώτα πρώτα μού έλεγαν πώς ζούσαν εκεί. Μου έλεγαν για τα γλέντια που κάνανε στους γάμους, τα φαγητά που μαγείρευαν, το πώς εξελισσόταν τα προικιά, το τι κουβαλούσαν, το τι ιδιαίτερα φαγητά και γλυκίσματα έκαναν, τα οποία μερικά τα ’φεραν και εδώ οπωσδήποτε, το τι φτιάχνανε το Πάσχα και τα Χριστούγεννα στις γιορτές, πώς τις γιόρταζαν, τις Αποκριές. Εδώ η εκκλησία, η συνοικία, δεν έκανε αποκριάτικα γλέντια, γιατί είχαμε έντονη πνευματική κίνηση. Αν έχεις ακούσει το όνομα πατήρ Νεκτάριος, ο οποίος ήτανε επί 60 έτη ο πνευματικός καθοδηγητής και κατηχητής και εξομολόγος και 60 έτη πρωτοσύγκελος στην Κορινθία, ήταν λίγο αυστηρός σε αυτά τα πράγματα και εγώ δεν είδα υπαίθρια να κυκλοφορούν μασκαράδες. Λέγανε για τον τόπο τους μερικοί ότι είχανε και δρώμενα και τα λοιπά. Στα σπίτια μέσα κάναμε τέτοια πράγματα. Εγώ θυμάμαι τους δικούς μου, μαζεύονταν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς συγγενείς και φίλοι, ντύνονταν μασκαράδες. Άλλος έκανε τον αρκουδιάρη, άλλος έκανε την [00:40:00]αρκούδα και τα λοιπά, γελούσανε, φαγητά δεν μπορείτε να φανταστείτε. Δεν μπορείς να φανταστείς. Η Καθαρά Δευτέρα νηστεία υποχρεωτική. Τις νηστείες τις τηρούσαν απαρέγκλιτα. Και κοντά στους μεγάλους και τα παιδιά φυσικά. Αετούς θυμάμαι, ο αδερφός μου έφτιαχνε συνέχεια αετούς. Πατίνια τα αγοράκια. Οι γειτονιές ήταν γεμάτες παιδομάνι που και βοηθούσαν στο σπίτι αλλά και παίζανε. Παίζανε. Τα περισσότερα δε παιδιά, πρέπει να πούμε, μόλις τέλειωνε το δημοτικό, ετρέποντο σε εργασία. Πολλές φορές ενθυμούμαι και τον πατέρα μου, ως δάσκαλο, εδώ στο σχολείο αυτό, και άλλους, που πήγαιναν σε οικογένειες και τους λέγανε «Μην το αδικήσεις το παιδί σου, στείλ’ το στο γυμνάσιο». «Μα, δάσκαλε, πρέπει να δουλέψει. Πώς θα ζήσουμε;» Δηλαδή επέμενε ο δάσκαλος σε μερικά σπίτια. Και μερικοί του το χρωστούσαν. «Kαλά που πήγε», ξέρω γω, μου λέγανε, «ο πατέρας σου και απαίτησε από τη μάνα μου να με στείλει στο σχολείο». Και βγήκαν δικηγόροι μετέπειτα, καθηγητές, διάφορα επαγγέλματα. Γιατί μόλις τέλειωνε το σχολείο, 12 χρονών, έβαζαν μια ποδιά με πρόκες και το σκεπάρνι, οικοδομή, ή μαθητευόμενοι στο ζαχαροπλαστείο, στο ραφείο, στο κουρείο. Δεν έμενε χωρίς εργασία ουδείς. Ουδείς. Τις πετσέτες του κουρείου και τα λοιπά τις έπλεναν οι κυρίες που ο άντρας τους ήταν κουρέας. Δεν πήγαιναν σε κανένα πλυντήριο, ούτε υπήρχαν τώρα τα χάρτινα που πετάμε. Όλα γίνονταν σιδερωμένα, πλυμένα, έτοιμα από τις γυναίκες. Και άλλες γυναίκες, ξέχασα να σας το πω, άλλες πήγαν υπηρέτριες, άλλες μαγείρισσες, σε άλλες, είπαμε, έπλεναν τα ρούχα, μερικές πήγαιναν απέναντι, στο Λουτράκι, πίσω στις Αλκυονίδες Νήσους, λέγονται Καλά Νησιά αυτές, οι Αλκυονίδες Νήσοι. Εκεί φυτρώνουν τα θαλασσινά ραδίκια, ανάμεσα σε αγκάθια. Είναι ένα πολύ ωραίο θαλασσινό ραδίκι, αλλά είναι μέσα σε αγκαθάκι. Είναι σαν αγκάθια. Τα μάζευαν, τα φορτώνονταν σε τσουβάλια, έρχονταν στο σπίτι, τα καθάριζαν και τα πουλούσαν σε οικογένειες δικηγόρων, γιατρών, να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Εγώ τις θυμάμαι στις αυλές που καθάριζαν. Η κυρά Ρούδα, η κυρά Σωτήρα, η κυρά ξέρω γω πως τις λέγανε τις άλλες. Τσουβάλια. Στα Καλά Νησιά. Πήγαιναν στα Γεράνια και φέρναν κουκουνάρια για να κάνουν το προσάναμμα για την φουφού. Όλα με τη δική τους προσωπική εργασία. Αλλά παράλληλα η εκκλησία, εκκλησία απαρέγκλιτα. Το κατηχητικό κατηχητικό. Έτρεχαν όλοι να ακούσουν τον πατέρα Νεκτάριο ή οποίον γέροντα μιλούσε. Οι νηστείες. Εμείς καμιά φορά πηγαίναμε να ξεφύγουμε! Έπειτα από το ’28, όμως, οι άνθρωποι εδώ, όπως είχαν μάθει στον τόπο τους, ανέπτυξαν και μια άλλη κοινωνική ζωή, δημιούργησαν ποδοσφαιρική ομάδα, τον Άρη Κορίνθου. Με χρώματα κίτρινο και μαύρο, όπως ήτανε ο ΠΑΟΚ στην Θεσσαλονίκη ή η ΑΕΚ στην Αθήνα. Και ήταν μια διέξοδος. Δηλαδή εγώ σαν κοριτσάκι στο γυμνάσιο, την Κυριακή θα πήγαινα εκκλησία το πρωί, κατηχητικό το απόγευμα και μετά το κατηχητικό μπορούσα να πάω να παρακολουθήσω και τον αγώνα στο γήπεδο, πίσω από την εκκλησία. Ήταν η διασκέδασή μας η επιτρεπτή. Γιατί και το γυμνάσιο τότε απαγόρευε τον κινηματογράφο. Θα το έχεις ακούσει πιθανόν. Απαγόρευε την κυκλοφορία στα παιδιά του γυμνασίου μετά τις 8-9 το βράδυ, οπότε ήμασταν μες στο σπίτι. Ή μου έλεγε η μητέρα μου «Μια Κυριακή θα πάω εγώ εκκλησία, μια Κυριακή θα πας εσύ». Όταν ήτανε να μείνω εγώ στο σπίτι και να πάει η μητέρα μου, το έκανε σκόπιμα, για να με διδάξει. Είχε μισοβρασμένο το φαγητό, αλλά το παρακολουθούσα εγώ. «Θα προσέχεις το φαγητό, θα σκουπίσεις από το γεφυράκι έξω και την αυλή όλη αυτή, εντάξει. Θα στρώσεις τα κρεβάτια. Θα ’ρθω με μια φίλη μου να μας κάνεις καφέ και μετά ελεύθερη να φύγεις, να πας στη φίλη σου, να διαβάσεις, να γράψεις, να κάνεις ό,τι θέλεις». Δεν ήταν χάζεμα. Είχαμε τακτές εργασίες. Και δεν χωρούσε και αντίρρηση. Εμείς πηγαίναμε στο κατηχητικό, το οποίο είχε και μεγάλη δράση. Κάναμε τα Χριστούγεννα τραπέζια και τρώγανε όλοι οι ηλικιωμένοι και τα μοναχικά άτομα μαζί και εμείς, όχι μόνοι τους αυτοί λες και ήταν εργάτες. Όλοι μαζί στην αίθουσα του κηρύγματος. Πηγαίναμε σε σπίτια που είχαν ανάγκη με τρόφιμα. Εμείς, τα παιδιά του γυμνασίου, βοηθούσαμε τα φτωχότερα παιδάκια και που δεν είχαν δύναμη να προχωρήσουν στα γράμματα και τους κάναμε δωρεάν μαθήματα, όπως και οι δάσκαλοι δωρεάν φυσικά. Επίσης πήγα και στον Οδηγισμό, είχε και εδώ τμήμα, «Προσκοπίνες» που λέγαμε τότε. Οδηγισμό. Και αυτό ήταν πολύ ωραία απασχόληση. Πηγαίναμε μέχρι το Ναύπλιο, στήναμε τις σκηνές, να μάθουμε να τις στήνουμε, να τις ξεστήνουμε στο δάσος μέσα. Ήταν πολύ ωραίες απασχολήσεις αυτές.
Θυμάστε από την παιδική σας ηλικία άλλα πράγματα; Μου είπατε ότι κάνατε και πολλά ταξίδια λόγω του–
Υποχρεωτικά. Εγώ είχα κάνει ταξίδια… Να σας πω συγκεκριμένα, υπήρχαν στο χωριό, στο Καλέντζι, άνθρωποι που δεν είχαν κατεβεί ούτε στην πόλη. Φυσικό είναι τα χρόνια εκείνα. Υπήρχαν παιδιά που δεν είχαν δει θάλασσα. Εγώ, επειδή είχα ταξιδέψει με καράβι, Πειραιά-Αλεξανδρούπολη και επιστροφή κάνα 2-3 φορές, θεωρούμουν κοσμογυρισμένη. Είχα μπει σε τρένο, είχα μπει σε βαπόρι. Και μια φορά θυμάμαι ο πατέρας μου, Θεός σχωρέσ’ τον, ήταν άνθρωπος πολύ δημιουργικός, τους λέει «Εσείς ψηφίζετε εδώ τον Παπακωνσταντίνου. Πιάστε ένα λαγό και μια πέρδικα και πηγαίντε στην Αθήνα και πείτε του να σας φτιάξει σχολείο». Το χωριό δεν είχε σχολείο, κάναμε μάθημα σε μια πλινθόκτιστη αποθήκη του συνεταιρισμού των λιπασμάτων. Το ένα δωμάτιο ήτανε το σχολείο το μονοθέσιο, από πρώτη μέχρι έκτη, 50 παιδιά ο δάσκαλος, και δίπλα ήταν η κατοικία του δασκάλου κι έμενε η μητέρα μου και εμείς. Και άμα καμιά φορά ερχόταν κάνα παιδάκι βρεγμένο από τον Φωκά, στο δρόμο που τον έπιασε η βροχή, τον έστελνε ο πατέρας μου μέσα στη δασκάλα, στη μάνα μου, να το στεγνώσει το παιδί, να του βάλει ρούχα στεγνά για να μην παγώσει. Ήταν δύσκολες οι συνθήκες. Ένα θερμόμετρο υπήρχε στο χωριό, το σπίτι του δασκάλου είχε μόνο θερμόμετρο. Δεν είχε συγκοινωνία Ζευγολατιό-Καλέντζι, με τα πόδια ανεβοκατέβαινε ο πατέρας μου να κατεβεί να πληρωθεί στην Κόρινθο, μέχρι του Κουτρουμπή το χάνι. Ήταν δύσκολη η Ελλάδα. Σκεφτείτε τώρα το ’22 που ήρθαν οι άνθρωποι, πόσο δύσκολα ήταν. Δηλαδή και οι εντόπιοι άνθρωποι, οι Έλληνες, δεν ζούσαν σε πολύ καλές συνθήκες όλοι. Ιδιαίτερα στα ορεινά. Και μια μέρα που έφερε… τελικά πραγματικά ο πρόεδρος εκεί, ο Παπακωνσταντίνου, έβγαλε ένα κονδύλι και να γίνει σχολείο στο Καλέντζι. Όταν έφερε, λοιπόν, επάνω τα υλικά οικοδομών ένα φορτηγό, συνεννογιέται με τον φορτηγατζή, μας βάζει όλο το σχολείο μέσα και μας κατέβασε Κόρινθο και μας έφερε και είδαμε εδώ τη διώρυγα. Εκπαιδευτική εκδρομή τα παιδάκια, από την πρώτη μέχρι την έκτη. Και από εκεί μας πήγε στο Ξυλόκαστρο, στον Πευκιά, «Βγάλτε τα παπούτσια σας τώρα», λέει, «και μπείτε μέσα. Πάρτε και λίγο νερό να καταλάβετε την αρμύρα». Δεν το ήξεραν τα παιδιά. Δεν το ήξεραν. Τους έβαζε, τους έλεγε… «Ρε σεις», τους λέει, «το βλέπετε αυτό που κρέμεται από εκεί; Είναι μελίσσι». Την ζάχαρη δεν την ξέρανε στο χωριό. Ό,τι προϊόντα παρήγε ο καθένας. Τα γουρουνάκια τους, τα αρνάκια τους, τις κοτούλες τους, πλούσια τα ελέη, αυτά. Και «Πιάστε το με…» «Πώς να το πιάσουμε, δάσκαλε, το μελίσσι;» Και τους έμαθε τα τρυγοκόφινα, τα επένδυαν από μέσα με λάσπη και τα έκαμαν κυψέλες. Γιατί ήρθε και ζήτησε εδώ στην γεωργική υπηρεσία κυψέλες και του λένε: «Δεν ξέραμε και δεν έχουμε, θα σας φέρουμε του χρόνου, δάσκαλε, και μπράβο σας που διαδίδεται τη μελισσοκομία». Αφού έκαναν έτσι τα παιδιά και τρώγανε το χώμα. Δεν υπήρχε γλυκό πουθενά. Έλεγαν της μαμάς μου οι κυρίες εκεί, οι χωρικές: «Μωρ’ κυρα-δασκάλα, πώς τις κάνεις τούτες τις καβαλίνες;» Τους κεφτέδες. Η μαμά μου είχε μηχανή του κρέατος, χειροποίητη, προίκα, τότε παίρναν τα κορίτσια και προίκες, και έκανε κεφτέδες. Δεν τους ξέραν τους κεφτέδες. Οι άντρες με το στρατιωτικό βγαίν[00:50:00]ανε, πήγαιναν και σε άλλα μέρη, οι γυναίκες δεν βγαίνανε. Μπορεί εκεί που γεννιόντουσαν να παντρευόντουσαν ή εκεί ή στο πλαϊνό χωριό. Και τους έλεγε «Θα σκάψουμε όλοι, θα γίνει με προσωπική εργασία. Κάθε οικογένεια θα φέρει έναν, τον γιο ή τον πατέρα, και θα φέρουμε το νερό από το βουνό στα σπίτια σας. Δεν ντρέπεστε λιγάκι να κουβαλάνε οι γυναίκες σας με τη βαρέλα το νερό στο σπίτι;» Δηλαδή τους έφτιαξε, τους έβαζε σε σειρά. Ο δάσκαλος ήταν πάντα μια εστία προόδου. Ιδιαίτερα οι άντρες.
Κι εσείς θυμάστε να φεύγετε από δω από την Κόρινθο και να πηγαίνετε… μου είπατε ότι πήγατε στον Έβρο;
Πήγα τότε, σας λέω, με τον πατέρα μου, που ήταν δάσκαλος, μετά το τέλος της Κατοχής. Καταρχάς, ήταν ακόμα με τη φορεσιά τη στρατιωτική, ήταν σαν ανθυπολοχαγός. Είχε υπηρετήσει το Ρούπελ το ’40, μετά στον ανταρτοπόλεμο και τα λοιπά και ακόμα ήταν με τη φορεσιά τη στρατιωτική σαν ανθυπολοχαγός στην Αλεξανδρούπολη. Την άλλη χρονιά τελείωσε τη θητεία του, σταμάτησε ο πόλεμος, και πήγε στη θέση του, που ήταν οι Καστανιές του Έβρου και η Ορεστιάδα. Μια περιοχή κοντά στα ελληνοβουλγαρικά-τουρκικά σύνορα. Εκεί, λοιπόν, φοίτησα στην τρίτη δημοτικού. Θυμάμαι δε τη δασκάλα μου, την κυρία Μαρία Ιωαννίδου, στην τρίτη τάξη, η οποία προήρχετο από την Αδριανούπολη και της οποίας μας έλεγαν… εκεί έλεγε στους δασκάλους και το έμαθα και εγώ μετά, τον πατέρα της τον είχαν κάψει το ’22 οι Τούρκοι μέσα στο φούρνο του, ζωντανό. Δηλαδή όταν έφυγε ο Ελληνικός Στρατός, εκκενώθηκε η Ανατολική Θράκη, όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν σκοτώθηκαν επί τόπου. Οι άνθρωποι πέρασαν τα πάνδεινα. Ήταν μια κυρία σοβαρή, εξαιρετική, φιλική. Αρκεί να σου πω τούτο, που με σημάδεψε στην καριέρα μου. Μια φορά μας είχε βάλει να γράψουμε μια έκθεση. Εγώ στο σπίτι, δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν την έγραψα. Είχαμε επισκέψεις, το ξέχασα. Ενώ ήμουν καλή μαθήτρια. Πάω την άλλη μέρα, διάβασε το ένα παιδάκι την έκθεση, που το φώναξε η δασκάλα, μου λέει, «Διάβασε και εσύ, Βασιλικούλα μου, την έκθεσή σου». Ανοίγω κι εγώ το τετράδιο και έλεγα απέξω, χωρίς να έχω γράψει τίποτα. Το κατάλαβε η γυναίκα. Δεν με πρόσβαλλε. Δεν με έδειρε. Όταν βγήκαν διάλειμμα τα παιδιά, μου λέει «Εσύ τώρα θα καθίσεις μέσα, σε θέλω. Θα καθίσεις να γράψεις την έκθεσή σου, παιδί μου. Αλλά έπρεπε να μου το ’χες πει, όταν ήρθες το πρωί. “Εγώ, κυρία, δεν πρόλαβα να γράψω”. Δεν είναι κακό όταν μας συμβαίνει κάτι, αλλά δεν πρέπει να κρυβόμαστε». Αυτό μου έδωσε ένα μάθημα για όλη την καριέρα μου, για τα παιδιά πώς θα τα αντιμετωπίζω. Όταν, δε, φύγαμε με μετάθεση και ήρθαμε Κόρινθο, δεν ήξεραν την ώρα, έφυγε νωρίτερα το τρένο, δεν ξέρω, και μετά μου γράφουν ένα γράμμα ότι είχε έρθει όλη η τάξη στο σταθμό, να με αποχαιρετήσει, με τη δασκάλα, και δεν πρόλαβαν το τρένο. Και ακόμα το έχω, κάπου κει είναι το γράμμα. Ναι.
Άρα μου είπατε ότι γίνατε και εσείς δασκάλα;
Ναι. Το ήθελα πάντα, είχα επηρεαστεί από τον πατέρα μου και από την αδερφή της μητέρας μου, που και αυτή ήταν δασκάλα και υπηρετούσε στη Μακεδονία τα πρώτα χρόνια. Συνήθως οι εκ νοτίου Ελλάδος τα πρώτα χρόνια υπηρετούσαν στη Βόρειο Ελλάδα και μετά από κάποια χρόνια έπαιρναν μετάθεση. Τα πρώτα χρόνια. Και είχα πολύ επηρεαστεί από αυτούς τους δύο ανθρώπους και δεν ήθελα. Και φιλόλογος μού έλεγαν να δώσω. Σημειωτέον ότι πέρασα πρώτη στην Ακαδημία στην Μαράσλειο, δεν έχει σημασία. Ήθελα μόνο δασκάλα. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ.
Θέλετε να μου πείτε για αυτή την εμπειρία της δασκάλας;
Είναι μοναδικό επάγγελμα. Είναι κάτι σαν μαμά, μορφωμένη, ψυχολόγο και καθοδηγητή. Είναι πολύ μεγάλος ο ρόλος. Δεν υπάρχει ομοιογένεια πάντα στα παιδιά. Άλλα παιδιά είναι από στρωτές οικογένειες, κάποια είναι από οικονομικά ασθενέστερες, κάποια είναι από μονογονεϊκές, ορφανά ή με μητριά. Συγκεκριμένα, θυμάμαι είχε ένα διήγημα το αναγνωστικό που έλεγε για τη μητριά, τη δεύτερη μητέρα, και μετά το σχολιάζαμε. «Τι λέτε, παιδιά, εσείς;» «Κυρία, είναι η κακιά μητριά όπως στη Σταχτοπούτα που την βασάνιζε» και τούτο και κείνο. Λέω «Συμφωνείτε όλοι, παιδιά;» Λοιπόν, ένα παιδάκι είχε το χεράκι του έτσι. Εγώ ήξερα, ο Στελάκης είχε ξαναπαντρευτεί ο πατέρας του. «Εμένα, κυρία, η δεύτερη μαμά μου είναι πάρα πολύ καλή. Δεν είναι όπως το λένε τα παιδιά για της Σταχτοπούτας τη μητριά. Με αγαπάει, με διαβάζει, με προσέχει». Δηλαδή καταρρίπτεις και μύθους. Είχα μιλήσει με τους γονείς και όταν υπήρχαν παιδάκια που δεν είχαν παπούτσια, δεν είχαν γιατί υπάρχουν και δυσκολίες, δεν ήταν όπως τώρα –που και τώρα ακόμα υπάρχουν– και ανταποκρίθηκαν οι γονείς και μου στέλνανε τσάντες με τα καλά πράγματα που είχαν. Και εγώ ,τώρα, ήξερα πού θα τα δώσω, αλλά για να μην προσβάλουμε και το παιδάκι αυτό και το κοριτσάκι, «Κυρία!», «Δεν σου κάνει εσένα, εσύ είσαι πιο ψηλή, δε σου χωράει τώρα αυτό το μπλουζάκι». Γύρω, γύρω, γύρω, το δίναμε στην Ελενίτσα και στον Παντελή. Παίρνανε και μερικά και από τα άλλα. Έπειτα πηγαίναμε σε οικογένειες φτωχές, Χριστούγεννα Πάσχα, να μάθουν να προσφέρουν ελεημοσύνη. Λέγαμε τα κάλαντα. Δεν ξέρω, ήτανε θεϊκό το επάγγελμα. Και στο Σοφικό που πρωτοπήγα και στα Γελινιάτικα. Είχαν κατ’ αρχάς δασκάλους μεγαλύτερους σε ηλικία, παλαιότερων αντιλήψεων, λίγο πιο αυστηρούς, με τη βέργα. Τώρα εμείς, νέοι άνθρωποι, με άλλες αντιλήψεις παιδαγωγικής και διδακτικής. Θυμάμαι τους είχα κάνει φορεσιές από γκοφρέ χαρτί και τα ’χα ντύσει λουλούδια στις επιδείξεις. Και σε ένα παιδάκι το είχα κάνει πεταλούδα, με σύρμα είχα κάνει τα φτερά, με ζελατίνα ενδιάμεσα για αυτά και πηδάγανε τα αυτά. Τα ’χαν χάσει στο χωριό, δεν είχαν δει τέτοια πράγματα από μεγάλους δασκάλους σε ηλικία. Δουλέψαμε πολύ ωραία, πολύ ωραία.
Και μου είπατε ήταν και ο μπαμπάς σας;
Ναι, ήταν και ο πατέρας μου, ναι.
Και σας ανέπνευσε κιόλας να στραφείτε προς αυτό;
Ναι, ναι, ναι. Η μητέρα μου ήθελε να με κάνει μοδίστρα.
Θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια για τους γονείς σας;
Δεν θέλω να φανεί ότι τους παινεύω. Ήταν αυστηροί άνθρωποι. Ο πατέρας μου δεν μας ακούμπησε ποτέ, ούτε να μας μαλώσει ούτε να μας… Είχε λόγο σοβαρό. Κυρίως η μητέρα έδινε την αγωγή. Δεν αντιδρούσε ο ένας με τον άλλον όταν έλεγε κάτι, ίσως συνεννοούνταν από πριν. Δεν φαίνονταν ότι αντιμάχονταν ο ένας με τον άλλο. Ήταν πιο λιγόλογος ο πατέρας μου, πιο σοβαρός, μας έλεγε πολλά για τη ζωή του στην πόλη, για τις εμπειρίες του, διάβαζε πάρα πολύ, το σπίτι μας ήταν γεμάτο εφημερίδες και βιβλία. Όλα αυτά τα βιβλία που έχω είναι ακόμα δικά του. Τα έπαιρνε και τα πλήρωνε με δόσεις. Εγκυκλοπαίδειες, αρχαίοι ποιητές και τα λοιπά, συγγραφείς. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με βιβλία. Η μητέρα μου ήταν άριστη νοικοκυρά. Άριστη, όταν λέμε άριστη δεν μπορείτε να φανταστείτε. Τη νύχτα μύριζε κάτι σαν βούτυρο και τα λοιπά, το πρωί οι κουραμπιέδες ήταν έτοιμοι. Τότε οι γυναίκες πραγματικά που δεν δούλευαν έβγαζαν μεροκάματο. Αυτή ήταν η λεγόμενη οικιακή οικονομία. Ενθυμούμαι το φθινόπωρο που έκανε τα τουρσιά. Τα μελιτζανάκια τα μικρά, τις ντομάτες της πράσινες, τις πιπεριές, τα αγγουράκια. Όλα αυτά τα έβραζε, τα γέμιζε μέσα με σκόρδο και καρότο και τα ’δενε, ξέρω γω πώς τα ’κανε, τα έβραζε με ξύδι και νερό –βρωμοκόπαγε το σπίτι ξυδίλα μια εβδομάδα–και τα έβαζε μέσα σε κιουπάκια πήλινα και όλο το χρόνο είχαμε τουρσί δικό μας. Με τα όσπρια, με τα ζυμαρικά, πάντα έβγαζε… Έπειτα, χυλοπίτες, τραχανάδες, τους έφτιαχνε το καλοκαίρι. Ενθυμούμαι που έκοβαν εκεί συνέχεια, και όλες εδώ οι κυρίες. Μάλιστα εδώ οι άλλες, οι Μικρασιάτισσες, κάναν και στριφτά μακαρόνια. Τις έβλεπα εδώ στα μπαλκονάκια και έστριβαν επάνω σε καθαρά σεντόνια και τα ’στριβαν έτσι, κάπως έτσι τα κάνανε. Οπότε είχαν εξασφαλίσει και τα ζυμαρικά τους και τα τουρσιά τους, χυλοπίτες. Η μαμά μου έκανε και τραχανά νηστίσιμο, μόνο με ντομάτα, για τις ημέρες της νηστείας. Τα γλυκά όλα. Χριστούγεννα, μελ[01:00:00]ομακάρονα, κουραμπιέδες, ό,τι γίνεται κάθε τέτοια εποχή. Γλυκά του κουταλιού, κάθε εποχή το δικό του γλυκό. Εγώ τα φτιάχνω τώρα σε ανάμνηση της μητέρας μου. Και μου έλεγε για τη γιαγιά, του πατέρα μου τη μητέρα, «Η γιαγιά σου η Βασιλική και τα χαλίκια γλυκό τα έκανε». Η Πολίτισσα γιαγιά μου. Και έκανε, μου έλεγε, και ένα ζωμό από βατόμουρα, το οποίο είναι λέει πολύ θρεπτικό για τα μωρά, τους δίνει βιταμίνες. Σιρόπι, ένα σιρόπι με βατόμουρα. Ήξεραν και πολλά. Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Άρα η κουζίνα ήταν μεγάλο… η μαγειρική ήταν μεγάλο κομμάτι;
Ναι, ναι, ναι. Έλεγε, άκουγα που έλεγε σε νεότερες κοπέλες μεγαλύτερες από μένα, «Η έξυπνη καλή νοικοκυρά βγάζει τον άντρα της ασπροπρόσωπο. Σας φέρνει έναν ξαφνικό επισκέπτη. “Καλώς τον!” Ώσπου να βάλετε τον καφέ, βάλτε και δυο μακαρόνια να γίνονται, βράστε και δύο αυγά και κόψτε τα, δύο σαρδελίτσες. Το τραπέζι γέμισε. Με ένα κιλό κιμά… μια οκά κιμά, τριών λογιών φαγητά μπορείτε να κάνετε. Τραβήξτε μια χούφτα και κάντε μακαρόνια με κιμά, κάντε δυο γιουβαρλάκια, άλλο ένα φαγητό και άλλο ένα κεφτέδες». Ήξεραν το 2 να τα κάνουν 4. Ήταν η τεχνική τους, έτσι είχαν μεγαλώσει, με πνεύμα οικονομίας, δηλαδή έβγαζαν το ότι δεν εργάζονταν, το σπίτι λειτουργούσε. Δεν νιώσαμε ποτέ ότι οικονομικά ήμασταν ασθενείς. Της μητέρας μου τα φορέματα τα πήγαινε δω σε μια μοδίστρα, μου έβαζε ένα μπλε που είχε, μάλλινο, του έβαζαν γιακαδάκι δαντελένιο και εδώ επίσης μανσετούλες και μου το έκανε δικό μου. Δηλαδή το παλιό το κάναμε για καλό στο παιδί. Το κοστούμι του πατέρα μου το έκανε στον αδερφό μου κοστουμάκι. Κοστούμι του αδερφού μου όταν μεγάλωσε αυτός, μετά το έκανα ταγιέρ εγώ. Δεν πετούσαμε τίποτα. Και ήμασταν καλοντυμένοι, δεν νιώθαμε μειονεκτικά, ότι δεν έχουμε. Πάρα πολλά χρόνια μετέπειτα, όταν τελειώσαμε το γυμνάσιο, πέρασαν τα χρόνια, συναντήθηκα με μια συμμαθήτριά μου από το γυμνάσιο. Ο πατέρας της είχε το βιβλιοπωλείο το κεντρικό της Κορίνθου. Και μου λέει η Ελένη: «Βρε Βασιλική, ξέρεις πόσο σε ζήλευα;» Λέω: « Γιατί, βρε Ελένη, εμένα;» «Γιατί ποτέ δεν έτρεξες να αγοράσεις κουλούρι και τυρόπιτα από το ζαχαροπλαστείο κοντά στο γυμνάσιο, που τρέχαμε όλοι στα διαλείμματα. Πάντα είχες στην τσέπη σου κουλούρια από τη μαμά σου». Μουστοκούλουρα, με πορτοκάλι, με αλισίβα, όλο κάτι φτιάχναμε.
Μου είπατε και η μαμά σας και η γιαγιά σας ήτανε στα γλυκά του κουταλιού…
Ειδικά η γιαγιά μου η Πολίτισσα και από αυτήν έμαθε και η μητέρα μου πολλά από αυτήν. Εγώ τώρα θα σε κεράσω –φάε και το γλυκό σου!– φτιάχνω το βύσσινο το ποτό με τα γαρίφαλα και τα λοιπά μέσα. Τώρα τα τελευταία 10 χρόνια κάνω και το αμαρέτο με κουκούτσια από βερίκοκο. Δεν υπάρχει ωραιότερο, είναι μια ικανοποίηση. Όταν κουράζομαι από τα θέματα που γράφω και κάνω και ράνω με το σύλλογο, κάνω ένα τέτοιο γλυκό για να ξεκουραστώ λίγο πνευματικά.
Και η συνταγή είναι των..
Συνήθως είναι κλασικές συνταγές αυτές. Δεν είναι τίποτα το εξαιρετικό, να λέμε την αλήθεια τώρα. Και όποιος θέλει βρίσκει. Τώρα με τα μέσα εσείς που έχετε.
Και οι δικοί σας για την Πόλη τι σας έλεγαν;
Τον παρακαλούσα τον πατέρα μου και του έλεγα: «Καλέ, μπαμπά, τόσο…» Μιλάγαμε στον πληθυντικό, εμείς στο σπίτι μας είχαμε στον πληθυντικό. Πριν κοιμηθούμε του φιλούσαμε το χέρι, και στη μαμά και στον μπαμπά, αυτό μέχρι που τελείωσα το γυμνάσιο. Ήταν άλλο το τυπικό. Και τι λέγαμε τώρα;
Για την Πόλη.
Για την Πόλη. «Καλέ, μπαμπά, τόσα που θυμάστε», διηγείτο πολύ ωραία, και στο σχολείο τούς έλεγε, στα καφενεία τούς έλεγε, και για τον πόλεμο και τους Ιταλούς και τους Γερμανούς και αυτά, «γράψτε τα, γράψτε τα». «Ποιος θα τα διαβάζει, παιδί μου; Όλοι οι Έλληνες γράφουν», μου έλεγε. Όταν όμως πέθανε, επειδή ο αδερφός μου βγήκε γιατρός και πήγαινε το πρωί στη ΔΕΗ, πήγαινε ο πατέρας μου και του άνοιγε το ιατρείο επτά η ώρα μέχρι οκτώμισι, που γύριζε από τη ΔΕΗ και πήγαινε στο ιατρείο. Εκείνη την ώρα που ήταν μόνος του, έγραφε, μόνος του όταν ήταν. Και βρήκαμε στο χαρτοφύλακά του μέσα κόλλες αναφοράς όλη την παιδική του ηλικία, ώσπου φύγανε από την Κωνσταντινούπολη. Ότι πήγαινε με το τραμ στο Ζωγράφειο και μέσα στην καστανιέτα έπαιρνε το φαγητό από το σπίτι του. Ότι στο επάνω απαρτμάν που έμεναν στο Σισλί ήταν ο ιερέας, ο πατήρ τάδε, και τους μάζευε και τους μίλαγε για τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη. Ότι η θεία του η Δέσποινα, ξέρω γω, έκανε αυτό. Η άλλη θεία έκανε εκείνο. Όλη τη ζωή στην Πόλη. Το ’19, που πήγε ο στρατός στη Σμύρνη, το ’20 πήγε με τους Συμμάχους στην Κωνσταντινούπολη «και τρέξαμε όλοι και τους κερνάγαμε και τους ραίναμε τους στρατιώτες, γιατί πιστεύαμε ότι θα ελευθερωθούμε και εμείς». Δηλαδή, όπως ακριβώς είχαν ζήσει.
Ο μπαμπάς σας πότε ήρθε;
Ο πατέρας μου ήρθε… Εδώ είναι ο πατέρας μου και ο αδερφούλης του στην Πόλη. Έτσι έφυγαν, με αυτά τα ρούχα και ήρθαν στην Αλεξανδρούπολη με το τρένο. Έφυγε ο παππούς κρυφά. Γιατί ο παππούς μου είχε ποτοποιία και έκανε ούζο και κονιάκ. Έπαιρνε τα σταφύλια από την ιδιαίτερη πατρίδα του, που ήταν η Ανατολική Θράκη, τα Γανόχωρα λέγεται η περιοχή αυτή, με καΐκι, τα έφερνε στην Πόλη και εκεί σε εργαστήριο τα έκανε μούστο και τα επεξεργαζόταν και τα έκανε ποτά. Παρότι οι μουσουλμάνοι δεν πίνουν, στα κρυφά πίνουν όλοι. Και έλεγε ότι «Οι καλύτεροι πελάτες μου είναι οι Τούρκοι», έλεγε ο πατέρας μου ότι του ’λεγε ο πατέρας του. Και κάθε Σάββατο, λέει, ερχόταν στο σπίτι με τις μπαγκανότες, τις τούρκικες λίρες, στο μαντήλι, «Έλα, Βασιλική, βάλ’ τες στο σεντούκι». Και γέμιζαν, λέει, το σεντούκι, εκεί ήταν τα λεφτά. Μέχρι το ’19-’20 δεν πήγαιναν οι Έλληνες στο στρατό τον τουρκικό. Όταν όμως πήγε ο Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη, με τους Νεότουρκους άλλαξαν τα δεδομένα. Και κάλεσαν στο στρατό και τους Κωνσταντινουπολίτες, που μέχρι τότε δεν πήγαιναν. Πλήρωναν το μπεντένι, δηλαδή πλήρωναν χρήματα και εξαγόραζαν τη θητεία τους. Τώρα όμως τους δέσμευσαν να πάνε. Ο παππούς κρύφτηκε στο ταβάνι κι αμέσως του σφράγισαν την ποτοποιία. Οπότε βρέθηκε χωρίς δουλειά και κυνηγημένος. Και τους έλεγε η γιαγιά μου: «Δεν θα κοιτάτε κατά πάνω όταν θα ’ρθει η αστυνομία. Καθόλου κατά πάνω». Κρύφτηκε 2-3 μέρες, βρήκε τρόπο, το ’σκασε, ήρθε στην Ελλάδα ο παππούς. Η γιαγιά τον είχε χάσει για μήνες. Και κάποια στιγμή τής έστειλε μια ειδοποίηση ότι «Είμαι ήδη στην Ελλάδα. Πάρε τα παιδιά και ελάτε». Οι Τούρκοι με πολύ μεγάλη ευκολία δίναν διαβατήριο για να φύγουνε οι Έλληνες. Τους έβαλε διπλή φορεσιά εσώρουχα, τα ναυτικά ρούχα, μπήκαν στο τρένο και φθάσανε Αλεξανδρούπολη το ’23-’24, κάτι τέτοιο. Όταν φτάσανε, λέει, στην προβλήτα του σταθμού, τα παιδιά κερώσανε. Είχε πλημμυρίσει από πρόσφυγες που είχαν καταφθάσει από Μικρά Ασία, Θράκη. Χύμα. Φορούσαν, λέει –μας γράφει–, φορούσαν ένδυμα από τσουβάλια που είχε δώσει ο Ερυθρός Σταυρός ή η Near East, η διεθνής οργάνωση. Μια τρύπα για λαιμό και δύο τρύπες για χέρια. Τα παιδάκια με τσουβάλια και τρέχανε και αυτό και εδώ. Τα παιδιά κοκαλώσανε. Ενώ έλεγαν «Θα πάμε στην Ελλάδα, θα πάμε στην Ελλάδα», χαρά, «θα δούμε τον μπαμπά, θα βρούμε τον μπαμπά», μόλις έφτασαν εκεί, «Μαμά, να πάμε πάλι σπίτι μας, να μην κατεβούμε κάτω». Όμως κατεβήκανε. Μετά από 3 μήνες βρέθηκαν με τον μπαμπά. «Και τώρα τι κάνουμε εδώ, Βασιλική;» «Κάτι θα κάνουμε, Στρατή, δεν θα χαθούμε». Μέσα στο αντίσκηνο, λοιπόν, που τους είχαν δώσει, λέει η γιαγιά: «Ξέρεις τι θα κάνουμε;» Η γιαγιά που είχε 2 υπηρεσίες εκεί. «Θα κάνουμε ατζέμ τσάι και θα πουλάμε στους μαστόρους που χτίζουν την πόλη». Γιατί είχε αρχίσει η ανέγερση. Η Αλεξανδρούπολη είναι νέα πόλις, επάνω σε σχέδιο που έγινε από Ρώσου[01:10:00]ς αρχιτέκτονες, γι’ αυτό είναι και πολύ ωραία πόλις, με ωραία... με πολεοδομία. Και ατζέμ τσάι –το ατζέμ τσάι θα πει με πολλά μυρωδικά μέσα, του βουνού τσάι και βάζανε μέσα και λίγο ευρωπαϊκό, και κανέλα και γαρίφαλα και τα λοιπά– και το δίνανε σε ειδικά ποτήρια στους εργάτες. Δηλαδή ξεκίνησαν από το μηδέν οι καημένοι οι άνθρωποι. Και μετέπειτα ο παππούς τον πήρανε στο ταχυδρομείο και έκανε τον ταχυδρόμο, με άλογο, στα περίχωρα της Αλεξανδρουπόλεως. Επέζησαν. Και στο τέλος μες στην πόλη, εγώ τον γνώρισα σαν παιδάκι όταν πήγαινα πια εκεί στη δευτέρα δημοτικού, που γύριζε με την τσάντα του σε όλη την πόλη και μοίραζε τα γράμματα και εσύ τώρα, που ήσουν κοπελίτσα, έλεγες: «Μπαρμπα-Στρατή, άμα μου στείλει γράμμα ο στρατιώτης, ο αρραβωνια… μην το δει η μαμά μου». Είχαν και τα μυστικά! Και το ’δινε κρυφά στο κορίτσι. Και τον αγαπούσαν όλοι στην πόλη. Στην χήρα που ’παιρνε από τον γιο τον στρατιώτη, στην κοπελίτσα, «Ο μπαρμπα-Στρατής, ο μπαρμπα-Στρατής», με το χαμόγελο σε όλους.
Εσείς τον θυμάστε;
Ναι, ναι, ναι. Θυμάμαι, είχα έρθει μετά και στην Κόρινθο που έχει κάνει εδώ εγχείρηση σε ένα γιατρό Κήνα, όταν ήμασταν εδώ ήδη μετά το ’50.
Και η μαμά σας, θυμίστε μου, μου είπατε ότι ήρθε από Ανατολική Θράκη.
Από Ανατολική Θράκη. Αυτή το ’22. Αυτοί μένανε ακριβώς στην πίσω πλευρά του Έβρου, στα χωριά που λέγεται Κεσσάνη η περιοχή, το μεγαλύτερο, η κωμόπολης. Το χωριό λεγόταν Καρατζά Χαλί στα τούρκικα ή Ταπητοχώριον στα ελληνικά. Δηλαδή πέρασαν τον Έβρο και μπήκαν κατ’ ευθείαν στο ελληνικό έδαφος. Μάλιστα, τα αδέλφια του παππού μείνανε στην κωμόπολη Φέρες, αν έχεις υπόψη σου. Ο παππούς έμεινε στα τρένα 9 μήνες. Δεν είχαν πού να μείνουν οι άνθρωποι. Σε σκηνές, τρένα, σε βαγόνια. Και εκεί του είπε κάποιος «Παπα-Νικόλα», ο παππούς μου ήταν παπάς, ήρθε παπάς από κει, θα σας δείξω μετά και τη φωτογραφία του, και του λέει «Παπα-Νικόλα, στην Πελοπόννησο θέλουν παπάδες, δεν έχουνε. Κατέβα κάτω». Και πήρε τη γυναίκα του, τη μεγάλη του την κόρη, η οποία είχε συνάψει εν τω μεταξύ και ένα ερωτικό, ας πούμε, ειδύλλιο με έναν άλλο πρόσφυγα εκεί, αλλά την πήρε και ήρθαν εδώ, έναν άλλο, τον γιο μεγαλύτερο, και τη μαμά μου 7 ετών. 3 παιδιά τότε. Αφού είχε θάψει καμιά 6-7 στο χωριό από παιδικές ασθένειες. Και ήρθαν κάτω στην Κόρινθο. Ο Σεβασμιότατος τότε, ένας που ελέγετο Δαμασκηνός, μια μορφή πνευματική, τον έβαλε ιερέα στο χωριό που λέγεται Κεφαλάρι ή Ντούσια. Τότε ήταν Ντούσια το λέγανε. Αυτός ο άνθρωπος, ο παππούς, έκανε κει τον παπά 4 χρόνια; Μιλούσαν μόνο αρβανίτικα εκεί. Ούτε μια λέξη ελληνική. Είναι το μόνο χωριό που μιλάει νομίζω αρβανίτικα – νομίζω. Και του έλεγε η γιαγιά μου; «Παπά μου, πού ήρθαμε σε αυτούς τους άγριους; Δεν καθόμασταν εκεί να μας σφάξει ο Κεμάλ;» Γιατί έβλεπε ότι οι γυναίκες, όπως έτρεχαν με τα μακριά τα φουστάνια, αυτά που φοράνε τα παραδοσιακά, με συγχωρείς, άνοιγαν τα πόδια και ουρούσαν χωρίς εσώρουχο. Και η γιαγιά τα ’χασε. Της γιαγιάς μου τα βρακιά ήταν όλα με δαντέλες και κεντημένα. Άλλος κόσμος, άλλη ζωή. Κάθε τόπος έχει τα δικά του, και τα καλά του και τα άσχημα. Και μιλούσαν και αρβανίτικα, είχαν πολλές δεισιδαιμονίες με νεράιδες, με φαντάσματα, δεν υπήρχε συγκοινωνία στα χωριά, παιδί μου, δεν υπήρχε φως. Ήταν πίσω ο κόσμος, δεν φταίνε οι άνθρωποι. Πήγαιναν, λέει, να δουλέψουν τα περιβόλια γύρω από τη λίμνη της Στυμφαλίας και ανέβαιναν οι βδέλλες στα πόδια τους και τους δάγκωναν, τους ρουφούσαν το αίμα και πάθαιναν ελονοσία και πέθαιναν. Με το τίποτα! Ήταν η ζωή πολύ δύσκολη. Εκεί τον αγάπησαν όλοι οι χωριανοί. Γιατί ήταν πολύ καλός ιερέας, είχε βγει ιερέας στο Φανάρι ο παππούς. Αγαπούσε τη δουλειά του πάρα πολύ. Αρκεί να σου πω ότι εδώ που ήρθε, μετά από την Ντούσια, είχαν πάει κάποιοι από δω από το συνοικισμό και δούλευαν σε κάτι δρόμους που γίνονταν στην ορεινή Κορινθία και συνάντησαν τον παπα-Νικόλα πρόσφυγα εκεί πάνω. Και πάνε στο δεσπότη, «Φέρε μας τον παπα-Νικόλα που είναι και πρόσφυγας στην πόλη μας». Και τον πήρε από κει, τον έφερε εδώ. Δεν πέρασε ούτε μια μέρα το χρόνο να μην κάνει το πρωί όρθρο και το βράδυ εσπερινό. Όχι μόνο την παραμονή των εορτών των μεγάλων. Έτσι είχε μάθει. Την καρέκλα του, όταν τέλειωνε, και καθόταν έξω από την εκκλησία. Όποιος περνούσε τον καλημέριζε, «Πώς πάνε οι δουλειές;», «Τι κάνεις;», εξομολόγηση. Του έλεγε: «Δεν σε είδα χτες στην εκκλησία. Τι έγινε; Για δεν ήρθες;» Ήξερε τη θέση του καθενός. Πήγαιναν εκκλησία το πρωί και μετά στο χτήμα την Κυριακή. Δεν υπήρχε περίπτωση. Ήταν όλοι μορφές.
Μου είπατε ότι γεννηθήκατε το ’42. Την περίοδο του πολέμου τη θυμάστε;
Καθόλου. Το ’42 δεν θυμάμαι τίποτα. Απλώς μου έχει πει η μητέρα μου με τον πατέρα μου ότι ήταν πολύ δύστυχα χρόνια, ειδικά το ’42-’41 που πέθαινε ο κόσμος στην Αθήνα από την πείνα οι περισσότεροι, και εδώ στις πόλεις δυσκολευόντουσαν οι άνθρωποι. Και ότι πολλοί κουβεντιάζανε και λέγανε «Κάτι πρέπει να κάνουμε, να μη μας πάρουν το στάρι οι Γερμανοί», όλοι και τα λοιπά και κυκλοφορούσαν και κάποιοι ύποπτοι άνθρωποι που συνεργάζονταν με Γερμανούς και ότι έλεγες εσύ, έστω και αυτό το αθώο, μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Γι’ αυτό, επάνω στο μνημείο που υπάρχει στου Νέγρη το κτήμα, έξω από την Κόρινθο, έχουν σκοτωθεί άνθρωποι άδικα. Ούτε βόμβα βάλανε ούτε σκοτώσανε Γερμανό, απλώς από σχόλια και από… τέλος πάντων. Ο πατέρας μου ήρθε από το Ρούπελ, που πολέμησαν εκεί. Εδώ πήγε ένα διάστημα, γιατί έγινε κάποια τέτοια συζήτηση και ξαμολήθηκαν ένα βράδυ και μάζεψαν οι Γερμανοί ανθρώπους. Και έναν άλλο δάσκαλο –κάπου έχω και τη φωτογραφία του– κι αυτός είχε έρθει από την Αλβανία ο καημένος και πήγε και χόρευαν εκεί με το γραμμόφωνο σε ένα γειτονικό σπίτι με τις άλλες κοπέλες και τους νέους της γειτονιάς και πήγαν και τον πήραν. Ότι τάχα και αυτός έκανε αντίσταση κατά των Γερμανών και τον σκότωσαν στου Νέγρη. Ήρθαν να πιάσουν, λέει, και τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου πήδηξε στην αυλή, από την αυλή πήδηξε στην άλλη μάντρα, κρύφτηκε στο κοτέτσι από κάτω. Την άλλη μέρα βγήκε στο βουνό, στη Στυμφαλία. Έγινε η μάχη της Στυμφαλίας. Ο πατέρας μου ήταν πυροβολητής πάρα πολύ καλός και έκανε, λέει, μεγάλη ζημιά στους Γερμανούς. Αλλά μετά επειδή είδε ότι ξεκίνησε και ένας αγώνας άχρηστος μεταξύ οικογενειών, από παλαιά πάθη και μίση, από κληρονομικά και πήγαν πολλοί άνθρωποι χαμένοι και από τη μία πλευρά και από την άλλη, έφυγε, απεχώρησε. Απεχώρησε. Και όταν τελείωσε το ’44 η Κατοχή πήγε πάλι επάνω στην πατρίδα του, στο Σπήλαιο, με εμένα 3 ετών. Η μητέρα μου έγκυος στο δεύτερο παιδάκι, το οποίο ήτανε 6-7 μηνών όταν έφυγε από την Κόρινθο με το μωρό, με την κοιλιά εκεί και με εμένα μικρό παιδάκι, 2-3 ετών… 2 ετών. Με το καΐκι μέχρι Αλεξανδρούπολη 10 μέρες, από κει με το τρένο Ορεστιάδα, από εκεί με το… δεν ξέρω με τι, με το ζώο, ως το χωριό με αμάξι που το κινούσαν βόδια. Μόλις έφτασε στο χωριό η γυναίκα γέννησε πρόωρα. Έζησε το παιδάκι 3 μέρες και πέθανε. Το δεύτερο παιδάκι της. Μετέπειτα τον πήγαν στις Καστανιές του Έβρου με μετάθεση, πιο μεγάλο χωριό. Μετά ήρθε το ’47, τον ξαναεπιστράτευσαν, ξαναπήγε πάλι στον ανταρτοπόλεμο. Και η μαμά κατέβηκε κάτω με εμάς τα παιδιά, γιατί είχε γεννηθεί ο αδελφός μου εν τω μεταξύ, ο δεύτερος, το άλλο μου, ο αδερφός μου ο γιατρός, εκεί το ’47. Ανταρτόπληκτοι όντες στην Ορεστιάδα. Βάσανα. Και αφού λέω καμιά φορά «Βρε μαμά, πώς τα κουβάλαγε;» Αυτό τον μπουφέ έχει πάει 3 φορές επάνω και έχει γυρίσει. Όλα τα φλιτζάνια, το σερβίτσιο της, τα τύλιγε με φανελίτσες και με βρακάκια και τα πήγε και τα ’φερε με το καράβι. Ταλαιπωρίας το ανάγνωσμα. Η ζωή μετά το ’50 ηρέμησε στην Ελλάδα.
Για τον πόλεμο σας– [01:20:00]
Δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο μου έχει πει η μαμά μου ότι μια φορά εγώ είχα κοκκύτη, σαν μωρό, και έβηχα πάρα πολύ και περνούσε απέξω μια περίπολος γερμανική. Οπότε χτύπησε την πόρτα και μπαίνει μέσα. Η μάνα μου όταν είδε τον Γερμανό κοκάλωσε, εγώ, λέει, είχα μελανιάσει από το βήχα. Κάτι της είπε αυτός, δεν κατάλαβε τίποτα, έφυγε. Σε λίγο ξαναγυρίζει με διερμηνέα αυτός. Και της λέει «Είμαι γιατρός. Θέλω να μου βρεις έναν ψαρά της γειτονιάς σας». Κατά καλή συγκυρία, πλάι ήταν ένα παλικαράκι 15 χρόνων, 16, λέει, που όλη την ημέρα ψάρευε χταπόδια για να ζήσουν οι άνθρωποι, πλατσούριζε στα νερά και κάτι κουβαλούσε σπίτι του. Και τον πήρε και του λέει «Θα πιάσεις και θα φέρεις απ’ τα βράχια επάνω», ο διερμηνέας του τα εξηγούσε «ψείρες από ψάρια. Ένα μικρό ζωύφιο με ποδαράκια που είναι ψείρες των ψαριών». Και της λέει της μαμάς μου «Αυτά που θα σ’ τα φέρει το παιδί, θα τα ξεράνει στον ήλιο, θα τα κοπανήσεις και θα τα βάζεις μέσα στο γάλα του μωρού». Φάρμακα δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη. Πεθαίναν τα παιδιά σαν τις μύγες. «Και θα πάρεις φύκια και θα γεμίσεις το μαξιλαράκι και το στρωματάκι του μωρού, να αναπνέει το ιώδιο». Μου λέει «Θες από κείνο;» «Και θα πίνει και γάλα από γαϊδουρίτσα άμα βρείτε». «Θες ήσουνα γερή;» Και της είπε «Εγώ doctor. Κι εγώ baby στη Γερμανία». Μου λέει «Ήταν κακοί οι Γερμανοί», μου λέει, «κάναν πολλά κακά, αλλά αυτός», λέει, «ήταν άλλος άνθρωπος». Ναι.
Ο μπαμπάς δηλαδή δεν σας έλεγε, δεν αφηγούνταν τις ιστορίες του;
Κυρίως τα έλεγε στα καφενεία, ειδικά για το Ρούπελ. Ήταν στα τάγματα προκαλύψεως του Ρούπελ, απ’ έξω από τα οχυρά. Γιατί, αφού ήταν από τη Θράκη η καταγωγή του, εκεί τον έβαλαν να υπηρετήσει. Και, θα το ξέρεις και εσύ φυσικά, ότι τελικά τα οχυρά δεν έπεσαν, παρεδόθησαν. Και μάλιστα οι Γερμανοί παρουσίασαν και όπλα, όταν βγήκαν μέσα από τα οχυρά οι Έλληνες. Μετά όμως, βέβαια, τους είχαν βάλει, λέει, μέσα σε μια αποθήκη στο Πράβι. Το Πράβι είναι η Ελευθερούπολης. Διηγείτο πολύ ωραία, πολύ ζωντανά, γιατί τα έζησε ο άνθρωπος και «Έβαζαν μέσα», λέει, «το μπουρί της σόμπας με τον καπνό για να μας δυσκολεύουν». Και κάποια μέρα, αυτός και ένας άλλος το ’σκασαν από εκεί που ’καναν, τους βγάζαν έξω να πάρουν το συσσίτιο και τα λοιπά, πήδησαν τα σύρματα και περπατώντας πήγαν στην Αλεξανδρούπολη, στον τόπο τους. Εκεί, όμως, έμαθαν ότι η οικογένεια του πατέρα μου, ο παππούς και η γιαγιά με τα αδέλφια τα μικρότερα, που είχαν εντωμεταξύ γεννηθεί στην Ελλάδα, είχαν φύγει από εκεί και είχαν έρθει Κόρινθο. Γιατί είχε μια ανιψιά η γιαγιά παντρεμένη στην Κόρινθο. Και εκεί φοβήθηκαν, γιατί φοβόντουσαν πάντα τους Βουλγάρους, που ήταν σύμμαχοι των Γερμανών. Και τελικά οι Βούλγαροι είχαν πάρει και την Αλεξανδρούπολη και διοικούσαν οι Βούλγαροι την περιοχή εκείνη, Ανατολική Θράκη. Όχι Ανατολική, την Δυτική τώρα. Και όταν δεν τους βρήκε εκεί ο πατέρας μου, κρύφτηκε, λέει, μέσα σε ένα τρυγοκόφινο, τον έβαλε ένας μανάβης που μετέφερε με το καΐκι προς την Λήμνο, Μυτιλήνη, ξέρω γω πού, από το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως, γιατί αν βλέπανε στρατιώτη θα τον σκοτώνανε. Το σπίτι του το κάψανε οι Γερμανοί, το πατρικό στην Αλεξανδρούπολη, το βρήκε καμένο δηλαδή. Όταν είχαν φύγει οι γονείς του, το σπίτι το βρήκε καμένο και του είπαν «Οι γονείς σου έχουν φύγει». Και ήρθε μέσω μετά Χίου και τα λοιπά, ήρθε στον Πειραιά και από τον Πειραιά βρήκε τους γονείς του στην Κόρινθο. Και έτσι γνωρίστηκε με τη μαμά μου και παντρεύτηκαν εδώ. Ιστορίες.
Να σας ρωτήσω και κάτι άλλο για τη μαμά σας, μου είπατε ότι της άρεσε να κάνει κεντήματα.
Στη μηχανή ιδίως, αυτό το μαξιλάρι το έχει κάνει η μάνα μου με την κυρία. Στο χέρι είναι αυτό. Της έλεγε ο παππούς… ο παππούς πήγαινε και της αγόραζε, λέει, τόπια με ύφασμα βελγικό, λινό, ευρωπαϊκό, «Ρε κορίτσι μου, εγώ σου φέρνω ολόκληρο το τόπι και εσύ τουκ, τουκ, τουκ, το κόβεις». Τραπεζομάντηλα, σεντόνια, μαξιλάρια, κουρτίνες, όλα κοφτά.
Και μαθαίνατε και εσείς;
Εγώ όχι, εγώ μηχανή δεν.
Αλλά μάθατε να…
Να κεντώ σταυροβελονιά, ήταν της εποχής τότε. Μετέπειτα η μαμά μου, αφού κέντησε όλα αυτά στην εποχή της, την προίκα της, έτσι λέγαν τότε, και αντάλλασσαν και οι φίλες μεταξύ τους. Δηλαδή αυτά τα πετσετάκια, ας πούμε, που έχω εδώ τώρα, της τα έκανε δώρο μια φίλη της. Η μαμά μου της είχε κεντήσει σεντόνια με αζούρ γύρω γύρω και κεφαλάρι. Αντάλλασσαν μεταξύ τους οι φιλενάδες. Μετέπειτα, που πέρασαν τα χρόνια, καθιερώθηκε το κέντημα σταυροβελονιά. Πίσω σας αυτό το κέντημα το έχει κάνει η μαμά μου την εποχή του ’50. Ό,τι καινούργιο έβγαινε, δεν της ξέφευγε τίποτα. Έπρεπε να το κάνει. Βέβαια, αυτή η μπάντα εκεί, με το τσουβάλι. Τσουβάλια αμέτρητα. Αυτό εδώ, αμέτρητα.
Εσάς σας άρεσε να μαθαίνετε;
Εγώ τα γέμιζα… εγώ της έκανα το σκελετό και μετά η μάνα μου τα γέμιζε. Όλες οι γυναίκες εδώ, τι να σας πω; Τι να σας πω; Δεν έβλεπες να κάθεται καμία. Κάθονταν εκεί στο μπαλκονάκι και πλέκανε, καθαρίζαν τα χόρτα για να τα πουλήσουν. Δεν καθότανε καμία. Αμέσως ασβεστώθηκαν τα σκαλοπάτια σε αυτά τα ταπεινά σπιτάκια, μπήκανε κουρτινάκια πλεκτά με το βελονάκι. Άλλαξε ο κόσμος. Η γυναίκα, η γυναίκα έχει πολύ μεγάλο ρόλο.
Άλλαζε τη–
Ναι, ναι, ναι
…τη διάθεση του–
Του σπιτιού. Και σε αυτό και της οικογένειας.
Μου είπατε πριν ότι στην Κόρινθο έτσι ήρθανε πολλοί πρόσφυγες–
Ναι, πάρα πολλοί.
…και δημιουργήθηκε και ο συνοικισμός εδώ πέρα.
Το μεγάλο, ο μεγάλος συνοικισμός είναι αυτός. Δύο μικρότεροι συνοικισμοί είναι όπως πηγαίνουμε προς το στρατόπεδο δεξιά ένας μικρότερος και ένας άλλος αριστερά από το στρατόπεδο, στη Βρυσούλα που λέμε. Δηλαδή κάποιες γειτονιές ακόμα. Όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος κάτω από το στρατόπεδο. Όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος.
Και εσείς–
Να σας πω και κάτι άλλο που δεν το ξέραμε και το μάθαμε το ’20 που κάναμε τα «Μικρασιατικά», γιατί έχουμε καθιερώσει κάτι γιορτές τριήμερες. Και τότε βγήκε στην επιφάνεια ότι μια Αμερικανίδα φιλάνθρωπος της Near East, η Emma Cushman, δούλευε στη Μικρά Ασία και μάζευε τα ορφανά πολέμου, που φεύγοντας ο Ελληνικός Στρατός ακολουθείτο από τους Έλληνες, αλλά μένανε πολλά παιδιά χαμένες οι οικογένειες και τα λοιπά. Και είχε συγκεντρώσει αυτά τα παιδάκια όλα σε ένα ορφανοτροφείο στο Ικόνιο. Όταν έφυγε όλος ο κόσμος από την Μικρά Ασία και ξεκαθάρισε το πράγμα, μετέφερε αυτό το ορφανοτροφείο στην Κωνσταντινούπολη. Και μετά την Κωνσταντινούπολη, μετά το ’24 και τα λοιπά, το έφερε στην Κόρινθο. 3.000 παιδιά ορφανά, Ελληνάκια και Αρμενάκια. Γιατί, όπως ξέρεις, υπήρχαν και μερικοί Αρμένιοι που είχαν γλιτώσει το 1915, που ζούσαν και αυτοί στην Μικρά Ασία. Εδώ λοιπόν φιλοξενήθηκαν, λέει, στον παλαιό στρατώνα. Πέρσι ήρθε μια κυρία από τη Γαλλία και είπε ότι η γιαγιά της ήταν ένα από αυτά τα παιδιά και ήθελε να δει τον παλιό στρατώνα. Ούτε ο δήμαρχος το ’ξερε… όχι πέρυσι, το ’20, ούτε ο δήμαρχος το ’ξερε ούτε το έχω ακούσει ποτέ εγώ ούτε κανείς. Ήταν όμως υπαρκτή ιστορία. Όταν ψάχτηκαν τα αρχεία, όντως τα παιδάκια έμειναν εδώ από το ’23-’24 ως το ’30. Βοήθησαν και καλύφθηκαν, τα μεγαλύτερα παιδιά, τα έλη που είναι ανάμεσα σε Κόρινθο προς Λέχαιο, κάτω από την Αρχαία, που λίμναζε η περιοχή, λέει, και η ελονοσία έκανε θραύση. Και άλλα παιδάκια μάθαιναν τέχνες από αυτά τα παιδιά. Αυτό που είναι το ξενοδοχείο του Χανικιάν, αν έχεις ακούσει, στους Αγίους Θεοδώρους, ήτανε μια έκταση που την αγόρασε αυτή η κυρία και την προσέφερε σε ένα από αυτά τα Αρμενάκια, που λέγονταν Χανικιάν.
Για να ορθοποδήσουνε;
Ναι, για να ορθοποδήσουν. Και από κει τα μετέφεραν, τα πήραν από δω και τα πήγαν στη Σύρο. Σε ορφανοτροφείο στη Σύρο.
Μάλιστα. Θέλετε να μου πείτε για το έργο που κάνετε;
Λοιπόν, εμείς δεν είχαμε σύλλογο ως το ’89. Ο πατήρ Νεκτάριος, όμως, ο οποίος ήτανε από την Αίγινα η καταγωγή του μεν, αλλά με καταγω[01:30:00]γή απώτερη από τα νησιά του Μαρμαρά, κοντά στον Βόσπορο, εξού και Μαρμαρινός το επίθετο, από χρόνια εγκατεστημένοι στην Αίγινα. Και ήρθε το παιδί να σπουδάσει εδώ στην Ιερατική Σχολή, να γίνει παπάς. Εδώ τον έπιασε η Κατοχή 14 χρονών παιδάκι, χωρίς τους δικούς του, χωρίς να κυκλοφορούν αυτοκίνητα και τα λοιπά, απεκλείσθη και τον μάζεψαν εδώ οι πρόσφυγες, ο παππούς μου που ήταν εδώ, ο παπα-Νικόλας και οι πρόσφυγες. Ό,τι είχαν το μοιράζονταν και τάιζαν και τον πατέρα Νεκτάριο. Και ενθυμείται πολλούς που του έλεγαν, όταν τσούγκριζαν το κρασάκι τους, «Άντε και καλή πατρίδα», οι γέροι. Δεν το ’χαν πάρει απόφαση ότι δεν θα ξαναγυρνούσαν πίσω. «Άντε και καλή πατρίδα». Και πέθαναν με αυτό τον καημό. Και τους γνώρισε από κοντά. Τους έζησε. Μετά τους έκανε και κατηχητικό. Εγώ έχω και φωτογραφίες που κάναμε σκετς για την 25η Μαρτίου, για τη λήξη των μαθημάτων, κωμωδίες, αυτά. Σας λέω, πολλή δράση. Και μας έλεγε « Τι κάθεστε, τι κάθεστε; Να κάνουμε και εδώ ένα σύλλογο προσφυγικό. Γιατί σε όλη την Ελλάδα έχει, γιατί εδώ δεν κάνουμε;» Και μας έβαλε αυτός στα αίματα. Επέμενε πιεστικά. Και πραγματικά μαζευτήκαμε μια ομάδα ανθρώπων, ο θείος μου, ένας κύριος που δούλευε στη δημαρχία και ήταν και νομικός, 2-3 δάσκαλοι, και ένας ήταν από την Κόρινθο μάλιστα, κάποιοι άλλοι εδώ από τη συνοικία. Βρεθήκαμε μια μέρα όλοι μαζί στο σχολείο, το 4ο, «Να κάνουμε ένα σύλλογο, θα κάνουμε σύλλογο». Δεν θα ξεχάσω ποτέ, αφού το λέω και δακρύζω, που έρχονταν οι γριούλες οι ογδοντάρες, ενενηντάρες με το χιλιάρικο, «Γράψε, παιδάκι μου, κι εμένα, είναι σαν να πάω στην πατρίδα τώρα που κάνουμε σύλλογο». Ένα χιλιάρικο ήταν το δικαίωμα εγγραφής – τότε ήτανε οι δραχμές ακόμα. Δανείζονταν και ερχόσαν να γραφτούνε. Κάναμε ένα προσωρινό καταστατικό το πρώτο. Υποβάλαμε το καταστατικό, πέρασε από το Πρωτοδικείο. Το ’91 κάναμε μια γιορτή στο προαύλιο του σχολείου, καλέσαμε όλους τους επιζώντες ηλικιωμένους και τους προσφέραμε από ένα χαρτί, σαν ένα δίπλωμα τιμητικό, επειδή είχαν γεννηθεί στην πατρίδα. Και φέραμε και ένα μουσικό συγκρότημα με τραγούδια μικρασιάτικα. Το κλάμα! Το κλάμα! Πρώτη φορά έγινε γιορτή το ’91 το καλοκαίρι, στο προαύλιο του 4ου Σχολείου. Και μετέπειτα, από το ’92, με καταστατικό ξεκίνησε ο σύλλογος. Με σκοπό την διάδοση της ιστορίας των αλησμόνητων πατρίδων, τα γεγονότα που συνέβησαν εκεί, το διωγμό, την εγκατάσταση εδώ και την προβολή του πολιτισμού και της παράδοσης των πατρίδων στις νεότερες γενιές. Ξεκινήσαμε πάρα πολύ αγαπημένοι όλοι. Αν δείτε φωτογραφίες που κάναμε τις πρώτες γιορτές στο πάρκο, σας λέω, ή στο σχολείο, όλες οι γυναίκες αυτές με τον κότσο –συνήθως κάνανε κότσους τα μεγάλα τα χρόνια– πρώτες τις βάζαμε και στην πρώτη σειρά. Ο δήμαρχος, ο νομάρχης και δίπλα οι ηλικιωμένοι. Και έρχονταν και παρακολουθούσανε με θρησκευτική ευλάβεια. Κάποια φορά, η κυρία Χαρίκλεια η Βαμβακίδου, η οποία ήταν τότε 100 χρονών, από την Σινασό της Καππαδοκίας και της δώσαμε αυτής και έδωσε στον ομιλητή το δίπλωμα, τιμής ένεκεν. Συγκινήσεις. Δεν μπορείς να φανταστείς. Ο σύζυγός μου με βοήθησε πάρα πολύ, παρότι από την Αρκαδία. Μου έλεγε «Βάσω, άλλος κόσμος. Πάω στο χωριό μου, τους κερνάω όλους, ένα ευχαριστώ δεν έχω ακούσει. Εδώ όποτε περνάω σηκώνονται όρθιοι. “Καλημέρα, κύριε δάσκαλε”», οι γέροι. Και τους αγάπησε και εδώ πολύ, δούλεψε πάρα πολύ ο άνδρας μου. Δεν κοίταξε μόνο την τάξη. Έψαξε και βρήκε οικόπεδα για τα σχολεία, έτρεξε πολύ. Σκότωσε ένα παιδάκι το αυτοκίνητο, που δεν είχε σχολείο στην Καλλιθέα, Μπαθαρίστρα λέγεται τώρα μια περιοχή, πάνω από τον εθνικό δρόμο, έρχονταν τα παιδάκια στο 4ο –και από την Ποσειδωνία στο 4ο, και τρομάξαμε να εισηγηθούμε να γίνει σχολείο, έστω μονοθέσιο-διθέσιο εκεί, και εκεί πάνω. Και όταν τον Θύμιο τον Κανελλόπουλο τον καθάρισε ένα αυτοκίνητο, τότε πια το υπουργείο Παιδείας ίδρυσε σχολείο. Τέλος πάντων, πώς το λέει το ποίημα, του «Γεφυριού της Άρτας»; «Αν δεν σκοτώσετε άνθρωπο, γεφύρι δεν στεριώνει». Πρέπει να γίνει ατύχημα πρώτα. Τέλος πάντων. Ο άντρας μου έκανε πάρα πολλή δουλειά, δεν κοίταγε μόνο την τάξη του. Και το οικόπεδο που εξασφαλίστηκε στην Αγία Άννα και όλα αυτά τα πράγματα, με άλλους μαζί εδώ… δόξα τω Θεώ. Και μου ’λεγε «Ομιλητή βρήκες; Τι κάθεσαι; Τι κάθεσαι; Βρες ομιλητή».
Ήταν και ο άντρας σας εκπαιδευτικός;
Δάσκαλος, ναι. Αλλά πολύ σοβαρός άνθρωπος. Πίστεψε σε αυτό το έργο το πάρα πολύ σοβαρό. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ που έλειπα, που έτρεχα. Βέβαια, εγώ αναπλήρωνα το βράδυ, δεν είχα κοιμηθεί νωρίτερα από τις μιάμιση ποτέ. Ποτέ. Γιατί, όταν έχεις και οικογένεια και σχολείο και αυτές τις υποχρεώσεις, δεν σε παίρνει. Ή βρέθηκα κάποια στιγμή στην ανάγκη να μεταβώ στην Αμερική, για ένα πρόβλημα υγείας, που με γράμματα και με τηλέφωνα συννενογιόμασταν, τι θα κάνουν οι υπόλοιποι εδώ, τις εκδηλώσεις και τούτο και εκείνο. Δόξα τω Θεώ, ομάδα όμως ωραία. Και είχα την –πώς να το πω;– ο Θεός μάς φώτισε, οι συγκυρίες τα έφεραν, μόλις έβγαινε ένας στη σύνταξη τον βούταγα. Έτσι μου ήρθαν άνθρωποι πολύ σοβαροί, η κυρία Παραδείση, φιλόλογος, 15-17 χρόνια στο σύλλογο, η κυρία Τσολάκη 18 χρόνια, η Μαρία η Γαϊτάνου 23 χρόνια. Δηλαδή άνθρωποι που δούλεψαν με την καρδιά τους χρόνια και χρόνια.
Θέλετε να μου πείτε εσείς πώς αποφασίσατε έτσι να γίνετε μέλος του συλλόγου αυτού, και πρόεδρος κιόλας;
Κοίταξε, εμένα με βούτηξε ο πάτερ Νεκτάριος, να πω την αλήθεια. Και κατά κάποιο τρόπο τον σεβόμασταν αυτόν τον άνθρωπο, γιατί από μικρά παιδιά ήμασταν στο κατηχητικό του. Μας έχει διαμορφώσει, να δουλεύουμε κοινωνικά. Δεν είναι μόνο το σχολείο. Ό,τι μπορούσαμε κάναμε, και με την κίνηση του πατρός Νεκταρίου. Και από το σπίτι μου, επειδή και ο πατέρας μου ασχολήθηκε και σαν επίτροπος στην εκκλησία όταν χτιζότανε και σαν υπεύθυνος στον Άρη Κορίνθου, στο σωματείο αυτό, δηλαδή είχα μάθει ότι… και στο χωριό, είδες που σου είπα, ότι ό,τι μπόρεσε τους ωθούσε να γίνει καλύτερο το χωριό. Είχαμε νομίζω ένα χρέος να βοηθάμε την κοινωνία. Δεν είναι μόνο το ατομικό, «Το μισθό μας τον παίρνουμε και από κει και πέρα τίποτα άλλο». Δεν είδαμε ποτέ έτσι τη ζωή μας. Μπορεί να μην ήμαστε τέλειοι, μπορεί να μην κάναμε τίποτα σπουδαίο, αυτό που μπορούσαμε όμως το κάναμε. Και έτσι, κοιτάξτε, από αυτούς, ας πούμε, που μπήκαμε στην αρχή ο θείος μου ήτανε ο πιο μορφωμένος και εγώ. Ο θείος ήταν ο πρόεδρος και εγώ η γραμματέας. Οι άλλοι άνθρωποι ασχολούνταν με τα επαγγέλματά τους, ίσως και ο χρόνος δεν τους επέτρεπε. Όταν έφυγε και ο θείος μου από τη ζωή, 71 ετών, πολύ νέος άνθρωπος, «Ο κλήρος πέφτει», που λέει, «στον αρχηγό μας», που λέει το τραγούδι. Εντάξει, έτυχε να βγω εγώ είχε τελειώσει η Μαρία η Γαϊτάνου από το εργοστάσιο σαν γραμματέας, 23 χρόνια γραμματέας μου αυτή. Δουλειά. Φεύγαμε από εκείνο το σπιτάκι το οποίο το καταλάβαμε, γιατί ήταν μοναχικό άτομο η κυρία που το κατείχε και στο τέλος είχε χάσει και τα συλλογικά της και στο τέλος τη δολοφόνησαν. Γιατί πήγαινε και άναβε τα καντηλάκια στο νεκροταφείο για να επιβιώσει. Αυτή η γυναίκα ήξερε και γαλλικά. Είχε τελειώσει από τα Άδανα, από κάπου από τα νότια παράλια και αλληλογραφούσε με συγγενείς από την Ευρώπη στη γαλλική. Στο ορφανοτροφείο τα ’χε μάθει; Στο σχολείο κει στην πατρίδα της; Δεν θυμάμαι. Και τη βρήκαν λιποθυμισμένη στο δρόμο. Κάτω από μια ποδιά, λερωμένη από τα λάδια, αφού άναβε όλα τα καντήλια και έπαιρνε το χαρτζιλίκι από τον ένα και τον άλλον, βρέθηκε κι ένα εκατομμύριο, το κουβάλαγε μαζί της. Την πήγαν στο νοσοκομείο, το βρήκαν οι γιατροί το ποσόν, το παρέδωσαν στην αστυνομία, το βάλαν στην τράπεζα. Αυτό κυκλοφόρησε το νέο. Το μάθαν κάποιοι επιτήδειοι. Αυτή, όταν έγιν[01:40:00]ε καλά, πήγε, «Θέλω τα λεφτά μου». Δεν της έκοβε, ολομόναχη η γυναίκα, είχαν πεθάνει τα αδέλφια της. Αυτή παντρεύτηκε κάποιον, πήγε στον πόλεμο του ’40, σκοτώθηκε, ξέχασε ότι είχε και παντρευτεί, έμεινε μόνο μία νυφική φωτογραφία. Είχαν πεθάνει και τα αδέρφια της και έτσι στο τέλος είχε χάσει τα συλλογικά της η γυναικούλα. Και «Τα λεφτά μου, τα λεφτά μου», τα πήρε. Μετά 3 μέρες βρέθηκε δολοφονημένη. Τις βάλανε ένα εδώ πέρα με ζάχαρη και πνίγηκε. Τα βρήκαν τα λεφτά, τα πήραν. Και έκτοτε το σπιτάκι έμεινε έρημο. Εμείς τώρα, τον πρώτο καιρό που κάναμε το σύλλογο, πότε στο 4ο Σχολείο βρισκόμασταν, πότε στο εργοστάσιο που δούλευε ο κύριος Εξουζίδης, πότε στου θείου μου του Στέφανου, αυτό, και αφού ήταν εκείνο κει έρημο, λέμε «Δεν πάμε να πάρουμε κει της Αλεξάνδρας το σπίτι;». Και πάμε μια μέρα και βάζουμε ένα λουκέτο. Πώς μας φώτισε ο Θεός; Την άλλη μέρα το διεκδικούσε ένας σύλλογος ποδοσφαιρικός, να στεγαστεί και αυτό να το έχει σαν γραφείο. Είδαν το λουκέτο, λέει «Θα βρέθηκε ιδιοκτήτης, κληρονόμος». Εμείς πάμε κάτω στο Πρωτοδικείο, κοιτάζουμε τα χαρτιά. Δεν είχε αφήσει κληρονόμο, τα αδέρφια της ήταν ανύπαντρα, αυτή δεν είχε παιδιά, κανέναν. Πήγαμε κάτω στη Νομαρχία, το ζητήσαμε και μας το παραχώρησαν για 30 χρόνια για χρήση. Το βρήκαμε, εντωμεταξύ, ώσπου να γίνουν όλα αυτά, έμπαιναν μέσα περιθωριακοί, αφού το βρήκαν έρημο το σπίτι. Χάλασαν τα έπιπλα, φάγανε τους σοβάδες, το βρήκαμε κάτω με στρώματα και κάνανε ενέσεις. Αφού φάγανε τους μεσότοιχους! Είχαν φανεί οι τάβλες! Και χρειαστήκαμε τότε 30.000 για να το σουλουπώσουμε, με τη ρήτρα από την Νομαρχία, την Πρόνοια –γιατί ανήκε στην Πρόνοια αυτό, επειδή όλο αυτό φτιάχτηκε από το υπουργείο Προνοίας– να μην αλλοιωθεί η εξωτερική του μορφή. Όχι 30, 11 χιλιάδες. 11 χιλιάδες. Με μερεμέτια από έναν μάστορα, από άλλον, άλλον. Αλλάξαμε κεραμίδια, βάλαμε το σοβάδες, αυτά, και κρατήσαμε τα πλακάκια όπως ήταν, ό,τι μπορέσαμε το κρατήσαμε όπως είναι και το κάναμε γραφείο. Και διεσώθη. Κι έλεγε η μαμά μου «Άνοιξες το σπίτι της Αλεξάνδρας και έκλεισες το δικό μου. Πού είσαι; Έλεγα και εγώ πήρες σύνταξη και θα σε έχω δίπλα μου». Μέχρι τις 11 το βράδυ δουλειά. Αλλά καθιερώσαμε τις τριήμερες εκδηλώσεις μνήμης με την ονομασία «Μικρασιατικά». 1992, 1993, 1995. Μόνο το ’97, που είχαν γίνει νομίζω οι σεισμοί τότε στην Αθήνα, δεν τις κάναμε. Βγάζαμε επετειακά ημερολόγια ιστορικά, φέραμε πάρα πολύ καλούς ομιλητές, σοβαρούς ακαδημαϊκούς, καθηγητές πανεπιστημίων, υπουργούς και καθηγητές μικρασιατικής καταγωγής. Αρκεί να σου πω ότι αυτός που έγραψε τους Πανθέους, ο Αθανασιάδης, και Τα παιδιά της Νιόβης, έμενε στο Λουτράκι τα καλοκαίρια και ήρθε και μίλησε σ’ εμάς. Ένας ακαδημαϊκός τώρα. Ή ένας Ευθύφρων Ηλιάδης, μια φυσιογνωμία ο οποίος ήταν ο πρώτος επίσημος εκτιμητής του ελληνικού δημοσίου σε έργα τέχνης. Αυτός είχε σπουδάσει στη Γαλλία, στο Παρίσι, όταν γινότανε το ’20-’22. Ήρθε το καλοκαίρι στο χωριό του, στο σπίτι του στο Αϊδίνι κοντά, απέναντι από τη Σάμο, στα Δωμάτια. Δωμάτια λέγεται μια περιοχή απέναντι από τη Σάμο. Και τον έπιασε εκεί ο πόλεμος που υποχωρούσε ο Ελληνικός Στρατός και μπαίνανε οι Τούρκοι. Και ο άνθρωπος με τα πόδια, όσο διαρκούσε ακόμα η Ελληνική Στρατιά, υπήρχε στη Σμύρνη, αυτός πήγαινε το ταχυδρομείο, Αϊδίνι- Σμύρνη με το τρένο. Βοηθούσε, ήταν μορφωμένος άνθρωπος. Μετά που έγινε ο διωγμός, του έβαλε η μάνα του, λέει, ένα πεντόλιρο στο παπούτσι από κάτω, γιατί μάζευαν τους άντρες, και δωροδοκώντας όσοι είχαν χρήματα, γιατί μόλις βλέπανε νέους οι Τούρκοι, ορμούσανε και τους πέρνανε… Αυτούς, πηγαίνοντας έξω από τη Σμύρνη προς Μαγησία, τους θερίσανε όλους. Λίγοι διεσώθησαν και πέθαναν με μαρτυρία εκεί που πήγανε, στα έργα. Λοιπόν, δωροδοκώντας από δω και από κει κατόρθωσε και ανέβηκε στο πλοίο. Και είπε, μας τα ’λεγε ο ίδιος –πέθανε 102 ετών στο Λουτράκι– «Ευθύφρων, τώρα δεν πρέπει να πεθάνεις ποτέ, αφού σώθηκες». Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος ήταν αυτός που ίδρυσε την Ελληνική Περιηγητική Λέσχη. Είχε παίξει θέατρο… στην πρώτη ελληνική ταινία με τον Αχιλλέα Μαδρά. Είχε παίξει θέατρο με παλαιούς σκηνοθέτες, δεν θυμούμαι τώρα ακριβώς το όνομα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε. Είχε παντρευτεί μια δασκάλα από το Λουτράκι και αγαπούσε πολύ την περιοχή. Πέθανε αυτή νέα, παντρεύτηκε μια άλλη κυρία, καθηγήτρια πανεπιστημίου. Και είχε αγάπη στην περιοχή. Και, πώς έτυχε μια χρονιά, είδε τις εκδηλώσεις εδώ και ήρθε σε επαφή μαζί μας. Και μας έχει δώσει δώρο μια ζώνη αρραβώνων από την Ανατολική Θράκη, δύο στέφανα, που είχε η εκκλησία της Ανατολικής Θράκης που στεφανώνονταν όλοι οι νεόνυμφοι με αυτά, κι άλλα πράγματα. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς. «Πάρτε τα γιατί δεν έχω παιδιά κι άμα θα φύγω ο ανιψιός της γυναίκας μου θα τα πουλήσει όλα». Ένα χαλί από τη Μικρά Ασία. Ήταν τόσο πλούσιος, λέει, ο πατέρας του, τσιφλικάδες στην επαρχία του Μαιάνδρου, απέραντες εκτάσεις, όταν, λέει, αρραβωνιάστηκε τη γιαγιά του ο παππούς –ή ο πατέρας του; τα μπερδεύω τώρα–της κάνει δώρο ένα ζευγάρι μαργαριτάρια, ξέρω γω, τι της έκανε. Και λέει: «Σου αρέσει το δώρο που σου έκανα;» Λέει «Καλό είναι, αλλά θα προτιμούσα…» πώς τα λένε αυτά, με πέρλες; Δηλαδή δεν ήθελε διαμάντια, ήθελε μαργαριτάρια. Το μαργαριτάρι δεν είναι που βάζουμε; Μαργαριτάρια, ήταν η μόδα τότε. Παίρνει, λέει από επάνω, από το ράφι, το γουδί, τα σπάζει τα διαμάντια. Και πάει την άλλη μέρα στη Σμύρνη και της παίρνει 3 σειρές μαργαριτάρια. Πολύ πλούσιοι άνθρωποι. Ναι. Και αυτός ο άνθρωπος μου σε ξεκίνησε την πρώτη μαγιά με τα κειμήλια. Μας είχε μιλήσει και είπε –κάτω θυμάμαι στο Φλοίσβο– «Με τους Τούρκους δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα. Δυο βασανισμένοι λαοί είμαστε και εμείς και αυτοί. Ανάθεμα τους μεγάλους που κυβερνάνε τον κόσμο. Δεν τους μισώ. Μισώ τους αίτιους». Γνώριζε τον Σωτήρη Πυλαρινό, τον ζωγράφο, στην Αυστρία, είχε συνομιλήσει με τον Δαλάι Λάμα. Προσωπικότητα. Και ήρθε να μιλήσει σε εκδηλώσεις μας. Μια ολύμπια μορφή. Ο Αθανασιάδης –Τα παιδιά της Νιόβης–, ο Αγτζίδης, ο Ακτσόγλου, ο Χαραλαμπίδης, ο Καλεντερίδης, στρατιωτικοί αναλυτές, ο Γεωργουσόπουλος, ο κριτικός και ποιητής. Δεν μπορώ να πω, έχουμε φέρει… Ο Καψής όταν ήταν υπουργός και τον περιμέναμε γεμάτη αίθουσα και «Να έρθει» και «Η ώρα ξεκινάει» και «Πού είναι ο Καψής;» και «Είναι δυνατόν;» και «Δεν ήρθε ο Καψής». Και τελικά ήρθε ένα τέταρτο αργότερα γιατί είχε πάει, λέει, στη Σκόπελο… στη Σκύρο με καΐκι και έκανε να ψαρέψει. Ήταν συνταξιούχος τότε. Ήταν από τον Τσεσμέ ο Καψής.
Άρα έχετε και από ότι κατάλαβα έχετε και αρχείο;
Ναι έχουμε και αρχείο.
Έχετε διασώσει–
Ναι. Ναι. Όλες μας οι εκδηλώσεις ήταν πολύ σοβαρές, δηλαδή έμαθε ο κόσμος εδώ και πολλοί εξ ημών ακόμα τα γεγονότα: το γιατί, το πώς και τι συνέπειες. Δεν τα ξέραμε όλοι. Ο καθένας ήξερε την οικογενειακή του ιστορία και οι υπόλοιποι κάτω τίποτα, να λέμε την αλήθεια. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι όλοι οι φορείς, και η δημαρχεία και η νομαρχία, μας σεβάστηκαν, μας βοήθησαν, πλήρωναν τα σχήματα τα μουσικά. Έχουμε φέρει την Εστουδιαντίνα του Βόλου, 26 άτομα ορχήστρα. Έχουμε φέρει πολύ σοβαρές ορχήστρες. Δεν κάναμε του ποδαριού δουλειές. Έχουμε φέρει τον Αηδονίδη τον Χρόνη, αν τον έχεις ακούσει, για την Άλωση της Πόλης. Πάλι είχαμε άλλη μια γιορτή κάθε τέλος Μαΐου, αρχές Ιουνίου, κάναμε μια εκδήλωση: «Η πόλις εάλω». Με πάρα πολύ σοβαρούς ομιλητές και εκεί και μουσικά σχήματα. Τα τραγούδια όπως τραγούδησε [01:50:00]ο ελληνικός λαός σε όλη την επικράτεια, από Ήπειρο, Θράκη μέχρι Κρήτη, την Άλωση. Πολύ ωραίες δουλειές, δόξα σοι ο Θεός, με τη φώτιση του Θεού.
Μου είπατε πριν κιόλας ότι δεν είχε ακουστεί τραγούδι;
Ποτέ δημόσια. Δημόσια.
Δηλαδή, ο κόσμος φοβόταν να ακούσει τα τραγούδια τής–
Όχι, όχι, κοιτάξτε, εδώ κυκλοφορούσε το παραδοσιακό το δημοτικό, αφού και η μαμά μου, επειδή πήγε σχολείο στην Ντούσια σαν παιδάκι, της άρεσαν «Ιτιά, ιτιά» και κάτι τέτοια. Φυσικό είναι. Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές! Εγώ την είχα δει με τη σκούπα να χορεύει γύρω γύρω από το τραπέζι όταν είχε τέτοια τραγούδια. Φυσικό είναι. Όμως τα άλλα ήτανε για το σπίτι. Μπορεί να τραγούδαγαν, ξέρω γω, τα νανουρίσματα, οι μαμάδες, οι γιαγιάδες, το τραγούδι της μάνας τους, ένα που ήξεραν. Αλλά πρώτα πρώτα ο διωγμός και το πένθος και η προσφυγιά τούς έκοψε τη διάθεση. Έπειτα, ήρθε αμέσως μετά από λίγα χρόνια, ώσπου να ορθοποδήσουν, ήρθε ο πόλεμος, πήγαν Αλβανία και πολέμησαν, σκοτώθηκαν και εκεί μερικοί, μείνανε πάλι χήρες. Άλλη κατάντια! Η Κατοχή, ο εμφύλιος, δηλαδή αυτή η χώρα πραγματικά πέρασε τα μύρια όσα. Από το ’14, από το ’12 που ξεκίνησε τους Βαλκανικούς Πολέμους, που διπλασιάστηκε η Ελλάδα έκτοτε, μέχρι το ’50, αφήστε τα. Τραγωδία. Και, σας λέω, μέσα στα σπίτια, εγώ θυμάμαι, η μητέρα μου ήταν πολύ κεφάτος άνθρωπος. Ο πατέρας μου τραγουδούσε κυρίως οπερέτες, αποσπάσματα από οπερέτες, έντεχνα, αυτά τραγουδούσαν πιο πολύ ή, ας πούμε, του Μαρούδα, του Γιαννίδη, τα έντεχνα της εποχής, «Άσ’ τα τα μαλλάκια σου», του Σουγιούλ. Και στα γλέντια μας εμείς αυτά είχαμε. Ο θείος μου έπαιζε και κιθάρα. Ο άλλος ο φίλος του έπαιζε μαντολίνο. Καλά, το τι έχει γίνει εδώ δεν μπορείς να φανταστείς στη γιορτή μου! Αλλά είχαμε αυτά τα τραγούδια. Δεν είχε ακουστεί δημόσια ποτέ μικρασιάτικο τραγούδι. Ποτέ. Ποτέ. Καμιά φορά στις ταβέρνες εδώ της περιοχής, της Παναγίας, που γιόρταζε η Παναγία, θυμάμαι έλεγαν μερικά σαν ρεμπέτικα, που τα λέμε τώρα, και μικρασιάτικα. Αυτά μόνο οι βαρύμαγκες, θα λέγαμε, αυτοί που κεφώνονταν το βράδυ της παραμονής της Παναγίας που γινόταν η γιορτή. Έπαιζε κάποιος βιολί από δω και έφερναν και κανά δυο με λαγούτο και τα λοιπά, και εκεί χορεύαν οι ηλικιωμένοι. Αλλά μόνο εκείνο το βράδυ. Ποτέ άλλοτε, ποτέ.
Μάλιστα.
Δεν ξέρω εσείς στο σχολείο σας να διδαχτήκατε, δε, εν εκτάσει τη Μικρασιατική Καταστροφή και το διωγμό. Εμείς με 3 σειρές.
Είναι από τα θέματα που–
Πονάνε. Η πρώτη ομιλία που είχαμε κάνει την έκανε ένας κύριος Κωστάρας από εδώ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θράκης. Μνήμες, Μικρασιατική Καταστροφή, «Μνήμες εθνικής ενοχής και αφροσύνης» το θέμα.
Μου είπατε για τα μικρασιάτικα τραγούδια ότι δεν τα πολυτραγουδούσανε.
Ναι.
Όταν στις εκδηλώσεις σας παίζατε και χορεύατε μικρασιάτικα τραγούδια, θυμάστε πώς αντιδρούσε ο κόσμος;
Μπήκαν όλοι και χόρευαν, πρώτα πρώτα οι Μικρασιάτες. Απελευθερώθηκαν δηλαδή. Μπαίναν και γριές και χόρευαν. Ήταν πολύ συγκινητικό. Στα σπίτια μέσα μπορεί να χόρευαν, αλλά δημόσια δεν γινόταν κάτι τέτοιο. Πρέπει να πούμε ότι και πολλοί Κορίνθιοι, και από τη Βόχα και από το Λουτράκι, με πολλή αγάπη είδαν αυτό το πράγμα. Ίσως είχαν διαβάσει οι άνθρωποι, ίσως είχαν γνωριστεί με Μικρασιάτες τόσα χρόνια. Σαν γείτονες, συγγενείς, συμπέθεροι, στις δουλειές τους. Και ήμασταν όλοι μαζί μια παρέα. Έχουμε κάνει περί τις 10 εκδρομές στη Μικρά Ασία με τον Σύλλογο. Ανατολική Θράκη, Πατριαρχείο, Νικομήδεια. Πρώτα από όλα, δεν σου είπα το εξής: αυτοί που ήρθαν εδώ, οι 2.700 πρόσφυγες, το μεγαλύτερο μέρος ήταν οι Καραμπουρνιώτες απέναντι από τη Χίο. Η δεύτερη πληθυσμιακή ομάδα ήταν οι Νικομηδειώτες, οι λεγόμενοι από τη Βιθυνία, στο βόρειο μέρος της Μικράς Ασίας: Προύσα, Νικομήδεια, Νίκαια, Κίο και τα λοιπά. Αυτοί μιλούσαν μόνο ελληνικά. Δούλευαν πολύ στην Κωνσταντινούπολη, γιατί περνούσαν τον Βόσπορο και πήγαιναν, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και δούλευαν εκεί. Αυτοί ασχολούνταν με την μεταξοκαλλιέργεια, με οπωρώνες, με τέτοια πράγματα, ή με τέχνες. Πολλοί απ’ αυτούς εδώ έγιναν τσαγκάρηδες, ασχολούνταν με τέτοιου είδους εργαστήρια. Έπειτα, η τρίτη πληθυσμιακή ομάδα, λιγότεροι ακόμα, είναι αυτοί που ήρθαν το ’24 με την ανταλλαγή από την Κιλικία-Καππαδοκία. Και σποραδικά από την Πόλη, από την Ανατολική Θράκη από παντού. Ακόμα και μετά το ’36 και το ’39 ήρθαν και Πόντιοι που είχαν φύγει από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο από τον Πόντο και πέρασαν στη Ρωσία. Μετά, με το σταλινικό καθεστώς αυτούς τους εξόρισαν στην Τασκένδη, πίσω εκεί στα βάθη της Ρωσίας, και το ’39 ήρθαν αυτοί εδώ. Και έχουμε και μια ομάδα από αυτούς τους ανθρώπους. Ποντίους. Τους λέγανε Ρώσους τότε εδώ όταν είχαν έρθει, Ρωσοπόντιοι.
Έχετε τρία παιδιά, δύο κόρες και ένα–
Τρία παιδιά. Ο γιος είναι ο πρώτος. Το ’67, παντρεύτηκα, το ’68 ο γιος. Το ’71 η κορούλα μου η άλλη και το ’82, μετά από εντεκάμισι χρόνια, το πιο ωραίο λάθος!
Να σας πάω λίγο πίσω σε αυτό που συζητούσαμε. Τόσα χρόνια, από το ’89, που είστε έτσι ενεργή στη Μικρασιατική Στέγη Κορίνθου, έχετε κάποια ανάμνηση που σας έχει μείνει, είναι από τις αγαπημένες σας, από όλους αυτές τις εκδηλώσεις, τις εκδρομές που έχετε κάνει;
Μία, μία είναι ξεχωριστές. Δεν μπορείς να φανταστείς. Όταν πρωτοπήγαμε στην Πόλη, αφού περάσαμε την Ανατολική Θράκη και σε κάποιο σημείο λέω στο πούλμαν «Παιδιά, εγώ είμαι από δω. Κοιτάξτε να δείτε». Από την μεριά προς το Αιγαίο, προς το νότο, έγραφε «Enez», Αίνος. Προς το βόρειο μέρος έλεγε «Keşan», Κεσσάνη. Η μαμά μου, ήτανε ο πατέρας της από ένα χωριουδάκι, σας λέω, κοντά στην Κεσσάνη, η Κεσσάνη είναι κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης. Η γιαγιά μου, από τον πατέρα μου τη μεριά, που ήταν Κωνσταντινοπολίτης είπαμε, κατήγετο από την Αίνο. Η Αίνος είναι ακριβώς όπως τελειώνει ο Έβρος στο Αιγαίο Πέλαγος, από την μια μεριά η Αλεξανδρούπολη στην Ελλάδα, από την άλλη μεριά είναι η Αίνος. Από εκεί ήταν και η Δόμνα Βισβίζη, αν έχεις ακούσει, η Καπετάνισσα το 1821, με τον Αντώνη Βισβίζη, τον άντρα της, και τα λοιπά. Λέω «Κοιτάξτε, παιδιά, εγώ είμαι από αυτή εδώ πέρα τη διασταύρωση», τους λέω, «και από τη μάνα και τον πατέρα». Πολλή συγκίνηση. Πήγαμε στην Πόλη. Εκεί μόνο να κλαις σου ’ρχότανε. Επειδή είμαι και εκπαιδευτικός και έκανα όλα τα χρόνια ιστορία και για τα Βυζάντιο και για τα τείχη και για τον πολιτισμό και για τη Άλωση, ακόμα μου έχουν μείνει στα αυτιά μου όταν ήμουνα παιδάκι στην πέμπτη δημοτικού, που είπε ο πατέρας μου στο σχολείο το μονοθέσιο του Καλεντζίου, για την Άλωση της Πόλης και κλαίγαμε όλα τα παιδιά. Από πρώτη δημοτικού μέχρι έκτη μαρμαρωμένα εκεί. Τόσο παραστατικά, που ακόμα μου έχει μείνει εκείνο. Και μετά προσπαθούσα και εγώ, όταν είχα μεγάλες τάξεις να μεταδώσω αυτό το ιστορικό γεγονός. Κλαίγαμε. Και αστεία. Πήγαμε στο… αφού είδαμε βεβαίως τη Μονή της Χώρας, είπα στον κύριο που μας έκανε την εκδρομή «Δεν θα πάμε στο τουρκικό παζάρι να ψωνίσουμε», γιατί όλοι πάνε και ψωνίζουν εκεί και δεν πάνε στα μνημεία τα ελληνικά, «θα πάμε να δούμε τη Μονή της Χώρας που έχει τα τελειότερα ψηφιδωτά». Τότε μέσα στην Αγιά Σοφιά ήταν επιχρισμένα όλα, μόνο η Παναγία η Οδηγήτρια πάνω από το ιερό. Και πραγματικά δεν πήγαμε στο παζάρι το τούρκικο και πήγαμε στη Μονή της Χώρας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε. Τα τελειότερα ψηφιδωτά της παλαιολόγειας εποχής. Να κλαις και να λες: «Τι αφήσαμε», συγγνώμη, «τι τέχνη ήταν αυτή θεϊκή;» Μετά πάμε και στο Μπλε Τζαμί και πήγαμε εκεί σε ένα [02:00:00]μουσείο και είχαμε πάρει και από εδώ μια γυναικούλα απλή, γιαγιά. Αφού τα βλέπε όλα και έκλαιγε και αυτή από συγκίνηση, είδε μια πολύ ωραία πιατέλα και λέει «Αυτή θα χαλαλίσω μερικά λεπτά και θα την πάρω δώρο για τον γιο μου», από το μουσείο! Λέω «Καλέ, κυρά…» –πώς την λέγανε; κυρά-Κατερίνα; Κατίνα;– «αυτά», της λέω, «τα έχουν κάνει δώρο σε κάποιον σουλτάνο από την Κίνα οι πλούσιοι ηγεμόνες. Δεν τα πουλάνε». «Δεν το πουλάνε, παιδάκι μου, αυτό; Και είπα αυτό να το πάρω». Πολλές συγκινήσεις, πολύ κλάμα. Στο Μπλε Τζαμί το τούρκικο, αυτό που μιμήθηκε την Αγιά Σοφιά… Όλη την Πόλη να την περπατάς τώρα… Και δεν έχω πάει ποτέ στη γειτονιά του πατέρα μου, γιατί πηγαίνουμε μόνο στα, ας πούμε, στα μνημεία τα τρανταχτά. Ήταν πάντα περιορισμένος ο χρόνος, δυο μέρες, τρεις, να δεις μόνο την Πόλη και μετά φεύγαμε, πηγαίναμε και σε άλλη πόλη. Περάσαμε Προύσα, Νικομήδεια, κατεβήκαμε Αϊβαλί, Νίκαια. Ό,τι μπορούσαμε να πιάσουμε σε μια εκδρομή περισσότερη. Μετά πήγαμε μια φορά Σμύρνη, από Έφεσο και τα λοιπά. Καλά, το κλάμα δεν μπορείς να φανταστείς. Δεν μπορείς να φανταστείς. Να σκέφτεσαι ότι, εγώ τώρα εδώ που κάθομαι και πίνω τον καφέ μου και το χιώτικο γλυκό, ότι εδώ πέρα έχουν σφαχτεί στην Προκυμαία, όπως είπε η άλλη η χαζή, «Ήταν απλός συνωστισμός». Να μην της τύχει να το δει ούτε σε έργο. Ούτε σε έργο. Εγώ είχα εδώ πέρα γνωρίσει γυναίκες που ήρθαν χήρες, τον άντρα τον πήρανε, την αδελφή την βιάσανε μπροστά της και τη σκοτώσανε. Και έλεγα, όταν καμιά φορά μου τύχανε κι εμένα κάποιες δυσκολίες στη ζωή μου, με την οικογένεια, με αρρώστιες, κι έλεγα «Εκείνη πώς άντεξε; Άγιε μου Χρυσόστομε, βοήθα με και εμένα να το αντέξω. Πώς άντεξε;» Οι περισσότερες χήρες. Πήγαμε στον Πόντο. Ο Πόντος είναι ένα μνημείο ολόκληρος. Η βίλα του Καπαγιαννίδη είναι γεμάτη με κρύσταλλα και με πορσελάνες ενός πλούσιου της Τραπεζούντας, εμπόρου. Που επειδή κοιμήθηκε μια βραδιά ο Κεμάλ εκεί, την έχουν ονομάσει «βίλα του Κεμάλ». Τα έπιπλα μονάχα, οι κήποι γύρω γύρω, χωροθετημένοι με τα λουλούδια με όλα. Εισιτήριο φυσικά σε όλα. Εμείς αν είχαμε κρατήσει τα μνημεία μας δεν χρειαζότανε να κάνουμε καμία άλλη δουλειά. Να ζούμε μονάχα από τη συντήρηση, την αναστήλωση, τη φύλαξη και την προβολή τους. Επάνω στα μνημεία έχουν χτίσει πάρα πολλοί σπίτια σε εμάς στην Ελλάδα. Η Αρχαία Κόρινθος έχει λεηλατηθεί. Καθένας που χτίζει το σπίτι του, πούλαγε και νομίσματα από την αρχαία εποχή. Και όχι μόνο στην… σε όλη την Ελλάδα. Ντάξει, να τα είχαν οι Ιταλοί μονάχα τα δικά μας τα μέρη. Εδώ έπρεπε ο Δίολκος να λειτουργεί και το καράβι που πήγαινε το ξύλινο επάνω. Πήγαμε κάτω στα νότια παράλια της Τουρκίας, Μάκρη, Λιβίσι, Αττάλεια και τα λοιπά, και είχανε βάλει ένα πειρατικό καράβι οι ξύπνιοι Τούρκοι. Γιατί εκεί είναι τόσο δαντελωτές οι ακρογιαλιές, έχει τόσο πολύ θαλάσσιο διαμελισμό, που ήταν κρησφύγετα πειρατών. Και έχουν βάλει ένα πειρατικό καράβι και όλοι οι ξένοι τουρίστες πληρώνουν το εισιτήριο και πάνε από την Κόρινθο ίσαμε το Ξυλόκαστρο, μια τέτοια έκταση, και αυτοί εισπράττουν. Και έχει την πειρατική σημαία, ο τουρίστας κάνει το κέφι του. Τα χρήματα, όμως, μένουν εκεί. Και βλέπει και την περιοχή και βλέπει ακόμα και κάτω από το νερό τις υπόγειες ελληνικές πόλεις. Βλέπεις το Καστελόριζο από απέναντι, Φελλός και Αντίφελλος. Όλα τα νησάκια αυτά δουλεύανε στη Μικρά Ασία, που είχαν εκτάσεις με ελιές και με διαφορά περιβόλια, και ξαναγύριζαν οι άνθρωποι. Ήταν ενιαίος ο χώρος. Και τώρα ο άλλος… όχι ανόητος, καιροσκόπος, ο σουλτάνος, σου λέει «Η Γαλάζια Πατρίδα». Ποια Γαλάζια Πατρίδα βρε; Δικιά σου ήτανε; Από τον 8ο αιώνα π.Χ. ήταν ελληνικές αποικίες βρε. Εκεί πρωτοφάνηκαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, εκεί η Σαπφώ, εκεί ο Αλκαίος, εκεί η ποίηση, εκεί η μουσική, εκεί ακόμα και η πολεοδομία με τον Ιππόδαμο, είναι από την Μίλητο. Η πολεοδομία. Όλες οι επιστήμες. Ο Γαληνός ο γιατρός. Όλοι. Ο Ιπποκράτης από την Σάμο απέναντι. Αλλά για να ’χουμε τον διχασμό και να μην κοιτάμε την εξωτερική μας πολιτική, πάθαμε ό,τι πάθαμε. Και πρέπει πάντα να προσέχουμε. Δεν μαθαίνουμε ιστορία, Κυριακή μου. Με τρεις σειρές, σου λέω, όλη η Μικρασιατική Καταστροφή! Δεν ξέρω αν εσείς τις κάνατε πέντε. Ο Πόντος. Τι να σου πω για τον Πόντο; Η Κερασούντα, η Τραπεζούντα, το Φροντιστήριο Τραπεζούντας ακέραιο. Εκεί. Ακέραιο. Κλαίγαμε.
Άρα, μου είπατε ότι αυτές οι εκδρομές που κάνατε ήταν μαθήματα.
Ναι. Ήταν μαθήματα. Έχουμε πάει σου λέω σε όλη την… Καππαδοκία. Η Καππαδοκία είναι ένα οροπέδιο με υπόγειες πόλεις, γιατί εκεί δεν υπάρχουν βουνά να κρυφτεί ο κόσμος, όταν έρχονταν οι εχθροί, και είχαν κάνει υπόγειες πόλεις σε βάθος τεσσάρων πατωμάτων. Όπου μπορούσαν και κρύβονταν οι άνθρωποι, είχαν μέσα χώρους για να κοιμούνται, να εργάζονται, ως και νεκροταφεία εσωτερικά, σχολεία, για ζώα και τα λοιπά, με ειδικούς αεραγωγούς για να παίρνουν τον αέρα και εκκλησίες υπόσκαφες. Έργα τέχνης! Όλοι οι Ευρωπαίοι πηγαίνουν και επισκέπονται την Καππαδοκία. Στη Σινασό βρήκαμε σπίτι που έλεγε στα ελληνικά «Σήμερον εμού, αύριο ετέρου, ουδέποτε τινός», πόσο φιλοσοφημένο! Και μπαίνουμε μέσα σε ένα άλλο σπίτι με ξύλινη σκάλα, τα ταβάνια ζωγραφισμένα, γύρω γύρω στα παράθυρα χτιστοί καναπέδες, ντουλάπες με ζωγραφιά στις πόρτες και πίσω από τους τοίχους να περνάνε σωλήνες για θέρμανση. Και σήμερα αυτό το σπίτι ανήκει σε έναν κύριο που μας πήρε και μας άφησε και το είδαμε, και να ’ναι καλά ο άνθρωπος, που σε κάθε σκαλί της σκάλας του είχε τα παπούτσια και τις εφημερίδες. Άλλη ποιότητα. Και αυτό, λέει, το σπίτι ανήκε σε οικογένεια που μετέπειτα πήγε Θεσσαλονίκη και όταν, μετά από χρόνια, ο ίδιος ή ο εγγονός πήγε και το είδε εκεί, έπαθε συγκοπή και πέθανε.
Από την κατάσταση που–
Και απ’ την στεναχώρια του. Δεν μπορείς να φανταστείς. Η Καππαδοκία και ο Πόντος είναι… Για τη Σμύρνη τι να πεις, τι να πεις, τι να πεις! Τα αρχαία μνημεία; Τα αρχαία μνημεία; Την Έφεσο; Βλέπεις ένα άγαλμα έτσι, τη Νίκη, και γράφει «Nike», όχι «Νίκη», και ρωτάει ένας δικός μας την ξεναγό, η οποία έτυχε να ’ναι Τουρκάλα κείνη την φορά, στα αγγλικά –ατυχήσαμε. Πήραμε μια Ελληνίδα η οποία ήταν των καταγωγίων και διαμαρτυρηθήκαμε στο τουριστικό γραφείο και μας έστειλαν την άλλη μέρα αυτή την Τουρκάλα. Χάσαμε κείνη την εκδρομή, την χάσαμε–, και λέει «Τι λέει εδώ πέρα; Ποιος τα έχει φτιάξει αυτά;» ρωτάει ένας δικός μας. Και λέει «Nike, Nike». Του λέω «Βρε τι ρωτάς;» του λέω. «Ελληνικά γράφει. Νίκη. Από κει έχει πάρει», του λέω, «η εταιρεία που κάνει τα παπούτσια, επειδή τρέχει», λέω, «πηδάει αυτή». Όμως, είναι όλα συντηρημένα, ίσως όχι με τόση επιμέλεια όση το ελληνικό αρχαιολογικό συμβούλιο, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολη η δική μας, τρομερά δύσκολη. Δεν ξέρω. Τουλάχιστον τα κρατάνε αυτοί. Τουλάχιστον τα κρατάνε. Τους προσπορίζει χρήματα.
Μάλιστα. Κυρία Ευστρατιάδη, θέλετε να μου πείτε και λίγα λόγια για το ρόλο της μητρότητας; Μου είπατε ότι κάνατε τρία παιδάκια.
Δεν υπάρχει ανώτερος ρόλος, παιδί μου. Και τη μαμά σου, αν ρωτήσεις, αυτό θα σου πει, και τη γιαγιά σου και εσύ νομίζω μέσα σου. Είναι η δημιουργία του Θεού. Είναι… πώς να το πω; Καταξιώνεται ο άνθρωπος. Και ξέρεις τι έχω παρατηρήσει; Σε τόσες δύσκολες εποχές που πέρασε η Ελλάδα, έκαμαν παιδιά. 6-8. Προχθές άκουγα για τις σφαγές τ[02:10:00]ης Χίου στην τηλεόραση. 8 παιδιά, 10 παιδιά, 6 παιδιά. Δεν χανότανε κανένα. Δεν είχαμε ίσως τις ανέσεις τις τωρινές, την τάση ότι πρέπει να ζήσουμε όλοι πάρα, πάρα, πάρα πολύ καλά, άνετα. Φυσικά η χώρα πέρασε πολύ δύσκολα. Σου είπα ότι μέχρι το ’60 ήτανε κάτω του μετρίου και ακόμα χειρότερα σε μερικές περιοχές. Αλλά δεν χάθηκε κανένας. Βέβαια, αυτό τους έκανε πολλούς να φύγουν στο εξωτερικό, ειδικά από τις ορεινές περιοχές, Πελοπόννησο, Ήπειρο, που τα διώξαν τα παιδιά οι ίδιες οι συνθήκες. Αλλά, όπου πήγαν αυτοί ευδοκίμησαν. Ο Θεός ξέρει με τι κόπο! Έχω γνωρίσει και στην Αμερική ανθρώπους και έχω ακούσει τραγικές ιστορίες και όμως κάθισαν, πιάστηκαν και στέλναν και στο χωριό, για τη βρύση του χωριού, για την εκκλησία του χωριού, για να παντρέψουν την αδερφή. Η μητρότητα είναι ένα θεϊκό πράγμα, είναι από το Θεό, ένα δώρο Θεού. Το συνιστώ και το προτείνω σε όλους. Πρώτα πρώτα, τους λέω «Παντρευτείτε», λέω σε όλα τα παιδιά. «Είναι μαγικό να μοιράζεσαι με έναν άνθρωπο τη χαρά σου, τη λύπη σου, τα όνειρά σου». Να μην ζητάμε πολλά. Να ζητάμε τα βασικά. Εκείνα που έχουν αξία. Αν δεν μπορούμε σε κάθε φορά που είναι εκπτώσεις να ψωνίσουμε το καινούργιο φουστάνι, δεν πειράζει. Να υπάρχει αγάπη στο σπίτι. Αλληλοκατανόηση. Και εμείς οι γυναίκες, έχει γίνει μεγάλος λόγος τα τελευταία χρόνια, και για γυναικοκτονίες και τα λοιπά, ναι, η θέση της γυναίκας ήταν χαμηλή οπωσδήποτε. Αλλά και αυτό που γίνεται τώρα δεν είναι σωστό. Δεν αφήνουμε περιθώριο καμιά φορά και στον άντρα μας. Θέλει χώρο. Θυμάμαι τον Καψή τον υπουργό, όταν τελείωσε η εκδήλωση, τους είχαμε κάνει ένα τραπέζι στο πάρκο και ήταν και μία κυρία. Είχαμε φέρει ένα χορευτικό από την Νέα Ευκαρπία Θεσσαλονίκης, γιατί έχουμε φέρει χορευτικά από τη Χίο, την Θεσσαλονίκη, από όλη την Ελλάδα, τη Θήβα και τα λοιπά. Κι εκεί έδειχνε πώς στην Κιουτάχια γινόταν ένας γάμος, ένα τελετουργικό, και η νύφη έπλενε τα πόδια του πεθερού, πριν γίνει ο γάμος φυσικά, την προηγούμενη μέρα. Και έλεγε αυτή κυρία τώρα «Απαράδεκτο. Ποπό, σε τι κατάσταση ζούσανε εκεί οι καημένες οι γυναίκες; Να πλένει τα πόδια του πεθερού η νύφη;» Αυτός την κοίταγε, ο Καψής, καλά καλά και της λέει «Κυρία μου, ασφαλώς ανήκετε στις φεμινίστριες και καλά κάνετε. Και εγώ ήμουνα υπέρ του ψήφου των γυναικών και εγώ ήμουνα για την ανεξαρτησία την οικονομική, αλλά, κυρία μου, κι εμένα στο σπίτι μου θυμάμαι ότι η μάνα μου, όταν ερχόταν ο πατέρας μου κουρασμένος από τη δουλειά, του έβαζε τη λεκάνη να πλύνει τα ποδαράκια του και του τα σκούπιζε και του ’δινε τις παντόφλες του. Δεν την υποβίβαζε αυτό». Κι όταν εμείς λέγαμε στον πατέρα “Μπαμπά, να πάω εκδρομή;”, “Τη μάνα σας να ρωτήσετε”, έλεγε ο πατέρας μου. Ήτανε διαχωρισμένοι οι ρόλοι. Ο πατέρας στην εργασία, η μάνα ήταν η βασίλισσα του σπιτιού. Το κεντρικό πρόσταγμα το είχε η μάνα μου», ο υπουργός ο Καψής. Δηλαδή όλοι έχουν τον χώρο τους, αρκεί να υπάρχει αγάπη. Ο πολύς εγωισμός δεν κάνει καλό.
Θέλετε να μου πείτε και για αυτές τις ιστορίες που σας είπανε από την Αμερική;
Κοίταξε, έχω γνωρίσει ανθρώπους που φύγανε με ένα παπούτσι στην κυριολεξία, που βγάλαν εισιτήριο πολλοί σαν ναύτες και εκεί παράνομα βγήκαν, τάχα για άδεια έξω, και παρέμειναν και κρύπτοντο ώσπου να βρουν κάποιο τρόπο να νομιμοποιηθούν, να παραμείνουν, αλλιώς θα τους έδιωχναν. Άλλοι εστάλησαν από δω σε κάποιο συγγενή εκεί. Μου έλεγε ένας κύριος από την Βλαχοκερασιά, αν δεν κάνω λάθος, ότι έκανε λάθος στο σταθμό, δεν ξέρω τι έγινε, τώρα παιδάκι 18 χρονών, 17 χρονών, χωρίς γλώσσα, χωρίς γνώσεις, τίποτα, και «Πήγαινα», λέει, «αλλού. Άλλα ντ’ άλλων. Και κατέβηκα εκεί». Πρώτα πρώτα, έφταναν στο Ellis, στο νησί, με το καράβι και από κει τους γερούς τους κρατούσαν, τους άλλους τους ξανάστελναν πίσω, εννοείται. Και «Ευτυχώς», λέει, «που κάποιος με είδες σαν χαμένο και με πήρε στο σπίτι του. Ήτανε Έλληνας. Αλλιώς δεν ήξερα πού να πάω, γιατί είχα κάνει λάθος και αντί να κατέβω στην πόλη που μου είπαν, δεν είχα καλά τη διεύθυνση. Αφήστε τα», λέει, «τι έχω περάσει. Με δέσανε σε μία σανίδα στο ποτάμι», επάνω το ποτάμι ήταν που διέπλεαν και πλοία, «σε μία σανίδα και έβαφα τα καράβια. Όλη την ημέρα σε μία σανίδα. Ζαλιζόμουν κιόλα να κοιτάξω και κάτω και πάνω. Χωρίς γλώσσα. Μετά», λέει, «άρχισα, πήγα σε ταβέρνα κι έπλενα τα πιάτα της ζωής μου. Και μετά κι εγώ έκανα ένα κομπόδεμα κι έκανα κάτι» και τα λοιπά. Πάρα πολλά βάσανα. Είχα γνωρίσει κι ένα κύριο γυμναστή από το Χιλιομόδι. «Κυρία Βάσω, πώς σας φάνηκε η Αμερική;» με ρωτάει. Εντυπωσιάζεσαι όταν είσαι ξένος, βλέπεις τα θετικά και λες «Πάρα πολύ ωραία». Και μου λέει «Τι ωραία, βρε κυρία Βάσω μου; Στην Ελλάδα ο κόσμος δουλεύει για να ζήσει. Εδώ στην Αμερική, κυρία Βάσω μου, ζει για να δουλεύει. 6 με 8 το βράδυ». Και πραγματικά, εκεί που έμενα με τα παιδιά μου, γιατί έχω στην Αμερική τη μία κόρη, 9 η ώρα Κυριακή όλα τα φώτα σβηστά. 6 ώρα σηκώνονταν και πήγαιναν με το τρένο ή με το αυτοκίνητό τους μία ώρα, μισή ώρα, ώσπου να πάνε στη δουλειά. Υπήρχαν κάτι καφέ στο δρόμο όπου παίρνανε και έναν καφέ. Δουλειά. Δουλειά. Δεν μπορείς να φανταστείς.
Εσάς πώς σας φάνηκε η Αμερική όταν πήγατε;
Δεν είχα ποτέ ονειρευτεί να πάω Αμερική, να σου πω ήθελα να πάω Ευρώπη, να δω το Λονδίνο, το Παρίσι, στη Βιέννη έχω πάει, στην Βουδαπέστη με το σύλλογο δασκάλων. Ωραία. Στη Βουλγαρία, Ρουμανία πάλι με τον σύλλογο δασκάλων, Ιταλία με τη Μικρασιατική Στέγη, σε αυτά έχουμε πάει. Αμερική δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Βρέθηκα εκεί κατ’ ανάγκη. Είναι μία χώρα που έδωσε την ευκαιρία σε όλους τους πεινασμένους να ζήσουν. Και αυτοί ,μετά από περιπέτειες πολλές, γιατί και αυτοί στην αρχή δεν ήθελαν τους Ινδιάνους, τους εξαφάνισαν, να λέμε την αλήθεια, έγινε και ο πόλεμος Βορείων και Νοτίων, με τους ανθρώπους, τους νέγρους και τα λοιπά, που τους είχαν για ένα κομμάτι ψωμί και τους εξαφάνιζαν κι αυτούς, μετά έγινε, όμως, δημοκρατία. Έγινε δημοκρατία και αυτή μετά από πολλά βάσανα. Λέμε για τη Βόρειο Αμερική τώρα. Κι εκεί χώρεσαν… έχει πάρα πολλούς Ιταλούς, από την Ευρώπη, πάρα πολλούς, γιατί και η Ιταλία πέρασε δύσκολα χρόνια και δύστυχα. Ισπανόφωνους πάρα πολλούς. Η δεύτερη γλώσσα στην Αμερική είναι η ισπανική, μετά τα αγγλικά. Εγώ όταν πήγαινα με την κόρη μου να ψωνίσω, ήταν οι κυρίες εκεί οι πωλήτριες και μ’ άκουγαν που μιλούσαμε ελληνικά και μου λέγανε «From where country?» Από ποια χώρα είστε; Εγώ δεν ξέρω, τρεις λέξεις ξέρω όλες κι όλες. Και τους έλεγα «From Greece». Κι έλεγε τώρα η αραπίνα η πωλήτρια ή η ινδιάνα η κακάσχημη: «Oh! From Greece!» Της λέω: «Βρε Βαγγελίτσα, ξέρει αυτή η γυναίκα την Ελλάδα;» «Τι λες, ρε μαμά», μου λέει, «σε όλες τις χώρες του κόσμου την ξέρουνε». Με θαυμασμό! «Oh! From Greece». Και έλεγαν «Περιμέντε, περιμέντε» και μας φέρναν τις εφημερίδες που είχε κουπόνι έκπτωσης την ημέρα εκείνη. «Πάρτε και το κουπόνι μου να πληρώσετε λιγότερα». Οι άγνωστοι. Οι ξένοι.
Κυρία Ευστρατιάδου, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ που ήρθες. Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να ψάξεις να βρεις κι άλλους Μικρασιάτες. Σήμερα παρακαλούσα μία αδελφή σε ένα μοναστήρι,να μου γράψει την ιστορία των γονιών, των παππούδων της. Και μου λέει «Τώρα δεν τα πολυθυμάμαι». «Δεν θα σου βάλει βαθμό κανείς», της λέω, «κάτσε και γράψ’ τα».[02:20:00] Αν δεν το περισώσουμε, που λένε οι Λατίνοι «scripta manent», χάνονται. Και δυστυχώς έχουν χαθεί πάρα πολλά. Συγχαρητήρια για το σκοπό που εργάζεσαι. Επιτελείς πολύ μεγάλο έργο. Αυτό έκανε η κυρία –πώς την λένε τώρα;– αυτή που είχε στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, πολύ γνωστή κυρία, στο Παρίσι είχε γνωριστεί με το σύζυγό της και μάζεψαν μαρτυρίες από όλες τις συνοικίες της Αθήνας όταν ήρθαν οι πρόσφυγες. Και έγραψαν μεγάλο κεφάλαιο. Τη διέσωσαν. Κοίτα τώρα να δεις το μυαλό μου. Πολύ γνωστή. Τέλος πάντων. Είμαι λίγο φορτισμένη.
Δεν πειράζει. Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο.
Σε ευχαριστώ για την υπομονή σου. Σε συγχαίρω για την επιλογή. Επιτελείς εθνικό έργο, είναι η αλήθεια αυτή.
Να ’στε καλά.
Να συνεχίσεις.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εμείς ευχόμεθα να υπάρχει ειρήνη, ακόμα και μεταξύ των γειτόνων. Η ειρήνη πάντα είναι το καλύτερο πράγμα από όλα. Ακόμη και το ομηρικά έπη μπορεί να ψάλλουν τον τρωικό πόλεμο, αλλά κατά βάση υμνούν την ειρήνη και αυτά, όπως θα ξέρεις. Με την ειρήνη ευδοκιμούν οι λαοί, προοδεύουν. Ο πόλεμος «Μονάχα κακά», λέει ο Όμηρος, «και κανένα καλό δεν φέρνει». Μακάρι να έχουμε ειρήνη. Η πανδημία να μην εξαπλωθεί. Εξαρτάται και την υπακοή που δείχνουμε και στην επιστήμη, γιατί υπάρχουν και ξεροκεφαλιές. Η αγάπη και η σύμπνοια και η αλληλοκατανόηση βοηθάει τις κοινωνίες. Να μην ζητάμε πολλά υλικά αγαθά, όσο να υπάρχει μία αρμονία στις σχέσεις. Και οι άντρες με τις γυναίκες. Δεν υπάρχει ανώτερος και κατώτερος. Το ζευγάρι είναι συζυγία. Αυτό τους έλεγα προχθές κάτω που κάτι κάναμε εδώ μια εκδήλωση για την ημέρα της γυναίκας και της ποίησης, ότι είναι θηλυκού γένους η λέξη ποίηση, η λέξη ιστορία, η λέξη δημιουργία, η λέξη υπομονή, η ειρήνη, είναι θηλυκού γένους. Δεν υστερεί το θηλυκό γένος. Όλα τα καλά. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα», είπε ο άλλος, «και εκ γυναικός ερρύη τα κρείττω». Έτσι δεν είπε; Και τον καπέλωσε τον άλλον. Η γυναίκα έχει τη θέση της και χωρίς να προβάλλεται πολύ. Την προβάλλει η ίδια της η θέση. Η γυναίκα που γίνεται μητέρα είναι ισόθεος. Δημιουργεί ένα ανθρώπινο πλάσμα και όταν το αναθρέψει και σωστά είναι παράγων της κοινωνίας. Νομίζω, ποιος ήταν ο πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ένας πολύ σπουδαίος, κοίτα τώρα! «Δώστε μου καλές μητέρες να σας φτιάξω καλό έθνος». Η μάνα. Η γυναίκα. Γλυκαίνει, παρηγορεί, εμπνέει. Φυσικά και ο άντρας θέλει στήριξη. Δεν υπάρχει ανώτερος και κατώτερος. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε όλοι. Ίσως η γυναίκα ήταν πολλά χρόνια καταπιεσμένη και για αυτό έχει λιγάκι θυμώσει και προσπαθεί να επιβληθεί, αλλά η καλύτερη επιβολή είναι η αγάπη και το πραγματικό έργο που παράγει. Θα σε αναγνωρίσει ο άλλος, εκτός κι αν είναι σφαλτός. Να είστε ευλογημένοι, να μεγαλώσετε, να δημιουργήσετε κι εσείς. Το πιστεύω ότι θα δημιουργήσετε, είστε πολύ καλή γενιά και θα πάτε την Ελλάδα μπροστά.
Να ’στε καλά, ευχαριστώ πολύ!